καλέω

From LSJ
Revision as of 14:58, 5 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+'s [\w]+)<\/b>" to "$1")

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλέω Medium diacritics: καλέω Low diacritics: καλέω Capitals: ΚΑΛΕΩ
Transliteration A: kaléō Transliteration B: kaleō Transliteration C: kaleo Beta Code: kale/w

English (LSJ)

Aeol. κάλημι (q.v.), Ep. inf.

   A καλήμεναι Il.10.125: Ion. impf. καλέεσκον 6.402; 3sg.κάλεσκε A.R.4.1514: fut., Ion. καλέω Il.3.383, Att. καλῶ Pl.Smp.175a, X.Smp.1.15, etc.; later καλέσω LXX Ge.16.11, al., Ph.1.69, (παρα-) D.8.14 codd., SIG656.40 (Teos, ii B.C.), (ἐγ-) v.l. in D.19.133, cf. 23.123 codd. (καλέσω in S.Ph.1452 (anap.), Ar.Pl. 964, etc., is aor. 1 subj.): aor. 1 ἐκάλεσα, Ep. ἐκάλεσσα, κάλεσσα, Od. 17.379, Il.16.693 (late Ep. ἔκλησα Nic.Fr.86, late Prose ἐκάλησα Ps.Callisth. 3.35): pf. κέκληκα Ar.Pl.260, etc.:—Med., Att. fut. καλοῦμαι Id.Nu.1221, Ec.864; in pass. sense, S.El.971, E.Or.1140, etc.; later καλέσομαι (ἐκ-, ἐπι-) dub.l. in Aeschin.1.174, Lycurg.17: aor.1 ἐκαλεσάμην Hdt.7.189, Pl.Lg.937a; Ep. καλεσσάμην Il.1.54, 3pl. καλέσαντο ib.270:—Pass., fut. κεκλήσομαι Il.3.138, A.Th.698 (lyr.), Pr. 840, etc.; κληθήσομαι Pl.Lg.681d, LXXGe.48.6, v.l. in E.Tr.13: aor. ἐκλήθην Archil.78, S.OT1359, Ar.Th.862, etc.: pf.κέκλημαι, Ep.3pl. κεκλήαται A.R.1.1128, Ion. κεκλέαται Hdt.2.164; Ep. 3pl. plpf. κεκλήατο Il.10.195; opt. κεκλῄμην, κεκλῇο S.Ph.119, κεκλῄμεθα Ar.Lys. 253: late pf. κεκάλεσμαι Suid.s.v. κλητή.    I call, summon, εἰς ἀγορὴν καλέσαντα Od.1.90; ἐς Ὄλυμπον Il.1.402; ἀγορήνδε, θάλαμόνδε, θάνατόνδε, Il.20.4, Od.2.348, Il.16.693: c. acc. only, κεκλήατο (for -ηντο) βουλήν they had been summoned to the council, 10.195: folld. by inf., αὐτοὶ γὰρ κάλεον συμμητιάασθαι ib.197; καιρὸς καλεῖ… S.Ph. 466; κἄμ' ὑπηρετεῖν καλεῖς Id.El.996; κ. τινὰ εἰς ἕ, ἐπὶ οἷ, Il.23.203, Od.17.330, etc.; εἰς μαρτυρίαν κληθείς Pl.Lg.937a; ἐμὲ νῦν ἤδη καλεῖ ἡ εἱμαρμένη Id.Phd.115a; demand, require, ἡ ἡμέρα 'κείνη εὔνουν καὶ πλούσιον ἄνδρα ἐκάλει D.18.172: aor. Med., καλέσασθαί τινα call to oneself, freq. in Ep., Il.1.270, Od.8.43, etc.; φωνῇ Il.3.161; ἀγορήνδε λαόν 1.54; call a witness, Pl.Lg.l.c.    2 call to one's house or to a repast, invite (not in Il.), Od.10.231, 17.382, al., 1 Ep.Cor.10.27; later usu. with a word added, κ. ἐπὶ δεῖπνον Hdt.9.16 (Pass.), X.Cyr.2.1.30, etc.; ἐς ἔρανον Pi.O.1.37; ἐς θοίνην E.Ion1140; ὑπὸ σοῦ κεκλημένος Pl.Smp.174d, etc.; κληθέντες πρός τινα invited to his house, D.19.196; ὁ κεκλημένος the guest, Damox.2.26.    3 invoke, Δία Hdt.1.44, cf. Pi.O.6.58, A.Th.223; at sacrifices, Sch.Ar.Ra.482; μάρτυρας κ. θεούς S.Tr.1248, cf. D.18.141:—Med., τοὺς θεοὺς καλούμεθα A.Ch. 201, cf. 216; also μαρτύριά τε καὶ τεκμήρια καλεῖσθε Id.Eu.486; but ἀράς, ἅς σοι καλοῦμαι which I call down on thee, S.OC1385:—Pass., of the god, to be invoked, A.Eu.417.    4 as law-term, summon, of the judge, καλεῖν τινας εἰς τὸ δικαστήριον cite or summon before the court, D.19.211, etc.; simply καλεῖν ib.212, Ar.V.851, etc.; ἐὰν μὲν καλέσῃ D.21.56; also ὁ ἄρχων τὴν δίκην καλεῖ calls on the case, Ar. V.1441:—Pass., ἡ πατροκτόνος δίκη κεκλῇτ' ἂν αὐτῷ S.Fr.696; πρὶν τὴν ἐμὴν [δίκην] καλεῖσθαι before it is called on, Ar.Nu.780; καλουμένης τῆς γραφῆς D.58.43; but,    b of the plaintiff in Med., καλεῖσθαί τινα to sue at law, bring before the court, Ar.Nu.1221, al., D.23.63; κ. τινὰ ὕβρεως Ar.Av.1046; κ. τινὰ πρὸς τὴν ἀρχήν Pl. Lg.914c; ὁ καλεσάμενος the plaintiff, PHal.1.224 (iii B.C.).    5 with an abstract subject, demand, require, καλεῖ ἡ τάξις c. inf., CPHerm.25ii7 (iii A.D.).    6 metaph. in Pass., καλουμένης τῆς δυνάμεως πρὸς τὴν συναναληψίαν called forth, summoned, Sor.1.29.    II call by name, name, ὃν Βριάρεων καλέουσι θεοί Il.1.403, cf. Od.5.273, etc.; κοτύλην δέ τέ μιν καλέουσι Il.5.306; ὥς σφας καλοῦμεν Εὐμενίδας S.OC486, cf. A.Pr.86, etc.; ὄνομα καλεῖν τινα call him by a name, εἴπ' ὄνομ' ὅττι σε κεῖθι κάλεον Od.8.550, cf. E.Ion259, Pl.Cra.383b, etc. (in Pass., οὔνομα καλέεσθαι Hdt.1.173, cf. Pi.O.6.56): without ὄνομα, τί νιν καλοῦσα τύχοιμ' ἄν; A.Ag.1232; τοῦτο αὐτὴν κάλεον Call. Fr.66b; τούτοις τὸ ὄνομα ἱμάτια ἐκαλέσαμεν Pl.Plt.279e (Pass., τύμβῳ δ' ὄνομα σῷ κεκλήσεται shall be given to thy tomb, E.Hec.1271); κ. ὄνομα ἐπί τινι give a name to something, Pl.Prm.147d; but call (a man) a name because of some function, Id.Sph.218c; κ. τινὰ ἐπὶ τῷ ὀνόματι τοῦ πατρός Ev.Luc.1.59; ἐπ' ὀνόματος καλεῖν τινα Plb.35.4.11:—Pass., to be named or called, Μυρμιδόνες δὲ καλεῦντο Il.2.684; εἰ τόδ' αὐτῷ φίλον κεκλημένῳ A.Ag.161 (lyr.); ὁ καλούμενος the socalled, ἐν τῇ Θεράπνῃ καλεομένῃ Hdt.6.61; ὁ κ. θάνατος Pl.Phd.86d; οἱ τῶν ὁμοτίμων κ. X.Cyr.2.1.9; κεκλημένος τινός called from or after him, Pi.P.3.67; καλεῖσθαι ἐπί τινι LXXGe.48.6; κέκληνται δέ σφιν ἕδραι Pi.O.7.76.    2 Pass., to be called, almost = εἰμί, esp. with words expressing kinship or status, ἐμὸς γαμβρὸς καλέεσθαι Od.7.313, cf. A.Pers.2 (anap.); ἀφνειοὶ καλέονται Od.15.433; esp. in pf. Pass. κέκλημαι, οὕνεκα σὴ παράκοιτις κέκλημαι because I am thy wife, Il.4.61; φίλη κεκλήσῃ ἄκοιτις 3.138; αἲ γὰρ ἐμοὶ τοιόσδε πόσις κεκλημένος εἴη Od.6.244; ἠγάγετ' ἐς μέγα δῶμα φίλην κεκλῆσθαι ἄκοιτιν Hes.Th.410; σὴ κεκλημένη… ἦα h.Ap.324; μηδ' ἔτι Τηλεμάχοιο πατὴρ κεκλημένος εἴην Il.2.260; οὔτινος δοῦλοι κέκληνται A.Pers.242, cf. S.El.366, etc.    3 special constructions, a. Ἀλησίου ἔνθα κολώνη κέκληται where is the hill called the hill of Alesios, Il.11.758; ἵνα κριοῦ καλέονται εὐναί A.R.4.115; ἔνθα ἡ Τριπυργία καλεῖται X.HG5.1.10, etc.: -so in Act., ἔνθα Ῥέας πόρον ἄνθρωποι καλέοισιν where is the ford men call the ford of Rhea, Pi. N.9.41, cf. κικλήσκω, κλῄζω, κλέω.    b folld by a dependent clause, ἐκάλεσσέ νιν ἰσώνυμον ἔμμεν said that his name should be the same, Id.O.9.63; καλεῖ με πλαστὸς ὡς εἴην πατρί, i.e. καλεῖ με πλαστόν S. OT780; καλοῦμέν γε παραδιδόντα μὲν διδάσκειν we say that one who delivers teaches, Pl.Tht.198b, cf. Smp.205d; τὰς ἀμπέλους τραγᾶν καλοῦσιν Arist.HA546a3.

German (Pape)

[Seite 1307] fut. καλέσω, ep. καλέσσω u. att. καλῶ, z. B. οὐκοῦν καλεῖς αὐτὸν καὶ μὴ ἀφήσεις Plat. Conv. 175 a; so med., καλεῖ καὶ τεύξει Soph. El. 959 in pass. Bdtg., wie καλεῖ – πεσεῖ Eur. Or. 1140; aber auch καλέσω, Aesch. 1, 67, Luc. u. a. Sp.; aor. ἐκάλεσα, ep. ἐκάλεσσα, auch Pind. Ol. 6, 58; ἔκλησα Nic. fr. 22; ἐπικλῆσαι Musae. 10; perf. κέκληκα, κέκλημαι, κεκλήαται, Ap. Rh. 1, 1128, ion. κεκλέαται, Her. 2, 164, opt. κεκλῇο, Soph. Phil. 119; aor. p. ἐκλήθην, fut. pass. κληθήσομαι, u. das der Bdtg nach dem perf. entsprechende κεκλήσομαι (s. unten); – rufen, – a) mit Namen rufen, nennen; ὃν Βριάρεων καλέουσι θεοὶ, ἄνδρες δέ τε Αἰγαίωνα Il. 1, 403; ἄρκτον θ' ἣν καὶ ἅμαξαν ἐπίκλησιν καλέουσιν 18, 487; εἴπ' ὄνομ' ὅττι σε κεῖθι κάλεον μήτηρ τε πατήρ τε, womit dich nannten, Od. 8, 550; pass., Μυρμιδόνες δὲ καλεῦντο Il. 2, 684; καλεῖσθαί μιν τοῦτ' ὄνυμ' ἀθάνατον Pind. Ol. 6, 56; ἐκάλεσσέ μιν ἰσώνυμον ἔμμεν 9, 68; ψευδωνύμως σε δαίμονες Προμηθέα καλοῦσιν Aesch. Prom. 86; ὥς σφας καλοῦμεν Εὐμενίδας Soph. O. C. 487; ὄνομα τί σε καλεῖν ἡμᾶς χρεών Eur. Ion 258; τί νιν καλοῦσα δυσφιλὲς δάκος τύχοιμι ἄν Aesch. Ag. 1205, wie soll ich sie recht nennen? in Prosa; ἐκαλέοντο τό πέρ τε ἠνείκαντο οὔνομα καὶ νῦν ἔτι καλέονται ὑπὸ τῶν περιοίκων Her. 1, 173; ὅπερ καλοῦμεν ὄνομα ἕκαστον, τοῦτ' ἔστιν ἑκάστῳ ὄνομα Plat. Crat. 483 b; τουτοισὶ σκέπασμασι τὸ ὄνομα ἱμάτια ἐκαλέσαμεν, wir gaben ihnen den Namen, Polit. 279 e, wie τύμβῳ δ' ὄνομα σῷ κεκλήσεται κυνὸς σῆμα Eur. Hec. 1245; ἕκαστον τῶν ὀνομάτων οὐκ ἐπί τινι καλεῖς; Plat. Parm. 147 d; τὸ ἔργον, ἐφ' ᾧ καλοῦμεν τὸ ὄνομα Soph. 218 c, bei dem wir den Namen gebrauchen, das wir nennen; θερμόν τι καλεῖς καὶ ψυχρόν, du nennst Etwas warm, Phaedr. 103 c; ἐν τῷ καλουμένῳ θανάτῳ, im sogenannten Tode, Phaed. 86 d, oft bei Folgdn; bei 80. auch ἐπ' ὀνόματός τινα, Pol. 35, 4, 11; κέκλημαι, ich heiße, δικαίως ἀνδραποδώδεις κέκληνται Plat. Phaedr. 258 e, u. A. oft, wozu das fut. κεκλήσομαι gehört, ich werde heißen, Aesch. Pers. 736 Prom. 842; bei Dichtern auch oft so viel wie sein, οὕνεκα σὴ παράκοιτις κέκλημαι Il. 4, 60, da ich deine Gattinn heiße, bin, vgl. 3, 138; ἠγάγετ' ἐς μέγα δῶμα φίλην κεκλῆσθαι ἄκοιτιν Hes. Th. 410; οὔτινος δοῦλοι κέκληνται φωτός Aesch. Pers. 238; ἔνθ' Ἑλλάνων ἀγοραὶ Πυλατίδες καλέονται Soph. Tr. 636, vgl. El. 233; οὐκ ἀνώνυμος θεὰ κέκλημαι Eur. Hipp. 1; ähnl. οἱ τῶν ὁμοτίμων καλούμενοι, die unter sie gerechnet werden, zu ihnen gehören, Xen. Cyr. 2, 1, 9. Vgl. noch σὴ κεκλημένη ἦν, sie wäre deine Tochter gewesen, H. h. Ap. 324; Λατοΐδα κεκλημένον, den Sohn des Apollo, Pind. P. 3, 67; Soph. El. 357 νῦν δ' ἐξὸν πατρὸς πάντων ἀρίστου παῖδα κεκλῆσθαι, καλοῦ τῆς μητρός. – b) anrufen, die Götter, Ποσειδᾶνα Pind. Ol. 6, 58; θεούς Aesch. Spt. 205. 622 u. oft; Ζῆνα ὅρκιον καλῶ Soph. Phil. 1308, τούτων μάρτυρας καλῶ θεούς Tr. 1238; Ar. Ran. 479; καλῶ δ' ἐναντίον ὑμῶν τοὺς θεοὺς ἅπαντας Dem. 18, 141, öfter; Plat. Tim. 27 c u. Sp.; als Zeugen, Strab. VII, 303. – c) herbeirufen, zusammenrufen; θεοὺς ἀγορήνδε καλέσσαι Il. 20, 24; εἰς ἀγορὴν Ἀχαιούς Od. 1, 90 vgl. Il. 1, 402. 23, 203; κεκλήατο βουλήν, sie waren zum Rathe berufen, 10, 195; εὐμενεῖς γὰρ ὄντας ἡμᾶς τῶνδε συμβούλους καλεῖς, du berufst uns zu Rathgebern, Aesch. Pers. 171; ὅταν καλῶμεν, ὁρμᾶσθαι ταχεῖς Soph. Phil. 1069; σὲ προσμολεῖν καλῶ Ant. 72; ἔξω 74; τί με καλεῖς; Ar. Nubb. 223; παῖ, κάλει Χαρμίδην Plat. Charm. 155 b; auffordern, καιρὸς γὰρ καλεῖ πλοῦν σκοπεῖν Soph. Phil. 464; καλούσης τῆς πατρίδος πρὸς τὰ κοινά Plat. Ep. IX, 358 a; εἰς μαρτυρίαν Legg. XI, 937 a; ἐμὲ νῦν ἤδη καλεῖ ἡ εἱμαρμένη, mich ruft das Schicksal, Phaed. 115 a; ού παρεγένοντο βασιλεῖ καλοῦντι, als er sie rief zum Kriege, zum Heere zu kommen, Xen. An. 5, 6, 8; – bes. zum Gastmahl, in sein Haus rufen, einladen, Od. 10, 231. 17, 382 u. öfter; εἰς θοίνην Eur. Ion 1140; ἐπὶ δεῖπνον Xen. An. 7, 3, 18 Mem. 2, 3, 11; Plat. Conv. 213 a; ὑπὸ σοῦ κεκλημένος 174 d; κληθέντες πρὸς Ξενόφρονα, zum X. eingeladen, Dem. 19, 196; ὁ κεκλημένος, der geladene Gast, Damox. Ath. III, 102 d; – in der Gerichtssprache, vor Gericht rufen, vorladen; vom Richter, ὁ ἄρχων ἐκάλει εἰς τὸ δικαστήριον τοὺς ἀμφισβητοῦντας κατὰ τὸν νόμον Dem. 48, 25; ähnl. ἕως ἂν τὴν δίκην ἄρχων καλῇ Ar. Vesp. 1441, wie ἡ ἐμὴ δίκη καλεῖται Nub. 780; καλουμένης τῆς γραφῆς, als die Klage vorkam, Dem. 48, 43; vom Kläger, vor Gericht ziehen, belangen, Dem. 19, 211; häufig im med., καλοῦμαι Στρεψιάδην ἐς τὴν ἔνην τε καὶ νέαν Ar. Nubb. 1221; τὸν ἔχοντα καλείσθω πρὸς τὴν ἀρχήν Plat. Legg. XI, 914 c. – Soph. τὰς ἀράς, ἅς σοι καλοῦμαι, die ich dir anwünsche, O. C. 1387; med. = zu sich herbeirufen Phil. 228.

Greek (Liddell-Scott)

καλέω: Ἐπικ. ἀπαρ. καλήμεναι Ἰλ. Κ. 125: Ἰων. παρατ. καλέεσκον Ἰλ.· γ΄ ἑνικ. κάλεσκε Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1514: μέλλ., Ἰων. καλέω Ἰλ. Γ. 383, Ἀττ. καλῶ Πλάτ. Συμπ. 175Α, Ξεν. Συμπ. 1. 15., κτλ.· παρὰ μεταγεν. καλέσω (ἐγ, παρα-) πιθ. ὀφείλεται εἰς τοὺς ἀντιγραφεῖς τὸ παρὰ Δημ. 93.16, 382.7, 661.9, (τὸ καλέσω ἐν Σοφ. Φιλ. 1452, Ἀριστοφ. Πλ. 964, κτλ., εἶναι ἀόρ. α΄ ὑποτακτ.): ἀόρ. α΄ ἐκάλεσα, Ἐπικ. ἐκάλεσσα, κάλεσσα Ὀδ. Ρ. 379 Ἰλ. II. 693, (παρὰ μεταγεν. Ἐπικ. ἔκλησα, Νικ. Ἀποσπ. 22, Μουσαῖος 10): πρκμ. κέκληκα (ἐκ-, ἐπι-) πιθαν. ὀφείλεται εἰς τοὺς ἀντιγραφεῖς τὸ παρ’ Αἰσχίν. 24.41, Λυκούργῳ 150.6: - ἀόρ. ἐκαλεσάμην, Ἐπικ. καλεσσάμην: - Παθ., μέλλ. κεκλήσομαι Ἰλ. Γ. 138, Αἰσχύλ. Θήβ. 698, 840, κτλ.· ὁ τύπος κληθήσομαι (εὑρισκόμενος ἔν τισιν ἀντιγράφοις τοῦ Εὐρ. ἐν Τρῳ. 13, καὶ παρὰ Πλάτ. Νόμ. 681D) εἶναι μεταγεν.: ἀόρ. ἐκλήθην Σοφ., κλ.: -πρκμ. κέκλημαι, Ἐπικ. γ΄ πληθ. κεκλήαται Ἀπολ. Ρόδ. Α. 1128, Ἰων. κεκλέαται Ἡρόδ. 2.164· Ἐπικ. γ΄ πληθ. ὑπερσ. κεκλήατο Ἰλ. Κ. 195· εὐκτ. κεκλῄμην, κεκλῇο Σοφ. Φιλ. 119, κεκλῄμεθα Ἀριστοφ. Λυσ. 253. (Ἐκ τῆς √ΚΑΛ παράγονται ὡσαύτως τὰ κλητός, κλητήρ, κλῆσις, καὶ ἴσως τὰ κέλομαι, κελεύω, (κλύω, κλέος διαφέρουσι)· Λατ. calare, cal-endae, con-cil-ium, cla-mare, καὶ ἴσως: cla-ssis classicum πρβλ. Γοτθ. la-thons ἀντὶ ga-la-thons, (κλῆσις)· Ἀρχ. Ὑψηλ. Γερμ. la-don, (laden)).
Ι. καλῶ, φωνάζω: 1) προσκαλῶ, εἰς ἀγορὴν καλέσαντα Ὀδ. Α.90· ἐς Ὀλυμπον Ἰλ. Α. 402· ἀγορήνδε, θάλαμόνδε, θάνατόνδε Ἰλ. Υ.4. κτλ.· μετὰ μόνης αἰτ., ὅσοι κεκλήατο (ἀντὶ -ηντο) βουλήν, «ὅσοι κεκλημένοι ἦσαν εἰς τὸ συμβούλιον» (Σχόλ.), Κ.195· αὐτοὶ γὰρ κάλεον ὥστε συμμητιάασθαι Κ.197, πρβλ. Σοφ. Φιλ. 466, Ἠλ. 996· κάλεόν τέ μιν εἰς ἓ ἕκαστος Ἰλ. Ψ. 203· ἐπὶ οἷ καλέσας Ὀδ. Ρ.330, κτλ.· - ἀπολ., προσκαλῶ, Τραγ., κλ.· εἰς μαρτυρίαν Πλάτ. Νόμ. 937Α· ἐμὲ νῦν ἤδη καλεῖ ἡ εἱμαρμένη Πλάτ. Φαίδ. 115Α· - ὁ Ὅμ. συχν. ἔχει καὶ μέσ. ἀόρ., καλέσασθαί τινα, καλέσαι τινὰ πρὸς ἑαυτόν, Ἰλ. Α. 270, Ὀδ. Θ.43, κτλ.· φωνῇ Ἰλ. Γ.161· ἀγορήνδε λαὸν Α. 54. 2) καλῶ εἰς τὸν οἶκόν μου πρὸς εὐωχίαν, προσκαλῶ, Ὀδ. Κ. 231, Ρ. 382, κτλ. (οὐδαμοῦ ἐν Ἰλ.)· βραδύτερον συχν. μετὰ προσδιορισμοῦ, καλ. ἐπὶ δεῖπνον, Λατ. vocare ad coenam, Ἠρόδ. 9. 16, Ξεν. Κύρ. 2. 1, 30, κτλ.· ἐς θοίνην Εὐρ. Ἴων 1140· ὑπὸ σοῦ κεκλημένος Πλάτ. Συμπ. 174D, κτλ.· κληθέντες πρός τινα, εἰς τὸν οἶκόν τινος, Δημ. 402.15· ὁ κεκλημένος, ὁ κεκλημένος εἰς Δεῖπνον, «καλεσμένος», Δαμόξ. παρ’ Ἀθην. 102D. 3) ἐπικαλοῦμαι, τοὺς θεοὺς Ἠρόδ. 1. 44, Πινδ. Ο. 6. 99, Αἰσχύλ. Πρ. 71· ἰδίως κατὰ τὰς θυσίας, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 479· μάρτυρας κ. θεοὺς Σοφ. Τρ. 1248: - οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, τοὺς θεοὺς καλούμεθα Αἰσχύλ. Χο. 201, πρβλ. 216, Σοφ. Φιλ. 228· ὡσαύτως, μαρτύριά τε καὶ τεκμήρια καλεῖσθαι Αἰσχύλ. Εὐμ. 486: - ἀλλὰ ἀράς, ἅς σοι καλοῦμαι, τὰς ὁποίας ἐπικαλοῦμαι ἐναντίον σου, Σοφ. Ο. Κ. 1385: - ἐν τῷ παθ., ἐπὶ τοῦ θεοῦ, μὲ ἐπικαλεῖταί τις, Αἰσχύλ. Εὐμ. 174. 4) ὡς δικαστικὸς ὅρος, ἐπὶ τοῦ δικαστοῦ, καλεῖν τοὺς ἀμφισβητοῦντας εἰς τὸ δικαστήριον Δημ. 406· 27, κτλ.· ὡσαύτως ἁπλῶς καλεῖν ὁ αὐτ. 407. 5, Ἀριστοφ. Σφ. 851, κτλ.· ἐὰν μὲν καλέσῃ Δημ. 532. 20· - ὡσαύτως, ὁ ἄρχων τὴν δίκην καλεῖ Ἀριστοφ. Σφ. 1441· ἐν τῷ παθ., ἡ πατροκτόνος δίκη κέκλητ’ ἂν αὐτῷ Σοφ. Ἀποσπ. 624· πρὶν τὴν ἐμὴν δίκην καλεῖσθαι, πρὶν ἢ εἰσαχθῇ, Ἀριστοφ. Νεφ. 780· καλουμένης τῆς γραφῆς Δημ. 1336.10: - ἀλλὰ, β) ἐπὶ τοῦ ἐνάγοντος, ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, καλεῖσθαί τινα, ἐγκαλεῖν τινα εἰς τὸ δικαστήριον Ἀριστοφ. Νεφ. 1221, Σφ. 1416, Ἐκκλ. 864, πρβλ. Δημ. 640. 23· καλ. τινα ὕβρεως Ἀριστοφ. Ὄρν. 1046· καλ. τινὰ πρὸς τὴν ἀρχὴν Πλάτ. Νόμ. 914C· πρβλ. κλητήρ, κλητεύω. ΙΙ. καλῶ διά τινος ὀνόματος, ὀνομάζω, ὃν Βριάρεων καλέουσι θεοὶ Ἰλ. Α. 403, κτλ. (ἴδε ἐν. λ. ἐπίκλησις, ἐπώνυμος)· κοτύλην δὲ τέ μιν καλέουσιν Ε.306· οὕτω παρ’ Ἀττ., ὥς σφας καλοῦμεν Εὐμενίδας Σοφ. Ο. Κ. 486, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 86, κτλ.· - ὄνομα καλεῖν τινα, καλῶ τινα μέ τι ὄνομα, εἶπ’ ὄνομ’, ὅττι σὲ κεῖθι κάλεον, μὲ τί ὄνομα σὲ ὠνόμαζον ἐκεῖ, Ὀδ. Θ. 550, πρβλ. Εὐρ. Ἴωνα 259, Πλάτ. Κρατ. 483Β, κτλ.· (καὶ ἐν τῷ παθ., ὄνομα καλεῖσθαι Ἡρόδ. 1. 173, Πινδ. Ο. 6. 94)· οὕτως ἄνευ τοῦ ὄνομα, τί νιν καλοῦσα δυσφιλὲς δάκος τύχοιμ’ ἄν; Αἰσχύλ. Ἀγ. 1232· τοῦτο αὐτὴν κάλεον Καλλ. Ἀποσπ. 429· ὡσαύτως, τὸ μὲν ὄνομα ἱμάτια ἐκαλέσαμεν, ἐδώκαμεν εἰς αὐτὰ τὸ ὄνομα ἱμάτια, Πλάτ. Πολιτ. 279Ε· ἕκαστον τῶν ὀνομάτων οὐκ ἐπί τινι καλεῖς; ὁ αὐτ. ἐν Παρμ. 147D, Σοφ. 218C· (καὶ ἐν τῷ παθ., τύμβῳ δ’ ὄνομα σῷ κεκλήσεται - κυνὸς ταλαίνης σῆμα = τύμβος σὸς κεκλήσεται σῆμα κυνὸς ταλαίνης, Εὐρ. Ἑκ. 1271). 1) = κλέω, κλείζω, φημίζω, ἐπαινῶ, τὴν σὴν πίστιν καλοῦντες Kaib. ep. 481,1- Παθ., καλοῦμαι, ὀνομάζομαι, Μυρμιδόνες δὲ καλεῦντο Ἰλ. Β. 684· ἔτ’ εἰσὶ καὶ ἀφνειοὶ καλέονται Ὀδ. Ο. 433· - ὁ καλούμενος, ὁ φέρων τὸ ὄνομα …, ἐν τῇ Θεράπνῃ καλευμένῃ Ἡρόδ. 6.61· ὁ κ. θάνατος Πλάτ. Φαίδ. 86D· ἢ τινα Λατοΐδα κεκλημένον ἢ πατέρος, «ἢ τινα τοῦ τῆς Λητοῦς παιδός, Ἀπόλλωνος ἀπόγονον κελημένον ἢ καὶ υἱὸν αὐτοῦ…, ἢ πατέρος, ἢ γουν τοῦ Διὸς» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 3. 119· οὕτω, καλεῖσθαί τινι ὁ αὐτ. ἐν Ο. 7. 140.
2) ὁ Παθ. πρκμ. κέκλημαι σημαίνει ἔχω λάβει ὄνομα, φέρω ὄνομα, καὶ συχνάκις σχεδὸν ἰσοδυναμεῖ πρὸς τὸ εἰμί, ἰδίως (παρὰ ποιηταῖς) ἐπὶ προσώπων μεταβαινόντων εἰς ἔγγαμον βίον, οὕνεκα σὴ παράκοιτις κέκλημαι, διότι εἶμαι σύζυγός σου, Ἰλ. Δ. 61· φίλη κεκλήσῃ ἄκοιτις Γ. 138· αἵ γὰρ ἐμοὶ τοιόσδε πόσις κεκλημένος εἴη, εἴθε τοιοῦτος ἀνὴρ νὰ ἦτο σύζυγός μου, Ὀδ. Ζ. 244· ἠγάγετ’ ἐς μέγα δῶμα φίλην κεκλῆσθαι ἄκοιτιν Ἡσ. Θ. 410· σὴ κεκλημένη ἦν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 324· μηδ’ ἔτι Τηλεμάχοιο πατὴρ κεκλημένος εἴην Ἰλ. Β.260· οὕτω καὶ παρὰ Τραγ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 2, 242, Σοφ. Ἠλ. 230, 336, κτλ.· - σπανίως κατ’ ἐνεστ., αἵ γὰρ, … τοῖος ἐὼν οἷός ἐσσι, … παῖδά τ’ ἐμὴν ἐχέμεν καὶ ἐμὸς γαμβρὸς καλέεσθαι, νὰ εἶχες τὴν θυγατέρα μου καὶ νὰ ἦσο γαμβρός μου, Ὀδ. Η. 313· -πρβλ. κηρύσσω ΙΙ. 3. 3) ἐνταῦθα δύο ποιητ. συντάξεις πρέπει νὰ σημειωθῶσι: α) Ἀλεισίου ἔνθα κολώνη κέκληται. ὅπου ὑπάρχει λόφος καλούμενος λόφος τοῦ Ἀλεισίου, Ἰλ. Λ.758· καὶ ἐν τῷ ἐνεργ., ἔνθ’ Ἀρέας πόρον ἄνθρωποι καλέοισιν, ἔνθα ὑπάρχει ὁ πόρος ὃν οἱ ἄνθρωποι καλοῦσι πόρον Ἀρέας, Πινδ. Ν. 9. 96, ἴδε Σχολ., πρβλ. κλέω (Α), κικλήσκω ΙΙΙ, κλῄζω ΙΙ. β) ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως ἢ ἀπαρ., μάτρωος δ’ ἐκάλεσσέ μιν ἰσώνυμον ἔμμεν, τὸν ὠνόμασε μὲ τὸ ὄνομα τοῦ ἐκ μητρὸς πάππου του, Πινδ. Ο. 9. 96· καλεῖ με, πλαστὸς ὡς εἴην πατρί, δηλ., καλεῖ με πλαστόν, Σοφ. Ο. Τ. 780· οὕτω, καλοῦμέν γε παραδιδόντα μὲν διδάσκειν, λέγομεν ὅτι ὁ παραδίδων διδάσκει, Πλάτ. Θεαίτ. 198Β· οἱ δὲ τράγοι πίονες ὄντες ἧττον γόνιμοί εἰσιν (ἀφ’ ὧν καὶ τὰς ἀμπέλους ὅταν μὴ φέρωσι, τραγᾶν καλοῦσι, λέγουσιν ὅτι…) Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5.14,18· πεβλ. ὀνομάζω ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. καλέσω, att. καλῶ ; ao. ἐκάλεσα, pf. κέκληκα;
Pass. f. κληθήσομαι, ao. ἐκλήθην, pf. κέκλημαι;
I. appeler :
1 appeler à soi : τινα εἰς ἕ, qqn à soi ; ἐς Ὄλυμπον IL dans l’Olympe ; particul. convoquer : εἰς ἀγορήν OD, ἀγορήνδε IL appeler à une assemblée ; ὅσοι κεκλήατο (épq. p. κέκληντο) βουλήν IL tous ceux qui avaient été convoqués à l’assemblée;
2 convier à un repas, inviter : τινα ἐπὶ δεῖπνον XÉN ou abs. καλεῖν OD inviter à un repas;
3 citer en justice : κ. εἰς δικαστήριον DÉM ou abs. καλεῖν AR citer devant le tribunal;
4 invoquer : θεούς ESCHL les dieux;
5 appeler, demander, réclamer : ἡ ἡμέρα ἐκείνη εὔνουν ἄνδρα ἐκάλει DÉM ce jour-là demandait un homme de bon vouloir;
II. appeler d’un nom, d’où
1 nommer : ὃν Βριάρεων καλέουσι θεοί IL celui que les dieux appellent Briarée ; ὄνομά τι κ. τινα OD, κ. ὄνομά τινι EUR donner un nom à qqn ou à qch ; ou sans ὄνομα : τοῦτο γὰρ αὐτὸν ou αὐτὴν ἐκάλουν ÉL car c’est ainsi qu’ils l’appelaient ; Pass. Μυρμιδόνες δὲ καλεῦντο IL on les appelait Myrmidons ; avec le gén. ou le dat. : κεκλῆσθαί τινος SOPH être appelé d’après le nom de qqn ; ὁ καλούμενος, ἡ καλουμένη, suivis d’un nom ATT celui, celle qu’on appelle ; ὁ καλούμενος θάνατος PLAT ce qu’on appelle la mort ; ἡ Θεράπνη καλευμένη (ion.) HDT la ville qu’on appelle Thérapnè ; au pf. Pass. κέκλημαι, j’ai reçu le nom de : σὴ παράκοιτις κέκλημαι IL je m’appelle ton épouse ; αἲ γὰρ ἐμοὶ τοιόσδε πόσις κεκλημένος εἴη OD plût aux dieux qu’un tel homme fût appelé mon époux (en ce sens κέκλημαι devient presque le syn. de εἰμί);
2 faire l’appel de ; classer ou compter parmi : οἱ τῶν ὁμοτίμων καλούμενοι XÉN ceux qui sont au nombre des ὁμότιμοι;
Moy. καλέομαι-οῦμαι (f. καλέσομαι, att. καλοῦμαι, ao. ἐκαλεσάμην) appeler à soi : τινα, qqn ; particul.
1 convoquer : ἀγορήνδε λαόν IL le peuple à l’assemblée;
2 citer en justice, acc.;
3 invoquer : τοὺς θεούς ESCHL les dieux ; en mauv. part ἀράς τινι SOPH prononcer des imprécations sur qqn.
Étymologie: R. Καλ, et, par métath. Κλη, appeler ; cf. lat. calare et clamare.

English (Autenrieth)

καλέει and καλεῖ, etc., inf. καλήμεναι, part. καλεῦντες, ipf. (ἐ)κάλει, iter. καλέεσκον, aor. (ἐ)κάλεσσα, part. καλέ(ς)σᾶς, pass. καλέονται, ipf. καλεῦντο, iter. καλέσκετο, perf. κέκλημαι, plup. 3 pl. κεκλήατο, fut. perf. 2 sing. κεκλήσῃ, mid. aor. (ἐ)καλέσσατο, καλέσαντο: call by name, call together, summon, invite, mid., to or for oneself; w. cognate acc., τινὰ ἐπώνυμον or ἐπίκλησιν καλεῖν, call a person ‘by a name,’ Il. 9.562, Il. 18.487; freq. pass., esp. perf., ‘be called,’ ‘pass for,’ often only a poetic amplification of εἶναι, αἲ γὰρ ἐμοὶ τοιόσδε πόσις κεκλημένος εἴη, Od. 6.244; often of inviting to dinner, see Od. 11.185-187; mid., Il. 24.193, Od. 21.380.

English (Slater)

κᾰλέω (καλεῖ, -έομεν, -έοισι(ν), -έοντι; καλέων; καλεῖν: impf. ἐκάλει: aor. ἐκάλες(ς)ε; καλέσαι: med. & pass. καλέονται, καλεῖσθαι: aor. καλέσαντο: pf. κε̆κληνται; κεκλημένον.)
   a name, call c. acc. dupl. c. acc. & inf. pend., c. acc., c. gen. τὸ καὶ κατεφάμιξεν καλεῖσθαί μιν χρόνῳ σύμπαντι μάτηρ τοῦτ' ὄνυμ ἀθάνατον (O. 6.56) κέκληνται δέ σφιν ἕδραι are called after them (O. 7.76) μάτρωος δ' ἐκάλεσσέ μιν ἰσώνυμον ἔμμεν (O. 9.63) ἤ τινα Λατοίδα κεκλημένον ἢ πατέρος (i. e. someone called after Apollo or the father, = ? someone like Asklepios or Apollo; interpr. dub., cf. Wil. on Eur. Her., 31) (P. 3.67) “θήσονταί τέ νιν ἀθάνατον, Ζῆνα καὶ Ἀπόλλων' Ἀγρέα καὶ Νόμιον, τοῖς δ Ἀρισταῖον καλεῖν” (P. 9.65) ἀμφ' ἀκταῖς Ἑλώρου ἔνθ Ἀρείας πόρον ἄνθρωποι καλέοισι (N. 9.41) γαῖαν, τὰν δὴ καλέοισιν Ὀλυμπίου Διὸς ἄλσος (I. 2.27) καλέοντί μιν (= Δᾶλον) Ὀρτυγίαν ναῦται πάλαι Πα. 7B. 48. θεόν, τὸν Βρόμιον, τὸν Ἐριβόαν τε βροτοὶ καλέομεν fr. 75. 10. ὦ μάκαρ, ὅν τε μεγάλας θεοῦ κύνα παντοδαπὸν καλέοισιν Ὀλύμπιοι (Boeckh: καλέουσιν codd. Aristot.) fr. 96. 3. Κρῆτα μὲν καλέοντι τρόπον (Schr.: καλέοισι codd.) *fr. 107b. 2* ἥροες ἁγνοὶ πρὸς ἀνθρώπων καλέονται fr. 133. 6.
   b call upon, invoke Ἀλφεῷ μέσσῳ καταβαίς, ἐκάλεσσε Ποσειδᾶν' εὐρυβίαν καὶ τοξοφόρον σκοπόν (O. 6.58) εὐρυβίαν καλέων θεόν (P. 2.12) κυμάτων ῥιπὰς ἀνέμους τ' ἐκάλει (P. 4.195) αἰτέομαι χρυσέαν καλέσαι Μοῖσαν (I. 8.5)
   c call, invite ἐκάλεσε πατὴρ τὸν εὐνομώτατον ἐς ἔρανον φίλαν τε Σίπυλον (O. 1.37) ἀλλ' Αἰακίδαν καλέων ἐς πλόον (sc. Ἡρακλέης) (I. 6.35) med., καλέσαντο συνεργὸν τείχεος (sc. Αἰακόν) (O. 8.32) c. acc. & inf., ἔνθα καί νυν ἐπίνομον ἡρωίδων στρατὸν ὁμαγερέα καλεῖ συνίμεν (P. 11.8) ὁ Μοισαγέτας με καλεῖ χορεῦσαι Ἀπόλλων fr. 94c. 1. met., ]ε καλέοντι μολπαὶ [Δᾶλ]ον ἀν' εὔοδμον (Pae. 2.96)
   d frag. ]ση καλεῖν[ Πα. 13b. 12.

Spanish

invocar, llamar, pronunciar

English (Abbott-Smith)

καλέω, -ῶ, [in LXX chiefly for קרא;]
1.to call, summon: c. acc. pers., Mt 20:8 25:14, Mk 3:31, Lk 19:13, Ac 4:18; seq. ἐκ, Mt 2:15 (LXX); metaph., I Pe 2:9.
2.to call to one's house, invite: Lk 14:16, I Co 10:27, Re 19:9; εἰς τ. γάμους, Mt 22:3, 9 Lk 14:8, 9 Jo 2:2; ὁ καλέσας, Lk 7:39; οἱ κεκλημένοι, Mt 22:8; metaph., of inviting to partake of the blessings of the kingdom of God (Dalman, Words, 118f.): Ro 8:30 9:24, 25 I Co 7:17, 18; seq. εἰς, I Co 1:9, I Th 2:12, I Ti 6:12; ὁ καλῶν (καλέσας), of God, Ga 1:6 5:8, I Th 5:24, I Pe 1:15, II Pe 1:3; οἱ κεκλκλημένοι, He 9:15; seq. ἐν (ἐπί), I Co 7:15, Ga 5:13, Eph 4:4, I Th 4:7; κλήσει, Eph 4:1, II Ti 1:9.
3.to call, name call by name: pass., Mt 2:23, Lk 1:32, al.; καλούμενος, Lk 7:11, Ac 7:58, al.; ὁ κ. (Deiss., BS, 210), Lk 6:15 22:3 23:33, Ac 10:1, Re 12:9, al.; c. pred nom., Mt 5:9, Lk 1:35, Ro 9:26, Ja 2:23, I Jo 3:1. (Cf. ἀντι-, ἐν-, εἰσ- (-μαι), ἐπι-, μετα-, παρα-, συν-παρα-, προ-, προσ-, συν-καλέω.)

English (Strong)

akin to the base of κελεύω; to "call" (properly, aloud, but used in a variety of applications, directly or otherwise): bid, call (forth), (whose, whose sur-)name (was (called)).

English (Thayer)

καλῷ; imperfect ἐκάλουν; future καλέσω (Winer's Grammar, § 13,3c.); 1st aorist ἐκάλεσα; perfect κέκληκά; passive, present καλοῦμαι; perfect 3rd person singular κέκληται (L T Tr WH; (L T Tr WH)), participle κεκλημένος; 1st aorist ἐκλήθην; 1future κληθήσομαι; (from Homer down); Hebrew קָרָא; Latin voco; i. e.:
1. to call (German rufen (cf. βοάω, at the end));
a. to call aloud, utter in a loud voice: ἄχρις οὗ τό σήμερον καλεῖται, as long as the word 'today' is called out or proclaimed, τινα, to call one to approach or stand before one, εἰς τούς γάμους seems to belong to τούς κεκλημένος); L T Tr WH); τά ἰδίᾳ πρόβατα κατ' ὄνομα, his own sheep each by its name, L T Tr WH φωνεῖ); used of Christ, calling certain persons to be his disciples and constant companions, δεῦτε ὀπίσω μου); Judges , ἐκ with the genitive of place, equivalent to to call out, call forth from: to cause to pass from one state into another: τινα ἐκ σκότους εἰς τό φῶς, voco equivalent to to invite; properly: εἰς τούς γάμους, Winer's Grammar, 593 (552)); ὁ καλέσας, ὁ κεκληκώς τινα, οἱ κεκλημένοι, Homer, Odyssey 4,532; 11,187 down). β. metaphorically: to invite one, εἰς τί, to something i. e. to participate in it, enjoy it; used thus in the Epistles of Paul and Peter of God as inviting men by the preaching of the gospel (διά τοῦ εὐαγγελίου, εἰς τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, εἰς ζωήν αἰώνιον, εἰς δόξαν αἰώνιον, εἰς τήν κοινωνίαν τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, καλεῖν τινα used alone: τινα καλεῖν κλήσει, ἐν ᾧ ἐκληθημεν, in whom lies the reason why we were called, who is the ground of our having been invited, ἄξιος τῆς κλήσεως, ἧς (by attraction for ἡ (or perhaps ἥν; cf. Winer s Grammar, § 24,1; Buttmann, 287 (247); Ellicott, in the place cited)) ἐκλήθητε, ὁ καλῶν τινα (he that calleth one, the caller, cf. Winer's Grammar, § 45,7), ὁ καλέσας τινα, οἱ κεκλημένοι, καλεῖν and καλεῖσθαι are used with a specification of the mediate end (for the highest or final end of the calling is eternal salvation): ἐπ' ἐλευθερία, οὐκ ἐπ' ἀκαθαρσία ἀλλ' ἐν ἁγιασμῷ, ἐν εἰρήνη, ἐν ἑνί ἐλπίδι, that ye might come into one hope, ἐν, I:7 (yet cf. Winer s Grammar, 417 (389); Buttmann, 329 (283); especially Ellicott in loc.), and ἐπί, Buttmann, 2a. ζ'.); εἰς εἰρήνην τοῦ Χριστοῦ ἐν ἑνί σώματι, that ye may be in one body i. e. be members of one and the same body, εἰς τοῦτο (which refers to what precedes) followed by ἵνα, καλεῖν τινα, namely, to embrace the offer of salvation by the Messiah, in adds εἰς μετάνοιαν). God is said to call those who are not yet born, viz. by promises of salvation which have respect to them, so that καλεῖν is for substance equivalent to to appoint one to salvation, καλοῦντος τά μή ὄντα ὡς ὄντα, to call (equivalent to to select) to assume some office, τινα, of God appointing or committing an office to one (German berufen): to invite equivalent to to rouse, summon: to do something, εἰς μετάνοιαν, also in to call i. e. to name, call by name;
a. to give a name to; with two accusatives, one of the object the other of the name as a predicate (to call one (by) a name: cf. Winer s Grammar, § 32,4b.; Buttmann, 151 (132) note); passive with the nominative of the name, to receive the name of, receive as a name: καλούμενος, called, whose name or surname Isaiah , ὁ καλούμενος (on its position cf. Buttmann, § 144,19): T Tr WH); L T Tr WH); ὀνόματι added, καλεῖσθαι ὀνόματι τίνι, to be called by a name, καλεῖν τινα ἐπί τῷ ὀνόματι τίνος, ἐπί, Buttmann, 2a. ἤ., p. 233{b}); after the Hebrew אֶת־שְׁמו קָרָא, καλεῖν τό ὄνομα τίνος, with the name in the accusative, to give some name to one, call his name: Matthew , p. 45 (Buttmann, 151 (132))).
b. Passive καλοῦμαι with predicate nominative to be called i. e. to bear a name or title (among men) (cf. Winer's Grammar, § 65,8): omits καλοῦμαι); to be said to be (equivalent to to be acknowledged, pass as, the nominative expressing the judgment passed on one): εἶναι, L T Tr WH; Hebraistically (ἐν Ἰσαάκ κληθήσεται σοι σπέρμα, through (better in, cf. ἐν, I:6c. and Meyer (edited by Weiss) ad Romans , the passage cited) Isaac shall a seed be called for thee, i. e. Isaac (not Ishmael) is the one whose posterity shall obtain the name and honor of thy descendants, καλῷ τινα, with an accusative of the predicate or a title of honor, to salute one by a name: Tr marginal reading WH brackets καλῷ); to give a name to one and mention him at the same time, ἀντικαλέω, ἐνκαλέω, εἰσκαλέω (καλέομαι), ἐπικαλέω, μετακαλέω, παρακαλέω, συνπαρακαλέω, προκαλέω, προσκαλέω, συγκαλέω.)

Greek Monotonic

κᾰλέω: Επικ. απαρ. καλήμεναι· Ιων. παρατ. καλέεσκον· μέλ. Ιων. καλέω, Αττ. καλῶ (το καλέσω είναι η υποτ. αορ. αʹ), αόρ. αʹ ἐκάλεσα, Επικ. ἐκάλεσσα, κάλεσσα· παρακ. κέκληκα — Μέσ., μέλ. Αττ. καλοῦμαι (επίσης με Παθ. σημασία), μεταγεν. καλέσομαι· αόρ. αʹ ἐκαλεσάμην, Επικ. καλεσσάμην — Παθ., μέλ. κεκλήσομαι, αόρ. αʹ ἐκλήθην, παρακ. κέκλημαι, Ιων. γʹ πληθ. κεκλέαται· Επικ. γʹ πληθ. υπερσ. κεκλήατο· ευκτ. κεκλῄμην, κεκλῇο·
I. 1. καλώ, φωνάζω, σε Όμηρ. κ.λπ. — Μέσ., καλώ κάποιον κοντά μου, στον ίδ.
2. καλώ σε γεύμα, προσκαλώ, σε Ομήρ. Οδ.· κ. ἐπὶ δεῖπνον, σε Ηρόδ., Ξεν.· κληθέντες πρός τινα, προσκεκλημένοι, καλεσμένοι στο σπίτι του, σε Δημ.
3. επικαλούμαι, τοὺς θεούς, σε Ηρόδ., Αττ.· ομοίως και σε Μέσ., σε Αισχύλ. κ.λπ.· αλλά ἀράς, ἅς σοι καλοῦμαι, επικαλούμαι κατάρες εναντίον σου, σε Σοφ.· Παθ., λέγεται για το θεό, μου γίνεται επίκληση από κάποιον, σε Αισχύλ. 4. α) ως δικανικός όρος, λέγεται για τον δικαστή· κλητεύω, προτείνω μάρτυρα ή φωνάζω, καλώ ενώπιον του δικαστηρίου, σε Αριστοφ., Δημ.· πρὶν τὴν ἐμὴν (δίκην) καλεῖσθαι, πριν γίνει η έναρξή της, σε Αριστοφ. β) λέγεται για τον ενάγοντα· σε Μέσ., καλεῖσθαί τινα, ενάγω κάποιον, πηγαίνω κάποιον στο δικαστήριο, Λατ. vocare in jus, στον ίδ. κ.λπ.
II. 1. καλώ ονομαστικά, ονομάζω, ονοματίζω, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ.· ὄνομα καλεῖν τινα, καλώ κάποιον με κάποιο συγκεκριμένο όνομα (δηλ. με το όνομά του), σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, και χωρίς το ὄνομα, τί νιν καλοῦσα τύχοιμ' ἄν; σε Αισχύλ. — Παθ., τύμβῳ δ' ὄνομα σῷ κεκλήσεται, ένα όνομα θα δοθεί στον τάφο σου, σε Ευρ.
2. σε Παθ. παρακ. κέκλημαι, έχω λάβει, έχω αποκτήσει όνομα, φέρω όνομα, συχνά = εἰμί, είμαι, οὕνεκα σὴ παράκοιτις κέκλημαι, γιατί είμαι σύζυγός σου, σε Ομήρ. Ιλ.· πόσις κεκλημένος εἴη, μακάρι τέτοιος άνδρας να ήταν σύζυγός μου, σε Ομήρ. Οδ.· σπανίως σε ενεστ., ἐμὸς γαμβρὸς καλέεσθαι, στο ίδ. 3. α) ποιητ., Ἀλεισίου ἔνθα κολώνη κέκληται, όπου υπάρχει ο λόφος που καλείται λόφος του Αλεισίου, σε Ομήρ. Ιλ. β) ακολουθ. από εξαρτημένη, δευτερεύουσα πρόταση, καλεῖ με, πλαστὸς ὡς εἴην πατρί, δηλ. καλεῖ με πλαστόν, με αποκαλεί υποτιθέμενο γιο, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰλέω: (fut. καλέσω - атт. καλῶ, aor. ἐκάλεσα, pf. κέκληκα; med.: fut. καλέσομαι - атт. καλοῦμαι; aor. ἐκαλεσάμην; pass.: fut. κληθήσομαι, aor. ἐκλήθην; pf. κέκλημαι)
1) звать, называть, именовать (τινά τινα Her., τί τι Arst., τινα ἀπό τινος Arst. и τινα ἐπὶ τῷ ὀνόματί τινος NT): ὄνομα τί σε κ. ἡμᾶς χρεών; Eur. каким именем должны мы звать тебя?; ὁ καλούμενος Plat., Arst. так называемый; τινὶ (или ἐπί τινι) ὄνομα κ. Plat. давать чему-л. имя, название; τάδε ἄλυτα κεκλήσεται Soph. эти (несчастья) будут (всегда) называться, т. е. навсегда останутся непоправимыми;
2) звать, призывать (θεούς Aesch.; Ζῆνα Soph.): τούτων μάρτυρας καλῶ θεούς Soph. в свидетели этого я призываю богов;
3) звать, созывать (θεοὺς ἀγορήνδε Hom.; εἰς ἀγορὴν Ἀχαιούς Hom.; τοὺς ἐργάτας NT): ὅσοι κεκλήατο (= κέκληντο) βουλήν Hom. те, которые были созваны на совет;
4) звать (к себе), вызывать: ὑμεῖς, ὅταν καλῶμεν, ὁρμᾶσθαι ταχεῖς Soph. когда мы позовем (вас), поспешите (к нам); τί με καλεῖς; Arph. отчего ты зовешь меня?; κάλει Χαρμίδην Plat. позови Хармида;
5) юр. (тж. κ. εἰς τὸ δικαστήριον Dem.) вызывать в суд (τινα Arph., Dem.): κ. εἰς μαρτυρίαν Plat. вызывать для дачи свидетельских показаний; ἕως ἂν τὴν δίκην ἄρχων καλῇ Arph. прежде чем, т. е. пока архонт не вызвал (тебя) в суд;
6) (повелительно) звать (с или за собой), призывать: ἐμὲ νῦν ἤδε καλεῖεἱμαρμένη Plat. но вот уже судьба зовет меня; καιρὸς καλεῖ πλοῦν σκοπεῖν Soph. время зовет, т. е. велит думать об отплытии; οὗτοι οὐ παρεγένοντο βασιλεῖ καλοῦντι Xen. они не явились на призыв (персидского) царя;
7) звать, приглашать (ἐπὶ δεῖπνον Her.; ἐς θοίνην Eur.; εἰς τοὺς γάμους NT): ὑπὸ σοῦ κεκλημένος Plat. приглашенный (будучи приглашен) тобой;
8) med. призывать (на чью-л. голову) (ἀράς τινι Soph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλέω, Aeol. κάλημ(μ)ι, Aeol. inf. κάλην, ep. inf. καλήμεναι, imperf. iter. καλέεσκον, 3 sing. med. καλέσκετο; aor. ἐκάλεσα, ep. aor. (ἐ)κάλεσ(σ)α, conj. καλέσω, Aeol. inf. κάλεσσαι, med. ἐκαλεσάμην; aor. pass. ἐκλήθην; perf. κέκληκα, plqperf. (ἐ)κεκλήκειν; perf. med.-pass. κέκλημαι, Ion. 3 plur. κεκλέαται, opt. med. κεκλῃμην, 2 sing. κεκλῃο, plqperf. (ἐ)κεκλήμην, 3 plur. ep. κεκλήατο; fut. καλῶ, later καλέσω, fut. Ion. καλέω, med. καλούμαι (ook pass. ) en καλέσομαι ( m. n. in compos. ), fut. pass. κληθήσομαι, fut. perf. κεκλήσομαι. roepen (met een bepaald doel), laten komen:; ὅσσοι κεκλήατο βουλήν allen die ter vergadering waren geroepen Il. 10.195; ἐμὲ καλεῖ ἡ εἱμαρμένη het lot roept mij Plat. Phaed. 115a; ook med.:; καλέσαντο γὰρ αὐτοί want zij hadden mij zelf laten komen Il. 1.270; meestal met prep. bepaling:; κ. ἐς Ὄλυμπον naar de Olympus roepen Il. 1.402; met adv. van plaats:; ἀγορήνδε naar de vergadering Il. 20.4; met inf.:; καλέουσιν... ἐς πεδίον καταβῆναι zij nodigen u (Priamus) uit om af te dalen naar de vlakte Il. 3.250; in NT roepen (om de goddelijke roeping aan te duiden):; πιστός ὁ καλῶν ὑμᾶς betrouwbaar is Hij die jullie roept (God) NT Thess. 1.5.24; overdr. om iets roepen:; ἐκεῖνος ὁ καιρὸς... οὐ μόνον εὔνουν καὶ πλούσιον ἄνδρα ἐκάλει die omstandigheid riepen niet alleen om een welgezind en rijk man Dem. 18.172; spec. inviteren, uitnodigen:; ὁ βῆ καλέων Ἀγαμέμνονα hij ging om Agammenon uit te nodigen Od. 4.532; κ. ἐπὶ δεῖπνον te eten vragen Xen. Cyr. 2.1.30; κ. ἐς θοίνην uitnodigen voor een feestmaal Eur. Ion 1140; pass.: ὑπὸ σοῦ κλεκλημένος door jou geïnviteerd Plat. Smp. 174d. voor de rechtbank brengen, act. met acc. v. h. inw. obj.:; κ. τὴν δίκην de rechtszaak aan de orde stellen Aristoph. Ve. 1441; met acc. van pers.:; ἀπηγόρευε μὴ καλεῖν ἐμέ hij verbood het mij voor het gerecht te laten komen Dem. 19.21; ook med. voor het gerecht dagen, aanklagen:. κ. ὕβρεως τινα iemand voor het gerecht dagen vanwege geweldpleging Aristoph. Av. 1046; κ. τινα πρὸς τὴν ἀρχήν iem. bij de magstraten aanklagen Plat. Lg. 914c. aanroepen, smeken:; κ. μάρτυρας θεούς de goden tot getuigen roepen Soph. Tr. 1248; ook med.: κ. τοὺς θεούς de goden aanroepen Aeschl. Ch. 201; κ. ἀράς τινι vervloekingen over iem. afroepen Soph. OC 1385. een naam geven, noemen met dubb. acc.:; ὃν Βριάρεων καλέουσι θεοί die de goden Briareos noemen Il. 1.403; εἴπ ’ ὄνομ ’ ὅττι σε κεῖθι κάλεον zeg mij de naam waarmee ze je daar aanspreken Od. 8.550; ὄνομα... καλεῖν τινα iem. bij de naam noemen Eur. Ion 259; ὄνομα ἐπί τινι καλεῖν een naam aan iets geven Plat. Parm. 147d; met ὡς:; με καλεῖ, πλαστὸς ὡς εἴην πατρί hij verkondigt dat ik een onecht kind van mijn vader ben Soph. OT 780; pass. genoemd worden, heten:; Μυρμιδόνες δὲ καλεῦντο zij heetten Myrmidoniërs Il. 2.684; ἐν τῇ Θεράπνῃ καλουμένῃ in een stad genaamd Therapne Hdt. 6.61.3; ptc. ὁ καλούμενος de zogeheten:; ἐν τῷ καλουμένῳ θανάτῳ bij de zogeheten dood Plat. Phaed. 86d; οἱ τῶν ὁμοτίμων καλούμενοι de zogeheten homotimoi Xen. Cyr. 2.1.9; soms perf. κέκλημαι de naam dragen, heten, gelden als, zijn:. σὴ παράκοιτις κέκλημαι ik ben uw echtgenote Il. 4.61; Ἀλησίου ἔνθα κολώνη κέκληται waar de zogeheten heuvel van Alesium zich bevindt Il. 11.758; αἲ γὰρ ἐμοὶ τοιόσδε πόσις κεκλημένος εἴη ach, was een dergelijk man maar mijn echtgenoot Od. 6.244; εἰ τόδε αὐτῷ φίλον κεκλημένῳ als het hem welgevallig is die naam te dragen Aeschl. Ag. 161; οὗτος μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν hij zal gelden als een groot man in het koninkrijk der hemelen NT Mt. 5.19.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: `call, by name = name (verb) (Il.)
Other forms: ep. also κικλήσκω, Aeol. κάλημι, Cypr. καλήζω, aor. καλέσ(σ)αι (Il.), pass. κληθῆναι (Archil.), fut. καλέω (IA. since Γ 383), καλῶ (Att.), καλέσω (young Att., hell.), perf. med. κέκλημαι with fut. κεκλήσομαι (Il.), act. κέκληκα (Ar.).
Compounds: very often with prefix, e. g. ἀνα-, ἐν-, ἐκ-, ἐπι-, παρα-, προ-, προσ-, συν-, As 1. member in καλεσσί-χορος calling to the dance (Orph. L. 718; Schwyzer 443f.); on ὁμο-κλη (ὀμ-), -κλέω, -άω s. v.
Derivatives: With disyll. stem: 1. καλήτωρ adjunct of κῆρυξ Caller (Ω 577), also as PN (Ο 419) with Καλητορίδης (Ν 541); καλη- as in καλή-μεναι (Κ 125; Aeol. athemat. formation?), perhaps after κλη- (Schulze Q. 16f., Fraenkel Nom. ag. 1, 17), if not metrically lenghtned (Solmsen Unt. 17); diff. again Schwyzer 531 n. 7 (after καλέω etc. for κλη-); thus 2. Καλήσιος (Ζ 18); 3. κάλεσις = κλῆσις, nominative (gramm.). - With monosyll. stem: 4. κλῆσις `call, invitation, summons etc. (Att. hell.), often from the prefixed verbs, e. g. ἐπίκλη-σις surname (Il.); 5. -κλημα, e. g. ἔγκλη-μα reproach, accusation (Att.) with ἐγκλήμων, -ματικός, -ματίζω etc. 6. κλητήρ, -ῆρος herald, witness (A., Att.); ὁμοκλη-τήρ who calls (Il.) from ὁμοκλη, -έω (s. v.); ἀνακλητήρια n. pl. feast when a king is nominated (Plb.); 7. κλήτωρ, -ορος witness, also PN (hell.), after κλητήρ (Fraenkel Nom. ag. 1, 17f.; on καλήτωρ : κλητήρ Benveniste Noms d'agent 29, 40, 46). - 8. κλητός called, invited, wellcome (Hom.; Ammann Μνήμης χάριν 1, 14 a. 21) with κλητεύω call to justice etc. (Att.), (ἀνα- etc.) -κλη-τικός; often from the prefixed verbs, e. g. ἔκκλη-τος `called in (IA. Dor.) with the collective abstract ἐκκλησία (called) meeting (IA.), community, church (LXX, NT); with ἐκκλησι-άζω and -αστής, -ασμός etc.; with nominal 1. member as compound [Zusammenbildung] in πολύ-κλη-τος often called, i. e. called on from many sides ' (Δ 438, Κ 420; diff., not convincing, Kronasser Sprache 3, 172f.). - 9. κλή-δην by name (Ι 11; cf. ἐξονομακλήδην); 10. ἐπίκλη-ν `with (sur)name (Pl.; Schwyzer 425). - Deverbative formation καλιστρέω = καλέω (D. 47, 60 from Harp., Call.; prob. first from a noun, cf. ἐλαστρέω and Schwyzer 706). - On κληΐζω, κληδών (κλεη-, κληη-) s. κλέος.
Origin: IE [Indo-European] [548] *k(e)lh₁- `call
Etymology: The disyll. verbal stem in καλέ-σαι (analogical καλέσσαι), as in ὀλέ-σαι, ἀρό-σαι etc. (Schwyzer 752); with κλη- in κέ-κλη-μαι, κι-κλή-σκω, κλη-τός compare βλη- in βέ-βλη-μαι, βλη-τός, from zero grade *kl̥h₁-. Beside monosyllabic κλη- (beside καλέ-σαι) Latin has clā- (clā-mare, clā-rus; beside calā-re). The present καλέ-ω is no doubt an innovation, prob. to καλέσαι (Fraenkel Mélanges Boisacq 1, 367; diff. on καλέω, καλέσαι Specht KZ 59, 85ff.). - (Not cognate are κέλαδος `noise'.) The α-vowel in καλέ-σαι will go back to a sonantic  ; the same vowel is found in Italic, Lat. calāre `declare', Umbr. kařetu (< *kalē-tōd); further the not fully explained OHG, OS halōn `call, fetch (= calāre), Hitt.kalleš- call, Skt. uṣā-kal-a- call (s. ἠϊκανός). As in the semant. close IE. *kan- (s. καναχή) the a is clearly very old (is it connected with the onomatop. charcater of the verb?). - Forms in Pok. 548ff.; further W.-Hofmann and Ernout-Meillet s. calō.

Middle Liddell

[καλέσω is aor1 subj.]
I. to call, summon, Hom., etc.: Mid. to call to oneself, Hom.
2. to call to a repast, to invite, Od.; κ. ἐπὶ δεῖπνον Hdt., Xen.; κληθέντες πρός τινα invited to his house, Dem.
3. to call on, invoke, τοὺς θεούς Hdt., attic; so in Mid., Aesch., etc.:—but ἀράς, ἅς σοι καλοῦμαι curses, which I call down on thee, Soph.:—in Pass., of the god, to be invoked, Aesch.
4. as law-term, of the judge, to cite or summon before the court, Ar., Dem.; πρὶν τὴν ἐμὴν δίκην καλεῖσθαι before it is called on, Ar.
b. of the plaintiff, in Mid., καλεῖσθαί τινα to sue at law, Lat. vocare in jus, Ar., etc.
II. to call by name, to call, name, Il., Trag.:— ὄνομα καλεῖν τινά to call him a name (i. e. by name), Od.; so, without ὄνομα, τί νιν καλοῦσα τύχοιμ' ἄν; Aesch.:—Pass., τύμβωι δ' ὄνομα σῶι κεκλήσεται a name shall be given to thy tomb, Eur.
2. in perf. pass. κέκλημαι, to have received a name, to bear it, often = εἰμί, to be, οὕνεκα σὴ παράκοιτις κέκλημαι because I am thy wife, Il.; πόσις κεκλημένος εἴη were to be my spouse, Od.;—rarely in pres., ἐμὸς γαμβρὸς καλέεσθαι Il.
3. poet. Ἀλεισίου ἔνθα κολώνη κέκληται where is the hill called the hill of Aleisios, Il.
b. foll. by a dependent clause, καλεῖ με, πλαστὸς ὡς εἴην πατρί, i. e. καλεῖ με πλαστόν, calls me a supposititious son, Soph.

Frisk Etymology German

καλέω: (seit Il.),
{kaléō}
Forms: ep. poet. auch κικλήσκω, äol. κάλημι, kypr. καλήζω, Aor. καλέσ(σ)αι (seit Il.), Pass. κληθῆναι (Archil. usw.), Fut. καλέω (ion. att. seit Γ 383), καλῶ (att.), καλέσω (jungatt., hell.), Perf. Med. κέκλημαι mit Fut. κεκλήσομαι (seit Il.), Akt. κέκληκα (Ar. usw.),
Grammar: v.
Meaning: ‘rufen, bei Namen rufen = nennen, herbei-, an-, aufrufen’.
Composita : sehr oft mit Präfix, z. B. ἀνα-, ἐν-, ἐκ-, ἐπι-, παρα-, προ-, προσ-, συν-, Als Vorderglied in καλεσσίχορος zum Tanz aufrufend (Orph. L. 718; Schwyzer 443f.); zu ὁμοκλή (ὀμ-), -κλέω, -άω s. bes.
Derivative: Ableitungen. Mit zweisilbigem (hochstufigem) Stamm: 1. καλήτωρ Beiwort von κῆρυξ Rufer (Ω 577), auch als EN (Ο 419) mit Καλητορίδης (Ν 541); καλη- für erwartetes καλε- (vgl. z. B. γενέτωρ) wie in καλήμεναι (Κ 125; äol. athemat. Bildung?), vielleicht nach κλη- (Schulze Q. 16f., Fraenkel Nom. ag. 1, 17), wenn nicht einfach metrisch gedehnt (Solmsen Unt. 17); wieder anders Schwyzer 531 A. 7 (nach καλέω usw. für κλη-); ebenso 2. Καλήσιος (Ζ 18) für *Καλέσιος (wie γενέσιος); 3. κάλεσις = κλῆσις, Nominativ (Gramm.). — Mit einsilbigem (schwachstufigem) Stamm: 4. κλῆσις Ruf, Einladung, Vorladung (att. hell.), oft von den präfigierten Verba, z. B. ἐπίκλησις Beiname (seit Il.); 5. -κλημα, z. B. ἔγκλημα Vorwurf, Anklage (att.) mit ἐγκλήμων, -ματικός, -ματίζω u. a. 6. κλητηρ, -ῆρος Herold, Zeuge (A., att.); ὁμοκλητήρ Zurufer (Il.) von ὁμοκλή, -έω (s. d.); ἀνακλητήρια n. pl. Feier beim Ausrufen eines Königs (Plb.); 7. κλήτωρ, -ορος Zeuge, auch EN (hell.), wohl für *καλέτωρ nach κλητήρ (Fraenkel Nom. ag. 1, 17f.; zu καλήτωρ : κλητήρ noch Benveniste Noms d’agent 29, 40, 46). — 8. κλητός berufen, eingeladen, willkommen (Hom. u. a.; Ammann Μνήμης χάριν 1, 14 u. 21) mit κλητεύω vor Gericht laden (att.), (ἀνα- usw.) -κλητικός; öfter von den präfigierten Verba, z. B. ἔκκλητος aufgerufen, berufen (ion. att. dor.) mit dem Kollektivabstraktum ἐκκλησία ‘(zusammenberufene) Versammlung’ (ion. att.), Gemeinde, Kirche (LXX, NT); davon ἐκκλησιάζω mit -αστής, -ασμός u. a.; mit nominalem Vorderglied als Zusammenbildung in πολύκλητος vielgerufen, d. h. von vielen Orten herbeigerufen (Δ 438, Κ 420; anders, nicht überzeugend, Kronasser Sprache 3, 172f.). — 9. κλήδην bei Namen, namentlich (Ι 11; vgl. ἐξονομακλήδην); 10. ἐπίκλην ‘mit (Zu)namen’ (Pl. u. a.; Schwyzer 425). — Deverbative Bildung καλιστρέω = καλέω (D. 47, 60 aus Harp., Kall.; wohl zunächst von einem Nomen, vgl. ἐλαστρέω und Schwyzer 706). — Zu κληΐζω, κληδών (κλεη-, κληη-) s. κλέος.
Etymology : Der zweisilbige Verbalstamm in καλέσαι (woneben analogisch καλέσσαι), stimmt zu ὀλέσαι, ἀρόσαι u. a. (Schwyzer 752); das einsilbige gemeingriech. κλη- in κέκλημαι, κικλήσκω, κλητός hat mehrere Gegenstücke, z. B. βλη- in βέβλημαι, βλητός (neben βέλεμνα, βάλλω, Schwyzer 360). Das Präsens καλέω ist ohne Zweifel Neubildung, wahrscheinlich zu καλέσαι (Fraenkel Mélanges Boisacq 1, 367; anders über καλέω, καλέσαι Specht KZ 59, 85ff.). — Ein anderer zweisilbiger (hochstufiger) Stamm wird in dem semantisch etwas abweichenden κέλαδος Getöse, Lärm vermutet. Es könnte deshalb nahe liegen, den α-Vokal in καλέσαι auf ein sonantisches zurückzuführen; derselbe Vokal tritt indessen auch im Italischen auf, lat. calāre ausrufen, umbr. kařetu (> *kalē-tōd), ebenso in dem semantisch abseits liegenden lett. kaluôt schwatzen; hinzu kommen die allerdings lautlich nicht eindeutigen ahd. as. halōn rufen, holen (= calāre), heth. kalleš- rufen, aind. uṣā-kal-a- Hahn (s. ἠϊκανός). Wie in dem sinnverwandten idg. qan- (s. καναχή) ist somit a offenbar uralt und hängt mit der Schallbedeutung des Verbs zusammen. Dem einsilbigen κλη- (neben καλέσαι) steht im Latein ein ebenfalls einsilbiges clā- (clā-mare, clā-rus; neben calā-re) gegenüber. — Bunter Formenbestand m. Lit. bei WP. 1, 443ff., Pok. 548ff.; dazu W.-Hofmann und Ernout-Meillet s. calō. Vgl. κέλαδος und κέλομαι.
Page 1,762-763

Chinese

原文音譯:kalšw 卡累哦
詞類次數:動詞(146)
原文字根:召 相當於: (קָרָא‎)
字義溯源:召,叫,名叫,呼召,蒙召,被召,召請,召出來,起名叫,傳喚,邀請,請,稱為,稱作,稱呼,叫來,使;源自(κελεύω)=邀請);而 (κελεύω)出自(κελεύω)X*=力言)。這字本意是:召,邀請。主召人來接受他的救恩,神邀請人來與他交通。主耶穌說,我來本不是召義人,乃是召罪人( 太9:13; 路5:32)。新約除了猶大書的著者以外,所有著作者都用了這編號。參讀 (ἐπικαλέω)同義字參讀 (ἐπιλέγω)同義字
同源字:1) (ἀνέγκλητος)無可指責 2) (ἀντικαλέω)回請 3) (ἐγκαλέω)告 4) (εἰσκαλέομαι)邀請進去 5) (ἐκκλησία)召出來的 6) (ἐπικαλέω)稱呼 7) (καλέω)召 8) (κλῆσις)邀請 9) (κλητός)被邀請的 10) (μετακαλέω)在別處召 11) (παρακαλέω)召近來 12) (προκαλέω)喚起 13) (προσκαλέω)召前來 14) (πρόσκλησις / πρόσκλισις)傾向 15) (συγκαλέω)召集
出現次數:總共(146);太(26);可(4);路(43);約(2);徒(16);羅(8);林前(12);加(4);弗(2);西(1);帖前(3);帖後(1);提前(1);提後(1);來(6);雅(1);彼前(6);彼後(1);約壹(1);啓(7)
譯字彙編
1) 名叫(14) 路2:4; 路9:10; 路10:39; 路19:29; 路21:37; 路23:33; 徒1:12; 徒7:58; 徒27:8; 徒27:14; 徒27:16; 徒28:1; 啓1:9; 啓12:9;
2) 稱為(9) 路1:36; 路6:15; 路15:19; 路15:21; 路22:3; 徒3:11; 徒9:11; 啓19:11; 啓19:13;
3) 召(8) 太9:13; 可2:17; 路5:32; 加1:6; 加5:8; 帖前2:12; 帖前4:7; 彼後1:3;
4) 稱⋯為(8) 太1:25; 太22:43; 太22:45; 路2:21; 路20:44; 徒14:12; 來2:11; 彼前3:6;
5) 請(5) 路7:39; 路14:9; 路14:10; 路14:12; 林前10:27;
6) 叫(5) 可3:31; 路1:59; 路1:62; 路19:2; 啓11:8;
7) 稱呼(4) 太23:7; 太23:9; 徒13:1; 徒15:37;
8) 蒙召的(3) 林前7:20; 林前7:22; 林前7:22;
9) 必稱為(3) 太5:9; 可11:17; 路1:35;
10) 叫作(3) 徒1:23; 來3:13; 啓16:16;
11) 叫了⋯來(3) 太25:14; 路19:13; 徒4:18;
12) 召了(2) 林前7:15; 提後1:9;
13) 才要稱為(2) 羅9:7; 來11:18;
14) 被請(2) 約2:2; 啓19:9;
15) 你們⋯蒙召(2) 西3:15; 彼前3:9;
16) 稱為⋯的(2) 路8:2; 林前15:9;
17) 你要稱⋯為(2) 路1:13; 路1:31;
18) 曾召(2) 彼前2:9; 彼前5:10;
19) 你們蒙召(2) 弗4:4; 彼前2:21;
20) 蒙召(2) 林前7:24; 加5:13;
21) 他⋯呼召(2) 太4:21; 可1:20;
22) 蒙召麼(2) 林前7:18; 林前7:18;
23) 呼召(2) 羅9:11; 來5:4;
24) 被召的人(2) 太22:3; 太22:4;
25) 要稱為(2) 路1:76; 約1:42;
26) 被稱為(2) 路1:32; 路22:25;
27) 把⋯叫來(1) 太20:8;
28) 召請(1) 太22:3;
29) 叫⋯的(1) 路1:61;
30) 將被稱為(1) 太21:13;
31) 他將稱為⋯了(1) 太2:23;
32) 我⋯來(1) 太2:15;
33) 都召來(1) 太22:9;
34) 我們得稱為(1) 約壹3:1;
35) 要稱⋯為(1) 太1:23;
36) 所召的人(1) 太22:8;
37) 召了⋯來(1) 太2:7;
38) 你們⋯稱呼(1) 路6:46;
39) 他⋯召了(1) 帖後2:14;
40) 召⋯的(1) 帖前5:24;
41) 你⋯被召(1) 提前6:12;
42) 他⋯被稱為(1) 雅2:23;
43) 召⋯者的(1) 彼前1:15;
44) 他要被稱為(1) 太5:19;
45) 你是⋯蒙召(1) 林前7:21;
46) 要被稱為(1) 太5:19;
47) 名叫⋯的(1) 路7:11;
48) 你⋯請去(1) 路14:8;
49) 召⋯來(1) 羅8:30;
50) 你們原是⋯所召(1) 林前1:9;
51) 蒙了召(1) 來11:8;
52) 被稱呼(1) 太23:8;
53) 起名叫(1) 徒1:19;
54) 必要稱(1) 路2:23;
55) 所起的(1) 路2:21;
56) 稱作(1) 徒10:1;
57) 被提召出來(1) 徒24:2;
58) 先前所請的(1) 路14:24;
59) 所請的人(1) 路14:17;
60) 請來(1) 路14:8;
61) 你被請(1) 路14:10;
62) 要請(1) 路14:13;
63) 請了(1) 路14:16;
64) 使(1) 羅4:17;
65) 所召來(1) 羅8:30;
66) 被稱呼為(1) 太23:10;
67) 還叫作(1) 太27:8;
68) 召出來(1) 加1:15;
69) 既然蒙召(1) 弗4:1;
70) 被請的(1) 路14:7;
71) 所呼召的(1) 林前7:17;
72) 叫他(1) 路1:60;
73) 你要叫(1) 太1:21;
74) 他召了(1) 羅9:24;
75) 我要稱為(1) 羅9:25;
76) 他們要被稱為(1) 羅9:26;
77) 蒙召的人(1) 來9:15