λευκός
English (LSJ)
ή, όν, A light, bright, clear (opp. μέλας in all senses), αἴγλη Od. 6.45; λευκὸν (v.l. λαμπρόν)… ἠέλιος ὥς Il.14.185; λ. φάος S.Aj.708 (lyr.), cf. infr. 11.3; αἰθήρ E.Andr.1228 (anap.); of metallic surfaces, λέβης Il.23.268; λ. γαλήνη a glassy calm, Od.10.94; of water, clear, limpid, Il.23.282, Od.5.70, A.Supp.23 (anap.); λ. νᾶμα E.HF573; -ότατος ποταμῶν Call.Jov.19. 2 metaph., clear, distinct, of the voice, Arist.Top.106a25, S.E.M.6.41: in literary sense, clear, λ. στίχος AP11.347 (Phil.): prov., λευκὸς Ἑρμῆς, when a rogue was detected, Macar. 5.53. Adv. -κῶς, πάντα φαίνειν, of Hermes, Corn.ND16: Comp. -ότερον, διαλεχθῆναι Hld.7.20. II of colour, white, freq. in Hom., varying from the pure white of snow ([ἵπποι] -ότεροι χιόνος Il.10.437) to the grey of dust (λευκοὶ ἐγένοντο κονισάλῳ 5.503); γάλα λ. 4.434; κρῖ 5.196; ἄλφιτα 18.560; ἡνία λεύκ' ἐλέφαντι 5.583; ὀδόντες 10.263; ὀστέα 16.347; ἱστία 1.480; φᾶρος 18.353, etc.; λ. ἅρμα, = λεύκιππον, E.Ph.172; of the white horses used by tyrants, λ. ζεῦγος D. 21.158, cf. λεύκιππος; λ. λίθος marble, OGI219.36 (Sigeum, iii B.C.), etc., cf. λευκόλιθος; λευκῷ<ν>λίθῳ λ. στάθμη a white line on a white stone, prov. of explanations which do not explain, S.Fr.330; ἡ λ. ῥίζα white root (= ἡ τοῦ δρακοντίου, acc. to Gal.19.118), Hp.Morb.2.48, Nat.Mul.32; freq. of white or grey hair, λ. κάρη Tyrt.10.23; θρίξ S.Ant.1092; λ. γῆρας Id.Aj.625 (lyr.); λευκὰ γήρᾳ σώματα E.HF 909, etc. b of the human skin, white, fair, sts. as a sign of youth and beauty, χρώς, πήχεε, Il.11.573, Od.23.240; λ. παρειά, παρηΐς, S.Ant.1239, E.Med.923; σάρξ, δέρη, ib.1189 (v.l.), IA875 (troch.); freq. with the notion of bare, κῶλον, πούς, Id.Ba.665, 863 (lyr.), Ion 221 (lyr.); cf. λευκόπους. c of persons, white-skinned, Pl.R.474e: hence, weakly, womanish, Ar.Th.191, Ec.428, X.HG3.4.19; λευκῶν ἀνδρῶν οὐδὲν ὄφελος Macar.5.55; cf. λευκόπρωκτος, λευκόχρως. d λευκαὶ φρένες in Pi.P.4.109 is expld. by Hsch. μαινόμεναι, frantic, passionate (cf. λευκῶν πραπίδων· κακῶν φρενῶν, Id.). 2 λευκὸς χρυσός, pale gold, i.e. gold alloyed with silver (prob. the same as ἤλεκτρον), opp. ἄπεφθος χρυσός, Hdt.1.50. 3 metaph., bright, fortunate, happy, λευκὸν ἦμαρ νυκτὸς ἐκ μελαγχίμου A.Pers.301, cf. Ag.668; a joyful day or holiday, Call.Aet.1.1.2; λ. ἡμέρα a happy day, S.Fr.6, cf. Sch.Call.Iamb.in PSI9.1094.39; variously expld. in Phylarch. 83 J., Plu.Per.27; ἡ λ. ψῆφος the vote of acquittal, Luc.Harm.3, cf. Hsch. III λεύκη, ἡ, λευκόν, τό, as Subst., v. sub vocc. (Cogn. with Lat. lux, etc.)
German (Pape)
[Seite 34] (δυκ, luc-is), licht, leuchtend, glänzend, hell; αἴγλη, heller Glanz, Od. 6, 45; λευκὸν ἠέλιος ὥς, leuchtend wie die Sonne, Il. 14, 185; von hellglänzenden Metallen, λευκὸς λέβης, ein blanker Kessel, Il. 23, 268; λευκὸν ἦμαρ, Aesch. Pers. 293 Ag. 654, s. unten; λευκὸν.εὐάμερον φάος, Soph. Ai. 694; αἰθήρ, der lichte, klare Aether, Eur. Andr. 1229; χρυσός, Her. 1, 50. – Dah. klar, rein, ὕδωρ, Il. 23, 282 Od. 5, 70; Hes. O. 741; Aesch. Suppl. 23; γαλήνη, heitere, klare Meeresstille, Od. 10, 94; νᾶμα, Eur. Herc. Fur. 573, vgl. Mel. 1352 u. Sp., wie Callim. Iov. 19. – Gew. weiß, von der Farbe, Ggstz μέλας, Il. 3, 103; Plat. Rep. VII, 523 d u. A.; bes. γάλα, Il. 4, 434; Pind. N. 3, 74; Aesch. Pers. 603 u. sonst gew.; Schaum, Eur. Med. 1174; vom Schnee, λευκότεροι χιόνος, Il. 10, 431; vgl. Soph. Ant. 114 u. Plat. γύψου ἢ χιόνος λευκοτέρα, Phaed. 110 c; ὀδόντες, Il. 10, 263 u. öfter, wie ὀστέα, 16, 347 u. öfter, wie vom Elfenbein, ἐλέφας, 5, 583; Pind. N. 7, 78; vom Mehl, ἄλφιτα, Il. 18, 560 u. öfter; auch κρῖ λευκόν, 5, 196; von der weißen Hautfarbe, 11, 573 u. öfter zur Bezeichnung zarter Schönheit, πῆχυς, 5, 314; παρειά, Soph. Ant. 1224; παρηΐς, Eur. Med. 923; σάρξ, 1189 El. 823; δέρη, I. A. 875; auch πούς, Bacch. 664. 861, in welcher Vbdg man es auch »nackt« erkl.; auch vom Staube, Il. 5, 503; vom Marmor, Παρίου λίθου λευκοτέρα στήλη Pind. N. 4, 81; von Gewändern, φᾶρος, Il. 18, 353; auch ἱστία, Od. 2, 426 u. öfter; πεπλώματα, Aesch. Suppl. 701 u. A., wie στολή, Plat. Legg. XII, 947 b; vgl. λευκὸν ἀμπέχει Ar. Ach. 988, wobei zu bemerken, daß weiß die Farbe der Freude ist; vom Haar, λευκὰς κόρσας, Aesch. Ch. 280; ἐξ ὅτου λευκὴν ἐγὼ τήνδ' ἐκ μελαίνης ἀμφιβάλλομαι τρίχα Soph. Ant. 1079; daher γῆρας, Ai. 613; vgl. λευκὸν κρᾶτα Eur. Suppl. 289, ὦ λευκὰ γήρᾳ σώματα Herc. Fur. 910; τῶν πρεσβυτέρων αἱ λευκαὶ τρίχες ἐμελαίνοντο Plat. Polit. 270 e. Auch χρυσός, Her. 1, 50 von legirtem Golde, im Ggstz von ἄπεφθος; τὸ λευκὸν τοῦ ὠοῦ, das Weiße des Eies, Arist. gen. anim. 3, 2. 4, 4, τὸ λευκὸν τοῦ ὀφθαλμοῦ, das Weiße im Auge u. ä., wie bei uns. – Weiß gilt aber auch als Zeichen der Weichlichkeit u. Schwäche eines im Schatten erzogenen, nicht im Freien von der Sonne gebräunten Leibes, daher blaß, bleich, Vorwurf, λευκοὺς τοὺς δειλοὺς ὀνειδίζουσιν, Paroemiogr. App. 3, 61, οὐδὲν ἀνδρῶν λευκῶν ὄφελος ἢ σκυτοτομεῖν, ib. 4, 35. Vgl. Ar. Th. 191 Eccl. 428; Xen. Hell. 3, 4, 19; u. so ist λευκαὶ φρένες, Pind. P. 4, 109, ein schwacher, leichtbethörter Sinn, oder der Leichtsinn, der ernster Tiefe ermangelt. – Λευκὸν erkl. B. A. 50 auch ἀγαθόν, denn das Weiße ist Glück verheißend, u. λευκὴ ψῆφος, das freisprechende Stimmsteinchen, vgl. Diogen. 6, 8; Luc. Harm. 3. Daher ἡ λευκὴ ἡμέρα, der glückliche Tag, Mein. Men. p. 107; ἡ ἐπ' εὐφροσύνῃ, Paroemiogr. App. 3, 60; vgl. Plut. Pericl. 27 u. Lob. zu Phryn. p. 473. S. auch die oben aus den Tragg. angeführten Stellen. – Übertr. auch = einleuchtend, klar, leicht zu verstehen, στίχος, Philp. 44 (XI, 347); οὐχὶ λευκὰ σὺ ἐρεῖς σαφέστερόν θ' ὃ βούλει bei Ath. IX, 383 a; λευκότερόν τινι διαλεχθῆναι Heliod. 5, 20. – Τὸ λευκὸν εἰδέναι, Ar. Equ. 1279, weiß und schwarz unterscheiden können. – Von der Stimme, hell, klar, rein, Arist. top. 1, 15; Poll. 2, 117 erkl. ἐκκεκαθαρμένη; vgl. S. Emp. adv. mus. 40. – Adv. λευκῶς, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λευκός: -ή, -όν, (√ΛΥΚ, *λύκη, ὃ ἴδε, πρβλ. λεύσσω)· -φωτεινός, λαμπρός, καθαρός, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μέλας, ἐπὶ πάσης σημασίας, αἴγλη Ὀδ. Ζ. 45· λευκόν... ἠέλιος ὣς Ἰλ. Ξ. 185· οὕτω λ. φάος Σοφ. Αἴ. 709 (πρβλ. κατωτ. ΙΙ. 3)· αἰθὴρ Εὐρ. Ἀνδρ. 1228· καὶ ἐπὶ μεταλλικῶν ἐπιφανειῶν, λέβης Ἰλ. Ψ. 268· λ. γαλήνη, μεγάλη γαλήνη, παριστάνουσα λευκὴν τὴν ἐπιφάνειαν τῆς θαλάσσης, Ὀδ. Κ. 94· ἀλλ’ ἐπὶ τοῦ ὕδατος καθόλου, λαμπρόν, διαυγές, διαφανές, Ἰλ. Ψ. 282, Ὀδ. Ε. 70, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 24· λ. νᾶμα Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 573· λευκότατος ποταμῶν Καλλ. εἰς Δία 19. 2) μεταφ., καθαρός, σαφής, εὐκρινής, διαυγής, ἐπὶ τῆς φωνῆς, Ἀριστ. Τοπ. 1. 15, 13, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 6. 41· πρβλ. λαμπρὸς Ι. 2, σομφὸς ΙΙ· - ὡσαύτως ἐπὶ συγγραφέων, Ἀνθ. Π. 11. 347, πρβλ. Ἀθήν. 383Α· ἐνῷ τοὐναντίον παρὰ Στατίῳ 5. 3, 157: ὁ Λυκόφρων καλεῖται ater, δηλ. ὁ σκοτεινός· - παροιμ., λευκὸς Ἑρμῆς, ὅτε ἀπατεών τις ἀνεκαλύπτετο, Παροιμιογρ.· οὕτως ἐν τῷ ἐπιρρ. λευκότατα, σαφέστατα, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 1. 2· - ἐντεῦθεν προέκυψεν, ΙΙ. ἡ κοινὴ ἔννοια τοῦ χρώματος, λευκός, «ἄσπρος», λίαν συχνὸν παρ’ Ὁμ., ἀλλά, ὡς ἅπαντα τὰ παρ’ Ἕλλησιν ὀνόματα χρωμάτων, λίαν, ἀόριστον, ἀπὸ τοῦ καθαρῶς λευκοῦ χρώματος τῆς χιόνος (ἵπποι λευκότεροι χιόνος Ἰλ. Κ. 437), μέχρι τοῦ φαιοῦ χρώματος τοῦ κονιορτοῦ (Ἰλ. Ε. 503)· λ. γάλα, κρῖ, ἄλφιτα, ἐλέφας, ὀδόντες, ὀστέα, ἱστία, φᾶρος, κτλ.· - λ. ἅρμα = λεύκιππον, Εὐρ. Φοίν. 172· λευκοὶ ἵπποι, ἐν χρήσει παρὰ τοῖς τυράννοις, ἴδε τὰ σχόλ. εἰς Δημ. Μειδ. 565. 27, πρβλ. λεύκιππος· ὡσαύτως ἐπὶ λευκῆς ἢ φαιᾶς κόμης, λ. κάρα Τυρταῖ. 10. 23· θρὶξ Σοφ. Ἀντ. 1093, πρβλ. λευκανθής· λ. γῆρας ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 625· λευκὰ γήρᾳ σώματα Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 909, κτλ. β) ἐπὶ τῆς ἀνθρωπίνης ἐπιδερμίδος, λευκός, «ἄσπρος», ὡραῖος, παρ’ Ὁμ., ὡς σημεῖον νεότητος καὶ καλλονῆς, Ἰλ. Λ. 573, Ὀδ. Ψ. 240· λευκοὺς δὲ θεῶν παῖδας εἶναι Πλάτ. Πολ. 474E· οὕτω καὶ παρὰ Τραγ., λ. παρειά, παρηὶς Σοφ. Ἀντ. 1239, Εὐρ. Μήδ. 923· σάρξ, δέρη αὐτόθι 1189, Ι. Α. 875· ἀλλὰ συχνάκις μετὰ τῆς ἐννοίας τῆς γυμνότητος, ποὺς ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 665, 863· Ἴων 221, πρβλ. λευκόπους, λευκόω ΙΙ. γ) βραδύτερον, «ἄσπρος», ὡς σημεῖον ἁβρᾶς διαίτης καὶ ἐκθηλύνσεως, ὡς τὸ ἐσκιατραφημένος, κατάλευκος, ὠχρός, μὴ ἔχων τὴν ἐπιδερμίδα μελαψὴν ἐκ τοῦ ἡλίου καὶ τοῦ ἀέρος, ὅθεν ὠχρός, ἀσθενής, γυναικώδης, Ἀριστοφ. Θεσμ. 191, Ἐκκλ. 428, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 19· παροιμ., λευκῶν ἀνδρῶν οὐδὲν ὄφελος Παροιμιογρ., πρβλ. λευκόπρωκτος, λευκόχρως, καὶ ἴδε μέλας Ι. δ) τὸ λευκαὶ φρένες παρὰ Πινδ. Π. 4. 194 ἑρμηνεύεται ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ. μαινόμεναι, ἐμμανεῖς, ἐμπαθεῖς, ἐξωργισμέναι, οὕτω δὲ καὶ ὁ Bökch· ὁ Dissen ἑρμηνεύει: ὠχραὶ ἐκ φθόνου, φθονεραί, ἐνῷ ὁ Ἕρμανν. νομίζει τὴν φράσιν ὡς ὁμοίαν τῷ Ὁμηρικῷ λευγαλέαι φρένες, (καὶ ἴσως ὑπῆρχε τύπος λευγός, ή, όν, ὅστις κατήντησε νὰ συγχέηται μετὰ τοῦ λευκός). 2) λ. χρυσός, ὠχρὸς χρυσός, δηλ. χρυσὸς συγκεκραμένος μετ’ ἀργύρου (πιθανῶς ταὐτὸν τῷ ἤλεκτρον), ἐναντίον τοῦ χρυσὸς ἄπεφθος, Ἡρόδ. 1. 50. 3) ἐπειδὴ τὸ λευκὸν κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ μέλαν ἦτο σημεῖον χαρᾶς, λευκὸν ἦμαρ νυκτὸς ἐκ μελαγχίμου, σημαίνει ἡμέραν χαρᾶς μετὰ νύκτα πένθους, Αἰσχύλ. Πέρσ. 301, πρβλ. Ἀγ. 668· ἀλλὰ λευκὴ ἡμέρα, ὡς τὸ Λατ. candidus dies, creta notandus, τυχηρὰ ἡμέρα, Σοφ. Ἀποσπ. 10a, πρβλ. Meineke Μένανδρ. 107, Κάτουλ. 8. 3· ἡ λ. ψῆφος, ἡ ἀθῳωτικὴ ψῆφος, Λουκ. Ἁρμον. 3. ΙΙΙ. λεύκη, ἡ, καὶ λευκόν, τό, ὡς τὸ οὐσιαστ., ἴδε τὰς λέξεις.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
adj. I. brillant :
1 propr. brillant, éclatant : λευκὴ αἴγλη OD lumière du jour éclatante ; λευκὸν ἡέλιος ὥς IL brillant comme le soleil ; λευκὸς λέβης IL chaudron brillant;
2 clair, pur, limpide, serein : λευκὸν ὕδωρ IL, OD eau limpide ; λευκὴ γαλήνη OD eau calme et brillante (dans un pot);
II. blanc : λευκὸν ἅρμα, attelage de chevaux blancs ; λευκαὶ τρίχες, ou abs. λευκαί ESCHL cheveux blancs ; λευκὸν γῆρας SOPH vieillesse aux cheveux blancs;
-- au sens symbolique :
1 comme signe de jeunesse, de beauté : λευκὴ δέρη EUR, ευκὴ παρειά SOPH cou blanc, joue blanche;
2 comme signe de bonheur : λευκὸν ἦμαρ ESCHL jour de bonheur;
III. pâle : λευκὸς χρυσός HDT or pâle (avec alliage d’argent);
subst. τὸ λευκόν, couleur blanche ; ἡ λευκή (ψῆφος) LUC caillou blanc, càd suffrage favorable;
Cp. λευκότερος, Sp. λευκότατος.
Étymologie: R. Λυκ, briller ; cf. λεύσσω, lat. lux, lumen, etc.
English (Autenrieth)
clear, i. e. transparent or full of light, as water, the surface of water, or the radiance of the sky, Od. 5.70, Od. 10.94, Od. 6.45; then white, as snow, milk, bones, barley, Il. 10.437, Od. 9.246, Od. 1.161, Il. 20.496.
English (Slater)
λευκός
1 white λευκῷ σὺν γάλακτι (N. 3.77) στάλαν θέμεν Παρίου λίθου λευκοτέραν (N. 4.81) Μοῖσά τοι κολλᾷ χρυσόν, ἔν τε λευκὸν ἐλέφανθ' ἁμᾶ (N. 7.78) ἀπὸ μὲν λευκὸν γάλα ὤθεον fr. 166. 3. met., “Πελίαν ἄθεμιν λευκαῖς πιθήσαντα φρασίν” (sign. dub.: cf. Hesych., λευκῶν πραπίδων· κακῶν φρενῶν (P. 4.109) cf. διάλευκος.
Spanish
blanco, claro, limpio, parte clara
English (Strong)
from luke ("light"); white: white.
English (Thayer)
λευκή, λευκόν (λεύσσω to see, behold, look at; akin to Latin luceo, German leuchten; cf. Curtius, p. 113and § 87; (Vanicek, p. 817)), the Sept. for לָבָן:
1. light, bright, brilliant: τά ἱμάτια ... λευκά ὡς τό φῶς, bright or brilliant from whiteness, (dazzling) white: spoken of the garments of angels, and of those exalted to the splendor of the heavenly state, Horace sat. 2,2, 61); with ὡσεί or ὡς ὁ χιών added: R L; ἵπποι λευκοτεροι χιόνος, Homer, Iliad 10,437); ἐν λευκοῖς namely, ἱματίοις (added in Winer s Grammar, 591 (550); (Buttmann, 82 (72)); used of white garments as the sign of innocence and purity of soul, white: μέλας); John 4:35.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM λευκός, -ή, -όν)
1. αυτός που έχει το χρώμα του χιονιού ή του γάλακτος, άσπρος (α. «ήλθε ντυμένη με λευκά ρούχα» β. «ὃς ἅρμα λευκὸν ἡνιοστροφεῑ βεβώς», Ευρ.)
2. (για τρίχα) πολιός, ψαρός («τὼν μὲν πρεσβυτέρων αἱ λευκαὶ τρίχες ἐμελαίνοντο», Πλάτ.)
3. το ουδ. ως ουσ. το λευκό(ν)
α) η λευκότητα (α. «το λευκό του κρίνου» β. «τὸ γὰρ λευκὸν τῷ μέλανι ἔστιν ὅπῃ προσέοικε», Πλάτ.)
β) το ορατό μέρος του σκληρού χιτώνα του οφθαλμού, το ασπράδι
γ) ουσία διαυγής και γλοιώδης, πρωτεϊνικής φύσεως, που περιβάλλει τον κρόκο του αβγού, το ασπράδι
νεοελλ.
1. ανοιχτόχρωμος («λευκός άρτος»)
2. άσπιλος, ακηλίδωτος («το ποινικό του μητρώο είναι λευκό»)
3. το ουδ. ως ουσ. το λευκό
α) ζωολ. ο λευκώδης
β) (ζωγρ.) i) αχρωματικό στην ουσία χρώμα, ικανό να διαχέει προς όλες τις κατευθύνσεις και χωρίς απορρόφηση όλες τις ορατές ακτινοβολίες που δέχεται
ii) παλαιά ονομασία διαφόρων χρωστικών ουσιών ή γεμισμάτων λευκού χρώματος
4. φρ. α) (ειρωνικά) «λευκή περιστερά» — πρόσωπο που προσποιείται τον αθώο, αθώα περιστερά
β) «λευκή ψήφος»
i) ουδέτερη ψήφος, δηλαδή η ψήφος με την οποία δηλώνεται από κάποιον πολίτη άρνηση υποστήριξης όλων τών υποψηφίων
ii) (σε δικαστήριο) αθωωτική ψήφος
γ) «λευκή φυλετική ομάδα» — η φυλετική ομάδα που καταλαμβάνει ολόκληρη την Ευρώπη, τοποθετείται μεταξύ της μελανόδερμης και της ξανθόδερμης και περιλαμβάνει τη βόρεια φυλή, τη φυλή της ανατολικής Ευρώπης, την αλπική, τη διναρική ή αδριατική και τη μεσογειακή φυλή
δ) «λευκά είδη» — ονομασία συγκεκριμένων υφασμάτινων ειδών, όπως είναι οι πετσέτες, τα σεντόνια, τα τραπεζομάντηλα και οι κουρτίνες
ε) «λευκή απεργία» — μορφή απεργίας κατά την οποία οι εργαζόμενοι προσέρχονται στους χώρους εργασίας τους χωρίς όμως να εργάζονται
στ) «λευκή γραμμή»
ανατ. τενόντια ραφή που χωρίζει τους δύο ορθούς κοιλιακούς μυς κατά τη μέση γραμμή
ζ) «λευκή ουσία»
ανατ. νευρικός ιστός που σχηματίζεται από εμμύελες ή και αμύελες νευρικές ίνες, οι οποίες αποτελούν τους νευράξονες τών νευρικών κυττάρων, και έχει λευκό χρώμα, σε αντιδιαστολή με τη φαιά ουσία
η) «λευκή πάχνη»
(μετεωρ.) παχύ σχετικά χρώμα πάχνης ή παγετού
θ) «λευκό μέταλλο»
(μεταλργ.) κράμα με κύριο συστατικό τον κασσίτερο ή τον μόλυβδο που χρησιμοποιείται για την κατασκευή εδράνων ι) «λευκός ορείχαλκος»
(μεταλργ.) κράμα χαλκού-ψευδαργύρου-νικελίου που χρησιμοποιείται για την κατασκευή επιτραπέζιων σκευών
ια) «λευκός χρυσός»
(μεταλργ.) κράμα χρυσού, αργυρόλευκου χρώματος και περιεκτικότητας μέχρι 80% σε χρυσό, το οποίο χρησιμοποιείται στην κοσμηματοποιία
ιβ) «λευκός ήχος»
μουσ. ήχος που περιλαμβάνει όλες τις ακουστές συχνότητες σε ίση στατιστικά κατανομή ενέργειας ανά οκτάβα, όπως είναι λ.χ. ο ήχος ενός καταρράκτη ή τών κυμβάλων και αρκετών τυμπανων
ιγ) «λευκός όγκος»
ιατρ. διάχυτη ατρακτοειδής διόγκωση μιας άρθρωσης με ωχρότητα του δέρματος που εμφανίζεται σε περιπτώσεις αρθρικής φυματίωσης
ιδ) «Λευκός Οίκος» — η επίσημη διαμονή του προέδρου τών ΗΠΑ στην Ουάσινγκτον
ιε) «Λευκός Πύργος» — ένα από τα πιο αξιόλογα μεταβυζαντινά μνημεία της Θεσσαλονίκης, στην παραλία της πόλης
ιστ) «λευκό της Κίνας» (αγγειοπλ.) πορσελάνη με παχύ και στιλπνό υάλωμα, που το χρώμα του ποικίλλει από το λευκό με γαλάζιες αποχρώσεις ώς το ανοιχτό ροζ
ιζ) «λευκή σημαία» — άσπρη σημαία που υψώνεται ως ένδειξη διαθέσεως για συνεννοήσεις, ανακωχή ή παράδοση μεταξύ αντιμαχομένων
ιη) «λευκή νύχτα»
i) η νύχτα κατά την οποία κάποιος δεν κοιμήθηκε καθόλου
ii) η νύχτα στις χώρες του αρκτικού κύκλου, κατά το θέρος, οπότε ο ήλιος παραμένει σχεδόν συνεχώς στον ορίζοντα
ιθ) «λευκός θάνατος» — ο θάνατος που επέρχεται από υπερβολική δόση σκληρών ναρκωτικών, κυρίως ηρωίνης
κ) «λευκό αιμοσφαίριο» — το λευκοκύτταρο
κα) «λευκό φως» — το φως που περιέχει όλες τις ακτίνες του φάσματος
κβ) «εμπόριο λευκής σάρκας» — εμπόριο γυναικών και παιδιών με σκοπό την προώθησή τους σε πορνεία, σε σωματεμπόριο
κγ) «εντολή εν λευκώ» — απόλυτη πληρεξουσιότητα
κδ) «υπογράφω εν λευκώ»
i) υπογράφω γραμμάτιο, επιταγή ή συναλλαγματική χωρίς να σημειώνω το όνομα του αποδέκτη
ii) αποδέχομαι κάτι χωρίς καμιά επιφύλαξη
κε) «λευκός γάμος» — γάμος που γίνεται μόνο για λόγους συμφέροντος, χωρίς να υπάρχει ουσιαστική σχέση μεταξύ τών συζύγων
νεοελλ.-μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα λευκά
τα άσπρα ρούχα
μσν.
1. (για κλήμα) αυτό που βγάζει άσπρα σταφύλια
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ λευκοί
ονομασία φατρίας του Ιπποδρόμου
3. το ουδ. ως ουσ. πάθηση τών οφθαλμών
μσν.-αρχ.
αυτός που έχει άσπρο δέρμα
αρχ.
1. φωτεινός, λαμπρός («λευκὴ δ' ἐπιδέδρομεν αἴγλη», Ομ. Οδ.)
2. (για μεταλλική επιφάνεια) στιλπνός, γυαλιστερός
3. (για το νερό) διαυγής, διάφανος («Δίρκης τε νᾱμα λευκὸν αἱμαχθήσεται», Ευρ.)
4. (για τη φωνή) ευκρινής, καθαρός
5. (για την ανθρώπινη επιδερμίδα) τρυφερός, ωραίος («πάρος χρόα λευκὸν ἐπαυρεῑν», Ομ. Ιλ.)
6. (για πρόσ.) ωραίος
7. γυμνός
8. τρυφηλός, άνανδρος («σὺ δ' ευπρόσωπος, λευκός, ἐξυρημένος, γυναικόφωνος», Αριστοφ.)
9. (για τον νου) επιπόλαιος («λευκαὶ φρένες», Πίνδ.)
10. γεμάτος χαρά («λευκὸν ἧμαρ νυκτὸς ἐκ μελαγχίμου», Αισχύλ.)
11. το θηλ. ως ουσ. ἡ λευκή
η άσπρη γραμμή ως σημείο εκκίνησης τών αγώνων του ιπποδρόμου
12. φρ. «λευκὸς χρυσός» — χρυσός αναμεμιγμένος με άργυρο
13. παροιμ. «λευκὸς Ἑρμῆς» — λεγόταν σε περιπτώσεις που αποκαλυπτόταν κάποιος απατεώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. λευκός
ανάγεται στην ΙΕ ρίζα leuk- «λάμπω, φως, βλέπω» και συνδέεται με άλλες ΙΕ λέξεις που σημαίνουν γενικά «φως» (πρβλ. αρχ. ινδ. roca- «φωτεινός, λαμπρός», loka «ελεύθερο, φωτεινό τμήμα, κόσμος», λατ. lux «φως», lucus, με αρχική σημ. «άδενδρος τόπος», λιθουαν. laũkas «αγρός»). Στην ίδια λεξιλογική οικογένεια ανήκουν και οι τ. λεύσσω, λύχνος κ.ά. Στη Μυκηναϊκή μαρτυρείται ο τ. re-u-ko- = λευκός και το σύνθ. re-u-ko-nu-ka = λευκ-ονυχα (< λευκός + ὄνυξ, -υχος). Στην Αρχαία Ελληνική η λ. λευκός απαντά τόσο με τη σημ. «λαμπρός, φωτεινός» όσο και με τη σημ. «άσπρος», ενώ στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται μόνο με την τελευταία και σε μεγάλο βαθμό αντικαταστάθηκε από το άσπρος, που εμφανίζει εντελώς διαφορετική σημασιολογική εξέλιξη (βλ. άσπρος).
ΠΑΡ. λευκαίνω, λεύκη, λευκίνη, λευκισμός λευκίτης, λευκιτίτης, λευκότητα(-ης)
αρχ.
λεύκας, λευκήρης, λεύκος, λευκώ.
ΣΥΝΘ. (Για τα σύνθ. με α' συνθετικό βλ. λευκο-). (Β' συνθετικό) ερυθρόλευκος, ημίλευκος, ξανθόλευκος, ολόλευκος, πάλλευκος, υπέρλευκος, υπόλευκος, φλογόλευκος, ωχρόλευκος
αρχ.
διάλευκος, εκλευκος, έλλευκος, επίλευκος, ζάλευκος, μεσόλευκος, μιξόλευκος, παράλευκος, περίλευκος
νεοελλ.
αβρόλευκος, αργυρόλευκος, αχνόλευκος, γαλανόλευκος, καστανόλευκος, κατάλευκος, κυανόλευκος, πρασινόλευκος, σταχτόλευκος, χιονόλευκος].
Greek Monotonic
λευκός: -ή, -όν (από √ΛΥΚ)·
I. 1. φωτεινός, λαμπρός, καθαρός, λέγεται για το φως του ήλιου, σε Όμηρ., Σοφ.· λέγεται και για μεταλλικές επιφάνειες, λέβης, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, λευκὴ γαλήνη, γαλήνη εύθραστη σαν γυαλί, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για το νερό, γενικά, λαμπρό, διαυγές, διαφανές, σε Όμηρ., Ευρ.
2. μεταφ., καθαρός, απλός, σαφής, ευκρινής, αντιληπτός, λέγεται για συγγραφείς, σε Ανθ.
II. 1. λέγεται για το χρώμα, λευκός, άσπρος, σε Όμηρ. κ.λπ.· λευκὸν ἅρμα = λεύκιππον, σε Ευρ.
2. χρησιμ. για την ανθρώπινη επιδερμίδα, λευκή, απαλή και ωραία, σε Όμηρ., Τραγ.· επίσης, με τη σημασία της απογύμνωσης, πούς, σε Ευρ., πρβλ. λευκόπους· έπειτα σαν σημάδι θηλυπρέπειας, κατάλευκος, ωχρός, χλωμός, ασθενής, σε Αριστοφ., Ξεν.· λευκαὶ φρένες, σε Πίνδ., πιθ., μανιασμένες, εξοργισμένες.
3. λευκὸς χρυσός, ωχρός χρυσός, χρυσός σε κράμα (όχι καθαρός), δηλ. χρυσός αναμεμειγμένος με ασήμι (πιθ. το ίδιο με το ἤλεκτρον), αντίθ. προς το χρυσὸς ἄπεφθος, σε Ηρόδ.
4. λευκὸν ἦμαρ νυκτὸς ἐκ μελαγχίμου, ημέρα χαράς μετά από νύχτα πένθους, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
λευκός:
1) светлый, яркий, ясный, сияющий (ἠέλιος Hom.; φάος Soph.; αἰθήρ Eur.);
2) блестящий, сверкающий (λέβης Hom.);
3) светлый, прозрачный (ὕδωρ Hom.; νᾶμα Eur.);
4) ясный, чистый (φωνή Arst.);
5) ясный, понятный (στίχος Anth.);
6) белый (γάλα, ἀρνός, ὀδόντες Hom.; χρῶμα Arst.);
7) белый, седой (θρίξ Soph.);
8) седовласый (γῆρας Soph.);
9) белый, т. е. сплавленный с серебром (χρυσός Her.);
10) запряженный белыми конями (ἅρμα Eur.);
11) обнаженный, босой (πούς Eur.);
12) светлый, счастливый (ἦμαρ Aesch.);
13) бледный или дряхлый (σώματα Eur.);
14) слабый, бессильный (φρένες Eur.). - см. тж. λεύκη, λευκή, λευκά и λευκόν.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: hell, clear, white (Il.);
Compounds: many compp., some with prefix, e. g. διά-, παρά-, ἐπί-, ὑπό-λευκος (Strömberg Prefix Studies 161).
Derivatives: 1. Substantiv. with oppositive accent (Schwyzer 380 a. 420) : λεύκη f. white efflorescence (IA.), white poplar (Att., hell.) with λεύκινος of white poplar (Arist., hell. inscr. ), Λευκαῖος surn. of Zeus (Paus.), λευκαία (-έα) white poplar etc. (pap.); λεῦκος m. name of an unknown fish (Theoc.) with λευκίσκος m. white mullet (Hikes. ap. Ath., Gal.), s. Strömberg Fischnamen 22 f., Thompson Fishes s. vv. 2. f. λευκάς white (Nic.), as subst. rock- and islandname (ω 11), also plantname Lamium (Dsc.). 3. Further subst.: λευκότης f. whiteness (IA.), λευκίτας m. name of he-goat (Theoc. 5, 147; Redard Les noms grecs en -της 113), λεύκηθρον plantname (Dsc. 3, 96; v. l. λάκηθρον; Strömberg Pflanzennamen 147); Λεύκαρος (< -αλος?), -αρίων PN (Epich., inscr.; Schulze Kl. Schr. 115 n. 3, v. Wilamowitz Glaube 1,65A.1; Leumann Glotta 32, 223 n. 2; also Δευκαλίων with diff. dissimilation?, s. Schulze l.c.); after Krahe IF 58, 132 Illyr. (beside GN Λευκάριστος), s. also Mayer Glotta 32, 82. - 4. Verbs: a. λευκαίνω make white, colour ... (μ 172; cf. Treu Von Homer zur Lyrik 219) with λεύκανσις (Arist.), λευκασία (PHolm., Cyran.; on the formation Schwyzer 469) bleaching, making white etc.; also as rivern. in Messenia beside Λευκάσιον Arc. GN (Krahe Beitr. z. Namenforsch. 2, 237; 5, 106 a. 217); λευκαντής, -τικός white-painter resp. -painting (Gloss., sch.). b. λευκόομαι, -όω become white, make λευκός (Pi., Att.) with λεύκωμα table painted white (Att.), white speck in the eye (Arist., pap.) with -ωματικός, -ωματώδης, -ωματίζομαι (medic., sch.); λεύκωσις = λευκασία (PHolm. 3, 6 [cf. Lagercrantz ad loc.]), -ωτής (-ωτός?; Att. inscr., meaning unknown). c. λευκαθέω only ptc. gen. pl. λευκαθεόντων gleaming white (Hes. Sc. 146), metr. reshaping at verse-end for λευκαθόντων from λευκάθω (Wackernagel Glotta 14, 44 ff. = Kl. Schr. 2, 852 ff.), with Λευκαθέα, with secondary o-vowel Λευκοθέα (Od., Pi.) name of a goddess, with τὰ Λευκάθεα feast on Teos, -θεών monthname (Ion.); lengthened form λευκαθίζω gleam white (Hdt., LXX), also -ανθίζω (after ἄνθος; empire), s. Wackernagel l.c. - On λεύσσω see s. v.
Origin: IE [Indo-European] [687] *leuk- white
Etymology: As original verbal noun with Skt. rocá- lighting identical, to rócatē light. An old ablauting verbal noun is Lat. lūcus wood, forest, prop. lighting (with Jūnō Lūcīna ; s. Leumann Sprache 6, 156ff.), Lith. laũkas field, Germ., e. g. OHG lōh overgrown lighting, Skt. loká- m. free space, world, IE *louko-s m. To this great wordgroup belongs from Greek a. o. λεύσσω, λύχνος, λοῦσσον, s. vv.
Middle Liddell
λευκός, ή, όν [from Root !λυκ]
I. light, bright, brilliant, of sun light, Hom., Soph.; and of metallic surfaces, λέβης Il.; also, λ. γαλήνη a glassy calm, Od.; of water, generally, bright, limpid, Hom., Eur.
2. metaph. clear, plain, distinct, of authors, Anth.
II. of colour, white, Hom., etc.; λ. ἅρμα = λεύκιππον, Eur.
2. of the skin, white, fair, Hom., Trag.; with a notion of bare, πούς Eur., cf. λευκόπους:—later, as a mark of effeminacy, blanched, white, pale, Ar., Xen.:— λευκαὶ φρένες in Pind. may be pale with envy, envious.
3. λ. χρυσός, pale gold, i. e. gold alloyed with silver (prob. the same as ἤλεκτρον), opp. to χρυσὸς ἄπεφθος, Hdt.
4. λευκὸν ἦμαρ νυκτὸς ἐκ μελαγχίμου a bright day after a night of mourning, Aesch.
Frisk Etymology German
λευκός: {leukós}
Meaning: hell, klar, weiß (seit Il.);
Composita : sehr zahlreiche Kompp., u. a. mit Präfix, z. B. διά-, παρά-, ἐπί-, ὑπόλευκος (Strömberg Prefix Studies 161).
Derivative: Ableitungen: 1. Substantivierungen mit oppositivem Akzent (Schwyzer 380 u. 420) : λεύκη f. der weiße Ausschlag (ion. att.), Weißpappel (att., hell.) mit λεύκινος aus Weißpappel (Arist., hell. Inschr. ),Λευκαῖος Bein. d. Zeus (Paus.), λευκαία (-έα) Weißpappel (Pap. u. a.); λεῦκος m. N. eines unbek. Fisches (Theok.) mit λευκίσκος m. weißer Mullus (Hikes. ap. Ath., Gal.), s. Strömberg Fischnamen 22 f., Thompson Fishes s. vv. 2. f. λευκάς weiß (Nik.), als Subst. Felsen- und Inselname (ω 11 usw.), auch Pflanzenname Lamium (Dsk.). 3. Weitere Subst.: λευκότης f. das Weiß, die weiße Farbe (ion. att.), λευκίτας m. Ben. eines Schafbocks (Theok. 5, 147; Redard Les noms grecs en -της 113), λεύκηθρον Pflanzenname (Dsk. 3, 96; v. l. λάκηθρον; Strömberg Pfl.-namen 147); Λεύκαρος (< -αλος?), -αρίων EN (Epich., Inschr.; Schulze Kl. Schr. 115 A. 3, v. Wilamowitz Glaube 1,65A.1; Leumann Glotta 32, 223 A. 2; auch Δευκαλίων mit anderer Dissimilation?, s. Schulze a.a.O.); nach Krahe IF 58, 132 illyr. (neben ON Λευκάριστος), s. auch Mayer Glotta 32, 82. — 4. Verba: a. λευκαίνω ‘weiß machen, ~ färben’ (seit μ 172; vgl. Treu Von Homer zur Lyrik 219) mit λεύκανσις (Arist. u.a.), λευκασία (PHolm., Kyran.; zur Bildung Schwyzer 469) das Bleichen, Weißmachen; auch als Flußn. in Messenien neben Λευκάσιον ark. ON (Krahe Beitr. z. Namenforsch. 2, 237; 5, 106 u. 217); λευκαντής, -τικός Weißfärber bzw. weißfärbend (Gloss., Sch.). b. λευκόομαι, -όω ‘weiß werden, ~ machen’ (Pi., att. usw.) mit λεύκωμα weiß angestrichene Tafel (att. usw.), das Weiß, weißer Fleck im Auge (Arist., Pap.) mit -ωματικός, -ωματώδης, -ωματίζομαι (Mediz., Sch.); λεύκωσις = λευκασία (PHolm. 3, 6 [vgl. Lagercrantz z. St.] u. a.), -ωτής (-ωτός?; att. Inschr., Bed. unbekannt). c. λευκαθέω nur Ptz. Gen. pl. λευκαθεόντων weißglänzend (Hes. Sc. 146), metr. Umbildung am Versende für λευκαθόντων von λευκάθω (Wackernagel Glotta 14, 44 ff. = Kl. Schr. 2, 852 ff.), dazu Λευκαθέα, mit sekundärem o-Vokal Λευκοθέα (Od., Pi.) N. einer Göttin, mit τὰ Λευκάθεα Fest auf Teos, -θεών Monatsname (ion.); erweiterte Form λευκαθίζω weiß glänzen (Hdt., LXX), auch -ανθίζω (nach ἄνθος; Kaiserzeit), s. Wackernagel a.a.O. — Zu λεύσσω sehen s. bes.
Etymology : Als ursprüngliches Verbalnomen mit aind. rocá- leuchtend identisch, zu rócatē leuchten (wäre gr. *λεύκεται). Ein altes damit abtönendes Verbalnomen ist lat. lūcus Hain, Wald, eig. Lichtung (mit Jūnō Lūcīna; s. zuletzt Leumann Sprache 6, 156ff.), lit. laũkas Feld, germ., z. B. ahd. lōh bewachsene Lichtung, aind. loká- m. freier Raum, Welt, idg. *louqo-s m. Zu dieser großen Wortsippe gehören aus dem Griechischen u. a. noch λεύσσω, λύχνος, λοῦσσον, s. dd. Ww.
Page 2,108-109
Chinese
原文音譯:leukÒj 留可士
詞類次數:形容詞(25)
原文字根:白的 相當於: (לָבַן)
字義溯源:白的,潔白,白色,發白,發亮,白;源自(Λυκαονιστί)X*=光)。除了少數幾次外,這字是用來描寫主復活後榮耀的光景。到末了,連神審判的寶座也是白色的( 啓20:11)。
同義字:1) (λαμπρός)明亮的 2) (λευκός)白的 3) (φωτεινός)明亮的,光明的
出現次數:總共(25);太(3);可(2);路(1);約(2);徒(1);啓(16)
譯字彙編:
1) 白(20) 太5:36; 太17:2; 太28:3; 可16:5; 約20:12; 徒1:10; 啓1:14; 啓1:14; 啓2:17; 啓3:4; 啓3:5; 啓3:18; 啓4:4; 啓6:2; 啓6:11; 啓7:9; 啓7:13; 啓14:14; 啓19:11; 啓19:14;
2) 潔白(3) 可9:3; 路9:29; 啓19:14;
3) 白色(1) 啓20:11;
4) 發白了(1) 約4:35