φύω

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φύω Medium diacritics: φύω Low diacritics: φύω Capitals: ΦΥΩ
Transliteration A: phýō Transliteration B: phyō Transliteration C: fyo Beta Code: fu/w

English (LSJ)

Il.6.148, etc.; Aeol. φυίω fort. leg. in Alc.97: impf. ἔφυον, Ep.3sg.
A φύεν Il.14.347: fut. φύσω [ῡ] 1.235, S.OT438: aor. ἔφῡσα Od.10.393, etc.:—Pass. and Med., 9.109, Pi.O.4.28, etc.: fut. φύσομαι A.Pr.871, Hp.Mochl.42, Pl.Lg.831a, etc.: similar in sense are the intr. tenses, pf. πέφῡκα Od.7.114, etc., Ep.3pl. πεφύᾱσι Il.4.484, Od.7.128; 3sg. subj. πεφύῃ (ἐμ-) Thgn.396; Ep. part. fem. πεφυυῖα (ἐμ-) Il.1.513, acc. pl. πεφυῶτας Od.5.477; Dor. inf. πεφύκειν Epich.173.3: plpf. ἐπεφύκειν X.Cyr.5.1.9, Pl.Ti. 69e; Ep. πεφύκειν Il.4.109; Ep. 3pl. ἐπέφῡκον Hes.Th.152, Op.149: aor. 2 ἔφῡν (as if from φῦμι) Od.10.397, etc.: Ep. 3sg. φῦ Il.6.253, etc., 3pl. ἔφυν (for ἔφῡσαν, which is also 3pl. of aor. 1) Od.5.481, etc.; subj. φύω or φυῶ E.Fr.377.2, Pl.R.415c, 597c, Hp.Carn.12; 3sg. opt. φύη Theoc.15.94, (συμ-) Sor.2.89; inf. φῦναι, Ep. φύμεναι Theoc. 25.39, φῦν Parm.8.10; part. φύς Od.18.410, etc., Boeot. fem. φοῦσα Corinn.21: ἔφυσεν, = ἔφυ, dub. in IG14.2126.5 (Rome); conversely ἔφυ, = ἔφυσεν, ib.3.1350, Sammelb.5883 (Cyrene): later, fut. φυήσω LXX Is.37.31, Pass. φυήσομαι Gp.2.37.1, Them.Or.21.248c (in Luc. JTr.19 ἀναφύσεσθαι is restored): aor. 2 Pass. ἐφύην J.AJ18.1.1, prob. in BSA28.124 (Didyma), (ἀν-) Thphr.HP4.16.2; inf. φυῆναι Dsc.2.6, (ἀνα-) D.S.1.7; part. φῠείς Hp.Nat.Puer.22, Trag.Adesp. 529, PTeb.787.30 (ii B. C.), Ev.Luc.8.6: aor. 1 Pass. συμ-φυθείς Gal. 7.725. [Generally ῠ before a vowel, Ep., Trag. (A.Th.535, S.Fr. 910.2), etc., ῡ before a consonant; but φῡει Trag.Adesp.454.2, φῡεται S.Fr.88.4, Trag.Adesp.543 ( = Men.565); φῡομεν Ar.Av.106; ἐφῡετο prob. in Ar.Fr.680, cf. Nic.Al.14, D.P.941, 1013; even in thesi, προσφῡονται Nic.Al.506, φῡουσιν D.P.1031; also in compds.]
A trans., in pres., fut., and aor. 1 Act.:—bring forth, produce, put forth, φύλλα . . ὕλη τηλεθόωσα φύει Il.6.148; τοῖσι δ' ὑπὸ χθὼν δῖα φύεν νεοθηλέα ποίην 14.347, cf. 1.235, Od.7.119, etc.; ἄμπελον φύει βροτοῖς E.Ba.651; so τρίχες... ἃς πρὶν ἔφυσεν φάρμακον made the hair grow, Od.10.393, cf. A.Th.535; φ. χεῖρε, πόδε, ὀφθαλμὰ ἀνθρώποις X.Mem.2.3.19; of a country, καρπόν τε θωμαστὸν φύειν καὶ ἄνδρας ἀγαθούς Hdt.9.122; ὅσα γῆ φύει Pl.R.621a, cf. Anaxag.4.
2 beget, engender, E.Ph.869, etc.; Ἄτλας . . θεῶν μιᾶς ἔφυσε Μαῖαν E. Ion3, cf. Trag.Adesp.454.2; so of God creating man, Antipho 4.1.2, cf. Plu.2.1065c; ὁ φύσας = the begetter, father (opp. ὁ φύς the son, v. infr. B.1.2), S.OT1019, Ar.V.1472 (lyr.); ὁ φ. πατήρ E.Hel.87; ὁ φ. χἠ τεκοῦσα Id.Alc.290; τὴν τεκοῦσαν ἢ τὸν φύσαντα Lys.10.8; of both parents, γονεῦσι οἵ σ' ἔφυσαν S.OT436; οἱ φύσαντες E.Ph.34, cf. Fr. 403.2; φ. τε καὶ γεννᾶν Pl.Plt.274a; ὦ γάμοι γάμοι, ἐφύσαθ' ἡμᾶς S.OT 1404; ἥδ' ἡμέρα φύσει σε will bring to light thy birth, ib.438; χρόνος φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται Id.Aj.647.
3 of individuals in reference to the growth of parts of themselves, φ. πώγωνα, γλῶσσαν, κέρεα, grow or get a beard, etc., Hdt.8.104, 2.68, 4.29; φ. πτερά Ar. Av.106, Pl.Phdr.251c; σάρκα Id.Ti.74e; φ. τρίχας, πόδας καὶ πτερά, etc., Arist.HA518a33, 554a29, etc.: for the joke in φύειν φράτερας, v. φράτηρ.
4 metaph., φρένας φῦσαι get understanding, S.OC 804, El.1463 (but also θεοὶ φύουσιν ἀνθρώποις φρένας Id.Ant.683): prov., ἁλιεὺς πληγεὶς νοῦν φύσει 'once bitten, twice shy', Sch.Pl.Smp. 222b; γέροντα τὸν νοῦν σάρκα δ' ἡβῶσαν φύει A.Th.622; δόξαν φῦσαι get glory or to form a high opinion of oneself, Hdt.5.91; θεὸς . . αἰτίαν φύει βροτοῖς A.Niob.in PSI11.1208.15; αὑτῷ πόνους φῦσαι S.Ant.647.
II in pres. seemingly intr., put forth shoots, εἰς ἔτος ἄλλο φύοντι Mosch.3.101; δρύες . . φύοντι Theoc.7.75, cf. 4.24: so ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δ' ἀπολήγει one generation is putting forth scions, the other is ceasing to do so, Il.6.149; ἐν στήθεσι φύει (fort. φυίει) grows up, appears, Alc.97; ῥίζα ἄνω φύουσα ἐν χολῇ LXX De. 29.18.
B Pass., with intr. tenses of Act., aor. 2, pf. and plpf., grow, wax, spring up or spring forth, especially of the vegetable world, θάμνος ἔφυ ἐλαίης Od.23.190, cf. 5.481; πρασιαὶ παντοῖαι πεφύασιν 7.128; τά γ' ἄσπαρτα φύονται 9.109, cf. Il.4.483, 14.288, 21.352; φύεται αὐτόματα ῥόδα Hdt.8.138, cf. 1.193; ὑπὸ φηγῷ πεφυκυίῃ growing there, Id.2.56; πεφυκότα δένδρα trees growing there, X.Cyr.4.3.5; τὰ φυόμενα καὶ τὰ γιγνόμενα Pl.Cra.410d, cf. Phd.110d, Plt.272a; τοῦ κέρα ἐκ κεφαλῆς ἑκκαιδεκάδωρα πεφύκει from his head grew horns sixteen palms long, Il.4.109, cf. Hdt.1.108, 3.133; φύονται πολιαί Pi.O.4.28; κεφαλαὶ πεφυκυῖαι θριξί grown with hair, D.S.2.50 (s. v.l.); πέφυκε λίθος ἐν αὐτῇ is produced, X.Vect.1.4: metaph., νόσημα ἐν ὀλιγαρχίᾳ φυόμενον, φυομένη πόλις, Pl.R.564b, Lg.757d; ὁ σπέρμα παρασχών, οὗτος τῶν φύντων αἴτιος [κακῶν] of the things produced, D.18.159; also κατὰ πάντων ἐφύετο waxed great by or upon their depression, ib. 19. —In this sense aor. 2 is rare (v. supr.), exc. in phrases such as ἔν τ' ἄρα οἱ φῦ χειρί (v. ἐμφύω), Od.2.302.
2 of persons, to be begotten or be born, most freq. in aor. 2 and pf., ὁ λωφήσων οὐ πέφυκέ πω A.Pr. 27; τίς ἂν εὔξαιτο βροτὸς ὢν ἀσινεῖ δαίμονι φῦναι; Id.Ag.1342 (anap.); μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον = not to be born is best, S.OC1224 (lyr.); γονῇ πεφυκὼς . . γεραιτέρᾳ ib.1294; οὐχ ὑπὸ θυσιῶν οὐδ' ὑπὸ εὐχῶν φύς Pl.R.461a; φύς τε καὶ τραφείς ib.396c; μήπω φῦναι μηδὲ γενέσθαι X.Cyr.5.1.7, cf. Pl.Smp.197a: construed with genitive, πεφυκέναι or φῦναί τινος to be born or be descended from any one, τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗ πεφύκαμεν A.Th.1036, cf. S.OC1379, etc.; θνατᾶς ἀπὸ ματρὸς ἔφυ Pi.Fr.61, cf. S.OT1359 (lyr.), Ant.562; ἀπ' εὐγενοῦς ῥίζης E.IT610; ἀπὸ δρυός Pl.Ap.34d, etc.; φ. ἔκ τινος S.OT 458, E.Heracl.325, Pl.R.415c, etc.; ἐκ χώρας τινός Isoc.4.24, etc.; οἱ μετ' ἐκείνου φύντες, opp. οἱ ἐξ ἐκείνου γεγονότες, Is.8.30; ἐκ θεῶν γεγονότι . . διὰ βασιλέων πεφυκότι X.Cyr.7.2.24.
II in pres., become, οὐδεὶς ἐχθρὸς οὔτε φύεται πρὸς χρήμαθ' οἵ τε φύντες . . S.Fr. 88.4; πιστοὺς φύσει φύεσθαι X.Cyr.8.7.13; the pf. and aor. 2 take a pres. sense, to be so and so by nature, κακός, σοφός πέφυκα (κακώς), etc., S.Ph.558, 1244, etc.; δρᾶν ἔφυν ἀμήχανος Id.Ant.79; φύντ' ἀρετᾷ born for virtue, i.e. brave and good by nature, Pi.O.10(11).20; so of things, τὸ μὲν εὖ πράσσειν ἀκόρεστον ἔφυ A.Ag.1331 (anap.), cf. Pl.Grg.479d, etc.; εὐχροώτεροι ὁρῷντο ἢ πεφύκασιν X.Cyr.8.1.41, cf. Oec.10.2; [τὸ πῦρ] πέφυκε τοιοῦτον Id.Cyr.5.1.10; τἄλλα ἕκαστος ἡμῶν, ὅπως ἔτυχε, πέφυκεν D.37.56: with Advs., ἱκανῶς πεφυκότες of good natural ability, Antipho 2.1.1; δυσκόλως πεφ. Isoc.9.6; οὕτως πεφ. X.HG7.1.7; also οἱ καλῶς πεφυκότες S.El.989, cf. Lys.2.20; οἱ βέλτιστα φύντες Pl.R.431c: then, simply, to be so and so, φῦναι Ζηνὶ πιστὸν ἄγγελον A.Pr.969; θεοῦ μήτηρ ἔφυς Id.Pers.157 (troch.); γυναῖκε . . ἔφυμεν S.Ant.62; Ἅιδης ὁ παύσων ἔφυ ib.575; ἁπλοῦς ὁ μῦθος τῆς ἀληθείας ἔφυ E.Ph.469: c. part., νικᾶν . . χρῄζων ἔφυν S.Ph. 1052; πρέπων ἔφυς . . φωνεῖν Id.OT9, cf. 587; τοῦτο ἴδιον ἔφυμεν ἔχοντες Isoc.4.48, cf. 11.41, X.Smp.4.54.
2 c. inf., to be formed by nature or be disposed by nature to do so and so, τὰ δεύτερα πέφυκε κρατεῖν Pi.Fr.279; πολλῷ γ' ἀμείνων τοὺς πέλας φρενοῦν ἔφυς ἢ σαυτόν A.Pr.337; ἔφυν γὰρ οὐδὲν ἐκ τέχνης πράσσειν κακῆς S.Ph.88, cf. Ant.688; φύσει μὴ πεφυκότα τοιαῦτα φωνεῖν Id.Ph.79; πεφύκασι δ' ἅπαντες . . ἁμαρτάνειν Th.3.45, cf. 2.64, 3.39, 4.61, etc.; πέφυκε . . τρυφὴ . . ἦθος διαφθείρειν Jul.Or.1.15c.
3 with Preps., γυνὴ . . ἐπὶ δακρύοις ἔφυ is by nature prone to tears, E.Med.928; ἔρως γὰρ ἀργόν, κἀπὶ τοῖς ἀργοῖς ἔφυ is inclined to idleness, Id.Fr.322; also ἐπί τι Pl.R.507e; εἴς τι Aeschin.3.132; most freq. πρός τι, οἱ ἄνθρωποι πρὸς τὸ ἀληθὲς πεφύκασι Arist.Rh.1355a16; εὖ πρὸς ἀρετὴν πεφυκότες X.Mem.4.1.2; πρὸς πόλεμον μᾶλλον . . ἢ πρὸς εἰρήνην Pl.R.547e; κάλλιστα φ. πρός τι X.HG7.1.3, etc.; also πρός τινι Id.Ath.2.19 (s. v.l., cf. Plb.9.29.10); also εὖ πεφ. κατά τι D.37.55.
4 c. dat., fall to one by nature, be one's natural lot, πᾶσι θνατοῖς ἔφυ μόρος S.El. 860 (lyr.); χαίρειν πέφυκεν οὐχὶ τοῖς αὐτοῖς ἀεί Id.Tr.440; ἐφύετο κοινὸς πᾶσι κίνδυνος D.60.18, cf. X.Cyr.4.3.19.
5 impers., it is natural, it happens naturally, c. inf., D.14.30, Arist.Pol.1261b7, Po. 1450a1.
6 abs., ὡς πέφυκε as is natural, X.Cyn.6.15, al.; ᾗ πέφυκεν Pl.Ti.81e; also expressed personally, τοῖς ἁπλῶς, ὡς πεφυκασι, βαδίζουσι D.45.68: also freq. in part., τὰ φύσει πεφυκότα the order of nature, Lys.2.29; φύντα, opp. ὁμολογηθέντα, Antipho Soph. 44Ai 32 (Vorsokr.5); ἄνθρωπος πεφυκώς = man as he is, X.Cyr.1.1.3. (Cf. Skt. bhū- 'to be, become', Lith. búti 'to be', Lat. fui, Eng. be, etc.). See also: οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν = I was not born to hate, but to love, it is not my nature to join in hating, but in loving Sophocles, Antigone 523

English (Woodhouse)

cut, germinate, produce, let grow, make to grow from oneself, put forth

⇢ Look up "φύω" on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

German (Pape)

[Seite 1320] fut. φύσω, aor. I. ἔφυσα, – hervorbringen, entstehen lassen, bes. von Pflanzen, Bäumen und ihren einzelnen Teilen, wachsen oder aufkeimen lassen, treiben; φύλλα ὕλη φύει Il. 6, 148; σκῆπτρον οὔποτε φύλλα καὶ ὄζους φύσει 1, 235; τοῖσι δ' ὑπὸ χθὼν δῖα φύεν νεοθηλέα ποίην, ließ Gras aufsprossen, 14, 347; Ζεφυρίη (πνοή) πνείουσα τὰ μὲν φύει, ἄλλα δὲ πέσσει Od. 7, 119; ὃς τὴν πολύβοτρυν ἄμπελον φύει βροτοῖς Eur. Bacch. 650; καρπὸν φύειν Her. 9, 122; ὅσα γῆ φύει Plat. Rep. X, 621 a; καὶ γεννᾶν Polit. 274 a; φύειν ἐξ αὑτοῦ πάντα Rep. IX, 588 c; Xen. oft. – Auch τρίχας φύειν, Haare wachsen lassen, hervorbringen, Od. 10, 293; vgl. στείχει δ' ἴουλος ἄρτι διὰ παρηΐδων ὥρας φυούσης Aesch. Spt. 517; πώγωνα φύειν, den Bart wachsen lassen, Her. 8, 104; γλῶσσαν, eine Zunge bekommen, 2, 68; πτερά, Flügel bekommen, Ar. Av. 106; Plat. Phaedr. 251 c Tim. 91 d; ὀδόντας u. ä.; – ἄνδρας φύειν, Männer hervorbringen, Her. 9, 122; dah. erzeugen, ὁ φύσας, der Erzeuger, der Vater, Soph. Tr. 1026. 1175 u. oft; τοῖς γονεῦσιν, οἵ σ' ἔφυσαν O. R. 436; Eur. oft; Ar. Vesp. 1472; φύειν καὶ γεννᾶν Plat. polit. 274 a; seltener von der Mutter, φῦσαι, gebären, s. Pors. Eur. Phoen. 34; φράτορας Ar. Ran. 419. – Auch auf Geistiges übtr., θεοὶ φύουσιν ἀνθρώποις φρένας Soph. Ant. 679; auch οὐδὲ τῷ χρόνῳ φύσας φανεῖ φρένας ποτέ, zu Verstande kommen, O. C. 808; El. 1455; νοῦν φύειν Soph. frg.; δόξαν φύειν, Stolz erzeugen, Dünkel bekommen, Her. 5, 91; πόνους αὑτῷ φῦσαι Soph. Ant. 643. – Häufiger im pass. φύομαι, wozu das fut. φύσομαι, bei Sp. auch φυήσομαι gehört, wie aor. II. ἔφυν, inf. φῦναι, Parmenid. auch φῦν, part. φύς, φῦσα, φύν, optat. φύην statt φυίην bei Theocr. 15, 94 nach Buttmann, Sp. ἐφύην, φυῆναι; perf. πέφυκα, mit Präsensbdtg, nebst dem plusqpf. ἐπεφύκειν, als impf.; epische synkopirte Formen sind πεφύασι für πεφύκασι, u. part. πεφυώς, ῶτος, Od. 5, 477, fem. πεφυυῖα, Il. 14, 288; Hes. hat auch ἐπέφυκον statt ἐπεφύκεισαν, wie von einem praes. πεφύκω, O. 151 Sc. 76 Th. 152. 673; – Il. 6, 149, ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει, ἡ δ' ἀπολήγει, ist auch das praes. act. intr. gebraucht; – werden, entstehen, wachsen; zunächst von Pflanzen, τά γ' ἄσπαρτα φύονται Od. 9, 109; θάμνος ἔφυ ἐλαίης 23, 190; πρασιαὶ παντοῖαι πεφύασιν 7, 128; ὄζοι ἐπ' ἀκροτάτῃ πεφύασιν Il. 4, 484; δοιοὺς θάμνους ἐξ ὁμόθεν πεφυῶτας Od. 5, 477; τὰ περὶ καλὰ ῥέεθρα ἅλις ποταμοῖο πεφύκει Il. 21, 352; auch τοῦ κέρα ἐκ κεφαλῆς ἑκκαιδεκάδωρα πεφύκει, 4, 109, Hörner waren aus seinem Kopfe gewachsen; ῥόδα φύεται αὐτόματα Her. 8, 138; δένδρα πεφυκότα Xen. Cyr. 4, 3,5; – übertr., ἐν δ' ἄρα οἱ φῦ χειρί, oft bei Hom., eigtl. er wuchs ihm fest an der Hand, oder er wuchs mit der Hand an ihm an, d. i. er faßte ihn so fest bei der Hand, als wäre er an ihm angewachsen, vom kräftigen Händedrucke als Zeichen herzlicher Begrüßung; auch ἔφυν ἐν χερσίν Od. 10, 397, u. ἐν χείρεσσι φύοντο 24, 410, welche Vrbdgn, wie ὀδὰξ ἐν χείλεσι φύντες auch als tmes. zu ἐμφύω gezogen werden, was man vergleiche. – Von Menschen, Pind. u. die Tragg.: ὁ λωφήσων γὰρ οὐ πέφυκέ πω Aesch. Prom. 27; τίς ἂν εὐξαιτο βροτῶν ἀσινεῖ δαίμονι φῦναι Ag. 1315; σπορᾶς γε μὴν ἐκ τῆσδε φύσεται θρασὺς τόξοισι κλεινός Prom. 873; θνητοῦ πέφυκας πατρός Soph. El. 1162; κἀξ ἧς ἔφυ γυναικὸς υἱὸς καὶ πόσις O. R. 458, u. öfter; γονῇ πεφυκὼς γεραιτέρᾳ O. C. 1296, der ältere; πόθεν ἔφυσαν Eur. Suppl. 842; ἀπ' εὐγενοῦς τινος ῥίζης πέφυκας I. T. 610; Διὸς πεφυκὼς Τάνταλος Or. 5, wie auch in Prosa, Xen. Cyr. 5, 5,8; οὔτοι πέφυκα μάντις Eur. Hec. 743; οὐ γὰρ αἰχμητὴς πέφυκεν Or. 702; φὺς ἀπ' ἐμοῦ Xen. Cyr. 5, 4,30; πόθεν ἔφυ ὁ πόλεμος Pol. 3, 6,9 u. sonst. – Übh. von Natur eine gewisse Eigenschaft, Anlage haben, von Natur befähigt sein, u. oft für das einfache sein; τὸ μὲν εὖ πράττειν ἀκόρεστον ἔφυ πᾶσι βροτοῖσιν Aesch. Ag. 1304; θεὸς γὰρ οὐκ ἤχθηρεν ὡς εὔφρων ἔφυ Pers. 758; ἔφυν γὰρ οὐδὲν ἐκ κακῆς πράσσειν τέχνης Soph. Phil. 88; δόξεις ὁμοῖος τοῖς κακοῖς πεφυκέναι 1358; ἔφυν ἀμήχανος Ant. 79; οὐτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν 519, u. sonst, wie Eur.; u. in Prosa, τὸ μὴ διδόναι δίκην πάντων μέγιστόν τε καὶ πρῶτον κακῶν πέφυκε Plat. Gorg. 479 d, u. öfter. Bes. ist πέφυκε c. inf. zu merken, der Natur gemäß sein, gewöhnlich geschehen, pflegen, τὰ δεύτερα τῶν προτέρων πεφυκέναι κρατεῖν Pind. frg. 249; ὅτι χαίρειν πέφυκεν οὐχὶ τοῖς αὐτοῖς ἀεί Soph. Tr. 440; πέφυκε γὰρ καὶ ἄλλωςἄνθρωπος τὸ μὲν θεραπεῦον ὑπερφρονεῖν Thuc. 3, 39, u. öfter; ἐν οἷς ἅπαντες πεφύκαμεν ἁμαρτεῖν Is. 1, 13; ἡ ψυχὴ πέφυκε αὔξεσθαι Isocr. 1, 12; ᾑ πέφυκεν ἐπὶ τὴν ψυχὴν ἰέναι Phaedr. 258 c, u. oft; ἐπεφύκει im Gegensatz von ἐθελούσιον Xen. Cyr. 5, 1,8; πεφύκασιν ὑπὸ τούτων κρατεῖσθαι 5, 1,10; πολὺ ῥᾷον ἔχοντας φυλάττειν ἢ κτήσασθαι πέφυκε πάντα, es liegt in der Natur der Dinge, daß es leichter ist, Dem. 2, 26; πεφυκέναι πρὸς τὸ ἀληθές Arist. rhet. 1, 1; u. Sp., wie Pol. verbindet τοῦτο πέφυκε καὶ φιλεῖ συμβαίνειν κατὰ φύσιν, 4, 2,10. – [Υ im praes. u. imperf. u. vor einem Vokal in der synkopirten Form des perf. ist kurz; nur sp. D., wie Nic. Al. 14 u. D. Per. 941. 1013 brauchen es auch im praes. u. imperf. lang, sogar einige Male in der Verssenkung, Nic. Al. 501 D. Per. 1031; und so auch in Zusammensetzungen.]

French (Bailly abrégé)

f. φύσω, ao. ἔφυσα, ao.2 ἔφυν, pf. πέφυκα, pqp. ἐπεφύκειν;
Pass. f. φυήσομαι, ao.2 ἐφύην;
I. tr. pousser, faire naître, faire croître : τινα faire naître qqn ; τι καί τινα des productions et des hommes ; ὁ φύσας SOPH le père ; οἱ φύσαντες AR les parents ; οἳ (θεοὶ) φύσαντες καὶ κλῃζόμενοι πατέρες SOPH (les dieux) qui l'ayant engendré et ayant été appelés pères ; ἥδ' ἡμέρα φύσει σε καὶ διαφθερεῖ SOPH ce jour te fera naître à la fois et périr, càd montreras d'où tu tires ton origine et en même temps sera ta perte ; particul.
1 en parl. de végétaux φ. φύλλα καὶ ὄζους IL, OD pousser des feuilles et des rejetons;
2 en parl. du corps de l'homme ou des animaux φ. τρίχας OD produire ou faire pousser des cheveux ; πώγωνα HDT de la barbe;
3 fig. avec un suj. de pers. : φρένας SOPH pousser de la raison, devenir sage, càd grandir en intelligence, en raison ; ou en orgueil ; en parl. des dieux φ. ἀνθρώποις φρένας SOPH faire naître, donner la raison aux hommes;
II. intr. naître, croître, pousser : ὣς ἀνδρῶν γενεὴ ἣ μὲν φύει, ἣ δ' ἀπολήγει IL ainsi de la race des hommes, une génération naît, l'autre disparaît;
Moy. φύομαι (f. φύσομαι, ao.2 ἔφυνinf. φῦναι, part. φύς ; pf. πέφυκα);
I. naître, croître :
1 en parl. de végétaux τὰ φυόμενα ἐκ τῆς γῆς XÉN ce qui naît ou pousse de la terre ; πεφυκότα δένδρα XÉN arbres plantés, càd qui ne bougent pas ; ὑπὸ φηγῷ πεφυκυίῃ HDT sous un chêne qui se trouvait planté;
2 en parl. du corps κέρα ἐκ κεφαλῆς πεφύκει IL des cornes avaient poussé de sa tête;
3 en parl. de pers. naître, et à l'ao. ou au pf. être né : ἔκ τινος, ἀπό τινος, τινός de qqn;
4 en parl. de ch. πρᾶγμα φυόμενον ἐν τῇ Ἑλλάδι XÉN événement qui se développe dans la Grèce;
II. croître sur ; s'attacher à, au pf. être attaché à, adhérent à : ἐν τ' ἄρα οἱ φῦ χειρί IL elle s'attacha à sa main, lui serra la main ; ἐν χείρεσσι φύοντο OD ils se serraient les mains ; ὀδὰξ ἐν χείλεσι φύντες OD s'étant serré les lèvres avec leurs dents, s'étant mordu les lèvres;
III. à l'ao.2 ἔφυν et au pf. πέφυκα : être né dans telle condition, avec telle disposition ou telle qualité ; au sens d'un prés. être de naissance ou par nature, être naturellement ; le pqp. ἐπεφύκειν équivaut de même à un impf. : ἄνθρωπος πεφυκώς XÉN étant né homme, quand on est homme ; ὡς πέφυκε XÉN comme il est naturel ; εἰ μὴ κακὸς πέφυκα SOPH si je ne suis pas naturellement méchant ; πεφυκὼς σοφός SOPH étant naturellement rusé ; de même, mais rar. à l'ao.2 πᾶσι θνατοῖς ἔφυ μόρος SOPH la mort est le sort de tous les mortels ; χαίρειν πέφυκεν οὐχὶ τοῖς αὐτοῖς ἀεί SOPH se réjouir n'est pas toujours donné aux mêmes ; avec un adv. οἱ καλῶς πεφυκότες SOPH ceux qui ont une bonne nature ; avec une prép. εὖ πεφυκέναι πρός τι XÉN avoir d'heureuses dispositions pour qch ; πεφυκέναι ἐπί τινι EUR, πρός τι être disposé pour qch ou porté à qch ; ‒ avec un inf. πεφύκασι δ' ἅπαντες ἁμαρτάνειν THC tous les hommes ont une disposition naturelle à commettre des fautes ; πεφύκασιν ὑπὸ τούτων κρατεῖσθαι XÉN les hommes sont naturellement faits pour être dominés par ces besoins (la faim, la soif, etc.).
Étymologie: R. Φυ, croître, pousser ; cf. lat. fui, fore, fio, fetus, fecundus, etc.

Russian (Dvoretsky)

φύω: (impf. ἔφυου, fut. φύσω с ῠ, aor. 1 ἔφῡσα, aor. 2 ἔφῡν, pf. πέφῡκα, ppf. ἐπεφύκειν с ῠ; med. - с aor. 2 и pf. act., part. φύς, inf. φῦναι; pass.: fut. φυήσομαι, aor. 2 ἐφύην) тж. med.
1 производить на свет, взращивать, (по)рождать, создавать (τί τινι Xen.; σοφοὺς υἱεῖς Plat.): καρπὸν φ. Her. приносить плод(ы); ὁ φύσας (πατήρ) Eur. родитель, отец; οἱ φύσαντες Eur., Arph. родители; φ. ποίην Hom. покрываться травой; φ. φύλλα καὶ ὄζους Hom. пускать листья и ветви; φ. πώγωνα Her. обрастать бородой; γλῶσσαν μοῦνον θηρίων οὐκ ἔφυσε Her. это - единственное животное, не имеющее языка; τοὺς ὀδόντας φύει Plat. у него прорезываются зубы; φ. τὰ πτερά Arph. оперяться, Plat. окрыляться; φ. σάρκα и σάρκας Plat. обрастать плотью: φ. φρένας Soph. становиться разумным, но тж. становиться надменным и одарять разумом (φ. ἀνθρώποις Soph.); φύσει πεφυκώς Plat. врожденный; ἀνθρώπῳ πεφυκότι εἴη ῥᾷον … Xen. природа человека такова, что ему легче …; τὰ φύσει πεφυκότα Lys. то, что создано природой, естественный порядок вещей; πιστὸν νομίζειν τινὰ φύσει φύεσθαι Xen. считать кого-л. честным по природе; σοφὸς πεφυκώς Soph. будучи по природе умным; εἰ μὴ κακὸς πέφυκα Soph. если я не зол по природе; ὡς πέφυκε Xen. естественным образом, как обычно бывает; ὡς οὐ πέφυκεν Plut. сверх всякого обыкновения; οἱ καλῶς πεφυκότες Soph. или φύντες Lys. благородные люди; πᾶσι θνατοῖς ἔφυ μόρος Soph. смерть присуща всем смертным; οὔτω δὴ τούτων πεφυκότων Plat. ввиду так сложившихся обстоятельств; εὖ πεφυκέναι πρός τι Xen. и κατά τι Dem. быть созданным для чего-л., иметь природную склонность к чему-л.; πεφύκασι ἄπαντες ἁμαρτάνειν Thuc. ошибаться свойственно всем;
2 вырастать, расти, рождаться, возникать (ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει, ἡ δ᾽ ἀπολήγει Hom.; ῥόδα φύεται αὐτόματα Her.; τὰ φυόμενα ἐκ τῆς γῆς Xen.): σῖτον εὔχεσθαι καλὸν φύεσθαι Xen. молиться, чтобы хлеб хорошо уродился; ἡ κεφαλὴ θριξὶ πεφυκυῖα Diod. поросшая волосами (косматая) голова; πεφυκέναι (тж. φῦναι) τινός, ἔκ и ἀπό τινος Trag., Xen., Plat. родиться от кого-л., быть рожденным кем-л.; πρᾶγμα φυομένον ἐν τῇ Ἑλλάδι Xen. то, что происходит в Элладе;
3 med. припадать, прижиматься: ἐν χείρεσσι φύοντο Hom. они пожали друг другу руки; οἱ φῦ χειρί Hom. она схватила его за руку; ὀδὰξ ἐν χείλεσι φύντες Hom. закусив губы.

Greek (Liddell-Scott)

φύω: Αἰολ., φυίω (ἴδε κατωτ. Α. ΙΙ.)· ― παρατ., ἔφυον, Ἐπικ. γ΄ ἑνικ. φύεν Ἰλ. Ξ. 347· ― μέλλ. φύσω [ῡ] Ἰλ. Α. 235, Σοφ.· ― ἀόρ., ἔφῠσα Ὀδ., Ἀττ.· ― Παθ. καὶ μέσ., μέλλ. φύσομαι Αἰσχύλ. Πρ. 871, Πλάτ. κλπ.: Τούτῳ ἕπονται κατὰ σημασίαν οἱ ἀμετάβ. χρόνοι τοῦ ἐνεργ., δηλ. πρκμ., πέφῡκα Ὅμ., Ἀττ., Ἐπικ. γ΄ πληθ., πεφύᾱσι Ἰλ. Δ. 484, Ὀδ. Η. 128· ὑποτ. γ΄ ἑνικ., πεφύῃ (ἐμ-) Θέογν. 396· Ἐπικ. μετοχ. θηλ., πεφυυῖα (ἐμ-) Ἰλ. Α. 513, αἰτ. πληθ., πεφυῶτας Ὀδ. Ε. 477· ― ὑπερσ., ἐπεφύκειν Ξεν., Πλάτ.· Ἐπικ. πεφύκειν Ἰλ. Δ. 109· Ἐπικ. γ΄ πληθ., ἐπέφυκον (ἀντὶ -εσαν) Ἡσ. Θεογ. 152, Ἔργ. κ. Ἡμ. 149, Ἀσπ. Ἡρ. 76· ― ἀόρ. β΄ ἔφῡν (ὡς εἰ ἐξ ἐνεστ. φῦμι) Ὅμ., Ἀττ., Ἐπικ. γ΄ ἑνικ. φῦ Ἰλ. Ζ. 253, κτλ., γ΄ πληθ. ἔφυν (ἀντὶ ἔφῡσαν, ὅπερ εἶναι καὶ γ΄ πληθ. τοῦ ἀορ. α΄) Ὀδ. Ε. 481, κτλ.· ὑποτ., ἴδε κατωτ.· εὐκτ. γ΄ ἑνικ. φύη ἢ φυίη Θεόκρ. 15. 94· ἀπαρ., φῦναι, Ἐπικ. φύμεναι ὁ αὐτ. 25. 39· μετοχ. φὺς Ἀττ., Αἰολ. θηλ. φοῦσα Κόριννα 2· ἔφυσα = ἔφυν, ἀμφίβ. ἐν Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 690. ― Παρὰ μεταγεν. ὑπάρχει καὶ μέλλ., φυήσω Ἑβδ. (Ἡσαΐ. ΛΖ΄, 31), παθ. φυήσομαι, Γεωπ. 2. 37, 1, Θεμίστ. (ἐν Λουκ. Διῒ Τραγ. διορθοῦται, ἀναφύσεσθαι)· ἀόρ. β΄ παθ. ἐφύην, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 18. 1, 1, (ἀν-) Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 4. 16, 2· ὑποτ. φυῶ, -ῇ, -ῶσι Εὐρ. Ἀποσπ. 378, Πλάτ. Πολ. 415C, 597C, κ. ἀλλ. (ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ διαφ. γραφ., φύῃ, φύωσι, ἐκ τοῦ ἔφυν)· ἀπαρ., φυῆναι Διοσκ. 2. 8, (ἀνα-) Διόδ. 1. 7· μετ., φυεὶς Ἱππ. 242. 25, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 87· ― ἀόρ. α΄ παθ., συμφυθεὶς Γαλην. 7. 725. [Καθόλου, ῠ, πρὸ φωνήεντος, δηλ. ἐν τῷ ἐνεστ., παρατ., καὶ ἐν τοῖς Ἐπικ. τύποις τοῦ πρκμ., πεφύασι, πεφυώς, κλπ.· καὶ ῡ, πρὸ συμφώνου, δηλ. ἐν πᾶσι τοῖς λοιποῖς χρόνοις. Ἀλλὰ φῡεται, φῡομεν Σοφ. Ἀποσπ. 109, Ἀριστοφ. Ὄρν. 106· καὶ παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, Νικ. Ἀλεξιφ. 14, Διον. Περιηγ. 941, 1013· ἐνίοτε καὶ ἐν θέσει, οἷον Νικ. Ἀλεξιφ. 506, Διονύσ. Περιηγ. 1031. Οὕτω καὶ ἐν τοῖς συνθέτοις.] (Ἐκ τῆς √ΦΥ παράγονται καὶ αἱ λ. φυή, φύσις, φῦμα, φυτός, φυτεύω, φῦλον, φυλή, φῖτυ, φιτύω, ἴσως δὲ καὶ τὸ φὼς (ὁ) = ὁ φύσας· πρβλ. Σανσκρ. bhu, bha-vâmi (existo), bha-vas (origo), bhâ-vas (natura), bhû-tis, (existentia), bhû-mis (terra)· Ζενδ. bû, (fieri, esse)· Λατ. fu-i (fuas, fuat), fu-turus, fo-re, fu-tuo, fe-tus, fe-cundus, fe-num, fe-nus, (πρβλ. τόκος), fi-lius· Γοτθ. bau-an (οἰκεῖν κτλ.)· Ἀρχ. Σκανδ. bù-a· Ἀγγλοσαξον. be-om (εἶναι, Ἀγγλ. be)· Ἀρχ. Γερμ. bi-m· Σλαυ. by-ti (esse)· Λιθ. bu-ti (esse)· Ἀρχ. Ἰρλανδ. biu (fio, sum).) Α. Μεταβ., ἐν τῷ ἐνεστ., μέλλ. καὶ ἀορ. α΄ ἐνεργ.· παράγω, ἀναδίδω, γεννῶ, «βγάζω», κάμνω νὰ φυτρώσῃ τι, φύλλα... ὕλη τηλεθόωσα φύσει Ἰλ. Ζ. 148· τοῖσι δ’ ὑπὸ χθὼν δῖα φύεν νεοθηλέα ποίην Ξ. 347, πρβλ. Α. 235, Ὀδ. Η. 119, κτλ.· ἄμπελον φύσει βροτοῖς Εὐρ. Βάκχ. 651· οὕτω, τρίχες..., ἃς πρὶν ἔφυσεν φάρμακον, τὰς ὁποίας πρὶν ἔκαμε τὸ φάρμακον νὰ φυτρώσουν, Ὀδ. Κ. 393, πρβλ. Αἰσχύλ. Θήβ. 535· φ. χεῖρε, πόδε, ὀφθαλμὼ ἀνθρώποις Ξεν. Ἀπομν. 2. 3, 19, πρβλ. Οἰκον. 7. 16. 2) ἐπὶ χώρας, φύειν καρπόν τε θωμαστὸν καὶ ἄνδρας ἀγαθοὺς Ἡροδ. 9. 122· ὅσα γῆ φύει Πλάτ. Πολ. 621Α. 3) ἐπὶ ἀνθρώπων, γεννῶ, παράγω, Λατ. procreare, Εὐρ. Φοίν. 869, Ἀντιφῶν 125. 23, Πλούτ. κλπ.· Ἄτλας... θεῶν μιᾶς ἔφυσε Μαῖαν Εὐρ. Ἴων 3· ― ὁ φύσας, ὁ γεννήσας, ὁ πατήρ, (τοὐναντίον ὁ φύς, ὁ υἱός, ἴδε κατωτ. Β. Ι. 2), Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 1019, (πρβλ. φύτωρ)· ὁ φ. πατὴρ Εὐρ. Ἑλ. 87· ὁ φ. χἠ τεκοῦσα ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 290· τὴν τεκοῦσαν ἢ τὸν φύσαντα Λυσ. 116 ἐν τέλει· καὶ ἐπὶ ἀμφοτέρων τῶν γονέων, τοῖς γονεῦσιν οἳ σ’ ἔφυσαν Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 436· οἱ φύσαντες Εὐρ. Φοίν. 34, πρβλ. Ἀποσπ. 407, Ἀριστοφ. Σφ. 1472· φ. καὶ γεννᾶν Πλάτ. Πολιτικ. 274Α· (ἐξεφύσαμεν ἐν τῷ πληθ. ἐπὶ τῆς μητρός, Εὐρ. Μήδ. (Νόθ.) 1063· οὕτω, ὦ γάμοι, ἐφύσαθ’ ἡμᾶς Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 1404· ὡσαύτως, ἥδ’ ἡμέρα φύσει σε, θὰ φέρῃ εἰς φῶς τὴν γέννησίν σου, αὐτόθι 438· χρόνος φύει τ’ ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 647. 4) ἐπὶ ἀνθρώπων ἐν σχέσει πρὸς τὴν ἀνάπτυξιν μερῶν τοῦ σώματος αὐτῶν, φ. πώγωνα, «βγάζω γένεια», Ἡρόδ. 8. 104· φ. γλῶσσαν ὁ αὐτ. 2. 68· φ. κέρεα ὁ αὐτ. 4. 29· φ. πτερὰ (πρβλ. πτεροφυέω) Ἀριστοφ. Ὄρν. 106, Πλάτ. Φαῖδρ. 251C· σάρκα ὁ αὐτ. ἐν Τίμ. 74Ε· φ. τρίχας, ὀδόντας, πόδας καὶ πτερά, κέρατα κλπ. Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 3. 11, 9., 5. 22, 12, κλπ.· ἐντεῦθεν τὸ ἀστεῖον, φύειν φράτερας, ἴδε ἐν λ. φράτηρ. 5) μεταφορ., φρένας φύειν, κτᾶσθαι φρένας, νοῦν, Σοφ. Οἰδ. Κολ. 804, Ἠλ. 1463· (ἀλλὰ καὶ θεοὶ φύουσιν ἀνθρώποις φρένας ὁ αὐτ. ἐν Ἀντιγ. 683)· νοῦν φύειν Σοφ. Ἀποσπ. 118· δόξαν φύω, κτῶμαι δόξαν ἢ σχηματίζω ὑψηλὴν περὶ ἐμαυτοῦ γνώμην, Schweigh. εἰς Ἡρόδ. 5. 91· αἰτίαν φύει βροτοῖς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 160· πόνους αὐτῷ φῦσαι Σοφ. Ἀντιγ. 647. ΙΙ. ἐν τῷ ἐνεστ., κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμεταβ., φύω κλάδους, βλαστάνω (ὡς τὸ φαίνω), εἰς ἔτος ἄλλο φύοντι Μόσχος 3. 108· δρύες... φύοντι Θεόκρ. 7. 75, πρβλ. 4. 24· ― οὕτω δὲ καὶ τὸ μοναδικὸν παρ’ Ὁμ. χωρίον δύναται νὰ ἑρμηνευθῇ, ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δ’ ἀπολήγει, ἡ μία γενεὰ παράγει βλαστούς, ἡ δὲ ἄλλη παύεται ἀπὸ τοῦ νὰ βλαστάνῃ (ἐν ᾧ ἡ μεταβατ. σύνταξις ἀπαντᾷ ἐν τῷ προηγουμένῳ στίχῳ, φύλλα… ὕλη φύει), Ἰλ. Ζ. 149· ― ἀλλὰ παρὰ τῷ Ἀλκαίῳ 94, ἐν στήθεσι φυίει, φαίνεται μᾶλλον ἀμετάβ., = ἀναπτύσσεται, ἀναφαίνεται· οὕτω τὸ ἐκφύω παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Δευτ. ΚΘ΄, 18), πρβλ. Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. ιβ΄, 15. Β. Παθ., μετὰ τῶν ἀμεταβ. χρόνων τοῦ ἐνεργ., δηλ. ἀορ. β΄, πρκμ. καὶ ὑπερσ., φύομαι, φυτρώνω, αὐξάνομαι, ἀναπτύσσομαι, μεγαλώνω, ἔρχομαι εἰς τὸ εἶναι, μάλιστα ἐπὶ φυτῶν καὶ δένδρων, θάμνος ἔφυ ἐλαίης Ὀδ. Ψ. 190, πρβλ. Ε. 481· παντοῖαι πρασιαὶ πεφύασιν Η. 128· τά γ’ ἄσπαρτα φύονται Ι. 109, πρβλ. Ἰλ. Δ. 483, Ξ. 288, Φ. 352· φύεται αὐτόματα ῥόδα Ἡρόδ. 8. 138, πρβλ. 1. 193· ὑπὸ φηγῷ πεφυκυίῃ, ἥτις εἶχεν ἀναφυῆ ἐκεῖ, ὁ αὐτ. 2. 56· οὕτω, δένδρα πεφυκότα Ξεν. Κύρου Παιδ. 4. 3, 5· τὰ φυόμενα καὶ τὰ γιγνόμενα Πλάτ. Κρατ. 410D, πρβλ. Φαίδωνα 110D· ― οὕτω, τοῦ κέρα ἐκ κεφαλῆς ἑκκαιδεκάδωρα πεφύκειν, ἐκ τῆς κεφαλῆς τοῦ ὁποίου εἶχον φυτρώσῃ κέρατα δεκαὲξ παλαμῶν, Ἰλ. Δ. 109, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 108., 3. 133· φύονται πολιαὶ Πινδ. Ο. 4. 39· κεφαλαὶ πεφυκυῖαι θριξί, κατακεκαλυμμέναι ὑπὸ τριχῶν, Διόδ. 2. 50· πέφυκε λίθος ἐν αὐτῇ, παράγεται, Ξεν. Πόροι 1, 4· μεταφ., νόσημα φυόμενον, πόλις φυομένη Πλάτ. Πολιτ. 564Β, Νόμ. 757D· ὁ σπέρμα παρασχών, οὖτος τῶν φύντων αἴτιος, τῶν πραγμάτων τὰ ὁποῖα ἐφύτρωσαν (ὁ Δινδόρφ. παραλείπει τὴν λέξιν κακῶν, ἑπόμενος τοῖς Ἀντιγράφοις), Δημ. 280. 28· ― ὁ αὐτός, 231. 14, ἔχει καὶ τὴν περίεργον φράσιν, κατὰ πάντων ἐφύετο, ηὐξάνετο, ἐγίνετο μέγας διὰ τῆς καταπιέσεως πάντων. ― Ἐπὶ τῆς σημασίας ταύτης ὁ ἀόρ. β΄ εἶναι σπάνιος, ἴδε ἀνωτ.· ἀλλ’ εἶναι συχνὸς ἐν τῇ φράσει ἐν δ’ ἄρα οἱ φῦ χερσὶ (ἴδε ἐν λέξει ἐμφύω), πρβλ. Ὀδ. Κ. 397. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, γίγνομαι, γεννῶμαι, συνηθέστατα ἐν τῷ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ., ὁ λωφήσων οὐ πέφυκέ πω Αἰσχύλ. Πρ. 27· τίς ἂν εὔξαιτο βροτῶν ἀσινεῖ δαίμονι φῦναι ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1342· μὴ φῦναι νικᾷ, τὸ νὰ μὴ ἔχῃ γεννηθῇ τις φαίνεται καλλίτερον, Σοφ. Οἰδ. ἐν Κολ. 1225· γονῇ πεφυκὼς γεραιτέρᾳ αὐτόθι 1294· οὐχ ὑπὸ θυσιῶν οὐδ’ ὑπὸ εὐχῶν φὺς Πλάτ. Πολ. 461Α, πρβλ. Πολιτικ. 272Α· φύς τε καὶ τραφεὶς ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 396C· μήπω φῦναι μηδὲ γενέσθαι Ξεν. Κύρου Παιδ. 5, 1, 6, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 197Α· ― συντεταγμένον μετὰ γεν., φῦναι ἢ πεφυκέναι τινός, γεννηθῆναι ἢ κατάγεσθαι ἔκ τινος, Αἰσχύλ. Θήβ. 1031, Σοφ. Οἰδ. Κολ. 1379, κλπ., οὕτω φ. ἀπό τινος Πινδ. Ἀποσπ. 33, Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 1359, Ἀντιγ. 562· ἀπ’ εὐγενοῦς ῥίζης Εὐρ. Ἰφ. ἐν Ταύρ. 610· ἀπὸ δρυὸς Πλάτ. Ἀπολ. 34D, κλπ.· φ. ἔκ τινος Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 458, Εὐρ. Ἡρακλ. 325, Πλάτ., κλπ.· ἐκ χώρας τινὸς Ἰσοκρ. 45C, κλπ.· οἱ μετ’ ἐκείνου φύντες, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ οἱ ἐξ ἐκείνου γεγονότες, Ἰσαῖος 72. 11, πρβλ. Πλάτ. Συμπ.· ἐκ θεῶν γεγονότι... διὰ βασιλέων πεφυκότι Ξεν. Κύρου Παιδ. 7. 2, 24. ΙΙ. ὁ πρκμ. καὶ ἐνίοτε ὁ ἀόρ. β΄ λαμβάνουσι σημασίαν ἐνεστ., εἶμαι ἐκ φύσεως τοιοῦτοςτοιοῦτος, ἔχω ἐκ φύσεως τοιοῦτον ἢ τοιοῦτον σχῆμα, καὶ ἁπλῶς εἰμί· πέφυκε κακός, σοφός, κλπ. Σοφ. Φιλ. 558, 1244, κλπ.· ἔφυν ἀμήχανος ὁ αὐτ. ἐν Ἀντιγ. 79· φύντ’ ἀρετᾷ τὸν γεννηθέντα πρὸς ἀρετὴν δηλ. τὸν φύσει γενναῖον καὶ ἀνδρεῖον, Πινδ. Ο. 10 (11). 24· πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1331, Πλάτ. Γοργ. 479D, κλπ.· πιστὸς φύεσθαι Ξεν. Κύρου Παιδ. 8. 7, 13· εὐχροώτεροι ὁρῷντο ἢ πεφύκασι Ξεν. Κύρου Παιδ. 8. 1, 41, πρβλ. Οἰκ. 10, 2· τἆλλα ἕκαστος ἡμῶν, ὅπως ἔτυχε, πέφυκεν Δημ. 982 ἐν τέλει· ― οὕτω καὶ μετ’ ἐπιρρ., ἱκανῶς πεφυκότες, ἔχοντες φυσικὴν ἱκανότητα, Ἀντιφῶν 115. 3· δυσκόλως πεφ. Ἰσοκρ. 910Β· οὕτως πεφ. Ξεν. Ἑλλ. 7. 1. 7· ὡσαύτως, οἱ καλῶς πεφυκότες Σοφ. Ἠλ. 989, πρβλ. Λυσί. 192. 22· οἱ βέλτιστα φύντες Πλάτ. Πολ. 341C· ― ἀκολούθως ἁπλῶς, εἶμαι ποιός τις, φῦναι ἄγγελον Αἰσχύλ. Πρ. 969· ἔφυς μήτηρ θεῶν ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 157· γυναῖκε... ἔφυμεν Σοφ. Ἀντιγ. 62· Ἅιδης ὁ παύσων ἔφυ αὐτόθι 572· οὕτω μετὰ μετοχ. νικᾶν... χρῄζων ἔφυν Σοφ. Φιλ. 1052· πρέπων ἔφυς... φωνεῖν ὁ αὐτ. ἐν Οἰδ. Τυρ. 9, πρβλ. 587· ἁπλοῦςμῦθος τῆς ἀληθείας ἔφυ Εὐρ. Φοίν. 469, πρβλ. Ξεν. Συμπ. 4, 54, Ἰσοκρ. 50C, 229C, 2) μετ’ ἀπαρ., εἶμαι ἐκ φύσεως κατάλληλος ἢ ἔχω φύσει διάθεσιν, ἢ κλίσιν, ἢ τὴν ἱκανότητα νά..., τὰ δεύτερα πέφυκε κρατεῖν Πινδ. Ἀποσπ. 249· καὶ παρ’ Ἀττ., πολλῷ γ’ ἀμείνων τοὺς πέλας φρενοῦν ἔφυς ἢ σαυτὸν Αἰσχύλ. Πρ. 335· ἔφην γὰρ οὐδὲν ἐκ κακῆς πράσσειν τέχνης Σοφ. Φιλ. 88, πρβλ. Ἀντ. 688· φύσει μὴ πεφυκότα τοιαῦτα φωνεῖν ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 80· πεφύκασι δ’ ἅπαντες... ἁμαρτάνειν Θουκ. 3. 45, πρβλ. 2. 64, 3. 39., 4. 61, Ξεν. Κύρου Παιδ. 5. 1, 10. 3) μετὰ προθ., πεφ. ἐπί τινι, ὡς τὸ φῦναι ἐπὶ δακρύοις, εἶμαι φύσει ἐπιρρεπὴς εἰς δάκρυα, Εὐρ. Μήδ. 928· ἔρως γὰρ ἀργόν, κἀπὶ τοῖς ἀργοῖς ἔφυ, ἔχει ῥοπὴν εἰς τὴν ἀργίαν (ἢ εὑρίσκεται παρὰ τοῖς ἀργοῖς ἢ ὀκνηροῖς), ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 324· ὡσαύτως, ἐπί τι, Πλάτ. Πολ. 507Ε· εἴς τι αὐτόθι 433Α, Αἰσχίνης 72. 24· ἀλλὰ συνηθέστατα, πρός τι, πεφ. πρὸς τὸ ἀληθὲς Ἀριστ. Ρητ. 1. 1. 11· εὖ πεφυκὼς πρὸς ἀρετὴν Ξεν. Ἀπομν. 4. 1, 2· πρὸς πόλεμον μᾶλλον... ἢ πρὸς εἰρήνην Πλάτ. Πολ. 547Ε· κάλλιστα φ. πρός τι Ξεν. Ἑλλ. 7, 1, 3 κλπ.· ὡσαύτως, πρός τινι ὁ αὐτ. ἐν Ἀθην. Πολ. 2. 19 (εἰ ἡ γραφὴ ἀληθής, πρβλ. Πολύβ. 9. 29, 10)· ὡσαύτως, εὖ πεφ. κατά τι Δημ. 982. 21· ― ἀπροσ., πέφυκε γενέσθαι Schäf Ἰουλ. σ. ix. 4) «πίπτω» εἴς τινα ἐκ φύσεως, εἶμαι ὁ φυσικὸς κλῆρός τινος, πᾶσι θνατοῖς ἔφυ μόρος Σοφ. Ἠλ. 860· χαίρειν πέφυκεν οὐχὶ τοῖς αὐτοῖς ἀεὶ ὁ αὐτ. ἐν Τραχ. 440· ἐφύετο κοινὸς πᾶσι κίνδυνος Δημ. 1394· 8· πρβλ. Ξεν. Κύρου Παιδ. 4. 3, 19. 5) ἀπροσ., εἶναι φυσικόν, φυσικῶς συμβαίνει, μετ’ ἀπαρ., Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 2, 7, 4. 12, 3. β) ἀπολ., ὡς πέφυκε, ὡς εἶναι φυσικόν, Ξεν. Κυνηγ. 6, 15, κ. ἀλλ.· ᾖ πέφυκε Πλάτ. Τίμ. 81Ε· ― ἀλλὰ τοῦτο ἐκφέρεται καὶ προσωπικῶς, τοῖς ἁπλῶς, ὡς πεφύκασι, βαδίζουσι Δημ. 1122. 17. 6) ἀπολ. ὡσαύτως συχν. κατὰ μετοχ., τὰ φύσει πεφυκότα, φυσικὰ προϊόντα, Λυσίας 193. 21, πρβλ. Πλάτ. Κρατ. 383Α, 389C· ἄνθρωπος πεφυκώς, ὁ ἄνθρωπος ὡς εἶναι ἐκ φύσεως, Ξεν. Κύρου Παιδ. 1. 1, 3· τὰ φύντα Δημ. 280 ἐν τέλει.

English (Autenrieth)

ipf. φύεν, fut. φύσει, aor. 1 ἔφῦσε, aor. 2 ἔφῦν, φῦ, part. φύντες, perf. πέφῦκα, 3 pl. -ασι (not -ᾶσι), πεφύᾶσι, subj. πεφύκῃ, part. πεφυῖα, πεφυῶτας, πεφῦκότας, plup. πεφύκει, mid. φύονται, ipf. φύοντο: I. trans., pres. (exc. once), fut., and aor. 1 act., make to grow, produce; φύλλα, τρίχας, Α 23, Od. 10.393. — II. intrans., mid., perf., and aor. 2 act., grow; phrases, ὀδὰξ ἐν χείλεσι φύντες, ‘biting their lips'; ἐν δ' ἄρα οἱ φῦ χειρί, ‘grasped,’ ‘pressed' his hand; the pres. act. is once used intransitively, Il. 6.149.

English (Slater)

φῠω (aor. 2, ἔφῦ, ἔφᾰν; φύντα: med. φᾰονται.)
   a aor., be (born) θάξαις δέ κε φύντ' ἀρετᾷ ποτὶ πελώριον ὁρμάσαι κλέος one born for excellence (O. 10.20) σοφοὶ καὶ χερσὶ βιαταὶ περίγλωσσοί τ' ἔφυν (P. 1.42) θνατᾶς δ' ἀπὸ ματρὸς ἔφυ fr. 61. 5. πεδόθεν ἔφυν[ fr. 334a. 4.
   b med., grow “φύονται δὲ καὶ νέοις ἐν ἀνδράσιν πολιαὶ” (sc. τρίχες) (O. 4.25)

English (Strong)

a primary verb; probably originally, to "puff" or blow, i.e. to swell up; but only used in the implied sense, to germinate or grow (sprout, produce), literally or figuratively: spring (up).

English (Thayer)

2nd aorist passive (ἐφυην) participle φυέν (for which the Attic writings more common use the 2nd aorist active ἐφυν with the participle φύς, φυν, in a passive or intransitive sense; cf. Alexander Buttmann (1873) Ausf. Spr. ii, p. 321; Krüger, § 40 under the word; Kühner, § 343, under the word; (Veitch, under the word); Winer's Grammar, § 15, under the word; (Buttmann, 68 (60))); (cf. Latin fui, fore, etc.; Curtius, § 417); from Homer down;
1. to beget, bring forth, produce; passive, to be born, to spring up, to grow
2.(intransitive) to shoot forth, spring up: Winer's Grammar, 252 (237). Compare: ἐκφύω,

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και αιολ. τ. φυίω Α
1. (μτβ.) συντελώ στο να φυτρώσει κάτι, εκφύω
2. μέσ. φύομαι
(κυρίως για φυτά και δέντρα) φυτρώνω, εκφύομαι
αρχ.
1. (αμτθ.) α) (για φυτά και δέντρα) εκφύω βλαστούς, βλαστάνω («δρύες... αἵτε φύοντι παρ' ὄχθαισιν ποταμοῖο», Θεόκρ.)
β) έχω απογόνους («ὧς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει, ἡ δ' ἀπολήγει», Ομ. Ιλ.)
2. (για τη γη) αναδίδω, παράγω
3. (για πρόσ. και σχετικά με την ανάπτυξη διαφόρων μερών του σώματος) εμφανίζω στην επιφάνεια, βγάζω («φύει πώγωνα», Ηρόδ.)
4. (για πρόσ. και ιδίως για άνδρα) γεννώ («Διὸς... τοῦ με φύσαντος», Σοφ.)
5. εκκλ. (για τον Θεό) δημιουργώ
6. μτφ. παρέχω κάτι ή επιφέρω σε κάποιον κάτι (α. «θεὸς.. αἰτίαν φύει βροτοῖς, ὅταν κακῶσαι δῶμα... θέλῃ», Αισχύλ.
β. «αὑτῷ πόνους φῦσαι», Σοφ.)
7. (κυρίως το παθ.) α) αναφύομαι («τοῦ κέρα ἐκ κεφαλῆς ἑκκαιδεκάδωρα πεφύκειν», Ομ. Ιλ.)
β) (για πρόσ.) γεννώμαι
γ) έχω από τη φύση μια ιδιότητα («κακὸς πέφυκα», Σοφ.)
δ) (με απρμφ.) έχω από τη φύση την κλίση και, κυρίως, την ικανότητα να κάνω κάτι, είμαι γεννημένος για κάτι («φύσει σε μὴ πεφυκότα τοιαῦτα φωνεῖν», Σοφ.)
ε) είμαι επιρρεπής σε κάτι («καὶ οἱ ἄνθρωποι πρὸς τὸ ἀληθὲς πεφύκασιν ἱκανῶς», Αριστοτ.)
στ) γίνομαι («πιστοὺς φύσει φύεσθαι», Ξεν.)
ζ) είμαι από τη φύση προορισμένος να τύχω σε κάποιον, είμαι η μοίρα κάποιου
η) μτφ. προκόβω («Φίλιππος... κατὰ πάντων ἐφύετο», Δημοσθ.)
8. (ως τριτοπρόσ.) πέφυκεν ή ὡς πέφυκε
είναι φυσικό
9. (το αρσ. μτχ. ενεργ. αορ. ως ουσ.) ὁ φύσας
ο πατέρας
10. (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεργ. αορ. ως ουσ.) οἱ φύσαντες
οι γονείς
11. φρ. α) «φρένας φύω» — βάζω μυαλό (Σοφ.)
β) «δόξαν φύω» — αποκτώ δόξα ή έχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου (Ηρόδ.)
γ) «ἔν τ' ἄρα οἱ φῡ χειρί»
μτφ. (σχετικά με εγκάρδιο χαιρετισμό) έπιασε δυνατά το χέρι του (Ομ. Ιλ. και Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φύω / φύομαι και η οικογένειά του ανάγονται σε ΙΕ ρίζα με σημ. «μεγαλώνω, αυξάνομαι, αναπτύσσομαι», η οποία απαντά και με τη μονοσύλλαβη μορφή bheu- αλλά και με δισύλλαβη μορφή bhew-ә / bhw-eә- / bhu-ә- με λαρυγγικό φθόγγο στη δεύτερη συλλαβή, ο οποίος, όμως, δεν είναι εύκολο να καθοριστεί με ακρίβεια. Ο ενεστ. φῠω / φῠομαι, με βραχύ - μπορεί να ερμηνευθεί ικανοποιητικά με την αναγωγή του στη μηδενισμένη βαθμίδα bhῠ- της μονοσύλλαβης ρίζας bheu- (πρβλ. αρχ. ινδ. bhavati «αυτός είναι» από την απαθή βαθμίδα), ενώ και ο αιολ. τ. φυίω έχει σχηματιστεί από την ίδια ρίζα με ρηματ. κατάλ. - (πρβλ. και λατ. fio «γίνομαι», αρχ. αγγλ. beo «είμαι»). Ωστόσο, αρχαιότερος τ. του ρηματ. αυτού συστήματος θα πρέπει να θεωρηθεί ο τ. του αορ. ἔφυν, με μακρό --, ο οποίος έχει σχηματιστεί από μορφή ρίζας bhū- / bhuә- (πρβλ. αρχ. ινδ. abhũt, λατ. fuit), από την οποία έχει προέλθει και ο παρακμ. πέφῡκα (ο οποίος, όμως, μπορεί να έχει σχηματιστεί κατ' επίδραση του ἔφῡν), καθώς και οι τ. φῡμα (πρβλ. αρχ. ινδ. bhuman- «γη»), φῡλή / φῡλον, φῡσί-ζοος. Το μεγάλο, όμως, μέρος τους τα παρ. του ρ. φύω / φύομαι εμφανίζουν θ. φῠ-, με βραχύ --, το οποίο αρχικά έχει προέλθει με βράχυνση του -- προ άλλου φωνήεντος, πρβλ. ἰχθῡς: ἰχθῠος (πρβλ. φῠή, τα σύνθ. σε -φυής και -φυάς), στη συνέχεια, όμως, γενικεύθηκε και απαντά κατ' αναλογία, αντί του αναμενόμενου --, και σε τ. όπου ακολουθεί σύμφωνο: φῠτός (πρβλ. αρχ. ινδ. bhūta-), φύσις (πρβλ. αρχ. ινδ. bhuti- «ευημερία, λιθουαν. būtis «ύπαρξη»), φῠταλιά, φύτλη, φύτρον. Το ρ. φύω / φύομαι εντάσσεται σε μια σημαντική οικογένεια της ΙΕ η οποία διατηρείται και σε άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες είτε με την αρχική σημ. «μεγαλώνω, αυξάνομαι» (πρβλ. αρχ. ινδ. bhumī- «γη, έδαφος», αρχ. σλαβ. bylĭje «φυτά», αλβαν. bime «φυτό», αρμεν. busanim «παράγω, αναπτύσσω») είτε, κατ' επέκταση, με τη σημ. «γίνομαι, υπάρχω» (πρβλ. αρχ. ινδ. abhūt «υπήρξε», λατ. fui, παρακμ. του ρ. sum «είμαι»).
ΠΑΡ. φυή, φύμα, φύση, φύτρα
αρχ.
φύος, φυταλιά, φυτάλιος, φυτήρ, φύτλη, φύτλον, φυτός, φύτωρ
νεοελλ.
φύτρο.
ΣΥΝΘ. αναφύω, εκφύω, επιφύω(-ομαι), προσφύω(-ομαί), συμφύω, υποφύω(-ομαι)
αρχ.
αντεκφύομαι, αντεμφύομαι, αντιφύω, αποφύω, διαφύομαι, διεκφύω, διεμφύομαι, εγκαταφύω, εμφύω, εξαναφύομαι, επαναφύω, καταφύω, κατεπιφύω, μεταφύομαι, παραναφύω, παραφύω, παρεμφύομαι, περιφύω, προσεμφύω, προσπαραφύομαι, προφύομαι, συμπαραφύομαι, συναποφύω, συνεκφύομαι, συνεμφύω, συνεπιφύομαι, συνυποφύομαι, υπαναφύομαι, υπεκφύομαι, υπερφύομαι].

Greek Monotonic

φύω: παρατ. ἔφυον, Επικ. γʹ ενικ. φύεν, μέλ. φύσω [ῡ], αόρ. αʹ ἔφῡσα — Μέσ., μέλ. φύσομαι, αμτβ. Ενεργ. χρόνοι, παρακ. πέφῡκα, Επικ. γʹ πληθ. πεφύᾱσι, Επικ. μτχ. θηλ. πεφυυῖα, αιτ. πληθ. πεφυῶτας, υπερσ. ἐπεφύκειν, Επικ. πεφύκειν, Επικ. γʹ πληθ. ἐπέφῡκον, αόρ. βʹ ἔφυν (όπως από φῡμι), Επικ. γʹ ενικ. φῦ, γʹ πληθ. ἔφυν (αντί ἔφῡσαν, που είναι επίσης γʹ πληθ. του αορ. αʹ), γʹ ενικ. ευκτ. φύη ή φυίη, απαρ. φῦναι, Επικ. φύμεναι, μτχ. φύς. Έπειτα έχουμε Παθ. αόρ. βʹ ἐφύην, υποτ. φυῶ, -ῇ, -ῶσι.
Α. I. 1. Μτβ., σε Ενεργ. ενεστ., μέλ. και αόρ. αʹ, βγάζω, παράγω, κάνω να φυτρώσει, κ.λπ., σε Όμηρ. κ.λπ.· ομοίως, τρίχας ἔφυσεν, έκανε τα μαλλιά να μεγαλώσουν, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για χώρα, φύειν καρπόν τε καὶ ἄνδρας, σε Ηρόδ.
2. λέγεται για ανθρώπους, γεννώ, παράγω, δημιουργώ, Λατ. procreare, σε Ευρ. κ.λπ.· ὁ φύσας, ο δημιουργός, πατέρας (αντίθ. προς ὁ φύς, ο γιος, βλ. κατωτ. Β. I. 2), σε Σοφ.· λέγεται και για τους δύο γονείς, οἱ φύσαντες, σε Ευρ.· μεταφ., ἥδ' ἡμέρα φύσει σε, θα έρθεις στο φως με τη γέννηση, σε Σοφ.· χρόνος φύειἄδηλα, στον ίδ.
3. λέγεται για ανθρώπους σε σχέση με την ανάπτυξη του σώματός τους, φύω πώγωνα, μεγαλώνω ή βγάζω γένια, σε Ηρόδ.· φύω πτερά, σε Αριστοφ.· απ' όπου, το αστείο φύειν φράτερας, βλ. φράτηρ.
4. μεταφ., φρένας φύειν, αποκτώ μυαλό, σε Σοφ.· δόξαν φύειν, αποκτώ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου, σε Ηρόδ.
II. απόλ., βγάζω βλαστάρια, ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δ' ἀπολήγει, μια γενιά παράγει βλαστούς, η άλλη παύει να το κάνει, σε Ομήρ. Ιλ.· δρύες φύοντι, σε Θεόκρ. Β. I. 1. Παθ. με αμτβ. Ενεργ. χρόνους, βλ. αόρ. βʹ, παρακ. και υπερσ., αναπτύσσομαι, φύω, φυτρώνω, μεγαλώνω, σε Ομήρ. Οδ.· φύεται αὐτόματα ῥόδα, σε Ηρόδ.· ομοίως, τοῦ κέρα ἐκ κεφαλῆς ἑκκαιδεκάδωρα πεφύκει, από το κεφάλι του είχαν φυτρώσει κέρατα μήκους δεκαέξι παλαμῶν, σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.· τῶν φύντων αἴτιος, ο αίτιος, ο δημιουργός των πραγμάτων που φύτρωσαν, σε Δημ.
2. λέγεται για ανθρώπους, γίνομαι ή γεννιέμαι, κυρίως συχνό σε αόρ. βʹ και παρακ. ὁ λωφήσων οὐ πέφυκέ πω, θα καταργήσει αυτό που δεν γεννήθηκε ακόμα, σε Αισχύλ.· μὴ φῦναι νικᾷ, φαίνεται καλύτερο να μην έχει γεννηθεί κανείς, σε Σοφ. κ.λπ.
II. 1. ο παρακ. και μερικές φορές ο αόρ. βʹ έχουν σημασία ενεστ., είμαι από τη φύση μου τέτοιος ή τέτοιος, πέφυκε κακός, σοφός, σε Τραγ. κ.λπ.· ομοίως, οἱ καλῶς πεφυκότες, σε Σοφ.· έπειτα, απλά είμαι τέτοιος ή τέτοιος, ἔφυς μήτηρ θεοῦ, σε Αισχύλ.· ἁπλοῦςμῦθος τῆς ἀληθείας ἔφυ, σε Ευρ.
2. με απαρ., είμαι από τη φύση κατάλληλος, ικανός να πράξω έτσι και έτσι, ἔφυνπράσσειν, σε Σοφ.· φύσει μὴ πεφυκότα τοιαῦτα φωνεῖν, δεν είναι προικισμένα από τη φύση ώστε να μιλούν, στον ίδ.· πεφύκασι ἁμαρτάνειν, σε Θουκ.
3. με πρόθ., φῦναι ἐπὶ δακρύοις, είμαι από τη φύση μου επιρρεπής στα δάκρυα, σε Ευρ.· πεφυκὼς πρὸς ἀρετήν, σε Ξεν.
4. με δοτ., τυχαίνω σε κάποιον από τη φύση, είμαι ο φυσικός κλήρος κάποιου, με απαρ., είναι φυσικό να κάνω, σε Αριστ.· απόλ., ὡς πέφυκε, όπως είναι φυσικό, σε Ξεν.

Middle Liddell

A. trans., in pres., fut., and aor1 act., to bring forth, produce, put forth leaves, etc., Hom., etc.; so, τρίχας ἔφυσεν made the hair grow, Od.: of a country, φύειν καρπόν τε καὶ ἄνδρας Hdt.
2. of men, to beget, engender, generate, Lat. procreare, Eur., etc.;— ὁ φύσας the begetter, father (opp. to ὁ φύς, the son, v. infr. B. I. 2), Soph.; and of both parents, οἱ φύσαντες Eur.: metaph., ἥδ' ἡμέρα φύσει σε will bring to light thy birth, Soph.; χρόνος φύει ἄδηλα Soph.
3. of persons in regard to themselves, φ. πώγωνα to grow or get a beard, Hdt.; φ. πτερά Ar.: hence the joke in φύειν φράτερας, v. φράτηρ.
4. metaph., φρένας φύειν to get understanding, Soph.; δόξαν φύειν to form a high opinion of oneself, Hdt.
II. absol. to put forth shoots, ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δ' ἀπολήγει one generation is putting forth scions, the other is ceasing to do so, Il.; δρύες φύοντι Theocr.
B. Pass., with the intr. tenses of Act., viz. aor2, perf. and plup., to grow, wax, spring up, arise, Od.; φύεται αὐτόματα ῥόδα Hdt.; so, τοῦ κέρα ἐκ κεφαλῆς ἑκκαιδεκάδωρα πεφύκει from his head grew horns sixteen palms long, Il., Plat.; τῶν φύντων αἴτιος the cause of the things produced, Dem.
2. of men, to be begotten or born, most often in aor2 and perf., ὁ λωφήσων οὐ πέφυκέ πω he that shall abate it is not yet born, Aesch.; μὴ φῦναι νικᾶι not to have been born were best, Soph.:—c. gen., φῦναι or πεφυκέναι τινός to be born or descended from any one, Aesch., etc.; ἀπό τινος Soph., etc.
II. the perf. and sometimes the aor2 take a pres. sense, to be so and so by nature, πέφυκε κακός, σοφός Trag., etc.; so, οἱ καλῶς πεφυκότες Soph.:—then, simply, to be so and so, ἔφυς μητὴρ θεῶν Aesch.; ἁπλοῦςμῦθος τῆς ἀληθείας ἔφυ Eur.
2. c. inf. to be by nature disposed to do so and so, ἔφυν πράσσειν Soph.; φύσει μὴ πεφυκότα τοιαῦτα φωνεῖν not formed by nature so to speak, Soph.; πεφύκασι ἁμαρτάνειν Thuc.
3. with Preps., φῦναι ἐπὶ δακρύοις to be by nature prone to tears, Eur.; πεφυκὼς πρὸς ἀρετήν Xen.
4. c. dat. to fall to one by nature, be one's natural lot, πᾶσι θνατοῖς ἔφυ μόρος Soph., etc.
5. impers., c. inf., it is natural to do, Arist.:—absol., ὡς πέφυκε as is natural, Xen.

Frisk Etymology German

φύω: {phúō}
See also: s. φύομαι.
Page 2,1057

Chinese

原文音譯:fÚw 廢哦
詞類次數:動詞(3)
原文字根:長出
字義溯源:噴出*,發芽,生,生長起來,長出來;比較: (φύλλον)=苖,葉。參讀 (αὐξάνω / αὔξω / ξαίνω)同義字
同源字:1) (ἀλλόφυλος)外來的 2) (ἐκφύω)長出 3) (νεόφυτος)新栽上的 4) (σύμφυτος)一同長大 5) (συμφύω)一同生長 6) (φυλή)支派 7) (φύσις)生長出來的 8) (Σάπφιρα)移植 9) (φυτεύω)裁種 10) (φύω)噴出,發芽
出現次數:總共(3);路(2);來(1)
譯字彙編
1) 生(1) 來12:15;
2) 生長起來(1) 路8:8;
3) 長出來(1) 路8:6

Mantoulidis Etymological

(=γεννῶ, βγάζω, βλαστάνω· παθητ.=φυτρώνω, γεννιέμαι, πέφυκα = εἶμαι ἀπό τή φύση μου τέτοιος, ἔφυν = εἶμαι ἀπό τή φύση μου). Ρίζα φυ-. Θέμα φυ+j+ω → φύω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: φυή, ἀφυής (=ἀδέξιος), ἀφυΐα, εὐφυής, εὐφυΐα, αὐτοφυής, προσφυής, φυλή, φυλέτης, φυλετικός, φύλιος, ἀποφύλιος, ἐμφύλιος, φύλλον, φῦλον, φυλοκρινῶ, ἔμφυλος, ὁμόφυλος, φύλαρχος, καταφυλαδόν, φῦμα, φυμάτιον, φυματώδης, φῦσα, φυσάω -ῶ, φύσις, φυσικός, φυσιόω, φυτόν, φυτάλμιοςφυτάλιμος (=αὐτός πού παράγει), φυτεύω, φυτικός, φυτός, ἔμφυτος, κατάφυτος, σύμφυτος, φύτιος (=παραγωγός), φύτλη (=γενιά), φύτρα, φύτωρ, φυτώριον, φῖτυ (=κλαδί, σπορά), φιτύω (=σπέρνω), ἴσως καί τό φῶς-φωτός (=ἄνθρωπος), ἄν δέν εἶναι ἀπό τό φημί.

Lexicon Thucydideum

natura comparatum esse, to be arranged by nature, 2.64.3, 3.39.5. 3.45.3, 4.19.4. 4.61.3, 4.61.5.

Lexicon Thucydideum

vid. sub. see under πεφυκέναι, ubi adde where add 1.70.8.