μέγας
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
English (LSJ)
μεγάλη [ᾰ], μέγα [ᾰ], gen. μεγάλου, ης, ου, dat. μεγάλῳ, ῃ, ῳ, acc. μέγᾰν, μεγάλην, μέγα [ᾰ]; dual μεγάλω, α, w; pl. μεγάλοι, μεγάλαι, μεγάλα, etc.: the stem μεγάλο- is never used in sg. nom. and acc. masc. and neut., and only once in voc. masc.,
A ὦ μεγάλε Ζεῦ A.Th. 822 (anap.). I big, of bodily size: freq. of stature, εἶδος. . μ. ἦν ὁράασθαι Od.18.4; κεῖτο μ. μεγαλωστί Il.16.776; ἠΰς τε μ. τε Od.9. 508; φῶτα μέγαν καὶ καλόν ib.513; καλή τε μεγάλη τε 15.418; κάρτα μεγάλη καὶ εὐειδής Hdt.3.1; φύσιν τίν' εἶχε φράζε; Answ. μέγας S.OT742. b full-grown, of age as shown by stature, νῦν δ' ὅτε δὴ μ. εἰμί Od.2.314; μήτε μέγαν μήτ' οὖν νεαρῶν τινα A.Ag.358 (anap.); later, elder of two persons of the same name, Wilcken Chr.305 (iii B. C.); Σκιπίων ὁ μ. Plb.18.35.9. c of animals, μ. ἵπποι, βοῦς, σῦς, Il.2.839, 18.559, Od.19.439; αἰετός Pi.I.6(5).50. 2 generally, vast, high, οὐρανός, ὄρος, πύργος, Il.1.497, 16.297, 6.386; wide, πέλαγος, λαῖτμα θαλάσσης, Od.3.179, 5.174; long, ἠϊών, αἰγιαλός, Il.12.31,2.210: sts. opp. ὀλίγος, κῦμα οὔτε μέγ' οὔτ' ὀ. Od.10.94; but usu. opp. μικρός or σμικρός, πρὸς ἑαυτὸ ἕκαστον καὶ μ. καὶ σμικρόν Anaxag. 3; τὸ ἄπειρον ἐκ μεγάλου καὶ μικροῦ Arist.Metaph.987b26, etc. II of quality or degree, great, mighty, freq. epith. of gods, ὁ μ. Ζεύς A. Supp.1052 (lyr.), etc.; μεγάλα θεά, of Demeter and Persephone, S. OC683 (lyr.); θεοὶ μεγάλοι, of the Cabiri, IG12(8).71 (Imbros), etc.; Μήτηρ μ., of Cybele, SIG1014.83 (Erythrae, iii B. C.), 1138.3 (Delos, ii B. C.); Μήτηρ θεῶν μ. OGI540.6 (Pessinus), etc.; Ἴσιδος μ. μητρὸς θεῶν PStrassb.81.14 (ii B.C.); μ. ἡ Ἄρτεμις Ἐφεσίων Act.Ap.19.28; τίς θεὸς μ. ὡς ὁ θεὸς ἡμῶν; LXX Ps.76(77).13; ὁ μ. θεός Ep.Tit.2.13; of men, μ. ἠδὲ κραταιός Od.18.382; ὀλίγος καὶ μ. Callin.1.17, etc.; μέγας ηὐξήθη rose to greatness, D.2.5; ἤρθη μ. ib.8; βασιλεὺς ὁ μ., i. e. the King of Persia, Hdt.1.188, etc. (θεῶν β. ὁ μ., of Zeus, Pi.O. 7.34); βασιλεὺς μ. A.Pers.24 (anap.); as a title of special monarchs, Ἀρδιαῖος ὁ μ. Pl.R.615c; ὁ μ. Ἀλέξανδρος Ath.1.3d; ὁ μ. ἐπικληθεὶς Ἀντίοχος Plb.4.2.7, etc.; μ. φίλος E.Med.549; πλούτῳ τε κἀνδρείᾳ μ. Id.Tr.674; ἐπὶ μέγα ἦλθεν ἰσχύος Th.2.97. 2 strong, of the elements, etc., ἄνεμος, λαῖλαψ, Ζέφυρος, Od.19.200, 12.408, 14.458; of properties, passions, qualities, feelings, etc., of men, θάρσος, πένθος, ποθή, etc., 9.381, Il.1.254, 11.471, etc.; ἀρετή Od.24.193, Pi. O.8.5; θυμός Il.9.496, E.Or.702; κλέος Il.6.446; ἄχος 9.9; πυρετός Ev.Luc.4.38 (incorrect acc. to Gal.7.275); ἡ μ. νοῦσος epilepsy, Hp. Epid.6.6.5, cf. Gal.17(2).341. 3 of sounds, great, loud, ἀλαλητός, ἰαχή, πάταγος, ὀρυμαγδός, Il.12.138, 15.384, 21.9, 256; θόρυβοι, κωκυτός, S.Aj.142 (anap.), E.Med.1176; οὐκ ἔστι ὅκως τι νεῖκος ἔσται ἢ μέγα ἢ σμικρόν Hdt.3.62; μὴ φώνει μέγα S.Ph.574. 4 generally, great, mighty, ὅρκος Il.19.113; ὄλβος, τιμά, Pi.O.1.56, P.4.148; μ. λόγος, μῦθος, a great story, rumour, A.Pr.732, S.Aj.226 (lyr.); ἐρώτημα a big, i. e. difficult, question, Pl.Euthd.275d, Hp.Ma. 287b; weighty, important, τόδε μεῖζον Od.16.291; μέγα ποιέεσθαί τι to esteem of great importance, Hdt.3.42, cf. 9.111; μέγα γενέσθαι εἴς τι X.HG7.5.6; μ. ὑπάρχειν πρός τι Id.Mem.2.3.4; μέγα διαφέρειν εἴς τι Pl.Lg.78oc; οὐκ ἂν εἴη παρὰ μέγα τὸ δικολογεῖν not of great importance, Phld.Rh.2.85 S.; τὸ δὲ μέγιστον and what is most important, Th.4.70, cf. 1.142; οἱ μέγιστοι καιροί the most pressing emergencies, D.20.44; μ. ὠνησάμενοι χρημάτων for large sums, Plb. 4.50.3, etc. 5 with a bad sense, over-great, μέγα εἰπεῖν to speak big, and so provoke divine wrath, Od.22.288; λίην μέγα εἶπες 3.227, 16.243; μέγα ἔργον 3.261, Pi.N.10.64; ἔργων μ. A.Ag.1546 (anap.); ὠμὸν τὸ βούλευμα καὶ μ. Th.3.36; ἔπος μ., μ. λόγοι, S.Aj. 423 (lyr.), Ant.1350 (anap.); μ. γλῶσσα ib.127 (anap.); μηδὲν μέγ' εἴπῃς Id.Aj.386; μὴ μέγα λέγε Pl.Phd.95b; μὴ μεγάλα λίαν λέγε Ar.Ra.835; μέγα φρονεῖν S.OT1078, E.Hipp.6; μεγάλα φρονεῖν Ar.Ach.988; μεγάλα, μεῖζον ἢ δικαίως πνεῖν, E.Andr.189, A.Ag.376 (lyr.); μέγα τι παθεῖν X.An.5.8.17; μὴ μέγα λέγων μεῖζον πάθῃς E. HF1244. 6 of style. impressive, Demetr.Eloc.278; μεῖζον more striking, ib.103. 7 of days, long, Gal.12.714. B Adv. μεγάλως [ᾰ] greatly, mightily, Od.16.432, Hes.Th. 429, Hdt.1.16,30, al., X.Cyr.8.2.10, Parth.28.1, etc.; strengthd., μάλα μ. Il.17.723; δμαθέντες μ. A.Pers.907 (lyr.); with Adjs., Hdt. 1.4, 7.190. II more freq. neut. sg. μέγα as Adv., very much, exceedingly, μ. χαῖρε all hail!, v. l. for μάλα in Od.24.402; esp. with Verbs expressing strong feeling, μ. κεν κεχαροίατο Il.1.256; μ. κήδεται 2.27, etc.: with Verbs expressing power, might, μ. πάντων… κρατέει 1.78; ὃς μ. πάντων. . ἤνασσε 10.32; πατρὸς μ. δυναμένοιο Od.1.276, cf. Hom.Epigr.15.1, A.Eu.950 (anap.), E.Hel.1358 (lyr.), Ar.Ra.141, Pl.R.366a; μ. δύνασθαι παρά τινι Th.2.29; πλουτέειν μ. Hdt.1.32; or those expressing sound, loudly, μ. ἰάχειν, ἀῧσαι, βοῆσαι, εὔξασθαι, ἀμβῶσαι, Il.2.333, 14.147, 17.334, Od.17.239, Hdt.1.8 (also pl., μεγάλ' εὔχετο Il.1.450; μ. αὐδήσαντος, μ. ἤπυεν, Od.4.505, 9.399): strengthd., μάλα μ. Il.15.321; μ. δ' ἔβραχε φήγινος ἄξων 5.838, etc.: so in Trag. with all kinds of Verbs, μ. στένειν, σθένειν, χλίειν, A.Ag.711 (lyr.), 938, Ch.137: also in pl., μεγάλα. . δυστυχεῖς Id.Eu.791 (lyr.). 2 of Space, far, μέγα προθορών Il.14.363; ἄνευθε μέγα far away, 22.88; οὐκ ἂν μέγα τι τῆς ἀληθείας παρεξέλθοις Pl.Phlb.66b. 3 with Adjs., as μέγ' ἔξοχος, μέγα νήπιος, Il.2.480, 16.46; μ. νήπιε Orac. ap. Hdt.1.85; μ. πλούσιος Id.1.32, 7.190; ὦ μέγ' εὔδαιμον κόρη A.Pr.647: with Comp. and Sup., by far, μέγ' ἀμείνονες, ἄριστος, φέρτατος, Il.4.405, 2.82, 16.21. C degrees of Comparison (regul. μεγαλώτερος, -ώτατος late, EM780.1,2): 1 Comp. μείζων, ον, gen. ονος, Ep., Att. (also Delph., SIG246 H260 (iv B. C.)); Ion., Arc., Dor., Aeol. μέζων, ον, Heraclit. 25, Hp.Acut.44, Hdt.1.26, IG7.235.16 (Oropus), 5(2).3.18 (Tegea), Epich.62 (also early Att., IG12.22.65, but [με] ίζων ib.6.93, by analogy of ὀλείζων ib.76,95); dat. pl. μεζόνεσσι Diotog. ap. Stob.4.7.62: written μέσδων in Sapph.Supp.7.6, Plu.Lyc.19: cf. μέττον· μεῖζον, Hsch. (dub.); later μειζότερος 3 Ep.Jo.4 (used as title, elder, POxy. 943.3 (vi A. D.), etc.); μειζονώτερος A.Fr.434:—greater, longer, taller, Il.3.168, 9.202, etc.; freq. also, too great, γέρας Pl.Sph.231a; Μηνόφιλος μείζων M. the elder, Ostr.Bodl.vC 2 (ii A. D.); as title, μειζων κώμης headman of a village, POxy.1626.5 (iv A. D.), etc.: generally, the higher authority, PLond.2.214.22 (iii A. D.), POxy.1204.17 (pl., iii A. D.); οὔτε μεῖζον οὔτε ἔλαττον, a strong form of denial, nothing whatever, D.H.Comp.4; οὐδαμὰ προὔφηνεν οὔτε μείζον' οὔτ' ἐλάττονα S.Tr.324. Adv. μειζόνως E.Hec.1121, Th.1.130, X.Cyn.13.3, Isoc.9.21, etc.; Ion. μεζόνως Hdt.3.128, Herod.4.80, etc.: neut. as Adv., μεῖζον σθένειν S.Ph.456, E.Supp.216; μ. ἰσχύειν D.Ep.3.28; ἐπὶ μ. ἔρχεται S.Ph.259. 2 Sup. μέγιστος, η, ον, Il.2.412, etc.: neut. as Adv., μέγιστον ἴσχυσε S.Aj.502; δυνάμενος μ., c. gen., Hdt.7.5, 9.9: with another Sup., μέγιστον ἐχθίστη E.Med.1323: in pl., χαῖρ' ὡς μέγιστα S.Ph.462; θάλλει μ. Id.OC700 (lyr.); τὰ μέγιστ' ἐτιμάθης Id.OT1203 (lyr.); ἐς μέγιστον ib.521; ἐς τὰ μ. Hdt.8.111:—late Sup. μεγιστότατος PLond.1.130.49 (i/ii A. D.). (Cf. Skt. majmán- 'greatness', Lat. magnus, Goth. mikils 'great'.)
German (Pape)
[Seite 109] μεγάλη, μέγα (magnus, mächtig), acc. μέγαν, μεγάλην, μέγα, alle übrigen Casus von der Grundform μεγάλοσ, welche nicht mehr vorkommt, der voc., μεγάλε Ζεῦ, nur einmal, Aesch. Spt. 824; – groß, zunächst – a) von körperlicher Größe belebter Wesen u. anderer Dinge, häufig von der Leibesgröße des Mannes, verbunden ἠΰς τε μέγας τε u. καλός τε μέγας τε, seltener von Frauen, καλή τε μεγάλη τε, Od. 15, 418; νῦν δ' ὅτε δὴ μέγας ἐσσὶ καὶ ἥβης μέτρον ἱκάνεις 18, 216, vgl. 2, 314, wie unser »da du groß geworden«, als Ausdruck des Erwachsenseins; von Thieren, μέγας σῦς, 4, 457 u. A.; αἰετός, Pind. I. 5, 48; oft auch von Waffen, Il.; δρῦς, Pind. P. 4, 264, πόλεις, 4, 19; πεδία, Aesch. Spt. 715; Her. sagt auch μεγέθεϊ μέγας, μέγιστος, an Größe groß, 1, 51. 7, 117, wie auch μεγάθει σμικρός 2, 74 gesagt ist. – b) von allen Ausdehnungen nach den verschiedenen Richtungen; hoch, οὐρανός, Ὄλυμπος, ὄρος, πέτρη, πύργος u. ä., Hom.; αἰθήρ, Soph. Ai. 1172, öfter; – von der Ausdehnung in die Länge, ἠϊών, ποταμός, τάφρος, Hom.; – weit, geräumig, πέλαγος, λαῖτμα, ὄρχατος, τέμενος u. ä., Hom., u. eben so bei den Folgdn. – Uebertr. in mannigfachen Beziehungen; – groß, gewaltig, mächtig, von den Göttern u. Königen, bes. Ζεύς, Hom., Aesch. Ch. 243, Soph. Tr. 398, der μέγας θεῶν βασιλεύς heißt, Pind. Ol. 2, 34; βασιλεύς, Aesch. Pers. 24, welches in Prosa sehr gewöhnliche Bezeichnung des Perserkönigs ist, der Großkönig, auch häufig ohne Artikel, Xen. An. u. Hell.; Soph. εὐδαίμων ἀνύσει καὶ μέγας, Phil. 711; ὴ μεγάλη Μοῖρα, 1466; ἐν ὅρκῳ μέγας, O. R. 653; – μεγάλαι θεαί sind besonders Demeter u. Persephone; – Ἀρδιαῖος ὁ μέγας, der mächtige, Plat. Rep. X, 615 c; vgl. ὁ μέγας ἀνὴρ ἐν πόλει, Legg. V, 630 d; – τὰ μεγάλα, große, wichtige Dinge, Xen. u. A. – So von Naturkräften, ἄνεμος, λαῖλαψ, ζέφυρος, heftiger, großer Sturm, Hom. u. A.; ὁ ποταμὸς μέγας ἐῤῥύη, ging hoch mit Wasser, Dem. 59, 99; u. übertr. von menschlichen Verhältnissen und Gemüthszuständen, in vielen Beziehungen, κράτος, ἀλκή, κλέος, κῦδος, τιμή, ἀρετή, σθένος, μένος, θυμός, ποθή, ἄτη, ἄχος, πένθος, πῆμα u. ä., Hom.; ἀρετά, Pind. P. 5. 98, νόος, 5, 122, ἐλπίς, 8, 93, ὄλβος, Ol. 1, 56, τιμά, κῦδος u. ä.; ὠφέλημα, Aesch. Prom. 251, ἄχη, Spt. 78, πλοῦτος, Pers. 159, ὀμώμοται γὰρ ὅρκος ἐκ θεῶν μέγας, Ag. 1257, wie Pind. Ol. 6, 20, τύχη, πένθος u. ä.; χόλος, Soph. Phil. 327, θόρυβος, Ai. 142, wie Pind. Ol. 11, 76; bei Hom. von allen starken Eindrücken, auch des Gehörs, laut, ἰαχή, ἀλαλητός, ὀρυμαγδός, πάταγος; κωκυτός, Soph. Ai. 838; μεγάλῃ τῇ φωνῇ, Plut. u. A.; τῇ φωνῇ μέγα λέγων, laut sprechend, Plat. Prot. 310 b; μέγα βοᾶν, Conv. 212 d; ᾄ δειν, Legg. IX, 854 d; ähnl. μέγα στενάζειν, Eur. I. T. 953, στένειν, Med. 291; μέγα στενάξας, Dem. 27, 69, u. sonst in Prosa (s. unten). – Es enthält auch einen tadelnden Nebenbegriff des zu Großen, Uebermäßigen, wie Od. 22, 287, μήποτε πάμπαν εἴκων ἀφραδίῃς μέγα εἰπεῖν ἀλλὰ θεοῖσιν μῦθ ον ἐπιτρέψαι, Etwas sagen, das über die Schranken der Sterblichen hinausgeht u. womit man sich gegen die Götter versündigt; λίην μέγα εἰπεῖν, 16, 243; μηδὲν μέγ' εἴπης, Soph. Ai. 379, wie μεγάλοι λόγοι, stolze, übermüthige Reden, Ant. 1329 (vgl. μεγαληγορέω u. ä. compp.); μὴ μέγα λέγε, Plat. Phaed. 95 b; Soph. 238 u. A. Eben so φρονεῖν μέγα, Soph. Ant. 475; Eur. Phoen. 41 Or. 806; εἴς τινα, Hipp. 6, gegen Einen stolz sein; auch μεγάλα λέγειν u. φ ρονεῖν, Sp., τὰ τῶν βαρβάρων μεγάλα ποιεῖν, groß machen, preisen, Isocr. 4, 143; μέγα ποιεύμενος ταῦτα, es hoch anschlagend, Her. 3, 42; c. partic., 9, 111, wie Xen. Cyr. 5, 3, 19; μέγα ἐσ τί τι εἴς τι, πρός τι, es ist wichtig, von Bedeutung für Etwas, Xen. Mem. 2, 3, 4 Hell. 7, 5, 6. – Adv. ist μεγάλως, Od. 16, 432; μάλα μεγάλως, Il. 17, 723; ὄλωλεν, Aesch. Pers. 976; Τροίαν ἐπύργωσαν, Eur. Troad. 843; auch in Prosa, καὶ θαυμασίως εἴρηκας, Plat. Hipp. mai. 291 e; τοὺς μεγάλους μεγάλως λέγουσι, Euthyd. 284 e. Häufiger ist μέγα bes. bei Hom. so gebraucht, auch μεγάλα, sehr, stark, gewaltig, μέγα χαῖρε, sei sehr gegrüßt, Od. 24, 402; oft μέγα κρατεῖν, ἀνάσσειν, δύνασθαι, stark, gewaltig herrschen, viel vermögend sein, vgl. Lob. zu Phryn. p. 197; μέγα σθένει, Aesch. Ag. 912, wie Soph. O. C. 738; πλουτεῖν, Ant. 1153; ὀλβισθείς, Eur. Troad. 1253; τὸν μεγάλα δυνάμενον, Plat. Rep. I, 343 c; bei den Verbis, die das Hervorbringen eines Lautes bezeichnen, μέγα ἀϋτεῖν, ἰάχειν, βοᾶν, ὀχθεῖν, εὔχεσθαι u. dergl., laut, Hom., der bei diesen Verbis auch μεγάλα sagt, u. Folgde (s. oben); τιμᾶν, σεβίζειν, Aesch. Ch. 253 Eum. 12; στέργειν, Soph. O. R. 1023; vom Raume, weit, μέγα προθορών, Il. 14, 363, μέγα ἄνευθε, weit entfernt, 22, 88; οὐκ ἂν μέγα τι τῆς ἀληθείας παρεξέλθοις, Plat. Phil. 66 b; bei adj., sehr, sowohl beim posit., μέγα νήπιος, Il. 16, 46, μέγα ἔξοχος, 2, 480 Od. 15, 227, als auch beim compar. u. superl., μέγ' ἀμείνων, ἄριστος, μέγα φέρτατος, Hom.; so auch die Folgdn, ὦ μέγ' εὐδαίμων κόρη, Aesch. Prom. 650, τὸν μέγα στυγούμενον, 1006; κατὰ μέγα u. κατὰ μεγάλα, Plat. Phaedr. 262 a Tim. 65 a; σοφὸς τὰ μεγάλα, in großen Dingen, Rep. IV, 426 c; τὰ μεγάλα νικᾶν τοὺς φίλους εὖ ποιοῦντα, Xen. An. 1, 9, 24. – Compar. μείζων, ον, Hom. u. Att.; ion. μέζων, Her., dor. μέσδων u. böot. μέσσων, Sp. auch μειζότερος u. bei Byz. μειζονότερος, größer, in allen den beim Positiv erwähnten Beziehungen; μείζω ἐκτενῶ λόγον, die Rede ausdehnen, Soph. Tr. 676; ἐνέχει τύχᾳ τᾷδ' ἀπὸ μείζονος, Phil. 1086, von einem Größeren, Mächtigern, d. i. von einem Gotte; τοῦ θεοῦ μεῖζον σθένειν, Eur. Suppl. 216; – μεῖζον φθέγγεσθαι, Plat. Prot. 334 c; auch zugroß, größer oder mehr als billig, φρονείτω μεῖζον ἢ κατ' ἄνδρα, Soph. Ant. 764; vgl. Eur. Phoen. 710; μεῖ. ζον ἢ καθ' ἡμᾶς, Plat. Tim. 404 (vgl. κατά), auch μείζω τινὰ δύναμιν εἶναι ἢ ἀνθρωπείαν, Crat. 438 c; οὔτε μεῖζον οὔτε ἔλαττον ist eine starke Verneinung, vgl. Soph. Tr. 323; Schäfer zu D. Hal. C. V. p. 71. – Superl. μέγιστος, Hom. u. Folgde. Bei sehr Sp. auch μεγαλώτατος, s. Lob. Phryn. p. 93; πάντων μεγίστῳ Ζηνί, Aesch. Ch. 243 u. sonst; μεγίστη Παλλάς, Soph. O. C. 167; adverbialisch, χαῖρ' ὡς μέγιστα, Phil. 460; μέγιστον ἴσχυσε στρατοῦ, Ai. 497, τὰ μέγιστ' ἐτιμάθης, O. R. 1202. – In Prosa bes. oft τὸ μέγιστον, was das wichtigste, die Hauptsache ist, entweder τὸ μὲν μέγιστον ὅτι, Plat. Conv. 196 b Rep. III, 407 b, oder für sich stehend, parenthetisch, Plut. u. A.; τὸ μὲν μέγιστον αἰσχυνόμενος, Xen. An. 1, 3, 10. 5, 6, 29 Cyr. 3, 1, 1 u. öfter, was die Hauptsache betrifft; τὸ δὲ μέγιστον· οἷς γὰρ κ. τ. λ., Isocr. 3, 21 (vgl. γάρ); καὶ τὸ μέγιστον, u. was das wichtigste ist, Thuc. 4, 70. So auch noch Sp., wie Luc. D. D. 20, 13 Nigr. 2. – Adverbialisch, βοῶντα μέγιστον Plat. Euthyd. 300 b, ὡς μέγιστα καὶ ὡς κάλλιστα Conv. 198 e; Eur. verbindet es auch mit einem superl., μέγιστον ἔχθιστος, Med. 1320.
Greek (Liddell-Scott)
μέγᾰς: μεγάλη [ᾰ], μέγᾰ, γεν. μεγάλου, ης, ου, δοτ. μεγάλῳ, ῃ, ῳ, αἰτ. μέγᾰν, μεγάλην, μέγᾰ· δυϊκ. μεγάλω, α, ω, πληθ. μεγάλοι, αι, α, κτλ., ὡς ὁμαλὸν ἐπίθετ. εἰς ος· - ἀλλ’ ὁ ὁμαλὸς τύπος μεγάλος οὐδέποτε ἐν χρήσει καθ’ ἑνικ. ὀνομαστ. καὶ αἰτ. ἀρσεν. καὶ οὐδετ., καὶ μόνον ἅπαξ κατὰ κλητ. ἀρσ., ὦ μεγάλε Ζεῦ Αἰσχύλ. Θήβ. 822. (Ἐκ τῆς √ΜΕΓ παράγονται ὡσαύτως τὰ μείζων (ὅ ἐστι μεγίων, πρβλ. ὀλίγος, ὀλίζων= ὀλιγίων) μέγιστος, μέγεθος· Λατ. mag-nus, maj- or, max-imus, mag-is, mag-ister, κτλ.· Γοτθ. mik-ils (μέγας), mik-iljan (μεγαλύνειν), συγκρ. mais (μᾶλλον, πλεῖον), ὑπερθετ. maist (τὸ πλεῖστον)· Ἀρχ. Σκανδιν. mik-ill (Σκωτ. mickle, πρβλ. τὰ Ἀγγλ. much, might)· - τὸ Σανσκρ. mah-at, mah-â (μέγας) πρέπει νὰ εἶναι συγγενές, ἂν καὶ τὸ Σανσκρ. h (ὅ ἐστι gh) κυρίως δὲν ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὸ Ἑλλ. γ καὶ Γοτθ. k· ἀλλ’ ἡ αὐτὴ δυσκολία ἀπαντᾷ καὶ ἐν τῷ Ἑλλην. μῆχος ἐν παραβολῇ πρὸς τὸ Σανσκρ. mâh καὶ Γοτθ. mag· δὲν δυνάμεθα δὲ καὶ τὰ μακρός, μῆκος νὰ ἀναφέρωμεν εἰς ῥίζαν ἔχουσαν γ ἀντὶ κ). Ι. Ριζικὴ σημασία, ἀντίθετ. τῷ μικρὸς ἢ σμικρός, μέγας, κοινῶς «μεγάλος» ἐπὶ σωματικοῦ μεγέθους, Ὅμ., κτλ.· συχνότ. ἐπὶ τοῦ ἀνδρικοῦ ἀναστήματος, εἶδος... μ. ἦν ὁράασθαι Ὀδ. Σ. 4, ἴδε ἐν λέξ. μεγαλωστί· συχνάκις δὲ συνάπτονται: ἠΰς τε μέγας τε, καλός τε μέγας τε· σπανιώτερον ἐπὶ γυναικῶν, καλή τε μεγάλη τε, οἷον ἐν Ο. 418· - ὡσαύτως, «μεγάλος», ἐπὶ ἡλικίας ὡς ἐμφαινομένης ἐκ τοῦ ἀναστήματος (πρβλ. Λατ. major, maximus), νῦν δ’ ὅτε δή μ. εἰμὶ Β. 314· μήτε μέγαν μήτ’ οὖν νεαρῶν τιν’ ὑπερτελέσαι... Αἰσχύλ. Ἀγ. 358· - περὶ τοῦ μεγάθεϊ μέγας, κλ., ἴδε ἐν λέξει μέγεθος. Ἐπειδὴ τὸ σωματικὸν μέγεθος δύναται νὰ εἶναι διαφόρων εἰδῶν, ἡ λέξις μέγας ἔχει ἑτέρας τινὰς μερικωτέρας σημασίας, οἷον, 1) ἐκτεταμένος, ὑψηλός, οὐρανός, ὄρος, πύργος, κτλ., Ὅμ. 2) ἀχανής, εὐρύς, πέλαγος, λαῖτμα θαλάσσης, κτλ., Ὅμ. 3) μακρός, ἠιών, αἰγιαλός, κτλ., Ὅμ. ΙΙ. ἐπὶ βαθμοῦ, ἰσχυρός, δυνατός, μέγας, καὶ 1) μέγας, παντοδύναμος, Ὅμ.· τὸ πλεῖστον ὡς ἐπίθ. τῶν θεῶν, ὁ μ. Ζεὺς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1053. κτλ.· θεοὶ μεγάλοι ἢ οἱ μ. θεοί, ἐπὶ τῶν Καβείρων, Συλλ. Ἐπιγρ. 2296., 2270. 18· μεγάλα θεά, ἐπὶ τῆς Δήμητρος καὶ Περσεφόνης, Σοφ. Ο. Κ. 683· - ὡσαύτως ἐπὶ ἀνδρῶν, ὡς τὸ μεγιστᾶνες, Ὀδ. Σ. 382, Ἡρόδ., κτλ.· μέγας ηὐξήθη, ἐγένετο μέγας, κατέστη ἰσχυρός, Δημ. 19. 19· ἤρθη μ. ὁ αὐτ. 20. 9· βασιλεὺς ὁ μέγας, δηλαδ. ὁ τῆς Περσίας, ὁ μέγας μονάρχης, Ἡρόδ. 1. 188, κτλ. (Ὁ Ζεὺς καλεῖται θεῶν β. ὁ μ. Πινδ. Ο. 7. 61)· βασιλεὺς μέγας Αἰσχύλ. Πέρσ. 24· παρὰ μεταγενεστέροις ὡς προσωνυμία ἐξαιρέτων τινῶν βασιλέων, Ἀρδιαῖος ὁ μ. Πλάτ. Πολ. 615C· ὁ μ. Ἀλέξανδρος Ἀθήν. 3D· ὁ μ. ἐπικληθεὶς Ἀντίοχος Πολύβ. 4. 2, 7, κτλ· (ἐνῷ Σκιπίων ὁ μέγας εἶναι Scipio Major, δηλ. ὁ πρεσβύτερος, Πολύβ. 18. 18, 9 ἔνθα ἴδε Schweigh.)· μέγας φίλος Εὐρ. Μήδ. 549· πλούτῳ τε κἀνδρείᾳ μέγας ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 669· ― ὡσαύτως, μέγας ὅρκος, ὁ ἰσχυρὸς ἢ φοβερὸς ὅρκος, Ὅμ. 2) μέγας, ἰσχυρός, ὁρμητικός, ἐπὶ τῶν στοιχείων, κτλ., ἄνεμος, λαῖλαψ, ζέφυρος Ὅμ.· καὶ ἐπὶ ἰδιοτήτων, παθῶν καὶ καταστάσεων ἀνθρώπων, κράτος, θυμός, ἀρετή, κλέος, ἄχος, κτλ., Ὅμ.· συχνάκις παρὰ Τραγ. 3) ἐπὶ ἤχων, μέγας, ἰσχυρός, ἠχηρός, βροντώδης, ἰαχή, ἀλαλητός, ὀρυμαγδός, πάταγος, Ὅμ.· θόρυβος, κωκυτός, φωνή, κτλ., Πίνδ. καὶ Ἀττ.. μὴ φώνει μέγα Σοφ. Φιλ. 574· - ἀλλά, μέγας λόγος, μῦθος, ἐπικρατοῦσα φήμη, κοινὸς λόγος, Αἰσχύλ. Πρ. 732, Σοφ. Αἴ. 226. 4) μέγας, ἰσχυρός, σπουδαῖος, μέγα ἔργον Ὀδ. Γ. 261· τόδε μεῖζον Π. 291· μέγα ποιοῦμαί τι, θεωρῶ τι ὡς λίαν σπουδαῖον, Ἡρόδ. 3. 42, ἴδε σημ. εἰς 9, 111· μέγα ἐστὶ εἴς ἢ πρός τι Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 6, Ἀπομν. 2. 3, 4· μέγα διαφέρει εἴς τι Πλάτ. Νόμ. 780Β· καὶ τὸ μέγιστον, καὶ ὅπερ τὸ σπουδαιότατον, Θουκ. 4. 70, πρβλ. 1. 142· οἱ μέγιστοι καιροί, αἱ μέγισται, δηλ. αἱ σπουδαιόταται περιστάσεις, δυσκολίαι, ἀμηχανίαι, Λατ. summa ἢ maxima tempora, Wolf εἰς Δημ. 470. 12· μ. χρημάτων, ἀντὶ μεγάλου ποσοῦ χρημ., Πολύβ. 4, 50, 3, κτλ. 5) μετὰ κακῆς σημασίας συνημμένης, μέγα εἰπεῖν, «ἀντὶ τοῦ καυχήσασθαι» (Εὐστ.), εἰπεῖν μεγάλους λόγους καὶ οὕτω προκαλέσαι τὴν ὀργὴν τῶν θεῶν, Ὀδ. Χ. 288· λίην μέγα εἰπεῖν Γ. 227., II. 243· οὕτω παρ’ Ἀττ., ἔπος μ., μ. λόγοι Σοφ. Αἴ. 423, Ἀντ. 1350· μ. γλῶσσα αὐτόθι 127· μηδὲν μέγ’ εἴπῃς ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 384· μὴ μέγα λέγε Πλάτ. Φαίδων 95Β· μὴ μεγάλα λίαν λέγε Ἀριστοφ. Βάτρ. 835, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Σοφ. Αἴ. ἔνθ’ ἀνωτέρ.· (ἀλλά, μέγα λέγειν, λέγειν τι θαυμαστόν, Hemst. εἰς Λουκ. 1. σ. 39)· οὕτω καί, μέγα, μεγάλα φρονεῖν Σοφ. Ο. Τ. 1078, Εὐρ. Ἱππ. 6, Ἀριστοφ. Ἀχ. 988· μεγάλα, μείζονα πνεῖν Εὐρ. Ἀνδρ. 188, Αἰσχύλ. Ἀγ. 376· μέγα τι παθεῖν Ξεν. Ἀν. 5 . 8, 17· μὴ μέγα λέγων μεῖζον πάθῃς Εὐρ. Ἡρακλ. Μαιν. 1244. Β. Ἐπίρρ. μεγάλως [ᾰ], εἰς μέγαν βαθμόν, ἰσχυρῶς, καθ’ ὑπερβολήν, Λατ. magnopere, Ὀδ. Π. 432· πρὸς ἐπίτασιν, μέγα μεγάλως Ἰλ. Ρ. 723· (ἀλλ’ ὁ Ὅμ. προτιμᾷ τὸ ἐπίρρ. μεγαλωστί, ὃ ἴδε)· πλαγαῖσι ποντίαισιν δμαθέντες μεγάλως Αἰσχύλ. Πέρσ. 906· μ. ὄλωλεν αὐτόθι 1015. ΙΙ. συνηθέστερον παρ’ Ὁμήρ. τὸ ἑνικ. καὶ πληθ. τοῦ οὐδετέρου μέγα καὶ μεγάλα ὡς Ἐπίρρ., μεγάλως, σφόδρα, ἰσχυρῶς, μέγα χαῖρε, «γειά σου»! Ὀδ. Ω. 402· ἰδίως μετὰ ῥημάτων ἐκφραζόντων ἰσχυρὰ αἰσθήματα, μ. κεν κεχαροίατο Ἰλ. Α. 256· μ. κήδεται Β. 27, κτλ.· μετὰ ῥημάτων σημαινόντων ἰσχύν, δύναμιν, πάντων... κρατέει μ. Α. 78· ὃς μ. πάντων... ἤνασσε Κ. 32· πατρὸς μ. δυναμένοιο Ὀδ. Α. 276, κτλ., Λοβεκ. Φρύν. 197· ἢ τῶν δηλούντων ἦχον, μέγα ἀϋτεῖν, βοᾶν, ἰάχειν, εὔχεσθαι, κτλ.· ἰσχυρῶς, ἠχηρῶς, μεγαλοφώνως, Ὅμ. μ. δ’ ἔβραχε χάλκεος ἄξων 5. 838, κτλ.· τούτοις τοῖς τελευταίοις συνάπτει καὶ τὸν πληθ. μεγάλα· οὕτω καὶ τὸ μέγα ὡς Ἐπίρρ. παρ’ Ἀττ. μετὰ ῥημάτων παντὸς εἴδους, Αἰσχύλ. Ἀγ. 711, 938, Χο. 137, κτλ.· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., μεγάλα... δυστυχεῖς ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 791· ἴδε ἀνωτ. ΙΙ. 5. 2) ἐπὶ διαστήματος ἢ τόπου, μακράν, μέγα προθορὼν Ἰλ. Κ. 363· μέγα ἄνευθε, «πολὺ μακρυά»! Χ. 88· οὕτω, οὐ μέγα τι τῆς ἀληθείας παρεξιέναι Πλάτ. Φίληβ. 66Β. 3) μετ’ ἐπιθ., οὐ μόνον ἐπιτείνει τὸ θετικόν, ὡς μέγα ἔξοχος, μέγα νήπιος Ἰλ. Β. 480., Π. 46· μέγα νήπιε Κροῖσε Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 85· μ. πλούσιος αὐτόθι 32· ὦ μέγ’ εὔδαιμον Αἰσχύλ. Πρ. 647· ― ἀλλά, ὡς τὸ πολύ, δίδει μείζονα τόνον εἰς τὸ συγκριτικ. καὶ ὑπερθετ., μέγ’ ἀμείνων, ἄριστος, φέρτατος Ὅμ.· ― μετὰ τοῦ μάλα, μάλα μέγα Ἰλ. Ο. 321· μετὰ τοῦ λίαν, λίην μέγα Ὀδ. Π. 243. Γ. βαθμὸς συγκρίσεως: 1) συγκριτ. μείζων (ὅ ἐστι μεγίων), -ον, γεν. -ονος, Ὅμ., καὶ Ἀττ.· ἀλλὰ παρ’ Ἴωσι πεζογράφοις μέζων, ον, Ἡρόδ.· Δωρ. μέσδων· Βοιωτ. μέσσων· παρὰ μεταγεν. καὶ μειζότερος, Γ´ Ἐπιστ. Ἰω. ἐδάφ. 4· μειζονώτερος μνημονεύεται ὑπὸ τῶν Γραμμ. ἐκ τοῦ Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 351)· ἴδε Λοβεκ. Φρύν. 136· ― μεγαλείτερος, Ὅμ., κτλ.· ἀλλὰ συχνάκις καὶ παρὰ πολὺ μέγας, παρὰ πολύς, μεγαλείτερος ἢ πλειότερος τοῦ δέοντος, Heind. εἰς Πλάτ. Σοφ. 231Α· οὔτε μεῖζον οὔτε ἔλαττον, ἰσχυρὸς τύπος ἀρνήσεως, οὐδόλως, οὐδαμῶς οὐδὲν ἀπολύτως, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. σ. 42 (ἴδε Schäf.)· οὐδαμὰ προὔφηνεν οὔτε μείζον’ οὔτ’ ἐλάττονα Σοφ. Τρ. 323· ― Ἐπίρρ. μειζόνως, Εὐρ. Ἑκ. 1121, κτλ.· Ἰων. μεζόνως Ἡρόδ. 3. 128, κτλ.· ὡσαύτως οὐδ. ὡς ἐπίρρ., μεῖζον σθένειν Σοφ. Φιλ. 456, Εὐρ. Ἱκέτ. 216, κτλ.· ὁμοίως ἐπὶ μ. ἔρχεται Σοφ. Φιλ. 259. 2) ὑπερθετ. μέγιστος, η, ον, Ὅμ.: ὡσαύτως μεγαλώτατος, ἀλλὰ παρὰ σφόδρα μεταγενεστ., ἴδε Λοβεκ. Φρύνιχ. 93. ― οὐδ. ὡς ἐπίρρ., μέγιστον ἰσχύειν Σοφ. Αἴ. 502 κτλ.· ἐν χρήσει μετ’ ἄλλου ὑπερθετ. μέγιστον ἔχθιστος Εὐρ. Μήδ. 1323, πρβλ. μάλα ΙΙΙ. 3· ― ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., χαῖρ’ ὡς μέγιστα Σοφ. Φιλ. 462· θάλλει μ. ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 700· μέγιστ’ ἐτιμάθης ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 1203· καὶ εἰς μέγιστον αὐτόθι 523.
French (Bailly abrégé)
μεγάλη, μέγα;
voc. seul. au masc. μεγάλε ; gén. μεγάλου, ης, ου ; dat. μεγάλῳ, ῃ, ῳ ; acc. μέγαν, μεγάλην, μέγα;
plur. μεγάλοι, αι, α, etc. ; duel μεγάλω, α, ω, etc.
grand;
I. au propre;
1 grand de taille ; grand et fort ; particul. parvenu à sa croissance;
2 en parl. de choses haut, élevé;
3 long;
4 large, spacieux;
II. p. anal. ;
1 fort en parl. de force physique : μέγας ἄνεμος IL grand vent ; μεγάλη ἰαχή IL grand cri ; μεγάλη βίη IL grande force ; p. anal. μέγας λόγος ESCHL, μέγας μῦθος SOPH bruit qui a pris ou prend de la force, bruit répandu ; adv. • μέγα φωνεῖν ESCHL parler fort ; μέγα βοᾶν IL crier fort ; fig. en parl. de force morale ; en parl. de divinités μεγάλα θεά SOPH les deux grandes déesses (Déméter et Perséphonè) ; βασιλεὺς ὁ μέγας HDT, βασιλεὺς μέγας ESCHL le grand roi, càd le roi de Perse ; postér. surn. de certains rois ; μέγας ηὐξήθη DÉM, ἤρθη μέγας DÉM il s’accrut et devint puissant, il s’éleva et devint puissant ; οἱ μεγάλοι Δαναοί SOPH les chefs grecs ; adv. • μέγα χαίζεσθαι IL se réjouir grandement ; μεγάλα δυστυχεῖν ESCHL être grandement malheureux ; μέγ’ ἔξοχος IL tout à fait supérieur ; μέγα πλούσιος HDT très riche ; μέγ’ ἄνευθε IL bien loin ; abs. κατὰ μέγα ou μεγάλα ATT grandement, fortement ; μέγα μάλα IL très fort ; λίην μέγα OD une chose impossible;
2 important, grave ATT : μέγα ἐστὶ εἴς τι XÉN ou πρός τι XÉN cela est important pour qch;
3 en mauv. part grand, haut, hautain, fier : μέγα εἰπεῖν OD ou λέγειν PLAT parler avec hauteur ou jactance ; μέγα φρονεῖν IL avoir des sentiments d’orgueil;
Cp. μείζων, ων, ον, gén. ονος : plus grand, càd :
I. au propre;
1 plus grand de taille;
2 plus fort, plus lourd ; (fig. en parl. de la voix) adv. • μεῖζον διαλέγεσθαι PLUT s’entretenir d’une voix plus forte;
II. avec idée de temps plus long, de plus longue durée;
III. fig. 1 plus élevé, de plus haut rang, plus puissant;
2 plus grave, plus important;
IV. Dans tous les sens préc., μείζων se construit;
1 avec le gén. : μείζων σαυτοῦ EUR plus grand que toi-même;
2 avec ἤ ATT ; avec ἢ κατά : μέζονες ἢ κατ’ ἀνθρώπων φύσιν HDT de plus haute taille que des hommes ordinaires ; μείζω ἢ κατ’ ἄνθρωπον PLAT des choses (une fortune, des desseins, des pensées, etc.) trop hautes pour un homme ; avec ἢ ὡς DÉM ou ἢ ὥστε HDT trop grand pour que;
Sp. μέγιστος, η, ον : très grand, le plus grand, càd :
1 très grand, très puissant ; adv. • μέγιστον ATT ou • μέγιστα ATT très grandement : ὡς μέγιστα SOPH le plus grandement possible, le mieux possible;
2 très grave, très important ATT ; particul. pour marquer une transition : καὶ τὸ μέγιστον THC, τὸ δὲ μέγιστον THC, μέγιστον δέ THC et le plus important, et ce qu’il y a de plus grave, c’est que ; adv. • τὰ μέγιστα SOPH le plus grandement ; • μέγιστα SOPH très grandement.
Étymologie: R. Μεγ, être grand ; cf. lat. magnus, magis, etc. ; skr. mahat, maha « grand ».
English (Autenrieth)
comp. μείζων, sup. μέγιστος: great, large, of persons, tall (κᾶλός τε μέγας τε, κᾶλή τε μεγάλη τε, Φ 1, Od. 15.418); of things with reference to any kind of dimension, and also to power, loudness, etc., ἄνεμος, ἰαχή, ὀρυμαγδός; in unfavorable sense, μέγα ἔργον (facinus), so μέγα ἔπος, μέγα φρονεῖν, εἰπεῖν, ‘be proud,’ ‘boast,’ Od. 3.261, Od. 22.288.—Adv., μεγάλως, also μέγα, μεγάλα, greatly, exceedingly, aloud, etc.
English (Slater)
μέγᾰς
1 (μέγας, -αν, -άλοι, -άλων; -άλα, -άλας, -άλᾳ, -άλαν, -άλαι, -αλᾶν, -άλαις, -άλας; μέγα, μεγάλῳ, μέγα, μεγάλων, μεγάλα.)
a great in size.
I of people, animals. τὸν μέγαν πολεμιστὰν ἔκπαγλον Ἀλκυονῆ (N. 4.27) ἀρχὸν οἰωνῶν μέγαν αἰετόν (I. 6.50)
II of things, μέγαν ὄλβον (O. 1.56) θό- ρυβον μέγαν (O. 10.73) μεγάλας δρυός (P. 4.264) “μέγαν ἄλλοθι κλᾶρον ἔχω; (Pae. 4.48) ]ἐσελθὼν μέγα[ (sc. στέγος, simm.) fr. 169. 18. λιπαρᾶν τε Θηβᾶν μέγαν σκόπελον fr. 196.
b
I of people, mighty, sovereign †ἄλλοισι δ' ἄλλοι μεγάλοι (ἐπ' ἄλλοισι coni. byz.) (O. 1.113) πατὴρ μέγας (Π: γᾶς codd.: Kronos) (O. 2.76) θεῶν βασιλεὺς ὁ μέγας Zeus (O. 7.34) σεμνᾷ μὲν κατάρχει Ματέρι πὰρ μεγάλᾳ ῥόμβοι τυπάνων Δ. 2. . Ματρὸς μεγάλας fr. 95. 3. μεγάλας θεοῦ Great Mother fr. 96. 1.
II of things, great μεγάλων ἀέθλων ἁγνὰν κρίσιν (O. 3.21) μέγαν ὅρκον ὀμόσσαις (O. 6.20) θεῶν δ' ὅρκον μέγαν μὴ παρφάμεν (O. 7.65) μεγάλαν ἀρετὰν (O. 8.5) μέγα τοι κλέος αἰεὶ (O. 8.10) μεγάλαις ἀρεταῖς (O. 11.6) εἴ τι καὶ φλαῦρον παραιθύσσει, μέγα τοι φέρεται πὰρ σέθεν pr. weighty (P. 1.87) ἔδωκεν μέγα κῦδος (P. 2.89) ὁ μέγας πότμος (P. 3.86) σμικρὸς ἐν σμικροῖς, μέγας ἐν μεγάλοις ἔσσομαι (P. 3.107) “μεγαλᾶν πολίων” (P. 4.19), (P. 5.16) “μεγάλας Λακεδαίμονος” (P. 4.48) “μεγάλαν προγόνων τιμὰν” (P. 4.148) μεγαλᾶν δ' ἀρετᾶν (v. l. μεγάλαν δ' ἀρετὰν) (P. 5.98) Διός τοι νόος μέγας (P. 5.122) ὁ δὲ καλόν τι νέον λαχὼν ἁβρότατος ἔπι μεγάλας ἐξ ἐλπίδος πέταται (perhaps ἀπὸ κοινοῦ with ἁβρότατος and ἐλπίδος) (P. 8.89) “μεγάλαν δύνασιν” (P. 9.30) ἀρεταὶ δ' αἰεὶ μεγάλαι πολύμυθοι (P. 9.76) θέμεν αἶνον ἀελλοπόδων μέγαν ἵππων pr. (N. 1.6) μεγάλων δ' ἀέθλων (N. 1.11) ἐν κορυφαῖς ἀρετᾶν μεγάλαις (N. 1.34) ταῖς μεγάλαις Ἀθήναις (N. 2.8) Ἀχιλεὺς παῖς ἐὼν ἄθυρε μεγάλα ἔργα (N. 3.44) αἰδέομαι μέγα εἰπεῖν (N. 5.14) ἔλπομαι μέγα εἰπὼν σκοποῦ ἄντα τυχεῖν ὥτ' ἀπὸ τόξου ἱείς having made a proud claim (N. 6.27) ἀλλά τι προσφέρομεν ἔμπαν ἢ μέγαν νόον ἤτοι φύσιν ἀθανάτοις (N. 6.4) ἀρετὰς ἀποδεικνύμενοι μεγάλας (N. 6.47) ταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ (N. 7.12) παρὰ μέγαν ὀμφαλὸν εὐρυκόλπου μόλεν χθονός (N. 7.33) καὶ μέγα ἔργον ἐμήσαντ' ὠκέως (N. 10.64) μεγάλαι δ' ἀρεταὶ (I. 3.4) μή μοι μέγας ἕρπων κάμοι ἐξοπίσω χρόνος ἔμπεδος (Pae. 2.26) ]ν ἐν Ἄργει μεγάλῳ Δ. 1. . ἀρχὰ μεγάλας ἀρετᾶς fr. 205. ὁ μέγας κίνδυνος (O. 1.81) ἔπαθον μεγάλα (O. 2.23) ταύταν μεγάλαν ἀυάταν (P. 3.24) πεδὰ μέγαν κάματον (P. 5.47) ἡσυχίαν καμάτων μεγάλων ποινὰν λαχόντ' ἐξαίρετον (N. 1.70) ἐκ μεγάλων δὲ πενθέων λυθέντες (I. 8.6) πρὸ πόνων δέ κε μεγάλων (Pae. 6.90) τὸν μονοκρήπιδα πάντως ἐν φυλακᾷ σχεθέμεν μεγάλᾳ (P. 4.75)
III n. s. pro adv., greatly συγγενεῖ δέ τις εὐδοξίᾳ μέγα βρίθει (N. 3.40)
IV frag. ]ιαντα μεγαν[ fr. 169. 14.
2 comp., μείζων. (-ων, -ω; -ονα acc.) greater κτίσεν δ' ἄλσεα μείζονα θεῶν (P. 5.89) δαέντι δὲ καὶ σοφία μείζων ἄδολος τελέθει (pr.: v. von d. Mühll, M. H., 1963, 200) (O. 7.53) ἦ μὰν πολλάκι καὶ τὸ σεσωπαμένον εὐθυμίαν μείζω φέρει (I. 1.63) ]κε μεζον θε[ (Π̆{S}: μεγα Π.) P. Oxy. 2445, fr. 6.
3 superl., μέγιστος. (-ῳ, -ον, -οι; -αν, -αις; -ον nom., acc., -α acc.)
a of people, mightiest πατρὶ μεγίστῳ Zeus (O. 10.45), cf. (O. 9.61) Δαναῶν ἧσαν μέγιστοι <¯˘¯> the sons of Talaos (N. 9.17) σθένει κραιπνοὶ σοφίᾳ τε μέγιστοι ἄνδρες αὔξοντ fr. 133. 4.
b of things, preeminent, foremost ἑορταῖς θεῶν μεγίσταις (O. 5.5) τεθμόν τε μέγιστον ἀέθλων (O. 6.69) τιμὰν μεγίσταν πράγματι παντὶ φέρειν (P. 4.278) τὸ μὲν μέγιστον τόθι χαρμάτων ὤπασας (P. 8.64) τὰ μέγιστ' ἀέθλων ἕλῃ τόλμᾳ τε καὶ σθένει (P. 10.24) μέγιστον δ' αἰόλῳ ψεύδει γέρας ἀντέταται (N. 8.25) ἀστῶν γενεᾷ μέγιστοι κλέος αὔξων pr. (I. 7.29) ἔχεν δὲ σπέρμα μέγιστον ἄλοχος (i. e. τοῦ μεγίστου, of Zeus) (O. 9.61)
c fragg. ὁ μέγιστ[ος Πα. 7. a. 3. ]μεγιστων[ fr. 215c. 2.
Spanish
English (Abbott-Smith)
μέγας, μεγάλη, μέγα, [in LXX chiefly for גָּדֹול, also for מַרְבֶּה ,רַב (incl. μείζων), רֹב (μέγιστος);]
great;
1.of external form, bodily size, measure, extent: λίθος, Mt 2:60; δράκων, Re 12:3; ἰχθῦς, Jo 21:11; πόλις, Re 11:8; μάχαιρα, Re 6:4, al.
2.Of intensity and degree: δύναμις, Ac 4:33; φόβος, Mk 4:41; ἀγάπη, Jo 15:13; ἄνεμος, ib. 6:18; κραυγή, Ac 23:9; φῶς, Mt 4:16; πυρετός, Lk 4:38; θλίψις, Mt 24:21.
3.Of rank;
(a)of persons: θεός (MM, xvi), Tit 2:13; Ἄρτεμις, Ac 19:27; compar. (v. infr.), Mt 18:1 (cf. Dalman, Words, 113f.); neut. for masc. (Bl., §32, 1), Mt 12:6;
(b)of things: ἁμαρτία, Jo 19:11; μυστήριον, Eph 5:32; = μεγίστη (v. infr., and cf. Field, Notes, 16f.), Mt 22:36; compar. for superl. (M, Pr., 78), I Co 13:13.
4.
(a)Compar., μείζων: Mt 11:11 23:17, al.; neut. pl., μείζονα, contr. μείζω, Jo 1:51; double compar., μειζότερος (M, Pr., 236; Bl., §11, 4), III Jo 4;
(b)superl, μέγιστος (Deiss., BS, 365), II Pe 1:4.
English (Strong)
(including the prolonged forms, feminine megale, plural megaloi, etc.; compare also μέγιστος, μείζων); big (literally or figuratively, in a very wide application): (+ fear) exceedingly, great(-est), high, large, loud, mighty, + (be) sore (afraid), strong, X to years.
English (Thayer)
μεγάλη, μέγα (related to Latin magnus, magister, Goth. maist (cf. τό πλεῖστον), etc.; Vanicek, p. 682; Curtius, § 462)), accusative μέγαν, μεγάλην, μέγα; plural μεγάλοι, μεγάλαι, μεγάλα; comparative μείζων, μεῖζον (accusative masculine and feminine μείζονα, once contracted μείζω, R G T WH, but L Tr μείζων (cf. Tdf. Proleg., p. 119)); neuter plural μείζονα, once contracted μείζω, μειζότερος, μείζων), a poetic comparison, on which see the remark quoted under ἐλαχιστοτερος, cf. Matthiae, § 136; superlative μέγιστος (found only in Homer down); the Sept. for גָּדול; also for רַב; great;
1. predicated a. of the external form or sensible appearance of things (or of persons); in particular, of space and its dimensions — as respects α. mass and weight: λίθος, ὄρος, ἀστήρ, δράκων, ἀετός, δένδρον, T WH omit; L Tr brackets μέγα); κλάδοι, ἰχθύες, β. compass and extent; large, spacious: σκηνή (μείζων), ἀνάγαιον (R ἀνώγεον, which see), ἀποθήκη, κάμινος, πόλις, ποταμός, θύρα, ληνός, ὀθόνη, χάσμα, γ. measure and height: οἰκοδομαί, θρόνος, long, μάχαιρα, μικροί καί μεγάλοι, small and great, young and old, ἐν μεγάλῳ, L T Tr WH (for R G ἐν πολλῷ, which see in πολύς, d.) in great namely, degree. The apostle plays upon Agrippa's words ἐν ὀλίγῳ (which see) in a little (time) thou woulds fain etc ... I would to God that both in little and in great i. e. in all respects etc.; cf. the use of ὀλίγον καί μέγα or μικρόν καί μέγα (yet in negative sentences) to express totality; e. g. Plato, Phileb. 21e.; Apology 19c.; 21b.; 26b.; but see d. below.)
b. of number and quantity, equivalent to numerous, large: ἀγέλη, abundant, πορισμός, μισθαποδοσία, ὁ μείζων, the elder, Σκιπιων ὁ μέγας, Polybius 18,18 (35), 9; 32,12, 1).
d. used of intensity and its degrees: δύναμις, ἐν μεγάλῳ, with great effort, L T Tr WH (but see γ. above); of the affections and emotions of the mind: χαρά, φόβος, θυμός, λύπη, ἔκστασις, πιστός, χάρις, ἀγάπη violent, mighty, strong: ἄνεμος, βροντή, χάλαζα, σεισμός, λαῖλαψ, πτῶσις, κραυγεη, R G); μεῖζον κράζειν, to cry out the louder, φωνῆς, T omits φονης, WH only in marginal reading); L T Tr WH; ), and elsewhere; γαλήνη, φῶς, σημεῖον, ἔργα, μείζω, μείζονα τούτων, greater things than these, i. e. more extraordinary, more wonderful, καῦμα, πυρετός, ἀνάγκη, θλῖψις, διωγμός, λιμός, πληγή, Θεός, ἐπιφάνεια)); Ἄρτεμις, ἀρχιερεύς, ποιμήν, προφήτης, οἱ μεγάλοι, great men, leaders, rulers, eminent, distinguished: μείζων is used of those who surpass others — either in nature and power, as God: T Tr WH text give the neuter (see below)); δυνάμει μείζονες, μεῖζον, something higher, more exalted, more majestic than the temple, to wit the august person of Jesus the Messiah and his preeminent influence, L T Tr WH; (cf. strict in condemning, of God, gravis; of great moment, of great wight, important: ἐπαγγέλματα, ἐντολή, μσυτηριον, ἁμαρτία, μείζων μαρτυρία, of greater proving power, μαρτυρίαν μείζω καί σαφεστεραν, Isocrates Archid. § 32). μέγας equivalent to solemn, sacred, of festival days (cf. Sept.): ἡμέρα, notable, august, ἡμέρα, of the day of the final judgment, μέγα, a great matter, thing of great moment: οὐ μέγα, excellent: Winer s Grammar, § 35, i. Buttmann, § 123,13); τά χαρίσματα τά μείζονα (R G κρείττονα), L T Tr WH.
3. splendid, prepared on a grand scale, stately: δοχή, δεῖπνον, G L T Tr WH) (Theod.)); οἰκία, οἶκος), μεγάλα, great things: of God's preeminent blessings, L T Tr WH (see μεγαλεῖος); of things which overstep the province of a created being, proud (presumptuous) things, full of arrogance, derogatory to the majesty of God: λαλοῦν μεγάλα joined with βλασφημίας, μέγα εἰπεῖν, Homer, Odyssey 3,227; 16,243; 22,288.
Greek Monolingual
μεγάλη, μέγα (ΑM μέγας, μεγάλη, μέγα)
βλ. μεγάλος.
Greek Monotonic
μέγᾰς: μεγάλη[ᾱ], μέγᾰ, γεν. μεγάλου, -ης, -ου, δοτ. μεγάλῳ, -ῃ, -ῳ, αιτ. μέγᾰν, μεγάλην, μέγᾰ, κλητ. μέγαλε· δυϊκ. μεγάλω, -α, -ω, πληθ. μεγάλοι, -αι, -α κ.λπ.
Α. I. 1. σχετική έννοια, αντίθ. προς το μικρός, σμικρός, μεγάλος, σπουδαίος, λέγεται για την κοινωνική στάθμη του ανθρώπου, ψηλός, σε Όμηρ.· λέγεται για γυναίκες, καλή τε μεγάλη τε, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, σπουδαίος, πλήρως ανεπτυγμένος, λέγεται γι' αυτόν του οποίου η ηλικία φαίνεται από το ανάστημα, στον ίδ., Αισχύλ.
2. τεράστιος, απέραντος, ψηλός, οὐρανός, ὄρος, πύργος, σε Όμ.
3. αχανής, εκτεταμένος, ευρύς, πέλαγος, αίγιαλός, κ.λπ., στον ίδ.
II. 1. λέγεται για κοινωνική ιεράρχηση, σπουδαίος, ισχυρός, δυνατός, λέγεται για θεούς, σε Όμηρ. κ.λπ.· μεγάλη θεά, χρησιμοποιείται για τη Δήμητρα και την Περσεφόνη, σε Σοφ.· μέγας ηὐξήθη, εξελίχθηκε σε σπουδαίο, σε Δημ.· βασιλεὺς ὁ μέγας, δηλ. ο βασιλιάς της Περσίας, le grand Monarque, σε Ηρόδ.· βασιλεὺς μέγας, σε Αισχύλ.· ὁ μέγας ἐπικληθεὶς Ἀντίοχος, ο Μέγας, σε Πολύβ.
2. κραταιός, ισχυρός, βίαιος, κ.λπ.· ἄνεμος, λαῖλαψ, σε Όμηρ.· λέγεται για ιδιότητες, πάθη, κ.λπ., στον ίδ.
3. χρησιμοποιείται για ήχους, βροντερός, δυνατός, στον ίδ. κ.λπ.· μὴ φώνει μέγα, σε Σοφ.· αλλά, μέγας λόγος, επικρατούσα φημολογία, σε Αισχύλ.
4. τρανός, ισχυρός, αυτός που τον εκτιμούν, σημαντικός, μέγαἔργον, σε Ομήρ. Οδ.· μέγα ποιεῖσθαί τι, εκτιμώ κάτι ως πολύ σημαντικό, σε Ηρόδ.· καὶτὸ μέγιστον, και (αυτό που είναι) το σπουδαιότερο, σε Θουκ.
5. με αρνητική σημασία, υπερεκτιμημένος, μέγαεἰπεῖν, κομπορρημονώ, λίην μέγα εἰπεῖν, σε Ομήρ. Οδ.· μέγα, μεγάλα φρονεῖν, έχω υψηλό φρόνημα, είμαι αναιδής, σε Σοφ., Ευρ.· μεγάλα πνεῖν, σε Ευρ. Β. I. επίρρ. μεγάλως [ᾰ], σπουδαία, δυνατά, υπερβολικά, Λατ. magnopere, σε Όμηρ., Αισχύλ.
II. 1. ουδ. ενικ. και πληθ., μέγα και μεγάλα ως επίρρ., πάρα πολύ, υπερβολικά, σε Όμηρ.· με ρήματα που δηλώνουν ήχο, μεγαλοφώνως, δυνατά, στον ίδ.· επίσης στους Αττ.
2. λέγεται για τόπο, χώρο, μακριά, μέγα ἄνευθε, πολύ μακριά, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· με συγκρ. και υπερθ. μακράν, με μεγάλη διαφορά, μέγ' ἀμείνων, ἄριστος, φέρτατος, σε Όμηρ. Γ. Βαθμοί σύγκρισης:
1. συγκρ. μείζων (αντί μεγίων), -ον, γεν. -ονος, σε Όμηρ., Αττ.· Ιων. μέζων, -ον, σε Ηρόδ.· μεταγεν., επίσης μειζότερος, σε Καινή Διαθήκη· μεγαλύτερος, σπουδαιότερος, σε Όμηρ., κ.λπ.· επίσης, πολύ μεγάλος, πάρα πολύς, περισσότερο από αρκετός, σε Πλάτ.· επίρρ. μειζόνως, σε Ευρ.· Ιων. μεζόνως, σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίσης, το ουδ. ως επίρρ., μεῖζον σθένειν, σε Σοφ. κ.λπ.
2. υπερθ. μέγιστος, -η, -ον, σε Όμηρ.· το ουδ. ως επίρρ. μέγιστον ἰσχύειν, σε Σοφ.· με άλλον έναν υπερθ., μέγιστον ἔχθιστος, σε Ευρ.· επίσης στον πληθ., χαῖρ' ὡς μέγιστα, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
μέγας: μεγάλη, μέγα (gen. μεγάλου, μεγάλης, μεγάλου; compar. μείζων - NT тж. μεζότερος, superl. μέγιστος)
1) большой, огромный (σθένος Hom.; πλοῦτος Aesch.); огромный, многочисленный (ἀγέλη NT); рослый (καλός τε μ. τε Hom.); крупный (σῦς Hom.; αἰετός Pind.);
2) взрослый: ὅτε μ. ἐσσί Hom. так как ты (уже) взрослый;
3) высокий (οὐρανός, πύργος, ὄρος Hom.; δένδρον NT);
4) широкий, обширный (πέλαγος, αἰγιαλός Hom.); просторный, вместительный (αὐλή Hom.);
5) длинный или глубокий (τάφρος Hom.);
6) сильный, мощный (ἄνεμος, ἰαχή Hom.; σεισμός NT); громкий, немолкнущий (μῦθος Soph.);
7) великий (Ζεύς Aesch.): μεγάλαι θεαί Soph. великие богини, т. е. Деметра и Персефона; μ. βασιλεύς Aesch., Xen. великий царь (обычно - Ксеркс); οἱ μεγάλοι Δαναοί Soph. данайские вожди;
8) важный, значительный (εἴς или πρός τι Xen.; ἐπαγγέλματα NT);
9) высокопарный, пышный: μὴ μέγα λέγε Plat. не говори громких слов;
10) высокомерный, гордый: φρονεῖ, ὡς γυνή, μέγα Soph. (Иокаста) полна женской гордости - см. тж. μείζων, μέγιστον и μέγιστος.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: great, big,
Other forms: μεγάλη, μέγα
Dialectal forms: Myc. mezo
Compounds: Comp. μέζων, Att. μείζων (after κρείττων, ἀμείνων a. o.; cf. Schwyzer 538), sup. μέγιστος (Il.); cf. Seiler Steigerungsformen 63. Compp., e.g. μεγά-θυμος with great mind (Hom.), μεγαλ-ήτωρ magnanimous (Il.; Sommer Nominalkomp. 135), μεγαλό-φρων magnanimous (Att.; Hom. μέγα φρονέων, cf. Leumann Hom. Wörter 119f.), μεγιστό-τιμος with highest honour (A.).
Derivatives: 1. From μεγα-: μέγεθος (cf. πλῆ-θος; -ε- vowelassim. ? Schwyzer 255), Hdt. μέγαθος, n. greatness, sublimity (Il.) with μεγεθ-ικός quantitative (Arist.-Comm.), -ύνω magnify, pass. become exalted (after μεγαλύνω, late), -όομαι = μεγαλύνομαι (medic., S. E.); PN Μέγης with patron. Μεγάδης (Il.). 2. From μεγαλο- : μεγαλ-εῖος grand(iose) (Pl., X., Plb.; after ἀνδρεῖος enlarged) with -ειότης highness, majesty (LXX); μεγάλ-ωμα n. greatness, power (LXX; direct from μεγαλο-, cf. Chantraine Form. 187; diff. Georgacas Glotta 36, 169), -ωσύνη id. (LXX, Aristeas; -ω- analog., Schwyzer 529), -ωστί adv. magnificently (Schwyzer 624, Chantraine Gramm. hom. 1, 250). 3. From μέγιστος : μεγιστᾶνες m. pl. (rarely -άν sg.) great lords, magnates (Men., LXX, NT; after the PN in -ᾶνες, Björck Alpha impurum 55, 278ff.; diff. Schaeder in Schwyzer 521 n. 5), PN Μεγιστ-ώ f. (Emp. [personification], pap.), -ίας, -εύς (Boßhardt 92); μεγιστεύω be(come) very great (App.).
Origin: IE [Indo-European] [708] *meǵh₂-
Etymology: With μέγα, μέγας agrees Arm. mec great, instr. meca-w, (a-stem); also Skt. máhi n. great (with h from -gh₂-; cf. below) can be equated as IE *mégh₂-. In Germanic the word lives on in OWNo. mjǫk very, PGm. *meḱu, with secondary -u after *felu, Goth. filu many (s. πολύς). A reshaping after the i-stems shows Hitt. me-ik-ki n. very, -iš great. Here also the Illyr. PN Mag-aplinus (Krahe IF 57, 117 f.). -- The final -α from -h₂ is the zero grade of -ā in Skt. mahā- great (as 1. member), mahā-nt- id.; the effect of a laryngeal (h₂) after g was aspiration in Skt (with gh > h . As innovations to μέγα, μέγας, -αν are immediately understandable; the other forms have an l-enlargement which makes the inflexion easier, which is found in Germanic, e.g. Goth. mikils grat (PGm. *mekilaz) and in the synonymous Lith. dìdelis grat (from dìdis id.). Against the assumption of a common origin (Brugmann, Osthoff, Schulze a. o.) Walde(-P.) 2, 257, who rather assumes independent innovations (after χθαμαλός resp. from *mikins; rather then with Thurneysen KZ 48, 61 after leitils small). -- Further forms, for Greek uninteresting, in WP. 2, 257ff., Pok. 708f., W.-Hofmann s. magnus. Cf. ἀγα-. On μεγαίρω s. v.
Middle Liddell
I. Radic. sense, opp. to μικρός, σμικρός, big, great, of men's stature, tall, Hom.; of women, καλή τε μεγάλη τε Od.:—also, great, full-grown, of age as shewn by stature, Od., Aesch.
2. vast, high, οὐρανός, ὄρος, πύργος Hom.
3. vast, spacious, wide, πέλαγός, αἰγιαλός, etc., Hom.
II. of Degree, great, strong, mighty, of gods, Hom., etc.; μεγάλα θεά, of Demeter and Proserpine, Soph.; μέγας ηὐξήθη rose to greatness, Dem.; βασιλεὺς ὁ μέγας, i. e. the King of Persia, le grand monarque, Hdt.; βασιλεὺς μέγας Aesch.; ὁ μ. ἐπικληθεὶς Ἀντίοχος the Great, Polyb.
2. great, strong, violent, etc., ἄνεμος, λαῖλαψ Hom.; of properties, passions, etc., Hom., etc.
3. of sounds, great, loud, Hom., etc.; μὴ φώνει μέγα Soph.;—but, μέγας λόγος a prevailing rumour, Aesch.
4. great, mighty, weighty, important, μέγα ἔργον Od.; μέγα ποιεῖσθαί τι to esteem of great importance, Hdt.; καὶ τὸ μέγιστον and what is most important, Thuc.
5. in bad sense, over-great, μέγα εἰπεῖν to speak big, λίην μέγα εἰπεῖν Od.; μέγα, μεγάλα φρονεῖν to have high thoughts, be presumptuous, Soph., Eur.; μεγάλα πνεῖν Eur.
B. adv. μεγάλως [ᾰ], greatly, mightily, exceedingly, Lat. magnopere, Hom., Aesch.
II. neut. sg. and pl. μέγα and μεγάλα as adv., very much, exceedingly, Hom.; with verbs of sound, aloud, loudly, Hom.; so in attic
2. of Space, far, μέγα ἄνευθε far away, Il., etc.:—with comp. and Sup. by far, μέγ' ἀμείνων, ἄριστος, φέρτατος Hom.
C. degrees of Comparison:
1. comp. μείζων (for μεγίων), -ον, gen. -ονος, Hom., attic; ionic μέζων, ον, Hdt.; later also μειζότερος, NTest.:— greater, Hom., etc.; also, too great, too much, more than enough, Plat.:—adv. μειζόνως Eur.; ionic μεζόνως Hdt., etc.; also neut. as adv., μεῖζον σθένειν Soph., etc.
2. Sup. μέγιστος, η, ον, Hom.:—neut. as adv., μέγιστον ἰσχύειν Soph.; with another Sup. μέγιστον ἔχθιστος Eur.:—also in pl., χαῖρ' ὡς μέγιστα Soph.