κεφαλή
Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat
English (LSJ)
ἡ,
A head of man or beast, Hom. (v.infr.), Alc.15, etc.; once in A., Th.525 (lyr.), once in S., Aj.238 (anap.), also in E., Fr.308 (anap.), Rh.226 (lyr.), al.; ἄλλου οὐδενὸς ἐμψύχου κ. γεύσεται Αἰγυπτίων οὐδείς Hdt.2.39; κεφαλῇ… μείζονες taller in stature, Il.3.168; so μείων… κεφαλήν ib.193 Aristarch.: freq. with Preps.,
a κατὰ κεφαλῆς, Ep. κὰκ κεφαλῆς, down over the head, κόνιν… χεύατο κὰκ κεφαλῆς Il.18.24, cf. Od.8.85, etc.
b κατὰ κεφαλήν, Ep. κὰκ κεφαλήν = on the head, Ἐρύλαον… βάλε πέτρῳ μέσσην κὰκ κεφαλήν Il.16.412, cf. 20.387, 475: in Prose, from above, X.HG7.2.8: c.gen., above, κατὰ κεφαλὴν τινῶν γενέσθαι ib.7.2.11; τὸ κατὰ κεφαλὴν ὕδωρ, of rain water, Thphr. HP4.10.7 (κεφαλὴν codd.), CP6.18.10 (κεφαλῆς): in Archit., upright, IG22.463.42; also, per head, each person (cf. infr. 1.2), Arist.Pol.1272a14, LXX Ex.16.16; κατὰ κεφαλὴν τῶν κωμητῶν PPetr.2p.17 (iii B. C.).
c ἐς πόδας ἐκ κεφαλῆς = from head to foot, Il.23.169; τὰ πράγματα ἐκ τῶν ποδῶν ἐς τὴν κεφαλήν σοι πάντ' ἐρῶ Ar.Pl.650.
d ἐπὶ κεφαλήν = head foremost, ἐπὶ κεφαλὴν κατορύξαι = to bury head downwards, Hdt.3.35; ἐπὶ κεφαλὴν ὠθέεσθαι to be thrust headlong, Id.7.136, cf. Hyp.Fr.251; ἐπὶ κεφαλὴν ὠθεῖν τινα ἐκ τοῦ θρόνου Pl.R.553b; ἐπὶ τὴν κεφαλὴν εἰς κόρακας ὦσον Men.Sam. 138; εὐθὺς ἐπὶ κεφαλήὴ εἰς τὸ δικαστήριον βαδίζειν D.42.12; οὐ βουλόμενος πολίτας ἄνδρας ἐπὶ κεφαλὴν εἰσπράττειν τὸν μισθόν recklessly, Hyp.Lyc.17; ἐπὶ ταῖς κεφαλαῖς περιφέρειν carry on high, in token of admiration, Pl. R.600d.
2 as the noblest part, periphrasis for the whole person, πολλὰς ἰφθίμους κ. Il.11.55, cf. Od.1.343, etc.; ἶσον ἐμῇ κεφαλῇ = no less than myself, Il.18.82; ἑᾷ κ. Pi.O.7.67; especially in salutation, φίλη κ. Il.8.281, cf. 18.114; ἠθείη κ. 23.94; Ἄπολλον, ὦ δία κ. E.Rh.226 (lyr.): in Prose, Φαῖδρε, φίλη κ. Pl.Phdr.264a; τῆς θείας κ. Jul.Or. 7.212a: in bad sense, ὦ κακαὶ κεφαλαί Hdt.3.29; ὦ μιαρὰ κ. Ar.Ach. 285: periphrasis in Prose, πεντακοσίας κεφαλὰς τῶν Ξέρξεω πολεμίων Hdt.9.99: in bad sense, ἡ μιαρὰ καὶ ἀναιδὴς αὕτη κ. D.21.117, cf. 18.153; ἡ κ. τῶν αὐτοῦ PRein.57.8 (iv A.D.); μεγάλη κ. a great personage, Vett. Val.74.7; cf. supr. 1 b fin.
3 life, ἐμῇ κ. περιδείδια Il.17.242; σύν τε μεγάλῳ ἀπέτεισαν, σὺν σφῇσιν κεφαλῇσι 4.162; παρθέμενοι κεφαλάς staking their heads on the cast, Od.2.237; τὴν κ. ἀποβαλέεις Hdt.8.65.
4 in imprecations, ἐς κεφαλὴν τράποιτ' ἐμοί on my head be it! Ar.Ach.833; ἐς τὴν κεφαλὴν ἅπαντα τὴν σὴν τρέψεται Id.Nu.40; ἃ σοὶ καὶ τοῖς σοῖς οἱ θεοὶ τρέψειαν εἰς κ. D.18.290; ἐς κ. σοί (sc. τράποιτο) Ar.Pax1063, Pl.526; σοὶ εἰς κ. Pl.Euthd.283e; τὰ μὲν πρότερον… ἐγὼ κεφαλῇ ἀναμάξας φέρω Hdt.1.155; οἷς ἂν… τὴν αἰτίαν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν ἀναθεῖεν D.18.294; τὸ αἷμα ὑμῶν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν ὑμῶν Act.Ap. 18.6.
II of things, extremity,
a in Botany, κεφαλὴ σκορόδου = head (= inflorescence) of garlic, Ar.Pl.718, cf. Plb.12.6.4; κ. μήκωνος Thphr.HP9.8.2; ῥίζα κ. ἔχουσα πλείονας tubers, Dsc.3.120.
b in Anatomy, κεφαλαὶ τῆς κάτω γνάθου, prob. the condyloid and coronoid processes, Hp.Art.30; ἡ κεφαλὴ τοῦ ὄρχεως, = ἐπιδιδυμίς, Arist.HA510a14, cf. Gal.4.565; κεφαλὴ μηροῦ, κεφαλὴ κνήμης κ., Poll.2.186, 188; of the base of the heart, Gal.UP6.16; but, apex, Hp.Cord.7; of the sac in poulps, Arist.PA654a23, 685a5; of muscles, origin, Gal.UP7.14.
c generally, top, brim of a vessel, Theoc.8.87; coping of a wall, X.Cyr.3.3.68; capital of a column, CIG2782.31 (Aphrodisias), LXX 3 Ki.7.16, Poll.7.121.
d in plural, source of a river, Hdt.4.91 (but sg., mouth, οἶδα Γέλα ποταμοῦ κεφαλῇ ἐπικείμενον ἄστυ Call.Aet.Oxy.2080.48): generally, source, origin, Ζεὺς κ. (v.l. ἀρχή) , Ζεὺς μέσσα, Διὸς δ' ἒκ πάντα τελεῖται τέτυκται codd.) Orph.Fr.21a; starting-point, κ. χρόνου Placit. 2.32.2 (κρόνου codd.), Lyd.Mens.3.4; κεφαλὴ μηνός ib.12.
e extremity of a plot of land, PPetr.3p.72 (iii B.C.), PFlor.50.83 (iii A.D.).
III Ὁμηρείη κεφαλή bust of Homer, IG14.1183.10.
IV κεφαλὴ περίθετος = wig, headdress, Ar.Th.258.
V metaph., κεφαλὴ δείπνου pièce de résistance, Alex. 172.15.
2 crown, completion, κεφαλὴν ἐπιθεῖναι Pl.Ti.69b; ὥσπερ κ. ἀποδοῦναι τοῖς εἰρημένοις Id.Phlb.66d, cf. Grg.505d; ὥσπερ κεφαλὴν ἔχουσα ἐπιστήμη Arist.EN1141a19; consummation, σχεῖν κ. Pl.Ti.39d.
3 sum, total, πάσας ἐρρηγείας Tab.Heracl.1.36; of money, IG12(9).7 (Carystus, iv B. C.), SIG245ii 36 (Delph., iv B. C.).
4 band of men, LXX Jb.1.17; right-hand half of a phalanx (opp. οὐρά), Arr.Tact.8.3, Ael.Tact.7.3.
5 Astron., κεφαλὴ τοῦ κόσμου, of Aries, Heph.Astr.1.1. (ghebh-, cf. κεβλή and Engl. gable.)
German (Pape)
[Seite 1428] ἡ (sanscr. kapâlas, lat. caput); – 1)Kopf, Haupt, sowohl von Menschen als von Tieren, von Hom. an überall; ὕπερθε φοξὸς ἔην κεφαλήν Il. 2, 218; κεφαλῇ κατανεύσομαι 1, 524; ἐς πόδας ἐκ κεφαλῆς, vom Kopf bis zu den Füßen, Il. 23, 169 u. A., auch ἐκ τῶν ποδῶν ἐς τὴν κεφαλήν, Ar. Plut. 649; Aesch. hat das Wort nur Spt. 507 u. Soph. nur Ai. 238; öfter Eur., Ar., u. in Prosa gewöhnlich; ἐπὶ κεφαλήν, auf den Kopf, kopfüber, ὠθεῖν Her. 7, 136; ἐπὶ κεφαλὴν ὠθεῖ ἐκ τοῦ θρόνου Plat. Rep. VIII, 553 b; Sp., wie D. Hal. 7, 36 Luc. Tim. 44; μὴ εὐθὺς ἐπὶ κεφαλὴν πρὸς τὸ δικαστήριον βαδίζειν, Hals über Kopf, Dem. 42, 12; vgl. noch Lob. Phryn. 440. – 2) das Haupt des Menschen, als der edelste Teil, die ganze Person umschreibend; τίπτε μοι, ἠθείη κεφαλή, δεῦρ' εἰλήλουθας; Il. 23, 94, theures Haupt, wie 8, 281; τοίην γὰρ κεφαλὴν ποθέω Od. 1, 343, vgl. 11, 549; ähnl. νῦν δ' εἶμ', ὄφρα φίλης κεφαλῆς ὀλετῆρα κιχείω Ἕκτορα Il. 18, 114; Ἄπολλον ὦ δία κεφαλά Eur. Rhes. 226; μιαρὰ κεφ. Ar. Ach. 285; auch in Prosa, μετὰ σοῦ τῆς θείας κεφαλῆς Plat. Phaedr. 234 d; Φαῖδρε, φίλη κεφαλή 264 a; ὦ μιαρὰ κεφαλή Dem. 21, 135, öfter; Themist.; κατὰ κεφαλήν, kopfweise, viritim, Arist. pol. 2, 10. – 3) übertr., das Leben, wie auch wir in vielen Vrbdgn »Kopf« für »Leben« sagen; ὅσσον ἐμῇ κεφαλῇ πέρι δείδια μή τι πάθῃσι Il. 17, 242; ἔργον, ὃ σῇ κεφαλῇ ἀναμάξεις Od. 19, 91, du wirst es mit deinem Kopfe büßen; σύν τε μεγάλῳ ἀπέτισαν, σὺν σφῇσιν κεφαλῇσιν, büßten es mit ihren Köpfen, ihrem Leben ab, Il. 2, 161; κεφαλὰς παρθέμενοι, ihre Köpfe daran setzend, ihr Leben aufs Spiel setzend, Od. 2, 237, wofür 3, 74 ψυχάς steht; so auch Ar., ἐς κεφαλὴν τρέποιτ' ἐμοί; an den Kopf, an's Leben gehen, Ach. 833; ἃ νῦν εἰς κεφαλὴν ὑμᾶς αὐτῷ δεῖ τρέψαι Dem. 19, 130; auch ohne Verbum, σοὶ εἰς κεφαλήν, auf deinen Kopf, Plat. Euthyd. 283 e, wo der Ausdruck als ἀγροικότερον bezeichnet wird. – 4) auch von anderen Dingen das Hauptende, Kopfende; ὑπὲρ κεφαλᾶς, über den Rand des Gefäßes, Theocr. 8, 87; ὄρχεως Arist. H. A. 3, 1; oft bei Medic. ein Knochen u. dgl.; der Säulenknauf, Poll. 7, 121; – μήκωνος, Mohnkopf, Theophr.; σκορόδου, Knoblauchzwiebel, Ar. Plut. 718; Pol. 12, 6, 4; – τῆς τάφρου, vom Walle, Xen. Cyr. 3, 3, 66; – ποταμοῦ, die Quellen, Her. 4, 91. – 5) Hauptsache, Hauptsatz, Hauptergebniß, wie man es zum Schlusse einer Rede zusammenfaßt; Plat. vrbdt τελευτὴν ἤδη καὶ κεφαλὴν πειρώμεθα ἐπιθεῖναι τοῖς πρόσθεν Tim. 69 a; ὥσπερ κεφαλὴν ἀποδοῦναι τοῖς εἰρημένοις Phil. 66 d, vgl. Gorg. 505 d; Arist. Eth. 6, 7. – Später auch so = Hauptperson, Anführer.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
tête :
I. en parl. de pers. ou d'animaux ἐπὶ κεφαλὴν ὠθεῖν τινα HDT précipiter qqn la tête la première ; κατὰ κεφαλήν XÉN de haut en bas ; particul.
1 comme synon. d'homme : ἰφθίμους κεφαλάς IL têtes vaillantes, guerriers vaillants ; ἶσον ἐμῇ κεφαλῇ IL comme moi-même ; particul. avec idée d'affection ou de respect : ἠθείη κεφαλή IL, φίλη κεφαλή IL tête chérie;
2 dans les imprécations : ἐς κεφαλὴν τρέποιτ' ἐμοί AR que cela retombe sur ma tête ; ἐς κεφαλὴν σοι AR que cela retombe sur ta tête ; périphr. πεντακοσίας κεφαλὰς πολεμίων, cinq cents têtes d'ennemis ; comme synon. de vie : ἐμῇ κεφαλῇ περιδείδια IL j'ai craint pour ma tête ; κεφαλὰς παρθέμενοι OD ayant exposé leurs têtes, càd leur vie;
II. p. anal. tête d'une plante, d'un vase, càd la partie supérieure, dominante ; κεφαλὴ ποταμοῦ HDT la source d'un fleuve.
Étymologie: DELG cf. vha. gebal, mha. gebel « tête ».
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεφαλή -ῆς, ἡ, Dor. κεφαλά hoofd, kop:; Ἐρύλαον... βάλε... μέσσην κὰκ κεφαλήν hij trof Eryalus midden op zijn hoofd Il. 16.412; μείων μὲν κεφαλῇ Ἀγαμέμνονος een hoofd kleiner dan Agamemnon Il. 3.193; ἐς πόδας ἐκ κεφαλῆς van kop tot voeten (van top tot teen) Il. 23.169; ἐπὶ κεφαλήν met het hoofd naar beneden Hdt. 3.35.5; ἐπὶ κεφαλὴν ὠθεῖν ἐκ τοῦ θρόνου hals over kop van de troon stoten Plat. Resp. 553b; uitbr. voor bovenzijde:. κατὰ κεφαλήν τὸ τεῖχος... διώρυττον van bovenaf trachtten zij een bres in de muur te slaan Xen. Hell. 7.2.8; ὅπως μή... κατὰ κεφαλὴν αὐτῶν γένοιντο opdat zij niet boven hen zouden opduiken Xen. Hell. 7.2.11. als vitaal deel hoofd, leven:; σύν τε μεγάλῳ ἀπέτεισαν, σὺν σφῇσιν κεφαλῇσι zij hebben er duur voor betaald: met hun leven Il. 4.162; παρθέμενοι κεφαλάς hun hoofd op het spel zettend Od. 2.237; uitbr.:; τὰ μὲν γὰρ πρότερον... ἐγὼ κεφαλῇ ἀναμάξας φέρω mijn vroegere daden draag ik als boete op mijn hoofd Hdt. 1.155.3; ἐς κεφαλὴν τράποιτ’ ἐμοί moge dat op mijn hoofd terecht komen Aristoph. Ach. 833; ἃ σοὶ καὶ τοῖς σοῖς οἱ θεοὶ τρέψειαν εἰς κεφαλὴν en mogen de goden dat op het hoofd van jou en de jouwen doen neerkomen Dem. 18.290; met ellips:. ἐς κεφαλὴν σοί moge het jou overkomen Aristoph. Pax 1063. als pars pro toto persoon:; ἶσον ἐμῇ κεφαλῇ gelijk aan mijn persoon Il. 18.82; als begroetingsformule:; φίλη κ. dierbare man Il. 8.281; ἠθείη κ. beste vriend Il. 23.94; Φαῖδρε, φίλη κ. mijn beste Phaedrus Plat. Phaedr. 264a; ongunstig:; ὦ κακαὶ κ. boosaardige lieden Hdt. 3.29.2; ὦ μιαρὰ κ. vuile schoft Aristoph. Ach. 285; ἡ μιαρὰ καὶ ἀναιδὴς αὕτη κ. dat vies en brutaal persoontje Dem. 21.117; in perifrase:. πεντακοσίας κεφαλὰς τῶν Ξέρξεω πολεμίων vijfhonderd vijanden van Xerxes Hdt. 9.99.2. hoofd, hoogste in status:; παντὸς ἀνδρὸς ἡ κεφαλὴ ὁ Χριστὸς ἐστιν, κεφαλὴ δὲ γυναικὸς ὁ ἀνήρ het hoofd van de man is Christus, het hoofd van de vrouw is haar man NT 1 Cor. 11.3; uitbr. voor wat lijkt op een hoofd, omdat het bol is of een uiteinde is top, kop:; Τρεῖς Κεφαλαί de Drie Toppen (uitlopers van de Cithaeron) Hdt. 9.39.1; κ. σκορόδου knoflookbol Aristoph. Pl. 718; κεφαλὴ γωνίας hoeksteen NT Mt. 21.42; κεφαλὴ περίθετος, ἥν ἐγὼ νύκτωρ φορῶ de slaapmuts die ik ‘s nachts draag Aristoph. Th. 258; anat. kop (van een bot); τὰς κεφαλὰς τῆς κάτω γνάθου de koppen van de onderkaak Hp. Art. 30; muurkap:; ἀναβαίνω ἐπὶ τὰς κεφαλάς de muurkappen bestijgen Xen. Cyr. 3.3.68; rand:; ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τῆς τάφρου op de rand van de gracht Xen. Cyr. 3.3.66; ἅτις ὑπερ κεφαλᾶς... τὸν ἀμολγέα πληροῖ (de geit) die de melkemmer tot over de rand vult Theocr. 8.87; oorsprong, plur. bronnen. ποταμοῦ κεφαλαί de bronnen van de rivier Hdt. 4.91.2. overdr. hoogtepunt conclusie, eindpunt. τὰ πράγματα ἐκ τῶν ποδῶν εἰς τὴν κεφαλὴν σοι πάντ’ ἐρῶ ik zal je de gebeurtenissen van het begin tot het einde allemaal vertellen Aristoph. Pl. 650; ὥσπερ κεφαλὴν ἀποδοῦναι τοῖς εἰρημένοις als het ware een bekroning geven aan het betoog Plat. Phlb. 66d; ὥσπερ κεφαλὴν ἔχουσα ἐπιστήμη τῶν τιμιωτάτων (wijsheid) vindt als het ware haar bekroning als kennis van de meest verheven zaken Aristot. EN 1141a19.
Russian (Dvoretsky)
κεφᾰλή: ἡ
1 голова: ἄγχι σχὼν κεφαλήν Hom. прислонив голову; ἐς πόδας ἐκ κεφαλῇς Hom. с головы до ног; ἐκ τῶν ποδῶν ἐς τὴν κεφαλήν Arph. с начала до конца; ἐπὶ κεφαλὴν ὠθεῖν τινα Plat. сбрасывать кого-л. головой вниз; ἐπὶ κεφαλὴν βαδίζειν εἴς τι Dem. стремглав помчаться куда-л.; κατὰ κεφαλὴν τὸ τεῖχος Xen. часть стены, находящаяся над головой (ср. 3); (ὁ λίθος) οὕτος ἐγενήθη εἰς κεφαλὴν γωνίας погов. NT этот (отброшенный прочь) камень стал краеугольным;
2 перен. голова, глава (ὁ ἀνὴρ κ. ἐστι τῆς γυναικός NT);
3 перен. голова, жизнь: ἔργον, ὃ σῇ κεφαλῇ ἀναμάξεις Hom. дело, за которое поплатишься своей головой; κεφαλης παρθέμενοι Hom. рискующие (своими) головами;
4 лицо, человек, душа (πεντακόσιαι κεφαλαί πολεμίων Her.): κατὰ κεφαλήν Arst. подушно, (каждый) в отдельности (ср. 1); τὸν ἐγὼ τῖον ἶσον ἐμῇ κεφαλῇ Hom. я его любил как самого себя; πολλαὶ ἴφθιμοι κεφαλαί Hom. многие храбрецы;
5 (в обращении), душа моя, друг, приятель (обычно не переводится): Τεῦκρε, φίλη κ.! Hom. Тевкр, дорогой мой!; Ἄπολλον, ὦ δία κεφαλά! Eur. о, божественный Аполлон!; ὦ μιαρὰ κ.! Dem. ах ты негодяй!; ὦ μέλεοι θνητοὶ καὶ νήπιοι! - Ἐς κεφαλὴν σοί! Arph. о, жалкие и нелепые люди! - Ты сам такой!; ἐς κεφαλὴν τρέποιτ᾽ ἐμοί! Arph. пусть (это пожелание) обратится на меня!;
6 толстый конец, головка (σκορόδου Arph.);
7 верх, край: ὑπὲρ κεφαλᾶς Theocr. через край;
8 исток, верховье (ποταμοῦ Her.);
9 насыпь, вал (κ. τῆς τάφρου Her.);
10 головной убор (κ. περίθετος Arph.);
11 сущность, главное: κεφαλὴν ἔχειν Arst. иметь основное значение;
12 итог, завершение: κεφαλὴν ἀποδοῦναι τοῖς εἰρημένοις Plat. подвести итог сказанному; ἵνα ὁ λόγος κεφαλὴν λάβῃ Plat. чтобы завершить беседу.
English (Autenrieth)
κεφαλῆφι: head; typical of life, Il. 4.162, Od. 2.237, Il. 17.242; several expressions have no equivalent in Eng., φίλη, ἠθείη κεφαλή (carum caput), terms of endearment; as the source of voice, Il. 11.462, Il. 16.76.
Spanish
English (Strong)
from the primary kapto (in the sense of seizing); the head (as the part most readily taken hold of), literally or figuratively: head.
English (Thayer)
κεφαλῆς, ἡ, the Sept. for רֹאשׁ; the head, both of men:),46; κλίνειν τήν κεφαλήν, ἐπαίρειν τήν κεφαλήν, see κλίνω, 1and ἐπαίρω; on the saying in ἄνθραξ. Since the loss of the head destroys the life, κεφαλή is used in phrases relating to capital and extreme punishments: so in τό αἷμα ὑμῶν ἐπί τήν κεφαλὴν ὑμῶν (see αἷμα, 2a., p. 15{b}), Passow, under the word, p. 1717{a}; Pape under the word, 3; (Liddell and Scott, under the word, I:3,4). Metaphorically, anything supreme, chief, prominent; of persons, master, lord: τίνος, of a husband in relation to his wife, Buttmann, 124 f (109)); of the church, Buttmann, § 143,4c.); τοῦ σώματος τῆς ἐκκλησίας, πάσης ἀρχῆς καί ἐξουσίας, κεφαλῆς γωνίας, the corner-stone, see γωνία, a. (From Homer down.))
Greek Monolingual
η (ΑΜ κεφαλή)
1. το ανώτερο άκρο του ανθρώπινου σώματος το οποίο συνδέεται με τον κορμό με τη μεσολάβηση του λαιμού ή το πρόσθιο άκρο του σώματος τών ζώων, στο οποίο εδράζεται ο εγκέφαλος και βρίσκονται τα περισσότερα αισθητήρια όργανα, το κεφάλι
2. η κορυφή ή το προεξέχον άκρο ενός αντικειμένου ή γενικά το τμήμα που προηγείται, που είναι πιο σημαντικό ή πιο χρήσιμο ή μοιάζει με το κεφάλι κατά το σχήμα (α. «κεφαλή του πικάπ» β. «κεφαλή του μαγνητοφώνου» γ. «πυρηνικές κεφαλές» δ. «κεφαλή της φάλαγγας» ε. «ἐμβαλὼν σκορόδων κεφαλάς», Αριστοφ.
στ. «ἡ κεφαλὴ τοῦ ὄρχεως» — η επιδιδυμίδα
ζ. «τὰ δ' αὖ τῶν πολυπόδων τοιούτων οὐδέν ἔχει διὰ τὸ μικρὸν ἔχειν τὸ κύτος τὴν καλουμένην κεφαλήν», Αριστοτ.
η. «ἀναβάντες ἐπὶ τὰς κεφαλάς» — αφού ανέβηκαν στα γεισώματα του τοίχου, Ξεν. θ. «ἐπὶ τὰς κεφαλὰς τῶν στύλων» — στα κιονόκρανα, ΠΔ)
3. ο αρχηγός, ο ηγέτης (α. «η κεφαλή του κράτους» β. «η κεφαλή της εκκλησίας» γ. «πρώτη κεφαλή ὁ στρατηγός», Λέων Σοφ.)
4. το πιο ουσιώδες μέρος, η πιο σημαντική θέση (α. «κάθεται πάντα στην κεφαλή του τραπεζιού» β. «κεφαλή δείπνου» — η πιο καλή μερίδα φαγητού στο δείπνο, Αλεξ.)
5. φρ. «κατά κεφαλήν» — σε κάθε άτομο, ανά άτομο (α. «το κατά κεφαλήν εισόδημα» β. «κατὰ κεφαλὴν ἕκαστος εἰσφέρει τὸ τεταγμένον», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. ανατ. α) ονομασία που δίνεται στο διογκωμένο μέρος ορισμένων οργάνων («κεφαλή της επιδιδυμίδας»)
β) ονομασία που δίνεται στο άκρο ορισμένων οστών («κεφαλή του μηριαίου οστού»)
2. χημ. στον πληθ. οι κεφαλές
ονομασία τών πρώτων αποσταγμάτων που λαμβάνονται κατά την απόσταξη αλκοολούχων υγρών
3. μουσ. α) (στα έγχορδα όργανα) το τμήμα του μπράτσου όπου υπάρχουν τα κλειδιά στα οποία και χορδίζονται οι χορδές
β) (στο φλάουτο και στη φλογέρα) το κινητό πάνω τμήμα του οργάνου όπου υπάρχει το υποχείλιο ή το ράμφος
4. φρ. «ο επί κεφαλής» ή «ο επικεφαλής» — ο αρχηγός, ο προϊστάμενος, ο πρώτος
νεοελλ.-μσν.
φρ. «δεν έχω πού την κεφαλήν κλίνω ή κλίναι» — δεν βρίσκω πουθενά ανάπαυση ή δεν έχω από πουθενά βοήθεια
μσν.
φρ. α) «κακή κεφαλή» — ξεροκέφαλος
β. «αἴρω κεφαλήν» — σηκώνω κεφάλι, επαναστατώ
μσν.-αρχ.
1. η αφετηρία, το ξεκίνημα («κεφαλή χρόνου», Πλούτ.)
2. στον πληθ. αἱ κεφαλαί
οι πηγές ποταμού («Τεάρου ποταμοῦ κεφαλαί», Ηρόδ.)
αρχ.
1. (σε περιφράσεις) ο άνθρωπος, το άτομο (α. «πολλάς ίφθίμους κεφαλάς Ἄιδι προϊάψειν», Ομ. Ιλ.
β. «μεγάλη κεφαλή» — σπουδαίο πρόσωπο, προσωπικότητα, Βέττ. Βαλ.
γ. «ω κακαι κεφαλαί», Ηρόδ.)
2. η ζωή, η ύπαρξη, η υπόσταση («ἀποβαλέεις, τὴν κεφαλήν» — θα χάσεις τη ζωή σου, θα πεθάνεις, Ηρόδ.)
3. (για όρκο ή κατάρα) («νῦν ἐς κεφαλὴν τρέποιτό μοι» — τώρα να πέσει στο κεφάλι μου, Αριστοφ.)
4. (για αγγεία) το ανώτατο μέρος, το χείλος
5. η πηγή του ποταμού
6. η εκβολή του ποταμού
7. η αρχή, η αιτία, η γένεση («Ζεὺς κεφαλή, Ζεὺς μέσσα, Διός δ' ἒκ πάντα τελεῖται», Ορφ.)
8. το τέλος, η κορωνίδα («κεφαλήν τε τῷ πειρώμεθα ἁρμόττουσαν ἐπιθεῖναι», Πλάτ.)
9. (για τους μυς) η αρχή
10. ομάδα ανθρώπων, συμμορία
11. η αποπεράτωση, το αποτέλεσμα
12. το σύνολο, το άθροισμα
13. το προπορευόμενο δεξιό ήμισυ της στρατιωτικής φάλαγγας
14. φρ. αστρολ. «κεφαλὴ τοῦ κόσμου» — ο Κριός
β) «κατὰ κεφαλήν» ή (επικ.) «κάκ κεφαλήν»
i) πάνω στο κεφάλι, κατακέφαλα
ii) προς τα κάτω («καὶ κατά κεφαλὴν τὸ τεῖχος τῆς ἀκροπόλεως διώρυττον» Ξεν.)
iii) πάνω από κάτι («κατά κεφαλήν αὐτῶν... ὑπὲρ τοῦ Ἡραίου», Ξεν.)
γ) «τὸ κατὰ κεφαλὴν ὕδωρ» — το νερό της βροχής, Θεόφρ.)
δ) «ἐπὶ κεφαλήν»
i) με το κεφάλι προς τα κάτω
ii) αμελώς, απερίσκεπτα, αυθαίρετα
iii) με μεγάλη εκτίμηση
ε) «ἐς πόδας ἐκ κεφαλῆς» ή «ἐκ τῶν ποδῶν ἐς τὴν κεφαλήν» — από το κεφάλι μέχρι τα πόδια
στ) «κεφαλὴ περίδεσμος» — κεφαλόδεσμος, Αριστοφ.)
ζ) «ἐπὶ ταῖς κεφαλαῖς»
(ως ένδειξη εκτιμήσεως, θαυμασμού) πάνω στα κεφάλια τους τους έχουν
η) «φίλη κεφαλή»
(ως προσφώνηση που εκφράζει οικειότητα και αγάπη) φίλτατος, αγαπημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα ghebh (e)l- «αέτωμα, κεφαλή» και συνδέεται με τοχαρ. Α. śpāl «κεφαλή» και προπάντων με τα γερμανικά γοτθ. gibla «έπαλξη, με άνω γερμ. gebel «κρανίον» και νεογερμ. Giebel «αέτωμα, κορυφή». Η λ. κεφαλή συναγωνίστηκε επιτυχώς την αρχαϊκή και δύσχρηστη λ. κάρα επικρατήσασα ευρύτερα τόσο στην αρχαία όσο και στη Νέα Ελληνική (με τον τ. κεφάλι). Στην αρχ. μακεδόνικη διάλεκτο απαντά ως κεδαλή, κεβλή και γαδαλά («ἐγκέφαλον ἢ κεφαλήν», Ησύχ.). Η ετυμολογία της λ. θα μπορούσε να οδηγήσει στην αποδοχή ως πρωταρχικής της σημασίας «κρανίο» (πρβλ. λατ. testa). Από τη λ. παράγονται επίσης τα ανθρωπωνύμια Κεφαλίνος, Κέφαλος, Κεφάλων.
ΠΑΡ. κεφάλαιος, κεφαλαίος, κεφάλας, κεφαλικός, κεφαλίνη, κεφαλίνος, κεφαλίδα (-ίς), κέφαλος, κεφαλωτός
αρχ.
κεφαληδόν, κεφαλητικός, κεφαλίδιον, κεφαλίζω, κεφάλων, κεφαλίτης, κεφαλώδης, κεφαλών
αρχ.-μσν.
κεφαλεύω
νεοελλ.
κεφάλα, κεφαλήσιος, κεφαλώνω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) βλ. κεφαλ(ο)-. (Β' συνθετικό) απαντά υπό τους τύπους -κεφαλή, -κεφάλας και -κέφαλος. α) -κεφαλή: λεοντοκεφαλή
νεοελλ.
βοϊδοκεφαλή, μοσχαροκεφαλή, νεκροκεφαλή, χοιροκεφαλή, ψαροκεφαλή. β) -κεφάλας: Βουκεφάλας. γ) -κέφαλος: αιγοκέφαλος, ακέφαλος, αμφικέφαλος, βαρυκέφαλος, βουκέφαλος, βραχυκέφαλος, δικέφαλος, εγκέφαλος, εκατογκέφαλος, κυνοκέφαλος, λεοντοκέφαλος, μακροκέφαλος, μεγαλοκέφαλος, μικροκέφαλος, ονοκέφαλος, πολυκέφαλος, πλατυκέφαλος, σφηνοκέφαλος, τρικέφαλος, υδροκέφαλος
αρχ.
δρακοντοκέφαλος, ευκέφαλος, εχιδνοκέφαλος, ζωοκέφαλος, θυννοκέφαλος, ισοκέφαλος, κριοκέφαλος, λευκοκέφαλος, λιθοκέφαλος, μαδαροκέφαλος, μονοκέφαλος, ξηροκέφαλος, οξυκέφαλος, ορθοκέφαλος, ουλοκέφαλος, προκέφαλος, ριζοκέφαλος, σεισοκέφαλος, στρουθοκέφαλος, σχινοκέφαλος, ταυροκέφαλος, τρισσοκέφαλος, υγροκέφαλος, χρυσοκέφαλος
μσν.- νεοελλ.
κολοκυ(ν)θοκέφαλος
νεοελλ.
αδειοκέφαλος, αμβλυκέφαλος, αυτοκέφαλος, βαριοκέφαλος, βοϊδοκέφαλος, γαϊδουροκέφαλος, γυμνοκέφαλος, δολιχοκέφαλος, ελαφοκέφαλος, ελαφροκέφαλος, θερμοκέφαλος, κακοκέφαλος, κατακέφαλος, κορακοκέφαλος, κουφιοκέφαλος, μαυροκέφαλος, μπουμπουνοκέφαλος, νανοκέφαλος, ξεροκέφαλος, οφιοκέφαλος, πονοκέφαλος, σγουροκέφαλος, σιδεροκέφαλος, σκληροκέφαλος, σκυλοκέφαλος, σουβλοκέφαλος, στενοκέφαλος, στραδοκέφαλος, ταπεινοκέφαλος, τριγωνοκέφαλος, χοντροκέφαλος, ψαροκέφαλος].
Greek Monotonic
κεφᾰλή: ἡ,
I. 1. κεφάλι ανθρώπου ή ζώου, σε Όμηρ. κ.λπ.· κατὰ κεφαλῆς, Επικ. κὰκ κεφαλῆς, πάνω από το κεφάλι, στον ίδ.· κὰκ κεφαλήν, στο κεφάλι, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐς πόδας ἐκ κεφαλῆς, από το κεφάλι ως τα πόδια, στο ίδ.· ἐπὶ κεφαλήν, με το κεφάλι προς τα κάτω, κατωκέφαλα, με το κεφάλι μπροστά, σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.
2. το κεφάλι, αντί για ολόκληρο το ανθρώπινο σώμα, σε Όμηρ.· ἶσον ἐμῇ κεφαλῇ, όπως ο εαυτός μου, σε Ομήρ. Ιλ.· φίλη κ., Λατ. carum caput, στο ίδ.· με αρνητική σημασία, ὦ κακαὶ κεφαλαί, σε Ηρόδ.· ὦ μιαρὰ κ., σε Αριστοφ.
3. το κεφάλι, δηλ. η ζωή, παρθέμενοι κεφαλάς, διακινδυνεύοντας το κεφάλι τους, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για κατάρες, ἐς κεφαλὴν τρέποιτ' ἐμοί, ας πέσει στο κεφάλι μου! σε Αριστοφ. κ.λπ.
II. γενικά, κ. σκορόδου, κεφάλι σκόρδου, στον ίδ.· χείλος ή στεφάνη αγγείου, σε Θεόκρ.· προεξοχή τοίχου, σε Ξεν.· στον πληθ., πηγή ποταμού, σε Ηρόδ.
III. μεταφ., όπως το κεφάλαιον, η κορωνίδα, το συμπλήρωμα πράγματος, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
κεφᾰλή: ἡ, (ἴδε ἐν τέλ.) ὡς καὶ νῦν, τὸ κεφάλι ἀνθρώπου ἢ ζῴων, Ὅμ. κλπ., ἅπαξ μόνον παρ᾿ Αἰσχύλ. (Θήβ. 525), καὶ ἅπαξ παρὰ Σοφ. (Αἴ. 238), ἀλλ᾿ οὐχὶ σπανίως παρ᾿ Εὐρ., κεφαλῇ... μείζονες, ὑψηλότεροι κατὰ μίαν κεφαλήν, Ἰλ. Γ. 168· οὕτω, μείων... κεφαλὴν αὐτόθι 193· ― συχνάκις μετὰ προθέσ., α) κατὰ κεφαλῆς, ἄνωθεν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς, κόνιν... χεύατο κὰκ κεφαλῆς Ἰλ. Σ. 24, πρβλ. Ὀδ. Θ. 85, κλπ. β) κὰκ κεφαλήν, κατὰ κεφαλῆς, εἰς τὴν κεφαλ., Ἐρύλαον... βάλε πέτρῳ μέσσην κὰκ κεφαλὴν Ἰλ. Π. 412. πρβλ. Υ. 387, 475· ἀλλὰ παρὰ πεζογράφοις, = πρὸς τὰ κάτω, Ξεν, Ἑλλ. 7. 2, 8, πρβλ. 11· τὸ κατὰ κ. ὕδωρ, τὸ ἐκ τῆς βροχῆς, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 10, 7, π. Φυτ. Αἰτ. 6. 18, 10· ― ὡσαύτως καθ᾿ ἑκάστην κεφαλήν, καθ᾿ ἕκαστον, λατ. viritim, Ἀριστοτ. Πολιτικ. 2. 10, 7. γ) ἐς πόδας ἐκ κεφαλῆς, ἀπὸ κεφαλῆς μέχρι ποδῶν, Ἰλ. Ψ. 169· οὕτω, τὰ πράγματα ἐκ τῶν ποδῶν ἐς τὴν κεφαλὴν σοι πάντ᾿ ἐρῶ Ἀριστοφ. Πλ. 649· ― ἴδε κατωτ. δ) ἐπὶ κεφαλήν, μὲ τὴν κεφαλὴν πρὸς τὰ κάτω, «κατακέφαλα», ἐπὶ κ. κατορύσσω, θάπτω μὲ τὴν κεφαλὴν πρὸς τὰ κάτω, Ἡρόδ. 3. 35· ἐπὶ κ. ὠθέεσθαι, ὠθεῖσθαι μὲ τὴν κεφαλὴν πρὸς τὰ κάτω, ὁ αὐτὸς 7. 136· ἐπὶ κ. ὠθεῖν τινα ἐκ τοῦ θρόνου Πλάτ, Πολ. 553Β· ἐπὶ κεφ. εἰς τὸ δικαστήριον βαδίζειν Δημ. 1042. 11· ἐπὶ κεφαλὴν εἰσπράττειν μισθὸν τοῖς ἱππεῦσιν ἀπόρως διακειμένους, ἀπερισκέπτως, Ὑπερείδ. ὑπὲρ Λυκόφρ. 14· ― ἐπὶ ταῖς κεφαλαῖς περιφέρειν, περιφέρειν εἰς σημεῖον θαυμασμοῦ, Πλάτ. Πολ. 600D. 2) ὡς τὸ εὐγενέστατον μέλος, ἀντὶ τοῦ ὅλου ἀνθρώπου, πολλὰς ἰφθίμους κεφαλὰς Ἰλ. Λ. 55, πρβλ. Ὀδ. Α. 343, κτλ.· ἶσον ἐμῇ κεφαλῇ, «ὡς τὸ κεφάλι μου», ὡς ἐμαυτόν, Ἰλ. Σ. 82· οὕτως, ἑᾷ κεφαλᾷ Πινδ. Ο. 7. 123· ἰδίως ἐπὶ χαιρετισμοῦ, φίλη κ., Λατ. carum caput, Ἰλ. Θ. 281, πρβλ. Σ. 114· ἠθείη κ. Ψ. 94· οὕτω παρὰ πεζογράφοις, Φαῖδρε, φίλη κ. Πλάτ. Φαῖδρ. 264Α· ὡσαύτως ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὦ κακαὶ κεφαλαὶ Ἡρόδ. 3. 29· ὦ μιαρὰ κ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 285· ― περιφρ. ὡσαύτως παρὰ πεζογράφοις, πεντακοσίας κεφαλὰς τῶν Ξέρξεω πολεμίων Ἡρόδ. 9. 99· ὡσαύτως ἐπὶ ζῴων, οὐδενὸς ἐμψύχου κεφαλῆς γεύονται ὁ αὐτὸς 2. 39· ἡ μιαρὰ καὶ ἀναιδὴς αὕτη κ. Δημ. 552. 22, πρβλ. 278. 15. 3) ἡ κεφαλή, δηλ. ἡ ζωή, ἐμῇ κεφαλῇ περιδείδια Ἰλ. Ρ. 242· σὺν τε μεγάλῳ ἀπέτισαν, σὺν σφῇσιν κεφαλῇσι Δ. 162· παρθέμενοι κεφαλάς, παραβαλόντες, διακινδυνεύσαντες τὰς κεφαλάς, Ὀδ. Β. 237 (ὡς τὸ παρθέμενοι ψυχὰς ἐν Γ. 74). 4) ἐπὶ καταρῶν, ἐς κεφ. τρέποιτ᾿ ἐμοί, ἂς ἐπέλθῃ κατὰ τῆς κεφαλῆς μου! Ἀριστοφ. Ἀχ. 833· ἐς τὴν κεφαλήν ἅπαντα τὴν σὴν τρέψεται ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 40· ἃ σοὶ καὶ τοῖς σοῖς οἱ θεοὶ τρέψειαν εἰς κ. Δημ. 322. 23· ἐς κ. σοι (δηλ. τρέποιτο) Ἀριστοφ. Εἰρ. 1063, Πλάτ. 526· σοὶ εἰς κ. Πλάτ. Εὐθύδ. 283Ε (ὃ ἴδε)· οὕτω καί, οἷς ἄν... τὴν αἰτίαν ἐπὶ τὴν κεφαλήν ἀναθεῖεν Δημ. 323, κλπ.· πρβλ. ἀναμάσσω. ΙΙ. ἡ κεφαλὴ παντὸς πράγματος, οἷον φυτῶν τινων, κ. σκορόδου, «σκορδοκέφαλλον», Ἀριστοφ. Πλ. 718, κλπ.· κ. μήκωνος Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 8, 2· ― οὕτως ἐπὶ τῶν ὀστῶν, κτλ., κεφαλαὶ τῆς ἄνω γνάθου, πιθαν. αἱ κονδυλοειδεῖς καὶ αἱ κορωνοειδεῖς ἀποφύσεις, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 797· ἡ κ. τοῦ ὄρχεως = ἐπιδιδυμίς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 13, 3, Γαλ.· μηροῦ, κνήμης, κ. κτλ., Πολυδ. Β΄, 185, 188, κτλ.· ― τὸ ἀνώτατον μέρος ἢ χεῖλος ἀγγείου, Θεόκρ. 8. 87, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 8, 8, πρβλ. Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 540· τὸ γείσωμα τοίχου, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 68. τὸ κιονόκρανον, Συλλ. Ἐπιγρ. 2713-14, 2782. 31, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 121· ― ἐν τῷ πληθ., αἱ πηγαὶ ποταμοῦ, Ἡρόδ. 4. 91. ΙΙΙ. Ὁμηρείη κ., προτομὴ Ὁμήρου, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1085. 10. IV. κ. περίθετος, φενάκη ἢ κεφαλόδεσμος, Ἀριστοφ. Θεσμ. 258. V. μεταφ. τὸ οὐσιωδέστατον μέρος ἢ τόπος, ἡ κυριωτάτη θέσις, κ. δὲ δείπνου γίγνεται Ἄλεξ. ἐν «Παννυχίδι» 1. 15, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 7, 3. 2) ὡς τὸ κεφάλαιον, ἡ κορωνίς, τὸ συμπλήρωμα τοῦ πράγματος, κεφαλὴν ἐπιθεῖναι Πλάτ. Τίμ. 69Α· ὥσπερ κ. ἀποδοῦναι τοῖς εἰρημένοις ὁ αὐτὸς ἐν Φιλήβ. 66D, πρβλ. Γοργ. 505D· ― ὡσαύτως τὸ σύνολον, τὸ ἄθροισμα, Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 36. 3) ἐπὶ προσώπων, ἀρχηγός, ἄρχων, Βυζ. (Πρβλ. τοὺς διαλεκτικοὺς τύπους κεβλή, κεβαλή· πρβλ. ὡσαύτως Σανσκρ. kapâlas (κρανίον)· λατ. cap-ut, cap-illus· Γοτθ. haub-ith (haup-t)· Ἀρχ. Σκανδιν. höfud· Ἀρχ. Σαξον. heaf-ud· (Ἀγγλ. head)· Ἀρχ. Γερμ. houp-it, κτλ.· ὁ Κούρτ. σχετίζει τὴν ῥίζαν πρὸς τὰ κώπη, cap-ulum, κτλ).
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: head, also metaph. the uppermost, most extreme, source etc. (Il.).
Compounds: several compp., e. g. κεφαλ-αλγ-ία headache (Hp.), through dissimilation -αργία (Luc.); βου-κέφαλος with cow-head (Ar.); also as plant-name (Strömberg Pflanzennamen 54); as PN Βου-κεφάλας m. the personal horse of Alexander the Great (Str., Plu.; on the formation Schwyzer 451).
Derivatives: Diminut. κεφάλιον (Att. inscr.), -ίδιον (Poll., pap.), κεφαλίς f. bulb of an onion, toe-cap of a shoe, capital of a column etc. (Arist.), κεφαλὶς βιβλίου book-roll (LXX); - κεφάλαιον n. the main thing, -point, -sum, capital (Pi., att.; rarely adj. κεφάλαιος [Ar. Ra. 854, PMasp. 151, 16, VIp]) with κεφαλαιώδης, adv. -ωδῶς regarding the main point (Hp., Arist., hell.) and the denominative κεφαλαιόω (summarize the main points) (Att.), from where κεφαλαίωμα total sum (Hdt. 3, 159), -αίωσις summary (Sch.), -αιωτής = lat. capitularius with -τία (pap. Rom. Emp.); - κεφαλαία f. chronic headache (medic.); - κεφαλώδης head-like (Thphr.), κεφαλικός belonging to the head, to life, capitalis (pap., Dsc.); - κεφαλίτης λίθος corner-stone (H.), κεφαλίτης γλήχων prob. Mentha aquatica (Hippiatr.; Redard Les noms grecs en -της 73); κεφαλίνη root of the tongue (Poll.); κεφαλῖνος fishname = βλεψίας (Dorio ap. Ath.; Strömberg Fischnamen 41), also κέφαλος Mugil cephalus (Hp., Com., Arist.; extens. Thompson Fishes s. v.; diff. Pisani Ist. Lomb. 75: 2, 54f. [: to Skt. śaphara-, Lith. šãpalas Cyprinus]); - κεφάλωμα sum (Messen., Delph.; after ἀνάλωμα, Bechtel Dial. 2, 156; cf. also κεφαλαίωμα above); κεφαλωτός with a head (Arist., hell.), as plant-name Thymian (Ps.-Dsc.; Strömberg Pflanzennamen 50), -ωτόν (sc. πράσον) onion (pap.); - κεφαληδόν per head (Priene IVa). - Denomin. κ]εφαλίζω behead (BGU 1, 341, 9); in other meaning κεφαλισμός table of multiplication (Arist.); κεφαλόω in κεκεφαλωμένος provided with a head (Arist.-comm.); κεφαλιόω in ἐκεφαλίωσαν (Ev. Mark. 12, 4), meaning unclear beat the head or behead?, s. Bauer Gr.-dt. Wb. s. v. (wrong Pernot Neophilol. 26, 310ff.). - Further the hypostases προσ- (Dor. ποτι-), ὑπο-κεφάλαιον (head)cushion (IA.; cf. Schwyzer-Debrunner 517), ἀποκεφαλίζω behead (LXX, Phld.) with -ισμός, ισμα, -ιστής.
Origin: IE [Indo-European] [423] *gʰebʰel- head
Etymology: Old word for head, found also in Tocharian and Germanic: Toch. A śpāl head (final unclear), OHG gebal m., MHG. gebel skull, OHG gibilla f. id. (Germ. i̯ō-deriv); besides in the sense of front OHG gibil m., Goth. gibla m. (n-stem) and, with ablaut, ONo. gafl m. side of a facade; IE. *ghebh(e)l-, which looks like an l-stem; but a corresponding basis has nowhere been found. - Here also γαβαλάν ἐγκέφαλον η κεφαλήν H. and Maced. (Illyr.?) κεβ(α)λή; s. κεβλη. The Greek -α is difficult. S. Benveniste, Word 10 (1954) 255f.
Middle Liddell
I. the head of man or beast, Hom., etc.; κατὰ κεφαλῆς, epic κὰκ κεφαλῆς, over the head, Hom.; κὰκ κεφαλήν on the head, Il.:— ἐς πόδας ἐκ κεφαλῆς from head to foot, Il.:— ἐπὶ κεφαλήν head foremost, head downwards, headlong, Hdt., Plat., etc.
2. the head, put for the whole person, Hom.; ἶσον ἐμῇ κεφαλῇ like myself, Il.; φίλη κ., Lat. carum caput, Il.: in bad sense, ὦ κακαὶ κεφαλαί Hdt.; ὦ μιαρὰ κ. Ar.
3. the head, i. e. the life, παρθέμενοι κεφαλάς setting their heads on the cast, Od.:—in imprecations, ἐς κεφαλὴν τρέποιτ' ἐμοί on my head be it! Ar., etc.
II. generally, κ. σκορόδου a head of garlic, Ar.: the top or brim of a vessel, Theocr.: the coping of a wall, Xen.:—in pl. the head or source of a river, Hdt.
III. metaph., like κεφάλαιον, the crown, completion of a thing, Plat.
Frisk Etymology German
κεφαλή: {kephalḗ}
Grammar: f.
Meaning: Kopf, Haupt, auch übertr. das Oberste, Äußerste, Quelle (seit Il.).
Composita: Zahlreiche Kompp., z. B. κεφαλαλγία Kopfweh (Hp.), durch Dissimilation -αργία (Luk.); βουκέφαλος mit Ochsenkopf versehen (Ar.), auch als Pflanzenname (Strömberg Pflanzennamen 54); als EN Βουκεφάλας m. das Leibroß Alexanders des Großen (Str., Plu. u. a.; zur Bildung Schwyzer 451).
Derivative: Viele Ableitungen. Deminutiva: κεφάλιον (att. Inschr. u. a.), -ίδιον (Poll., Pap.), κεφαλίς f. Bolle einer Zwiebel, Spitzkappe eines Schuhes, Säulenkapitell (Arist. u. a.), κεφαλὶς βιβλίου Buchrolle (LXX); — κεφάλαιον n. ‘Hauptsache, -punkt, -summe, Kapital' (Pi., att. usw.; selten Adj. κεφάλαιος [Ar. Ra. 854, PMasp. 151, 16, VIp]) mit κεφαλαιώδης, Adv. -ωδῶς die Hauptsache betreffend (Hp., Arist., hell. u. spät) und dem Denominativum κεφαλαιόω ‘(die Hauptpunkte) zusammenfassen’ (att. usw.), wovon κεφαλαίωμα Gesamtsumme (Hdt. 3, 159), -αίωσις Zusammenfassung (Sch.), -αιωτής = lat. capitularius mit -τία (Pap. Kaiserzeit); — κεφαλαία f. chronisches Kopfweh (Mediz.); — κεφαλώδης kopfähnlich (Thphr.), κεφαλικός zum Kopf, zum Leben gehörig, capitalis (Pap., Dsk. u. a.); — κεφαλίτης λίθος Eckstein (H.), κεφαλίτης γλήχων wahrsch. Mentha aquatica (Hippiatr.; Redard Les noms grecs en -της 73); κεφαλίνη Zungenwurzel (Poll.); κεφαλῖνος Fischname = βλεψίας (Dorio ap. Ath.; Strömberg Fischnamen 41), auch κέφαλος Mugil cephalus (Hp., Kom., Arist. usw.; ausführlich darüber Thompson Fishes s. v.; anders Pisani Ist. Lomb. 75: 2, 54f. [: zu aind. śaphara-, lit. šãpalas Cyprinus); — κεφάλωμα Summe (Messen., Delph.; nach ἀνάλωμα, Bechtel Dial. 2, 156; vgl. auch κεφαλαίωμα oben); κεφαλωτός mit Kopf versehen (Arist., hell. u. spät), als Pflanzenname Thymian (Ps.-Dsk.; Strömberg Pflanzennamen 50), -ωτόν (sc. πράσον) Zwiebel (Pap. u. a.); — κεφαληδόν nach Köpfen gerechnet (Priene IVa). — Denominativa: κ]εφαλίζω enthaupten (BGU 1, 341, 9); dazu in anderer Bed. κεφαλισμός Multiplikationstafel (Arist.); κεφαλόω in κεκεφαλωμένος mit Kopf versehen (Arist.-Komm.); κεφαλιόω in ἐκεφαλίωσαν (Ev. Mark. 12, 4), Bed. unklar auf den Kopf schlagen oder enthaupten?, s. Bauer Gr.-dt. Wb. s. v. m. Lit. (verfehlt Pernot Neophilol. 26, 310ff.). — Außerdem die Hypostasen προσ- (dor. ποτι-), ὑποκεφάλαιον ‘(Kopf)kissen’ (ion. att.; vgl. Schwyzer-Debrunner 517), ἀποκεφαλίζω enthaupten (LXX, Phld. usw.) mit -ισμός, ισμα, -ιστής.
Etymology: Altes Wort für Kopf, das auch im Tocharischen und Germanischen zu belegen ist: toch. A śpāl Kopf (Auslaut unklar), ahd. gebal m., mhd. gebel Schädel, ahd. gibilla f. ib. (germ. i̯ō-Ableitung); daneben im Sinn von Giebel ahd. gibil m., got. gibla m. (n-Stamm) und, mit Ablaut, ano. gafl m. Giebelseite; idg. *ghebh(e)l-, das wie ein l-Stamm aussieht; ein entsprechendes Grundwort ist indessen nirgends angetroffen. — Hierher noch γαβαλάν· ἐγκέφαλον ἢ κεφαλήν H. und maked. (illyr.?) κεβ(α)λή; s. κεβλή m. Lit.
Page 1,835-836
Chinese
原文音譯:kefal» 咳法累
詞類次數:名詞(76)
原文字根:頭 相當於: (רֹאשׁ)
字義溯源:頭*,權威,首,首石,頭塊石頭,元首;或源自(Καππαδοκία)X=捕捉*)
同源字:1) (ἀνακεφαλαιόω)集中 2) (ἀποκεφαλίζω)斬首 3) (κεφάλαιον)首要的 4) (κεφαλαιόω / κεφαλιόω)擊打頭 5) (κεφαλή)頭 6) (κεφαλίς)節 7) (περικεφαλαία)圍繞著頭的 8) (προσκεφάλαιον)為著頭的東西
出現次數:總共(75);太(12);可(8);路(7);約(5);徒(5);羅(1);林前(10);弗(4);西(3);彼前(1);啓(19)
譯字彙編:
1) 頭(61) 太5:36; 太6:17; 太8:20; 太10:30; 太14:8; 太14:11; 太26:7; 太27:29; 太27:30; 太27:37; 太27:39; 可6:24; 可6:25; 可6:27; 可6:28; 可14:3; 可15:19; 可15:29; 路7:38; 路7:46; 路9:58; 路12:7; 路21:18; 約13:9; 約19:30; 約20:7; 約20:12; 徒18:18; 徒21:24; 羅12:20; 林前11:3; 林前11:3; 林前11:3; 林前11:4; 林前11:4; 林前11:5; 林前11:5; 林前11:7; 林前11:10; 林前12:21; 弗5:23; 弗5:23; 啓1:14; 啓4:4; 啓9:7; 啓9:17; 啓9:17; 啓9:19; 啓10:1; 啓12:1; 啓12:3; 啓12:3; 啓13:1; 啓13:1; 啓13:3; 啓14:14; 啓17:3; 啓17:7; 啓17:9; 啓18:19; 啓19:12;
2) 頭上(3) 約19:2; 徒18:6; 徒27:34;
3) 元首(3) 弗4:15; 西2:10; 西2:19;
4) 首(3) 路21:28; 弗1:22; 西1:18;
5) 首石(3) 路20:17; 徒4:11; 彼前2:7;
6) 頭塊石頭(1) 太21:42;
7) 頭一塊(1) 可12:10
Mantoulidis Etymological
Μᾶλλον πρωτότυπη λέξη.
Παράγωγα: κεφάλαιος, κεφαλαιόω -ῶ (=συγκεφαλαιώνω), κεφαλαιώδης, κεφαλαίωμα (=σύνολο), συγκεφαλαίωμα, κεφαλαίωσις, συγκεφαλαίωσις, ἀνακεφαλαίωσις, κεφαλαιωτής, κεφαλαιωτής, συγκεφαλαιωτέον, κεφαλικός, κεφαλίς (ὑποκορ. κεφαλάκι), κεφαλισμός.
Léxico de magia
ἡ 1 cabeza humana a) para colocar algo τίθεται (ὅπερ ἐν φύλλοις δάφνης γράφεται) πρὸς κεφαλῆς συνειλιχθέν lo que se escribe en las hojas de laurel se coloca enrollado junto a la cabeza P II 12 P II 62 P VII 843 P VII 1016 SM 74 5 τὸ δὲ φυλακτήριον, ὅπου τὸ ὄνομα ἐγγ<έγ>ραφας, θὲς πρὸ<ς> κεφαλήν σου el amuleto, en el que escribiste el nombre, ponlo junto a tu cabeza P VII 845 εἰλήσας (βυσσίνῳ ῥάκῳ) κλῶνα ἐλαίας θὲς πρὸς κεφαλήν σου envuelve con un trozo de lino una rama de olivo y ponla en tu cabeza P VII 665 ἐντύλισσε τὰ φύλλα ἐν σουδαρίῳ καινῷ καὶ τίθει ὑπὸ τὴν κεφαλήν σου envuelve las hojas en un sudario nuevo y ponlo debajo de tu cabeza P VII 826 ὅταν δὲ βούλῃ χρᾶσθαι, πρὸς κεφαλῆς σου τίθει τὸν ναὸν σὺν τῷ θεῷ cuando quieras recibir un oráculo, pon junto a tu cabeza la capilla con el dios P V 393 P V 397 λαβὼν κάθαρον ἡλιακὸν θὲς ἐπὶ τὸ μέσ<ον> τῆς κεφαλῆς αὐτῆς toma un escarabajo solar y ponlo en el medio de su cabeza P LXI 35 b) para llevar algo περιεζωσμένος νέον ἐβέννινον ἄρριχον καὶ ἐν τῇ κεφαλῇ στροφεῖον σφενδόνης κόκκινον ceñido con una cesta de mimbre nueva del color del ébano y en la cabeza un cordón escarlata como cinta P III 618 ἔχων φυλακτήριον τῶν αὐτῶν ζῴων τρίχας, πλοκίζας σειράν, ἥνπερ ὡς διάδημα φόρει περὶ τὴν κεφαλήν teniendo como amuleto los pelos de los mismos animales, trenzando un cordón que has de llevar en la cabeza como una diadema P IV 1338 c) sobre la que decir algo τὰ δὲ ἑξῆς ὡς μύστης λέγε αὐτοῦ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ἀτόνῳ φθόγγῳ lo que sigue pronúncialo como un iniciado, sobre su cabeza, con una voz suave P IV 745 λόγος λεγόμενος ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ fórmula que se recita sobre su cabeza P IV 1228 d) ref. a un hueso ἐνθήσεις δὲ εἰς τὸ στόμα τοῦ κυνὸς ἀπὸ ἀνθρώπου κεφαλῆς βιαίου ὀστέον mete en la boca del perro un hueso de la cabeza de uno muerto violentamente P IV 1885 e) ref. a un pelo ἀποκειράμενος ἐκ τῆς κεφαλῆς σου τρίχα, συνέλιξον τῷ χάρτῃ corta un cabello de tu cabeza y envuélvelo con el rollo de papiro P V 387 f) como nombre secreto de varias sustancias αἷμα ἀπὸ κεφαλῆς· θέρμος sangre de la cabeza es altramuz P XII 436 στῆρ ἀπὸ κεφαλῆς· τιθύμαλλον grasa de la cabeza es lechetrezna P XII 442 2 cabeza animal a) de halcón τῇ μὲν δεξιᾷ χειρὶ κάτεχε ἱέρακος κεφαλήν sujeta con tu mano derecha la cabeza de un halcón P I 60 b) de lobo ἔχε δὲ ἐν ἑτοίμῳ λύκου κεφαλήν ten preparada una cabeza de lobo P I 281 c) de gallo ἀποτεμὼν τὴν κεφαλὴν ἀλεκτρυόνος τελείου ὁλολεύκου cortando la cabeza de un gallo perfecto enteramente blanco P IV 35 d) de liebre ὑποκάτω αὐτῶν κάπνισον λαγοῦ κεφαλήν quema la cabeza de una liebre debajo de ellos P VII 176 e) dibujada, de vaca Ἑκάτη τριπρόσωπος ... <ἐκ> δεξιῶν μερῶν τῆς ὄψεως ἔχουσα βοὸς κεφαλήν una Hécate de tres caras, que tenga en el lado derecho una cabeza de vaca P IV 2121 f) como nombre secreto, de serpiente κεφαλὴ ὄφεως· βδέλλα cabeza de serpiente es sanguijuela P XII 408 3 cabeza del dios ἐξορκίζω σε, Κέρβερε, κατὰ τῆς ἱερᾶς κεφαλῆς τῶν καταχθονίων θεῶν te conjuro, Cérbero, por la sagrada cabeza de los dioses subterráneos P IV 1917 sent. fig. ὁρκίζω κεφαλήν τε θεοῦ, ὅπερ ἐστὶν Ὄλυμπος conjuro a la cabeza del dios, que es el Olimpo P I 305 P XXI 6
Translations
head
Abau: makwe; Abkhaz: ахы; Adnyamathanha: vapardla, ngundi; Afar: amo; Afrikaans: kop; Aguaruna: buuk; Ainu: サパ, パケ; Akawaio: puꞌpɨ; Akkadian: 𒊕; Aklanon: ueo; Alabama: isbakko; Alawa: guɽuguɽu; Albanian: kokë, krye, kaptinë; Amharic: ራስ; Angaataha: mɨtɨho; Apalaí: upuhpo; Arabic: رَأْس; Egyptian Arabic: راس, دماغ; Gulf Arabic: راس; Hijazi Arabic: راس; Iraqi Arabic: راس; Levantine Arabic: راس; Moroccan Arabic: راس; Aragonese: capeza; Archi: картӏи; Armenian: գլուխ; Aromanian: cap; Assamese: মূৰ, মাথা; Asturian: cabeza, tiesta; Avar: бекӏер, бетӏер; Azerbaijani: baş; Bakhtiari: سر; Balantak: takala'; Balinese: endas; Baluchi: سر, سرگ; Bambara: kun, kunkolo; Barngarla: gaga; Bashkir: баш; Basque: buru, kasko, gazta; Bauwaki: awara; Belarusian: галава; Bengali: মাথা; Berber Tashelhit: agayyu, ixf; Bole: ko, koyi; Borôro: aora; Breton: penn, pennoù; Budukh: кьыл; Bulgarian: глава; Burmese: ခေါင်း; Buryat: толгай; Cappadocian Greek: κιφάλ; Catalan: cap, testa, closca; Cebuano: ulo; Central Masela: oke; Central Melanau: ulew; Chamicuro: kashki; Chechen: корта; Chepang: तालाङ्; Cherokee: ᎠᏍᎪᎵ; Chichewa: mutu; Chickasaw: ishkobo; Chinese Cantonese: 頭, 头; Dungan: ту; Gan: 頭, 头; Hakka: 頭那, 头那; Mandarin: 腦袋, 脑袋, 頭, 头, 頭腦, 头脑; Min Dong: 頭, 头; Min Nan: 頭, 头; Wu: 頭, 头; Xiang: 腦殼, 脑壳; Chuabo: murru; Chuvash: пуҫ; Classical Nahuatl: cuāitl, tzontecomatl; Coptic Bohairic: ⲁⲫⲉ, ⲁⲫⲏⲟⲩⲓ, ϫⲁϫ, ϫⲱ, ⲕⲁⲣⲁ, ⲕⲉⲫⲁⲗⲏ; Sahidic: ⲁⲡⲉ; Cornish: penn; Corsican: capu; Crimean Tatar: baş; Czech: hlava; Dalmatian: cup; Danish: hoved; Darkinjung: kamburung; Dharug: gabara; Dolgan: бас; Doromu-Koki: ada; Drung: u, vng'u; Dutch: hoofd, kop; Elfdalian: ovuð, skolle; Esperanto: kapo; Estonian: pea; Even: дил; Evenki: дыл; Ewe: ta; Faroese: høvd, høvur; Finnish: lanttu, pää; Finongan: kaligubang; French: tête; Friulian: cjâf, čhâv; Fula: hoore; Gagauz: baş; Galician: cabeza, testa, cachola, crisma; Ge'ez: ርእስ; Georgian: თავი; German: Kopf, Haupt; Alemannic German: Chopf; Geser-Gorom: iloe; Gothic: 𐌷𐌰𐌿𐌱𐌹𐌸; Greek: κεφάλι; Ancient Greek: κεφαλή, κάρα, κάρη, κάρειον, κράς, κρᾶτα; Greenlandic: niaqoq; Guaraní: akã; Guugu Yimidhirr: ngaabaay, gambuugu, gudyiir; Haitian Creole: tèt; Hanga: zu; Hausa: kai; Hawaiian: poʻo; Hebrew: רֹאשׁ; Higaonon: ulo; Hiligaynon: ulo; Hindi: सिर; Hungarian: fej; Hunsrik: Kopp; Icelandic: höfuð, haus; Ido: kapo; Ilocano: ulo; Indonesian: kepala, hulu; Ingush: корта; Interlingua: capite; Inuktitut: ᓂᐊᖁᖅ; Irish: ceann; Old Irish: cenn; Istriot: capo, tiesta; Italian: testa, capo; Iu Mien:'nqorngv; Japanese: 頭, 頭, 頭部, 頭; Jarai: akŏ; Javanese: endhas, sirah, mustaka; Kabuverdianu: kabesa; Kaingang: krĩ; Kaki Ae: aro; Kalmyk: толһа; Kamasau: ngawu; Kannada: ತಲೆ; Karachay-Balkar: баш; Kashubian: głowa; Kaurna: mukarta; Kazakh: бас, кәллә; Ket: kajga; Khakas: пас; Khanty: өк; Khinalug: микӏир; Khmer: ក្បាល; Khoekhoe: danas; Kikuyu: kĩongo, mũtwe; Komi-Permyak: юр; Komi-Zyrian: юр; Korean: 머리; Koryak: лэвʼыт; Kumyk: баш; Kurdish Central Kurdish: سەر; Northern Kurdish: ser; Kyrgyz: баш; Lao: ຫົວ; Latgalian: golva; Latin: caput; Latvian: galva; Laz: თი; Lezgi: кьил; Ligurian: tésta; Limburgish: kop; Lingala: motó; Lithuanian: galvà; Lombard: testa; Lomwe: muru; Low German: Höövd, Kopp; Dutch Low Saxon: Kop; German Low German: Kopp, Kupp; Luhya: kumurwe; Luo: wich; Lutshootseed: sx̌əy̓us; Lü: ᦷᦠ; Maasai: elukunya; Macedonian: глава; Maguindanao: ulu; Mailu: moru; Malagasy: loha; Malay: kepala, hulu; Malayalam: തല; Maltese: ras; Manchu: ᡠᠵᡠ; Mandinka: kuŋo; Mansaka: oro; Manx: kione; Maori: māhunga, māhuna, mātenga, pane, upoko, uru; Mapudungun: logko; Maranao: kapala, olo; Mari: вуй; Maria: ada; Mbyá Guaraní: akã; Middle English: heed; Mingrelian: დუდი; Miyako: カナマい; Mongolian: толгой; Moore: zúgù; Muinane: nígaɨ; Mwani: kiswa; Nafaanra: ndra; Nahuatl Classical: tzontecomatl, cuāitl; Nanai: дили; Nanticoke: neelahammon; Navajo: bitsiiʼ, atsiiʼ, atsiitsʼiin; Neapolitan: capa, capuzzèlla, capucchióne, càpa; Nepali: टाउको, शिर; Ngadjuri: akadi; Ngarrindjeri: kuli; Nivkh: тёӈр̌; Nkonya: nwun; Nogai: бас; Norman: tête; North Frisian: hood, Haur; Northern Amami-Oshima: 頭; Northern Emberá: boro; Norwegian Bokmål: hode; Nynorsk: hovud; Nottoway-Meherrin: setarake; Nukunu: kakarti; Occitan: cap, tèsta; Ojibwe: nishtigwaan; Oki-No-Erabu: 頭; Okinawan: 頭; Old Czech: hlava; Old Church Slavonic Cyrillic: глава; Glagolitic: ⰳⰾⰰⰲⰰ; Old East Slavic: голова; Old English: hēafod, hafela; Old French: teste, chief; Old High German: houbit; Old Norse: hǫfuð; Old Prussian: gallū, galwo; Old Tupi: akanga; Oriya: ଶିର; Oromo: mataa; Ossetian: сӕр; Ottoman Turkish: باش, رأس, سر, كله, قفا; Pacoh: plô; Persian: سَر, کله; Phoenician: 𐤓𐤀𐤔; Pitjantjatjara: kata; Plautdietsch: Kopp, Haupt; Polabian: glåvă; Polish: głowa; Pontic Greek: τσουφάλι; Portuguese: cabeça; Powhatan: mendabuccah; Purepecha: éjpu; Quechua: uma; Rejang Kayan: kuhung; Rohingya: matá; Romani: śero; Romanian: cap; Russian: башка, голова, глава; Rusyn: голова; Rwanda-Rundi: umutwe, imitwe; Saanich: S₭OṈI¸, S₭ELOṈI¸; Saho: amo; Sami Inari: uáivi; Northern: oaivi; Skolt: vuei´vv; Southern: åejjie; Samogitian: galva; Sango: li; Sanskrit: शिरस्, शिर; Santali: ᱵᱚᱦᱚᱜ; Sardinian: conca; Scots: heid, pow; Scottish Gaelic: ceann, cinn, sgrog, sgrogan; Serbo-Croatian Cyrillic: глава; Roman: glava; Sherpa: མགོའ; Shor: паш; Sichuan Yi: ꀂꏾ; Sicilian: testa, capa; Sidamo: umo; Sindhi: سر; Sinhalese: ඔළුව; Slovak: hlava; Slovene: glava, buča; Somali: madax; Sorbian Lower Sorbian: głowa; Upper Sorbian: hłowa; Sotho: hlooho; Southern Altai: баш; Southern Amami-Oshima: 頭; Spanish: cabeza, chola, coco, maceta, marote, melón, sabiola, sesera, tarro, testa; Stoney: pa; Sumerian: 𒊕; Sundanese: mastaka; Svan: თხვიმ; Swahili: kichwa; Swedish: huvud, skalle; Sylheti: ꠝꠣꠕꠣ; Tagalog: ulo; Tajik: сар, калла; Tajio: vaꞌi; Talysh Asalemi: سر; Tamil: தலை; Taos: p'ínemą; Tatar: баш; Tausug: ū; Tedim Chin: lu; Telugu: తల; Ternate: dopolo; Tetum: ulun; Thai: หัว, ศีรษะ; Tibetan: མགོ, དབུ; Tigrinya: ርእሲ; Tocharian B: āśce; Tofa: баъш; Tok Pisin: het; Tsakonian: τζουφά; Tuareg: eɣăf; Tupinambá: akanga; Turkish: baş, kafa; Turkmen: kelle baş; Tutelo: pasui; Tuvan: баш; Tzotzil: jolol; Udi: бул; Udmurt: йыр; Ugaritic: 𐎗𐎛𐎌; Ukrainian: голова; Unami: wil; Urdu: سر; Uyghur: باش; Uzbek: bosh, kalla; Venetian: testa, cao, cavo; Vietnamese: đầu); Volapük: kap; Walloon: tiesse; Warlpiri: walu; Welsh: pen; West Coast Bajau: tekook; West Frisian: holle, kop; White Hmong: taub haub; Winnebago: nąąsu; Wolof: boopa; Wutunhua: dolo; Xhosa: intloko; Yaeyama: 頭; Yagnobi: сар; Yakut: бас, тебе; Yiddish: קאָפּ; Yoron: 頭, ふらじ; Yoruba: orí; Yucatec Maya: ho'ol; Zazaki: sere; Zealandic: 'oôd; Zhuang: gyaeuj, gyəuз; Zou: lu; Zulu: ikhanda, inhloko; ǃXóõ: nàn