νεκρός: Difference between revisions

From LSJ

αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $2$3")
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[νεκρός]] [[corpse]] ἑπτὰ δ' [[ἔπειτα]] πυρᾶν νεκρῶν τελεσθέντων Ταλαϊονίδας εἶπεν (νεκροῖς coni. Wil.: τελεσθεισᾶν coni. Pauw.: v. [[τελέω]]) (O. 6.15) παῖδ' ἐκ νεκροῦ ἅρπασε (sc. [[Ἀπόλλων]], seizing the [[child]] Asklepios [[from]] the [[dead]] Koronis) (P. 3.43) pro adj., [[ἄνδρες]] [[θήν]] τινες ἀκκιζόμενοι νεκρὸν ἵππον στυγέοισι fr. 203. 2.
|sltr=[[νεκρός]] [[corpse]] ἑπτὰ δ' [[ἔπειτα]] πυρᾶν νεκρῶν τελεσθέντων Ταλαϊονίδας εἶπεν (νεκροῖς coni. Wil.: τελεσθεισᾶν coni. Pauw.: v. [[τελέω]]) (O. 6.15) παῖδ' ἐκ νεκροῦ ἅρπασε (''[[sc.]]'' [[Ἀπόλλων]], seizing the [[child]] Asklepios [[from]] the [[dead]] Koronis) (P. 3.43) pro adj., [[ἄνδρες]] [[θήν]] τινες ἀκκιζόμενοι νεκρὸν ἵππον στυγέοισι fr. 203. 2.
}}
}}
{{eles
{{eles

Revision as of 11:25, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεκρός Medium diacritics: νεκρός Low diacritics: νεκρός Capitals: ΝΕΚΡΟΣ
Transliteration A: nekrós Transliteration B: nekros Transliteration C: nekros Beta Code: nekro/s

English (LSJ)

ὁ (of a woman, Diph.129), A corpse, Hom., etc.: as substantive, in early writers always of mankind, νεκροὺς συλήσετε τεθνηῶτας Il. 6.71; ν. ἔρυον κατατεθνηῶτας 18.540: freq. of those killed in battle, τοὺς ν. ὑποσπόνδους ἀνείλοντο Th.4.44, etc.: in sg., νεκρῷ ἐούσῃ Μελίσσῃ Hdt.5.92.η'; κεῖται ν. περὶ νεκρῷ S.Ant.1240, etc.; Πατρόκλῳ ν. ὄντι Pl.R.391b: the Art. is freq. omitted even of a particular corpse, esp. when a gen. is added, ν. γυναικός, ἀνθρώπου, Hdt.2.89, 90, cf. A. Ag.659, Th.1018; later, of a fish, ν. ἰχθύος M.Ant.6.13: neut. pl. νεκρά, τά, Plu.2.773d: metaph., νεκρὰ καὶ καπνός M.Ant.12.33. 2 dying person, μυχθισμὸς νεκρῶν E.Rh.789; ν. ἀσπαίροντες Antipho 2.4.5; ν. ἀποθνῄσκοντες Th.2.52. 3 metaph., ὁ υἱός μου ν. ἦν καὶ ἀνέζησε Ev.Luc.15.24; ὄνομα ἔχεις ὅτι ζῇς καὶ ν. εἶ Apoc.3.1; ν. τῇ ἁμαρτίᾳ Ep.Rom.6.11. 4 in plural, the dead, as dwellers in the nether world, κλυτὰ ἔθνεα νεκρῶν Od.10.526, cf. 11.34, etc.; ἐν νεκροῖς LXX Ps.87(88).5; ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι = had raised from the dead Ev.Jo.12.1; ἡ ἀνάστασις ἡ ἐκ νεκρῶν = rising from the dead Ev.Luc.20.35: metaph., ζωὴ ἐκ ν. Ep.Rom.11.15. II as adjective νεκρός, νεκρά, νεκρόν, dead, first in Pi., νεκρὸς ἵππος Fr.203; ν. σώματα Mitteis Chr.31 ii 22 (ii B.C.), Ach.Tat.3.5, cf. Nic.Dam.58 J., Plu.2.685b, X. Eph.5.1, POxy.51.8 (ii A.D.), BGU1024vii26 (iv/v A.D.) (but also τὰ τῶν νεκρών σώματα Pl.Lg.959b; σῶμα… νεκροῦ E.Hec.679); νεκρὰ χελώνη Luc.DDeor.7.4: Comp. νεκρότερος AP11.135 (Lucill.). 2 inanimate, inorganic, opp. ἔμψυχος, Plot.3.6.6; οὐχὶ νεκρόν, ὥσπερ λίθον ἢ ξύλον, ἀλλὰ ζῶν Id.4.7.9; οὐρανὸς… ὢν πρὸ ψυχῆς σῶμα ν., γῆ καὶ ὕδωρ Id.5.1.2; ἡ νεκρὰ θάλασσα the Dead Sea, Paus.5.7.4, Gal.11.690, Orph.A. 1082. 3 metaph., νεκρὸς πλοῦτος Philostr.VS2.1.1.

German (Pape)

[Seite 237] ὁ (vgl. νέκυς), der Leichnam, die Leiche; bei Hom. nur von menschlichen Leichnamen; ἐν δὲ πυρῇ νεκρὸν θέσαν, Il. 24, 787; ὄφρα τάχιστα πυρὶ φλεγεθοίατο νεκροί, 23, 197; περὶ νεκροῦ δηριάασθαι, 17, 734, öfter; auch νεκροὺς τεθνηῶτας, 6, 71, wie κατατεθνηῶτας, 18, 540; die Todten in der Unterwelt, Od. 10, 526. 11, 475 ff.; ἐκ νεκροῦ ἅρπασε, Pind. P. 3, 43; oft bei Tragg., auch der Todte, ἐπισπένδειν νεκρῷ, Aesch. Ag. 1368 u. sonst, wie Soph., οἱ ἔνερθεν νεκροί, Ant. 25, der es auch adj. braucht, καλεῖ Λάϊον πάλαι νεκρόν, O. R. 1245, vgl. El. 1453; τρεῖς τῶν ἐμῶν ἐχθρῶν νεκροὺς θήσω, Eur. Med. 374; auch bei Sp. so, z. B. νεκρὰ ἐξάγειν, Luc. V. H. 1, 22. – In Prosa der Leichnam, ἀνθρώπου νεκρός, Her. 2, 90, νεκρὸς πρόσφατος γυναικός, 2, 89, Plat. oft, ἀναιρεθέντων δεκαταίων τῶν νεκρῶν Rep. X, 614 b, u. so auch Andere von den in der Schlacht Gefallenen, τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους ἀποδοῦναι, ἀπολαβεῖν, Xen. Hell. 2, 4, 12. 7, 5, 26 u. sonst oft; πολλοὺς νεκροὺς ἐποίησαν, sie machten viele Todte, richteten eine große Niederlage an, Pol. 2, 34, 12; τὴν φρουρὰν ἀπώσασθαι δυσὶ νεκροῖς ἢ τρισὶ οὐ ῥᾴδιον, mit dem Verluste von zwei oder drei Mann, Plut. Socr. gen. 17. – Einen compar. bildet Lucill. 78 (XI, 135), τὸν πολὺ τοῦ παρὰ σοὶ νεκρότερον τεκνίου. – Nach B. A. 108, 16 sagte Diphil. τήν νεκρόν.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
1 mort : οἱ νεκροί, les morts;
2νεκρός, le cadavre ; τὸ νεκρόν, m. sign.
Étymologie: R. Νεκ, faire mourir ; cf. νέκυς, lat. necare, nex.

Russian (Dvoretsky)

νεκρός:
1 мертвый, умерший, павший, убитый (Λάϊος Soph.; ἵππος Pind.; σώματα Plut.; перен. ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστι NT);
2 полный мертвецов (ὁ ν. Αἵδης ἐξεμεῖ τεθνηκότας Anth.).
II
1 мертвое тело, труп (ν. ἀνθρώπου, ν. πρόσφατος Her.);
2 мертвец, покойник (ἔθνεα νεκρῶν Hom.);
3 убитый, павший: πολλοὺς νεκροὺς ποιεῖν Polyb. перебить многих.

Greek (Liddell-Scott)

νεκρός: ὁ, (ἴδε νέκυς), νεκρὸν σῶμα, πτῶμα, Ὅμ., κλ., ἀείποτε ἐπὶ ἀνθρώπου (ἰδὲ κατωτ. ΙΙ), νεκροὺς συλήσετε τεθνηῶτας Ἰλ. Ζ. 71· νεκροὺς τ’... ἔρυον κατατεθνηῶτας Σ. 540· οὕτω, νεκρῷ ἐούσῃ Μελίσσῃ Ἡρόδ. 5. 92· κεῖται νεκρὸς περὶ νεκρῷ Σοφ. Ἀντ. 1240, κτλ.· νεκροὶ ἀσπαίροντες, ἔτι ἀγωνιῶντες, Ἀντιφῶν 119. 13· Πατρόκλῳ νεκρῷ ὄντι Πλάτ. Πολ. 391Β· - τὸ ἄρθρον συχνάκις παραλείπεται καὶ ἐπὶ ὡρισμένου νεκροῦ, μάλιστα ὅταν συνάπτηται μετὰ γενικῆς, νεκρὸς γυναικός, ἀνθρώπου Ἡρόδ. 2. 89, 90., 3. 16, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 659, Θήβ. 1013· - ἀκολούθως, νεκρά, τά, Πλούτ. 2. 773D· πρβλ. Λοβεκ. Φρύνιχ. 376. 2) ἐν τῷ πληθ., ὡσαύτως, οἱ νεκροὶ οἱ κατοικοῦντες τὸν κάτω κόσμον, κλυτὰ ἔθνεα νεκρῶν Ὀδ. Κ. 526, πρβλ. Λ. 34, κτλ.· τοὺς ἑαυτῶν ν., δηλ. τοὺς ἐν τῇ μάχῃ πεσόντας, Θουκ. 4. 44, πρβλ. 97 κἑξ. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ. συμφωνοῦν μετὰ τοῦ οὐσιαστ., νεκρός, ά, όν, πρῶτον παρὰ Πινδ. (ἐκτὸς ἐὰν οὕτως ἐκλάβωμεν τὸ ἐν Ὀδ. Μ. 10, νεκρὸν Ἐλπήνορα τεθνηῶτα)· ν. ἵππος Πινδ. Ἀποσπ. 217· τὰ σώματα τὰ ν. Πλούτ. 2. 685Β· - συγκρ. -ότερος Ἀνθ. Π. 11. 135. 2) ἐπίθετ. τοῦ Ἅιδου, αὐτόθι 1. 111. 3) ἐπίθετ. γῆς, χώρας, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 3, 13· οὕτως, ἡ ν. θάλασσα αὐτόθι 2. 2, 23, πρβλ. Παυσ. 5. 7, 4, Ὀρφ. Ἀργ. 1086.

English (Autenrieth)

dead body, corpse; with τεθνηῶτα, Od. 12.10; also νεκρῶν κατατεθνηώτων, see καταθνήσκω. Said of the inhabitants of the nether world, the dead, Il. 23.51, Od. 11.34.

English (Slater)

νεκρός corpse ἑπτὰ δ' ἔπειτα πυρᾶν νεκρῶν τελεσθέντων Ταλαϊονίδας εἶπεν (νεκροῖς coni. Wil.: τελεσθεισᾶν coni. Pauw.: v. τελέω) (O. 6.15) παῖδ' ἐκ νεκροῦ ἅρπασε (sc. Ἀπόλλων, seizing the child Asklepios from the dead Koronis) (P. 3.43) pro adj., ἄνδρες θήν τινες ἀκκιζόμενοι νεκρὸν ἵππον στυγέοισι fr. 203. 2.

Spanish

cadáver, persona muerta, difunto, muerto

English (Abbott-Smith)

νεκρός, -α, -ον, [in LXX chiefly for מֵת;]
dead,
I.as adj.,
1.prop.: Ac 5:10 20:9, Ja 2:26, Re 1:18, al.; ὡσεὶ ν., Mt 28:4, Mk 9:26, Re 1:17;of that which is subject to death, Ro 8:10.
2.Metaph.,
(a)of persons: Lk 15:24, 32; of those immersed in worldly cares, Mt 8:22, Lk 9:60; of spiritual death, Jo 5:25, Ro 6:13, Eph 5:14, Re 3:1; τ. παραπτώμασιν, Eph 2:1, 5 Col 2:13; of the opposite condition, ν. τῇ ἁμαρτίᾳ, Ro 6:11;
(b)of things regarded as inoperative, devoid of power: ἁμαρτία, Ro 7:8; πίστις, Ja 2:17, 26; ἔργα, He 6:1 9:14.
II.As subst., νεκρός, ὁ (Hom., al.), chiefly in plural (οἱ) ν., the dead: Mt 11:5, Mk 12:26, Lk 20:37, I Co 15:15, al.; ἀνάστασις (τ.) νεκρῶν, Mt 22:31, Ac 17:32, al.; ν.… ζῶντες, Mt 22:32, Mk 12:27, Ac 10:42, al.; ἀπὸ νεκρῶν, Lk 16:30; ἐκ ν., Mk 6:14, Lk 24:46, Jo 12:1, Ac 13:34, Ro 10:7, al.; πρωτότοκος ἐκ τῶν ν., Col 1:18; ζωὴ ἐκ ν., Ro 11:15; constr. praegn., ἐκ ν. ζῶντες, Ro 6:13.

English (Strong)

from an apparently primary nekus (a corpse); dead (literally or figuratively; also as noun): dead.

English (Thayer)

νεκρά, νεκρόν (akin to the Latin neco, nex (from a root signifying 'to disappear' etc.; cf. Curtius, § 93; Fick i., p. 123; Vanicek, p. 422 f)), the Sept. chiefly for מֵת; dead, i. e.:
1. properly,
a. one that has breathed his last, lifeless: ἐπί νεκροῖς, if men are dead (where death has occurred (see ἐπί, Buttmann, 2a. ε., p. 233 a at the end)), ἐγείρειν νεκρούς, as if already dead, sure to die, destined inevitably to die: τό σῶμα, τό σῶμα and τό σωμάτιον φύσει νεκρόν, Epictetus diss. 3,10, 15,3,22, 41; in which sense Luther called the human body, although alive, einen alten Madensack (cf. Shakespeare's "thou worms-meat!")); said of the body of a dead man (so in Homer often; for נְבֵלָה a corpse μετά τῶν νεκρῶν, among the dead, i. e. the buried, θάψαι τούς νεκρούς, ὀστέα νεκρῶν, Prayer of Manasseh, αἷμα ὡς νεκροῦ, הָרוּג, חָלָל, thrust through, slain, deceased, departed, one whose soul is in Hades: νεκρός ἦν, was like one dead, as good as dead, ἐν Χριστῷ, dead Christians (see ἐν, I:6b., p. 211 b), οἱ νεκροί and νεκροί (without the article; see Winer's Grammar, p. 123 (117) and cf. Buttmann, 89 (78) note) are used of the assembly of the dead (see ἀνάστασις, 2and ἐγείρω, 2): τίς ἀπό τῶν νεκρῶν, one (returning) from the dead, the world of spirits, ἐκ νεκρῶν, from the dead, occurs times too many to count (see ἀνάστασις, ἀνίστημι, ἐγεριω): ἀνάγειν τινα ἐκ νεκρῶν, ζωή ἐκ νεκρῶν, life springing forth from death, i. e. the return of the dead to life (see ἐκ, I:5), πρωτότοκος ἐκ τῶν νεκρῶν who was the first that returned to life from among the dead, πρωτότοκος τῶν νεκρῶν ζοωποίειν τούς νεκρούς ἐγείρειν τινα ἀπό τῶν νεκρῶν, to rouse one to quit (the assembly of) the dead, κρίνειν ζῶντας καί νεκρούς, κριτής ζώντων καί νεκρῶν, νεκρῶν καί ζώντων κυριεύειν, destitute of life, without life, inanimate (equivalent to ἄψυχος): τό σῶμα χωρίς πνεύματος νεκρόν ἐστιν, οὐκ ἐστιν (ὁ) Θεός νεκρῶν ἀλλά ζώντων, God is the guardian God not of the dead but of the living, τοῖς παραπτώμασιν (the dative of cause (cf. Winer's Grammar, 412 (384 f))) added, ἐν (but T Tr WH omit ἐν) τοῖς παραπτοις ἄφες τούς νεκρούς θάψαι τούς ἑαυτῶν νεκρούς, leave those who are indifferent to the salvation offered them in the gospel, to bury thee bodies of their own dead, destitute of force or power, inactive, inoperative: τῇ ἁμαρτία, unaffected by the desire to sin (cf. Winer's Grammar, 210 (199); Buttmann, § 133,12), ἁμαρτία, πίστις, R G), 26; ἔργα, powerless and fruitless (see ἔργον, 3, p. 248b bottom), θνητός, at the end)

Greek Monolingual

-ή, -ό, θηλ. και -ά (ΑΜ νεκρός, -ά, -όν)
1. αυτός που στερήθηκε τη ζωή, πεθαμένος («χελώνην ποὺ νεκρὰν εὑρών», Λουκιαν.)
2. αυτός που δεν έχει ζωτικότητα ή κίνηση, αδύνατος, άτονος, αδρανής (α. «να σέ σφίξω απεθυμάω, μα το χέρι είναι νεκρό», Σολωμ.
β. «οὐ νεκρός, ὥσπερ λίθον ἢ ξύλον, ἀλλὰ ζῶν», Πλωτίν.)
3. αυτός που δεν επιφέρει κέρδη, μη παραγωγικόςνεκρός πλούτος»)
4. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο νεκρός, η νεκρή, -ά
το σώμα του πεθαμένου, το πτώμα, το λείψανο
5. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι νεκροί
αυτοί που έχουν πεθάνει, που κατοικούν στον κάτω κόσμο, το σύνολο τών πεθαμένων («τῆς ἀναστάσεως τῆς ἐκ νεκρῶν», ΚΔ)
6. φρ. «νεκρά θάλασσα» — η θάλασσα που δεν έχει έμβια όντα
νεοελλ.
1. αυτός που δεν χρησιμοποιείται πλέον, που δεν ισχύει, άκυρος (α. «αυτός ο νόμος είναι πια νεκρός» β. «η Λατινική είναι νεκρή γλώσσα»)
2. αυτός που δεν έχει σημασία, που στερείται βαθύτερου περιεχομένου, ασήμαντοςνεκρός τύπος»)
3. φρ. α) «νεκρά φύση» η ζωγραφική απεικόνιση άψυχων αντικειμένων και νεκρών ζώων
β) «νεκρό σημείο» i) (οικον.) η κατάσταση της επιχειρηματικής δραστηριότητας κατά την οποία δεν υπάρχουν κέρδη, αλλά τα έσοδα της επιχείρησης είναι ίσα με τα έξοδά της
ii) (στις εμβολοφόρες μηχανές) το ακρότατο σημείο της διαδρομής του εμβόλου μιας μηχανής στο οποίο μηδενίζεται η γραμμική ταχύτητα του εμβόλου
γ) «νεκρά γωνία»
στρ. ζώνη πεδίου, μέσα στην οποία καθίσταται αδύνατη η βολή και η παρατήρηση λόγω παρεμβαλλόμενου τεχνητού ή φυσικού εμποδίου, η απυρόβλητη γωνία
μσν.
1. αναίσθητος, λιπόθυμος
2. αυτός που έχει στερηθεί την αθανασία, θνητός
3. υλικός, φθαρτός
4. αυτός που δεν παίρνει απάντηση ή που δεν έχει αποτέλεσμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. νέκες ανάγεται στην ΙΕ ρίζα nek- «θάνατος» και αντιστοιχεί ακριβώς με το λατ. nex, necis «βίαιος θάνατος, δολοφονία» και πιθ. το αβεστ. nas- «δυστυχία, ατύχημα». Ο αρχ. τ. νέκυς ανάγεται σε ΙΕ τ. neku-s «νεκρός, λείψανο» (το -υ- της λ. είναι μακρό) και συνδέεται με το αβεστ. nasu-, γεν. nasāvō «λείψανο». Ο τ. νεκ-ρός είναι παράλληλος τ. του νέκυς, που εμφανίζει επίθημα -ρος, αλλά δεν εμφανίζει αντίστοιχους τ. σε άλλες γλώσσες. Με τους τ. νέκυς, νεκρός συνδέονται ορισμένα ρ. της ΙΕ (πρβλ. λατ. necō, αρχ. ινδ. naśyati, αβεστ. nasyeiti, τοχαρ. Α naknastar «πεθαίνω») και το νέκταρ. Η λ. νεκρός μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή στον τ. nekiride «νέκριδες». Η λ. νεκρός επίσης εμφανίζεται ως α' συνθετικό σε μεγάλο αριθμό συνθ. με τη μορφή νεκρ(ο)- καθώς και η λ. νέκυς με τη μορφή νεκυ(ο).
ΠΑΡ. (Τού νεκρός) νεκρικός, νεκρότης (-ητα), νεκρώδης, νεκρώ(-ώνω)
αρχ.
νεκρία, νεκριμαίος, νεκρών
νεοελλ.
νέκρα, νεκρίλα. (Τού νέκυς) νέκυια
αρχ.
νεκυηδόν, νεκυϊκός, νεκυϊσμός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό νεκρο-) νεκρέγερση, νεκροβόρος, νεκροειδής, νεκροθάφτης, νεκροθήκη, νεκροκαύστης, νεκρολάτρης, νεκρομαντεία, νεκρομάντης, νεκροπάθεια, νεκρόπολη, νεκροπομπός, νεκροσυλία, νεκροτοκώ, νεκροφάγος, νεκροφόρος, νεκροφύλαξ(-κας)
αρχ.
νεκράγγελος, νεκρακαδήμεια, νεκρεγέρτης, νεκρεπάρτης, νεκρηγός, νεκροάρτης, νεκροβαρής, νεκροβαστάξ, νεκροδέγμων, νεκροδερκής, νεκροδόκος, νεκροδότης, νεκροδοχείον, νεκροδρομία, νεκροκόμος, νεκροκορίνθια, νεκροκόσμος, νεκροπέρνας, νεκροπρεπής, νεκροπώλης, νεκρορύκτης, νεκροστόλος, νεκρόταγος, νεκροτάφος, νεκροφόνος, νεκρόφρων, νεκρόχρως, νεκρόψυχος
αρχ.-μσν.
νεκραγωγός, νεκρέγερτος, νεκροποιός, νεκροχειροτόνητος
μσν.
νεκραναίσθητος, νεκροβρεφοφάγος, νεκρόδεγμος, νεκροδόχος, νεκρόζωος, νεκρονώμης, νεκροπορθμεύς, νεκροπράτης, νεκροτόκιον, νεκροφώρ
μσν.- νεοελλ.
νεκρανασταίνω, νεκρανάσταση, νεκροκρέβατο(ν)
νεοελλ.
νεκράνθεμο, νεκροβακίλλωση, νεκροβίωση, νεκρογενής, νεκρογέννητος, νεκρόδειπνο, νεκροζώντανος, νεκροθάλαμος, νεκροθάλασσα, νεκροκέρι, νεκροκεφαλή, νεκρόκοσμος, νεκρολίβανο, νεκρολογία, νεκρολόγιο, νεκρολούλουδο, νεκροπούλι, νεκροσέντονο, νεκροσέντουκο, νεκροσημαίνω, νεκροσκόπος, νεκροσπερμία, νεκροστόλια, νεκροστολίζω, νεκρόσυλος, νεκροτομή, νεκροτόμος, νεκροφανής, νεκροφιλία, νεκρόφιλος, νεκροφιλώ, νεκροφοβία, νεκρόφοβος, νεκροχώρα, νεκροψία. (Β' συνθετικό νεκρός) μυριόνεκρος
αρχ.
αυτόνεκρος, ομόνεκρος
νεοελλ.
πολύνεκρος. (Α' συνθετικό νέκυς) αρχ. νεκυαγωγή, νεκυαγωγός, νεκυάμβατος, νεκυδαίμων, νεκυηγός, νεκυηπόλος, νεκυοδαίμων, νεκυομαντείον, νεκυόμαντις, νεκυοστόλος, νεκυοφάγος, νεκυοσσόος, νεκυώριον
αρχ.-μσν.
νεκυομαντεία
μσν.
νεκυολόγος, νεκυοπομπός. (Β' συνθετικό νέκυς) αρχ. ισόνεκυς].

Greek Monotonic

νεκρός: ὁ,
I. = νέκυς, νεκρό σώμα, σορός, πτώμα, σε Όμηρ. κ.λπ.· στον πληθ., οι νεκροί, ως κάτοικοι του Κάτω Κόσμου, σε Ομήρ. Οδ.· τοὺς ἑαυτῶν νεκρούς, τους δικούς τους νεκρούς, αυτούς που σκοτώθηκαν στη μάχη, σε Θουκ.
II. ως επίθ., νεκρός, , -όν, πεθαμένος, σε Πίνδ.· συγκρ. -ότερος, σε Ανθ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: corpse, the dead (Il.), pl. the dead = inhabitant of the Underworld (Od., Th., LXX, NT), also attributive and adjectival (, -όν) dead (hell.; Pi. Fr. 203 νεκρὸν ἵππον prob. predicative).
Compounds: Often as 1. member, e.g. νεκρο-δέγμων receiving dead (Α῝ιδης, A. Pr. 153 [lyr.]); rarely as 2. member, e.g. μυριό-νεκρος with uncountable dead (μάχη, Plu.).
Derivatives: 1. Subst. νεκρών, -ῶνος m. (Tegea IIa, AP), νεκρια f. (hell. pap.; on the unknown accent Scheller Oxytonierung 46) place of the dead, grave-yard. 2. Adj. νεκρ-ιμαῖος belonging to a corpse, τὸ ν. corpse (LXX; after θνησιμ-αῖος, Chantraine Form. 49, Mél. Maspero 2, 221); νεκρ-ικός regarding the dead, τὰν. inheritance (Luc., Vett. Val.); νεκρ-ώδης corpse-like (Luc., Gal.). 3. Verb νεκρόομαι, -όω die, kill, enervate (late) with νέκρωσις be dead, the killing (late), -ώσιμα n. pl. = νεκύσια (church-writers, gloss.; Arbenz 93: θανάσιμος), -ώματα pl. dead bodies (Arist.-comm.), -ωτικός causing death (Gal.). -- In the same meaning νέκυς (posthom. -υ-) m., also adj. dead (ep. poet Il., also Hdt. and Gortyn; νέκυρ νεκρός. Λάκωνες H.); some compp., e.g. νεκυο-μαντήϊον, -εῖον oracle of the dead (Hdt.), ἰσό-νεκυς corpse-like (E. Or. 200 [lyr.], after ἰσό-θεος, s. on ἴσος). Deriv.: νέκυια f. offer to the dead, so as to call up the dead (D. S., Plu., Nic.), abstract formation in -ια for -ία as ἀλήθεια for -εία etc. (cf. Solmsen Wortforsch. 248ff.); in the same meaning νεκυϊσμός (Man.; *νεκυΐζω; on the formations in -ισμός Chantraine Form. 142 ff.); νεκύσια n. pl. feats of the dead (hell. pap.; cf. θαλύσια, γενέσια and Stengel Herm. 43, 645ff.) with Νεκύσιος m. Cret. month-name (IIa); νεκυϊκός belonging to the dead (Cyran.); νεκύα f. plantname = φλόμος (Cyran.), because used in the conjuration of the dead; after καρύα, σικύα etc.; on νεκύδαλ(λ)ος s. v. -- Besides νέκες νεκροί H. with νεκ-άς, -άδος f. heap of dead (E 886, AP; like νιφάς etc. Bechtel Lex. s.v., Chantraine Form. 352). -- Not here νῶκαρ, -αρος n. s.v.
Origin: IE [Indo-European] [762] *neḱ-(u-) violent death, corpse.
Etymology: The monosyllabic stem νέκ-ες agrees formally exactly to Lat. nex, necis f. violent death, murder and to GAv. nas- f. need, distress, IE *neḱ-s. Also the u-stem in νέκ-υ-ς returns on Iranian soil in Av. nas-u-š gen. nas-āv-ō f. m. corpse; orig. the Gr. υ is short beside Iran. u: āv (< ou̯), Beeekes-Cuypers, Mnemosyne LVI(2003)485-391; wrong Schwyzer 463. Here perhaps Lat. nequālia detrimenta. The alternatings r(o)-formation in νεκ-ρό-ς has no parallel outside Greek. (νῶκαρ will rather be non-IE, i.e. Pre-Greek; Fur. 133; s.v.) Greek has no parallels to the primary verbs (e.g. Skt. náś-ya-ti, Toch. A näk-näṣ-tär disappear, perish). -- WP. 2, 326, Pok. 762, W.-Hofmann s. necō with further forms, Mayrhofer s. náśyati. -- Not here νέκταρ.

Middle Liddell

νεκρός, οῦ, ὁ, = νέκυς
I. a dead body, corpse, Hom., etc.: —in pl. the dead, as dwellers in the nether world, Od.; τοὺς ἑαυτῶν ν. their own dead, of those killed in battle, Thuc.
II. as adj., νεκρός, ή, όν, dead, Pind.:— comp. -ότερος Anth.

Frisk Etymology German

νεκρός: {nekrós}
Grammar: m.
Meaning: Leiche, Leichnam, der Tote (seit Il.), pl. die Toten = Bewohner der Unterwelt (Od., Th., LXX, NT u.a.), auch attributivisch und adjektivisch (-ά, -όν) tot (hell. u. sp.; Pi. Fr. 203 νεκρὸν ἵππον wohl prädikativisch);
Composita: oft als Vorderglied (poet. u. sp. Prosa), z.B. νεκροδέγμων Tote aufnehmend (Ἅιδης, A. Pr. 153 [lyr.]); selten als Hinterglied, z.B. μυριόνεκρος mit zahllosen Toten (μάχη, Plu.).
Derivative: Ableitungen: 1. Subst. νεκρών, -ῶνος m. (Tegea IIa, AP), νεκρια f. (hell. Pap.; zum unbek. Akzent Scheller Oxytonierung 46) Totenstätte, Gräberfeld. 2. Adj. νεκριμαῖος zu einem Kadaver gehörig, τὸ n. Kadaver (LXX, sp. Inschr. u.a.; nach θνησιμαῖος, Chantraine Form. 49, Mél. Maspero 2, 221); νεκρικός die Toten betreffend, τὰν. Erbschaft, Nachlassenschaft (Luk., Vett. Val.); νεκρώδης leichenhaft (Luk., Gal. u.a.). 3. Verb νεκρόομαι, -όω absterben, ersterben, ertöten, entkräften (sp.) mit νέκρωσις das Abgestorbensein, die Tötung (sp.), -ώσιμα n. pl. = νεκύσια (Kirchenschriftsteller, Gloss.; Arbenz 93: θανάσιμος), -ώματα pl. abgestorbene Körper (Arist. -Komm.), -ωτικός das Absterben verursachend (Gal.). — In derselben Bed. νέκυς (nachhom. -υ-) m., auch Adj. tot (vorw. ep. poet seit Il., auch Hdt. und Gortyn; νέκυρ· νεκρός. Λάκωνες H.); einige Kompp., z.B. νεκυομαντήϊον, -εῖον Totenorakel (Hdt. u.a.), ἰσόνεκυς Leichen ähnlich (E. Or. 200 [lyr.], nach ἰσόθεος, s. zu ἴσος). Ableitungen: νέκυια f. Totenopfer, um die Toten heraufzubeschwören (D. S., Plu., Nik.), Abstraktbildung auf -ια für -ία wie ἀλήθεια für -εία usw. (vg1. Solmsen Wortforsch. 248ff.); in derselben Bed. νεκυϊσμός (Man.; *νεκυΐζω; zu den überaus zahlreichen Bildungen auf -ισμός Chantraine Form. 142 ff.); νεκύσια n. pl. Totenfeier (hell. Pap. u.a.; vgl. θαλύσια, γενέσια und Stengel Herm. 43, 645ff.) mit Νεκύσιος m. kret. Monatsname (IIa); νεκυϊκός zu den Toten gehörig (Kyran.); νεκύα f. Pflanzenname = φλόμος (Kyran.), weil bei der Totenbeschwörung benutzt; nach καρύα, σικύα usw.; zu νεκύδαλ(λ)ος s. bes. — Daneben νέκες· νεκροί H. mit νεκάς, -άδος f. Leichenhaufe (Ε 886, AP u.a.; wie νιφάς usw. Bechtel Lex. s.v., Chantraine Form. 352). — Mit Dehnstufe νῶκαρ, -αρος n. Totenschlaf (Nik., Hdn.) mit νωκαρώδης schläfrig, verschlafen (Diph.).
Etymology: Der einsilbige Stamm νέκες stimmt formal genau zu lat. nex, necis f. gewaltsamer Tod, Mord und zu g. aw. nas- f. Not, Unglück, idg. *neḱ-s. Auch der u-Stamm in νέκυ-ς kehrt auf iranischem Gebiet in aw. nas-u- Gen. nas-āv-ō f. m. Leiche, Leichnam wieder; zu gr. υ gegenüber iran. ŭ: āv Schwyzer 463 m. Lit.; eine Ableitung wird in lat. nequālia detrimenta vermutet. Dagegen hat die mit dem u-Stamm alternierende r(o) -Bildung in νεκρός, νῶκαρ kein außergriech. Gegenstück. Umgekehrt fehlen im Griechischen primäre Verba (z.B. aind. náś-ya-ti, toch. A näk-näṣ-tär verschwinden, vergehen). —WP. 2, 326, Pok. 762, W.-Hofmann s. necō mit weiteren Formen und reicher Lit., Mayrhofer s. náśyati. — Vgl. νέκταρ.
Page 2,299-300

Chinese

原文音譯:nekrÒj 尼克羅士
詞類次數:形容詞(131)
原文字根:死 相當於: (מוּת‎) (מָוֶת‎)
字義溯源:死,死人,死的,死了的人,人死了,無用的;源自(νέκρωσις)X*=屍體)。這字用了130次,其中80次將死與復活(或生命)連在一起。主耶穌說,神不是死人的神,乃是活人的神( 太22:32)。然而保羅說,基督死了又活了,為要作死人並活人的主( 羅14:9)
出現次數:總共(130);太(12);可(7);路(14);約(8);徒(18);羅(17);林前(13);林後(1);加(1);弗(4);腓(1);西(3);帖前(2);提後(2);來(7);雅(3);彼前(4);啓(13)
譯字彙編
1) 死(58) 太14:2; 太17:9; 太27:64; 太28:7; 可6:14; 可9:9; 可9:10; 可12:25; 路9:7; 路15:24; 路15:32; 路16:31; 路20:35; 路24:46; 約2:22; 約12:1; 約12:9; 約12:17; 約20:9; 約21:14; 徒3:15; 徒4:2; 徒4:10; 徒10:41; 徒13:30; 徒13:34; 徒17:3; 徒17:31; 徒26:23; 羅1:4; 羅4:17; 羅4:24; 羅6:4; 羅6:9; 羅6:13; 羅7:4; 羅8:10; 羅8:11; 羅8:11; 羅8:34; 羅10:7; 羅10:9; 羅11:15; 林前15:12; 林前15:20; 加1:1; 弗1:20; 弗2:1; 弗2:5; 腓3:11; 西1:18; 西2:12; 帖前1:10; 提後2:8; 來13:20; 彼前1:3; 彼前1:21; 啓20:5;
2) 死人(42) 太8:22; 太8:22; 太10:8; 太11:5; 太22:31; 太28:4; 可12:26; 路7:15; 路7:22; 路9:60; 路9:60; 路20:37; 路24:5; 約5:21; 約5:25; 徒23:6; 徒24:15; 徒24:21; 徒26:8; 羅14:9; 林前15:12; 林前15:13; 林前15:15; 林前15:16; 林前15:21; 林前15:29; 林前15:29; 林前15:32; 林前15:35; 林前15:52; 林後1:9; 弗5:14; 提後4:1; 來6:2; 來11:19; 來11:35; 啓1:5; 啓11:18; 啓20:12; 啓20:12; 啓20:13; 啓20:13;
3) 死人的(8) 太22:32; 太23:27; 可12:27; 路20:38; 徒10:42; 林前15:42; 彼前4:5; 啓16:3;
4) 死的(7) 羅6:11; 來6:1; 來9:14; 雅2:17; 雅2:26; 雅2:26; 啓3:1;
5) 死了(5) 可9:26; 徒5:10; 徒28:6; 西2:13; 啓1:17;
6) 死過(2) 啓1:18; 啓2:8;
7) 給死的(1) 彼前4:6;
8) (死)人(1) 啓14:13;
9) 人死了(1) 來9:17;
10) 已死了(1) 徒20:9;
11) 死裏的(1) 路16:30;
12) 死裏(1) 徒17:32;
13) 是死的(1) 羅7:8;
14) 死了的人(1) 帖前4:16

English (Woodhouse)

a dead body, dead body

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Κοινός τύπος τοῦ ποιητικοῦ νέκυς. Λατ. neco.
Παράγωγα: νεκρικός, νεκρόω -ῶ (=νεκρώνω), νέκρωμα, νέκρωσις, ἀπονέκρωσις, νεκρώσιμος, νεκρωτικός.

Léxico de magia

ὁ I 1 cadáver ποίησον αὐτὸν (τὸν νεκρόν) διακονῆσαι πρὸς τὴν Κάρωσα haz que este cadáver se ponga a mi servicio contra Carosa P XIXa 49 2 persona muerta, difunto βαυκύων, ἐξορκίζω σε, Κέρβερε, κατὰ τῶν ἀπαγξαμένων καὶ τῶν νεκρῶν καὶ τῶν βιαίως τεθνηκότων perro ladrador, te conjuro, Cérbero, por los ahorcados, los difuntos y los que han muerto violentamente P IV 1913 ὁρκίζω σε καὶ νεκρούς te conjuro a ti y a los difuntos SM 29 8 SM 50 9 II adj. -ός, -ά, -όν muerto de personas ἔγερσις σώματος νεκροῦ resurrección de un cuerpo muerto P XIII 277 de animales: un perro ἡ δεῖνά σοι θύει, θεά, ... καρδίαν ἀώρου καὶ οὐσίαν νεκροῦ κυνός fulana te ofrece, diosa, el corazón de un muerto prematuro y la entidad de un perro muerto P IV 2577 βαλὼν ἔσωθεν (τοῦ δέρματος) οὐσίαν μετὰ κατανάγκης θὲς εἰς <σ>τόμα κυνὸς νεκροῦ echa dentro de la piel entidad mágica con arveja y ponlo en la boca de un perro muerto P XXXVI 370 κυνὸς νεκροῦ κροτῶνα θλάσον εἰς τὴν ὀσφῦν estruja una garrapata de un perro muerto contra tus caderas SM 76 3 una cierva ἡ δεῖνά σοι θύει, θεά, δεινόν τι θυμίασμα ... ἅλα, στέαρ ἐλάφου νεκρᾶς fulana presenta en tu honor, diosa, una horrible ofrenda, sal y grasa de una cierva muerta P IV 2581

Translations

corpse

Abaza: псхъа; Abkhaz: аԥсы; Adyghe: хьадэ; Afar: ginaada, raysa; Afrikaans: lyk, kadawer; Ahtna: cʼezaegeʼ; Ainu: ケウ, ケウェ; Alabama: aatilli; Albanian: kufomë, meit; Alemannic German: Laicha, Leisch; Amharic: ሬሳ, አስከሬን; Antillean Creole: kadav; Ao: tesemang; Apalaí: ekepyry; Arabic: جُثَّة‎, جُثْمَان‎, جِيفَة‎; Egyptian Arabic: جتة‎; Gulf Arabic: جثة‎; Aragonese: calabre; Aramaic Classical Syriac: ܫܠܕܐ‎, ܬܓܪܘܡܬܐ‎, ܦܓܪܐ‎, ܩܘܫܪܐ‎, ܓܘܫܕܐ‎; Arapaho: 3iik; Archi: занази, лекки; Armenian: դիակ, դի, աճյուն, մարմին; Aromanian: cuhmã, lesh, mãrshi, murtãciuni; psutimi; Assamese: শ, মৰা শ; Asturian: cadabre, cuerpu; Avar: жаназа; Aymara: amaya; Azerbaijani: cəsəd, meyit, cənazə, nəş, leş; Bade: gə̀vì, ə̀gvì; Bagvalal: гьандáжим, щóтка; Baluchi: مُردَگ‎, لاشہ‎; Bambara: sǔ; Bashkir: мәйет, үлек; Basque: gorpu, hilotz; Belarusian: труп, мярцвяк; Bengali: মৃতদেহ, লাশ, মড়া, শব; Bezhta: жаназа; Biloxi: thê; Bislama: dedbodi; Bole: gū̀; Breton: kelan, korf marv; Bukusu: kumulaambo; omufu; Bulgarian: труп, мъртвец; Burmese: အသေ; Buryat: хүүр; Catalan: cos, cadàver; Cebuano: haya, minatay; Central Atlas Tamazight: ⴰⵎⵜⵜⵉⵏ, ⵍⵊⵓⵜⵜⴰ; Central Tarahumara: chuʼhuí; Ch'orti': chamen; Chamorro: kådåbet, måtai; Chechen: дакъа; Chepang: म्हङ्; Cherokee: ᎤᎵᏬᏨᎯ, ᎤᏴᎰᏒᎯ; Chicahuaxtla Triqui: niman3; Chichewa: mtembo, maliro, mzimizi, wakufa; Chinese Cantonese: 屍體, 死屍, 屍身, 屍首; Hakka: 屍首, 屍體, 死屍; Mandarin: 屍體, 尸体, 軀體, 躯体; Min Nan: 屍體, 死屍; Chiquihuitlán Mazatec: ni4ma4; Choctaw: hatak illi; Chol: kuktal, chʼujlelʌl; Chopi: cidumbu, cirumbu, lufo; Chuj: chamnak; Chuvash: виле, ӱт; Copainalá Zoque: caʼupʌ; Coptic: ⳓⲟⲗϩⲥ, ϣⲟⲗϩⲥ; Boharic: ⲙⲉⲗⲟⲥ, ⲛⲉⲕⲣⲟⲛ; Cornish: difeythyow; Corsican: cadaveru; Crimean Tatar Cyrillic: джесет, мевта, олю; Latin: ceset, mevta, ölü; Cumbric: celenn; Czech: mrtvola, mrtvý, tělo; Danish: lig, kadaver; Dargwa: жаназа; Dení: abapu, eteru; Dhivehi: ގަބުރު‎; Dutch: lijk, kreng; kadaver; Duwai: ə̀gvù; Dzongkha: རོ, བམ, ཕུང་པོ; Erzya: улов; Esperanto: kadavro; Estonian: laip; Eton:̀-mìm; Evenki: гирарикта, бучэ̄, бунӣ; Ewe: amekuku; Fang: mbim; Faroese: lík; Fiji Hindi: murdaa; Finnish: raato, ruumis, kalmo, vainaja; French: cadavre, corps, corps sans vie; Frisian North: Lieke; Saterland: Lieke; West: lyk; Friulian: cadavar; Fula: nyawkikina; Pulaar: maaiɗo; Gagauz: leş; Galician: cadáver, corpo; Gallurese: catàvaru, cadàvaru; Georgian: გვამი, ცხედარი; German: Leiche, Leichnam; Gilbertese: banna, mate, rabata; Godoberi: жаназа, ракьиме; Gothic: 𐌻𐌴𐌹𐌺, 𐌽𐌰𐌿𐍃; Greek: πτώμα, κουφάρι; Ancient Greek: πτῶμα, νεκρός, νέκυς; Greenlandic: toqungasup timaa; Guajajára: awa hetekwer umàno ma'e kwer, mànogwer; Guaraní: tetekue, te'õngue; Mbyá Guaraní: mba'e guaxu; Tapieté: t-ä'öwë; Guerrero Amuzgo: seiʼtsʼo, tsʼoo; Gujarati: લાશ, શબ; Haitian Creole: kadav; Hausa: gāwā; Hawaiian: kupapaʻu, kino make; Hebrew: גּוּפָה‎, גְּוִיָּה / גוויה‎; Herero: omutundu, otyitundu; Hidatsa: nóogdé; Highland Popoluca: tsúts; Highland Totonac: tiʼyaʼtlīhuāʼ xanīn; Hiligaynon: bángkay, minatáy; Hindi: लाश, शव; Hinukh: жаназа, ракъи; Huave: nandeow; Huehuetla Tepehua: alasanin; Hungarian: holttest, hulla; Iban: bangkai, bukang; Icelandic: lík, hræ, nár; Ido: kadavro, korpo; Igbo: ọchụ, ozu; Ilocano: minatay; Indonesian: mayat, jenazah, batang; Ingush: дакъа; Interlingua: cadavere; Inuktitut: ᐃᓄᕕᓂᖅ; Irish: corp, corpán, marbhán, marbh; Isthmus Mixe: hoʼoguiäyaʼay; toc; Italian: cadavere, corpo; Jamsay: nùwⁿó; Japanese: 死体, 屍体; Javanese: mayit, jisim, kunarpa, layon; K'iche': käminaq; Kabardian: хьэдэ; Kabyle: ljetta; Kadugli: omudi eyi, thoda-omudi theyi; Kalmyk: күш, шарл; Kannada: ಹೆಣ; Kansa: ts'é; Kapampangan: bangke; Karachay-Balkar: ёлюк; мыллык; Karakalpak: oʻlik, suʻyek; Karekare: gùbù; Karipúna: cadab; Kazakh: мәйіт, өлік; Khakas: сӧӧк, тоң сӧӧк; Western Parbate Kham: मोःरो; Khmer: សាកសព, សព, ខ្មោច, សវ, សរីរៈ; Kimbundu: kimbi; Komi-Permyak: шой; Komi-Zyrian: шой; Kongo: mvumbi, nyômbo; fwila; Konkani: moḍeñ; Korean: 시체(屍體), 주검, 송장, 시신(屍身), 사체(死體); Kumyk: сюек, оьлю; Kurdish Central Kurdish: تەرم‎, کەلاک‎, لاشە‎, مەیت‎, لەش‎; Northern Kurdish: cenaze, cendek, term, kelex, meyît; Kven: ruumis; Kyrgyz: өлүк; Ladin: cadaver, mort; Lak: жаназа, нурчӏи; Lakota: wičhát'a; Lao: ກະເລວະຣາ, ຄາບ, ຂອນຜີ; Latgalian: myrūņs, nabašnīks; Latin: cadaver; Latvian: līķis, mironis; Laz: პასალი; Lezgi: мейит, кьейи, леш; Ligurian: cadaveru; Limburgish: liek, kadaver; Lingala: ebembe; Lithuanian: lavonas; Livvi: hašku; Lombard: cadàer; Low German: Liek; Dutch Low Saxon: kedaver; Lozi: sibimbi, situpu; Luba-Kasai: citàlù; Luganda: omulambo; Luhya: kumubili; Luxembourgish: Läich, Kadaver; Maasai: ɛm-pɔ́pɔ̀ŋ, ɔl-mɛ́nɛ́ŋaní; Macedonian: труп, леш; Machiguenga: kamatsírini; Madurese: mayyit; Maia: tabum; Makonde: mtuhi; Malagasy: faty; Malay: mayat, jenazah, jasad; Malayalam: ശവം; Maltese: katavru; Manchu: ᡤᡳᡵᠠᠨ; Mangarevan: tupapaku; Manx: corp, oll, convayrt; Maore Comorian: mufu, šipinda; Maori: tūpāpaku, kōhiwi, kōiwi; Mapudungun: ḻa; Maranao: bangkai; Marathi: मुडदा; Mari Eastern: виля; Western: виля; Maxakalí: xaxxok; Meru: mukou; Mezquital Otomi: alma; Mian: háam; Middle English: corps, cors; Middle Persian:,; Miya: vī̀yaw; Moksha: ловажа; Mongolian Cyrillic: хүүр, цогцос; Motu: masena, pani; Muduapa: podana; Musey: ɦàànà, mātnā; Nahuatl: micquetl, micqui; Nauruan: gatduwen; Navajo: diné daninéhígíí; Neapolitan: cadavere; Nepali: मुर्दा, मुदार्, लाश; लास; Ngamo: gùbù; Nganasan: буедү-; Ngarrindjeri: krinkari; Ngazidja Comorian: maiti; Ngizim: gùvù; Norman: cadâvre; North Marquesan: tupapaku; Northern Qiang: ʐmu; Northern Sami: rumaš; Northern Sotho: setopo, nkhu; Norwegian Bokmål: lik, kadaver, nåe, dødning; Nyole: omulambo, omufu; Occitan: cadabre, cadabre; Ojibwe: jiibay; Old East Slavic: трупъ; Old English: līċ; Old High German: līh; Old Irish: marbán; Old Javanese: wangke; Old Norse: lík, nár; Old Prussian: nowis; Old Saxon: līk; Oriya: ଳାକ୍, ଶବ, ମୃତଦେହ, କଟ; Oromo: reeffa; Ossetian: мард, мардыбуар; Ottoman Turkish: جنازه‎; Ozumacín Chinantec: jmɨ-ngo·ǀ kih·ǀ hlɨɨ·/; Pali: chava; Palu'e: ata mata; Papantla Totonac: ni̲n, xaní̲n; Papiamentu: kadaver; Parakanã: erewer, etekwer; Pashto: نعش‎, جسد‎, مړى‎, درنګه‎; Paumarí: aba'o-; Persian: جنازه‎, جسد‎, کالبد‎, لاشه‎; نعش‎, نسا‎, لش‎; Dari: نعش‎, لاش‎, جنازه‎; Picard: cadafe; Piedmontese: cadàver; Pirahã: kuabec; Pitjantjatjara: miri; Pitta-Pitta: kunhtha; Plains Cree: ᒥᔭᐤ; Plautdietsch: Leich; Polish: zwłoki, trup, ciało, truchło; Portuguese: cadáver, corpo; Punjabi: ਲੋਥ; Purepecha: uarhiri; Quechua: aya; Rapa Nui: pâpaku; Rarotongan: tupapaku; Romagnol: cadêvar; Romanian: cadavru, corp mort; Romansch: cadaver, bara; Rumu: kumakâi, purì; Russian: труп, мёртвое тело, мертвец, мертвяк, мёртвый, падаль; Rusyn: труп, трупло; Rwanda-Rundi: umurambo, intumbi; ikigaga, ikigagara, ikiziga, umuvyimba; Sami Kildin: ёамм-олма; Northern: liika; Samoan: tagata oti; San Juan Atzingo Popoloca: ntōe chojni tsíqʼuen; ntōe co tsíqʼuen; Sango: küi, kïnda; Sanskrit: शव; Sardinian Campidanese: catàvaru, cadàveri; Logudorese: càdaru, cadàvere, carasu; Sassarese: morthu, murthogiu; Scots: corp, lyke; Scottish Gaelic: corp, marbhan, cairis, closach, lubha; Serbo-Croatian Cyrillic: ле̏ш, трупло; Roman: lȅš, trúplo; Seri: ziix hacx cmiih; Sherpa: रो; Shona: chitunha Sichuan Yi: ꂾꈠ, ꊿꂿ; Sicilian: cadaviri; Sindhi: لاشَ‎, لوٿَ‎, مَيْٿُ‎, سِرِيهُ‎, مَڙهُ‎, مُرْدو‎, مَيَتُ‎; Sinhalese: මළ සිරුර, මළ කඳ; Slovak: telo, mŕtvola, pozostatky; Slovene: truplo; Sogdian Somali: rakh, miyid; bakhti; Sorbian Lower: śěło, śěłko; Upper: ćěło; Sotho: setopo; South Efate: temat; South Marquesan: tupapaʻu; Southern Altai: ӧлгӧн кижиниҥ сӧӧги, сек; Southern Ohlone: morkinis; Spanish: cuerpo, cadáver; Sranan Tongo: dedeskin, dede; Sudovian: novis; Sumerian: 𒇿, 𒈚; Sundanese: mayit, layon; Svan: გვამი; Swahili: maiti, mfu; Swazi: úmùfí; Swedish: lik, kadaver, as; Tabasaran: майит, жжандак; Tabasco Chontal: ajchäme; Tacana: emanu s'a ekita; Tagalog: bangkay; Tahitian: tūpāpa'u; Tajik: майит, мурда, ҷасад, ҷаноза, лош; Tamil: பிணம்; Tatar: мәет, гәүдә, корпус, бәдән; Teke-Tege: kabìmà, nkwóonó; Telugu: శవం, శవము; Tenharim Kagwahiv: avujipava; Parintintín: aranongar, avujipav; Tepeuxila Cuicatec: tna21an4; Tetum: mate isin; maten; Thai: ศพ, อสุภ; Tibetan: རོ; Tigrinya: ሬሳ, በድኒ; Tindi: джаназа, къаркъала; Tocharian B: śwāl*; Tok Pisin: daiman; Totontepec Mixe: o̲o̲ʼcpa; Tsez: жаназа; Tsimané: sänaquety, sänaques, so'vo'; Tswana: serepa, setopo; Tuamotuan: tupapaku, tupua; Turkish: ceset, naaş; Turkmen: meýit, jeset, läsh; Tuscarora: uyáʔneh; Tuvaluan: foitino mate; Tuvan: мөчү сөөк, скелет; Tzeltal: chamen winic; Udmurt: шӧй, ӧлемсэй; ӧлакса; Ugaritic: 𐎔𐎂𐎗; Ukrainian: труп, мертвець, мрець; Umbundu: ochivimbu; Urdu: لاش‎, جسد‎, شو‎; Uyghur: جەسەت‎, مۇردا‎, ئۆلۈك‎; Uzbek: oʻlik, jasad, murda; Venetian: cadàvere; Veps: kolliihibj; Vietnamese: xác, thi thể, tử thi, thây; Volapük: fun, menafun; Walloon: cadâve, coir, curêye; Wanga: omulambo; Waray-Waray: minatay; Wastek: tsamneo, tsemēlon; Welsh: celain, corff, abar, abo, burgyn; White Hmong: lub cev tuag; Wojenaka: flé; Wolof: néew; Xavante: dahâibahâ, dahâiba warõ; Xhosa: isidumbu; Xicotepec de Juárez Totonac: xanīn, sputniʼ; Yakut: өлүк; Yiddish: מת‎, מעס‎, בר־מינן‎; Yoruba: òkú ènìyàn; Yosondúa Mixtec: ndɨyɨ; Yucatec Maya: kimen, aj kiimén; Yup'ik: tuqumalria; Yurok: kesomuey, moyken; Zapotec Isthmus: gueʼtuʼ; Yatzachi: cuerp; Zoogocho: ben̲at; Zazaki: meyît, cendeg, cesed, merde, merdi, les, cınaza, kadawra; Zoogocho Zapotec: anima; Zulu: isidumbu; ǃXóõ: ǀʻáã‎