παῖς

From LSJ
Revision as of 09:19, 30 November 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "" to "ἡ")

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παῖς Medium diacritics: παῖς Low diacritics: παίς Capitals: ΠΑΙΣ
Transliteration A: paîs Transliteration B: pais Transliteration C: pais Beta Code: pai=s

English (LSJ)

also παῦς (q. v.), παιδός, , ἡ, gen. pl. παίδων, Dor. παιδῶν Greg.Cor.p.317 S.; dat. pl. παισί, Ep. A παίδεσσι Od.3.381, etc.; in early Ep. freq. disyll. in nom. πάϊς, e. g. when forming part of two different feet, Il.2.609, 5.704, etc.; prob. also in the fifth foot, 9.57, 11.389; and before bucolic diaeresis, 2.205, al.; also in Lyr., Sapph.38, 85; and in Boeot., IG7.690, al. (Tanagra), cf. πῆς; πάϊ [ᾰῑ] Od.24.192 (παιδ- is never disyll. in oblique cases in Hom.); acc. πάϊν A. R.4.697, AP3.8 (Inscr. Cyzic.), 9.125; gen. παϊδός Epigr. ap. Luc.Symp.41; dat. παϊδί prob. in Anacr.17: I in relation to Descent, child, whether son, Il. 2.205,609, al. (with special reference to the father, opp. τέκνον, q.v.): pl., Th.1.4, etc.; or daughter, Il.1.20,443, 3.175; παῖδες ἄρρενες καὶ θήλειαι Pl.Lg.788a; παῖς, opp. κόρα, Berl.Sitzb.1927.7 (Locr., v. B.C.); of an adopted son, ἀλλά σε παῖδα ποιεύμην Il.9.494; παίδων παῖδες, τοί κεν μετόπισθε γένωνται 20.308, cf. Pi.N.7.100, Inscr.Cypr.135.11 H., etc.; Ἀγήνορος παῖδες ἐκ παίδων E.Ph.281; freq. in orators of legal issue, Isoc.19.9, Is.7.31, etc.; of animals, A.Ag.50 (anap.). 2 metaph., ἀμπέλου π., of wine, Pi.N.9.52; χορῶν ἐραστὴς κισσὸς ἐνιαυτοῦ δὲ παῖς Chaerem.5; ὀρείας πέτρας π., of Echo, E.Hec.1110; ὅρκου π. ἀνώνυμος, of the penalty of perjury, Orac. ap. Hdt.6.86.γ; ἄναυδοι π. τᾶς ἀμιάντου, of fishes, A.Pers.578 (lyr.). 3 periphr., οἱ Λυδῶν παῖδες sons of the Lydians, i. e. the Lydians, Hdt.1.27, cf. 5.49; π. Ἑλλήνων A.Pers.402; οἱ [Ἀσκληπιοῦ] π., i. e. physicians, Pl.R.407e; οἱ ζωγράφων π. painters, Id.Lg.769b; παῖδες ῥητόρων orators, Luc. Anach.19; π. ἰατρῶν, π. πλαστῶν καὶ γραφέων, Id.Dips.5, Im.9; cf. υἱός 2. II in relation to Age, child, boy or girl, νέος π. Od.4.665; παῖδες νεαροί Il.2.289; σμίκρα π. Sapph.34: with another Subst., π. συφορβός boy-swineherd, Il.21.282; παῖδα κόρην γαμεῖν Ar.Lys.595; ἐν παισὶ νέοισι π. Pi.N.3.72; π. ἔτ' ὤν A.Ch. 755, cf. Il.11.710; ἔτι π. Pl.Prt.310e; παιδὸς μηδὲν βελτίων ib.342e: distinguished from παιδίον, μειράκιον, Hp.Hebd.5, cf. X.Smp.4.17, Cyr.8.7.6, 1.2.4; ἐκ παιδός from a child, Pl.R.374c; ἐκ παιδὸς εἰς γῆρας Aeschin.1.180; ἐκ τῶν παίδων εὐθύς Pl.Lg.694d, cf. R.386a; ἀκούων τῶν παίδων εὐθύς Id.Lg.642b; εὐθὺς ἐκ παίδων ἐξελθών D.21.154; ἡλικίαν ἔχειν τὴν ἄρτι ἐκ π. to be just out of one's childhood, X.HG5.4.25; ἐκ μικρῶν π. Arist.Pol. 1336a14; [Ἡρακλῆς] ἐν παισὶν ὄφεις ἀπέκτεινεν D.C.56.36; ἐν παισὶ (v.l. παιδὶ) ποιμαίνων Hdn.6.8.1; χορηγεῖν παισί (cf. χορηγέω ΙΙ): prov., τοῦτο κἂν π. γνοίη Pl.Euthd.279d; δῆλον τοῦτό γε ἤδη καὶ παιδί Id.Smp.204b; παῖδας [τοὺς πρὸ αὐτοῦ] ἀπέφηνε Luc.Peregr.11, cf. Alex.4; ἔνι τις καὶ ἐν ἡμῖν π., of the superstitious fears of a child, Pl. Phd.77e, cf. Porph.Abst.1.41. III in relation to Condition, slave, servant, man or maid (of all ages), παῖ, παῖ A.Ch.653, cf. Ar. Ach.395, Epicr.5.2, etc.; παῖ, παιδίον Ar.Nu.132: pl., of the crew of a ship, D.33.8. (From Παϝις, cf. παῦρος, Lat. puer.)

German (Pape)

[Seite 443] oder eigtl. πάϊς, wie es sich noch bei Dichtern, bes. Ep. findet und auch wahrscheinlich mit Buttmann überall herzustellen ist, wo nicht der Vers die einsylbige Form erheischt, während Wolf die Diärese nur eintreten läßt, wo die zweite Sylbe einen neuen Versfuß anfängt und also durch die Position oder durch die Arsis lang wird (wie ἐύ), vgl. Spitzner exc. zu Il. 2, 713; – gen. παιδός u. plur. παίδων (für παΐδων), nur dor. παιδῶν, dat. παισί, ep. u. ion. παίδεσσι, bei sp. D. im accus. auch πάϊν, Ap. Rh. 4, 697; Hom. hat außer dem nom. einmal den zweisylbigen voc. πάϊ, Od. 24, 192, wo die letzte Sylbe in der Vershebung lang gebraucht ist; – 1) mit Rücksicht auf die Abstammung: der Sohn, auch ἡ παῖς, die Tochter (Od. 7, 300. 313. 9, 488 u. öfter), u. wo das Geschlecht nicht bestimmt ist, Kind; Hom. u. Hes. sehr oft; auch der Adoptivsohn, Il. 9, 494; παῖς παιδός, Kindeskind, Enkel, Od. 19, 404 Il. 20, 308; παῖς ἐξ ἀλόχου, Pind. Ol. 11, 90; παίδων παῖδες, N. 7, 100; Tragg., u. in Prosa auch παίδων παῖδες, Plat. Legg. XI, 927 b u. öfter, wie Pol. 4, 35, 15 u. A.; auch von Thieren, τρόπον αἰγυπιῶν οἵτ' ἐκπατίοις ἄλγεσι παίδων στροφοδινοῦνται, Aesch. Ag. 50, vgl. Pers. 570; πέτρας ὀρείας παῖς, ἀχώ, Eur. Hec. 1110; von Pflanzen, Chaerem. bei Ath. XIII, 608 c; zu bemerken ist, daß in der Verbindung »Weib und Kind« die Griechen auch gew. den Artikel auslassen, Xen. An. 7, 8, 9 u. öfter (vgl. γυνή). – 2) mit Rücksicht auf das Alter, der Knabe, Junge, übh. junger Mensch, ἡ παῖς, das Mädchen, die Jungfrau, von der ersten Jugend an, bis zum Alter der Mannbarkeit, auch mit dem Nebenbegriffe des Unerfahrenen, Kindischen, νήπιος, Hom. oft; παῖς ἔτ' ἐών, Od. 18, 216; πάϊς ἃς νήπια βάζεις, 4, 32; καὶ ἂν παῖς ἡγήσαιτο νήπιος, 6, 300; νέος παῖς, νεαροὶ παῖδες, 4, 665 Il. 2, 289; adjectivisch, παῖς συφορβός, ein junger Sauhirt, 21, 282; ἐν παισὶ παῖς, Pind. N. 3, 69; ἐν παισὶ νέοισιν, οὐ γὰρ σὺ παῖς τε κἄτι τοῦδ' ἀνούστερος; Aesch. Prom. 989; παῖς ἔτ' ὢν ἐν σπαργάνοις, Ch. 744, u. öfter von dem Kinde, das noch in den Windeln liegt; παῖς ἄτερ ὡς φίλας τιθήνας, Soph. Phil. 696; παῖς ἔτ' οὖσα, Trach. 353, nicht verheirathet; u. in Prosa, ἔτι γὰρ παῖς ἦ ὅτε τὸ πρότερον ἐπεδήμησεν, Plat. Prot. 510 e; im Ggstz von γέρων, Tim. 22 b; verbunden τοὺς καλοὺς παῖδας καὶ νεανίσκους, Conv. 211 d (wie bei Xen. Conv. 4, 17 παῖς, μειράκιον, ἀνήρ, πρεσβύτης auf einander folgen); vgl. Plut. Alc. 1; Xen. vrbdt ἐπεὶ ἐκ παίδων ἐς ἥβην ὡρμᾶτο, Mem. 2, 1, 21, u. läßt auf die παῖδες die ἔφηβοι folgen, Cyr. 1, 2, 4, vgl. noch 8, 7, 6; οὐχὶ κἂν παῖς σε ἐλέγξειεν, ὅτι οὐκ ἀληθῆ λέγεις, auch ein Kind könnte dich überführen, Plat. Gorg. 470 c, vgl. τοῦτο δὲ κἂν παῖς γνοίη, Euthyd. 279 d 301 b; Πυθαγόρας παῖς ἂν πρὸς αὐτὸν εἶναι ἔδοξε, Luc. Alex. 4, Pythagoras wäre im Vergleich mit ihm wie ein Kind erschienen, vgl. Peregrin. 11; παῖδα ἂν ἀποδείξειε τὸν θαυμαστὸν ἐκεῖνον Πομπήϊον, D. Cass. 44, 44; – ἐκ παιδός, von Jugend auf, Plat. Rep. II, 374 c und sonst häufig, auch ἐκ παίδων, ibd. III, 386 a u. öfter, wenn das subj. im plur. steht; vollständig ἐκ παίδων ἀρξάμενοι, III, 408 d, u. ἐκ τῶν παίδων εὐθύς, Legg. III, 694 d, Folgde oft. – 3) der Knabe, Bursche, Diener; Aesch. Ch. 642; Ar. Nub. 133 Ran. 37 u. öfter; Plat. Charm. 155 a Conv. 212 c u. öfter; τί γὰρ ἔχθιον ἢ παῖ, παῖ καλεῖσθαι παρὰ πότον, Epicrat. bei Ath. VI, 262 d, u. so auch bei Folgdn in Prosa oft. – 4) zur Umschreibung für Schüler, Zögling, Jünger; οἱ παῖδες Ἀσκληπιοῦ heißen die Aerzte, Plat. Rep. III, 407 e, οἱ ζωγράφων παῖδες die Maler, Legg. VI, 769 b, u. häuftger bei Sp. παῖδες ῥητόρων, Luc. gymnas. 19, φιλοσόφων, amor. 49, γραφέων, Zeux. 5; γραμματικῶν παῖδες, Ath. II, 49 b, wie S. Emp. adv. gramm. 113, der oft diese Wendung braucht; welche Ausdrucksweise sich an das homerische υἷες Ἀχαιῶν anschließt, wie Her. auch Λυδῶν παῖδες, Αἰθιόπων, Ἰώνων u. ä. 1, 27. 3, 21. 5, 49 sagt u. schon Il. 21, 151 δυστήνων παῖδες gefaßt werden kann. – 5) bei Sp. bedeutet es auch oft, wie παιδικά, den geliebten Knaben, das geliebte Mädchen, die Geliebte, Anth.

Greek (Liddell-Scott)

παῖς: παιδός, ὁ, ἡ· γεν. πληθ. παίδων, Δωρ. παιδῶν· δοτ. πληθ. παισί, Ἐπικ. παίδεσσι, Ὅμ., Ἡσ., Πίνδ.· παρὰ τοῖς παλαιοῖς Ἐπικ. ποιηταῖς ἡ ὀνομαστ. εἶναι συχν. δισύλαβος πάϊς, ὅπερ καὶ ἀναγκαῖον ὁσάκιςλέξις ἀνήκει εἰς δύο διαφόρους πόδας, π. χ Ἰλ. Β. 609, Ε. 704, κτλ.· οἱ δοκιμώτατοι τῶν ἐκδοτῶν ὡσαύτως συμφωνοῦσι γράφοντες πάϊς Ἑβ. τῷ ε΄ ποδὶ ὡς ἐν Ι. 57, λ. 389· καὶ ὁ Spitzn. ἐκτείνει ταύτην τὴν χρῆσιν ἔτι περαιτέρω ἴδε Exc. vi· ἢ κλητ. πάϊ εὕρηται ἅπαξ παρ’ Ὁμ. μετὰ ῑ ἐν ἄρσει Ὀδ. Ω. 192· αἰτ. πάϊν Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 697, Ἀνθ’ Π. 3. 8., 9. 125· γεν. πάϊδος Ἐπίγραμμ. ἐν τῷ Λουκ. Συμπ. 41· δοτ. πάϊδι Ἀνακρ. 16. Ι. ἐν σχέσει καταγωγῆς, «παιδί», τέκνον, υἱὸς ἢ θυγάτηρ, πρβλ. Ἰλ. Β. 205, 609, κ. ἀλλ., πρὸς Α. 20, 443, Γ. 175· παῖδες ἄρρενες καὶ θήλειαι Πλάτ. Νόμ. 788Α· - ὡσαύτως ἐπὶ υἱοθετηθέντος παιδίου, Ἰλ. Ι. 494· - παῖς παιδός, ἔγγονος, Υ. 308, κτλ.· παίδων παῖδες Εὐρ. Φοίν. 281· - ἐπὶ ζῴων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 50, Πέρσ. 578. 2) μεταφορ., παρὰ Πινδ. ὁ οἶνος καλεῖται ἀμπέλου παῖς, Ν. 9. 124, (ὡς τἀνάπαλιν ἡ ἄμπελος καλεῖται μήτηρ τοῦ οἴνου, Εὐρ. Ἄλκ. 757), πρβλ. Χαιρήμ. παρ’ Ἀθην. 608C· καὶ ἡ Ἠχὼ καλεῖται ὀρείας πέτρας παῖς, Εὐρ. Ἐκ. 1110· ἡ ποινὴ τῆς ἐπιορκίας λέγεται ὅρκου π., Χρησμ. παρ’ Ἡρόδ. 6. 86. 3) περιφρ., δυστήνων παῖδες (ἴδε ἐν λ. δύστηνος)· οἱ Λυδῶν παῖδες, δηλ. οἱ Λυδοί, Ἡρόδ. 1. 27, πρβλ. 5. 49· π. Ἑλλήνων Αἰσχύλ. Πέρσ. 402· ἄναυδοι π. τὰς ἀμιάντου, οἱ ἰχθύες, αὐτόθι 578· οἱ Ἀσκληπιοῦ π., δηλ. οἱ ἰατροί, Πλάτ. Πολ. 407Ε· οἱ ζωγράφων π., οἱ ζωγράφοι, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 769Β· παῖδες ῥητόρων, οἱ ῥήτορες, Λουκ. Ἀνάχ. 19· π. ἰατρῶν, πλαστῶν, γραφέων, κτλ., ὁ αὐτ. π. τῶν Διψάδ. 5, Εἰκ. 9· πρβλ. υἱὸς 2. ΙΙ. ἐν σχέσει ἡλικίας, «παιδί», ἢ νέος, νεανίαςκοράσιον, παιδίσκη, νέος παῖς Ὀδ. Δ. 665· παῖδες νεαροὶ Ἰλ. Β. 289, κτλ.· μετ’ ἄλλου οὐσιαστ., παῖς συφορβός, νεαρὸς χοιροβοσκός, Ἰλ. Φ. 282· παῖδα κόρην γαμεῖν Ἀριστοφ. Λυσ. 595· - ὡσαύτως, ἐν παισὶ νέοισι παῖς Πινδ. Ν. 3, 125· παῖς ἒτ’ ὤν Αἰσχύλ. Χο. 755· ἔτι π. Πλάτ. Πρωτ. 310Ε· παιδὸς μηδὲν βελτίων αὐτόθι 342Ε· περὶ τῆς διαφορᾶς τῶν λέξεων παῖς, παιδίον, μειράκιον, ἴδε Ἱππ. παρὰ Φίλωνι 1. 26, καὶ πρβλ. Ξεν. Συμπ. 4. 17, Κύρ. 8. 7, 6., 1. 2, 4· - ἐκ παιδός, ἐκ παιδικῆς ἡλικίας, Πλάτ. Πολ. 374C, 386Α· ἐκ παιδὸς εἰς γῆρας Αἰσχίν. 25. 38· ἐκ παίδων εὐθὺς Πλάτ. Νόμ. 694D, ἢ παίδων εὐθὺς αὐτόθι 642Β· εὐθὺς ἐκ παίδων ἐξελθὼν Δημ. 564. 21· ἡλικίαν ἔχειν τὴν ἄρτι ἐκ παίδων Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 25· ἐκ μικρῶν παίδων Ἀριστ. Πολιτ. 7. 17. 2· χορηγεῖν παισί, (πρβλ. χορηγέω ΙΙ)· - παροιμ., τοῦτο κἄν παῖς γνοίη Πλάτ. Εὐθύδ. 279D· δῆλον τοῦτό γε ἤδη καὶ παιδὶ ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 204Β· παῖδας [τοὺς πρὸ αὐτοῦ] ἀπέφηνε Λουκ. Περεγρ. 11, πρβλ. Ἀλέξ. 4· ἔνι τις καὶ ἐν ἡμῖν παῖς, ὡς ἐκ τοῦ δεισιδαίμονος φόβου τῶν παιδίων, Πλάτ. Φαίδων 77Ε. ΙΙΙ. ἐν σχέσει καταστάσεως, δοῦλος, ὑπηρέτης, ἀνὴρ ἢ γυνή, Αἰσχύλ. Χο. 653, Ἀριστοφ. Ἀχ. 395, κ. ἀλλ.· παῖ, παιδίον ὁ αὐτ. Νεφ. 132· - λέγεται δὲ ἐπὶ προσώπων πάσης ἡλικίας (ὡς παρὰ Λατ. puer, πρβλ. τὸ Γαλλικὸν garcon, τὸ Ἀγγλικ. ‘post-boy’, τὸ Γερμαν. Bursch). - Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτείαν ἐν Ἀθηνᾶς τ. Γ΄, σ. 294.

French (Bailly abrégé)

παιδός (ὁ, ἡ)
voc. παῖ ; gén. pl. παίδων;
I. enfant :
1 avec idée de parenté fils ou fille : παῖς παιδός IL petit-fils ; παίδων παῖδες petits-fils, petites-filles ; ὦ παῖ ESCHL mon fils, mon enfant t. d’amitié quand on s’adresse à un plus jeune ; en parl. d’animaux petit ; en parl. de choses (l’écho, enfant des montagnes, etc.) ; périphr. δυστήνων παῖδες IL les enfants des malheureux, càd les malheureux ; Λυδῶν παῖδες HDT les enfants des Lydiens, càd les Lydiens ; p. anal. οἱ παῖδες Ἀσκληπιοῦ PLAT les enfants d’Asclépios, càd les médecins ; οἱ ῥητόρων παῖδες LUC les orateurs;
2 avec idée d’âge jeune garçon, petite fille ; au plur. enfants ; avec un subst. παῖς συφορβός IL un jeune porcher ; ἐκ παιδός PLAT dès l’enfance ; ἐκ παίδων εὐθύς PLAT dès la plus tendre enfance ; fig. simple, ignorant;
II. jeune esclave, serviteur (cf. fr. garçon).
Étymologie: p. *πάϜις, de la R. Παυ, ΠαϜ produire ; cf. anc. lat. pover > puer.

English (Autenrieth)

or πάϊς, παιδός, voc. πάϊ: child, boy or girl, hence sometimes son, daughter; as adj., Il. 21.282.

English (Slater)

παῖς (παῖς, πάις, παιδός, παιδί, παῖδ(α), παῖ; παῖδες, παίδων, παισί(ν), παίδεσσιν, παῖδες.)
   1 son, daughter, child
   a Ἀοῦς τε παῖδ' Αἰθίοπα (O. 2.83) Αἰνησιδάμου παιδὶ Theron (O. 3.9) διδύμοις παισὶ Λήδας (O. 3.35) Κλυμένοιο παῖδα Erginos (O. 4.19) παῖδα ἰόπλοκον Εὐάδναν (Bergk: παῖδ' ἰοπλόκαμον codd.) (O. 6.30) παῖδα, τὸν Εὐάδνα τέκοι Iamos (O. 6.49) ὦ παῖ Σωστράτου Hagesias (O. 6.80) τὰν ποντίαν ὑμνέων παῖδ' Ἀφροδίτας Ῥόδον (O. 7.14) Ὑπεριονίδας ἔντειλεν φυλάξασθαι χρέος παισὶν φίλοις (O. 7.41) τέκεν ἑπτὰ παῖδας (O. 7.73) οὐκ ἄτερ παίδων σέθεν (O. 8.45) τοῦ παῖς ἔστα σὺν Ἀχιλλεῖ μόνος Patroklos (O. 9.70) τὸν Ὀλυμπιονίκαν Ἀρχεστράτου παῖδα Hagesidamos (O. 10.2) παῖς ὁ Λικυμνίου Οἰωνός (O. 10.65) ἀλλ' ὥτε παῖς ἐξ ἀλόχου (O. 10.86) παῖδ' ἐρατὸν δ Ἀρχεστράτου (O. 10.99) Ἀρχεστράτου παῖ (O. 11.12) παῖ Ζηνὸς ἐλευθερίου σώτειρα Τύχα (O. 12.1) χρύσεαι παῖδες εὐβούλου Θέμιτος (O. 13.8) θεῶν κρατίστου παῖδες (κρατιστόπαιδες Σ.) (O. 14.15) παίδεσσιν ὕμνον Δεινομένεος τελέσαις (P. 1.79) ὦ Δεινομένειε παῖ Hieron (P. 2.18) χόλος δ' οὐκ ἀλίθιος γίνεται παίδων Διός (P. 3.12) βάματι δ' ἐν πρώτῳ κιχὼν παῖδ ἐκ νεκροῦ ἅρπασε Asklepios (P. 3.43) Νηρέος εὐβούλου Θέτιν παῖδα κλυτάν (P. 3.92) Κρόνου παῖδας (P. 3.94) τοῦ δὲ παῖς Achilles (P. 3.100) Αἰήτα ζαμενὴς παῖς Medea (P. 4.11) “κέκλυτε, παῖδες ὑπερθύμων τε φωτῶν καὶ θεῶν” (P. 4.13) “Εὐρύπυλος Γαιαόχου παῖς ἀφθίτου Ἐννοσίδα” (P. 4.33) “Ἰφιμεδείας παῖδας, ὦτον καὶ σέ” (P. 4.89) “Αἴσονος γὰρ παῖς ἱκάνωJason (P. 4.118) “παῖ Ποσειδᾶνος Πετραίου” Pelias (P. 4.138) Μεσσανίου δὲ γέροντος δοναθεῖσα φρὴν βόασε παῖδα ὅν Antilochos (P. 6.36) Ὀικλέος παῖς Amphiareus (P. 8.39) “φυᾷ τὸ γενναῖον ἐπιπρέπει ἐκ πατέρων παισὶ λῆμα” (P. 8.45) ὁ δὲ τὰν εὐώλενον φρέψατο παῖδα Κυράναν (P. 9.18) “τόθι παῖδα τέξεται” Aristaios (P. 9.59) Δανάας ποτὲ παῖς Perseus (P. 10.45) ὦ παῖδες Ἁρμονίας (P. 11.7) Ἁγησιδάμου παῖ Chromios (N. 1.29) Τιμονόου παῖδ Timodemos (N. 2.10) παῖς Ἀριστοφάνεος Aristokleidas (N. 3.20) Πελίαο παῖς Akastos (N. 4.60) λόγον Αἰακοῦ παίδων (N. 4.72) Ἐλείθυια, παῖ μεγαλοσθενέος Ἥρας (N. 7.2) παῖς ὁ Θεαρίωνος Σωγένης (N. 7.7) παίδων δὲ παῖδες ἔχοιεν αἰεὶ γέρας τό περ νῦν (N. 7.100) ματέρι καὶ διδύμοις παίδεσσιν Apollo and Artemis (N. 9.4) Ταλαοῦ παῖδες (N. 9.14) ἐν γὰρ δαιμονίοισι φόβοις φεύγοντι καὶ παῖδες θεῶν (cf. (I. 3.18) ) (N. 9.27) παιδὶ Ἁγησιδάμου Chromios (N. 9.42) Οὐλία παῖς Θεαῖος (N. 10.24) Λήδας παῖς Polydeukes (N. 10.66) παῖ Ῥέας Ἑστία (N. 11.1) ἐλπίδες δ' ὀκνηρότεραι γονέων παιδὸς βίαν ἔσχον Aristagoras (N. 11.22) τὸν ἀδείμαντον Ἀλκμήνα τέκεν παῖδα Herakles (I. 1.13) Ἰφικλέος μὲν παῖς Iolaos (I. 1.30) σέθεν, Ἀμφιτρύων, παῖδας (I. 1.56) Αἰνησιδάμου παῖδες Theron and Xenokrates (I. 2.29) ἄτρωτοί γε μὰν παῖδες θεῶν (cf. (N. 9.27), fr. 77. 1, fr. 118: ἀντὶ τοῦ οἱ θεοί Σ.) (I. 3.18) παίδων ὁπλοτάτου Φυλακίδα (I. 6.6) ὁ Κλεονίκου παῖς Lampon (I. 6.16) “λίσσομαι παῖδα θρασὺν ἐξ Ἐριβοίας ἀνδρὶ τῷδε τελέσαι” Aias (I. 6.45) “ἔσσεταί τοι παῖς, ὃν αἰτεῖς, ὦ Τελαμών” (I. 6.52) ἀγλαοὶ παῖδές τε καὶ μάτρως (I. 6.62) τὺ δέ, Διοδότοιο παῖ Strepsiades (I. 7.31) Σίσυφον κέλοντο ᾧ παιδὶ τηλέφαντον ὄρσαι γέρας φθιμένῳ Μελικέρτᾳ fr. 5. 2. παίδεσσι Λατοῦς (Bergk: παιδ' οἱ, παῖδες οἱ codd. Theophrasti) fr. 33c. 2. Θρονίας Ἄβδηρε χαλκοθώραξ [Πος]ειδᾶ- νός τε παῖ (Pae. 2.2) Λατόος παῖδες (Pae. 5.44) ἤτορι δὲ φίλῳ παῖς ἅτε ματέρι κεδνᾷ (Pae. 6.12) θρασυμή]δεα πάις[ (Pae. 6.77) παῖδα ποντίας Θέτιος βιατάν Achilles Πα.… ]παιδα.τ[ Πα. 7. a. 2. ἀλλά μιν Κρόνου παῖ[δες] ἔκρυψαν (supp. Lobel) Πα.… δίδυμοι παῖδες Artemis and Apollo Πα. 12. 1. τὰν παῖδα δε[ Πα. 22. i. 2. Δαμαίνας πα[ῖ Pagondas? Παρθ. 2. . παῖ θρασύμηδες Ἀμύντα Alexandros fr. 120. ἔμολε[.]αι παῖδα[ fr. 169. 41. ]παιδὶ δικτυ[ fr. 260. 6. Ἐχεκ[ρά]τει παιδὶ Πυθαγγέλω ?fr. 333a. 6.
   b by periphrasis for
   I Zeus. Κρόνου παῖδ (O. 1.10) ὦ Κρόνιε παῖ Ῥέας (O. 2.12) ὦ Κρόνου παῖ (O. 4.8) Κρόνου σὺν παιδὶ (O. 7.67) εὐρύοπα Κρόνου παῖς (Pae. 6.134) ἐλασίβροντα παῖ Ῥέας fr. 144.
   II Apollo. παῖς ὁ Λατοῦς (O. 8.31) ἰήιε παῖ με[ Πα. 7C. c. 3.
   III Dionysos. παῖςκισσοφόρος (O. 2.27)
   IV Athene. αὐτὰ Ζηνὸς ἐγχεικεραύνου παῖς (O. 13.77)
   V Herakles. παῖς Διός (N. 1.35)
   c in periphrasis. ὅθι παῖδες Ἀθαναίων ἐβάλοντο φαεννὰν κρηπῖδ' ἐλευθερίας fr. 77. 1. βούλομαι παίδεσσιν Ἑλλάνων fr. 118, cf. παίδεσσιν Ἑλλάνων (I. 4.36) ἄτρωτοί γε μὰν παῖδες θεῶν (ἀντὶ τοῦ οἱ θεοί Σ.) (I. 3.18)
   2
   a boy ἐν τέτρασιν παίδων ἀπεθήκατο γυίοις νόστον (O. 8.68) Ἄργει τ' ἔσχεθε κῦδος ἀνδρῶν παῖς δ ἐν Ἀθάναις (O. 9.88) παίδων ὀάροισι (P. 1.98) καλός τοι πίθων παρὰ παισίν, αἰεὶ καλός (P. 2.72) κεῖνος γὰρ ἐν παισὶν νέος (P. 4.281) τὸ δ' ἐν ποσί μοι τράχον ἴτω τεὸν χρέος, ὦ παῖ (P. 8.33) στρατῷ τ' ἀμφικτιόνων ὁ Παρνάσσιος αὐτὸν μυχὸς διαυλοδρομᾶν ὕπατον παίδων ἀνέειπεν (P. 10.9) Ἀχιλεὺς παῖς ἐὼν (N. 3.44) ἐν παισὶ νέοισι παῖς, ἐν ἀνδράσιν ἀνήρ (N. 3.72) παῖ (N. 4.90) παῖς ἐναγώνιος Alkimidas (N. 6.13) παῖ (N. 6.62) Ὥρα πότνια ἅ τε παρθενηίοις παίδων τ' ἐφίζοισα γλεφάροις (N. 8.2) ὅδ' ἀνὴρ διπλόαν νίκαν ἀνεφάνατο παίδων λτ;τεγτ; τρίταν πρόσθεν (i. e. μετὰ παίδων Σ.) (I. 4.71) τάκομαι, εὖτ' ἂν ἴδω παίδων νεόγυιον ἐς ἥβαν fr. 123. 12.
   b girl νεάνιδες ὦ παῖδες fr. 122. 7.
   3 descendant ὔμμιν δέ, παῖδες Ἀλάτα Corinthians (O. 13.14) “τετράτων παίδων κ' ἐπιγεινομένων αἷμα” i. e. of four generations (P. 4.47) παισὶ τούτοις ὄγδοον θάλλει μέρος Ἀρκεσίλας the descendants of Battos (P. 4.65) Ἀλεύα τε παῖδες (P. 10.5) θανὼν ὡς παισὶ κλέος μὴ τὸ δύσφαμον προσάψω (N. 8.36) μοῖραν δ' εὔνομον αἰτέω σε παισὶν δαρὸν Αἰτναίων ὀπάζειν (N. 9.30) μομφὰν ἔχει παίδεσσιν Ἑλλάνων, ὅσοι Τροίανδ' ἔβαν (I. 4.36) ἐν δ' Οἰνώνᾳ μεγαλήτορες ὀργαὶ Αἰακοῦ παίδων τε (sc. ἀνυμνοῦνται) (I. 5.35) τοῦ μὲν (sc. Αἰακοῦ) ἀντίθεοι ἀρίστευον υἱέες υἱέων τ' ἀρηίφιλοι παῖδες ἀνορέᾳ (I. 8.25)
   4 met. ἡσύχιμον ἁμέραν παῖδ' ἀελίου (O. 2.32) οὐρανίων ὑδάτων, ὀμβρίων παίδων νεφέλας (O. 11.3) νωμάτω φιάλαισι βιατὰν ἀμπέλου παῖδ i. e. wine (N. 9.52) Διὸς παῖςχρυσός fr. 222. 1.
   5 fragg. χρυ[σάορος] παῖς (supp. Snell: χρυ[σαόρ]αις G-H.) fr. 330. ]παῖ μ[ ?fr. 344. 9. ]παισί με[ P. Oxy. 1792, fr. 38

Spanish

niño, muchacho, niña, muchacha

English (Strong)

perhaps from παίω; a boy (as often beaten with impunity), or (by analogy), a girl, and (genitive case) a child; specially, a slave or servant (especially a minister to a king; and by eminence to God): child, maid(-en), (man) servant, son, young man.

English (Thayer)

genitive παιδός, ὁ, ἡ, from Homer down; in the N. T. only in the Gospels and Acts;
1. a child, boy or girl; the Sept. for נַעַר and נַעֲרָה (ὁ παῖς, ἡ παῖς, infants, children, ὁ παῖς τίνος, the son of one, puer, equivalent to) servant, slave (Aeschylus choëph. 652; Aristophanes nub. 18,132; Xenophon, mem. 3,13, 6; symp. 1,11; 2,23; Plato, Charm., p. 155a.; Protag., p. 310{c}. and often; Diodorus 17,76; others; so the Sept. times without number for עֶבֶד (cf. Winer s Grammar, p. 30, no. 3); cf. the similar use of German Bursch (French garcon, English boy)): an attendant, servant, specifically, a king's attendant, minister: Diodorus 17:36; hardly so in the earlier Greek writings; יְהוָה עֶבֶד, παῖς τοῦ Θεοῦ is used of a devout worshipper of God, one who fulfils God's will (Ald., Complutensian), etc.); likewise any upright and godly man whose agency God employs in executing his purposes; thus in the N. T. Jesus the Messiah: Clement of Rome, 1 Corinthians 59,2 [ET]); in the O. T. also Moses, SYNONYMS: παῖς, παιδάριον, παιδον, παιδίσκη, τέκνον: The grammarian Aristophanes is quoted by Ammonius (under the word, γέρων) as defining thus: παιδίον, τό τρεφόμενον ὑπό τιθηνου. παιδάριον δέ, τό ἤδη περιπατουν καί τῆς λέξεως ἀντεχόμενον. παιδίσκος δ', ὁ ἐν τῇ ἐχομένῃ ἡλικία. παῖς δ' ὁ διά τῶν ἐγκυκλιων μαθηματων δυνάμενος ἰέναι. Philo (de mund. opif. § 36) quotes the physician Hippocrates as follows: ἐν ἀνθρώπου φύσει ἑπτά εἰσιν ὧραι κτλ.. παιδίον μέν ἐστιν ἄχρις ἑπτά ἐτῶν, ὀδόντων ἐκβολης. παῖς δέ ἄχρι γονης ἐκφυσεως, τά δίς ἑπτά. μειράκιον δέ ἄχρι γενειου λαχνωσεως, ἐς τά τρίς ἑπτά, etc. According to Schmidt, παιδίον denotes exclusively a little child; παιδάριον child up to its first school years; παῖς a child of any age; (παιδίσκος and) παιδίσκη, in which reference to descent quite disappears, cover the years of late childhood and early youth. But usage is untrammelled from a child is expressed either by ἐκ παιδός (most frequently), or ἐκ παιδίου, or ἐκ (ἀπό) παιδαρίου. παῖς and τέκνον denote a child alike as respects descent and age, reference to the latter being more prominent in the former word, to descent in τέκνον; but the period παῖς covers is not sharply defined; and, in classic usage as in modern, youthful designations cleave to the female sex longer than to the male. See Schmidt, chapter 69; Höhne in Luthardt's Zeitschrift as above with for 1882, p. 57ff.]

Greek Monolingual

ο, η (ΑΜ παῖς, παιδός, Α και παῖς και πάϊς)
1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί
2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.)
αρχ.
1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῖδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.)
2. δούλος ή δούλη νεαρής ηλικίας («τίς ἔνδον, ὦ παῖ, παῖ μάλ' αὖθις ἐν δόμοις;», Αισχύλ.)
3. στον πληθ. oἱ παῖδες
(με περιλπτ. σημ.) πλήρωμα πλοίου
4. το αρσ. ως ουσ. ὁ παῖς
θετός γιος
5. φρ. α) «οἱ Λυδών παῖδες» — τα παιδιά τών Λυδών, δηλ. οι Λυδοί
β) «παῖδες Ἑλλήνων» — οι Έλληνες
γ) «οἱ παῖδες τοῦ Ἀσκληπιοῡ» — οι γιατροί
δ) «οἱ ζωγράφων παῖδες» — οι ζωγράφοι
ε) «ῥητόρων παῖδες» — οι ρήτορες
στ) «ἀμπέλου παῖς»
μτφ. ο οίνος, το κρασί
ζ) «ἐκ παιδὸς» ή «ἐκ παίδων» — από την παιδική ηλικία
η) «ἐν παισὶ» — στην παιδική ηλικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παῖς εντάσσεται σε μια οικογένεια τύπων που ανάγονται στην ΙΕ ρίζα pew- / pow- με σημ. «λίγος, μικρός». Τη μηδενισμένη βαθμίδα της ρίζας pu- με επίθημα -tlo- εμφανίζουν τα: αρχ. ινδ. putra- «υιός, αγόρι», αβεστ. puθra και οσκ. puklum. Στη μηδενισμένη επίσης βαθμίδα της ρίζας ανάγεται και το λατ. pu-er «παιδί» (σχηματισμένο κατά τα gener, socer). Οι υπόλοιποι τ. εμφανίζουν ωστόσο δυσερμήνευτο φωνηεντισμό -α- (πρβλ. λατ. pau-per «φτωχός» και paucus «λίγος», γοτθ. faw-ai «λίγα», αρχ. άνω γερμ. fao, fō). Στην κατηγορία αυτή τών τ. με φωνηεντισμό -α- εντάσσονται και οι ελλ. κυπρ. τ. παῖς (πρβλ. ΦιλοπαFος) και πᾶς (πρβλ. δίπας). Οι τ. παῖς / πάϊς, παιδός έχουν σχηματιστεί από θ. παυ- / παF- με επίθημα -ιδ-ς. Σε θ. παυ- επίσης ανάγεται και το επίθ. παῦρος «μικρός» (πρβλ. λατ. parvus). Η λ. παῖς ενώ αρχικά αναφερόταν και στο αγόρι και στο κορίτσι διαλεκτικά ήδη από τους αρχαίους χρόνους περιορίστηκε στη δήλωση αποκλειστικά του αγοριού.
ΠΑΡ. παιδάκι(ον), παιδάριο(ν), παιδεύω, παιδί(ον), παιδιά, παιδιακός, παιδικός, παιδίσκη, παίζω
αρχ.
παίδειος, παιδία, παδιστί, παιδόθεν, παιδοσύνη, παίδωσις, πάϊλλος
αρχ.-μσν.
παιδνός, παιδούς
μσν.
παιδοπούλα, παιδύλλιον
μσν.- νεοελλ.
παιδόπουλο(ν)
νεοελλ.
παιδισμός, παιδούλα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) παιδαγωγός, παιδεραστής, παιδοκόμος, παιδοκτόνος, παιδολογία, παιδονόμος, παιδοτρόφος, παιδοφόνος, παιδοφύλαξ
αρχ.
παιδάδελφος, παιδέρως, παιδοβόρος, παιδοβοσκός, παιδόβρωτος, παιδογόνος, παιδοκόραξ, παιδοκράτωρ, παιδολετήρ, παιδολέτωρ, παιδολυμάς, παιδομαθής, παιδομανής, παιδόπαις, παιδοπίπης, παιδοποιός, παιδοπόρος, παιδοτέκνωσις, παιδοτρίβης, παιδότριψ, παιδότρωτος, παιδοφάγος, παιδοφθόρος, παιδοφίλης, παιδόφιλος, παιδοφονεύς, παιδοφορώ
αρχ.-μσν.
παιδοσπόρος, παιδοσφαγία, παιδοτόκος
μσν.
παιδοβρώς, παιδογραφία, παιδοδιδάσκαλος, παιδοθετώ, παιδοκλέπτης, παιδομήτωρ, παιδομιξία, παιδοπνίκτρια, παιδοτριβή, παιδουργός
νεοελλ.
παιδίατρος, παιδογαμία, παιδόγγονα, παιδογένεση, παιδογεννώ, παιδοδοντική, παιδόλογο, παιδομάζωμα, παιδομετρία, παιδομορφισμός, παιδόπολη, παιδότοπος, παιδοχειρουργός, παιδοψυχίατρος, παιδοψυχολόγος. (Β' συνθετικό) άπαις, παλίμπαις
αρχ.
αγλαόπαις, αδελφόπαις, αείπαις, ανδρόπαις, αντίπαις, απαλόπαις, αρρενόπαις, αρτίπαις, αυτόπαις, βοτρυόπαις, βούπαις, γλυκύπαις, δειρόπαις, δίπαις, δρυψόπαις, δύσπαις, δωδεκάπαις, ελευθερόπαις, έμπαις, εύπαις, ευφιλόπαις, θαλασσόπαις, θεόπαις, θηλύπαις, ισόπαις, καλλίπαις, κατάπαις, κλυτόπαις, λαόπαις, λιπόπαις, μελλόπαις, μισόπαις, μονόπαις, οβριμόπαις, ολιγόπαις, ομόπαις, ορνιθόπαις, ουρανόπαις, παιδόπαις, πάμπαις, πάνπαις, πεντηκοντάπαις, πολύπαις, πρατόπαις, πρόπαις, πυρίπαις, τρίπαις, φιλοβούπαις, φιλόπαις, χθονόπαις
νεοελλ.
αγροτόπαις, αλητόπαις, βασιλόπαις, γυμνασιόπαις, ναυτόπαις].

Greek Monotonic

παῖς: Επικ. επίσης παΐς, παιδός, , · γεν. πληθ. παίδων, δοτ. παισί, Επικ. παίδεσσι·
I. 1. σε σχέση με καταγωγή, παιδί, είτε γιος είτε κόρη, σε Ομήρ. Ιλ.· παῖς παιδός, το παιδί του παιδιού, εγγονάκι, στο ίδ.· Ἀγήνορος παῖδες ἐκ παίδων, σε Ευρ.· λέγεται για τα ζώα, σε Αισχύλ.
2. μεταφ., ἀμπέλου παῖς, δηλ. κρασί, σε Πίνδ.
3. περιφραστικά, δυστήνων παῖδες (βλ. δύστηνοςοἱ Λυδῶν παῖδες, οι γιοι των Λυδών, δηλ. οι Λυδοί, σε Ηρόδ.· παῖςἙλλήνων, σε Αισχύλ.· οἱ Ἀσκληπιοῦ παῖδες, δηλ. οι γιατροί, σε Πλάτ. κ.λπ.
II. σε σχέση με την ηλικία, παιδί ή νέος, νεαρός, παληκάρι ή νέα κοπέλα, παρθένα, σε Όμηρ. κ.λπ.· με άλλο ουσ., παῖς συφορβός, χοιροβοσκός, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐκ παιδός, από παιδί, σε Πλάτ.· ἐκ παίδων ή παίδων εὐθύς, στον ίδ.· εὐθὺς ἐκ παίδων ἐξελθών, σε Δημ.
III. σε σχέση με την κατάσταση, δούλος, υπηρέτης, άντρας ή γυναίκα, σε Αισχύλ., Αριστοφ. κ.λπ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παῖς παιδός, ὁ, ἡ, ep. πάϊς en παῖς, Aeol. πάις; Aeol. gen. παῖδος, poët. later ook παϊδός; ep. dat. plur. ook παίδεσσι van afkomst kind; van mensen:; παίδων παῖδες kindskinderen Il. 20.308; zoon:; Κρόνου παῖς de zoon van Kronos Il. 2.205; σὲ παῖδα... ποιεύμην ik wilde je tot mijn zoon maken (d.w.z. adopteren) Il. 9.494; dochter:; παῖδα δ ’ ἐμοὶ λύσαιτε φίλην laat mijn dierbare dochter vrij Il. 1.20; ook van dieren jong; uitbr. van zee, rotsen etc.:; πρὸς ἀναύδων παίδων τᾶς ἀμιάντου door de stemloze kinderen van de onbezoedelde (zee) (d.w.z. vissen) Aeschl. Pers. 578; πέτρας ὀρείας παῖς kind van de bergrots (van echo) Eur. Hec. 1110; perifr.: ὦ παῖδες Ἑλλήνων Grieken! Aeschl. Pers. 402; οἱ ζωγράφων παῖδες de schilders Plat. Lg. 769b. van leeftijd kind:; ἐκ παιδός van jongs af aan Plat. Resp. 374c; ἐκ τῶν παίδων εὐθύς meteen vanaf de eerste jeugd Plat. Lg. 694d; met ander subst.:; παῖς συφορβός jonge zwijnenhoeder Il. 21.282; παῖδα κόρην jong meisje Aristoph. Lys. 595; overdr. beginneling:. παῖδας αὐτοὺς ἀπέφηνε hij deed hen op beginnelingen lijken Luc. 55.11. van status slaaf, slavin.

Russian (Dvoretsky)

παῖς: παιδός, эп. тж. πάϊς ὁ и ἡ (voc. παῖ - эп. тж. πάϊ; pl.: gen. παίδων, dat. παισί - эп. παίδεοσι)
1) ребенок, дитя, мальчик или девочка: π. παιδός Hom., Plat. внук; πέτρας ὀρείας π. Eur. дитя горных скал, т. е. Эхо; ἐκ παιδός Plat. с детства; ἐκ τῶν παίδων εὐθύς Plat. с раннего детства; π. συφορβός Hom. юный свинопас; ἀμπέλου π. Pind. дитя виноградной лозы, т. е. вино; παῖδες τᾶς ἀμιάντου Aesch. дети морской пучины, т. е. морские животные;
2) pl. сыны (в описаниях, преимущ. не переводится): οἱ παῖδες Ἀσκληπιοῦ Plat. сыны Асклепия, т. е. врачи; Λυδῶν παῖδες Her. лидийцы; δυστήνων παῖδες Hom. несчастные; οἱ ζωγράφων παῖδες Plat. живописцы;
3) юный раб Aesch., Plat., Arph. etc.

Frisk Etymological English

παιδός
Grammatical information: m. f.
Meaning: child, boy, son, slave, servant, more rarely girl, daughter (Il.).
Other forms: (ep. Lesb. Boeot. also πάϊς).
Compounds: Many compp., e.g. παιδ-αγωγός m. "child guide", attendant of children, schoolteacher, ἄ-παις childless (IA.).
Derivatives: A. Subst. Several hypocoristic diminutives, which partly replaced the base word. 1. παιδ-ίον n. (IA.) with -ιότης f. childhood (Aq.), -ιώδης childish (D.H.). 2. παιδ-ίσκος m., more usually -ίσκη f. (Att.) with -ισκι-ωρός m. (Sparta) prop. "guard of girls" ?, (s Leumann Hom. Wörter 224, 2d), -ισκάριον n. (hell.), -ισκεῖος (IVa), -ισκεῖον n. brothel (Ath.); to παιδίσκη, -ος against παῖς, κόρη, υἱός etc. Wackernagel Glotta 2, 6ff. (= Kl. Schr. 2, 838ff.), 130 a. 315, Immisch ibd. 218f., Fraenkel Nom. ag. 1, 210 n. 3, Locker Glotta 22, 52f., Le Roy BCH 85, 226f. 3. παιδ-άριον n. (Att.) with -αρίσκος (Hld.), -αρίδιον (gloss.), -αριήματα παιδάρια H., -αρίων H. s. προυνικοί, -αριώδης childish (Pl., Arist. etc.), -αρικός belonging to slaves (pap. VIp), -αριεύομαι to behave childishly (Aristox.). 4. πάϊλλος m. male child (Tanagra; on -ιλλος Schwyzer 485; after v. Blumenthal 43 from *παιδ-λος). 5. Here παιδ-ία f. childhood (Hp.), -ιά f. childs play, pleasantry, pastime (Att.; cf. Koller Mus. Helv. 13, 123 f.); on -ία, -ιά, which cannot always be distinguished, Scheller Oxytonierung 78 ff.; -ιώδης playful (Ion Hist., Arist.). 6. παίγνιον, -ίη s. below on παίζω. B. Adj. 1. παιδ-νός in infancy, infantile (ep. Od.). 2. παίδ-ειος, -εῖος, -ήϊος childlike (Pi., trag., Pl.); τὰ -ήϊα name of a feast (Delph. V--IVa). 3. παιδ-ικός concerning the child, childlike; τὰ παιδικά dear (B., Att.; Chantraine Études 115 etc.). 4. παιδοῦς, -οῦσσα having many children, pregnant (Call., Hp.). C. Verbs. 1. παίζω, aor. παῖσαι, analog. also παῖξαι (Crates. Com., Ctes., hell.), also with ἐν- (ἐμπαίκ-της, -γ-μός, -γ-μονή LXX, NT), κατα-, συν- a.o., to behave like a child, to play, to jest (Od.; on the meaning and use Meerwaldt Mnem. 56, 159 ff.) with παῖγ-μα n. play, jest (E. a.o.) and φιλο-παίγμων fond of play (ψ 134), -μοσύναι pl. id. (Stesich.); also παιγ-νίη f. play (Hdt.) with -νιήμων playful (Hdt., cf. Schwyzer 522), -νιον (Att.), -χ-νιον (Erinna, Theoc. in Pap. Antin., Call.) n. play, jest; prob. orig. for παιδ-ν- with -γν- from -δν-, but early connected with παίζω (s. Schwyzer 208, Lejeune Traité de phon. 68 n. 1, Scheller Oxyton. 80; on παίχνιον Scheidweiler Phil. 100, 43f.); (συμ-)παίκ-της m. player, teammate, playfellow (AP). -τρια f. (Ant. Lib.), besides (συμ-)παίσ-της m. (Pl. Min., pap.), -τικός jocular (Clearch.), -τρη f. playground (Herod.); συμπαίκ-τωρ, -παίσ-τωρ m. (X.,AP). 2. παιδ-εύω to raise, to breed, to educate, also w. ἐκ-, συν- a.o. (IA.), with παιδ-εία f. upbringing, education, breeding (A., Democr., Att.; also childhood, youth, s. Scheller 78 n. 1), -ευσις f. (system of) upbringing, education (Pi., trag., Pl.; Holt 129), -ευμα n. subject, outcome of the upbringing, pupil (Att.; on the meaning Kerényi Paideuma 1, 157 f., Röttger Substantivbild. 20 f.), -ευτής m. instructor, teacher (Pl.), -ευτικός belonging to the upbringing (Pl. etc.), -ευτήριον n. school (D. S., Str.). 3. *παιδ-όω in παίδ-ωσις f. adoption (Elis), s. Bechtel Gött. Nachr. 1920, 248.
Origin: IE [Indo-European] [cf. 842] *peh₂-u- few, little
Etymology: From the disyll. πάϊς (on Hom. Chantraine Gramm. hom. 1,29) appears an orig. *παϜ-ι-δ-; on the (dissimilatory?) loss of the F Schwyzer 260 w. lit., on the formation 465 a. 578. The unenlarged stem is still seen in Att. παῦς (vase inscr.) and in the Cypr. gen. Φιλό-παϜ-ος; uncertain Cypr. διπας, = δί-παις ? A parallel enlargement shows παῦρος; s.v. w. further combinations. Outside Greek we can compare first the first element in Lat. pau-per, if from *pau̯(o)-par-o-s acquiring little (basis doubted; s. W.-Hofmann s.v.); IE *pau̯o- is supposed also in Germ., e.g. Goth. faw-ai pl. few. -- Beside pau- (IE *ph₂u̯-?) stands perhaps with lengthened grade πῶλος (s.v.) [hardly possible]; with zero grade Lat. puer (innovation after gener, socer; Risch Μνήμης χάριν 2, 109 ff.), thus, with old tlo-suffix, Ital., e.g. Osc. puklum filium, Skt. putrá-, Av. puʮra-'son'. -- Further forms w. lit. in WP. 2, 75f. (partly dated), Pok. 842 f., W.-Hofmann s. puer, pullus and pauper, Mayrhofer s. putráḥ; older lit. also in Bq.

Middle Liddell


I. in relation to Descent, a child, whether son or daughter, Il.:— παῖς παιδός a child's child, grandchild, Il.; Ἀγήνορος παῖδες ἐκ παίδων Eur.;—of animals, Aesch.
2. metaph., ἀμπέλου παῖς, i. e. wine, Pind.
3. periphr., δυστήνων παῖδες (v. sub δύστηνοσ); οἱ Λυδῶν παῖδες, sons of the Lydians, i. e. the Lydians, Hdt.; π. Ἑλλήνων Aesch.; οἱ Ἀσκληπιοῦ π. i. e. physicians, Plat., etc.
II. in relation to Age, a child, either a boy, youth, lad, or a girl, maiden, Hom., etc.; with another Subst., παῖς συφορβός a boy- swineherd, Il.: —ἐκ παιδός from a child, Plat.; ἐκ παίδων or παίδων εὐθύς Plat.; εὐθὺς ἐκ παίδων ἐξελθών Dem.
III. in relation to Condition, a slave, servant, man or maid, Aesch., Ar., etc.

Frisk Etymology German

παῖς: παιδός
{paĩs}
Forms: (ep. lesb. böot. auch πάϊς)
Grammar: m. f.
Meaning: Kind, Knabe, Sohn, Sklave, Diener, seltener Mädchen, Tochter (seit Il.).
Composita : Viele Kompp., z.B. παιδαγωγός m. "Kinderführer", Kinderaufseher, Schulmeister, ἄπαις kinderlos (ion. att.).
Derivative: Ableitungen. A. Subst. Mehrere hypokoristische Deminutiva, die z. T. das Grundwort ersetzt haben. 1. παιδίον n. (ion. att.) mit -ιότης f. Kindheit (Aq.), -ιώδης kindisch (D.H.). 2. παιδίσκος m., gewöhnlicher -ίσκη f. (att. usw.) mit -ισκιωρός m. (Sparta) eig. "Mädchenwart" ?, (s Leumann Hom. Wörter 224 Ziff. 2d), -ισκάριον n. (hell. u. sp.), -ισκεῖος (IVa), -ισκεῖον n. Bordell (Ath.); zu παιδίσκη, -ος gegenüber παῖς, κόρη, υἱός usw. Wackernagel Glotta 2, 6ff. (= Kl. Schr. 2, 838ff.), 130 u. 315, Immisch ebd. 218f., Fraenkel Nom. ag. 1, 210 A.3, Locker Glotta 22, 52f., Le Roy BCH 85, 226f. 3. παιδάριον n. (att.) mit -αρίσκος (Hld.), -αρίδιον (Gloss.), -αριήματα· παιδάρια H., -αρίων H. s. προυνικοί, -αριώδης kindisch (Pl., Arist. usw.), -αρικός zum Sklaven gehörig (Pap. VIp), -αριεύομαι sich kindisch benehmen (Aristox. u.a.). 4. πάϊλλος m. männliches Kind (Tanagra; zu -ιλλος Schwyzer 485; nach v. Blumenthal 43 aus *παιδλος). 5. Dazu παιδία f. Kindheit (Hp. u.a.), -ιά f. Kinderspiel, Scherz, Zeitvertreib (att.; vgl. Koller Mus. Helv. 13, 123 f.); zu -ία, -ιά, die nicht immer zu trennen sind, Scheller Oxytonierung 78 ff.; -ιώδης spielerisch (Ion Hist., Arist. u.a.). 6. παίγνιον, -ίη s. unten zu παίζω. B. Adj. 1. παιδνός im Kindesalter, kindisch (ep. poet. seit Od.). 2. παίδειος, -εῖος, -ήϊος kindlich (Pi., Trag., Pl. u.a.); τὰ -ήϊα N. eines Festes (Delph. V—IVa). 3. παιδικός das Kind betreffend, kindlich; τὰ παιδικά Liebling (B., att.; Chantraine Études 115 usw.). 4. παιδοῦς, -οῦσσα kinderreich, schwanger (Kall., Hp.). C. Verba. 1. παίζω, Aor. παῖσαι, analog. auch παῖξαι (Krates. Korn., Ktes., hell.), auch mit ἐν- (ἐυπαίκτης, -γμός, -γμονή LXX, NT), κατα-, συν- u.a., sich wie ein Kind benehmen, spielen, scherzen (seit Od.; zur Bed. und Verwendung Meerwaldt Mnem. 56, 159 ff.) mit παῖγμα n. Spiel, Scherz (E. u.a.) und φιλοπαίγμων Scherz liebend (seit ψ 134), -μοσύναι pl. ib. (Stesich.); auch παιγνίη f. Spiel (Hdt. u.a.) mit -νιήμων spielerisch (Hdt., vgl. Schwyzer 522), -νιον (att.), -χνιον (Erinna, Theok. in Pap. Antin., Kall.) n. Spiel, Scherz; wohl urspr. für παιδν- mit -γν- aus -δν-, aber früh mit παίζω verbunden (s. Schwyzer 208, Lejeune Traité de phon. 68 A. 1, Scheller Oxyton. 80; zu παίχνιον Scheidweiler Phil. 100, 43f.); (συμ-)παίκτης m. ‘(Mit)spieler, Spielgenosse’ (AP). -τρια f. (Ant. Lib.), daneben (συμ-)παίστης m. (Pl. Min., Pap. u.a.), -τικός scherzhaft (Klearch.), -τρη f. Spielplatz (Herod.); συμπαίκτωρ, -παίστωρ m. (X.,AP). 2. παιδεύω ‘erziehen, (aus)bilden, unterrichten’, auch m. ἐκ-, συν- u.a. (ion. att.), mit παιδεία f. Erziehung, Ausbildung, Bildung (A., Demokr., att.; auch Kindheit, Jugend, s. Scheller 78 A. 1), -ευσις f. ‘Erziehung(ssystem), Ausbildung’ (Pi., Trag., Pl. u.a.; Holt 129), -ευμα n. ‘Gegenstand, Ergebnis der Er- ziehung, Zögling’ (att.; zum Bed.inhalt Kerényi Paideuma 1, 157 f.. Röttger Substantivbild. 20 f.), -ευτής m. Erzieher, Lehrer (Pl.), -ευτικός zur Erziehung gehörig (Pl. usw.), -ευτήριον n. Schule (D. S., Str.). 3. *παιδόω in παίδωσις f. Adoption (Elis), s. Bechtel Gött. Nachr. 1920, 248.
Etymology : Aus dem zweisilbigen πάϊς (zu Hom. Chantraine Gramm. hom. 1,29) ergibt sich ein urspr. *παϝι-δ-; zum (dissimilatorischen?) Schwund des ϝ Schwyzer 260 m. Lit., zur Bildung 465 u. 578. Der unerweiterte Stamm ist noch in att. παῦς (Vaseninschr.) und im kypr. Gen. Φιλόπαϝος zu belegen; unsicher kypr. διπας, = δίπαις ? Eine parallele Erweiterung zeigt παῦρος; s.d. m. weiteren Kombinationen. Außerhalb des Griech. bietet sich zunächst zum Vergleich das Vorderglied in lat. pau-per, wenn aus *pau̯(o)-par-o-s wenig erwerbend (Grundform bezweifelt; s. W.-Hofmann s.v.); idg. *pau̯owird auch in germ., z.B. got. faw-ai pl. wenige vermutet. —Neben pau- (idg. *pəu-?) steht mit Dehnstufe πῶλος (s.d.); mit Schwundstufe lat. puer (Neubildung nach gener, socer; Risch Μνήμης χάριν 2, 109 ff.), ebenso, mit altem tlo-Suffix, ital., z. B. osk. puklum filium, aind. putrá-, aw. puϑra-’Sohn’. — Weitere Formen m. Lit. bei WP. 2, 75f. (z.T. veraltet), Pok. 842 f., W.-Hofmann s. puer, pullus und pauper, Mayrhofer s. putráḥ; ält. Lit. auch bei Bq.
Page 2,462-463

Chinese

原文音譯:pa‹j 派士
詞類次數:名詞(24)
原文字根:打擊 相當於: (עֶבֶד‎)
字義溯源:孩童*,女兒,男孩,兒女,孩子,童子,僕,僕人,臣僕;或源自(παίω)=打)^。參讀 (βρέφος)同義字參讀 (δοῦλοσ1 / δοῦλοσ2)同義字
同源字:1) (ἀπαίδευτος)未受教育的 2) (παιδαγωγός)孩童領導人 3) (παιδάριον)小孩童 4) (παιδεία)管教 5) (παιδευτής)訓練者 6) (παιδεύω)訓練 7) (παιδιόθεν / παιδόθεν)自幼 8) (παιδίον)小孩子 9) (παιδίσκη)女孩 10) (παίζω)遊戲 11) (παῖς)孩童
出現次數:總共(24);太(8);路(9);約(1);徒(6)
譯字彙編
1) 僕人(12) 太8:6; 太8:8; 太8:13; 太12:18; 路1:54; 路1:69; 路7:7; 路12:45; 路15:26; 徒3:13; 徒3:26; 徒4:25;
2) 孩子(5) 太17:18; 路2:43; 路8:51; 路9:42; 約4:51;
3) 僕(1) 徒4:30;
4) 童子(1) 徒20:12;
5) 僕(1) 徒4:27;
6) 小孩子(1) 太21:15;
7) 臣僕(1) 太14:2;
8) 男孩(1) 太2:16;
9) 女兒(1) 路8:54

English (Woodhouse)

boy, child, familiarly, girl, offspring, servant

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

Abkhaz: аԥшқа, асаби; Adyghe: сабый; Afrikaans: kind; Albanian: fëmijë, bemile, kalaman; Amharic: ልጅ, ብላቴና; Arabic: وَلَد‎, اِبْن‎, اِبْنَة‎; Aramaic Classical Syriac: ܙܪܥܐ‎; Armenian: երեխա, զավակ; Assamese: ল’ৰা-ছোৱালী, ছলি, শিশু; Asturian: fíu, fía; Avar: лъимер; Azerbaijani: uşaq, bala, çağa, övlad; Baluchi: چک‎; Bashkir: бала; Basque: sein, ume; Belarusian: дзіця́, дзіцё, рабёнак; Bengali: শিশু, ওলদ; Borôro: ore; Bouyei: leg; Breton: bugel; Bulgarian: дете́, ро́жба; Burmese: ကလေး; Catalan: nen, nena, fill, filla; Central Melanau: aneak; Chechen: бер; Cherokee: ᎠᏳᎴ, ᎠᏲᏟ; Chickasaw: chipota, inchipota; Chinese Cantonese: 仔女, 細路, 細蚊仔, 細路哥, 細路仔; Dungan: хэзы, щёхэр, вава, ва; Hakka: 細人仔, 细人仔; Mandarin: 小孩, 小孩子, 孩子, 小孩兒, 小孩儿; Min Dong: 伲囝; Min Nan: 囡仔; Teochew: 孥囝; Wu: 小囡; Chuanqiandian Cluster Miao: lx; Chuvash: ача; Cornish: flogh; Crimean Tatar: bala, evlât; Czech: dítě; Danish: barn, børn; Dutch: kind; Elfdalian: kripp; Eshtehardi: لَزَک‎; Esperanto: infano, infanino; Estonian: laps; Ewe: vi; Faroese: barn; Finnish: lapsi, kakara, mukula, muksu, nappula, skidi, pentu, tytär, tyttö, poika, nahkapokaali, ipana, nulikka, natiainen, vaahtosammutin, penikka, penska, napero, kersa, räkänokka, riiviö, piltti, taapero, junnu, toukka, kakru, pirpana, tenava, vekara; French: enfant; Galician: nena, neno; Georgian: ბავშვი, შვილი, ძე, ასული; German: Kind; Alemannic German: Chind; Gothic: 𐍆𐍂𐌰𐍃𐍄𐍃, 𐌱𐌰𐍂𐌽; Greek: παιδί, τέκνο; Ancient Greek: παῖς, παιδίον, τέκνον; Greenlandic: meeraq; Gujarati: બાળક; Haitian Creole: timoun; Hausa: ya’ya; Hawaiian: keiki; Hebrew: יֶלֶד‎, יַלְדָּה‎, בֵּן‎, בַּת‎; Hindi: बच्चा, बेटा, बेटी, शिशु, बालक, लड़का, लड़की, छोरा, छोरी, बच्ची, बचा, बालक, बालकी, बालिका; Hungarian: gyerek, gyermek; Iban: anak; Icelandic: barn, krakki; Ido: infanto, infantulo, infantino, puero, puerulo, puerino, filio, filiulo, filiino; Ilocano: anak; Inari Sami: páárnáš; Indonesian: anak, kanak; Ingrian: lapsi; Interlingua: filia; Irish: páiste, clann; Italian: bambino, bambina, figlio, figlia; Jamaican Creole: pickney; Japanese: 子供, 子; Javanese: anak, putra, bocah, laré; Judeo-Tat: гIэиль; Kabuverdianu: fidju; Kabyle: agrud; Kalenjin: lakwet; Kannada: ಹಸುಳೆ, ಮಗು; Kashubian: òtrok; Kazakh: бала; Khmer: កូន; Kikuyu: mwana 1; Korean: 어린이, 아이, 애; Krio: pikin; Kumyk: яш; Kurdish Central Kurdish: منداڵ‎, مناڵ‎, زارۆک‎; Northern Kurdish: zarok; Kyrgyz: бала, наристе; Ladino: kreatura, kriatura; Laboya: ana; Lao: ເດັກນ້ອຍ, ລູກ, ເດັກ; Latgalian: bārns; Latin: filius, filia; Latvian: bērns; Lezgi: аял; Lithuanian: vaikas; Livonian: läpš; Low German: Kind; Luhya: omwana; Luo: nyithindo; Luxembourgish: Kand; Lü: ᦟᦴᧅ; Macedonian: де́те, че́до; Malay: budak, anak; Rumi: anak; Jawi: انق‎; Malayalam: കുട്ടി; Maltese: tfal, ibna, tifel; Maori: pangore, tamaiti; Mari: ньога; Maricopa: humar; Mazanderani: وچه‎; Middle English: child, barn; Middle Korean: 아ᄒᆡ〮; Mirandese: criança; Mon: ကွေန်; Mongolian: хүүхэд; Mwani: mwana; Nama: ǀgôa-i; Navajo: awééʼ, áłchíní; Ngarrindjeri: porli; Nigerian Pidgin: pikin; Norman: êfant , avé, mousse; North Frisian Föhr-Amrum: jongen; Mooring: bjarn; Sylt: Jungen; Northern Ohlone: šiiniinikma; Northern Sami: mánná; Northern Thai: ᩃᩪᨠ, ᨯᩮᩢ᩠ᨠ; Norwegian Bokmål: barn; Nynorsk: barn; Nyunga: koorlingah; O'odham: ali; Old Church Slavonic: чѧдо, дѣтѧ; Old English: ċild, bearn; Old Norse: barn; Old Prussian: malnīks; Pali Devanagari: दारको; Latin: dārako; Pashto: ماشوم‎, کوچنۍ‎; Pennsylvania German: Kind; Persian: بچه‎, کودک‎, فرزند‎, کر‎; Pite Sami: mánná; Pitjantjatjara: tjitji; Plautdietsch: Kjint; Polabian: våtrük; Polish: dziecko, dziecię; Portuguese: filho, filha, criança; Punjabi: ਬੱਚਾ; Quechua: wamra; Romanian: fiu, fiică, copil, copilă,; Romansch: uffant, affon, unfànt, unfant, iffaunt; Russian: ребёнок, дитя́, ча́до; Rusyn: дїтя, дїти́на; Saek: แด๊ก; Samogitian: vāks; Sanskrit: शिशु, बालक, जात or; Santali: ᱜᱳᱱ; Scots: bairn; Scottish Gaelic: pàisde, leanabh; Seraiki: ٻال‎; Serbo-Croatian Cyrillic: дете, дијете, чедо; Roman: dete, dijete, čedo; Shan: လုၵ်ႈ; Sindhi: ٻارُ‎; Sinhalese: ළමයා; Skolt Sami: päärnaž; Slovak: dieťa; Slovene: otrok, dete; Slovincian: vuôtrôk; Somali: caruur, canug; Sorbian Lower Sorbian: źiśe, góle; Upper Sorbian: dźěćo; Sotho: ngwana; Southern Amami-Oshima: warabɨ; Spanish: hijo, hija, niño, niña; Sundanese: murangkalih; Swahili: mtoto, mwana; Swedish: barn; Sylheti: ꠛꠣꠁꠌ꠆ꠌꠣ, ꠢꠥꠞꠥꠔꠣ; Tagalog: anak; Tai Dam: ꪩꪴꪀ; Tai Nüa: ᥘᥧᥐ; Tajik: кӯдак; Talysh: باله‎, خردن‎; Tamil: குழந்தை, மக; Taos: ȕ’úna; Tatar: бала; Telugu: పాప; Thai: ลูก, เด็ก, ศิศุ; Tibetan: ཕྲུ་གུ, ཨ་བ; Tigrinya: ሕጻን, ቆልዓ; Tok Pisin: pikinini; Turkish: çocuk; Turkmen: çaga; Tuvan: уруг; Ugaritic: 𐎊𐎍𐎄; Ukrainian: дити́на, дитя́, дитя́тко; Urdu: بچہ‎, بیٹا‎, بیٹی‎; Uyghur: بالا‎; Uzbek: bola; Veps: laps'; Vietnamese: đứa bé, đứa trẻ, con; Volapük: cil, hicil, jicil, son, daut, jison, cilef; Votic: lahsi; Welsh: plentyn; West Frisian: bern; Westrobothnian: bån, omaga, gnadd, kläpp; Wolof: xale, gune; Wutunhua: galamala; Xhosa: umntwana; Yiddish: קינד‎; Yoruba: o̩mo̩, èwe, ọmọ; Zazaki: qeç, tut, lorek; Zealandic: kind; Zhuang: lwg, lwgnyez; Zulu: umntwana, ingane; ǃXóõ: ʘqa̰a