ἀγαθός: Difference between revisions
(Bailly1_1) |
m (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1") |
||
(120 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=ᾰ̓γᾰθός | ||
|Medium diacritics=ἀγαθός | |Medium diacritics=ἀγαθός | ||
|Low diacritics=αγαθός | |Low diacritics=αγαθός | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=agathos | |Transliteration C=agathos | ||
|Beta Code=a)gaqo/s | |Beta Code=a)gaqo/s | ||
|Definition=[ᾰγ], ή, όν, Lacon. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀγᾰθός''': [ᾰγ], ή, όν, Λακων. [[ἀγασός]]. Ἀριστ. Λυσ. 1301 (ἴδ. ἐν τέλ.) - [[καλός]]. Λατ. bonus. Ι. Περὶ προσώπων: 1) κατ’ ἀρχάς, = [[καλός]], [[ἤπιος]], [[εὐγενής]], ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὴν καταγωγὴν καὶ κοινωνικὴν τάξιν, καθ’ ὅσον οἱ εὐγενεῖς καὶ οἱ ἐξ εὐγενῶν καταγόμενοι ἀπεκαλοῦντο ἀγαθοὶ ἄνδρες· | |lstext='''ἀγᾰθός''': [ᾰγ], ή, όν, Λακων. [[ἀγασός]]. Ἀριστ. Λυσ. 1301 (ἴδ. ἐν τέλ.) - [[καλός]]. Λατ. bonus. Ι. Περὶ προσώπων: 1) κατ’ ἀρχάς, = [[καλός]], [[ἤπιος]], [[εὐγενής]], ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὴν καταγωγὴν καὶ κοινωνικὴν τάξιν, καθ’ ὅσον οἱ εὐγενεῖς καὶ οἱ ἐξ εὐγενῶν καταγόμενοι ἀπεκαλοῦντο ἀγαθοὶ ἄνδρες· prud' hommes, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰς λέξεις κακοί, δειλοὶ (= πρόστυχοι, βάναυσοι κτλ.) οἷά τε τοῖς ἀγαθοῖσι παραδρώωσι χέρηες, Ὀδ. Ο, 324· πρβλ. Ἰλ. Α. 275· [[ἀφνειός]] τ’ [[ἀγαθός]] τε, Ἰλ. Ν, 664· πρβλ. Ὀδ. Σ. 276· - πατρὸς δ’ εἴμ’ ἀγαθοῖο, θεὰ δέ με γείνατο [[μήτηρ]], Ἰλ. Φ. 109· πρβλ. Ὀδ. Δ, 611. Οὕτως ἐν μεταγ. συγγραφεῦσι: κακὸς ἐξ ἀγαθοῦ, Θέογν. 190· πρβλ. 57. κἑξ.: πραῢς ἀστοῖς, οὐ φθονέων ἀγαθοῖς, Πίνδ. Π. 3, 125· πρβλ. 2, 175, 4. 506· τίς ἂν [[εὔπατρις]] ὧδε βλάστοι; οὐδεὶς τῶν ἀγαθῶν κτλ. Σοφοκλ. Ἠλ. 1080· οἵ τ’ ἀγαθοὶ πρὸς τῶν ἀγενῶν κατανικῶνται, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 105· τοὺς εὐγενεῖς γὰρ κἀγαθούς ... φιλεῖ Ἄρης ἐναίρειν, αὐτόθ. 649 καὶ οὕτω τὸ εὐγενὲς γίνεται πλέον ἡ [[ἰδιότης]] ([[γνώρισμα]]) τῶν ἀγαθῶν, Εὐρ. Ἄλκ. 600· κἑξ. πρβλ. Ἰφ. Αὐλ. 625. Ἀνδρ. 767, Τρῳ. 1254· ἀγαθοὶ καὶ ἐξ ἀγαθῶν, Λατ. boni bonis prognati. Πλάτ. Φαῖδρ. 274Α: - Μὲ ταύτην τὴν ἀρχαιοτάτην σημασίαν [[συχνάκις]] συνεδυάζετο ἡ [[ἔννοια]] τοῦ πλούτου καὶ τῆς πολιτικῆς δυνάμεως, ἀκριβῶς [[ὅπως]] ἐν ταῖς φράσεσι boni καὶ mali cives, optimus quisque ἐν Σαλλουστίῳ καὶ Κικέρωνι. Ἰδίᾳ ἐν τῇ φράσει καλοὶ κἀγαθοὶ (ἴδ. λέξ. καλοκἀγαθός): - Περὶ ταύτης τῆς σημασίας ἴδ. Kortum Hellen. Staatsverf. σ. 14, Welcker Προλεγ. εἰς Θέογν. §10 - 15, 22 κἑξ., καὶ πρβλ. [[ἐσθλός]], [[χρηστός]], [[ἀμείνων]], ἄριστος, [[βελτίων]], [[βέλτιστος]], κακός, [[χείρων]], [[χερείων]], [[εὐγενής]]. 2) [[καλός]], [[ἀνδρεῖος]], καθ’ ὅσον τὰ προσόντα [[ταῦτα]] ἀπεδίδοντο εἰς τοὺς ἀρχηγοὺς καὶ τοὺς εὐγενεῖς· [[ὥστε]] ἡ [[σημασία]] αὕτη συμπίπτει μετὰ τῆς πρώτης, Ἰλ. Α. 131, Κ. 559· τῷ κ’ ἀγαθὸς μὲν ἔπεφν’, ἀγαθὸν δέ κεν ἐξενάριξεν, Φ, 280. Πρβλ. Ἡρόδ. 5, 109 κτλ. 3) [[ἄξιος]], ἀναφορικῶς πρὸς τὴν ἱκανότητα ἢ τὸ [[ἀξίωμα]], ἀγ. [[βασιλεύς]], Ἰλ. Γ, 179· ἰητήρ, Β, 732· [[θεράπων]], Π, 165, Ρ. 388, συχν. μετὰ προσδιορισμῶν: ἀγαθὸς ἐν ὑσμίνῃ, Ν, 314· [[βοὴν ἀγαθός]], Β, 408, 563, κτλ. πύξ, Γ, 237, Ὀδ. Λ. 300. βίην, Ἰλ. Ζ, 478. Οὕτως ἐν τῇ Ἀττ. διαλ. γνώμην ἀγ. Σοφ. Ο. Τ. 687· πᾶσαν ἀρετήν, Πλάτ. Νόμ. 899 Β. πρβλ. Ἀλκ. 1. 124Ε. τέχνην, ὁ αὐτ. Πρωτ. 323Β, τὰ πολέμια, τὰ πολιτικά, Ἡρόδ. 9, 122. Πλάτ. Γοργ. 516Β, κτλ. - Σπανιώτερον μετὰ δοτ. ἀγ. πολέμῳ Ξεν. Οἰκ. 4. 15· - Ὡσαύτ. μετὰ προθ., ἀγ. περὶ τὸ [[πλῆθος]], Λυσ. 130, 2· εἴς τι, Πλάτ. Ἀλκ. Ι. 125Α· [[πρός]] τι ο αὐτ. Πολ. 407Ε: ― Ὡσαύτ. μετ’ ἀπαρ. ἀγ. μάχεσθαι, Ἡρόδ. 1, 135· ἱππεύεσθαι, 1, 79· ἀγ. ἱστάναι = ἱκανὸς εἰς τὸ σταθμίζειν, ζυγίζειν. Πλάτ. Πρωτ. 356Β. 4) [[ἀγαθός]], ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας. [[Κατὰ]] πρῶτον [[ἴσως]] ἐν Θεόγν. 438, ἀλλ’ οὐχὶ συχν. [[μέχρι]] τῶν φιλοσόφων συγγραφέων, ὡς τοῦ Πλάτ. Συχνάκις συνδέεται μετ’ ἄλλων ἐπιθέτων, ὁ πιστὸς κἀγ. Σοφ. Τρ. 451· σοφὸς κἀγ. Φιλοκτ. 119· δικαίων κἀγ. αὐτ. 1050, Πρβλ. Ἀντ. 671, κτλ. 5) ὦ ’γαθέ, = καλέ μου φίλε· ὡς ὅρος ἠπίας νουθεσίας, μομφῆς ἢ ἐπιπλήξεως, Πλάτ. Πρωτ. 311Α, 314Δ, κτλ. 6) ἀγαθοῦ δαίμονος, ὡς [[πρόποσις]]: «εἰς τιμὴν τοῦ ἀγαθοῦ δαίμονος»: [[μηδέποτε]] ... πίοιμ’ ἀκράτου, μισθὸν ἀγαθοῦ δαίμονος, Ἀριστοφ. Σφῆκ. 525. Πρβλ. [[ἀγαθοδαίμων]], [[τύχη]] ΙΙ, 3. ― Ὁ ἀγ. [[δαίμων]] κατήντησε [[τίτλος]] τοῦ Ῥωμαίου Αὐτοκράτορος. ὡς τοῦ Νέρωνος, Συλλογ. Ἐπιγρ. 4699, πρβλ. 3886 (προσθηκ.): ἡ θεὸς ἀγαθὴ ἢ ἀπλῶς Ἀγάθη = ἡ bona dea, Πλουτ. Καῖσ. 9. Κικ. 19. ΙΙ. Περὶ πραγμάτων: 1) [[καλός]], [[χρήσιμος]]. [[Ἰθάκη]] ... ἀγαθὴ [[κουροτρόφος]], Ὀδ. Ι, 27, κτλ., -ἀγ. τοῖς τοκεῦσι, τῇ πόλει, Ξεν. Κυν. 13, 17. Μετὰ γεν. εἴ τι [[οἶδα]] πυρετοῦ ἀγαθὸν = καλὸν διὰ πυρετόν, ὁ αὐτ. Ἀπομν. 3. 8. 3. 2) περὶ ἐξωτερικῶν περιστάσεων, αἰδῶ δ’ οὐκ ἀγαθήν φησ’ ἔμμεναι ἀνδρὶ προΐκτῃ, Ὀδ. Ρ. 352· εἰπεῖν εἰς ἀγαθόν = διὰ καλὸν σκοπόν. Ἰλ. Ι. 102· ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγ. περ. = διὰ καλόν τινα σκοπόν, Λ. 789· μυθεῖτ’ εἰς ἀγαθά, Ψ. 305: ― ἀγαθόν [ἐστι] μετ’ ἀπαρ., = [[εἶναι]] καλὸν νὰ ... Ἰλ. Η. 282· Ω, 130. Ὀδ. Γ. 196 καὶ παρ’ Ἀττ. 3) ἀγαθόν, τό· = καλόν τι [[πρᾶγμα]]· [[εὐλογία]] τις, [[εὐεργεσία]] τις καὶ [[ὠφέλεια]]· ἐπὶ προσώπου, ὦ μέγα ἀγ. σὺ τοῖς φίλοις, Ξεν. Κύρ. 5, 3, 20· φίλον, ὃ μέγιστον ἀγαθὸν εἶναί φασιν. ὁ αὐτ. Ἀπομν. 2, 4, 2· πρβλ. Ἱερ. 7, 9. Ἀριστοφ. Βατ. 73, κτλ.: ἐπ’ ἀγαθῷ τινος = διὰ τὸ καλόν τινος, Θουκ. 5, 27. Ξεν., ἐπ’ ἀγαθῷ τοῖς πολίταις. Ἀριστ. Βατ. 1487: ― τὸ ἀγαθὸν ἢ τἀγαθόν = τὸ καλόν, τοῦ Κικέρωνος τὸ [[summum bonum]], Πλάτ. Πολ. 506Β, 508Ε, 534C, καὶ ἄλλ.: ― Ὡσαύτ. κατὰ πληθ. ἀγαθά, τά· = τὰ ἀγαθὰ τῆς τύχης, ἀγαθά, [[πλοῦτος]], Ἡρόδ. 2. 172. Λυσ. 138. 32, Ξεν. κτλ., ἀγαθὰ πάσχειν, κτλ., ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] πράγματα εὐχάριστα, ἁβρὰ λιχνεύματα. Θέογν. 994. Ἀριστοφ. Ἀχ. 873. 982, κτλ., [[ὡσαύτως]]: προτερήματα, πλεονεκτήματα· τοῖς ἀγ., οἷς ἔχομεν ἐν τῇ ψυχῇ, Ἰσοκρ. 165D, εἰ [[τἆλλα]] πάντα ἀγ. ἔχοι, κακόπους δ’εἴη, περὶ ἵππου. Ξεν. Ἱπ. 1, 2, κτλ. ΙΙΙ. Δὲν ἀπαντῶσι παρὰ τοῖς δοκίμοις Συγγρ. ὁμαλοὶ τύποι παραθέσεως τῆς λέξεως ταύτης· ἀλλ’ ἀντ’ αὐτῶν πολλοὶ ἄλλοι τύποι [[εἶναι]] ἐν χρήσει· δηλ. συγκρ. [[ἀμείνων]], [[ἀρείων]], [[βελτίων]], [[κρείσσων]], ([[κάρρων]]), λωΐων ([[λῴων]]), Ἐπικ. [[βέλτερος]], [[λωΐτερος]], φέρτερος: ― Ὑπερθετ. ἄριστος, [[βέλτιστος]], [[λῷστος]], [[κράτιστος]], λώϊστος ([[λῷστος]]), Ἐπικ. βέλτατος, [[κάρτιστος]], [[φέρτατος]], [[φέριστος]]. Τὸ ὁμαλ. συγκριτ. ἀγαθώτερος ἀπαντᾷ παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Κριτ. ια΄ 25., ιε΄ 2) καὶ ἐν Ἐκκλ. συγγραφεῦσι· τὸ ὑπερθ. ἀγαθώτατος ἐν Διοδ. 16. 85. Ἡλιοδ. 5. 15. Εὐσ., κτλ. IV. ἐπίρρ. συνήθως εὖ· ἀλλ’ ἀγαθῶς ἀπαντᾷ ἐν Ἱππ. Κατ’ Ἰητρεῖον, Ἔκδ. Kühn. τόμ. ΙΙΙ, σ. 52, [35], Ἀριστ. Ῥητ. 2. 11, 1, καὶ Ο΄. (Ἡ [[συγγένεια]] μεταξὺ τοῦ ἀγαθὸς καὶ τῶν Τευτονικῶν λέξεων got, gut, good δὲν δύναται νὰ στηριχθῇ, [[διότι]] τὸ Ἑλλ. γ ἔπρεπε νὰ παρίσταται διὰ τοῦ Τευτονικοῦ k). | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=[[good]].—Hence (1) of persons, ‘[[valiant]],’ ‘[[brave]],’ ἢ κακὸς ἢ [[ἀγαθός]], Il. 17.632; ‘[[skilful]],’ ἶητῆρ' ἀγαθώ, Il. 2.732, freq. w. acc. of specification or an adv., βοήν, [[πύξ]].—Often ‘[[noble]]’ (cf. optimates),opp. [[χέρηες]], Od. 15.324.— (2) of things, ‘[[excellent]],’ ‘[[useful]],’ etc.; ἀγαθόν τε [[κακόν]] τε, ‘[[blessing]] and [[curse]],’ Od. 4.237; ἀγαθοῖσι γεραίρειν, ‘honor [[with]] [[choice]] portions,’ Od. 14.441; ἀγαθὰ φρονεῖν, ‘[[wish]] [[one]] [[well]],’ Od. 1.43; ‘be [[pure]]-[[minded]],’ Il. 6.162; εἰς ἀγαθόν or ἀγαθὰ [[εἰπεῖν]], ‘[[speak]] [[with]] [[friendly]] [[intent]];’ εἰς ἀγ. πείθεσθαι, ‘[[follow]] [[good]] [[counsel]].’ | |||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=<b>ᾰγᾰθός</b> (-ῷ, -όν; -οί, -ῶν, -οῖσι, -οῖς, -οῖσιν: -άν: -ῷ, -όν; -ῶν) <br /> <b>1</b> of persons, [[noble]], [[good]] <br /> <b>a</b> adj., [[distinguished]] πατέρων ὀρθαὶ φρένες ἐξ ἀγαθῶν (O. 7.91) especially in [[physical]] [[prowess]], ἀγαθοὶ δὲ καὶ σοφοὶ κατὰ δαίμον' [[ἄνδρες]] ἐγένοντ (O. 9.28) Πηλεῖ τε κἀγαθῷ Τελαμῶνι (P. 8.100) οὐ [[θαῦμα]] [[σφίσιν]] ἐγγενὲς [[ἔμμεν]] ἀεθληταῖς ἀγαθοῖσιν (N. 10.51) καὶ γὰρ ἡρώων ἀγαθοὶ πολεμισταὶ λόγον ἐκέρδαναν (I. 5.26) <br /> <b>b</b> m. subs., the [[noble]], especially of those [[distinguished]] by [[social]] [[position]] and [[athletic]] [[prowess]]. ἀδύνατα δἔπος ἐκβαλεῖν κραταιὸν ἐν ἀγαθοῖς δόλιον ἀστόν (P. 2.81) ἁδόντα δεἴη με τοῖς ἀγαθοῖς ὁμιλεῖν (P. 2.96) οὐ φθονέων ἀγαθοῖς (P. 3.71) τὰ μὲν ὦν οὐ δύνανται νήπιοι κόσμῳ φέρειν, ἀλλ' ἀγαθοί (P. 3.83) [[οὐκ]] ἐρίζων [[ἀντία]] τοῖς ἀγαθοῖς (P. 4.285) ἐν δἀγαθοῖσι κεῖται πατρώιαι κεδναὶ [[πολίων]] κυβερνάσιες (P. 10.71) [[ποτίφορος]] δ' ἀγαθοῖσι μισθὸς [[οὗτος]] (N. 7.63) τί φίλτερον κεδνῶν τοκέων ἀγαθοῖς; (I. 1.5) τιμὰ δ' ἀγαθοῖσιν ἀντίκειται (I. 7.26) τὸν αἰνεῖν ἀγαθῷ παρέχει (I. 8.69) <br /> <b>2</b> of things, [[honourable]], of [[honour]] ὁ δ' [[ὄλβιος]], ὃν φᾶμαι κατέχωντ' ἀγαθαί (O. 7.10) [[ὕμνος]] δὲ τῶν ἀγαθῶν ἐργμάτων βασιλεῦσιν ἰσοδαίμονα τεύχει φῶτα (N. 4.83) ἐν λόγοις δ' ἀστῶν ἀγαθοῖσιν ἐπαινεῖσθαι [[χρεών]] (Schr.: ἀγαθοῖς μὲν αἰνεῖσθαι codd.: ἀγαθοῖσί μιν αἰνεῖσθαι Mingarelli.) (N. 11.17) ἀντὶ μόχθων παντοδαπῶν [[ἔπος]] εἰπόντ' ἀγαθὸν ξυνὸν ὀρθῶσαι [[καλόν]] (I. 1.46) χρὴ δ' ἀγαθὰν ἐλπίδ ἀνδρὶ μέλειν (I. 8.15) <br /> <b>3</b> [[add]]. inf., [[good]] ἀγαθαὶ δὲ πέλοντ' ἐν χειμερίᾳ νυκτὶ θοᾶς ἐκ ναὸς ἀπεσκίμφθαι δὔ ἄγκυραι i. e. “[[useful]]” (O. 6.100) “[[ποθέω]] στρατιᾶς ὀφθαλμὸν ἐμᾶς, ἀμφότερον μάντιν τ' ἀγαθὸν καὶ δουρὶ μάρνασθαι.” (O. 6.17) <br /> <b>4</b> n. subs., [[good]], [[good]] [[fortune]] ἀτειρεῖ σὺν ἀγαθῷ (O. 2.33) especially in plural, [[πένθος]] δὲ πίτνει βαρὺ κρεσσόνων πρὸς ἀγαθῶν (O. 2.24) ἄλλα δ' ἐπ ἄλλον [[ἔβαν]] ἀγαθῶν (O. 8.13) ἀλλὰ βροτῶν τὸν μὲν κενεόφρονες αὗχαι ἐξ ἀγαθῶν [[ἔβαλον]] (N. 11.30) <br /> <b>5</b> dub. ex. [ἀγαθὰ σωτῆρας (codd. Clem. Alex: ἀλαθέας ὥρας ex Hesych. Boeckh.) fr. 30. 6.] | |||
}} | |||
{{Abbott | |||
|astxt=[[ἀγαθός]], -ή, -όν, [in [[LXX]] [[chiefly]] for טוֹב;]<br />in [[general]], [[good]], in [[physical]] and in [[moral]] [[sense]], used of persons, things, acts, conditions, etc., applied to [[that]] [[which]] is regarded as "[[perfect]] in its [[kind]], so as to [[produce]] [[pleasure]] and [[satisfaction]],… [[that]] [[which]], in itself [[good]], is [[also]] at [[once]] for the [[good]] and the [[advantage]] of him [[who]] comes in [[contact]] [[with]] it" (Cremer, 3): γῆ, Lk 8:8; [[δένδρον]], Mt 7:18; [[καρδία]], Lk 8:15; [[δόσις]], Ja 1:17; μέρις, Lk 10:42; [[ἔργον]] (freq. in Pl.), Phl 1:6; [[ἐλπίς]], II Th 2:16; [[θησαυρός]], Mt 12:35; [[μνεία]], I Th 3:6 (cf. II Mac 7·20); as subst., τὸ ἀ, [[that]] [[which]] is [[morally]] [[good]], [[beneficial]], [[acceptable]] to God, Ro 12:2; ἐργάζεσθαι τὸ ἀ, Ro 2:10, Eph 4:28; πράσσειν, Ro 9:11, II Co 5:10; διώκειν, I Th 5:15; μιμεῖσθαι, III Jo 11; κολλᾶσθαι τῷ ἀ, Ro 12:9; ερωτᾶν περὶ τοῦ ἀ., Mt 19:17; [[διάκονος]] εἰς τὸ ἀ., Ro 13:4; τὸ ἀ. [[σου]], [[thy]] [[favour]], [[benefit]], Phm 14; pl., τὸ ἀ., of [[goods]], possessions, Lk 12:18; of [[spiritual]] benefits, Ro 10:15, He 9:11, 10:1. ἀ is opp. to πονήρος, Mt 5:45, 20:5; [[κακός]], Ro 7:19; [[φαῦλος]], Ro 9:11, II Co 5:10 (cf. MM, VGT, s.v.).SYN.: [[καλός]], [[δίκαιος]]. κ. [[properly]] refers to goodliness as manifested in [[form]]: ἀ. to [[inner]] [[excellence]] (cf. the cl. καλὸς [[κἀγαθός]] and ἐν [[καρδία]] κ. καὶ ἀ., Lk 8:15). In Ro 5:7, [[where]] it is contrasted [[with]] δ., ἀ. implies a [[kindliness]] and attractiveness [[not]] [[necessarily]] [[possessed]] by the [[δίκαιος]], [[who]] [[merely]] measures up to a [[high]] [[standard]] of [[rectitude]] (cf. [[ἀγαθωσύνη]]). | |||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=a [[primary]] [[word]]; "[[good]]" (in [[any]] [[sense]], [[often]] as [[noun]]): [[benefit]], [[good]](-s, things), [[well]]. Compare [[καλός]]. | |||
}} | |||
{{Thayer | |||
|txtha=(ή, ([[akin]] to [[ἄγαμαι]] to [[wonder]] at, [[think]] [[highly]] of, [[ἀγαστός]] [[admirable]], as explained by [[Plato]], Crat., p. 412c. (others [[besides]]; cf. Donaldson, New Crat. § 323)), in [[general]] denotes"perfectus, ... qui habet in se ac facit omnia quae habere et facere debet pro notione nominis, officio ac lege" (Irmisch ad Herodian, 1,4, p. 134), excelling in [[any]] [[respect]], [[distinguished]], [[good]]. It [[can]] be predicated of persons, things, conditions, qualities and affections of the [[soul]], deeds, times and seasons. To [[this]] [[general]] [[significance]] [[can]] be traced [[back]] [[all]] those senses [[which]] the [[word]] gathers from the [[connection]] in [[which]] it stands;<br /><b class="num">1.</b> of a [[good]] [[constitution]] or [[nature]]: γῆ, [[δένδρον]], [[Xenophon]], oec. 16,7 γῆ ἀγαθή, ... γῆ κακῇ, an. 2,4, 22 χώρας πολλῆς [[καί]] ἀγαθῆς οὔσης). In ἀγαθή [[καρδία]] corresponds to the figurative [[expression]] [[good]] [[ground]], and denotes a [[soul]] inclined to [[goodness]], and [[accordingly]] [[eager]] to [[learn]] [[saving]] [[truth]] and [[ready]] to [[bear]] the fruits (καρπούς ἀγαθούς, [[useful]], [[salutary]]: [[δόσις]] ἀγαθή (joined to [[δώρημα]] τέλειον) a [[gift]] [[which]] is [[truly]] a [[gift]], [[salutary]], δόματα ἀγαθά, [[ἐντολή]] [[ἀγαθός]] a commandment [[profitable]] to those [[who]] [[keep]] it, εἰς τό [[συμφέρον]] ἐισηγουμένη, [[hence]], the [[question]] in τό [[οὖν]] ἀγαθόν [[ἐμοί]] γέγονε [[θάνατος]]; [[ἀγαθός]] [[μερίς]] the '[[good]] [[part]],' [[which]] insures [[salvation]] to him [[who]] chooses it, [[ἔργον]] ἀγαθόν ([[differently]] in εἰς ἀγαθόν for [[good]], to [[advantage]], πάντα τοῖς ἐυσεβέσι εἰς ἀγαθά ... τοῖς ἁμαρτωλοῖς εἰς κακά, τό [[κακόν]] ... γίγνεται εἰς ἀγαθόν, [[Theognis]] 162); [[good]] for, suited to [[something]]: [[πρός]] οἰκοδομήν, Winer's Grammar, 363 (340)) ([[Xenophon]], mem. 4,6, 10).<br /><b class="num">3.</b> of the [[feeling]] awakened by [[what]] is [[good]], [[pleasant]], [[agreeable]], [[joyful]], [[happy]]: ἡμέραι ἀγαθάς [[ἐλπίς]], [[μακαρία]] [[ἐλπίς]], [[συνείδησις]], a [[peaceful]] [[conscience]], equivalent to [[consciousness]] of [[rectitude]], [[excellent]], [[distinguished]]: so τί ἀγαθόν, [[upright]], honorable: πονηροί [[καί]] ἀγαθοί, [[ἀγαθός]] [[καί]] [[δίκαιος]], [[καρδία]] ἀγαθή [[καί]] [[καλή]], [[καλός]], b.); fulfilling the [[duty]] or [[service]] demanded, δοῦλε ἀγαθέ [[καί]] πιστέ, [[ἀγαθός]] [[θησαυρός]] in [[πίστις]] [[ἀγαθός]] the [[fidelity]] [[due]] from a [[servant]] to his [[master]], WH marginal [[reading]] omits); on ἀγαθόν [[ἔργον]], ἀγαθά ἔργα, [[see]] [[ἔργον]]. In a narrower [[sense]], [[benevolent]], [[kind]], [[generous]]: [[μνεία]], [[beneficent]] ([[Xenophon]], Cyril 3,3, 4; טוב, [[Cicero]], nat. deor. 2,25, 64 " optimus i. e. beneficentissimus), Isaiah, Hardly for an [[innocent]] [[man]] does [[one]] [[encounter]] [[death]]; for if he [[even]] dares [[hazard]] his [[life]] for [[another]], he does so for a [[benefactor]] ([[one]] from whom he has [[received]] favors); cf. Winer's Grammar, 117 (111); (Gifford in the Speaker's Commentary, p. 123). The neuter used substantively denotes:<br /><b class="num">1.</b> a [[good]] [[thing]], [[convenience]], [[advantage]], and in partic.<br /><b class="num">a.</b> in the plural, [[external]] [[goods]], [[riches]]: τά ἀγαθά [[σου]] comforts and delights [[which]] [[thy]] [[wealth]] procured for thee in [[abundance]], κακά, as in the benefits of the Messianic [[kingdom]]: τά μέλλοντα ἀγαθῶν, [[what]] is [[upright]], honorable, and [[acceptable]] to God: ἐργάζεσθαι τό ἀγαθόν πράσσειν, διώκειν, μιμεῖσθαι, κολλᾶσθαι τῷ ἀγαθῷ τί με ἐρωτᾷς [[περί]] τοῦ ἀγαθοῦ, G L T Tr WH, [[where]] the [[word]] expresses the [[general]] [[idea]] of [[right]]. Specifically, [[what]] is [[salutary]], suited to the [[course]] of [[human]] affairs: in the [[phrase]] [[διάκονος]] εἰς τό ἀγαθόν τό ἀγαθόν [[σου]] the favor thou conferrest, Sept. [[that]] טוב [[good]] is predominantly (?) rendered by [[καλός]].... The translator of Genesis uses [[ἀγαθός]] [[only]] in the neuter, [[good]], [[goods]], and [[this]] has been to a [[degree]] the [[model]] for the [[other]] translators. ... In the Greek O. T., [[where]] οἱ δίκαιοι is the [[technical]] [[designation]] of the [[pious]], οἱ ἀγαθοί or ὁ [[ἀγαθός]] does [[not]] [[occur]] in so [[general]] a [[sense]]. The [[ἀνήρ]] [[ἀγαθός]] is [[peculiar]] [[only]] to the Proverbs ([[οὐδείς]] [[ἀγαθός]] [[εἰ μή]] [[εἷς]] ὁ Θεός. In the O. T. the [[term]] '[[righteous]]' makes [[reference]] [[rather]] to a [[covenant]] and to [[one]]'s [[relation]] to a [[positive]] [[standard]]; [[ἀγαθός]] would [[express]] the [[absolute]] [[idea]] of [[moral]] [[goodness]]" (Zezschwitz, Profangraec. u. Biblical Sprachgeist, Leipz. 1859, p. 60). Cf. Tittm., p. 19. On the [[comparison]] of [[ἀγαθός]] [[see]] B. 27 (24).) | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀγᾰθὸς:''' [ᾰγ], -ή, -όν (αμφίβ. προέλ.)· [[καλός]], Λατ. [[bonus]].<br /><b class="num">I.</b>λέγεται για πρόσωπα·<br /><b class="num">1.</b> αρχικά, [[καλός]], [[ευγενής]], [[αριστοκρατικός]], σε [[σχέση]] με την [[καταγωγή]], αντίθ. προς το <i>κακοί</i>· <i>πατρὸς δ' εἴμ' ἀγαθοῖο</i>, θεὰ δέ με [[γείνατο]] [[μήτηρ]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἀγαθοὶ καὶ ἐξ ἀγαθῶν</i>, Λατ. [[boni]] bonis prognati, σε Πλάτ.· με αυτή την πρωταρχική [[σημασία]] συνδέθηκε και αυτή της πολιτικής δύναμης και του πλούτου, όπως στο Λατ. [[optimus]] quisqueστο Σαλ. και στον Κικ.· [[ιδίως]] στη [[φράση]] <i>καλοὶ κἀγαθοὶ</i> (βλ. [[καλοκἀγαθός]]).<br /><b class="num">2.</b> [[καλός]], [[γενναίος]], [[ανδρείος]], σχετικά με την [[απόδοση]] αυτών των αερτών στους αρχιστράτηγους, σε Ομήρ. Ιλ.· [[ἀγαθὸς]] ἐν ὑσμίνῃ, [[βοὴν ἀγαθός]], πὺξ [[ἀγαθὸς]] κ.λπ., σε Όμηρ.· <i>ἀγαθὰ τὰ πολέμια</i>, τὰ [[πολιτικά]]</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίσης με δοτ., [[ἀγαθὸς]] πολέμῳ, σε Ξεν.· και με πρόθ., [[ἀγαθὸς]] εἴς τι, [[περί]] τι, [[πρός]] τι, σε Πλάτ. κ.λπ.· επίσης με απαρ., [[ἀγαθὸς]] μάχεσθαι, <i>ἱππεύεσθαι</i>, [[ικανός]], [[δεινός]] στη [[μάχη]] κ.λπ., σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> [[ακέραιος]], [[αγαθός]], με [[ηθική]] [[σημασία]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> <i>ἀγαθοῦ δαίμονος</i>, ως [[πρόποση]], «στην [[τιμή]] του καλού πνεύματος», σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα·<br /><b class="num">1.</b> [[πρόσφορος]], [[χρήσιμος]]· [[Ἰθάκη]] ἀγαθὴ [[κουροτρόφος]], σε Ομήρ. Οδ.· [[ἀγαθὸς]] τοῖς τοκεῦσι, <i>τῇ πόλει</i>, σε Ξεν.· με γεν., εἴ τι [[οἶδα]] πυρετοῦ ἀγαθόν, καλό για τον πυρετό, στον ίδ.· <i>ἀγαθόν</i> (<i>ἐστι</i>) με απαρ., είναι καλό να..., σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> <i>ἀγαθόν</i>, <i>τό</i>, το καλό· λέγεται για πρόσωπα, <i>φίλον</i>, <i>ὃ μέγιστον ἀγαθὸν εἶναί φασι</i>, σε Ξεν.· <i>ἐπ' ἀγαθῷ τοῖς πολίταις</i>, σε Αριστοφ.· [[τὸ ἀγαθόν|τὸ ἀγαθὸν]] ή [[τἀγαθόν]], το καλό, Λατ. [[summum bonum]], σε Πλάτ. κ.λπ.· επίσης, [[καλή]] [[ράτσα]], λέγεται για [[άλογο]], σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> αντί των κανονικών βαθμών του συγκρ. χρησιμοποιούνται πολλοί τύποι· συγκρ. [[ἀμείνων]], [[ἀρείων]], [[βελτίων]], [[κρείσσων]], <i>λωΐων</i> ([[λῴων]]), Επικ. [[βέλτερος]], <i>λωΐτερος</i>, [[φέρτερος]] — υπερθ. [[ἄριστος]], [[βέλτιστος]], [[λῷστος]], [[κράτιστος]], [[λώϊστος]] ([[λῷστος]]), Επικ. [[βέλτατος]], [[κάρτιστος]], [[φέρτατος]], [[φέριστος]].<br /><b class="num">IV.</b> το επίρρ. είναι [[συνήθως]] το <i>εὖ</i>· το [[ἀγαθῶς]] υπάρχει σε μεταγεν. συγγραφείς. | |||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: [[good]] (Il.).<br />Other forms: <b class="b3">ἀκαθόν· ἀγαθόν</b> H.; <b class="b3">χάσιος· χρηστός</b> H. Dor. [[χάϊος]] [[noble]], [[good]] ([[α]])<br />Dialectal forms: Cypr. [[ἀζαθος]] must prob. be read [[ἀγαθος]], Egetmeyer, Kadmos 32 (1993) 145-155.<br />Origin: IE [Indo-European]X [probably], LW [loanword]X[probably] [413]<br />Etymology: Uncertain. On the one hand, one compares Germ. forms, Goth. [[goÞs]], NHG [[gut]], MLG [[gaden]] [[fit]] etc., further OCS [[godьnъ]] [[pleasant]], [[goditi]] [[be pleasant]], Russ. [[gódnyj]] [[useful]]. (Not with Skt. [[gadh-]] [[to take]], [[seize]], [[gádhya-]] [[booty]] which would have given *(<b class="b3">ἀ)καθος</b>). Crim. Goth. [[gadeltha]] [[pulchrum]]. The words must have <b class="b2">a/a</b> (long [[ō]] is morphologically excluded; Slavic cannot have [[h₂]]). Considered as a European substratum word by Beekes KZ 109 (1996). - Recently the word is analysed as <b class="b2">*mǵh₂-dh₁-os</b> [[made great]] (Panagl FS Strunk (1995)), which is semantically not convincing; or [[whose deeds are great]] Ruijgh 1991, FS Bartoněk, which is also semantically unconvincing. - If the variants are reliable, it could be Pre-Greek. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[deriv. uncertain]<br />[[good]], Lat. [[bonus]]:<br /><b class="num">I.</b> of persons,<br /><b class="num">1.</b> in [[early]] times, [[good]], [[gentle]], [[noble]], in [[reference]] to [[birth]], opp. to κακοί, πατρὸς δ' εἴμ' ἀγαθοῖο, θεὰ δέ με [[γείνατο]] [[μήτηρ]] Il.; ἀγαθοὶ καὶ ἐξ ἀγαθῶν, Lat. [[boni]] bonis prognati, Plat.; with [[this]] [[early]] [[sense]] was associated that of [[wealth]] and [[power]], like Lat. [[optimus]] [[quisque]] in [[Sallust]] and [[Cicero]]; especially in the [[phrase]] καλοὶ κἀγαθοί (v. [[καλοκἀγαθός]]).<br /><b class="num">2.</b> [[good]], [[brave]], [[since]] these qualities were attributed to the Chiefs, Il.; [[ἀγαθὸς]] ἐν ὑσμίνῃ, [[βοὴν ἀγαθός]], πὺξ [[ἀγαθός]], etc., Hom.; ἀγ. τὰ πολέμια, τὰ πολιτικά Hdt., etc.;—also c. dat., ἀγ. πολέμῳ Xen.;—and, ἀγ. εἴς τι, [[περί]] τι, πρός τι Plat., etc.; [[lastly]], c. inf., ἀγ. μάχεσθαι, ἱππεύεσθαι, [[good]] at [[fighting]], etc., Hdt.<br /><b class="num">3.</b> [[good]], in [[moral]] [[sense]], Plat., etc.<br /><b class="num">4.</b> ἀγαθοῦ δαίμονος, as a [[toast]], "to the [[good]] Genius," Ar.<br /><b class="num">II.</b> of things,<br /><b class="num">1.</b> [[good]], [[serviceable]], [[Ἰθάκη]] ἀγαθὴ [[κουροτρόφος]] Od.; ἀγ. τοῖς τοκεῦσι, τῇ πόλει Xen.; c. gen., εἴ τι [[οἶδα]] πυρετοῦ ἀγ. [[good]] for [[fever]], Xen.; ἀγαθόν [ἐστι], c. inf., it is [[good]] to do so and so, Hom., etc.<br /><b class="num">2.</b> ἀγαθόν, τό, a [[good]], of persons, φίλον, ὃ μέγιστον ἀγ. [[εἶναι]] φασι Xen.; ἐπ' ἀγαθῷ τοῖς πολίταις Ar.; τὸ ἀγαθόν or [[τἀγαθόν]], the [[good]], [[summum bonum]], Plat., etc.; in plural, ἀγαθά, τά, the [[goods]] of [[fortune]], [[wealth]], Hdt., etc.; also [[good]] qualities, of a [[horse]], Xen.<br /><b class="num">III.</b> [[instead]] of the [[regular]] degrees of [[comparison]], [[many]] forms are used,—comp. [[ἀμείνων]], [[ἀρείων]], [[βελτίων]], [[κρείσσων]], [[λωΐων]], epic [[βέλτερος]], [[λωΐτερος]], [[φέρτερος]];— Sup. [[ἄριστος]], [[βέλτιστος]], [[λῷστος]], [[κράτιστος]], [[λώϊστος]], epic [[βέλτατος]], [[κάρτιστος]], [[φέρτατος]], [[φέριστος]].<br /><b class="num">IV.</b> the adv. is [[usually]] εὖ: [[ἀγαθῶς]] in [[late]] writers. | |||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''ἀγαθός''': {agathós}<br />'''Meaning''': [[gut]], [[tüchtig]], [[trefflich]] im weitesten Sinn von Personen und Sachen, allgemein seit Hom.<br />'''Etymology''': Unerklärt. Seit Legerlotz KZ 8, 416 (zuletzt Bartoli Arch. glottol. it. 32, 97ff.) vergleicht man oft die germ. Sippe got. ''goþs'', nhd. ''gut'', mnd. ''gaden'' [[passen]] usw., ferner (Bezzenberger BB 13, 243) aksl. ''godъ'' ‘(rechte) Zeit’, ''goditi'' [[gefallen]] und — in der Annahme einer ursprünglichen Bed. [[umklammern]], [[festhalten]] — aind. ''gádhya''- [[was festzuhalten ist]] usw. (wozu ferner auch [[ἀγαθίς]] [[Knäuel]] aus *''sm̥''-''ghadhi''-); alles höchst unsicher. — Eine Grundform *''ghadh''- hätte eigentlich zu ἀκαθός führen müssen, einer Form die tatsächlich in [[ἀκαθόν]]· ἀγαθόν H. vorliegt. Das -γ- wäre nach Güntert BphW 37, 263 sekundär nach ἀγα- eingetreten. Nach Specht Ursprung 256 und Havers Sprachtabu 56 ist die ten. aspirata θ durch Gefühlsbetonung verursacht (?). Weitere Lit. bei Bq und WP. 1, 531ff., 834. S. auch [[χάσιος]]. Von [[ἀγαθός]] werden in älterer Zeit keine Ableitungen gebildet. Erst seit dem Hellenismus (namentlich in der Septuaginta) erscheinen [[ἀγαθότης]], [[ἀγαθωσύνη]]; [[ἀγαθόω]] mit [[ἀγάθωμα]], [[ἀγαθύνω]] mit ἀγάθυνσις (früher dafür [[ἀρετή]], [[ἀνδρεία]] usw.). Auch die Zusammensetzungen sind fast ausnahmslos spät (früher und allg. εὐ-).<br />'''Page''' 1,5-6 | |||
}} | |||
{{Chinese | |||
|sngr='''原文音譯''':¢gaqÒj 阿瓜拖士<br />'''詞類次數''':形容詞(102)<br />'''原文字根''':善的 相當於: ([[טָבַב]]‎ / [[טִבָּה]]‎ / [[טֹוב]]‎ / [[טֹובָה]]‎)<br />'''字義溯源''':善的*,完全的,完美的,正直的,親切的,善良的,良善的,純善的,好人,好的,益處,無虧的,美好的,有益的,美褔,美食,仁人,財物。這字用來描寫人,就說:好人( 太20:15),描寫事,物,就說:良善的( 路19:17),描寫行為,便說:無虧的( 彼前3:16),本書譯為:純善的。神的本性乃是絕對的良善,主耶穌說,除了神一位之外,再沒有良善的( 可10:18; 路18:19)<br />'''同源字''':1) ([[ἀγαθοεργέω]])去行善 2) ([[ἀγαθοποιέω]])作行好者 3) ([[ἀγαθοποιΐα]])好行為 4) ([[ἀγαθοποιός]])善的 5) ([[ἀγαθωσύνη]])良善 6) ([[ἀφιλάγαθος]])不愛良善 7) ([[φιλάγαθος]])喜愛良善<br />'''同義字''':1) ([[ἀγαθός]] / [[ἀγαθοεργός]])善的 2) ([[καλός]])美好的,好 3) ([[χρηστός]])合用的,恩慈<br />'''出現次數''':總共(102);太(16);可(4);路(16);約(3);徒(3);羅(21);林後(2);加(2);弗(4);腓(1);西(1);帖前(2);帖後(2);提前(4);提後(2);多(4);門(2);來(3);雅(2);彼前(7);約叄(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 善(37) 太12:35; 太12:35; 太12:35; 太19:16; 太19:17; 太22:10; 可3:4; 路6:45; 路6:45; 路6:45; 徒9:36; 羅2:7; 羅2:10; 羅7:18; 羅7:19; 羅9:11; 羅12:21; 羅13:3; 羅13:3; 羅14:16; 羅16:19; 林後5:10; 林後9:8; 加6:10; 弗2:10; 腓1:6; 西1:10; 提前2:10; 提前5:10; 提後2:21; 提後3:17; 多1:16; 多3:1; 雅3:17; 彼前3:11; 彼前3:13; 約叄1:11;<br />2) 好(7) 太7:11; 太7:17; 太7:18; 路8:8; 徒11:24; 彼前3:10; 彼前3:16;<br />3) 良善(6) 太25:21; 太25:23; 羅7:13; 帖前5:15; 多2:5; 多2:10;<br />4) 良善的(6) 可10:17; 可10:18; 路18:18; 路18:19; 路18:19; 路19:17;<br />5) 善的(5) 太19:17; 約5:29; 羅7:12; 羅7:13; 羅12:9;<br />6) 善良(3) 路23:50; 羅12:2; 彼前2:18;<br />7) 好的(3) 路10:42; 路11:13; 約1:46;<br />8) 好人(3) 太5:45; 太20:15; 約7:12;<br />9) 純善的(3) 徒23:1; 提前1:5; 彼前3:16;<br />10) 善事(3) 羅3:8; 弗6:8; 來13:21;<br />11) 財物(2) 路12:18; 路12:19;<br />12) 益處(2) 羅8:28; 羅15:2;<br />13) 無虧的(1) 提前1:19;<br />14) 美好的(1) 帖後2:17;<br />15) 美好(1) 帖後2:16;<br />16) 親切的(1) 帖前3:6;<br />17) 善事的(1) 門1:6;<br />18) 善意(1) 門1:14;<br />19) 有純善的(1) 彼前3:21;<br />20) 美善的(1) 雅1:17;<br />21) 美事的(1) 來10:1;<br />22) 美事(1) 來9:11;<br />23) 善言(1) 弗4:29;<br />24) 美物(1) 加6:6;<br />25) 好話(1) 太12:34;<br />26) 是良善的(1) 可10:18;<br />27) 福(1) 路16:25;<br />28) 用美食(1) 路1:53;<br />29) 好東西(1) 太7:11;<br />30) 仁人(1) 羅5:7;<br />31) 善良的(1) 路8:15;<br />32) 有益的(1) 羅13:4;<br />33) 喜信(1) 羅10:15;<br />34) 正當的(1) 弗4:28 | |||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[brave]], [[excellent]], [[good]], [[honest]], [[noble]], [[skilful]] | |||
}} | }} | ||
{{ | {{mantoulidis | ||
| | |mantxt=(=[[καλός]], [[ἀνδρεῖος]], [[ἄξιος]]). Ἀβέβαιη ἡ [[ἐτυμολογία]] του. | ||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=-όν [[benéfico]], [[favorable]] de divinidades ἐπικαλοῦμαί σε, κύριε, ἵνα μοι φανῇς ἀγαθῇ μορφῇ <b class="b3">te invoco, señor, para que te aparezcas a mí con forma benéfica</b> P XIII 72 P XIII 616 ἀγαθέ, φύλαξον τὴν δούλην σου ἀπὸ πάσης νόσου <b class="b3">(oh bueno! guarda a tu esclava de toda enfermedad</b> C 5c 3 κύριοι ἄγγελοι καὶ ἀγαθοί <b class="b3">ángeles soberanos y buenos</b> SM 11 10 | |||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=(<i>comp.</i> <i>compare</i> ἀμείνων, βελτίων, <i>sup.</i> <i>above</i> ἄριστος, βέλτιστος, <i>in his vocibus</i> <i>in these words</i>), ''[[bonus]]'', [[good]].<br><i>de hominibus</i>, <i>concerning men</i> ''[[praestans]], [[excellens in suo genere]]'', [[outstanding]], [[excellent in its kind]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.86.3/ 1.86.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.100.8/ 2.100.8], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.42.5/ 3.42.5], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.56.7/ 3.56.7], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.57.1/ 3.57.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.81.3/ 4.81.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.126.2/ 4.126.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.60.5/ 5.60.5],<br><i>item</i> <i>likewise</i> [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:Thuc.%205.69.1/ 5.69.1]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.9.2/ 6.9.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.14.1/ 6.14.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.24.4/ 8.24.4], [Gr. κἀγαθῶν]<br>''[[fortis]]'', [[brave]], [[strong]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.120.1/ 1.120.1]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.87.9/ 2.87.9], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.40.2/ 4.40.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:Thuc.%204.40.2/ 4.40.2] 95 [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.69.2/ 5.69.2], <i>modo</i> <i>just now</i><br>''[[fortem]]'', [[brave]], <i>modo</i> <i>just now</i> ''[[omnino bonum]]'', [[absolutely good]] <i>s.</i> <i>supply</i> ''[[eximium se praebere]]'', to [[show oneself outstanding]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.86.1/ 1.86.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:Thuc.%201.86.1/ 1.86.1][https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.35.1/ 2.35.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.54.3/ 3.54.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.64.2/ 3.64.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.92.7/ 4.92.7], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.9.9/ 5.9.9], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:Thuc.%205.9.9/ 5.9.9][https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.77.7/ 7.77.7],<br>''[[honestus]], [[innocens]]'', [[honorable]], [[blameless]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.37.5/ 1.37.5], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.82.7/ 3.82.7],<br><i>Honorifice</i>, <i>honorifically</i> [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.129.3/ 1.129.3],<br>''[[viri fortis]].'', [[of a brave man]]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.40.1/ 6.40.1],<br>''[[optimates]].'', [[aristocrats]]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.48.6/ 8.48.6],<br>''[[bonos honestosque]].'', [[the good and honorable]].<br><i>de rebus</i>, <i>concerning matters</i> ''[[commodus]]'', [[convenient]], [[suitable]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.80.1/ 1.80.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.44.2/ 3.44.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.48.2/ 3.48.2],<br>''[[prosperus]]'', [[favorable]], [[propitious]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.82.2/ 3.82.2],<br>''[[quod felix faustumque sit]]'', [[may it be happy and propitious]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.118.11/ 4.118.11],<br>''[[fortis]]'', [[brave]], [[strong]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.63.3/ 5.63.3],<br>''[[probus]]'', [[honest]], [[upright]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.67.6/ 3.67.6],<br>''[[bonum]], [[commodum]]'', [[good]], [[benefit]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.121.4/ 1.121.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.41.4/ 2.41.4], [<i>in malis codd.</i> <i>in poor manuscripts</i> καὶ ἀγ.<i>cf. Popp. adn.</i> <i>compare Poppo's note</i> [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.90.1/ 3.90.1]] [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.42.3/ 3.42.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.43.1/ 3.43.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:Thuc.%203.43.5/ 3.43.5], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.44.2/ 3.44.2]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.43.2/ 3.43.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:Thuc.%203.43.3/ 3.43.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.17.4/ 4.17.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.18.4/ 4.18.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.20.4/ 4.20.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.28.5/ 4.28.5], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.62.1/ 4.62.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:Thuc.%204.62.2/ 4.62.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.64.5/ 4.64.5], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.87.3/ 4.87.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.120.3/ 4.120.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.126.4/ 4.126.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.90.1/ 5.90.1],<br>''[[bonum]], [[beneficium]], [[officium]]'', [[good deed]], [[kindness]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.137.4/ 1.137.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:Thuc.%201.137.4/ 1.137.4][https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.37.1/ 2.37.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.52.4/ 3.52.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.54.1/ 3.54.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.68.1/ 3.68.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:Thuc.%203.68.1/ 3.68.1]<br>ἐπ᾽ ἀγαθῷ, ''[[bono consilio]]'', [[with good judgment]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.131.1/ 1.131.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.17.2/ 2.17.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.87.2/ 4.87.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.92.10/ 8.92.10],<br>''[[cum alicuius emolumento]]'', [[for someone's advantage]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.114.3/ 4.114.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.27.2/ 5.27.2], ''[[bona terrae]]'', [[the good things of the earth]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.82.1/ 1.82.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.38.2/ 2.38.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.61.3/ 4.61.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.74.2/ 4.74.2]. | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[good]]=== | |||
Afrikaans: goed; Albanian: mirë; Alviri-Vidari: ودر; Ambonese Malay: bai, ae; Amharic: ጥሩ; Arabic: حَسَن, جَيِّد, طَيِّب; Egyptian Arabic: كويس; Moroccan Arabic: مزِيان ملِيح; Tunisian Arabic: باهي; Aramaic: טבא; Armenian: լավ, բարի; Aromanian: bun, bunã; Assamese: ভাল; Asturian: bonu; Azerbaijani: yaxşı, xeyir, xoş; Bashkir: яҡшы; Belarusian: добры; Bengali: ভাল; Bikol Central: marhay; Bulgarian: добъ́р; Burmese: ကောင်း; Catalan: bo, bon; Cebuano: maayo; Chamicuro: pewa; Chickasaw: chokma; Chinese Dungan: хо; Mandarin: 好, 良; Min Dong: 好; Coptic: ⲁⲅⲁⲑⲟⲥ; Czech: dobrý; Dalmatian: bun, buna; Danish: god, godt; Dutch: [[goed]]; Eastern Bontoc: ammay; Esperanto: bona; Estonian: hea; Faliscan: dueno; Faroese: góður; Finnish: hyvä; Franco-Provençal: bon; French: [[bon]], [[bonne]]; Friulian: bon; Galician: bo, boa; Georgian: კარგი; German: [[gut]]; Gothic: 𐌲𐍉𐌸𐍃, 𐌸𐌹𐌿𐌸𐌴𐌹𐌲𐍃; Greek: [[καλός]], [[αγαθός]]; Ancient Greek: [[ἀγαθός]], [[ἐσθλός]]; Gujarati: સારું; Haitian Creole: bon; Hebrew: טוֹב; Hindi: अच्छा, भला, उत्तम, नेक, खूब, ख़ूब, नीति; Hungarian: jó; Icelandic: góður, góð, gott; Ido: benigna, bona; Ilocano: naimbag; Indonesian: baik; Ingrian: hüvä; Irish: maith; Istro-Romanian: bur; Italian: [[buono]]; Japanese: 良い, いい, 善意の; Kannada: ಉತ್ತಮ; Kazakh: жақсы; Khmer: ល្អ; Kikuyu: -ega; Korean: 좋다; Kumyk: яхшы; Kyrgyz: жакшы; Ladin: bon; Lao: ດີ; Latgalian: lobs; Latin: [[bonus]]; Latvian: labs; Lithuanian: geras; Livonian: jõvā; Lombard: bón; Luxembourgish: gutt; Lü: ᦡᦲ; Macedonian: добар; Malay: baik; Malayalam: നല്ലത്; Maltese: tajjeb; Maori: pai; Marathi: चांगला, चांगली, चांगले, भला, भली, भले; Mazanderani: خار; Middle Persian: 𐭭𐭩𐭪; Mongolian: сайн; Mòcheno: guat; Navajo: yáʼátʼééh; North Frisian: gödj; Northern Kankanay: gawis; Northern Thai: ᨯᩦ; Norwegian: god, godt; Occitan: bon; Old Church Slavonic: добръ; Old Frisian: gōd; Old Norse: góðr; Old Turkic: 𐰓𐰏𐰇; Ossetian: хорз; Pashto: ښه; Persian: خوب, نیک; Plautdietsch: goot; Polish: dobry; Portuguese: [[bom]]; Quechua: allin; Romanian: bun, bună; Romansch: bun; Russian: [[хороший]], [[добрый]]; Sanskrit: साधु, सु-; Scots: guid; Scottish Gaelic: math; Serbo-Croatian Cyrillic: до̏бар; Roman: dȍbar; Shan: လီ; Sicilian: bonu; Sinhalese: හොඳ; Slovak: dobrý; Slovene: dóber; Sorbian Lower Sorbian: dobry; Upper Sorbian: dobry; Southern Kalinga: mamfaru; Spanish: [[bueno]]; Sundanese: hadé; Swahili: nzuri; Swedish: god, gott, bra; Sylheti: ꠜꠣꠟꠣ; Tagalog: mabuti, mabait; Tai Tajik: хуб; Talysh: چاک; Tamil: நன்மை; Tatar: яхшы; Telugu: మంచి, నీతి; Thai: ดี, ดี ๆ; Tibetan: བཟང; Tok Pisin: gutpela; Turkish: iyi; Turkmen: gowy, ýagşy; Tzotzil: lek; Ugaritic: 𐎉𐎁; Ukrainian: добрий, хороший, гарний; Urdu: اچھا, بهلا; Uyghur: ياخشى; Uzbek: yaxshi; Venetian: bon; Vietnamese: tốt, hay, tuyệt; Vilamovian: güt; Votic: üvä; Walloon: bon; Waray-Waray: maupay; Welsh: da; West Frisian: goed; White Hmong: zoo; Yagnobi: хуб; Yakut: үчүгэй; Yiddish: גוט; Zazaki: weş; Zealandic: goed; Zhuang: ndei | |||
===[[brave]]=== | |||
Afrikaans: dapper, braaf; Albanian: i guximshëm; Arabic: شُجَاع, جَرِيء, جَسُور; Egyptian Arabic: شجيع; Armenian: քաջ; Aromanian: gioni; Asturian: bravu, valiente; Azerbaijani: cəsur, mərd, comərd, ürəkli; Bashkir: батыр, ҡыйыу; Basque: ausart; Belarusian: храбры, адважны, смелы; Bengali: সাহসী; Breton: kaloneg; Bulgarian: храбър, смел; Burmese: ရဲရင့်, သတ္တိကောင်း; Catalan: valent, coratjós, audaç; Chechen: майра; Cherokee: ᏧᎵᏨᏯᏍᏗ; Chinese Gan: 勇敢, 有量, 猛, 敢, 俹/𱎫; Mandarin: 勇敢; Czech: odvážný, statečný; Danish: modig; Dutch: [[moedig]]; Esperanto: brava, kuraĝa; Estonian: vapper, vahva, julge; Faroese: djarvur; Finnish: rohkea, urhea, reipas; French: [[courageux]]; Friulian: di fiât; Galician: bravo, valente; Georgian: გამბედავი, მამაცი, გულადი, გაბედული, ვაჟკაცი, გულოვანი; German: [[tapfer]], [[mutig]]; Greek: [[γενναίος]], [[θαρραλέος]]; Ancient Greek: [[ἀγαθός]], [[ἀγανόρειος]], [[ἀγασός]], [[ἀγηνόρειος]], [[ἀγήνωρ]], [[ἀδείλανδρος]], [[ἀζαθός]], [[ἀλκήεις]], [[ἄλκιμος]], [[ἀνδρεῖος]], [[ἀνδρήιος]], [[ἀνόρεος]], [[ἀρρενῶδες]], [[ἀρρενώδης]], [[εἰνάρετος]], [[ἐνάρετος]], [[ἐσθλός]], [[ἐσλός]], [[ἔσλος]], [[εὐθαρσής]], [[εὐκάρδιος]], [[ἐύς]], [[ἐΰς]], [[εὐτλήμων]], [[εὔτολμος]], [[εὔψυχος]], [[ἠΰς]], [[θαρσητικός]], [[θρασύς]], [[θρασύσπλαγχνος]], [[θυμοειδής]], [[ἰνάρετος]], [[ἰσχυροκάρδιος]], [[κινδυνευτής]], [[κρατερόφρων]], [[μεγαθαρσής]], [[μεγαλήτωρ]], [[μεγαλόθυμος]], [[μεγαλοθύμων]], [[μεγαλόφρων]], [[πανθαρσής]], [[περίσπλαγχνος]], [[ταλαίφρων]], [[ταλακάρδιος]], [[ταλαύρινος]], [[τλάθυμος]], [[τλάμων]], [[τλήθυμος]], [[τλήμων]], [[τολμάεις]], [[τολμήεις]], [[τολμῆεν]], [[τολμήεσσα]], [[τολμῇν]], [[τολμηρός]], [[τολμῇς]], [[τολμῇσσα]], [[φαρυμός]]; Haitian Creole: brav; Hawaiian: koa; Hebrew: אַמִּיץ, אמיצה; Hindi: बहादुर, व्यकित; Hungarian: bátor; Icelandic: hugrakkur; Ido: brava, kurajoza; Igbo: ebube; Indonesian: berani; Ingush: майра; Irish: calma, misniúil, cróga, móruchtúil, fearúil; Italian: [[coraggioso]], [[ardito]], [[baldo]], [[audace]], [[valoroso]], [[impavido]]; Japanese: 勇敢な, 勇気ある, 勇猛な, 雄々しい; Javanese: wani; Kazakh: ержүрек, батыл, батыр, дәділ; Khmer: ក្លាហាន; Korean: 용감하다; Kurdish Central Kurdish: ئازا, قارەمان; Kyrgyz: кайраттуу, жүрөктүү, батымдуу; Ladino: korajozo; Lao: ກຳແຫງ, ກ້າຫານ, ກ້າ; Latin: [[animosus]], [[fortis]], [[magnanimus]]; Latvian: drosmīgs, drošs; Lithuanian: drąsus; Luxembourgish: daper, couragéiert; Macedonian: храбар, смел; Malay: berani; Malayalam: ധീര, ധൈര്യമുള്ള; Maltese: kuraġġuż; Manchu: ᠪᠠᡨᡠ᠋ᡵᡠ; Maori: hautoa, māia, toa; Marathi: चातुर्य; Middle English: doughty; Mongolian: эрэлхэг, зоригтой; Norman: brave; Norwegian: modig; Occitan: coratjós, valent; Ojibwe: zoongide'e; Old English: beald; Old Javanese: wani; Ottawa: aakde'e, zoongde'e; Ottoman Turkish: قوچاق; Persian: شجاع, دلیر, نیو; Plautdietsch: brow; Polish: odważny, chrobry, dzielny; Portuguese: [[bravo]], [[valente]], [[corajoso]]; Romanian: curajos, brav; Russian: [[храбрый]], [[смелый]], [[отважный]], [[бесстрашный]], [[бравый]]; Scots: wicht; Scottish Gaelic: misneachail, tapaidh; Serbo-Croatian Cyrillic: храбар; Roman: hrabar; Sicilian: curaggiusu; Slovak: odvážny, statočný; Slovene: pogumen, hraber; Somali: geesi; Southern Altai: јӱректӱ; Spanish: [[valiente]], [[valeroso]], [[corajudo]]; Swahili: jasiri; Swedish: modig; Tagalog: matapang; Tajik: шуҷоъ, далер, диловар, шуҷоатманд; Tamil: தைரியசாலி; Telugu: ధైర్యమైన; Thai: กล้าหาญ, กล้า; Tibetan: བློ་ཁོག་ཆེན་པོ; Turkish: cesur, mert, korkusuz, yürekli, cesaretli; Turkmen: batyr, mert; Tuvan: эккер-эрес, кайгал, дидим; Ukrainian: хоробрий, відважний, сміливий; Urdu: بهادر; Uyghur: باتۇر, قورقماس, جەسۇر, مەرد; Uzbek: jasur, mard, botir, dovyurak; Vietnamese: dũng cảm), mạnh dạn, mạnh bạo, gan dạ; Volapük: kuradik; Walloon: coraedjeus, bråve, franc; Welsh: dewr, gwrdd, gwrol, eofn, glew; Yiddish: העלדיש, מוטיק; Zulu: -nesibindi | |||
===[[virtuous]]=== | |||
Arabic: فَاضِل; Armenian: առաքինի; Belarusian: дабрадзейны, цнотлівы, цнотны; Bengali: নেক, ফাজেল; Bulgarian: добродетелен, целомъ́дрен; Catalan: virtuós; Chinese Mandarin: 有道德的, 有德行的, 貞/贞; Czech: ctnostný; Danish: dydig; Dutch: [[deugdzaam]]; Esperanto: virta; French: [[vertueux]]; Galician: virtuoso; Georgian: სათნო, უმანკო, უმწიკვლო; German: [[züchtig]], [[tugendhaft]], [[tugendsam]]; Greek: [[ηθικός]], [[ενάρετος]]; Ancient Greek: [[ἀγαθός]], [[ἄμεμπτος]], [[ἀρεταφόρος]], [[ἀρετηφόρος]], [[εἰνάρετος]], [[ἐνάρετος]], [[ἰνάρετος]], [[καλός]], [[κατορθωτικός]], [[σπουδαῖος]], [[ὑγιής]], [[φιλάρετος]], [[χρηστός]]; Ido: vertuoza; Italian: [[virtuoso]]; Latin: [[probus]]; Latvian: tikumīgs, šķīsts; Macedonian: добродетелен, доблестен; Maori: tapatahi, ngākaupai; Navajo: yáʼátʼéehii; Norwegian Bokmål: dydig; Occitan: virtuós; Old High German: chiusce; Plautdietsch: sitlich; Polish: cnotliwy; Portuguese: [[virtuoso]], [[nobre]], [[digno]]; Romanian: virtuos; Russian: [[добродетельный]], [[целомудренный]]; Sanskrit: गुणज्ञ; Serbo-Croatian Cyrillic: вр̏лӣ; Roman: vȑlī; Slovak: cnostný; Slovene: čednosten; Spanish: [[virtuoso]]; Swedish: dygdig, dygdesam; Turkish: erdemli, faziletli; Ukrainian: доброчесний, цнотливий, чеснотливий | |||
}} | }} |
Latest revision as of 15:31, 16 November 2024
English (LSJ)
[ᾰγ], ή, όν, Lacon. ἀγασός Ar.Lys.1301, Cypr. ἀζαθός GDI57:—
A good:
I of persons,
1 well-born, gentle, opp. κακός, δειλός, οἷά τε τοῖς ἀγαθοῖσι παραδρώωσι χέρηες Od.15.324, cf. Il.1.275; ἀφνειός τ' ἀ. τε Il.13.664, cf. Od.18.276; πατρὸς δ' εἴμ' ἀγαθοῖο, θεὰ δέ με γείνατο μήτηρ Il.21.109, cf. Od.4.611; κακὸς ἐξ ἀ. Thgn.190, cf. 57 sq.; πραῢς ἀστοῖς, οὐ φθονέων ἀγαθοῖς Pi.P. 3.71, cf. 2.96, 4.285; τίς ἂν εὔπατρις ὧδε βλάστοι; οὐδεὶς τῶν ἀ. κτλ. S.El.1082; οἵ τ' ἀ. πρὸς τῶν ἀγενῶν κατανικῶνται Id.Fr.84; τοὺς εὐγενεῖς γὰρ κἀγαθοὺς.. φιλεῖ Ἄρης ἐναίρειν ib.649, cf. E.Alc.600, al.: ἀγαθοὶ καὶ ἐξ ἀγαθῶν Pl.Phdr.274a:—in political sense, aristocrats, especially in the phrase καλοὶ κἀγαθοί (v. sub καλοκἀγαθός).
2 brave, valiant, since courage was attributed to Chiefs and Nobles, Il.1.131, al.; τῷ κ' ἀγαθὸς μὲν ἔπεφν', ἀγαθὸν δέ κεν ἐξενάριξεν 21.280; cf. Hdt.5.109, etc.
3 good, capable, in reference to ability, ἀ. βασιλεύς Il.3.179; ἰητήρ 2.732; θεράπων 16.165, 17.388; πύκτης Xenoph.2.15; ἰητρός Hp.Prog.1; προβατογνώμων A.Ag. 795; ἄρχοντες Democr.266: freq. with qualifying words, ἀ. ἐν ὑσμίνῃ Il.13.314; βοὴν ἀγαθός = good at the war cry 2.408,563, al.; πύξ Od.11.300; βίην Il.6.478; γνώμην S.OT687; πᾶσαν ἀρετήν Pl.Lg.899b, cf. Alc.1.124e; τέχνην Id.Prt.323b; τὰ πολέμια, τὰ πολιτικά, Hdt.9.122, Pl.Grg. 516b, etc.: more rarely c. dat., ἀ. πολέμῳ X.Oec.4.15: with Preps., ἄνδρες ἀ. περὶ τὸ πλῆθος Lys.13.2; εἴς τι Pl.Alc.1.125a; πρός τι Id.R.407e: c. inf., ἀ. μάχεσθαι Hdt.1.136; ἱππεύεσθαι 1.79; ἀγαθὸς ἱστάναι = good at weighing, Pl.Prt. 356b.
4 good, in moral sense, first in Thgn.438, cf. Heraclit.104, S.El.1082, X.Mem.1.7.1, Pl.Ap.41d, etc.; ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος = the whole universe is the fatherland of a good soul Democr.247: freq. with other Adjs., ὁ πιστὸς κἀγαθός S.Tr.541; δικαίων κἀγαθῶν ib.1050:—ironical, τὸν ἀ. Κρέοντα Id.Ant.31.
5 ὦ ἀγαθέ, my good friend, as a term of gentle remonstrance, Pl.Prt. 311a, etc.
6 ἀγαθὸς δαίμων, v. sub δαίμων; ἀγαθὴ τύχη, v. sub τύχη; ἀγαθὸς θεός = Lat. bona dea, Plu.Caes.9, Cic.19.
II of things,
1 good, serviceable, Ἰθάκη.. ἀ. κουροτρόφος Od.9.27, etc.; ἀ. τοῖς τοκεῦσι, τῇ πόλει X.Cyn.13.17: c. gen., εἴ τι οἶδα πυρετοῦ ἀ. good for it, Id.Mem.3.8.3; ἑλκῶν Thphr. HP 9.11.1.
2 of outward circumstances, αἰδὼς οὐκ ἀ. κεχρημένῳ ἀνδρὶ παρεῖναι Od.17.347; εἰπεῖν εἰς ἀγαθόν = to good purpose, Il.9.102; ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ = he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end, 11.789; οὐκ ἀγαθὸν πολυκοιρανίη 2.204:—ἀγαθὸν ἐστι, c. inf., it is good to do so and so, Il.7.282, 24.130, Od.3.196, etc.
3 morally good, πρῆξις Democr.177; ἔργα Emp.112.2, cf. Ep.Rom.2.7, etc.
4 ἀγαθόν, τό, good, blessing, benefit, of persons or things, ὦ μέγα ἀ. σὺ τοῖς φίλοις X.Cyr.5.3.20; φίλον, ὃ μέγιστον ἀ. εἶναί φασι Id.Mem.2.4.2, cf. Ar.Ra.74, etc; as term of endearment for a baby, blessing!, treasure!, Men.Sam.28:—ἀγαθὸν τινα δεδρακέναι, ἀγαθὸν τινα πεποιηκέναι = confer a benefit on... Th.3.68, Lys.13.92; ἐπ' ἀγαθῷ τινος for one's good, Th.5.27, X.Cyr.7.4.3; ἐπ' ἀ. τοῖς πολίταις Ar.Ra.1487; οὐκ ἐπ' ἀγαθῷ = for no good end, Th.1.131; ἐπ' οὐδενὶ ἀ. τῆς Ἑλλάδος X.HG5.2.35:—in pl., ἡ ἐπ' ἀγαθοῖς γεναμένη (sic) κατασπορά PFlor.21.10 (iii A.D.):—τὸ ἀγαθόν or τἀγαθόν., the good, Epich.171.5, cf. Pl.R. 506b, 508e, Arist.Metaph.1091a31, etc.:—in pl., ἀγαθά, τά, goods of fortune, treasures, wealth, Hdt.2.172, Lys.13.91, X.Mem.1.2.63, etc.; ἀγαθὰ πράττειν = fare well, Ar.Av.1706; also, good things, dainties, Thgn.1000, Ar.Ach.873, etc.: good qualities, τοῖς ἀ., οἷς ἔχομεν ἐν τῇ ψυχῇ Isoc.8.32, cf. Democr.37; good points, of a horse, εἰ τἄλλα πάντα ἀ. ἔχοι, κακόπους δ' εἴη X.Eq. 1.2.
III Comp. and Sup. are usually supplied from other stems, viz. Comp. ἀμείνων, ἀρείων, βελτίων, κρείσσων (κάρρων), λωΐων (λὥων), Ep. βέλτερος, λωΐτερος, φέρτερος:—Sup. ἄριστος, βέλτιστος, λῷστος, κράτιστος, λώϊστος (λῷστος), Ep. βέλτατος, κάρτιστος, φέρτατος, φέριστος:—later, reg. Comp. ἀγαθώτερος LXX Jd.11.25, 15.2, D.S.8Fr.12, Plot. 5.5.9, Diod.Rh.p.53.9H.: Sup. ἀγαθώτατος D.S.16.85, Hld.5.15, etc. (ἀγαθότατος POxy.1757.26 (ii A.D.)).
IV Adv. usually εὖ, q.v.: ἀγαθῶς Hp.Off.9, Arist.Rh.1388b6, LXX 1 Ki.20.7. (Etym. dub. (ὅτι ἄγει ἡμᾶς ἐπὶ τὸν ὀρθὸν βίον Stoic. 3.49); perhaps cognate with ἄγαμαι, hence admirable.)
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Alolema(s): lacon. ἀγασός Ar.Lys.1301; chipr. ἀζαθός IChS.220.4 (Idalion IV a.C.), IChS.335.3, Nym.Kafizin 135c, 198 (ambas III a.C.); ἀκαθός Hsch.
• Prosodia: [ᾰγᾰ-]
• Morfología: compar. ἀγαθώτερος LXX Id.11.25, 15.2, D.S.8.12; sup. ἀγαθώτατος D.S.16.85, Hld.5.15.2, Herenn.Phil.Hist.4, PSarap.90.4, ἀγαθέστατε Hyp.Fr.219b, pero normalmente los grados se forman sobre temas diferentes: compar. ἀμείνων, ἀρείων, βελτίων, βέλτερος, κρείσσων, κρείττων, κάρρων, λωΐων, λῴων, λωΐτερος, φέρτερος; sup. ἄριστος, βέλτιστος, βέλτατος, κράτιστος, κάρτιστος, λώϊστος, λῷστος, φέρτατος, φέριστος
A de pers.
I en rel. a proezas o habilidades
1 valiente, esforzado, excelente, bravo, bueno en la guerra ἀγαθός περ ἐών de Aquiles Il.1.131, 19.155, cf. 24.53, de Agamenón Il.1.275, de Zeus Il.15.185, τοῦ δ' ἀγαθοῦ οὔτ' ἂρ τρέπεται χρώς Il.13.284, τῶν μὲν γὰρ πάντων βέλε' ἅπτεται ὅστις ἀφήῃ ἢ κακὸς ἢ ἀγαθός Il.17.631-2, παύροισι καὶ οὐκ ἀγαθοῖσιν Od.18.383, τοὺς εὐγενεῖς γὰρ κἀγαθοὺς ... φιλεῖ Ἄρης ἐναίρειν S.Fr.724.1, cf. Hdt.1.95, 169, ξύμμαχοι Th.1.86.3, cf. 1.86.1, 120.3, παλαιοὶ ἄνδρες ἀγαθοί antiguos héroes Pl.Prt.326a
•c. ac. de rel. βοὴν ἀγαθός = bueno para lanzar el grito de guerra, Il.13.123, 15.671, 17.1, βίην ἀγαθός Il.6.478, τὰ πολέμια Hdt.9.122
•c. dat. limitativo ἀγαθὸς δὲ καὶ ἐν σταδίῃ ὑσμίνῃ Il.13.314, πολέμῳ X.Oec.4.15
•c. inf. ἀγαθὸς δὲ μάχεσθαι Hes.Fr.25.37
•ἥρωες ἀγαθοί SEG 36.854 (Selinunte III a.C.), cf. IUrb.Rom.301 (imper.), 373, οἱ ἀγαθοὶ ἄνδρες los caídos por la patria, Thasos 141.3 (II a.C.).
2 rel. c. técnicas u oficios hábil, diestro, experto, bueno ἰητήρ Il.2.732, Hp.Prog.1, μάντις Pi.O.6.17, ἐλατήρ h.Ap.232, προβατογνώμων A.A.795, ἱππεῖς Th.2.100, πύκτης Xenoph.2.15, αὐλητής Pl.Prt.323a, Smp.215c, γεωργός Pl.Euthphr.2d
•c. adv. πὺξ ἀγαθός Il.3.237
•c. inf. ἱππεύεσθαι Hdt.1.79, ἱστάναι Pl.Prt.356a.
3 más gener. provechoso, benéfico, bueno πῆμα κακὸς γείτων, ὅσσον τ' ἀγαθὸς μέγ' ὄνειαρ Hes.Op.346, ἀνήρ LXX 2Ma.15.12, Arr.Epict.3.24.51, τῷ ἐμῷ ἀγαθῷ καὶ θεοφυλάκτῳ κυρίῳ PLond.113.12d.1 (VI d.C.)
•de personas subordinadas y esclavos servicial ἀνὴρ ἀ. buen súbdito (del Rey), Hdt.3.63, cf. 7.107, 135, c. sent. relig. δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ Eu.Matt.25.21, 23.
4 esp. de dioses favorable, propicio, benéfico como epít. de Hermes SEG 26.137 (Ática IV a.C.), 35.1118 (Éfeso)
•ἀγαθὸς δαίμων = el buen genio al que se brindaba al final del banquete y principio del simposio, protector de la casa y familia σπεῖσον ἀγαθοῦ δαίμονος Ar.Eq.106, cf. 85, Ar.V.525
•convertido, en lit. heleníst. y crist., en un tipo de divinidad benéfica más gener. ἀγαθὸς δαίμων, ἀγαθὸς θεός = dios de salvación, ICr.3.4.8.1 (Itanos III a.C.), SIG 1044.9, ICr.3.4.9.1 (Itanos II a.C.), Ps.Callisth.32.12, de Jesús A.Andr.et Matt.6.p.71.12
•de Nerón divinizado ἀγαθὸς θεός, ἀγαθὸς δαίμων POxy.1021.8 (I d.C.), de la Bona Dea romana ἔστι Ῥωμαίοις θεὸς ἣν Ἀγαθὴν ὀνομάζουσιν Plu.Caes.9
•οἰωνοὶ ἀγαθοί presagios favorables Hes.Fr.240.11, cf. Call.Lau.Pall.124, ἀγαθᾶς τύχας buena suerte A.A.755
•esp. en la fórmula en dat. ἀγαθὴ τύχη = con buena suerte, buena suerte, que el destino sea favorable en leyes, tratados, decretos, SIG 985.1 (Filadelfia, Lidia I a.C.), cf. IChS.220.4, 335.3, Nym.Kafizin ll.cc., POsl.155.10 (II d.C.), v. τύχη
•muy frec. en el encabezamiento o al final de cartas y otros documentos BGU 1283.7 (III a.C.), OBrüss.19.1 (III a.C.), IHerm.Magn.6.5 (I a.C.)
•subst. ἀ. τις ἐπέπταρεν ἐρχομένῳ τοι un ser benéfico, un dios estornudó según pasabas Theoc.18.16.
5 bot. ἀγαθὸς δαίμων = ervato, servato, peucédano o rabo de puerco, Peucedanum officinale L., Ps.Dsc.3.78, Ps.Apul.Herb.95.10.
II 1noble, distinguido, bueno por familia y riqueza πατρὸς δ' ἐξ ἀγαθοῦ Il.14.113, cf. 21.109, δρηστοσύνῃ οὐκ ἄν μοι ἐρίσσειε βροτὸς ἄλλος ... οἷά τε τοῖς ἀγαθοῖσι παραδρώωσι χέρηες Od.15.321-324, cf. 21.335, h.Cer.214, αἵματος ἐξ ἀγαθοῖο Od.4.611, emparejado con el tipo del rico o ἀφνειός: ἀφνειός τ' ἀγαθός τε Il.13.664, 17.576, ἀγαθήν τε γυναῖκα καὶ ἀφνειοῖο θύγατρα Od.18.276, πατέρων ... ἐξ ἀγαθῶν Pi.O.7.91, cf. Hdt.3.71, οἰκίη Hdt.1.107
•subst. οἱ ἀγαθοί = los nobles οὐ φθονέων ἀγαθοῖς Pi.P.3.71, οὐκ ἐρίζων ἀντία τοῖς ἀγαθοῖς Pi.P.4.285, οὐδεὶς τῶν ἀγαθῶν S.El.1082, οἵ γ' ἀ. πρὸς τῶν ἀγενῶν κατανικῶνται S.Fr.84, en compar. ἀμείνων trad. del lat. curulis D.C.53.33.3
•apuntando ya a un sentido «moral» todavía no separado de la nobleza de sangre οἱ πολλοί κακοί, ὀλίγοι δὲ ἀγαθοί Heraclit.B 104, ἀλλὰ διδάσκων οὔποτε ποιήσεις τὸν κακὸν ἄνδρ' ἀγαθόν Thgn.437-8, cf. 436.
2 del aspecto físico apuesto ὄψιν Il.24.632, ἐφάβω, τὰν μορφὰν ἀγαθῶ Theoc.23.2
•de un caballo sano, de buena estampa εἰ τἄλλα πάντα ἀγαθὰ ἔχοι, κακόπους δ' εἴη X.Eq.1.2.
III en una sociedad más evolucionada
1 recto, honrado, bueno en principio en torno al juramento y δίκη: οὐδέ τις εὐόρκου χάρις ἔσσεται, οὐδὲ δικαίου οὐδ' ἀγαθοῦ Hes.Op.191, οὐκ ἀγαθὸς μάρτυς Critias B 44, cf. E.El.378, δίκαιοι κἀγαθοὶ ἄνδρες S.Ph.1050
•más frec. de gobernantes y magistrados honrado, recto, capaz, cabal, de mérito βασιλεύς Il.3.179, Theoc.17.105, ἄρχοντες Democr.B 266, νομοθέται Pl.Prt.326d, Ep.Barn.21.4
•esp. del buen ciudadano el que da y procura los mejores consejos y medios para su ciudad, sin miedo a las objeciones ἀγαθὸς πολίτης Th.3.42, 6.14, 6.9, cf. Pl.Prt.324d
•invirtiendo el concepto arcaico ἀγαθοὶ ἄνδρες demócratas Lys.31.30, uniendo el concepto arcaico con valores intelectuales οἵ γε φρόνιμοι καὶ οἱ ἀνδρεῖοι ἀγαθοί Pl.Grg.498c, cf. 499a
•c. ac. de rel. ἀγαθὸς τὴν γνώμην S.OT 687, πᾶσαν ἀρετήν Pl.Lg.899b, τὰ πολιτικά Pl.Grg.516c, c. dat. ἀγαθὸς μὲν ἔην ἀγορῇ Hes.Fr.25.37, ἀ. νόῳ Hdt.1.60
•οἱ Ἀγαθοί = Los Buenos Ciudadanos tít. de una comedia de Ferécrates, Ath.415c, y de Estratis, Sud.s.u. Στράττις.
2 respecto a esquemas más abstractos moralmente bueno, bueno θεοφιλὴς καὶ ἀνὴρ ἀγαθός Hdt.1.87, ἀνδρῶν ἀγαθῶν S.Ph.718, Pl.Ap.41d, ἀνδρὶ τῷ πάντ' ἀγαθῷ S.Ai.1415, cf. E.Hipp.1294, X.Oec.11.6, μόνον τὸν σοφὸν ἀγαθόν Chrysipp.Stoic.3.20.28, ἀγαθοὶ γὰρ οὐκ ἄξιοι φθόνου Epicur.Sent.Vat.[6] 53, πονηροί τε καὶ ἀγαθοί Eu.Matt.22.10
•del demiurgo bueno, perfecto ἀγαθὸς ἦν Pl.Ti.29e, tb. en lit. heleníst. y crist. de la divinidad, D.Chr.30.26, de Zoroastro ἀγαθῶν ἀγαθώτατος Herenn.Phil.Hist.4.
3 en voc. buen amigo, amigo, querido frec. en crasis con ὦ (ὠγαθέ), como fórmula amistosa de tratamiento, Pl.Euthphr.10a, Cri.48d, Phd.64c, Call.Fr.1.24, sup. ἀγαθέστατε Hyp.Fr.219b, expresando un reproche condescendiente Pl.Prt.311a, Theoc.14.8, irón. denotando burla o desprecio Pl.Grg.471d, 486c, Hp.Ma.285d, 287e.
IV en ciertos clisés (frec. en Atenas)
1 en la frase καλὸς κἀγαθός = de pro, de bien por su valor y posición en la ciudad Τέλλῳ ... παῖδες ἦσαν καλοί τε κἀγαθοί Hdt.1.30, cf. Th.4.40, X.Cyr.4.6.3, Ar.Eq.185, 735, τούς τε καλοὺς κἀγαθοὺς ὀνομαζομένους Th.8.48, cf. X.HG 5.3.9, Oec.11.22, καλὸς κἀγαθὸς εἶναι καὶ παρὰ τοῖς πολίταις εὐδοκιμεῖν Isoc.15.278, καλὸς μὲν κἀγαθὸς ἀνὴρ καὶ τῆς πόλεως καὶ τῆς Ἑλλάδος ἄξιος Isoc.15.138, cf. Arist.Pol.1293b39, καλώ τε καὶ ἀγαθώ X.An.4.1.19
•separados ambos adj. por otras palabras εἰ μέλλει δικαίως τις ἅμα μὲν καλός, ἅμα δὲ ἀγαθός ... κεκλῆσθαι Pl.Ti.88c, καλὸς μὲν γὰρ ἦν καὶ ἀ. ὁ Βρασίδας Plu.Lyc.25
•en sentido moral τῆς (ἀρετῆς) τοῖς καλοῖς κἀγαθοῖς τῶν ἀνδρῶν ἐν ταῖς ψυχαῖς ... ἐγγιγνομένης Isoc.12.183, cf. 15.243, cf. Arist.MM 1207b25.
2 de acciones, sentimientos recto, cabal, propio de un hombre de bien οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι Pl.Ap.21d, πάντα ... ἔμοιγε δοκεῖ τὰ καλὰ καὶ τἀγαθὰ ἀσκητὰ εἶναι X.Mem.1.2.23, cf. Cyr.2.1.17, τῶν καλῶν τε κἀγαθῶν ἔργων X.Mem.2.1.20, καρτερία Pl.La.192c, καρδία Eu.Luc.8.15, μαντεῖαι πολλαὶ καὶ καλαὶ κἀγαθαὶ καὶ ἀληθεῖς D.Ep.1.16.
B de cosas y abstr.
I ref. sobre todo a los medios materiales de subsistencia y a la vida
1 materialmente bueno, de buena calidad, excelente, bueno ζώεις δ' ἀγαθὸν βίον Od.15.491, δαῖτ' ἀγαθὴν κρειῶν τε καὶ οἴνου Od.15.507, ἐξ ἀγαθῶν τῶν πυρῶν Hp.Art.36, καρποί LXX Si.6.19, Ep.Iac.3.17
•neutr. plu. como adv. ἀγαθὰ πράττειν = vivir en la prosperidad Ar.Au.1706.
2 esp. de la tierra, islas o regiones bueno, fértil, fructífero ἀγαθή, εὔβοτος Od.15.405, cf. 13.246, Hes.Op.783, X.Oec.16.7, Call.Del.289, D.S.5.41, I.AI 5.178, Eu.Luc.8.8, ἀγαθὴ γῆ tierra de promisión LXX Ex.3.8, 20.12, ἀγαθὸν δένδρον = árbol fructífero, Eu.Matt.7.17.
3 τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς hebr. bâmôt, lugares altos del culto cananeo, LXX Is.58.14.
II de abstr.
1 que produce beneficio u honor, útil, provechoso, saludable, bueno αἰδὼς δ' οὐκ ἀγαθή Od.17.347, Hes.Op.317, cf. Od.17.352, δώς Hes.Op.356, cf. Ep.Iac.1.17, Ἔρις Hes.Op.24, σοφία Xenoph.2.14, ἐλπίς Pi.I.8.15a, δόξα Sol.1.4, cf. E.Hipp.427, Th.1.80, φᾶμαι Pi.O.7.10, κλέος Theoc.16.58, ἀγαθαὶ (ἡδοναί) μὲν αἱ ὠφέλιμοι Pl.Grg.499d, del arte de Triptólemo, Call.Cer.21
•c. dat. ἀ. τινί X.Cyn.13.17
•c. otras constr. ἀγαθὴ ἡμέρα = día favorable, día de suerte ἀγαθή ἐστιν ... ἡμέρα ὡς ἀρετῆς ἄρχεσθαι X.Oec.11.6, cf. LXX Si.14.14, 1Ma.10.55, 1Ep.Petr.3.10, D.C.51.19.6
•en hipálage día feliz e.e., día en el que uno espera ser feliz PAbinn.23.10 (IV d.C.)
•neutr. plu. como adv. ἀγαθὰ φρονεῖν Il.24.173, ῥέζειν, τελεῖν Od.22.209, 2.34
•neutr. como pred. en oración nominal es conveniente, bueno οὐκ ἀγαθὸν πολυκοιρανίη Il.2.204, c. inf. ἀγαθὸν καὶ νυκτὶ πιθέσθαι Il.7.282, cf. Od.3.196, ἀγαθόν τοι πρόνοον εἶναι Hdt.3.36, cf. 3.80
•en zeugma ἀγαθαὶ δὲ πέλοντ' ... θοᾶς ἐκ ναὸς ἀπεσκίμφθαι δύ' ἄγκυραι buenas son dos anclas para tenerlas echadas desde la rauda nave, e.e., bueno es echar dos anclas Pi.O.6.100
•es agradable, bueno, saludable ἀγαθὸν δὲ γυναικί περ ἐν φιλότητι μίσγεσθ' Il.24.130
•es un bien σιγῆν ἀγαθόν el silencio es un bien Epich.163, ὁ τοῦ σοφοῦ σεβασμὸς ἀγαθὸν μέγα τῷ σεβομένῳ Epicur.Sent.Vat.[6] 32.
2 medic. favorable, positivo, beneficioso, bueno καταμανθάνειν ἀγαθὸν ὅ τι κοινὸν ἐν τῇ καταστάσει ἢ ἐν τῇ νούσῳ Hp.Epid.3.16.6, Art.40
•c. gen. εἴ τι οἶδα πυρετοῦ ἀ. X.Mem.3.8.3, νεῦρα ... καὶ λίπος ἀνθρωπείων νεύρων ἀγαθά ἐστιν Ael.NA 14.7.
III en sent. moral
1 de pensamientos, palabras, actos recto, cabal, bueno φρένες Il.8.360, φρεσὶ κέχρητ' ἀγαθῇσι Od.3.266, 14.421, 16.398, λόγος Pi.N.11.17, πρῆξις Democr.B 177, ἔργματα Pi.N.4.83, ἔργα Emp.B 112.2, Th.5.63, 2Ep.Cor.9.8, ἀνθρώποις πᾶσι τωὐτὸν ἀγαθὸν καὶ ἀληθές Democr.B 69, οὐδὲ μὲν ... ἀγαθὸν γάμον ἐμνήστευσαν Call.Dian.265.
2 más gener. bueno, moralmente bueno ψυχή Democr.B 247, E.Andr.611, Pl.R.409c, c. ac. int. ἀγαθαὶ (ψυχαὶ) πᾶσαν ἀρετήν Pl.Lg.899b, cf. 900d
•en plu. ἀγαθά buenas cualidades ἐν τῇ ψυχῇ Isoc.8.32.
C subst. τὸ ἀγαθόν
I 1dicho de una pers. bien, bendición ὦ μέγα ἀ. σὺ τοῖς φίλοις X.Cyr.5.3.20, cf. Ar.Ra.74
•a un niño bien mío Men.Sam.243.
2 lo bueno, lo conveniente, un bien Ζεὺς ἀγαθόν τε κακόν τε διδοῖ Od.4.237, τὸ κακὸν δοκέον γίγνεται εἰς ἀγαθόν Thgn.162, θεῖον γὰρ ἀγαθόν που τιμή Pl.Lg.727a, cf. R.608e, Grg.452a, D.Chr.14.1, Ep.Rom.3.8
•irón. τοῦτο τἀγαθόν S.Ant.275, con alusión a el Bien de Platón τὸ δ' ἀγαθὸν ὅ τι ποτ' ἐστίν, οὗ σὺ τυγχάνειν μέλλεις διὰ ταύτην, ἧττον οἶδα τοῦτ' ἐγὼ ... ἢ τὸ Πλάτωνος ἀγαθόν Amphis 6
•esp. en plu. bienes, cosas buenas τὰ ἀγαθά Thgn.1000, Hdt.2.172, cf. Ar.Ach.873, ἐμάνθανον ... ὅτι τὰ οἰκεῖά τε καὶ τὰ αὑτοῦ ἀγαθὰ καλοίης Pl.Chrm.163d, cf. X.Mem.1.2.63, Eu.Luc.16.25, Ep.Gal.6.6, τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς 1Ep.Clem.8.4, ὅπως γηράσκων νεάζῃ τοῖς ἀγαθοῖς de manera que al envejecer rejuvenezca con las cosas felices pasadas Epicur.Ep.[4] 122, τοῦ γεγονότος ἀμνήμων ἀγαθοῦ γέρων τήμερον γεγένηται Epicur.Sent.Vat.[6] 19
•en frases adv. εἰς ἀγαθόν, ἐπ' ἀγαθόν, ἐπ' ἀγαθῷ = para bien, favorablemente, Il.11.789, Th.5.27, BGU 1197.12 (I a.C.), BGU 12.4 (II d.C.), frec. en inscr. ἐπ' ἀγαθῷ como fórmula utilizada en plegarias, ofrendas y epitafios IPDésert 3, IPh.168.13 (ambas II d.C.), ISyène 195, 329 (ambas III d.C.), SEG 31.797 (Tasos, imper.), ἐπ' ἀγαθοῖς PFlor.21.10 (III d.C.), σὺν ἀγαθῷ Pi.O.2.33.
3 servicio, favor, bien ἀ. δεδρακέναι Th.3.68, ἀ. πεποιηκέναι Lys.13.92, εἴ τι ἐν τῷ πολέμῳ ὑπ' αὐτῶν ἀ. πεπόνθασι Th.3.68.1, ἀγαθὸν ποιῆσαι LXX 1Ma.11.33, Eu.Marc.3.4, ἐργάζεσθαι τὸ ἀγαθόν Ep.Rom.2.10, Herm.Mand.4.2.2, cf. Ep.Gal.6.10, τὰ ἀγαθά = buenas acciones, Eu.Io.5.29, cf. Herm.Mand.10.3.1, ἐπ' ἀγαθῷ τῇ κώμῃ para el bien de la aldea, SEG 40.1562bis (I d.C.).
II 1fil. el Bien τἀγαθόν Pl.R.518d, οὐδὲν ἡμῖν ὄφελος, ὥσπερ οὐδ' εἰ κεκτήμεθά τι ἄνευ τοῦ ἀγαθοῦ Pl.R.505a, αὐτὸ τὸ ἀ. el Bien en sí Pl.R.534c, ἡ τοῦ ἀγαθοῦ ἰδέα Pl.R.505a, 534b, definido como τοῦ ὄντος τὸ φανότατον Pl.R.518c, en Aristóteles como la causa final o el fin de toda praxis τί οὖν ἑκάστης τἀγαθόν; ... ἐν ἁπάσῃ δὲ πράξει καὶ προαιρέσει τὸ τέλος· τούτου γὰρ ἕνεκα τὰ λοιπὰ πράττουσι πάντες Arist.EN 1097a18-22, τἀγαθόν, οὗ πάντ' ἐφίεται Arist.EN 1094a3, τὸ οὗ ἕνεκα καί τἀγαθόν Arist.Metaph.983a32
•entre los estoicos (ἀ.) πᾶν ὅ ἐστιν ἀρετὴ ἢ μετέχον ἀρετῆς Zeno Stoic.1.47.21
•entre los epicúreos ταύτην γὰρ (τὴν ἡδονὴν) ἀγαθὸν πρῶτον καὶ συγγενικὸν ἔγνωμεν Epicur.Ep.[4] 129.1, cf. 3, 4, 10
•la sensación y el placer como τὸ ἀ. κατὰ φύσιος Epicur.Ep.[4] 124.7, cf. Sent.Vat.[6] 75, Ep.[4] 128.7, Sent.[5] 140.2, 141.3, οὐδὲ γὰρ ἔγωγε ἔχω τί νοήσω τἀγαθὸν ἀφαιρῶν μὲν τὰς διὰ χυλῶν ἡδονάς ... τὰς δι' ἀφροδισίων ... τὰς δι' ἀκροαμάτων Epicur.Fr.[22] 1.8
•como principio de todo e indistinguible de τὸ ἕν Plot.2.9.1, cf. 6.7.16
•de Dios como summum bonum Clem.Al.Paed.1.8.63.
2 en lit. herméticas salvación τοῦτό ἐστι τὸ ἀγαθὸν τέλος τοῖς γνῶσιν ἐσχηκόσι, θεωθῆναι Corp.Herm.1.26, cf. 12.2.
D adv. ἀγαθῶς
1 convenientemente στοχαζόμενον ἀ. ref. a la acción quirúrgica del médico, Hp.Off.4, ἀ. προσφέρεσθαι τῷ δήμῳ IIasos 22.21 (II a.C.), ἔθυσαν ... τοῖς θεοῖς καλῶς καὶ ἀγαθῶς Annuario 19-20.1941-42.83 n.6 (Lemnos I a.C.).
2 en situación moralmente buena ἔχουσι Arist.Rh.1388b6
•dignamente, decorosamente o decentemente τῇ ἰδίᾳ γυναικὶ ἀ. συνβιωσάσῃ μνήμης χάριν Mélanges Beyrouth 7.1914-21.18.n.26 (Ponto II d.C.).
3 adv. exclamation bien ἀγαθῶς, εἰρήνη δούλῳ σου LXX 1Re.20.7, v. εὖ.
• Etimología: Etim. dud. La existencia de ἀκαθός y χάσιος apunta hacia un origen no griego. Las diversas hipótesis propuestas resultan insatisfactorias.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
bon, de bonne qualité;
I. en parl. de pers. :
1 noble, de bonne naissance : καλοὶ καὶ ἀγαθοὶ ἄνδρες gens de bonne famille (lat. optimates);
2 brave;
3 bon, accompli en son genre : ἀγαθὸς βασιλεύς, θεράπων bon roi, bon serviteur ; βοὴν ἀγαθός IL qui a une voix retentissante ; ἀγαθὸς γνώμην SOPH de bon conseil ; ἀγαθὸς ἐν πολέμῳ XÉN propre à la guerre ; ἀγαθὸς μάχεσθαι HDT propre à combattre;
4 bon au sens mor. : οἱ καλοὶ καὶ ἀγαθοί les bons citoyens ; qqf ironiq. : bon, honnête, simple ; καλὸς κἀγαθός ATT beau et bon, parfait ; ὦ ἀγαθέ, ὦ ’γαθέ ATT mon bon !;
5 favorable, propice, bienveillant en un sens religieux : ἡ θεὸς ἀγαθή PLUT la bonne déesse (lat. bona dea) à Rome ; ἀγαθῂ τύχῃ PLUT à la fortune propice;
II. en parl. de choses;
1 bon, accompli en son genre : δαὶς ἀγαθή OD bon repas ; Ἰθάκη, ἀγαθὴ κουροτρόφος OD Ithaque, bonne nourricière de jeunes garçons;
2 qui convient à, utile à : ἀγαθὸν ἀνδρί OD qui convient à un homme ; qqf avec le gén. : ἀγαθὸν πυρετοῦ XÉN (remède) bon contre la fièvre ; ἀγαθὸν (ἐστί) avec l'inf. il est bon de ; abs. εἰπεῖν ou μυθεῖσθαι εἰς ἀγαθόν IL, εἰς ἀγαθά IL parler pour le bien;
3 propice, favorable : ἀγαθὴ ἡμέρα XÉN jour favorable pour faire qch;
4 prospère, heureux : ἀγαθόν τι πράττειν XÉN prospérer;
III. τὸ ἀγαθόν :
1 bien, bienfait;
2 ce qui est bon, un bien : φίλον, μέγιστον ἀγαθόν XÉN un ami, le plus grand bien ; abs. le bien en soi ; τὰ ἀγαθά, les biens, la fortune, la puissance, les qualités physiques et morales, particul. les biens de la terre;
Cp. et Sp.;
ἀμείνων, sans Sp.
poét. ἀρείων, ἄριστος;
βελτίων, poét. βέλτερος ; βέλτιστος, poét. βέλτατος;
κρείσσων, κράτιστος, poét. κάρτιστος;
λωΐων, att. λῴων, poét. λωΐτερος ; λώϊστος ou λῷστος;
poét. φέρτερος ; poét. φέρτατος et φέριστος.
Étymologie: ἄγαμαι.
German (Pape)
ἀγαθός ή, όν (eines Stammes mit ἄγαμαι, ἄγαν, eigtl. der Bewunderung wert, wie schon Herodian. bei Orion v. ἄγαμαι, ἀγαστός, vgl. Plat. Crat. 412c), gut, tüchtig in seiner Art ; die nähere Bestimmung gibt teils
a) das subst., zu dem es gesetzt ist, στρατιώτης, tapferer Soldat, αὐλητής, γεωργός, διδάσκαλος, ἰατρός, tüchtiger Landmann usw., die ihre Sache verstehen (Gegensatz φαῦλος), ὠνητής, ein guter Käufer, der nicht feilscht, Xen. Oec. 2.3 u. a.; auch bei Sachen : γῆ, fruchtbares Land, δαίς, tüchtiges, reichbesetztes Mal, δένδρον usw. Hom. Od. 9.27 sagt von Ithaka αὐτὴ … τρηχεῖ', ἀλλ' ἀγαθὴ κουροτρόφος, und 13.246 αἰγίβοτος δ' ἀγαθὴ καὶ βούβοτος.
b) ein dazu tretender acc., Hom. oft βοὴν ἀγαθός, tüchtig im Schreien; βίην τ' ἀγαθόν, Il. 6.478, u. so fort überall, z.B. γνώμην ἀγαθός Hopk. C. R. 687 ; u. bes. Plat., τέχνην, τὰ πολεμικά, τὰ πολιτικά u. a.; οἱ τί ἀγαθοί, worin tüchtig ? Alc.I, 124e. Seltener der dat., wie Xen. Oec. 4.15.
c) ein infinitivus, χώρη ἐκφέρειν καρπὸν ἀγαθή Her. 1.193 ; ἀγ. λέγειν καὶ πράττειν Xen. Mem. 2.6.14 ; Pl. u. a.
d) eine praeposit., πρός τι, z.B. Plat. Rep. III.407e ; Xen. Mem. 4.6.10 ; Plut.; – εἰς πόλεμον Plat. Rep. V.462a ; Xen. Cyr. 1.9.14, u. a.; – περὶ τὴν ἀρετήν Cyn. 12.21 ; περὶ τὸ πλῆθος Lys. 13.2 ; – ἔν τινι, Hom. Il. 13.314 ἀγαθὸς δὲ καὶ ἐν σταδίῃ ὑσμίνῃ ; Plut. Pobl. 17.
e) ein advb, Hom. Il. 3.237, Od. 11.300 πὺξ ἀγαθὸν Πολυδεύκεα. – Besonders wird damit in den älteren Zeiten die Tüchtigkeit des Mannes zum Kampfe bezeichnet, also tapfer, mutig, im Gegensatz von κακός, feig. Diese bei Hom. häufige Bdtg findet sich auch bei Thuc., Xen., Plut., wo vom Kriege die Rede ist. Der tapfere Mann hat aber bes. Anspruch auf Auszeichnung im Staat und wird reich durch Beute, daher bei Hom. ἀγαθός, reich, vornehm, den Armen, χέρηες, Od. 15.324, entgegensteht, u. Il. 13.664 ἀφνειός τ' ἀγαθός τε, auch αἵματος εἰς ἀγαθοῖο Od. 4.611, πατρὸς ἀγαθοῖο Il. 21.109, auf Adel des Geschlechts gehen, worauf ursprünglich auch die Formel ἀγαθοὶ ἐξ ἀγαθῶν zu beziehen. Daher ἀγαθοί die Vornehmen, Aristokraten, opimates. S. Welcker zu Theogn. p. XXI ff. So Pind. ἀγαθοῖς ὁμιλεῖν P. 2.96 ; Eur. vrbdt πατρὸς ἐσθλοῦ κἀγαθοῦ Heracl. 299 ; πατέρων ἀγαθῶν ἐγένου Troad. 1251 ; vgl. Andr. 768 ; so flehen καλοὶ κἀγαθοί dem δῆμος gegenüber, Thuc. 8.48 ; neben εὐγενεῖς Aristoph. Ran. 718 ; neben πλούσιοι Plat. Rep. VIII.569a ; neben γνώριμοι Arist. Pol. IV.8.2 ; zwischen βασιλεῖς und δῆμος II.6.15. Erst bei den Attikern und durch die Philosophen wird es ausschließlich auf Sittlichkeit und Tugend angewendet, so daß der durch Sokrates bes. üblich gewordene Ausdruck καλὸς κἀγαθός den durchaus Guten, den Ehrenmann u. τὸ ἀγαθόν bei Plat. u. bes. Arist. den Begriff des Guten im Gegensatz der einzelnen ἀγαθά bezeichnet. – Das neutr. hat sehr oft die Bdtg des Zuträglichen, Nützlichen, z.B. ἀγαθόν ἐστι, mit dem inf., Hom. Il. 7.282, 293 ἀγαθὸν καὶ νυκτὶ πιθέσθαι ; – ἀγαθόν τινι, einem nützlich, und persönlich konstruiert Hom. Od. 17.347 αἰδὼς δ' οὐκ ἀγαθὴ κεχρημένῳ ἀνδρὶ παρεῖναι, vs. 352 αἰδῶ δ' οὐκ ἀγαθήν φησ' ἔμμεναι ἀνδρὶ προΐκτῃ. So Xen. Cyn. 13.17 ; βοτάνη ἀγαθὴ τοῖς ποιμνίοις Plut. Symp. 3.1 a.E.; – c. gen., πυρετοῦ, gegen das Fieber, Xen. Mem. 3.8.2 u. öfter ; aber τίνος ἦν ἀγαθόν ; wem war es gut ? Plut. def. or. 8 ; – πρός τι, Theophr.; – ἐν ἡδοναῖς ἀγαθόν Plut. fort. Rom. 1. p. 301 ; – ἐπ' ἀγαθῷ, zum Guten, zu Nutz u. Frommen, Thuc. 5.27. Häufig mit dem gen., ἐπ' ἀγαθῷ τινι καὶ ὠφελείᾳ τῶν σωμάτων Plat. Polit. 293b ; ἐπ' οὐδενὶ ἀγαθῷ τῆς ἑλλάδος Xen. Hell. 5.2.25 ; vgl. Cyr. 7.4.2 (Ar. ἐπ' ἀγαθῷ τοῖς πολίταις Ran. 1487); – ἐπ' ἀγαθοῖς Hell. 6.5.33. – Bei Hom. εἰς ἀγαθόν, εἰς ἀγαθά, zum Guten, Il. 9.102 εἰπεῖν εἰς ἀγαθόν ; Il. 23.365 πατὴρ δέ οἱ ἄγχι παραστάς μυθεῖτ' εἰς ἀγαθὰ φρονέων νοέοντι καὶ αὐτῷ. – Daher τὸ ἀγαθόν und plur., Vorteil, Nutzen, εἰς συμφορὰν γὰρ ἀντὶ τἀγαθοῦ φέρει Eur. Hel. 311 ; Rhes. 318 ; im Kriege Beute, oft Xen.; ἀγαθὰ πράγματα, Glück, Thuc. 3.82. Bei Her. 2.172, 3.135 Kostbarkeiten. Dahin gehören die Verbindungen : ἀγαθὸν ποιεῖν τινα, ἀγαθὰ ποιεῖν καὶ παθεῖν, πολλὰ ἀγαθὰ γένοιτό σοι, z.B. Ar. Eccl. 1667 ; ἔργον ἀγαθόν, Wohltat, Xen. Ages. 8.1 ; ἀγαθὰ φρονέων bei Hom. wohlmeinend, doch Il. 6.162 rechtschaffen denkend. Übh. sind ἀγαθά wieder einzelne dem jedesmaligen subj, bes. erfreuliche Dinge, z.B. Leckerbissen, Hom. Od. 14.441 ὅττι με τοῖον ἐόντ' ἀγαθοῖσι γεραίρεις ; Ar. Ach. 873, 982 ; Sprüchw. τὸ πλάτωνος ἀγαθόν, com. bei DL. 3.22 u. Stob. 68.6. – Häufig ist bei den Attikern die Anrede ὦ'γαθέ, die oft ironisch bei einem versteckten Tadel gebraucht wird, Plat.; bei Isae. 3.76 folgt sogar der plur. – Bei Tragikern oft ἁγαθοί mit langer erster Silbe für οἱ ἀγ. Der Kompar. ἀγαθώτερος u. superl. ἀγαθώτατος findet sich bei Sp., wie DS. 16.85, u. ist unklassisch, vgl. Lobeck Phryn. 93. Dafür ἀμείνων, ἀρείων, βελτίων, κρείσσων, λωΐων, – ἄριστος, βέλτιστος, λῷστος, κράτιστος, λώϊστος, d. m. s.
adv. ἀγαθῶς ist selten und nur bei Sp.
Russian (Dvoretsky)
ἀγᾰθός: (ᾰγ) (compar. ἀμείνων, βελτίων, κρείσσων, λωΐων, λῴων, поэт. тж. ἀρείων, βέλτερος, λωΐτερος, φέρτερος; superl. ἄριστος, βέλτιστος, λῷστος, κράτιστος, λώϊστος, λῷστος, поэт. тж. βέλτατος, φέριστος, φέρτατος, κάρτιστος)
1 хороший, отличный (ἰητήρ, θεράπων Hom.): ἀ. τι Hom., Her., Plat., εἴς и πρός τι Plat., περί τι Lys., ἔν τινι Plat. и ποιεῖν τι Hes., Plat. искусный (отличившийся) в чем-л.;
2 добрый, благой (δαίμων Arph.; θεός Plut.): καλὸς κἀγαθός Plat. нравственно (духовно) совершенный; ὦ ᾽γαθέ! Plat. ах, мой милый!;
3 доблестный, храбрый (Ἀχιλλεύς Hom.): βοὴν ἀγαθός Hom. славный в бою;
4 благородный, знатный Hom., Pind., Soph., Eur.: δεσπόται ἀγαθοί τε καὶ ἐξ ἀγαθῶν Plut. знатные повелители из знатных родов.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγᾰθός: [ᾰγ], ή, όν, Λακων. ἀγασός. Ἀριστ. Λυσ. 1301 (ἴδ. ἐν τέλ.) - καλός. Λατ. bonus. Ι. Περὶ προσώπων: 1) κατ’ ἀρχάς, = καλός, ἤπιος, εὐγενής, ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὴν καταγωγὴν καὶ κοινωνικὴν τάξιν, καθ’ ὅσον οἱ εὐγενεῖς καὶ οἱ ἐξ εὐγενῶν καταγόμενοι ἀπεκαλοῦντο ἀγαθοὶ ἄνδρες· prud' hommes, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰς λέξεις κακοί, δειλοὶ (= πρόστυχοι, βάναυσοι κτλ.) οἷά τε τοῖς ἀγαθοῖσι παραδρώωσι χέρηες, Ὀδ. Ο, 324· πρβλ. Ἰλ. Α. 275· ἀφνειός τ’ ἀγαθός τε, Ἰλ. Ν, 664· πρβλ. Ὀδ. Σ. 276· - πατρὸς δ’ εἴμ’ ἀγαθοῖο, θεὰ δέ με γείνατο μήτηρ, Ἰλ. Φ. 109· πρβλ. Ὀδ. Δ, 611. Οὕτως ἐν μεταγ. συγγραφεῦσι: κακὸς ἐξ ἀγαθοῦ, Θέογν. 190· πρβλ. 57. κἑξ.: πραῢς ἀστοῖς, οὐ φθονέων ἀγαθοῖς, Πίνδ. Π. 3, 125· πρβλ. 2, 175, 4. 506· τίς ἂν εὔπατρις ὧδε βλάστοι; οὐδεὶς τῶν ἀγαθῶν κτλ. Σοφοκλ. Ἠλ. 1080· οἵ τ’ ἀγαθοὶ πρὸς τῶν ἀγενῶν κατανικῶνται, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 105· τοὺς εὐγενεῖς γὰρ κἀγαθούς ... φιλεῖ Ἄρης ἐναίρειν, αὐτόθ. 649 καὶ οὕτω τὸ εὐγενὲς γίνεται πλέον ἡ ἰδιότης (γνώρισμα) τῶν ἀγαθῶν, Εὐρ. Ἄλκ. 600· κἑξ. πρβλ. Ἰφ. Αὐλ. 625. Ἀνδρ. 767, Τρῳ. 1254· ἀγαθοὶ καὶ ἐξ ἀγαθῶν, Λατ. boni bonis prognati. Πλάτ. Φαῖδρ. 274Α: - Μὲ ταύτην τὴν ἀρχαιοτάτην σημασίαν συχνάκις συνεδυάζετο ἡ ἔννοια τοῦ πλούτου καὶ τῆς πολιτικῆς δυνάμεως, ἀκριβῶς ὅπως ἐν ταῖς φράσεσι boni καὶ mali cives, optimus quisque ἐν Σαλλουστίῳ καὶ Κικέρωνι. Ἰδίᾳ ἐν τῇ φράσει καλοὶ κἀγαθοὶ (ἴδ. λέξ. καλοκἀγαθός): - Περὶ ταύτης τῆς σημασίας ἴδ. Kortum Hellen. Staatsverf. σ. 14, Welcker Προλεγ. εἰς Θέογν. §10 - 15, 22 κἑξ., καὶ πρβλ. ἐσθλός, χρηστός, ἀμείνων, ἄριστος, βελτίων, βέλτιστος, κακός, χείρων, χερείων, εὐγενής. 2) καλός, ἀνδρεῖος, καθ’ ὅσον τὰ προσόντα ταῦτα ἀπεδίδοντο εἰς τοὺς ἀρχηγοὺς καὶ τοὺς εὐγενεῖς· ὥστε ἡ σημασία αὕτη συμπίπτει μετὰ τῆς πρώτης, Ἰλ. Α. 131, Κ. 559· τῷ κ’ ἀγαθὸς μὲν ἔπεφν’, ἀγαθὸν δέ κεν ἐξενάριξεν, Φ, 280. Πρβλ. Ἡρόδ. 5, 109 κτλ. 3) ἄξιος, ἀναφορικῶς πρὸς τὴν ἱκανότητα ἢ τὸ ἀξίωμα, ἀγ. βασιλεύς, Ἰλ. Γ, 179· ἰητήρ, Β, 732· θεράπων, Π, 165, Ρ. 388, συχν. μετὰ προσδιορισμῶν: ἀγαθὸς ἐν ὑσμίνῃ, Ν, 314· βοὴν ἀγαθός, Β, 408, 563, κτλ. πύξ, Γ, 237, Ὀδ. Λ. 300. βίην, Ἰλ. Ζ, 478. Οὕτως ἐν τῇ Ἀττ. διαλ. γνώμην ἀγ. Σοφ. Ο. Τ. 687· πᾶσαν ἀρετήν, Πλάτ. Νόμ. 899 Β. πρβλ. Ἀλκ. 1. 124Ε. τέχνην, ὁ αὐτ. Πρωτ. 323Β, τὰ πολέμια, τὰ πολιτικά, Ἡρόδ. 9, 122. Πλάτ. Γοργ. 516Β, κτλ. - Σπανιώτερον μετὰ δοτ. ἀγ. πολέμῳ Ξεν. Οἰκ. 4. 15· - Ὡσαύτ. μετὰ προθ., ἀγ. περὶ τὸ πλῆθος, Λυσ. 130, 2· εἴς τι, Πλάτ. Ἀλκ. Ι. 125Α· πρός τι ο αὐτ. Πολ. 407Ε: ― Ὡσαύτ. μετ’ ἀπαρ. ἀγ. μάχεσθαι, Ἡρόδ. 1, 135· ἱππεύεσθαι, 1, 79· ἀγ. ἱστάναι = ἱκανὸς εἰς τὸ σταθμίζειν, ζυγίζειν. Πλάτ. Πρωτ. 356Β. 4) ἀγαθός, ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας. Κατὰ πρῶτον ἴσως ἐν Θεόγν. 438, ἀλλ’ οὐχὶ συχν. μέχρι τῶν φιλοσόφων συγγραφέων, ὡς τοῦ Πλάτ. Συχνάκις συνδέεται μετ’ ἄλλων ἐπιθέτων, ὁ πιστὸς κἀγ. Σοφ. Τρ. 451· σοφὸς κἀγ. Φιλοκτ. 119· δικαίων κἀγ. αὐτ. 1050, Πρβλ. Ἀντ. 671, κτλ. 5) ὦ ’γαθέ, = καλέ μου φίλε· ὡς ὅρος ἠπίας νουθεσίας, μομφῆς ἢ ἐπιπλήξεως, Πλάτ. Πρωτ. 311Α, 314Δ, κτλ. 6) ἀγαθοῦ δαίμονος, ὡς πρόποσις: «εἰς τιμὴν τοῦ ἀγαθοῦ δαίμονος»: μηδέποτε ... πίοιμ’ ἀκράτου, μισθὸν ἀγαθοῦ δαίμονος, Ἀριστοφ. Σφῆκ. 525. Πρβλ. ἀγαθοδαίμων, τύχη ΙΙ, 3. ― Ὁ ἀγ. δαίμων κατήντησε τίτλος τοῦ Ῥωμαίου Αὐτοκράτορος. ὡς τοῦ Νέρωνος, Συλλογ. Ἐπιγρ. 4699, πρβλ. 3886 (προσθηκ.): ἡ θεὸς ἀγαθὴ ἢ ἀπλῶς Ἀγάθη = ἡ bona dea, Πλουτ. Καῖσ. 9. Κικ. 19. ΙΙ. Περὶ πραγμάτων: 1) καλός, χρήσιμος. Ἰθάκη ... ἀγαθὴ κουροτρόφος, Ὀδ. Ι, 27, κτλ., -ἀγ. τοῖς τοκεῦσι, τῇ πόλει, Ξεν. Κυν. 13, 17. Μετὰ γεν. εἴ τι οἶδα πυρετοῦ ἀγαθὸν = καλὸν διὰ πυρετόν, ὁ αὐτ. Ἀπομν. 3. 8. 3. 2) περὶ ἐξωτερικῶν περιστάσεων, αἰδῶ δ’ οὐκ ἀγαθήν φησ’ ἔμμεναι ἀνδρὶ προΐκτῃ, Ὀδ. Ρ. 352· εἰπεῖν εἰς ἀγαθόν = διὰ καλὸν σκοπόν. Ἰλ. Ι. 102· ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγ. περ. = διὰ καλόν τινα σκοπόν, Λ. 789· μυθεῖτ’ εἰς ἀγαθά, Ψ. 305: ― ἀγαθόν [ἐστι] μετ’ ἀπαρ., = εἶναι καλὸν νὰ ... Ἰλ. Η. 282· Ω, 130. Ὀδ. Γ. 196 καὶ παρ’ Ἀττ. 3) ἀγαθόν, τό· = καλόν τι πρᾶγμα· εὐλογία τις, εὐεργεσία τις καὶ ὠφέλεια· ἐπὶ προσώπου, ὦ μέγα ἀγ. σὺ τοῖς φίλοις, Ξεν. Κύρ. 5, 3, 20· φίλον, ὃ μέγιστον ἀγαθὸν εἶναί φασιν. ὁ αὐτ. Ἀπομν. 2, 4, 2· πρβλ. Ἱερ. 7, 9. Ἀριστοφ. Βατ. 73, κτλ.: ἐπ’ ἀγαθῷ τινος = διὰ τὸ καλόν τινος, Θουκ. 5, 27. Ξεν., ἐπ’ ἀγαθῷ τοῖς πολίταις. Ἀριστ. Βατ. 1487: ― τὸ ἀγαθὸν ἢ τἀγαθόν = τὸ καλόν, τοῦ Κικέρωνος τὸ summum bonum, Πλάτ. Πολ. 506Β, 508Ε, 534C, καὶ ἄλλ.: ― Ὡσαύτ. κατὰ πληθ. ἀγαθά, τά· = τὰ ἀγαθὰ τῆς τύχης, ἀγαθά, πλοῦτος, Ἡρόδ. 2. 172. Λυσ. 138. 32, Ξεν. κτλ., ἀγαθὰ πάσχειν, κτλ., ἀλλ’ ὡσαύτως πράγματα εὐχάριστα, ἁβρὰ λιχνεύματα. Θέογν. 994. Ἀριστοφ. Ἀχ. 873. 982, κτλ., ὡσαύτως: προτερήματα, πλεονεκτήματα· τοῖς ἀγ., οἷς ἔχομεν ἐν τῇ ψυχῇ, Ἰσοκρ. 165D, εἰ τἆλλα πάντα ἀγ. ἔχοι, κακόπους δ’εἴη, περὶ ἵππου. Ξεν. Ἱπ. 1, 2, κτλ. ΙΙΙ. Δὲν ἀπαντῶσι παρὰ τοῖς δοκίμοις Συγγρ. ὁμαλοὶ τύποι παραθέσεως τῆς λέξεως ταύτης· ἀλλ’ ἀντ’ αὐτῶν πολλοὶ ἄλλοι τύποι εἶναι ἐν χρήσει· δηλ. συγκρ. ἀμείνων, ἀρείων, βελτίων, κρείσσων, (κάρρων), λωΐων (λῴων), Ἐπικ. βέλτερος, λωΐτερος, φέρτερος: ― Ὑπερθετ. ἄριστος, βέλτιστος, λῷστος, κράτιστος, λώϊστος (λῷστος), Ἐπικ. βέλτατος, κάρτιστος, φέρτατος, φέριστος. Τὸ ὁμαλ. συγκριτ. ἀγαθώτερος ἀπαντᾷ παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Κριτ. ια΄ 25., ιε΄ 2) καὶ ἐν Ἐκκλ. συγγραφεῦσι· τὸ ὑπερθ. ἀγαθώτατος ἐν Διοδ. 16. 85. Ἡλιοδ. 5. 15. Εὐσ., κτλ. IV. ἐπίρρ. συνήθως εὖ· ἀλλ’ ἀγαθῶς ἀπαντᾷ ἐν Ἱππ. Κατ’ Ἰητρεῖον, Ἔκδ. Kühn. τόμ. ΙΙΙ, σ. 52, [35], Ἀριστ. Ῥητ. 2. 11, 1, καὶ Ο΄. (Ἡ συγγένεια μεταξὺ τοῦ ἀγαθὸς καὶ τῶν Τευτονικῶν λέξεων got, gut, good δὲν δύναται νὰ στηριχθῇ, διότι τὸ Ἑλλ. γ ἔπρεπε νὰ παρίσταται διὰ τοῦ Τευτονικοῦ k).
English (Autenrieth)
good.—Hence (1) of persons, ‘valiant,’ ‘brave,’ ἢ κακὸς ἢ ἀγαθός, Il. 17.632; ‘skilful,’ ἶητῆρ' ἀγαθώ, Il. 2.732, freq. w. acc. of specification or an adv., βοήν, πύξ.—Often ‘noble’ (cf. optimates),opp. χέρηες, Od. 15.324.— (2) of things, ‘excellent,’ ‘useful,’ etc.; ἀγαθόν τε κακόν τε, ‘blessing and curse,’ Od. 4.237; ἀγαθοῖσι γεραίρειν, ‘honor with choice portions,’ Od. 14.441; ἀγαθὰ φρονεῖν, ‘wish one well,’ Od. 1.43; ‘be pure-minded,’ Il. 6.162; εἰς ἀγαθόν or ἀγαθὰ εἰπεῖν, ‘speak with friendly intent;’ εἰς ἀγ. πείθεσθαι, ‘follow good counsel.’
English (Slater)
ᾰγᾰθός (-ῷ, -όν; -οί, -ῶν, -οῖσι, -οῖς, -οῖσιν: -άν: -ῷ, -όν; -ῶν)
1 of persons, noble, good
a adj., distinguished πατέρων ὀρθαὶ φρένες ἐξ ἀγαθῶν (O. 7.91) especially in physical prowess, ἀγαθοὶ δὲ καὶ σοφοὶ κατὰ δαίμον' ἄνδρες ἐγένοντ (O. 9.28) Πηλεῖ τε κἀγαθῷ Τελαμῶνι (P. 8.100) οὐ θαῦμα σφίσιν ἐγγενὲς ἔμμεν ἀεθληταῖς ἀγαθοῖσιν (N. 10.51) καὶ γὰρ ἡρώων ἀγαθοὶ πολεμισταὶ λόγον ἐκέρδαναν (I. 5.26)
b m. subs., the noble, especially of those distinguished by social position and athletic prowess. ἀδύνατα δἔπος ἐκβαλεῖν κραταιὸν ἐν ἀγαθοῖς δόλιον ἀστόν (P. 2.81) ἁδόντα δεἴη με τοῖς ἀγαθοῖς ὁμιλεῖν (P. 2.96) οὐ φθονέων ἀγαθοῖς (P. 3.71) τὰ μὲν ὦν οὐ δύνανται νήπιοι κόσμῳ φέρειν, ἀλλ' ἀγαθοί (P. 3.83) οὐκ ἐρίζων ἀντία τοῖς ἀγαθοῖς (P. 4.285) ἐν δἀγαθοῖσι κεῖται πατρώιαι κεδναὶ πολίων κυβερνάσιες (P. 10.71) ποτίφορος δ' ἀγαθοῖσι μισθὸς οὗτος (N. 7.63) τί φίλτερον κεδνῶν τοκέων ἀγαθοῖς; (I. 1.5) τιμὰ δ' ἀγαθοῖσιν ἀντίκειται (I. 7.26) τὸν αἰνεῖν ἀγαθῷ παρέχει (I. 8.69)
2 of things, honourable, of honour ὁ δ' ὄλβιος, ὃν φᾶμαι κατέχωντ' ἀγαθαί (O. 7.10) ὕμνος δὲ τῶν ἀγαθῶν ἐργμάτων βασιλεῦσιν ἰσοδαίμονα τεύχει φῶτα (N. 4.83) ἐν λόγοις δ' ἀστῶν ἀγαθοῖσιν ἐπαινεῖσθαι χρεών (Schr.: ἀγαθοῖς μὲν αἰνεῖσθαι codd.: ἀγαθοῖσί μιν αἰνεῖσθαι Mingarelli.) (N. 11.17) ἀντὶ μόχθων παντοδαπῶν ἔπος εἰπόντ' ἀγαθὸν ξυνὸν ὀρθῶσαι καλόν (I. 1.46) χρὴ δ' ἀγαθὰν ἐλπίδ ἀνδρὶ μέλειν (I. 8.15)
3 add. inf., good ἀγαθαὶ δὲ πέλοντ' ἐν χειμερίᾳ νυκτὶ θοᾶς ἐκ ναὸς ἀπεσκίμφθαι δὔ ἄγκυραι i. e. “useful” (O. 6.100) “ποθέω στρατιᾶς ὀφθαλμὸν ἐμᾶς, ἀμφότερον μάντιν τ' ἀγαθὸν καὶ δουρὶ μάρνασθαι.” (O. 6.17)
4 n. subs., good, good fortune ἀτειρεῖ σὺν ἀγαθῷ (O. 2.33) especially in plural, πένθος δὲ πίτνει βαρὺ κρεσσόνων πρὸς ἀγαθῶν (O. 2.24) ἄλλα δ' ἐπ ἄλλον ἔβαν ἀγαθῶν (O. 8.13) ἀλλὰ βροτῶν τὸν μὲν κενεόφρονες αὗχαι ἐξ ἀγαθῶν ἔβαλον (N. 11.30)
5 dub. ex. [ἀγαθὰ σωτῆρας (codd. Clem. Alex: ἀλαθέας ὥρας ex Hesych. Boeckh.) fr. 30. 6.]
English (Abbott-Smith)
ἀγαθός, -ή, -όν, [in LXX chiefly for טוֹב;]
in general, good, in physical and in moral sense, used of persons, things, acts, conditions, etc., applied to that which is regarded as "perfect in its kind, so as to produce pleasure and satisfaction,… that which, in itself good, is also at once for the good and the advantage of him who comes in contact with it" (Cremer, 3): γῆ, Lk 8:8; δένδρον, Mt 7:18; καρδία, Lk 8:15; δόσις, Ja 1:17; μέρις, Lk 10:42; ἔργον (freq. in Pl.), Phl 1:6; ἐλπίς, II Th 2:16; θησαυρός, Mt 12:35; μνεία, I Th 3:6 (cf. II Mac 7·20); as subst., τὸ ἀ, that which is morally good, beneficial, acceptable to God, Ro 12:2; ἐργάζεσθαι τὸ ἀ, Ro 2:10, Eph 4:28; πράσσειν, Ro 9:11, II Co 5:10; διώκειν, I Th 5:15; μιμεῖσθαι, III Jo 11; κολλᾶσθαι τῷ ἀ, Ro 12:9; ερωτᾶν περὶ τοῦ ἀ., Mt 19:17; διάκονος εἰς τὸ ἀ., Ro 13:4; τὸ ἀ. σου, thy favour, benefit, Phm 14; pl., τὸ ἀ., of goods, possessions, Lk 12:18; of spiritual benefits, Ro 10:15, He 9:11, 10:1. ἀ is opp. to πονήρος, Mt 5:45, 20:5; κακός, Ro 7:19; φαῦλος, Ro 9:11, II Co 5:10 (cf. MM, VGT, s.v.).SYN.: καλός, δίκαιος. κ. properly refers to goodliness as manifested in form: ἀ. to inner excellence (cf. the cl. καλὸς κἀγαθός and ἐν καρδία κ. καὶ ἀ., Lk 8:15). In Ro 5:7, where it is contrasted with δ., ἀ. implies a kindliness and attractiveness not necessarily possessed by the δίκαιος, who merely measures up to a high standard of rectitude (cf. ἀγαθωσύνη).
English (Strong)
a primary word; "good" (in any sense, often as noun): benefit, good(-s, things), well. Compare καλός.
English (Thayer)
(ή, (akin to ἄγαμαι to wonder at, think highly of, ἀγαστός admirable, as explained by Plato, Crat., p. 412c. (others besides; cf. Donaldson, New Crat. § 323)), in general denotes"perfectus, ... qui habet in se ac facit omnia quae habere et facere debet pro notione nominis, officio ac lege" (Irmisch ad Herodian, 1,4, p. 134), excelling in any respect, distinguished, good. It can be predicated of persons, things, conditions, qualities and affections of the soul, deeds, times and seasons. To this general significance can be traced back all those senses which the word gathers from the connection in which it stands;
1. of a good constitution or nature: γῆ, δένδρον, Xenophon, oec. 16,7 γῆ ἀγαθή, ... γῆ κακῇ, an. 2,4, 22 χώρας πολλῆς καί ἀγαθῆς οὔσης). In ἀγαθή καρδία corresponds to the figurative expression good ground, and denotes a soul inclined to goodness, and accordingly eager to learn saving truth and ready to bear the fruits (καρπούς ἀγαθούς, useful, salutary: δόσις ἀγαθή (joined to δώρημα τέλειον) a gift which is truly a gift, salutary, δόματα ἀγαθά, ἐντολή ἀγαθός a commandment profitable to those who keep it, εἰς τό συμφέρον ἐισηγουμένη, hence, the question in τό οὖν ἀγαθόν ἐμοί γέγονε θάνατος; ἀγαθός μερίς the 'good part,' which insures salvation to him who chooses it, ἔργον ἀγαθόν (differently in εἰς ἀγαθόν for good, to advantage, πάντα τοῖς ἐυσεβέσι εἰς ἀγαθά ... τοῖς ἁμαρτωλοῖς εἰς κακά, τό κακόν ... γίγνεται εἰς ἀγαθόν, Theognis 162); good for, suited to something: πρός οἰκοδομήν, Winer's Grammar, 363 (340)) (Xenophon, mem. 4,6, 10).
3. of the feeling awakened by what is good, pleasant, agreeable, joyful, happy: ἡμέραι ἀγαθάς ἐλπίς, μακαρία ἐλπίς, συνείδησις, a peaceful conscience, equivalent to consciousness of rectitude, excellent, distinguished: so τί ἀγαθόν, upright, honorable: πονηροί καί ἀγαθοί, ἀγαθός καί δίκαιος, καρδία ἀγαθή καί καλή, καλός, b.); fulfilling the duty or service demanded, δοῦλε ἀγαθέ καί πιστέ, ἀγαθός θησαυρός in πίστις ἀγαθός the fidelity due from a servant to his master, WH marginal reading omits); on ἀγαθόν ἔργον, ἀγαθά ἔργα, see ἔργον. In a narrower sense, benevolent, kind, generous: μνεία, beneficent (Xenophon, Cyril 3,3, 4; טוב, Cicero, nat. deor. 2,25, 64 " optimus i. e. beneficentissimus), Isaiah, Hardly for an innocent man does one encounter death; for if he even dares hazard his life for another, he does so for a benefactor (one from whom he has received favors); cf. Winer's Grammar, 117 (111); (Gifford in the Speaker's Commentary, p. 123). The neuter used substantively denotes:
1. a good thing, convenience, advantage, and in partic.
a. in the plural, external goods, riches: τά ἀγαθά σου comforts and delights which thy wealth procured for thee in abundance, κακά, as in the benefits of the Messianic kingdom: τά μέλλοντα ἀγαθῶν, what is upright, honorable, and acceptable to God: ἐργάζεσθαι τό ἀγαθόν πράσσειν, διώκειν, μιμεῖσθαι, κολλᾶσθαι τῷ ἀγαθῷ τί με ἐρωτᾷς περί τοῦ ἀγαθοῦ, G L T Tr WH, where the word expresses the general idea of right. Specifically, what is salutary, suited to the course of human affairs: in the phrase διάκονος εἰς τό ἀγαθόν τό ἀγαθόν σου the favor thou conferrest, Sept. that טוב good is predominantly (?) rendered by καλός.... The translator of Genesis uses ἀγαθός only in the neuter, good, goods, and this has been to a degree the model for the other translators. ... In the Greek O. T., where οἱ δίκαιοι is the technical designation of the pious, οἱ ἀγαθοί or ὁ ἀγαθός does not occur in so general a sense. The ἀνήρ ἀγαθός is peculiar only to the Proverbs (οὐδείς ἀγαθός εἰ μή εἷς ὁ Θεός. In the O. T. the term 'righteous' makes reference rather to a covenant and to one's relation to a positive standard; ἀγαθός would express the absolute idea of moral goodness" (Zezschwitz, Profangraec. u. Biblical Sprachgeist, Leipz. 1859, p. 60). Cf. Tittm., p. 19. On the comparison of ἀγαθός see B. 27 (24).)
Greek Monotonic
ἀγᾰθὸς: [ᾰγ], -ή, -όν (αμφίβ. προέλ.)· καλός, Λατ. bonus.
I.λέγεται για πρόσωπα·
1. αρχικά, καλός, ευγενής, αριστοκρατικός, σε σχέση με την καταγωγή, αντίθ. προς το κακοί· πατρὸς δ' εἴμ' ἀγαθοῖο, θεὰ δέ με γείνατο μήτηρ, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀγαθοὶ καὶ ἐξ ἀγαθῶν, Λατ. boni bonis prognati, σε Πλάτ.· με αυτή την πρωταρχική σημασία συνδέθηκε και αυτή της πολιτικής δύναμης και του πλούτου, όπως στο Λατ. optimus quisqueστο Σαλ. και στον Κικ.· ιδίως στη φράση καλοὶ κἀγαθοὶ (βλ. καλοκἀγαθός).
2. καλός, γενναίος, ανδρείος, σχετικά με την απόδοση αυτών των αερτών στους αρχιστράτηγους, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀγαθὸς ἐν ὑσμίνῃ, βοὴν ἀγαθός, πὺξ ἀγαθὸς κ.λπ., σε Όμηρ.· ἀγαθὰ τὰ πολέμια, τὰ πολιτικά, σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίσης με δοτ., ἀγαθὸς πολέμῳ, σε Ξεν.· και με πρόθ., ἀγαθὸς εἴς τι, περί τι, πρός τι, σε Πλάτ. κ.λπ.· επίσης με απαρ., ἀγαθὸς μάχεσθαι, ἱππεύεσθαι, ικανός, δεινός στη μάχη κ.λπ., σε Ηρόδ.
3. ακέραιος, αγαθός, με ηθική σημασία, σε Πλάτ. κ.λπ.
4. ἀγαθοῦ δαίμονος, ως πρόποση, «στην τιμή του καλού πνεύματος», σε Αριστοφ.
II. λέγεται για πράγματα·
1. πρόσφορος, χρήσιμος· Ἰθάκη ἀγαθὴ κουροτρόφος, σε Ομήρ. Οδ.· ἀγαθὸς τοῖς τοκεῦσι, τῇ πόλει, σε Ξεν.· με γεν., εἴ τι οἶδα πυρετοῦ ἀγαθόν, καλό για τον πυρετό, στον ίδ.· ἀγαθόν (ἐστι) με απαρ., είναι καλό να..., σε Όμηρ. κ.λπ.
2. ἀγαθόν, τό, το καλό· λέγεται για πρόσωπα, φίλον, ὃ μέγιστον ἀγαθὸν εἶναί φασι, σε Ξεν.· ἐπ' ἀγαθῷ τοῖς πολίταις, σε Αριστοφ.· τὸ ἀγαθὸν ή τἀγαθόν, το καλό, Λατ. summum bonum, σε Πλάτ. κ.λπ.· επίσης, καλή ράτσα, λέγεται για άλογο, σε Ξεν.
III. αντί των κανονικών βαθμών του συγκρ. χρησιμοποιούνται πολλοί τύποι· συγκρ. ἀμείνων, ἀρείων, βελτίων, κρείσσων, λωΐων (λῴων), Επικ. βέλτερος, λωΐτερος, φέρτερος — υπερθ. ἄριστος, βέλτιστος, λῷστος, κράτιστος, λώϊστος (λῷστος), Επικ. βέλτατος, κάρτιστος, φέρτατος, φέριστος.
IV. το επίρρ. είναι συνήθως το εὖ· το ἀγαθῶς υπάρχει σε μεταγεν. συγγραφείς.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: good (Il.).
Other forms: ἀκαθόν· ἀγαθόν H.; χάσιος· χρηστός H. Dor. χάϊος noble, good (α)
Dialectal forms: Cypr. ἀζαθος must prob. be read ἀγαθος, Egetmeyer, Kadmos 32 (1993) 145-155.
Origin: IE [Indo-European]X [probably], LW [loanword]X[probably] [413]
Etymology: Uncertain. On the one hand, one compares Germ. forms, Goth. goÞs, NHG gut, MLG gaden fit etc., further OCS godьnъ pleasant, goditi be pleasant, Russ. gódnyj useful. (Not with Skt. gadh- to take, seize, gádhya- booty which would have given *(ἀ)καθος). Crim. Goth. gadeltha pulchrum. The words must have a/a (long ō is morphologically excluded; Slavic cannot have h₂). Considered as a European substratum word by Beekes KZ 109 (1996). - Recently the word is analysed as *mǵh₂-dh₁-os made great (Panagl FS Strunk (1995)), which is semantically not convincing; or whose deeds are great Ruijgh 1991, FS Bartoněk, which is also semantically unconvincing. - If the variants are reliable, it could be Pre-Greek.
Middle Liddell
[deriv. uncertain]
good, Lat. bonus:
I. of persons,
1. in early times, good, gentle, noble, in reference to birth, opp. to κακοί, πατρὸς δ' εἴμ' ἀγαθοῖο, θεὰ δέ με γείνατο μήτηρ Il.; ἀγαθοὶ καὶ ἐξ ἀγαθῶν, Lat. boni bonis prognati, Plat.; with this early sense was associated that of wealth and power, like Lat. optimus quisque in Sallust and Cicero; especially in the phrase καλοὶ κἀγαθοί (v. καλοκἀγαθός).
2. good, brave, since these qualities were attributed to the Chiefs, Il.; ἀγαθὸς ἐν ὑσμίνῃ, βοὴν ἀγαθός, πὺξ ἀγαθός, etc., Hom.; ἀγ. τὰ πολέμια, τὰ πολιτικά Hdt., etc.;—also c. dat., ἀγ. πολέμῳ Xen.;—and, ἀγ. εἴς τι, περί τι, πρός τι Plat., etc.; lastly, c. inf., ἀγ. μάχεσθαι, ἱππεύεσθαι, good at fighting, etc., Hdt.
3. good, in moral sense, Plat., etc.
4. ἀγαθοῦ δαίμονος, as a toast, "to the good Genius," Ar.
II. of things,
1. good, serviceable, Ἰθάκη ἀγαθὴ κουροτρόφος Od.; ἀγ. τοῖς τοκεῦσι, τῇ πόλει Xen.; c. gen., εἴ τι οἶδα πυρετοῦ ἀγ. good for fever, Xen.; ἀγαθόν [ἐστι], c. inf., it is good to do so and so, Hom., etc.
2. ἀγαθόν, τό, a good, of persons, φίλον, ὃ μέγιστον ἀγ. εἶναι φασι Xen.; ἐπ' ἀγαθῷ τοῖς πολίταις Ar.; τὸ ἀγαθόν or τἀγαθόν, the good, summum bonum, Plat., etc.; in plural, ἀγαθά, τά, the goods of fortune, wealth, Hdt., etc.; also good qualities, of a horse, Xen.
III. instead of the regular degrees of comparison, many forms are used,—comp. ἀμείνων, ἀρείων, βελτίων, κρείσσων, λωΐων, epic βέλτερος, λωΐτερος, φέρτερος;— Sup. ἄριστος, βέλτιστος, λῷστος, κράτιστος, λώϊστος, epic βέλτατος, κάρτιστος, φέρτατος, φέριστος.
IV. the adv. is usually εὖ: ἀγαθῶς in late writers.
Frisk Etymology German
ἀγαθός: {agathós}
Meaning: gut, tüchtig, trefflich im weitesten Sinn von Personen und Sachen, allgemein seit Hom.
Etymology: Unerklärt. Seit Legerlotz KZ 8, 416 (zuletzt Bartoli Arch. glottol. it. 32, 97ff.) vergleicht man oft die germ. Sippe got. goþs, nhd. gut, mnd. gaden passen usw., ferner (Bezzenberger BB 13, 243) aksl. godъ ‘(rechte) Zeit’, goditi gefallen und — in der Annahme einer ursprünglichen Bed. umklammern, festhalten — aind. gádhya- was festzuhalten ist usw. (wozu ferner auch ἀγαθίς Knäuel aus *sm̥-ghadhi-); alles höchst unsicher. — Eine Grundform *ghadh- hätte eigentlich zu ἀκαθός führen müssen, einer Form die tatsächlich in ἀκαθόν· ἀγαθόν H. vorliegt. Das -γ- wäre nach Güntert BphW 37, 263 sekundär nach ἀγα- eingetreten. Nach Specht Ursprung 256 und Havers Sprachtabu 56 ist die ten. aspirata θ durch Gefühlsbetonung verursacht (?). Weitere Lit. bei Bq und WP. 1, 531ff., 834. S. auch χάσιος. Von ἀγαθός werden in älterer Zeit keine Ableitungen gebildet. Erst seit dem Hellenismus (namentlich in der Septuaginta) erscheinen ἀγαθότης, ἀγαθωσύνη; ἀγαθόω mit ἀγάθωμα, ἀγαθύνω mit ἀγάθυνσις (früher dafür ἀρετή, ἀνδρεία usw.). Auch die Zusammensetzungen sind fast ausnahmslos spät (früher und allg. εὐ-).
Page 1,5-6
Chinese
原文音譯:¢gaqÒj 阿瓜拖士
詞類次數:形容詞(102)
原文字根:善的 相當於: (טָבַב / טִבָּה / טֹוב / טֹובָה)
字義溯源:善的*,完全的,完美的,正直的,親切的,善良的,良善的,純善的,好人,好的,益處,無虧的,美好的,有益的,美褔,美食,仁人,財物。這字用來描寫人,就說:好人( 太20:15),描寫事,物,就說:良善的( 路19:17),描寫行為,便說:無虧的( 彼前3:16),本書譯為:純善的。神的本性乃是絕對的良善,主耶穌說,除了神一位之外,再沒有良善的( 可10:18; 路18:19)
同源字:1) (ἀγαθοεργέω)去行善 2) (ἀγαθοποιέω)作行好者 3) (ἀγαθοποιΐα)好行為 4) (ἀγαθοποιός)善的 5) (ἀγαθωσύνη)良善 6) (ἀφιλάγαθος)不愛良善 7) (φιλάγαθος)喜愛良善
同義字:1) (ἀγαθός / ἀγαθοεργός)善的 2) (καλός)美好的,好 3) (χρηστός)合用的,恩慈
出現次數:總共(102);太(16);可(4);路(16);約(3);徒(3);羅(21);林後(2);加(2);弗(4);腓(1);西(1);帖前(2);帖後(2);提前(4);提後(2);多(4);門(2);來(3);雅(2);彼前(7);約叄(1)
譯字彙編:
1) 善(37) 太12:35; 太12:35; 太12:35; 太19:16; 太19:17; 太22:10; 可3:4; 路6:45; 路6:45; 路6:45; 徒9:36; 羅2:7; 羅2:10; 羅7:18; 羅7:19; 羅9:11; 羅12:21; 羅13:3; 羅13:3; 羅14:16; 羅16:19; 林後5:10; 林後9:8; 加6:10; 弗2:10; 腓1:6; 西1:10; 提前2:10; 提前5:10; 提後2:21; 提後3:17; 多1:16; 多3:1; 雅3:17; 彼前3:11; 彼前3:13; 約叄1:11;
2) 好(7) 太7:11; 太7:17; 太7:18; 路8:8; 徒11:24; 彼前3:10; 彼前3:16;
3) 良善(6) 太25:21; 太25:23; 羅7:13; 帖前5:15; 多2:5; 多2:10;
4) 良善的(6) 可10:17; 可10:18; 路18:18; 路18:19; 路18:19; 路19:17;
5) 善的(5) 太19:17; 約5:29; 羅7:12; 羅7:13; 羅12:9;
6) 善良(3) 路23:50; 羅12:2; 彼前2:18;
7) 好的(3) 路10:42; 路11:13; 約1:46;
8) 好人(3) 太5:45; 太20:15; 約7:12;
9) 純善的(3) 徒23:1; 提前1:5; 彼前3:16;
10) 善事(3) 羅3:8; 弗6:8; 來13:21;
11) 財物(2) 路12:18; 路12:19;
12) 益處(2) 羅8:28; 羅15:2;
13) 無虧的(1) 提前1:19;
14) 美好的(1) 帖後2:17;
15) 美好(1) 帖後2:16;
16) 親切的(1) 帖前3:6;
17) 善事的(1) 門1:6;
18) 善意(1) 門1:14;
19) 有純善的(1) 彼前3:21;
20) 美善的(1) 雅1:17;
21) 美事的(1) 來10:1;
22) 美事(1) 來9:11;
23) 善言(1) 弗4:29;
24) 美物(1) 加6:6;
25) 好話(1) 太12:34;
26) 是良善的(1) 可10:18;
27) 福(1) 路16:25;
28) 用美食(1) 路1:53;
29) 好東西(1) 太7:11;
30) 仁人(1) 羅5:7;
31) 善良的(1) 路8:15;
32) 有益的(1) 羅13:4;
33) 喜信(1) 羅10:15;
34) 正當的(1) 弗4:28
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=καλός, ἀνδρεῖος, ἄξιος). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του.
Léxico de magia
-όν benéfico, favorable de divinidades ἐπικαλοῦμαί σε, κύριε, ἵνα μοι φανῇς ἀγαθῇ μορφῇ te invoco, señor, para que te aparezcas a mí con forma benéfica P XIII 72 P XIII 616 ἀγαθέ, φύλαξον τὴν δούλην σου ἀπὸ πάσης νόσου (oh bueno! guarda a tu esclava de toda enfermedad C 5c 3 κύριοι ἄγγελοι καὶ ἀγαθοί ángeles soberanos y buenos SM 11 10
Lexicon Thucydideum
(comp. compare ἀμείνων, βελτίων, sup. above ἄριστος, βέλτιστος, in his vocibus in these words), bonus, good.
de hominibus, concerning men praestans, excellens in suo genere, outstanding, excellent in its kind, 1.86.3, 2.100.8, 3.42.5, 3.56.7, 3.57.1, 4.81.3, 4.126.2, 5.60.5,
item likewise 5.69.1. 6.9.2, 6.14.1, 8.24.4, [Gr. κἀγαθῶν]
fortis, brave, strong, 1.120.1. 2.87.9, 4.40.2, 4.40.2 95 5.69.2, modo just now
fortem, brave, modo just now omnino bonum, absolutely good s. supply eximium se praebere, to show oneself outstanding, 1.86.1, 1.86.12.35.1, 3.54.3, 3.64.2, 4.92.7, 5.9.9, 5.9.97.77.7,
honestus, innocens, honorable, blameless, 1.37.5, 3.82.7,
Honorifice, honorifically 1.129.3,
viri fortis., of a brave man. 6.40.1,
optimates., aristocrats. 8.48.6,
bonos honestosque., the good and honorable.
de rebus, concerning matters commodus, convenient, suitable, 1.80.1, 3.44.2, 3.48.2,
prosperus, favorable, propitious, 3.82.2,
quod felix faustumque sit, may it be happy and propitious, 4.118.11,
fortis, brave, strong, 5.63.3,
probus, honest, upright, 3.67.6,
bonum, commodum, good, benefit, 1.121.4, 2.41.4, [in malis codd. in poor manuscripts καὶ ἀγ.cf. Popp. adn. compare Poppo's note 3.90.1] 3.42.3, 3.43.1, 3.43.5, 3.44.2. 3.43.2, 3.43.3, 4.17.4, 4.18.4, 4.20.4, 4.28.5, 4.62.1, 4.62.2, 4.64.5, 4.87.3, 4.120.3, 4.126.4, 5.90.1,
bonum, beneficium, officium, good deed, kindness, 1.137.4, 1.137.42.37.1, 3.52.4, 3.54.1, 3.68.1, 3.68.1
ἐπ᾽ ἀγαθῷ, bono consilio, with good judgment, 1.131.1, 2.17.2, 4.87.2, 8.92.10,
cum alicuius emolumento, for someone's advantage, 4.114.3, 5.27.2, bona terrae, the good things of the earth, 1.82.1, 2.38.2, 4.61.3, 4.74.2.
Translations
good
Afrikaans: goed; Albanian: mirë; Alviri-Vidari: ودر; Ambonese Malay: bai, ae; Amharic: ጥሩ; Arabic: حَسَن, جَيِّد, طَيِّب; Egyptian Arabic: كويس; Moroccan Arabic: مزِيان ملِيح; Tunisian Arabic: باهي; Aramaic: טבא; Armenian: լավ, բարի; Aromanian: bun, bunã; Assamese: ভাল; Asturian: bonu; Azerbaijani: yaxşı, xeyir, xoş; Bashkir: яҡшы; Belarusian: добры; Bengali: ভাল; Bikol Central: marhay; Bulgarian: добъ́р; Burmese: ကောင်း; Catalan: bo, bon; Cebuano: maayo; Chamicuro: pewa; Chickasaw: chokma; Chinese Dungan: хо; Mandarin: 好, 良; Min Dong: 好; Coptic: ⲁⲅⲁⲑⲟⲥ; Czech: dobrý; Dalmatian: bun, buna; Danish: god, godt; Dutch: goed; Eastern Bontoc: ammay; Esperanto: bona; Estonian: hea; Faliscan: dueno; Faroese: góður; Finnish: hyvä; Franco-Provençal: bon; French: bon, bonne; Friulian: bon; Galician: bo, boa; Georgian: კარგი; German: gut; Gothic: 𐌲𐍉𐌸𐍃, 𐌸𐌹𐌿𐌸𐌴𐌹𐌲𐍃; Greek: καλός, αγαθός; Ancient Greek: ἀγαθός, ἐσθλός; Gujarati: સારું; Haitian Creole: bon; Hebrew: טוֹב; Hindi: अच्छा, भला, उत्तम, नेक, खूब, ख़ूब, नीति; Hungarian: jó; Icelandic: góður, góð, gott; Ido: benigna, bona; Ilocano: naimbag; Indonesian: baik; Ingrian: hüvä; Irish: maith; Istro-Romanian: bur; Italian: buono; Japanese: 良い, いい, 善意の; Kannada: ಉತ್ತಮ; Kazakh: жақсы; Khmer: ល្អ; Kikuyu: -ega; Korean: 좋다; Kumyk: яхшы; Kyrgyz: жакшы; Ladin: bon; Lao: ດີ; Latgalian: lobs; Latin: bonus; Latvian: labs; Lithuanian: geras; Livonian: jõvā; Lombard: bón; Luxembourgish: gutt; Lü: ᦡᦲ; Macedonian: добар; Malay: baik; Malayalam: നല്ലത്; Maltese: tajjeb; Maori: pai; Marathi: चांगला, चांगली, चांगले, भला, भली, भले; Mazanderani: خار; Middle Persian: 𐭭𐭩𐭪; Mongolian: сайн; Mòcheno: guat; Navajo: yáʼátʼééh; North Frisian: gödj; Northern Kankanay: gawis; Northern Thai: ᨯᩦ; Norwegian: god, godt; Occitan: bon; Old Church Slavonic: добръ; Old Frisian: gōd; Old Norse: góðr; Old Turkic: 𐰓𐰏𐰇; Ossetian: хорз; Pashto: ښه; Persian: خوب, نیک; Plautdietsch: goot; Polish: dobry; Portuguese: bom; Quechua: allin; Romanian: bun, bună; Romansch: bun; Russian: хороший, добрый; Sanskrit: साधु, सु-; Scots: guid; Scottish Gaelic: math; Serbo-Croatian Cyrillic: до̏бар; Roman: dȍbar; Shan: လီ; Sicilian: bonu; Sinhalese: හොඳ; Slovak: dobrý; Slovene: dóber; Sorbian Lower Sorbian: dobry; Upper Sorbian: dobry; Southern Kalinga: mamfaru; Spanish: bueno; Sundanese: hadé; Swahili: nzuri; Swedish: god, gott, bra; Sylheti: ꠜꠣꠟꠣ; Tagalog: mabuti, mabait; Tai Tajik: хуб; Talysh: چاک; Tamil: நன்மை; Tatar: яхшы; Telugu: మంచి, నీతి; Thai: ดี, ดี ๆ; Tibetan: བཟང; Tok Pisin: gutpela; Turkish: iyi; Turkmen: gowy, ýagşy; Tzotzil: lek; Ugaritic: 𐎉𐎁; Ukrainian: добрий, хороший, гарний; Urdu: اچھا, بهلا; Uyghur: ياخشى; Uzbek: yaxshi; Venetian: bon; Vietnamese: tốt, hay, tuyệt; Vilamovian: güt; Votic: üvä; Walloon: bon; Waray-Waray: maupay; Welsh: da; West Frisian: goed; White Hmong: zoo; Yagnobi: хуб; Yakut: үчүгэй; Yiddish: גוט; Zazaki: weş; Zealandic: goed; Zhuang: ndei
brave
Afrikaans: dapper, braaf; Albanian: i guximshëm; Arabic: شُجَاع, جَرِيء, جَسُور; Egyptian Arabic: شجيع; Armenian: քաջ; Aromanian: gioni; Asturian: bravu, valiente; Azerbaijani: cəsur, mərd, comərd, ürəkli; Bashkir: батыр, ҡыйыу; Basque: ausart; Belarusian: храбры, адважны, смелы; Bengali: সাহসী; Breton: kaloneg; Bulgarian: храбър, смел; Burmese: ရဲရင့်, သတ္တိကောင်း; Catalan: valent, coratjós, audaç; Chechen: майра; Cherokee: ᏧᎵᏨᏯᏍᏗ; Chinese Gan: 勇敢, 有量, 猛, 敢, 俹/𱎫; Mandarin: 勇敢; Czech: odvážný, statečný; Danish: modig; Dutch: moedig; Esperanto: brava, kuraĝa; Estonian: vapper, vahva, julge; Faroese: djarvur; Finnish: rohkea, urhea, reipas; French: courageux; Friulian: di fiât; Galician: bravo, valente; Georgian: გამბედავი, მამაცი, გულადი, გაბედული, ვაჟკაცი, გულოვანი; German: tapfer, mutig; Greek: γενναίος, θαρραλέος; Ancient Greek: ἀγαθός, ἀγανόρειος, ἀγασός, ἀγηνόρειος, ἀγήνωρ, ἀδείλανδρος, ἀζαθός, ἀλκήεις, ἄλκιμος, ἀνδρεῖος, ἀνδρήιος, ἀνόρεος, ἀρρενῶδες, ἀρρενώδης, εἰνάρετος, ἐνάρετος, ἐσθλός, ἐσλός, ἔσλος, εὐθαρσής, εὐκάρδιος, ἐύς, ἐΰς, εὐτλήμων, εὔτολμος, εὔψυχος, ἠΰς, θαρσητικός, θρασύς, θρασύσπλαγχνος, θυμοειδής, ἰνάρετος, ἰσχυροκάρδιος, κινδυνευτής, κρατερόφρων, μεγαθαρσής, μεγαλήτωρ, μεγαλόθυμος, μεγαλοθύμων, μεγαλόφρων, πανθαρσής, περίσπλαγχνος, ταλαίφρων, ταλακάρδιος, ταλαύρινος, τλάθυμος, τλάμων, τλήθυμος, τλήμων, τολμάεις, τολμήεις, τολμῆεν, τολμήεσσα, τολμῇν, τολμηρός, τολμῇς, τολμῇσσα, φαρυμός; Haitian Creole: brav; Hawaiian: koa; Hebrew: אַמִּיץ, אמיצה; Hindi: बहादुर, व्यकित; Hungarian: bátor; Icelandic: hugrakkur; Ido: brava, kurajoza; Igbo: ebube; Indonesian: berani; Ingush: майра; Irish: calma, misniúil, cróga, móruchtúil, fearúil; Italian: coraggioso, ardito, baldo, audace, valoroso, impavido; Japanese: 勇敢な, 勇気ある, 勇猛な, 雄々しい; Javanese: wani; Kazakh: ержүрек, батыл, батыр, дәділ; Khmer: ក្លាហាន; Korean: 용감하다; Kurdish Central Kurdish: ئازا, قارەمان; Kyrgyz: кайраттуу, жүрөктүү, батымдуу; Ladino: korajozo; Lao: ກຳແຫງ, ກ້າຫານ, ກ້າ; Latin: animosus, fortis, magnanimus; Latvian: drosmīgs, drošs; Lithuanian: drąsus; Luxembourgish: daper, couragéiert; Macedonian: храбар, смел; Malay: berani; Malayalam: ധീര, ധൈര്യമുള്ള; Maltese: kuraġġuż; Manchu: ᠪᠠᡨᡠ᠋ᡵᡠ; Maori: hautoa, māia, toa; Marathi: चातुर्य; Middle English: doughty; Mongolian: эрэлхэг, зоригтой; Norman: brave; Norwegian: modig; Occitan: coratjós, valent; Ojibwe: zoongide'e; Old English: beald; Old Javanese: wani; Ottawa: aakde'e, zoongde'e; Ottoman Turkish: قوچاق; Persian: شجاع, دلیر, نیو; Plautdietsch: brow; Polish: odważny, chrobry, dzielny; Portuguese: bravo, valente, corajoso; Romanian: curajos, brav; Russian: храбрый, смелый, отважный, бесстрашный, бравый; Scots: wicht; Scottish Gaelic: misneachail, tapaidh; Serbo-Croatian Cyrillic: храбар; Roman: hrabar; Sicilian: curaggiusu; Slovak: odvážny, statočný; Slovene: pogumen, hraber; Somali: geesi; Southern Altai: јӱректӱ; Spanish: valiente, valeroso, corajudo; Swahili: jasiri; Swedish: modig; Tagalog: matapang; Tajik: шуҷоъ, далер, диловар, шуҷоатманд; Tamil: தைரியசாலி; Telugu: ధైర్యమైన; Thai: กล้าหาญ, กล้า; Tibetan: བློ་ཁོག་ཆེན་པོ; Turkish: cesur, mert, korkusuz, yürekli, cesaretli; Turkmen: batyr, mert; Tuvan: эккер-эрес, кайгал, дидим; Ukrainian: хоробрий, відважний, сміливий; Urdu: بهادر; Uyghur: باتۇر, قورقماس, جەسۇر, مەرد; Uzbek: jasur, mard, botir, dovyurak; Vietnamese: dũng cảm), mạnh dạn, mạnh bạo, gan dạ; Volapük: kuradik; Walloon: coraedjeus, bråve, franc; Welsh: dewr, gwrdd, gwrol, eofn, glew; Yiddish: העלדיש, מוטיק; Zulu: -nesibindi
virtuous
Arabic: فَاضِل; Armenian: առաքինի; Belarusian: дабрадзейны, цнотлівы, цнотны; Bengali: নেক, ফাজেল; Bulgarian: добродетелен, целомъ́дрен; Catalan: virtuós; Chinese Mandarin: 有道德的, 有德行的, 貞/贞; Czech: ctnostný; Danish: dydig; Dutch: deugdzaam; Esperanto: virta; French: vertueux; Galician: virtuoso; Georgian: სათნო, უმანკო, უმწიკვლო; German: züchtig, tugendhaft, tugendsam; Greek: ηθικός, ενάρετος; Ancient Greek: ἀγαθός, ἄμεμπτος, ἀρεταφόρος, ἀρετηφόρος, εἰνάρετος, ἐνάρετος, ἰνάρετος, καλός, κατορθωτικός, σπουδαῖος, ὑγιής, φιλάρετος, χρηστός; Ido: vertuoza; Italian: virtuoso; Latin: probus; Latvian: tikumīgs, šķīsts; Macedonian: добродетелен, доблестен; Maori: tapatahi, ngākaupai; Navajo: yáʼátʼéehii; Norwegian Bokmål: dydig; Occitan: virtuós; Old High German: chiusce; Plautdietsch: sitlich; Polish: cnotliwy; Portuguese: virtuoso, nobre, digno; Romanian: virtuos; Russian: добродетельный, целомудренный; Sanskrit: गुणज्ञ; Serbo-Croatian Cyrillic: вр̏лӣ; Roman: vȑlī; Slovak: cnostný; Slovene: čednosten; Spanish: virtuoso; Swedish: dygdig, dygdesam; Turkish: erdemli, faziletli; Ukrainian: доброчесний, цнотливий, чеснотливий