λίθος
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
[ῐ], ου, o( (v. infr. ΙΙ),
A stone, Hom., etc.; especially of the stones thrown by warriors, τρηχὺς λίθος, λίθος ὀκριόεις, Il.5.308, 8.327; also, stonequoit, Od.8.190; ἑλέσθαι… ἐκ γαίας λίθον A.Fr.199.4; of building-stones, λίθοι βασιλικοί PSI4.423.28, PCair.Zen.499.20 (both iii B.C.): prov., ἐν παντὶ γάρ τοι σκορπίος φρουρεῖ λίθῳ = for a scorpion keeps watch in every stone, lapide sub omni latet insidians nepa S.Fr.37; λίθον ἕψειν 'to lose one's labour', Ar.V.280; also of stupid persons, 'blockheads', λίθοι Id.Nu.1202, cf. Thgn.568, Pl.Hp.Ma.292d, Gal.9.656; λίθος τις, οὐ δούλη Herod.6.4; προσηγορεύθη διὰ τὸ μὴ φρονεῖν λίθος, of Niobe, Philem.101; ὥσπερ λίθον ζῆν Pl.Grg.494a sq.; λίθῳ λαλεῖς prov. = you talk to a stone, of ἀναίσθητοι, Macar.5.61.
2 stone as a substance, opp. wood, flesh, etc., ἐπεὶ οὔ σφι λίθος χρὼς οὐδὲ σίδηρος Il.4.510; λαοὺς δὲ λίθους ποίησε = turned into stone, petrified, 24.611, cf. Pl.Smp.198c; so [νῆα] θεῖναι λίθος Od.13.156; as an emblem of hard-heartedness, σοὶ δ' αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο 23.103, cf. Theoc.3.18.
II λίθος, ἡ, twice in Hom., Il.12.287, Od.19.494, just like masc., also in Theoc.7.26, Bion Fr.1.2: later mostly of some special stone, as the magnet is called Μαγνῆτις λίθος by E.Fr.567 (but ἡ λίθος simply in Democr.11k, Arist.Ph. 267a2, cf. v.l. de An.405a20); also Λυδία λίθος by S.Fr.800 (but in B.Fr. 10 J. Λυδία λίθος = touchstone); Ἡρακλεία λίθος by Pl.Ion533d, Epicur.Fr. 293; so of a touchstone, Pl.Grg.486d; ἡ διαφανὴς λίθος a piece of crystal used for a burning-glass, Ar.Nu.767, cf. Luc.Alex.21; χυτὴ λίθος was perhaps a kind of glass, and so an older name for ὕαλος, Epin.1.8 (the same thing as the ἀρτήματα λίθινα χυτά in Hdt.2.69; cf. τὴν ὕαλον… ὅσα τε λίθων χυτὰ εἴδη καλεῖται Pl.Ti.61c); λίθος = precious stone is fem. in Hp.Nat.Mul.99, IG22.1421.92, 1460.21, but masc. in Hdt.2.44, etc.; in the sense of marble mostly masc., λευκὸς λίθος Id.4.87 (simply λίθος 1.164), S.Fr.330 (λευκοὶ λίθοι is opp. πέτρινοι λίθοι Supp.Epigr.4.446.8 (Didyma)); Πάριος λίθος Pi.N.4.81, Hdt.3.57; Ταινάριος λίθος Str.8.5.7; λίθος Θάσιος, Αἰγύπτιος, etc., Paus.1.18.6, etc.; κογχίτης Id.1.44.6; κογχυλιάτης X.An.3.4.10; but Παρία λίθος Theoc.6.38, Luc.Am.13; cf. λυχνίας, λυχνίτης; πώρινος λίθος tufa, Hdt.5.62.
2 collectively, πέφυκε λίθος… ἄφθονος, ἐξ οὗ… X.Vect.1.4.
III gravestone (fem.), Call.Epigr.8.1.
IV at Athens, λίθος, ὁ, was a name for various blocks of stone used for rostra or platforms, as,
1 the βῆμα (q.v.) of the Pnyx, Ar.Ach.683, Pax 680, Ec.87.
2 another in the ἀγορά used by the κήρυκες, Plu.Sol.8; prob. the same as ὁ πρατὴρ λίθος, on which the auctioneer stood when selling slaves, etc., Poll.3.78, cf. 126.
3 an altar in the ἀγορά, at which the thesmothetae, arbitrators, and witnesses took their oaths, Philoch.65, D.54.26 (restored from Harp. s.v. λίθος), Arist.Ath.7.1, 55.5, Plu.Sol.25; cf. λιθωμότης.
4 two stones on which litigants stood in the Areopagus, Paus.1.28.5.
V piece on a draughtboard, Alc.82, Theoc. 6.18, cf. γραμμή 111.1: hence pron., πάντα λίθον κινεῖν = leave no stone unturned Zen.5.63 (who explains it differently).
VI Medic., stone in the bladder, calculus, Arist.HA519b19, Hp.Morb.4.55, al.
VII Δία λίθον ὀμνύναι = swear by Jupiter the stone, Lat. Jovem lapidem jurare, Plb.3.25.6.
VIII λίθοι χαλάζης = hailstones, LXX Jo.10.11.
IX λίθος ὁ οὐ λίθος the philosophers' stone, Zos. Alch.p.122 B.
German (Pape)
[Seite 45] 1) ὁ, der Stein, Felsblock; τρηχύς, ὀκριόεις, Il. 5, 308. 8, 327, ξεστός, Odyss. 3, 406; ἐπεὶ οὔ σφι λίθος χρὼς οὐδὲ σίδηρος, Il. 4, 510, vgl. 19, 494; σοὶ δ' αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο Od. 23, 103; so oft als Sinnbild des Unerbittlichen, Gefühllosen, Ar. Nubb. 1202, Plat. Hipp. mai. 292 d; vgl. auch ὥςπερ λίθον ζῆν, Gorg. 494 a; auch sprichwörtlich λίθῳ λαλεῖς, Paroemigr. App. 3, 68; vgl. Jacobs zu Ach. Tat. II, 815 ff. – Von der steinernen Wurfscheibe, Od. 8, 190; übh. Steine, welche die Kämpfenden auf einander schleudern, Hom. u. A.; μὴ βαλέτω με λίθῳ τραχεῖ φθόνος, Pind. Ol. 8, 55; oft τοῖς λίθοις βάλλειν, Thuc. 4, 43; Xen. An. 5, 7, 19; τοῖς λίθοις τύπτειν ἐκ χειρός, Pol. 3, 13, 4; – λίθον τινὰ ποιεῖν, zu Stein machen, versteinern, Il. 24, 611 Od. 13, 156; μὴ αὐτόν με λίθον τῇ ἀφωνίᾳ ποιήσειε Plat. Conv. 198 c. – Sprichwörtliche Vrbdgn sind noch μηδ' εἰς πέτρας τε καὶ λίθους σπείρειν, Plat. Legg. VIII, 838 c; πάντα λίθον κινεῖν, eigtl. im Spiel jeden Stein ziehen (so sagt Theocr. 6, 18 τὸν ἀπὸ γραμμᾶς κινεῖ λίθον), d. i. Alles in Bewegung setzen, um einen Zweck zu erreichen; auch λίθον ἕψειν u. ähnl., s. Paroem. – In Athen ist ὁ ἐν τῇ πυκνὶ λίθος die steinerne Rednerbühne, von der herab die Redner zum Volk sprachen, B. A. 277, Oratt.; vgl. Ar. Ach. 683 Pax 680. – Auf der ἀγορά ist auch ὁ τοῦ κήρυκος λίθος, auf welchen sich der Herold stellt, wenn er Etwas öffentlich ausruft, Plut. Sol. 8; – auf einem andern Steine, ἐν ἀγορᾷ πρὸς τῷ λίθῳ, mußte jeder Thesmothet schwören, Plut. Sol. 25; – u. im Areopag stand der Kläger auf einem Steine, Harpocr. – 2) ἡ λίθος, bei Hom. = masc., von dem Wurfsteine, λίθοι θαμειαί, Il. 12, 287; στερεὴ λίθος Od. 19, 494. – Nach den Gramm. bes. die edleren, zur Politur u. feineren Bearbeitung geeigneten Steine, bes. Edelsteine, τὴν λίθον ταύτην ἑώρας τὴν καλήν, τὴν διαφανῆ, Ar. Nubb. 766; bei Her. 2, 44, σμαράγδου λίθου, ist das Genus nicht zu erkennen; bei Xen. ἦν ἡ κρηπὶς λίθου ξεστοῦ κογχυλιάτου, geglätteter Muschelmarmor, An. 3, 4, 10; ἡ Ἡρακλεία λίθος, der Magnet, Plat. Ion 533 d; Sp. auch ἡ μαγνῆτις λ,; – ὴ μαργαρῖτις λ., Ath. III, 93 b. – Der Probierstein, τούτων τινὰ τῶν λίθων, ᾗ βασανίζουσι τὸν χρυσόν Plat. Gorg. 486 d. – Auch der Grabstein, Anth.; – λίθων χυτὰ εἴδη, Plat. Tim. 61 b, wie συγ κυρκανήσας ἐν σκύφῳ χυτῆς λίθου Epinic. bei Ath. X, 432, eine Art Glasfluß; so ist auch Her. 2, 69 ἀρτήματα λίθινα χυτά zu erkl. – Der Blasenstein, Arist. H. A. 3, 15 u. Medic.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
I. pierre : λίθον τινὰ ποιῆσαι ou θεῖναι IL faire de qqn un bloc de pierre, pétrifier qqn ; σοὶ δ’ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο OD toujours ton cœur est plus dur qu'une pierre;
II. pierre à lancer ; disque, palet;
III. à Athènes :
1 pierre sur laquelle montait l'orateur dans la Pnyx;
2 pierre de l'agora pour les proclamations des hérauts;
3 autel sur l'agora;
IV. pierre précieuse;
V. pierre de touche;
VI. ὁ λίθος sorte de pion pour jouer;
VII. marbre.
Étymologie: DELG étym. ignorée.
Russian (Dvoretsky)
λίθος: ου (ῐ) ὁ и ἡ
1) камень (ξεστός Hom.; ἐκ λίθων ἐκλάμπει πῦρ Arst.): λίθον ποιῆσαί или θεῖναί τινα Hom. превратить кого-л. в камень; ἐν παντὶ σκορπίος φρουρεῖ λίθῳ погов. Soph. за каждым камнем таится скорпион; εἰς πέτρας τε καὶ λίθους σπείρειν погов. Plat. сеять на скалах и камнях; λίθον ἕψειν погов. Arph. варить камень; λ. προσκόμματος - см. πρόσκομμα; λ. ἀκρογωνιαῖος - см. ἀκρογωνιαῖος;
2) каменная глыба (служившая общественной трибуной), трибуна (τοῦ κήρυκος Plut.): τῷ λίθῳ προσστῆναι Arph. предстать перед (судейской) трибуной;
3) (тж. λευκὸς λ. Her., λ. Πάριος Pind., Her., Arst. и Παρία Theocr., Luc., κογχυλιάτης Xen.) мрамор Her. etc.;
4) λ. Arst. или Μαγνητις λ. Eur. (тж. Λυδία Soph., Ἡρακλεία Plat.) магнит;
5) пробный камень (λ., ᾗ βασανίζουσι τὸν χρυσόν Plat.);
6) горный хрусталь: ἡ λ. ἡ διαφανής, ἀφ᾽ ἧς τὸ πῦρ ἅπτουσι Arph. прозрачный хрусталь, которым зажигают огонь, т. е. зажигательное стекло;
7) игральный камешек Theocr.;
8) мед. мочевой камень Arst.;
9) (тж. λ. τίμιος NT) драгоценный камень: σμάραγδος λ. Her. - см. σμάραγδος;
10) надгробный камень Anth.;
11) pl. каменистая местность Xen.;
12) каменная скрижаль (ἐν λίθοις ἐντετυπωμένον NT).
Greek (Liddell-Scott)
λίθος: [ῐ], -ου, (ἴδε κατωτ.), ὡς καὶ νῦν, λίθος, Ὅμ.· μάλιστα ἐπὶ τῶν λίθων οὓς ἔρριπτον οἱ πολεμισταί, τρηχὺς λ., λ. ὀκριόεις Ἰλ. Ε. 308, Θ. 327· ὡσαύτως, δίσκος λίθινος, Ὀδ. Θ. 190· ἑλέσθαι... ἐκ γαίας λίθον Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 196. 4· - παροιμ., ἐν παντὶ γάρ τι σκορπίος φρουρεῖ λίθῳ Σοφ. Ἀποσπ. 35· λίθον ἕψειν, ἐπὶ ματαιοπονίας, Ἀριστοφ. Σφ. 280· - ὡσαύτως, ἐπὶ ἠλιθιότητος, λίθοι, «ἀναίσθητοι» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Νεφ. 1202, πρβλ. Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 292D· προσηγορεύθη διὰ τὸ μὴ φρονεῖν λίθος, ἐπὶ τῆς Νιόβης, Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 16· λίθου βίον ζῆν Πλάτ. Γοργ. 494Α κἑξ.· λίθῳ λαλεῖν Παροιμιογρ. 2) λίθος ὡς οὐσία, ὡς ὕλη, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ξύλον, τὴν σάρκα, κτλ., ἐπεὶ οὔ σφι λίθος χρὼς οὐδὲ σίδηρος Ἰλ. Δ. 510, πρβλ. Θέογν. 568· λίθον τινὰ ποιῆσαι ἢ θεῖναι, μετατρέψαι εἰς λίθον, ἀπολιθῶσαι, Ἰλ. Ω. 611, Ὀδ. Ν. 156, Πλάτ. Συμπ. 198C· ὡς ἔμβλημα σκληρᾶς καρδίας, σοὶ δ’ ἀεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο Ὀδ. Ψ. 103, πρβλ. Θεόκρ. 3. 18. ΙΙ. λίθος, ἡ, παρ’ Ὁμ. δίς, Ἰλ. Μ. 287, Ὀδ. Τ. 494, ἀκριβῶς ὡς τὸ ἀρσ., ὡς καὶ ἐν Θεοκρ. 7. 26, Βίωνι 11. 2· -ἀλλὰ μετέπειτα τὸ θηλ. ἦτο ἐν χρήσει ἐπὶ ἰδιαιτέρου τινὸς εἴδους λίθου, ὡς π.χ. ὁ μαγνήτης καλεῖται Μαγνῆτις λίθος, ὑπὸ Εὐρ. ἐν Ἀποσπ. 571 (ἀλλ’ ἁπλῶς: λίθος ἐν Ἀριστ. Φυσ. 8. 10, 9, πρβλ. διάφ. γραφ. π. Ψυχῆς 1. 2, 17)· Λυδία λίθος, ὑπὸ Σοφ. ἐν Ἀποσπ. 886· Ἡρακλεία λίθος, ὑπὸ Πλάτ. ἐν Ἴωνι 533D· οὕτως, ἐπὶ δοκισμαστικοῦ λίθου, ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 486D· ἡ διαφανὴς λίθος, τεμάχιον κρυστάλλου ἐν χρήσει πρὸς ἀνάφλεξιν διὰ τῆς συγκεντρώσεως ἡλιακῶν ἀκτίνων, Ἀριστοφ. Νεφ. 767· χυτὴ λίθος ἦτο ἴσως εἶδος ὑάλου, καὶ ἑπομένως τὸ ἀρχαιότερον ὄνομα ἀντὶ τοῦ ὕαλος, Ἐπίνικ. ἐν «Μνησιπτολέμῳ» 1 (τὸ αὐτὸ καὶ ἁρτήματα λίθινα χυτὰ παρ’ Ἡροδ. 2. 69· πρβλ. τὴν ὕαλον... ὅσα τε λίθων χυτὰ εἴδη καλεῖται Πλάτ. Τίμ. 61Β). - κατὰ τοὺς Γραμμ. ὁ πολύτιμος λίθος ἦτο ἀείποτε γένους θηλ., ὡς παρ’ Ἱππ. 584. 41· ἀλλ’ ὁ κανὼν δὲν εἶναι ἀπόλυτος, ἴδε Ἡρόδ. 2. 44, Λουκ. Εἰκ. 11, κτλ.· μάλιστα τὸ θηλ. εἶναι κυρίως ποιητ., Ἰακώψιος ἐν Ἀνθ. Π. σ. 137· - ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ μαρμάρου, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἀρσενικῶς, λευκὸς λ. Ἡρόδ. 4. 87 (ἁπλῶς λίθος, 1. 164), Σοφ. Ἀποσπ. 307· Πάριος λ. Πινδ. Ν. 4. 130, Ἡρόδ. 3. 57· Ταινάριος λ. Στράβ. 367· Θάσιος, Αἰγύπτιος, κτλ., Παυσ. 1. 18, 6· κογχίτης Παυσ. 1. 44, 6· κογχυλιάτης Ξεν. Ἀν. 3. 4, 10· ἀλλὰ Παρία λ. Θεόκρ. 6. 38, Λουκ. Ἔρωτ. 13, πρβλ. λυχνίας, -ίτης· -περιληπτικῶς, πέφυκε λίθος... ἄφθονος, ἐξ οὗ... Ξεν. Πόρ. 1, 4. ΙΙΙ. ἐπιτάφιος λίθος (θηλ.), Καλλ. Ἐπιγράμμ. 7. 1. IV. ἐν Ἀθήναις, λίθος (ἀρσ.) ἐκαλεῖτο καὶ τὸ βῆμα, 1) τὸ βῆμα τῆς Πνυκός, Ἀριστοφ. Ἀχ. 683, Εἰρ. 680, Ἐκκλ. 87. 2) ἕτερον ἐν τῇ ἀγορᾷ, ᾧ ἐχρῶντο οἱ κήρυκες, Πλουτ. Σόλων 8· πιθανῶς τὸ αὐτὸ καὶ ὁ πρατὴρ λ., ἐφ’ οὗ ἱστάμενος ὁ τῆς δημοπρασίας κήρυξ ἐπώλει δούλους κτλ., Πολυδ. Γ΄, 78, πρβλ. 126· ὅθεν tribuni empti de lapide παρὰ Cic. Pis. 15. 3) βωμὸς ἐν τῇ ἀγορᾷ, παρ’ ᾧ οἱ Θεσμοθέται ὡρκίζοντο, Ἑρμηνευτ. εἰς Δημ. 1265. 6, Πλουτ. Σόλων 25· πρβλ. λιθωμότης. 4) τὸ ὕψωμα ἐπὶ τοῦ Ἀρείου Πάγου, ἐφ’ οὗ ὁ κατήγορος ἵστατο, Ἁρπ. V) καὶ τὸν ἀπὸ γραμμῆς κινεῖ λίθον, «ἡ λέξις μεταφορικῶς ἀπὸ τῶν παιζόντων τὸ κοινολέκτως λεγόμενον ζατρίκιον· ἐκεῖνο γὰρ ὅταν πολλὰ ποιήσαντες οὐ δύνωνται ἑτέρως νικῆσαι τὸν ὅμοιον παίκτορα, κινοῦσι καὶ τὸν ἀπὸ γραμμῆς λίθον, τὸν οὕτω βασιλέα καλούμενον» (Σχόλ.), Θεόκρ. 6. 18., ἴδε γραμμὴ ΙΙΙ. 1· ἐντεῦθεν παροιμ., πάντα λίθον κινεῖν, προσπαθῶ παντὶ τρόπῳ νὰ κερδήσω, Παροιμιογρ. σ. 363, ἴδε Elmsl. εἰς Ἡρακλ. 1002. IV. πέτρα τῆς κύστεως, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 15, 2, ἴδε Foës. Oecon. Hipp. VII. λίθος τις ἐν χρήσει κατὰ τοὺς Ρωμαϊκοὺς ὅρκους, Δία λίθον Πολύβ. 3. 25, 6, πρβλ. Κικ. Fam. 7. 12.
English (Autenrieth)
usually m.: stone, rock; fig. as symbol of firmness, or of harshness, Od. 19.494, Il. 4.510.
English (Slater)
λῐθος (-ου, -ῳ, -ον; -ων.) stone ὕπερ/ κρέμασε καρτερὸν αὐτῷ (= Ταντάλῳ) λίθον (O. 1.57) μὴ βαλέτω με λίθῳ τραχεῖ φθόνος (O. 8.55) νεόκτιστον λίθων βωμοῖο θέναρ (Tric.: λίθινον codd.: of a stone altar) (P. 4.206) εἰ δέ τοι μάτρῳ μ' ἔτι Καλλικλεῖ κελεύεις στάλαν θέμεν Παρίου λίθου λευκοτέραν marble (N. 4.81) ἐπειδὴ τὸν ὑπὲρ κεφαλᾶς γε Ταντάλου λίθον παρά τις ἔτρεψεν ἄμμι θεός (τὸν Ταντάλου coni. Heimsoeth) (I. 8.10) met., σεῦ δὲ πάτρᾳ Χαριάδαις τ' ἐλαφρὸν ὑπερεῖσαι λίθον Μοισαῖον ἕκατι ποδῶν εὐωνύμων δὶς δὴ δυοῖν (τὸν ὕμνον. Σ.) (N. 8.47)
Spanish
English (Strong)
apparently a primary word; a stone (literally or figuratively): (mill-, stumbling-)stone.
English (Thayer)
λίθου, ὁ, the Sept. for אֶבֶן (from Homer down); a stone: of small stones, T omits; L WH Tr marginal reading brackets the verse); λίθος ἀκρογωνιαῖος (which see), ἐκλεκτός (cf. 2Esdr. 5:8), ἔντιμος, ζῶν (see ζάω, II. b.), λίθος προσκόμματος, one whose words, Acts, end, men (so stumble at) take such offence at, that they reject him and thus bring upon themselves ruin, λίθοι ζῶντες, living stones (see ζάω, as above), of which the temple of God is built, Wisdom of Solomon, λίθοι τίμιοι, costly stones, λίθος μυλικός, R G; L T Tr WH, cf. λίθος τίμιος, ἰάσπις, ἐνδεδυμένοι λίθον (for R G T λίνον) καθαρόν, L Tr text WH (πάντα (or πᾶν) λίθον χρηστόν ἐνδέδεσαι; (see WH. Introduction at the passage cited)); but (against the reading λίθον) (cf. Scrivener, Plain Introduction etc., p. 658). Special stones cut in a certain form: stone tablets (engraved with letters), Ezekiel 20:32).
Greek Monolingual
ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ)
1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ.
β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ.
γ. «σοὶ δ' αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.)
2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και, κυρίως, στις ουροφόρους και χοληφόρους οδούς
3. φρ. α) «ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθον βαλέτω» — οι άνθρωποι πρέπει να είναι επιεικείς προς αυτούς που έκαναν κάποιο σφάλμα (ΚΔ)
β) «κινώ πάντα λίθον» — καταβάλλω κάθε προσπάθεια ή χρησιμοποιώ κάθε μέσο για να πετύχω κάτι
γ) «λυδία λίθος» — μελαψή σκληρή πέτρα που χρησιμοποιήθηκε αρχικά στη Λυδία και με την οποία ελεγχόταν ο βαθμός καθαρότητας του χρυσού και του αργύρου
δ) «φιλοσοφική λίθος» ή «λίθος ὁ οὐ λίθος» — φανταστική πέτρα την οποία αναζητούσαν οι αλχημιστές επειδή πίστευαν ότι με αυτήν θα μπορούσαν να μετατρέψουν κάθε μέταλλο σε χρυσό
ε) «ακρογωνιαίος λίθος» — το αγκωνάρι
νεοελλ.
1. γεωλ. στερεό και σκληρό σώμα ποικίλης χημικής σύστασης και ποικίλου σχήματος που οφείλει τον χρωματισμό του στην παρουσία αλάτων και οξειδίων τών μετάλλων
2. φρ. α) «εποχή του λίθου» — λιθική εποχή
β) «θεμέλιος λίθος»
i) λίθος θεμελίου
ii) μτφ. βασική προϋπόθεση, βασικό στήριγμα
γ) «ακρογωνιαίος λίθος»
μτφ. βασικός συντελεστής ενός έργου ή μιας ενέργειας
δ) «οικοδομικός λίθος» — πέτρα που χρησιμοποιείται υπό μορφήν προσμίγματος στη σύνθεση τών σκυροκονιαμάτων ή κονιαμάτων στην οικοδομική τών λαξευτών λίθων
ε) «αργός λίθος» — η απελέκητη πέτρα που δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί πουθενά
στ) «πολύτιμοι λίθοι» — ορυκτά που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή κοσμημάτων ή για τη διακόσμηση διαφόρων αντικειμένων
ζ) «ημιπολύτιμοι λίθοι» — ποικιλία ορυκτών, αξίας μικρότερης εκείνης τών πολύτιμων λίθων
η) «λίθος της κολάσεως» — ο νιτρικός άργυρος
θ) «κυανούς λίθος» — ο θειικός χαλκός
ι) «καυστικός λίθος» — το καυστικό κάλιο
ια) «τεχνητοί λίθοι» — απομιμήσεις τών πολύτιμων λίθων
ιβ) (ως θηλ.) «λυδία λίθος» μτφ. κριτήριο βάσει του οποίου ελέγχεται η τιμιότητα ή η ευθύτητα του χαρακτήρα κάποιου
νεοελλ.-μσν.
1. βράχος
2. φρ. α) «λίθος ἐπὶ λίθου» ή «οὐκ ἔμεινε λίθος» — λέγεται για ολοσχερή καταστροφή
β) «έχω λίθο(ν)» — πάσχω από λιθίαση
μσν.
1. φρ. «τίμιος λίθος» — πολύτιμος λίθος
2. παροιμ. «λίθῳ λαλεῑς» — λεγόταν για αναίσθητα άτομα
μσν.-αρχ.
πολύτιμη πέτρα
αρχ.
1. λίθινος δίσκος
2. πετρώδης τόπος («πέφυκε λίθος ἄφθονος ἐξ οὖ...», Ξεν.)
3. ηλίθιος, ντουβάρι («ἡμέτερα κέρδη τῶν σοφῶν, ὄντες λίθοι», Αριστοφ.)
4. το βήμα τῆς Πνύκας ἡ βωμός στην αγορά τῶν Αθηνών («ἀναβὰς ἐπὶ τὸν τοῦ κήρυκος λίθον», Πλούτ.
β. «πρὸς τὸν λίθον ἄγοντες καὶ ἐξορκοῦν
τες», Δημοσθ.)
5. πιόνι σκακιού
6. (ως θηλ.) ἡ λίθος
α) ταφόπετρα («ἠσφαλίσαντο τὸν τάφον σφραγίσαντες τὸν λίθον μετά τῆς κουστωδίας», ΚΔ)
β) ιδιαίτερο είδος πέτρας
7. φρ. α) «ἡρακλεία λίθος» ή «μαγνῆτις λίθος» — ο μαγνήτης
β) «διαφανὴς λίθος» — είδος φακού
γ) «χυτὴ λίθος» — είδος υάλου)
δ) «λίθον ἕψω» — ματαιοπονώ, χάνω τον χρόνο μου
ε) «πρατὴρ λίθος» — είδος βήματος στο οποίο στεκόταν ο κήρυκας και πουλούσε δούλους σε δημοπρασίες
στ) «Δία λίθον ὄμνυμι» — ορκίζομαι στον Δία
ζ) «λίθοι χαλάζης» — χοντρό, δυνατό χαλάζι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Σύμφωνα με παλαιότερες απόψεις, η λ. συνδέεται είτε με το επίθ. λεῖος είτε με τη ρίζα που απαντᾶ στη λιθουαν. slidus «λείος» και lēdas «πάγος». Το ουσ. λίθος εμφανίζεται και ως θηλ., πιθ. κατά το πέτρα, προκειμένου να δηλώσει συγκεκριμένο είδος λίθου ή πολύτιμου λίθου («Λυδία λίθος»)
αλλαγή γένους με διαφορά σημ. εμφανίζεται και σε άλλες λ. (πρβλ. ὁ ἅλς «αλάτι», ἡ ἅλς «θάλασσα»).
ΠΑΡ. λιθάρι(-ιον), λιθικός, λίθινος, λιθιώ, λιθώδης, λιθώνω(-ῶ)
αρχ.
λίθαξ, λιθάς, λίθ(ε)ιος, λιθεύω, λιθίζω, λιθίς
αρχ.-μσν.
λιθάζω, λιθεία, λιθίδιον
μσν.
λιθερός, λιθιακός
νεοελλ.
λιθιά.
ΣΥΝΘ. (Για τα σύνθ. με Α' συνθετικό βλ. λιθο-). (Β' συνθετικό) ακρόλιθος, κουφόλιθος, λευκόλιθος, μονόλιθος, τρίλιθος, χρυσόλιθος
αρχ.
άλιθος, δροσόλιθος, ένλιθος, εξηκοντάλιθος, εύλιθος, κατάλιθος, λεπτόλιθος, μοχλόλιθος, ογδοηκοντάλιθος, ολόλιθος, σύλλιθος, τηκόλιθος, υγρόλιθος, υπόλιθος, φιλόλιθος, χαλκόλιθος, ψευδοχρυσόλιθος
νεοελλ.
αερόλιθος, αιματόλιθος, ακονόλιθος, ακροκυβόλιθος, αμμόλιθος, αντιμονόλιθος, αργιλόλιθος, αρθρόλιθος, ασβεστόλιθος, ασφαλτόλιθος, βρογχόλιθος, γαλακτόλιθος, γιγαντόλιθος, γωνιόλιθος, δακρυόλιθος, δακτυλιόλιθος, εντερόλιθος, ηπατόλιθος, κυβόλιθος, κυστόλιθος, λεβητόλιθος, λεπιδόλιθος, μετεωρόλιθος, μυλόλιθος, νεφρόλιθος, νομισματόλιθος, ξερόλιθος, ογκόλιθος, ουρανόλιθος ουρόλιθος, προστατόλιθος, πυριτόλιθος, πυρόλιθος, πωρόλιθος, ρινόλιθος, σπερματόλιθος, σταυρόλιθος, σφαιρόλιθος, σφηνόλιθος, σφραγιδόλιθος, σχιστόλιθος, τερατόλιθος, τιτανόλιθος, τοπαζόλιθος, τσιμεντόλιθος, υαλόλιθος, χαλκόλιθος, χαρτόλιθος, χολόλιθος, ψαμμόλιθος, ωτόλιθος].
Greek Monotonic
λίθος: [ῐ], -ου, ὁ,
I. 1. πέτρα, σε Όμηρ., κ.λπ.· πολύτιμος λίθος, σε Ηρόδ.· μάρμαρο, στον ίδ.· παροιμ., λίθον ἕψειν, κάνεις μια τρύπα στο νερό, δηλ. χάνεις την ώρα σου, το χρόνο σου, ματαιοπονείς, σε Αριστοφ.· λέγεται για ηλιθιότητα, λίθοι, «στόκοι», «αναίσθητοι», στον ίδ.
2. πέτρα σαν ύλη, αντίθ. προς ξύλο, σάρκα κ.λπ., σε Ομήρ. Ιλ., κ.λπ.
II. επίσης, θηλ. σε Όμηρ., Θεόκρ.· το θηλ. χρησιμ. για κάποιο ιδιαίτερο είδος λίθου, όπως ο μαγνήτης, σε Ευρ., Πλάτ.· λέγεται για δοκιμαστικό λίθο, σε Πλάτ.· ἡ διαφανὴς λίθος, κομμάτι κρυστάλλου που χρησιμοποιούνταν για άναμμα φωτιάς μέσα από τη συγκέντρωση σε αυτό των ακτίνων του ηλίου, σε Αριστοφ.
III. στην Αθήνα, λίθος (αρσ.), ονομαζόταν και το συγκρότημα βράχων που χρησιμοποιούσαν σαν βήμα οι κήρυκες ή οι ρήτορες, όπως:
1. το βήμα της Πνύκας, σε Αριστοφ.
2. άλλο βήμα στην ἀγορά το οποίο χρησιμοποιούσαν οι κήρυκες, σε Πλούτ.
3. βωμό στην ἀγοράν, σε Δημ.
IV. πιόνι, πούλι, στη ντάμα, ζατρίκιο, σε Θεόκρ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.f. (on gender cf. Schwyzer-Debrunner 37 and n. 6, Shipp Studies 76)
Meaning: stone, stoneblock, rock, precious stones (Il.).
Compounds: compp., e.g. λιθο-βόλος m. stone-thrower (Att.), μονό-λιθος consisting of one stone (Hdt.).
Derivatives: Several derivv. 1. Diminut.: λιθ-ίδιον (Pl., Arist.), -άριον (Thphr., hell. inscr.), -αρίδιον (Alex. Trall.). 2. collectives: λιθάς, -άδος f. rain of stones, throw .. (Od., A., Nic.; Chantraine Form. 352), λιθία rock (hell.; cf. Chantraine 81). 3. λίθαξ f. stone (ε 415 [attributive], hell. poetry), λιθακός id. (Stesich.; Chantraine 384), λιθίς = λιθίασις (s. below; Hp.). - 4. Adject.: λίθεος (Hom.), λίθιος (Thess.), -ειος (sch.) of stone; λίθινος id. (Pi., IA.), λιθικός belonging to (a) stone (hell.). λιθώδης stonelike, stony (IA.) with λιθωδία (Eust.). - 5. Verbs: λιθάζω throw with stones, lapidate (Arist., Anaxandr.) with λιθασ-μός, -τής, -τικός (A. D., sch.); λιθόομαι be changed into stone (Arist.) with λίθωσις (Aristeas, Plu.); λιθιάω (-θάω) suffer from the stone (Hp.; after the verbs of disease in -ιάω, Schwyzer 732) with λιθίασις (Hp., Gal.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Unexplained. Wrong or quite improbable hypotheses mentioned in Bq, WP. 2, 379 and W.-Hofmann s. laedō. After Grošelj Živa Ant. 5, 111 f. to λεῖος, λιτός etc. with θ-suffix; comparable Scheftelowitz Festgabe H. Jacobi (Bonn 1926) 28: to Lith. slidùs smooth. Words for stone etc. are often taken from a substratum.
Middle Liddell
λῐ́θος, ου,
I. a stone, Hom., etc.: a precious stone, Hdt.: marble, Hdt.:—proverb., λίθον ἕψειν to boil a stone, i. e. "to lose one's labour," Ar.;— of stupidity, λίθοι blocks, stones, Ar.
2. stone as a substance, opp. to wood, flesh, etc, Il., etc.
II. also fem., Hom., Theocr.;—but the fem. was mostly used of some special stone, as the magnet, Eur., Plat.; of a touchstone, Plat.; ἡ διαφανὴς λ. a piece of crystal used for a burning glass, Ar.
III. at Athens, λίθος (masc.) was a name for various blocks of stone used for rostra or tribunes, as,
1. the Bema of the Pnyx, Ar.
2. another in the ἀγορά used by the κήρυκες, Plut.
3. an altar in the ἀγορά, Dem.
IV. a piece on a draughtboard, Theocr.
Frisk Etymology German
λίθος: {líthos}
Grammar: m. f. (zum Genus Schwyzer-Debrunner 37 m. A. 6, Shipp Studies 76)
Meaning: Stein, Steinblock, Gestein, Edelstein (seit Il.).
Composita: Kompp., z.B. λιθοβόλος m. Steinwerfer (att. usw.), μονόλιθος aus einem Stein bestehend (Hdt. u. a.).
Derivative: Zahlreiche Ableitungen. 1. Deminutiva: λιθίδιον (Pl., Arist. usw.), -άριον (Thphr., hell. Inschr. u. a.), -αρίδιον (Alex. Trall.). 2. Kollektiva: λιθάς, -άδος f. ‘Steinregen, -wurf’ (Od., A., Nik.; Chantraine Form. 352), λιθία Gestein (hell. u. sp.; vgl. Chantraine 81). 3. Sonstige Subst.: λίθαξ f. Stein (ε 415 [attributivisch], hell. u. sp. Dichtung), λιθακός ib. (Stesich.; Chantraine 384), λιθίς = λιθίασις (s. u.; Hp.). — 4. Adjektiva: λίθεος (Hom.), λίθιος (Thess.), -ειος (Sch.) von Stein; λίθινος ib. (Pi., ion. att.), λιθικός zum Stein gehörig (hell u. sp.). λιθώδης steinähnlich, steinig (ion. att.) mit λιθωδία (Eust.). — 5. Verba: λιθάζω mit Steinen werfen, steinigen (Arist., Anaxandr. usw.) mit λιθασμός, -τής, -τικός (A. D., Sch.); λιθόομαι in Stein verwandelt werden (Arist. usw.) mit λίθωσις (Aristeas, Plu.); λιθιάω (-θάω) von Stein leiden (Hp. usw.; nach den Krankheitsverba auf -ιάω, Schwyzer 732) mit λιθίασις (Hp., Gal.).
Etymology: Unerklärt. Verfehlte oder ganz unwahrscheinliche Hypothesen sind bei Bq, WP. 2, 379 und W.-Hofmann s. laedō notiert. Nach Grošelj Živa Ant. 5, 111 f. zu λεῖος, λιτός usw. mit θ-Suffix; ähnlich Scheftelowitz Festgabe H. Jacobi (Bonn 1926) 28: zu lit. slidùs glatt. Pelasgische Erklärung hei v. Windekens Le Pelasgique 120f. (zu λιτός, λισσός glatt mit θ aus idg. t).
Page 2,122
Chinese
原文音譯:l⋯qoj 利拖士
詞類次數:名詞(60)
原文字根:石 相當於: (אֶבֶן)
字義溯源:石*,石頭。主耶穌引用‘匠人所棄的石頭,已作了房角的頭塊石頭’而說到他自己就是這石頭( 太21:42)。彼得說,主乃活石,我們也像活石,被建造成靈宮( 彼前2:4,5)。在新耶路撒冷城中有極貴的寶石( 啓19:11),而城牆的根基是各樣寶石修飾的( 啓21:19)。石頭-活石-寶石,這是何等榮耀的變化
同源字:1) (καταλιθάζω)用石頭打死 2) (λιθάζω)投石擊打 3) (λίθινος)石作的 4) (λιθοβολέω)拋石頭 5) (λίθος)石 6) (λιθόστρωτος)鋪設石頭 7) (χρυσόλιθος)金黃色石頭
同義字:1) (λίθος)石 2) (πέτρα)磐石 3) (Πέτρος)石頭 4) (ψῆφος)小圓石
出現次數:總共(61);太(11);可(9);路(15);約(7);徒(2);羅(2);林前(1);林後(1);彼前(5);啓(8)
譯字彙編:
1) 石頭(34) 太3:9; 太4:3; 太4:6; 太7:9; 太21:42; 太21:44; 太24:2; 太27:60; 太27:66; 太28:2; 可12:10; 可13:1; 可13:2; 可16:3; 可16:4; 路3:8; 路4:3; 路4:11; 路11:11; 路19:40; 路20:17; 路20:18; 路21:6; 路24:2; 約8:7; 約8:59; 約10:31; 約11:39; 約11:41; 約20:1; 徒4:11; 林後3:7; 彼前2:7; 彼前2:8;
2) 石(16) 可9:42; 路17:2; 路21:5; 徒17:29; 羅9:32; 林前3:12; 彼前2:4; 彼前2:5; 彼前2:6; 啓4:3; 啓17:4; 啓18:12; 啓18:16; 啓21:11; 啓21:11; 啓21:19;
3) 一塊石頭(8) 太24:2; 可13:2; 可15:46; 路19:44; 路19:44; 路21:6; 路22:41; 啓18:21;
4) 一塊⋯石頭(1) 羅9:33;
5) 用石頭(1) 可5:5;
6) 一塊石(1) 約11:38
English (Woodhouse)
boulder, jewel, stone, precious stone, stone for building
Translations
Abkhaz: ахацə; Aghwan: 𐔻𐔴; Aguaruna: kaya; Ainu: スマ; Akan: ɛboɔ, ɔboɔ; Akkadian: 𒉌𒌓; Aklanon: bato; Albanian: gur; Ama: tomoki; Amis: fokeloh; Apinayé: kẽn; Arabic: حَجَر; Egyptian Arabic: حجر; Armenian: քար; Aromanian: cheatrã, chiatrã; Assamese: পাথৰ, শিল; Asturian: piedra; Atayal: btunux; Aukan: siton; Avar: гамачІ, кьуру; Avestan: 𐬀𐬯𐬀𐬥, 𐬀𐬯𐬆𐬥𐬔𐬀; Azerbaijani: daş; Baekje: 珍惡; Bakhtiari: برد; Baluchi: سنگ; Bashkir: таш; Basque: harri; Belarusian: камень; Bengali: পাথর; Bezhta: кьало, шед; Bhojpuri: 𑂣𑂞𑂹𑂟𑂪, 𑂣𑂰𑂟𑂩; Brahui: خَل; Breton: maen, mein; Brunei Malay: batu; Bulgarian: камък; Bunun: batu; Burmese: ကျောက်; Buryat: шулуун; Catalan: pedra, roca; Catawba: iti, inti; Cebuano: bato; Chambri: kẽn; Chamicuro: chena; Chechen: тӏулг, тарх; Cherokee: ᏅᏳ; Chichewa: mwala; Chickasaw: tali'; Chinese Dungan: шыту; Mandarin: 石, 石頭, 石头; Chuvash: чул; Corsican: petra; Czech: kámen; Dagbani: kuɣli; Dalmatian: pitra; Danish: sten; Dargwa: къаркъа; Dolgan: таас; Dupaningan Agta: pugedu; Dutch: steen; Eshtehardi: سینگ; Esperanto: ŝtono; Estonian: kivi; Even: дёл; Evenki: дёло; Extremaduran: paira; Faroese: steinur; Fiji Hindi: patthar; Finnish: kivi; French: pierre, roche; Friulian: piere; Galibi Carib: tupo; Galician: pedra; Georgian: ქვა; German: Stein; Alemannic German: Stain; Gothic: 𐍃𐍄𐌰𐌹𐌽𐍃; Greek: λίθος; Ancient Greek: λίθος, πέτρα, λᾶας; Greenlandic: ujarak; Guaraní: ita; Hawaiian: pōhaku; Hebrew: אֶבֶן; Higaonon: bato; Hiligaynon: bato; Hindi: पत्थर, शिला, रोड़ा, हजर, संग, शिल, सिल; Hinukh: гамачІ, лъад; Hungarian: kő; Hunsrik: Steen, xtayn; Hunzib: гамачІ, кьа̇лу; Icelandic: steinn; Ido: petro; Ilocano: bato; Indonesian: batu; Interlingua: petra; Irish: cloch; Istriot: pera; Italian: pietra, roccia; Japanese: 石; Javanese: watu, séla; Jurchen: wehe; Kaingang: pó; Kalmyk: чолуун; Kapampangan batú; Kanakanabu: vatu; Kaqchikel: ab'äj; Kashubian: kam; Kato: se; Kavalan: bettu; Kayapó: kẽn; Kazakh: тас; Khinalug: мыда, къайа, кІачІын; Khmer: ថ្ម; Komi-Permyak: из; Korean: 돌; Krahô: kẽn; Kurdish Central Kurdish: بهرد, بەرد; Northern Kurdish: kevir, ber, berd, kuç; Lak: чару, ххяли; Lao: ຫີນ; Latgalian: akmiņs; Latin: lapis, petra; Latvian: akmens; Lezgi: къван; Limburgish: stein; Lithuanian: akmuo; Livonian: kiv; Low German Dutch Low Saxon: steen; German Low German: Steen; Luhya: libale; Luxembourgish: Steen; Macedonian: камен; Magahi: 𑂣𑂞𑂹𑂟𑂪; Maithili: पाथर, पाहन; Malagasy: vato; Malay: batu; Malayalam: കല്ല്; Manchu: ᠸᡝᡥᡝ; Manx: clagh; Maori: whatu; Maranao: wato, bato; Middle English: ston; Middle Persian: sng; Miyako: 石; Mohawk: onén:ia; Mongolian: чулуу; Mwani: mwala, riwe; Nahuatl: tetl; Nanai: дёло; Negidal: ӡolo; Nekgini: si; Nepali: ढुङ्गा; Norman: pièrre; North Frisian: stian; Northern Sami: geađgi; Norwegian Bokmål: stein, sten; Nynorsk: stein; Occitan: pèira, ròca; Ojibwe: asin; Okinawan: 石; Old Church Slavonic: камꙑ; Old English: stān; Old Japanese: 石; Old Javanese: watu; Old Norse: steinn; Old Persian:,; Old Turkic: 𐱃𐱁; Oriya: ପଥର; Oroch: дёло; Orok: ӡоло; Oromo: dhagaa; Oroqen: dʒɔlɔ; Ossetian: дур; Paiwan: qaciljai; Palauan: bad; Panará: kjẽn; Parthian: 𐫀𐫘𐫗𐫃; Pará Gavião: kẽn; Persian: سنگ, برد; Phoenician: 𐤀𐤁𐤍; Pirahã: xaxái; Pitjantjatjara: apu, puḻi; Polish: kamień; Portuguese: pedra, rocha; Purepecha: tsakapu; Puyuma: barasa; Pykobjê: quẽn; Quechua: rumi; Rabha: ৰংকা; Rhine Franconian: Schdää; Rohingya: fattór; Romanian: piatră; Romansch: crap; Rukai: lrenege; Russian: камень; Saaroa: vatu'u; Saisiyat: bato'; Sakizaya: ba'tu; Sanskrit: शिला, पाषी; Santali: ᱫᱷᱤᱨᱤ; Sardinian: pedra; Logudorese: preda; Scots: stane; Scottish Gaelic: clach; Serbo-Croatian Cyrillic: ка̏ме̄н; Roman: kȁmēn; Seychellois Creole: pyer; Sicilian: petra; Sinhalese: ගල්; Slovak: kameň; Slovene: kamen; Solon: дёло; Spanish: piedra, roca; Suyá: khẽnẽ; Swabian: stoe, Schdõẽ; Swahili: jiwe; Swedish: sten; Sylheti: ꠙꠣꠕ꠆ꠕꠞ, ꠢꠤꠟ; Tagalog: bato; Tajik: санг; Takia: pat; Tamil: கல்; Tapayuna: khẽnẽ; Tausug: batu; Telugu: రాయి; Tetum: fatuk; Thai: หิน, ศิลา; Thao: fatu; Tibetan: རྡོ; Tocharian B: kärweñe; Tsez: гъІул, лъад, гуз; Tsou: fatu; Tupinambá: itá; Turkish: taş; Tuvan: даш; Udi: жӏеъ; Udihe: ӡоло; Udmurt: из; Ugaritic: 𐎀𐎁𐎐; Ukrainian: камінь; Ulch: ӡolo; Urdu: پتھر, شلا; Uyghur: تاش; Uzbek: tosh; Venetian: piera, pièra, piéra, pria, prèa, rocia; Vietnamese: đá; Volapük: ston; Walloon: pire, rotche; Welsh: carreg; West Frisian: stien; Wolof: xeer wi; Xavante: ẽtẽ, ẽnẽ; Xerénte: ktẽ; Xokleng: kózy; Yaeyama: 石; Yakut: таас; Yami: vato, veysen; Yiddish: שטיין; Yonaguni: 石; Yoruba: òkúta; Yucatec Maya: tuunich, tuunichoob; Yámana: aiya; Zealandic: steên; Zulu: itshe