κλίνω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more

Source
(20)
(5)
Line 36: Line 36:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[κλίνω]], Α αιολ. τ. [[κλίννω]])<br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[κάνω]] κάποιον ή [[κάτι]] να στραφεί ή να γείρει [[πλάγια]] ή [[προς]] τα [[κάτω]], το [[γέρνω]], το [[πλαγιάζω]] ή [[λυγίζω]], [[κάμπτω]] [[κάτι]]<br />(α. «ο [[δυνατός]] [[άνεμος]] έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα [[Ζεύς]]» — όταν ο [[Ζευς]] κάνει τη [[ζυγαριά]] να γείρει από τη μια [[πλευρά]], <b>Ομ. Ιλ.</b><br />γ. «[[μηκέτι]] τοῦδ' ἀντιπέτρου βήματος ἔξω [[πόδα]] κλίνῃς», <b>Σοφ.</b><br />δ. «τὰς κεφαλὰς ὑμῶν τῷ Κυρίῳ κλίνατε», <b>Θ. Λειτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> [[σχηματίζω]] [[κατά]] [[σειρά]], απαγγέλλοντας ή γράφοντας, όλους τους τύπους κλιτού μέρους του λόγου (α. «οι προθέσεις δεν κλίνονται» β. «[[κλίνω]] το [[ρήμα]] [[αγαπώ]]» γ. «αἱ πρωτότυποι [ἀντωνυμίαι] οὐ κλίνονται εἰς τὰς πτώσεις», Απολλ. Δύσκ.)<br /><b>3.</b> έχω [[τάση]] [[προς]] κάποιον ή [[κάτι]], [[τείνω]], [[αποκλίνω]], [[ρέπω]] (α. «κλίνει [[προς]] τον σοσιαλισμό» β. «κιθαρίζων ἅμα κε τῷδε [[μέλει]] κλιθεὶς ὕμνον κελάδησε καλλίνικον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>4.</b> (για χρόνο, φως, [[ημέρα]], [[νύχτα]] <b>κ.λπ.</b>) ελαττώνομαι, [[φθίνω]], [[γέρνω]], [[φθάνω]] στο [[τέλος]] μου (α. «ο [[ήλιος]] κλίνει [[προς]] τη [[δύση]]» β. «κλίνοντος ὑπὸ ζόφον ἠελίοιο», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> (για χρώματα και για [[φωνή]]) [[πλησιάζω]] [[προς]] ορισμένο τόνο, έχω κάποιαν [[απόχρωση]] (α. «δεν [[είναι]] καθαρό γαλάζιο κλίνει [[προς]] το πράσινο» β. «η [[φωνή]] του κλίνει [[προς]] τη [[φωνή]] του βαρύτονου»)<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> <b>φρ.</b> «[[κλίνω]] [[προς]] το [[τέλος]]» ή «[[κλίνω]] [[προς]] την [[αφάνεια]]» ή «[[κλίνω]] ἐπὶ τὸ [[χεῖρον]]» — [[ξεπέφτω]], φθείρομαι, [[παρακμάζω]] («[[θαυμάζω]]... ἡ [[πόλις]] [[ὅπως]] ποτ' ἐπὶ τὸ [[χεῖρον]] ἔκλινεν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[στρίβω]], [[γυρίζω]], στρέφομαι [[προς]] τα [[κάτω]] ή πλαγίως, [[αλλάζω]] [[θέση]] ή [[κατεύθυνση]] ενώ βρίσκομαι σε [[κίνηση]] ή σε [[στάση]], [[γέρνω]] [[προς]] κάποια [[κατεύθυνση]] (α. «το [[σπίτι]] κλίνει [[προς]] τα [[δεξιά]]» β. «ο κεκλιμένος [[πύργος]] της Πίζας»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «δεν έχει πού την κεφαλήν κλίναι» [ορθ. <i>κλίνῃ</i>]<br />δεν έχει [[καταφύγιο]] [[πουθενά]] ή στερείται τα [[πάντα]]<br />β) «κλίνατε επί [[δεξιά]]», «κλίνατε επ' αριστερά» — στρατιωτικό ή γυμναστικό [[παράγγελμα]] για να στραφεί η [[ομάδα]] [[προς]] το δεξιό ή [[προς]] το αριστερό [[μέρος]], να αλλάξει [[κατεύθυνση]]<br />γ) <b>φυσ.</b> «κεκλιμένο επίπεδο» — το επίπεδο που σχηματίζει [[οξεία]] [[γωνία]] [[προς]] την οριζόντια [[γραμμή]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κλίνω]] την [[κεφαλή]]» ή «[[κλίνω]] κάραν» ή «[[κλίνω]] τον τράχηλο» <br />ί) [[υποχωρώ]], [[λυγίζω]] («[[είναι]] μου [[χρεία]] να [[κλίνω]] την [[κεφαλή]]», Ερωφ.)<br />ii) [[προσκυνώ]], [[εκφράζω]] σεβασμό<br />β) «[[κλίνω]] το [[γόνυ]]»<br />i) [[γονατίζω]]<br />ii) [[υποκλίνομαι]], [[εκφράζω]] σεβασμό<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (με την [[πρόθεση]] <i>από</i>) απομακρύνομαι<br /><b>2.</b> απλώνομαι<br /><b>3.</b> εκτρέπομαι, [[παρεκκλίνω]]<br /><b>4.</b> [[συγκατανεύω]]<br /><b>5.</b> [[σέβομαι]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κλίνω]] εἰς ἀγάπην» — [[ερωτεύομαι]]<br />β) «[[κλίνω]] [[κρίση]]» — [[καταστρατηγώ]] τη [[δικαιοσύνη]], [[παραβιάζω]] το [[δίκαιο]]<br />γ) «[[κλίνω]] [[μετά]] τινος» — [[πηγαίνω]] με το [[μέρος]] κάποιου<br />δ) «[[κλίνω]] [[τέντα]]» — [[στήνω]] [[σκηνή]], εγκαθίσταμαι<br />ε) «[[κλίνω]] τὸ οὖς» — [[ακούω]] με [[καταδεκτικότητα]], [[εισακούω]]<br />στ) «[[κλίνω]] φλάμουρον» — [[ξεκινώ]] για [[επίθεση]], επιτίθεμαι<br />ζ) «κλίνει ὁ [[ἥλιος]]» — δύει, βασιλεύει<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(ενεργ. και μέσ.) [[τρέπω]] σε [[φυγή]] αντίπαλο («Τρῷας δ' ἔκλιναν [[Δαναοί]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βάζω]] κάποιον στο [[ανάκλιντρο]], [[κατακλίνω]] κάποιον (α. «κληθῆναι [ἔφη] καὶ Θηβαίων ἄνδρας [[πεντήκοντα]], καὶ [[σφέων]] οὐ χωρὶς ἑκατέρους κλῑναι», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «κλῑνόν μ' ἐς εὐνήν», <b>Ευρ.</b><br />γ. «πάντες δ' ἠρήσαντο παραὶ λεχέεσι κλιθῆναι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ταπεινώνω]] («[[ἡμέρα]] κλίνει κἀνάγει [[πάλιν]] ἅπαντα τἀνθρώπεια» — μια [[μέρα]] ταπεινώνει και ανυψώνει όλα τα ανθρώπινα πράγματα, <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (στη μαγική) [[κάνω]] κάποιον υποχείριο, τον [[μαγεύω]], τον [[υποδουλώνω]]<br /><b>4.</b> (μέσ. και παθ.) <i>κλίνομαι</i><br />στηρίζομαι, [[ακουμπώ]] σε [[κάτι]] (α. «κίονι κεκλιμένη», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «ξύλα ἐς ἄλληλα κεκλιμένα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> α) (για [[μάχη]]) [[καταλήγω]] σε [[υποχώρηση]], σε [[ήττα]] («[[κάρτος]] δ' ἀνεφαίνετο ἔργων, ἐκλίνθη δὲ [[μάχη]]», <b>Ησίοδ.</b>)<br />β) (στον παθ. αόρ. και παρακμ.) i) αποθέτομαι, τοποθετούμαι<br />ii) [[είμαι]] ξαπλωμένος σε [[ανάκλιντρο]] [[δίπλα]] στο [[τραπέζι]] ως [[συμποσιαστής]] («κλιθέντες ἐδαίνυντο, πληρωθέντες δὲ φορβῆς καὶ οἴνου ηὗδον», <b>Ηρόδ.</b>)<br />iii) (για βουνά και τόπους) [[είμαι]] στραμμένος, [[βλέπω]] [[προς]] κάποιο [[σημείο]] («ἠέ τις [[ἀκτὴ]] κεῖθ' ἁλὶ κεκλιμένη ἐριβώλακος ἠπείροιο», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />iv) (<b>για πρόσ.</b>) ζω σε έναν [[τόπο]], [[είμαι]] εγκατεστημένος, [[κατοικώ]] [[κάπου]] («Ὀρέσβιον αἰολομίτρην, ὅς ρ' ἐν Ὕλη νέεσκε... λίμνῃ κεκλιμένος Κηφισίδι», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. εμφανίζει τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>kli</i>- της ΙΕ ρίζας <i>klei</i>- «[[κλίνω]], [[στηρίζω]]» και σχηματίζεται με ενεστωτικό [[επίθημα]] -<i>η</i>- (το οποίο επεκτάθηκε και σε άλλους χρόνους) και [[κατάληξη]] -<i>yo</i>. Συνδέεται με λατ. <i>clinare</i> «[[κλίνω]]», αρχ. σαξ. <i>hlin</i><i>ō</i><i>n</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>hlin</i><i>ē</i><i>n</i> &GT; <i>lehnen</i> και αρχ. ινδ. <i>śrayati</i> = λιθουαν. <i>šleju</i> «[[κλίνω]]». Άλλοι τύποι έχουν αντίστοιχα σε άλλες γλώσσες, όπως ο παρακμ. <i>κέκλιται</i> με το αρχ. ινδ. <i>śiśriye</i> και το ρηματ. επίθ. [[ἄκλιτος]] με το αρχ. ινδ. <i>śrita</i>- και το αβεστ. <i>sri</i>-<i>nu</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>κλ</i>(<i>ε</i>)<i>ιτύς</i>, [[κλίμα]], [[κλίμαξ]], [[κλίνη]], [[κλιντήρ]], [[κλίσις]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κλείτος]], [[κλισία]], [[κλισμός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ανακλίνω]], [[αποκλίνω]], <i>εγκλείνω</i>, <i>εκκλείνω</i>, <i>επικλείνω</i>, [[παρακλίνω]], [[παρεκκλίνω]], [[προκλίνω]], [[προσκλίνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αντικλίνω]], <i>αντιμετακλίνω</i>, [[διακλίνω]], [[εγκατακλίνω]], <i>ενοιποκλίνω</i>, [[επανακλίνω]], [[επεγκλίνω]], [[επικατακλίνω]], [[κατακλίνω]], [[μετακλίνω]], [[μετεγκλίνω]], [[παρακατακλίνω]], [[παρανακλίνω]], [[παρεγκλίνω]], [[προανακλίνω]], [[προκατακλίνω]], [[προσανακλίνω]], [[περικλίνω]], [[προσυποκλίνω]], [[συγκατακλίνω]], [[συμπαρακατακλίνω]], [[συναποκλίνω]], [[συνεγκλίνω]], [[συνεκκλίνω]], [[συνεπικλίνω]], [[υπανακλίνω]], [[υπεγκλίνω]], [[υπεκκλίνω]], [[υπερεπικλίνω]], [[υποκατακλίνω]], [[υποκλίνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[απεκκλίνω]]. (Β συνθετικό) -κλινής, [[ακλινής]], [[αμφικλινής]], [[γονυκλινής]], [[επικλινής]], [[ετεροκλινής]], [[ισοκλινής]], [[χαμαικλινής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αποκλινής</i>, [[εκκλινής]], [[κατακλινής]], [[ομοιοκλινής]], [[παλιγκλινής]], [[περικλινής]], [[πολυκλινής]], [[προσκλινής]], [[συγκλινής]], [[ταυτοκλινής]], [[υποκλινής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>δικλινής</i>, [[μεσοκλινής]], [[μονοκλινής]], [[προκλινής]].
|mltxt=(AM [[κλίνω]], Α αιολ. τ. [[κλίννω]])<br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[κάνω]] κάποιον ή [[κάτι]] να στραφεί ή να γείρει [[πλάγια]] ή [[προς]] τα [[κάτω]], το [[γέρνω]], το [[πλαγιάζω]] ή [[λυγίζω]], [[κάμπτω]] [[κάτι]]<br />(α. «ο [[δυνατός]] [[άνεμος]] έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα [[Ζεύς]]» — όταν ο [[Ζευς]] κάνει τη [[ζυγαριά]] να γείρει από τη μια [[πλευρά]], <b>Ομ. Ιλ.</b><br />γ. «[[μηκέτι]] τοῦδ' ἀντιπέτρου βήματος ἔξω [[πόδα]] κλίνῃς», <b>Σοφ.</b><br />δ. «τὰς κεφαλὰς ὑμῶν τῷ Κυρίῳ κλίνατε», <b>Θ. Λειτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> [[σχηματίζω]] [[κατά]] [[σειρά]], απαγγέλλοντας ή γράφοντας, όλους τους τύπους κλιτού μέρους του λόγου (α. «οι προθέσεις δεν κλίνονται» β. «[[κλίνω]] το [[ρήμα]] [[αγαπώ]]» γ. «αἱ πρωτότυποι [ἀντωνυμίαι] οὐ κλίνονται εἰς τὰς πτώσεις», Απολλ. Δύσκ.)<br /><b>3.</b> έχω [[τάση]] [[προς]] κάποιον ή [[κάτι]], [[τείνω]], [[αποκλίνω]], [[ρέπω]] (α. «κλίνει [[προς]] τον σοσιαλισμό» β. «κιθαρίζων ἅμα κε τῷδε [[μέλει]] κλιθεὶς ὕμνον κελάδησε καλλίνικον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>4.</b> (για χρόνο, φως, [[ημέρα]], [[νύχτα]] <b>κ.λπ.</b>) ελαττώνομαι, [[φθίνω]], [[γέρνω]], [[φθάνω]] στο [[τέλος]] μου (α. «ο [[ήλιος]] κλίνει [[προς]] τη [[δύση]]» β. «κλίνοντος ὑπὸ ζόφον ἠελίοιο», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> (για χρώματα και για [[φωνή]]) [[πλησιάζω]] [[προς]] ορισμένο τόνο, έχω κάποιαν [[απόχρωση]] (α. «δεν [[είναι]] καθαρό γαλάζιο κλίνει [[προς]] το πράσινο» β. «η [[φωνή]] του κλίνει [[προς]] τη [[φωνή]] του βαρύτονου»)<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> <b>φρ.</b> «[[κλίνω]] [[προς]] το [[τέλος]]» ή «[[κλίνω]] [[προς]] την [[αφάνεια]]» ή «[[κλίνω]] ἐπὶ τὸ [[χεῖρον]]» — [[ξεπέφτω]], φθείρομαι, [[παρακμάζω]] («[[θαυμάζω]]... ἡ [[πόλις]] [[ὅπως]] ποτ' ἐπὶ τὸ [[χεῖρον]] ἔκλινεν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[στρίβω]], [[γυρίζω]], στρέφομαι [[προς]] τα [[κάτω]] ή πλαγίως, [[αλλάζω]] [[θέση]] ή [[κατεύθυνση]] ενώ βρίσκομαι σε [[κίνηση]] ή σε [[στάση]], [[γέρνω]] [[προς]] κάποια [[κατεύθυνση]] (α. «το [[σπίτι]] κλίνει [[προς]] τα [[δεξιά]]» β. «ο κεκλιμένος [[πύργος]] της Πίζας»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «δεν έχει πού την κεφαλήν κλίναι» [ορθ. <i>κλίνῃ</i>]<br />δεν έχει [[καταφύγιο]] [[πουθενά]] ή στερείται τα [[πάντα]]<br />β) «κλίνατε επί [[δεξιά]]», «κλίνατε επ' αριστερά» — στρατιωτικό ή γυμναστικό [[παράγγελμα]] για να στραφεί η [[ομάδα]] [[προς]] το δεξιό ή [[προς]] το αριστερό [[μέρος]], να αλλάξει [[κατεύθυνση]]<br />γ) <b>φυσ.</b> «κεκλιμένο επίπεδο» — το επίπεδο που σχηματίζει [[οξεία]] [[γωνία]] [[προς]] την οριζόντια [[γραμμή]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κλίνω]] την [[κεφαλή]]» ή «[[κλίνω]] κάραν» ή «[[κλίνω]] τον τράχηλο» <br />ί) [[υποχωρώ]], [[λυγίζω]] («[[είναι]] μου [[χρεία]] να [[κλίνω]] την [[κεφαλή]]», Ερωφ.)<br />ii) [[προσκυνώ]], [[εκφράζω]] σεβασμό<br />β) «[[κλίνω]] το [[γόνυ]]»<br />i) [[γονατίζω]]<br />ii) [[υποκλίνομαι]], [[εκφράζω]] σεβασμό<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (με την [[πρόθεση]] <i>από</i>) απομακρύνομαι<br /><b>2.</b> απλώνομαι<br /><b>3.</b> εκτρέπομαι, [[παρεκκλίνω]]<br /><b>4.</b> [[συγκατανεύω]]<br /><b>5.</b> [[σέβομαι]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κλίνω]] εἰς ἀγάπην» — [[ερωτεύομαι]]<br />β) «[[κλίνω]] [[κρίση]]» — [[καταστρατηγώ]] τη [[δικαιοσύνη]], [[παραβιάζω]] το [[δίκαιο]]<br />γ) «[[κλίνω]] [[μετά]] τινος» — [[πηγαίνω]] με το [[μέρος]] κάποιου<br />δ) «[[κλίνω]] [[τέντα]]» — [[στήνω]] [[σκηνή]], εγκαθίσταμαι<br />ε) «[[κλίνω]] τὸ οὖς» — [[ακούω]] με [[καταδεκτικότητα]], [[εισακούω]]<br />στ) «[[κλίνω]] φλάμουρον» — [[ξεκινώ]] για [[επίθεση]], επιτίθεμαι<br />ζ) «κλίνει ὁ [[ἥλιος]]» — δύει, βασιλεύει<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(ενεργ. και μέσ.) [[τρέπω]] σε [[φυγή]] αντίπαλο («Τρῷας δ' ἔκλιναν [[Δαναοί]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βάζω]] κάποιον στο [[ανάκλιντρο]], [[κατακλίνω]] κάποιον (α. «κληθῆναι [ἔφη] καὶ Θηβαίων ἄνδρας [[πεντήκοντα]], καὶ [[σφέων]] οὐ χωρὶς ἑκατέρους κλῑναι», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «κλῑνόν μ' ἐς εὐνήν», <b>Ευρ.</b><br />γ. «πάντες δ' ἠρήσαντο παραὶ λεχέεσι κλιθῆναι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ταπεινώνω]] («[[ἡμέρα]] κλίνει κἀνάγει [[πάλιν]] ἅπαντα τἀνθρώπεια» — μια [[μέρα]] ταπεινώνει και ανυψώνει όλα τα ανθρώπινα πράγματα, <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (στη μαγική) [[κάνω]] κάποιον υποχείριο, τον [[μαγεύω]], τον [[υποδουλώνω]]<br /><b>4.</b> (μέσ. και παθ.) <i>κλίνομαι</i><br />στηρίζομαι, [[ακουμπώ]] σε [[κάτι]] (α. «κίονι κεκλιμένη», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «ξύλα ἐς ἄλληλα κεκλιμένα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> α) (για [[μάχη]]) [[καταλήγω]] σε [[υποχώρηση]], σε [[ήττα]] («[[κάρτος]] δ' ἀνεφαίνετο ἔργων, ἐκλίνθη δὲ [[μάχη]]», <b>Ησίοδ.</b>)<br />β) (στον παθ. αόρ. και παρακμ.) i) αποθέτομαι, τοποθετούμαι<br />ii) [[είμαι]] ξαπλωμένος σε [[ανάκλιντρο]] [[δίπλα]] στο [[τραπέζι]] ως [[συμποσιαστής]] («κλιθέντες ἐδαίνυντο, πληρωθέντες δὲ φορβῆς καὶ οἴνου ηὗδον», <b>Ηρόδ.</b>)<br />iii) (για βουνά και τόπους) [[είμαι]] στραμμένος, [[βλέπω]] [[προς]] κάποιο [[σημείο]] («ἠέ τις [[ἀκτὴ]] κεῖθ' ἁλὶ κεκλιμένη ἐριβώλακος ἠπείροιο», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />iv) (<b>για πρόσ.</b>) ζω σε έναν [[τόπο]], [[είμαι]] εγκατεστημένος, [[κατοικώ]] [[κάπου]] («Ὀρέσβιον αἰολομίτρην, ὅς ρ' ἐν Ὕλη νέεσκε... λίμνῃ κεκλιμένος Κηφισίδι», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. εμφανίζει τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>kli</i>- της ΙΕ ρίζας <i>klei</i>- «[[κλίνω]], [[στηρίζω]]» και σχηματίζεται με ενεστωτικό [[επίθημα]] -<i>η</i>- (το οποίο επεκτάθηκε και σε άλλους χρόνους) και [[κατάληξη]] -<i>yo</i>. Συνδέεται με λατ. <i>clinare</i> «[[κλίνω]]», αρχ. σαξ. <i>hlin</i><i>ō</i><i>n</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>hlin</i><i>ē</i><i>n</i> &GT; <i>lehnen</i> και αρχ. ινδ. <i>śrayati</i> = λιθουαν. <i>šleju</i> «[[κλίνω]]». Άλλοι τύποι έχουν αντίστοιχα σε άλλες γλώσσες, όπως ο παρακμ. <i>κέκλιται</i> με το αρχ. ινδ. <i>śiśriye</i> και το ρηματ. επίθ. [[ἄκλιτος]] με το αρχ. ινδ. <i>śrita</i>- και το αβεστ. <i>sri</i>-<i>nu</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>κλ</i>(<i>ε</i>)<i>ιτύς</i>, [[κλίμα]], [[κλίμαξ]], [[κλίνη]], [[κλιντήρ]], [[κλίσις]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κλείτος]], [[κλισία]], [[κλισμός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ανακλίνω]], [[αποκλίνω]], <i>εγκλείνω</i>, <i>εκκλείνω</i>, <i>επικλείνω</i>, [[παρακλίνω]], [[παρεκκλίνω]], [[προκλίνω]], [[προσκλίνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αντικλίνω]], <i>αντιμετακλίνω</i>, [[διακλίνω]], [[εγκατακλίνω]], <i>ενοιποκλίνω</i>, [[επανακλίνω]], [[επεγκλίνω]], [[επικατακλίνω]], [[κατακλίνω]], [[μετακλίνω]], [[μετεγκλίνω]], [[παρακατακλίνω]], [[παρανακλίνω]], [[παρεγκλίνω]], [[προανακλίνω]], [[προκατακλίνω]], [[προσανακλίνω]], [[περικλίνω]], [[προσυποκλίνω]], [[συγκατακλίνω]], [[συμπαρακατακλίνω]], [[συναποκλίνω]], [[συνεγκλίνω]], [[συνεκκλίνω]], [[συνεπικλίνω]], [[υπανακλίνω]], [[υπεγκλίνω]], [[υπεκκλίνω]], [[υπερεπικλίνω]], [[υποκατακλίνω]], [[υποκλίνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[απεκκλίνω]]. (Β συνθετικό) -κλινής, [[ακλινής]], [[αμφικλινής]], [[γονυκλινής]], [[επικλινής]], [[ετεροκλινής]], [[ισοκλινής]], [[χαμαικλινής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αποκλινής</i>, [[εκκλινής]], [[κατακλινής]], [[ομοιοκλινής]], [[παλιγκλινής]], [[περικλινής]], [[πολυκλινής]], [[προσκλινής]], [[συγκλινής]], [[ταυτοκλινής]], [[υποκλινής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>δικλινής</i>, [[μεσοκλινής]], [[μονοκλινής]], [[προκλινής]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κλίνω:''' [ῑ], μέλ. <i>κλῐνῶ</i>, αόρ. αʹ [[ἔκλινα]], παρακ. <i>κέκλῐκα</i> — Μέσ., μέλ. <i>κλῐνοῦμαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐκλῑνάμην</i> — Παθ., μέλ. <i>κλῐθήσομαι</i> ή <i>κλῐνήσομαι</i>, αόρ. αʹ [[ἐκλίθην]] [ῐ] ή <i>ἐκλίνθην</i>· αόρ. βʹ [[ἐκλίνην]] [ῐ],<br /><b class="num">I. 1.</b> [[λυγίζω]], γέρνω, [[κλίνω]], [[ρέπω]], Λατ. inclinare, <i>κλίνειν τάλαντα</i>, γέρνω ή [[κλίνω]] την [[ζυγαριά]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>Τρῶαςἔκλιναν</i>, τους έκαναν να υποχωρούν, στο ίδ.· <i>ἔκλινε μάχην</i>, άλλαξε την [[εξέλιξη]] του πολέμου, στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> κάνω [[κάτι]] να γέρνει πάνω σε [[κάτι]] [[άλλο]], δηλ. <i>σάκε'ὤμοισι κλίναντες</i>, δηλ. ανασηκώνοντας τις ασπίδες τους έτσι ώστε η ανώτατη [[στεφάνη]] να αναπαύεται στους ώμους τους, στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[στρέφω]] προς [[κάτι]], [[στηρίζω]], [[ὄσσε]] [[πάλιν]] κλίνασα, στρέφοντας τα μάτια της προς τα [[πίσω]], στο ίδ.<br /><b class="num">4.</b> κάνω να ακουμπήσει, να αναπαυθεί, <i>ἐν κλίνῃ κλ. τινά</i>, [[βάζω]] να καθίσει στο [[τραπέζι]], σε Ηρόδ.· μεταφ., [[ἡμέρα]] κλίνει ἅπαντα, να τα υποβιβάσει, να τα αδρανοποιήσει, σε Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Παθ., κάμπτομαι, είμαι λυγισμένος, [[γερμένος]], <i>ἐκλίνθη</i>, παραπάτησε, παρέκκλινε, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για ρηχή [[κατσαρόλα]], <i>ἄψ ἑτέρωσ' ἐκλίθη</i>, αναποδογύρισε, ανετράπη προς την [[άλλη]] [[μεριά]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[ακουμπώ]] πάνω ή [[αντίκρυ]] σε [[κάτι]], με δοτ., σε Όμηρ.· ομοίως στη Μέσ., <i>κλινάμενος</i>, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, <i>κεκλιμένος ἐπάλξεσιν</i>, ψάχνοντας [[ασφάλεια]] σ' αυτές, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> [[ξαπλώνω]], [[κείμαι]], σε Όμηρ. κ.λπ.· [[ξαπλώνω]] σε [[ανάκλιντρο]] στα ομαδικά γεύματα, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για τόπους (στον παρακ.) βρίσκομαι με [[κλίση]] προς τη [[θάλασσα]], <i>ἁλὶκεκλιμένη</i>, σε Ομήρ. Οδ.· <i>νῆσοι</i>, αἵθ' ἁλὶ [[κεκλίαται]] (Επικ. αντί <i>κέκλινται</i>), στο ίδ.<br /><b class="num">5.</b> [[ξεφεύγω]] από τη σωστή [[πορεία]], [[παρεκκλίνω]] της οδού, σε Θέογν.<br /><b class="num">III.</b> Μέσ., [[υποχωρώ]], [[εξασθενώ]], λέγεται για την [[ημέρα]], σε Ηρόδ.· ομοίως, αμτβ. στην Ενεργ., ἡ [[ἡμέρα]] ἤρξατο κλίνειν, σε Καινή Διαθήκη· μεταφ., κλ. ἐπὶ τὸ [[χεῖρον]], εκφυλίζομαι, διαφθείρομαι, [[παρακμάζω]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 23:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλίνω Medium diacritics: κλίνω Low diacritics: κλίνω Capitals: ΚΛΙΝΩ
Transliteration A: klínō Transliteration B: klinō Transliteration C: klino Beta Code: kli/nw

English (LSJ)

[ῑ], fut.

   A κλῐνῶ Lyc.557, (ἐγκατα-) Ar.Pl.621: aor. 1 ἔκλῑνα Il.5.37, etc.: pf. κέκλῐκα Plb.30.13.2:—Med., aor. ἐκλινάμην Od.17.340, etc.:—Pass., fut. κλῐθήσομαι συγ-) E.Alc.1090, (κατα-) D.S.8 Fr.19: fut. 2 κατα-κλῐνήσομαι Ar.Eq.98, Pl.Smp.222e, also κεκλίσομαι dub. in A.D.Pron.22.7: aor. 1 ἐκλίθην [ῐ] Od.19.470, S.Tr.101 (lyr.), 1226, E.Hipp.211 (anap.), freq. in Prose; poet. also ἐκλίνθην, v. infr. 11.1,2,3: aor. 2 ἐκλίνην [ῐ] only in compds., κατακλῐνῆναι Ar.V.1208, 1211, X.Cyr.5.2.15, etc.; ξυγκατακλῐνείς Ar.Ach.981: pf. κέκλῐμαι (v. infr.); inf. κεκλίσθαι A.D.Synt.325.3, but κεκλίνθαι v.l. ib.47.1. (κλῐ-ν-yω, for. root κλῐ: κλει-, cf. κλειτύς; Skt. śráyati 'cause to lean', 'support', Lat.clinare, clivus.):—cause to lean, make to slope or slant, ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς when he inclines or turns the scale, Il.19.223; Τρῶας δ' ἔκλιναν Δαναοί made them give way, 5.37, cf. Od.9.59; ἐπεί ῥ' ἔκλινε μάχην Il.14.510; ἔκλινε γὰρ κέρας . . ἡμῶν E.Supp.704; also ἐκ πυθμένων ἔκλινε . . κλῇθρα S.OT1262:— Med., Περσῶν κλινάμενοι [δύναμιν] IG12.763.    2 make one thing slope against another, i.e. lean, rest it, τι πρός τι Il.23.171, cf.510; ἅρματα δ' ἔκλιναν πρὸς ἐνώπια 8.435: c.dat., ἔστησαν σάκε' ὤμοισι κλίναντες, i.e. raising their shields so that the upper rim rested on their shoulders, 11.593.    3 turn aside, μηκέτι τοῦδε βήματος ἔξω πόδα κλίνῃς S.OC193 (lyr.); ὄσσε πάλιν κλίνασα having turned back her eyes, Il.3.427; τὰς ἐκ τῶν ἀριστερῶν [φλέβας] ἐπὶ τὰ δεξιὰ κ. turn to... Pl.Ti.77e.    4 make another recline, ἐν κλίνῃ κλῖναί τινας make them lie down at table, Hdt.9.16; κλῖνόν μ' ἐς εὐνήν E. Or.227; κλίνατ', οὐ σθένω ποσίν Id.Alc.267 (lyr.): metaph., ἡμέρα κλίνει τε κἀνάγει πάλιν ἅπαντα τἀνθρώπεια puts to rest, lays low, S. Aj.131.    5 in Magic, make subservient, ψυχήν PMag.Par.1.1718.    6 Gramm., inflect, τὰ ῥήματα A.D.Synt.212.20:—Pass., Id.Pron.12.7.    II Pass., lean, ἂψ δ' ὁ πάϊς πρὸς κόλπον ἐϋζώνοιο τιθήνης ἐκλίνθη Il.6.467; ὁ δ' ἐκλίνθη, καὶ ἀλεύατο κῆρα μέλαιναν he bent aside, 7.254; of a brasen foot-pan, ἂψ δ' ἑτέρωσ' ἐκλίθη it was tipped over, Od.19.470; of battle, turn, ἐκλίνθη δὲ μάχη Hes.Th.711; of a body in equilibrium, οὐδαμόσε κλιθῆναι Pl.Phd.109a, cf. Archim. Fluit.1.8,al.    2 lean, stay oneself upon or against a thing, c. dat., ἀσπίσι κεκλιμένοι Il.3.135; κίονι, κλισμῷ κεκλιμένη, Od.6.307, 17.97; ἠέρι δ' ἔγχος ἐκέκλιτο καὶ ταχἔ ἵππω Il.5.356 (s.v.l.); ἐν δορὶ κεκλιμένος Archil.2 (also in Med., κλινάμενος σταθμῷ Od.17.340); κεκλιμένοι καλῇσιν ἐπάλξεσιν Il.22.3; πρὸς τοῖχον ἐκλίνθησαν Archil.34; ξύλα ἐς ἄλληλα κεκλιμένα Hdt.4.73; ὅταν τύχωσι (sc. αἱ ἄτομοἰ τῇ περιπλοκῇ κεκλιμέναι when they chance to be propped (i.e. checked) by the interlacing with others, Epicur.Ep.1p.8U.    3 lie down, fall, ἐν νεκύεσσι κλινθήτην Il.10.350, etc.; παραὶ λεχέεσσι κλιθῆναι lie beside her on the bed, Od.18.213, cf. S.Tr.1226: in pf., to be laid, lie, ἔντεα . . παρ' αὐτοῖσι χθονὶ κέκλιτο Il.10.472; φύλλων κεκλιμένων of fallen leaves, Od.11.194 (φύλλα κεκλ. in Thphr.HP3.9.2, slanting leaves); Ληθαίῳ κεκλιμένη πεδίῳ Thgn.1216; Ἀλφεοῦ πόρῳ κλιθείς laid by Alpheus' stream, Pi.O.1.92; ἐπὶ γόνυ κέκλιται has fallen on her knee, i.e.is humbled, A.Pers.931 (lyr.); ὑπτία κλίνομαι S.Ant.1188; τὸ μὲν πρῶτον ἐρρήγνυτο τὸ τεῖχος, ἔπειτα δὲ καὶ ἐκλίνετο X.HG5.2.5; οὐ νούσῳ . . οὐδ' ὑπὸ δυσμενέων δούρατι κεκλίμεθα AP7.493 (Antip. Thess.), cf. 315 (Zenod. or Rhian.), 488 (Mnasalc.), Epic.Oxy.214r.3.    4 recline at meals, κλιθέντες ἐδαίνυντο Hdt.1.211, cf. E.Cyc.543, SIG 1023.48 (Cos, iii/ii B.C.); κλίθητι καὶ πίωμεν cj. in Com.Adesp.1203, cf. E.Fr.691.    5 of Places, lie sloping towards the sea, etc., lie near, ἁλὶ κεκλιμένη Od.13.235; [νῆσοι] αἵ θ' ἁλὶ κεκλίαται (Ep.for κέκλινται) 4.608: hence, of persons, lie on, live on or by, [Ὀρέσβιος] λίμνῃ κεκλιμένος Κηφισίδι Il.5.709; ῥηγμῖνι θαλάσσης κεκλίαται 16.68, cf. 15.740; δισσαῖσιν ἀπείροις κλιθείς S.Tr.101 (lyr.); πλευρὰ πρὸς ἀνατολὰς κεκλιμένη, τὸ εἰς τὰς ἄρκτους κ., Plb.2.14.4, 1.42.5; ὄρος Κοῖον ὃ κέκλιται πρὸς Παρνασσόν SIG826 Eiii 37 (Delph., ii B.C.).    6 metaph., τῷδε μέλει κλιθείς having devoted himself to... Pi.N.4.15 (also in Act., incline towards, τῶν πραγμάτων ἐπὶ Ῥωμαίους κεκλικότων Plb. 30.13.2).    7 wander from the right course, κεκλιμένη ναῦς Thgn. 856.    III Med., decline, wane, καὶ κλίνεται (sc. τὸ ἦμαρ) S.Fr.255.6.    IV intr. in Act., κ. πρὸς τὸ ξανθὸν χρῶμα incline towards... Arist.Phgn.812b3; κλίνοντος ὑπὸ ζόφον ἠελίοιο as the sun was declining, A.R.1.452; ἅμα τῷ κλῖναι τὸ τρίτον μέρος τῆς νυκτός as it came to an end, Plb.3.93.7; ἡ ἡμέρα ἤρξατο κλίνειν Ev.Luc.9.12; ἡ πόλις ἐπὶ τὸ χεῖρον ἔκλινεν X.Mem.3.5.13; τὸ κλῖνον ἀναλήμψεσθαι PFay.20.14 (iii/iv A.D.).    2 of soldiers, κ. ἐπ' ἀσπίδα, ἐπὶ δόρυ, turn to left, to right, Plb.3.115.9, etc.; κ. πρὸς φυγήν Id.1.27.8; also, wheel, Ascl. Tact.10.4.

German (Pape)

[Seite 1454] fut. κλινῶ, perf. κέκλικα, aor. pass. ἐκλίθην, ep. u. ion. ἐκλίνθην, in Zusammensetzungen auch ἐκλίνην, denn Her. 9, 16 ist κλινῆναι zweifelhaft, perf. κέκλιμαι, κέκλινται, plur., Xen. equ. 5, 5, – 1) biegen, beugen; feindliche Truppen zum Weichen bringen, Iliad. 5, 37 Τρῶας δ' ἔκλιναν Δαναοί, Odyss. 9, 59 Κίκονες κλῖναν δαμάσαντες Ἀχαιούς, vgl. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 151 u. Friedlaender zu Scholl. Aristonic. Iliad. 5, 37, auch Schol. Odyss. 9, 59, welches wohl ebenfalls aus Aristonicus Bammt; ähnlich Iliad. 14, 510 ἔκλινε μάχην ἐννοσίγαιος; Theogn. 711 ἐκλίνθη μάχη; Euripid. Suppl. 704 ἔκλινε γὰρ (ὁ λόχος) κέρας τὸ λαιὸν ἡμῶν; – ἡμέρα κλίνει τε κἀνάγει πάλιν ἅπαντα τἀνθρώπεια Soph. Ai. 131, der Tag beugt nieder u. hebt empor; τάλαντα κλίνειν, die gleich schwebenden Schalen der Wage in eine schräge Richtung bringen, so daß die eine steigt, die andere sinkt, Il. 19, 223, womit Plat. zu vgl. ἰσόῤῥοπον πρᾶγμα ἐν μέσῳ οὐχ ἕξει μᾶλλον οὐδ' ἧττον οὐδαμόσε κλιθῆναι, Phaed. 109 a; ὄσσε πάλιν κλίνειν, die Augen zurückwenden, Il. 3, 427; τὰς δ' ἐκ τῶν ἀριστερῶν ἐπὶ τὰ δεξιὰ κλίναντες, Plat. Tim. 77 e; – ἐκ δὲ πυθμένων ἔκλινε κοῖλα κλῇθρα, er riß die Schlösser auf u. warf die Thüren zurück, Soph. O. R. 1262. – 2) anlehnen; κλῖνε δ' ἄρα μάστιγα ποτὶ ζυγόν Il. 23, 509; ἔκλιναν ἅρματα πρὸς ἐνώπια Il. 8, 435; ἔστησαν σάκε' ὤμοισι κλίναντες, indem sie die Schilder an die Schultern lehnten, Il. 11, 591; κλῖνόν μ' εἰς εὐνὴν αὖθις Eur. Or. 227; κλίνατέ μ', οὐ σθένω ποσί, leget mich hin, Alc. 268; ἷζε δ' ἐπὶ οὐδοῦ κλινάμενος σταθμῷ, indem er sich an den Pfosten lehnte, med. Homerisch = passiv., Od. 17, 340; pass., κλινθῆναι ἐυξέστῳ ἐνὶ δίφρῳ Il. 23, 335; στήλῃ κεκλιμένος 11, 371; κεκλιμένα καλῇσιν ἐπάλξεσιν 22, 3; ἀσπίσι κεκλιμένοι, auf die Schilde gelehnt, gestützt, 3, 135; κλισμῷ κεκλιμένη, in den Sessel gelehnt, Od. 17, 97; Ἀσία δὲ χθὼν ἐπὶ γόνυ κέκλιται, Asien beugt sich u. fällt aufs Knie, Aesch. Pers. 894; ὑπτία δὲ κλίνομαι δείσασα πρὸς δμωαῖσι, ich lehne mich zurückgebeugt auf die Mägde, Soph. Ant. 1173; τοῖς ἐμοῖς πλευροῖς ὁμοῦ κλιθεῖσαν Trach. 1216; Eur. κλίθητί νύν μοι πλευρὰ θεὶς ἐπὶ χθονός, Cycl. 544. Auch = sich auf die Seite lehnen, fallen, Od. 19, 470; sich niederlegen, Il. 10, 350. 23, 232; παραὶ λεχέεσσι κλιθῆναι, sich neben der Braut im Bette lagern, Beilager halten, Od. 18, 213. – Dah. im perf. = liegen, ἔντεα δέ σφιν καλὰ παρ' αὐτοῖσι χθονὶ κέκλιτο, die Waffen lagen auf der Erde, Il. 10, 471; Od. 11, 194; ἠέρι δ' ἔγχος ἐκέκλιτο καὶ ταχέ' ἵππω Il. 5, 356, eigtl. Schild u. Pferde waren an den Nebel gelehnt, in Nebel gehüllt, verborgen; auch von Orten, gelegen sein, liegen, (νῆσοι) αἵθ' ἁλὶ κεκλίαται, die im Meere gelegen sind, Od. 4, 608; λίμνῃ, gegen den See gelegen, 13, 235, vgl. 11, 234, wobei an eine Abdachung nach dem Orte hin, der im dat. steht, anzunehmen ist; auch von Menschen, Ὀρέσβιος λίμνῃ κεκλιμένος Κηφισίδι, dessen Wohnsitz am kephisischen See gelegen ist, Il. 5, 709; ῥηγμῖνι θαλάσσης κεκλίαται, sie lehnen sich an den Strand, sind am Strande, 16, 68; sp. D., πόλις κεκλιμένη ἐπὶ Εὐρύτου ῥεέθροις Coluth. 223; von den Himmelsgegenden, τὴν πρὸς ἀνατολὰς κεκλιμένην πλευρὰν τῆς Ἰταλίας Pol. 2, 14, 4; τὸ εἰς τὰς ἄρκτους κεκλιμένον 1, 42, 5, u. öfter, wie D. Sic. 1, 17. 2, 53 u. a. Sp. Bes. auch = b egraben sein, Ἀλφεοῦ πόρῳ κλιθείς, am Alpheus, Pind. Ol. 1, 92; οὐ νόσῳ οὐδ' ὑπὸ δυσμενέων δούρατι κεκλίμεθα, nicht durch Krankheit noch durch der Feinde Speer sind wir hingestreckt, Antp. Sid. 84 (VII, 493), u. öfter in der Anth. – Einen Platz zum Liegen anweisen, sich niederlegen oder niedersetzen lassen, z. B. zur Mahlzeit, Her. 9, 16. – Auch intrans., sich hinneigen, ἡ πόλις ὅπως ποτ' ἐπὶ τὸ χεῖρον ἔκλινεν Xen. Hem. 3, 5, 13; τῶν πραγμάτων ὁλοσχερῶν ἐπὶ Ῥωμαίους κεκλικότων Pol. 30, 10, 12; κλίνοντος ἡλίου, als sich die Sonne zum Untergang neigte, Ap. Rh. 1, 452; ἅμα τῷ κλῖναι τὸ τρίτον μέρος τῆς νυκτός Pol. 3, 93, 7; N. T.; vgl. Poll. 4, 158; – κλινεῖν ἐπ' ἀσπίδα Pol. 3, 115, 9, ποτὲ μὲν παρ' ἀσπίδα κλίναντες ποτὲ δ' ἐπὶ δόρυ, linksum, rechtsum kehrt machen, 6, 40, 12. – Bei den Gramm. = biegen, abwandeln, sowohl decliniren als conjugiren, Apoll. Dysc. synt. 319, 24.

Greek (Liddell-Scott)

κλίνω: ῑ· μέλλ. κλῐνῶ, Λυκόφρ. 557, (ἐγκατα-) Ἀριστοφ. Πλ. 621. ἀόρ. α΄ ἔκλῑνα Ἰλ., Ἀττ.· πρκμ. κέκλῐκα Πολύβ. 30. 10, 2· ― Μέσ., μέλλ. κατακλινοῦμαι Ἀριστοφ. Λυσ. 910· ἀόρ. ἐκλινάμην Ὀδ., κτλ. ― Παθ., μέλλ. συγκλῐθήσομαι Εὐρ. Ἄλκ. 1090, (κατα-) Διόδ.: μέλλ. β΄ κατακλῐνήσομαι Ἀριστοφ. Ἱππ. 98, Πλάτ. Συμπ. 222Ε· ― ἀόρ. α΄ ἐκλίθην ῐ Ὀδ. 19. 470, Σοφ. Τρ. 101, 1226, Εὐρ. Ἱππ. 212, καὶ παρὰ πεζογράφοις· ποιητ. ὡσαύτως ἐκλίνθην (ἴδε κατωτ. ΙΙ. 1 καὶ 2)· ἀόρ. β΄ ἐκλίνην, μόνον ἐν τοῖς συνθέτοις, κατακλῐνῆναι Ἀριστοφ. Σφ. 1208, 1210, Πλάτ., κτλ., ἴδε Λ. Δινδ. εἰς Ξεν. Κύρ. 5. 2, 15, κτλ.· ξυγκατακλῐνεὶς Ἀριστοφ. Ἀχ. 981· ― πρκμ. κέκλῐμαι, ἴδε κατωτέρω. (Ἐκ τῆς √ΚΛΙ, ΚΛΙΝ, παράγονται ὡσαύτως τὰ κλίνη, κλῖμα, κλῖμαξ, κλισία, κλιτύς· πρβλ. λατ.-clin-are, cli-vus, cli-tellae· Γοτθ. hlain-s (βουνός), hlaiv (μνημεῖον, τάφος)· Σκωτ. law (λόφος), Ἀγγλο-Σαξον. hlin-ian καὶ Ἀρχ. Γερμ. hlin-êm (Ἀγγλ. lean).) Ριζικὴ σημασ. κάμνω τι ἢ τινὰ νὰ κλίνῃ, Λατ. inclinare, ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς, ὅτανΖεὺς κάμῃ τὰς πλάστιγγας νὰ κλίνωσιν, Ἰλ. Τ. 223· Τρῶας δ’ ἔκλιναν Δαναοί, τοὺς ἔκαμαν νὰ κλίνωσι, νὰ ὑποχωρήσωσι, Ἰλ. Ε. 37, πρβλ. Ὀδ. Ι. 59· οὕτως, ἐπεί ῥ’ ἔκλινε μάχην, inclinavit aciem (ἴδε κατωτ. IV. 3), Ἰλ. Ξ. 510· ἔκλινε γὰρ κέρας… ἡμῶν Εὐρ. Ἱκέτ. 704· ὡσαύτως, ἐκ πυθμένων ἔκλινε… κλῇθρα (πρβλ. κοῖλος) Σοφ. Ο. Τ. 1262, πρβλ. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1030. ― Μέσ., Περσῶν κλινάμενοι δύναμιν Ἑλλ. Ἐπιγρ. 749. 9. 2) κάμνω τι νὰ κλίνῃ πρός τι δηλ. ἐρείδω, «ἀκκουμβῶ, τι προς τι Ἰλ. Ψ. 171, 510· ὡσαύτως μετὰ δοτ., ἔστησαν σάκε’ ὤμοισι κλίναντες, δηλ. ἐρείσαντες τὰς ἀσπίδας ἐπὶ τῶν ὤμων, Λ. 592. 3) στρέφω τι πρός τι, στηρίζω, ἅρματα δ’ ἔκλιναν πρὸς ἐνώπια Θ. 435· πόδα Σοφ. Ο. Κ. 193· οὕτω, ὄσσε πάλιν κλίνασα, στρέψασα ὀπίσω τοὺς ὀφθαλμούς της, Ἰλ. Γ. 427· ἐπὶ τὰ δεξιὰ κλ., στρέφω πρός…, Πλάτ. Τίμ. 77Ε. 4) κάμνω τινὰ νὰ ἀνακλιθῇ, κατακλίνω, ἐν κλίνῃ κλ. τινά, βάλλω τινὰ νὰ ἀνακλιθῇ ἐπὶ τοῦ ἀνακλίντρου ὅπως δειπνήσῃ, Ἡρόδ. 9. 16, ἴδε κατωτ. ΙΙ. 3. ἐν τέλ.· ὡσαύτως, κλῖνόν μ’ ἐς εὐνὴν Εὐρ. Ὀρ. 227· κλίνατέ μ’ ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 268· ― μεταφορ., ἡμέρα κλίνει κἀνάγει πάλιν ἅπαντα τἀνθρώπεια, διότι μία ἡμέρα δύναται νὰ ταπεινώσῃ πάντα τὰ ἀνθρώπινα πράγματα καὶ νὰ ἀνυψώσῃ αὐτὰ πάλιν, Σοφ. Αἴ. 131. 5) παρὰ Γραμμ., κλίνω ὀνόματα καὶ ῥήματα, πρβλ. κλίσις V. II. Παθ. κάμπτομαι, ἄψ δ’ ὁ πάϊς κόλπον ἐϋζώνοιο τιθήνης ἐκλίνθη Ἰλ. Ζ. 467· ὁ δ’ ἐκλίνθη, καὶ ἀλεύατο κῆρα μέλαιναν Η. 254· ἐπὶ χαλκοῦ λέβητος μετὰ ποδῶν (τρίποδος), ἄψ δ’ ἑτέρωσ’ ἐκλίνθη, ἀνετράπη, Ὀδ. Τ. 470· ἐπὶ τῆς μάχης, ἐτράπη, ἐκλίνθη δὲ μάχη Ἡσιόδ. Θ. 711· περὶ ἰσορρόπου πράγματος, οὐδαμόσε κλιθῆναι Πλάτ. Φαίδων 109Α· ― οὕτως ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., Πολύβ. 1. 27, 8. 2) στηρίζομαι, ἀκκουμβῶ πρός τι πρᾶγμα, μετὰ δοτ., ἀσπίσι κεκλιμέναι Ἰλ. Γ. 135, πρβλ. Χ. 3· κίονι κεκλιμένη Ὀδ. Ζ. 307· κλισμῷ κεκλ. Ρ. 29· ἐν δορὶ κεκλιμένος Ἀρχίλ. 2· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, κλινάμενος σταθμῷ Ὀδ. Ρ. 340· ― ὡσαύτως, κεκλιμένοι καλῇσιν ἐπάλξεσιν Ἰλ. Χ. 3· πρὸς τοῖχον ἐκλίνθησαν Ἀρχίλ. 30· ξύλα ἐς ἄλληλα κεκλιμένα Ἡρόδ. 4. 73. 3) κατακλίνομαι, ἐν νεκύεσσι κλινθήτην Ἰλ. Κ. 350, κτλ.· παραὶ λεχέεσσι κλιθῆναι, κατακλιθῆναι πλησίον τῆς νύμφης, Ὀδ. Σ. 213, πρβλ. Σοφ. Τρ. 1226· ἐν τῷ πρκμ., εἶμαι κεκλιμένος, κεῖμαι, κοίτομαι, ἔντεα… παρ’ αὐτοῖσι χθονὶ κέκλιτο Ἰλ. Κ. 472· ἠέρι δ’ ἔγχος ἐκέκλιτο, ἔκειτο κεκαλυμμένον ὑπὸ νέφους, Ε. 356· φύλλων κεκλιμένων, πεπτωκότων, πεσόντων, Ὀδ. Λ. 94· (ἀλλὰ φύλλα κεκλ. παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 9, 2, κρεμάμενα)· Ληθαίῳ κεκλιμένη πεδίῳ Θέογν. 1216· Ἀλφεοῦ πόρῳ κλιθείς, κείμενος πλησίον τοῦ ῥεύματος τοῦ Ἀλφειοῦ, Αἰσχύλ. Ο. 1. 148· ἐπὶ γόνυ κέκλιται, ἔπεσεν εἰς τὰ γόνατα, Αἰσχύλ. Πέρσ. 930· ὑπτία κέκλιται Σοφ. Ἀντ. 1188· τὸ μὲν πρῶτον ἐρρήγνυτο τὸ τεῖχος, ἔπειτα δὲ καὶ ἐκλίνετο Ξεν. Ἑλλ. 5. 2. 5· οὐ νούσῳ…, οὐδ’ ὑπὸ δυσμενέων δούρατι κεκλίμεθα Ἀνθ. Π. 7. 493, πρβλ. 315, 488· ― ὡσαύτως, ὡς τὸ κατακλίνομαι, ἀνάκειμαι ἐπὶ κλίνης ἐν δείπνῳ, κλιθέντες ἐδαίνυντο Ἡρόδ. 1. 211, πρβλ. Εὐρ. Κύκλ. 544· κλίθητι καὶ πίωμεν Κωμ. Ἀνών. 305, ἴδε Meineke 5. σ. 121· ἴδε ἀνωτ. 1. 4. 4) ἐπὶ τόπων (ὡσαύτως ἐν τῷ πρκμ.), κλίνω πρὸς τὴν θάλασσαν κτλ., κεῖμαι πλησίον, ἁλὶ κεκλιμένη Ὀδ. Ν. 235· νῆσοι… αἵθ’ ἁλὶ κεκλίαται (Ἐπικ. ἀντὶ κέκλινται), 4. 608· ― ἐντεῦθεν ἐπὶ προσώπων, κεῖμαι ἐπί τινος, ζῶ, διαμένω πλησίον τινός, Ὀρέσβιος... λίμνῃ κεκλιμένος Κηφισίδι Ἰλ. Ε. 709· ῥηγμῖνι θαλάσσης κεκλίαται ΙΙ. 68, πρβλ. Λ. 740· δισσαῖσιν ἀπείροις κλιθεὶς Σοφ. Τρ. 101· ― παρὰ μεταγεν. συγγραφ., τόποι κεκλιμένοι πρὸς ἀνατολάς, εἰς τὰς ἄρκτους, κτλ., Λατ. vergentes ad..., Πολύβ. 2. 14, 4. 1. 42, 5, κτλ.· πρβλ. κλῖμα. 5) μεταφ., ἔχω κλίσιν πρός τινα, τινι Πινδ. Ν. 4. 25, Πολύβ. 30. 10, 2· πρβλ. προσκλίνω ΙΙ. 2. 6) πλανῶμαι ἀπὸ τῆς εὐθείας ὁδοῦ, ναῦς κεκλιμένη Θέογν. 854. ΙΙΙ. Μέσ., ἴδε ἀνωτ. ΙΙ. 2· ― ἀποκλίνω, κλιναμένης μεσημβρίης Ἡρόδ. 3. 114· καὶ κλίνεταί γε (δηλ. τὸ ἦμαρ) Σοφ. Ἀποσπ. 239· πρβλ. ἀποκλίνω. IV. οὕτω παρὰ μεταγεν., ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., κλ. πρὸς…, εἶμαι κεκλιμένος προς…, Ἀριστ. Φυσιογν. 6, 37· κλίνοντας ὑπὸ ζόφον ἠελίοιο, ἐνῷ ὁ ἥλιος ἔκλινε πρὸς δυσμάς, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 452· ἅμα τῷ κλῖναι τὸ τρίτον μέρος τῆς νυκτός, ὅτε ἔφθασεν εἰς τὸ τέλος, Πολύβ. 3. 93, 7· ἡ ἡμέρα ἤρξατο κλίνειν Εὐαγγ. κ. Λουκ. θ΄, 12· κλίνειν ἐπὶ τὸ χεῖρον, ἐκπίπτω, φθείρομαι, Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 13· οὕτως ἀπολ. Πολύβ. 30. 10, 2, κτλ. 2) ἐπὶ στρατιωτῶν, κλίνειν ἐπ’ ἀσπίδα, ἐπὶ δόρυ, στρέφομαι πρὸς τὰ ἀριστερά, πρὸς τὰ δεξιά, Πολύβ. 3. 115, 9, κτλ.· ἴδε κλίσις ΙΙΙ· κλ. πρὸς φυγήν, πρβλ. Λατ. inclinatur acies, ὁ αὐτ. 1. 27, 8.

French (Bailly abrégé)

f. κλινῶ, ao. ἔκλινα, pf. κέκλικα;
Pass. f. κλιθήσομαι, ao. ἐκλίθην, poét. ἐκλίνθην, ao.2 ἐκλίνην, pf. κέκλιμαι;
A. tr. I. faire pencher, incliner : τάλαντα IL la balance ; μάστιγα ποτὶ ζυγόν IL abaisser le fouet vers le joug ; fig. ἡμέρα κλίνει τε κἀνάγει πάλιν τἀνθρώπεια SOPH un jour abaisse et relève les affaires humaines ; p. suite :
1 appuyer ; τι πρός τι, une chose sur une autre ; σάκε’ ὤμοισι IL les boucliers sur l’épaule ; ἀσπίσι κεκλιμένοι IL s’appuyant sur leurs boucliers ; ξύλα ἐς ἄλληλα κεκλιμένα HDT pièces de bois inclinées (qui s’appuient) les unes sur les autres ; avec un n. de pers. : κλίνειν τινά appuyer, soutenir qqn;
2 en mauv. part faire tomber ; Pass. s’affaisser, se renverser, tomber ; ὑπτία κλίνομαι SOPH je suis tombée à la renverse ; fig. κέκλιται ἐπὶ γόνυ ESCHL elle est tombée sur les genoux, càd humiliée ; τὸ τεῖχος ἐκλίνετο XÉN le mur s’écroulait;
II. coucher, étendre : τινα, qqn ; particul.
1 étendre à terre ; Pass. être étendu à terre : ἐν νεκύεσσι IL parmi les morts ; παραὶ λεχέεσσι OD auprès dans un lit ; ἔντεα χθονὶ κέκλιτο IL les armes étaient étendues à terre ; φύλλα κεκλιμένα OD feuilles tombées;
2 coucher sur un lit de table ; Pass. être couché sur un lit de table, être à table;
3 en parl. de lieux, particul. au pf. Pass. être situé : νῆσοι αἵθ’ ἁλὶ κεκλίαται OD les îles qui se trouvent dans la mer ; qqf en parl. des personnes, pour exprimer l’idée de fixité : Ὀρέσβιος λίμνῃ κεκλιμένος Κηφισίδι IL Oresbios établi sur le lac de Kêphisos;
III. faire plier, faire fléchir, d’où
1 détourner : ὄσσε πάλιν IL les yeux ; ἅρματα IL des chars ; Pass. se détourner : ὁ δ’ ἐκλίνθη IL il se détourna (pour esquiver un coup mortel) ; οὐδ’ ἔχω πρὸς πότερα κλιθῶ SOPH je ne sais de quel côté (à droite ou à gauche) je dois me tourner;
2 faire reculer, repousser : Τρῶας, Ἀχαιούς IL les Troyens, les Grecs ; τὴν μάχην IL donner au combat une autre direction;
3 t. de gramm. conjuguer, décliner, fléchir;
B. intr. 1 incliner, pencher : ἐπὶ δόρυ, vers la lance, càd à droite ; ἐπ’ ἀσπίδα, vers le bouclier, càd à gauche ; fig.πόλις ἐπὶ τὸ χεῖρον ἔκλινεν XÉN l’État penchait vers sa ruine;
2 plier, fléchir;
3 t. de gramm. se conjuguer, se décliner;
Moy. κλίνομαι (ao. ἐκλινάμην);
1 s’appuyer contre ou sur : τινι qch;
2 pencher vers son déclin, décliner.
Étymologie: R. Κλι, pencher.

English (Autenrieth)

aor. ἔκλῖνα, κλῖναν, pass. aor. (ἐ)κλίνθη, ἐκλίθη, perf. 3 pl. κεκλίαται, κεκλιμένος, plup. κέκλιτο, mid. aor. part. κλῖνάμενος: I. act., make to slope or incline, lean one thing against another, τινί τι, or πρός τι, Λ , Od. 22.121; of turning away the eyes, Il. 3.427; turning the tide of battle (μάχην, inclinare pugnam), Il. 14.510, and esp. put to flight, Il. 5.37, Od. 9.59.—II. pass., bend oneself, sink or lie down; ἐκλίνθη καὶ ἀλεύατορα, ἑτέρωσ' ἐκλίνθη κάρη, κλίνθη κεκμηώς, Il. 3.360, Ν , Il. 23.232; be supported, lean against, τινί, Λ 3, Od. 6.307, mid., Od. 17.340.

English (Slater)

κλίνω (aor. pass. κλᾰθείς)
   1 make to lie νῦν δἐν αἱμακουρίαις ἀγλααῖσι μέμικται, Ἀλφεοῦ πόρῳ κλιθείς (sc. Πέλοψ, laid to rest ) (O. 1.92) met., θαμά κε, τῷδε μέλει κλιθείς, ὕμνον κελάδησε καλλίνικον relying on (N. 4.15) ]ον δ' ἔπος κλιθελ[ (Pae. 8.11)

Spanish

inclinar, doblegar, someter

English (Strong)

a primary verb; to slant or slope, i.e. incline or recline (literally or figuratively): bow (down), be far spent, lay, turn to flight, wear away.

English (Thayer)

1st aorist ἔκλινα; perfect κέκλικα;
1. transitive,
a. to incline, bow: τήν κεφαλήν, of one dying, τό πρόσωπον εἰς τήν γῆν, of the terrified, to cause to fall back: παρεμβολάς, Latin inclinare acies, i. e. to turn to flight, μάχην, Homer, Iliad 14,510; Τρῳάς, 5,37; Ἀχαιους, Odyssey 9,59).
c. to recline: τήν κεφαλήν, in a place for repose (A. V. lay one's head), to incline oneself (cf. Buttmann, 145 (127); Winer s Grammar, § 38,1): of the declining day (A. V. wear away, be far spent), ἅμα τῷ κλῖναι τό τρίτον μέρος τῆς νικτος, Polybius 3,93, 7; ἐγκλινατος τοῦ ἡλίου ἐς ἑσπέραν, Arrian anab. 3,4, 2. (Compare: ἀνακλίνω, ἐκκλίνω, κατακλίνω, προσκλίνω.)

Greek Monolingual

(AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω)
1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, το γέρνω, το πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι
(α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» — όταν ο Ζευς κάνει τη ζυγαριά να γείρει από τη μια πλευρά, Ομ. Ιλ.
γ. «μηκέτι τοῦδ' ἀντιπέτρου βήματος ἔξω πόδα κλίνῃς», Σοφ.
δ. «τὰς κεφαλὰς ὑμῶν τῷ Κυρίῳ κλίνατε», Θ. Λειτ.)
2. γραμμ. σχηματίζω κατά σειρά, απαγγέλλοντας ή γράφοντας, όλους τους τύπους κλιτού μέρους του λόγου (α. «οι προθέσεις δεν κλίνονται» β. «κλίνω το ρήμα αγαπώ» γ. «αἱ πρωτότυποι [ἀντωνυμίαι] οὐ κλίνονται εἰς τὰς πτώσεις», Απολλ. Δύσκ.)
3. έχω τάση προς κάποιον ή κάτι, τείνω, αποκλίνω, ρέπω (α. «κλίνει προς τον σοσιαλισμό» β. «κιθαρίζων ἅμα κε τῷδε μέλει κλιθεὶς ὕμνον κελάδησε καλλίνικον», Πίνδ.)
4. (για χρόνο, φως, ημέρα, νύχτα κ.λπ.) ελαττώνομαι, φθίνω, γέρνω, φθάνω στο τέλος μου (α. «ο ήλιος κλίνει προς τη δύση» β. «κλίνοντος ὑπὸ ζόφον ἠελίοιο», Απολλ. Ρόδ.)
5. μτφ. (για χρώματα και για φωνή) πλησιάζω προς ορισμένο τόνο, έχω κάποιαν απόχρωση (α. «δεν είναι καθαρό γαλάζιο κλίνει προς το πράσινο» β. «η φωνή του κλίνει προς τη φωνή του βαρύτονου»)
6. μτφ. φρ. «κλίνω προς το τέλος» ή «κλίνω προς την αφάνεια» ή «κλίνω ἐπὶ τὸ χεῖρον» — ξεπέφτω, φθείρομαι, παρακμάζωθαυμάζω... ἡ πόλις ὅπως ποτ' ἐπὶ τὸ χεῖρον ἔκλινεν», Ξεν.)
νεοελλ.
1. (αμτβ.) στρίβω, γυρίζω, στρέφομαι προς τα κάτω ή πλαγίως, αλλάζω θέση ή κατεύθυνση ενώ βρίσκομαι σε κίνηση ή σε στάση, γέρνω προς κάποια κατεύθυνση (α. «το σπίτι κλίνει προς τα δεξιά» β. «ο κεκλιμένος πύργος της Πίζας»)
2. φρ. α) «δεν έχει πού την κεφαλήν κλίναι» [ορθ. κλίνῃ]
δεν έχει καταφύγιο πουθενά ή στερείται τα πάντα
β) «κλίνατε επί δεξιά», «κλίνατε επ' αριστερά» — στρατιωτικό ή γυμναστικό παράγγελμα για να στραφεί η ομάδα προς το δεξιό ή προς το αριστερό μέρος, να αλλάξει κατεύθυνση
γ) φυσ. «κεκλιμένο επίπεδο» — το επίπεδο που σχηματίζει οξεία γωνία προς την οριζόντια γραμμή
νεοελλ.-μσν.
μτφ. φρ. α) «κλίνω την κεφαλή» ή «κλίνω κάραν» ή «κλίνω τον τράχηλο»
ί) υποχωρώ, λυγίζωείναι μου χρεία να κλίνω την κεφαλή», Ερωφ.)
ii) προσκυνώ, εκφράζω σεβασμό
β) «κλίνω το γόνυ»
i) γονατίζω
ii) υποκλίνομαι, εκφράζω σεβασμό
μσν.
1. (με την πρόθεση από) απομακρύνομαι
2. απλώνομαι
3. εκτρέπομαι, παρεκκλίνω
4. συγκατανεύω
5. σέβομαι
6. φρ. α) «κλίνω εἰς ἀγάπην» — ερωτεύομαι
β) «κλίνω κρίση» — καταστρατηγώ τη δικαιοσύνη, παραβιάζω το δίκαιο
γ) «κλίνω μετά τινος» — πηγαίνω με το μέρος κάποιου
δ) «κλίνω τέντα» — στήνω σκηνή, εγκαθίσταμαι
ε) «κλίνω τὸ οὖς» — ακούω με καταδεκτικότητα, εισακούω
στ) «κλίνω φλάμουρον» — ξεκινώ για επίθεση, επιτίθεμαι
ζ) «κλίνει ὁ ἥλιος» — δύει, βασιλεύει
μσν.-αρχ.
(ενεργ. και μέσ.) τρέπω σε φυγή αντίπαλο («Τρῷας δ' ἔκλιναν Δαναοί», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. βάζω κάποιον στο ανάκλιντρο, κατακλίνω κάποιον (α. «κληθῆναι [ἔφη] καὶ Θηβαίων ἄνδρας πεντήκοντα, καὶ σφέων οὐ χωρὶς ἑκατέρους κλῑναι», Ηρόδ.
β. «κλῑνόν μ' ἐς εὐνήν», Ευρ.
γ. «πάντες δ' ἠρήσαντο παραὶ λεχέεσι κλιθῆναι», Ομ. Οδ.)
2. μτφ. ταπεινώνωἡμέρα κλίνει κἀνάγει πάλιν ἅπαντα τἀνθρώπεια» — μια μέρα ταπεινώνει και ανυψώνει όλα τα ανθρώπινα πράγματα, Σοφ.)
3. (στη μαγική) κάνω κάποιον υποχείριο, τον μαγεύω, τον υποδουλώνω
4. (μέσ. και παθ.) κλίνομαι
στηρίζομαι, ακουμπώ σε κάτι (α. «κίονι κεκλιμένη», Ομ. Οδ.
β. «ξύλα ἐς ἄλληλα κεκλιμένα», Ηρόδ.)
5. παθ. α) (για μάχη) καταλήγω σε υποχώρηση, σε ήττακάρτος δ' ἀνεφαίνετο ἔργων, ἐκλίνθη δὲ μάχη», Ησίοδ.)
β) (στον παθ. αόρ. και παρακμ.) i) αποθέτομαι, τοποθετούμαι
ii) είμαι ξαπλωμένος σε ανάκλιντρο δίπλα στο τραπέζι ως συμποσιαστής («κλιθέντες ἐδαίνυντο, πληρωθέντες δὲ φορβῆς καὶ οἴνου ηὗδον», Ηρόδ.)
iii) (για βουνά και τόπους) είμαι στραμμένος, βλέπω προς κάποιο σημείο («ἠέ τις ἀκτὴ κεῖθ' ἁλὶ κεκλιμένη ἐριβώλακος ἠπείροιο», Ομ. Οδ.)
iv) (για πρόσ.) ζω σε έναν τόπο, είμαι εγκατεστημένος, κατοικώ κάπου («Ὀρέσβιον αἰολομίτρην, ὅς ρ' ἐν Ὕλη νέεσκε... λίμνῃ κεκλιμένος Κηφισίδι», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα kli- της ΙΕ ρίζας klei- «κλίνω, στηρίζω» και σχηματίζεται με ενεστωτικό επίθημα -η- (το οποίο επεκτάθηκε και σε άλλους χρόνους) και κατάληξη -yo. Συνδέεται με λατ. clinare «κλίνω», αρχ. σαξ. hlinōn, αρχ. άνω γερμ. hlinēn > lehnen και αρχ. ινδ. śrayati = λιθουαν. šleju «κλίνω». Άλλοι τύποι έχουν αντίστοιχα σε άλλες γλώσσες, όπως ο παρακμ. κέκλιται με το αρχ. ινδ. śiśriye και το ρηματ. επίθ. ἄκλιτος με το αρχ. ινδ. śrita- και το αβεστ. sri-nu.
ΠΑΡ. κλ(ε)ιτύς, κλίμα, κλίμαξ, κλίνη, κλιντήρ, κλίσις
αρχ.
κλείτος, κλισία, κλισμός.
ΣΥΝΘ. ανακλίνω, αποκλίνω, εγκλείνω, εκκλείνω, επικλείνω, παρακλίνω, παρεκκλίνω, προκλίνω, προσκλίνω
αρχ.
αντικλίνω, αντιμετακλίνω, διακλίνω, εγκατακλίνω, ενοιποκλίνω, επανακλίνω, επεγκλίνω, επικατακλίνω, κατακλίνω, μετακλίνω, μετεγκλίνω, παρακατακλίνω, παρανακλίνω, παρεγκλίνω, προανακλίνω, προκατακλίνω, προσανακλίνω, περικλίνω, προσυποκλίνω, συγκατακλίνω, συμπαρακατακλίνω, συναποκλίνω, συνεγκλίνω, συνεκκλίνω, συνεπικλίνω, υπανακλίνω, υπεγκλίνω, υπεκκλίνω, υπερεπικλίνω, υποκατακλίνω, υποκλίνω
νεοελλ.
απεκκλίνω. (Β συνθετικό) -κλινής, ακλινής, αμφικλινής, γονυκλινής, επικλινής, ετεροκλινής, ισοκλινής, χαμαικλινής
αρχ.
αποκλινής, εκκλινής, κατακλινής, ομοιοκλινής, παλιγκλινής, περικλινής, πολυκλινής, προσκλινής, συγκλινής, ταυτοκλινής, υποκλινής
νεοελλ.
δικλινής, μεσοκλινής, μονοκλινής, προκλινής.

Greek Monotonic

κλίνω: [ῑ], μέλ. κλῐνῶ, αόρ. αʹ ἔκλινα, παρακ. κέκλῐκα — Μέσ., μέλ. κλῐνοῦμαι, αόρ. αʹ ἐκλῑνάμην — Παθ., μέλ. κλῐθήσομαι ή κλῐνήσομαι, αόρ. αʹ ἐκλίθην [ῐ] ή ἐκλίνθην· αόρ. βʹ ἐκλίνην [ῐ],
I. 1. λυγίζω, γέρνω, κλίνω, ρέπω, Λατ. inclinare, κλίνειν τάλαντα, γέρνω ή κλίνω την ζυγαριά, σε Ομήρ. Ιλ.· Τρῶαςἔκλιναν, τους έκαναν να υποχωρούν, στο ίδ.· ἔκλινε μάχην, άλλαξε την εξέλιξη του πολέμου, στο ίδ.
2. κάνω κάτι να γέρνει πάνω σε κάτι άλλο, δηλ. σάκε'ὤμοισι κλίναντες, δηλ. ανασηκώνοντας τις ασπίδες τους έτσι ώστε η ανώτατη στεφάνη να αναπαύεται στους ώμους τους, στο ίδ.
3. στρέφω προς κάτι, στηρίζω, ὄσσε πάλιν κλίνασα, στρέφοντας τα μάτια της προς τα πίσω, στο ίδ.
4. κάνω να ακουμπήσει, να αναπαυθεί, ἐν κλίνῃ κλ. τινά, βάζω να καθίσει στο τραπέζι, σε Ηρόδ.· μεταφ., ἡμέρα κλίνει ἅπαντα, να τα υποβιβάσει, να τα αδρανοποιήσει, σε Σοφ.
II. 1. Παθ., κάμπτομαι, είμαι λυγισμένος, γερμένος, ἐκλίνθη, παραπάτησε, παρέκκλινε, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για ρηχή κατσαρόλα, ἄψ ἑτέρωσ' ἐκλίθη, αναποδογύρισε, ανετράπη προς την άλλη μεριά, σε Ομήρ. Οδ.
2. ακουμπώ πάνω ή αντίκρυ σε κάτι, με δοτ., σε Όμηρ.· ομοίως στη Μέσ., κλινάμενος, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, κεκλιμένος ἐπάλξεσιν, ψάχνοντας ασφάλεια σ' αυτές, σε Ομήρ. Ιλ.
3. ξαπλώνω, κείμαι, σε Όμηρ. κ.λπ.· ξαπλώνω σε ανάκλιντρο στα ομαδικά γεύματα, σε Ηρόδ. κ.λπ.
4. λέγεται για τόπους (στον παρακ.) βρίσκομαι με κλίση προς τη θάλασσα, ἁλὶκεκλιμένη, σε Ομήρ. Οδ.· νῆσοι, αἵθ' ἁλὶ κεκλίαται (Επικ. αντί κέκλινται), στο ίδ.
5. ξεφεύγω από τη σωστή πορεία, παρεκκλίνω της οδού, σε Θέογν.
III. Μέσ., υποχωρώ, εξασθενώ, λέγεται για την ημέρα, σε Ηρόδ.· ομοίως, αμτβ. στην Ενεργ., ἡ ἡμέρα ἤρξατο κλίνειν, σε Καινή Διαθήκη· μεταφ., κλ. ἐπὶ τὸ χεῖρον, εκφυλίζομαι, διαφθείρομαι, παρακμάζω, σε Ξεν.