μένω
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
English (LSJ)
Ep. inf.
A μενέμεν Il.5.486; Arc. pres. part. μίνονσαι Schwyzer 657.49 (Tegea, iv B.C.); Ep., Ion. impf. μένεσκον Il.19.42, Hdt.4.42: Ep., Ion. fut. μενέω Il.19.308, Hdt.4.119; Att. μενῶ Ar.Ach.564, etc.: aor. ἔμεινα Il.15.656, etc.: pf. μεμένηκα D.18.321; cf. μίμνω:—stay, wait:
I stand fast, in battle, οὐδ' ἴφθιμοι Λύκιοι μένον, ἀλλὰ φόβηθεν Il.16.659; μενέω καὶ τλήσομαι 11.317; φεύγειν μηδὲ μένειν Orac. ap.Hdt.1.55, cf. X.Cyr.3.3.45, S.OT295; ἐμπέδως μ. A.Ag.854; ἀραρότως Id.Supp.945; μ. κατὰ χώραν, of soldiers, Th.4.26.
2 stay at home, stay where one is, Il.16.838; ἔντοσθε μένοντες Hes.Th. 598; μ. αὐτοῦ Hdt.8.62; οἴκοι A.Fr.317; εἴσω δόμων Id.Th.232; κατ' οἶκον E.IA656; ἐν δόμοις Pi.N.3.43, S.Aj.80; ἔνδον Amphis 1.3.
b lodge, stay, παρὰ ματρί Pi.P.4.186; πρὸς τοὺς γονέας Hp. Ep.13; ἐκεῖ Plb.30.4.10 codd. (fort. οἴκοι), cf. Alciphr.3.5.
c μ. ἀπὸ ἧς ἀλόχοιο stay away, be absent from... Il.2.292; ἀπὸ πτολέμοιο 18.64: and so abs., to be a shirker, ἴση μοῖρα μένοντι καὶ εἰ μάλα τις πολεμίζοι 9.318.
d οἱ μένοντες, opp. οἱ φεύγοντες (exiles), IG12.10.27.
3 stay, tarry, ἐς ἠέλιον καταδύντα Od.17.570; μενέουσι, εἰς ὅ κέ περ Τροίην διαπέρσομεν Il.9.45; loiter, be idle, 11.666, A.Pers. 796; οἱ μένοντες X.An.4.4.19, etc.
4 of things, to be lasting, remain, stand, στήλη μένει ἔμπεδον Il.17.434; ἀσφαλὲς αἰὲν… μένει οὐρανός Pi.N.6.4; τάδ' αἰανῶς μένοι A.Eu.672; αἰῶνα δ' ἐς τρίτον μένει Id.Th.744 (lyr.); opp. φέρεσθαι, Pl.Phdr.261d; εἰ μηδὲν μένει if nothing is fixed, Id.Cra.440a; τὴν μεμενηκυῖαν κρίσιν Phld.Sto.339.15; οἱ μένοντες (sc. ἀστέρες) having no proper motion, opp. οἱ πλάνητες, Arist.Cael.290a21; μένων κύκλος Autol.12, al., Ptol.Hyp.1.3; μένουσιν ἀριστοκρατίαι are stable, permanent, Arist.Pol.1308a3.
b μ. παρά τινι remain in one's possession, CPR18.37 (ii A.D.), etc.
5 of condition, remain as one was, of a maiden, Il.19.263; τῶν βεβαίως μοι φίλων μενόντων Ps.-Philipp. ap. D.12.11; τὸ νόμισμα βούλεται μένειν Arist.EN1133b14: generally, stand, hold good, ἢν μείνωσιν ὅρκοι E.Andr.1000; μένειν τὸ ὅρκιον κατὰ χώρην Hdt.4.201; εἰ τὰ πρότερον μένει ἡμῖν ὁμολογήματα Pl.Grg. 480b; μ. τὰ βουλήματα καὶ οὐ μεταρρεῖ Arist.EN1167b7; of circumstances, οὐ μενεῖν κατὰ χώραν τὰ πράγματα Th.4.76; οὐδαμὰ ἐν τὠυτῷ μ., of prosperity, Hdt.1.5; μένειν ἐμπέδοις φρονήμασι S.Ant.169; μ. ἐπὶ τούτων [ἃ κατέστραπται] remain contented with... D.4.9; μ. ἐπὶ τούτοις Isoc.8.7; ἐπὶ τούτῳ τῷ βίῳ μ. be content with... Pl.R. 466c, cf. 496b; μ. ἐλεύθερον Men. 145; of wine, keep good, Plb.12.2.8.
6 abide by an opinion, conviction, etc., ἐπὶ τῷ ἀληθεῖ Pl.Prt. 356e; μενέτωσαν ἐν τοῖς διαγνωσθεῖσι Lex ap.D.21.94; ὁ μένων the party which observes an engagement, PTeb.391.24 (i A.D.).
7 impers. c. inf., it remains for one to do, μένει… ἐκτίνειν θέμιν A.Supp.435 (lyr.); τοῖς πᾶσιν ἀνθρώποισι κατθανεῖν μένει E.Fr.733.
II trans., of persons, await, expect (cf. μίμνω), ἡμέρας μεῖναι φάος Id.Rh.66; τοὺς Ἰλλυριούς Th.4.124, cf. 8.78; esp. await an attack without blenching, Δαναοὶ Τρῶας μένον ἔμπεδον, οὐδὲ φέβοντο Il.5.527, cf. A.Th.436; of a rock, bide the storm, Il.15.620; ἀπορίαν γὰρ οὐ μενῶ E.Ph.740: reversely of things, τὸ μόρσιμον γὰρ τόν τ' ἐλεύθερον μένει awaits him, A.Ch.103; ἐπίξηνον μένει (sc. με) Id.Ag.1277; ἀγὼν γὰρ ἄνδρας οὐ μένει λελειμμένους Id.Fr.37; δεσμά με καὶ θλίψεις μένουσιν Act.Ap.20.23.
2 c. acc. et inf., wait for, ἦ μένετε Τρῶας σχεδὸν ἐλθέμεν; wait ye for the Trojans to come nigh? Il.4.247; οὐ μενῶ πόσιν μολεῖν E.Andr.255; μένον δ' ἐπὶ ἕσπερον ἐλθεῖν they waited for evening's coming on, Od.1.422, etc.; οὐκ ἔμειν' ἐλθεῖν τράπεζαν νυμφίαν Pi.P.3.16; τί μένεις… ἰέναι; why wait to go? Thgn.351; μένω δ' ἀκοῦσαι I wait, i.e. long, to hear, A.Eu.677, cf. Ag.459 (lyr.). (Cf. OPers. man- 'wait', Lat. maneo.)
German (Pape)
[Seite 133] fut. μενῶ, ep. μενέω, aor. ἔμεινα, perf. μεμένηκα, μένεσκον, Her. 4, 42 (vgl. auch μάμνω), maneo, – 1) bleiben; – a) Stand halten, in der Schlacht, im Kampf, im Gegensatz von fliehen; οὐδ' ἴφθιμοι Λύκιοι μένον, ἀλλ' ἐφόβηθεν πάντες, Il. 16, 659, vgl. 8, 79. 19, 310; im Gegensatz von φεύγειν, Xen. Cyr. 2, 1, 9; ὄφρα τέως αὐτός τε μένω καὶ λαὸν ἐρύκω, Il. 24, 658; oft mit τλῆναι verbunden, δύντα δ' ἐς ἠέλιον μενέω καὶ τλήσομαι ἔμπης, 19, 308; δέδοκταί σοι μένοντι καρτερεῖν, Soph. Phil. 1256. – b) übh. bleiben, an der Stelle, wo man ist; αὖθι μένω μετὰ τοῖσι – ἠὲ θέω μετὰ σ' αὖτις, Il. 10, 62; ἐν δήμῳ, 9, 634; οἴκοι u. ä. oft; ἔντοσθε, Hes. Th. 598; παρὰ ματρί, Pind. P. 5, 186; ἐν δόμοις, N. 3, 41; σὸν δ' αὖ τὸ σιγᾶν καὶ μένειν εἴσω δόμων, Aesch. Spt. 214; übertr., μένει τὸ θεῖον δουλίᾳ περ ἐν φρενί, Ag. 1054; vgl. Soph. οὐ γάρ ποτε μένει νοῦς τοῖς κακῶς πράσσουσιν ἀλλ' ἐξίσταται, Ant. 559; μενῶν δόμοις, O. R. 1291; auch ἐμοὶ μὲν ἀρκεῖ τοῦτον εἰς δόμους μένειν, Ai. 80; μένε ἐπὶ στρωτοῦ λέχους, Eur. Or. 313; κατ' οἶκον, I. A. 656; αὐτοῦ, Her. 8, 62; u. sonst in Prosa, ἐν τῷ αὐτῷ τιμήματι, Plat. Legg. V, 744 c, κατὰ χώραν, Tim. 83 a (vgl. unter d), ἐν ταὐτῷ, Euthyd. 288 a; mit Hervorhebung des Gegensatzes der Bewegung, μὴ μένοντες, ἀλλὰ βαδίζοντες, Euthyphr. 15 b; μένοντες ἢ ἀναστρέφοντες, Lach. 191 e; μένοντά τε καὶ φερόμενα, Phaedr. 261 d; auch ἐν τῷ ἐπιτηδεύματι, ἐπὶ τούτῳ τῷ βίῳ, Rep. VI, 494 a V, 466 c; – οἱ μένοντες, die Zurückbleibenden, im Gegensatz der Vorrückenden, Xen. An. 4, 4, 19. – Dagegen μένειν ἀπό τινος, von Etwas fern-, wegbleiben, Il. 2, 292. 18, 64. – c) auch mit dem Nebenbegriff der Unthätigkeit, verweilen; Ἀχιλλεὺς νηυσὶν ἔπι γλαφυρῇσι μένει, Il. 14, 367, vgl. 9, 318. 11, 666; π οῖ γὰρ μενεῖς ῥᾴθυμος, Soph. El. 946; μένειν ἐπὶ τούτων, dabei sich ruhig verhalten, sich beruhigen, im Gegensatz von προσπεριβάλλεσθαι, Dem. 4, 9. – d) von leblosen Dingen, feststehen; ὥςτε στήλη μένει ἔμπεδον, Il. 17, 434; ἀσφαλὲς αἰὲν ἕδος μένει οὐρανός, Pind. N. 6, 4; ὁ νόμος μένει, Eur. I. T. 959; κατὰ χώρην, vom Eide, unverändert bleiben, seine volle Kraft behalten, Her. 4, 201; vgl. Eur. Andr. 1001; Plat. εἴπερ τὰ πρότερον μένει ἡμῖν ὁμολογήματα, Gorg. 480 h; μεινάσης τῆς πολιτείας, Legg. VI, 753 b; αἱ σπονδαὶ μενόντων, Xen. An. 2, 3, 24. – 2) warten, harren; mit folgdm acc. c. inf., ἦ μένετε Τρῶας σχεδὸν ἐλθέμεν; wartet ihr, daß die Troer herankommen? Il. 4, 247; μένον δ' ἐπὶ ἕσπερον ἐλθεῖν, sie warteten, bis der Abend herankomme, Od. 1, 422; μένον εἵματα τερσήμεναι, 6, 98; οὐδ' ἔμειν' ἐλθεῖν τράπεζαν, bis die Speisen kämen, Pind. P. 3, 16; ähnl. μένω δ' ἀκοῦσαι, zu hören harre ich, Aesch. Eum. 647; δίκης γενέσθαι τῆσδ' ἐπήκοος μένω, 702. – 3) c. acc., – a) den Feind im Kampfe abwarten, den Angriff aushalten, ohne zu weichen, den Feind bestehen, aushalten; ἃς Δαναοὶ Τρῶας μένον ἔμπεδον, οὐδ' ἐφέβοντο, Il. 5, 527; Ἀργεῖοι οὐκ ἐλάθοντο ἀλκῆς, ἀλλ' ἔμενον Τρώων ἐπιόντας ἀρίστους, 13, 836; οὐκ ἂν δὴ μείνειας αὐτόν; könntest du nicht Stand halten gegen ihn? 3, 52; auch σῦς, ὅςτε μένει κολοσυρτὸν ἀνδρῶν, 13, 471, u. ὡς δὲ δράκων ἄνδρα μένῃσι, 22, 93; τίς ἄνδρα κομπάζοντα μὴ τρέσας μενεῖ, Aesch. Spt. 418, vgl. Pers. 239; – b) abwarten, erwarten; von Pferden, ὄφρ' ἔμπεδον αὖθι μένοιεν νοστήσαντα ἄνακτα, Il. 13, 37; μεῖναί τέ με κεῖνον ἄνωγας, Od. 15, 346; ὅστις βοὴν σάλπιγγος ὁρμαίνει μένων, Aesch. Spt. 376; auf Einen warten, ihm bevorstehen, τὸ μόρσιμον γὰρ τόν τ' ἐλεύθερον μένει, Ch. 101, vgl. Eum. 515; οἵαν σε μένει πυθέσθαι παιδὸς δύσφορον ἄταν, Soph. Ai. 628; ἀλλά τοι θεῶν ἀρὰ μενεῖ σ' ἀπιστήσαντα, Tr. 1230; οὐκ οἶδα οἷά νιν μένει παθεῖν, Eur. Troad. 431; ἡμέρας μεῖναι φάος, das Tageslicht abwarten, Rhes. 66; ξίφος μενεῖ σε μᾶλλον ἢ τοὐμὸν λέχος, Mel. 809; τρεῖς ἡμέρας ἐπέσχον τοὺς Ἰλλυρίους μένοντες, Thuc. 4, 124; τοὺς ὁπλίτας, auf die Schwerbewaffneten warten, Xen. An. 4, 4, 20; μενοῦμεν τούτους, ἕως ἂν ἔλθωσιν, Plat. Legg. VIII, 833 c; – Sp. – Adj. verb. μενετέον; Plat. Rep. I, 328 b; Xen. Hell. 3, 2, 9; auch μενητέον, vgl. Lob. zu Phryn. 446.
French (Bailly abrégé)
1f. μενῶ, ao. ἔμεινα, pf. μεμένηκα;
I. intr. demeurer, rester, càd :
1 être fixe, stable, sédentaire : ἐν δόμοις SOPH, δόμοις SOPH, εἴσω δόμων ESCHL, κατ' οἶκον EUR rester à l'intérieur de sa maison ; κατὰ χώραν THC rester dans un pays ; ἐν τῷ ἐπιτηδεύματι PLAT s'en tenir à son dessein ; ἐπὶ τῷ βίῳ PLAT s'en tenir au genre de vie qu'on a ; particul. avec idée de perpétuité μένει ἡ στήλη IL (comme) une colonne reste fixe ; fig. ὁ νόμος μένει EUR la loi subsiste;
2 rester de pied ferme, tenir bon : οὐ μ. SOPH céder;
3 rester en arrière : οἱ μένοντες XÉN les traînards;
4 rester, demeurer, habiter;
II. tr. 1 attendre : τινα ou τι, qqn ou qch ; μένω δ' ἀκοῦσαι ESCHL je reste pour écouter ; μένειν εἰσόκεν, avec le sbj. attendre que ; θεῶν ἀρὰ μένει σε SOPH la malédiction des dieux t'attend;
2 attendre de pied ferme, acc..
Étymologie: R. Μεν, rester ; cf. lat. maneo.
2seul. pf. μέμονα;
avoir un désir, désirer, souhaiter, vouloir : τι, qch ; avec un inf. souhaiter de faire qch, désirer faire qch.
Étymologie: R. Μεν, cf. μένος.
Russian (Dvoretsky)
μένω: (aor. ἔμεινα, pf. μεμένηκα, эп.-ион. impf. μένεσκον, эп. inf. μενέμεν)
1 стоять на месте, стойко держаться (οὐ μένον, ἀλλ᾽ ἐφόβηθεν Hom.; τοῖς πολεμίοις τὸ φεύγειν ἢ τὸ μ. αἱρετώτερον Xen.);
2 оказывать сопротивление, выдерживать: οὐκ ἂν δὴ μείνειας Μενέλαον; Hom. что же ты не сразился с Менелаем?;
3 ждать, ожидать, поджидать (Τρῶας ἔμπεδον Hom.; τοὺς ὁπλίτας Xen.; μένον δ᾽ ἐπὶ ἕσπερον ἐλθεῖν Hom.): μένω δ᾽ ἀκοῦσαι πῶς ἀγὼν κριθήσεται Aesch. я жду, чтобы услышать, каков будет исход борьбы;
4 оставаться, пребывать (ἐν δήμῳ, οἴκοι Hom.; παρὰ ματρί Pind.; εἴσω δόμων Aesch.; ἐν δόμοις Soph.; κατ᾽ οἶκον Eur.; μέχρι τῆς σήμερον NT): οἱ μείνοντες Xen. оставленные для несения охраны; μ. ἐν τῷ ἐπιτηδεύματι Plat. оставаться при своем намерении; μ. ἐπί τινος Dem. оставаться при чем-л., т. е. довольствоваться чем-л.;
5 оставаться в покое, быть неподвижным (ὥστε στήλη Hom.): μένοντά τε καὶ φερόμενα Plat. покоящееся и движущееся; πάντα χωρεῖ καὶ οὐδὲν μένει Herillus ap. Plat. все движется и ничто не покоится; οἱ μένοντες (sc. ἀστέρες) Arst. неподвижные звезды;
6 перен. (тж. μ. ἐν ταὐτῷ Plat.) быть незыблемым, быть неизменным, оставаться в силе, длиться (αἱ σπονδαὶ μενόντων Xen.): μ. ἐπὶ τῷ πολέμῳ Dem. продолжать войну;
7 оставаться вдали, быть далеким (ἀπὸ ἦς ἀλόχοιο, ἀπὸ πτολέμοιο Hom.);
8 оставаться бездеятельным, сидеть без дела, бездействовать (ἐπὶ νηυσίν Hom.);
9 ожидать, в смысле предстоять (οὐκ οἶδ᾽ οἷά νιν μένει παθεῖν Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
μένω: Ἰων. παρατ. μένεσκον Ἰλ. Τ. 42, Ἡρόδ. 4. 42· Ἰων. μέλλ. μενέω Ἰλ. Τ. 308, Ἡρόδ. 4. 119, κτλ., Ἀττ. μενῶ: ἀόρ. ἔμεινα· πρβλ. μεμένηκα (συνηθέστερον τὸ σύνθ. ἐμ-) Δημ. 331. 28· - οἱ λοιποὶ ὁμαλοὶ χρόνοι εἶναι κοινοί· - ῥημ. ἐπίθ. μενετός, μενετέον, παρὰ μεταγεν. μενητέον: - ὡσαύτως παρὰ τοῖς Ἀττ. ποιηταῖς μετ’ ἀναδιπλ. μίμνω, ὅ ἐστι μι-μένω, ἴδε τὰς λ. (Πρβλ. τὸ Λατ. maneo· ἴδε ἐν λ. *μάω). Μένω ἔν τινι θέσει, πολύ, περιμένω: Ι. μένω, διαμένω σταθερός, ἐν τῇ θέσει μου ἐν μάχῃ, ὑπομένω, Ὅμ· ὅστις συνάπτει αὐτὸ (ὡς συνώνυμον) μετὰ τοῦ τλῆναι, ἀντίθετ. τῷ φεύγειν· οὕτω καὶ παρ’ Ἀττ.· ἐμπέδως μ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 854· ἀραρότως ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 945· μ. κατὰ χώραν, ἐπὶ στρατιωτῶν, Θουκ. 4. 26. 2) μένω οἴκοι, μένω ὅπου εἶμαι, μένω ἀκίνητος, Ἰλ. Π. 838· ἀλλὰ πληρέστερον, ἔντοσθε μένειν Ἡσ. Θ. 598· μ. αὐτοῦ Ἡρόδ. 8. 62· οἴκοι Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 300. εἴσω δόμων ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 232· κατ’ οἶκον Εὐρ. Ι. Α. 656· ἐν δόμοις Σοφ. Αἴ. 80· ἔνδον μένεις Ἄμφις ἐν «Ἀθάμαντι» 1· - ἁπλῶς, παραμένω, διαμένω, κατοικῶ, πρός τινα Ἱππ. 1276. 34· ἐκεῖ Πολύβ. 30. 4, 10, πρβλ. Ἀλκίφρ. 3. 5· - ἀλλά, μ. ἀπό τινος, διαμένω μακράν τινος, ἀπουσιάζω ἀπό τινος, Ἰλ. Β. 292, Σ. 64. 3) διαμένω, χρονοτριβῶ, ἐς ἠέλιον καταδύντα Ὀδ. Ρ. 570· μενέουσιν, εἰσόκε περ Τροίην διαπέρσομεν Ἰλ. Ι. 45· μετά τινος ἐννοίας βραδύτητος ἢ ὀκνηρίας, Ι. 318, Λ. 666, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 796· οἱ μένοντες Ξεν. Ἀν. 4. 4, 19, κτλ. 4) ἐπὶ πραγμάτων, διατηροῦμαι, διαμένω, διαρκῶ, παραμένω, στήλη μένει ἔμπεδον Ἰλ. Ρ. 424· ἀσφαλὲς αἰέν... μένει οὐρανὸς Πινδ. Ν. 6. 7· τόδ’ αἰανῶς μένοι Αἰσχύλ. Εὐμ. 672· αἰῶνα δ’ ἐς τρίτον μένει ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 744· μ. τὰ βουλεύματα Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 6, 3· οἱ μένοντες (δηλ. ἀστέρες), ἐν ἀντιθέσει πρὸς τό: οἱ πλάνητες, ὁ αὐτ. π. Οὐραν. 2. 8, 10· μένουσιν ἀριστοκρατίαι, εἶναι σταθεραί, διαρκεῖς, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 5. 8, 5· τὸ νόμισμα βούλεται μένειν ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 5. 5, 14, κτλ. 5) ἐπὶ καταστάσεων, διαμένω ἐν ᾗ καταστάσει εὑρισκόμην, ἐπὶ παρθένου, Ἰλ. Τ. 263· καθόλου, διαμένω ὡς πρότερον, ἐξακολουθῶ, διατηροῦμαι, ἰσχύω, ἔχω κῦρος, ἢν μείνωσιν ὅρκοι Εὐρ. Ἀνδρ. 1000· οὕτω, μένειν κατὰ χώρην, ἐπὶ ὅρκου, Ἡρόδ. 4. 201· ἐπὶ περιστάσεων, Θουκ. 4. 76· οὐδαμὰ ἐν ταὐτῷ μ., ἐπὶ εὐτυχίας, Ἡρόδ. 1. 5· μένειν ἐμπέδοις φρονήμασι Σοφ. Ἀντ. 169· μ. ἐπὶ τούτων, μένω εὐχαριστημένος μέ..., Δημ. 42. 29· οὕτω, μ. ἐπὶ τούτοις Ἰσοκρ. 160Α· μ. ἐλεύθερον Μένανδ. ἐν «Ἑαυτὸν τιμωρουμένῳ» 6. 6) μένω σταθερὸς εἴς τινα γνώμην ἢ πεποίθησιν κτλ., ἐπὶ τῷ ἀληθεῖ, ὡς τὸ ἐμμένειν τῷ ἀληθεῖ, Πλάτ. Πρωτ. 356Ε· μενέτωσαν ἐν τοῖς διαγνωσθεῖσι Νόμ. παρὰ Δημ. 545. 9· ἐπὶ τούτῳ τῷ βίῳ μένω, μένω εὐχαριστημένος μέ..., Πλάτ. Πολ. 466C. 7) ἀπροσ. μετ’ ἀπαρ., μένει εἴς τινα νὰ πράξῃ τι, μένει... τίνειν θέμιν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 435· τοῖς πᾶσιν ἀνθρώποισι κατθανεῖν μένει Εὐρ. Ἀποσπ. 39. ΙΙ. μεταβ. ἐπὶ προσώπων, περιμένω, ἀναμένω, προσδοκῶ, Ἠῶ μίμνειν Ἰλ. Θ. 565, κ. ἀλλ.· ἰδίως, ὑπομένω προσβολὴν ἄνευ κλονισμοῦ, Λατ. mamere hostem, συχν. παρ’ Ὁμ. καὶ Ἀττ.· οὕτως ἐπὶ βράχου μένοντος ἐν τρικυμίᾳ ἀκινήτου Ἰλ. Ο. 620· ἀπορίαν γὰρ οὐ μενῶ Εὐρ. Φοίν. 740· - τἀνάπαλιν ἐπὶ πραγμάτων, τὸ μόρσιμον γὰρ τὸν τ’ ἐλεύθερον μένει, περιμένει αὐτόν, Αἰσχύλ. Χο. 103· ἐπίξηνον μένει (ἐνν. με) ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1277· ἀγὼν γὰρ ἄνδρας οὐ μένει λελυμένους ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 39. 2) ὡσαύτως μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., περιμένω τι, ἦ μένετε Τρῶας σχεδὸν ἐλθέμεν; περιμένετε τοὺς Τρ. νὰ ἔλθωσι πλησίον; Ἰλ. Δ. 247· μένον δ’ ἐπὶ ἕσπερον ἐλθεῖν, περιέμενον νὰ ἔλθῃ ἡ ἑσπέρα, Ὀδ. Α. 422, κτλ.· οὐδ’ ἔμειν’ ἐλθεῖν τράπεζαν νυμφίαν Πινδ. Π. 3. 28· τί μένεις... ἰέναι; τί περιμένεις νὰ ὑπάγῃς; Θέογν. 351· μένω δ’ ἀκοῦσαι, περιμένω, δηλ. ποθῶ νὰ ἀκούσω, Αἰσχύλ. Εὐμ. 677, πρβλ. Ἀγ. 459, Εὐρ. Ἀνδρ. 255 (ὅπερ προσεγγίζει τὸ μένω εἰς τὸ μέμονα).
English (Autenrieth)
and μίμνω, ipf. iter. μένεσκον, fut. μενέω, aor. ἔμεινα, μεῖνα: remain, wait, and trans., await, withsland, Od. 16.367, Il. 6.126; foll. by inf., Il. 15.599 ; εἰσόκε, Il. 9.45; freq. of standing one's ground in battle or elsewhere, Il. 11.317, Od. 10.83; also w. obj., δόρυ, ἔγχος, etc.
English (Slater)
μένω (μένει, -οντι; -ων; -ειν: impf. μένεν: aor. ἔμειν; μείναντες; μεῖναι.)
a abs., remain ὅσοι δ' ἐτόλμασαν ἐστρὶς ἑκατέρωθι μείναντες ἀπὸ πάμπαν ἀδίκων ἔχειν ψυχάν (O. 2.69) “ἀλλὰ γὰρ νόστου πρόφασις γλυκεροῦ κώλυεν μεῖναι” (P. 4.33) μή τινα λειπόμενον τὰν ἀκίνδυνον παρὰ ματρὶ μένειν αἰῶνα πέσσοντ (P. 4.186) αὐτοῦ μένων δ' ὁ θεῖος ἀνὴρ (P. 6.38) ὕδατι γὰρ μένοντ' ἐπ Ἀσωπίῳ μελιγαρύων τέκτονες κώμων νεανίαι (N. 3.4) ξανθὸς δ' Ἀχιλεὺς τὰ μὲν μένων Φιλύρας ἐν δόμοις (N. 3.43) καὶ Ἰόλαο[ς ἐ]ν ἑπταπύλοισι μένω[ν (Θήβαις supp. Lobel) fr. 169. 47. c. pr. subs., θέλοντι δὲ Παμφύλου καὶ μὰν Ἡρακλειδᾶν ἔκγονοι αἰεὶ μένειν τεθμοῖσιν ἐν Αἰγιμιοῦ Δωριεῖς (P. 1.64) ὁ δὲ χάλκεος ἀσφαλὲς αἰὲν ἕδος μένει οὐρανός (N. 6.4)
b c. acc.,
I endure οἶον δ' ἐν Μαραθῶνι συλαθεὶς ἀγενείων μένεν ἀγῶνα (O. 9.90)
II await τὸ δὲ πὰρ δίκαν γλυκὺ πικροτάτα μένει τελευτά (I. 7.48)
c c. acc. & inf., wait οὐκ ἔμειν' ἐλθεῖν τράπεζαν νυμφίαν (P. 3.16)
English (Abbott-Smith)
μένω, [in LXX for קוּם,עמד, etc.;]
to stay, abide, remain.
1.Intrans.;
(i)of place: seq. ἐν, Lk 8:27, al.; παρά, c. dat. pers., Jo 1:40, al; σύν, Lk 1:56; καθ’ ἑαυτόν, Ac 28:16; c. adv., ἐκεῖ, Mt 10:11; ὧδε, Mt 26:38; metaph., I Jo 2:18; of the Holy Spirit, Jo 1:32, 33 14:17; of Christ, Jo 6:56 15:4, al.; ὁ θεός, I Jo 4:15, conversely, of Christians, Jo 6:56 15:4,I Jo 4:15, al.; ὁ λόγος τ. θεοῦ, I Jo 2:14; ἡ ἀλήθεια, II Jo 2, al.
(ii)Of time;
(a)of persons: Phl 1:25; seq. εἰς τ. αἰῶνα, Jo 12:34, He 7:24, I Jo 2:17; ὀλίγον, Re 17:10; ἕως ἔρχομαι, Jo 21:22, 23;
(b)of things, lasting or enduring: cities, Mt 11:23, He 13:14; λόγος θεοῦ, I Pe 1:23; ἁμαρτία, Jo 9:41.
(iii)Of condition: c. pred., μόνος, Jo 12:24; ἄγαμος, I Co 7:11; πιστός, II Ti 2:13; ἱερεύς, He 7:3; c. adv., οὕτως, I Co 7:40; ὡς κἀγώ, ib. 8; seq. ἐν, ib. 20, 24.
2.Trans. (Bl., §34, 1; Field, Notes, 132): c. acc. pers., Ac 20:5, 23 (cf. ἀνα-, δια-, ἐν-, ἐπι-, κατα-, παρα-, συν-παρα-, περι-, προσ-, ὑπο-μένω).
English (Strong)
a primary verb; to stay (in a given place, state, relation or expectancy): abide, continue, dwell, endure, be present, remain, stand, tarry (for), X thine own.
Greek Monolingual
(ΑM μένω, Α και μίμνω)
1. στέκομαι σταθερά στην ίδια θέση, παραμένω σε έναν τόπο (α. «μείνε εκεί που είσαι» β. «καὶ τὸ ἐν τῄ ἠπείρῳ στρατόπεδον τῶν Πελοποννησίων κατὰ χώραν ἔμενεν», Θουκ.)
2. διαμένω, παραμένω, διατρίβω, κατοικώ, έχω μόνιμη ή προσωρινή κατοικία κάπου (α. «μένει με τα παιδιά της» β. «έμεινε πολύ καιρό στην Αυστραλία» γ. «τοῦ γυναίου μένοντος πρὸς τοὺς γονέας», Ιπποκρ.
δ. «όπου τέτταρας μυριάδας ἀνθρώπων μένειν ἐργαζομένων», Στράβ.)
3. (στη μάχη) παραμένω σταθερά στη θέση μου, υπομένω την έφοδο του αντιπάλου χωρίς να υποχωρώ στην ορμή του («οὐκέτι ἐδύναντο μένειν, ἀλλά στραφέντες ἔφυγον», Ξεν.)
4. εξακολουθώ να βρίσκομαι σε μια συγκεκριμένη κατάσταση (α. «τίποτε πλέον δεν έμεινε, όλα άλλαξαν» β. «έμεινα άγρυπνος μέχρι το πρωί» γ. «ἐν ταυτῷ στρεφόμενα ἀεὶ μένει», Πλάτ.)
5. (σχετικά με πράγματα ή καταστάσεις) είμαι σταθερός ή πιστός σε κάτι (α. «έμειναν στα πατροπαράδοτα» β. «παῖδας μένοντας ἐμπέδους φρονήμασι», Σοφ.)
6. ισχύω, έχω κύρος, διατηρούμαι, διασώζομαι
7. διαρκώ, εξακολουθώ να υπάρχω (α. «όλα αυτά τα γεγονότα θα μείνουν στην ιστορία» β. «ὁ πόλεμος πλεῖον μείνας ἐτῶν πέντε», Διόδ.)
8. υπομένω κάτι, αντιστέκομαι σε κάτι («ἀπορίαν γὰρ οὐ μενῶ», Ευρ.)
9. στέκομαι κάπου περισσότερο από το κανονικό, βραδύνω, καθυστερώ, χρονοτριβώ (α. «δεν μπορώ να μείνω άλλο, γιατί μέ περιμένουν στο σπίτι» β. «τῷ νῦν Πηνελόπειαν ἐνὶ μεγάροισιν ἄνωχθι μεῖναι ἐπειγομένην περ, ἐς ἠέλιον καταδύντα», Ομ. Οδ.)
10. (ως απρόσ.) μένει
υπολείπεται, απομένει (α. «δεν μάς μένει τίποτε άλλο παρά να χρεωκοπήσουμε» β. «τοῖς πᾱσι ἀνθρώποισι κατθανεῖν μένει», Ευρ.)
νεοελλ.
1. (στο γ' πρόσ.) διακόπτεται, σταματά η συνέχεια μιας προσπάθειας ή συζήτησης («να μένει η παραγγελία»)
2. εκπλήσσομαι, κοκαλώνω, βρίσκομαι σε αμηχανία, σαστίζω, τά χάνω («μόλις το άκουσε, έμεινε»)
3. φρ. α) «μένω πίσω»
i) καθυστερώ
ii) υστερώ σε κάτι
β) «μένω στον άσσο» ή «μένω άσσος» ή «μένω νέτος» ή «μένω σκέτος»
i) μένω ολομόναχος
ii) μού τελειώνουν τα χρήματα
γ) «μένω με σταυρωμένα τα χέρια» — απρακτώ, αδρανώ
δ) «μένω στον τόπο» ή, απλώς, «μένω» — πεθαίνω αμέσως, πεθαίνω αιφνίδια χωρίς να χαροπαλέψω
ε) «μένω ταπί» ή «μένω πανί με πανί» ή «μένω με το πουκάμισο» ή «μένω με μισό παπούτσι» ή «μένω άφραγκος» ή «μένω αδέκαρος» — μού τελειώνουν τα χρήματα
στ) «μένω στο ράφι» — μένω ανύπαντρος
ζ) «μένω στα κρύα του λουτρού» — διαψεύδονται οι ελπίδες μου ή δεν εκπληρώνονται οι επιθυμίες μου
η) «μένω θεατής»
i) αποσύρομαι από την ενεργό δράση
ii) παραμένω απαθής
θ) (για πλοίο) «μένω αρόδο» ή «μένω αρόδου» — αγκυροβολώ έξω από το λιμάνι
ι) «μένω στους πέντε δρόμους» — εγκαταλείπομαι, αφήνομαι απροστάτευτος και αβοήθητος
ια) «μένω με το στόμα ανοιχτό» ή «μένω σύξυλος» ή «μένω κόκαλο» ή «μένω ξερός» ή «μένω σέκος» — είμαι εμβρόντητος, δεν μπορώ να αρθρώσω λέξη, ακινητώ από έκπληξη
νεοελλ.-μσν.
1. περιέρχομαι σε μια κατάσταση (α. «μένω έκπληκτος» β. «μένω ευχαριστημένος»)
2. (για πλοία) αγκυροβολώ, αράζω
3. (για στρατό) στρατοπεδεύω
4. υπολείπομαι, απομένω ως υπόλοιπο («από τον μισθό του δεν του μένει τίποτα»)
5. περιέρχομαι στην κυριότητα κάποιου, κληροδοτούμαι («όταν πεθάνει, όλα θα μείνουν στα ανίψια του»)
μσν.
1. έρχομαι σε σαρκική μίξη
2. διστάζω, συγκρατούμαι
3. φρ. α) «μένω σ' ἀπορίαν» — θαυμάζω
β) «μένω στὸν θάνατο» — πεθαίνω
γ) «ὀλί(γ)ον ἔμεινεν» — λίγο έλειψε
δ) «μένω ἐπάνω» — είμαι υπεύθυνος
μσν.-αρχ.
1. αδρανώ («ἀλλ' οὐδ' ὅ μείνας νῦν ἐν Ἑλλάδος τόποις», Αισχύλ.)
2. αναμένω, περιμένω (α. «εἰς ἀοιδὴν τρεψάμενοι τέρποντο, μένον δ' ἐπὶ ἕσπερον ἐλθεῖν», Ομ. Οδ.
β. «τὸ μόρσιμον γὰρ τον τ' ἐλεύθερον μένει», Αισχύλ.)
αρχ.
1. (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) οἱ μένοντες
(ενν. ἀστέρες) οι απλανείς
2. φρ. «μένειν ἀπὸ πτολέμοιο» — αποφεύγω τον πόλεμο, μένω μακριά από τον πόλεμο
3. φρ. «ὁ μένων κύκλος» — ο σταθερός κύκλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μένω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα men- «μένω, παραμένω» και συνδέεται με αρχ. ινδ. ma-mandhi «περιμένω, στέκομαι ακίνητος», αρχ. περσ. man- «μένω, παραμένω», λατ. mansio, manēre (με μακρό -e-, πρβλ. με-μέν-η-κα), αρμ. mnan «μένω», γαλλ. maison «οικία, οίκος», menage «νοικοκυριό, σπιτικό» κ.ά. Ο ενεστ. μί-μν-ω, με ενεστωτικό διπλασιασμό, ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα της ρίζας, ενώ τα παράγωγα μονή, μόν-ι-μος και τα σύνθετα σε -μονος στην ετεροιωμένη βαθμίδα. Το ρ. μένω, τέλος, εμφανίζεται ως α' συνθετικό με τη μορφή μένε- όταν το β' συνθετικό αρχίζει από σύμφωνο (πρβλ. αρχε- < ἄρχω), π.χ. μενε-χάρμης, μενεπτόλεμος.
ΠΑΡ. μονή, μόνιμος
αρχ.
μενετός
μσν.μένημα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. μεναίχμης, μένανδρος, μενεγχής, μενδήιος, μενέδουπος, μενεκράτης, μενέκτυπος, μενεμάχος, μενεπτόλεμος, μενεφύλοπις, μενεχάρμης, μενέχαρμος. (Β' συνθετικό) αναμένω, απομένω, διαμένω, εμμένω, εναπομένω, ενδιαμένω, επιμένω, παραμένω, περιμένω, προσμένω, υπομένω
αρχ.
διεμμένω, εγκαταμένω, ενεπιμένω, επαναμένω, επιδιαμένω, επικαταμένω, επιπαραμένω, καταμένω, παραπομένω, παρεπιμένω, προσαναμένω, προσκαταμένω, προσπαραμένω, προσυπομένω, συμμένω, συμπαραμένω, συνδιαμένω, υποκαταμένω
νεοελλ.
ξεμένω, πισωμένω].
Greek Monotonic
μένω: Ιων. παρατ. μένεσκον, Ιων. μέλ. μενέω, Αττ. μενῶ, αόρ. αʹ ἔμεινα, παρακ. μεμένηκα· Λατ. maneo·
I. 1. μένω, είμαι σταθερός, αντέχω στη μάχη, σε Όμηρ., Αισχύλ.· μένω κατὰ χώραν, λέγεται για στρατιώτες, σε Θουκ.
2. παραμένω στο σπίτι μου, παραμένω εκεί που βρίσκομαι κάποιος, δεν σαλεύω, σε Ομήρ. Ιλ.· μένω εἴσω δόμων, σε Αισχύλ.· κατ' οἶκον, σε Ευρ. κ.λπ.· αλλά, μένω ἀπό τινος, μένω (στέκομαι) μακριά από κάποιον, από κάτι, σε Ομήρ. Ιλ.
3. παραμένω, αναμένω, σε Όμηρ. κ.λπ.
4. λέγεται για πράγματα, είμαι μεγάλης διάρκειας, παραμένω, διαρκώ, μένω σταθερός, στήλη μένει ἔμπεδον, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
5. λέγεται για κατάσταση, παραμένω όπως ήμουν, λέγεται για ανύπαντρη κοπέλα, σε Ομήρ. Ιλ.· ἢν μείνωσιν ὅρκοι, εάν οι όρκοι τηρηθούν, σε Ευρ.· μένω ἐπὶ τούτων, παραμένω ικανοποιημένος με..., σε Δημ.
6. είμαι σταθερός σε μια άποψη, πεποίθηση, κ.λπ.· ἐπὶτῷ ἀληθεῖ, σε Πλάτ.
7. απρόσ. με απαρ., μένει σε κάποιον να κάνει (κάτι), ἀνθρώποισι κατθανεῖν μένει, σε Ευρ.
II. μτβ., αναμένω, προσδοκώ, προσμένω, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, όπως το Λατ. manere hostem, σε Όμηρ. κ.λπ.· ομοίως, επίσης, με αιτ. και απαρ., ἦ μένετε Τρῶας σχεδὸν ἐλθέμεν; περιμένετε πράγματι τους Τρώες να έλθουν κοντά; σε Ομήρ. Ιλ.· μένον δ' ἐπὶ ἕσπερον ἐλθεῖν, περίμεναν να έρθει το απόγευμα, σε Ομήρ. Οδ.· μένωδ' ἀκοῦσαι, περιμένω, δηλ. επιθυμώ να ακούσω, σε Αισχύλ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: remain, stay, wait, expect, stand firm(Il.); also μίμνω (Il.), enlarged μιμνάζω (Il.), fut. μενέω (Ion.), Att. μενῶ, aor. μεῖναι (Il.), perf. μεμένηκα (Att.).
Compounds: Very often w. prefix, e.g. ἐν-, ἐπι- κατα-, παρα-, ὑπο-. Often as 1. member in governing compp., e.g. μενε-χάρμης standing firm in battle (Il.; Trümpy Fachausdrücke 167), also -ος (Il.; Sommer Nominalkomp. 27); PN Μενέ-λαος, -λεως (Il.).
Derivatives: (ἐν-, ἐπι-, κατα-, παρα-, ὑπο- etc.) μονή staying, detention etc. (IA.) with (παρ(α)-)μόνιμος staying, standing firm etc. (Thgn., Pi., IA.; Arbenz 39, 42ff.); μονίη permanence (Emp.), standing (firm) (Tyrt.), prob. with Porzig Satzinhalte 214f. after καμ-μονίη endurance (s.v.); (ἔν-, παρ(ά)-, ἐπί- etc.)-μονος staying, enduring (Pi., Att.; from ἐμ-μένω etc.). -- μένημα n. place of detention (pap. VIp). --μενετός inclined to wait (Th., Ar.; cf. Ammann Μνήμης χάριν 1, 22). -- On itself stands Μέμνων (Hom.; secondary appellative, s. v.), understood as "who stands firm, who holds out", but prob./perhaps from *Μέδ-μων; cf. on Ἀγα-μέμνων, cf. Schwyzer 208. -- An iterative deverbative ἐπι-μηνάω is retained in the perf. ἐπιμεμηνάκαντι (Del.3 91, 11; Argos IIIa); cf. below.
Origin: IE [Indo-European] [729] *men- stay
Etymology: The themat. root-present μένω, beside which the reduplicated μί-μν-ω (Schwyzer 690), is the basis of the whole Greek system (perf. με-μέν-η-κα is innovation; s. below). An exact counterpart outside Greek is not found. With iterative ἐπι-μηνάω agreed Arm. mnam stay, expect from *mēnā- like Lat. cēlāre (: oc-culere; [not to καλύπτω], sēdāre (:sīdere; s. ἕζομαι). Also *monā- is possible as basis like πωτάομαι beside πέτομαι (Schwyzer 719). Other secondary formations are Lat. manēre (with reduced stemvowel; -ē- not to be identified with με-μέν-η-κα), Iran., e.g. Av. caus. mānayeiti he makes stay. Primary formations that certainly belong here gives only Sanskrit in the reduplicated athematic ma-man-dhi (ipv.), ma-man-yāt (opt.), á-ma-man (ipf.) wait, stand still (only RV. 10, 27; 31; 32). -- Quite doubtful is the compraison with Hitt. mimmai he refuses, rejects (< *mi-mnā- to μίμνω?? Pedersen Hittitisch 121); hypothetic is the comparison with Toch. AB mäsk- find oneself, be (Meillet JournAs. 1911: 1, 456, Fraenkel IF 50, 221 n. 5). -- An isolated verbal noun is supposed further in Celt., e.g. OIr. ainme patience (< *an-men-i̯ā?). -- On the attempts to identify men- stay and men- think (in μέμονα, μένος etc.) (prop. stand thinking?) s. WP. 2, 267 (Pok. 729) and W.-Hofmann s. maneō. Important details also in Ernout-Meillet s. maneō.
Middle Liddell
I. Lat. maneo, to stay stand fast, abide, in battle, Hom., Aesch.; μ. κατὰ χώραν, of soldiers, Thuc.
2. to stay at home, stay where one is, not stir, Il.; μ. εἴσω δόμων Aesch.; κατ' οἶκον Eur., etc.:—but, μ. ἀπό τινος to stay away from, Il.
3. to stay, tarry, Hom., etc.
4. of things, to be lasting, remian, last, stand, στήλη μένει ἔμπεδον Il., etc.
5. of condition, to remain as one was, of a maiden, Il.; ἢ μείνωσιν ὅρκοι if oaths hold good, Eur.; μ. ἐπὶ τούτων to remain contented with.., Dem.
6. to abide by an opinion, conviction, etc., ἐπὶ τῶι ἀληθεῖ Plat.
7. impers. c. inf., it remains for one to do, ἀνθρώποισι κατθανεῖν μένει Eur.
II. trans. to await, expect, wait for, c. acc., Il.; so, like Lat. manere hostem, Hom., etc.:—so, also c. acc. et inf., ἦ μένετε Τρῶας σχεδὸν ἐλθέμεν; wait ye for the Trojans to come nigh? Il.; μένον δ' ἐπὶ ἕσπερον ἐλθεῖν they waited for evening's coming on, Od.; μένω δ' ἀκοῦσαι I wait, i. e. long, to hear, Aesch.
Frisk Etymology German
μένω: (seit Il.),
{ménō}
Forms: auch μίμνω (ep. poet. seit Il.), erweitert μιμνάζω (ep. seit Il.), Fut. μενέω (ep. ion.), att. μενῶ, Aor. μεῖναι (seit Il.), Perf. μεμένηκα (att.),
Grammar: v.
Meaning: bleiben, verbleiben, warten, erwarten, standhalten.
Composita: sehr oft m. Präfix, z.B. ἐν-, ἐπι- κατα-, παρα-, ὑπο-. Oft als Vorderglied in Rektionskompp., z.B. μενεχάρμης im Kampf standhaltend (Il.; Trümpy Fachausdrücke 167), auch -ος (Il.; Sommer Nominalkomp. 27); PN Μενέλαος, -λεως (seit Il.).
Derivative: Davon (ἐν-, ἐπι-, κατα-, παρα-, ὑπο- usw.) μονή das Bleiben, der Aufenthalt (ion. att.) mit (παρ(α)-)μόνιμος bleibend, standhaltend (Thgn., Pi., ion. att.; Arbenz 39, 42ff.); μονίη Beständigkeit (Emp.), das Standhalten (Tyrt.), wohl mit Porzig Satzinhalte 214f. nach καμμονίη Ausdauer (s.d.); (ἔν-, παρ(ά)-, ἐπί- usw.)-μονος bleibend, ausdauernd (Pi., att. usw.; von ἐμμένω usw.). — μένημα n. Aufenthaltsort, Raum (Pap. VIp). —μενετός zum Warten geneigt (Th., Ar.; vgl. Ammann Μνήμης χάριν 1, 22). — Für sich steht Μέμνων (Hom. usw.; sekundär Appellativum, s. d.), als "der Standhafte, Ausharrende" verstanden, aber wohl aus *Μέδμων; vgl. zu Ἀγαμέμνων m. Lit., dazu Schwyzer 208. — Ein iteratives Deverbativum ἐπιμηνάω ist erhalten in dem Perf. ἐπιμεμηνάκαντι (Del.3 91, 11; Argos IIIa); vgl. unten.
Etymology: Das themat. Wurzelpräsens μένω, woneben das reduplizierte μίμνω (Schwyzer 690), dient als Grundlage des ganzen griech. Systems (Perf. μεμένη-κα ist Neubildung; vgl. unten). Eine genaue Entsprechung außerhalb des Griech. ist nicht anzutreffen. Zum iterativen ἐπιμηνάω stimmt dagegen arm. mnam bleiben, erwarten aus *mēnā- wie lat. cēlāre (: oc-culere; s. καλύπτω), sēdāre (:sīdere; s. ἕζομαι). Auch *monā- ist als Grundform denkbar wie πωτάομαι neben πέτομαι (Schwyzer 719). Andere Sekundärbildungen sind lat. manēre (mit reduziertem Stammvokal; -ē- nicht mit μεμένη-κα gleichzusetzen), iran., z.B. aw. Kaus. mānayeiti er zwingt zum Bleiben. Sicher hierhergehörige primäre Eildungen bietet nur noch das Aind. in den reduplizierten athematischen ma-man-dhi (Ipv.), ma-man-yāt (Opt.), á-ma-man (Ipf.) warten, still stehen (nur RV. 10, 27; 31; 32). — Ganz fraglich ist der Vergleich mit heth. mimmai er weigert sich, weist zurück (aus *mi-mnā- zu μίμνω?? Pedersen Hittitisch 121); hypothetisch die Heranziehung von toch. AB mäsk- sich befinden, sein (Meillet JournAs. 1911: 1, 456, Fraenkel IF 50, 221 A. 5). — Ein isoliertes Verbalnomen wird endlich in kelt., z.B. air. ainme Geduld (aus *an-men-i̯ā?) vermutet. — Über die Versuche men- bleiben, stillstehen und men- denken (in μέμονα, μένος usw.) zu identifizieren (eig. sinnend dastehen, verharren o. ä.?) s. WP. 2, 267 (Pok. 729) und W.-Hofmann s. maneō m. Lit. Wichtige Einzelheiten auch bei Ernout-Meillet s. maneō.
Page 2,208-209
Chinese
原文音譯:mšnw 姆挪
詞類次數:動詞(120)
原文字根:停留 相當於: (עָמַד) (קוּם / קָמָי / תְּקֹומֵם) (קַיָּם)
字義溯源:住*,停住,常住,住下,守住,守節,固執,堅立,堅定,存,長存,常存,存在,存住,存留,存著,留著,常常停留,留,常,等,等待,等候,持久,持續,持續的作,仍舊是,仍舊,仍留,仍住,仍是,長久。參讀 (ἀναμένω) (ἀπολείπω)同義字
同源字:1) (ἀναμένω)等候 2) (διαμένω)一直停住 3) (ἐμμένω)停在原處 4) (ἐπιμένω)居住 5) (καταμένω)完全停住 6) (μένω)住 7) (μονή)住處 8) (παραμένω)就近停住 9) (περιμένω)周圍停住 10) (προσμένω)停住下去 11) (συμπαραμένω)一同活著 12) (ἀπομένω / ὑπομένω)停在下面
出現次數:總共(118);太(3);可(2);路(7);約(40);徒(14);羅(1);林前(8);林後(3);腓(1);提前(1);提後(3);來(6);彼前(2);約壹(23);約貳(3);啓(1)
譯字彙編:
1) 住(28) 路1:56; 路8:27; 路9:4; 路19:5; 約1:32; 約1:33; 約1:39; 約10:40; 約11:54; 約12:46; 約14:10; 徒16:15; 徒18:3; 徒18:20; 徒21:8; 徒27:41; 徒28:16; 約壹2:6; 約壹2:27; 約壹2:28; 約壹3:6; 約壹3:9; 約壹3:15; 約壹3:17; 約壹4:16; 約壹4:16; 約貳1:2; 約貳1:9;
2) 常(8) 約3:36; 約6:56; 約15:4; 約15:4; 約15:5; 約15:6; 約15:7; 約15:10;
3) 住了(4) 約2:12; 約11:6; 徒9:43; 徒21:7;
4) 存(4) 約5:38; 約6:27; 林後9:9; 彼前1:25;
5) 就住(4) 可6:10; 約壹3:24; 約壹4:12; 約壹4:15;
6) 要存留(3) 約12:34; 約壹2:17; 約壹2:24;
7) 還在(2) 約9:41; 林前15:6;
8) 你們要常(2) 約15:4; 約15:9;
9) 留著(2) 約21:22; 約21:23;
10) 他⋯住(2) 約14:17; 約壹3:24;
11) 你們⋯等候(2) 太26:38; 可14:34;
12) 常存的(2) 林後3:11; 彼前1:23;
13) 長存的(2) 來10:34; 來13:14;
14) 住下(2) 路24:29; 約4:40;
15) 常住(2) 約壹2:14; 約貳1:9;
16) 仍住(2) 約7:9; 約壹3:14;
17) 能存留(1) 約壹2:24;
18) 必住(1) 約壹2:24;
19) 仍留下(1) 約壹2:19;
20) 能常存(1) 來12:27;
21) 持續的作(1) 來7:3;
22) 他是長存(1) 來7:24;
23) 常存(1) 約壹2:27;
24) 要常存(1) 來13:1;
25) 是住(1) 約壹2:10;
26) 你們⋯常常停留(1) 約8:31;
27) 他們⋯堅定(1) 林前7:8;
28) 就該⋯守住(1) 林前7:24;
29) 她們⋯存(1) 提前2:15;
30) 我們⋯住(1) 約壹4:13;
31) 你們⋯常(1) 約15:7;
32) 我⋯住時(1) 約14:25;
33) 它們⋯存(1) 太11:23;
34) 你⋯住下罷(1) 路24:29;
35) 他⋯住了(1) 約4:40;
36) 住下了(1) 提後4:20;
37) 存留(1) 啓17:10;
38) 守節(1) 林前7:40;
39) 能存著(1) 約15:16;
40) 就常(1) 約15:10;
41) 留(1) 約19:31;
42) 還留著(1) 徒5:4;
43) 所留的(1) 徒5:4;
44) 仍舊是(1) 約12:24;
45) 卻住(1) 約8:35;
46) 你們住(1) 路10:7;
47) 你住(1) 約1:38;
48) 他住(1) 約1:39;
49) 都住(1) 約8:35;
50) 等候(1) 徒20:5;
51) 停留(1) 徒20:15;
52) 是長存的(1) 林前13:13;
53) 你們就住(1) 太10:11;
54) 還存在(1) 林後3:14;
55) 我要留著(1) 腓1:25;
56) 他仍是(1) 提後2:13;
57) 就當守(1) 林前7:20;
58) 她當守住(1) 林前7:11;
59) 等待(1) 徒20:23;
60) 等(1) 徒27:31;
61) 得以堅立(1) 羅9:11;
62) 存住(1) 林前3:14;
63) 要堅定(1) 提後3:14
Mantoulidis Etymological
Θέμα μεν + ω = μένω. Με μετάπτωση μον-. (Λατιν. maneo).
Παράγωγα: μενετέον, μενετός, (ὑπο, ἐμ)μενετέον, ὑπομενετός, μενετέος, μονή (=παραμονή, βραδύτητα), (δια, ἐπ, ἐμ, παρα, ὑπο)μονή, μόνος, μονάζω, μονάς, μοναστής, μοναστήριον, μοναχικός, μοναχός, μονήρης, μονία (=μοναξιά), μόνιμος, μονίμως, μονομάχος, μονόω (=ἀπομονώνω), μόνωσις, μονάρχης, μοναρχία, καί ὅσα ἔχουν σάν α΄ συνθετικό τό μενε: Μενέλαος, μενεδήιος (=γενναῖος), μενεπτόλεμος (=καρτερικός σέ μάχη), μενεχάρμης (=καρτερικός στή μάχη), μεναίχμης (=καρτερικός).
Lexicon Thucydideum
manere, to remain, stay, 1.27.1, 1.28.5, 1.62.3, 1.65.1, 1.71.6, 2.20.1, 2.58.3, 2.84.2, 2.89.9, 2.101.6, 3.22.6, 3.33.2. 3.75.1, 3.96.2. 3.109.1. 4.6.2, 4.10.2. 4.10.3. 4.14.5, 4.26.1. 4.100.4, 4.105.2, 4.118.4. 4.118.45.9.6, 5.10.9, 5.65.5, 6.18.5, 6.34.4, 6.34.5. 6.74.2, 7.47.3, 7.49.3, 7.49.4, 7.50.4, 8.28.1, 8.30.2, 8.71.3, 8.71.38.72.2, 8.86.3, 8.96.4. 8.99.1,
stare, permanere, to stand, remain, 4.76.5, 5.40.2,
exspectare, to wait for, await, 3.97.1, 4.124.4, 5.35.4, 6.77.2, 8.78.1,
hostilem impetum excipere, sustinere, to withstand the enemy attack, 4.10.5, 4.12.2, 5.10.5, 5.10.55.10.9, 5.73.4.