κέρας: Difference between revisions
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
(T22) |
(20) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=κερατος, plural κέρατα, genitive κεράτων (Winer s Grammar, 65 (63); Buttmann, 15 (13)), τό (from [[Homer]] [[down]]), [[Hebrew]] קֶרֶן, a [[horn]];<br /><b class="num">a.</b> [[properly]]: of animals, B. D. [[under]] the [[word]] Smith's Bible Dictionary, Horn)); [[hence]], [[κέρας]] σωτηρίας (of God, a [[mighty]] and [[valiant]] [[helper]], the [[author]] of [[deliverance]], of the Messiah, a projecting [[extremity]] in [[shape]] [[like]] a [[horn]], a [[point]], [[apex]]: as, of an [[altar]], Psalm 118:27>)). | |txtha=κερατος, plural κέρατα, genitive κεράτων (Winer s Grammar, 65 (63); Buttmann, 15 (13)), τό (from [[Homer]] [[down]]), [[Hebrew]] קֶרֶן, a [[horn]];<br /><b class="num">a.</b> [[properly]]: of animals, B. D. [[under]] the [[word]] Smith's Bible Dictionary, Horn)); [[hence]], [[κέρας]] σωτηρίας (of God, a [[mighty]] and [[valiant]] [[helper]], the [[author]] of [[deliverance]], of the Messiah, a projecting [[extremity]] in [[shape]] [[like]] a [[horn]], a [[point]], [[apex]]: as, of an [[altar]], Psalm 118:27>)). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (ΑΜ [[κέρας]], -ατος, Α επικ. γεν. κέραος και κεράατος, αττ. συνηρ. γεν. κέρως, ιων. γεν. [[κέρεος]])<br /><b>1.</b> το [[κέρατο]] που βρίσκεται στο [[κεφάλι]] πολλών θηλαστικών («διαφέρει δὲ καὶ τὰ κέρατα τῶν θηλειῶν βοῶν και τῶν ταύρων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πτέρυγα]] παράταξης στρατού ή στόλου («τὸ δεξιὸν μὲν πρώτον εὐτάκτως [[κέρας]] ἡγεῑτο», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[είδος]] σάλπιγγας από [[κέρατο]] ζώου ή από [[μέταλλο]], το οποίο χρησιμοποιούνταν από τους αρχαίους στρατούς, ενώ [[σήμερα]] χρησιμοποιείται από κυνηγούς, αμαξηλάτες κ.λπ. («Τυρρηνῶν δ' ἐστίν [[εὕρημα]] κέρατά τε καὶ σάλπιγγες», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[κέρας]] Αμάλθειας» <br />α) το [[κέρατο]] της κατσίκας η οποία, σύμφωνα με την [[παράδοση]], ανέθρεψε τον Δία<br />β) [[σύμβολο]] αφθονίας αγαθών<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>τα κέρατα</i><br />α) <b>ανατ.</b> [[ονομασία]] διαφόρων τμημάτων οργάνων του σώματος λόγω του σχήματός τους («κέρατα του ιερού οστού»)<br />β) <b>(παθολ.)</b> παθολογικές εκφύσεις κερατώδους συστάσεως ή νεοπλασίες της επιδερμίδας που έχουν ποικίλο [[σχήμα]] και εμφανίζονται σε ακάλυπτα μέρη του σώματος<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> κυλινδρική [[κεραία]] για τη [[στερέωση]] τών ιστίων που έχουν τραπεζοειδές [[σχήμα]]<br /><b>3.</b> <b>μουσ.</b> [[είδος]] πνευστού μουσικού οργάνου που αποτελείται από πολύ μακρύ ορειχάλκινο περιελισσόμενο [[σωλήνα]], το [[κόρνο]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ηχητικό [[κέρας]]» — το [[κλάξον]] του αυτοκινήτου<br />β) <b>ναυτ.</b> «[[κέρας]] ομίχλης» — όργανο με [[σχήμα]] κεράτου που εκπέμπει ισχυρό ηχητικό [[σήμα]] και χρησιμοποιείται [[κυρίως]] από τα ιστιοφόρα πλοία για [[ένδειξη]] της θέσης τους και [[αποφυγή]] σύγκρουσης σε [[περίπτωση]] ομίχλης<br /><b>μσν.</b><br />[[εξουσία]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[αντικείμενο]] με κερατοειδές [[σχήμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[κεραία]] τών αρθροπόδων («καταβάλλων τά κέρατα [[πλάγια]] [ὁ [[κάραβος]]]»)<br /><b>2.</b> η [[ινώδης]] [[ουσία]] τών κεράτων και τών οπλών τών ζώων που χρησιμοποιείται ως κατεργάσιμη ύλη<br /><b>3.</b> [[ποτήρι]] κατασκευασμένο από [[κέρατο]] βοδιού ή από [[μέταλλο]] («ἐξ ἀργυρέων κεράτων πίνειν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[τρίχα]] ή [[κόμη]]<br /><b>5.</b> [[ορμίσκος]] ή [[διακλάδωση]] ποταμού ή θάλασσας («ἐν Ἰνδοῑς ἐν τῷ κέρατι καλουμένῳ», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[σώμα]] στρατού που αποτελούνταν από 8.192 άνδρες, [[διφαλαγγαρχία]]<br /><b>7.</b> [[μεραρχία]]<br /><b>8.</b> [[συγκρότημα]] από 32 άρματα<br /><b>9.</b> η [[κεραία]] του πλοίου, η [[αντένα]]<br /><b>10.</b> το εξέχον [[μέρος]] του όρους, η [[βουνοκορφή]]<br /><b>11.</b> <b>ανατ.</b> το [[άκρο]] της μήτρας<br /><b>12.</b> ο [[πήχης]] της λύρας («ῥηγνὺς χρυσόδετον [[κέρας]], ῥηγνὺς ἁρμονίαν χορδοτόνου λύρας», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>13.</b> [[σοφιστικός]] [[συλλογισμός]], ο [[κεράτινης]]<br /><b>14.</b> το [[φυτό]] [[σταφυλίνος]] ο [[άγριος]]<br /><b>15.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ κέρατα</i><br />κεράτινες αιχμές που εφαρμόζονταν στο [[άκρο]] τών καλάμινων γραφίδων<br /><b>16.</b> <b>φρ.</b> α) «βοὸς [[κέρας]]»<br />i) κεράτινο [[συρίγγιο]] ασφαλείας στο οποίο στερεωνόταν το [[βαρίδι]] της ορμιάς ψαρέματος<br />ii) αλιευτική [[ορμιά]] από [[τρίχες]] βοδιού<br />β) «κατὰ [[κέρας]] [[προσβάλλω]]» ή «κατὰ [[κέρας]] [[ἐπιπίπτω]]» — [[προσβάλλω]], [[χτυπώ]] κάποιον από τα [[πλάγια]]<br />γ) «ἐπὶ [[κέρας]] [[ἀνάγω]]» ή «κατὰ [[κέρας]] ἄγω»<br />(σχετικά με ναυτική ή στρατιωτική [[παράταξη]]) [[παρατάσσω]] τον στόλο ή τον στρατό [[έτσι]] ώστε το ένα [[κέρας]] να έρχεται [[πίσω]] από το [[άλλο]]<br />δ) «κέρατα τῆς γῆς» — τα [[άκρα]] της γης<br />ε) «ἁπαλὸν [[κέρας]]» — η [[πόσθη]]<br />στ) «κέρατα [[ποιώ]] τινι» — [[κερατώνω]] κάποιον, [[κάνω]] κάποιον κερατά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>ker</i>-<i>∂</i>- «[[κέρατο]], [[κεφαλή]]», τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] (<i>καρ</i>-) της οποίας εμφανίζουν τα [[κάρα]], [[κάρηνον]] (<span style="color: red;"><</span> <i>καρασ</i>-) και το αρχ. ινδ. <i>śiras</i>- «[[κεφάλι]]», ενώ τη μηδενισμένη της (<i>κρ</i>-) <i>το [[κρανίον]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>κρασ</i>-). Η [[απαθής]] [[βαθμίδα]] εμφανίζεται και στο λατ. <i>cerebrum</i> «[[εγκέφαλος]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>ker</i><i>ә</i>-<i>s</i>-<i>ro</i>-<i>m</i>). Εκτός από το σιγμόληκτο θ. τών ανωτέρω υπάρχει και θ. σε -<i>u</i>- που εμφανίζεται στα <i>κερα</i> (<i>F</i>)-<i>ός</i> ([[απαθής]] [[βαθμίδα]]) και στο λατ. <i>cornu</i> «[[κέρας]]». Παρέκταση -<i>n</i>- εμφανίζουν [[επίσης]] το γερμ. <i>horn</i> «[[κέρας]]» και το αρχ. ινδ. <i>śŕn</i>-<i>g</i>-<i>am</i> «[[κέρας]]». Η λ. «[[κέρας]]» εμφανίζεται ως α' συνθετικό αρχικά με τις μορφές <i>κεραο</i>-, <i>κερασ</i>-, <i>κερε</i>- και <i>κερο</i>-. Η οδοντικά παρεκτεταμένη (με -<i>τ</i>-) [[μορφή]] της ρίζας <i>κερα</i>-<i>τ</i>-<i>κερα</i>-<i>τ</i>-(<i>ο</i>) [[είναι]] μεταγενέστερη. Ως β' συνθετικό εμφανίζεται με τις μορφές -<i>κερας</i>, -<i>κερος</i>, -<i>κερως</i> (πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>κέρα</i>[[σ]]<i>ος</i>) και, μεταγενέστερα, -<i>κέρατος</i>. Τα περισσότερα παρ. εμφανίζουν το θ. <i>κερατ</i>-, υπάρχουν όμως και ορισμένα με θ. <i>κερα</i>(<i>σ</i>)- ή <i>κερ</i>-. Στη Νέα Ελληνική, [[τέλος]], ο τ. [[κέρας]] μεταπλάστηκε σε [[κέρατο]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κεραία]], [[κερατιά]] (I), [[κεράτινος]], [[κεράτιον]], [[κερατίτις]], [[κερατώ]] (-<i>ώνω</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κεράεις]], [[κεραΐτης]], <i>κεραΐτις</i>, [[κεράμβηλον]], [[κεράμβυξ]], [[κέραξ]], [[κεράσσω]], [[κερατάριον]], [[κεράτειος]], [[κεράτινης]], [[κερατίς]], [[κερατώδης]], [[κερατών]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κερατίας]], [[κερατίζω]], [[κερέινος]], [[κερόεις]], [[κερώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κεραταία]], [[κερατέα]], [[κερατόπουλον]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[κερατάς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κερατάκι]], [[κερατένιος]], [[κερατίνη]], [[κερατίτης]], <i>κερατού</i>(<i>κ</i>)<i>λης</i>, [[κερίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α΄ συνθετικό) [[κερασφόρος]], [[κερατοειδής]], [[κεροβάτης]], [[κεροπλάστης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κεραελκής]], [[κεραοξόος]], [[κεραούχος]], [[κεράρχης]], [[κεραρχία]], [[κερασκόμη]], [[κεράσχειλος]], [[κερατάρχης]], [[κεραταρχία]], [[κεραταύλης]], [[κερατεσσείς]], [[κερατηφόρος]], [[κερατογλύφος]], [[κερατοξόος]], [[κερατοποιός]], [[κερατόπους]], [[κερατουργός]], [[κερατοφάγος]], [[κερατοφόρος]], [[κερατοφορώ]], [[κερατοφυής]], [[κερατοφυώ]], [[κερατόφωνος]], [[κερατώπις]], [[κεραύλης]], [[κερεαλκής]], [[κεροβόας]], [[κερόδετος]], [[κεροειδής]], [[κερόστρωτος]], [[κεροτυπώ]], [[κερουλκός]], [[κερούχος]], [[κεροφόρος]], [[κερόχρυσος]], [[κερωδός]], [[κερωνία]], [[κερώνυξ]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κερασφορώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κερατοβούκινον]], [[κερατοπλήκτωρ]], [[κερόκωπος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κεράκμων]], <i>κέρασπις</i>, <i>κερατογένεση</i>, <i>κερατογλωσσικός</i>, <i>κερατογονία</i>, [[κερατογόνος]], [[κερατοδερμία]], <i>κερατόδους</i>, [[κερατόλιθος]], <i>κερατόλυση</i> (-<i>ία</i>), <i>κερατολυτικός</i>, <i>κερατοπέταλο</i>, <i>κερατόπτερις</i>, [[κερατοπώγων]], <i>κερατόρρινος</i>, <i>κερατόσαυρος</i>, <i>κερατόστομο</i>, <i>κερατοφύη</i>, [[κερατόφυλλο]], <i>κερατοφυλλοκήλη</i>, [[κερατοφύρης]], [[κερατοψίδες]], <i>κερόγλωσσος</i>, <i>κερόκτενος</i>, <i>κερούλκησις</i>, [[κερουλκώ]]. (Β' συνθετικό) α) -<i>κερας</i>, <b>αρχ.</b> <i>αιγίκερας</i>, [[αιγόκερας]], <i>αυτόκερας</i>, [[βούκερας]], [[δίκερας]], [[επίκερας]], [[καλλίκερας]], [[οδοντόκερας]], [[υψίκερας]]<br />β) -<i>κέρατος</i>: [[ακέρατος]], [[δικέρατος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ελικοκέρατος</i>, <i>καλοβοκέρατος</i>, [[κονδοκέρατος]], [[κριοκέρατος]], [[οξυκέρατος]], [[ορθοκέρατος]], [[στρεβλοκέρατος]], [[τετρακέρατος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>καμπυλοκέρατος</i>, [[μονοκέρατος]], [[πλατυκέρατος]], <i>στεφανοκέρατος</i>, [[τρικέρατος]]<br />γ) -<i>κερος</i>: [[άκερος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ηΰκερος</i>, <i>μουνόκερος</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ρινόκερος]], [[μονόκερος]]<br />δ) -<i>κερως</i>. [[αιγόκερως]], <i>ρινόκερως</i>, [[μονόκερως]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αεξίκερως]], [[αιπύκερως]], <i>αναπτησίκερως</i>, <i>αργίκερως</i>, <i>ασελγόκερως</i>, <i>αυξίκερως</i>, <i>βαθύκερως</i>, [[βούκερως]], [[βριθύκερως]], [[δίκερως]], [[ελιξόκερως]], [[εύκερως]], [[ευρύκερως]], [[καλλίκερως]], [[μεγαλόκερως]], [[μελάγκερως]], [[νήκερως]], [[οιόκερως]], [[ολιγόκερως]], [[οξύκερως]], [[ορθόκερως]], [[ουλόκερως]], [[πλατύκερως]], [[πολύκερως]], [[στρεβλόκερως]], [[στρεψίκερως]], [[ταυρόκερως]], [[τετράκερως]], [[τραγόκερως]], [[τετράκερως]], [[τρίκερως]], [[υπέρκερως]], [[υψίκερως]], [[χρυσόκερως]], [[ψιλόκερως]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
τό, Ep. gen. Κέρᾰος, Att. contr. κέρως; Ep. dat. κέρᾰϊ (elided) or κέραι or
A κέρᾳ Il.11.385, cf. Hdn.Gr.2.75, κέρᾳ also in Th. 2.90, 7.6: nom. pl. κέρᾱ (v. infr.), gen. κεράων, κερῶν, dat. κέρασι, Ep. κεράεσσι:—Att. Inscrr. have dual [κέρ]ατε IG12.301.109: pl.κέρατα ib.237.59; later Ep. κεράατα () Nic.Th.291, κεράατος () Arat.174, Q.S.6.225:—Hdt.has gen. κέρεος 6.111, dat. κέρεϊ 9.102: pl. κέρεα 2.38, κερέων ib.132; but Hp. has gen. sg. κέρως, pl. κέρατα, Aër.18. [In nom. and acc. κέρας, ᾰ always: in the obl. cases ᾰ in Ep., as κέρᾰσιν Od.3.384 (in contr. dat. κέρᾱ, nom. pl. κέρᾱ (cf. Batr.165), a is shortd. before a vowel, Il.11.385, Od.19.211); but ᾱ in Trag.and Com., κέρᾱτος Hermipp.43, κέρᾱτα E.Ba.921, κεράτων [ᾱ] prob. in S.Tr.519 (lyr.), κέρᾱσι A.Fr.185. In later Ep. the quantity varies.] (κέρας is prob. related to κάρα; cf. κεραός.) I the horn of an animal, in Hom. mostly of oxen, Il.17.521, etc.; ταῦροι . . εἰς κέρας θυμούμενοι E.Ba.743; ὀφθαλμοὶ δ' ὡς εἰ κέρα ἕστασαν his eyes stood fixed and stiff like horns, Od.19.211; as a symbol of strength, LXX Ps.17(18).3, Diogenian.7.89, cf. Arist.PA662a1; of elephants' tusks, Aret.SD2.13, Opp.C.2.494. 2 antennae of crustaceans, Arist.HA526a31, 590b27; of the silkworm's grub, ib.551b10. II horn, as a material, αἱ μὲν γὰρ [πύλαι] κεράεσσι τετεύχαται Od.19.563; the horn of animals' hoofs, Longus 2.28. III anything made of horn, 1 bow, τόξον ἐνώμα . . πειρώμενος . . μὴ κέρα ἶπες ἔδοιεν Od. 21.395, cf. Theoc.25.206, Call.Epigr.38, AP6.75 (Paul.Sil.); for Il.11.385 v. infr. v.l. 2 of musical instruments, horn for blowing, σημῆναι τῷ κέρατι X.An.2.2.4, cf. Arist.Aud.802a17; also, the Phrygian flute, because it was tipped with horn (cf. Poll.4.74), αὐλεῖν τῷ κ. Luc.DDeor.12.1; καὶ κέρατι μὲν αὐλεῖν Τυρρηνοὶ νομίζουσι Poll.4.76, cf. Ath.4.184a. 3 drinking-horn, ἐκ τοῦ κέρατος αὖ μοι δὸς πιεῖν Hermipp.43, cf. X.An.7.2.23, OGI214.43 (Didyma, iii B.C.); ἐξ ἀργυρέων κ. πίνειν Pi.Fr.166, cf. IG12.280.77; ἀργυρηλάτοις κέρασι χρυσᾶ στόμια προσβεβλημένοις A.Fr.185; ἐκπιόντι χρύσεον κ. S.Fr. 483; for measuring liquids, Gal.13.435. 4 Ἀμαλθείας κ. cornucopiae, v. Ἀμάλθεια. IV βοὸς κ. prob. a horn guard or cover attached to a fishing-line, Il.24.81, cf. Sch.; ἐς πόντον προΐησι βοὸς κέρας Od.12.253; ψάμμῳ κ. αἰὲν ἐρείδων AP6.230 (Maec.), cf. Aristarch. ap. Apollon.Lex.s.v. κέρᾳ ἀγλαέ, Arist. ap. Plu.2.977a (also expld. as a fishing-line of ox-hair (cf. infr.v.l), ap.Plu.2.976f, cf. Poll.2.31; perh. an artificial bait). 2 clyster-pipe, Orib.8.32 7. 3 in pl., horn points with which the writing-reed was tipped, AP6.227 (Crin.). V of objects shaped like horns, 1 a mode of dressing the hair, κέρᾳ ἀγλαέ Il.11.385 (unless the meaning be bow), cf. Aristarch. ad loc., Herodorus and Apionap. Eust. ad loc.: hence κέρας is expld. as = θρίξ or κόμη, Apollon.Lex., Hdn.Gr. ap. Eust.l.c., Poll.2.31, Hsch.; cf. iv. l, and v. κεροπλάστης. 2 arm or branch of a river, Ὠκεανοῖο κ. Hes. Th.789; Νείλου Pi.Fr.201; τὸ Μενδήσιον κέρας Th.1.110; ἐν Ἰνδοῖς ἐν τῷ Κέρατι καλουμένῳ Arist.Mir.835b5, cf. Mu.393b5; τὸ κ. τὸ Βυζαντίων the 'Golden Horn', Str.7.6.2, cf. Plb.4.43.7, Sch.A.R.4.282; Ἑσπέρου K., name of a bay, Hanno Peripl.14, cf. Philostr.VS1.21.2. 3 wing of an army, Hdt.9.26, etc.; or fleet, Id.6.8, Th.2.90, etc.; κ. δεξιόν, λαιόν, A.Pers.399, E.Supp.704; τὸ εὐώνυμον κ. ἀναπτύσσειν X.An.1.10.9. b κατὰ κέρας προσβάλλειν, ἐπιπεσεῖν, to attack in flank, Th.3.78, X.HG6.5.16, etc.; κατὰ κ. προσιέναι, ἕπεσθαι, Id.Cyr.7.1.8 and 28; κατὰ κ. συμπεσών Plb.1.40.14; πρὸς κ. μάχεσθαι X.Cyr.7.1.22. c ἐπὶ κέρας ἀνάγειν τὰς νέας to lead a fleet in column, Hdt.6.12, cf.14; κατὰ μίαν ἐπὶ κέρως παραπλεῖν Th.2.90, cf. 6.32, X.Cyr.6.3.34, Eub.67.4; of armies, κατὰ κέρας, opp. ἐπὶ φάλαγγος, X.Cyr.1.6.43, cf. An.4.6.6, HG7.4.23; εἰς κ. Id.Eq.Mag.4.3; ἐκ κέρατος εἰς φάλαγγα καταστῆσαι Id.Cyr.8.5.15; οὐκ ἐλᾶτε πρὸς τὸ δεξιὸν κ.; Ar.Eq.243. 4 corps of8192 men, = διφαλαγγαρχία, Ascl.Tact.2.6, Arr.Tact.10.7. b = μεραρχία, Ascl.Tact.2.10. c contingent of thirty-two chariots, ib. 8, Ael.Tact.22.2. 5 sailyard, = κεραία, AP5.203 (Mel.), OGI674.30 (Egypt, i A.D.), Luc.Am.6, POxy.2136.6 (iii A.D.). 6 mountainpeak, v.l. in h.Hom.1.8; spur, τὸ κ. τοῦ ὄρους X.An.5.6.7, cf.Lyc. 534: in pl., extremities of the earth, γῆς Philostr.VA2.18 (pl.). 7 in Anatomy, extremities of the uterus, Hp.Superf.1, Gal.7.266; of the diaphragm, Sor.1.57. b ἁπαλὸν κ., = πόσθη, Archil.171, cf.Neophro (?) in PLit.Lond.77 Fr.2.19, E.Fr.278, AP12.95.6 (Mel.). 8 of the πήχεις of the lyre, χρυσόδετον κ. S.Fr.244 (lyr.) (rather than the bridge, because made of horn, Ael.Dion.Fr.133, Poll.4.62). VI κέρατα ποιεῖν τινι to give him horns, cuckold him, prov. in Artem.2.11; cf. κερασφόρος 11. VII = κερατίνης, Luc.DMort.1.2. VIII = σταφυλῖνος ἄγριος, Dsc.3.52; = οἰνάνθη, dub. in Ps.-Dsc.3.120.
German (Pape)
[Seite 1421] gen. κέρατος, ep. κέραος, ion. κέρεος, att. κέρως, Thuc. 2, 90, u. s. w., dat. κέρατι, κέραϊ, κέρᾳ, so Il. 11, 385; plur. κέρατα, B. A. 104, gew. κέρα, z. B. Hosch. 2, 87; gen. κεράτων, κεράων, κερῶν, dat. κέρασι, ep. κεράεσσι; [in den dreisylbigen casus ist α lang bei Tragg. u. sp. D., die sogar nach Analogie von κράατα κεράατα sagen, Nic. Th. 291, u. κεράατος, Arat. 174; bei Hom. aber ist α stets kurz; vgl. Herm. Soph. Trach. 516 Mehlhorn Anacr. p. 102]; – das Horn; – 1) Horn, Geweih, gew. von Rindern; κόψας ἐξόπιθεν κεράων βοός Il. 17, 521; βοῦν δ' ἀγέτην κεράων Od. 3, 439, öfter; ὀφθαλμοὶ δ' ὡσεὶ κέρα ἕστασαν, fest u. starr wie Hörner, Od. 19, 211; ταυρείων κεράτων Soph. Trach. 516; ταῦρος εἰς κέρας θυμούμενος Eur. Bacch. 742; κέρατε 919; κέρεα, κερέων, Her. 4, 29. 183; κόλοβον κεράτων Plat. Polit. 265 d; κυρίττοντες ἀλλήλους σιδηροῖς κέρασι Rep. IX, 586 b. – Auch das Horn am Hufe der Thiere, Long. 2, 28. – 2) das Horn als Material zu künstlicher Verarbeitung; αἱ μὲν γὰρ (ύλαι) κεράεσσι τετεύχαται Od. 19, 563, worauf Plat. Charmid. 173 a mit ὄναρ διὰ κεράτων anspielt; u. so Alles aus Horn Gemachte, – a) der Bogen; κέρᾳ ἀγλαέ, durch den Bogen berühmt, Il. 11, 385, wiewohl einige alte Erkl. es hier für Haar erkl., vgl. Apoll. Lex. u. Schol.; μὴ κέρα ἶπες ἔδοιεν Od. 21, 395; Theocr. 25, 216 u. a. Sp. – b) das Horn an der Angelschnur, welches den Fisch verhindert, die Angelschnur zu durchbeißen; ἐς πόντον προΐησι βοὸς κέρας Od. 12, 253, vgl. Il. 24, 81; Qu. Haec. 5 (VI, 230). Einige Alte wollten es in dieser Vbdg auf Ochsenhaare deuten, was Plut. de sol. anim. 24 widerlegt. – c) Steg an der Lyra, Soph. frg. 232; vgl. Poll. 4, 62. – d) Trinkhorn, wozu man ursprünglich die Hörner des Ochsen nahm, später auch von Metall, Ath. XI, 7, 476 b; κατὰ τὸν Θρᾴκιον νόμον κέρατα οἴνου προὔπινον Xen. An. 7, 2, 23; ἐξ ἀργυρέων κεράτων πίνειν Pind. frg. 147; ἀργυρήλατα Aesch. frg. 170; Soph. frg. 429 u. A. bei Ath. a. a. O. – 3) Horn als musikalisches Instrument; ἐπειδὰν σημήνῃ τῷ κέρατι Xen. An. 2, 2, 4; Τυῤῥηνῶν δ' ἐστὶν εὕρημα κέρατά τε καὶ σάλπιγγες Ath. IV, 184 a; αὐλεῖ τῷ κέρατι Luc. D. D. 12, 1. – 4) der Arm eines Stromes; κέρας Ὠκεανοῦ Hes. Th. 789; Νείλου Pind. frg. 215; Μενδήσιον Thuc. 1, 110. – 5) der Flügel eines Heeres, einer Flotte; Aesch. Pers. 391; δεξιόν, λαιόν, Eur. Suppl. 658. 704. Sehr gewöhnlich bei Her., τοῦ δεξιοῦ κέρεος ἡγέετο 5, 111; Thuc. u. folgde Geschichtschreiber; τὸ κέρας ἀναπτύσσειν Xen. An. 1, 10, 9; κατὰ κέρας συμπίπτειν, προσβάλλειν τοῖς πολεμίοις, in den Flanken angreifen, Thuc. 3, 78 Xen. Cyr. 7, 1, 26 Pol. 1, 40, 14. 2, 30, 9 u. öfter; – ἐπὶ κέρας ἀνάγειν τὰς νῆας, in langer Reihe, so daß ein Schiff dem andern folgt, Her. 6, 12; κατὰ κέρας ἄγων Xen. An. 4, 6, 6, wie κατὰ κέρας ἅτε καθ' ὁδὸν πορευόμενοι Hell. 7, 4, 22, wo vorhergeht εἰς δύο ἄγων; u. so ist auch wohl Thuc. 2, 90 κατὰ μίαν ἐπὶ κέρως παραπλέοντες zu nehmen; so auch 6, 32; ἐκ κέρατος εἰς φάλαγγα καταστῆσαι, aus der cotonnenförmigen Marschordnung in die gedrängte Phalanx aufmarschieren lassen, Xen. Cyr. 8, 5, 8, vgl. 2, 4, 29 An. 6, 3, 5. – Aber ἐπὶ κέρως = auf der Flanke, Ggstz ἐπὶ μετώπου, Luc. hist. conscr. 37. – 6) τοῦ ὄρους, Bergspitze, Xen. An. 5, 6, 7 u. Sp.; von andern Hervorragungen, Spitzen, Enden, κάλαμον (Schreibrohr) εὖ μὲν ἐϋσχίστοισι διάγλυπτον κεράεσσιν Crinag. 4 (VI, 227). – 7) = κεραία, Segelstange, Raa; Att. Seew.; Luc. Amor. 6; Mel. 77 (V, 204). – 8) = πόσθη; Archil. bei Eust. 851, 53; Mel. 5 (XII, 95). – 9) κέρατα ποιεῖν τινι, Einem Hörner aufsetzen, ihn zum Hahnrei machen, Artemid. 2, 11; vgl. κερατίας. – 10) ein sophistischer Trugschluß; Luc. D. Hort. 1, 2; Sext. Emp. pyrrh. 2, 241.
Greek (Liddell-Scott)
κέρας: τό· γεν. κέρατος, Ἐπικ. κέραος, Ἀττ. καὶ κέρως· δοτ. κέρατι, κέραϊ, κέρᾳ (Ἰλ. Λ. 385· καὶ παρὰ Θουκ. 2. 90., 7. 6, ἀλλὰ μόνον ἐπὶ τῆς σημασ. VII). ― δυϊκ. κέραε, κέρᾱ, κεράοιν· πληθ. ὀνομ. κέραα, κέρᾱ, γεν. κεράων, κερῶν, δοτ. κέρασι, Ἐπικ. κεράεσσι. Παρὰ μεταγεν. Ἐπικ., γεν. κεράατος, πληθ. -άατα. Ἡ Ἰων. κλίσις τῆς λέξεως εἶναι κέρας, κέρεος, κέρεϊ, πληθ. κέρεα, κερέων, ἴδε Δινδ. π. Διαλ. Ἡροδ. σ. XVI. Ἐν τῇ ὀνομ. καὶ αἰτ. κέρας, ᾰ ἀείποτε: ― ἐν ταῖς πλαγίαις πτώσεσιν ᾰ παρ’ Ἐπικ., ὡς κέρᾰσι Ὀδ. Γ. 384 (ἐν Ὀρφ, Λιθ. 238 διωρθώθη νῦν εἰς κέραα)· ἐν τῇ συνῃρ. δοτ. κέρ℁, καὶ ἐν τῇ πληθ. ὀνομαστ. κέρᾱ, τὸ α βραχύνεται πρὸ φωνήεντος, ὡς ἐν Ἰλ. Δ. 109, Ὀδ. Τ. 211· ἀλλὰ παρ’ Ἀττ. κέρᾱτος, -ᾱτι, -ᾱτα, -ᾱ΄των, -ᾱσι, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 183, Σοφ. Τρ. 519, Εὐρ. Βάκχ. 921, Ἕρμιππ. ἐν «Μοίραις» 5· οὕτως ἐν τῷ παραγώγῳ κερᾱτίνης καὶ τοῖς συνθέτοις ὑψικέρᾱτα, χρυσοκέρᾱτα, ἴδε ἐν λέξ. Παρὰ μεταγεν. Ἐπικ. ἡ ποσότης ποικίλλει, πρβλ. κερᾱτοφόρος, κερᾰτηφόρος, κερᾰτώδης. ― Οἱ ἐκτεταμένοι τύποι κερᾱ΄ατος, κερᾱ΄ατα, ἐσχηματισμένοι κατὰ τὸ Ὁμηρικὸν κράατα, ἀπαντῶσιν ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Δ. 978, Ἀράτ. 174, Κοΐντ. Σμ., κλ.). (κέρας πιθανῶς σχετίζεται πρὸς τὸ κάρα, ὡς τὸ Σανσκρ. sr. ing-am (κέρας) πρὸς τὸ ←ir-as (κεφαλή)· πρβλ. ὡσαύτως Σανσκρ. kar-nas (οὖς), Λατ. cor-nu, Γοτθ. haur-n (Ἀγγλ. horn)· ― ἐντεῦθεν πολλὰ κερασφόρα ζῷα λαμβάνουσι τὰ ὀνόματα αὑτῶν, οἷον: κριός· cervus (ὅ ἐστι κεραϝός, πρβλ. ἔλαφον κεραὸν Ἰλ. Γ. 24), Ἀρχ. Σκανδιν. hjört, Ἀγγλο-Σαξ. heort (Ἀγγλ. hart)· Ἀρχ. Γερμ. hiruz (hirsch), καὶ hrind (rind, βοῦς)). Περὶ τῶν συνθέτων τοῦ κέρας ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 672. Ι. τὸ κέρας ζῴου, παρ’ Ὁμήρῳ κατὰ τὸ πλεῖστον τὸ τοῦ βοός, Ἰλ. Ρ. 521, κτλ., πρβλ. κεραός· ὀφθαλμοὶ δ’ ὡσεὶ κέρα ἕστασαν, ἦσαν ἀκίνητοι ἢ σκληροὶ ὡς κέρατα, Ὀδ. Τ. 211· ὡσαύτως ὡς σύμβολον ἰσχύος, Παροιμιογρ. σ. 218, Ἑβδ. (Ἰεζεκ. ΜΑ΄, 22), Σουΐδ., πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 1, 7· ― ἐπὶ τῶν ὀδόντων τοῦ ἐλέφαντος, Ὀππ. Κυν. 2. 494· ἐπὶ τῶν κεραιῶν τῶν μαλακοστράκων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2, 15., 8. 2, 21. ΙΙ. κέρας ὡς ὕλη· ἐν Ὀδ. Τ. 563, αἱ μὲν γὰρ αἱ πύλαι κεράεσσι τετεύχαται, ἐκ κέρατος, κεράτιναι, δι’ ὧν ἐξήρχοντο τὰ ἀληθῆ ὄνειρα, ἴδε ἐν λέξ. ἐλεφαίρομαι· ἡ κερατίνη ὕλη τῶν ὁπλῶν ζῴων, Λόγγος 2. 28. ΙΙΙ. πᾶν πρᾶγμα ἐκ κέρατος κατεσκευασμένον, 1) τόξον, τοξότα... κέρᾳ ἀγλαὲ Ἰλ. Λ. 385, πρβλ. Ὀδ. Χ. 395, Θεόκρ. 25. 206, κτλ. 2) ἐπὶ μουσικῶν ὀργάνων, κέρας χρησιμεῦον ὡς σάλπιγξ, σημαίνειν τῷ κέρατι Ξεν. Ἀν. 2. 2, 4, πρβλ. Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 31 κἑξ.· ὡσαύτως, ὁ Φρύγιος αὐλός, εἴτε ἐκ τοῦ σχήματος αὐτοῦ, εἴτε διότι τὸ ἄκρον αὐτοῦ ἦτο κεράτινον, αὐλεῖν τὸ κέρ. Λουκ. Θεῶν Διάλ. 12. 1· καὶ κέρατι μὲν αὐλεῖν Τυρσηνοὶ νομίζουσι Πολυδ. Δ΄, 76, πρβλ. Ἀθήν. 184Α· ― ὡσαύτως ἓν τῶν κεράτων τῆς λύρας, Σοφ. Ἀποσπ. 232. 3) κέρας δι’ οὗ ἔπινον, ποτήριον ἐκ κέρατος, ἐκ τοῦ κέρατος αὖ μοι... δὸς πιεῖν Ἕρμιππ. ἐν «Μοίραις» 5, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 7. 2, 23· ἤ, ποτήριον ἔχον τὸ σχῆμα τοῦ κέρατος (ἴσως ὡς τὸ ῥυτόν, Ἀθήν. 476Β), ἐξ ἀργυρέων κ. πίνειν Πινδ. Ἀποσπ. 147· ἀργυρηλάτοις κέρασι χρυσᾶ στόματα προσβεβλημένοις Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 183· ἐκπιόντι χρύσεον κέρα Σοφ. Ἀποσπ. 429· πρβλ. Σουΐδ. ἐν λέξ. IV. βοὸς κ., κεράτινον συρίγγιον ἀσφαλείας, εἰς ὃ προσηρτᾶτο τὸ ἐκ μολύβδου βάρος (μολύβδαινα) τῆς πρὸς ἁλιείαν ὁρμιᾶς, Ἰλ. Ω. 81· ἐς πόντον προΐησι βοὸς κέρας Ὀδ. Μ. 253· πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 230, Πλούτ. 2. 976Ε, Ἀπολλων. Λεξ. ἐν λέξ. κέρᾳ ἀγλαέ. 2) Ἀμαλθείας κ., ἴδε ἐν λέξ. Ἀμάλθεια. V. κέρατα, τὰ ἐκ κέρατος ἄκρα δι’ ὧν ὁ πρὸς γραφὴν κάλαμος (ἡ γραφὶς) ὡπλίζετο, Ἀνθ. Π. 6. 227. VI. βραχίων ἢ κλάδος θαλάσσης ἢ ποταμοῦ, κέρας Ὠκεανοῦ Ἡσ. Θ. 789· Νείλου Πινδ. Ἀποσπ. 215· Μενδήσιον κέρας Θουκ. 1. 110· ἐν Ἰνδοῦ τῷ κέρατι καλουμένῳ Ἀριστ. π. Θαυμασ. 71, πρβλ. π. Κόσμ. 3. 11· τὸ Κέρας τὸ Βυζαντίων, ὁ Κεράτ. κόλπος, Στράβ. 319· πρβλ. Σχολ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 282. VII. τὸ κέρας στρατεύματος ἢ στόλου, Ἡρόδ. 6. 8., 9. 26, καὶ Ἀττ.· κ. δεξιόν, λαιὸν Αἰσχύλ. Πέρσ. 399, Εὐρ. Ἱκέτ. 657, 659· τὸ κ. ἀναπτύσσειν Ξεν. Ἀν. 1. 10, 9. 2) κατὰ κέρας προσβάλλειν, ἐπιπίπτειν, προσβάλλειν ἐκ τοῦ πλαγίου, Θουκ. 3. 78, Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 16, κτλ.· κατὰ κ. προσιέναι, ἕπεσθαι Ξεν. Κύρ. 7. 1. 8 καὶ 28· ὡσαύτως, πρὸς κ. μάχεσθαι αὐτόθι 22. 3) ἐπὶ κέρας ἄγειν, ἐπὶ ναυτικῆς ἢ στρατιωτικῆς παρατάξεως, ἄγειν τὰ πλοῖα ἢ τὸν στρατὸν κατ’ ὀρθίαν γραμμὴν πρὸς τὸ κέρας, οὕτως ὥστε τὰ πλοῖα ἢ ὁ στρατὸς ν’ ἀποτελῶσιν οὕτως εἰπεῖν στήλην οὐχὶ δὲ εὐρὺ μέτωπον (πρβλ. δεξιῷ κέρᾳ ἡγουμένῳ Θουκ. 2. 90), Λατ. agmine longo, ἀντιτίθεται τῷ ἐπὶ φάλαγγος (ἴδε φάλαγξ Ι. 2), Ἡρόδ. 6. 12, 14· οὕτω παρ’ Ἀττ., ἐπὶ κέρως Θουκ. 2. 90., 6. 32, 50., 8. 104, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 34· κατὰ κέρας αὐτόθι 1. 6, 43, Ἀν. 4. 6, 6, Ἑλλ. 7. 4, 23· εἰς κ. ὁ αὐτ. ἐν Ἱππαρχ. 4, 3· ἐλαύνειν πρὸς τὸ δεξιὸν κ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 243. VIII. ἡ κεραία πλοίου, Ἀνθ. Π. 5. 204, Λουκ. Ἔρωτ. 6. IX. ἐξέχον μέρος ἢ ὕψωμα, π. χ. ὀρεινὴ κορυφή, κτλ., Ξεν. Ἀν. 5. 6, 7, Λυκόφρ. 534· ἐξοχὴ ἢ ἐσχατιὰ τῆς γῆς, γῆς Φιλόστρ. 69. X. ἁπαλὸν κ. = πόσθη, Ἀρχίλ. 161, πρβλ. Ἀνθ. Π. 12. 95. XI. κέρατα ποιῶ τινι, βάλλω κέρατα εἴς τινα, ἐπὶ γυναικὸς ἀπατώσης τὸν ἑαυτῆς ἄνδρα, κέρατά σοι ποιήσει (γυνή), «θά σε κερατώσῃ», «θὰ σοῦ βάλῃ τὰ κέρατα», θὰ μοιχευθῇ, παροιμία παρ’ Ἀρτεμιδ. 2. 12· ἐντεῦθεν, κερατᾶς, κερασφόρος ΙΙ. XII. = κερατίνης, πρβλ. Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 1. 2, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 241.
French (Bailly abrégé)
(τό) :
gén. κέρατος > κέρως ; dat. κέρατι > κέρᾳ ; acc. κέρας;
plur. nom. κέρατα > κέρα ; gén. κεράτων > κερῶν ; dat. κέρασι (épq. κεράεσσι) ; acc. κέρατα > κέρα;
duel nom.-acc. κέρατε > κέρα ; gén.-dat. κεράτοιν > κερῷν;
corne, càd :
I. corne d’animal (bœuf, taureau, cerf, etc.) ; p. anal.
1 bras d’un fleuve;
2 aile d’une armée ou d’une flotte : ἐπὶ κέρας HDT ou ἐπὶ κέρως THC, κατὰ κέρας XÉN en colonne (lat. agmine longo) ou en flanc, aux ailes ; κατὰ κέρας προσβάλλειν, ἐπιπίπτειν, συμπίπτειν THC attaquer de flanc;
3 antenne ou vergue d’un navire;
4 pic d’une montagne;
5 argument cornu, sophisme;
II. corne, matière employée dans les arts ou l’industrie :
1 portes de corne par où sortent les songes;
2 arc;
3 vase à boire;
4 corne, trompe ; particul. la flûte phrygienne;
5 morceau de corne au bout d’une ligne à pêcher.
Étymologie: cf. κάρα, κάρηνον.
English (Autenrieth)
κέραος, dat. κέραι (κέρᾳ), pl. κέρᾶ (but shortened before a vowel), κεράων, dat. κέρασι, κεράεσσι: horn; bows were made of horn, Il. 4.109 ff., Od. 21.395; hence said for ‘bow,’ Il. 11.385; a sheath of horn was used to encase a fishing-line, to prevent the hook from being bitten off, Il. 24.81; with a play upon the word κραίνω, Od. 19.566.
English (Slater)
κέρας
a drinking horn ἐξ ἀργυρέων κεράτων πίνοντες fr. 166. 4.
b branch of a river Αἰγυπτίαν Μένδητα, πὰρ κρημνὸν θαλάσσας ἔσχατον Νείλου κέρας i. e. by the sea's bank, the end of a branch of the Nile, viz. where the eastern branch of the Nile delta flows into lake Tanais fr. 201. 2.
Spanish
cuerno, objeto en forma de cuerno
English (Strong)
from a primary kar (the hair of the head); a horn (literally or figuratively): horn.
English (Thayer)
κερατος, plural κέρατα, genitive κεράτων (Winer s Grammar, 65 (63); Buttmann, 15 (13)), τό (from Homer down), Hebrew קֶרֶן, a horn;
a. properly: of animals, B. D. under the word Smith's Bible Dictionary, Horn)); hence, κέρας σωτηρίας (of God, a mighty and valiant helper, the author of deliverance, of the Messiah, a projecting extremity in shape like a horn, a point, apex: as, of an altar, Psalm 118:27>)).
Greek Monolingual
το (ΑΜ κέρας, -ατος, Α επικ. γεν. κέραος και κεράατος, αττ. συνηρ. γεν. κέρως, ιων. γεν. κέρεος)
1. το κέρατο που βρίσκεται στο κεφάλι πολλών θηλαστικών («διαφέρει δὲ καὶ τὰ κέρατα τῶν θηλειῶν βοῶν και τῶν ταύρων», Αριστοτ.)
2. πτέρυγα παράταξης στρατού ή στόλου («τὸ δεξιὸν μὲν πρώτον εὐτάκτως κέρας ἡγεῑτο», Αισχύλ.)
3. είδος σάλπιγγας από κέρατο ζώου ή από μέταλλο, το οποίο χρησιμοποιούνταν από τους αρχαίους στρατούς, ενώ σήμερα χρησιμοποιείται από κυνηγούς, αμαξηλάτες κ.λπ. («Τυρρηνῶν δ' ἐστίν εὕρημα κέρατά τε καὶ σάλπιγγες», Αθήν.)
4. φρ. «κέρας Αμάλθειας»
α) το κέρατο της κατσίκας η οποία, σύμφωνα με την παράδοση, ανέθρεψε τον Δία
β) σύμβολο αφθονίας αγαθών
νεοελλ.
1. συν. στον πληθ. τα κέρατα
α) ανατ. ονομασία διαφόρων τμημάτων οργάνων του σώματος λόγω του σχήματός τους («κέρατα του ιερού οστού»)
β) (παθολ.) παθολογικές εκφύσεις κερατώδους συστάσεως ή νεοπλασίες της επιδερμίδας που έχουν ποικίλο σχήμα και εμφανίζονται σε ακάλυπτα μέρη του σώματος
2. ναυτ. κυλινδρική κεραία για τη στερέωση τών ιστίων που έχουν τραπεζοειδές σχήμα
3. μουσ. είδος πνευστού μουσικού οργάνου που αποτελείται από πολύ μακρύ ορειχάλκινο περιελισσόμενο σωλήνα, το κόρνο
4. φρ. α) «ηχητικό κέρας» — το κλάξον του αυτοκινήτου
β) ναυτ. «κέρας ομίχλης» — όργανο με σχήμα κεράτου που εκπέμπει ισχυρό ηχητικό σήμα και χρησιμοποιείται κυρίως από τα ιστιοφόρα πλοία για ένδειξη της θέσης τους και αποφυγή σύγκρουσης σε περίπτωση ομίχλης
μσν.
εξουσία
μσν.-αρχ.
αντικείμενο με κερατοειδές σχήμα
αρχ.
1. η κεραία τών αρθροπόδων («καταβάλλων τά κέρατα πλάγια [ὁ κάραβος]»)
2. η ινώδης ουσία τών κεράτων και τών οπλών τών ζώων που χρησιμοποιείται ως κατεργάσιμη ύλη
3. ποτήρι κατασκευασμένο από κέρατο βοδιού ή από μέταλλο («ἐξ ἀργυρέων κεράτων πίνειν», Πίνδ.)
4. τρίχα ή κόμη
5. ορμίσκος ή διακλάδωση ποταμού ή θάλασσας («ἐν Ἰνδοῑς ἐν τῷ κέρατι καλουμένῳ», Αριστοτ.)
6. σώμα στρατού που αποτελούνταν από 8.192 άνδρες, διφαλαγγαρχία
7. μεραρχία
8. συγκρότημα από 32 άρματα
9. η κεραία του πλοίου, η αντένα
10. το εξέχον μέρος του όρους, η βουνοκορφή
11. ανατ. το άκρο της μήτρας
12. ο πήχης της λύρας («ῥηγνὺς χρυσόδετον κέρας, ῥηγνὺς ἁρμονίαν χορδοτόνου λύρας», Σοφ.)
13. σοφιστικός συλλογισμός, ο κεράτινης
14. το φυτό σταφυλίνος ο άγριος
15. στον πληθ. τὰ κέρατα
κεράτινες αιχμές που εφαρμόζονταν στο άκρο τών καλάμινων γραφίδων
16. φρ. α) «βοὸς κέρας»
i) κεράτινο συρίγγιο ασφαλείας στο οποίο στερεωνόταν το βαρίδι της ορμιάς ψαρέματος
ii) αλιευτική ορμιά από τρίχες βοδιού
β) «κατὰ κέρας προσβάλλω» ή «κατὰ κέρας ἐπιπίπτω» — προσβάλλω, χτυπώ κάποιον από τα πλάγια
γ) «ἐπὶ κέρας ἀνάγω» ή «κατὰ κέρας ἄγω»
(σχετικά με ναυτική ή στρατιωτική παράταξη) παρατάσσω τον στόλο ή τον στρατό έτσι ώστε το ένα κέρας να έρχεται πίσω από το άλλο
δ) «κέρατα τῆς γῆς» — τα άκρα της γης
ε) «ἁπαλὸν κέρας» — η πόσθη
στ) «κέρατα ποιώ τινι» — κερατώνω κάποιον, κάνω κάποιον κερατά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα ker-∂- «κέρατο, κεφαλή», τη συνεσταλμένη βαθμίδα (καρ-) της οποίας εμφανίζουν τα κάρα, κάρηνον (< καρασ-) και το αρχ. ινδ. śiras- «κεφάλι», ενώ τη μηδενισμένη της (κρ-) το κρανίον (< θ. κρασ-). Η απαθής βαθμίδα εμφανίζεται και στο λατ. cerebrum «εγκέφαλος» (< kerә-s-ro-m). Εκτός από το σιγμόληκτο θ. τών ανωτέρω υπάρχει και θ. σε -u- που εμφανίζεται στα κερα (F)-ός (απαθής βαθμίδα) και στο λατ. cornu «κέρας». Παρέκταση -n- εμφανίζουν επίσης το γερμ. horn «κέρας» και το αρχ. ινδ. śŕn-g-am «κέρας». Η λ. «κέρας» εμφανίζεται ως α' συνθετικό αρχικά με τις μορφές κεραο-, κερασ-, κερε- και κερο-. Η οδοντικά παρεκτεταμένη (με -τ-) μορφή της ρίζας κερα-τ-κερα-τ-(ο) είναι μεταγενέστερη. Ως β' συνθετικό εμφανίζεται με τις μορφές -κερας, -κερος, -κερως (πιθ. < κέρασος) και, μεταγενέστερα, -κέρατος. Τα περισσότερα παρ. εμφανίζουν το θ. κερατ-, υπάρχουν όμως και ορισμένα με θ. κερα(σ)- ή κερ-. Στη Νέα Ελληνική, τέλος, ο τ. κέρας μεταπλάστηκε σε κέρατο.
ΠΑΡ. κεραία, κερατιά (I), κεράτινος, κεράτιον, κερατίτις, κερατώ (-ώνω)
αρχ.
κεράεις, κεραΐτης, κεραΐτις, κεράμβηλον, κεράμβυξ, κέραξ, κεράσσω, κερατάριον, κεράτειος, κεράτινης, κερατίς, κερατώδης, κερατών
αρχ.-μσν.
κερατίας, κερατίζω, κερέινος, κερόεις, κερώ
μσν.
κεραταία, κερατέα, κερατόπουλον
μσν.- νεοελλ.
κερατάς
νεοελλ.
κερατάκι, κερατένιος, κερατίνη, κερατίτης, κερατού(κ)λης, κερίζω.
ΣΥΝΘ. (Α΄ συνθετικό) κερασφόρος, κερατοειδής, κεροβάτης, κεροπλάστης
αρχ.
κεραελκής, κεραοξόος, κεραούχος, κεράρχης, κεραρχία, κερασκόμη, κεράσχειλος, κερατάρχης, κεραταρχία, κεραταύλης, κερατεσσείς, κερατηφόρος, κερατογλύφος, κερατοξόος, κερατοποιός, κερατόπους, κερατουργός, κερατοφάγος, κερατοφόρος, κερατοφορώ, κερατοφυής, κερατοφυώ, κερατόφωνος, κερατώπις, κεραύλης, κερεαλκής, κεροβόας, κερόδετος, κεροειδής, κερόστρωτος, κεροτυπώ, κερουλκός, κερούχος, κεροφόρος, κερόχρυσος, κερωδός, κερωνία, κερώνυξ
αρχ.-μσν.
κερασφορώ
μσν.
κερατοβούκινον, κερατοπλήκτωρ, κερόκωπος
νεοελλ.
κεράκμων, κέρασπις, κερατογένεση, κερατογλωσσικός, κερατογονία, κερατογόνος, κερατοδερμία, κερατόδους, κερατόλιθος, κερατόλυση (-ία), κερατολυτικός, κερατοπέταλο, κερατόπτερις, κερατοπώγων, κερατόρρινος, κερατόσαυρος, κερατόστομο, κερατοφύη, κερατόφυλλο, κερατοφυλλοκήλη, κερατοφύρης, κερατοψίδες, κερόγλωσσος, κερόκτενος, κερούλκησις, κερουλκώ. (Β' συνθετικό) α) -κερας, αρχ. αιγίκερας, αιγόκερας, αυτόκερας, βούκερας, δίκερας, επίκερας, καλλίκερας, οδοντόκερας, υψίκερας
β) -κέρατος: ακέρατος, δικέρατος
αρχ.
ελικοκέρατος, καλοβοκέρατος, κονδοκέρατος, κριοκέρατος, οξυκέρατος, ορθοκέρατος, στρεβλοκέρατος, τετρακέρατος
νεοελλ.
καμπυλοκέρατος, μονοκέρατος, πλατυκέρατος, στεφανοκέρατος, τρικέρατος
γ) -κερος: άκερος
αρχ.
ηΰκερος, μουνόκερος
νεοελλ.
ρινόκερος, μονόκερος
δ) -κερως. αιγόκερως, ρινόκερως, μονόκερως
αρχ.
αεξίκερως, αιπύκερως, αναπτησίκερως, αργίκερως, ασελγόκερως, αυξίκερως, βαθύκερως, βούκερως, βριθύκερως, δίκερως, ελιξόκερως, εύκερως, ευρύκερως, καλλίκερως, μεγαλόκερως, μελάγκερως, νήκερως, οιόκερως, ολιγόκερως, οξύκερως, ορθόκερως, ουλόκερως, πλατύκερως, πολύκερως, στρεβλόκερως, στρεψίκερως, ταυρόκερως, τετράκερως, τραγόκερως, τετράκερως, τρίκερως, υπέρκερως, υψίκερως, χρυσόκερως, ψιλόκερως.