δίδωμι: Difference between revisions
βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(lat\.<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.\n" to "$1 $2. ") |
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>δῐδωμι</b> (δίδωσι, [[διδοῖ]]; impv. δίδοι, διδότω, διδοῖτ(ε) = opt. cf. Wackernagel, Kl. Schr. 704f., Strunk, Glotta, 1961, 114f.; διδούς, -όντι, -όντων; διδόμεν: fut. [[δώσω]], -ει; δώσειν: impf. ἐδίδου: aor. δῶκε(ν), ἔδωκε(ν), ἔδωκ, ἔδωκαν, δῶκαν, ἔδοσαν; δόντες; [[δόμεν]], [[δοῦναι]]: pf. δέδωκε: [[pass]]. pf. [δέ]δοται.) <br /><b>1</b> [[give]] συμπόταις [[νέκταρ]] ἀμβροσίαν τε δῶκεν (O. 1.63) θεὸς ἔδωκεν [[δίφρον]] (O. 1.87) [[κῦδος]] εὐίππων διδόντων Τυνδαριδᾶν (O. 3.39) ὧν [[ἔραται]] καιρὸν διδούς (P. 1.57) τότ' [[αὖθ]] ἑτέροις ἔδωκεν [[μέγα]] [[κῦδος]]. (P. 2.89) “θεῷ γαῖαν διδόντι ξείνια” (P. 4.21) “ξένιον μάστευε [[δοῦναι]]” (P. 4.35) ἀλλ' [[ἔσται]] [[χρόνος]] [[οὗτος]], ὃ καί τιν ἀελπτίᾳ βαλὼν [[ἔμπαλιν]] γνώμας τὸ μὲν δώσει τὸ δ [[οὔπω]] (P. 12.32) νάσῳ, τὰν Ὀλύμπου δεσπότας [[Ζεῦς]] ἔδωκεν Φερσεφόνᾳ (N. 1.14) πατρίαν [[εἴπερ]] καθ' ὁδόν νιν εὐθυπομπὸς αἰὼν ταῖς μεγάλαις δέδωκε κόσμον Ἀθάναις (N. 2.8) νεαρὰ δ' ἐξευρόντα [[δόμεν]] βασάνῳ ἐς ἔλεγχον [[ἅπας]] [[κίνδυνος]] (N. 8.20) Ἐριφύλαν, [[ὅρκιον]] ὡς [[ὅτε]] [[πιστόν]], δόντες Οἰκλείδᾳ γυναῖκα (N. 9.17) μάτρωί θ' ὁμωνύμῳ δέδωκε κοινὸν [[θάλος]] (I. 7.24) ἐμοὶ δ' [[ὀλίγον]] δέ]δοται θα[ (e Plutarcho supp. G-H) Πα.… ]δῶκεν Πα. 13a. 3. [[fig]]., καὶ [[φθινόκαρπος]] [[ἐοῖσα]] [[διδοῖ]] ψᾶφον περ' αὐτᾶς (''[[sc.]]'' [[δρῦς]]. gives [[proof]] of itself ) (P. 4.265) abs. [[make]] an [[offer]] [[οὕτω]] δ' ἐδίδου [[Λίβυς]] ἁρμόζων κόρᾳ νυμφίον ἄνδρα (P. 9.117) followed by an inf. of [[purpose]]: ἀμφιπόλους ἐκέλευσεν ἥρωι πορσαίνειν [[δόμεν]] Εἰλατίδᾳ [[βρέφος]] (O. 6.33) “Κρονίδᾳ δὲ [[τράφεν]] Χίρωνι δῶκαν” (P. 4.115) ἀντίτομα δῶκε χρίεσθαι (P. 4.222) Μοίσαισί τ' ἔδωκ ἀρόσαι (''[[sc.]]'' τοὺς στεφάνους διὰ τὸν ὕμνον. Σ.) (N. 10.26) [[ἐπεί]] [[σφιν]] [[Ἀπόλλων]] δῶκεν ὁ χρυσοκόμας Ἀστερίας [[δέμας]] οἰκεῖν (Pae. 5.41) <br /><b>2</b> [[grant]] of deities granting wishes to men. “τὺ δὲ πρᾶξιν φίλαν δίδοι” (O. 1.85) εὐθὺν δὲ πλόον καμάτων ἐκτὸς ἐόντα δίδοι (O. 6.104) ὦ Ζεῦ, τίμα μὲν, δίδοι τέ οἱ αἰδοίαν [[χάριν]] (v. 1. [[δίδου]]) (O. 7.89) ἐσλὰ δ' ἐπ ἐσλοῖς ἔργα θέλοι [[δόμεν]] (O. 8.85) Ζεῦ τέλεἰ, αἰδῶ δίδοι (O. 13.115) δίδωσί τε Μοῖσαν [[οἷς]] ἂν ἐθέλῃ (P. 5.65) καὶ τὸ λοιπόν ὅμοια, Κρονίδαι μάκαρες, διδοῖτ' ἐπ ἔργοισιν [[ἀμφί]] τε βουλαῖς ἔχειν (δίδοιτ dubitanter Wackernagel) (P. 5.119) ἐμοὶ δ' ὁποίαν ἀρετὰν ἔδωκε Πότμος [[ἄναξ]] (N. 4.42) τὶν δ' ἐοικότα καιρὸν ὄλβου δίδωσι (''[[sc.]]'' [[Μοῖρα]]) (N. 7.59) [[δύνασαι]] δὲ βροτοῖσιν ἀλκὰν ἀμαχανιᾶν δυσβάτων θαμὰ διδόμεν ''[[sc.]]'' Herakles (N. 7.97) | |sltr=<b>δῐδωμι</b> (δίδωσι, [[διδοῖ]]; impv. δίδοι, διδότω, διδοῖτ(ε) = opt. cf. Wackernagel, Kl. Schr. 704f., Strunk, Glotta, 1961, 114f.; διδούς, -όντι, -όντων; διδόμεν: fut. [[δώσω]], -ει; δώσειν: impf. ἐδίδου: aor. δῶκε(ν), ἔδωκε(ν), ἔδωκ, ἔδωκαν, δῶκαν, ἔδοσαν; δόντες; [[δόμεν]], [[δοῦναι]]: pf. δέδωκε: [[pass]]. pf. [δέ]δοται.) <br /><b>1</b> [[give]] συμπόταις [[νέκταρ]] ἀμβροσίαν τε δῶκεν (O. 1.63) θεὸς ἔδωκεν [[δίφρον]] (O. 1.87) [[κῦδος]] εὐίππων διδόντων Τυνδαριδᾶν (O. 3.39) ὧν [[ἔραται]] καιρὸν διδούς (P. 1.57) τότ' [[αὖθ]] ἑτέροις ἔδωκεν [[μέγα]] [[κῦδος]]. (P. 2.89) “θεῷ γαῖαν διδόντι ξείνια” (P. 4.21) “ξένιον μάστευε [[δοῦναι]]” (P. 4.35) ἀλλ' [[ἔσται]] [[χρόνος]] [[οὗτος]], ὃ καί τιν ἀελπτίᾳ βαλὼν [[ἔμπαλιν]] γνώμας τὸ μὲν δώσει τὸ δ [[οὔπω]] (P. 12.32) νάσῳ, τὰν Ὀλύμπου δεσπότας [[Ζεῦς]] ἔδωκεν Φερσεφόνᾳ (N. 1.14) πατρίαν [[εἴπερ]] καθ' ὁδόν νιν εὐθυπομπὸς αἰὼν ταῖς μεγάλαις δέδωκε κόσμον Ἀθάναις (N. 2.8) νεαρὰ δ' ἐξευρόντα [[δόμεν]] βασάνῳ ἐς ἔλεγχον [[ἅπας]] [[κίνδυνος]] (N. 8.20) Ἐριφύλαν, [[ὅρκιον]] ὡς [[ὅτε]] [[πιστόν]], δόντες Οἰκλείδᾳ γυναῖκα (N. 9.17) μάτρωί θ' ὁμωνύμῳ δέδωκε κοινὸν [[θάλος]] (I. 7.24) ἐμοὶ δ' [[ὀλίγον]] δέ]δοται θα[ (e Plutarcho supp. G-H) Πα.… ]δῶκεν Πα. 13a. 3. [[fig]]., καὶ [[φθινόκαρπος]] [[ἐοῖσα]] [[διδοῖ]] ψᾶφον περ' αὐτᾶς (''[[sc.]]'' [[δρῦς]]. gives [[proof]] of itself ) (P. 4.265) abs. [[make]] an [[offer]] [[οὕτω]] δ' ἐδίδου [[Λίβυς]] ἁρμόζων κόρᾳ νυμφίον ἄνδρα (P. 9.117) followed by an inf. of [[purpose]]: ἀμφιπόλους ἐκέλευσεν ἥρωι πορσαίνειν [[δόμεν]] Εἰλατίδᾳ [[βρέφος]] (O. 6.33) “Κρονίδᾳ δὲ [[τράφεν]] Χίρωνι δῶκαν” (P. 4.115) ἀντίτομα δῶκε χρίεσθαι (P. 4.222) Μοίσαισί τ' ἔδωκ ἀρόσαι (''[[sc.]]'' τοὺς στεφάνους διὰ τὸν ὕμνον. Σ.) (N. 10.26) [[ἐπεί]] [[σφιν]] [[Ἀπόλλων]] δῶκεν ὁ χρυσοκόμας Ἀστερίας [[δέμας]] οἰκεῖν (Pae. 5.41) <br /><b>2</b> [[grant]] of deities granting wishes to men. “τὺ δὲ πρᾶξιν φίλαν δίδοι” (O. 1.85) εὐθὺν δὲ πλόον καμάτων ἐκτὸς ἐόντα δίδοι (O. 6.104) ὦ Ζεῦ, τίμα μὲν, δίδοι τέ οἱ αἰδοίαν [[χάριν]] (v. 1. [[δίδου]]) (O. 7.89) ἐσλὰ δ' ἐπ ἐσλοῖς ἔργα θέλοι [[δόμεν]] (O. 8.85) Ζεῦ τέλεἰ, αἰδῶ δίδοι (O. 13.115) δίδωσί τε Μοῖσαν [[οἷς]] ἂν ἐθέλῃ (P. 5.65) καὶ τὸ λοιπόν ὅμοια, Κρονίδαι μάκαρες, διδοῖτ' ἐπ ἔργοισιν [[ἀμφί]] τε βουλαῖς ἔχειν (δίδοιτ dubitanter Wackernagel) (P. 5.119) ἐμοὶ δ' ὁποίαν ἀρετὰν ἔδωκε Πότμος [[ἄναξ]] (N. 4.42) τὶν δ' ἐοικότα καιρὸν ὄλβου δίδωσι (''[[sc.]]'' [[Μοῖρα]]) (N. 7.59) [[δύνασαι]] δὲ βροτοῖσιν ἀλκὰν ἀμαχανιᾶν δυσβάτων θαμὰ διδόμεν ''[[sc.]]'' Herakles (N. 7.97) τῶν τε γὰρ καὶ τῶν δίδοῖ (''[[sc.]]'' [[Τύχα]]) (I. 4.33) καὶ τὸ μὲν διδότω [[θεός]] (Pae. 2.53) [[ἐπεύχομαι]] δ' Οὐρανοῦ τ εὐπέπλῳ θυγατρὶ Μναμοσύνᾳ κόραισί τ εὐμαχανίαν διδόμεν Πα. 7B. 17. [[εὔχομαι]] [] θέλοντι [[δόμεν]] [ (Pae. 16.4) <br /><b>3</b> [[deliver]] up, [[give]] [[over]] to ὁ δ' [[ἀρχαγέτας]] ἔδωκ [[Ἀπόλλων]] θῆρας αἰνῷ φόβῳ (P. 5.60) καί τινα φᾶσέ νιν δώσειν μόρῳ (Boeckh: [[μόρον]] codd: φᾶ ἑ δᾳώσειν Wil., Theiler) (N. 1.66) ἔδοξ' [[ἦρα]] καὶ ἀθανάτοις ἐσλόν γε φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις [[θεᾶν]] διδόμεν (I. 8.60) <br /><b>4</b> [[give]] [[out]], [[produce]] δίδοι φωνάν (Hermann: [[δίδου]] codd.) (N. 5.50) (ἄρουραι) βίον ἀνδράσιν ἐπηετανὸν ἐκ πεδίων ἔδοσαν (N. 6.10) ἐν σχερῷ δ' οὔτ ὦν μέλαιναι καρπὸν ἔδωκαν ἄρουραι (N. 11.39) <br /><b>5</b> in tmesis. ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγὼ [[δώσω]] v. [[ἀποδίδωμι]] (P. 4.67) [[τοῦτο]] [[δόμεν]] [[γέρας]] [[ἔπι]] Βάττου γένει v. [[ἐπιδίδωμι]] (P. 5.124) | ||
}} | }} | ||
{{Abbott | {{Abbott |
Revision as of 19:05, 9 December 2022
English (LSJ)
Il.23.620, etc. (late δίδω POxy.121 (iii A. D.)); late forms, 1pl. διδόαμεν v.l. in J.BJ3.8.5, etc., 3pl. δίδωσι (παρα-) Id.AJ10.4.1, etc.; but thematic forms are freq. used, especially in Ep. and Ion., διδοῖς, διδοῖσθα, Il.9.164, 19.270, A διδοῖ Od.17.350, Mimn.2.16, Hdt.2.48, Hp.Aër.12 (ἀνα-), A.Supp.1010, etc., διδοῦσι Il.19.265 (always in Hom.), dub. in Att., Antiph.156; imper. δίδου Thgn.1303, Hdt.3.140, E.Or.642, δίδοι Pi.O.1.85, Epigr. in Class.Phil.4.78, Ep. δίδωθι Od.3.380; inf. διδόναι, also διδοῦν Thgn.1329, Ep. διδοῦναι Il.24.425, Aeol. δίδων Theoc.29.9; part. διδούς, Aeol. δίδοις Alc.Supp.23.13: impf. ἐδίδουν -ους -ου, Ar.Eq.678, Od.19.367, 11.289 (Ep. δίδου Il. 5.165), etc.; 3pl. ἐδίδοσαν Hdt.8.9, etc., ἐδίδουν (v.l. ἐδίδων) Hes. Op.139, D.H.5.6 codd. (ἀπ-), also ἔδιδον prob. in h.Cer.437, δίδον ib.328; Ep. iter. δόσκον Il.14.382: fut. δώσω 14.268, etc., Ep. διδώσω Od.13.358, 24.314; inf. δωσέμεναι Il.13.369: aor. 1 ἔδωκα, used only in ind., Od.9.361, etc., Ep. δῶκα Il.4.43: aor. 2 ἔδων, used in plural ind. ἔδομεν ἔδοτε ἔδοσαν (Lacon. ἔδον IG5(1).1B1), and in moods, δός, δῶ, δοίην, δοῦναι, δούς; Ep. forms of aor., subj. 3sg. δώῃ, δώῃσι, δῷσι, Il.16.725, 1.324, Od.2.144; 3sg. δώη, Boeot. δώει SIG2858.17 (Delph.), IG7.3054 (Lebad.), δοῖ PPetr.2.p.24; 1pl. δώομεν Il.7.299, Od.16.184, 3pl. δώωσι Il.1.137; 3sg. opt. is written δόη UPZ1.4, δοῖ IG14.1488, etc.; inf. δόμεναι Il.1.116, δόμεν 4.379 (also Dor., Ar.Lys.1163 (ἀπο-), δόμειν SIG942 (Dodona)); Cypr. inf. δοϝέναι Inscr.Cypr.135.5H. (also opt. δυϝάνοι ib. 6); Arc. part. ἀπυ-δόας IG5(2).6.13 (Tegea); inf. δῶναι Schwyzer 666.2 (Orchom., iii B. C.), also in later Greek, BGU38.13 (ii A. D.): pf. δέδωκα Pi.N.2.8, etc.; Boeot. 3pl. ἀποδεδόανθι IG7.3171.35 (Orchom.): plpf. ἐδεδώκει X.Cyr.1.4.26:—Med. only in compds.:— Pass., fut. δοθήσομαι E.Ph.1650, Is.3.39, etc.: aor. ἐδόθην Od.2.78, etc.: pf. δέδομαι Il.5.428, A.Supp.1041, Th.1.26, etc.; 3pl. δέδονται E.Supp.757: plpf. ἐδέδοτο Th.3.109:—give freely, τινί τι Od.24.274, etc.: in pres. and impf., to be ready to give, offer, Il.9.519, Hdt.5.94, 9.109, Ar.Fr.100, X.An.6.3.9, etc.; τὰ διδόμενα = things offered, D.18.119. 2 of the gods, grant, assign, κῦδος, νίκην, etc., Il.19.204, 11.397, etc.; of evils, δ. ἄλγεα, ἄτας, κήδεα, etc., 1.96, 19.270, Od.9.15, etc.; twice in Hom. in Pass., οὔ τοι δέδοται πολεμήϊα ἔργα not to thee have deeds of war been granted, Il.5.428, cf. Od.2.78; later εὖ διδόναι τινί give good fortune, provide well for... S.OT1081, OC642, E.Andr.750: abs., of the laws, grant permission, δόντων αὐτῷ τῶν νόμων Is.7.2, cf. Pl.Lg.813c. 3 offer to the gods, ἑκατόμβας, ἱρὰ θεοῖσιν, Il.12.6, Od.1.67, etc. 4 with inf. added, ξεῖνος γάρ οἱ ἔδωκεν… ἐς πόλεμον φορέειν gave it him to wear in war, Il.15.532, cf. 23.183; δῶκε [τεύχεα] θεράποντι φορῆναι 7.149: later freq. of giving to eat or drink, ἐκ χειρὸς διδοῖ πιεῖν Hdt.4.172, cf. Cratin.124, Pherecr.69, etc.; ἐδίδου ῥοφεῖν Ar.Fr.203; δίδου μασᾶσθαι Eup. 253; δὸς καταφαγεῖν Hegem.1; τὴν κύλικα δὸς ἐμπιεῖν Pherecr.41; δὸς τὴν μεγάλην σπάσαι Diph.17.7; with inf. omitted, φιάλην ἔδωκε κεράσας Ephipp.10; εὐζωρότερον δός Diph.58; also of giving water to wash with, δίδου κατὰ χειρός (sc. νίψασθαι) Arched.2.3, cf. Alex.261.2. 5 Prose phrases, δ. ὅρκον, opp. λαμβάνειν, tender an oath, δοκεῖ κἂν ὀμόσαι εἴ τις αὐτῷ ὅρκον διδοίη Is.9.24, cf. D.39.3, Arist. Rh.1377a8; δ. ψῆφον, γνώμην, put a proposal to the vote, propose a resolution, D.21.87, 24.13: δ. χάριν, = χαρίζεσθαι, S.Aj.1354, Cratin. 317; ὀργῇ χάριν δούς having indulged... S.OC855; λόγον τινὶ δ. give one leave to speak, X.HG5.2.20; δ. λόγον σφίσι deliberate, Hdt. 1.97; οὐκ, εἰ διδοίης… σαυτῷ λόγον S.OT583; δοῦναι, λαβεῖν λόγον, Arist.SE165a27 (but δ. λόγον, εὐθύνας, render accounts, IG12.91, al.): δ. δίκην or δίκας, v. δίκη: ἀκοὴν δ. λόγοις lend an ear to... S. El.30, etc.; δ. ἐργασίαν give diligence = Lat. dare operam, OGI441.109 (Lagina, i B. C.), POxy.742.11: c. inf., Ev.Luc.12.58: abs., sc. πληγήν, λίθῳ δ. τινί PLips.13 iii 3; ἐμβολὰς διδόναι, ram, of ships, D.S.13.10. II c. acc. pers., hand over, deliver up, ἀχέεσσί με δώσεις Od.19.167; μιν… ὀδύνῃσιν ἔδωκεν Il.5.397; Ἕκτορα κυσίν 23.21; πυρί τινα Od.24.65; πληγαῖς τινά Pl.R.574c; ἔδωκε θῆρας φόβῳ Pi.P.5.60. 2 of parents, give their daughter to wife, θυγατέρα ἀνδρί Il.6.192, Od.4.7; also of Telemachus, ἀνέρι μητέρα δώσω 2.223; τὴν… Σάμηνδε ἔδοσαν gave her in marriage to go to Samé, 15.367, cf. 17.442; with inf. added, δώσω σοι Χαρίτων μίαν ὀπυιέμεναι Il. 14.268: in Prose and Trag., θυγατέρα δ. τινὶ γυναῖκα Hdt.1.107, cf. Th.6.59, X.HG4.1.4, etc.: abs., ἐδίδοσαν καὶ ἤγοντο ἐξ ἀλλήλων Hdt. 5.92.β, cf. E.Med.288; also δ. κόρᾳ ἄνδρα Pi.P.9.117. 3 διδόναι τινά τινι grant another to one's entreaties, pardon him at one's request, X.An.6.6.31; διδόναι τινί τι forgive one a thing, condone it, E.Cyc.296 (s.v.l.). 4 δ. ἑαυτόν τινι give oneself up, δ. σφέας αὐτοὺς τοῖσι Ἀθηναίοισι Hdt.6.108, cf. S.Ph.84, Th.2.68; τινὶ εἰς χεῖρας S.El.1348; δ. ἑαυτὸν τοῖς δεινοῖς D.18.97; εἰς τοὺς κινδύνους Plb.3.17.8; εἰς ἔντευξιν Id.3.15.4; εἰς τρυφήν, εἰς λῃστείας, D.S.17.108, 18.47: c. inf., δίδωσ' ἑκὼν κτείνειν ἑαυτόν S.Ph.1341. 5 appoint, establish, of a priest, LXX Ex.31.6; δῶμεν ἀρχηγόν ib.Nu. 14.4; δ. τινὰ εἰς ἔθνος μέγα ib.Ge.17.20; place, τινὰ ὑπεράνω πάντα τὰ ἔθνη ib.De.28.1:—Pass., οἱ δεδομένοι = 'the ones given', Nethinim, ministers of the temple, ib.Ne.5.3; ἐδόθη αὐτοῖς ἵνα… orders were given them that... Apoc.9.5. III in vows and prayers, c. acc. pers. et inf., grant, allow, bring about that... especially in prayers, δὸς ἀποφθίμενον δῦναι δόμον Ἄϊδος εἴσω grant that he may go... Il.3.322; τὸν κασίγνητον δότε τυίδ' ἴκεσθαι Sapph.Supp.1.2; δός με τείσασθαι give me to... A.Ch.18, cf. Eu.31; also c. dat. pers., τούτῳ… εὐτυχεῖν δοῖεν θεοί Id.Th.422; θεοὶ δοῖέν ποτ' αὐτοῖς… παθεῖν S.Ph.316, cf. OC1101, 1287, Pl.Lg.737b. 2 grant, concede in argument, δ. καὶ συγχωρεῖν Id.Phd.100b, cf. Arist.Metaph.990a12, al.: c. inf., Id.Ph.239b29; δ. εἶναι θεούς Iamb.Myst.1.3; ἑνὸς ἀτόπου δοθέντος τἆλλα συμβαίνει Arist.Ph.186a9; δεδομένα, τά, data, title of work by Euclid; ἡ δοθεῖσα γραμμή, γωνία, etc., Pl.Men.87a, Euc.1.9, etc.; δεδόσθω κύκλος Archim.Sph.Cyl.1.6, al.; also in Alchemy, δός take certain substances, Pleid.X.69. IV Gramm., describe, record, Sch.Pi. P.5.93, Sch.Il.16.207. V seemingly intr., give oneself up, devote oneself, c. dat., esp. ἡδονῇ E.Ph.21, Plu.Publ.13; ἡδοναῖς Philostr. VS1.12; ἐλπίδι J.AJ17.12.2; εἰς δημοκοπίαν D.S.25.8; δρόμῳ δοὺς φέρεσθαι = at full speed, Alciphr.3.47.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): lesb. δίδοιμι Hdn.Gr.2.111, tard. δίδω SB 9121.7 (I d.C.), POxy.121.23 (III d.C.), tem. διδόω EM 272.52G.
• Prosodia: [-ῐ-]
• Morfología: [pres. ind. 2a sg. διδοῖς Il.9.164, διδοῖσθα Il.19.270, 3a sg. δίδωτι IG 9(1).682.8 (Corcira IV a.C.), διδοῖ Od.17.350, Hes.Op.281, Hdt.2.48, A.Supp.1010, 3a plu. διδοῦσι Il.19.265, Antiph.154, διδόντι Archyt.B 3, imperat. 2a sg. δίδοι CEG 326 (Beocia VII a.C.), 334 (Beocia VI a.C.), Pi.O.1.85, δίδωθι Od.3.380, inf. διδοῦναι Il.24.425, διδοῦν Thgn.1329, eol. δίδων Theoc.29.9, IG 12(2).498.15 (III a.C.), ciren. διδῶν SEG 9.4.39 (Cirene I a.C.), tard. δίδειν D.S.31.8, διδεῖν TAM 5.636.6 (Daldis I d.C.), en v. med. beoc. διδόσθη SEG 32.456.23 (Haliarto III a.C.), lesb. δίδωσθαι IG 12(2).7.11 (Mitilene IV a.C.), part. masc. δίδοις Alc.70.13; impf. 3a sg. δίδου Il.5.165, 6.219, 3a plu. ἐδίδουν Hdt.6.86α, ἐδίδοσαν Hdt.8.9, ἔδιδον Hes.Op.139, δίδον h.Cer.327, iter. δόσκον Il.14.382; fut. ind. 1a plu. διδώσομεν Od.13.358, inf. δωσέμεναι Il.13.369, δωσέμεν Il.10.323, lesb. δώσην Sapph.3.1; aor. ind. 1a sg. δῶκα Il.4.43, 1a plu. ἐδώκαμεν CID 2.31.20 (IV a.C.), X.An.3.2.5, 3a plu. ἔδωκαν Il.13.303, BGU 415.26 (II d.C.), beoc. ἐδώκασαν Schwyzer 462A.42 (Tanagra III/II a.C.), ἔδον Hes.Th.30, SEG 39.370.3, 5 (Laconia V/IV a.C.), imperat. δές PMich.588.8 (III d.C.), PMeyer 22.3 (III/IV d.C.), subj. 2a sg. δοῖς PTeb.409.5 (I d.C.), δῇς PAbinn.59.12 (IV d.C.), 3a sg. δώῃ Il.16.725, δώῃσι Il.1.324, δῷσι Od.2.144, beoc. δώει IG 7.3054.6 (Lebadea), δοῖ PPetr.2.9.5 (III a.C.), PRyl.229.4 (I d.C.), δῇ POxy.1158.14 (III d.C.), 1a plu. δώομεν Il.7.299, Od.16.184, 3a plu. δώωσιν Il.1.137, v. pas. el. 3a sg. δοθᾷ IO 39.37 (II a.C.), opt. 3a sg. δοῖ UPZ 36.11 (II a.C.), IUrb.Rom.432.8 (III d.C.?), 3a plu. δοίησαν Trag.Adesp.557, inf. δόμεναι Il.1.116, δόμεν Il.4.379, Hes.Op.354, CID 2.31.20 (IV a.C.), SEG 38.1476.74 (Janto III a.C.), δόμɛ̄ν ICr.4.72.4.49 (Gortina V a.C.), δόμειν IGDS 184.8 (Agrigento IV/III a.C.), chipr. δοϝέναι IChS 217.5 (V a.C.), δοέναι IChS 306.6 (Pila), arcad. δῶναι Schwyzer 666.2 (Orcómeno III a.C.), frec. tb. en pap. por anal. c. γνῶναι PFay.109.4 (I d.C.), BGU 38.13 (II/III d.C., cf. BL 1.10), PAbinn.62.10 (IV d.C.); aor. sigm. tard. ἔδωσεν POxy.1066.12 (III d.C.), subj. 2a sg. δώσῃς POxy.599 descr. (I/II d.C.), 3a plu. δώσωσιν POxy.121.4 (III d.C.), part. δόσας Io.Mal.Chron.M.97.92B; perf. ind. 3a sg. δέδωκε Pi.N.2.8, 3a plu. δέδωκαν PTeb.58.39 (II a.C.), PErl.116.6 (III d.C.), δεδώκαντι IG 92(1).4.34 (Termo II a.C.), tes. v. med. inf. δεδόσθειν IG 9(2).517.18 (Larisa III a.C.), δεδόστειν SEG 27.202.16 (Larisa III a.C.), beoc. part. fem. δεδωῶσα Schwyzer 462A.30 (Tanagra III/II a.C.); plusperf. 2a sg. δεδώκεις PGiss.47.21 (II d.C.), 3a plu. δεδώκεισαν PVindob.Boswinkel 1.6 (I d.C.)]
A tr.
I 1dar, entregar, conceder c. ac. de abstr. o cosa y dat. de pers. οἱ ... κῦδος Il.19.204, ἄτας ἄνδρεσσι Il.19.270, κήδεα ... μοι Od.9.15, τῷ ... ἄλγεα Hes.Op.741, cf. Il.1.96, δῶκα δέ οἱ κρητῆρα πανάργυρον Od.24.275, οἱ ἄσπετα δῶρα Od.13.135, τοι δώσω τρίποδος κύτος Alcm.17.1, καί μοι σκῆπτρον ἔδον Hes.Th.30, cf. Op.281, Sc.328, Ἀσκληπιάδαις τοῦτό γ' ἔδωκε θεός Thgn.432, cf. 1303, δὸς χλαῖναν Ἱππώνακτι Hippon.42b, αὐτῇ Ζὰς γῆν γέρας διδοῖ Pherecyd.Syr.B 1, ἐμοὶ μήτε χρυσὸν ... μήτε ἄργυρον δίδου Hdt.3.140, αὐτοῖσι ... δοῦναι τὰ μέτρα les indicó las medidas Hdt.2.121α, τροφὴν ... δίδωσι τοῖσι χρωμένοις ref. al vino, Mnesith.Ath.41.4, δώσεις ἀλήθειαν τῷ Ιακωβ LXX Mi.7.20, οὐδὲν δίδω αὐτῷ POxy.121.23 (III d.C.), cf. Eu.Matt.4.9, IUrb.Rom.432.8 (III d.C.?), δόσας αὐτοῖς χώραν Io.Mal.Chron.M.97.92B, δ. χάριν ... υἱῷ tener condescendencia con el hijo Anacr.201, cf. S.Ai.1354, γο[νεῦ] σιν ... διδεῖν χάριτας TAM l.c., en v. pas. οὔ τοι ... δέδοται πολεμήϊα ἔργα Il.5.428
•c. ac. de cosa + ac. de direcc. y dat. de pers. τὴν (κυνεήν) Σκάνδειαν δ' ἄρα δῶκε ... Ἀμφιδάμαντι Il.10.268
•c. dat. de cosa o abstr. σῇ γαστρὶ δίδου χάριν Cratin.349, ὀργῇ χάριν δούς cediendo a la ira S.OC 855
•sólo c. ac. de cosa o abstr. νῦν ... πολλὰ διδοῖ, τὰ δ' ὄπισθεν ὑπέστη Il.9.519, ἔδωκεν οὐδεὶς οὐδ' ἀρυστῆρα τρυγός Semon.23, τὴν (οἴκησιν) μὲν Πελασγός, τὴν δὲ καὶ πόλις διδοῖ una (morada) Pelasgo, otra la ofrece la ciudad A.Supp.1010, πάνθ' οὗτος ... διδοῖ καὶ ἀφαιρέεται de Zeus, Democr.B 30, δός τι καὶ λάβοις τί κα Epich.248, cf. Artem.2.36, 57, ἐὰν ... σάλπιγξ φωνὴν δῷ si una trompeta produce sonido 1Ep.Cor.14.8
•c. ac. compl. dir. y pred. δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον dar su vida como rescate, Eu.Matt.20.28
•c. dat. de pers. e inf. ξεῖνος γάρ οἱ ἔδωκεν ... ἐς πόλεμον φορέειν pues su huésped se la había dado (la coraza) para que la llevara a la guerra, Il.15.532, cf. 23.183, δῶκε (τεύχεα) ... θεράποντι φορῆναι Il.7.149, Τιθωνῷ μὲν ἔδωκεν ἔχειν κακὸν ἄφθιτον <ὁ> Ζεύς Mimn.4.1, ἕκαστος διδοῖ ἀποφέρεσθαι τὸν χοῖρον αὐτῷ Hdt.2.48, θοῷ πυρὶ δῶκε (εἴδεα) κρατῦναι Emp.B 73.2, δὸς ... (τὸ τεῦχος) εἰς χεῖρας λαβεῖν S.El.1119, τὴν κύλικα δώσων πιεῖν Pherecr.45, δὸς ... τὴν μεγάλην αὐτοῖς σπάσαι Diph.17.7, δός μοι παρθενίην αἰώνιον ... φυλάσσειν Call.Dian.6, cf. Iou.81, Ps.Callisth.3.31B
•sólo c. inf. διδοῖ πιεῖν Hdt.4.172, cf. Cratin.132, Pherecr.75.2, ἐδίδου ῥοφεῖν Ar.Fr.208, δίδου μασᾶσθαι Eup.271, δὸς καταφαγεῖν Hegem.Phil.1
•abs. καὶ δόμεν ὅς κεν δῷ καὶ μὴ δόμεν ὅς κεν μὴ δῷ da al que te dé y no des al que no te dé Hes.Op.354, σοί τε διδοῦν ἔτι καλόν para ti el dar es todavía honorable Thgn.1329, λαμβάνειν μᾶλλον ἢ διδόναι Th.2.97, οἵ τε πλούσιοι διδόντι τοῖς δεομένοις Archyt.B 3, δίδου κατὰ χειρός Arched.2.3, cf. Alex.263.2, δός, λάβε AP 9.546 (Antiphil.), 12.204 (Strat.), ἔδωκεν εἰς γναφεῖον (la) dio al batán ref. a una tela, Macho 413, ὁ αὐτός ἐστι διδοὺς καὶ λαμβάνων de Cristo, Ath.Al.M.26.112C
•part. pas. neutr. subst. τὰ διδόμενα los legados D.27.45.
2 entregar c. ac. de pers. o partes del cuerpo y dat. de un n. personif. μιν ... ὀδύνῃσιν Il.5.397, Od.17.567, μ' ἀχέεσι γε δώσεις Od.19.167, σε ... πυρί Od.24.65, θῆρας αἰνῷ φόβῳ Pi.P.5.60, νυκτὶ βουλὴν δ. entregar consulta a la noche e.e. consultar con la almohada Hdt.7.12, cf. 9.17, χείλεσιν διδοὺς ὀδόντας mordiéndose los labios E.Ba.621, τὰ σκέλη ... ὀδύναις Pl.Phdr.254e, πληγαῖς τε δοῦναι ... αὐτούς dar de golpes a éstos Pl.R.574c, τὸν φιλεόντ' ὀνίαις δίδων sumir en la aflicción al amante Theoc.29.9, en v. pas. οὐ δικαίως ὅδε κυσὶν δοθήσεται; ¿no es justo que éste sea arrojado a los perros? E.Ph.1650, τάφῳ δέδονται πρὸς Κιθαιρῶνος πτυχαῖς han sido enterrados en los valles del Citerón E.Supp.757, cf. Lib.Or.1.245, tb. c. ac. y dat. de pers. τά θ' Ἑλλάδος ... Φρυξὶν οὐκ ἐδώκαμεν E.Cyc.296
•c. ac. de pers. y εἰς c. ac. δώσω ὑμᾶς εἰς διασπορὰν πάσαις ταῖς βασιλείαις τῆς γῆς os dispersaré por todos los reinos de la tierra LXX Ie.41.17
•sólo c. ac. de pers. entregar, devolver ἔδωκεν ἡ θάλασσα τοὺς νεκροὺς τοὺς ἐν αὐτῇ Apoc.20.13.
3 entregar como esposa a una hija o mujer de la familia θυγατέρα Il.6.192, cf. Od.4.7, ἀνέρι μητέρα Od.2.223, τὴν ... Σάμηνδε ἔδοσαν a ésta ... la enviaron a Same para casarla, Od.15.367, Μανδάνην ... οὐδενὶ διδοῖ γυναῖκα Hdt.1.107, θυγατέρα ἑαυτοῦ ἔδωκεν Th.6.59, cf. X.HG 4.1.4
•abs. ἐδίδοσαν καὶ ἤγοντο ἐξ ἀλλήλων Hdt.5.92β, τὸν δόντα καὶ γήμαντα καὶ γαμουμένην δράσειν τι E.Med.288
•tb. a un hombre como marido δ. κόρᾳ νυμφίον ἄνδρα Pi.P.9.117.
4 giros c. ac. equiv. a un inf. δ. ἐργασίαν aplicarse, prestar atención c. or. final δίδωσίν τε ἐργασίαν ἵνα ταῦτα οὕτως γίνωνται IStratonikeia 505.113 (I a.C.), c. inf. δὸς ἐργασίαν ἀπηλλάχθαι ἀπ' αὐτοῦ Eu.Luc.12.58, c. dat. δὸς ἐργασίαν αὐτῷ ocúpate de él, POxy.742.11 (I a.C.) en BL 1.328
•δ. ἀπόκρισιν obedecer, Apoph.Patr.M.65.257B, Pall.H.Laus.18.19, ἀπόκρισιν δ. πρὸς ταῦτα responder a estas cosas LXX Ib.40.4
•δ. μετάνοιαν perdonar, Apoph.Patr.M.65.272A, Act.Ap.5.31
•δ. ἐξουσίαν dar licencia Plu.2.12c
•mostrar εἴ τις οὐ δίδωσι τοῖς ἐκλεκτοῖς αὐτοῦ εὐσέβειαν Hegemon.Arch.10
•dejar sitio, dejar paso δ. χώραν ... τοῖς ὑγροῖς Mnesith.Ath.51.10, ἡ μισαδελφία δίδωσι ... χώραν τῷ Ἀντιχρίστῳ Cyr.H.Catech.15.9, ἐγκοπὴν δ. τῷ εὐαγγελίῳ poner obstáculo al Evangelio 1Ep.Cor.9.12
•σε αἰτοῦνται καὶ δέονται δοῦναι σφίσι τὼ ἄνδρε καὶ μὴ κατακαίνειν te suplican y piden que les concedas (la vida de) los dos hombres y que no los mates X.An.6.6.31, τοῖς κακῶς πράσσουσιν οἱ σεμνοὶ λόγοι κόσμον ... ἂν δοίησαν las palabras venerables podrían proporcionar gloria a los que obran mal, Trag.Adesp.557, en v. pas. τοὺς ἐν μετάλλοις ἐπὶ τιμωρίᾳ δεδομένους a los que han sido condenados a las minas en castigo Eus.HE 9.1.7, cf. MP 5.2 (p.919).
5 c. pron. refl. y dat. entregarse σφέας αὐτοὺς τοῖσι Ἀθηναίοισι Hdt.6.108, ἑαυτοὺς Ἀκαρνᾶσι Th.2.68, τῷ ψύχει ἑωυτόν Hp.Vict.3.68, μοι σεαυτόν S.Ph.84, τοῖς δεινοῖς αὑτούς D.18.97, ἑαυτοὺς ... τῷ κυρίῳ 2Ep.Cor.8.5, ἐλπίδι ... δῶμεν ἑαυτούς Cyr.H.Procatech.9, tb. c. εἰς y ac. αὑτὸν εἰς τοὺς κινδύνους δ. exponerse a los peligros Plb.3.17.8, δ. αὑτὸν εἰς ἔντευξιν prestarse a una entrevista Plb.3.15.4, δ. ἑαυτὸν εἰς τρυφήν abandonarse a la molicie D.S.17.108, cf. 18.47, παρεκάλουν μὴ δοῦναι ἑαυτὸν εἰς τὸ θέατρον (le) exhortaban a que no se presentase en el teatro, Act.Ap.19.31, c. inf. δίδωσ' ἑκὼν κτείνειν ἑαυτόν S.Ph.1341, δρόμῳ δοὺς ... σώζειν ἑαυτόν Alciphr.3.11.1
•tb. sin refl. mismo sent. ἡδονῇ E.Ph.21, Philostr.VS 496, ῥύμῃ Plu.Publ.13, ἐλπίδι I.AI 17.332, δοὺς εἰς δημοκοπίαν καὶ πλήθους ἀρέσκειαν D.S.25.8.
6 relig. ofrecer c. ac. de cosa y dat. de dioses θεοῖσιν ... ἑκατόμβας Il.12.6, ἱρὰ θεοῖσιν Od.1.67, fig. c. pred. del compl. dir. νιν ... αἰὼν ταῖς μεγάλαις δέδωκε κόσμον Ἀθάναις la vida lo ha ofrecido como ornato para la gran Atenas Pi.N.2.8, δοῦναι θυσίαν ... ζεῦγος τρυγόνων ofrecer como sacrificio un par de tórtolas, Eu.Luc.2.24, tb. abs. en v. pas. φυλῆς ἱερεῦσιν ἀπαρχὴ διδομένη las primicias ofrecidas por los sacerdotes de la tribu Ph.1.578, αἱ διδόμεναι εὐχαί PLond.1929.7 (IV d.C.)
•part. subst. οἱ δεδομένοι los ministros o servidores del Templo, LXX 1Pa.9.2.
7 c. ac. δίκην, δίκας pagar la pena, dar una satisfacción δ. δίκην ... ἀλλήλοις Anaximand.B 1, cf. Gorg.B 11a.20, ἔδοσάν σφι δίκας τῆς ἁρπαγῆς Hdt.1.2, cf. 155, Is.7.3, εὐθύνας διδόναι IG 13.52.27 (V a.C.)
•c. ac. λόγον rendir cuentas, presentar un balance λόγον διδόντον τōν ... χρɛ̄μάτον IG 13.52.25, 28 (V a.C.), fig. λόγον δώσει τῷ θεῷ Ep.Rom.14.12
•ref. el dinero pagar c. ac. y dat. de pers. Ὀνασίλῳ κὰς τοῖς κασιγνήτοις ... δοϝέναι ... ἀργύρω τάλαντον IChS.217.5 (Idalion V a.C.), ἔδον ... τοῖς Λακεδαιμονίοις ποτὸν πόλεμον τέτορες καὶ δέκα μνᾶς SEG 39.370.3, 5 (Laconia V/IV a.C.), ἐπέταξαν ... τᾷ πολι τῶν Δελφῶν ἀργύριον δόμεν ποτὶ τὰ ἔργα CID 2.31.20 (IV a.C.), οὐδεὶς πυρέσσων χρῆμα δοὺς ἐπαύσατο no por tener fiebre deja uno de pagar Men.Mon.610, Ῥωμαῖοι ... τὰ ἡμίση δίδειν τῶν τελῶν προσέταξαν D.S.31.8, κῆνσον Καίσαρι Eu.Matt.22.17, εἰς τὸν φίσκον δραχμάς ξε PVindob.Boswinkel 1.6 (I d.C.), cf. PGiss.47.21 (II d.C.), POxy.1158.14 (III d.C.).
8 entregar en préstamo, prestar ἕως δραχμῶν ἑκατὸν δὸς αὐτῷ PRoss.Georg.3.3.22 (III d.C.), en v. pas. ἀποδιδόντες τὰ ἐπ' αὐτοῖς (τοῖς ἐνεχύροις) δεδομένα καὶ τὸν τόκον reembolsando la suma prestada por cuenta de ellos y los intereses, PEnteux.32.8 (III a.C.), ὅπως ἂν σειτάριον ἡμεῖν δοθῇ καὶ ἀργυρίου δραχμα[ὶ] χίλιαι PCair.Zen.427.4 (III a.C.).
9 c. dat. de pers. y adv. εὖ ser generoso con, tratar bien a alguien Ζεῦ, διδοίης τοῖσι τοιούτοισιν εὖ S.OC 642, θεοί σοι δοῖεν εὖ καὶ τοῖσι σοῖς E.Andr.750
•tb. abs. c. adv. ser propicio τῆς Τύχης ... εὖ διδούσης S.OT 1081.
10 dar, impartir, enseñar τέχνην ῥητορικήν Pl.Phdr.271a, cf. 270e, γραμματικὴν ἐπιστήμην Pl.Erx.398e, en v. pas. μουσικὴ ... ἐκείνοις καὶ γυμναστικὴ ἐδόθη Pl.R.452a.
11 c. n. de cargos nombrar δῶμεν ἀρχηγόν nombremos un jefe LXX Nu.14.4, ἄρχοντας LXX Is.40.23, πάντες οἱ δοῦναι κύριοι τὴν τιμήν todos los que tienen poder para proponer un cargo Chrys.Sac.3.11.9
•abs. nombrar sacerdote LXX Ex.31.6
•c. n. de pers. proponer, recomendar para un cargo o liturgia δ. τοὺς ὑπογεγρ(αμμένους) ... πεμφθησομένους εἰς κλῆρον τῷ ... ἐπιστρ(ατήγῳ) propongo los nombres de los infrascritos para que sean enviados al epistratego para el sorteo, BGU 194.21 (II d.C.), δίδομεν καὶ προσαγγέλλομεν τὸν ὑπογεγραμμένον εἰς δεσμοφυλακείαν PFlor.2.52 (III d.C.), cf. PSI 1108.6 (IV d.C.).
12 c. compl. de direc. poner, colocar καὶ δώσω αὐτόν (Ἀβραάμ) εἰς ἔθνος μέγα y le pondré al frente una gran nación LXX Ge.17.20, καὶ δώσει σε κύριος ... ὑπεράνω πάντων τῶν ἐθνῶν τῆς γῆς y el Señor te colocará por encima de todos los pueblos de la tierra LXX De.28.1, en cont. econ. διὰ τί οὐκ ἔδωκάς μου τὸ ἀργύριον ἐπὶ τράπεζαν; ¿por qué no pusiste mi dinero en el banco?, Eu.Luc.19.23
•fig. ἔδωκεν εἰς τὰς καρδίας αὐτῶν ποιῆσαι Apoc.17.17.
13 sent. neg. dar, pegar (μοι) δόντες πληγὰς πλείους PTeb.39.17 (II a.C.)
•abs. golpear ἀκοντίσας (λίθον) ἔδωκα τῷ ἵππῳ lanzando (una piedra) golpeé al caballo, T.Iud.3.3, μετὰ λόγχης δοῦναι αὐτῷ Ps.Callisth.1.24B, λίθῳ δέδωκεν τῷ υἱῷ μου PLips.40.3.3 (IV/V d.C.).
14 jur., polít. δ. ὅρκον prestar juramento αὐτῷ δ. ὅρκον Is.9.24, cf. D.39.3, Arist.Rh.1377a8, en v. pas. ὅρκοι ... διδόμενοι Th.3.82
•δ. τὸν ψῆφον poner a votación D.21.87
•δ. γνώμην proponer una resolución D.24.13
•δ. ψήφισμα presentar un decreto Aeschin.2.13
•περιτομὴν δ. instituir la circuncisión, Ep.Barn.9.7
•hacer un acuerdo, tomar una determinación συμβούλιον δ. κατ' αὐτοῦ Eu.Marc.3.6.
15 c. términos ref. a la lengua ἀκοὴν τοῖς ἐμοῖς λόγοις δ. prestar atención a mis palabras S.El.30, δ. ... τοῖς συμμάχοις λόγον conceder la palabra a los aliados X.HG 5.2.20, εὔσημον λόγον δ. proferir un discurso inteligible, hablar claramente 1Ep.Cor.14.9
•interiorizado deliberar ἐδίδοσαν σφίσι λόγον deliberaron entre sí Hdt.1.97
•reflexionar εἰ διδοίης ... σαυτῷ λόγον S.OT 583, cf. Arist.SE 165a27.
16 indicando contacto δ. ἐμβολάς de barcos atracar D.S.13.10
•prestar ayuda, tender la mano δ. μοι χεῖρα Pall.H.Laus.16.5, cf. Apoph.Patr.M.65.85A.
II 1conceder, permitir en plegarias, c. ac. de pers. e inf. τὸν δὸς ἀποφθίμενον δῦναι δόμον Ἄϊδος εἴσω Il.3.322, cf. Od.2.144, τὸν κασίγνητον δότε τυίδ' ἴκεσθαι Sapph.5.2, δός με τείσασθαι A.Ch.18, τυχεῖν με ... δοῖεν A.Eu.31, c. dat. de pers. e inf. τούτῳ ... εὐτυχεῖν δοῖεν θεοί A.Th.422, αὐτοῖς ... παθεῖν S.Ph.316, σοι τόνδ' ἄριστον ἄνδρ' ἰδεῖν S.OC 1101, cf. Pl.Lg.737b, A.Io.21.20, 21, τυφλοῖσιν ἔδωκας ἰδεῖν φάος ἠελίοιο Suppl.Mag.59.14, c. suj. de leyes o dioses ὁ νόμος γὰρ αὐτῷ δέδωκεν καὶ δώσει προσλαμβάνειν ... pues la ley le ha permitido y le permitirá tomar ... Pl.Lg.813c, sólo c. inf. ὁ λόγος ... νοεῖν δίδωσι Gr.Nyss.Hex.1.16, cf. 1.18, Chrys.M.62.473, en v. pas. δέδοται ὑπὸ τοῦ νόμου ... πράττειν Pl.Smp.183b
•abs. θεῶν διδόντων A.Pers.294, δόντων αὐτῷ τῶν νόμων Is.7.2, cf. Gr.Nyss.Engast.102.1, 108.8
•c. dat. y ἵνα: δὸς ἡμῖν ἵνα ... καθίσωμεν concédenos que nos sentemos, Eu.Marc.10.37, ἐδόθη αὐτοῖς ἵνα ... se les permitió que ..., Apoc.9.5.
2 en decretos conceder προξενίαν δόμειν τοῖς Ἀκραγαντίνοις IGDS 184.8 (Agrigento IV/III a.C.), δεδόσθαι δὲ αὐτῷ ... πολιτείαν καὶ ἀτέλειαν CRIA 166.29 (III a.C.), cf. SEG 33.932.8 (Éfeso IV a.C.)
•tb. frec. en peticiones oraculares τοῦτό μοι δός SB 12955.5, PKöln 201.8 (ambos II d.C.)
•en conjuros mág. del tipo ‘νικητικά’: δός μοι νίκη[ν], δόξαν, εὐμορφίαν πρὸς πάντας Suppl.Mag.63.14, cf. PMag.27.3, GMA 28.2.
3 abs., en votaciones votar a favor οἱ ψηφίσαν[τες] δισχίλιοι, οὗτοι ἔδωκαν πάντες hubo dos mil votantes, todos ellos votaron a favor, SEG 42.1065.42 (Claros II a.C.), οἱ δόντες χίλιοι τριακόσιοι εἴκοσι ἕξ· οἱ μὴ δόντες δεκαέξ IClaros 1.M.3.50 (II a.C.), ψῆφοι αἱ διδοῦσαι ἑβδομήκοντα· αἱ οὐ, τέσσαρες votos a favor, setenta, en contra, cuatro, IIasos 93.23 (heleníst.), cf. SEG 27.511.6 (Cos III a.C.), SEG 41.932.11 (Yaso III/II a.C.), IG 11(4).1054b.21 (Delos III a.C.)
•en v. pas. ser aprobado, aprobarse διεψηφίσθη ἐν τῷ δήμῳ κατὰ τὸν νόμον καὶ ἐδόθη fue votado en la asamblea según la ley y se aprobó, ILampsakos 33.40 (III a.C.), cf. AJP 56.1935.378 (Colofón IV a.C.), IPr.57.20 (III a.C.), IIasos 81.7 (III/II a.C.).
III cien.
1 fil. y mat. conceder, admitir, aceptar ἃ εἴ μοι δίδως τε καὶ συγχωρεῖς εἶναι ταῦτα si me concedes esto y reconoces que existen estas cosas Pl.Phd.100b, c. inf. εἴτε δοίη τις αὐτοῖς ἐκ τούτων εἶναι τὸ μέγεθος si se les concede que de estos principios resulta la magnitud Arist.Metaph.990a12, cf. Ph.239b29, δ. εἶναι θεούς Iambl.Myst.1.3, en v. pas. ἀλλ' ἑνὸς ἀτόπου δοθέντος pero si se admite un (razonamiento) absurdo Arist.Ph.186a9
•en geom. suponer δῶμεν ξʹ μοιρῶν κύκλον supongamos un círculo dividido en 60 partes Ach.Tat.Intr.Arat.35, en v. pas. δεδόσθω κύκλος supuesto un círculo Archim.Sph.Cyl.1.6, ἡ δοθεῖσα γραμμή la línea dada Pl.Men.87a, ἡ δοθεῖσα γωνία el ángulo dado Euc.1.9, δοθέν τι ... χωρίον un espacio dado Papp.638
•c. inf. conceder τὴν τοῦ ἀέρος (σφαῖραν) δεδώκασιν οἱ Ἀρχιμήδειοι περιδινεῖσθαι Ach.Tat.Intr.Arat.4, cf. en v. pas. ib.17
•part. pas. neutr. subst. τὰ δεδομένα los datos, las hipótesis tít. de una obra de Euclides, Papp.636.
2 filol. dar, proponer οὕτω δὲ δώσει ... διὰ τοῦ θ τὴν γραφήν así dará (Hermias) la grafía con θ ref. a θάμα en vez de ἅμα Sch.Er.Il.16.207a.
3 geog. situar οἱ γὰρ νεώτεροι τὴν Πύλον ... περὶ τὴν Μεσσήνην διδόασιν Sch.Pi.P.5.93.
IV medic.
1 producir (ἡπατῖτις) ἀποσχίδας ... διδοῦσα la vena hepática produce ramas, e.e. se ramifica Hp.Epid.2.4.1
•de excrementos expeler γαστὴρ ... λεπτὰ ἐδίδου Hp.Epid.4.25, cf. 3.17.13.
2 administrar en v. pas. ser administrado διδόμενα τῆς ὀδύνης φάρμακα medicamentos administrados contra el dolor Hp.Int.27, (χυμοί) ... πλείους δὲ διδόμενοι (zumos) tomados en grandes cantidades Thphr.CP 6.4.5, ῥητίνη ... διδομένη πρὸ τοῦ δείπνου Dieuch.18.13
•tb. part. subst. τὸ διδόμενον la dosis de una medicina, Dieuch.15.34.
3 prescribir ὕπνον Hp.Vict.3.80.
B intr. extenderse, propagarse ἡ φωνὴ ἔδωκεν διὰ πάσης τῆς πόλεως T.Iob 40.9.
• Diccionario Micénico: di-do-si.
• Etimología: Pres. red. de *deHu̯3-, que da lugar a ai. dádāti, o. didest, lat. dō, y formas c. -u- < *-Hu̯3-, como lat. dŭas, etc.
German (Pape)
[Seite 616] geben; 2. sing. indic. praes. act. διδοῖς Hom. Iliad. 9, 164, vgl. Scholl. Herodian., διδοῖσθα 19, 270, vgl. Scholl. Herodian., 3 sing. διδοῖ Iliad. 9, 519 Odyss. 4, 237. 17, 350 Pind. I. 4, 33 Herodot. 1, 107, 3. plur. Att. Pr. διδόασιν, aber διδοῦσιν Iliad. 2, 255. 19, 265 Odyss. 1, 313. 8, 167. 17, 450. 18, 279, vgl. Scholl. Herodian. Iliad. 2, 255; imperat. δίδωθι Odyss. 3, 380, imperat. δίδοι Pind. Ol. 1, 85. 6, 104; infin. διδοῦναι Iliad. 24, 425, vgl. Scholl. Odyss. 13, 358, infin. διδῶν Theocr. 29, 9; imperfect. ἐδίδως Odyss. 19, 367, ἐδίδου 11, 289, δίδου Iliad. 9, 334, 3. plur. ἔδιδον Homer. hymn. Cerer. 437, δίδον vs. 328; futur. δώσω, Hom. Odyss. 13, 358 διδώσομεν, vgl. Scholl. u. Dindorfs Anmerkung, διδώσειν 24, 314; aor. 1. ἔδωκα, Att. Prosa nur indicat. sing. u. 3. plur., die andern Formen nur vom 2. aor. ἔδων, welchem umgekehrt der indicat. sing. fehlt; 3 plur. gewöhnl. ἔδοσαν, aber ἔδον Hesiod. Th. 30; conjunct. 3. sing. bei Hom. δώῃ, Iliad. 7, 81, und δώῃσιν, Ilisd. 1, 324, und δῷσι, Iliad. 1, 129, in welcher Stelle Zoilus und Chrysippus δῷσι für den Plural ausgaben und dem Hom. einen Solöcismus vorwarfen, s. Scholl. Herodian.; 3. plur. δώωσιν Iliad. 1, 137, δῶσιν 3, 66, 1. plur. δώομεν Iliad. 7, 299, δῶμεν 23, 537; optat. δοίην, Herodot. 9, 111 δῴην, vgl. Thom. Mag. p. 91 sq.; infin. δοῦναι, Hom. δόμεναι und δόμεν, Iliad. 4, 379. 380, δοῦναι Iliad. 11, 319 Odyss. 1, 316; imperat. δός, partic. δούς; iterativ. δόσκον, Iliad. 9, 331 Odyss. 17, 420. 19, 76, δόσκεν Iliad. 14, 382. 18, 546; perfect. δέδωκα; perfect. pass. δέδομαι, 3. sing. δέδοται Iliad. 5, 428; sonst passivische Formen bei Hom. nicht; aorist. ἐδόθην, vom compos. ἀποδίδωμι Odyss. 2, 78 ἕως κ' ἀπὸ πάντα δοθείη; – das δι- des praes. ist Reduplication, Wurzel Δο, in älterer Form δα, Latein. dare, Sanskrit dadami, im Griech. erhielt der A-Laut sich in δάνος, δάνειον, δανείζω. – Meistens bezeichnet δίδωμι das freiwillige Geben, ohne Verpflichtung und Zwang, vgl. ἀποδίδωμι; Gegensatz λαβεῖν, s. z. B. Herodot. 3, 148 ὃς λαβεῖν μὲν διδόμενα οὐκ ἐδικαίευ, Plat. Axioch. p. 366 c δός τι, καὶ λάβε τι, Antiphil. A. P. 9, 546 δός, λάβε. Construction τινί τι, von Homer an überall. Im praes. und im imperfect. ist δίδωμι oft = geben wollen, anbieten; Hom. Iliad. 9, 519 νῦν δ' ἅμα τ' αὐτίκα πολλὰ διδοῖ, τὰ δ' ὄπισθεν ὑπέστη; Odyss. 11, 289 οὐδέ τι Νηλεὺς τῷ ἐδίδου ὃς μὴ ἕλικας βόας εὐρυμετώπους ἐκ Φυλάκης ἐλάσειε βίης Ἰφικληείης ἀργαλέας; Xen. Anab. 6, 1, 9 ὁμήρους οὐκ ἐδίδοσαν; vgl. Hell. 5, 3, 14; Herodot. 3, 184. 5, 94; Dem. 21, 85 und öfter; τὸ διδόμενον δέχεσθαι Her. 8, 114; Plat. Gorg. 499 c. – Insbesondere: a) darbringen, weihen; Odyss. 1, 67 περὶ δ' ἱρὰ θεοῖσιν ἀθανάτοισιν ἔδωκε; Iliad. 12, 6 οὐδὲ θεοῖσι δόσαν κλειτὰς ἑκατόμβας. – b) von den Göttern, verleihen, κῦδος Iliad. 1, 279, εὖχος 7, 81, νίκην 17, 627; auch vom Unglück, verhängen, ἄλγεα Iliad. 1, 96, ἄτας 19, 270, κήδεα Odyss. 9, 15; πημονάς Aesch. Pers. 293; – c. inf., bes. in Gebeten, Ζεῦ ἄνα, δὸς τίσασθαι Il. 3, 351, gieb, gewähre, laß geschehen; τὸν δὸς ἀποφθίμενον δῦναι δόμον Ἁιδος εἴσω, laß ihn eingehen, 3, 322; vgl. Aesch. Ch. 18; Soph. Phil. 315 u. öfter; vgl. Plat. Legg. V, 737 b; Xen. Cyr. 6, 4, 4. 5, 1, 12; ohne Zusatz, ὑμῖν ὡς ἔοικε δέδοται ἐκκομίσαι τοὺς ἄνδρας, euch ist es verliehen, An. 6, 4, 36. So ὦ Ζεῦ διδοίης τοῖσιν εὖ Soph. O. C. 648, d. i. Glück verleihen; τῆς τύχης εὖ διδούσης O. R. 1081; vgl. Eur. Andr. 751 u. daselbst Pflugk; θεῶν διδόντων Aesch. Pers. 293; ἢν ὁ θεὸς εὖ διδῷ Xen. Cyr. 3, 1, 34, wie Pol. 4, 21, 11. – c) übergeben, lehren, τέχνην ῥητορικήν Plat. Phaedr. 271 a; μουσικὴ ἐκείνοις ἐδόθη Rep. V, 452 a; u. Sp. Von einzelnen wissenschaftlichen Angaben und Behauptungen, z. B. Scholl. Didym. Iliad. 2, 111 καὶ δόξειεν ἂν ὑπὸ Διονυσίου τοῦ Θρᾳκὸς ταῦτα δεδόσθαι, »und dies scheint auf einer Angabe des D. zu beruhen«, s. Lehrs Aristarch. p. 21. – d) gestatten, überlassen, δίδωμι ὑμῖν βουλεύσασθαι Xen. Cyr. 3, 2, 13. So εἴ μοι δίδως καὶ συγχωρεῖς εἶναι ταῦτα Plat. Phaed. 100 b; vgl. Charmid. 168 b; ὁ νόμος αὐτῷ δέδωκε – προλαμβάνειν, οὓς ἐθέλει Legg. VII, 813 c; vgl. Rep. V, 461 e; so δέδοται ὑπὸ τοῦ νόμου ἄνευ όνείδους πράττειν Conv. 183 b; δότε αὐτῷ τοῦτο, räumet ihm das ein, Dem. 18, 139; auch abs., δόντων αὐτῷ τῶν νόμων Isae. 7, 2. – e) übergeben, überliefern, preisgeben, Iliad. 23, 21 Ἕκτορα δεῦρ' ἐρύσας δώσειν κυσὶν ὠμὰ δάσασθαι; 23, 183 Ἐκτορα δ' οὔ τι δώσω Πριαμίδην πυρὶ δαπτέμεν, ἀλλὰ κύνεσσιν; Odyss. 19, 167 ἦ μέν μ' ἀχέεσσί γε δώσεις πλείοσιν ἢ ἔχομαι; 17, 567 ὅτε μ' οὗτος ἀνὴρ κατὰ δῶμα κιόντα οὔ τι κακὸν ῥέξαντα βαλὼν όδύνῃσιν ἔδωκεν; vgl. Plat. Phaed. 254 e; θῆρας φόβῳ Pind. P. 5, 60. – f) θυγατέρα ἀνδρί, dem Mann zur Frau geben; Il. 6, 192. 19, 291, vgl. Od. 2, 223; Pind. auch ἐδίδου κόρᾳ ἄνδρα, P. 9, 121. Ohne dat., Σάμηνδε ἔδοσαν τήν, sie verheiratheten sie nach Same, Od. 15, 367; vgl. hiermit Odyss. 17, 442, wo Odysseus von sich erzählt αὐτὰρ ἔμ' ἐς Κύπρον ξείνῳ δόσαν ἀντιάσαντι, als Kriegsgefangenen; ὁ δούς neben ὁ γήμας Eur. Med. 288; ὁ διδούς, der Schwiegervater, im Gegensatz von ὁ λαμβάνων, Posidipp. Ath. IX, 377 (v. 20). Auch in Prosa, doch seltener, vgl. ἐκδίδωμι; ταύτην Μήδων οὐδενὶ διδοῖ γυναῖκα Her. 1, 107; ἐδίδοσαν καὶ ἤγοντο ἐξ ἀλλήλων 5, 92, 2; Xen. An. 7, 2, 38; Dem. 41, 3 u. Sp.; δοθῆναι πρὸς γάμον Plut. Rom. 2. – g) διδόναι τινά τινι, Jemandem zu Gefallen losgeben, begnadigen, δέονται δοῦναι σφίσι τὼ ἄνδρε καὶ μὴ κατακαίνειν Xen. An. 6, 4, 31; ähnl. τὰ Ἑλλάδος ὀνείδη Φρυξὶν οὐκ ἐδώκαμεν, wir haben sie ihnen nicht geschenkt, für: verziehen, Eur. Cycl. 296; vgl. Dem. 18, 139. Aehnl. Poll. 6, 25 ὁ μέθυσος ἐπὶ ἀνδρῶν Μενάνδρῳ δεδόσθω, man mag ihm diesen Gebrauch des Wortes nachsehen. – h) ἑαυτόν τινι, sich in Jemandes Gewalt, Schutz begeben, δός μοι σεαυτόν Soph. Phil. 84; οὐκ οἶσθ' ὅτῳ μ' ἔδωκας ἐς χεῖράς ποτε El. 1348; vgl. Thuc. 2, 68 διδόασιν ἑαυτοὺς Ἀκαρνᾶσι; Xen. Cyr. 5, 1, 27; δίδωμί σοι ἐμαυτὸν δοῦλον 4, 6, 2; τοῦτον ἔδωκεν ἐμοὶ ὑπήκοον εἶναι An. 1, 6, 6; Sp.; εἴς τι, Dem. 18. 197, sich einer Sache widmen; u. bes, oft Pol., διδόναι ἑαυτὸν εἰς ἔντευξιν, εἰς κινδύνους, u. ä., 3, 15, 4. 3, 17, 8, εἰς τρυφήν, ἐπὶ τὴν ἐμπορίαν, D. Sic. 17, 108. 2, 55; auch εἰς ἐρημίας, sich in die Einöde begeben, 5, 59; vgl. Pol. 5, 14, 9. – Auch absol. wird διδόναι, gleichsam intrans., so gebraucht, ἡδονῇ, sich dem Vergnügen ergeben, Eur. Phoen. 21, u. bes. Sp., δ ρόμῳ δούς, sich auf die Füße machen, Alciphr. 3, 47. – Die einzelnen Vbdgn, ἀκοήν, δαίμονα, δίκην, λόγον, πεῖραν, πίστιν, χάριν, ψῆφον, s. unter diesen Wörtern; ὅρκον διδόναι, den Eid zuschieben, Is. 9, 24; Dem. 39, 25; Antiphan. Stob. fl. 27, 8.
French (Bailly abrégé)
impf. ἐδίδουν, f. δώσω ; ao. ἔδωκα, seul. à l'ind. ; ao.2 *ἔδων, seul. au plur. > impér. δός, sbj. δῶ, opt. δοίην, inf. δοῦναι, part. δούς ; pf. δέδωκα;
Pass. f. δοθήσομαι, ao. ἐδόθην, pf. δέδομαι;
I. donner :
1 faire don de : τινί τι, de qch à qqn ; particul. donner en mariage : δ. θυγατέρα ἀνδρί IL ou simpl. θυγατέρα IL donner une fille en mariage à qqn ; abs. ἐδίδοσαν καὶ ἥγοντο ἐξ ἀλλήλων HDT ils se donnaient en mariage et épousaient les filles les uns des autres ; ὁ δοὺς καὶ γήμας EUR celui qui a donné en mariage et celui qui a épousé, càd le beau-père et le gendre;
2 remettre de la main à la main : δ. ἐς χεῖρας λαβεῖν SOPH remettre entre les mains (de qqn);
3 offrir : ἱρὰ θεοῖσιν OD des sacrifices aux dieux;
4 servir, présenter : δ. πιεῖν HDT donner à boire;
5 procurer : δ. τινι εὖ SOPH procurer du bonheur ou être favorable à qqn ; τινι τὴν τύχην δ. εὖ EUR procurer à qqn une heureuse fortune ; εὖ δ. EUR procurer du bonheur ; τῆς τύχης εὖ διδούσης SOPH la fortune étant favorable ; en mauv. part δ. ἄλγεα IL, πημονάς ESCHL envoyer ou causer des souffrances, des douleurs (à qqn);
6 livrer : τινα κυσίν IL qqn aux chiens ; ὀδύνῃσι τινα δ. IL ou ἀχέεσσι OD livrer qqn aux souffrances, aux douleurs ; avec un inf. : τοῦτον ἔδωκεν ἐμοὶ ὑπήκοον εἶναι XÉN (mon père) me l'a donné pour qu’il m'obéisse ; δ. ἑαυτὸν τοῖς δεινοῖς DÉM s'exposer à des dangers;
7 transmettre, enseigner;
8 produire, fournir, apporter : δ. ψῆφον, γνώμην DÉM donner son vote, son avis ; ἀκοὴν δ. τινί SOPH prêter l'oreille à qqn;
9 accorder, concéder (un bienfait, une faveur, l'objet d'une demande, etc.) ; δός avec un inf. accorde (moi) de ; avec une prop. inf. accorde ou permets que : τούτω εὐτυχεῖν δοῖεν θεοί ESCHL puissent les dieux donner à celui-ci d'être heureux ! d'où concéder (à un interlocuteur, etc.) : εἴ μοι δίδως καὶ συγχωρεῖς εἶναι ταῦτα PLAT si tu m'accordes cela et que tu conviennes qu’il en est ainsi;
10 permettre;
11 faire remise (d'une peine), remettre ; pardonner (une faute);
II. au prés. et à l'impf. offrir de donner, consentir à donner : ὁμήρους οὐκ ἐδίδωσαν XÉN ils ne voulaient pas donner d'otages.
Étymologie: R. Δο, donner, avec redoubl. cf. lat. dare.
Russian (Dvoretsky)
δίδωμι: (δῐ) (impf. ἐδιδων, fut. δώσω, aor. 1 ἔδωκα - pl. ἔδομεν, pf. δέδωκα, imper. δίδου - aor. 2 δός, conjct. διδῶ aor. 2 δῶ, opt. διδοίην - aor. 2 δοίην; pass.: fut. δοθήσομαι, aor. ἐδόθην, pf. δέδομαι)
1 давать (τινί τι Hom., Thuc. etc.): δοῦναι ἐς χεῖρας λαβεῖν Soph. передать в руки; δ. καὶ λαμβάνειν Plat., Anth.; давать и принимать (взамен), т. е. обмениваться; δοῦναι καὶ λαβεῖν λόγον Arst. высказать свои доводы и выслушать чужие; δ. ὅρκον Isae., Arst., Dem.; давать клятву; δ. ψῆφον Dem. подавать (свой) голос, голосовать; δ. γνώμην Dem. высказывать (свое) мнение; δ. τὰς εὐθύνας Arst. давать отчет; τῇ δοθείσῃ δυνάμει τὸ δοθὲν βάρος κινῆσαι δυνατόν ἐστι Plut. (Архимед сказал, что) с помощью данной (т. е. любой) силы можно сдвинуть любую тяжесть; δ. ἀκοήν τινι Soph. выслушивать кого-л.;
2 отдавать, передавать (τινὰ κυσίν Hom.): δ. τινὰ πυρὶ δαπτέμεν Hom. выдать чье-л. тело для предания сожжению; δ. ἑαυτόν τινι Her., Thuc., Soph., Xen.; отдать себя в чье-л. распоряжение; ὀδύνῃσι или ἀχέεσσι δ. τινά обречь кого-л. на муки; δ. ἑαυτὸν τοῖς δεινοῖς Dem. и εἰς κινδύνους Polyb. подвергать себя опасностям; δ. ἑαυτὸν εἰς ἔντευξιν Polyb. вступить в беседу; δ. ἑαυτὸν εἰς λῃστείας καὶ καταδρομάς Diod. предаться разбою и набегам; δοῦναι ἑαυτὸν ἀπό τινος ἐπί τι Plut. перейти от чего-л. к чему-л.; δοῦναι ἑαυτὸν φρονεῖν Plut. принять самоуверенный вид;
3 передавать, вручать (τί τινι φορῆναι Hom.);
4 культ. приносить (ἱρὰ θεοῖσιν Hom.);
5 давать, ниспосылать (νίκην τινί Hom.; πημονὰς βροτοῖς Aesch.): ἡ τύχη ἡ εὖ διδοῦσα Soph. благодетельная судьба; τούτῳ εὐτυχεῖν δοῖεν θεοί! Aesch. да пошлют ему боги счастья!; δίδοτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν NT давайте, и дастся вам;
6 давать, предоставлять, позволить (ἐδίδοσαν τοῖς συμμάχοις λόγον Xen.): δὸς τίσασθαι Ἀλέξανδρον Hom. дай (мне) отомстить Александру; δέδοται ὑπὸ τοῦ νόμου πράττειν Plat. законом разрешается делать (это); ἃ εἴ μοι δίδως Plat. если ты согласен со мною в этом; εἴτε δῴη τις αὐτοῖς τοῦτο Arst. если даже уступить им в этом; δ. δίοδον ὑγρῷ Arst. давать (свободный) выход влаге;
7 преподавать (τέχνην ῥητορικήν Plat.): μουσικὴ ἐκείνοις ἐδόθη Plat. они обучены музыке;
8 выдавать замуж (θυγατέρα τινί Hom. и θυγατέρα τινὶ γυναῖκα Her.): ἐδίδοσαν καὶ ἤγοντο ἐξ ἀλλήλων Her. они выдавали (дочерей) замуж и женились в своей среде; ὁ δούς Eur. и ὁ διδούς Anth. выдающий замуж (свою дочь), т. е. тесть; τὴν Σάμηνδ᾽ ἔδοσαν Hom. ее выдали замуж в Самос; δοθῆναι πρὸς γάμον Plut. быть выданной замуж;
9 отпускать, прощать (τινί τι Eur., Xen., Dem.);
10 соглашаться дать (ὁμήρους Her.): Ἱππίῃ ἐδίδου Ἀνθεμοῦντα, ὁ δὲ οὐκ αἱρέετο Hom. Гиппию он предложил Антемунт, но тот не принял;
11 (sc. ἑαυτόν) предаваться (ἡδονῇ Eur.; εἰς δημοκοπίαν Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
δίδωμι: Ἰλ. Ψ. 620, Ἀττ.· παρατ. ἐδίδω, δίδω Ὀδ. Λ. 289,Ἰλ. Ε. 165, κτλ., γ΄ πληθ. ἐδίδοσαν Ἡρόδ. 8. 9, Ἀττ.· ἀλλὰ οἱ συνηθέστεροι τύποι τοῦ ἐνεστ. καὶ παρατ. εἶναι ἐκ τοῦ *διδόω, ἰδίως παρ’ Ἐπ. καὶ Ἴωσι, διδοῖς, διδοῖσθα Ἰλ. Ι. 164, Τ. 270· διδοῖ Ὀδ. Ρ. 350, Ἡρόδ., ὡσαύτως ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1010· διδοῦσι Ἰλ. Τ. 265, κτλ.· προστακτ. δίδου Ἡρόδ. 3. 140, Εὐρ.· Δωρ. δίδοι Πίνδ. Ο. 1. 136, Ἐπ. δίδωθι Ὀδ. Γ. 380· ἀπαρ. διδοῦν Θέογν. 1302, Ἐπ. διδοῦναι Ἰλ. Ω. 425· Δωρ. διδῶν Θεόκρ. 29. 9)· - παρατ. ἐδίδουν, -ους, -ου, Ὅμ. (Ἐπ. δίδου Ἰλ.), Ἡρόδ., Ἀττ.· γ΄ πληθ. ἐδίδουν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 138, ὡσαύτως ἔδιδον Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 437, δίδον αὐτόθι 328· Ἐπ. παρατ. δόσκον Ἰλ. Ξ. 382· - μέλλ. δώσω Ἀττ., Ἐπ. διδώσω Ὀδ. Ν. 358, Ω. 314· - ἀόρ. α΄ ἔδωκα, Ἐπ. δῶκα, Ὅμ., Ἀττ.· ἀόρ. β΄ ἔδων, ἐξ ὧν τὸ ἔδωκα εἶναι εὔχρηστον μόνον ἐν τῇ ὁριστικῇ, τὸ δὲ ἔδων ἐν τῷ πληθ. τῆς ὁριστ. ἔδομεν, ἔδοτε, ἔδοσαν καὶ ἐν ταῖς ἄλλαις ἐγκλίσεσι, δός, δῶ, δοίην, δοῦναι, δούς· ἰδιαίτεροι Ἐπ. τύποι τοῦ ἀορ. ὑποτακτ. γ΄ ἑνικ. δώῃ, δώῃσι, δῷσι Ἰλ. Π. 725, Α. 324, Ὀδ. Β. 144· α΄ πληθ. δώομεν Ἰλ. Η. 299, Ὀδ. Π. 184, γ΄ πλ. δώωσι Ἰλ. Α. 137· ἀπαρ. δόμεναι, δόμεν Α. 116, Σ. 458, (ὡσαύτως Δωρ., Ἀριστοφ. Λυσ. 1163, κτλ.)· παρὰ μεταγεν. συγγραφεῦσι καὶ ὁμαλὸς ἀόρ. α΄ δώσῃς Ἀνθ. Π. παρατ. 204, πρβλ. Σχόλ. Αἰσχύλ. Πρ. 292, κτλ.· - πρκμ. δέδωκα Πίνδ., Ἀττ., Βοιωτ. γ΄ πληθ. ἀποδεδόανθι Ἐπιγρ. Ὀρχομ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1569. 35· ὑπερσυντ. ἐδεδώκει Ξεν. Κύρ. 1. 4, 26. - Μέσ. (ἴδε ἀποδίδωμι). - Παθ., μέλλ. δοθήσομαι Εὐρ. Φοιν. 1650, Ἰσαῖ., κτλ.· ἀόρ. ἐδόθην Ὀδ. Β. 78, Ἀττ.· πρκμ. δέδομαι Ἰλ. Ε. 428, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1041, Θουκ.· γ΄ πληθ. δέδονται Εὐρ. Ἱκέτ. 757· ὑπερσυντέλ. ἐδέδοτο Θουκ. 3. 109. (Κατ’ ἀναδιπλασ. ἐκ τῆς √ΔΟ, ὁπόθεν καὶ δοτήρ, δόσις, δῶρον, δάνος, κτλ.· πρβλ. τὰ Σανσκρ. da, dadâmi (δίδωμι), dâtâ (dator), dânam (donum, πρβλ. danunt ἀντὶ dant, δάνος)· Λατ. da-re, dator, dos, donum, dedo, κτλ.· Σλαυ. dami (do), daru (donum), dani (vectigal).) Ἴδε Κόντ. Λογ. Ἑρμ. 332. Ἡ ἐξ ἀρχῆς, πρώτη, σημασία, εἶναι: δίδω, δωροῦμαι, χαρίζω (περιλαμβανομένης πάντοτε τῆς ἰδέας τοῦ δώρου ἢ τῆς δωρεὰν δόσεως, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἀποδίδωμι), τινί τι Ὁμήρῳ καὶ ἐφεξῆς ἡ κοινοτάτη σύνταξις· ἐν τῷ ἐνεστῶτι καὶ παρατατικῷ = εἶμαι ἕτοιμος νὰ δώσω, νὰ προσφέρω, Ἰλ. Ι. 519, Ἡρόδ. 5. 94., 9. 109, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 156, Ξεν. Ἀν. 6. 1. 9, κτλ.· τὰ διδόμενα, πράγματα προσφερόμενα, Δημ. 267. 6. 2) παρέχω, δίδω, κῦδος, νίκην, κτλ., Ὅμηρ., κλ.· καὶ ἐπὶ κακῶν, δ. ἄλγεα, ἄτας, κήδεα, κτλ., Ἰλ. Α. 96, κτλ.· βραδύτερον, εὖ δίδωμί τινι, δίδω εὐτυχίαν εἴς τινα, Σοφ. Ο. Τ. 1081, Ο. Κ. 642, Εὐρ. Ἀνδρ. 750· - ἀπολ., ἐπὶ τῶν νόμων, παρέχω τὴν ἄδειαν, δίδω ἄδειαν, ἐπιτρέπω, δεδωκότων αὐτῷ τῶν νόμων Ἰσαῖ. 63. 8. 3) προσφέρω εἰς τοὺς θεούς, ἑκατόμβας, ἱρὰ θεοῖσιν Ἰλ. Μ. 6. Ὀδ. Α. 67, καὶ Ἀττ. 4) προστιθεμένης ἀπαρεμφ., ξεῖνος γάρ οἱ ἔδωκεν… ἐς πόλεμον φορέειν…, Ἰλ. Ο. 532, πρβλ. Ψ. 21, 183· δῶκε τεύχεα θεράποντι φορῆναι Η. 149· - βραδύτερον, ἐπὶ χορηγήσεως τροφῆς ἢ ποτοῦ, ἐκ χειρὸς διδοῖ πιεῖν Ἡρόδ. 4. 172, πρβλ. Κρατῖν. Νομ. 7, Φερεκρ. Κορ. 3. κτλ.· ἐδίδου ῥοφεῖν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 10· δίδου μασᾶσθαι Εὔπολ. Διον. 2· δὸς καταφαγεῖν Ἡγήμ. Φιλ. 1· ὡσαύτως, τὴν κύλικα δὸς ἐμπιεῖν Φερεκρ. Δουλ. 4, πρβλ. Δίφιλ. Ἀπολ. 1. 8· ἀκολούθως παραλειπομένης τῆς ἀπαρεμφ., φιάλην ἔδωκε κεράσας Ἔφιππ. Ἐφηβ. 3· εὐζωρότερον δὸς Δίφιλ. Παιδ. 1· ὡσαύτως ἐπὶ χορηγήσεως ὕδατος πρὸς καθαρισμόν, δίδου κατὰ χειρὸς (ἐνν. νίψασθαι) Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 1. 2, Ἀρχέδικ. Θησ. 1. 3. 5) φράσεις παρὰ πεζοῖς: δ. ὅρκον, ἀντίθετον τῷ λαμβάνειν, παρέχω ὅρκον, Ἰσαῖ. 77. 16, ἴδε Ἀριστ. Ρητ. 1. 15, 27 κἑξ.· - δ. ψῆφον, γνώμην, παρέχω ψῆφον, γνώμην, Δημ. 542, 18., 704. 5· - περὶ τοῦ δ. διαχειροτονίαν, ἴδε τὴν λέξιν· - δ. χάριν = χαρίζεσθαι, Σοφ. Αἴ. 1354, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 143· ὀργῇ χάριν δούς, χαρισθεὶς εἰς τὴν ὀργήν, Σοφ. Ο. Κ. 855· - λόγον τινὶ δ., παρέχω εἴς τινα ἄδειαν νὰ ὁμιλήσῃ, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 20· ἀλλά, δ. λόγον ἑαυτῷ, διασκέπτεσθαι Ἡρόδ. 1. 97· οὔκ, εἰ διδοίης... σαυτῷ λόγον Σοφ. Ο. Τ. 583· - δ. δίκην ἢ δίκας ἴδε ἐν λ. δίκη· - ἀκοὴν δ. τινί, παρέχω ἀκρόασιν εἴς τινα, ὁ αὐτ. Ἠλ. 30, κτλ. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσώπ., παραδίδω ὡς λείαν, παραχωρῶ, ἀχέεσσί με δώσεις Ὀδ. Τ. 167· μιν… ὀδύνῃσιν ἔδωκεν Ἰλ. Ε. 397· Ἕκτορα κυσὶν Ψ. 21· πυρί τινα Ὀδ. Ω. 65· πληγαῖς τινα Πλάτ. Πολ. 574C· ἔδωκε θῆρας φόβῳ Πίνδ. Π. 5. 82. 2) ἐπὶ γονέων, δίδω εἰς γάμον τὴν θυγατέρα μου, θυγατέρα ἀνδρὶ Ἰλ. Ζ. 192, Ὀδ. Δ. 7· καὶ οὕτως ἐπὶ τοῦ Τηλεμάχου, ἀνέρι μητέρα δώσω Β. 223· Σάμηνδε ἔδοσαν αὐτήν, ἔδωκαν αὐτὴν εἰς γάμον ἐν τῇ Σάμῃ, Ο. 367, πρβλ. Ρ. 442· προστιθεμένης ἀπαρεμφ., δώσω σοι Χαρίτων μίαν ὀπυιέμεναι Ἰλ. Ξ. 268· - παρὰ πεζοῖς καὶ Ἀττ., θυγατέρα δ. τινὶ γυναῖκα Ἡρόδ. 1. 107, πρβλ. Θουκ. 6. 59, Ξεν., κτλ.· ἀπολ., ἐδίδοσαν καὶ ἤγοντο ἐξ ἀλλήλων Ἡρόδ. 5. 92, πρβλ. Εὐρ. Μηδ. 288· ἀλλὰ συνηθέστερον ῥῆμα ἦτο τὸ ἐκδίδωμι, Wes. Ἡρόδ. 5. 52. 3) παρ’ Ἀττ., δίδωμί τινά τινι, χαρίζω τινὰ ἐνδίδων εἰς τὰς παρακλήσεις τινός, συγχωρῶ αὐτὸν ἐπὶ τῇ αἰτήσει ἑτέρου (ὡς τὸ Romulum Marti redonare, Ὁρ. ᾨδ. 3. 3, 33), Ξεν. Ἀν. 6. 4, 31· - διδόναι τινί τι, συγχωρῶ τι εἴς τινα, δὲν ἀπαιτῶ τὴν τιμωρίαν τοῦ πταίσματος, Λατ. condonare alicui aliquid, ὅρα Ἑρμηνευτ. Εὐρ. Κύκλ. 296, Δημ. 274, 1, 8. 4) διδόναι ἑαυτόν τινι, παραδίδοσθαι, Ἡρόδ. 6. 108, Σοφ. Φ. 84, Θουκ. 2. 68· τινὶ εἰς χεῖρας Σοφ. Ἠλ. 1348· δ. ἑαυτὸν τοῖς δεινοῖς Δημ. 258. 18· εἰς κινδύνους Πολύβ. 3. 17, 8, κτλ.· μετ’ ἀπαρ., δίδωσ’ ἑκὼν κτείνειν ἑαυτὸν Σοφ. Φ. 1341· - ἴδε κατωτ. IV. ΙΙΙ. ἐν ἀραῖς καὶ εὐχαῖς, μετ’ αἰτιατ. προσώπου καὶ ἀπαρ., χαρίζω, ἐπιτρέπω, ἐνεργῶ ὥστε…, ἰδίως ἐν προσευχαῖς, συχν. παρ’ Ὁμήρῳ, δὸς ἀποφθίμενον δῦναι δόμον Ἄιδος εἴσω, κάμε ὥστε…, χάρισαί (μοι) ὥστε…, Ἰλ. Γ. 322· δός με τίσασθαι, κάμε ὥστε νὰ…, Αἰσχύλ. Χο. 18, Εὐμ. 31· ἀλλ’ ὡσαύτως μετὰ δοτ. προσ., τούτῳ… εὐτυχεῖν δοῖεν θεοὶ ὁ αὐτ. Θήβ. 421· θεοὶ δοῖέν ποτ’ αὐτοῖς… παθεῖν Σοφ. Φ. 316, πρβλ. Ο. Κ. 1101, 1287, Πλάτ. Νόμ. 813C· (ἐν τούτῳ τῷ τύπῳ τὸ δὸς συχνάκις παραλείπεται). IV. κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμεταβ., παραδίδω ἐμαυτόν, ἀφιεροῦμαι εἴς τι, τινί, ἰδίως ἡδονῇ, μόνον παρ’ Ἀττ., Valck, Φοιν. 21. Διατρ. σ. 233· εἰς δημοκοπίαν Διόδ. Ἐκλογ. 2. 567. 45· δρόμῳ δούς, δραμὼν πάσῃ δυνάμει, Ἀλκίφρ. 3. 47· πρβλ. ἐκδίδωμι, ἐνδίδωμι. V τὸ παθ. ἀπαντᾷ μόνον ἅπαξ παρ’ Ὁμ. (ἀλλὰ πρβλ. ἀποδίδωμι), οὔ τοι δέδοται πολεμήϊα ἔργα, εἰς σὲ δὲν ἀνήκουσιν ἔργα πολεμικά, Ἰλ. Ε. 428· ἀλλὰ συχν. παρ’ Ἀττ.
English (Autenrieth)
besides reg. forms also διδοἶς, διδοἶσθα, inf. διδόμεν, διδοῦναι, imp. δίδωθι, δίδου, ipf. (ἐ)δίδου, 3 pl. δίδοσαν, δίδον, fut. διδώσομεν, inf. διδώσειν, δωσέμεναι, aor. 3 pl. δόσαν, subj. δώῃ, δώομεν, δώωσιν, inf. δόμεν(αι), aor. iter. δόσκον: give, grant, pres. and ipf. offer, ἕδνα διδόντες, ν 378; freq. w. epexegetical inf., (κυνέην) δῶκε ξεινήιον εἶναι, Il. 10.269; of ‘giving over’ in bad sense, κυσίν, ἀχέεσσι, etc.; giving in marriage, Od. 4.7.
English (Slater)
δῐδωμι (δίδωσι, διδοῖ; impv. δίδοι, διδότω, διδοῖτ(ε) = opt. cf. Wackernagel, Kl. Schr. 704f., Strunk, Glotta, 1961, 114f.; διδούς, -όντι, -όντων; διδόμεν: fut. δώσω, -ει; δώσειν: impf. ἐδίδου: aor. δῶκε(ν), ἔδωκε(ν), ἔδωκ, ἔδωκαν, δῶκαν, ἔδοσαν; δόντες; δόμεν, δοῦναι: pf. δέδωκε: pass. pf. [δέ]δοται.)
1 give συμπόταις νέκταρ ἀμβροσίαν τε δῶκεν (O. 1.63) θεὸς ἔδωκεν δίφρον (O. 1.87) κῦδος εὐίππων διδόντων Τυνδαριδᾶν (O. 3.39) ὧν ἔραται καιρὸν διδούς (P. 1.57) τότ' αὖθ ἑτέροις ἔδωκεν μέγα κῦδος. (P. 2.89) “θεῷ γαῖαν διδόντι ξείνια” (P. 4.21) “ξένιον μάστευε δοῦναι” (P. 4.35) ἀλλ' ἔσται χρόνος οὗτος, ὃ καί τιν ἀελπτίᾳ βαλὼν ἔμπαλιν γνώμας τὸ μὲν δώσει τὸ δ οὔπω (P. 12.32) νάσῳ, τὰν Ὀλύμπου δεσπότας Ζεῦς ἔδωκεν Φερσεφόνᾳ (N. 1.14) πατρίαν εἴπερ καθ' ὁδόν νιν εὐθυπομπὸς αἰὼν ταῖς μεγάλαις δέδωκε κόσμον Ἀθάναις (N. 2.8) νεαρὰ δ' ἐξευρόντα δόμεν βασάνῳ ἐς ἔλεγχον ἅπας κίνδυνος (N. 8.20) Ἐριφύλαν, ὅρκιον ὡς ὅτε πιστόν, δόντες Οἰκλείδᾳ γυναῖκα (N. 9.17) μάτρωί θ' ὁμωνύμῳ δέδωκε κοινὸν θάλος (I. 7.24) ἐμοὶ δ' ὀλίγον δέ]δοται θα[ (e Plutarcho supp. G-H) Πα.… ]δῶκεν Πα. 13a. 3. fig., καὶ φθινόκαρπος ἐοῖσα διδοῖ ψᾶφον περ' αὐτᾶς (sc. δρῦς. gives proof of itself ) (P. 4.265) abs. make an offer οὕτω δ' ἐδίδου Λίβυς ἁρμόζων κόρᾳ νυμφίον ἄνδρα (P. 9.117) followed by an inf. of purpose: ἀμφιπόλους ἐκέλευσεν ἥρωι πορσαίνειν δόμεν Εἰλατίδᾳ βρέφος (O. 6.33) “Κρονίδᾳ δὲ τράφεν Χίρωνι δῶκαν” (P. 4.115) ἀντίτομα δῶκε χρίεσθαι (P. 4.222) Μοίσαισί τ' ἔδωκ ἀρόσαι (sc. τοὺς στεφάνους διὰ τὸν ὕμνον. Σ.) (N. 10.26) ἐπεί σφιν Ἀπόλλων δῶκεν ὁ χρυσοκόμας Ἀστερίας δέμας οἰκεῖν (Pae. 5.41)
2 grant of deities granting wishes to men. “τὺ δὲ πρᾶξιν φίλαν δίδοι” (O. 1.85) εὐθὺν δὲ πλόον καμάτων ἐκτὸς ἐόντα δίδοι (O. 6.104) ὦ Ζεῦ, τίμα μὲν, δίδοι τέ οἱ αἰδοίαν χάριν (v. 1. δίδου) (O. 7.89) ἐσλὰ δ' ἐπ ἐσλοῖς ἔργα θέλοι δόμεν (O. 8.85) Ζεῦ τέλεἰ, αἰδῶ δίδοι (O. 13.115) δίδωσί τε Μοῖσαν οἷς ἂν ἐθέλῃ (P. 5.65) καὶ τὸ λοιπόν ὅμοια, Κρονίδαι μάκαρες, διδοῖτ' ἐπ ἔργοισιν ἀμφί τε βουλαῖς ἔχειν (δίδοιτ dubitanter Wackernagel) (P. 5.119) ἐμοὶ δ' ὁποίαν ἀρετὰν ἔδωκε Πότμος ἄναξ (N. 4.42) τὶν δ' ἐοικότα καιρὸν ὄλβου δίδωσι (sc. Μοῖρα) (N. 7.59) δύνασαι δὲ βροτοῖσιν ἀλκὰν ἀμαχανιᾶν δυσβάτων θαμὰ διδόμεν sc. Herakles (N. 7.97) τῶν τε γὰρ καὶ τῶν δίδοῖ (sc. Τύχα) (I. 4.33) καὶ τὸ μὲν διδότω θεός (Pae. 2.53) ἐπεύχομαι δ' Οὐρανοῦ τ εὐπέπλῳ θυγατρὶ Μναμοσύνᾳ κόραισί τ εὐμαχανίαν διδόμεν Πα. 7B. 17. εὔχομαι [] θέλοντι δόμεν [ (Pae. 16.4)
3 deliver up, give over to ὁ δ' ἀρχαγέτας ἔδωκ Ἀπόλλων θῆρας αἰνῷ φόβῳ (P. 5.60) καί τινα φᾶσέ νιν δώσειν μόρῳ (Boeckh: μόρον codd: φᾶ ἑ δᾳώσειν Wil., Theiler) (N. 1.66) ἔδοξ' ἦρα καὶ ἀθανάτοις ἐσλόν γε φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις θεᾶν διδόμεν (I. 8.60)
4 give out, produce δίδοι φωνάν (Hermann: δίδου codd.) (N. 5.50) (ἄρουραι) βίον ἀνδράσιν ἐπηετανὸν ἐκ πεδίων ἔδοσαν (N. 6.10) ἐν σχερῷ δ' οὔτ ὦν μέλαιναι καρπὸν ἔδωκαν ἄρουραι (N. 11.39)
5 in tmesis. ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγὼ δώσω v. ἀποδίδωμι (P. 4.67) τοῦτο δόμεν γέρας ἔπι Βάττου γένει v. ἐπιδίδωμι (P. 5.124)
English (Abbott-Smith)
δίδωμι, [in LXX chiefly for נָתַן (53 words in all);]
to give—in various senses, acc. to context—bestow, grant, supply, deliver, commit, yield: absol., Ac 20:35; c. acc. rei et dat. pers., Mt 4:9 5:31, Jo 1:12, al. mult.; c. dat. pers., seq. ἐκ, Mt 25:8; id. c. gen. part.. Re 2:17; c. acc. pers., Jo 3:16, Re 20:13, al.; δεξιάς, Ga 2:9; φίλημα, Lk 7:45; γνῶσιν, Lk 1:77; κρίσιν, Jo 5:22; of seed yielding fruit, Mk 4:7, 8; ἐργασίαν (SYN.: δωρέομαι.
English (Strong)
a prolonged form of a primary verb (which is used as an alternative in most of the tenses); to give (used in a very wide application, properly, or by implication, literally or figuratively; greatly modified by the connection): adventure, bestow, bring forth, commit, deliver (up), give, grant, hinder, make, minister, number, offer, have power, put, receive, set, show, smite (+ with the hand), strike (+ with the palm of the hand), suffer, take, utter, yield.
Greek Monotonic
δίδωμι: γʹ ενικ. παρατ. ἐδίδω, Επικ. δίδω, γʹ πληθ. δίδωσι (παρά-), (ωστόσο, οι συνήθεις τύποι του ενεστ. και παρατ. προέρχονται από το *διδόω, βλ. διδοῖς ή διδοῖσθα, διδοῖ, διδοῦσι· προστ. δίδου, Επικ. δίδωθι, απαρ. διδοῦν, Επικ. διδοῦναι· Δωρ. διδῶν, παρατ. ἐδίδουν, Επικ. γʹ ενικ. δίδου, επίσης ἔδιδον, δίδον, Επικ. επίσης δόσκον)· μέλ. δώσω, Επικ. διδώσω, αόρ. αʹ ἔδωκα, Επικ. δῶκα, αόρ. βʹ ἔδων, γʹ ενικ. υποτ. Επικ. αορ. βʹ, δώῃ, δώῃσι, δῷσι, αʹ πληθ. δώομεν, γʹ πληθ. δώωσι, απαρ. δόμεναι, δόμεν, παρακ. δέδωκα, υπερσ. ἐδεδώκειν — Παθ., μέλ. δοθήσομαι, αόρ. αʹ ἐδόθην, παρακ. δέδομαι, γʹ ενικ. υπερσ. ἐδέδοτο (αναδιπλ. από √ΔΟ, Λατ. do, dare). Αρχική σημασία:
I. 1. δίνω, αποδίδω, δωρίζω, χαρίζω, τί τινι, σε Όμηρ. κ.λπ.· στον ενεστ. και παρατ., είμαι έτοιμος να δώσω, να προσφέρω, στον ίδ.
2. λέγεται για τους θεούς, παρέχω, απονέμω, χορηγώ, κῦδος, νίκην· χρησιμ. και για τα δεινά, δ. ἄλγεα, ἄτας κήδεα, στον ίδ.· έπειτα, εὖ διδόναι τινί, παρέχω, δίνω ευτυχία σε κάποιον, σε Σοφ., Ευρ.
3. προσφέρω στους θεούς, σε Όμηρ. κ.λπ.
4. με την προσθήκη απαρ., δῶκε τεύχεα θεράποντι φορῆναι, του έδωσε να μεταφέρει τα όπλα, σε Ομήρ. Ιλ.· διδοῖπιεῖν, προσφέρει για να πιει, σε Ηρόδ. κ.λπ.
5. σε φράσεις του πεζού λόγου: δ. ὅρκον, αντίθ. προς το λαμβάνειν, δίνω όρκο· δ. χάριν = χαρίζεσθαι, όπως το ὀργῇ χάριν δούς, έχοντας καταλαγιάσει το θυμό του, σε Σοφ.· λόγον τινὶ δ., δίνω σε κάποιον την άδεια να μιλήσει, σε Ξεν.· αλλά, δ. λόγον ἑαυτῷ, διασκέπτομαι, διαλογίζομαι, σε Ηρόδ.
II. 1. με αιτ. προσ., παραδίδω ως λεία, παραχωρώ, σε Όμηρ. κ.λπ.
2. λέγεται για γονείς, δίνω την κόρη μου σε γάμο, την παντρεύω, στον ίδ.
3. στην Αττ., διδόναι τινά τινι, χαρίζω κάτι ενδίδοντας στις παρακλήσεις κάποιου, τον συγχωρώ για χάρη κάποιου άλλου, σε Ξεν.· διδόναι τινί τι, συγχωρώ κάτι σε κάποιον, δεν απαιτώ την τιμωρία του, σε Ευρ., Δημ.
4. διδόναι ἑαυτόν τινι, παραδίδομαι, σε Ηρόδ. κ.λπ.
5. δ. δίκην, βλ. δίκη IV. 3.
III. σε όρκους, κατάρες, ευχές, ικεσίες, με αιτ. προσ. και απαρ., χαρίζω, επιτρέπω, εγκρίνω, ενεργώ ώστε, σε Όμηρ., Τραγ.
IV. φαινομενικά αμτβ., παραδίδομαι, αφιερώνομαι, τινι, σε Ευρ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: give (Il.).
Other forms: Fut. δώσω (διδώσω ν 358, ω 314), aor. ἔδωκα, δοῦναι (s. below), pass. δοθῆναι, perf. δέδωκα, δέδομαι. Cypr. opt. δώκοι from δώκω (from the aor.).
Dialectal forms: Myc. didosi /didonsi/ they give, didoto /didontoi/ 3. pl. ind. pass., dose /dosei/ he will give, jodososi /jo-dosonsi/, odoke /ho-doke/, apu-doke /apu-doke/, apedoke /ap-edoke/, dedomena /dedomena/ perf. ptc. pass.; apudosi /apu-dosis/, dosomo /dosmos/, dosomijo /dosmios/ consisting of contributions, dora /dora/ gifts; PN teodora /theodora/.
Compounds: Often with prefix: ἀνα-, ἀντι-, ἀπο-, δια- etc. As first member δωσι- in Δωσί-θεος etc.; cf. Knecht Τερψίμβροτος 11; s. also below.
Derivatives: δώς f. gift (Hes. Op. 356 < δώ-ς or *δώτ-ς, s. below); (ἀνά-, ἀντί-, ἀπό- etc.)δόσις gift (Il.; on the meaning Schwyzer 504 n. 2, Benveniste Noms d'agent 76, Holt Les noms d'action en -σις 75, Rauillard Mélanges Boisacq 2, 219ff.) with δοσίδιον (inscr.) and δόσιμος, often from comp. ἐπι-, ἐν-, παρα-; δῶτις, uncertain; acc. to Fraenkel Nom. ag. 1, 105 twice (!) in the Amphiktyon-law of 380a for λωτις; also δῶττις δώς, φερνή H., prob. wrong; s. Latte; δωτίνη, -α, gift, present, rent (Hom., also Argolis; but cf. Leumann Hom. Wörter 279f.), with δωτινάζω collect gifts Hdt. 2, 180); ἀπυ-δοσμός selling with ἀπυδόσμιος (Arc.); -δομα in ἀπό-, διά-, πρό-δομα etc.; cf. Wilhelm Glotta 14, 70f.; δῶρον s. v. - (ἐκ-, ἐπι- etc.)δοτήρ giver (Il.), f. δότειρα (Hes.); δώτωρ id. (Od.); to δοτήρ: δώτωρ Schwyzer 381 and 530; Benveniste Noms d'agent 46 and 49; δωτήρ id. (θεοὶ δωτῆρες ἐάων θ 325 etc.; s. below); δότης = δοτήρ (LXX); init. only in comp., e.g. προδότης, f. -τις traitor (Ion., Att.) with προδοσία treason (Ion.-Att.); δώτης (Hes. Op. 355, beside ἀ-δώτης; cf. δώς above and Fraenkel Nom. ag. 1, 118, Frisk Subst. priv. 20), ἐπιδώτης surname of Zeus in Mantinea and other gods (Paus.) with Ἐπιδώτειον name of a tempel (Epidauros); Δωτώ name of a Nereide (Il., Hes.; s. below). - δοτικός, often with prefix ἐπι-, μετα- etc. (Arist.). - Desiderative deverbat. παρα-, ἐν- etc. δωσείω (Th.), iterative preterite δόσκον (ep.).
Origin: IE [Indo-European] [223] *deh₃- give
Etymology: IE root *deh₃-/dh₃-. But for the vowel of the reduplicative syllable δί-δω-μι, δί-δω-σι agrees with Skt. dá-dā-ti, Av. da-dāi-ti; i-reduplication in Italic, e. g. Osc. didest he will give, Vest. di-de-t dat, perhaps also in Lat. reddō, if < *re-di-dō. Also the medial aorists ἔ-δο-το, Skt. á-di-ta, Venet. zo-to and the participles (-)δοτός, Lat. datus agree against Skt. -dāta-, Av. dāta- (but zero grade in Skt. -tta- < *-dh₃-to-; as simplex Sanskrit has new dattá-). The active aorist ἔ-δω-κ-α (with -κ- after ἔθηκα, ἧκα, s. Schwyzer 741 w. n. 8) from root aorist *ἔ-δω-ν (cf. ἔ-στη-ν), seen in Skt. á-dā-t, Arm. et he gave (< *é-dō-t). - On Cypr. δοϜεναι beside Skt. dāváne to give see Benveniste Origines 129 but also Specht Gnomon 14, 34); an element u̯ also in Cypr. opt. δυϜάνοι, Lat. duim dem, Lith. dovanà gift and other forms; (hom. Att. δοῦναι from *δο-έναι). - Of the nouns compare δώτωρ = Skt. dā́tar-, with zero grade Lat. dator; δοτήρ: Skt. dātár-; δόσις = Lat. dati-ō; δώς, if < *δώτ-ς = Lat. dōs, -tis (if IE *dō-t-, not *dō-ti-). First member Δωσι- = Skt. dāti-vāra- who loves giving, liberal. - Hitt. da- take, cf. Skt. a-da- receive.
Middle Liddell
[Redupl. from Root !δο, Lat. do, dare.]
I. Orig. sense, to give, τί τινι Hom., etc.; in pres. and imperf. to be ready to give, to offer, Hom.
2. of the gods, to grant, κῦδος, νίκην, and of evils, δ. ἄλγεα, ἄτας, κήδεα Hom.; later, εὖ διδόναι τινί to provide well for…, Soph., Eur.
3. to offer to the gods, Hom., etc.
4. with an inf. added, δῶκε τεύχεα θεράποντι φορῆναι gave him the arms to carry, Il.; διδοῖ πιεῖν gives to drink, Hdt., etc.
5. Prose phrases, δ. ὅρκον, opp. to λαμβάνειν, to tender an oath; δ. χάριν, = χαρίζεσθαι, as ὀργῆι χάριν δούς having indulged his anger, Soph.;— λόγον τινὶ δ. to give one leave to speak, Xen.; but, δ. λόγον ἑαυτῶι to deliberate, Hdt.
II. c. acc. pers. to give over, deliver up, Hom., etc.
2. of parents, to give their daughter to wife, Hom.
3. in attic, διδόναι τινά τινι to grant any one to entreaties, pardon him, Xen.:— διδόναι τινί τι to forgive one a thing, remit its punishment, Eur., Dem.
4. διδόναι ἑαυτόν τινι to give oneself up, Hdt., etc.
5. δ. δίκην, v. δίκη IV. 3.
III. in vows and prayers, c. acc. pers. et inf. to grant, allow, bring about that, Hom., Trag.
IV. seemingly intr. to give oneself up, devote oneself, τινί Eur.
Frisk Etymology German
δίδωμι: {dídōmi}
Forms: Fut. δώσω (διδώσω ν 358, ω 314; gegen die Auffassung als "infektives" Präsensfuturum [Brugmann, Chantraine Gramm. hom. 1, 442] Schwyzer-Debrunner 266), Aor. ἔδωκα, δοῦναι (vgl. unten), Pass. δοθῆναι, Perf. δέδωκα, δέδομαι
Grammar: v.
Meaning: geben (seit Il.).
Composita: Oft mit Präfix: ἀνα-, ἀντι-, ἀπο-, δια- usw.
Derivative: Zahlreiche Ableitungen sowohl vom Simplex wie von den Präfixkomposita, teilweise altererbt. Nomina actionis: 1. δώς f. Gabe (Hes. Op. 356 neben ἅρπαξ f. Raub, aus δώς oder *δώτς, s. unten); 2. (ἀνά-, ἀντί-, ἀπό- usw.)δόσις das Geben, Gabe (seit Il.; zur Bed. Schwyzer 504 A. 2 m. Lit., Benveniste Noms d'agent 76, Holt Les noms d'action en -σις 75, Rauillard Mélanges Boisacq 2, 219ff.) mit δοσίδιον (Inschr.) und δόσιμος, vorw. von Komp. ἐπι-, ἐν-, παρα- u. a. (Arbenz Die Adj. auf -ιμος 67ff.); 3. δῶτις, sehr unsicher; nach Fraenkel Nom. ag. 1, 105 (mit Boeckh) zweimal (!) im Amphiktyonengesetz von 380a für λωτις; außerdem δῶττις· δώς, φερνή H., jedenfalls entstellt; vgl. Latte z. St.; 4. δωτίνη, -α, Gabe, Abgabe, Pachtzins (Hom., Hdt., auch Argolis; vgl. dazu die unsichere Hypothese Leumanns Hom. Wörter 279f.), wohl alte Bildung auf -(τ)ιν- (Schwyzer 465 A. 5; anders Porzig Satzinhalte 346; davon δωτινάζω Gaben einsammeln Hdt. 2, 180); 5. ἀπυδοσμος das Verkaufen mit ἀπυδόσμιος (ark.); 6. -δομα in ἀπό-, διά-, πρόδομα usw.; vgl. Wilhelm Glotta 14, 70f.; 7. δῶρον s. bes. — Nomina agentis: 8. (ἐκ-, ἐπι- usw.)δοτήρ Geber (seit Il.), f. δότειρα (Hes. u. a.); 9. δώτωρ ib. (poet. seit Od.); zu δοτήρ: δώτωρ Schwyzer 381 und 530; Versuch einer semantischen Differenzierung bei Benveniste Noms d'agent 46 und 49; 10. δωτήρ ib. (θεοὶ δωτῆρες ἐάων θ 325 usw.; Kreuzung von 8 und 9, vgl. unten); 11. δότης = δοτήρ (LXX u. a.); früher nur in Komp., namentlich προδότης, f. -τις ‘Verräter, -in’ (ion. poet., att.) mit προδοσία Verrat (ion. att.); 12. δώτης (Hes. Op. 355, Augenblicksbildung neben ἀδώτης; vgl. δώς oben und Fraenkel Nom. ag. 1, 118, Frisk Subst. priv. 20), ἐπιδώτης Bein. des Zeus in Mantinea und anderer Götter (Paus., Plu.) mit Ἐπιδώτειον N. eines Tempels (Epidauros); 13. Δωτώ N. einer Nereide (Il., Hes.; vgl. unten). — Adj. δοτικός, vorw. mit Präfix ἐπι-, μετα- usw. (Arist. usw.), zunächst zu -δότης, (-)δοτός, aber auch auf (-)δόσις und δίδωμι bezogen. — Als Vorderglied δωσι- in Δωσίθεος usw.; vgl. zu diesem vielbesprochenen Typus Schwyzer 442f. m. Lit., Knecht Τερψίμβροτος 11; s. auch unten. — Desideratives Deverbativum παρα-, ἐν- usw. δωσείω (Th. u. a.), Iterativpräteritum δόσκον (ep.).
Etymology: Bis auf die Vokalqualität der Reduplikationssilbe stimmt δίδωμι, δίδωσι zu den ebenfalls athematischen aind. dá-dā-ti, aw. da-dāi-ti; die i-Reduplikation erscheint im Italischen, z. B. vest. di-de-t dat, vielleicht auch in lat. reddō, falls aus *re-di-dō. Ebenso entsprechen einander ganz die medialen Aoristformen ἔδοτο, aind. á-di-ta, venet. zo-to (zum letztgenannten Krahe Sb. Heidelberg 1950: 3, 30, Porzig Gliederung 95) und die Partizipien (-)δοτός, lat. dătus gegenüber der Hochstufe in z. B. aind. -dāta-, aw. dāta- und der Schwundstufe in aind. -tta- aus *-d-to-; als Simplex fungiert im Aind. das neugebildete dattá-. Der aktive Aorist ἔδωκ-α (mit hinzugefügtem -κ- nach ἔθηκα, ἧκα, s. Schwyzer 741 m. A. 8 mit Referat anderer Ansichten) geht von einem langvokalischen Wurzelaorist *ἔδων (vgl. ἔστην) aus, der in aind. á-dā-t, arm. et er gab (aus *é-dō-t) vorliegt. — Kypr. δΟϝεναι ist, falls = δωϝεναι, mit aind. dāváne zu geben unmittelbar gleichzusetzen (anders Benveniste Origines 129; dagegen Specht Gnomon 14, 34); ein u̯-Element ist auch im kypr. Opt. δυϝάνοι (worüber zuletzt Fraenkel IF 60, 142, Carter ClassPhil. 48, 23f.), lat. duim dem, lit. dovanà Gabe, daviaũ ich gab und mehreren anderen Formen zu Hause; hom. att. δοῦναι kann indessen auch für *δοέναι stehen, Schwyzer 808f. — Von den Nomina finden sich in anderen Sprachen wieder: δώτωρ = aind. dā́tar-, wozu noch mit sekundärer Schwachstufe lat. dător; δοτήρ: aind. dātár- (Hochstufe sekundär); δόσις = lat. dăti-ō; δώς, falls aus *δώτς = lat. dōs, -tis (falls idg. *dō-t-, nicht *dō-ti-); falls δώς, vgl. aind. dā́s Geber (ἅπ. λεγ. RV. 6, 16, 26; vgl. Schwyzer 722). Das Vorderglied Δωσι- = aind. dāti-vāra- das Geben liebend, freigebig. — Weitere Einzelheiten aus den verschiedenen Einzelsprachen bei WP. 1, 814ff., Pok. 223ff. und in den einschlägigen Spezialwörterbüchern, insbes. W.-Hofmann s. 1. dō und duim. Ältere Lit. bei Bq.
Page 1,388-389
Chinese
原文音譯:d⋯dwmi 笛多米
詞類次數:動詞(413)
原文字根:給 相當於: (הַב / יָהַב) (יְהָב)
字義溯源:給*,賜,捨,交,放,結,使,獻,施,受,得,歸,拿,顯,把,倒,戴,用,分發,分給,加給,許可,給他人,交託,交還,讓與,遞給,轉給,賜給,歸給,交給。這字在新約的出現,可規納成四類:
1)給外面的物質:銀錢( 可14:11),食物( 路8:55),油( 太28:5),酒,醋( 太27:34),等等
2)屬靈的供給:救恩的知識( 路1:77),永遠的生命( 約17:2),聖靈( 約3:34),屬靈的恩賜( 林前12:9),恩典( 羅12:3),憐憫( 提後1:16,18),權柄( 林後13:10)。給他的生命,作多人的贖價( 太20:28)
3)人向神獻上:我們自己( 林後8:5)頌讚( 啓7:12),榮耀( 約9:24; 路17:18)
4)神賜給主耶穌:萬有( 約3:35)行審判的權柄( 約5:27)羊,跟隨的人( 約10:29)門徒( 約17:6)
同源字:1)325,讓與 2) (ἀποδίδωμι)贈送 3) (διαδίδωμι)全給出來 4) (δίδω / δίδωμι)給 5) (δόσις)贈品 6) (δότης)給與者 7) (δῶμα)廈 8) (δωρεά)報酬 9) (δῶρον)禮物 10) (ἐκδίδωμι)發出 11) (ἔκδοτος)被交出來 12) (ἐπιδίδωμι / προσδίδωμι)交出 13) (εὐμετάδοτος)樂於分給 14) (πατροπαράδοτος)傳統的 15) (προδίδωμι)先給了 16) (προδότης)交付者參讀 (ἄγω) (ἀναδίδωμι)同義字
出現次數:總共(413);太(56);可(39);路(60);約(74);徒(35);羅(9);林前(15);林後(13);加(6);弗(12);西(1);帖前(2);帖後(4);提前(3);提後(6);多(1);來(4);雅(6);彼前(2);彼後(1);約壹(7);啓(57)
譯字彙編:
1) 賜給(63) 太21:43; 可6:7; 可10:37; 可10:40; 可13:11; 路12:32; 約3:27; 約5:26; 約6:32; 約6:32; 約6:34; 約6:37; 約6:65; 約10:28; 約14:27; 約18:11; 約19:11; 徒2:4; 徒3:16; 徒5:31; 徒5:32; 徒7:5; 徒7:10; 徒11:18; 徒14:17; 徒17:25; 徒20:32; 羅5:5; 羅12:3; 羅12:6; 林前3:5; 林前3:10; 林前12:8; 林前15:57; 林後1:22; 林後5:5; 林後5:18; 林後8:1; 林後10:8; 弗3:16; 弗4:8; 西1:25; 帖後2:16; 帖後3:16; 提後1:7; 彼後3:15; 約壹3:1; 約壹5:11; 啓1:1; 啓6:2; 啓6:4; 啓6:11; 啓8:2; 啓8:3; 啓9:1; 啓9:3; 啓11:1; 啓12:14; 啓13:5; 啓13:5; 啓13:7; 啓20:4; 啓21:6;
2) 給(60) 太7:6; 太12:39; 太13:11; 太14:8; 太14:16; 太16:4; 太17:27; 太21:23; 太25:28; 太26:15; 太26:48; 可6:28; 可6:28; 可6:37; 可6:37; 可8:12; 可14:11; 路6:4; 路8:55; 路9:1; 路11:7; 路11:8; 路11:8; 路11:9; 路11:13; 路11:13; 路11:29; 路12:48; 路15:16; 路16:12; 路19:24; 路20:2; 路22:5; 路23:2; 約4:5; 約4:10; 約4:12; 約4:15; 約6:52; 約13:26; 約19:9; 約21:13; 徒1:26; 徒3:6; 徒4:29; 徒7:25; 徒8:19; 羅11:8; 羅15:15; 林前15:38; 林後5:12; 林後13:10; 弗4:27; 帖後3:9; 提前5:14; 來2:13; 雅2:16; 彼前1:21; 啓13:15; 啓17:17;
3) 給了(13) 太14:11; 太19:7; 可2:26; 路8:10; 徒11:17; 徒13:21; 林後12:7; 加4:15; 來7:4; 啓6:8; 啓13:2; 啓15:7; 啓17:17;
4) 遞給(10) 太15:36; 太26:26; 太26:27; 可6:41; 可8:6; 可14:22; 可14:23; 路9:16; 路22:19; 啓16:19;
5) 你⋯賜給(9) 約17:2; 約17:6; 約17:6; 約17:7; 約17:8; 約17:11; 約17:12; 約17:22; 約17:24;
6) 賜給了(7) 約10:29; 約17:22; 弗3:2; 弗3:7; 提前4:14; 提後1:9; 約壹5:20;
7) 賜(6) 約4:14; 約4:14; 徒7:8; 徒15:8; 帖前4:8; 啓2:17;
8) 歸給(5) 啓4:9; 啓11:13; 啓14:7; 啓16:9; 啓19:7;
9) 交給(5) 可13:34; 路4:6; 路10:35; 路19:13; 約5:36;
10) 叫(4) 路12:51; 徒2:27; 羅15:5; 啓16:8;
11) 分給(4) 太19:21; 太25:8; 可10:21; 路15:12;
12) 你⋯給(4) 可6:25; 路7:44; 路7:45; 路15:29;
13) 是給(3) 太13:11; 林前11:15; 啓11:2;
14) 納(3) 太22:17; 可12:14; 路20:22;
15) 發出(3) 林前14:7; 林前14:7; 林前14:8;
16) 我必給(3) 太20:4; 可6:22; 可6:23;
17) 傳給(3) 約7:19; 約7:22; 徒7:38;
18) 必賜給(3) 太10:19; 約11:22; 雅1:5;
19) 賙濟(3) 太26:9; 可14:5; 約12:5;
20) 賜⋯給(3) 約6:33; 雅4:6; 彼前5:5;
21) 曾賜給(2) 林前1:4; 加3:21;
22) 還要加給(2) 路8:18; 路19:26;
23) 賜下(2) 徒4:12; 雅5:18;
24) 他賜(2) 約3:34; 雅4:6;
25) 他就賜給(2) 約1:12; 約15:16;
26) 交(2) 路19:23; 約3:35;
27) 你所賜給(2) 約17:9; 約17:24;
28) 被許可(2) 啓6:4; 啓7:2;
29) 他將⋯賜給(2) 太9:8; 約17:2;
30) 把⋯給(2) 太7:11; 林前12:24;
31) 他⋯賜給(2) 約14:16; 約壹3:24;
32) 我要⋯放(2) 來8:10; 來10:16;
33) 我⋯賜給(2) 啓2:10; 啓2:28;
34) 交出(2) 啓20:13; 啓20:13;
35) 許可(2) 啓13:14; 啓13:15;
36) 我要賜(2) 啓2:26; 啓3:21;
37) 我要使(2) 啓3:9; 啓11:3;
38) 放(2) 可13:24; 林後8:16;
39) 你給(2) 啓10:9; 啓16:6;
40) 捨(2) 加1:4; 提前2:6;
41) 使(2) 徒10:40; 弗1:22;
42) 所賜給(2) 可6:2; 加2:9;
43) 轉給(2) 可12:9; 路20:16;
44) 他給(2) 太10:1; 約壹3:23;
45) 要加給(2) 太13:12; 太25:29;
46) 要捨(2) 太20:28; 可10:45;
47) 要賜給(2) 太6:11; 路11:3;
48) 結(2) 可4:7; 可4:8;
49) 要給(2) 太5:42; 太14:9;
50) 他將⋯遞給(1) 太14:19;
51) 我要⋯給(1) 太16:19;
52) 牠⋯給了(1) 啓13:4;
53) 他⋯分給(1) 太25:15;
54) 都給(1) 太14:7;
55) 我要⋯給你(1) 太4:9;
56) 拿⋯給(1) 太7:11;
57) 你們⋯給(1) 太25:42;
58) 都賜給⋯了(1) 太28:18;
59) 必有給⋯的(1) 路6:38;
60) 他⋯交給(1) 路7:15;
61) 給⋯罷(1) 路9:13;
62) 要將⋯給(1) 路1:32;
63) 他們⋯給(1) 可15:23;
64) 能拿(1) 太16:26;
65) 結了(1) 太13:8;
66) 他們⋯用(1) 太27:10;
67) 賞賜(1) 啓19:8;
68) 我安置了(1) 啓3:8;
69) 要顯(1) 太24:24;
70) 必⋯給(1) 啓18:7;
71) 發(1) 太24:29;
72) 我要賜給(1) 啓2:7;
73) 捨了(1) 多2:14;
74) 賜與(1) 雅1:5;
75) 賜給的(1) 太20:23;
76) 獻(1) 啓8:3;
77) 蒙賜給的(1) 太19:11;
78) 受(1) 啓13:16;
79) 任憑(1) 啓13:7;
80) 得(1) 啓11:18;
81) 吩咐(1) 啓9:5;
82) 我給(1) 太20:14;
83) 讓⋯給(1) 路14:9;
84) 我⋯分給(1) 路19:8;
85) 將⋯留(1) 羅12:19;
86) 必⋯供出(1) 羅14:12;
87) 你們⋯發出(1) 林前14:9;
88) 將⋯歸給(1) 羅4:20;
89) 你⋯叫(1) 徒13:35;
90) 他⋯歸給(1) 徒12:23;
91) 我要將⋯賜給(1) 徒13:34;
92) 我們⋯給(1) 林後6:3;
93) 他們⋯握(1) 加2:9;
94) 願⋯使(1) 提後1:18;
95) 他⋯賜給了(1) 約壹4:13;
96) 我要⋯賜給(1) 啓2:17;
97) 願⋯施(1) 提後1:16;
98) 將⋯賜給(1) 弗1:17;
99) 我們⋯傳給(1) 帖前4:2;
100) 他⋯伸(1) 徒9:41;
101) 我⋯曾給(1) 啓2:21;
102) 他⋯賜下(1) 約6:31;
103) 捨去(1) 太10:8;
104) 你該⋯歸給(1) 約9:24;
105) 會使(1) 提後2:25;
106) 他⋯早給了(1) 約4:10;
107) 他們⋯果子(1) 路20:10;
108) 你給⋯罷(1) 約4:7;
109) 已將⋯交(1) 約13:3;
110) 他⋯賙濟(1) 約13:29;
111) 你⋯託付(1) 約17:4;
112) 他⋯給(1) 徒7:5;
113) 將給(1) 太7:7;
114) 他必⋯賜給(1) 約16:23;
115) 我要⋯報應(1) 啓2:23;
116) 我將⋯賜給(1) 約14:27;
117) 必有⋯賜給(1) 約壹5:16;
118) 要(1) 帖後1:8;
119) 傳的(1) 約1:17;
120) 我們去(1) 約1:22;
121) 賜下了(1) 約3:16;
122) 捨的(1) 路22:19;
123) 必賜(1) 路21:15;
124) 也都(1) 路18:43;
125) 領過(1) 路19:15;
126) 拿(1) 可8:37;
127) 拿東西(1) 可5:43;
128) 還要給(1) 可4:25;
129) 要賜(1) 約6:51;
130) 已給了(1) 可4:11;
131) 已給(1) 約11:57;
132) 他所賜給(1) 約6:39;
133) 所要賜給(1) 約6:27;
134) 交與(1) 約5:22;
135) 就賜(1) 約5:27;
136) 歸(1) 路17:18;
137) 戴(1) 路15:22;
138) 就得著(1) 路1:77;
139) 獻上(1) 路2:24;
140) 我都要給(1) 路4:6;
141) 把(1) 路1:74;
142) 曾給(1) 可14:44;
143) 該納(1) 可12:14;
144) 我們該納(1) 可12:14;
145) 你就給(1) 路6:30;
146) 你們要給人(1) 路6:38;
147) 分配(1) 路12:42;
148) 給你(1) 可11:28;
149) 你務要(1) 路12:58;
150) 去(1) 路12:33;
151) 給人(1) 路11:41;
152) 倒(1) 路6:38;
153) 我已經給(1) 路10:19;
154) 已經給(1) 約12:49;
155) 我是給(1) 約13:15;
156) 你們給(1) 太25:35;
157) 獻給(1) 林後8:5;
158) 我提出(1) 林後8:10;
159) 是為使(1) 林前12:7;
160) 我們加給(1) 林前9:12;
161) 他們給(1) 太27:34;
162) 提供(1) 林前7:25;
163) 他供給(1) 林後9:9;
164) 分(1) 太24:45;
165) 蒙受(1) 弗4:29;
166) 得著(1) 弗6:19;
167) 顯(1) 可13:22;
168) 所賜給的(1) 弗4:11;
169) 所受的(1) 弗4:7;
170) 可賜給(1) 加3:22;
171) 賜給我(1) 弗3:8;
172) 送(1) 徒24:26;
173) 施(1) 徒20:35;
174) 要加(1) 可3:6;
175) 已賜給了(1) 約17:14;
176) 你賜給(1) 約18:9;
177) 我賜給了(1) 約17:8;
178) 你曾賜給(1) 約17:2;
179) 我賜給(1) 約13:34;
180) 所賜的(1) 約14:27;
181) 打了(1) 約18:22;
182) 用(1) 約19:3;
183) 他設立了(1) 徒13:20;
184) 顯出(1) 徒14:3;
185) 冒險(1) 徒19:31;
186) 他就當給(1) 太5:31;
187) 賜下來(1) 徒8:18;
188) 要顯出(1) 徒2:19;
189) 就拿(1) 太28:12;
190) 必給(1) 提後2:7
Mantoulidis Etymological
Ἀπό ἀρχική ρίζα δαπροῆλθαν δυό θέματα: α) δω (ἰσχυρό) καί β) δο (ἀσθενές). Μέ ἐνεστ. ἀναδιπλ. δι + δω + μι → δί-δωμι.
Παράγωγα: δῶρον, δωρεά, δώρημα, δωρητός, δωροδοκέω, δωροφόρος, δωσίδικος (=αὐτός πού παραδίνει τόν ἑαυτό του στό νόμο), δωσιδικία, δωτήρ, δωτίνη (=δῶρο), δόσις (καί συνθ. ἀντί, κατά, διά, μετά, πρό, ἀπό, ἐπί, παρά, ἔκ, ἀνταπό)δοσις, δοτέος, δοτήρ, δότης, προδότης, προδοσία, αἱμοδότης, καταδότης, τροφοδότης, φωτοδότης, πληροφοριοδότης, ἐκδότης, δοτικός, ἐκδοτικός, ἀποδοτικός, μεταδοτικός, δοτέον, διαδοτέος, δοτός, παραδοτός, ἔκδοτος (=πού παραδίδεται ἐξολοκλήρου σέ κάτι), ἀνέκδοτος (γιά κόρη πού δέν παντρεύτηκε), ἀνάδοτος (=πού δέν δίνεται πίσω), ἀνδράποδον < ἀνδραπόδοτον, πατροπαράδοτος.