ἡγέομαι

From LSJ

ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ → blow your nose, Demos, and wipe your hand on my head

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡγέομαι Medium diacritics: ἡγέομαι Low diacritics: ηγέομαι Capitals: ΗΓΕΟΜΑΙ
Transliteration A: hēgéomai Transliteration B: hēgeomai Transliteration C: igeomai Beta Code: h(ge/omai

English (LSJ)

Dor. ἁγέομαι (irreg. pres. part.
A ἁγώμενος Hymn.Curet.4), impf. ἡγούμην ll.12.28, etc., Ion. ἡγεύμην Hdt.2.115, ἡγέοντο Id.9.15: fut. ἡγήσομαι Il.14.374, etc.: aor. 1 ἡγησάμην Od.14.48, etc.: aor. 1 ἡγήθην in pass. sense, PGiss.48.20 (iii A.D.) (cf. περιηγέομαι): pf. ἥγημαι Hdt.1.126, 2.115, ἅγημαι Pi.P.4.248:—go before, lead the way, ὣς εἰπὼν ἡγεῖθ', ἡ δ' ἕσπετο Παλλὰς 'Αθήνη Od.1.125; ἂν πάϊς ἡγήσαιτο νήπιος 6.300, etc.; πρόσθεν δὲ . . Ἶρις ἡγεῖτ' Il.24.96; ἡγοῦ πάροιθε E. Ph.834; ἡ. ἐπὶ νῆα Od.13.65; ἐς τεῖχος Il.20.144; κλισίηνδε Od.14. 48, cf. Hdt.2.93, etc.; ἡγησόμενος οὐδεὶς ἔσται X.An.2.4.5: Astron., precede in the daily movement, Autol.2.3, al.
b c. dat. pers., Τρωσὶ ποτὶ πτόλιν ἡγήσασθαι Il.22.101; ἐκ Δουλιχίου . . ἡγεῖτο μνηστῆρσι Od.16.397; οἱ γὰρ βλέποντες τοῖς τυφλοῖς ἡγούμεθα Ar.Pl.15; ἡ. τοῖς πολίταις πρὸς ἀρετήν X.Ages.10.2.
c with ὁδόν added, ὁδὸν ἡγήσασθαι to go before on the way, Od.10.263; ἡ. τινὶ τὴν ὁδόν Hdt.9.15.
d c. acc. loci, ἥ οἱ . . πόλιν ἡγήσαιτο who might guide him to the city, Od.6.114, cf. 7.22, 15.82; ἡ. βωμοὺς ἀστικούς A.Supp.501.
e ἅρματα ἡ. drive chariots, Philostr.Im.2.23.
f of logical priority, to be antecedent, opp. ἕπεσθαι, Stoic.2.71, 88, S.E. M.8.110, al., Dam.Pr.241, Phlp.in GC195.13, in Ph.496.14.
g ἡγούμενον, τό, the leading principle, the main thing, Ph.Bel.63.14, cf. Sosip.1.47.
2 c. dat. pers. et gen. rei, to be one's leader in a thing, θεῖος ἀοιδὸς . . ἡμῖν ἡγείσθω . . ὀρχηθμοῖο Od.23.134; ἡ. τινὶ σοφίας, ᾠδῆς, Pi.P.l.c., Pl.Alc.1.125d; ἀλήθεια δὴ πάντων μὲν ἀγαθῶν θεοῖς ἡγεῖται πάντων δὲ ἀνθρώποις Id.Lg.730c; ἡ. τοῦ χοροῦ Πέρσαις X.Cyr.8.7.1, cf. Call.Del.313: c. gen. rei, ἁ. νόμων to lead the song, Pi.N.5.25; φρόνησις ἡ. τοῦ ὀρθῶς πράττειν Pl.Men.97c; ἡ. παντὸς καὶ λόγου καὶ ἔργου X.Mem.2.3.15: also, τὸ ὀρθῶς τοῖς τοιούτοις χρῆσθαι ἐπιστήμη ἦν ἡγουμένη Pl.Euthd.281a.
3 c. dat. rei, to be leader in . ., κερδοσύνῃ, νηπιέῃσι ἡ. τινί, Il.22.247, Od.24.469.
4 c. acc. rei, lead, conduct, ἡ. τὰς πομπάς D.21.174; τὴν ἀποδημίαν (v.l. for ᾐτήσατο) Dinon 7; τὰς τύχας E.Supp.226: with adverbial acc., ἡ γλῶσσα πάνθ' ἡγουμένη S.Ph.99.
5 part. ἡγούμενος, ἡγουμένη, ἡγούμενον, as adjective, σκέλη ἡγούμενα, opp. ἑπόμενα, the front legs, Arist.IA713b6; ὁ ἡγούμενος πούς the advanced foot, Id.Fr.74.
II lead, command in war, c. dat., νῆες θοαί, ᾗσιν 'Αχιλλεὺς ἐς Τροίην ἡγεῖτο Il.16.169, cf. Od.14.238; οὐ γὰρ ἔην ὅς τίς σφιν ἐπὶ στίχας ἡγήσαιτο might lead them to their ranks, Il.2.687; ἡ. Τρώεσσιν ἐς Ἴλιον 5.211; ἡ. Μῄοσιν 2.864; λόγχαισιν E.Ba.1360; ἑτέροις Lys. 31.17, cf. X.An.5.2.6; ἐν ταῖς στρατείαις, αἷς ἡγεῖται βασιλεύς Isoc. 12.180: also generally, πόλει E.Fr.282.24; but usually c. gen., Σαρπηδὼν δ' ἡγήσατ' . . ἐπικούρων Il.12.101; ἡγήσατο λαῶν 15.311, cf. 2.567, al.; ἡ. τῆς ἐξόδου Th.2.10; ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν = of his pleasures he was the master and not their servant Isoc.9.45: abs., to be in command, Id.16.21, etc.
2 rule, have dominion, c. gen., τῆς 'Ασίης, τῆς συμμαχίης, Hdt.1.95, 7.148; οἱ Θεσσαλίης ἡγεόμενοι Id.9.1: abs., οἱ ἡγούμενοι = the rulers, S. Ph.386, cf. A.Ag.1363; ἡ. ἐν τοῖς ἀδελφοῖς leading men, Act.Ap. 15.22; ἡ. σχολῆς to be the head of a philosophical school, Phld.Acad. Ind.p.107 M., al.
3 as official title, ἡγούμενος, ὁ, president, συνόδου PGrenf.2.67.3 (iii A.D.); γερδίων ib.43.9 (i A.D.); ἱερέων PLond. 2.281.2 (i A.D.): abs., PFay.110.26 (i A.D.).
b of Roman governors, ἡγούμενος ἔθνους = Lat. praeses provinciae, POxy.1020.5 (ii/iii A.D.); ἡ. τῆς Γαλατίας Luc.Alex.44.
c of subordinate officials, ἡγούμενος τοῦ στρατηγοῦ POxy.294.19 (i A.D.); κώμης PRyl.125.3 (i A.D.).
d abbot, Just.Nov.7.1, al.: fem. ἡγουμένη = abbess, ibid.
4 ἡγούμενος as adjective, principal, πυλών PFlor.382.15 (iii A.D.), POxy.55.9 (iii A.D.).
III post-Hom., believe, hold, Hdt. (usu. in pf. ἥγημαι, 3pl. ἡγέαται), etc.; ἡ. τι εἶναι Id.1.126, al.; ἡγεῖσθε δὲ [θεοὺς] βλέπειν . . πρὸς τὸν εὐσεβῆ βροτῶν S.OC278, cf. Th.2.89, Ar.Nu.1020 (lyr.), etc.
2 with an attributive word added, ἡ. τινὰ βασιλέα hold or regard as king, Hdt.6.52; μηδ' αὐθαδίαν εὐβουλίας ἀμείνον' ἡγήσῃ ποτέ A.Pr.1035; ἅπαντας ἐχθροὺς τῶν θεῶν ἡγοῦ πλέον Id.Ch.902, cf. 905; ἡγέομαι τἄλλα πάντα δεύτερα to hold everything else secondary, S.Ph.1442; οὐκ αἰσχρὸν ἡγῇ . . τὰ ψευδῆ λέγειν; ib.108, cf. Ant.1167; τὰς τούτων ἀπορίας ἀντιπάλους ἡ. τῷ ἡμετέρῳ πλήθει Th.4.10; περὶ πολλοῦ ἥγημαι μὴ ξεινοκτονέειν Hdt.2.115; περὶ πλείονος Isoc.19.10; περὶ πλείστου Th.2.89; περὶ οὐδενός Lys.7.26; παρ' οὐδέν Decr. ap. D.18.164: c. part., πᾶν κέρδος ἡγοῦ ζημιουμένη φυγῇ E.Med.454.
3 especially of belief in gods, τὴν μεγίστην δαίμονα ἥγηνται εἶναι Hdt.2.40, cf. 3.8; ἡ. θεούς to believe in gods, Ar.Eq.32, E.Hec.800, Ba.1326; δαίμονας ἡ. Pl.Ap.27d.
4 ἡγοῦμαι δεῖν = think fit, deem necessary, c. inf., And.1.23, D.1.20: without δεῖν, παθεῖν μᾶλλον ἡγησάμενοι ἤ . . Th.2.42 (s.v.l.); ἡγησάμην διατάγματι αὐτοὺς σωφρονίσαι Inscr.Magn.114 (ii A.D.); ἡγήσατο ἐπαινέσαι Pl.Prt.346b.
IV pf. in pass. sense, τὰ ἁγημένα,= τὰ νομιζόμενα, Orac. ap. D.43.66; ἡγεόμενον = being led, Hdt.3.14 (ἀγόμενον Dind.): hence act. form ἡγέω, Hdn.Gr.2.950. (sāg-, cf. Lat. praesagio.)

German (Pape)

[Seite 1150] (ἄγω), dep. med.; das act. ist nur von Grammatikern, wie Hdn. περὶ μον. λ. p. 45 Arcad. p. 150, 22 angenommen; – 1) vorangehen; absolut, ἃς ἄρα φωνήσας ἡγήσατο, τοὶ δ' ἅμ ἕποντο Il. 12, 251, öfter; auch πρόσθεν ἡγεῖτο, 24, 96 (vgl. Eur. Bacch. 920, πάροιθε Phoen. 841); ἡγήσατο Παλλὰς Ἀθήνη –, ὁ δ' ἔπειτα μετ' ἴχνια βαῖνε θεοῖο Od. 2, 405; ὁδὸν ἡγήσασθαι, den Weg zeigen, Od. 10, 263; der Wegweiser sein u. als solcher zeigen, καὶ ἂν παῖς ἡγήσαιτο 6, 300; ἥ οἱ Φαιήκων ἀνδρῶν πόλιν ἡγήσαιτο 6, 114; οὐκ ἄν μοι δόμον ἀνέρος ἡγήσαιο 7, 22, möchtest du mir nicht das Haus zeigen (indem du auf dem Wege dahin mir vorangehst); so ἄστεα δ' ἀνθρώπων ἡγήσομαι 15, 82, vgl. κήρυκα προΐει – ἡγεῖσθαι ἐπὶ νῆα 13, 65 u. κλισίηνδε ἡγήσατο 14, 48; ἐς τεῖχος Il. 20, 144; π οτὶ πτόλιν 22, 101. So auch die Tragg., ἄγει γυνή τις σωφρόνως ἡγουμένη Aesch. Spt. 627, vgl. Pers. 392 Eum. 964; μαντεύομαι γὰρ ὡς ἂν ἡγῆται θεός, wie der Gott mich leitet, Eum. 33; ἡγεῖσθε βωμοὺς ἀστικούς, führt mich dahin, zeigt sie mir, Suppl. 496; οἱ γὰρ βλέποντες τοῖς τυφλοῖς ἡγούμεθα, οὗτος δ' ἀκολουθεῖ Ar. Plut. 15; τοῖς προβατίοις 299; in Prosa, ἡγέομαί σοι τὴν ὁδόν Her. 9, 15; ἐπὶ θάνατον 3, 14; ἡγεῖται τὸ ποιοῦν ἀεὶ κατὰ φύσιν, τὸ δὲ ποιούμενον ἐπακολουθεῖ Plat. Phil. 27 a; im Gegensatz von ἕπομαι, Phaed. 93 a, wie Od. 1, 125; Thuc. ὁ μἐν ἡγούμενος, ἡ δ' ἐφεπομένη, 3, 45; ὁ ἡγησόμενος οὐδεὶς ἔσται, es wird sich keiner finden, der uns den Weg weisen wird, Xen. An. 2, 4, 5; οἵτινες ὑμῖν συμμαχοῦνταί τε καὶ τὴν ὁδὸν ἡγήσονται u. dgl. öfter; ἡγεῖτο μὲν Χειρίσοφος, ὠπισθοφυλάκει δὲ Εενοφῶν, Cheiris. zog voran, führte die Vorhut, 4, 1, 15; auch πρὸς τὰ ἐπιτήδεια, = ἄγειν, 2, 3, 9; – ἡγ. εἰς φιλότητα, den ersten Schritt zur Freundschaft thun, Hes. O. 714; τὸ ἡγούμενον dem λῆγον entgeggstzt, S. Emp. pyrrh. 2, 111, wie adv. log. 2, 110 u. oft. – 21 als Anführer seiner Schaar voranziehen, sie anführen, befehligen, u. absol., Anführer, Befehlshaber sein; c. dat., νῆες, ᾗσιν Ἀχιλλεὺς ἐς Τροίην ἡγεῖτο, die Ach. nach Troja führte, Il. 16, 169, Ἴλιον εἰς ἐρατεινὴν ἡγεόμην 5, 211; ἐκ Δουλιχίου ἡγεῖτο μνηστῆρσι Od. 16, 397; 24, 469; πόλει Eur. bei Ath. X, 413 e; Κλέαρχος τοῖς ἄλλοις ἡγεῖτο, οἱ δὲ εἵποντο, er ging den Übrigen voran, Xen. An. 2, 2, 8; Εενοφῶν ἡγεῖτο τοῖς ὁπλίταις, befehligte sie, 5, 2, 6; οἱ σοφοὶ ταῖς πόλεσιν Plat. Men. 99 b, – c. gen., wobei der Begriff des Gebieteus mehr hervortritt, ἡγήσατ' ἀγακλειτῶν ἐπικούρων Il. 12, 101; λαῶν 15, 311 u. öfter; λεῶν, ὧν ὅδ' ἡγεῖτο Soph. Ai. 1080; πόλις γάρ ἐστι πᾶσα τῶν ηγουμένων Phil. 386, der Anführer, der Regierenden, wie es auch Aesch. Ag. 1336 absolut braucht; Andere in Prosa, Xen. An. 3, 1, 25; παντὸς τῶν Ἑλλήνων στρατοῦ Her. 7, 161; Πέρσαι – τῆς Ἀσίας Plat. Menex. 239 d; Κλέαρχον τοῦ δεξιοῦ κέρως ἡγεῖσθαι Xen. An. 1, 7, 1; τῆς πόλεως Mem. 1, 7, 5 u. Sp.; bes. die Hegemonie unter den griechischen Staaten haben, Plut. Them. 7 Aristid. 24. – Auch τινί τινος, z. B. ἀοιδὸς ἡμῖν ἡγείσθω φιλοπαίγμονος ὀρχηθμ οῖο, er soll mit seinem Spiele zum Tanze anführen, uns zum Tanze vorspielen, Od. 23, 134; πολλοῖσι δ' ἅγημαι σοφίας ἑτέροις Pind. P. 4, 248, vgl. Mosch. 2, 121. ἀνθρώποις ἡγούμενοι ᾠδῆς Plat. Alc. I 125, c; allgemeiner, in Etwas vorangehen, leiten, anordnen, auch hervorrufen, auctorem esse, ἁγεῖτο παντοίων νόμων Pind. N. 5, 25; ἀλήθεια πάντων μὲν ἀγαθῶν θεοῖς ἡγεῖται, πάντων δὲ ἀνθρώποις Plat. Legg. V, 730 c; φρόνησις μόνον ἡγεῖται τοῦ ὀρθῶς πράττειν Men. 97 c; ἂν ὀρθῶς ἡμῖν ἡγῶνται τῶν πραγμάτων ibd. a; ἐπιστήμη ἦν ἡγουμένη καὶ κατορθοῦσα τὴν πρᾶξιν Euthyd. 281 a; ἐν τῇ τέχνῃ Sosip. Ath. IX, 378 f; vgl. Plat. Charm. 172 a. – Einen acc. der allgemeinen Beziehung vrbdí damit Soph. ὁρῶ βροτοῖς τὴν γλῶσσαν οὐχὶ τἄργα πάνθ' ἡγουμένην, in allen Dingen, Phil. 99; vgl. ὁ θεὸς τὰς τύχας ἡγούμενος Eur. Suppl. 225. – 31 wie duco, meinen, glauben, u. mit doppeltem acc. Einen dafür halten, ζῶντα γάρ νιν κρείσσον' ἡγήσω πατρός Aesch. Ch. 892; αὐθαδίαν εὐβουλίας ἀμείνονα Prom. 1037; οὐκ αἰσχρὸν ἡγεῖ τὰ ψευδῆ λέγειν Soph. Phil. 108, öfter, wie Eur.; τὴν μεγίστην δαίμονα ἥγηνται εἶναι Her. 2, 40, öfter; so oft im perf., das sonst selten, z. B. Eur. Phoen. 553 (bei Dem. 43, 66 in einem Orac. ist ἁγημένα passivisch gebraucht); φίλον γάρ σε ἡγοῦμαι Plat. Gorg. 473 a; bei Folgdn sehr gewöhnlich; θεοὺς ἡγεῖσθαι, glauben, daß Götter sind, Götter glauben, Eur. Hec. 800; Bacch. 1325; Ar. Equ. 32; τούτους μόνους θεοὺς ἡγεῖσθαι Plat. Crat. 397 c; εἴπερ δαίμονας ἡγοῦμαι Apol. 27 d; Sp.; vollständig sagt Her. 3, 8 Διόνυσον δὲ θεὸν μοῦνον καὶ τὴν Οὐρανίην ἡγεῦνται εἶναι. – Man bemerke noch περὶ πολλοῦ ἥγημαι, ich halte es hoch, Her. 2, 115; περὶ πλείονος, Isocr. 19, 10; κόσμον καὶ σιγὴν περὶ πλείστου ἡγεῖσθε, ihr achtet Ordnung am höchsten, Thuc. 2, 89.

French (Bailly abrégé)

ἡγοῦμαι;
f. ἡγήσομαι, ao. ἡγησάμην, pf. ἥγημαι;
A. marcher devant :
I. en gén. conduire, guider :
1 au propre Τρωσὶ ποτὶ πτόλιν ἡγήσασθαι IL conduire les Troyens vers la ville ; ἡγεῖσθαί τινι εἰς τὸ θέατρον ESCHN conduire qqn au théâtre ; ἡγήσασθαι βωμούς ESCHL conduire vers des autels ; ὁδὸν ἡγήσασθαι OD conduire par une route ; τινι τὴν ὁδὸν ἡγήσασθαι HDT montrer le chemin à qqn, marcher devant lui (cf. lat. praeire viam) ; τινι πόλιν ἡγεῖσθαι OD guider qqn vers la ville;
2 fig. donner l'exemple ou le signal de : τινί τινος, donner à qqn le signal de qch ; τινι ὀρχηθμοῖο OD donner le ton à qqn pour la danse;
II. conduire comme chef (une armée, une flotte, etc.) :
1 commander comme chef militaire : ἡγεῖσθαι νήεσσι ἐς Τροίην IL diriger des vaisseaux contre Troie ; ἡγεῖσθαι Τρώεσσιν IL amener du secours aux Troyens ; ἡγ. τῆς Ἀσίης HDT commander à l'Asie ; παντὸς τοῦ Ἑλλήνων στρατοῦ HDT commander à toute l'armée des Grecs;
2 commander comme chef d'une cité, comme gouverneur d'un pays : ἡγ. τῆς πόλεως XÉN gouverner la cité ; abs. οἱ ἡγούμενοι SOPH les chefs de la cité;
3 commander (au sens politique), exercer l'hégémonie, avoir la prééminence en Grèce;
4 en gén. diriger comme chef : ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν, ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν ISOCR gouvernant les plaisirs, mais ne se laissant pas conduire par eux;
B. après Homère croire, penser (cf. lat. duco) ; avec une prop. inf. : ἡγεῖσθαί τι εἶναι HDT penser que qch est ; ἡγεῖσθαί τινα βασιλέα HDT regarder qqn comme roi ; αἰσχρὸν ἡγεῖσθαι τι SOPH regarder qch comme honteux ; θεοὺς ἡγεῖσθαι EUR, δαίμονας ἡγεῖσθαι PLAT croire aux dieux, propr. croire qu'il y a des dieux ; ἡγεῖσθαί τι περὶ πολλοῦ, παρ' οὐδέν DÉM faire grand cas, ne faire aucun cas de qch.
Étymologie: R. Ἀγ, conduire ; cf. ἄγω.

Russian (Dvoretsky)

ἡγέομαι: дор. ἁγέομαι (impf. ἡγούμην - ион. ἡγεόμην и ἡγεύμην, fut. ἡγήσομαι, aor. ἡγησάμην - поздн. ἡγήθην; pf. ἥγημαι - тж. pass.)
1 идти впереди, предшествовать, предварять (πρόσθεν Hom.): οὐχ ἡ. προσήκει ἁρμονίαν τούτων, ἐξ ὦν ἂν συντεθῇ, ἀλλ᾽ ἕπεσθαι Plat. гармония не может предшествовать тем элементам, из которых она сложилась, а (может лишь) следовать (за ними);
2 (тж. ἡ. τινι τὴν ὁδόν Her.) идти впереди, указывать дорогу, вести (ἐπὶ νῆα, ἐς τεῖχος, κλισίηνδε Hom.; τινι πρὸς ἀρετήν Xen.): ἡ. τινι πόλιν или ποτὶ πτόλιν Hom. вести кого-л. или указывать кому-л. дорогу в город; αὐτὴν ὁδὸν ἡγήσασθαι Hom. повести по той же дороге; οὗτοι Μαρδονίῳ τὴν ὁδὸν ἡγέοντο ἐς Σφενδαλέας Her. они провели Мардония в Сфендалеи; ἡ. βωμούς Aesch. отводить к жертвенникам; ἡ. τοῖς τυφλοῖς Arph. вести слепцов; ὣς εἰπὼν ἡγεῖθ᾽, ἡ δ᾽ ἕσπετο Παλλάς Hom. сказав это, (Телемах) пошел вперед, а Паллада последовала (за ним); ὁ ἡγησόμενος οὐδεὶς ἔσται Xen. (у нас) не будет проводника; ἡ. ἐς φιλότητα Hes. делать первый шаг к дружбе (предлагать дружбу); ἡ. ὀρχηθμοῖό τινι Hom. давать кому-л. знак к пляске; ἡ. τοῦ χοροῦ Xen. открывать (или водить) хоровод; σκέλη ἡγούμενα Arst. передние (досл. ведущие) ноги (у животных); ὁ ἡγούμενος τοῦ λόγου NT главный оратор;
3 руководить, управлять (τὰς τύχας Eur.; ἔργου καὶ λόγου Xen.; τοῦ ὀρθῶς πράττειν Plat.): περὶ τὴν χρείαν τῶν ἀγαθῶν ἐπιστήμη (ἐστὶν) ἡγουμένη Plat. в пользовании благами руководит (нами) знание;
4 предводительствовать, начальствовать, стоять во главе, командовать (νήεσσιν ἐς Ἴλιον, ἐπικούρων Hom.; παντὸς τῶν Ἑλλήνων στρατοῦ Her.; λόγχαισιν Eur.; τοῖς ὁπλίταις Xen.);
5 господствовать, владычествовать, обладать гегемонией (τῆς Ἀσίας Her., Plat.; τῆς συμμαχίης Her.; Ἑλλήνων Plut.);
6 править, управлять (τῆς Θεσσαλίης Her.; τῆς πόλεως Xen. и ταῖς πόλεσιν Plat.; τῶν ἡδονῶν Isocr.): οἱ ἡγούμενοι Soph. правители, начальники, власти;
7 иметь превосходство, преобладать, быть первым: ἀλήθεια πάντων ἀγαθῶν ἡγεῖται Plat. истина - первое из всех благ;
8 полагать, признавать, считать (ср. лат. ducere) (τινα βασιλέα Her.; ὡς ἐχθρόν, sc. τινα NT): ἐνύδριες ἱρὰς ἡγέαται εἶναι Her. (в Египте) выдры считаются священными; τἄλλα πάντα δεύτερα ἡ. Soph. все прочее считать второстепенным; ἡ. τι περὶ πολλοῦ Her., Thuc., Isocr. придавать чему-л. большое значение; τὰς τούτων ἀπορίας ἀντιπάλους ἡγοῦμαι τῷ ἡμετέρῳ πλήθει Thuc. я полагаю, что их (лакедемонян) трудностями уравновешивается наша (афинян) малочисленность;
9 верить (в существование), веровать (θεούς Eur.; δαίμονας Plat.);
10 считать нужным, находить правильным: παθεῖν μᾶλλον ἡγησάμενοι ἢ τὸ ἐνδόντες σώζεσθαι Thuc. найдя более правильным (т. е. предпочтя) погибнуть, чем спастись отступлением;
11 почитать, чтить (τινα NT).

Greek Monolingual

(AM ἡγοῦμαι, ἡγέομαι, Α δωρ. τ. ἁγοῦμαι)
1. είμαι οδηγός, προπορεύομαι, προηγούμαι, δείχνω τον δρόμο («ὥς εἰπών ἡγεῖθ', ἡ δ' ἕσπετο Παλλάς Ἀθήνη», Ομ. Οδ.)
2. είμαι αρχηγός, προΐσταμαι, διευθύνω πρωτοστατώηγούμαι της επαναστάσεως»)
3. (μτχ. ενεστ. ως ουσ.) α) ο ηγούμενος
η διοικητική κεφαλή και ο πνευματικός προϊστάμενος μονής
β) η ηγουμένη και ηγουμένισσα
η προϊσταμένη γυναικείου μοναστηριού
μσν.
1. παθ. φαίνομαι, μοιάζω («ἡγήσαντο οἱ στεναγμοί φλογώδεις ὡς πῡρ φλέγον», Βέλθ. Χρυσ.)
2. φρ. «οὐδέν ἡγοῦμαι» ή «ἀντ' οὐδενός ἡγοῦμαι» — δεν υπολογίζω τίποτε, αψηφώ τα πάντα, περιφρονώ
3. το θηλ. ως ουσ.ἡγουμένη
αρχόντισσα, βασίλισσα
μσν.-αρχ.
(μτχ. ενεστ. αρσ. ως ουσ.) οἱ ἡγούμενοι
οι κυβερνώντες, οι αρχηγοί
αρχ.
1. (για λογική προτεραιότητα) προηγούμαι
2. (για άστρα) προηγούμαι στην ημερήσια κίνηση
3. προηγούμαι, αρχίζω κάτι πρώτος, είμαι πρώτος («ἁγεῖτο παντοίων νόμων», Πίνδ.)
4. οδηγώ, διοικώ στρατό ή στόλο στον πόλεμο («νῆες,... ἧσιν Ἀχιλλεύς ἐς Τροίην ἡγεῖτο», Ομ. Ιλ.)
5. είμαι ηγεμόνας ή κυβερνήτης κάποιου, είμαι επικεφαλής, κυβερνώ, εξουσιάζω
6. (μετά τον Ομ.) νομίζω, θεωρώ, φρονώ («ἡγοῦμαι τινα βασιλέα» — νομίζω ή θεωρώ κάποιον ως βασιλιά, Ηρόδ.)
7. (για θεούς) έχω πίστη, πιστεύω («ἡγοῦμαι θεούς» — πιστεύω στην ύπαρξη τών θεών, Αριστοφ.)
8. φρ. α) «ἡγοῦμαι δεῖν» — νομίζω ότι πρέπει, θεωρώ αναγκαίο
β) «ἡγοῦμαι σχολής» — είμαι επικεφαλής σε φιλοσοφική σχολή
9. (μτχ. ενεστ. ως επίθ.) ἡγούμενος, -η, -ον
ο εμπρόσθιος
10. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τo ἡγούμενον
α) (στους υποθετικούς λόγους) η δευτερεύουσα υποθ. πρόταση, η υπόθεση
β) το κύριο, το σπουδαιότερο
11. (το θηλ. μτχ. ενεστ.) ἡ ἡγουμένη
η πρώτη
12. (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ ἡγούμενος
α) κυβερνήτης
β) (ως επίσ. τίτλος) επιστάτης
γ) (στη Ρώμη) διοικητής
δ) η βασίλισσα τών μελισσών
13. (το ουδ. μτχ. παρκμ. στον πληθ.) τὰ ἁγημένα
τα νομιζόμενα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράγωγος ενεστ. σε -έομαι που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα sāg- «ιχνηλατώ» και που αντιστοιχεί στο λατ. sāgiō «αισθάνομαι, αντιλαμβάνομαι», γοτθ. sakjan «ζητώ, ψάχνω, επιτίθεμαι», αρχ. ιρλ. saigim «ζητώ, ψάχνω». Η αρχική σημ. του ρήματος είναι «οδηγώ, είμαι αρχηγός, διοικώ», η οποία απαντά στον Όμηρο, ενώ μεθομηρικά το ρ. προσέλαβε τη σημ. «κατέχω, συλλογίζομαι, θεωρώ, νομίζω».
ΠΑΡ. ηγεμών, ηγέτης
αρχ.
ήγημα, ηγητήρ, ηγητής, ηγήτωρ
μσν.- νεοελλ.
ηγούμενος.
ΣΥΝΘ. αφηγούμαι, διηγούμαι, εισηγούμαι, καθηγούμαι, παρεξηγούμαι, περιηγούμαι, προηγούμαι, υφηγούμαι
αρχ.
ανηγούμαι, αντιδιηγούμαι, αντιπροηγούμαι, απεξηγούμαι, διεξηγούμαι, εκδιηγούμαι, εξηγούμαι, εξυφηγούμαι, επεισηγούμαι, επεκδιηγούμαι, επεξηγούμαι, επιδιηγούμαι, εφηγούμαι, παραδιηγούμαι, παρηγούμαι, προαφηγούμαι, προδιηγούμαι, προεισηγούμαι, προεξηγούμαι, προκαθηγούμαι, προσδιηγούμαι, προσεξηγούμαι, συνεξηγούμαι
νεοελλ.
αναδιηγούμαι, αντεισηγούμαι].

Greek (Liddell-Scott)

ἡγέομαι: Δωρ. ἁγ-· παρατ. ἡγούμην Ἰλ. Μ. 28, κτλ., Ἰων. -εόμην ἢ εύμην Ἡρόδ. 2. 115, ἡγέοντο 9. 15· μέλλ. ἡγήσομαι Ἰλ. Ξ. 374, Ἀττ.· ἀόρ. ἡγησάμην Ὅμ., Ἀττ.· ἀόρ. ἡγήθην μεταγεν. (ἀλλὰ πρβλ. περιηγ-)· πρκμ. ἥγημαι Ἡρόδ., Ἀττ., ἐν χρήσει καὶ ἐπὶ παθ. σημασ. (ἴδε κατωτ. IV)· ἀποθ. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης, ἐξ ἧς καὶ τὸ ἄγω, ἂν καὶ ἐμποδίζει ὁ πνευματισμός, Curt. Gr. Et. σ. 677). Προπορεύομαι, προηγοῦμαι, ὁδηγῶ, ὣς εἰπὼν ἡγεῖθ’, ἡ δ’ ἕσπετο Παλλὰς Ἀθήνη Ὀδ. Α. 125· ἂν παῖς ἡγήσαιτο νήπιος Ζ. 300, κτλ.· πρόσθεν δ’... Ἶρις ἡγεῖτ’ Ἰλ. Ω. 96· (οὕτως, ἡγοῦ πάροιθε Εὐρ. Φοιν. 834)· ἡγ. ἐπὶ νῆα Ὀδ. Ν. 65· ἐς τεῖχος Ἰλ. Υ. 144· κλισίηνδε Ὀδ. Ξ. 48· οὕτω παρὰ πεζοῖς, Ἡρόδ. 2. 93, κτλ.· ἡγησόμενος οὐδεὶς ἔσται Ξεν. Ἀν. 2. 4, 5. β) μετὰ δοτ. προσ., Τρωσὶ ποτὶ πτόλιν ἡγήσασθαι Ἰλ. Χ. 101· ἐκ Δουλιχίου… ἡγεῖτο μνηστῆρσι Ὀδ. Π. 397· οὕτω παρ’ Ἀττ., οἱ γὰρ βλέποντες τοῖς τυφλοῖς ἡγούμεθα Ἀριστοφ. Πλ. 15· ἡγ. τινι πρὸς ἀρετὴν Ξεν. Ἀγησ. 10, 2. γ) προστιθεμένου τοῦ ὁδόν, ὁδὸν ἡγ., προπορεύομαι ἐν τῇ ὁδῷ, Λατ. praeire viam, Ὀδ. Κ. 263· οὕτω, ἡγ. τινι τὴν ὁδὸν Ἡρόδ. 9. 15 (ἴδε κατωτ.). δ) μετ’ αἰτ. τόπου, ἥ οἱ... πόλιν ἡγήσαιτο, ἥτις θὰ ἠδύνατο νὰ ὁδηγήσῃ αὐτὸν εἰς τὴν πόλιν, Ὀδ. Ζ. 114, πρβλ. Η. 22, Ο. 82· ἡγ. βωμοὺς ἀστικοὺς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 501· ὡσαύτως, ἡγ. ἐς φιλότητα, προηγοῦμαι, κάμνω τὸ πρῶτον βῆμα, τὴν ἀρχὴν πρός, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 710. 2) μετὰ δοτ. προσ. καὶ γεν. πράγμ., εἶμαι ὁ ἀρχηγὸς ἔν τινι πράγματι, θεῖος ἀοιδὸς... ἡμῖν ἡγείσθω... ὀρχηθμοῖο Ὀδ. Ψ. 134· ἡγ. τινι σοφίας, ᾠδῆς Πίνδ. Π. 4. 442, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 125C, πρβλ. Εὐθυδ. 281Α· ἀλήθεια δὴ πάντων μὲν ἀγαθῶν θεοῖς ἡγεῖται πάντων δὲ ἀνθρώποις ὁ αὐτ. Νόμ. 730C· ἡγ. τοῦ χοροῦ Πέρσαις Ξεν. Κύρ. 8. 7, 1, πρβλ. Καλλ. εἰς Δῆλ. 313· καὶ συχνάκις μετὰ γεν. πραγμ. μόνον, ἡγ. νόμων, ἀρχίζω τὸ ᾆσμα, τὸ μέλος, Πίνδ. Ν. 5. 44· φρόνησις ἡγ. τοῦ ὀρθῶς πράττειν Πλάτ. Μένωνι 97C· ἡγ. παντὸς καὶ ἔργου καὶ λόγου Ξεν. Ἀπομν. 2. 3, 15. 3) μετὰ δοτ. πράγμ., εἶμαι ὁδηγὸς ἔν τινι, εἶμαι πρῶτος εἴς τι, κερδοσύνῃ, νηπιέῃσι ἡγ. τινι Ἰλ. Χ. 247, Ὀδ. Ω. 469· ἔν τινι Πλάτ. Χαρμ. 172Α. 4) μετ’ αἰτ. πράγμ., ὁδηγῶ, διευθύνω, ἡγ. τὰς πομπὰς Δημ. 571. 3 (ἀλλ’ ἴδε Δινδ.)· τήν ἀποδημίαν Δίνων παρ’ Ἀθην. 633D. 5) μετοχ., ἡγούμενος, -η, -ον, ὡς ἐπιθ., σκέλη ἡγούμενα, ἀντίθ. ἑπόμενα, οἱ πρόσθιοι πόδες, Ἀριστ. Πορ. Ζ. 16, 2, κἑξ.· ὁ ἡγ. ποὺς ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 64· - ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2. ΙΙ. ὁδηγῶ στρατὸν ἢ στόλον, συχν. παρ’ Ὁμ., μετὰ δοτ., νῆες θοαί, ᾗσιν Ἀχιλλεὺς ἐς Τροίην ἡγεῖτο Ἰλ. Π. 169, πρβλ. Ὀδ. Ξ. 238· οὐ γὰρ ἔην ὅστις σφιν ἐπὶ στίχας ἡγήσαιτο, ὅστις θὰ ἠδύνατο νὰ ὁδηγήσῃ αὐτοὺς εἰς τὰς τάξεις, Ἰλ. Β. 687· ἡγ. Τρώεσσιν ἐς Ἴλιον Ε. 211· ἡγ. Μῄοσιν Β. 864· λόγχαισιν Εὐρ. Βάκχ. 1359· ἀκολούθως συχνὸν παρὰ Ξεν., κτλ. - συνηθέστερον μετὰ γεν… εἶμαι ὁ ἡγεμὼν ἢ ἄρχων καὶ κυβερνήτης τινός, Σαρπηδὼν δ’ ἡγήσατ’… ἐπικούρων Ἰλ. Μ. 101· ἡγήσατο λαῶν Ο. 311, πρβλ. Β. 567, 638, κτλ.· οὕτω παρὰ πεζοῖς, ἡγ. τῆς Ἀσίης, τῆς συμμαχίης Ἡρόδ. 1. 95., 7. 148· οἱ τῆς Θεσσαλίης ἡγεόμενοι, οἱ ἄρχοντες τῆς Θεσσ., ὁ αὐτ. 9. 1· ὅς ἡγεῖτο τῆς ἐξόδου Θουκ. 2. 10· ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ’ οὐκ ἀγόμενος ὑπ’ αὐτῶν Ἰσοκρ. 198Α, κτλ.· ἐκ τῶν παραδειγμάτων τούτων γίνεται φανερὸν ὅτι μετὰ τῆς δοτ. τὸ ῥῆμα διασῴζει τὴν πρὼτην αὑτοῦ σημασίαν, τοῦ προπορεύεσθαι ἢ ὁδηγεῖν, ἥτις ἐν τῇ μετὰ γενικ. συντάξει ἀπώλετο. 2) ἀπολ., οἱ ἡγούμενοι, οἱ ἄρχοντες, οἱ κυβερνῶντες, Σοφ. Φ. 386, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1363· ἡγ. ἐν τοῖς ἀδελφοῖς, πρόκριτοι μεταξὺ τῶν ἀδελφῶν, Πράξ. Ἀποστ. ιε΄, 22· πρβλ. ἡγούμενος, ὁ. ΙΙΙ. μεθ’ Ὅμηρ., ὡς τὸ Λατ. ducere, νομίζω, φρονῶ, Ἡρόδ. (ὅστις ἐπὶ τοιαύτης ἐννοίας μεταχειρίζεται τὸν πρκμ. ἥγημαι), κτλ.· ἡγ. τι εἶναι ὁ αὐτ. 1. 126, 136., 2. 69, 72· ἡγεῖσθε δὲ θεοὺς βλέπειν… πρὸς τὸν εὐσεβῆ βροτῶν Σοφ. Ο. Κ. 278. 2) προστιθεμένης λέξεως δηλούσης ἰδιότητα, ἡγ. τινα βασιλέα, νομίζω ἢ θεωρῶ ὡς βασιλέα, Ἡρόδ. 6. 52· μηδ’ αὐθαδίαν εὐβουλίας ἀμείνον’ ἡγήσῃ ποτὲ Αἰσχύλ. Πρ. 1035· ἅπαντας ἐχθροὺς τῶν θεῶν ἡγοῦ πλέον ὁ αὐτ. Χο. 902, πρβλ. 905· ἡγ. τἆλλα πάντα δεύτερα, θεωρῶ πάντα τἆλλα δευτερεύοντα, Σοφ. Φ. 1442· οὐκ αἰσχρὸν ἡγεῖ… τὰ ψευδῆ λέγειν; αὐτόθι 108, πρβλ. Ἀντ. 1167· ἀντίπαλον ἡγ. τί τινι Θουκ. 4. 10· οὕτως, ἡγ. τι περί πολλοῦ Ἡρόδ. 2. 115· περὶ πλέονος Ἰσοκρ. 386Ε· περὶ πλείστου Θουκ. 2. 89· περὶ οὐδενὸς Λυσ. 110. 31· παρ’ οὐδεν Ψήφισμ. παρὰ Δημ. 282. 14. 3) συχν. ἐπὶ τῆς εἰς θεοὺς πίστεως, τὴν μεγίστην δαίμονα ἥγηνται εἶναι Ἡρόδ. 2. 40, πρβλ. 3. 8· ἡγ. θεούς, πιστεύω εἰς τὴν ὕπαρξιν αὐτῶν, κτλ. Εὐρ. Ἑκ. 800, Βάκχ. 1327, Ἀριστοφ. Νεφ. 32· δαίμονας ἡγ. Πλάτ. Ἀπολ. 27D, πρβλ. Πορσ. Ἑκ. 788, καὶ ἴδε νομίζω ΙΙ. 1. 4) ἡγοῦμαι δεῖν, νομίζω ὅτι πρέπει, θεωρῶ καλὸν, μετ’ ἀπαρ., Ἀνδοκ. 4. 21, Δημ. 14. 26· - οὕτω καὶ ἄνευ τοῦ δεῖν, παθεῖν μᾶλλον ἡγησάμενοι ἤ... Θουκ. 2. 42, ἔνθα ἴδε Ἀρνόλδ.· ἡγήσατο ἐπαινέσαι Πλάτ. Πρωτ. 346Β. IV. ὁ πρκμ. εἶναι εὔχρηστος ἐπὶ παθ. σημασίας, τὰ ἁγημένα = τὰ νομιζόμενα, Χρησμ. παρὰ Δημ. 1072, 25· ὡσαύτως μέλλ. ἡγηθήσομαι Ὠριγέν.· ἀόρ. τὸ περιηγηθὲν Πλάτ. Νόμ. 770Β· ἀλλ’ ἀντὶ τοῦ ἡγεόμενον, ὁδηγούμενον, Ἡρόδ. 3. 14, ὁ Ald. καί τινα χειρόγραφα ἔχουσιν ἀγεόμενον (ἀντὶ ἀγόμενον)· - τὸ ἐνεργ. ἡγέω, ὅπερ σημειοῖ ὁ Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. σ. 45 καὶ ἕτεροι, φαίνεται ὅτι προῆλθε κατ’ εἰκασίαν ἐκ τῶν τοιούτων τύπων.

English (Autenrieth)

(ἄγω), fut. -ήσομαι, aor. -ησάμην: go before, lead the way, guide, lead; opp. ἕπομαι, Od. 1.125; πρόσθεν ἡγεῖσθαι, Il. 24.696; ὁδόν, Od. 10.263; w. acc. of the place led to, ἄστεα, Od. 15.82; met., w. gen., ὀρχηθμοῖο, Od. 23.134; w. gen. of persons commanded, Il. 2.567, 620, 851.

Spanish

guiar, dirigir

English (Strong)

middle voice of a (presumed) strengthened form of ἄγω; to lead, i.e. command (with official authority); figuratively, to deem, i.e. consider: account, (be) chief, count, esteem, governor, judge, have the rule over, suppose, think.

English (Thayer)

ἡγοῦμαι; perfect ἥγημαι; 1st aorist ἡγησάμην; (from ἄγω (cf. Curtius, p. 688)); deponent middle; from Homer down;
1. to lead, i. e.
a. to go before;
b. to be a leader; to rule, command; to have authority over: in the N.T. so only in the present participle ἡγούμενος, a prince, of regal power (מֶלֶך; a (royal) governor, viceroy, chief, ὁ διακονῶν); leading as respects influence, controlling in counsel, ἐν τισί, among any, οἴκου, τῶν πατριῶν, 1Esdr. 5:65 (66), 67 (68); τῆς πόλεως, Alex.; a military leader, Sophocles Philippians 386; often in Polybius; Diodorus 1,4,72; Lucian, Alex. 44; others); with the genitive of the thing, τοῦ λόγου, the leader in speech, chief speaker, spokesman: τοῦ λόγου ἡγεμών in Jamblichus' de myster., at the beginning
2. (like the Latin duco) equivalent to to consider, deem, account, think: with two accusatives, one of the objects, the other of the predicate, ἁρπαγμός, Winer's Grammar, § 44,3c.)); Buttmann, 59 (51); Winer's Grammar, 274 (258)); τινα ὡς τινα, Winer's Grammar, § 65,1a.); τινα ὑπερεκπερισσοῦ, to esteem one exceedingly, περί πολλοῦ, Herodotus 2,115; περί πλειστου, Thucydides 2,89); with accusative of the thing followed by ὅταν, ἀναγκαῖον, followed by an infinitive, δίκαιον, followed by an infinitive, διηγέομαι, ἐκηγέομαι, διηγέομαι, ἐξηγέομαι, προηγέομαι. [ SYNONYMS: δοκέω I, ἡγέομαι 2, νομίζω 2, οἴομαι: ἡγέομαι and νομίζω denote a belief resting not on one's inner feeling or sentiment, but on the due consideration of external grounds, the weighing and comparing, of facts; δοκέω and οἴομαι, on the other hand, describe a subjective judgment growing out of inclination or a view of facts in their relation to us. ἡγέομαι denotes a more deliberate and careful judgment than νομίζω; οἴομαι, a subjective judgment which has feeling rather than thought (δοκέω) for its ground. Cf. Schmidt, chapter 17.]

Greek Monotonic

ἡγέομαι: (ἄγω), Δωρ. ἁγ-, παρατ. ἡγούμην, Ιων. -εόμην ή -εύμην, μέλ. ἡγήσομαι, αόρ. αʹ ἡγησάμην, παρακ. ἥγημαι, Αποθ.·
I. 1. προηγούμαι, έχω προβάδισμα, σε Όμηρ. κ.λπ.· με δοτ. προσ., οδηγώ, ανοίγω το δρόμο σε κάποιον, καθοδηγώ, στον ίδ.· επίσης, ὁδὸν ἡγήσασθαι, προπορεύομαι στην οδό, Λατ. praeire viam, σε Ομήρ. Οδ.
2. με δοτ. προσ. και γεν. πράγμ., είμαι ο αρχηγός κάποιου σε κάτι· ἀοιδὸς ἡμῖν ἡγείσθω ὀρχηθμοῖο, στο ίδ.· ἡγοῦμαί τινι σοφίας, ᾠδῆς, σε Πίνδ. κ.λπ.· και μόνο με γεν. πράγμ., ἡγοῦμαι νόμων, αρχίζω το άσμα, το μέλος, στον ίδ. κ.λπ.
3. με αιτ. πράγμ., οδηγώ, διευθύνω· τὰς πομπάς, σε Δημ. κ.λπ.
II. 1. οδηγώ στρατό ή στόλο, με δοτ., σε Όμηρ. κ.λπ.· με γεν., είμαι οδηγός ή αρχηγός, ηγεμόνας ή κυβερνήτης κάποιου, στον ίδ.
2. απόλ., οἱ ἡγούμενοι, οι άρχοντες, οι εξουσιαστές, οι κυβερνώντες, σε Σοφ.· ἡγούμενοι ἐν τοῖς ἀδελφοῖς, πρόκριτοι μεταξύ των αδελφών, σε Καινή Διαθήκη
III. 1. νομίζω, φρονώ, πιστεύω, Λατ. ducere, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἡγοῦμαί τι εἶναι, στον ίδ.
2. με προσθήκη λέξης που δηλώνει ιδιότητα· ἡγοῦμαί τινα βασιλέα, θεωρώ ή υπολήπτομαι κάποιον ως βασιλιά, στον ίδ.· ἡγοῦμαί τι περὶ πολλοῦ, στον ίδ.· περὶ πλείστου, σε Θουκ.
3. ἡγοῦμαι θεούς, πιστεύω στους θεούς, σε Ευρ. κ.λπ.· πρβλ. νομίζω II.
4. ἡγοῦμαι δεῖν, νομίζω ότι πρέπει, θεωρώ ότι είναι καλό, απαραίτητο να κάνω, με απαρέμφ., σε Δημ.· με αυτή τη σημασία σε άλλες περιπτώσεις και χωρίς το δεῖν· παθεῖν μᾶλλον ἡγησάμενοι ἤ..., σε Θουκ.
IV. ο παρακ. χρησιμ. με Παθ. σημασία· τὰ ἁγημένα = τὰ νομιζόμενα, σε χρησμ. παρά Δημ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: lead, go ahead, posthom. also think, believe;
Other forms: Dor. ἁγ-, aor. ἡγήσασθαι, fut. ἡγήσομαι (Il.), perf. ἥγημαι, ἅγ- (Hdt., Pi.), aor. pass. ἡγήθην (Pl. Lg. 770b)
Compounds: very often with prefix in different meanings, δι-, εἰσ-, ἐξ-, καθ-, περι-, ὑφ- etc. As 1. member in governing compp., e. g. `Ηγησί-λεως, Ἀγησί-λαος (Hdt.; also as appellative) - Also ἡγέ-ομαι as 2. member in formations in -της, e. g. κυν-ηγέτης "leader of dogs", hunter (Od.), ἀρχ-ηγέτης, f. -τις who has the power, originator (Hdt.), partly beside -ηγός and connected with ἄγω, s. Chantraine Et. sur le vocab. gr. 88ff., Sommer 12 w. n. 1. Another compound with σ-stem is περι-ηγής forming a circle (Emp., A. R.).
Derivatives: Many derivv., also from the compp. (Dor. forms not sep. noted). Nomina actionis: 1. ἥγησις leading (LXX), older and more usual εἰσ-, ἐξ-, δι-, περι-, ὑφ-ήγησις etc. (cf. Holt Les noms d'action en -σις, s. index); . 2. ἥγημα leading, opinion (LXX, Pergamon), older and more usual ἀφ-, εἰσ-ήγημα etc. with -ηγημάτιον, -ηγηματικός. Nomina agentis: 3. ἡγεμών, -όνος m. leader (Il.; on the formation Schwyzer 522, Fraenkel Glotta 32, 25f; also from the compp., e. g. καθηγεμών) with ἡγεμονεύω lead, rule (Il.; like βασιλεύω), rarely -έω (Pl.; cf. Fraenkel Denom. 184f., Schwyzer 732), ἡγεμον-ία, ἡγεμόνευ-μα, ἡγεμον-ικός a. o.; fem. ἡγεμόνη surname of Artemis a. o. (Call.; Schwyzer 490 n. 4, Sommer Nominalkomp. 145). 4. `Ηγήμων Att. PN (cf. ἥγημα). 5. ἡγήτωρ, -ορος m. `id.' (Il.), Ἀγήτωρ surname of Zeus in Sparta (X.), also name of the Aphrodite-priests in Cyprus (E. Kretschmer Glotta 18, 87). 6. ἡγητήρ, -ῆρος m. id. (Pi., S.; also ὑφ-, προ-, καθ-ηγητήρ [trag.]) with (προ-)ἡγήτειρα (A. R.), -τήριος (Ath.). 7. ἡγητής id. (A. Supp. 239), usually εἰσ-, ἐξ-, δι-, καθ-, προ-ηγητής (IA); on semantic differentiation of ἡγήτωρ, -ητήρ Benveniste Noms d'agent 46; on ἡγητής Fraenkel Nom. ag. 2, 13. Adj. 8. (ἐξ-, δι- etc.) ἡγητικός (hell.). - On ἡγηλάζω s. v.
Origin: IE [Indo-European] [876] *seh₂g- trace
Etymology: Iterative present ἡγέομαι, ἁγέομαι, from which all other forms were derived, has a close correspondence in the yot-presents Lat. sāgio trace, track down = Germ., e. g. Goth. sokjan search, attack (the latter could also be from *sāgeio/e-). From WestIE. one adduces OIr. saigim, -id trace something, search, prob a yot-present (from *sh₂g-), s. Thurneysen Grammar 354; for the vowel cf. Lat. sagāx. Uncertain is Hitt. šak-ḫi, -i know. - The word may come from the language of hunters, prop. search; further Schwyzer 29 and Chantraine l. c.

Middle Liddell

[ἄγω]
I. Dep. to go before, lead the way, Hom., etc.:—c. dat. pers. to lead the way for him, guide, conduct, Hom.:—also, ὁδὸν ἡγήσασθαι to go before on the way, Lat. praeire viam, Od.
2. c. dat. pers. et gen. rei, to be one's leader in a thing, ἀοιδὸς ἡμῖν ἡγείσθω ὀρχηθμοῖο Od.; ἡγ. τινι σοφίας, ὠιδῆς Pind., etc.:—and c. gen. rei only, ἡγ. νόμων to lead the song, Pind., etc.
3. c. acc. rei, to lead, conduct, τὰς πομπάς Dem., etc.
II. to lead an army or fleet, c. dat., Hom., etc.:—c. gen. to be the leader or commander of, Hom.
2. absol., οἱ ἡγούμενοι the rulers, Soph.; ἡγούμενοι ἐν τοῖς ἀδελφοῖς leading men, NTest.
III. to suppose, believe, hold, Lat. ducere, Hdt., etc.; ἡγ. τι εἶναι Hdt.
2. with an attributive word added, ἡγ. τινα βασιλέα to hold or regard as king, Hdt.; ἡγ. τι περὶ πολλοῦ Hdt.; περὶ πλείστου Thuc.
3. ἡγ. θεούς to believe in gods, Eur., etc.; cf. νομίζω II.
4. ἡγοῦμαι δεῖν, to think it fit, deem it necessary to do, c. inf., Dem.; without δεῖν, παθεῖν μᾶλλον ἡγησάμενοι ἤ . . Thuc.
IV. the perf. is used in pass. sense, τὰ ἁγημένα = τὰ νομιζόμενα, ap. Dem.

Frisk Etymology German

ἡγέομαι: {hēgéomai}
Forms: dor. ἁγ-, Aor. ἡγήσασθαι, Fut. ἡγήσομαι (seit Il.), Perf. ἥγημαι, ἅγ- (Hdt., Pi.), Aor. Pass. ἡγήθην (Pl. Lg. 770b, Pap.)
Grammar: v.
Meaning: vorangehen, führen, nachhom. auch meinen, glauben;
Composita : sehr oft mit Präfix in verschiedenen Sinnfärbungen, δι-, εἰσ-, ἐξ-, καθ-, περι-, ὑφ- usw.
Derivative: Zahlreiche Ableitungen, sowohl vom Simplex als auch namentlich von den Kompp. (die dor. Formen werden nicht besonders notiert). Nomina actionis: 1. ἥγησις Leitung (LXX), älter und gewöhnlicher εἰσ-, ἐξ-, δι-, περι-, ὑφήγησις usw. (vgl. Holt Les noms d’action en -σις, s. Index); als Vorderglied in verbalen Rektionskomposita, z. B. Ἡγησίλεως, Ἀγησίλαος (Hdt. usw.; auch appellativisch). 2. ἥγημα Führung, Meinung (LXX, Pergamon), älter und gewöhnlicher ἀφ-, εἰσήγημα usw. mit -ηγημάτιον, -ηγηματικός. Nomina agentis: 3. ἡγεμών, -όνος m. Führer (seitIl.; zur Bildung Schwyzer 522 m. Lit., Fraenkel Glotta 32, 25f; auch von den Kompp., z. B. καθηγεμών) mit ἡγεμονεύω führen, herrschen (seit Il.; wie βασιλεύω u. a.), selten -έω (Pl.; vgl. Fraenkel Denom. 184f., Schwyzer 732), ἡγεμονία, ἡγεμόνευμα, ἡγεμονικός u. a.; Fem. ἡγεμόνη Bein. der Artemis u. a. (Kall. usw.; Schwyzer 490 A. 4, Sommer Nominalkomp. 145). 4. Ἡγήμων att. EN (vgl. ἥγημα). 5. ἡγήτωρ, -ορος m. ib. (ep. seit Il.), Ἀγήτωρ Bein. des Zeus in Sparta (X.), auch N. des Aphroditepriesters in Kypern (E. Kretschmer Glotta 18, 87). 6. ἡγητήρ, -ῆρος m. ib. (Pi., S. u. a.; auch ὑφ-, προ-, καθηγητήρ [Trag. u. a.]) mit (προ-)ἡγήτειρα (A. R. u. a.), -τήριος (Ath. u. a.). 7. ἡγητής ib. (A. Supp. 239), gewöhnlicher εἰσ-, ἐξ-, δι-, καθ-, προηγητής u. a. (ion. att. usw.); Versuch einer semantischen Differenzierung von ἡγήτωρ, -ητήρ bei Benveniste Noms d’agent 46; zu ἡγητής noch Fraenkel Nom. ag. 2, 13. Adj. 8. (ἐξ-, δι- usw.) ἡγητικός (hell. u. spät). — Außerdem steht ἡγέομαι als Hinterglied in Zusammenbildungen auf -της, z. B. κυνηγέτης "Hundeführer", Jäger (seit Od.), ἀρχηγέτης, f. -τις ‘Inhaber der Herrschaft, Urheber(in)’ (Hdt., Pi. usw.), teilweise neben -ηγός und nach diesem auch auf ἄγω bezogen, s. Chantraine Et. sur le vocab. gr. 88ff. m. Lit., Sommer Zum Zahlwort 12 m. A. 1. Eine andere Zusammenbildung mit Ausgang nach den σ-Stämmen ist περιηγής einen Kreis bildend, herumliegend (Emp., A. R., Kall. u. a.). — Zu ἡγηλάζω s. bes.
Etymology : Das dehnstufige Iterativpräsens ἡγέομαι, ἁγέομαι, wovon alle übrigen Themaformen ebenso wie die hierhergehörigen Nomina ausgehen, hat eine nahe Entsprechung in den Jot-präsentia lat. sāgio spüren, wittern = germ., z. B. got. sokjan suchen, angreifen (letzteres könnte auch zu ἡγέομαι aus idg. *sāgeio/e- stimmen). Aus dem westidg. Gebiet kommt noch hinzu das kurzvokalische air. saigim, -id einer Sache nachgehen, suchen, wohl altes Jotpräsens, s. Thurneysen Grammar 354; zum Vokal vgl. lat. săgāx. Sehr unsicher dagegen heth. šak-ḫi, -i weiß. — Das Wort stammt wahrscheinlich aus der Jägersprache, eig. wittern, suchen; Näheres zur Bedeutung Schwyzer 29 und Chantraine a. a. O. Weitere Formen mit älterer Lit. bei WP. 2, 449, Pok. 876f.
Page 1,621-622

Chinese

原文音譯:¹gšomai 赫給哦買
詞類次數:動詞(28)
原文字根:帶領 相當於: (סֶגֶן‎) (סָרַר‎ / שַׂר‎)
字義溯源:領導,君王,作宰相,作首領,為首領,領首,引導,尊重,思考,想,當以,當作,看作,看待,以為,計算;源自(ἄγω)*=帶領)。參讀 (ἄγω)同義字參讀 (ἀναλογίζομαι)同義字
出現次數:總共(28);太(1);路(1);徒(4);林後(1);腓(6);帖前(1);帖後(1);提前(2);來(6);雅(1);彼後(4)
譯字彙編
1) 我想(2) 林後9:5; 腓2:25;
2) 引導(2) 來13:17; 來13:24;
3) 當作(2) 腓3:7; 來10:29;
4) 我以為(1) 彼後1:13;
5) 以為(1) 雅1:2;
6) 他看作(1) 來11:26;
7) 他們以(1) 彼後2:13;
8) 以為是(1) 彼後3:9;
9) 引導⋯人(1) 來13:7;
10) 我⋯當作(1) 腓3:8;
11) 我⋯以為(1) 徒26:2;
12) 算為(1) 彼後3:15;
13) 她以為(1) 來11:11;
14) 他以(1) 提前1:12;
15) 作首領的(1) 徒15:22;
16) 領首(1) 徒14:12;
17) 作宰相(1) 徒7:10;
18) 為首領的(1) 路22:26;
19) 看(1) 腓2:3;
20) 以(1) 腓2:6;
21) 一位君王(1) 太2:6;
22) 看待(1) 帖後3:15;
23) 尊重(1) 帖前5:13;
24) 看作(1) 腓3:8;
25) 當以(1) 提前6:1

Mantoulidis Etymological

-ἡγοῦμαι (=ὁδηγῶ, εἶμαι ἀρχηγός, νομίζω, θεωρῶ). Ἀπό ρίζα αγ- τοῦ ἄγω. Ἀπό σαγἔγινε μέ μετάπτωση σηγκαί ἀφοῦ τό σ ἔγινε δασεία → ἡγ + πρόσφυμα ε + ομαι → ἡγ-έ-ομαι → ἡγοῦμαι.
Παράγωγα: ἡγεμών, ἡγεμονία, ἡγεμονεύω, ἡγεμόνευμα, ἡγεμονικός, ἡγεσία, ἡγέτης, ἥγημα, διήγημα, ἀφήγημα, ἀφηγηματικός, διηγηματικός, ἡγησίπολις, ἥγησις, διήγησις, ἀφήγησις, εἰσήγησις, ἐξήγησις, ὑφήγησις, ἡγητέον, ἡγητήρ, ἡγήτειρα, ἡγήτωρ, ἡγητής, ἀφηγητής, καθηγητής, ὑφηγητής, εἰσηγητής, ἀδιήγητος, ἀνεξήγητος, εὐδιήγητος, ἀπεριήγητος, Ἀγησίλαος, Ἀγεσίχορος, Ἆγις, Ἀγησίπολις, Ἀγίας, ἡγούμενος (=ἀρχηγός μοναστηριοῦ), ἡγουμένη, ἡγουμενία.

Léxico de magia

guiar, dirigir ref. a Helios ἐπικαλοῦμαί σε τὸν μέγαν ἐν οὐρανῷ, ... σὺ εἶ ὁ μέγας Ὄφις, ἡγούμενος πάντων τῶν θεῶν te invoco a ti, el grande en el cielo, tú eres la gran Serpiente, el que guía a todos los dioses P IV 1638

Lexicon Thucydideum

praeire, praecedere, to go before, precede, 2.90.1, [vulgo commonly ἡγούμενοι]. 2.90.5, 7.80.4,
ducere, viam monstrare, to lead, show the way, 2.11.8, [vulgo commonly ὅποι] 3.45.5, 4.18.4, 5.60.2,
auctorem esse, to be responsible for, 5.71.1,
ducem esse, to be a leader, 1.5.1, 1.89.1, 1.107.2. 1.114.2. 2.2.1. 2.10.2, 2.19.1. 2.22.3, 2.47.1. 2.71.1. 2.80.5, 2.102.1. 3.1.1, 3.22.1, 3.22.3. 3.26.2, 3.89.1. 3.92.5, 4.2.1. 5.33.1. 5.54.1. 5.57.1. 6.34.6, 7.19.1. 8.100.3.
principatum tenere, to hold supreme power, 1.10.2, 1.18.2, 1.19.1. 1.77.6, 2.89.4, 3.10.4, 5.28.2,
item likewise 5.40.3. 6.92.5, [vulgo commonly ἡγήσησθε.] 8.2.4,
existimare, to judge, consider, 1.2.2, 1.21.1. 1.23.6. 1.39.2, 1.41.6, 1.60.1. 1.102.3, 1.124.3. 2.40.2, 2.42.4. 2.44.4, 2.53.2, 2.60.2. 2.60.7. 2.81.5, 2.89.5. 2.89.9, [nonnulli codd. several manuscripts ποιεῖσθε]. 3.3.1, 3.9.1. 3.16.2, 3.20.2, 3.37.2. 3.39.6, 3.42.2. 3.42.23.47.5, 3.53.1. 3.68.1. 3.71.1, 3.112.7. 3.115.4, 4.9.2. 4.10.5, 4.17.3. 4.19.1. 4.20.2, 4.56.1. 4.64.1. 4.69.3, 4.80.3. 4.106.1. 4.114.3. 4.114.4, 4.117.1. 4.120.3. 4.121.2. 4.126.5. 4.130.7, 5.1.1, 5.8.3. 5.36.1. 5.97.1. 5.98.1. 5.105.2. 5.108.1. 6.11.6, 6.14.1, [Bekk. Goell. Bekker Goeller edition ἡγεῖ] 6.23.4, 6.33.2. 6.34.6. 6.34.7. 6.37.1, 6.23.2. 6.40.1. 6.53.2. 6.68.4. 6.78.1, 6.89.3. 6.92.4. 6.102.1. 7.14.4, 7.18.2. 7.34.7, 7.42.5. 7.57.9, 7.70.8. 7.77.5. 8.2.1, [qd om. Vat., uncis incluserunt Popp. Bekk. Goell. which the Vatican omits, Poppo Bekker Goeller enclosed in brackets] 8.44.1. 8.66.3. 8.92.4.

Translations

lead

Aghwan: 𐔰𐕀𐔰𐔺𐔱𐕒𐕄𐔴𐕚𐕒𐕡𐕎; Amharic: መራ; Arabic: قَادَ‎; Argobba: መረሀ; Armenian: տանել; Belarusian: вадзі́ць, павадзі́ць, весці́, павесці́, праводзіць правесці; Breton: ren, kas, bleinañ; Bulgarian: водя; Catalan: menar, dirigir; Cherokee: ᎪᎯᏁᎦ; Chinese Mandarin: 引導/引导; Cimbrian: büuran; Czech: vodit, vést; Dalmatian: menur; Dutch: leiden; Esperanto: konduki; Finnish: johdattaa, opastaa, ohjata; French: guider; Friulian: menâ, condusi; Ge'ez: መርሐ; German: führen, leiten; Gothic: 𐍄𐌹𐌿𐌷𐌰𐌽; Ancient Greek: ἄγω, ἡγέομαι, ἐξηγέομαι; Guaraní: myakã; Hebrew: הוביל‎; Hungarian: vezet; Ido: duktar; Italian: guidare, condurre; Japanese: 導く; Ladin: condujer, mener; Latin: duco; Latvian: vest; Lithuanian: vesti; Luxembourgish: leeden; Macedonian: води; Malayalam: നയിക്കുക; Maori: arataki, taki, arahi, takitaki, whakataki; Norwegian: føre; Occitan: menar, dirigir; Old Church Slavonic: водити, вести; Polish: wodzić, wieść, prowadzić, poprowadzić, zaprowadzić, doprowadzać, przeprowadzać; Portuguese: guiar, conduzir; Quechua: rampay; Romanian: duce; Russian: водить, вести, приводить, привести; Sanskrit: नयति; Serbo-Croatian Cyrillic: водити; Roman: voditi; Slovak: vodiť, viest'; Slovene: voditi; Sorbian Lower Sorbian: wóźiś, wjasć; Upper Sorbian: wodźić, wjesć, zawjesć; Spanish: guiar, llevar, ducir; Swedish: leda, föra; Tagalog: umakay, akayin; Tocharian B: āk-; Ukrainian: водити, поводити, вести, повести, проводити, провести; Vietnamese: dẫn, dắt; Walloon: moenner, kidure; Welsh: arwain; West Frisian: liede

Arabic: قَادَ‎; Armenian: առաջնորդել; Bulgarian: ръководя; Dutch: leiden; Esperanto: estri; Finnish: johtaa, vetää; French: diriger, commander; German: leiten; Ancient Greek: ἡγέομαι, ἡγεμονεύω; Hebrew: הוביל‎, הנהיג‎; Italian: condurre; Japanese: 率いる; Latin: duco; Malayalam: നയിക്കുക; Polish: kierować, prowadzić, dowodzić, przewodzić, poprowadzić; Portuguese: liderar; Romanian: conduce; Russian: руководить; Sanskrit: नयति; Slovene: voditi; Swedish: leda; Tagalog: mamuno, pamunuan; Welsh: arwain; West Frisian: liede