νέμω

From LSJ
Revision as of 14:25, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νέμω Medium diacritics: νέμω Low diacritics: νέμω Capitals: ΝΕΜΩ
Transliteration A: némō Transliteration B: nemō Transliteration C: nemo Beta Code: ne/mw

English (LSJ)

fut. A νεμῶ S.Aj.513, (ἀπο-) Pl.Phlb.65b, later νεμήσω Longus 2.23: aor. ἔνειμα, Ep. νεῖμα Il.3.274: pf. νενέμηκα (δια-) X.Cyr.4.5.45:—Med., νέμομαι, fut. νεμοῦμαι Th.4.64, D.21.203; Ion. νεμέομαι (ἀνα-) Hdt.1.173; later νεμήσομαι D.H.8.71, Plu.Crass.14, etc.: aor. ἐνειμάμην Th.8.21, etc. (ἐνεμησάμην is f.l. in Clearch.10, Hp.Oss.18 (ὑπο-)):—Pass., fut. νεμηθήσομαι Plu.Agis14 (also νεμήσομαι in pass. sense (δια-) App.BC4.3): aor. ἐνεμήθην Pl.Lg.849c, D.36.38 (also in med. sense (κατ-) Plu.Per.34, Ath.15.677e): pf. νενέμημαι Pl.Prm. 144d, etc. (also in med. sense, D.47.35).—Hom. uses of the Act., only pres., impf., and aor.; of the Med., pres. and impf. A deal out, dispense, freq. in Hom., esp. of meat and drink, μοίρας, κύπελλα, κρέα, μέθυ ν., Od.8.470, 10.357, Il.9.217, Od.7.179, cf. IG12.10.3, al.; οἱ γεωνόμοι νειμάντων τὴν γῆν ib.45.7: then generally, distribute, of the gods, Ζεὺς… νέμει ὄλβον… ἀνθρώποισιν Od.6.188; Ζεὺς τά τε καὶ τὰ νέμει Pi.I.5(4).52, cf. P.5.55; θεῶν τὰ ἴς α νεμόντων Hdt.6.11, 109; Ζεὺς νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῖς, ὅσια δ' ἐννόμοις A.Supp.403 (lyr.); [Διὶ] τὸν ὑπεραλγῆ χόλον ν. leave vengeance to Zeus, S.El.176 (lyr.); of men, ν. δευτερεῖά τινι Hdt.1.32; τρίτον μέρος τῶν σκύλων τισί Th.3.114; μοῖραν ν. τινί pay one due honour, respect, A.Pr.294 (lyr.); μητρὸς τιμὰς ν. respect her privileges, Id.Eu.624 (but πρόσω ν. τιμάς extend one's privileges, ib.747); Λύκῳ κῆπον Εὐβοίας νέμει S.Fr.24; Πολυκράτης μητέρα νέμει P. allots a mother (to you), prov. in Duris63 J.; εἰ πατρὸς νέμοι τιν' ὤραν τοῦ καλῶς πράσσειν δοκεῖν S. Tr.57; τὸ σὸν γέρας τιμὴν ἐμοὶ ν. Id.Ph.1062; ἐκείνῳ… αἰτίαν νέμει Id.Aj.28; ν. αἵρεσιν give one a choice, ib.265; ναύταις οὐκέθ' ὁδὸν νέμει affords, vouchsafes, E.Hipp.745 (lyr.); τὸ πιστὸν τῆς ἀληθείας ν. observe it, S.Tr.398; τῷ… ὄχλῳ πλέον ν. E.Hec.868; μήτε οἴκτῳ πλέον ν. μήτ' ἐπιεικείᾳ Th.3.48; τὸ ἧσσον ἀδικίᾳ E.Supp.380 (lyr.); τῷ φθόνῳ πλέον μέρος ib.241; τὸ πλεῖστον ἡμέρας τούτῳ μέρος Id.Fr.183; ἔλασσόν τινι Antipho 5.10; χάριν τινί Ar.Av.384; πενίᾳ καὶ πλούτῳ τιμὴν ν. Pl.Lg.696a; of judges, κολαστὴν… θάνατον ν. ib.863a; συγγνώμην τισί Gal.6.753: c. inf., νεῖμεν ἐμοὶ τέρψιν ὁμιλεῖν S.Aj.1201 (lyr.):—Pass., νέμεται ἐπὶ τοὺς Ἕλληνας is freely bestowed upon them, Hdt.9.7.α'; κρέα νενεμημένα portions of meat, X.An.7.3.21; πλεῖστα μέρη ἡ οὐσία νενεμημένη distributed into... Pl.Prm. 144d. 2 pay out, distribute a bandage, in Act. and Pass., Hp. Off.8,22, Fract.4,16, Sor.Fasc.4, al. 3 allot, distribute in groups, πρὸς τὴν λῆξιν ἑκάστην Arist.Ath.30.3, cf. 31.3 (Pass.); νεῖμαί τινας ἐς τὰς φυλὰς δέκαχα IG22.1.33:—Pass., ἐκ τῆς φυλῆς ἑκάστης νενεμημέναι τριττύες τρεῖς Arist.Ath.8.3, cf. 63.4. II Med., distribute among themselves: hence, have and hold as one's portion, possess, πατρώϊα πάντα νέμεσθαι Od.20.336: mostly of land, τεμένεα, τέμενος, 11.185, Il.12.313; ἔργα 2.751, Hes.Op.119; πρὸς τὸν ἀδελφὸν ἐνειμάμην (sc. οὐσίαν) Lys.16.10, cf. 19.46; τἄλλα νεμομένη administering... Hdt.4.165; τὰ μέταλλα, τὰ ἐμπόρια, Id.7.112, Th. 1.100; [τὰ λήμματα] ἃ νέμεσθε which you enjoy, D.3.33: abs., ἔμ' οἴεσθ' ὑμῖν εἰσοίσειν ὑμᾶς δὲ νεμεῖσθαι; that you shall reap the fruit, Id.21.203. 2 reap the fruit of: hence, dwell in, inhabit, ἄλσεα νέμεσθαι Il.20.8; freq. with names of places, spread over, occupy a country, Ἰθάκην, Ὑρίην νέμεσθαι, Od.2.167, Il.2.496; ἀγρούς Pi.P.4.150; τὸ πρὸς τὴν ἠῶ Hdt.4.19, etc.; νεμόμενοι τὰ αὑτῶν… ὅσον ἀποζῆν Th.1.2. b generally, enjoy, προσόδους BGU256.9 (ii A.D.), etc. c of cities, to be situated upon, τὸν Ἄθων Hdt.7.23, cf. 123:— Pass., ἄχρι τῆς ὁδοῦ τῆσδε τὸ ἄστυ τῇδε νενέμηται IG12.893; cf. νέμησις 11.1. 3 in Pi., of Time, spend, pass, αἰῶνα, ἁμέραν, O.2.66, N.10.56: abs., live, ἡσυχᾷ νεμόμενος P.11.55. III from Pi. onwards, Act. is found in sense of Med., hold, possess, ἕδος Ὀλύμπου ν. O.2.12; ἔνδον ν. πλοῦτον κρυφαῖον I.1.67; inhabit, γῆν ν. Hdt.4.191; χωρίον κοινῇ ν. Th.5.42; πόλιν S.OC879 (lyr.); ὅτι πλείστους ν. ἄνδρας to have as many husbands as possible, Str.11.13.11: abs., hold land, occupy, dwell, ν. περὶ τὴν λίμνην Hdt.4.188:—Pass., of places, to be inhabited, πάντα ὑπὸ βαρβάροισι νέμεται Id.7.158: abs., of a country, maintain itself, be constituted, Th.1.5,6. 2 hold sway over, manage, πόλιν Hdt. 1.59, 5.29; τὰς Ἀθήνας ib.71, etc.; λαόν Pi.O.13.27; πάντα A.Pr.526 (lyr.); ἀστραπᾶν κράτη ν. S.OT201 (lyr.); κράτη καὶ θρόνους ib.237, cf.Aj.1016; σύνοδον OGI50.3 (Ptolemais, iii B.C.); τὸν μέγαν Πακτωλὸν εὔχρυσον νέμεις S.Ph.393 (lyr.); οἴακα ν. wield, manage it, A.Ag. 802 (anap.); ἀσπίδ' εὔκυκλον ν. Id.Th.590; ἰσχὺν ν. ἐπὶ σκήπτροις support oneself on staves, Id.Ag.75 (anap.); ν. γλῶσσαν use the tongue, ib.685 (lyr.); ν. πόδα Pi.N.6.15: abs., hold sway, ὃς Συρακόσσαισι ν. Id.P.3.70. 3 hold, consider as... σὲ νέμω θεόν S.El.150 (lyr.), cf. 598, Tr.483, Aj.1331 (so in Pass., οὐδέ μοι ἐμμελέως τὸ Πιττάκειον νέμεται seems not to me fitly said, Simon.5.9): in Prose, προστάτην νέμειν τινά register as one's patron, Isoc.8.53, Hyp.Fr.21, Arist.Pol.1275a12; ἡγεμόνα ν. τινά Agatharch.Fr.Hist.17J.; ἀθλητῶν τοὺς μὴ νενεμημένους ἢ σεσωμασκηκότας unproved athletes, Plb. 6.47.8. IV call over, recite, S.Fr.144; = ἀναγινώσκω, Hsch. B of herdsmen, pasture, graze their flocks, drive to pasture, abs., ἐπῆλθε νέμων Od.9.233; [χώραν] ἱκανὴν νέμειν τε καὶ ἀροῦν both for pasture and tillage, Pl.R.373d: c. acc., ὁ μὲν ἵππους νέμων, ὁ δὲ βοῦς Hdt.8.137; μῆλα E.Cyc.28, etc.; κτήνη πληγῇ ν. drive them afield with blows, Pl.Criti.109c, cf. Heraclit.11 (Pass.). 2 more freq. in Med., of cattle, feed, graze, Il.5.777, 15.631, Od.13.407, Hdt. 8.115, etc.: c. acc. loci, range over, ὡς λέαινα… δρύοχα νεμομένα E.El. 1163 (lyr.); κολοιοὶ ταπεινὰ ν. Pi.N.3.82: c. acc. cogn., feed on, νέμεαι… ἄνθεα ποίης Od.9.449; νομάς Hdt.1.78; χλόην E.Ba.735; τὰ λευκὰ σήσαμα Ar.Av.159; of men, eat, S.Ph.709 (lyr.). b metaph., of fire, consume, devour, Il.23.177, Hdt.5.101; also τὸ ψεῦδος… νέμεται τὴν ψυχήν Plu.2.165a. c Medic., abs., of ulcers, spread, ἐνέμετο πρόσω Hdt.3.133, cf. Thphr.HP9.9.5; of gangrene, prob. in D.S.17.103; of thrush, Asclep. ap. Gal.12.995; ἐπὶ μᾶλλον ν. Aret.CA1.9; ἐς τὸ εἴσω ν. ibid.; of a swelling, ὄγκος νεμόμενος Philum.Ven.17.1. II c. acc. loci, ὄρη νέμειν graze the hills [with cattle], X.Cyr.3.2.20:—Pass., [τὸ ὄρος] νέμεται αἰξὶ καὶ βουσί Id.An. 4.6.17. 2 metaph., πυρὶ νέμειν πόλιν waste a city by fire, give it to the flames, Hdt.6.33:—Pass., πυρὶ χθὼν νέμοιτο were being devoured, wasted by fire, Il.2.780; πυρὶ νέμεται… ἡ φάλαγξ Plu.Alex. 18. (Cf. OHG. neman 'take', Avest. nəmah- 'loan', Lith. nuoma 'rent', 'usury'.)

German (Pape)

[Seite 239] fut. νεμῶ u. Sp. νεμήσω, wie Long. 2, 23, νεμοῦμαι, Dem. 21, 203, νεμήσομαι, D. Hal. 4, 7, pass., App. B. C. 4, 3, aor. ἔνειμα, perf. νενέμηκα, aor. pass. ἐνεμήθην u. ἐνεμέθην, Dem. 36, 38 u. Sp., aor. med. ἐνειμάμην, auch ἐνεμησάμην, Hippocr., Clearch. bei Ath. XII, 541 c, s. Lob. zu Phryn. 742; – 1) austheilen, vertheilen; bei Hom. meist Speise und Trank, κρέα δαίετο καὶ νέμε μοίρας, Od. 15, 140, vgl. 8, 470. 14, 436, κρέα νεῖμεν Ἀχιλλεύς, Il. 9, 217, σῖτον δέ σφιν ἔνειμε, Od. 14, 449, μέθυ νεῖμον πᾶσιν, 7, 179; auch κύπελλα, 10, 357; Ζεὺς δ' αὐτὸς νέμει ὄλβον ἀνθρώποισιν, ὅπως ἐθέλῃσιν, ἑκάστῳ, Od. 6, 188; Ζεὺς τὰ καὶ τὰ νέμει, Pind. I. 4, 58, vgl. P. 5, 55; νόσων ἀκέσματ' ἄνδρεσσι νέμει, 5, 64; δαίμοσι νέμει γέρα, zutheilen, Aesch. Prom. 229; οὐκ ἔστιν ὅτῳ μείζονα μοῖραν νείμαιμ' ἢ σοί, 292; νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῖς, ὅσια δ' ἐννόμοις, Suppl. 398, öfter; ἣν τέκνοις μοῖραν πατρῴας γῆς διαίρετον νέμοι, Soph. Trach. 162; χέρνιβας, O. R. 240; οὐδὲν θεοὶ νέμουσιν ἡδύ μοι, zutheilen, Phil. 1009; τοῖς φίλοις τιμάν, Ai. 1330; auch αἵρεσιν, d. i. die Wahl lassen, 258; βροτοῖσι στόμα σαφέστατον νέμει, Eur. Or. 591, öfter; bes. Einem zutheilen, was ihm gebührt, θεῶν τὰ ἴσα νεμόντων, Her. 6, 11. 109; θάνατον, Todesstrafe zuerkennen, Plat. Legg. IX, 863 a, öfter; μηδὲν πλέον νέμοντες τοῖς φίλοις ἢ τοῖς ἐχθροῖς, Gorg. 492 c; νεῖμαι δυνάμεις ἑκάστοις, Prot. 320 d; νείματε δὲ πάντων τὸ μέρος καὶ τῷ, Xen. Cyr. 4, 5, 53; τρίποδες κρεῶν μεστοὶ νενεμημένων, von Fleisch, das schon zerschnitten, in Portionen vertheilt war, An. 7, 3, 21 (vgl. κριθῶν εἰς ἄλφιτα νεμηθέντων, zermahlen, Plat. Legg. VIII, 849 c; πλεῖστα μέρη ἡ οὐσία νενεμημένη, in sehr viele Theile, Parmenid. 144 d); auch τὴν ἀξίαν ἑκάστοις νεῖμαι, ibid. 6, 4, 33, wie sonst ἀποδιδόναι, Folgde; τάξιν οὐκ ἔνεμον, wiesen keine Stelle an, Pol. 10, 29, 5; νείμας τὰ τῶν λαφύρων, die Beute vertheilen, 14, 7, 2. – Aus Verbindungen wie μεῖζον μέρος νέμοντος τῷ μὴ βούλεσθαι ἀληθῆ εἶναι, Thuc. 3, 3, eigentl. dem Wunsche einen größern Theil zuertheilen, d. i. mehr darauf geben, οἴκτῳ πλέον νέμοντες, 3, 48, wie auch Soph. ἁ' νὴρ ὅδ' ὡς ἔοικεν οὐ νέμειν ἐμοὶ φθίνοντι μοῖραν, Trach. 1228 u. 57, τῷ ὄχλῳ πλέον νέμεις, Eur. Hec. 868, νέμοντες τῷ φθόνῳ πλεῖον μέρος, Suppl. 241, entwickelt sich die Bdtg wofür halten, wofür nehmen, σὲ νέμω θεόν, ich halte dich für eine Gottheit, ehre dich, wie einen Gott, Soph. El. 147; μητρὸς μηδαμοῦ τιμὰς νέμειν, Aesch. Eum. 594; φίλον σ' ἐγὼ μέγιστον Ἀργείων νέμω, Soph. Ai. 1310; ἐγὼ δ' ἐμαυτὸν παῖδα τῆς τύχης νέμων, O. R. 1080, vgl. El. 538 u. O. C. 883; so Simonds. bei Plat. Prot. 339 c: οὐδέ μοι ἐμμελέως τὸ Πιττάκειον νέμεται. Daher auch = wozu annehmen, προστάτην, Einen zum Schutzherrn annehmen oder erwählen, Isocr. 8, 53; Arist. pol. 3, 1; D. Hal. 2, 9; οἱ νενεμημένοι, die in die Liste Aufgenommenen, Pol. 6, 47, 8. – Med. Etwas unter sich vertheilen, bes. vom Erbgut, οὐσίαν ἐνείμαντο πρὸς ἀλλήλους, Is. 7, 5; πρὸς τὸν ἀδελφὸν οὕτω ἐνειμάμην, Lys. 16, 10. 19, 46 u. sonst bei Rednern; νειμάσθων πρῶτον γῆν τε καὶ οἰκίας, Plat. Legg. V, 739 e. – 2) weiden, auf die Weide treiben, füttern, vom Hirten, Od. 9, 233; νέμουσι κατ' Ἴδαν ποίμνια, Eur. Rhes. 551; Cycl. 28; νέμειν τε καὶ ἀροῦν vrbdt Plat. Rep. II, 373 d; καθάπερ ποιμένες κτήνη πληγῇ νέμοντες, Critia. 109 b, öfter; Sp., τὴν δάμαλιν, Luc. D. D. 3, 1; übertr., χόλον, wie auch wir sagen: den Zorn nähren, Soph. El. 171; auch τὰ ὄρη νέμειν, die Berge abweiden, mit dem Vieh beweiden, Xen. Cyr. 3, 2, 20; pass., τὸ ὄρος νέμεται αἰξί, An. 4, 6, 17; überte., πυρὶ νέμειν πόλιν, eine Stadt durch Feuer verwüsten, Her. 6, 33, wenn man nicht besser hier, die erste Bdtg festhaltend, übersetzt: die Stadt dem Feuer zuertheilen, Preis geben; vgl. aber πυρὶ χθὼν νέμεται, Il. 2, 780, u. die unten folgdn Beispiele. – Im med. weiden, vom Vieh, auf die Weide gehen, fressen, ἵπποις ἀμβροσίην Σιμόεις ἀνέτειλε νέμεσθαι, Il. 5, 777, vgl. 15, 631 Od. 13, 407. 20, 164; auch ἄνθεα ποίης νέμεσθαι, abweiden, abfressen, Od. 9, 449; essen, τῶν νεμόμεσθ' ἀνέρες, Soph. Phil. 701; λέαινα δρύοχα νεμομένα, Eur. Alc. 1164; ἔφασαν νεμομένας τὰς ἵππους ἁρπαχθῆναι, Her. 8, 115; übertr., vom Feuer, um sich fressen und ergreifen, τὰ περιέσχατα νεμομένου τοῦ πυρός, 5, 101, und von einem bösartigen Geschwür, 3, 133, wie schon Hom. ἐν δὲ πυρὸς μένος ἧκε σιδήρεον ὄφρα νέμοιτο, Il. 23, 177. – 3) im med. bei Hom. oft mit dem accus., wie πατρώϊα πάντα νέμεσθαι, Od. 20, 336, vom Eigenthum, bes. liegenden Gründen od. Ackerbesitzungen, besitzen und genießen, wobei wohl mehr an die unter 2) erkl. Bdtg zu denken ist, als daran, daß man seinen rechtmäßigen Antheil besitzt; τεμένη νέμεσθαι, Od. 11, 185 Il. 12, 313, vgl. 6, 195. 20, 185, und ἔργα νέμεσθαι, 2, 751; Hes. O. 119. 233; ähnlich ἄλσεα νέμεσθαι, Il. 20, 8; mit Ortsnamen, Ἰθάκην, Ὑρίην u. vgl. , Od. 2, 167 Il. 2, 496. 531. 633, diese Orte innehaben, bewohnen. – Pind. Χαρίτων νέμομαι κᾶπον, Ol. 9, 29, τοὺς ἀγροὺς νέμεαι, P. 4, 150, ἄδακρυν νέμονται αἰῶνα, sie genießen, Ol. 2, 73, ἁμέραν τὰν παρὰ Δί, N. 10, 56, auch ταπεινά, 3, 78; Tragg., Ἀσίας ἕδος νέμονται, οἳ πόλισμα Καυκάσου πέλας νέμονται, Aesch. Prom. 410. 420, κακὸν σκότον νέμονται, Eum. 72; εἰ πόλιν νεμοίμην ἀσφαλῆ, Eur. Rhes. 475. 700, vgl. Troad. 1088; öfter bei Her., γῆ, τὴν νέμονται Σκύθαι, das Land, welches die Scythen beweiden und überh. benutzen, bewohnen, 4, 11, πόλις, αἳ τὸν Ἄθων νέμον ται, 7, 22; τὸ τέμενος ἔσπειρε καὶ ἐνέμετο, 8, 116, wo die Beziehung auf das Weiden mehr hervortritt; von anderem Besitz, 4, 165, ἐξαίρετα πολλὰ ἐνέμοντο 5, 45, μέταλλα 7, 112, öfter; γῆν νέμεσθαι, für sich bebauen, Thuc. 1, 58. 2, 23, πόλιν, 1, 74. 84, ἐμπόρια καὶ μέταλλα, 1, 100; auch Sp., νέμεσθαι τὴν αὐτὴν χώραν τὸν πλείω χρόνον, Pol. 4, 32, 10. – Es findet sich aber auch das act. so gebraucht, ἕδος Ὀλύμπου νέμων ἀέθλων τε κορυφὰν πόρον τ' Ἀλφεοῦ, Pind. Ol. 2, 13, vgl. 11, 13; δαίμονές τε καὶ βροτοὶ Παλλάδος πόλιν νέμοντες, Aesch. Eum. 971; auch πρόσω τιμὰς νέμειν, Ehre haben, genießen, 717; Γᾶ, ἃ τὸν μέγαν Πακτωλὸν εὔ. χρυσον νέμεις, Soph. Phil. 393; daher auch = beherrschen, handhaben (vgl. νωμάω), ὁ πάντα νέμων Ζεύς, Aesch. Prom. 524, πραπίδων οἴακα νέμων, Ag. 776, ἀσπίδα, Spt. 572; Πεισίστρατος ἐπὶ τοῖσι κατεστεῶσι ἔνεμε τὴν πόλιν, verwaltete, Her. 1, 59, vgl. 3, 39. 5, 29; οἱ πρυτάνις τῶν ναυκράρων, οἵπερ ἔνεμον τότε τὰς Ἀθήνας, 5, 71; μηδετέρους οἰκεῖν τὸ χωρίον, ἀλλὰ κοινῇ νέμειν, Thuc. 5, 42; auch einzeln bei Sp., wie Strab. 11, 13, 11 von Frauen sagt ὅτι πλείστους νέμειν ἄνδρας.

Greek (Liddell-Scott)

νέμω: μέλλ. νεμῶ Σοφ. Αἴ. 513, (ἀπο-) Πλάτ. Φίληβ. 65Β· παρὰ μεταγεν., νεμήσω Λόγγος 2. 23: ἀόρ. ἔνειμα, Ἐπικ. νεῖμα Ἰλ. Γ. 274: πρκμ. νενέμηκα (δια-) Ξεν. Κύρ. 4. 5, 45: ― Μέσ., νέμομαι: μέλλ. νεμοῦμαι Θουκ. 4. 64, Δημ., Ἰων. νεμέομαι (ἀνα-) Ἡρόδ. 1. 173: παρὰ μεταγεν. νεμήσομαι, Διον. Ἁλ. 8. 71, Πλουτ., κλ.: ἀόρ. ἐνειμάμην Θουκ., κτλ.: παρὰ μεταγενεστ. ἐνεμησάμην, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 541Ε, Ἱππ. (ὑπο-)· ― Παθ., μέλλ. νεμηθήσομαι, Πλουτ. Ἆγις 14: ἀόρ. ἐνεμήθην, Πλάτ. Νόμ. 849C, Δημ. 956. 12 (κοινῶς νεμεθείσης): πρκμ. νενέμημαι Πλάτ., κτλ.· ἀλλ’ ὁ πρκμ. οὗτος κεῖται ἐπὶ μέσης σημασίας, Δημ. 1149. 23: πρβλ. προσνέμω: οὕτω καὶ ἀόρ. ἐνεμήθην, Ἀθήν. 677Ε, Πλούτ., κτλ. ― Ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τοῦ ἐνεργ. μόνον τὸν ἐνεστ., παρατ. καὶ ἀόρ.· τοῦ δὲ μέσ. τὸν ἐνεστ. καὶ παρατ., πρβλ. ἀμφι-, ἀνα-, ἀπο-, δια-, ἐπι-, κατα-, προ-, προσ-, συν-, ὑπο-νέμω. (Ἐκ. τῆς √ΝΕΜ παράγονται ὡσαύτως αἱ λέξεις: νέμησις, νεμέτωρ, νομή, νομεύς, νομάω· ὡσαύτως νόμος, νομίζω, νόμισμα· καὶ νέμος, νομός· πιθαν. καὶ νέμεσις· ― πρβλ. Λατ. Num-a, Num-itor (νομοθέτης), num-erus (πρβλ. ἀνανέω ΙΙ), numm-us καὶ nem-us· Γοτθ. nim-an (λαμβάνειν, αἴρειν)· Ἀγγλο-Σαξονικ. nim-an (Ἀρχ. Ἀγγλ. nym, nim)· κτλ.). Α. διανέμω, μοιράζω, συχνάκις παρ’ Ὁμ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ φαγητοῦ καὶ ποτοῦ, π.χ. μοίρας, κύπελλα, κρέα, μέθυ νέμειν· ἀκολούθως σύνηθες ἐπὶ πάσης διανομῆς, ἰδίως τῆς παρὰ τῶν θεῶν, νέμει ὄλβον Ὀλύμπιος ἀνθρώποισιν Ὀδ. Ζ. 188· Ζεὺς τά τε καὶ τὰ νέμει Πινδ. Ι. 5. (4). 66, πρβλ. Π. 5. 74· θεῶν τὰ ἴσα νεμόντων Ἡρόδ. 6. 11, 109· Ζεὺς νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῖς, ὅσια δ’ ἐννόμοις Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 404· ᾧ [δηλ. τῷ Διῒ] τὸν ὑπεραλγῆ χόλον νέμουσα, εἰς ὃν ἀφίνουσα τὴν ἀνταπόδοσιν ἢ τιμωρίαν, Σοφ. Ἠλ. 176· ― ὡσαύτως ἐπὶ ἀνθρώπων, ἀπονέμω, ν. δευτερεῖά τινι Ἡρόδ. 1. 32, πρβλ. Θουκ. 3. 114· μοῖραν ν. τινι, ἀπονέμω εἴς τινα τὴν προσήκουσαν τιμήν, σεβασμόν, Αἰσχύλ. Πρ. 292· μητρὸς τιμὰς ν., σέβομαι τὰ δικαιώματα τῆς μητρός, ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 624 (ἀλλὰ πρόσω ν. τιμὰς αὐτόθι 747, ἐκτείνω τὰ δικαιώματά μου, Λύκῳ... κῆπος Εὐβοίας ν. Σοφ. Ἀποσπ. 19· τὸ σὸν γέρας τιμὴν ἐμοὶ ν. ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 1062· ἐκείνῳ... αἰτίαν νέμει ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 28· ν. αἵρεσιν, παρέχω εἴς τινα τὴν ἐλευθερίαν ἐκλογῆς, αὐτόθι 265· τὸ πιστὸν τῆς ἀληθείας ν., τηρῶ αὐτήν, ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 238· τῷ ὄχλῳ... πλέον ν. Εὐρ. Ἑκ. 868, πρβλ. Θουκ. 3. 48· τὸ ἧσσον Εὐρ. Ἱκέτ. 380· πλεῖον μέρος αὐτόθι 241· τὸ πλεῖστον ἡμέρας... μέρος ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 183· ἔλασσόν τινι Ἀντιφῶν 130. 27· χάριν τινὶ Ἀριστοφ. Ὄρν. 384· πενίᾳ καὶ πλούτῳ ν. τιμὴν Πλάτ. Νόμ. 696Α· ὡσαύτως ἐπὶ δικαστῶν, κολαστήν... θάνατον ν. αὐτόθι 863Α· ― μετ’ ἀπαρ., νεῖμεν ἐμοί... τέρψιν ἰαύειν Σοφ. Αἴ. 1204. ― Παθ., ἐπὶ τοὺς Ἕλληνας νέμεται, ἀπονέμεται ἐλευθέρως εἰς αὐτούς, Ἡρόδ. 9. 7· κρεῶν μεστοὶ νενεμημένων, μεμερισμένων, Ξεν. Ἀν. 7. 3, 21· πλεῖστα μέρη ἡ οὐσία νενεμημένη, διῃρημένη εἰς..., Πλάτ. Παρμ. 144D. ΙΙ. Μέσ., «μοιράζομαι» μετ’ ἄλλων, ἑπομένως, ἔχω καὶ κατέχω τι ὡς μερίδιόν μου, κατέχω (ὅθεν κληρονόμος), πατρώια πάντα νέμεσθαι, κατέχειν καὶ καρποῦσθαι, Ὀδ. Υ. 336· τὸ πλεῖστον ἐπὶ κτηματικῆς περιουσίας, τεμένη ν. Λ. 185, Ἰλ. Μ. 313· ἔργα ν. Β. 751, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 119, Λυσ. 146, 30·, 156. 4· τἆλλα νεμομένη, κατέχουσα..., Ἡρόδ. 4. 165· τὰ μέταλλα, τὰ ἐμπόρια, ὁ αὐτ. ἐν 7. 112, Θουκ. 1. 100: τὰ λήμματα ἃ νέμεσθε, ἅπερ καρποῦσθε, Δημ. 37. 25· ἀπολ., ἐμὲ οἴεσθ’ ὑμῖν εἰσοίσειν, ὑμεῖς δὲ νεμεῖσθαι... ὁ αὐτ. 579. 28. 2) κατοικῶ ἐν, ἐνοικῶ, ἄλσεα νέμεσθαι Ἰλ. Υ. 8· τὸ πλεῖστον μετ’ ὀνομάτων τόπων, οἳ νεμόμεσθ’ Ἰθάκην Ὀδ. Β. 167· οἵ θ’ Ὑρίην ἐνέμοντο καὶ Αὐλίδα πετρήεσσαν Ἰλ. Β. 496: ἀκολούθως παρὰ Πινδ., Ἡροδ., κλ.: νεμόμενοι τὰ αὑτῶν... ὅσον ἀποζῆν Θουκ. 1. 2· ἀπολ., κατοικῶ, Ἡρόδ. 4. 19, κτλ.· ― ἐπὶ πόλεων, ὡς τὸ ναιετάω, κεῖμαι ἐπί..., Φλέγρην... νεμόμεναι ὁ αὐτ. 7. 123. 3) παρὰ Πινδ. ἐπὶ χρόνου, δαπανῶ, διέρχομαι, «περνῶ», αἰῶνα, ἡμέραν Ο. 2. 120, Ν. 10. 105· ― ἀπολ., ζῶ, διέρχομαι τὸν βίον, ἡσυχᾷ νεμόμενος Π. 11. 85. ΙΙΙ. Ἀπὸ τοῦ Πινδ. καὶ ἐφεξῆς τὸ ἐνερ. ὡσαύτως εὕρηται ἐπὶ τῆς μέσης σημασ., ἔχω, κατέχω, ἕδος Ὀλύμπου ν. Ο. 2. 23· γῆν, χώραν νέμειν Ἡρόδ. 4. 191, Θουκ. 5. 42· πόλιν Σοφ. Ο. Κ. 879· ὅτι πλείστους ν. ἄνδρας, ἔχειν ὡς οἷόν τε πλείστους ἄνδρας, Στράβ. 526· ― ὡσαύτως ἀπολ., κατέχω γῆν, κατοικῶ, ν. περὶ τὴν λίμνην Ἡρόδ. 4. 188. ― Παθ., ἐπὶ τόπων, κατοικοῦμαι, νέμεσθαι ὑπό τινι 7. 158· καὶ ἀπολ., ἐπὶ χώρας, οἰκοῦμαι, συντηροῦμαι, καὶ μέχρι τοῦδε πολλὰ τῆς Ἑλλάδος τῷ παλαιῷ τρόπῳ νέμεται Θουκ. 1. 5 καὶ 6. 2) διοικῶ, κυβερνῶ, πόλιν, Ἡρόδ. 1. 59., 5. 29, 71, κτλ.· λαὸν Πινδ. Ο. 13. 37· πάντα Αἰσχύλ. Πρ. 526· ἀστραπᾶν κράτη ν. Σοφ. Ο. Τ. 201· κράτη καὶ θρόνους αὐτόθι 237, πρβλ. Αἴ. 1016· ― ὡσαύτως, ν. οἴακα, κυβερνῶ, διευθύνω (πρβλ. νωμάω), Αἰσχύλ. Ἀγ. 802· ἀσπίδ’ εὔκυκλον ν. ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 590· ν. ἰσχὺν ἐπὶ σκήπτροισι, στηρίζομαι εἰς ῥάβδους, εἰς βακτηρίας, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 76· ν. γλῶσσαν, χρῶμαι τῇ γλώσσῃ, αὐτόθι 687· ν. πόδα Πινδ. Ν. 6. 28· ― ἀπολ., κυβερνῶ, διοικῶ, ὃς Συρακόσσαισι ν. ὁ αὐτ. ἐν Π. 3. 124. 3) ὡς τὸ νομίζω, θεωρῶ, παραδέχομαι, σὲ νέμω θεὸν Σοφ. Ἠλ. 150, πρβλ. 598, Τρ. 483, Ο. Κ. 879, Αἴ. 1331· (οὕτως ἐν τῷ παθ., οὐδέ μοι ἐμμελέως τὸ Πιττάκειον νέμεται, δέν μοι φαίνεται καλῶς εἰρημένον, Σιμωνίδ. 8. 3)· ― ὡσαύτως, καθιστῶ τοιοῦτον ἢ τοιοῦτον, τόν... Πακτωλὸν εὔχρυσον νέμειν Σοφ. Φιλ. 393· ― παρὰ πεζογράφοις, προστάτην νέμειν τινά, λαμβάνωἐκλέγω ὡς προστάτην μου, Ἰσοκρ. 170Β, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 1, 4· ἡγεμόνα ν. τινὰ Ἀγαθαρχ. παρ’ Ἀθην. 272D· οἱ νενεμημένοι, ἀθληταὶ κατὰ ζεύγη ἀποχωρισθέντες πρὸς ἀγῶνα, Πολύβ. 6. 47, 8. IV. = ἀναγινώσκω, ἀπαγγέλω, «διαβάζω», Σοφ. Ἀποσπ. 150· πρβλ. Ἡσύχ. Β. ἐπὶ βοσκῶν ἢ νομέων, ἄγω ἐπὶ νομήν, βόσκω, περιποιοῦμαι, Λατ. pascere, ἀπολ., ἐπῆλθε νέμων, «βόσκων» (Σχόλ.), Ὀδ. Ι. 233· χώραν... ἱκανὴν νέμειν τε καὶ ἀροῦν, καὶ πρὸς βοσκὴν καὶ πρὸς καλλιέργειαν, Πλάτ. Πολ. 373D· μετ’ αἰτ., ὁ μὲν ἵππους νέμων, ὁ δὲ βοῦς Ἡρόδ. 8. 137, πρβλ. Εὐρ. Κύκλ. 28, κτλ.· κτήνη πληγῇ ν., διὰ πληγῶν, τύπτων ἐξάγω ἐπὶ νομήν, Πλάτ. Κριτί. 109Β, κτλ. 2) συχνότερον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἐπὶ τῶν κτηνῶν, ἐξέρχομαι εἰς νομήν, βόσκομαι, Λατ. pasci, Ἰλ. Ε. 777., Ο. 639, Ὀδ. Ν. 407, Ἡρόδ. 8. 115, κτλ. (ἴδε ἐν λ. ἄφετος)· μετ’ αἰτ. τόπου, διατρέχω, ὡς λέαινα... δρύοχα νεμομένη Εὐρ. Ἠλ. 1163· κολοιοὶ ταπεινὰ ν. Πινδ. Ν. 3. 143· ― ἐντεῦθεν μετὰ συστοίχ. αἰτ., τρέφομαι ἔκ τινος, ἄνθεα ποίης νέμεσθαι Ὀδ. Ι. 449· νομὰς Ἡρόδ. 1. 78· χλόην Εὐρ. Βάκχ. 735· τὰ λευκὰ σήσαμα Ἀριστοφ. Ὄρν. 159· καὶ ἐπὶ ἀνδρῶν ἐσθίω, τρώγω, Σοφ. Φιλ. 709· ― μεταφορ., ἐπὶ τοῦ πυρός, κατακαίω, καταναλίσκω, καταβιβρώσκω, (ὡς παρὰ Οὐεργ. depascitur artus), Ἰλ. Ψ. 177, Ἡρόδ. 5. 101· οὕτω, τὸ ψεῦδος... νέμεται τὴν ψυχὴν Πλουτ. 2. 165Α· ― ἀπολ., ἐπὶ ἑλκῶν καρκινοειδῶν, ἐξαπλοῦμαι, ἐκτείνομαι, ἐνέμετο πρόσω Ἡρόδ. 3. 133, πρβλ. Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 16, κτλ.· ― ἁπλῶς, ν. ἐπὶ τὴν κνήμην ἐπιδέων, προχωρῶ πρὸς τὴν κνήμην ἐφαρμόζων τὸν ἐπίδεσμον, Ἱππ. π. Ἀγμ. 763. ΙΙ. μετ’ αἰτ. τόπου, ὄρη νέμειν, χρῆσθαι πρὸς νομήν], Ξεν. Κύρ. 3. 2, 20, πρβλ. luxuriem segetum depascit Οὐεργ. Γεωρ. 1. 112· καὶ ἐν τῷ παθ., [τὸ ὄρος] νέμεται αἰξὶ καὶ βουσὶ Ξεν. Ἀν. 4. 6, 17. 2)μεταφορ., πυρὶ νέμειν πόλιν, ἐρημνοῦν πόλιν διὰ τοῦ πυρός, καταστρέφειν, Ἡρόδ. 6. 33· καὶ ἐν τῷ Παθ., πυρὶ χθὼν νέμεται, ἡ γῆ καταβιβρώσκεται, ἐρημοῦται ὑπὸ τοῦ πυρός, Ἰλ. Β. 780· πυρὶ νέμεται... ἡ φάλαγξ, εἶναι ἐκτεθειμένη εἰς τὴν μανίαν τοῦ πυρός, Πλουτ. Ἀλέξ. 18. Πρβλ. ἐπινέμω. - Ἡ ἔννοια τοῦ βόσκειν εἶναι στενῶς συνδεδεμένη πρὸς τὴν τοῦ κατοικεῖν ἔν τινι τόπῳ· ἐπειδὴ παρὰ τοῖς ἀρχαίοις λαοῖς (οἵτινες ἦσαν νομάδες) ἡ βοσκὴ ἐσήμαινε κατοχὴν καὶ κυριότητα τῆς γῆς. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 480, 481, 483.

French (Bailly abrégé)

f. νεμῶ, ao. ἔνειμα, pf. νενέμηκα;
A. I. distribuer, partager :
1 en gén. ἀρνῶν τρίχας κήρυκες νεῖμαν ἀρίστοις IL les hérauts distribuèrent aux chefs les poils des agneaux (offerts en sacrifice) ; fig. Ζεὺς νέμει ὄλβον ἀνθρώποισιν OD Zeus distribue le bonheur aux hommes ; τὰ ἴσαιν HDT donner à chacun une part égale ; attribuer une part, attribuer : τί τινι, qch à qqn ; avec l’inf. permettre, accorder, admettre;
2 diviser, découper : κρέα νενεμημένα XÉN portions de viande;
II. particul. attribuer à un troupeau la partie du pâturage où on le mène paître ; faire paître, conduire au pâturage (lat. pascere) ; Moy. en parl. du bétail paître (v. plus bas) ; οἱ νέμοντες XÉN les bergers ; fig. nourrir, repaître (sa douleur, etc.) ; ὄρη ν. XÉN mener paître sur les montagnes ; Pass. τὸ ὄρος νέμεται αἰξί XÉN la montagne sert de lieu de pâturage à des chèvres ; fig. πυρὶ νέμειν χώρας HDT ravager, dévaster, détruire par le feu ; Pass. πυρὶ χθὼν νέμεται IL le pays est dévoré par le feu;
III. à cause de la coutume des peuples pasteurs (νομάδες) pour qui le fait de faire paître ses troupeaux dans un pays était le signe de la prise de possession avoir en son pouvoir ; posséder, avoir, occuper : τὸ χωρίον THC occuper le pays ; en gén. habiter;
IV. occuper, détenir ; diriger, conduire, gouverner, administrer : πόλιν HDT une cité ; ἀσπίδα ESCHL manier habilement un bouclier;
V. tenir pour, regarder comme (cf. lat. ducere), avec double acc. : ν. τινὰ θεόν SOPH regarder qqn comme un dieu, le respecter, l’honorer comme un dieu;
VI. choisir pour, admettre comme : προστάτην τινά ISOCR se choisir qqn d’entre les citoyens comme patron ou protecteur;
B. Moy. νέμομαι (f. νεμοῦμαι, ao. ἐνειμάμην, postér. ἐνεμησάμην);
I. partager, distribuer qch entre soi :
1 en gén., acc.;
2 posséder comme sa part, comme son bien : πατρώϊα πάντα OD tous les biens paternels;
3 p. suite, comme le paysan avait coutume d’habiter sur ses terres occuper, habiter (cf. ἔχειν) : ἄλσεα ν. IL habiter des bois ; Ἰθάκην OD habiter Ithaque ; γῆν HDT, πόλιν HDT habiter un pays, une cité ; abs. habiter ; en parl. de villes être situé qqe part;
II. en parl. du bétail paître, càd aller au pâturage, se nourrir (lat. pasci) ; paître, manger ; en parl. de pers. se nourrir de, gén. ; fig. se repaître, càd dévorer autour de soi ; qqf en b. part s’étendre, se répandre : ἐπὶ τοὺς Ἕλληνας HDT parmi les Grecs;
III. avoir en son pouvoir, conduire, guider, administrer, acc..
Étymologie: R. Νεμ, partager, distribuer.

English (Autenrieth)

aor. ἔνειμα, νεῖμεν, imp. νεῖμον: I. act., dispense, divide, assign, μοίρᾶς, κρέα, etc.; τινί τι, Γ 2, Od. 6.188; then pasture or tend flocks, Od. 9.233; pass., be consumed (cf. the mid.), πυρί, Il. 2.780.—II. mid., have to oneself, possess, enjoy, πατρώια, τέμενος, υ 33, Il. 12.313; inhabit, Od. 2.167; then feed (upon), esp. of flocks and herds, graze, Il. 5.777, Od. 13.407, Od. 9.449.

English (Slater)

νέμω (νέμεις, -ει: νέμων; νέμειν: impf. νέμε: aor. νεῖμ(ε) coni.: med. νέμομαι, -εαι, -ονται: -όμενος.)
   a
   I act., watch (over), keep ὦ Κρόνιε παῖ Ῥέας, ἕδος Ὀλύμπου νέμων (O. 2.12) τοῖς γὰρ (sc. παισὶ Λήδας) ἐπέτραπεν θαητὸν ἀγῶνα νέμειν (O. 3.36) νέμει γὰρ Ἀτρέκεια πόλιν Λοκρῶν Ζεφυρίων (O. 10.13) Ζεῦ πάτερ, τόνδε λαὸν ἀβλαβῆ νέμων (O. 13.27) εἰ δέ τις ἔνδον νέμει πλοῦτον κρυφαῖον hoards (I. 1.67) abs. ὃς Συρακόσσαισι νέμει βασιλεύς (P. 3.70)
   II med., cultivate, inhabit “ἀγρούς τε πάντας, τοὺς ἀπούρας ἁμετέρων τοκέων νέμεαι” (P. 4.150) met. ἐξαίρετον Χαρίτων νέμομαι κᾶπον (O. 9.27) κραγέται δὲ κολοιοὶ ταπεινὰ νέμονται (N. 3.82) abs. dwell, τίς ἄκρον ἑλὼν ἡσυχᾷ τε νεμόμενος αἰνὰν ὕβριν ἀπέφυγεν (P. 11.55) τῶν μὲν ὑπὸ στάθμᾳ νέμονται (sc. οἱ Αἰγινῆται) (I. 9.4)
   b direct, place (sc. parts of the body) (Ἀλκιμίδας) ἴχνεσιν ἐν Πραξιδάμαντος ἑὸν πόδα νέμων (N. 6.15) (χεῖρα)· τὰν Νικόμαχος κατὰ καιρὸν νεῖμ' ἁπάσαις ἁνίαις (Hermann: νωμᾶ πάσαις codd. contra metr.: with which N. gave full rein ) (I. 2.22)
   c
   I hand out, dispense of gods ὃ (sc. Ἀπόλλων) καὶ βαρειᾶν νόσων ἀκέσματ' ἄνδρεσσι καὶ γυναιξὶ νέμει (P. 5.64) Ζεὺς τά τε καὶ τὰ νέμει, Ζεὺς ὁ πάντων κύριος (καὶ τὰ ἀγαθὰ καὶ τὰ φαῦλα Σ.) (I. 5.52) met. ὁ Βάττου δ' ἕπεται παλαιὸς ὄλβος ἔμπαν τὰ καὶ τὰ νέμων (P. 5.55)
   II med. spend, pass (time) ἄδακρυν νέμονται αἰῶνα (O. 2.66) ἁμέραν τὰν μὲν παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ νέμονται, τὰν δ' ὑπὸ κεύθεσι γαίας (sc. Διόσκουροι) (N. 10.56)
   d fragg. νεμε Λατο[ Πα. 7C. d. 4. ]χαν νέμειν[ Πα. 13b. 21 νέ]μομαι παρα[ (supp. Lobel: ]εομαι in marg. pap., i. e. v. l. νέομαι?) fr. 215b. 9. ]ἀρετάν τε νέμεις[ ?fr. 333d. 25. dub. ν[έμ]ειν (supp. Snell) (Pae. 6.176)

Greek Monolingual

(ΑΜ νέμω)
1. διαμοιράζω, μοιράζω, διανέμω, απονέμωΖεὺς νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῑς, ὅσια δ' ἐννόμοις», Αισχύλ.)
2. μέσ. νέμομαι
κατέχω κάτι και το εκμεταλλεύομαι για δική μου ωφέλεια, καρπώνομαι, απολαμβάνω κάτι («περὶ τῶν ἐν τῇ ἀντιπέρας Θράκῃ ἐμπορίων καὶ τοῦ μετάλλου ἃ ἐνέμοντο», Θουκ.)
μσν.
καταστρέφω, αφανίζω
μσν.-αρχ.
κατοικώ, ενοικώ
αρχ.
1. δίνω, προσφέρω («τὸν πατρὸς φόνον πράξαντα μητρὸς μηδαμοῡ τιμὰς νέμειν», Αισχύλ.)
2. κατανέμω («ἐκ τῆς φυλῆς ἑκάστης νενεμημέναι τριττύες τρεῑς», Αριστοτ.)
3. έχω, κατέχωἕδος Ὀλύμπου νέμων», Πίνδ.)
4. διοικώ, διευθύνω, κυβερνώ («καὶ τόνδε λαὸν ἀβλαβῆ νέμων», Πίνδ.)
5. αποδίδω σε κάποιον ή κάτι μία ιδιότητα («τὸν.. Πακτωλὸν εὔχρυσον νέμειν», Σοφ.)
6. εκλαμβάνω, θεωρώ («φίλον σ' ἐγὼ μέγιστον Ἀργείων νέμω», Σοφ.)
7. εκλέγω («τῶν ἀθλητῶν τους γε μὴ νενεμημένους... εἰς τοὺς ἀθλητικοὺς ἀγῶνας», Πολ.)
8. απαγγέλλω από χειρόγραφο
9. (για ποιμένα) οδηγώ ζώα για βοσκή, βόσκω, συντηρώ, περιποιούμαι ζώα («χώραν... ἱκανὴν νέμειν τε καὶ ἀροῦν », Πλάτ.)
10. (σχετικά με τόπο) χρησιμοποιώ για βοσκή («ἐθέλοιτ' ἂν ἐᾱν νέμειν ταῡτα τοὺς Ἀρμενίους», Ξεν.)
11. καταστρέφω, ερημώνω, παραδίδω πόλη στη φωτιά
12. (για δικαστή) προσδιορίζω ως ποινή («θάνατον νέμειν», Πλάτ.)
13. (μέσ.-παθ.) α) (για τόπο) κατοικούμαι
β) (για πόλη) βρίσκομαι, είμαι κτισμένος κάπου («πόλεις μὲν αὗται, αἳ τὸν Ἄθων νέμονται», Ηρόδ.)
γ) (για χρόνο) διέρχομαι, περνώ
δ) (με επίρρ.) ζω, περνώ τη ζωή μου με έναν τρόπο («ἡσυχᾷ νεμόμενος», Πίνδ.)
ε) (για ζώο) βγαίνω για βοσκή, τρέφομαι από το χόρτο που βρίσκεται πάνω στο έδαφος, βόσκω
στ) (για πρόσ.) τρώγω
ζ) (για τη φωτιά) κατακαίω («ἀπολαμφθέντες πάντοθεν ὥστε τὰ περιέσχατα νεμομένου τοῦ πυρός»
η) (γενικά) κατατρώγω («τὸ ψεῡδος... νέμεται τὴν ψυχήν», Πλούτ.)
θ) (για έλκος, γάγγραινα, οίδημα) εξαπλώνομαι, επεκτείνομαι
14. φρ. α) «νέμω ἰσχύν τινι» — έχω εμπιστοσύνη σε κάτι ή σε κάποιον, στηρίζομαι σε κάποιον
β) «νέμω γλῶσσαν» — χρησιμοποιώ τη γλώσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. νέμω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα nem- «παρέχω, χορηγώ, μοιράζω, διανέμω» και «παίρνω υπό την κατοχή μου» και εμφανίζει τις εξής μεταπτωτικές βαθμίδες: την ετεροιωμένη βαθμίδα (νομ-) στα νόμος, νομή και την εκτεταμένη - ετεροιωμένη βαθμίδα (νωμ-) στα νωμῶ, νωμήτωρ. Το ρ. εμφανίζει και δισύλλαβη μορφή θέματος: νεμε- στα νέμεσις, νεμέτωρ (πρβλ. γενε-τωρ, γένε-σις) και νεμη- στα νεμη-της, νέμη-σις. Η ρίζα nem- εμφανίζεται και στις άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες: γερμ. nehmen «παίρνω», γοτθ. arbi-numja «κληρονόμος», λιθουαν. nuoma «ενοίκιο, μίσθωμα» (πρβλ. νωμῶ) και πιθ. αρχ. ινδ. namati. Η σύνδεση τών τ. με το λατ. numerus παραμένει αμφίβολη. Η αρχική σημ. του ρήματος ήταν «διανέμω, προσφέρω κάτι βάσει νομικών κριτηρίων» και «κατέχω» με την έννοια τών νόμιμων περιουσιακών στοιχείων. Η σημ. του νέμω διαφέρει από εκείνη τών δαίομαι / δατέομαι «χωρίζω, μοιράζω» στα κριτήρια βάσει τών οποίων γίνεται η διανομή. Στη μέση φωνή το ρ. από τη σημ. «παίρνω μερίδιο» πέρασε στη σημ. του «τρέφομαι» και εξελίχθηκε σε εκείνη του «εκμεταλλεύομαι, επωφελούμαι, κατοικώ». Η ίδια σημ. «κατέχω, κατοικώ, διευθύνω, κυβερνώ» εμφανίζεται και στην ενεργ. φωνή (πρβλ. και τη δισημία της ρίζας nem-). Στην ενεργ. φωνή, τέλος, το ρ. εμφανίζει δύο ακόμη ειδικές σημασίες: α) «βόσκω», που περιορίζει την έννοια της διανομής στην έννοια της βοσκής (για ποιμένα), απ' όπου στη μέση φωνή η σημ. «κατατρώγω, καταβροχθίζω» και μεταφορικά «καταστρέφω, εξαπλώνομαι προκαλώντας βλάβη» (για φωτιά και για έλκος) και β) «εκλαμβάνω, θεωρώ κάτι αληθινό», με την έννοια ότι στηρίζομαι στην αλήθεια, γνωρίζω και ελέγχω τα πάντα.
ΠΑΡ. νέμεσις, νέμησις, νομή, νόμος, νομός
αρχ.
νεμέτωρ, νέμημα, νεμητής, νωμώ.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) απονέμω, διανέμω, κατανέμω, προσαπονέμω
αρχ.
ανανέμω, εγκατανέμω, εκνέμω, εναπονέμω, εννέμω, επιδιανέμω, επινέμω, παρανέμω, προνέμω, προσδιανέμω, προσεπινέμω, προσκατανέμω, προσνέμω, συγκατανέμω, συνδιανέμω
νεοελλ.
αναδιανέμω].

Greek Monotonic

νέμω: μέλ. νεμῶ, αόρ. αʹ ἔνειμα, Επικ. νεῖμα, παρακ. νενέμηκα — Μέσ., μέλ. νεμοῦμαι, Ιων. νεμέομαι, αόρ. αʹ ἐνειμάμην — Παθ., μέλ. νεμηθήσομαι, αόρ. αʹ ἐνεμήθην, παρακ. νενέμημαι.
Α. I. διανέμω, μοιράζω, διαμοιράζω, λέγεται για φαγητό και ποτό, σε Όμηρ. κ.λπ.· λέγεται επίσης για θεούς, νέμει ὄλβον Ὀλύμπιος ἀνθρώποισιν, σε Ομήρ. Οδ.· μοῖραν νέμω τινί, δείχνω σε κάποιον τον οφειλόμενο σεβασμό, σε Αισχύλ. κ.λπ. — Παθ., ἐπὶ τοὺς Ἕλληνας νέμεται, απονέμεται ελεύθερα σ' αυτούς, σε Ηρόδ.· κρεῶν μεστοὶ νενεμημένων, λέγεται για διανεμημένες μερίδες κρέατος, σε Ξεν.
II. 1. Μέσ., μοιράζομαι μαζί με άλλους, και επομένως, έχω σαν μερίδιό μου, κατέχω, απολαμβάνω, σε Όμηρ. κ.λπ.
2. διαμένω, κατοικώ, στον ίδ.· απόλ., διαμένω, σε Ηρόδ.
3. ξοδεύω, διέρχομαι, περνώ (λέγεται για τον χρόνο), αἰῶνα, ἡμέραν, σε Πίνδ.
III. 1. Ενεργ. με σημασία όπως στη Μέσ., κρατώ, κατέχω, έχω· γῆν, χώραν, πόλιν, σε Ηρόδ., Αττ. — Παθ., λέγεται για τόπους, κατοικούμαι, σε Ηρόδ.· επίσης, λέγεται για χώρα, συντηρούμαι, οικούμαι, σε Θουκ.
2. έχω τη διακυβέρνηση, διοικώ, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· νέμω οἴακα, κρατώ τιμόνι, κυβερνώ, διευθύνω, σε Αισχύλ.· νέμω ἰσχὺν ἐπὶ σκήπτροισι, στηρίζω τη δύναμή μου στα σκήπτρα, στον ίδ.· νέμωγλῶσσαν, χρησιμοποιώ τη γλώσσα, στον ίδ.
3. όπως το νομίζω, θεωρώ, παραδέχομαι· σὲ νέμω θεόν, σε Σοφ.· προστάτην νέμειν τινά, διαλέγω κάποιον σαν προστάτη μου, σε Αριστ. Β. I. 1. λέγεται για βοσκούς, βόσκω, τρέφω κοπάδια, τα οδηγώ στη βοσκή, τα φροντίζω, Λατ. pascere, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ. κ.λπ.· μεταφ., νέμω χόλον, σε Σοφ.
2. Μέσ., λέγεται για κοπάδι, τρέφομαι, δηλ. πηγαίνω στη βοσκή, βόσκω, Λατ. pasci, σε Όμηρ. κ.λπ.· με σύστ. αιτ., τρέφομαι με κάτι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίσης, λέγεται για ανθρώπους, τρώω, σε Σοφ.· λέγεται και για φωτιά, κατακαίω, κατατρώγω, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· λέγεται για καρκινοειδή έλκη, εξαπλώνομαι· ἐνέμετο πρόσω, σε Ηρόδ.
II. 1. με αιτ. τόπου, ὄρη νέμειν, βόσκω στους λόφους (το κοπάδι μου), σε Ξεν. — Παθ., (τὸ ὄρος) νέμεται βουσί, σε Ξεν.
2. μεταφ., πυρὶ νέμειν πόλιν, παραδίδω την πόλη στις φλόγες και την καταστρέφω, σε Ηρόδ. — Παθ., πυρὶ χθὼν νέμεται, η γη κατατρώγεται από τη φωτιά, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

νέμω: [одного корня с νέμεσις, νομή, νομός, νόμος (fut. νεμῶ - ион. νεμέω, aor. ἔνειμα - эп. νεῖμα; med.: fut. νεμοῦμαι - ион. νεμέομαι и поздн. νεμήσομαι, aor. ἐνειμάμην - поздн. ἐνεμησάμην; pass.: fut. νεμεθήσομαι, aor. ἐνεμήθην, pf. - в знач. med. - νενέμημαι; adj. verb. νεμητέος)
1) распределять, раздавать, разделять (κρέα, μοίρας, σῖτον, μέθυ Hom.; τὰ πάντα δίχα Plut.; πλεῖστα μέρη νενεμημένος Plat.);
2) уделять, давать, присуждать (ὄλβον ἀνθρώποισιν Hom.): θεῶν τὰ ἴσα νεμόντων Her. если боги распределили (все) поровну, т. е. если существует божественная справедливость; πρὸς τὸν ἀδελφὸν οὕτω ἐνειμάμην Lys. с братом мы разделились так; οὐκ ἔστιν ὅτῳ μείζονα μοῖραν νείμαιμ᾽ ἢ σοί Aesch. никому не дал бы я больше, чем тебе, т. е. никто мне не дороже тебя; εἰ νέμοι τις αἵρεσιν Soph. если бы кто-л. предоставил (свободный) выбор; στόμα σαφέοτατον ν. τινί Eur. давать кому-л. непреложные прорицания; θάνατόν τινι ν. Plat. назначать смертную казнь кому-л.; μεῖζον μέρος ν. τινί Thuc. предпочитать что-л.;
3) относить, приписывать (ἀφελείᾳ τινὶ τὴν παρρησίαν Plut.);
4) признавать, считать (φίλον τινὰ μέγιστον Soph.): τινὸς μηδαμοῦ τιμὰς ν. Aesch. совершенно не считаться с чьими-л. правами;
5) избирать, выбирать (προστάτην τινά Isocr., Arst.): οἱ νενεμημένοι Polyb. отобранные, т. е. занесенные в список атлетов;
6) пасти скот, заниматься скотоводством (ν. τε καὶ ἀροῦν Plat.): οἱ νέμοντες Xen. пастухи;
7) пасти (κτήνη Plat.; τὴν δάμαλιν Luc.);
8) тж. med. использовать в качестве пастбища (τὰ ὄρη Xen.): τὸ ὄρος νέμεται αἰξί Xen. на горе пасутся козы; νέμεσθαι ἐπὶ τῇ κρήνῃ Hom. пастись у источника;
9) питать в (душе), лелеять (τὸν χόλον Soph.);
10) истреблять, уничтожать (πυρὶ πόλιν Her.): πυρὶ χθὼν νέμεται Hom. земля пожирается огнем;
11) med. есть, поедать (ἄνθεα ποίης Hom.): ν. τινος Soph. питаться чем-л.; λέαινα δρύοχα νεμομένα Eur. львица, ищущая себе пропитание в лесах;
12) med. (о язве, пожаре и т. п.) разъедать, распространяться (τὸ φῦμα ἐνέμετο πρόσω Her.): εἰᾶσαί τι ν. Plut. дать чему-л. волю; τὸ ψεῦδος νέμεται τὴν ψυχήν Plut. ложь разъедает душу;
13) med. обрабатывать, возделывать, тж. занимать (ἄλσεα, ἔργα, πατρώϊα Hom.);
14) med. обитать, населять (Ἰθάκην Hom.; γῆ, τὴν νέμονται Σκύθαι Her.): κακὸν σκότον ν. Aesch. жить в ужасной тьме;
15) med. быть расположенным, находиться (πόλεις, αἱ τὸν Ἄθων νέμονται Her.);
16) тж. med. пользоваться (τὸ χωρίον κοινῇ ν. Thuc.): ν. ἑὸν πόδα Pind. ходить; πρόσω τιμὰς νέμειν Aesch. и впредь пользоваться почестями;
17) med. эксплуатировать, иметь в своем распоряжении (τὰ μέταλλα Her.; τὰ ἐμπόρια Thuc.);
18) реже med. обладать, владеть, управлять, иметь в своей власти (χωρίον Thuc.; τὸν Πακτωλόν Soph.; τὰς Ἀθήνας, med. τἄλλα Her.; ἄστυ Arst.): ἀσπίδα νέμων Aesch. вооруженный щитом; κράτη καὶ θρόνους ν. τῆς γῆς Soph. иметь царскую власть над страной;
19) med. (о времени) проводить (ἁμέραν παρὰ πατρί, ἄδακρυν αἰῶνα Pind.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: deal out, dispense, distribute (among themselves, possess, inhabit, manage, pasture, consume, devour.
Other forms: -ομαι, aor. νεῖμαι (Il.), -ασθαι, pass. νεμηθῆναι, fut. νεμῶ, -οῦμαι (Ion. -έομαι, late -ήσω, -ήσομαι), perf. νενέμηκα,-ημαι (Att. etc.).
Compounds: Often w. prefix, e.g. ἀπο-, ἐπι-, κατα-, προσ-.
Derivatives: Several derivv: A. νομή f. pasture, metaph. spreading, e.g. of an ulcer , distribution (IA.), possession, possessio (hell.). With ἐπι-, προ-νομή etc. from ἐπι-, προ-νέμειν, -εσθαι etc. Also νομός m. *place of) pasture (Il.), habitation (Pi., Hdt., S.), province (Hdt., D. S., Str.). From νομή or νομός (not always with certainty to be distinguished): 1. νομάς, -άδος roaming the pasture, subst. pl. pastoral people, nomads (IA.), as PN Numidians (Plb.); from this νομαδ-ικός roaming, belonging to pastoral peoples, Numidian (Arist.), -ίτης id. (Suid.), -ίαι f. pl. pasture with -ιαῖος (Peripl. M. Rubr.). -- 2. νομεύς m. herdsman (II.), also distributor (Pl.), pl. ribs of a ship (Hdt.); from this (or from νομός?) νομεύω pasture (Il.) with νόμευ-μα n. herd (A.), -τικός belonging to pasturage (Pl.; Chantraine Études 135 u. 137); διανομ-εύς (: διανομή), προνομ-εύω (: προ-νομή) etc. -- 3. νόμιος regarding the pasture, also as adjunct of several gods (Pi., Ar., Call.); cf. on νόμος; νομαῖος id. (Nic., Call.); νομώδης spreading, of an ulcer (medic.). -- 4. νομάζω, -ομαι pasture (Nic.). -- B. νόμος m. custom, usage, law, composition (since Hes.) with several compp., e.g. Ἔννομος PN (Il.), εὔ-νομος with good laws (Pi.) with εὑνομ-ίη, -ία good laws (since ρ 487; on the meaning Andrewes Class Quart. 32, 89 ff.). From νόμος: 1. adj. νόμιμος usual, lawful (IA.; extens. Arbenz 72ff.) with νομιμότης f. (Iamb.); νομικός regarding the laws, forensic, lawyer (Pl., Arist.; Chantraine Études 132); νόμαιος = νόμιμος (Ion. a. late); νόμιος id. (Locris; cf. on νομός). -- 2. Verb νομίζω, rarely w. prefix, e.g. συν-, κατα-, use customarily, use to, recognize, believe (IA., Dor.; Fournier Les verbes "dire" passim) with νόμισις f. belief (Th.), νόμισμα n. use, recognized belief, (valid) coin (IA.), -άτιον dimin. (Poll.); νομιστός generally recognized with νομιστεύομαι be generally valid (Plb.), also νομιτεύομαι id., use (hell. a. late inscr.; cf. θεμι(σ)-τεύω). -- C. νεμέτωρ, -ορος m. dispensor (of justice), avenger (A. Th. 485); νέμησις f., also ἀπο-, δια-, ἐπι- etc. from ἀπο-νέμω etc., distribution (Is., Arist.); νεμ-ητής = νεμέτωρ (Poll.) with -ήτρια f. (inscr. Rom, IVp); uncertain Νεμήϊος surname of Zeus (Archyt. ap. Stob.); perh. for Νέμειος (from Νεμέα). On νέμεσις s. v. -- D. Deverbatives: νεμέθω, -ομαι pasture (Λ 635, Nic.); νωμάω, -ῆσαι also with ἐπι-, ἀμφι-, προσ-, distribute, maintain, observe (Il., Hdt.; Schwyzer 719, Risch Gnomon 24 , 82) with νώμ-ησις (Pl. Cra. 41 1d), -ήτωρ distributor, maintainer etc. (Man., Nonn.).
Origin: IE [Indo-European] [763] *nem- dispense, distribute; take
Etymology: The whole Greek system including ablauting νομή, νόμος, νομός is built on the present νέμω. The full grade νεμέ-τωρ, νέμε-σις, νέμη-σις a.o. follow wellknown patterns (γενέ-τωρ γένε-σις u.a.; but these are disyllabic roots); an agreeing zero grade fails. There never existed a "disyllabic root" e.g. Fraenkel Nom. ag. 2, 11). -- The widespread meanings of νέμω plus derivations provide a problem, which has hardly been definitely solved; Benveniste Noms d'agent 79 rightly stresses the idea of lawfull, regular, which characterizes the verb νέμω ("partager légalement, faire une attribution régulière"). Further lit.: E. Laroche Histoire de la racine nem- en grec ancien (Paris 1949; Études et Comm.VI); on νόμος esp. Stier Phil. 83, 224ff., Pohlenz Phil. 97, 135ff., Porzig Satzinhalte 260, Bolelli Stud. itfilcl. N.S.24, 110f.; on νομή, -ός Wilhelm Glotta 24, 133ff. (ἐν χειρῶν νομῳ̃, -αῖς). -- Of non-Greek words, that are interesting for the etymology, the Germanic verb for take agrees best to νέμω, Goth. niman etc.; further Latv. ńęmu, ńem̂t take (with secondary palatalisation of the anlaut). One might mention several nouns, which tell nothing for Greek: Av. nǝmah- n. loan, Lat. numerus number etc., OIr. nem f. gift (cf. Gift : geben; also δόσις), Lith. nùoma f. rent (vowel as in νω-μάω). -- The with νέμω also formally identical verb Skt. námati bow, bend can only be combined with uncontrollable hypotheses. After Laroche (s. above) p. 263 νέμω would prop be. faire le geste de se pencher en tendant la main. -- Lit. and further details in WP. 2, 330f., Pok. 763 f., W.-Hofmann s. numerus and nummus (from νόμιμος?), also emō, Fraenkel Wb. s. núoma(s), and nãmas, Mayrhofer s. námati. Cf. also νέμος.

Middle Liddell


A. to deal out, distribute, dispense, of meat and drink, Hom., etc.; of the gods, νέμει ὄλβον Ὀλύμπιος ἀνθρώποισιν Od.; μοῖραν ν. τινί to pay one due respect, Aesch., etc.:—Pass., ἐπὶ τοὺς Ἕλληνας νέμεται is freely bestowed upon them, Hdt.; κρέα νενεμημένα portions of meat, Xen.
II. Mid. to distribute among themselves, and so, to have as one's portion, possess, enjoy, Hom., etc.
2. to dwell in, inhabit, Hom.: absol. to dwell, Hdt.
3. to spend, pass, αἰῶνα, ἡμέραν Pind.
III. Act. much like Mid. to hold, possess, γῆν, χώραν, πόλιν Hdt., attic:—Pass., of places, to be inhabited, Hdt.; of a country, to maintain itself, be constituted, Thuc.
2. to hold sway, manage, Hdt., Aesch.:— ν. οἴακα to manage the helm, Aesch.; ν. ἰσχὺν ἐπὶ σκήπτροισι to support one's strength on staves, Aesch.; ν. γλῶσσαν to use the tongue, Aesch.
3. like νομίζω, to hold, consider as so and so, σὲ νέμω θεόν Soph.; προστάτην ν. τινά to take as one's patron, Arist.
B. of herdsmen, to pasture or graze their flocks, drive to pasture, tend, Lat. pascere, Od., Hdt., attic, etc.:—metaph., ν. χόλον Soph.
2. Mid., of cattle, to feed, i. e. go to pasture, graze, Lat. pasci, Hom., etc.: c. acc. cogn. to feed on, Hdt., etc.; of men, to eat, Soph.; of fire, to consume, devour, Il., etc.; of cancerous sores, to spread, ἐνέμετο πρόσω Hdt.
II. c. acc. loci, ὄρη νέμειν to graze the hills with cattle, Xen.: Pass., [τὸ ὄρος νέμεται βουσί Xen.
2. metaph., πυρὶ νέμειν πόλιν to give a city to the flames, Hdt.: Pass., πυρὶ χθὼν νέμεται the land is devoured by fire, Il.

Frisk Etymology German

νέμω: -ομαι
{némō}
Forms: Aor. νεῖμαι (seit Il.), -ασθαι, Pass. νεμηθῆναι, Fut. νεμῶ, -οῦμαι (ion. -έομαι,sp. -ήσω, -ήσομαι),Perf.νενέμηκα,-ημαι (att. usw.),
Grammar: v.
Meaning: aus-, zuteilen, sich aneignen, besitzen, bebauen, weiden, abweiden, verzehren’.
Composita : oft m. Präfix, z.B. ἀπο-, ἐπι-, κατα-, προσ-, ‘
Derivative: Zahlreiche Ableitungen: A. νομή f. ‘Weide-(platz)’, übertr. das Umsichfressen, z.B. eines Geschwürs, Verteilung (ion. att.), Besitz, possessio (hell. u. sp.). Dazu ἐπι-, προνομή usw. von ἐπι-, προνέμειν, -εσθαι usw. Auch νομός m. ‘Weide, -platz’ (ep. poet. seit Il.), Wohnsitz (Pi., Hdt., S. u.a.), Bezirk, Provinz (Hdt., D. S., Str. u.a.). Von νομή od. νομός (nicht immer mit Bestimmtheit zu entscheiden): I. νομάς, -άδος auf der Weide umherschweifend, Subst.pl. Hirtenvölker, Nomaden (ion. att.), als VN Numider (Plb. usw.); davon νομαδικός umherstreifend, zu Hirten gehörig, numidisch (Arist. usw.), -ίτης ib. (Suid.), -ίαι f. pl. ‘Weide- platze’ mit -ιαῖος (Peripl. M. Rubr.). — 2. νομεύς m. Hirt (seit II.), auch Verteiler (Pl.), pl. Schiffsrippen (Hdt.); davon (od. von νομός?) νομεύω weiden (seit Il.) mit νόμευμα n. Herde (A.), -τικός zum Weiden gehörig (Pl. u. a.; Chantraine Études 135 u. 137); διανομεύς (: διανομή), προνομεύω (: προνομή) usw. — 3. νόμιος die Weide betreffend, auch als Beiwort verschiedener Götter (Pi., Ar., Kall. usw.); vgl. zu νόμος; νομαῖος ib. (Nik., Kall. u.a.); νομώδης um sich fressend, von einem Geschwür (Mediz.). — 4. νομάζω, -ομαι weiden (Nik.). — B. νόμος m. Brauch, Sitte, Satzung, Gesetz, Tonart, Sangweise (seit Hes.) mit zahlreichen Kompp., z.B. Ἔννομος PN (Il.), εὔνομος mit guten Gesetzen versehen (Pi. usw.) mit εὐνομίη, -ία gute gesetzliche Ordnung (seit ρ 487; zur Bed. Andrewes Class Quart. 32, 89 ff.). Von νόμος: 1. Adj. νόμιμος gebräuchlich, gesetzmäßig (ion. att.; ausführlich Arbenz 72ff.) mit νομιμότης f. (Iamb.); νομικός die Gesetze betreffend, gerichtlich, rechtskundig (Pl., Arist. usw.; Chantraine Études 132); νόμαιος = νόμιμος (ion. u. sp.); νόμιος ib. (Lokris; vgl. zu νομός). — 2. Verb νομίζω, vereinzelt m. Präfix, z.B. συν-, κατα-, ‘im Brauch haben, gewohnt sein, pflegen, (als Sitte) an- erkennen, glauben, meinen’ (ion. att., dor.; Fournier Les verbes "dire" passim) mit νόμισις f. Glaube (Th. u.a.), νόμισμα n. ‘Brauch, allgemein gültige Einrichtung, (gültige) Münze’ (ion. att.), -άτιον Demin. (Poll. u.a.); νομιστός allgemein gültig mit νομιστεύομαι allgemein gültig sein (Plb. u.a.), auch νομιτεύομαι ‘ds., brauchen’ (hell. u. sp. Inschr.; vgl. θεμι(σ)-τεύω). — C. νεμέτωρ, -ορος m. ‘Verwalter (des Rechts), Richter’ (A. Th. 485 [lyr.]); νέμησις f., auch ἀπο-, δια-, ἐπι- usw. von ἀπονέμω usw., Verteilung (Is., Arist. usw.); νεμητής = νεμέτωρ (Poll.) mit -ήτρια f. (Inschr. Rom, IVp); unsicher Νεμήϊος Beiname des Zeus (Archyt. ap. Stob.); vielleicht für Νέμειος (von Νεμέα). Zu νέμεσις s. bes. — D. Deverbativa: νεμέθω, -ομαι weiden (ep. poet., Λ 635, Nik. u.a.); νωμάω, -ῆσαι auch mit ἐπι-, ἀμφι-, προσ-, verteilen, handhaben, beobachten (ep. poet. seit Il., Hdt.; Schwyzer 719, Risch Gnomon 24, 82) mit νώμησις (Pl. Kra. 41 1d), -ήτωρ Verteiler, Handhaber (Man., Nonn. u.a.).
Etymology : Das ganze griechische Formsystem einschließlich der ablautenden νομή, νόμος, νομός ist auf dem Präsens νέμω aufgebaut. Die hochstufigen νεμέτωρ, νέμεσις, νέμησις u.a. folgen wohlbekannten Mustern (γενέτωρ γένεσις u.a.); eine entsprechende Schwundstufe fehlt. Eine "zweisilbige Wurzel" z.B. Fraenkel Nom. ag. 2, 11) hat es nie gegeben. — Die weitverzweigten Bedeutungen von νέμω nebst Ableitungen bieten ein Problem, das kaum endgültig gelöst ist; mit Recht hebt Benveniste Noms d’agent 79 den Begriff des Gesetzmäßigen. des Regelmäßigen hervor, der das Verb νέμω charakterisiert ("partager légalement, faire une attribution régulière"). Weitere Lit.: E.Laroche Histoire de la racine nem- en grec ancien (Paris 1949; Études et Comm.VI); zu νόμος bes. Stier Phil. 83, 224ff., Pohlenz Phil. 97, 135ff., Porzig Satzinhalte 260, Bolelli Stud. itfilcl. N.S.24, 110f.; zu νομή, -ός Wilhelm Glotta 24, 133ff. (ἐν χειρῶν νομῳ̃, -αῖς). — Von außergriechischen Worten, die für die Etymologie in Betracht kommen können, stimmt semantisch am besten zu νέμω das germ. Verb für nehmen in got. niman usw.; dazu noch lett. ńęmu, ńem̂t ‘nehm.en’ (mit sekundärer Palatalisierung des Anlauts). Zu erwähnen noch mehrere Nomina, die aber für das Griechische nichts lehren: aw. nəmah- n. Darlehen, lat. numerus Zahl, air. nem f. Gift (vgl. Gift : ge-ben; auch δόσις), lit. nùoma f. Miete, Pacht (Vokal wie νωμάω). — Das mit νέμω ebenfalls formal identische aind. námati ‘(sich) beugen, biegen’ läßt sich nur unter Zuhilfenahme unkontrollierbarer Hypothesen damit vereinigen. Nach Laroche (s. oben) S. 263 wäre νέμω eig. faire le geste de se pencher en tendant la main. — Lit. und weitere Einzelheiten bei WP. 2, 330f., Pok. 763 f., W.-Hofmann s. numerus und nummus (aus νόμιμος?), auch emō, Fraenkel Wb. s. núoma(s), auch nãmas, Mayrhofer s. námati. Vgl. auch νέμος.
Page 2,302-304