γλῶσσα

From LSJ
Revision as of 12:00, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλῶσσα Medium diacritics: γλῶσσα Low diacritics: γλώσσα Capitals: ΓΛΩΣΣΑ
Transliteration A: glō̂ssa Transliteration B: glōssa Transliteration C: glossa Beta Code: glw=ssa

English (LSJ)

Ion. γλάσσα, Herod.3.84, al., SIG1002.7 (Milet.), Schwyzer 692 (Chios), Att. γλῶττα, ης, ἡ,

   A tongue, Od.3.332, etc.    b γ. λάρυγγος, = γλωττίς, larynx, Gal.UP7.13.    2 tongue, as the organ of speech, γλώσσης χάριν through love of talking, Hes.Op.709, A.Ch. 266; γλώσσῃ ματαίᾳ Id.Pr.331, cf.Eu.830; γλώσσης ἀκρατής Id.Pr.884 (lyr.); μεγάλης γ. κόμποι S.Ant.128; γλώσσῃ δεινός, θρασύς, Id.OC806, Aj.1142; ἡ γ. ὀμώμοχ' ἡ δὲ φρὴν ἀνώμοτος E.Hipp.612: with Preps., ἀπὸ γλώσσης by frankness of speech, Thgn.63; φθέγγεσθαι Pi.O.6.13 (but ἀπὸ γ. ληίσσεται, opp. χερσὶ βίῃ, of fraud opp. violence, Hes. Op.322); also, by word of mouth, Hdt.1.123, Th.7.10, Arr.An.2.14.1; τῷ νῷ θ' ὁμοίως κἀπὸ τῆς γ. λέγω S.OC936; τὰ γλώσσης ἄπο, i.e. our words, E.Ba.1049; ἀπὸ γ. φράσω by heart, opp. γράμμασιν, Cratin.122; οὐκ ἀπὸ γλώσσης not from mere word of mouth, but after full argument, A.Ag.813; μὴ διὰ γλώσσης without using the tongue, E.Supp.112; ἐν ὄμμασιν… δεδορκὼς κοὐ κατὰ γλῶσσαν κλύων S.Tr. 747:—phrases: πᾶσαν γλῶτταν βασάνιζε try every art of tongue, Ar. V.547; πᾶσαν ἱέναι γλῶσσαν let loose one's whole tongue, speak withoutrestraint, S.El.596; πολλὴν γ. ἐγχέας μάτην Id.Fr.929; κακὰ γ. slander, Pi.P.4.283: pl., ἐν κερτομίοις γλώσσαις, i.e. with blasphemies, S.Ant.962 (lyr.), cf.Aj.199 (lyr.): βοῦς, κ ῇς ἐπὶ γλώσσῃ, v. βοῦς, κλείς.    3 of persons, one who is all tongue, speaker, of Pericles, μεγίστη γ. τῶν Ἑλληνίδων Cratin.293, cf. Ar.Fr.629 (s. v. l.).    4 ἡ γ. τοῦ ταμιείου the advocacy of the fiscus, Philostr. VS2.29.    II language, ἄλλη δ' ἄλλων γ. μεμιγμένη Od.19.175, cf. Il.2.804; γλῶσσαν ἱέναι speak a language or dialect, Hdt.1.57; γ. Ἑλληνίδα, Δωρίδα ἱέναι, Id.9.16, Th.3.112, cf. A.Pers.406, Ch.564; γλῶσσαν νομίζειν Hdt.1.142, 4.183; γλώσσῃ χρῆσθαι Id.4.109; κατὰ τὴν ἀρχαίαν γ. Arist.Rh.1357b10; dialect, ἡ Ἀττικὴ γ. Demetr.Eloc.177; but also Δωρὶς διάλεκτος μία ὑφ' ἥν εἰσι γ. πολλαί Tryph. ap. Sch.D.T.p.320 H.    2 obsolete or foreign word, which needs explanation, Arist. Rh.1410b12, Po.1457b4, Plu.2.406f: hence Γλῶσσαι, title of works by Philemon and others.    3 people speaking a distinct language, LXX.Ju.3.8 (pl.), interpol. in Scyl.15.    III anything shaped like the tongue (cf. γλῶσσαι ὡσεὶ πυρός Act.Ap.2.3).    1 in Music, rced or tongue of a pipe, Aeschin.3.229, Arist.HA565a24, Thphr.HP4.11.4, etc.    2 tongue or thong of leather, shoe-latchet, Pl.Com.51, Aeschin.Socr.57.    3 tongue of land, App.Pun.121, cf. 95.    4 ingot, γ. χρυσῆ LXX Jo.7.21.    5 marking on the liver, in divination, Hsch. (γλῶσσα from γλωχ-, cf. γλώξ, γλωχίς; γλάσσα from *γλᾰχ-, weak grade of same root.)

Greek (Liddell-Scott)

γλῶσσα: Ἀττ. γλῶττα, ης, ἡ, ἡ γλῶσσα, ὡς μέλος τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, Ὅμ., κτλ.· γλώσσας τάμνειν καὶ ἐν πυρὶ βάλλειν, τὸ κόπτειν τὰς γλώσσας τῶν θυμάτων καὶ καίειν αὐτὰς μετὰ τὸ δεῖπνον ἐγίνετο εἰς τιμὴν τοῦ Ἑρμοῦ, Ὀδ. Γ. 332, 341, ἀλλ’ ὅμως ἴδε Nitzsch ἐν τόπῳ. 2) ἡ γλῶσσα ὡς τὸ ὄργανον τοῦ λόγου, γλώσσης χάριν, ἐξ ἀγάπης πρὸς τὰς ὁμιλίας, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 707, Αἰσχύλ. Χο. 266· γλώσσῃ ματαίᾳ ὁ αὐτ. Πρ. 329, πρβλ. Εὐμ. 830· γλώσσης ἀκρατὴς ὁ αὐτ. Πρ. 884· μεγάλης γλ. κόμποι Σοφ. Ἀντ. 127· γλώσσῃ δεινός, θρασὺς ὁ αὐτ. Ο. Κ. 806, Αἴ. 1142·― μετὰ προθέσ., ἀπὸ γλώσσης, δι’ ἐλευθέρας χρήσεως τῆς γλώσσης, κατ’ ἐλευθεροστομίαν, ὡς τὸ παρρησίᾳ, Θέογν. 63, Πίνδ. Ο. 6. 19· ἀλλ’ ὡσαύτως ἁπλῶς ὡς τὸ ἀπὸ στόματος, προφορικῶς, Ἡρόδ. 1. 123, Θουκ. 7. 10· τῷ νῷ θ’ ὁμοίως κἀπὸ τῆς γλ. Σοφ. Ο. Κ. 936· τὰ γλώσσης ἄπο, δηλ. οἱ λόγοι ἡμῶν, Εὐρ. Βάκχ. 1049· ἀντίθ. τῷ γράμμασιν, Κρατῖν. Νομ. 1· οὐκ ἀπὸ γλώσσης, οὐχὶ ἐξ ἁπλοῦ λόγου τοῦ στόματος, οἷον τῆς γλώσσης συνηγόρου, ἀλλ’ ἐκ τῶν πραγμάτων, κατὰ τὸ ἀληθές, Αἰσχύλ. Ἀγ. 813· οὕτω, μὴ διὰ γλώσσης, ἄνευ χρήσεως τῆς γλ., Εὐρ. Ἱκέτ. 112· ἐν ὄμμασιν… δεδορκὼς κοὐ κατὰ γλῶσσαν κλύων Σοφ. Τρ. 747.― Φράσεις: πᾶσαν γλῶτταν βασάνιζε, δοκίμαζε πᾶσαν τέχνην τῆς γλώσσης, Ἀριστοφ. Σφηξ. 547· πᾶσαν ἱέναι γλῶσσαν, ἀφίνω ἐλευθέραν ὅλην μου τὴν γλῶσσαν, δηλ. ὁμιλῶ ἄνευ φόβου καὶ περιορισμοῦ, Σοφ. Ἠλ. 596· πολλὴν γλ. ἐγχέαι ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 668· κακὴ γλ., κακολογία, συκοφαντία, Πίνδ. II.4. 505· πληθ., κερτομίοις γλώσσαις, δηλ. μετὰ βλασφημιῶν, Σοφ. Ἀντ. 962, πρβλ. Αἴ. 199·― περὶ τοῦ βοῦς ἐπὶ γλώσσῃ, κλῂς ἐπὶ γλ., ἴδε ἐν λ. βοῦς, κλείς. 3) ἐπὶ προσώπων, ἄνθρωπος ὅστις εἶναι ὅλος γλῶσσα, ἀγορητής, ῥήτωρ· ἐπὶ τοῦ Περικλέους, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 4. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 719. ΙΙ. γλῶσσα ἥν λαλεῖ τις, ἄλλη δ’ ἄλλων γλῶσσα, μεμιγμένη Ὀδ. Τ. 175, πρβλ. Ἰλ. Β. 804· γλῶσσαν ἱέναι, ὁμιλεῖν γλῶσσαν ἢ διάλεκτον, Ἡρόδ. 1. 57., 9. 16, Θουκ. 3. 112, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 406, Χο. 564· οὕτω γλῶσσαν νομίζειν Ἡρόδ. 1, 142., 4. 183· γλώσσῃ χρῆσθαι ὁ αὐτ. 4. 109· κατὰ τὴν ἀρχαίαν γλ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 2, 17. 2) ἄχρηστος, ἀπηρχαιωμένη, ἢ ξένη λέξις, ἥτις χρῄζει ἑρμηνείας, αὐτ. 3. 3, 2, Ποιητ. 21, 6, πρβλ. Λουκ. Λεξιφ. 25· πρβλ. γλώσσημα καὶ ἴδε λέξις ΙΙ. 2. ΙΙΙ. πᾶν ὅ,τι ἔχει τὸ σχῆμα τῆς γλώσσης (πρβλ. γλώσσημα). 1) ἐν τῇ μουσικῇ ἡ γλωττὶς τοῦ αὐλοῦ, Αἰσχίν. 86. 29, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 6. 10, 9, κτλ. 2) τὸ γλωσσοειδὲς λωρίον τῶν ὑποδημάτων, Λατ. lingula, Πλάτ. Κωμ. Διὶ Κακ. 4. 3) γλῶσσα γῆς, Ἄννα Κομν. (Παραγωγὴ ἀμφίβολος, πρβλ. γλώξ, γλωχίς.)

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
att. γλῶττα,
langue, particul. :
1 langue des hommes et des animaux;
2 langue, organe de la parole;
3 langue, langage, idiome : γλῶσσαν ἱέναι HDT parler une langue ; γλῶσσαν νομίζειν HDT, γλῶσσῃ χρῆσθαι HDT employer une langue, un idiome ; particul. langue ou locution archaïque ou provinciale : κατὰ γλῶσσαν γράφειν LUC employer dans son style des expressions surannées ou provinciales ; pl. γλῶσσαι Ὁμηρικαί glossaire d’Homère, de Zénodote d’Éphèse;
4 languette d’un instrument à vent, anche (flûte, etc.).
Étymologie: cf. γλωχίς.

English (Autenrieth)

ης: tongue, language, Il. 2.804, Il. 4.438.

English (Slater)

(-α, -ας, -ᾳ, -αν; -αις)
   1 tongue in various metaphorical senses, speech, voice, song, etc. δόξαν ἔχω τινἐπὶ γλώσσᾳ λιγυρᾶς ἀκόνας (O. 6.82) ἀπεθήκατο νόστον ἔχθιστον καὶ ἀτιμοτέραν γλῶσσαν καὶ ἐπίκρυφον οἶμον (i. e. talk, gossip ) (O. 8.69) φέροις δὲ Πρωτογενείας ἄστει γλῶσσαν (O. 9.42) τὰ μὲν ἁμετέρα γλῶσσα ποιμαίνειν ἐθέλει (O. 11.9) τόλμα τέ μοι εὐθεῖᾰ γλῶσσαν ὀρνύει λέγειν (O. 13.12) ἀψευδεῖ δὲ πρὸς ἄκμονι χάλκευε γλῶσσαν (P. 1.86) εἰ χρεὼν τοῦθ' ἁμετέρας ἀπὸ γλώσσας κοινὸν εὔξασθαι ἔπος (P. 3.2) ὀρφανίζει μὲν κακὰν γλῶσσαν φαεννᾶς ὀπός (P. 4.283) γλῶσσαν ἐπεί σφιν ἀπένεικεν ὑπερποντίαν (sc. Βάττος. outlandish tongue cf. Paus. 10. 15. 7) (P. 5.59) κρέσσονα μὲν ἁλικίας νόον φέρβεται γλῶσσάν τε power of speech (P. 5.111) τὸ δὲ νέαις ἀλόχοις ἔχθιστον ἀμπλάκιον καλύψαι τἀμάχανον ἀλλοτρίαισι γλώσσαις (P. 11.27) ῥῆμα δἐργμάτων χρονιώτερον βιοτεύει, ὅ τι κε σὺν Χαρίτων τύχᾳ γλῶσσα φρενὸς ἐξέλοι βαθείας (N. 4.8) ἐμὰν γλῶσσαν εὑρέτω κελαδῆτιν (N. 4.86) ἄκονθ' ὥτε χαλκοπάρᾳον ὄρσαι θοὰν γλῶσσαν (N. 7.72) εὐαγορηθεὶς κέρδος ὕψιστον δέκεται, πολιατᾶν καὶ ξένων γλώσσας ἄωτον (I. 1.51) πολλὰ μὲν ἀρτιεπὴς γλῶσσά μοι τοξεύματ' ἔχει περὶ κείνων κελαδέσαι (I. 5.47) γλῶσσα δοὐκ ἔξω φρενῶν his words are at one with his thoughts (I. 6.72) ἔραται δέ μοι γλῶσσα μέλιτος ἄωτον γλυκὺν[ (sc. καταλείβειν, simm.) Πα.… ἐμὲ δὲ πρέπει παρθενήια μὲν φρονεῖν γλώσσᾳ τε λέγεσθαι (γλωσσᾷ Π.) Παρθ. 2. 3. τὶν δαἶνος ἑτοῖμος, ὃν ἐν δίκᾳ ἀπὸ γλώσσας Ἄδραστος φθέγξατ (ἐνδίκας coni. Snell) (O. 6.13)

Spanish (DGE)

-ης, ἡ

• Alolema(s): át. γλῶττα; jón. γλάσσα Herod.3.84, 6.16, Sokolowski 44.7 (Mileto V/IV a.C.), Sokolowski 2.78.7 (Quíos II a.C.); dud. cret. γλᾶθις q.u.
I anat. lengua de pers. y anim. ἀντικρὺ δ' ἀν' ὀδόντας ὑπὸ γλῶσσαν τάμε χαλκός Il.5.74, cf. 16.161, Parm.B 7.5, διαρθροῖ δὲ τὸν φθόγγον τὰ χείλεα καὶ ἡ γ. Hp.Morb.4.56, cf. Hp.Epid.2.1.8, 6.8.7, Mul.1.2, γλōσα ἀπεστραμένα (l. ἀπεστραμμένα) IGDS 37a, b (Selinunte V a.C.), cf. Arist.HA 494b12, Chrysipp.Stoic.2.231, Mnesith.Ath.20.20, Vett.Val.5.1, 104.9, 392.4, ὦτ[α] μοῦνον καὶ γλάσσαι Herod.6.16, de un animal Od.3.332.
II 1fig. lengua como órgano del habla οὐδ' εἴ μοι δέκα μὲν γλῶσσαι ... εἶεν Il.2.489, ἀπὸ γλώσσης μέλιτος γλυκίων ῥέεν αὐδή Il.1.249, ἡ γ. ὀμώμοχ', ἡ δὲ φρὴν ἀνώμοτος la lengua ha jurado, pero el corazón no E.Hipp.612, γ. ματαία lengua necia A.Pr.329, γλώσσης ἀκρατής que no es dueño de su lengua A.Pr.884, γλώσσῃ δεινός hábil de lengua, elocuente S.OC 806, cf. Orph.H.28.10, κακὰ γ. calumnia, lengua viperina Pi.P.4.283, S.Fr.314.151, AP 7.345, γ. βλάσφημος Sext.Sent.83, μέλαινα δεινὴ γ. Βρεττία παρῆν Ar.Fr.638, πᾶσαν γλῶτταν βασάνιζε emplea toda clase de palabras Ar.V.547, εὐκλέα κέλευθον γλῶσσαν B.5.196, γλῶτταν ἀγαθὴν πέμπετε haced alarde de vuestra buena lengua Pl.Com.51.3, cf. 52.1, οἷόν γε πού 'στι γ. κἀνθρώπου λόγος Eup.342, πᾶσαν ἱέναι γλῶσσαν ὡς dar rienda suelta a la lengua S.El.596, ἀκαρτεῖν γλώσσης no controlar la propia lengua Call.Fr.75.9, δείδια γὰρ δήμου γλῶσσαν Call.Fr.384.58, ὅσσην δὲ καὶ τὴν γλάσσαν, οὗτος, ἔσχηκας Herod.3.84
en distintas constr. ἀπὸ γλώσσας con libertad de lenguaje, con franqueza Pi.O.6.13, pero ἀπὸ γλώσσης de palabra op. ἐκ θυμοῦ Thgn.63, op. ‘por escrito’, Hdt.1.123, Th.7.10, Arr.An.2.14.1, δίκας γὰρ οὐκ ἀπὸ γλώσσης θεοὶ κλύοντες los dioses que juzgan los pleitos no ya basándose en las palabras (sino en los hechos), A.A.813, ἀπὸ γλώττης φράσειν decir de memoria op. γράμμασιν Cratin.128, ἐν κερτομίοις γλώσσαις con palabras impías, con blasfemias S.Ant.961, κηκάδι σὺν γλώσσῃ con lengua perversa Call.Fr.656, μὴ διὰ γλώσσης no por medio de la lengua, e.e. sin hablar E.Supp.112, ἐν ὄμμασιν πατρὸς δεδορκὼς κοὐ κατὰ γλῶσσαν κλύων habiendo visto con mis propios ojos (la desgracia de mi padre) y no oyéndola en boca de otro S.Tr.747, γλώσσης χάριν por hablar Hes.Op.709, A.Ch.266, ἐν γλώσσῃ ψευδεῖ LXX Psalm.Salom.12.3.
2 fig. de una pers. una lengua, un orador elocuente ref. Pericles μεγίστη γ. τῶν Ἑλληνίδων Cratin.324
ταμιείου γ. trad. de aduocatus fisci Philostr.VS 621.
III 1lengua, lenguaje, dialecto ἄλλη δ' ἄλλων γ. πολυσπερέων ἀνθρώπων Il.2.804, cf. Od.19.175, Call.Fr.11.6, γλῶσσαν ἱέναι hablar la lengua (doria), Hdt.1.57, cf. A.Pers.406, Th.3.112, γλῶσσαν νομίζειν emplear una lengua Hdt.1.142, γλώσσῃ χρῆσθαι Hdt.4.109, κατὰ γλῶσσαν en dialecto op. κατὰ κοινόν o κύριον Aen.Tact.24.2, ἡ Ἀττικὴ γ. el dialecto ático Demetr.Eloc.177, ἡ αἰγυπτιακὴ γ. PMonac.13.71 (VI d.C.), κατὰ τὴν ἀρχαίαν γλῶτταν Arist.Rh.1357b10.
2 op. la lengua usual palabra o locución desusada que necesita una explicación, glosa Arist.Rh.1410b12, Po.1460b12, ἔπη καὶ γλώσσας καὶ περιφράσεις Plu.2.406f.
3 fig. αἱ γλῶσσαι las lenguas e.d. los pueblos que hablan diversas lenguas ὅπως ... πᾶσαι γλῶσσαι καὶ αἱ φυλαὶ αὐτῶν ἐπικαλέσωνται αὐτὸν εἰς θεόν LXX Iu.3.8, cf. Apoc.5.9.
IV ref. cosas en forma de lengua
1 mús. lengüeta de flauta, Eup.442, Aeschin.3.229, Arist.HA 565a24, Thphr.HP 4.11.4, γλώττης πνεῦμα Aristid.Quint.76.1, 11, Gal.3.562, Phot.γ 154.
2 anat. glotis ὃ δὴ γλωττίδα τε καὶ γλῶτταν ὀνομάζω λάρυγγος Gal.7.13.
3 agujeta de un zapato φορεῖτε γλῶτταν ἐν ὑποδήμασιν Pl.Com.51.1, cf. Aeschin.Socr.57, Phryn.PS 58.
4 plu. lenguas de fuego ref. al Espíritu Santo Act.Ap.2.3.
5 lengua de tierra ἀπὸ τῆς ταινίας ἣ μεταξὺ τῆς λίμνης οὖσα καὶ τῆς θαλάσσης γ. ἐκαλεῖτο App.Pun.121, cf. 95.
6 lingote γ. χρυσῆ LXX Io.7.21.
7 señal, signo en el hígado de los animales sacrificados, Hsch.
8 hoja en forma de lengua, Cyran.1.21.115.

• Etimología: Gener. rel. c. γλώξ, γλῶχες ‘barbas del trigo’ haciendo ref. a la forma puntiaguda de la lengua. Otros postulan un ide. *dn̥ghu̯ā < *dn̥ghu̯iH1 cf. alat. dingua, gót. tuggo c. cambios debidos al tabú lingüíst. Otros parten de γλ- < δλ- (cf. γλυκύς de *δλυκύς) y lo rel. c. *δέλεχος (cf. ἐνδελεχής), δολιχός ‘largo’, het. dalugi-, ai. dīrghá-.

English (Strong)

of uncertain affinity; the tongue; by implication, a language (specially, one naturally unacquired): tongue.

English (Thayer)

γλώσσης, ἡ (from Homer down), the tongue;
1. the tongue, a member of the body, the organ of speech: tongue is so used in ἠγαλλιάσατο ἡ γλῶσσα μου); a tongue, i. e. the language used by a particular people in distinction from that of other nations: Theod.; Theod.; φυλή, λαός, ἔθνος, it serves to designate people of various languages (cf. Winer's Grammar, 32), λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις to speak with other than their native i. e. in foreign tongues, γλώσσαις λαλεῖν καιναῖς to speak with new tongues which the speaker has not learned previously, Tr text WH text omit; Tr marginal reading brackets καιναῖς); cf. DeWette on Acts , p. 27ff (correct and supplement his references by Meyer on B. D. under the word Tongues, Gift of). From both these expressions must be carefully distinguished the simple phrases λαλεῖν γλώσσαις, γλώσσαις λαλεῖν, λαλεῖν γλώσσῃ, γλώσσῃ λαλεῖν (and προσεύχεσθαι γλώσσῃ, to speak with (in) a tongue (the organ of speech), to speak with tongues; this, as appears from ἡ τῶν θείων ὕμνων μελῳδός, λαλεῖν ἐν γλώσσῃ, κατάχρηται ἕτερος αὐτοῦ τοῖς φωνητηριοις ὀργάνοις, στόματι καί γλωττη πρός μηνυσιν ὧν ἄν θέλῃ, Philo, rer. div. haer. § 53 (i. 510, Mang. edition)); hence, the contrast διατουνως (critical editions τῷ νοι<) λαλεῖν, γλώσσαις λαλεῖν, used even of a single person (γλῶσσαι tongues are equivalent to λόγοι ἐν γλώσσῃ (words spoken in a tongue (Zungenvorträge): γένη γλωσσῶν, προσευχή and ψαλμός, γλῶσσαν ἔχω, something to utter with a tongue, Acts 2:4); Heinrici, Korinthierbriefe, i., 372ff; Schaff, Hist. of the Chr. Church, i. 234-245 (1882); Farrar, St. Paul, i. 95ff.)

Greek Monolingual

η (AM γλῶσσα και γλῶττα)
1. όργανο μέσα στη στοματική κοιλότητα, που χρησιμεύει για τη γεύση, την κατάποση και την άρθρωση τών φθόγγων
2. όργανο του λόγου («η γλώσσα της διάνοιας»)
3. το σύνολο λέξεων και εκφράσεων ενός λαού που ανήκει στο ίδιο έθνος ή μιας ομάδας ανθρώπων με ιδιαίτερο σύνδεσμο μεταξύ τους («αγγλική γλώσσα», «λατινική γλώσσα» κ.λπ.)
4. διάλεκτος
5. γλώσσημα, άχρηστη ή ξένη λέξη που χρειάζεται εξήγηση
6. οτιδήποτε έχει σχήμα γλώσσας («γλώσσα παπουτσιού», «γλώσσα φωτιάς» κ.λπ.)
νεοελλ.
1. τρόπος εκφράσεως, γλωσσικό ύφος («ποιητική γλώσσα», «στρυφνή γλώσσα» κ.λπ.)
2. μέσα και τρόποι (εκτός από την άρθρωση λέξεων) συνεννοήσεως («η γλώσσα τών ματιών», «η γλώσσα τών λουλουδιών» κ.λπ.)
3. φάση που εμφανίζεται κατά την εξέλιξη μιας γλώσσας και διαφέρει από τις προηγούμενες και επόμενες κατά ορισμένα γνωρίσματα (μορφολογικά, λεκτικά κ.ά.) («καθαρεύουσα», «δημοτική» κ.λπ.)
4. γλώσσα που μιλιέται και γράφεται από κύκλο ανθρώπων ορισμένης επιστήμης ή επαγγέλματος («νομική, ιατρική, μαθηματική κ.λπ. γλώσσα»)
5. αυθάδεια, αθυροστομία, φλυαρία
6. (αρχιτεκτονική) κόσμημα σε σχήμα γλώσσας φιδιού που χωρίζει τα ωά του εχίνου
7. φρ. α) «βγάζω τη γλώσσα μου» — κοροϊδεύω
β) «δάγκωσε ή φάε τη γλώσσα σου» — προτροπή για σιωπή προς αυτούς που προλέγουν κακά
γ) δεν είμαι κύριος της γλώσσας μου» — είμαι αθυρόστομος ή αυθάδης
δ) «δένεται η γλώσσα μου» — δεν μπορώ να μιλήσω, αποστομώνομαι από αμηχανία ή ντροπή
ε) «έχω μακριά γλώσσα ή μια σπιθαμή γλώσσα ή βγάζω γλώσσα» — είμαι προπετής, αυθάδης
στ) η γλώσσα μου είναι ψαλίδι ή ροδάνι ή σπαθί» — είμαι εύγλωττος ή (φλύαρος)
ζ) «η γλώσσα μου στάζει μέλι ή φαρμάκι» — είμαι πολύ ευπροσήγορος ή δηκτικός
η) «λύνεται η γλώσσα μου» — αρχίζω να μιλώ ή να φλυαρώ
θ) «μάλλιασε ή έβγαλε μαλλιά η γλώσσα μου» — κουράστηκα να συμβουλεύω ή να επαναλαμβάνω κάτι
ι) «μού βγαίνει η γλώσσα (μια σπιθαμή)» — υποβάλλομαι σε υπερβολική κούραση
ια) «να καταπιείς τη γλώσσα σου» — να μη μιλήσεις καθόλου
ιβ) «οι κακές γλώσσες» — οι συκοφάντες, οι κακόγλωσσοι
μσν.
πληροφορία
αρχ.
Ι. 1. έθνος, λαός
2. ρήτορας
3. σφήνα (από χρυσό)
4. (μουσική) γλωττίδα του αυλού
II. φρ.
1. «ἀπὸ γλώσσης»
α) με ελευθεροστομία, με ειλικρίνεια του λόγου
β) προφορικά, με το στόμα
2. «γλῶσσαν ἵημι» — μιλώ μια γλώσσα ή διάλεκτο
3. «ἐν κερτομίοις γλώσσαις» — με υβριστική γλώσσα
4. «κακιὰ γλῶσσα» — συκοφαντία
5. «οὐκ ἀπὸ γλώσσης» — όχι με απλό λόγο του στόματος αλλά με επιχειρήματα
6. «πᾱσαν γλῶτταν βασάνιζε» — δοκίμαζε κάθε τέχνη της γλώσσας
7. «πᾱσαν ἵημι γλῶσσαν» — μιλώ χωρίς περιορισμούς, ελεύθερα
8. «τὰ γλώσσης ἄπο» — τα λόγια μας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) γλωχ- (πρβλ. γλωξ, πληθ. γλώχες) + επίθημα -Υά. Η λ. γλώσσα που σήμαινε αρχικά το γνωστό όργανο του στόματος από την Οδύσσεια και μετά δήλωνε και τον λόγο, την ομιλία. Αργότερα η λ. έλαβε πολλές σημασίες και χρήσεις, όπως «δερμάτινο λουρί του παπουτσιού», «γλωττίδα του αυλού» κ.ά. πιθ. από λόγους οικονομίας της γλώσσας ή για εκφραστικότητα.Παράγωγα και σύνθετα της λέξης γλώσσα:
ΠΑΡ. γλωσσάριο(ν), γλώσσημα, γλωσσίδιο(ν), γλωσσικός, γλωσσώδης, γλωττίδα
(AM γλωττίς)
αρχ.
γλωττίζω
νεοελλ.
γλωσσάκι, γλωσσαράς, γλωσσάς, γλωσσεύω, γλωσσιά, γλωσσίτης, γλωσσίτιδα, γλωσσίτσα.
ΣΥΝΘ.
A' ΣΥΝΘ. γλώσσαλγος (και Α γλώσσαργος), γλωσσογράφος, γλωσσοειδής, γλωσσοκάτοχο(ν), γλωσσολαλία, γλωσσοτομία, γλωσσοτομώ
αρχ.
γλωσσόπετρα, γλωσσοχαριτώ, γλωτταργία, γλωττοδεψώ, γλωττοποιώ, γλωττοστροφώ
(αρχ.- μσν.) γλωσσόκομον, γλωσσότμητος
μσν.
γλωσσοδεμένος, γλωσσοκηλόκομπος, γλωσσόκομος, γλωσσοπύρσευτος, γλωσσοπυρσόμορφος, γλωσσοτέχνης
μσν.- νεοελλ.
γλωσσόμορφος, γλωσσοπέδη
νεοελλ.
γλωσσαμύντορας, γλωσσεκτομή, γλωσσοβολώ, γλωσσογεωγραφία, γλωσσογνωσία, γλωσσογονία, γλωσσοδέρνω, γλωσσοδέτης, γλωσσοδέτι, γλωσσοδιδάσκαλος, γλωσσοδίφης, γλωσσοδύνη, γλωσσοελκυστήριος, γλωσσοεπιγλωττιδικός, γλωσσοκαθαριστής, γλωσσοκήλη, γλωσσοκομπιάζω, γλωσσόκομπο, γλωσσοκοπανώ και γλωσσοκοπανίζω, γλωσσοκοπώ, γλωσσολαδή και γλωσσολαβίδα, γλωσσολάλος, γλωσσολογία, γλωσσολόγιο, γλωσσολόγος, γλωσσολύτης, γλωσσομαθής, γλωσσομανής, γλωσσομίκτης, γλωσσομιξία, γλωσσονόμος, γλωσσοπάθεια, γλωσσοπέταλος, γλωσσοπλάστης, γλωσσοπληγία, γλωσσοπρόφερτος, γλωσσόπτωση, γλωσσόραμμα, γλωσσοτρώγω, γλωσσοϋπερώιος, γλωσσοφαγιά, γλωσσοφάγωμα, γλωσσοφαρυγγικός, γλωσσοφόρος, γλωσσοφυτία, γλωσσόφωνο.
B' ΣΥΝΘ. άγλωσσος (Α και -ττος), αλλόγλωσσος, βαρβαρόγλωσσος, βραδύγλωσσος (Α και -ττος), δίγλωσσος (Α και -ττος), ετερόγλωσσος (Α και -ττος), εύγλωττος, ηδύγλωσσος, κακόγλωσσος, ομόγλωσσος(Α και -ττος), πολύγλωσσος (Α και -ττος), πικρόγλωσσος, ταχύγλωσσος, αρχ. αγκυλόγλωσσος, αθυρόγλωττος, αλιγύγλωσσος, αμφίγλωσσος, αμφοτερόγλωσσος, ανθρωπόγλωττος, βαθύγλωσσος, βαρύγλωσσος, βούγλωσσος, έγγλωττος, ελευθερόγλωσσος, επτάγλωσσος, ευθύγλωττος, θεόγλωσσος, θηλύγλωσσος, ιδιόγλωσσος, ιερόγλωσσος, κατάγλωττος, κυνόγλωσσος, λειόγλωσσος, λιπόγλωσσος, μελίγλωσσος, μιαρόγλωσσος, παλίγγλωσσος, περίγλωσσος, πλατύγλωττος, πρόγλωσσος, τανύγλωσσος, υπόγλωσσος, χρυσόγλωσσος
νεοελλ.
αηδονόγλωσσα, βοϊδόγλωσσα, βρομόγλωσσα, γλυκόγλωσσος, ελληνόγλωσσος, εξώγλωσσος, καθαρόγλωσσος, κακόγλωσσα, καλόγλωσσος, κουτσόγλωσσος, λεξίγλωσσα, μικρόγλωσσος, μιμόγλωσσα, μονόγλωσσος, ξενόγλωσσα, ξενόγλωσσος, παλιόγλωσσα, πεντάγλωσσος, πικρόγλωσσα, ριπιδόγλωσσα, τετράγλωσσος, τρίγλωσσος, φαρμακόγλωσσα, φιδόγλωσσα, χαδιαρόγλωσσα, χυδαιόγλωσσος, ψαλιδόγλωσσος].

Greek Monotonic

γλῶσσα: Αττ. γλῶττα, -ης, ἡ,
I. 1. το αισθητήριο όργανο, η γλώσσα, σε Όμηρ. κ.λπ.
2. η γλώσσα ως όργανο ομιλίας· γλώσσης χάριν, εξαιτίας της αγάπης για ομιλία, σε Ησίοδ., Αισχύλ.· ἀπὸ γλώσσης, από ελευθεροστομία, σε Ηρόδ., Θουκ.· οὐκ ἀπὸ γλώσσης, όχι από απλή ομιλία του στόματος, όχι από απλή διάδοση, σε Αισχύλ.· όμοια, οὐ κατὰ γλῶσσαν, σε Σοφ.· ἱέναι γλῶσσαν, αφήνω ελεύθερη τη γλώσσα μου, ομιλώ χωρίς περιορισμούς, στον ίδ.· πληθ., κερτομίοις γλώσσαις, δηλ. με ανίερες βρισιές, βλασφημίες, στον ίδ.· για το βοῦς ἐπὶ γλώσσῃ, βλ. βοῦς.
II. διάλεκτος, ομιλούμενη γλώσσα, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.
III. οτιδήποτε έχει το σχήμα της γλώσσας· στη μουσική, η γλώσσα, το επιστόμιο του αυλού, σε Αισχίν. (άγν. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

γλῶσσα: атт. γλῶττα
1) анат. язык (γλώσσας τάμνειν Hom.; γ. καὶ χείλη Arst.);
2) тж. pl. язык, речь; слова: γλώσσης χάριν Hes., Aesch. по болтливости, чтобы язык потрепать; ἀπὸ γλώσσης Pind. откровенно, открыто, Her., Thuc. на словах, устно, Aesch. по словам, на основании слов; κατὰ γλῶσσαν Soph. на основании слухов, понаслышке; ὅ τι κὲν ἐπὶ γλῶσσαν ἔλθῃ εἰπεῖν Luc. говорить (все), что придет на язык, что взбредет в голову; πᾶσαν γλῶσσαν ἱέναι Soph. объявлять во всеуслышание, но γλῶσσάν τινα ἱέναι Her., Thuc. (тж. γλῶσσαν νομίζειν τινα и γλώσσῃ χρῆσθαί τινι Her.) говорить на каком-л. языке;
3) наречие, говор; тж. диалектизм или архаизм: τὸ σίγυνον Κυπρίοις μὲν κύριον, ἡμῖν δὲ γ. Arst. у кипрян слово σίγυνον - «дротик» - в ходу, для нас же оно слово областное; κατὰ γλῶσσαν γράφειν Luc. писать на языке областном или архаическом;
4) (в духовых инструментах) язычок (τῶν αὐλῶν Aeschin., Arst.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: tongue, language (Il.), rare, dialectal word (Arist.).
Other forms: Att. γλῶττα; Ion. also γλάσσα (s. below)
Compounds: γλώσσ-αργος garrulous (Pi.), from γλώσσ-αλγος id.; from here στόμαργος, s. Strömberg Wortstudien 31; diff. (to ἀργός quick) Willis AmJPh 63, 87ff.
Derivatives: γλωσσάριον (Dsc., pap.), γλωσσίδιον (Zen.); γλώσσημα point of an arrow (A.) retains the original meaning; s. Chantr. Form. 186), also rare word (Quint.), γλωσσηματικός (D. H.); γλωσσώδης talkative (LXX), γλωσσός id. (Hdn.); γλωσσίς inflammation of the tongue (Hippiatr.). - γλωττίς end of a pipe, glottis (Hero), also a bird (Arist., s. Thompson Birds s. v.); γλωττικός (Arist.); denom. γλωττίζω kiss with the tongue, γλωττισμός (AP).
Origin: see γλῶχ-ες
Etymology: Prop. "with point", ια-derivation from γλῶχ-ες, q.v. Ion. γλάσσα prob. from a paradigm *γλωχ-, *γλαχ- which is explained as nom. *glogʰ-s, gen. *gl̥gʰ-ós. (Beekes, Devel. 246. - The old word for tongue was *dn̥ǵʰuH- (Lat. lingua), Pok. 223).

Middle Liddell

[deriv. uncertain]
I. the tongue, Hom., etc.
2. the tongue, as the organ of speech, γλώσσης χάριν through love of talking, Hes., Aesch.; ἀπὸ γλώσσης by word of mouth, Hdt., Thuc.; οὐκ ἀπὸ γλώσσης not by word of mouth, not from mere hearsay, Aesch.; so, οὐ κατὰ γλῶσσαν Soph.; ἱέναι γλῶσσαν to let loose one's tongue, speak without restraint, Soph.; pl., κερτομίοις γλώσσαις, i.e. with blasphemies, Soph.:—for βοῦς ἐπὶ γλώσσηι, v. βοῦς.
II. a tongue, language, Hom., Hdt., etc.
III. the tongue or mouthpiece of a pipe, Aeschin.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γλῶττα -ης, ἡ, Ion. γλῶσσα
1. tong:; ἄγε τάμνετε... γλώσσας kom, snijdt de tongen (van de offerdieren) af Od. 3.332; spec. in verband met spraak:; τοῦ καὶ ἀπὸ γλώσσης μέλιτος γλυκίων ῥέεν αὐδή van zijn tong vloeide spraak zoeter dan honing Il. 1.249; γλώσσῃ θρασύς met een brutale mond Soph. Ai. 1142; ἐκ φόβου... γλῶσσαν ἐγκλῄσας ἔχει uit angst houdt hij zijn tong achter slot en grendel Soph. Ant. 180; ἡ γλῶσσ ’ ὀμώμοχ ’ ἡ δὲ φρὴν ἀνώμοτος mijn tong heeft gezworen, maar mijn geest is niet gebonden door eed Eur. Hipp. 612; uitbr. voor het spreken zelf:; γλώσσης χάριν omwille van het spreken Aeschl. Ch. 266; ἀπὸ γλώσσης mondeling Hdt. 1.123.4; πέρας οὐδὲν μὴ διὰ γλώσσης ἰόν er wordt niets bereikt zonder je tong te gebruiken Eur. Suppl. 112; κατὰ γλῶσσαν κλύων van horen zeggen hebbend Soph. Tr. 747; voor concrete uitingen:; ἐν κερτομίοις γλώσσαις met spottende woorden Soph. Ant. 962; uitbr. voor wat de vorm v. e. tong heeft :. γλῶσσαι ὡσεὶ πυρός tongen als van vuur NT Act. Ap. 2.3.
2. taal, dialect:; γλῶσσαν ἱέναι een taal spreken Hdt. 1.57.1; γλῶσσαν νομίζειν een taal gebruiken Hdt. 1.142.3; κατὰ τὴν ἀρχαίαν γλῶτταν volgens het oude taalgebruik Aristot. Rh. 1357b10; uitbr. volk (dat een eigen taal spreekt) ; NT Apoc. 10.11; gramm. glosse (verouderd of moeilijk woord).

Frisk Etymology German

γλῶσσα: {glō̃ssa}
Forms: att. γλῶττα, ion. auch γλάσσα (s. unten)
Grammar: f.
Meaning: Zunge, Sprache (seit Il.).
Derivative: Davon die Deminutiva γλωσσάριον (Dsk., Pap.) und γλωσσίδιον (Zen.); ferner γλώσσημα Pfeilspitze (A.), ‘altertümliches od. dialektisches Wort’ (Quint., M. Ant.; zur Bildung Chantraine Formation 186) mit γλωσσηματικός (D. H.); γλωσσώδης gesprächig (LXX u. a.), γλωσσός ib. (Hdn.); γλωσσίς Zungenentzündung (Hippiatr.). — γλωττίς Mündung der Luftröhre, Ansatzstück, Stimmritze (Hero, Luk., Gal.), auch N. eines Vogels (Arist., vgl. Thompson Birds s. v.); γλωττικός zur Zunge gehörig (Arist.); denominatives Verb γλωττίζω mit der Zunge küssen mit γλωττισμός (AP). — Unter den Komposita ist zu nennen γλώσσαργος gesprächig (Pi., J. u. a.), aus γλώσσαλγος ib. dissimiliert; danach στόμαργος, vgl. Strömberg Wortstudien 31 nach H. Lewy KZ 55, 24f.; anders (zu ἀργός schnell beweglich) Willis AmJPh 63, 87ff.
Etymology : Eig. "mit Spitze, Stachel versehen", ια-Ableitung von γλῶχες, s. d. Die ion. Form γλάσσα, die von der Schwundstufe ausgeht, ist vielleicht aus einem Paradigma γλῶσσα, *γλασσᾶς entstanden; der urspr. Tonsitz kann in γλωσσᾶι (Pind.-Pap.) bewahrt sein (Schwyzer 474 m. Lit.). — Nach Havers Sprachtabu 60f. (mit Specht) soll γλῶσσα durch Sprachtabu das alte Wort für Zunge (lat. lingua usw.) verdrängt haben. Es kann aber mindestens ebensowohl volkstümlich-expressiv sein.
Page 1,315-316

Chinese

原文音譯:glîssa 格羅沙
詞類次數:名詞(50)
原文字根:舌 相當於: (לָשֹׁון‎)
字義溯源:舌*,舌頭,語言,方言,方。這個編號有三個意義:
1)舌,嘗味和說話的器官
2)語言,方言,說話
3)任何與舌的形狀相似的物。雅各在他的書信中說到人無法勒住自己的舌頭:若有人在話語上沒有過失,他就是完全人,也能勒住自己的全身( 雅3:2)。主耶穌說,惡人怎能說出好話來呢。因為心裏所充滿的,口裏就說出來( 太12:34)。主這話隱藏著一個拯救:如果我們常思想主的話,將主話存在心裏,使我們的心充滿主的話,到時候口就說出主的話來
同源字:1) (γλῶσσα)舌 2) (γλωσσόκομον)袋 3) (ἑτερόγλωσσος)說另一種話的。
同義字:1) (γλῶσσα)舌,語言 2) (ἔθνος)種族,外邦人 3) (λαός)人民,百姓 4) (ὅμιλος)結交 5) (ὄχλος)擠滿,群眾 6) (πλῆθος)完全,群眾 7) (φυλή)支派
出現次數:總共(50);可(3);路(2);徒(6);羅(2);林前(21);腓(1);雅(5);彼前(1);約壹(1);啓(8)
譯字彙編
1) 方言(23) 可16:17; 徒2:4; 徒2:11; 徒10:46; 徒19:6; 林前12:10; 林前12:10; 林前12:30; 林前13:1; 林前13:8; 林前14:2; 林前14:4; 林前14:5; 林前14:5; 林前14:6; 林前14:13; 林前14:18; 林前14:19; 林前14:22; 林前14:23; 林前14:26; 林前14:27; 林前14:39;
2) 舌頭(14) 可7:33; 路1:64; 路16:24; 徒2:3; 羅3:13; 林前14:9; 雅1:26; 雅3:5; 雅3:6; 雅3:6; 雅3:8; 彼前3:10; 約壹3:18; 啓16:10;
3) 方(5) 啓5:9; 啓7:9; 啓11:9; 啓13:7; 啓14:6;
4) 舌(3) 徒2:26; 羅14:11; 腓2:11;
5) 多方(2) 啓10:11; 啓17:15;
6) 說⋯方言的(1) 林前12:28;
7) 舌頭的(1) 可7:35;
8) 用方言(1) 林前14:14