πατήρ
English (LSJ)
ὁ, gen. and dat. πατέρος, πατέρι in Ep. and Lyr., Att. πατρός, πατρί (which is also the commoner form in Hom., Hes., and Pi.) ; acc. always πατέρα ; voc. πάτερ : pl. πατέρες, πατέρας, πατέρων (πατρῶν only Od.4.687, 8.245) ; dat. πατράσι [ᾰ] (cf. Skt. loc. pl.
A pitṛ[snull ]u, no dat. pl. occurs in Hom. or Hes.), late Ep. πατέρεσσι Q.S.10.40 :— father, Il.1.98, etc. ; πατρὸς πατήρ grandfather, 14.118, Od.19.180, X.HG6.3.4, etc. ; τοῦδε κεκλῆσθαι πατρός S.Fr.86 ; μητρὸς καλεῖσθαι παῖδα τοῦ π. παρόν ib.564 ; τὰ πρὸς πατρός by the father's side, Hdt.7.99, cf. SIG1015.7 (Halic.), etc. ; esp. of God, the father of the Israelites, LXXDe.32.6, al. ; father of men, Ev.Matt. 6.8, al. ; father of Jesus Christ, ib.7.21,al. II esp. as epith. of Zeus, πατὴρ Ζεύς, π. Κρονίδης, π. ἀνδρῶν τε θεῶν τε, Il.4.235, 21.508, 1.544, al. ; Ζεὺς π. A.Th. 512, etc. ; Ζεῦ πάτερ καὶ θεοί Ar.Ach.225 ; π. Οὐρανιδᾶν Ζ. Pi.P.4.194 ; ὁ τῶν ἁπάντων Ζεὺς π. Ὀλύμπιος S.Tr.275, etc. III respectful mode of addressing persons older than oneself, ξεὶνε πάτερ Od.7.28,48,8.145, cf. POxy. 1296.15 (iii A. D.), etc. ; in addressing an elder brother, UPZ65.3 (ii B.C.). IV metaph., father, author, ἀοιδᾶν π . . . εὐαίνητος Ὀρφεύς Pi.P.4.176 ; Χρόνος ὁ πάντων π. Id.O.2.17, cf. Pl.Ti.41a ; τοῦ λόγου π. Id.Smp. 177d, cf. Phdr.257b, etc. ; ὁ π. τῶν φώτων, i.e. God, the father of the stars, Ep.Jac.1.17 ; οἱ π. τῶν ἀτόμων the authors of the atomic theory, Gal.1.246 ; of capital, τοῦ πατρὸς ἐκγόνους τόκους Pl.R.555e. V title of a grade in the mysteries of Mithras, IG14.1272, etc. VI π. πατρίδος, = Lat. pater patriae, Plu.Cic.23, BGU1074.1 (i A. D.), IG7.2713.33 (Acraeph., i A. D.), etc. ; similarly, π. τῆς πόλεως ib.5(1).1417.11 (Methone). VII in pl., 1 forefathers, Il.6.209, etc. ; ἐξέτι πατρῶν from our fathers' time, Od.8.245 ; ἐκ πατέρων Pi.P.8.45. 2 parents, D.S.21.17, Alciphr.3.40, Epigr.Gr.227 (Teos). 3 parentnation, opp. colonists, Hdt.7.51, 8.22, Plu.Them.9. (Cf. Skt.pitár-, Lat. pater, etc.)
German (Pape)
[Seite 534] ὁ, gen. πατέρος, att. u. schon bei Hom. u. Hes. viel häufiger πατρός, eben so dat. πατέρι u. πατρί, acc. πατέρα, voc. πάτερ, gen. plur. πατέρων u. πατρῶν, dat. πατράσι, πατέρεσσι, Qu. Sm. 10, 40, – der Vater, pater; εἴπ' ὄνομ' ὅττι σε κεῖθι κάλεον μήτηρ τε πατήρ τε, Od. 8, 550; πατρὸς δ' ἐξ ἀγαθοῦ καὶ ἐγὼ γένος εὔχομαι εἶναι, Il. 14, 113, u. oft, wie bei den Folgdn überall; πατρὸς πατήρ, der Großvater, 14, 118 Od. 19, 180. Von den Göttern heißt bes. Zeus πατήρ, auch πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε, Hom. u. A. – Uebh. wie bei uns ehrende Anrede Jüngerer an Aeltere mit dem Ausdruck der Hochachtung u. Liede, Od. 7, 48. 8, 145 u. sonst. – Uebh. der Urheber wovon, der Erfinder, Jacobs Ach. Tat. p. 493; so πατὴρ ἔργων, ἃ δι' ἐμοῦ γιγνόμενα, Plat. Tim. 41 a, wie τὸν ποιητὴν καὶ πατέρα τοῦδε τοῦ παντός, 28 c; dah. auch vom Capital, τοῦ πατρὸς ἐκγόνους τόκους πολλαπλασίους κομιζόμενοι, Rep. VIII, 555 e; τοῦ λόγου, Conv. 177 d, u. öfter, wie Sp. – Im plur. die Väter, die Ahnherren, Vorfahren, Hom. u. Folgde, wie Pind. Ol. 2, 7 u. oft; Eur. Andr. 766; Thuc. 2, 11, oft; ἀγαθῶν πατέρων φύντι, Plat. Legg. VI, 772 e; ἐκ πατέρων, von den Vätern her, von den Vätern angestammt, Jac. A. P. p. 792; auch die Eltern, Vater und Mutter, D. Hal. u. Sp., vgl. Schäfer mel. p. 45. – Das Stammvolk, der Mutterstaat im Gegensatz der Colonie, vgl. Valck. zu Her. 7, 51. 8, 22.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰτήρ: ὁ, γεν. καὶ δοτικ. πατέρος, πατέρι παρὰ τοῖς Ἐπικ. καὶ Λυρ. ποιηταῖς, ἀλλὰ παρὰ τοῖς Ἀττικ. πατρός, πατρὶ (ἅπερ εἶναι οἱ συνηθέστατοι τύποι παρ’ Ὁμήρ., Ἡσ., καὶ Πινδ.)· αἰτ. ἀείποτε πατέρα· κλητ. πάτερ· - πληθ., πατέρες, πατέρας, πατέρων (πατρῶν μόνον ἐν Ὀδ. Δ. 687., Θ. 245)· δοτ. ἀείποτε πατράσι [ᾰ] (ἥτις ὅμως δὲν ἦτο ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ.), παρὰ μεταγεν. Ἐπικ. πατέρεσσι, Κόϊντ. Σμ. 10. 40, Ἰακώψιος εἰς Ἀνθ. Π. 4, σ. 969· πρβλ. μήτηρ· - ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «πατέρας», Ὅμηρ., κλ.· πατρὸς πατήρ, ὁ πάππος, Ἰλ. Ξ. 118, Ὀδ. Τ. 180, Πίνδ., κλ.· καταρκεῖ τοῦδε κεκλῆσθαι πατρός, ἀρκεῖ εἰς ἐμὲ νὰ μὲ ὀνομάζωσιν υἱὸν τούτου τοῦ πατρός, Σοφ. Ἀποσπ. 107· τὰ πρὸς πατρός,= πατρόθεν, Ἡρόδ. 7. 99. ΙΙ. μεταξὺ τῶν θεῶν ὁ Ζεὺς καλεῖται μετ’ ἐμφάσεως πατήρ, πατὴρ Ζεύς, π. Κρονίδης, π. ἀνδρῶν τε θεῶν τε, Ὅμ. καὶ Ἡσίοδ.: οὕτω, Ζεὺς π. Αἰσχύλ. Θήβ. 512, κτλ.· Ζεῦ πάτερ καὶ θεοὶ Ἀριστοφ. Ἀχ. 225 πατέρ’ Οὐρανιδᾶν ἐγχεικέραυνον Ζῆνα Πινδ. Π. 4. 344· ὁ τῶν ἁπάντων Ζεὺς πατὴρ Ὀλύμπιος Σοφ. Φιλ. 275, κτλ. ΙΙΙ. ἡ λέξις πατὴρ ἐχρησίμευεν εἰς τὸ προσφωνεῖν ἄνδρας πρεσβευτέρους τὴν ἡλικίαν χάριν σεβασμοῦ ὡς συμβαίνει ἐν πάσαις ταῖς γλώσσαις, ξεῖνε πάτερ Ὀδ. Η. 28, 48, 145, κτλ. IV. μεταφορ., ὡς τὸ αἴτιος, ἀρχηγός, Λατιν. auctor, π. ἀοιδᾶν .. εὐαίνητος Ὀρφεὺς Πινδ. Π. 4. 314· χρόνος ὁ πάντων π. ὁ αὐτ. ἐν Ο. 2. 32, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 41Α, Συμπ. 177D, Φαῖδρ. 257Β, κτλ.· ἐπὶ χρηματικοῦ κεφαλαίου, τόκοι ... τοῦ πατρὸς ἔκγονα ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 555Ε. V. ἐν τῷ πληθυντ., 1) πατέρες, δηλ. προπάτορες, πρόγονοι, Ἰλ. Ζ. 209, κτλ.· ἐξ ἔτι πατρῶν, ὡς κληρονομία ἐκ τῶν προγόνων, Ὀδ. Θ. 245· ἐκ πατέρων Πινδ. Π. 8. 65. 2) οἱ γονεῖς τινος, Διον. Ἁλ. 2. 26, Διοδ. Ἐκλογ. 561. 23, Ἀλκίφρων 3. 40, 3, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 227· οὕτω Λατ. patres, Burm. Ov. Met. 4. 61, καὶ soceri (ἀντὶ socer et socrus), Gron. Liv. 1. 39, 2. 3) ὡς τὸ Λατιν. parens, ἡ μητρόπολις, ἡ πόλις ἡ ἀποστέλλουσα ἀποικίαν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀποικία, Wess. καὶ Valck. εἰς Ἡρόδ. 7. 51., 8. 22, Duker Flor. 1. 3, 9· πρβλ. πρόγονος. - (Πρβλ. Σανσκρ. pit-â, pit-ri, Ζενδ. pit-a· Λατιν. καὶ Οὐμβρ. paler· Γοτθ. fad-ar Ἀρχ. Γερμ. fat-ar, κτλ.· πρβλ. πάτρως. Λατ. pat-ruus, Ἀρχ. Γερμαν. fat-aro, Ἀγγλο-Σαξον. fadh-u (father’s sister)· ὡσαύτως πάτριος, πατρῷος, Λατ. patrius, paternus, Σανσκρ. pitryas· - ἡ ῥίζα φαίνεται ὅτι εὕρηται ἐν τῷ Σανσκρ. pâ (nutrire).
French (Bailly abrégé)
gén. πατέρος, att. et poét. πατρός;
dat. πατέρι, att. et poét. πατρί ; acc. πατέρα ; voc. πάτερ;
plur. nom. πατέρες, gén. πατέρων, dat. πατράσι, acc. πατέρας;
I. père : πατρὸς πατήρ IL, OD, etc. père du père, grand-père, aïeul;
οἱ πατέρες;
1 les parents, càd le père et la mère;
2 les ancêtres;
3 les fondateurs d’une race, souche, métropole;
II. p. anal. père, titre de respect et d’affection qu’on donnait aux vieillards.
Étymologie: R. Πα, nourrir ; cf. R. skr. Pâ ; cf. lat. pater, skr. pitâr, etc.
English (Autenrieth)
gen. πατρός and πατέρος, pl. gen. πατέρων and πατρῶν: father; pl. πατέρες, forefathers, Il. 4.405, Od. 8.245.
English (Slater)
πᾰτήρ (πατήρ, πατέρος, πατρός, πατρί, πατέρ(α), πάτερ; πατέρες, πατέρων.)
1 father υἱὲ Ταντάλου, ὁπότ' ἐκάλεσε πατὴρ (O. 1.37) Πισάτα παρὰ πατρὸς Oinomaos (O. 1.70) πατρὶ βωμῶν ἁγισθέντων Zeus (O. 3.19) ὃν πατέρ' Ἄκρων ἐκάρυξε καὶ τὰν νέοικον ἕδραν (O. 5.8) Φοίβου γὰρ αὐτὸν φᾶ γεγάκειν πατρός (O. 6.50) εὖτ' ἂν Ἡρακλέης πατρὶ ἑορτάν τε κτίσῃ Zeus (O. 6.68) ἄνδρα πατέρα τε Δαμάγητον (O. 7.17) πατρὶ δὲ πατρὸς ἐνέπνευσεν μένος (O. 8.70) ἀλλ' ὥτε παῖς ἐξ ἀλόχου πατρὶ ποθεινὸς (O. 10.86) πατρὸς δὲ Θεσσαλοἶ (O. 13.35) Πτοιοδώρῳ σὺν πατρὶ (O. 13.41) καὶ τὰν πατρὸς ἀντία Μήδειαν θεμέναν γάμον αὐτᾷ (O. 13.53) τοῖσι μὲν ἐξεύχετ' ἐν ἄστει Πειράνας σφετέρου πατρὸς ἀρχὰν καὶ βαθὺν κλᾶρον ἔμμεν (O. 13.61) “Δαμαίῳ πατρὶ δεῖξον” Poseidon, reputed father of Bellerophon (O. 13.69) ἔλθ, Ἀχοῖ, πατρὶ κλυτὰν φέροισ' ἀγγελίαν Kleodamos (O. 14.21) χάρμα δ' οὐκ ἀλλότριον νικαφορία πατέρος (P. 1.59) ἀμφοτέροις ὁμοῖοι τοκεῦσι, τὰ ματρόθεν μὲν κάτω, τὰ δ' ὕπερθε πατρός Kentauros (P. 2.48) κρύβδαν πατρός (P. 3.13) ἤ τινα Λατοίδα κεκλημένον ἢ πατέρος (P. 3.67) “πατρὸς ἐμοῦ” Aison (P. 4.106) ὀφθαλμοὶ πατρός Aison (P. 4.120) πατὴρ Βορέας (P. 4.182) πατέρ' Οὐρανιδᾶν Ζῆνα (P. 4.194) πατρὶ τεῷ, Θρασύβουλε Xenokrates (P. 6.15) (Ἀντίλοχος) ὃς ὑπερέφθιτο πατρός Nestor (P. 6.30) πρίατο μὲν θανάτοιο κομιδὰν πατρός (P. 6.39) “φυᾷ τὸ γενναῖον ἐπιπρέπει ἐκ πατέρων παισὶ λῆμα” (P. 8.45) πατὴρ δὲ θυγατρὶ φυτεύων κλεινότερον γάμον Antaios (P. 9.111) τὸ δὲ συγγενὲς ἐμβέβακεν ἴχνεσιν πατρὸς (P. 10.12) Ὀρέστα· τὸν δὴ φονευομένου πατρὸς Ἀρσινόα Κλυταιμήστρας χειρῶν ὕπο κρατερᾶν ἐκ δόλου τροφὸς ἄνελε Agamemnon (P. 11.17) ἢ πατρὶ Πυθονίκῳ τό γέ νυν ἢ Θρασυδᾴῳ (P. 11.43) εἰ δ' ἔτι ζαμενεῖ Τιμόκριτος ἁλίῳ σὸς πατὴρ ἐθάλπετο (N. 4.14) πατρὶ Σωγένης ἀταλὸν ἀμφέπων θυμὸν (N. 7.91) Δείνιος δισσῶν σταδίων καὶ πατρὸς Μέγα Νεμεαῖον ἄγαλμα (N. 8.16) πατρὶ δ' Ἀδράστοιο Λυγκεῖ τε Talaos (N. 10.12) ἄνδρα δ' ἐγὼ μακαρίζω μὲν πατέῤ Ἀρκεσίλαν (N. 11.11) τὰν Ἀσωποδώρου πατρὸς αἶσαν (I. 1.34) Αἴαντος Τελαμωνιάδα καὶ πατρός (I. 6.27) πατρὸς ἀγλαὸν Τελεσάρχου παρὰ πρόθυρον (I. 8.2) πατρὸς οὕνεκα δίδυμαι γένοντο θύγατρες Ἀσωπίδων ὁπλόταται Asopos (I. 8.17) πεπρωμένον ἦν φέρτερον πατέρος ἄνακτα γόνον τεκεῖν ποντίαν θεόν (Ahlwardt: γόν. ἄν. πατρὸς codd.: φέρτερόν γε γόνον Bury) (I. 8.32) ]ν ἀπὸ καὶ πατρός Πα. 7C. 9. ]υσε πατέρα Γοργόν[ων Phorkos Δ. 1. . μ]έμηλεν πατρὸς νόῳ Δ. 4. 35. pl. pro s., γόνον ὑπάτων μὲν πατέρων μελπόμενοι γυναικῶν τε Καδμειᾶν i. e. Dionysos, son of Zeus and Semele fr. 75. 11.
2 ancestor εὐωνύμων τε πατέρων ἄωτον (O. 2.7) σάφα δαεὶς ἅ τε οἱ πατέρων ὀρθαὶ φρένες ἐξ ἀγαθῶν ἔχρεον (O. 7.91) “λευκίππων δὲ δόμους πατέρων φράσσατέ μοι” (P. 4.117) φῶτες Αἰγείδαι, ἐμοὶ πατέρες (P. 5.76) πατρὸς δ' ἀμφοτέραις ἐξ ἑνὸς ἀριστομάχου γένος Ἡρακλέος βασιλεύει (P. 10.2) ]Φόρκοιο, σύγγονον πατέρων Δ. 1. 17, cf. (O. 13.61), 69.
3 met.
a guardian βασιλεύς, οὐ φθονέων ἀγαθοῖς, ξείνοις δὲ θαυμαστὸς πατήρ Hieron (P. 3.71) ζαθέων ἱερῶν πάτερ, κτίστορ Αἴτνας fr. 105. 3.
b φορμιγκτὰς ἀοιδᾶν πατήρ, Ὀρφεύς (P. 4.176)
4 epith. of various deities.
a Zeus. πατὴρ ὕπερ κρέμασε καρτερὸν αὐτῷ λίθον (O. 1.57) Ζεὺς πατήρ (O. 2.27) σὺν βαρυγδούπῳ πατρὶ (O. 6.81) πατέρος Ἀθαναία κορυφὰν κατ' ἄκραν ἀνορούσαισ (O. 7.36) πατρί τε θυμὸν ἰάναιεν κόρᾳ τ (O. 7.43) ἀλλ' ὦ Ζεῦ πάτερ (O. 7.87) πατρὶ μεγίστῳ (O. 10.45) Ζεῦ πάτερ (O. 13.26) αἰέναον σέβοντι πατρὸς Ὀλυμπίοιο τιμάν (O. 14.12) Ζεὺς πατὴρ (P. 3.98) “Κρονίων Ζεὺς πατὴρ” (P. 4.23) πὰρ βωμὸν πατέρος Ἑλλανίου στάντες (N. 5.10) ξεινίου πατρὸς χόλον δείσαις (N. 5.33) Ζεῦ πάτερ (N. 8.35), (N. 9.31), (N. 9.53), (N. 10.29) παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ (N. 10.55) “πάτερ Κρονίων” Polydeukes speaks (N. 10.76) “ὦ Ζεῦ πάτερ” Herakles speaks (I. 6.42) βαρυσφαράγῳ πατρὶ (I. 8.22) Μοῖσαι, κελαινεφεῖ σὺν πατρὶ (Pae. 6.56) πατὴρ δὲ Κρονίων (Pae. 15.5) Δωδωναῖε μεγασθενὲς ἀριστότεχνα πάτερ fr. 57. 2. ]πάτερ fr. 59. 2. Ζεὺς πατὴρ fr. 93. ἕσσατο ἄνακτι βωμὸν πατρί τε Κρονίῳ (sc. Ἡρακλέης) fr. 140a. 64 (38). δεξιὰν κατὰ χεῖρα πατρὸς (sc. ἡμένα Ἀθάνα) fr. 146. 2.
b Apollo. ἀκερσεκόμα πάτερ (Pae. 9.45)
c Helios. ὀξειᾶν ὁ γενέθλιος ἀκτίνων πατήρ (O. 7.70)
d Time. Χρόνος ὁ πάντων πατήρ (O. 2.17)
e Kronos. πατὴρ μέγας πόσις ὁ πάντων Ῥέας ὑπέρτατον ἐχοίσας θρόνον (O. 2.76)
5 fragg. ]πατὴρ δεπ[ (Pae. 10.9) ]ἐν δασκίοισιν πατήρ fr. 177e. ]πατρὸς ἑοῖο[ ?fr. 335. ]πατρὸς εχ[ P. Oxy. 1792, fr. 34.
Spanish
English (Abbott-Smith)
πατήρ, πατρός, -τρί, τέρα, [in LXX chiefly and very freq. for אָב;]
a father;
1.prop.,
(a)of the male parent: Mt 2:22, Lk 1:17, Jo 4:53; anarth., He 12:7 (M, Pr., 82 f.); pl., of both parents (cl.), He 11:23; οἱ π. τ. σαρκός, He 12:9;
(b)of a forefather or ancestor (in cl. usually in pl.; Hom., al.): Mt 3:9, Lk 1:73, Jo 8:39, al.; pl., Mt 23:30, 32 Lk 6:23, 26 Jo 4:20, I Co 10:1, al.
2.Metaph.,
(a)of an author, originator, or archetype (= αἴτιος, ἀρχηγός, etc.; Pind., Plat., al.): Jo 8:41-44, Ro 4:11, 12 16.
(b)as a title of respect or honour, used of seniors, teachers and others in a position of responsible authority (Jg 17:10, II Ki 2:12, Pr 1:8, al.): Mt 23:9 Ac 7:2 22:1, I Jo 2:13.
3.Of God (as in cl. of Zeus) as Father;
(a)of created things: τ. φώτων, Ja 1:17;
(b)of all sentient beings: Eph 3:14, 15 He 12:9;
(c)of men, esp. those in covenant relation with Him (freq in OT and later Jewish lit.; v. Dalman, Words, 184ff.): Mt 6:4, Lk 6:36, Jo 4:21, Ja 3:9, al.; ὁ π. ὁ ἐν (τ.) οὐρανοῖς, Mt 5:16, Mk 11:25; ὁ π. ὁ οὐράνιος, Mt 6:14 15:13; esp. in the Epp., of Christians: Ro 8:15, II Co 6:18, Ga 4:6, Eph 2:18 4:6, I Jo 2:1; c. gen. qual., τ. οἰκτιρμῶν, II Co 1:3; τ. δοξῆς, Eph 1:17;
(d)of Christ (Dalman, Words, 190 ff.);
(α)by our Lord himself: ὁ π., Mt 11:25-27, Lk 10:2, 22 Jo 5:20-23, al.; ὁ π. μου, Mt 11:27, al.; ὁ ἐν τ. οὐρανοῖς, Mt 7:11, al.; ὁ οὐράνιος, Mt 15:13; vocat., Jo 11:41 12:27, 28 17:1, 5, 11, 20, 25 (cf. Abbott, JG., 96 f.);
(β)by Apostles: Jo 1:14 (anarth.; v. M, Pr., l.c.), Ro 15:6, II Co 1:3 11:31, Eph 1:3, Col 1:3, He 1:5, I Pe 1:3, Re 1:6 (cf. Westc., Epp. Jo., 27-34).
English (Strong)
apparently a primary word; a "father" (literally or figuratively, near or more remote): father, parent.
English (Thayer)
(from the root, pa; literally, nourisher, protector, upholder; (Curtius, § 348)), πατρός, πατρί, πατέρα, vocative πάτερ (for which the nominative ὁ πατήρ is five times used, and (anarthrous) πατήρ in T Tr WH, 24,25 L T Tr WH; cf. B. § 129,5; Winer s Grammar, § 29,2; WH's Appendix, p. 158), plural πατέρες, πατέρων, πατρασι (πατέρας, ὁ (from Homer down), the Sept. for אָב, a father;
1. properly, equivalent to generator or male ancestor, and either a. the nearest ancestor: οἱ πατέρες τῆς σαρκός, fathers of the corporeal nature, natural fathers (opposed to ὁ πατήρ τῶν πνευμάτων), parents, the founder of a race or tribe, progenitor of a people, forefather: so Abraham is called, fathers i. e. ancestor's, forefathers, Homer down; so too אָבות, the founders of a race, one advanced in years, a senior: πατήρ περιτομῆς, πατήρ πάντων τῶν πιστευόντων, ἐκ πατρός τίνος εἶναι is used of one who shows himself as like another in spirit and purpose as though he had inherited his nature from him, Sophocles, Lexicon, under the word), applied to α. teachers, as those to whom pupils trace back the knowledge and training they have received: β. the members of the Sanhedrin, whose prerogative it was, by virtue of the wisdom and experience in which they excelled, to take charge of the interests of others: God is called the Father, a. τῶν φώτων (A. V. of lights i. e.) of the stars, the heavenly luminaries, because he is their creator, upholder, ruler, of all rational and intelligent beings, whether angels or men, because he is their creator, preserver, guardian and protector: G L T Tr WH; τῶν πνευμάτων, of spiritual beings, of all men (πατήρ τοῦ παντός ἀνθρώπων γένους, Josephus, Antiquities 4,8, 24): so in the Synoptic Gospels, especially Matthew , ὁ πατήρ ὁ ἐν (τοῖς) οὐρανοῖς, the Father in heaven, R G L; ἐξ οὐρανοῦ; cf. Buttmann, § 151,2{a}; Winer's Grammar, § 66,6); ὁ πατήρ ὁ οὐρανοῖς, the heavenly Father, of Christians, as those who through Christ have been exalted to a specially close and intimate relationship with God, and who no longer dread him as the stern judge of sinners, but revere him as their reconciled and loving Father. This conception, common in the N. T. Epistles, shines forth with especial brightness in γεννάω, 2d.): absolutely, Θεός καί πατήρ πάντων, of all Christians, Winer's Grammar, § 34,3b.; § 132,10), ὁ πατήρ τῶν οἰκτίρμων, τῆς δόξης, ὁ Θεός καί πατήρ ἡμῶν, Θεός πατήρ, etc., see Θεός, 3, p. 288{a}.
d. the Father of Jesus Christ, as one whom God has united to himself in the closest bond of love and intimacy, made acquainted with his purposes, appointed to explain and carry out among men the plan of salvation, and (as appears from the teaching of John) made to share also in his own divine nature; he is so called, α. by Jesus himself: simply ὁ πατήρ (opposed to ὁ υἱός), ὁ πατήρ μου, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς added, ὁ οὐράνιος, ὁ ἐπουράνιος, β. by the apostles: : John , pp. 27-34, and) below in υἱός and τέκνον.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και πατέρας, ΝΜ
1. ο γεννήτορας, ο γονιός, ο γονέας (α. «του πατέρα σου, όταν έρθεις, δε θα βρεις παρά τον τάφο», Σολωμ.
β. «ἐπῆγεν ὁ πατέρας της εἰς κάποιον ταξίδι», Διγ. Ακρ.
γ. «τοῡδε κεκλῆσθαι πατρός», Σοφ.)
2. φρ. «Πάτερ ημών» — η Κυριακή προσευχή
νεοελλ.
1. προσφώνηση ιερέων («πάτερ Νικόλαε, προσκυνώ»)
2. ειδικά για μοναχούς χρησιμοποιείται ως παράθεση πριν από το όνομά τους σε ονομ. ή κλητ. (α. «ο πατήρ Ιάκωβος» β. «είναι του πάτερ Ανανία»)
3. προσφώνηση πάτρωνα, αφεντικού («πατέρα, πώς να μην τραγουδήσω;», Κρυστάλλ.)
4. φρ. α) «έγινε πατέρας» — απέκτησε το πρώτο του παιδί
β) «είναι παιδί του πατέρα του» — έχει τα ίδια προτερήματα ή ελαττώματα με τον πατέρα του
γ) «άκουγε τον πατέρα σου κι ορμήνευε τον γιο σου» — ο γιος πρέπει να υπακούει τον πατέρα του και ο πατέρας να συμβουλεύει τον γιο του
δ) «προς πατρός» — από την πλευρά του πατέρα («ο προς πατρός θείος»)
ε) «από πατέρα» — συγγενείς από πατέρα
στ) «Πατέρες της Εκκλησίας» — οι εκκλησιαστικοί άνδρες τών πρώτων μ.Χ. αιώνων που διακρίθηκαν με τον λόγο και τα συγγράμματα, με την επιστημονική και εκκλησιαστική δραστηριότητα και με την αγιότητά τους
ζ) «φιλοσοφία τών Πατέρων» — κλάδος της φιλοσοφίας που ασχολείται με τις κοσμοθεωρίες που αναπτύχθηκαν από τους Πατέρες της Ανατολικής και της Δυτικής Εκκλησίας
η) «Άγιοι Πατέρες» — οι συνοδικοί, οι επίσκοποι που αποτελούν την Ιερά Σύνοδο
θ) «ευλογείτε, Πατέρες Άγιοι» — φράση που λέγεται από τον αναγνώστη στα μοναστήρια πριν από την ανάγνωση του συναξαρίου
ι) «πατέρες του έθνους» ή, ειρωνικά, «εθνοπατέρες» — οι αιρετοί εκπρόσωποι του έθνους, οι βουλευτές
ια) «πατέρας του έθνους» ή «πατέρας της φυλής» — εμπνευσμένος, λαοπρόβλητος ηγέτης με μεγάλες υπηρεσίες στο έθνος
ιβ) «Κυριακή τών Αγίων Πατέρων» — η έκτη Κυριακή μετά το Πάσχα και η τρίτη Κυριακή του Οκτωβρίου, κατά τις οποίες η Εκκλησία τιμά τη μνήμη τών μεγάλων Πατέρων που συγκρότησαν τις οικουμενικές συνόδους
ιγ) «πάτερ φαμίλιας» — τίτλος που αποδίδεται στον αρχηγό της οικογένειας
νεοελλ.-μσν.
1. ο Θεός, κατά τη χριστιανική αντίληψη («Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῑς «ουρανοῑς», ΚΔ)
2. ο Θεός, όπως αποκαλείται από τον Χριστό («Πάτερ, εἰς χεῑράς σου παραδίδω τὸ πνεῡμα μου», ΚΔ)
3. ο Θεός, σε αντιδιαστολή προς τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα («πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν, Πατέρα...»)
4. στον πληθ. οι πατέρες
προσηγορία τών αγίων, καθώς και τών κληρικών
νεοελλ.-αρχ.
1. στον πληθ. οι πρόγονοι, οι προπάτορες («ἐκ πατέρων» — από την εποχή τών προγόνων, ΚΔ)
2. ο δημιουργός, ο εφευρέτης ενός πράγματος, ο εισηγητής, ο πρωτεργάτης (α. «ο πατέρας της Ιστορίας» — ο Ηρόδοτος
β. «ὁ πατὴρ τῶν φώτων» — ο Θεός
γ. «χρόνος ὁ πάντων πατήρ», Πίνδ.)
αρχ.
1. στον πληθ. oἱ πατέρες
οι δύο γονείς
2. ο γεννήτορας θεών και ανθρώπων, ο υπέρτατος αρχηγός και προστάτης, ο Ζεύς («ὁ τῶν ἁπάντων Ζεὺς πατήρ», Σοφ.)
3. (κατά την Παλ. Διαθήκη) ο γεννήτορας και προστάτης του γένους του Ισραήλ («οὗτος πατήρ... ἐποίησέ σε καὶ ἔπλασέ σε», ΠΔ)
4. (κατά την εβραϊκή παράδοση) ο Αβραάμ, ο προπάτορας και γενάρχης του εβραϊκού λαού («Ἀβραὰμ τὸν πατέρα ἡμῶν», ΚΔ)
5. προσφώνηση σε πρεσβύτη ή αξιοσέβαστο πρόσωπο ή ξένο («ξεῑνε πάτερ, δείξω τοι δρόμον», Ομ. Οδ.)
6. στον πληθ. οι εποικιστές μιας πόλεως, οι οποίοι αποτελούσαν τη μητρόπολή της, οι πρόγονοι μιας αποικίας («οὐ ποιέετε δίκαια ἐπὶ τοὺς πατέρας στρατευόμενοι», Ηρόδ.)
7. τίτλος ενός βαθμού της ιεραρχίας στα μυστήρια του Μίθρα
8. το χρηματικό κεφάλαιο, επειδή γεννάει τον τόκο («τοῡ πατρὸς ἐκγόνους τόκους», Πλάτ.)
9. φρ. α) «πατρὸς πατήρ» — ο παππούς, Ομ. Ιλ.
β) «τὰ πρὸς πατρός» — από την πατρική πλευρά, πατρόθεν
γ) «συγγεγραμμένοι πατέρες» — οι πληβείοι της Ρώμης που στις αρχές τών δημοκρατικών χρόνων έγιναν δεκτοί στη ρωμαϊκή σύγκλητο, αλλιώς εκλεγέντες πατέρες ή, κατά άλλη εκδοχή, γενικά οι συγκλητικοί
δ) «πατήρ πατρίδος» — τιμητικός τίτλος που απένεμαν οι Ρωμαίοι σε διακρινόμενους αρχηγούς του κράτους
ε) «πατήρ βουλής» — τιμητικός τίτλος τών Ρωμαίων, αρχηγός, καθοδηγητής της βουλής, της συγκλήτου
στ) «πατήρ συναγωγής» — τιμητικός τίτλος στους Εβραίους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πατήρ, αντίστοιχη του μήτηρ, ανάγεται στον ΙΕ τ. pәtēr «πατέρας, αρχηγός της οικογένειας» και απαντά στις περισσότερες ΙΕ γλώσσες (πρβλ. αρχ. ινδ. pitār-, αβεστ. pitar-, λατ. pater, αρχ. ιρλ. athir, αρχ. άνω γερμ. fater, γερμ. Vater, αγγλ. father) καθώς και στη Μυκηναϊκή στον τ. pate. Η λ. πατήρ έχει ιδιαίτερη κοινωνική αξία και δηλώνει τον πατέρα ως αρχηγό της οικογένειας και εκπρόσωπο τών παλαιότερων γενεών (πρβλ. τη χρήση του τ. πατέρες με σημ. «πρόγονοι»). Παράλληλα, η λ. έχει και θρησκευτικό περιεχόμενο (πρβλ. τη χρήση της ως προσωνυμίας του Διός στις φρ. πάτερ Ζεῦ, πατήρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε). Και οι δύο αυτές χρήσεις της λ. υπάρχουν ήδη και στην ΙΕ. Η λ. πατήρ απαντά ως α' συνθετικό σε αρχαϊκά ανθρωπωνύμια με τη μορφή Πατρο- (πρβλ. Πατρο-κλῆς, Πάτρο-κλος, Πάτρ-ιππος), καθώς και ως β' συνθετικό με τις μορφές -πάτρα (πρβλ. Φιλο-πάτρα = μυκηναϊκό piropatara, Κλεο-πάτρα, Θεο-πάτρα, Νικο-πάτρα) και αργότερα -πατρoς (πρβλ. Ἀντί-πατρος, Κλεινό-πατρος, Κλεό-πατρος). Από τη λ. πατήρ προέρχονται, επίσης, και τα ανθρωπωνύμια Πατρέας, Πατρίσκος, Πάτρων, Πατρώ. Ο νεοελλ. τ. πατέρας έχει σχηματιστεί από την αιτιατική πατέρα του πατήρ κατά τα αρσ. σε -ας. Τέλος, η λ. απαντά και σε προσηγορικά ως α' συνθετικό με τη μορφή πατρο- και ως β' συνθετικό με τη μορφή -πάτωρ και σπανιότερα -πάτηρ σε υστερογενείς σχηματισμούς.
ΠΑΡ. πατριά, πατρικός, πάτριος, πατριός, πατρότητα(-της)
αρχ.
πάτρα, πατριάζω, πατριαστί, πατρίδιον, πατριστί, πατρόθεν, πατροφιστί, πατρώζω, πάτρως.
ΣΥΝΘ. (Α' Συνθετικό) πατραγαθία, πατροκτασία, πατροκτόνος, πατροπαράδοτος, πατρώνυμος
αρχ.
πατραδέλφεια, πατραδέλφη, πατραλοίας, πάτραρχος, πατρελασία, πατρογένειος, πατρογενής, πατρογενίδης, πατρογέννητος, πατρογέρων, πατροδότωρ, πατροδώρητος, πατροκασίγνητη, πατροκασίγνητος, πατροκελεύστως, πατροκόμος, πατρολάθησις, πατρολέτωρ, πατρολόος, πατρολύμας, πατρομάχος, πατρομήτωρ, πατρομύστης, πατρονόμος, πατροπάτωρ, πατροποίητος, πατροποιούμαι, πατρόπολις, πατρορραίστης, πατροστερής, πατροτυπία, πατροτύπτης, πατροφάγος, πατροφαής, πατροφεγγής, πατροφονεύς, πατροφόνος, πατροφόντης
αρχ.-μσν.
πατράδελφος, πατροδίδακτος, πατροκίνητος, πατροποθήτως
μσν.
πατρακούομαι, πατρεπωνυμία, πατρογεώργητος, πατρόδοτος, πατροείκελος, πατρόθειος, πατρόθεος, πατροθετούμαι, πατρομαχία, πατρομητρόθεν, πατρομητρόμοιος, πατρομιμήτως, πατρομιξία, πατρόμοιος, πατρόπαππος, πατροπαράδοσις, πατροπρεπής, πατροσθενής, πατροτροφώ, πατρόφιλος
νεοελλ.
πατρογονικός, πατροκλινής, πατρολογία, πατρομανώ, πατροτοπικός. (Β' Συνθετικό σε -πάτωρ) απάτωρ, προπάτωρ
αρχ.
αμφιπάτωρ, αυτοπάτωρ, βροντοκεραυνοπάτωρ, επιπάτωρ, ευπάτωρ, θεοπάτωρ, κλωποπάτωρ, κοινοπάτωρ, λιποπάτωρ, μαμμοπάτωρ, μεγιστοπάτωρ, μισοπάτωρ, μονοπάτωρ, ομοπάτωρ, ορφανοπάτωρ, ουσιοπάτωρ, πατροπάτωρ, ταυροπάτωρ, τριπάτωρ, τριτοπάτωρ, φιλοπάτωρ, χρυσοπάτωρ, ψευδοπάτωρ. (Β' συνθετικό σε -πατηρ) αινοπάτηρ, οβριμοπάτηρ, ομοπάτηρ, φιλοπάτηρ].