ξένος
Κέρδος πονηρὸν ζημίαν ἀεὶ φέρει → Quaestus iniquos damna consequi solent → Unehrlicher Gewinn trägt immer Strafe ein
English (LSJ)
ὁ, Ep. and Ion. ξεῖνος (also freq. in Pi., N.7.61, al., used by Trag. metri gr. even in trim., mostly in voc., S.OC33, al., E.IT798 codd., El.247), Aeol. ξέννος Hdn.Gr.2.302 ; scanned and written ξεῖνος in Theoc.28.6, 30.17 : Aeol. Sup. ξεννότατος Sch. Tz. in An. Ox. 3.356.18 (sed v. fin.). I guest-friend, applied to persons and states bound by a treaty or tie of hospitality, Od.1.313, etc. ; ξεῖνοι δὲ . . εὐχόμεθ' εἶναι ἐκ πατέρων φιλότητος 15.196 ; ξ. πατρώϊός ἐσσι παλαιός Il.6.215 ; ξ. δ' ἀλλήλων πατρώϊοι εὐχόμεθ' εἶναι Od.1.187 ; φησὶ δ' Ὀδυσσῆος ξεῖνος πατρώϊος εἶναι 17.522 ; later freq. coupled with φίλος, Πλούταρχος ὁ τούτου ξένος καὶ φίλος D.21.110, cf. 18.46, X.An.2.1.5, Lys. 19.19 ; βασιλέως πατρικὸς ξ. Pl.Men.78d. 2 of parties giving or receiving hospitality, Od.8.145, etc. ; mostly of the guest, opp. the host, ξεινοδόκοι καὶ ξεῖνος ib.543, etc. ; ἁ ξείνα the visitor, Theoc.2.154 ; of guests at a club, opp. σύνδειπνοι, PTeb.118.4 (ii B. C.) : less freq. of the host, Il.15.532, A.R.1.208, Ep.Rom.16.23, etc. : c. dat., ξεῖνός τινι Hdt.1.20,22, cf. Th.2.13, X.An.1.1.10, etc. ; also ξ. τινός ib. 2.4.15. II stranger, esp. wanderer, refugee (under the protection of Ζεὺς ξένιος), sts. coupled with ἱκέτης, Ζεὺς ἐπιτιμήτωρ ἱκετάων τε ξείνων τε ξείνιος Od.9.270, cf. 8.546; with πτωχός, πρὸς γὰρ Διός εἰσιν ἅπαντες ξεῖνοί τε πτωχοί τε 6.208. III generally, stranger, foreigner, opp. ἔνδημος, Hes.Op.225; opp. ἀστός, Pi.O.7.90, S.OC13, And.4.10, etc. ; πολιατᾶν καὶ ξ. Pi.I.1.51, cf. A. Th.924 (lyr.), Pl.Grg. 473d, etc. ; opp. ἐπιχώριος, Id.Men.94d: coupled with μέτοικος, Th. 4.90, cf. IG12.39.53 ; with ἔπηλυς, Luc.Herm.24 ; opp. a member of the family, PMasp.169.10 (vi A. D.), etc. b as a term of address to any stranger, ὦ ξένε E.Ion247, Mosch.1.5, etc. ; ὦ ξένη Pl.Smp. 204c. 2 = βάρβαρος, at Sparta, Hdt.9.11,55. IV hireling, Od.14.102 ; esp. mercenary soldier, IG12.949.89, X.An.1.1.10, D.18.152, etc. ; ξ. ναυβάται Th.1.121 : rarely simply, ally, X.Lac. 12.3. B as Adj. ξένος, η, ον (also ος, ον E.Supp.94), Ion. ξεῖνος, η, ον, foreign, not in Hom. (in the phrases ξεῖνε πάτερ Od.7.28, ἄνθρωποι ξεῖνοι Il.24.202, both words are Subst.) ; freq. in later writers, ξείνα γαῖα Pi.P.4.118 codd.; ξένης ἐπὶ χθονός S.OC1256 ; γᾶς ἐπὶ ξένας ib. 1705 (lyr., cf. ξένη); ἐν ξένῃσι χερσί by foreign hands, Id.El.1141 ; ξ. δόμοι, πόλις, etc., E.Ph.339 (lyr.), 369, etc. ; of alien property, ξ. ἄρουραι PMasp.295.22 (vi A.D.). II c. gen. rei, strange to a thing, unacquainted with, ignorant of it, ξ. τοῦ λόγου S.OT219, cf. AP4.3a.37 (Agath.); ξ. τῶν διαθηκῶν τῆς ἐπαγγελίας Ep.Eph.2.12, cf. BGU405.12 (iv A. D.). Adv. ξένως, ἔχω τῆς ἐνθάδε λέξεως I am a stranger to the mode of speech, Pl.Ap.17d ; ἔχειν τῆς διαλέκτου Them. Or.21.253c. III strange, unusual, λόγοι A.Pr.688 (lyr.) ; τιμωρίαι Ti.Locr.104d ; ποιεῖν ξένην τὴν διάλεκτον Arist.Rh.1404b11, cf. 1415a7 ; οὐδὲν ξ. ἐν τῷ παντὶ ἀποτελεῖται Epicur.Fr.266 ; τοῖς νέοις ποιεῖν ξένα τὰ φαῦλα Arist.Pol.1336b34 ; ξένα ταῖς ὄψεσι D.S.3.15 ; ὡς ξένου συμβαίνοντος I Ep.Pet.4.12 ; διδαχαὶ ποικίλαι καὶ ξ. Ep.Hebr.13.9 ; ξ. δαιμόνια Act.Ap.17.18 : Sup., πράξεων ὡς -οτάτων Phld.Herc.1251.5 ; ξ. αὐτῷ δοκεῖ τὸ πρᾶγμα Luc.Cont.13, etc. Adv. ξένως, λαλεῖν Phld.P0.5.12. 2 τοῦ πνεύματος . . ῥύσις ὡς -ωτάτη air as fresh as possible, Hp.Nat.Hom.9. (From ξένϝος, cf. πρόξενϝος IG9(1).867, Ξενϝάρης ib.869, Ξενϝοκλῆς, Ξένϝων, ib.4.315,348 : hence it is improb. that the Aeol. form was ξέννος.)
German (Pape)
[Seite 277] ὁ, ion. u. poet. ξεῖνος, s. auch ξένη, der Gast; – 1) der Gastfreund, mit dem man sich zu gegenseitiger gastlicher Aufnahme für sich u. die Nachkommen unter dem Schutz des Ζεὺς ξένιος durch gewisse heilige Gebräuche verband; οἷα (κειμήλια) φίλοι ξεῖνοι ξείνοισι διδοὖσιν, Od. 1, 313; ἦ ῥά νύ μοι ξεῖνος πατρώϊός ἐσσι παλαιός sagt Diomedes zum Glaukos. aus dessen Erzählung er die frühere gastfreundliche Verbindung ihrer Geschlechter erfahren, u. den er von nun an selbst im Kampfe meiden will, vgl. Od. 1, 150 ff.; 187 ξεῖνοι δ' ἀλλήλων πατρώϊοι εὐχόμεθ' εἶναι ἐξ ἀρχῆς, wie ξεῖνοι διαμπερὲς εὐχόμεθ' εἶναι ἐκ πατέρων φιλότητος 15, 196; Soph. ξένον παλαιὸν ὄντα, Trach. 262; ξένος πατρῷος Eur. Hec. 19. 26. Gew. ist der Gast, nicht der Gastgeber (s. ξενοδόκος) damit bezeichnet, doch auch der Wirth, Il. 15, 532. 21, 42 Od. 8, 106. 208. 14, 53, wie Ar. Ran. 109; ξείνους ἀλλήλοισι εἶναι καὶ συμμάχους vrbdt Her. 1, 22; τινί, Thuc. 2, 13 u. öfter; ὁ τοῦ μεγάλου βασιλέως πατρικὸς ξένος, Plat. Men. 78 d; Xen. sowohl τινί, An. 1, 1, 10, als τινός, 2, 1, 5. – 2) der Fremde, der auch nicht auf frühere Verträge sich berufend die Gastfreundschaft in Anspruch nimmt und nach dem Brauche der homerischen Zeit gastliche Aufnahme finden muß, weil auch er unter dem Schutze des Zeus ξένιος steht; πρὸς γὰρ Διός εἰσιν ἅπαντες ξεῖνοί τε πτωχοί τε, Od. 6, 207; Ζεὺς ξείνιος, ὃς ξείνοισιν ἅμ' αἰδοίοισιν ὀπηδεῖ, 9, 270; 8, 42. 145 u. öfter in diesem Buche, wie sonst; ξεῖνος εἰσῆλθε Μυκήνας, Il. 4, 377; οὐδὲ ξεῖνός περ ἐὼν τάρβει, 387; er heißt αἰδοῖος, Od. 8, 544 u. öfter; mit ἱκέτης verbunden, 8, 546; nur der Kyklop achtet solche heilige Pflicht nicht; ξεῖνος αἴτ' ὦν ἀστός, der Fremde im Ggstz zum einbeimischen Bürger, Pind. P. 4, 78, vgl. Ol. 7, 90; πολιατᾶν καὶ ξένων, I. 1, 51; σύγγονοι πολλοὶ δὲ καὶ ξείνων, P. 9, 112; Tragg.; ὡς ἐρξάτην πολλὰ μὲν πολίτας, ξένων τε πάντων στίχας, Aesch. Spt. 907, öfter; ἐν δόμοισι πανδόκοις ξένων, Ch. 651; übertr., ξένος δὲ κλήρους ἐπινωμᾷ Χάλυβος Σκυθῶν ἄποικος, Spt. 709; μανθάνειν γὰρ ἥκομεν πρὸς ἀστῶν, Soph. O. C. 13, öfter; έπαιδεύθην ξένος, ich wurde in der Fremde erzogen, O. C. 568. – Nach Her. 9, 11 nannten die Lacedämonier alle Ausländer ξένοι; Plat. ἡ Μαντινικὴ ξένη Conv. 211 d, τὸν Πλεῖον ξένον Phaedr. 267 b; Ggstz ἀστοί, Rep. X, 613 d, πολῖται, Gorg. 473 d, ἐπιχώριος, Men. 94 d; u. so öfter bei den Rednern, im Ggstz zum eingebornen Bürger. Bes. – 3) heißt ξένος der Fremde, der sich für Sold einem Hauswesen anschließt, einem Andern verdingt, Miethling, Od. 14, 102; – votzugsweise von den in Sold genommenen Ausländern, Miethssoldaten; ναυβάτης, Thuc. 1, 121; ξένοις ἐμμίσθοις, Plat. Legg. VII, 816 e; Xen. An. 1, 1, 10. 2, 6, 28 u. A. – 4) von Hom. an ist ὦ ξένε eine ganz allgemeine Anrede an Personen, deren Namen man nicht kennt od. nicht sagt, mein Freund, mein Beber. – 5) adjectivifch, ξένος, η, ον, bei den Att. auch 2 Endgn, fremd; ξεῖνε πάτερ, Hom., ἄνθρωποι ξεῖνοι, Il. 24, 202; ξένῳ παρ' ἀνδρὶ ναίομεν, Soph. Trach. 40; ξένης ἐπὶ χθονός, in fremdem Lande, O. C. 1258; ἐς ξένην γαῖαν, El. 1121, öfter; ἐν ξέναισι χερσὶ κηδευθείς, in den Händen der Fremden, 1130; oft Eur., ξένοισιν ἐν δόμοις Phoen. 341, ξένην πόλιν 372, ἐπὶ ξένῳ χθονί Med. 435 u. ä.; auch ξένος μὲν τοῦ λόγου τοῦδ' ἐρῶ, ξένος δὲ τοὖ πραχθέντος, Soph. O. R. 219, unbekannt damit; τιμωρίαι, unerhört, Tim. Locr. 104 d; auch adv., ξένως ἔχω τῆς ἐνθάδε λέξεως, ich bin unbekannt damit, Plat. Apol. 17 d. – Auch = befremdend, fremdartig, τὸ ξένον τῆς ὑποθέσεως Luc. V. H. 1, 2, οὐδὲν ξένον, das ist nicht befremdend, pro lapsu 16, ξένα καὶ ἄγνωστα πάντα ὁρῶν Scyth. 4, καὶ ἀλλότριος Hermot. 72; Plut. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ξένος: Ἰων. ξεῖνος, ὁ, Ὅμ. (ὅστις ὡς καὶ ὁ Ἡσίοδ. καὶ ὁ Ἡρόδ. ἀείποτε μεταχειρίζεται τὸν Ἰων. τύπον, κοινὸν ὡσαύτως καὶ παρὰ Πινδάρῳ, εὔχρηστον δὲ καὶ παρὰ Τραγικοῖς χάριν τοῦ μέτρου καὶ ἐν τριμέτροις ἰαμβ., ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον κατὰ κλητικήν, Σοφ. Ο. Κ. 33, 49, 856, 1096, Εὐρ. Ι. Τ. 798, Ἠλ. 247): - Αἰολ. ξέννος, Ahrens D. Aeol. § 8. 4 κἑξ. (Κατὰ τὸν Pott, ἐκ τῆς προθ. ἐκ, ἐξ, πρβλ. Γαλλ. étranger (Ἀγγλ. stranger) ἐκ τοῦ Λατ. extraneus, extra). 1) ὁ ξενιζόμενος φίλος, δηλ. πᾶς πολίτης ξένης πόλεως, μεθ’ οὗ ἔχει τις συνθήκην (φιλο)ξενίας δι’ ἑαυτὸν καὶ τοὺς ἀπογόνους του βεβαιωμένην διὰ τῆς ἀνταλλαγῆς δώρων καὶ ἐπικλήσεως τοῦ ξενίου Διός. Επὶ τοιαύτης σημασίας ἀμφότερα τὰ μέρη λέγονται ξένοι, ἴδε μάλιστα Ὀδ. Α. 313· καὶ ἡ σχέσις αὕτη ἦν κληρονομική, ξεῖνοι δὲ ... εὐχόμεθ’ εἶναι ἐκ πατέρων φιλότητος Ο. 196· ὅθεν αἱ φράσεις, ξεῖνος πατρώιός ἐσσι παλαιὸς Ἰλ. Ζ. 215· ξεῖνοι δ’ ἀλλήλων πατρώιοι εὐχόμεθ’ εἶναι Ὀδ. Α. 187· φησὶ δ’ Ὀδυσσῆος ξεῖνος πατρώιος εἶναι Ρ. 522· - παρὰ τοῖς μετὰ ταῦτα συγγραφεῦσι συχνάκις συνάπτεται μετὰ τοῦ φίλος, Πλούταρχος ὁ τούτου ξένος καὶ φίλος (διότι ἦτο ἐξ Εὐβοίας) Δημ. 550, 27, πρβλ. 241. 11· φίλου ὄντος καὶ ξ., ἐπί τινος ἐκ Σικελίας, Λυσ. 153, 31. Ἀλλά, 2) ἡ λέξις ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον κεῖται εἰς δήλωσιν τοῦ ἑτέρου τῶν διὰ ξενίας συνδεδεμένων μερῶν, δηλ. τοῦ δεχομένου φιλοξενίαν, του φιλοξενουμένου κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν προσφέροντα τὴν φιλοξενίαν, ξεινοδόκοι και ξεῖνος (ἴδε ἐν λ. ξενοδόκος)· ἀλλ’ ὡσαύτως = ξεινοδόκος, ὁ παρέχων ξενίαν, ὁ φιλοξενῶν, Ἰλ. Ο. 532· οὕτως ὁ Ὀδυσσεὺς καὶ οἱ Φαίακες προσφωνοῦσιν ἀλλήλους διὰ τῆς λέξ. ξεῖνε, Ὀδ. Θ. 145, 159, 166, πρβλ. 208., Ξ. 53· οὕτω καὶ παρ’ Ἡροδ., Πινδ. καὶ Ἀττ. Κεῖται δὲ ἀπολ., ὡσαύτως δὲ καὶ μετὰ δοτ., ξένος τινί, ὅπερ δεικνύει ὅτι ἡ λέξις διετήρησεν ἐπιθετικὴν δύναμιν, Ἡρόδ. 1. 20, 22, Θουκ. 2. 13, Ξεν. Ἀν. 1. 1, 10, κτλ.· ἂν καὶ εὑρίσκεται ὡσαύτως ἡ γεν., αὐτόθι 2. 1, 5., 2. 4, 15. ΙΙ. Ἐπειδὴ κατὰ τοὺς ἀρχαίους χρόνους ἐθεωρεῖτο καθῆκον ἱερὸν νὰ δεχθῇ τις καὶ ὑπερασπίσῃ τὸν ἀπροστάτευτον ξένον, ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὴν λέξ. ξεῖνος ἐπὶ παντὸς ξένου ἀνθρώπου (ὅστις δὲν παρουσιάζεται ὡς λῃστὴς ἢ ἐχθρός), ἑπομένως ἐπὶ ἀνθρώπου πλάνητος ἢ πρόσφυγος, ὅστις ἐθεωρεῖτο διατελῶν ὑπὸ τὴν προστασίαν τοῦ ξενίου Διὸς καὶ ἔπρεπε νὰ ἀπολαύῃ τῶν περιποιήσεων φίλου, ὥστε τὸ ξεῖνος συνάπτεται ἐνίοτε μετὰ τοῦ ἱκέτης, Ζεὺς ἐπιτιμήτωρ ἱκετάων τε ξείνων τε ξένιος Ὀδ. Ι. 270, πρβλ. Θ. 546· συνάπτεται ἐνίοτε μετὰ τοῦ πτωχός, πρὸς γὰρ Διός εἰσιν ἅπαντες ξεῖνοί τε πτωχοί τε (πρβλ. ξένιος) Ζ. 208., Ξ. 58· - ἐντεῦθεν κατήντησε νὰ σημαίνῃ ΙΙΙ. πάντα ξένον ἄνθρωπον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἔνδημος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 223· πρὸς τὸ ἀστός, Πινδ. Ο. 7. 165, Σοφ. Ο. Κ. 13, Ἀνδοκ. 30. 20, κτλ.· πρὸς τὸ πολίτης, Πινδ. Ι. 1. 75, Αἰσχύλ. Θήβ. 924, Πλάτ., κτλ.· πρὸς τὸ ἐπιχώριος, Πλάτ. Μένων 94D· συνάπτεται μετὰ τοῦ μέτοικος, Θουκ. 4. 90· μετὰ τοῦ ἔπηλυς, Λουκιαν. Ἑρμότ. 24: - οὕτω ξένη, ἐπὶ γυναικῶν, ἴδε τὴν λέξ. - Ἀλλ’ ἡ λέξις ἦν ἐν χρήσει χάριν εὐγενείας καὶ ἐπὶ παντὸς οὗ τὸ ὄνομα δὲν ἦτο γνωστόν, καὶ ἡ προσφώνησις ὦ ξένε, κατήντησε νὰ σημαίνῃ πλειότερόν τι τοῦ φίλε, κύριε, ἴδε Σοφοκλ. Ο. Τ. 813. - Παρὰ Ρωμαίοις τοὐναντίον, ἡ λέξις ἡ σημαίνουσα ἐξ ἀρχῆς τὸν ξένον ἄνθρωπον (hostis) κατήντησε νὰ σημαίνῃ τὸν ἐχθρόν, πρβλ. Κικ. Off. 1. 12,. 1. 2) ἁπλῶς ἀντὶ τοῦ βάρβαρος, ξένος, οὐχὶ Ἕλλην, πιθανῶς μόνον ἐν Λακεδαίμονι, Ἡρόδ. 9. 11, 55, πρβλ. ξενηλασία. IV. Ἐπειδὴ ὁ ξένος ἐγίνετο τοιοῦτος ἐὰν ἐγκαταλείπων τὸν πατρικὸν οἶκον προσεκολλᾶτο εἰς ἕτερον χάριν μισθοῦ, τὸ ὄνομα ἐδόθη εἰς τοὺς μισθωτούς, Ὀδ. Ξ. 102· ἀλλὰ παρ’ Ἀττ. ξένος ἐσήμαινε συνήθως στρατιώτην εἰσερχόμενον εἰς ὑπηρεσίαν ξένης πόλεως ἐπὶ μισθῷ, δηλ. μισθοφόρον, Θουκ. 1. 121, Ξεν. Ἀν. 1. 1, 10, κτλ.· μάλιστα ἐπὶ τῶν ἐν τῷ Περσικῷ στρατῷ ὑπηρετούντων ἐπὶ μισθῷ Ἑλλήνων, - κατ’ εὐφημισμὸν ἀντὶ τοῦ μισητοτέρου μισθωτὸς ἢ μισθοφόρος· πολλῷ σπανιώτερον ἄνευ ὀνείδους τινός, σύμμαχος, ὡς ἴσως ἐν Λακ. 12, 3· πρβλ. ξεναγός, ξεναγία, ξενικός. Β. ὡς ἐπίθετ., ξένος, η, ον (καὶ ος, ον), Εὐρ. Ἱκέτ. 94, πρβλ. Elmsl. εἰς Εὐρ. Ἡρακλ. 245, Ἰων. ξεῖνος, η, ον· - ξένος, ὡς καὶ νῦν· οὐδαμοῦ παρ’ Ὁμ. (διότι ἐν ταῖς φράσεσι: ξεῖνε πάτερ καὶ ἄνθρωποι ξεῖνοι, Ἰλ. Ω. 202, κτλ., ἀμφότεραι αἱ λέξεις εἶναι οὐσιαστ., ὡς ἐν τοῖς: βοῦς ταῦρος, ἴρηξ κίρκος, κτλ.), ἀλλὰ συχνὸν παρὰ πᾶσι τοῖς μετέπειτα συγγραφεῦσι, ξείνα γαῖα Πινδ. Π. 4. 210· ξένης ἐπὶ χθονὸς Σοφ. Ο. Κ. 1256· γᾶς ἐπὶ ξένης αὐτόθι 1705 (ἴδε ἐν λέξ. ξένη)· ἐν ξέναισι χερσὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἡλ. 1141· ξ. δόμοι, πόλις Εὐρ. Φοίν. 339, κτλ. ΙΙ. μετὰ γεν. πράγμ., ξένος πρός τι πρᾶγμα, μὴ γνωρίζων τι, ἀγνοῶν, ἁγὼ ξένος μὲν τοῦ λόγου τοῦδ’ ἐξερῶ, ξένος δὲ τοῦ πραχθέντος Σοφ. Ο. Τ. 219, πρβλ. Ἀνθ. Π. 4. 3. 37· - οὕτως ἐν τῷ ἐπιρρ., ξένως ἔχω τῆς ἐνθάδε λέξεως, εἶμαι ξένος πρὸς τὸ δικανικὸν ὕφος, οὗ γίνεται χρῆσις ἐνταῦθα, δὲν γνωρίζω τὸν τρόπον τοῦτον τοῦ λέγειν, Πλάτ. Ἀπολ. 17D. ΙΙΙ ἀλλότριος, ἀσυνήθης, παράδοξος, λόγοι Αἰσχύλ. Πρ. 689· τιμωρίαι Τίμ. Λοκρ. 104D· ποιεῖν ξένην τὴν διάλεκτον Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 3, πρβλ. 14, 4· τοῖς νέοις ποιεῖν ξένα τὰ φαῦλα ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 7. 17, 14 ξένα ταῖς ὄψεσι Διόδ. 3. 15· ξ. αὐτῷ δοκεῖ τὸ πρᾶγμα Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκοπ. 13, κτλ.
French (Bailly abrégé)
η ou ος, ον :
I. adj.
1 étranger ; ξένη χθών SOPH, ξένη γαῖα SOPH, abs. ἡ ξένη SOPH la terre étrangère ; ἐν ξέναισιν χερσί SOPH dans les mains des étrangers;
2 étranger à, qui ne connaît pas, gén.;
3 étrange, insolite, étonnant, surprenant;
II. ὁ ξένος :
1 l’hôte ; ξεῖνος πατρώϊος IL, ξένος πατρῷος EUR, ξένος παλαιός OD hôte des ancêtres;
2 en gén. étranger auquel on accorde l’hospitalité ; étranger en gén.
Étymologie: p. ξένϜος.
English (Slater)
ξένος, ξεῑνος (ξεῖνος, -ον, -ε, -ων, -οις; ξείνας, -αν: ξένος, -ου, -ον, -οι, -ων, -οισι, -οις.) anyone who seeks, gives, or receives hospitality
a foreigner, stranger, one from abroad παντοδαποῖσιν ὑπέστασε ξένοις κίονα δαιμονίαν (= Αἴγιναν) (O. 8.26) ἀφίκοντο δέ οἱ ξένοι (O. 9.67) ἐλθόντος γὰρ εὐνάσθη ξένου λέκτροισιν ἀπ' Ἀρκαδίας (P. 3.25) “φιλίων δ' ἐπέων ἄρχετο ξείνοις ἅ τ ἐλθόντεσσιν εὐεργέται δεῖπν ἐπαγγέλλοντι πρῶτον” (cf. v. 128.) (P. 4.30) “ὦ ξεῖν” Jason, having just arrived in Iolkos (P. 4.97) ἔχοντι τὰν (sc. Κυράναν) χαλκοχάρμαι ξένοι Τρῶες Ἀντανορίδαι (P. 5.83) τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον σύγγονοι, πολλοὶ δὲ καὶ ξείνων (P. 9.108) ματρόπολίν τε, φίλαν ξένων ἄρουραν Aigina (N. 5.8) κρανίοις ὄφρα ξένων ναὸν Ποσειδάωνος ἐρέφοντα σχέθοι (I. 4.54) οὐ θέμιν οὐδὲ δίκαν ξείνων ὑπερβαίνοντες the Aiginetans (I. 9.6) ὅτι ξένοι ἔφθινον ἄτερθεν τεκέων visitors to the third Delphic temple of Apollo (Pae. 8.76) esp. opp. to ἀστοί, simm., καὶ ποτ' ἀστῶν καὶ ποτὶ ξείνων (O. 7.90) οἶκον ἥμερον ἀστοῖς ξένοισι δὲ θεράποντα (O. 13.3) πραὺς ἀστοῖς ξείνοις δὲ θαυμαστὸς πατήρ (P. 3.71) ξεῖνος αἴτ' ὦν ἀστός (P. 4.78) πύργος ἄστεος ὄμμα τε φαεννότατον ξένοισι (P. 5.57) πολιατᾶν καὶ ξένων γλώσσας ἄωτον (I. 1.51) ξυνὸν ἄστει κόσμον ἑῷ προσάγων· καὶ ξένων εὐεργεσίαις ἀγαπᾶται (sc. Λάμπων) (I. 6.70) met., c. gen., οὔτοι με ξένον οὐδ' ἀδαήμονα Μοισᾶν ἐπαίδευσαν κλυταὶ Θῆβαι fr. 198a. f. pro adj., “ἐπιχώριος οὐ ξείναν ἱκάνω γαῖαν ἄλλων” Jason speaks (P. 4.118)
b guest friend Θήρωνα ὄπῖ δίκαιον ξένων (Hermann: ξένον codd., Π, def. van Leeuwen) (O. 2.6) ὑπέδεκτο δ' ἀργυρόπεζ Ἀφροδίτα Δάλιον ξεῖνον Apollo (P. 9.10) πατροπάτωρ ἔνθα οἱ Σπαρτῶν ξένος κεῖτο Amphitryon (P. 9.82) ξεῖνός εἰμι (sc. τῶν Αἰγινητῶν) (N. 7.61) τὰν νεοκτίσταν ἐς Αἴτναν, ἔνθ' ἀναπεπταμέναι ξείνων νενίκανται θύραι (N. 9.2)
c host and friend πέποιθα δὲ ξένον μή τιν' δύναμιν κυριώτερον τῶν γε νῦν κλυταῖσι δαιδαλωσέμεν ὕμνων πτυχαῖς Theron (O. 1.103) καί κεν ἐν ναυσὶν μόλον παρ' Αἰτναῖον ξένον Hieron (P. 3.69) ὁ δ' ἄρα (sc. Ὀρέστας) γέροντα ξένον Στροφίον ἐξίκετο (byz.: ξένον γέροντα codd.) (P. 11.34) ὅταν ξεῖνον ἐμὸν ἠθαῖον ἔλθῃς Thrasyboulos (I. 2.48)
d generally, friend ξείνων δ' εὖ πρασσόντων, ἔσαναν ἐσλοί (O. 4.4) ἐν ἀφνεαῖς ἀρούραισι Πυλάδα νικῶν ξένου Λάκωνος Ὀρέστα (P. 11.16) Ἡράκλεες, σέο δὲ προπράον' ἔμμεν ξεῖνον ἀδελφεόν τ Aiakos (N. 7.86) “νῦν σε (= Ζῆνα) — λίσσομαι παῖδα θρασὺν ἐξ Ἐριβοίας ἀνδρὶ τῷδε ξεῖνον ἁμὸν μοιρίδιον τελέσαι” (κεῖνον v. l.: Herakles is speaking of the birth of Aias) (I. 6.46) παμφαρμάκου ξείνας ἐφετμαῖς Medea, as having shown friendship to Jason (P. 4.233)
English (Strong)
apparently a primary word; foreign (literally, alien, or figuratively, novel); by implication, a guest or (vice-versa) entertainer: host, strange(-r).
English (Thayer)
ξένῃ, ξένον, from Homer down, masculine a guest-friend (Latin hopes (of parties bound by ties of hospitality)), i. e.:
1. a foreigner, stranger (opposed to ἐπιχώριος, Plato, Phaedo c. 2, p. 59b.; Josephus, b. j. 5,1, 3);
a. properly: ξένοι καί παρεπίδημοί ἐπί τῆς γῆς, οἱ ἐπιδημοῦντες ξένοι, συμπολίτης, Sept. for אֹרֵחַ, a traveler, Alex. manuscript; for נֵר, נָכְרִי). (as adjective with) δαιμόνια, α. alien (from a person or thing); without knowledge of, without a share in: with a genitive of the thing, τῶν διαθηκῶν τῆς ἐπαγγελίας, Winer's Grammar, § 30,4, 6) (τοῦ λόγου, Sophocles O. T. 219). β. new, unheard of: διδαχαι, ξένον τί a strange, wonderful thing, Aeschylus Prom. 688; Diodorus 3,15,52; others).
2. one echo receives and entertains another hospitably; with whom he stays or lodges, a host: ὁ ξένος μου, καί τῆς ἐκκλησίας ὅλης is added, i. e. either 'who receives hospitably all the members of the church who cross his threshold,' or 'who kindly permits the church to worship in his house' (Fritzsche).
Greek Monolingual
(I)
-η, -ο (ΑΜ ξένος, -η, -ον, Α επικ. και ιων. τ. ξεῑνος, -η, -ον, αιολ. τ. ξέννος, -η, -ον, δωρ. τ. θηλ. ξένα)
1. (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλη χώρα, αλλοδαπός (α. «το νησί κάθε καλοκαίρι γεμίζει από ξένους» β. «ξένα προϊόντα» γ. «εὐδαιμονιζόμενος ὑπό τῶν πολιτῶν καὶ τῶν ἄλλων ξένων», Πλάτ.)
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε άλλον ή είναι κτήμα άλλου, αλλότριος (α. «ξένες υποθέσεις» β. «ξένα πράγματα» γ. «ξένοι δόμοι», Ευρ.)
3. αυτός που έχει άγνοια για κάτι (α. «είμαι ξένος προς την υπόθεση» β. «ἁγὼ ξένος μὲν τοῡ λόγου τοῡδ' ἐξερῶ, ξένος δὲ τοῡ πραχθέντος», Σοφ.)
4. το αρσ. ως ουσ. ο ξένος
καλεσμένος, φιλοξενούμενος, μουσαφίρης (α. «έχουμε κάθε Κυριακή ξένους στο σπίτι» β. «ἵν' ὅμως τερπώμεθα πάντες, ξεινοδόκοι καὶ ξεῑνος», Ομ. Οδ.)
5. το θηλ. ως ουσ. η ξένη
η ξενιτιά, η αλλοδαπή («ἐπὶ ξένης καταβιοῡν», Φιλόδ.)
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή προσιδιάζει σε αλλοδαπούς («ξένες συνήθειες»)
2. άσχετος, μη οικείος, αυτός που δεν σχετίζεται με κάποιον ή με κάτι (α. «ξένο σώμα» β. «εμπιστεύεται τα μυστικά της σε ξένους ανθρώπους»)
3. άγνωστος («οι περισσότεροι που ήλθαν στη συνέλευση ήταν ξένοι για μένα»)
4. αδιάφορος, ψυχρός («ήταν πάντα ξένος σε όλα τα προβλήματα μου»)
5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ξένα
η ξενιτιά, η αλλοδαπή («θα φύγω, θα ξενιτευθώ, θα πάω μακριά στα ξένα», Πολίτ.)
μσν.-αρχ.
παράξενος, αλλόκοτος, ασυνήθιστος («πολλὰ τοιαῡτα ξένα καὶ ταῑς ὄψεσι καὶ ταῑς προσηγορίαις», Διόδ.)
αρχ.
το αρσ. ως ουσ.
1. φίλος που φιλοξενείται, δηλαδή πολίτης άλλης πόλης με τον οποίο έχει κάποιος συνθήκη φιλοξενίας για τον εαυτό του και τους απογόνους του («ξεῑνοι δὲ... εὐχόμεθ' εἶναι ἐκ πατέρων φιλότητος», Ομ. Οδ.)
2. αυτός που φιλοξενεί κάποιον
3. κάθε απροστάτευτος περιπλανώμενος ή πρόσφυγας τον οποίο ο καθένας είχε υποχρέωση να υπερασπίζεται και ο οποίος είχε ως προστάτη τον ξένιο Δία
4. (στη Σπάρτη) ο βάρβαρος
5. αυτός που δουλεύει κοντά σε κάποιον με μισθό, μισθωτός
6. στρατιώτης που υπηρετούσε σε άλλη πόλη με μισθό, μισθοφόρος («καὶ αἰτεῑ αὐτὸν εἰς δισχιλίους ξένους», Ξεν.)
7. σύμμαχος
8. (ως κλητ. προσφώνηση) ὦ ξεῑνε
φίλε μου, αγαπητέ μου.
επίρρ...
ξένως (Α)
1. με ασυνήθιστο, με παράδοξο τρόπο
2. φρ. «ξένως ἔχω τῆς ἐνθάδε λέξεως» — είμαι άπειρος με αυτόν τον τρόπο έκφρασης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το επίθ. ξένος (< ξένFοs) συνδέεται σημασιολογικά με τα: γοτθ. gasts «φιλοξενούμενος» και «φιλοξενών» (πρβλ. αγγλ. guest), αρχ. σλαβ. gosti και λατ. hospēs, αλλά, παρά τη σημασιολογική συγγένεια τών τ., μορφολογικά κριτήρια δυσχεραίνουν την ανεπιφύλακτη ετυμολογική σύνδεση τους. Στην αττική διάλεκτο η σίγηση του -F- από το σύμπλεγμα νF- γίνεται χωρίς αντέκταση (ξενFos, > ξένος), ενώ στην ιων. η αντέκταση δίνει -ει- (ξείνος) και στη δωρ, -η- (ξῆνος). Η αρχική σημ. της λ. ξένος ήταν «φιλοξενούμενος» και «φιλοξενών», με την έννοια του πολίτη άλλης πόλης με τον οποίο συνάπτει κάποιος συνθήκη φιλοξενίας (πρβλ. τη σημ. του φίλος), που επικυρώνεται με αμοιβαία ανταλλαγή δώρων για τον εαυτό του και τους απογόνους του. Έτσι η σημ. της λ. ξένος αποδίδεται και σ' αυτόν που φιλοξενεί και σ' αυτόν που φιλοξενείται. Στη συνέχεια, πιθ. λόγω του φιλοξενούμενου προσώπου που ήταν πολίτης άλλης πόλης, η λέξη έλαβε τη σημ. «αλλοεθνής, αλλότριος» και στη στρατιωτική ορολογία τη σημ. «μισθοφόρος» και «σύμμαχος» λόγω φιλίας από φιλοξενία. Στη Νεοελληνική το επίθετο χρησιμοποιείται και με τη σημ. «άσχετος, μη οικείος, αδιάφορος, ψυχρός». Το επίθ., τέλος, εμφανίζεται ως α' συνθετικό με τη μορφή ξεν(ο)- σε μεγάλο αριθμό συνθ. όλων τών περιόδων της Ελληνικής.
ΠΑΡ. ξενία, ξενίζω, ξενικός, ξενιτεύομαι, ξενών(ας), ξενώ(-ώνω)
αρχ.
ξενίδιον, ξένιος, ξενίς, ξενόεις, ξενοσύνη, ξενύδριον, ξενύλλιον
μσν.
ξενάλια, ξενιάζω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ξεναγέτης, ξεναγός, ξενηλατώ, ξενοδόχος, ξενοκρατούμαι, ξενομανής, ξενοπρεπής, ξενόφιλος, ξενόφωνος·, αρχ. ξεναγωγός, ξεναπάτης, ξενηδόκος, ξενηλόγιον, ξενοβόρος, ξενοδαΐκτης, ξενοδαίτης, ξενοδίκαι, ξενοδόκος, ξενοδώτης, ξενοθάνατος, ξενόθηλυς, ξενοθρέπτης, ξενοκαδής, ξενοκρίτης, ξενοκτόνος, ξενολεκτώ, ξενολόγος, ξενοπαγής, ξενοπαθώ, ξενοπρόσωπος, ξενορρυής, ξενοσσόος, ξενόστασις, ξενόστομος, ξενότιμος, ξενοτόκος, ξενοφόνος, ξενοφύλαξ, ξενοχαρής, ξενώνυμος
αρχ.-μσν.
ξενήκουστος, ξενοθυτώ, ξενοπολίτης, ξενοτάφιον, ξενοτρόφος
μσν.
ξενοδεκτώ, ξενοκομείον, ξενοκουρίτης, ξενοποικιλόπτερος, ξενόπτερος, ξενόσπορος, ξενότελος, ξενουργώ, ξενοφυής, ξενοχειροτόνητος,
ξενόχροος
μσν.- νεοελλ.
ξενότροπος, ξενοφανής
νεοελλ.
ξενοβλάστες, ξενογαμία, ξενογένεση, ξενόγλωσσος, ξενοδιαγνωστική, ξενοδουλεύω, ξενόδουλος, ξενοθάβομαι, ξενοκίνητος, ξενοκληρία, ξενοκοιμάμαι> ξενοκρατία, ξενολάτρης, ξενολόγημα, ξενομερίτης, ξενόμορφος, ξενοπαρασιτισμός, ξενοπλανημένος, ξενοπλαστικός, ξενοπλένω, ξενόπους, ξενοπτερύγιο, ξενοράβω, ξενόρρυγχος, ξενοτροπία, ξενόφερτος, ξενοφιλεύω, ξενοφοδία, ξενόφοδος. (Β συνθετικό) άξενος, απόξενος, αφιλόξενος, μισόξενος, παράξενος,
πρόξενος, φιλόξενος
αρχ.
αλιτόξενος, απρόξενος, αστόξενος, αστύξενος, διειρωνόξενος, δορύξενος, δύσξενος, εθελοπρόξενος, επίξενος, εύξενος, εχθρόξενος, θεμίξενος, ιδιόξενος, ισοπρόξενος, κακόξενος, μητρόξενος, πάγξενος, πολύξενος, φυγόξενος
νεοελλ.
αντιπρόξενος, αρχιπρόξενος, γεροπαράξενος, πεντάξενος, τερμιτόξενος, υποπρόξενος].
(II)
ο
εντομολ. ο τρύγγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. xenos < ξένος.
Greek Monotonic
ξένος: ὁ, Αιολ. ξέννος, Επικ. και Ιων. ξεῖνος (χρησιμ. επίσης από τους Τραγ.)·
Α. I. 1. φίλος που γίνεται δεκτός ως φιλοξενούμενος, δηλ. οποιοσδήποτε πολίτης ξένης πόλης με τον οποίον υπάρχει συνθήκη φιλοξενίας τόσο γι' αυτόν όσο και για τους κληρονόμους του, συνθήκη που επιβεβαιώνεται με αμοιβαία δώρα (ξένια) και με επίκληση στο Δία (Ζεὺς ξένιος), σε Όμηρ.·
2. λέγεται για το ένα από τα δύο μέρη που συνδέονται με δεσμούς φιλοξενίας, δηλ. είτε για τον φιλοξενούμενο είτε για τον ξεινοδόκον, οικοδεσπότη, ξενοδόχο, στον ίδ., σε Ηρόδ. κ.λπ.
3. οποιοσδήποτε έχει δικαίωμα στη φιλοξενία, αλλοδαπός, πρόσφυγας, επισκέπτης, σε Ομήρ. Οδ.
4. κάθε ξένος ή αλλοδαπός, σε Ησίοδ., Αττ.· ο όρος, για λόγους ευγένειας, χρησιμοποιούνταν για οποιονδήποτε του οποίου το όνομα ήταν άγνωστο, και η προσφώνηση ὦξένε έφθασε να σημαίνει κάτι περισσότερο από το «ω, φίλε», σε Σοφ.
II. ξένος στρατιώτης, αργυρώνητος, μισθοφόρος, σε Θουκ., Ξεν. Β. ως επίθ., ξένος, -η, -ον και -ος, -ον, Ιων. ξεῖνος, -η, -ον,
I.ξένος, αλλοδαπός, αλλοεθνής, αλλόφυλος, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.
II. με γεν. πράγμ., ξένος προς κάποιο ζήτημα, άσχετος, αδαής ως προς αυτό, ανίδεος, άπειρος, σε Σοφ.· επίρρ., ξένως ἔχω τῆς λέξεως, δε γνωρίζω αυτήν τη γλώσσα, αυτόν τον τρόπο του λέγειν, σε Πλάτ.
III. αλλότριος, αλλόκοτος, παράδοξος, παράξενος, ασυνήθιστος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ξένος: I ион. ξεῖνος, эол. ξέννος 3, редко
1) чужой (γαῖα Pind.): ξένης ἐπὶ χθονός и γᾶς ἐπὶ ξένης Soph. в чужой стране, на чужбине; ἐν ξέναισι χερσί Soph. в руках чужих людей;
2) чужеземный (πόλις Eur.);
3) чуждый, посторонний, непричастный (τοῦ λόγου τοῦδε Soph.);
4) странный, необычный, неслыханный (λόγοι Aesch.; διάλεκτος Arst.; πρᾶγμα Luc.).
II ион. ξεῖνος ὁ
1) чужестранец, иноземец, странник (пользовавшийся защитой законов): Ζεὺς ξείνων ξένιος Hom. Зевс, хранитель чужеземцев; πρὸς Διὸς ξεῖνοί τε πτωχοί τε Hom. все странники и нищие от Зевса;
2) (у лакедемонян) = βάρβαρος (ξείνους γὰρ ἐκάλεον τοὺς βαρβάρους Her.);
3) воен. иноземный наемник (οἱ ξένοι ναυβάται Thuc.);
4) связанный узами взаимного гостеприимства (хозяин или гость), друг, приятель (ξ. καὶ φίλος Dem.): ὁ τοῦ μεγάλου βασιλέως πατρικὸς ξ. Plat. наследственный (старинный) друг великого (т. е. персидского) царя; ὦ ξένε! Plat. друг мой!
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: foreigner, guest, guestfriend, host (Il.), mercenary, soldier (ξ 102, Att.); ξένη (scil. γυνή, γῆ) f. the foreign, foreign country (trag., X.); adj. foreign (posthom.).
Other forms: ep. Ion. poet. ξεῖνος, Dor. ξένϜος (in Cor. ΞενϜοκλῆς, Corc. El. ΞενϜάρης), ξῆνος (Cyr. Φιλόξηνος), (hyper)Aeol. ξέννος (Hdn.; vgl. Schwyzer 228), (?),
Dialectal forms: Myc. kesenuwo \/ksenwos\/
Compounds: Many compp., e.g. ξενο-, ξεινο-δόκος m. receiving foreigners, guests, host (Il.), φιλό-ξε(ι)νος loving guests, hospitable (Od.; on the verbal function of the 1. element Schwyzer 442), πρόξενος, Corc. πρόξενϜος m. deputy guest, state guest (posthom.; Risch IF 59, 38 f.); on Εὔξεινος (πόντος) s. v.
Derivatives: A. Adj. 1. ξένιος, ξείνιος regarding the foreigner, τὰ ξε(ί)νια gust-gifts (Il.; Myc. kesenuwija); 2. younger ξε(ι)νικός id. (IA.; Chantraine Études, s. Index) ; 3. ξεινήϊος in τὰ ξεινήϊα (τὸ ξ-ον) = τὰ ξείνια (Hom.), after πρεσβήϊα (Risch ̨ 46); 4. ξενόεις full of foreigners (E. in lyr.). B. Subst. 1. ξε(ι)νίη, -ία f. guest-friendship, guest-right (since ω); 2. ξεινοσύνη f. hospitality (φ 35; Porzig Satzinhalte 226, Wyss -συνη 26); 3. ξενών, -ῶνος m. guest-room, -house (E., Pl.; cf. H.Bolkestein Ξενών [MAWNeth. 84 B : 3] 1937); ξενῶνες οἱ ἀνδρῶνες ὑπὸ Φρυγῶν H.; after Pisani AnFilCl 6, 211ff. to the family of χθών(?); 4. ξενίς, -ίδος f. road leading into foreign countries (Delph. IIa); 5. ξενίδιον n. small guesthous (pap. IIIp); 6. ξεν-ύδριον (Men.), -ύλλιον (Plu.) depreciatory dimin. of ξένος (Chantraine Form. 73 f.). C. Verbs. 1. ξε(ι)νίζω receive guestly, hospitalize (Il.), also wonder (hell.) with ξένισις f. hospitality (Th.), ξενισμός m. id. (Pl., inscr., Luc.), also wonder, innovation (Plb., D. S., Dsc.); ξενιστής m. host (sch.). 2. ξε(ι)νόομαι accept s.body as a guest (Pi., IA.), also live in foreign country, go in .. (S., E.), -όω embessle (Hld.); ξένωσις f. residence abroad (E. HF 965; cf. v. Wilamowitz ad loc.). 3. ξενιτεύομαι serve as soldier abroad (Isoc., Antiph.), -ω live abroad (Timae. Hist., J.); after πολιτεύομαι, -ω : πολίτης : πόλις (Georgacas Glotta 36, 173); ξενιτ-εία f. mercenary, live abroad (Democr., LXX), -ευτής m. who lives abroad (VIp).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Isolated. The semantic agreement with the old word for foreigner, guest in Lat. hostis m. foreigner, enemy, Germ., e.g. Goth. gasts guest, OCS gostь id., IE *ghosti-s, led to attempts, to connect them also formally, which is possible omly with a mechanic and arbitrary analysis: *ξ-εν-Ϝος to a sero grade and nasalized present *ghs-en-u̯ō (Brugmann IF 1, 172ff.; s also Schwyzer 329 and Pisani Ist. Lomb. 73: 2, 30). Other explanations, also to be rejected, in Bq, WP. 1, 640f., W.-Hofmann s. hostis. -- Jokl (IF 37, 93, after Pedersen) wants to find a lengthened grade *ghsēn- in Alb. huai foreign. Very uncertein Newphryg. voc. ξευνε; on it with a Illyrian hypothesis v. Blumenthal Glotta 20, 288. Is it Pre-Greek?
Middle Liddell
!ξένος, ὁ,
I. a guest-friend, I. e. any citizen of a foreign state, with whom one has a treaty of hospitality for self and heirs, confirmed by mutual presents (ξένιἀ and an appeal to Ζεὺς ξένιος, Hom.
2. of one of the parties bound by ties of hospitality, i. e. either the guest, or = ξεινοδόκος, the host, Hom., Hdt., etc.
3. any one entitled to hospitality, a stranger, refugee, Od.
4. any stranger or foreigner, Hes., attic:—the term was politely used of any one whose name was unknown, and the address ὦ ξένε came to mean little more than friend, Soph.
II. a foreign soldier, hireling, mercenary, Thuc., Xen.
2
I. foreign, Soph., Eur., etc.
II. c. gen. rei, strange to a thing, ignorant of it, Soph.:—adv., ξένως ἔχω τῆς λέξεως I am a stranger to the language, Plat.
III. alien, strange, unusual, Aesch.