δέω
Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund
English (LSJ)
(A), imper. 3pl.
A δεόντων Od.12.54 codd. (v. δίδημι): fut. δήσω: aor. ἔδησα, Ep. δῆσα Il.21.30: pf. δέδεκα D.24.207, v.l. δεδηκότας in Aeschin.2.134: plpf. ἐδεδήκει And.4.17(prob.):—Med., Ep. impf. δέοντο Il.18.553: aor. ἐδησάμην 24.340, al.; Ep.3sg. δησάσκετο ib.15: —Pass., fut. δεθήσομαι D.24.126,131, etc., δεδήσομαι Pl.R.361e, X.Cyr.4.3.18; δεδέσομαι f.l. in Aristid.Or.41(4).7: aor. ἐδέθην D.24.132, etc.: pf. δέδεμαι (v. infr.): plpf. ἐδεδέμην And.1.48; Ep. δέδετο Il.5.387; Ion. 3pl. ἐδεδέατο Hdt.1.66, etc.—In this Verb, though a disyll., εο and εω are occas. contr. τὸ δοῦν, τῷ δοῦντι, Pl.Cra.419b, 421c; δοῦσα Din.Fr.89.15:—bind, tie, fetter, δεσμῷ τινα δῆσαι Il.10.443, etc.; ἐνὶ δεσμῷ 5.386, etc.; ἐν πέδαις (v.l. ἐς πέδας) Hdt.5.77; δῆσε δ' ὀπίσσω χεῖρας… ἱμᾶσιν Il.21.30; δ. τινὰ χεῖράς τε πόδας τε Od. 12.50; δ. ἔκ τινος to bind from (i.e. to) a thing, ἐξ ἐπιδιφριάδος ἱμᾶσι δέδεντο Il.10.475, cf. Hdt.4.72; δῆσαί τινα ξύλῳ or ἐν ξύλῳ (cf. ξύλον II.2); ἐν κλίμακι Ar.Ra.619; δ. κύνα κλοιῷ tie a clog to a dog, Lex Solonisap.Plu.Sol.24, cf. E.Cyc.234; δ. τινὰ πρὸς φάραγγι A.Pr.15; πρὸς κίονα, κίονι, S.Aj.108, 240(lyr.); δεδεμένοι πρὸς ἀλλήλους Th.4.47; δεδέσθαι ἐν τῆ ποδοκάκκῃ Lex Solonisap.D.24.105.
2 alone, bind, keep in bonds, πῶς ἂν ἐγώ σε δέοιμι; says Hephaistos, pointing to the nets in which he had caught Ares, Od.8.352; αὐτὸς δ' ἔδησε πατέρα A.Eu.641; δήσαντες ἔχειν τινάς Th.1.30; δησάντων αὐτὸν οἱ ἕνδεκα Lex ap.D.24.105, etc.
3 metaph., bind, enchain, γλῶσσα δέ οἱ δέδεται Thgn.178; κέρδει καὶ σοφία δέδεται Pi.P.3.54; ψυχὰ δ. λύπῃ E.Hipp. 160(lyr.); later, bind by spells, τὸ στόμα AP11.138 (Lucill.), cf. Tab.Defix.96,108.
4 c. gen., hinder from a thing, ἔδησε κελεύθου Od. 4.380,469.
5 Medic., harden, brace up, Hp.Off.17, etc.
II Med., bind, tie, put on oneself, ποσσὶ δ' ὑπὸ λιπαροῖσιν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα tied them on his feet, Il.2.44, etc.:—Pass., περὶ δὲ κνήμῃσι βοείας κνημῖδας… δέδετο he had greaves bound round his legs, Od. 24.228. (Cf. Skt. ditá 'bound', dā́ma 'bond'.)(B), A.Pr.1006, etc.:
Afut. δεήσω Pl.R.395e: aor. ἐδέησα Lys. 30.8, Ep. δῆσα only Il.18.100: pf. δεδέηκα Pl.Plt.277d:—Med., fut. δεήσομαι Th.1.32, etc., Dor. δεοῦμαι Epich.120; later -ηθήσομαι LXX Jb.5.8, Plu.2.213c, etc.: aor. ἐδεήθην Hdt.4.84, Ar.Pl.986, etc.: pf. δεδέημαι X.An.7.7.14, Is.8.22 (the forms δεήσω, etc., compared with the Ep. ἐδεύησα, δεύομαι, point to root δεϝ):—lack, miss, stand in need of, c. gen., ἐμεῖο δὲ δῆσε… ἀλκτῆρα γενέσθαι Il. l.c. (elsewhere Hom. uses δεύω, q.v.); παραδείγματος τὸ παράδειγμα αὐτὸ δεδέηκεν Pl. Plt.277d, cf. X.Mem.4.2.10.
2 freq. in Att., πολλοῦ δέω I want much, i.e. am far from, mostly c. inf. pres., πολλοῦ δ. ἀπολογεῖσθαι I am far from defending myself, Pl.Ap.30d; πολλοῦ δεῖς εἰπεῖν Id.Men.79b; π. δ. ἀγνοεῖν Id.Ly.204e; π. γε δέουσι μαίνεσθαι Id.Men.92a; also μικροῦ ἔδεον ἐν χερσὶν εἶναι X.HG4.6.11, cf. Men. Georg.25; τοσούτου δέω ἱκανὸς εἶναι λέγειν ὥστε… Lys.17.1; τοσούτου δέουσι μιμεῖσθαι Isoc.14.17 (also τοσοῦτον δέω εἰδέναι Pl.Men. 71a); παρὰ μικρὸν ἐδέησα ἀποθανεῖν v.l. in Isoc.17.42; simply ἐδέησα κινδύνῳ περιπεσεῖν Alciphr.3.5: abs., πολλοῦ γε δέω I am far from it, Pl.Phdr.228a; τοῦ παντὸς δέω A.Pr.1006; παντὸς δεῖ τοιοῦτος εἶναι Pl.Sph.221d (impers. πολλοῦ δεῖ, etc., v. δεῖ II.1. b): in part., παλαστῆς δεόντων τεττάρων ποδῶν IG12.373.8; μικροῦ δέοντα τέτταρα τάλαντα D.27.35; the part. is freq. used to express numerals compounded with 8 or 9, ἀνδράσιν ἑνὸς δέουσι τριάκοντα IG12.374.413; δυοῖν δέοντα τεσσεράκοντα forty lacking two, thirty-eight, Hdt.1.14; πεντήκοντα δυοῖν δέοντα ἔτη Th.2.2; ἑνὸς δέον εἰκοστὸν ἔτος the 20th year save one, the 19th, Id.8.6; δυοῖν δεούσαις εἴκοσι ναυσίν X.HG1.1.5: later, the inf. stands abs., περὶ τὰ ἑνὸς δεῖν πεντήκοντα fifty save one, Arist.Rh.1390b11: part. in gen., τροφαλίδες μιᾶς δεούσης εἴκοσιν Id.HA522a31; πόλεων δυοῖν δεούσαιν ἑξήκοντα D.L.5.27; ἑξήκοντα ἑνὸς δέοντος ἔτη Plu.Pomp.79.
3 part. δέων, δέουσα, as adjective, fit, proper, ὁ καιρὸς οὐκ ἔστι χρόνος δέων Arist. APr.48b36; τοῖς δέουσι χρόνοις IG12(3).247.11 (Anaphe); ἡ δέουσα ἑκάστων χρῆσις Hierocl.p.61 A., etc.: esp.freq.in neut., v. δέον.
4 δεῖ impers., v. h. v.
II Dep. δέομαι: contr. δῆσθε Sophr.46, part. δεύμενος Id.36: fut. δεήσομαι Pl.Phlb.53b: aor. ἐδεήθην: always personal, and used by Hom. only in form δεύομαι (v. δεύω B):
1 abs., to be in want or be in need, require, mostly in part., κάρτα δεόμενος Hdt.8.59; οἱ δεόμενοι the needy, opp. οἱ κεκτημένοι τὰς οὐσίας, Isoc. 6.67.
b stand in need of, want, c. gen., Hdt.1.36, etc.; τὰ σὰ δεῖται κολαστοῦ… ἔπη S.OT1148; ῥώμης τινὸς δ. ib.1293; οὐδὲν δεῖσθαι τροφῆς have no need of .., Th.8.43; ἤν τι δέωνται βασιλέως if they have any need of him, ib.37: c. inf., τοῦτο ἔτι δέομαι μαθεῖν Pl.R. 392d, cf. Euthd.275d, etc.; τὰ πράττεσθαι δεόμενα = things needing to be done, X.Cyr.2.3.3; τὰ δεόμενα = necessaries, IG2.573.4; ἐπισκευάσαι τὰ δεόμενα parts needing repair, ib.22.1176.15; τὸ δεόμενον = the point threatened, Plb.15.15.7; δεῖται impers., v. δεῖ.
2 beg a thing from a person, c. dupl. gen. rei et pers., τῶν ἐδέετο σφέων Hdt. 3.157, cf. Th.1.32, etc.; μή μου δεηθῇς. ΘΗ. πράγματος ποίου; S.OC 1170: freq. with neut. Pron. in acc., τοῦτο ὑμῶν δέομαι Pl.Ap.17c, cf. Smp.173e, etc.: c. acc. cogn., δέημα, or oftener δέησιν, δεῖσθαί τινος, Ar.Ach.1059, Aeschin.2.43, etc.: also c. acc. rei only, ξύμφορα δ. Th.1.32; δυνατά τινος Pl.Prt.335e; δίκαια καὶ μέτρια ὑμῶν D.38.2; διαπράξωμαι ἃ δέομαι X.An.2.3.29: with genitive pers. only, δεηθεὶς ὑμῶν having begged a favour of you, D.21.108: c.gen.pers. et inf., ἐδέετο τοῦ δήμου φυλακῆς πρὸς αὐτοῦ κυρῆσαι Hdt.1.59, cf. Pl.Prt.336a, etc.; δ. τινὸς ὥστε… Th.1.119; ὅπως… Plu.Ant.84: rarely c. acc. pers., ἐδέοντο Βοιωτοὺς ὅπως παραδώσουσι Th.5.36: parenthetic, δέομαι I pray, LXX Ge.44.18.(C),
A = δήω (A), Alc.102.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): δείω IG 22.463.43 (IV a.C.), IG 7.2858.3 (Coronea III a.C.), Schwyzer 462A.26 (Tanagra III/II a.C.), SEG 1.132.12 (Tespias II a.C.)
• Morfología: pres. 3a sg. δέει Ar.Ach.1026, subj. 3a sg. δῇ Ar.Ra.265, CID 2.56.1.47 (IV a.C.), δῆ IG 42.102.65 (Epidauro IV a.C.) (inscr.), Schwyzer 341.6 (Delfos II a.C.), IG 9(1).694.139 (Corcira II a.C.) (inscr.), δέɛ̄ι ICr.4.75C.5 (Gortina V a.C.), part. neutr. δείον PSI 361.4 (III a.C.), v. med.-pas. ind. 3a sg. δέεται Gal.18(1).467, 642, Iul.Ep.4.428a, subj. 2a plu. δῆσθε Sophr.54, opt. 3a plu. δεοίατο Hdt.5.73, beoc. part. atem. δείμενος IG 7.2858.3 (III a.C.), inf. δειέμεν SEG l.c.; impf. 3a sg. ἔδεε Hdt.2.161, Luc.Hist.Cons.18; v. med. fut. 3a sg. δησῆται SEG 9.72.39 (Cirene IV a.C.), δησεῖται SEG 9.72.47, 62 (Cirene IV a.C.), 1a plu. δεούμεθα Epich.67; aor. δῆσα Il.18.100, subj. 3a sg. δεεισῆ IMaff.31.8.5 (Tera III a.C.), cf. δεύομαι
A formas pers.
I v. act.
1 faltar, carecer de, estar privado de c. gen. ἐμεῖο δὲ δῆσε ἀρῆς ἀλκτῆρα γενέσθαι (le) falté yo para defenderle de la muerte en la guerra, Il.18.100
•excep. en v. med. ταὶ μεγάλαι ... ἀλκαὶ σκότον πολὺν ὕμνων ἔχοντι δεόμεναι los grandes actos de valor, privados de himnos, quedan en la oscuridad profunda Pi.N.7.13
•en part. c. numerales, faltando, a falta de παλαστε͂ς δεόν τον τεττάρομποδōν de cuatro pies menos un palmo, IG 13.475.8 (V a.C.), μικροῦ δέοντα τέτταρα τάλαντα D.27.35, cf. Is.11.43
•esp. expresando numerales acabados en 8 o 9 ἀνδράσιν ἑνὸς δέοσι τριάκοντα veintinueve hombres, IG 13.475.281 (V a.C.), δυῶν δέοντα τεσσεράκοντα Hdt.1.14, πεντήκοντα δυοῖν δέοντα ἔτη cuarenta y ocho años Th.2.2, cf. Lys.32.24, Arist.Rh.1390b11, ἑνὸς δέον εἰκοστὸν ἔτος el décimo noveno año Th.8.6, οὐ πλείους μιᾶς δεουσῶν ἑξήκοντα ... τομῶν Pl.Lg.738a, cf. Hp.Oct.4, δυοῖν δεούσαις εἴκοσι ναυσίν X.HG 1.1.5, cf. Hp.Morb.2.47a
•excep. en v. med. ἀργύρο εἴϙο σιν μνέας ἡμιμνήιο δεομένας diecinueve minas y media, IEphesos 1B.2 (VI a.C.)
•abs. παραλίαν ... πεντακοσίων (σταδίων) δέουσαν una costa casi de 50 (estadios) Plb.34.11.2
•c. el part. en gen. abs. τροφαλίδας ... μιᾶς δεούσης εἴκοσιν diecinueve quesos Arist.HA 522a31, πόλεις δυοῖν δέουσαι ἑξήκοντα ρξʹ cincuenta y ocho ciudades D.L.5.27, ἑξήκοντα μὲν ἑνὸς δέοντα ... ἔτη Plu.Pomp.79.
2 c. un adj. de cantidad en gen. e inf., frec. en át. πολλοῦ δέω me falta mucho para, estoy muy lejos de πολλοῦ δέω ἐγὼ ὑπὲρ ἐμαυτοῦ ἀπολογεῖσθαι Pl.Ap.30d, πολλοῦ δεῖς τὸ εἶδος ἀγνοεῖν τοῦ παιδός estás muy lejos de desconocer al chico por su belleza, e.d., es difícil que no lo conozcas por su belleza Pl.Ly.204e, cf. Ap.37b, Lys.30.8, Phld.Rh.1.208, μικροῦ ἔδεον ... ἐν χερσὶ ... εἶναι les faltó poco para estar en sus manos X.HG 4.6.11, cf. Hp.Fract.8, Men.Georg.25, Luc.Im.1, τοσούτου δέουσιν μιμεῖσθαι están tan lejos de imitar Isoc.14.17, cf. D.8.70, 23.158, Lys.3.7, 17.1, D.C.44.24.5, αὐτὸς ... βραχυτάτου ἐδέησε τρωθῆναι D.C.68.31.3, παντὸς δεῖ τοιοῦτος εἶναι le falta todo para ser de tal índole, e.e. no es así en absoluto Pl.Sph.221d, cf. Max.Tyr.25.1
•excep. en v. med. τὸ σκέλος ... πολλοῦ δεῖται ψαύειν τῆς γῆς Hp.Art.58
•tb. c. ac. adv. τοσοῦτον δέω ... εἰδέναι estoy tan lejos de saber Pl.Men.71a, cf. D.C.52.19.6, ἡ διάμειψις τῶν ὅπλων ... ὀλίγον ἐδέησεν ἀνατρέψαι τὰ πράγματα el intercambio de armamento ... estuvo a punto de hacer cambiar la situación Plu.Pyrrh.17, cf. 2.806d
•c. giro prep. de ac. παρὰ μικρὸν ἐδέησα ... ἀποθανεῖν me faltó poco para morir Isoc.17.42 (var.)
•tb. sin adj. ἐδέησα κινδύνῳ περιπεσεῖν estuve a punto de caer en un peligro Alciphr.3.2.2
•abs. πολλοῦ γε δέω = me falta mucho e.e. no pienso hacerlo de ningún modo, ni mucho menos equivaliendo a una neg. fuerte, Pl.Phdr.228a, D.5.24, Luc.Pseudol.2, τοῦ παντὸς δέω A.Pr.1006.
II v. med.-pas.
1 necesitar, estar necesitado de, desear
a) c. gen. gener. de cosa o abstr. χρημάτων Hdt.2.126, cf. Sophr.162, Eus.VC 1.14.2, τῶν οὐ δεῖται πόλις A.Supp.358, cf. A.1063, ῥώμης S.OT 1293, ἰυγμῶν ... συμφορά E.Heracl.126, δεῖται γὰρ ὁ θεὸς ... οὐδενός pues un dios no tiene necesidad de nada E.HF 1345, cf. Rh.321, Ar.Ach.1026, τῆς τροφῆς Th.8.43, cf. Sophr.54, διδασκάλου Pl.Ly.210d, cf. Hp.Mi.373a, <ὅταν δὲ μὴ ἀλγῶμεν> οὐκέτι τῆς ἡδονῆς δεόμεθα Epicur.Ep.[4] 128, cf. Men.Dysc.619, LXX Ib.17.1
•en sentencias σῶμα νοσῶδες μικρᾶς ῥοπῆς ἔξωθεν δεῖται προσλαβέσθαι πρὸς τὸ κάμνειν un cuerpo débil necesita una mínima influencia externa para inclinarse hacia la enfermedad Pl.R.556e
•excep. en v. act. c. suj. de cosa o abstr. τό γ' αἴνιγμα ... μαντείας ἔδει S.OT 394, cf. X.Mem.4.2.10, παραδείγματος ... τὸ παράδειγμα αὐτὸ δεδέηκεν el propio ejemplo precisa de un ejemplo Pl.Plt.277d;
b) c. inf. concert. πυθέσθαι δεόμενος E.Or.867, μάντευμα κρυπτὸν δεομένη Φοίβου μαθεῖν necesitando obtener de Febo un oráculo secreto E.Io 334, cf. Supp.672, Pl.R.392d, Ar.Au.1027, τὰ πράττεσθαι δεόμενα las cosas que necesitan ser hechas X.Cyr.2.3.3;
c) c. inf. no concert. εἰ μὲν γὰρ μηδὲν δέονται χρηστοὺς αὐτοὺς εἶναι si no necesitan que ellos (sus hijos) sean virtuosos en nada Isoc.11.43;
d) abs., en part. necesitado κάρτα δεόμενος muy necesitado Hdt.8.59, καὶ γὰρ φίλος ὤν μοι τυγχάνει καὶ δεόμενος pues es mi amigo incluso en la necesidad Isoc.21.1, οἱ δεόμενοι E.Or.681, Pl.Phdr.233d, Isoc.4.38, 6.67, IAphrodisias 1.21.6 (III d.C.), ὁ πρὸς τοὺς δεομένους οἶκτος Luc.Tim.8.
2 pedir, suplicar frec. c. gen. (raro ac.) de pers. o dioses y ac. (raro gen.) de cosas o abstr.:
a) sólo c. gen. de pers. δεηθεὶς ὑμῶν habiéndoos hecho una petición D.21.108, cf. Hdt.5.79, Pl.Prm.126a, R.344d, Isoc.15.321, Luc.Pisc.35, Iust.Nou.74.2.1, παντὸς ἐδεῖτο θεοῦ AP 11.311 (Lucill.);
b) c. gen. de cosa y de pers. ἔτοιμοι ἦσαν τῶν ἐδέετο σφέων estaban dispuestos a lo que se pedía de ellos Hdt.3.157;
c) c. ac. de cosa o abstr. ξύμφορα δέονται Th.1.32, δεόμενοι ἡμῶν τὴν χάριν 2Ep.Cor.8.4, cf. 10.2
•frec. c. pron. neutr. en ac. τοῦτο ὑμῶν δέομαι esto es lo que os pido Pl.Ap.17c, ὅσσα ἐδεῖ[τ] ο ὁ δᾶμος ... ὑπηρέτηκε πάντα IG 4.748.5 (Trezén IV a.C.), cf. Hdt.7.38, Th.8.37, Pl.R.575e, Ar.V.292, Isoc.7.25, 14.8
•tb. c. ac. int. hacer una petición τὸ δέημα ... ὃ δεῖταί μου Ar.Ach.1059, δέομαι δ' ὑμῶν ... δικαίαν δέησιν D.29.4, cf. Aeschin.2.43, Plu.Per.16;
d) c. inf. concert. σεο δέομαι μὴ δέεσθαι ἀνόμων Hdt.1.8, τὸ ... Πάνακτον ἐδέοντο Βοιωτοὺς <ὁρᾶν> ὅπως παραδώσουσι Λακεδαιμονίοις rogaron a los beocios que miraran cómo entregar Panacto a los lacedemonios Th.5.36, ἡ Ἑλλὰς ὅλη δεῖταί σου φυλάξαι σῶμα σοφίης Hp.Ep.10, cf. Hdt.1.59, 5.44, 5.73, Lys.20.35, δεδέηται ὑμῶν ἡ στρατιὰ συναναπρᾶξαι τὸν μισθόν X.An.7.7.14, cf. D.19.239, ἂν δέ μου μὴ δέητ'... καταμένειν si no me suplica que me quede Men.Sam.683, τούτου ἐδεήθημεν ἐπίκουρον γενέσθαι Χλόης pedimos a éste que se conviertiera en protector de Cloe Longus 2.23.4, cf. Pl.Prt.336a, Plu.2.148f, IEphesos 46.5 (V/VI d.C.), c. inf. no concert. καθάπερ ἰατροῦ δέοιντο ἂν παῖδες ... αὐτὸν θεραπεύειν ... ἑαυτούς Pl.Lg.720a, tb. en v. pas. δεηθεὶς οὖν πολλὰ ὑπὸ τῆς μητρὸς ... εἰς Κόπτον αὐτὸν μετενεγκεῖν POxy.1666.7 (III d.C.)
•c. ac. de pers. e inf. no concert. ἐδεήθην ἐμαυτῷ ... συνοικίσαι τὸν θεῖον he rogado a mi tío que (ella) pueda vivir conmigo Men.Asp.291;
e) c. conj. δεηθέντες ... ἑκάστων ὥστε ψηφίσασθαι τὸν πόλεμον Th.1.119, cf. PLips.28.10 (IV d.C.), ἐδέετο αὐτοῦ ὅκως ... Hdt.3.135, cf. 2.126, Plu.Ant.84, I.AI 9.9, Eu.Matt.9.38, ἐδέοντο τοῦ Ἀρισταγόρεω, εἴ κως αὐτοῖσι παράσχοι δύναμίν τινα pidieron a Aristágoras si podía proporcionarles alguna ayuda Hdt.5.30, δέομαι οὖν ἵνα ποιήσῃς τὴν εὐχήν LXX 1Es.4.46, cf. Eu.Luc.9.40, 22.32;
f) c. giro prep. δεησόμενος τούτων περὶ τῆς ἑαυτοῦ σωτηρίας para suplicarles por su propia vida Plb.1.35.3, cf. LXX Si.28.4, δεησομένους ὑπὲρ ἡμῶν Lys.18.24, cf. Plb.10.18.12, 2Ep.Cor.5.20, ἐὰν ... δεηθῶσιν ἐναντίον σοῦ LXX 2Pa.6.24, δεόμενοι εἰς τὸ ἰδεῖν ὑμῶν τὸ πρόσωπον 1Ep.Thess.3.10;
g) abs. εἰ δέοινθ' οἱ καιροί si las circunstancias lo exigían Plb.3.86.3, parentético δέομαι lo ruego, lo pido Hp.Ep.15, cf. 10.2, AP 11.127 (Poll.), LXX Ge.44.18
•subst. ὁ δεόμενος = el solicitante Isoc.Ep.8.9, cf. IG 7.2858.3 (III a.C.)
•plu. los clientes de un artesano, Attic.4.74.
B impers.
I 3a pers. sg. en v. act. y menos frec. en v. med.
1 c. compl. nominal hay necesidad de, se necesita, hace falta
a) c. gen. ἡβῶντος δὲ δεῖ A.Ch.879, cf. Eu.94, Pl.Smp.187d, φωνῆς δεῖ μόνον sólo (le) falta la voz (para ser humana) a una estatua hecha por Dédalo, A.Fr.78a.7, πρῶτον μὲν οὖν πάντων δεῖ φύσιος Hp.Lex 2, τοῦ πλεῦνος αἰεὶ ἔδεε Hdt.4.43, δεῖ δὲ χρημάτων D.1.20, παρίσχειν πλίνθους γαΐνας ὁποσσᾶν κα δῆι εἰς τὸ ἐργαστήριον proporcionar ladrillos de barro cuantos sean necesarios para el taller, CID 2.56.1.47 (IV a.C.), cf. IG 42.102.65 (Epidauro IV a.C.)
•en v. med. mismo sent. σοφῆς δεῖται φρενός se precisa una mente sabia E.Med.677, cf. Aen.Tact.13.1, Plu.Pel.26
•tb. c. inf. μακροῦ λόγου δεῖ ταῦτ' ἐπεξελθεῖν A.Pr.870;
b) c. gen. y dat. de pers. ὅτῳ δὲ καὶ δεῖ φαρμάκων παιωνίων A.A.848, cf. Th.1.71, Pl.Sph.253a, I.AI 3.189, PStras.41.6 (III d.C.)
•tb. en v. med. δεῖται οὖν σοι ... τῆς αὐτῆς ἐρωτήσεως Pl.Men.79c;
c) c. gen. de cosa o abstr. y ac. de pers. ψευδωνύμως σε δαίμονες Προμηθέα καλοῦσιν· αὐτόν γάρ σε δεῖ προμηθίας mal te llaman los dioses Prometeo, pues a ti mismo te falta previsión A.Pr.86, οὐ πόνου πολλοῦ με δεῖ no me falta mucho esfuerzo E.Hipp.23, cf. Hec.1021, Io 1018, Rh.837;
d) c. gen. y ac. neutr. τί δεῖ τῆς ἀρετῆς; ¿qué necesidad hay de la virtud? Arist.Pol.1309b10
•c. dat. σοὶ ... παίδων τί δεῖ; E.Med.565
•esp. en la neg. οὐδὲν δεῖ c. gen. no hay necesidad de οὐδὲν αὐτοῦ (κεραυνοῦ) δεῖ A.Eu.829, οὐδὲν ἂν δέοι ... πολλοῦ ἀργυρίου Pl.Cri.45a, οὐδὲν ἂν τῆς ὑμετέρας κρίσεως ἔδει vuestro juicio no sería en nada necesario Antipho 4.4.2
•tb. c. dat. οὐδὲν οὖν αὐτῶν ἔτι σοι δεῖ πρὸς ἐμέ no estás obligado a nada de ese tenor respecto a mí Luc.Nigr.10;
e) c. ac. neutr. λέγοιτ' ἂν εἴ τι δεῖ A.Ch.668, ἤν τι δέῃ Th.1.44, μετὰ δὲ μαλθακόν τι δεῖ προσθετόν Hp.Steril.235, cf. X.Mem.1.2.59, πρῶτον μὲν τοῦτο δεῖ D.10.15, cf. Call.Del.246, LXX 2Ma.11.18, Isoc.7.2
•tb. c. dat. ἓν δεῖ μόνον μοι una sola cosa me hace falta E.Supp.594, εἴ τι δέοι τῷ χορῷ Antipho 6.12;
f) en los giros tipo πολλοῦ δεῖ c. inf. (cf. A I 2) falta mucho para, dista mucho de, está muy lejos de πολλοῦ δὲ δεῖ οὕτως ἔχειν Hp.Art.58, cf. Pl.Ap.35d, τοὺς Πλαταιᾶς ... ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι (τὸ πῦρ) faltó muy poco para que (el fuego) consumiese a los plateenses Th.2.77
•tb. c. el adj. en ac. ἐπειδὰν ὀλίγον πάνυ δέῃ διαπεπρίσθαι cuando falte muy poco para estar totalmente serrado Hp.VC 21, τοῦτ' ἐξεργάσασθαι μικρὸν ἐδέησε Plu.Nic.17, τοσοῦτον <δ'> ἐδέησε τοῦ κινεῖν Plu.2.1113a, cf. D.C.43.51.6
•p. ext. ὃ μικρᾶς ῥοπῆς ἐδέησε γενέσθαι lo cual faltó poquísimo para que sucediera Plu.Arist.17
•abs. πολλοῦ δεῖ falta mucho, e.e. ni mucho menos, ni pensarlo equivaliendo a una neg. fuerte πολλοῦ γε δεῖ Ar.Ach.543, πολλοῦ γε καὶ δεῖ D.18.47, 300, 19.190, D.C.36.25.3, 44.28.4, ἀλλὰ πολλοῦ, μᾶλλον δὲ τοῦ παντὸς δεῖ dista mucho de ser así, es más, no lo es en absoluto Luc.Merc.Cond.13
•en inf. adv. μικροῦ δεῖν = a poco faltar, casi μικροῦ δεῖν τρία τάλαντα casi tres talentos D.27.29, ἡ μὲν πόλις ... πρὸς τοιοῦτον ἄγγελμα μικροῦ δεῖν ἔκφρων γενομένη la ciudad, casi enloquecida por un anuncio tal Plu.Cat.Mi.59, cf. Hp.Fract.15, Ep.17.9, Longin.15.2, Plb.5.52.13, 15.20.8, D.C.77.22.1, tb. ὀλίγου δεῖν Pl.Ap.22a, I.BI 1.625, D.C.63.14.1, πολλοῦ γε δεῖν ni mucho menos, ni pensarlo Plb.9.28.4, 16.17.10
•c. neg. οὐ ... μικροῦ δεῖν de ningún modo, ni por asomo Plb.32.3.11.
2 c. compl. verbal hay que, hay obligación de, se debe, es preciso
a) c. inf. δεῖ φροντίδα μὴ κατέχειν es preciso no mantener las preocupaciones Anacr.59, δεῖ κάρτα θύειν A.Supp.450, τί ταῦτα πενθεῖν δεῖ; A.A.567, cf. D.57.61, X.HG 7.4.39, πάντων προειδότων ὅτι δεήσει κινδυνεύειν Lys.16.15, τοὺς δὲ φακοὺς ἑψῆσαι δεήσει Dieuch.19.7, cf. Pl.Men.79a, Isoc.2.6, 4.106, X.Eq.7.8, SEG 37.77.27 (IV a.C.), Aen.Tact.13.1, Posidipp.Epigr.15.2, Plb.4.25.1, 12.27.5, SIG 647.33 (Fócide II a.C.), IEphesos 17.62 (I d.C.), PTeb.341.4 (II d.C.)
•en v. med. τήν μευ γλάσσαν ἐκτεμεῖν δεῖται Herod.6.41;
b) c. dat. e inf. θεοῖσι προσβαλεῖν χθονὶ ἄλλην δεήσει γαῖαν les será preciso a los dioses añadir otra tierra a la nuestra E.Hipp.941, ἐπεὶ δέ οἱ ἔδεε κακῶς γενέσθαι Hdt.2.161, cf. Luc.Hist.Cons.18, οἱ κιθαρῳδοί, ὁκόταν δέῃ αὐτοῖς μακροφωνεῖν los citaredos, cuando tienen que hacer llegar lejos su voz Hp.Carn.18, cf. X.An.3.4.35, HG 2.4.16, Oec.8.9, τί δεῖ ποιῆσαί σοι; LXX 4Re.4.13, cf. To.12.1
•en v. med. βραχέ' ἐμοὶ δεῖσθαι φράσαι S.OC 570;
c) c. inf. impl. hέπεσθαι hοπυῖ κα δέɛ̄ται seguir(lo) a donde sea preciso, ICr.1.8.4b.19 (V a.C.), σιγᾶν θ' ὅπου δεῖ A.Ch.582, ἀλλ' ἐν σκότῳ τὸ λοιπὸν οὓς μὲν οὐκ ἔδει ὀψοίατο S.OT 1273, μὴ πεῖθ' ἃ μὴ δεῖ no trates de convencerme de lo que es preciso que no (me convenzas), S.OC 1442, εἰ δέ που δέῃ S.Fr.314.151, ὡς δεῖ como es debido Hp.Acut.26, cf. Isoc.3.4, Schwyzer 341.6 (Delfos II a.C.), Plb.1.54.4, I.BI 1.249, 3.365, κἂν δέῃ, τροχάζω Philetaer.3.1
•tb. c. dat. ἀπῆσθ' ἵν' οὔ σ' ἔδει te habías ido donde no debías S.Ph.379, cf. OT 1185;
d) c. or. de inf. c. suj. en ac., a veces entendida como suj. τί δὲ δεῖ πολεμιζέμεναι ... Ἀργείους; ¿por qué es preciso que luchen los argivos?, Il.9.337, ἐμὲ δεῖ κελαδεῖν, ἐμὲ δεῖ παταγεῖν Pratin.3.2, cf. Hippon.27, A.A.598, Ch.548, Ar.Fr.230, οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα S.Fr.934, ἔδεε ἢ αὐτὸν ἀπολωλέναι ἢ Κανδαύληα Hdt.1.12, cf. Hp.VM 20, Isoc.1.11, X.An.3.3.10, D.19.235, CEG 590.2 (Atenas IV a.C.), IG 42.121.38 (IV a.C.), Call.Fr.191.34, Aen.Tact.31.19, Plb.3.99.4, δεῖ τι γενέσθαι es preciso que suceda algo Th.5.26, I.AI 10.142, δεῖ γὰρ πάντας ὑπὸ φθιμένοις ζωοὺς καταβῆναι es preciso que todos los vivos desciendan entre los muertos, IMEG 75.9 (imper.), δεῖ φθάνειν τὸν ἥλιον LXX Sap.16.28, cf. Ru.4.5, 1Es.4.22, Eu.Matt.18.33, POxy.532.3 (II d.C.), AP 9.572 (Lucill.), I.BI 6.2
•c. el inf. sobreentendido τούτοισι μέν νυν οὐ φθονῶ· τί γάρ με δεῖ; a éstos no los envidio; ¿por qué tendría (que hacerlo)? E.Hipp.20
•en v. med. ἀπελθεῖν με δεῖται Euetes 1;
e) c. ac. y una or. introducida por ὅπως: δεῖ σ' ὅπως ... δείξεις es preciso que tú muestres S.Ai.556, cf. Ph.54, Cratin.115.1, D.S.11.45
•para la expresión οἴομαι δεῖν c. inf. v. s.u. οἴομαι.
II part. act. neutr. δέον
1 c. compl. nominal en gen. habiendo necesidad de, haciendo falta τἀργυρίου νυνὶ δέον ahora que hace falta dinero Ar.Lys.422.
2 c. compl. verbal siendo necesario, obligado, preciso
a) c. inf. ᾄδειν Ar.Lys.1237, ἐκτίνειν Pl.Phdr.241a, στρατηγὸν ἕτερον αἱρεῖσθαι Plb.2.2.8, ἀποδύρεσθαι I.BI 1.195, εἰς Κόρινθον ἐλθεῖν Luc.Herm.27, διατρίβομεν ... πάλαι δέον ἐκκλησιάζειν perdemos el tiempo, cuando debíamos haber abierto la asamblea hace tiempo Luc.ITr.12, tb. en fut. ὡς αὐτίκα δεῆσον διώκειν X.Cyr.3.2.8, en aor. κατὰ πόλιν τὸ βουλευτικὸν ἀναπληρῶσαι δεῆσαν Plu.Fab.9
•c. dat. de pers. δέον σοὶ ... παραδοῦναι Luc.DMort.23.2
•gen. abs. οὐ δέοντος Corn.ND 11;
b) c. inf. impl. o sobreentendido οὐκ ἀπήντα δέον no compareció aunque tenía obligación de hacerlo D.21.90
•frec. en neg. οὐ δέον no debiendo, sin hacer falta, sin necesidad Pl.R.527b, ἀδελφεοκτόνος τε οὐδὲν δέον γέγονα Hdt.3.65, cf. Luc.Prom.6, Pr.Im.13, μὴ δέον Pl.Lg.794e, μηδὲν δέον Hp.Fract.15, Pl.Lg.816e
•gen. abs. δέοντος siendo necesario, debiendo Corn.ND 15;
c) c. inf. y suj. en ac. ὀρχεῖσθαι ... δέον αὐτούς estando obligados a danzar Ar.Nu.988, πράττει τις κακά, ... οὐ δέον αὐτὸν πράττειν Pl.Prt.355d, cf. Phlb.25d, Plb.10.30.4, D.C.44.10.4, ὡς φῶς οὐ δέον ὁρᾶν αὐτά como si la luz del día no debiera verlo Pl.Phlb.66a
•tb. en gen. abs. δέοντος Corn.ND 17.
3 tard. δέον (ἐστί) por δεῖ es preciso, hay que, se debe c. or. de inf. σιτίων δέον ἀπέχεσθαι hay que abstenerse de comer Hp.Steril.248, cf. Polyc.Sm.Ep.5.3, ἀλλὰ δέον <θεὸν> ἱκετεύειν Aristeas 242, cf. 1Ep.Petr.1.6, Ign.Tr.2.3, POxy.899.40 (II/III d.C.), ἔφη δεῖν βουλεύεσθαι τί δέον ἐστὶ πράττειν Plb.11.25.11, καὶ περὶ τῆς χώρας αὐτῶν δέον ἐστὶν εἰπεῖν D.S.5.25, δέον ἐστὶν καὶ πρέπον μνημονεύειν ἀδελφῶν LXX 1Ma.12.11, cf. Plb.6.13.7, LXX Si.prol.3, POxy.727.19 (II d.C.), Act.Ap.19.36, δέον ἂν εἴη ... ἐπὶ βραχὺ ... τόπον ἐφάψασθαι τῆς οἰκουμένης Plb.2.37.5, cf. 3.59.5, δέον ἂν εἴη μεγίστην ἡμᾶς ποιεῖσθαι πρόνοιαν Plb.5.31.7, cf. BGU 981.2.6 (I d.C.), 1Ep.Clem.34.2, para adv. δεόντως v. s.u.
C part. act. como adj. o subst.
I act. δέων, δέουσα, δέον
1 adj. obligado, debido, de donde apropiado, oportuno δέοντα μαθήματα estudios obligatorios Pl.Lg.820e, ἡ δέουσα ὁδός el camino apropiado Corn.ND 16, cf. Hierocl.Exc.61.24
•esp. c. subst. de tiempo ἐν τῷ δέοντι χρόνῳ Hp.Nat.Mul.18a, cf. Arist.APr.48b36, IG 12(3).247.11 (Anafe I a.C.), PKell.G.63.30 (IV d.C.), εἰς τ[ὸ] ν καιρὸν τὸν δέοντα IM 44.29 (III/II a.C.), cf. Plb.2.26.1, πρὸς τὸν δέοντα καιρόν Plb.1.61.7, πρὸ τοῦ δέοντος καιροῦ Plb.9.18.6.
2 neutr. subst. τὸ δέον, τὰ δέοντα lo necesario, lo debido de donde lo apropiado, lo oportuno
a) sg. ἔχει χάριν ὑπὸ γνώμας ἐσορᾶν τὸ δέον posee la gracia de discernir el deber con ayuda de la razón E.IA 566, cf. Pl.Plt.284e, ἔμελλε τοῦ δέοντος σφαλήσεσθαι Plb.3.70.8, τὸ δέον ἔγνω D.C.57.19, cf. BGU 432.2.2.10 (II d.C.), POxy.1165.10 (VI d.C.)
•en fórmulas epistolares εἰ ἔρρωσθε, τὸ δέον ἂν εἴη si os encontráis bien, es como debe ser, BGU 1296.2 (III a.C.), cf. PSI 590.2 (III a.C.), PCol.208.1 (II a.C.), frec. como segundo término de comparación tras un adj. ἢν δὲ ἐμμένῃ τὰ σιτία ἐν τῇ κοιλίῃ πλείονα τοῦ δέοντος χρόνον Hp.Morb.4.44, ποιεῖ δὲ ἡ ἐπίδεσις ἡ τοιαύτη πάντα τἀναντία τοῦ δέοντος Hp.Art.35, νεώτεροι τοῦ δέοντος Pl.Phlb.13d, φιλοτιμότερος τοῦ δέοντος Lys.16.20, διὰ τὴν τοῦ τοιούτου βίου σφοδροτέραν τοῦ δέοντος ἐπιθυμίαν Pl.Plt.308a, cf. Hp.Superf.29, Isoc.6.51
•tras un adv. μήτε πλέον μήτ' ἔλασσον τοῦ δέοντος ni más ni menos de lo preciso Hp.Morb.Sacr.5, μᾶλλον τοῦ δέοντος X.Mem.4.3.8, cf. Pl.Grg.487b, D.Chr.7.122, θᾶττον τοῦ δέοντος Pl.Smp.195b, cf. Plu.Comp.Phil.Flam.1, πλεονάκις τοῦ δεόντος Isoc.5.153, πλέον ... τοῦ δέοντος καταπολεμήσας si hubiera atacado con más violencia de la apropiada D.S.4.12, ἐθρασύνεσθε πέρα τοῦ δέοντος I.BI 1.375, cf. Plu.2.575d, ἐπὶ μακρότερον τοῦ δέοντος D.C.52.23.3
•frec. en giros prep. πρὸ τοῦ δέοντος antes de lo debido S.Ph.891, τοῦ δέοντος ὕστερον demasiado tarde Ar.Lys.57, κατὰ τὸ δέον como es debido, OGI 268.11 (Nacrasa III a.C.), παρὰ τὸ δέον contra lo debido e.e. contra la ley I.AI 12.29, PStras.70.22 (II d.C.) en BL 1.406
•c. un sent. temporal puntual ἐν (τῷ) δέοντι (sc. καιρῷ) en el momento adecuado, a tiempo, oportunamente οὐκ ἦλθες ἐν δέοντι δέξασθαι δόμοις E.Alc.817, ἀρήξατ'· ἐν δέοντι γάρ ¡sálvalos!; es el momento E.Med.1277, cf. Hp.Aff.1, Isoc.3.19, Plu.2.654c, D.C.37.3.6
•en caso de necesidad, en una emergencia ταύτῃσί τε ἐχρᾶτο ἐν τῷ δέοντι Hdt.2.159, cf. Plu.Cim.17, D.C.52.19.5
•local en el sitio preciso o adecuado τοῦ στομάχου ... ἐν τῷ δέοντι κειμένου Hp.Steril.217, ἐν οὐ δέοντι θηρώμενοι δόξαν Plu.2.48a;
b) esp. ἐς (τὸ) δέον en el momento adecuado, oportunamente ἐς δέον πάρεσθ' ὅδε Κρέων S.OT 1416, cf. Ant.386, Hdt.1.119, 1.186, εἰς δέον λέγειν D.4.14, cf. Theoc.14.50, Luc.Cont.1, Herod.7
•modal en la forma apropiada εἶχε δὲ οὐκ εἰς τὸ δέον no estaba como debía Hp.Epid.5.28
•cuando sea necesario, en caso de necesidad ὥστε ἐς τὸ δέον οὐκ ἂν ἔχοιεν αὐτοῖσι (τοῖσι τόξοισι) χρᾶσθαι Hdt.2.173, cf. E.Alc.1101, ὁτιοῦν ἐς δέον ἔπραξε D.C.45.24.4, cf. I.AI 6.44, χίλια καὶ πεντακόσια τάλαντ' ἀνηλώκαμεν εἰς οὐδὲν δέον hemos gastado mil quinientos talentos sin ser necesario D.3.28, εἰς τὸ δέον ἀνάλωσα Pericles en Sud.s.u. δέον, parodiado en ὥσπερ Περικλέης ἐς τὸ δέον ἀπώλεσα Ar.Nu.859, cf. Sch.ad loc., Plu.Per.23;
c) plu. ᾧ τὰ δέοντα πάρεστι Thgn.721, εἴπερ τι μέλλει τῶν δεόντων ποιήσειν Hp.VM 20, τὰ δέοντα μάλιστ' εἰπεῖν Th.1.22, cf. Pl.Phdr.234e, Lys.17.1, οὐδὲν τῶν δεόντων πράττοντες Isoc.3.25, cf. D.Chr.13.16, τὰ δέοντα ποιῆσαι Luc.Nigr.27, κἀκείνοις μὲν τὰ δέοντα ἐπέστειλα POxy.474.38 (II d.C.), τὰ δέοντα πάντα καὶ τὸν ἱματισμὸν καὶ τὰ ἄλλα ὅσα καθήκει γυναικὶ γαμετῇ BGU 251.5 (I d.C.), εἰς δέοντα ἀναλωθῆναι gastar en las cosas necesarias Andronic.Rhod.577, cf. I.BI 2.345, Corn.ND 14, D.Chr.20.8, D.C.70.2, συνέλεξαν τὰ δέοντα διπλᾶ recogieron el doble de lo necesario LXX Ex.16.22, cf. Pr.30.8, ἡμῖν μᾶλλον ἔσται τὰ δέοντα PCair.Zen.251.8 (III a.C.)
•como segundo término de comparación tras un adj. πλείω τῶν δεόντων Hp.VM 5.
II med.-pas. neutr. subst. τὸ δεόμενον = lo necesario, lo apropiado οἰκοδομῆσαι ... τὰ δεόμενα Ath.Agora L13.22 (IV a.C.), παντὶ τῷ δεομένῳ παραβοηθεῖν Plb.5.69.6, cf. 15.15.7.
• Etimología: De *deus-, cf. 2 δέος.
• Alolema(s): contr. δῶ Pl.Cra.419b, D.22.68, 51.11, Din.Fr.Inc.18
• Morfología: [dór. part. pres. ac. δεῦντα Herod.5.24; impf. 3a plu. δέον Od.22.189, en v. med. δέοντο Il.18.553; aor. ind. δῆσα Il.21.30, Od.9.99, Hes.Th.502, iter. 3a sg. δησάσκετο Il.24.15, part. nom. sg. masc. δήσαις Pi.P.4.234; perf. act. δέδεκα D.24.207, AP 5.96 (Rufin.), Lib.Or.1.20, 3a sg. δέδηεν Nic.Al.436, en v. med. δέδεμαι Thgn.178, Hdn.Gr.2.826; plusperf. med.-pas. ἐδεδέμην Hdt.9.37, 3a plu. ἐδεδέατο Hdt.1.66, sin aum., 3a sg. δέδετο Il.5.387, Od.24.229, 3a plu. δέδεντο Il.10.475, Od.10.92; fut. perf. δεδήσομαι X.Cyr.4.3.18; cf. δίδημι
I tr., de animados
1 atar mediante ligaduras, poner ataduras c. ánimo de inmovilizar:
a) c. ac. de pers. y anim. τὸν ... ὑπέδεισαν ... θεοὶ οὐδ' ἔτ' ἔδησαν los dioses sintieron miedo de él y ya no lo ataron (a Zeus) Il.1.406, πῶς ἂν ἐγώ σε δέοιμι; Od.8.352, Οὐρανίδας, οὓς δῆσε πατήρ Hes.Th.502, πατέρα A.Eu.641, cf. Call.Fr.203.19, Theoc.5.118, Adon.10, Nonn.D.25.349, εἰ μή τις αὐτοὺς ἐπὶ ταῖς πληγαῖς ἔδησεν, οὐκ ἂν ἐτεθνήκεσαν si no los hubieran atado una vez que los habían fustigado, no estarían muertos Lib.Or.26.32
•c. compl. circunst. indicando lugar: c. dat. loc. o de direcc. βοέους δήσαις ... ἔντεσιν αὐχένας Pi.l.c., τὸν δ' ... ἄνω κίονι δήσας S.Ai.240, δήσας τοὺς ἀνθρώπους γυμνοὺς ταῖς ἁμάξαις Plb.22.16.4, cf. Nonn.D.19.319, c. giro prep. θεὸν δῆσαι βίᾳ φάραγγι πρὸς δυσχειμέρῳ atar por la fuerza a un dios a un precipicio tempestuoso A.Pr.15, (τοὺς) ὑπὸ ζυγὰ δῆσα (los) até (a los marineros) bajo los bancos de los remeros, Od.9.99, en v. pas. δεθεὶς πρὸς κίον' ἑρκείου στέγης S.Ai.108, περιστερὰς ... δεδεμένας ἐν δικτύῳ Ar.Au.1083, δεδεμένους ... πρὸς ἀλλήλους atados entre sí Th.4.47
•c. dat. instrum. o giro prep. equiv. μιν ... δῆσαν κρατερῷ ἐπὶ δεσμῷ Il.5.386, δήσαντες δὲ σὲ κλῳῷ E.Cyc.234, cf. Nonn.D.29.355, en v. pas. ἐξ ἐπιδιφριάδος ... ἱμᾶσι δέδεντο estaban atados con correas a la lanza del carro (unos caballos) Il.10.475, κύνα δάκνοντα παραδοῦναι κελεύει κλοιῷ τριπήχει δεδεμένον Sol.Lg.35, cf. Nonn.D.14.261, δησμοῖσί τ' ἀεικελίοισι δεθέντες Sol.3.25, κατωκάρα δεσμοῖσι δέδενται Pi.Fr.161, cf. Hdt.2.96, 9.74, E.Rh.617, Plb.8.6.2
•en v. med. mismo sent., c. gen. Ἕκτορα ... δησάσκετο δίφρου ὄπισθεν Il.24.15;
b) c. ac. de partes del cuerpo ἐμὰς δῆσαι χεῖρας E.Hel.812, cf. Io 1403, Hdt.4.69, παλάμας ἔδεεν Opp.C.4.289
•en diversas construcciones: c. dat. instrum. δῆσε δ' ὀπίσσω χεῖρας ... ἱμᾶσι Il.21.30, cf. 10.443, c. gen. de la parte del cuerpo τὰ δὲ νήπια παιδία δέουσι τοῦ ποδὸς σπάρτῳ Hdt.5.16, c. doble ac. δησάντων σ' ἐν νηῒ θοῇ χεῖράς τε πόδας τε que te aten de pies y manos en la veloz nave, Od.12.50, en v. pas. c. ac. de rel. χεῖρας ἱμάντι δεθείς Pi.N.6.35, cf. Hdt.3.14, Eu.Io.11.44;
c) c. ac. int. no etim. y giro prep. c. περί y ac. echar alrededor de, atar en torno a σειρὴν ... περὶ ῥίον Ὀυλύμποιο δησαίμην ataría una cadena en torno a un pico del Olimpo, Il.8.26, περὶ τοὺς αὐχένας σφέων ἔδησε (τὸν χαλινὸν τοῦ ἵππου) les echó al cuello (la brida del caballo) Hdt.3.118, c. dat. τῷ δ' ... (ἱμάντας) δήσαντες A.R.2.66.
2 no siempre mediante una ligadura prender, apresar, encarcelar Κορινθίους Th.1.30, cf. D.24.144, 22.68, δησάντων αὐτὸν οἱ ἕνδεκα Decr. en D.24.105, οὓς δέδεκε τὰ δικαστήρια D.24.207, cf. Aeschin.2.134, And.4.17, en v. pas. δεδέσθαι αὐτῷ ... προσήκει merece ser apresado D.24.126, cf. Hdt.3.119, Antipho 5.17, D.24.114, SEG 35.925.6 (Quíos I d.C.), ἐδέθη ὑπὸ Χίων Hdt.6.2, cf. POxy.2190.42 (I d.C.), δεσμὸν ... ἕλκεται δεθείς E.Hipp.1237, οἱ δεδεμένοι los prisioneros Ar.Eq.469, c. dat. instrum. ἦν ὁ Πέτρος ... δεδεμένος ἁλύσεσιν δυσίν Pedro estaba prendido con dos cadenas, Act.Ap.12.6
•abs. practicar un arresto, arrestar οὐ δὲ χρήματα δημιώσω οὐ δὲ δήσω SEG 31.985.A.15 (Teos V a.C.), αὐτός τ' ἔδησα καὶ παρὼν ἐκλύσομαι yo mismo di la orden de prisión y, estando presente, daré la de libertad S.Ant.1112, cf. Din.l.c.
•c. giro prep. c. valor instrum.-loc. κἄδησας ἐν δεσμοῖσι πανδήμου στέγης E.Ba.444, ἐν κλίμακι δήσας (τοῦτον) Ar.Ra.619, (ὅσους) ἐν πέδαις δήσαντες (a cuantos) habiéndoles cargado de grilletes Hdt.5.77, σε δήσω <'ν> τῷ ξύλῳ Ar.Eq.367, cf. Decr. en D.24.146, esp. en v. pas. χαλκέῳ ... ἐν κεράμῳ δέδετο estuvo encerrado en una mazmorra de bronce, Il.5.387, αἱ ... πέδαι ... ἐν τῇσι ἐδεδέατο Hdt.1.66, en la fórmula legal ἐν τῷ ξύλῳ δεδέσθαι Lys.10.16, cf. SEG 13.521.193 (Pérgamo II a.C.), Αἴτνας ἐν μελαμφύλλοις δέδεται κορυφαῖς se encuentra aherrojado entre las cimas de oscura floresta del Etna ref. a Tifón, Pi.P.1.27, ἐν δημοσίῳ δεσμῷ δεθεὶς ὑπὸ τῶν νομοφυλάκων Pl.Lg.864e, cf. PSI 347.9 (III a.C.)
•c. prep. y ac. de rel. δεδέσθαι δ' ἐν ποδοκάκκῃ ἡμέρας πέντε τὸν πόδα y quede aprisionado su pie en el cepo durante cinco días Sol.Lg.23c
•tb. de anim. ser apresado ἔγχελυς ... δέδεται δὲ καὶ ἱεμένη περ ἀλύξαι Opp.H.4.459.
3 vendar ὠτειλήν Od.19.457, ἐν νάρθηξι δῆσαι entablillar Hp.Fract.8, en v. pas., Hp.Fract.7, Off.18, c. ac. de rel. κράατα δησάμενοι con la cabeza vendada A.R.2.1013.
4 en v. med. c. valor refl. atarse, sujetarse el calzado, calzarse, ponerse ποσσὶ δ' ὑπὸ λιπαροῖσιν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα Il.2.44, c. dat. instrum. ἐδήσατο ταρσὰ κοθόρνοις Nonn.D.11.234
•en perf. llevar atado, tener atado περὶ δὲ κνήμῃσι ... κνημῖδας ... δέδετο Od.24.229.
II no de animados
1 atar, anudar, ligar ἐπ' ἄκρῳ δῆσε χρύσειον καλὸν ζυγόν en el extremo ató un bello yugo áureo, Il.5.730, χαλινοὺς δὲ καὶ στόμια ... ἐκ πασσάλων δέουσι Hdt.4.72, ξύλον ... κρεμάσαι χρὴ ἔνθεν καὶ ἔνθεν, σειρῇ δήσαντα hay que colgar un madero atándolo en los dos extremos con una cuerda Hp.Fract.8, πλοκάμους ... δήσατε κισσῷ Nonn.D.43.76, στεφάνους ἔπλεξεν ... ἄνθεα δήσας Nonn.D.6.44, en v. pas. ἱμάντα δεδεμένον εἰς τὸ πανάριον POxy.1294.7 (II/III d.C.)
•náut. amarrar, echar amarras πρυμνήσια ... ἀκτῇσι A.R.4.244, ἐπὶ χθονὶ πείσματ' ἔδησαν A.R.4.523, cf. 1.379, Orph.A.1210, Q.S.12.347, en v. pas. αἱ μὲν ... ἔντοσθεν λιμένος ... δέδεντο πλησίαι de naves Od.10.92, σχεδίας ... πρὸς αὑτὰς ... δεδεμένας Plb.3.46.4.
2 liar, ligar (δράγματα) ἄλλα ... ἀμαλλοδετῆρες ἐν ἐλλεδανοῖσι δέοντο otras (brazadas de mies) las iban liando los gavilladores en haces, Il.18.553, cf. Hes.Sc.291, Eu.Matt.13.30, δόνακες γὰρ ἐπ' ἀλλήλους δεθέντες Nonn.D.24.33, racimos en una corona IMEG 87.12 (II d.C.), en v. pas. οἱ σπόνδυλοι ... δέδενται πρὸς ἀλλήλοις δεσμῷ μυξώδει καὶ νευρώδει Hp.Art.45
•envolver, liar κισσὸν ... δήσας ἐς ὀθόνιον Hp.Nat.Mul.58, ἱστία ... ἀμφ' ἱμᾶσιν ἔδησαν Orph.A.635, cf. Q.S.4.214, en v. pas. (λίθος) ἀμφὶ ... νεφροῖσι δεθείς Orph.L.190.
III sin noción de atadura
1 ligar, trabar un continuo ὀπὸς γάλα λευκὸν ... ἔδησε Emp.B 33.
2 arq. ensamblar, unir, sujetar elementos arquitectónicos ἄξονας IG 22.1673.31 (IV a.C.), τοὺς ἁρμοὺς ... δῆσαι καὶ γομφῶσαι IG 22.1666B.13, cf. A.60 (IV a.C.), c. dat. instrum. οἰκοδόμεε γέφυραν, δέουσα τοὺς λίθους σιδήρῳ τε καὶ μολύβδῳ Hdt.1.186, τὸ πλατὺ τεῖχος ἀσφάλτῳ δήσασα Theoc.16.100, en v. pas. c. diversos giros prep. c. valor loc., modal o instrum. λίθοι ... σιδήρῳ πρὸς ἀλλήλους τὰ ἔξωθεν καὶ μολύβδῳ δεδεμένοι Th.1.93, cf. Ph.Mech.80.9, πλίνθον ὀπτὴν διπλῆν ἐν γύψῳ δεδεμένην D.S.2.10, cf. Lib.Or.18.235, τοὺς θριγκοὺς τοὺς ἐπὶ ταύτας (στήλας) τιθεμένους δεδεμένους κατὰ κεφαλήν las piedras de la cornisa colocadas sobre estas (estelas), unidas por su parte superior, IG 7.3073.80, cf. 84 (Lebadea II a.C.), τὸ δεσμῶν ἄνευ περὶ τὰς θύρας δεδέσθαι; Lib.Or.56.6, cf. Paul.Sil.Soph.515
•fig. en v. pas. οὐ συμπεφυκὼς δεδήσομαι ὥσπερ οἱ ἱπποκένταυροι no estaré unido por nacimiento (a mi caballo) como los hipocentauros X.Cyr.4.3.18.
3 ref. a objetos de forma redonda, siempre en v. pas. c. dat. instrum. o loc. estar rodeado, ceñido por δέδεντο δὲ δαίδαλα πάντα (Ὠκεανῷ) toda la decoración estaba rodeada (por el Océano) representado en torno al escudo, Q.S.5.101
•frec. en part. rodeado por, ceñido por στλεγγίς ἁλύσει δεδεμένη IG 22.47.10 (IV a.C.), de anillos ref. al aro en que va engastada la piedra o sello σφραγιδίο δύο χρυσίοι δεδεμένο IG 13.385.4, 386.1.2.68 (ambas V a.C.), cf. 22.47.15, 1452.4, 1457.7, ID 104.66 (todas IV a.C.), Ath.Askl.4.123 (III a.C.), σφραγὶς ἀργυρίῳ δεδεμένη· σφραγῖδες λίθιναι ἄδεσμοι un sello engastado en anillo de plata, sellos de piedra sin engastar, IG 22.1542.14 (IV a.C.), σφραγὶς μαράγδου δεδεμένη σειρᾷ χρυσῇ IG 11(2).161B.44 (III a.C.), tb. c. ἐν y dat. ἠθμὸς ἀπὸ κρατῆρος ... ἐγ ξύλῳ δεδεμένος un colador de cratera ... ensamblado en un aro de madera, IG 11(2).199B.84 (III a.C.).
IV usos fig.
1 ligar, embotar, inmovilizar, privar de actividad partes del cuerpo, frec. en conjuros mág. δῆσον, κατάδησον τὰ νεῦρα, τὰ μέλη, τὸν νοῦν ... Suppl.Mag.53.12, ἔδησα τὴν γλῶτταν καὶ τὴν ψυχὴν καὶ τὰς χεῖρας IG 3(3).96.3, cf. SEG 34.1437.1 (Siria V/VI d.C.)
•en v. med.-pas. γλῶσσα δέ οἱ δέδεται Thgn.l.c., cf. Lib.Or.37.14, δέδεται γὰρ ἡ διάνοια la mente queda embotada por los razonamientos sofísticos, Arist.EN 1146a24, φωνὴ δ' ἐδέθη καὶ χείλεα καλά por la muerte AP 8.35 (Greg.Naz.), σολοικίζον τὸ στόμα μου δέδεται mi boca se paraliza cometiendo solecismos, AP 11.138 cf. 148 (ambos Lucill.)
•frec. c. dat. agente o instrum. δέδεται γὰρ ἀναιδεῖ ἐλπίδι γυῖα pues nuestros miembros están atados por una esperanza despiadada Pi.N.11.45
•tb. de cosas δεθέντα κατὰ τὰς ἐμβολὰς ... τὰ ... σκάφη las naves inmovilizadas en el choque Plb.2.10.4
•medic. constreñir, inmovilizar ἡ φλεγμονὴ δήσασα ἔχει τὸ ἄρθρον la inflamación mantiene la articulación constreñida Hp.Art.8, cf. Off.17, en v. pas. αἱ γένυες ἐδέδεντο Hp.Epid.5.47.
2 encadenar, aprisionar a pers. αὐτοὺς δήσας τῇ περὶ ἀρετὴν ἐπιθυμίᾳ encadenándolos al deseo de la virtud Pl.Cra.404a, ἢν ἐσίδῃς, καίεις· ἢν δὲ θίγῃς, δέδεκας si miras, (me) quemas, si tocas (me) tienes encadenado, AP 5.96 (Rufin.), en v. pas. c. dat. agente o instrum. νικώμενοι γὰρ ἄνδρες ἀγρυξίᾳ δέδενται Pi.Fr.229, λύπᾳ ... εὐναία δέδεται ψυχά por el dolor (su) alma está encadenada al lecho E.Hipp.160, γυνὴ τῷ ἀνδρὶ δέδεται νόμῳ Ep.Rom.7.2
•c. doble ac. τῶ μιν ἀμηχανίη δῆσεν φρένας A.R.4.880, en v. pas. c. ac. de rel. ἄλγεϊ ... δέδεσαι φρένα AP 2.186
•tb. c. n. abstr. κέρδει καὶ σοφία δέδεται incluso la sabiduría se deja apresar por las ganancias Pi.P.3.54, ὁ λόγος τοῦ θεοῦ οὐ δέδεται la palabra de Dios no está encadenada e.e. es libre 2Ep.Ti.2.9
•op. λύειν o comp. de éste ref. al que goza de poder para «atar y desatar» Eu.Matt.16.19, οὐδὲν ἄρα οὕτως βεβαίως δεδήσεται ... ὃ μὴ οἷόν τ' ἔσται λῦσαι τῷ Διονύσῳ nada estará tan fuertemente atado que no le sea posible a Dioniso desatarlo Aristid.Or.41.7
•part. pas. τὸ δεθέν lo atado, lo ligado, e.e. lo compuesto τὸ ... δεθὲν πᾶν λυτόν todo lo que está compuesto es corruptible Pl.Ti.41b.
3 retener, mantener lejos de c. gen. ὅς τίς μ' ἀθανάτων ... ἔδησε κελεύθου cuál de los inmortales ... me ha apartado del camino, Od.4.380
•impedir, poner trabas τὸ ‘δοῦν τὸ ἰόν’ lo que pone trabas a la marcha como falsa etim. de δημιώδης Pl.Cra.419b.
• Diccionario Micénico: de-de-me-no.
• Etimología: Pres. tem. de *deHi̯1-, que da lugar a ai. dā́ti ‘atar’, alb. duai ‘gavilla’.
v. 1 δήω.
German (Pape)
[Seite 555] binden; Wurzel Δε-; ältere Nebenform δίδημι, welches vgl.; Sanskrit ved. dâ »binden«, dâman »Strick«, dâmâ »Fessel«, s. Curtius Grundz. d. Griech. Etymol. 1, 57. 199. A verbo der Attischen Prosa δέω, δήσω, ἔδησα, δέδεκα, δέδεμαι, ἐδέθην; futur. exact. δεδήσομαι, z. B. Plat. Rep. II, 361 e; futur. pass. δεθήσομαι Demosth. 24, 126. 131. 190. 191; auch in ου wird oft contrahirt, z. B. δοῦσαν Dinarch. ap. Poll. 8, 72. Bei Hippocrat. perfect. δέδεσμαι. Bei Homer oft Formen vom aorist. act. ἔδησα; außerdem: δέοιμι, Odyss. 8, 352; imperat. δεόντων, Odyss. 12, 54, Scholl. Didym δεόντων: Ἀρίσταρχος γράφει διδέντων, ὡς τιθέντων, s. δίδημι; δέον 3 plur., Odyss. 12, 196; δήσειν, Iliad. 21, 454; medium δέοντο, Iliad, 18, 553; ἐδήσατο, öfters; δησάσκετο, Iliad. 24, 15; δησαίμην, Iliad. 8, 26; δησάμενος, Iliad. 17, 290; δησάμενοι, Odyss. 2, 430; δέδετο, Odyss. 24, 229; passiv. δέδετο, Iliad. 5, 387; δέδεντο, Odyss. 10, 92. Vgl. die Homerischen composita ἐκδέω, ἐνδέω, ἐπιδέω, καταδέω, περιδέω, συνδέω, ὑποδέω. Oefters ist es schwer, zu entscheiden, ob eines dieser compos. in tmesi vorliegt. oder das simplex: Odyss. 12, 196 πλείοσί μ' ἐν δεσμοῖσι δέον; Odyss. 12, 161 ἀλλά με δεσμῷ δήσατ' ἐν ἀργαλέῳ; Iliad. 5, 386. 387 ὅτε μιν Ὦτος κρατερός τ' 'Εφιάλτης δῆσαν κρατερῷ ἐνὶ δεσμῷ· χαλκέῳ δ' ἐν κεράμῳ δέδετο; vgl. Iliad. 2, 111 Ζεύς με μέγα ἄτῃ ἐνέδησε βαρείῃ; Iliad. 22, 398 ἐκ δίφροιο δ' ἔδησε; 23, 854 ἱστὸν δ' ἔστησεν νηός, ἐκ δὲ πέλειαν μηρίνθῳ δῆσεν ποδός; Iliad. 10, 475 παρ' αὐτῷ δ' ὠκέες ἵπποι ἐξ ἐπιδιφριάδος πυμάτης ἱμᾶσι δέδεντο; vgl. Iliad. 23, 121 τὰς μὲν ἔπειτα Ἀχαιοὶ ἔκδεον ἡμιόνων; zweifelhaft ist auch die öfters wiederkehrende Wendung ποσσὶ δ' ὑπὸ λιπαροῖσιν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα, Odyss. 2, 4, αὐτίκ' ἔπειθ' ὑπὸ ποσσὶν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα, 5, 44. Das composit. ὑποδέω kommt überhaupt nur in solchen Stellen mit zweifelhafter Tmesis vor. Wirklich mediale Bdtg ist wohl in der Redensart ποσσὶν ὑπὸ ἐδήσατο πέδιλα; zweifelhaft in dieser Hinsicht ist z. B. Odyss. 2, 430 δησάμενοι ὅπλα ἀνὰ νῆα, wo recht gut das medium Homerisch in der Bdtg des activi stehn kann; sicher ist so, medium Homerisch = activ., wohl Iliad. 18, 553 zu nehmen, ἄλλα (δράγματα) δ' ἀμαλλοδετῆρες ἐν ἐλλεδανοῖσι δέοντο. Meistens ist δέω bei Homer im eigentlichen physischen Sinne gebraucht, wie z. B. auch Iliad. 1, 406 von einer wirklichen Fesselung des Zeus zu verstehn. Zweifelhaft ist Odyss. 8, 852, wo dem Hephästus Poseidon sich zum Bürgen für Ares anbietet, Hephästus jedoch antwortet πῶς ἂν ἐγώ σε δέοιμι μετ' ἀθανάτοισι θεοῖσιν, εἴ κεν Ἄρης οἴχοιτο χρέος καὶ δεσμὸν ἀλύξας; hier kann δέοιμι bildlich sowohl wie eigentlich genommen werden, vgl. Apollon. Lex. Hom. p. 57, 30 δέοιμι· δεσμεύοιμι und die Scholl., in denen berichtet wird, daß Aristarch πῶς ἂν εὐθύνοιμι geschrieben habe. Sicher bildlich ist Iliad. 14, 73 ἡμέτερον δὲ μένος καὶ χεῖρας ἔδησεν; und, mit einem genitiv., Odyss. 4, 380. 469 ὅς τίς μ' ἀθανάτων πεδάᾳ καὶ ἔδησε κελεύθου, wer mich an der Fahrt hindert. Mit doppeltem accusat., in eigentl. Bdtg, Odyss. 12, 50 δησάντων σ' ἐν νηὶ θοῇ χεῖράς τε πόδας τε ὀρθὸν ἐν ἱστοπέδῃ, vgl. Apoll. Lex. Hom. p. 58, 13. Das Bindemittel im dativ., Iliad. 21, 50 δῆσε δ' ὀπίσσω χεῖρας ἐυτμήτοισιν ἱμᾶσιν. – In der Bdtg verbinden, eine Wunde, Odyss. 19, 457 ὠτειλὴν Ὀδυσῆος δῆσαν ἐπισταμένως; vgl. Iliad. 13, 599 αὐτὴν (eine verwundete Hand) ξυνέδησεν ἐυστρεφεῖ οἰὸς ἀώτῳ, σφενδόνῃ. – Folgende: Plat. Cratyl. 404 a; Her. 4, 72; Ar. Ach. 1137; πρός τι, an etwas, Thuc. 3, 103; δεδεμένοι πρὸς ἀλλήλους 4, 47; πρὸς κίονα Soph. Ai. 108; κίονι 240; πρός τινι, Aesch. Prom. 15; ἐς πέδας δήσαντες, ἐν πέδαις ἐδεδέατο, Her. 5, 77. 1, 66, u. öfter; ἐν μακαρίᾳ ἀνάγκῃ Plat. Rep. VIII, 567 c; bes. = ins Gefängniß werfen, ἐν δημοσίῳ δεσμῷ δεθείς Legg. IX, 864 e, u. öfter, wie bei den Rednern; vgl. Lys. 6, 23; ἐν τῷ ξύλῳ, Dem. 24, 146; δεδέσθαι ποδοκάκῃ τὸν πόδα 24, 105; Gegensatz ἀναλύειν, Teleclid. Plut. Pericl. 16; – übertr., κέρδει καὶ σοφίᾳ δέδεται Pind. P. 3, 54; λύπῃ, Eur. Hipp. 160; τὸ στόμα μου δέδεται Lucill. 48 (XI, 138), wie behext, durch Zauber.
German (Pape)
[Seite 556] und δεύω, bedürfen; wohl nicht, wie gewöhnlich angenommen wird, von einer Wurzel δεF-, sondern von einer Wurzel δυ-, mit Guna δεγ-; zunächst verwandt ist wohl δεύτερος, δεύτατος. In δέω ist das Υ der Wurzel ausgestoßen; vgl. ἔχευα ἔχεα, ἀλεύω ἀλέω, ἀχεύων ἀχέων, εὔαδεν ἕαδεν. Die Attische Prosa hat von δεύω δέω ein activum δέω, δεήσω, ἐδέησα, δεδέηκα, meist unpersönlich gebraucht, δεῖ, δεήσει, ἐδέησε, δεδέῆκε, und ein deponens passiv. δέομαι, δεήσομαι, ἐδεήθην, δεδέημαι; dic Contraction in ει unterbleibt zuweilen, δέεται und δεῖται, δέεσθαι und δεῖσθαι, s. Buttmann Ausf. Gramm. ed. 2 Bd 2 S. 150. Bei Homer findet sich das activum in wenigen Formen und Stellen: ἐδεύησεν zweimal; Odyss. 9, 540 κὰδ δ' ἔβαλεν μετόπισθε νεὸς κυανοπρώροιο τυτθόν, ἐδεύησεν δ' οἰήιον ἄκρον ἱκέσθαι, es fehlte (nur noch grade), daß er die Spitze des Steuerruders traf, Apollon. Lex. Homer. p. 62, 11 ἐδεύησεν· ἐνδεὴς ἐγένετο; derselbe Vers interpolirt Odyss. 9, 483 κὰδ δ' ἔβαλε προπάροιθε νεὸς κυανοπρώροιο τυτθόν, ἐδεύησεν δ' οἰήιον ἄκρον ἱκέσθαι, vgl. Scholl. vs. 5401 δῆσεν oder ἔδησεν einmal, Iliad. 18, 100 ὁ μὲν μάλα τηλόθι πάτρης ἔφθιτ', ἐμεῖο δὲ δῆσεν ἀρῆς ἀλκτῆρα γενέσθαι, er entbehrte meiner, daß ich ihm ein Retter geworden wäre, var. lect. δ' ἔδησεν, vgl. Scholl. (Herodian.) und Apollon. Lex. Homer. p. 62, 14 ἔδ η σεν· ἐνδεὴς ἐγένετο· »ἐμεῖο δ' ἔδησεν ἀρῆς«; δ εῖ unpersönlich einmal, Iliad. 9, 337 τί δὲ δεῖ πολεμιζέμεναι Τρώεσσιν Ἀργείους, »wozu ist es nöthig, daß die Argiver mit den Troern kämpfen?« In dieser Weise gebraucht Homer öfters χρή; und so haben denn auch in der vorliegenden Stelle Neuere statt δεῖ schreiben wollen χρή, ein Versuch, welcher eben so wohlfeil und eben so wertlos ist wie Iliad. 18, 100 der geistreiche Vorschlag Neuerer statt ἐμεῖο δ' ἔδησεν oder ἐμεῖο δὲ δῆσεν zu schreiben ἐμεῦ δ' ἐδέησεν; beide »Besserungen« sind leichtfertge, frivole Attentate auf den aus dem Alterthume überlieferten Homer-Text, was Buttmann einsah, Ausf. Gramm. ed. 2 Bd 2 S. 151 sq. Anmerk. Vgl. noch mit δῆσεν ἔδησεν das Homerische κῆται, welches sich zu κέηται verhält wie δῆσεν zu δέησεν. – Häufiger als das activ. erscheint bei Homer das deponens, immer mit dem Υ, δεύομαι, in folgenden Formen und Stellen: δεύεαι Iliad. 23, 484; δεύῃ Odyss. 1, 254; δεύεται Odyss. 7, 73. 8, 137; δευοίατο Iliad. 2, 128. 5, 202; δευέσθω Iliad. 20, 122; δεύεσθαι Iliad. 13, 310; δευόμενος Iliad. 22, 492; δευόμενον Iliad. 1, 134. 20, 472 Odyss. 4, 264; δευομένους Iliad. 3, 294; ἐδεύεο Iliad. 17, 142; ἐδεύετο Iliad. 1, 468. 602. 2, 431. 4, 48. 7, 320. 23, 56. 24, 69 Odyss. 16, 479. 19, 425; δευέσθην Iliad. 8, 127; δεύοντο Iliad. 2, 709; δευήσεαι Odyss. 6, 192. 14, 510; δευήσεσθαι Iliad. 13, 786 Odyss. 23, 128. Aorist. und perfect. kommen bei Homer nicht vor. Bedeutung und Construction: absolut, Iliad. 1, 134 αὐτὰρ ἔμ' αὔτως ἧσθαι δευόμενον, entbehrend; Iliad. 22, 492 δευομενος δέ τ' ἄνεισι πάις ἐς πατρὸς ἑταίρους, Mangel leidend; Iliad. 20, 122 μηδέ τι θυμῷ δευέσθω, er soll sich nicht verlassen fühlen; δεύεσθαί τινος einer Sache oder Person entbehren, Iliad. 2, 128 πολλαί κεν δεκάδες δευοίατο οἰνοχόοιο; Odyss. 1, 254 ἦ δὴ πολλὸν ἀποιχομένου Ὀδυσῆος δεύῃ; Iliad. 4, 48 οὐ γάρ μοί ποτε ῃωμὸς ἐδεύετο δαιτὸς ἐίσης, λοιβῆς τε κνίσης τε; Odyss. 19, 425 δαίνυνι', οὐδέ τι θυμὸς ἐδεύετο δαιτὸς ἐίσης; Odyss. 4, 264 πόσιν οὔ τευ δευόμενον, οὔτ' ἂρ φρένας οὔτε τι εἶδος; Iliad. 3, 294 καὶ τοὺς (ἄρνας) μὲν κατέθηκεν ἐπὶ χθονὸς ἀσπαίροντας, θυμοῦ δευομένους· ἀπὸ γὰρ μένος εἵλετο χαλκός, der Lebenskraft ermangelnd, sterbend, vgl. Apollon. Lex. Homer. p. 57, 34; δεύεσθαί τινος Einem nachstehn, Iliad. 23, 484 ἄλλα τε πάντα δεύεαι Ἀργείων, auch in allen andern Stücken stehst du den Argivern nach; δεύεσθαί τινος in etwas nachstehn, zurückstehn, Iliad. 17, 142 Ἕκτορ εἶδος ἄριστε, μάχης ἄρα πολλὸν ἐδεύεο, im Kampfe standest du sehr zurück, das εο in ἐδεύεο mit Synizese zu lesen; so hat man auch Iliad. 13, 310 erklärt, ἐπεὶ οὔ ποθι ἔλπομαι οὕτως δεύεσθαι πολέμοιο καρηκομόωντας Ἀχαιούς, Apollon. Lex. Homer. p. 58, 1. – Vgl. die Homerischen compos. ἐπιδεύομαι und ἐπιδευής. – Folgende: 1) Activum: παραδείγματος αὐτὸ τὸ παράδειγμα δεδέηκεν, der Beweis bedarf selbt des Beweises. Plat. Polit. 277 d; ἡ βουλὴ δεῖ διακρινοῦντος Lach. 184 c. – Gew. a) πολλοῦ, ὀλίγου δέω, essehltviel, wenigdaran, daßich, e. inf., z. B. πολλοῦ δεῖς τὸ εἶδος ἀγνοεῖν τοῦ παιδός, es fehlt viel daran, daß du nicht kennen solltest, Plat. Lys. 204 e; vgl. Theaet. 167 b; ὡστε θολλοῦ δέω μὴ οὐ δύο γε φεύγειν Euthyd. 297 c; πολλοῦ μοι δοκῶ δεῖν τὰ ὑμέτερα ἔχειν Xen. An. 7, 6, 18; οὐ πολλοῦ δέοντας ἴσους τὸ πλάτος καὶ τὸ μῆκος εἶναι, beinahe eben so dick wie lang, 5, 4, 32; auch absol., als nachdrückliche Veineinung, πολλοῦ γε δέω, Plat. Phaedr. 228 a, wie Dem. 20, 58, ich bin weit entfernt, d. i. durchaus nicht; τοῦ παντὸς δέω, Aesch. Prom. 1008; τοσούτου δέουσιν ἐλεεῖν ὥστε μᾶλλον, wie tantum abest, Isocr. 4, 168; vgl. 14, 18 u. 11, 5, wo vor Bekk. τοσούτῳ stand. Seltener steht auch der acc., τοσοῦτον δέω εἰδέναι Plat. Menon. 71 a; Luc. Icarom. 5; ὀλίγον, μικρὸν δέω τοῦ ποιεῖν, Plut. Pyrrh. 17. 30, öfter. – An Vrbdgen, wie μικροῦ δέοντα τέτταρα τάλαντα, beinahe vier Talente, woran wenig fehlt, Dem. 27, 35, reihen sich Ausdrücke für die Zahlen 18, 19, 28, 29 u. ä.; δυοῖν δέοντα τεσσαράκοντα, Her. 1, 14. Bes. Att., ἑνὸς δέον εἰκοστὸν ἔτος, das zwanzigste Jahr weniger eins, d. i. das neunzehnte, Thuc. 8, 6. 25; πεντήκοντα δυοῖν δέοντα ἔτη, d. i. 48 Jahre, 2, 1; μιᾶς δέουσι ἑξήκοντα, Plat. Legg. V, 738 a; Sp. brauchen gen. abs., ἑξήκοντα ἑνὸς δέοντος ἔτη, Plut. Pomp. 79; D. L. 5, 27. – b) das imperson. δεῖ, conj. δέῃ, auch δῇ, s. Mein. III, 293, es bedarf, ist nöthig; mit acc. c. inf., Pind. Ol. 6, 28; Her. bes. von Schicksalbestimmungen, οὐ γὰρ ἔδει Ναξίους ἀπολέσθαι, sie sollten nicht untergehen, 5, 33; vgl. 6, 64. 9, 109; u. mit dem Zusatz κατὰ τὸ θεοπρόπιον, 8, 53; δεῖ γενέσθαι τι, Thuc. 5, 26. Seltener findet eine Attraction statt, ἡγούμην αὐτὸς περιεῖναι δεῖν αὐτῶν, καὶ μεγαλοψυχότερος φαίνεσθαι Dem. 19, 235; vgl. 44, 28 u. Lob. Phryn. 754; selten auch steht der dat., δεῖ ἐπισάξαι τὸν ἵππον Πέρσῃ ἀνδρί Xen. An. 3, 4, 35; vgl. Oec. 7, 20; Soph. O. C. 721; Eur. Hipp. 945; Plat. Rep. X, 608 c.; Soph. abdt auch δεῖ σ' ὅπως δεἰξεις Ai. 553; bgl. Phil. 54. – Ohne Inf., εἴ τι δέοι u. ἐἀν τι δέῃ, wenn es nöthig sein sollte, Xen. oft. – Gew. mit dem gen. der Sache, δεῖ τινος, es bedarf einer Bache, es ist etwas nöthig, es thut Noth, εὐβουλίπς δεῖ Beph. Ant. 1083; ἀγαθοῦ δημτουργοῦ δεῖ Plat. Gouv. 187 c, der sogar abdi σφόδρα ἡμῖν δεῖ ἄκρων εἶναι τῶν ἀρχόντων Rep. V, 459 b; οὐδὲν ἔτι αὐτῶν δεῖ Thuc. 5, 55; Xen. An. 5, 1, 10. Die Person, welche etwas nöthig hat, steht gew. im dat., ἔδει γὰρ δὴ συμμαχίης τινός οἱ μεγάλης Her. 5, 38, wo pleonast ἐξευρεθῆναι zugesetzt ist; ἓν δεῖ μόνον μοι Eur. Suppl. 594; τέχνης δεῖ τῷ μέλλοντι δρᾶν Plat. Soph. 255 a; δεῖ μοι τῆς αὐτῆς ἐρωτήσεως Men. 79 c. Selten im accus., αὐτὸν σε δεῖ Προμηθέως Aesch. Ag. 840; ποίας με δεῖ φροντίδος Soph. El. 602; vgl. Eur. Rhes. 837; u. spätere Prosaiker, nach Arist. pol. 7, 13. – c) an a) schließt steh πολλοῦ, ὀλίγου δεῖ, essehltviel, wenig, worauf acc. c. inf. folgt, πολλοῦ γε δεῖ οὕτως ἔχειν Plat. Prot. 341 d; ἐδέησεν ἐλαχίστου αὐτοὺς διαφθεῖραι (τὸ πῦρ), es fehlte sehr wenig daran, daß das Feuer sie rernichtete, Thuc. 2, 77; daher πολλοῦ γε καὶ δεῖ, zu nachdrücklicher Verneinung am Ende des Satzes, weit gefehlt, Dem. 18, 300 u. sonst; absol. πολλοῦ, ὀλίγοὺ δεῖν, so daß viel, wenig fehlt, Plat. Apol. 22 a Lgg. XII, 998 d; ὀλίγου δεῖν φορήματι ἀλλὰ προσθήματι ἐοίκασι, beinahe, Xen. Mem. 3, 10, 13; so μικροῦ δεῖν, Isocr. 4, 144; ἵν' εἰδῆτε πολλοῦ δεἴν ἄξιον ὄντα, daß viel fehlt, daß er bei weitem nicht würdig ist, Dem. 23, 7. – 2) Deponens: perf. δεδέημαι Xen. An. 7, 7, 14; nöthighaben, bedürfen, entbehren, τινός; Sp. D., wie Ap. Rh. 1, 968; sehr gew. Her. u. Att. Auch οὐδὲν ἐμοῦ δέονται, Plat. Theaet. 151 b, u. öfter; εἴ τι ἄλλο ἡ τῆς οὐσίας δέοιο Conv. 218 c; ἢν δέ τι δέωνται τοῦ βασιλέως, in irgend einer Sache, Thuc. 8, 37; οἱ δεόμενοι, die Bedürftigen, Isocr. 6, 67, wie οἱ μάλιστα βίου δ. 4, 35; vgl. Her. 8, 59; so absol., τὸ δεῖσθαι, Xen. An. 2, 6, 13. Dah. = begehren, wünschen, τινός, Her. 9, 35, u. Folgde oft; c. inf., Her. 2, 173; δέομαι αὐτὸ τοῦτο μαθεῖν Plat, Phaed. 73 b, u. sonst; bitten. Πολυκράτεος πέμψαι ἑαυτῷ στρατόν Her. 3, 44; τῶν ἱερέων πάντα διελθεῖν Plat. Tim. 23 d, u. sonst; auch mit dem acc. c. inf., ἐδεήθη Δαρείου ἕνα αὐτῷ παἴδα καταλειφθῆναι Her. 4, 84; δέομαι ὑμῶν τούτοις τὸν νοῦν προσέχοντας ἀναμιμνήσκισθαι Andoc. 1, 37; aber auch ἐδέοντο Κύρου ὡς προθυμοτάτου γενέσθαι Xen. Hell. 1, 5, 2. – Mit folgd. ὥςτε, Thuc. 1, 119; ὅπως, Plut. Ant. 84; τοῦτο ὑμῶν δέομαι δίκαιον Plat. Apol. 18 a; ὅπερ ἐδεόμεθά σου Conv. 173 e; σύμφορα δέονται Thuc. 1, 32; wie δονατά Plat. Prot. 335; δίκαια καὶ μέτρια Dem. 58, 2; vgl. Xen. Cyr. 1, 4, 1; An. 7, 2, 34; ἐδεήθῆ ἐμοῦ τινα ἰσχυρὰν δέησιν Aesch. 2, 43; δέῃμα, ὃ δεῖταί μου σφόδρα Ar. Ach. 1059; τινὸς παρά τινος, Luc. u. a. Sp. Auffallend ist ἐδέοντο Βοιωτοὺς ὅπως παραδῶσι Thuc. 5, 36, wo Krüger ᾐτοῦντο vermuthet.
French (Bailly abrégé)
1impf. ἔδεον, f. δήσω, ao. ἔδησα, pf. δέδεκα, postér. δέδηκα ; pqp. ἐδεδέκειν ou ἐδεδήκειν;
Pass. f. δεθήσομαι, ao. ἐδέθην, pf. δέδεμαι, pqp. ἐδεδέμην, f.ant. δεδήσομαι;
lier :
1 au pr. lier, attacher : δεσμῷ τινα δ. IL attacher qqn avec un lien ; δεδεμένοι πρὸς ἀλλήλους THC attachés les uns aux autres ; δ. τινα πρός τι ou πρός τινι, attacher qqn à qch;
2 p. ext. enfermer, emprisonner;
3 entraver ; empêcher, retenir : τινα κελεύθου OD écarter qqn d'une route;
4 fig. lier, enchaîner : ψυχὰν δέδεται λύπῃ EUR l'âme est enchaînée par le chagrin ; en gén. tenir sous sa dépendance : πῶς ἄν σε δέοιμι ; OD comment te tiendrais-je ? càd t'obligerais-je à tenir tes promesses ?;
Moy. δέομαι (f. δήσομαι, ao. ἐδησάμην) attacher sur soi ou pour soi : ὑπὸ ποσσὶ πέδιλα IL, περὶ κνήμῃσι βοείας OD s'attacher des sandales sous les pieds, des guêtres de peau de bœuf autour des jambes ; ὅπλα ἀνὰ νῆα OD attacher des agrès à son navire.
Étymologie: R. Δε, lier ; cf. δίδημι, δέσις, etc.
2impf. ἔδεον, f. δεήσω, ao. ἐδέησα, pf. δεδέηκα;
I. manquer, avoir besoin de : ἐμεῖο δῆσεν épq. IL il a eu besoin de moi, je lui ai fait défaut ; μικροῦ ἔδεον εἶναι XÉN il s'en fallait de peu qu'ils ne fussent ; τοσούτου δέουσι avec l'inf. ISOCR tant s'en faut qu'ils… ; τοῦ παντὸς δέω ESCHL il s'en faut du tout au tout (que je fasse cela) ; avec l'acc. τοσοῦτον δέω avec l'inf. tant s'en faut que je… ; ὀλίγον, μικρὸν δέω τοῦ ποιεῖν PLUT il s'en faut de peu ou peu s'en faut que je fasse ; παρὰ μικρὸν ἐδέησα ἀποθανεῖν ISOCR peu s'en fallut que je ne mourusse, je faillis mourir ; particul. avec des n. de nombre de dizaines pour exprimer un nombre inférieur d'une ou deux unités, càd terminé par huit ou neuf (cf. lat. duodeviginti, etc.) : πεντήκοντα δυοῖν δέοντα ἔτη THC quarante-huit ans ; δυοῖν δεούσαις εἴκοσι ναυσίν XÉN dix-huit navires;
II. • impers. δεῖ (impf. ἔδει, f. δεήσει, ao. ἐδέησε, pf. δεδέηκε) il est besoin de, il faut :
• 1 avec une prop. inf. τί δεῖ πολεμιζέμεναι Τρώεσσιν Ἀργειούς ; IL pourquoi faut-il que les Argiens fassent la guerre aux Troyens ? ὅτι δέοι γενέσθαι αὐτόν THC qu'elle (cette guerre) devait durer ; avec un dat. de pers. θεοῖσι δεήσει inf. EUR il faudra que les dieux… ; avec un acc. suivi de ὅπως : δεῖ σ' ὅπως δείξεις SOPH il faut que tu montres ; abs. εἴ τι δέοι, ἐάν τι δέῃ XÉN s'il le fallait, s'il le faut ; au participe δέον, δεῆσον, δεῆσαν, alors qu'il faut, qu'il faudra, qu'il fallait ; précédé de ὡς et suivi d'un inf. : ὡς δεῆσον ἐπιδιώκειν XÉN comme s'il allait falloir, càd parce qu'il allait falloir poursuivre, etc.
• 2 avec un gén. δεῖ τινος, besoin est de qch ; μακροῦ λόγου δεῖ ταῦτ' ἐπεξελθεῖν ESCHL il faut un long discours pour rapporter cela en détail ; πολλοῦ δεῖ οὕτως ἔχειν, il s'en faut de beaucoup qu'il en soit ainsi ; ὀλίγου δεῖν, μικροῦ δεῖν, peu s'en faut ; ἐδέησεν ἐλαχίστου αὐτοὺς διαφθεῖραι (τὸ πῦρ) THC il s'en fallut de très peu que le feu ne les dévorât;
• 3 avec double rég. δεῖ μοί τινος, j'ai besoin de qch ; rar. avec l'acc. de la pers. δεῖ μέ τινος, m. sign.
Moy. δέομαι (f. δεήσομαι, ao. ἐδεήθην, pf. δεδέημαι);
1 avoir besoin : τινος, de qqn ou de qch ; ἤν τι δέωνται βασιλέως THC s'ils ont qqe besoin d'un roi ; οὐδὲν δεῖσθαί τινος, n'avoir aucun besoin de qqn;
2 demander, prier : τινος, τινα, prier qqn ; τι, demander qch ; τινος δεῖσθαί τινος, demander qch à qqn ; τοῦτο δέομαι ὑμῶν PLAT voilà ce que je vous demande ; δεῖσθαί τινος avec l'inf. demander à qqn de ; δ. τινος ὥστε, δ. τινα ὅπως, m. sign. ; simpl. demander, souhaiter, désirer : τινος, qqn ; ou avec l'inf..
Étymologie: p. *δέϜω, cf. épq. δεύω ; pê apparenté à δέω, lier, de la R. Δε.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δέω, contr. δῶ, praes. ptc. δοῦς, δοῦσα, δοῦν, imperf. ἔδουν, 3 sing. ἔδει; aor. ἔδησα, poët. δῆσα, med. ἐδησάμην, iter. 3 sing. δησάσκετο; aor. pass. ἐδέθην; perf. act. δέδεκα, plqperf. ἐδεδέκειν; perf. med. δέδεμαι, plqperf. ἐδεδέμην, ep. 3 sing. δέδετο, 3 plur. δέδεντο, Ion. ἐδεδέατο; fut. δήσω, fut. pass. δεθήσομαι, fut. perf. δεδήσομαι binden:; δῆσε δ’ ὀπίσσω χεῖρας hij bond hun handen op de rug Il. 21.30; πῶς ἂν ἐγώ σε δέοιμι; hoe zou ik jou kunnen vastbinden? Od. 8.352; met prep.:; ἵπποι ἐξ ἐπιδιφριάδος... δέδεντο de paarden stonden vastgebonden aan de rand van de wagenbak Il. 10.475; δῆσαι... φάραγγι πρὸς aan de steile rots vastbinden Aeschl. PV 15; med. dir. reflex.:; ποσσὶ δ’ ὑπό... ἐδήσατο καλὰ πέδιλα hij bond zijn fraaie sandalen onder zijn voeten Il. 10.22; περὶ δὲ κνήμῃσι... κνημῖδας... δέδετο hij had scheenplaten om zijn schenen gebonden Od. 24.229; geneesk. verbinden:. ὠτειλήν... δῆσαν ἐπισταμένως zij verbonden de wond deskundig Od. 19.457; ἐν νάρθηξι δῆσαι spalken Hp. Fract. 8. boeien, gevangen nemen:; ἐν πέδῃσι δ. in de (voet)boeien slaan Hdt. 5.77.3; Κορινθίους δὲ δήσαντες εἶχον de Korinthiërs hielden zij in gevangenschap Thuc. 1.30.1; subst..; οἱ δεδεμένοι de gevangenen Aristoph. Eq. 469; ἐπὶ θανάτῳ δ. arresteren om ter dood te brengen Hdt. 9.37.1; overdr. belemmeren:; λύπᾳ... δέδεται ψυχά haar geest is door verdriet gekluisterd Eur. Hipp. 160; met gen.: με... ἔδησε κελεύθου hij belemmerde op mijn reis Od. 4.380. bevestigen, een verbinding maken:. σιδήρῳ πρὸσ ἀλλήλους... δεδεμένοι met ijzer aan elkaar bevestigd Thuc. 1.93.5.
δέω, praes. ptc. δέων, δέουσα, δέον, imperf. ἐδεον, 3 sing. ἔδει, Ion. ἔδεε; aor. ἐδέησα, ep. 3 sing. δῆσεν; aor. pass. ἐδεήθην; perf. act. δεδέηκα; perf. med. δεδέημαι, plqperf. ἐδεδέητο; fut. δεήσω, fut. perf. δεηθήσομαι act. missen, nodig hebben: met gen..; ἐμεῖο δὲ δῆσε... ἀλκτῆρα γενέσθαι hij had mij nodig om zijn beschermer te zijn Il. 18.100; παραδείγματος... τὸ παράδειγμα αὐτὸ δεδέηκεν het voorbeeld blijkt zelf een voorbeeld nodig te hebben Plat. Plt. 277d; ptc. praes. bij getallen:; πεντήκοντα δυοῖν δέοντα ἔτη vijftig min twee (48) jaar Thuc. 2.2; spec. Att. uitdr.: μικροῦ (πολλοῦ etc.) δέω, met inf. het scheelt weinig of ik (het is verre van mij om etc.):; πολλοῦ δέω ἐγὼ ὑπὲρ ἐμαυτοῦ ἀπολογεῖσθαι het is verre van mij om voor mijzelf een verdediging te voeren Plat. Ap. 30d; μικροῦ ἔδεον... ἐν χερσί... εἶναι zij waren bijna slaags geraakt Xen. Hell. 4.6.11; τοσούτου δέω ἱκανὸς εἶναι λέγειν ὥστε het ontbreekt er dusdanig veel aan dat ik een kundig spreker zou zijn, dat Lys. 17.1; abs.: τοῦ παντὸς δέω dat is verre van mij Aeschl. PV 1006. med.-pass. behoefte hebben aan, nodig hebben, met gen.:; χρημάτων δεόμενος uit geldgebrek Hdt. 2.126.1; τῆς τροφῆς... δεῖσθαι behoefte hebben aan verzorging Thuc. 8.43.4; met inf.:; πυθέσθαι δεόμενος behoefte aan informatie hebbend Eur. Or. 867; ptc. subst.:; τὰ πράττεσθαι δεόμενα wat gedaan moet worden Xen. Cyr. 2.3.3; abs.: οἱ δεόμενοι de behoeftigen Isocr. 4.38. (iets van iem.) verlangen, (iem. om iets) verzoeken, met gen. van pers. en acc. van zaak:; εἴ μου δυνατὰ δέοιο als je van mij geen onmogelijke dingen verlangt Plat. Prot. 335e; met gen. van pers.:; δεηθεὶς ὑμῶν na u eerst nog een verzoek te hebben gedaan Dem. 21.108; met gen. van pers. en zaak:; ἐπιτράπεσθαι ἕτοιμοι ἦσαν τῶν ἐδέετο σφέων zij waren bereid hem toe te vertrouwen wat hij van hen verlangde Hdt. 3.157.1; met gen. en inf.:; σεο δέομαι μὴ δέεσθαι ἀνόμων ik verzoek u geen ongeoorloofde dingen te eisen Hdt. 1.8.4; met gen. en afh. vraag:; ἐδέοντο τοῦ Ἀρισταγόρεω... εἴ κως αὐτοῖσι παράσχοι δύναμιν zij vroegen Aristagoras of hij hun wellicht een legermacht ter beschikking wilde stellen Hdt. 5.30.3; met acc. en inf.:; καθάπερ ἰατροῦ δέοιντο ἂν παῖδες... αὐτὸν θεραπεύειν... ἑαυτούς zoals kinderen de dokter zouden vragen dat hij hen (heel zachtzinnig) behandelt Plat. Lg. 720a; met acc. en fin. (obj.)zin:. ἐδέοντο Βοιωτοὺς ὅπως παραδώσουσι zij vroegen de Boeotiërs om (Panaction) over te dragen Thuc. 5.36.2. onpers. act., zelden med. het is nodig, het moet δεῖ met inf.:; τί ταῦτα πενθεῖν δεῖ; waarom moet men daarover treuren? Aeschl. Ag. 567; met acc. en inf.:; τί δὲ δεῖ πολεμιζέμεναι Τρώεσσιν Ἀργείους; waarom moeten de Grieken tegen de Trojanen vechten? Il. 9.337; met nom. en inf.:; ἡγούμην... αὐτὸς περιεῖναι δεῖν αὐτῶν ik meende dat ik zelf hen moest overtreffen Dem. 19.235; met dat. en inf.. δεῖ ἐπισάξαι τὸν ἵππον Πέρσῃ ἀνδρί een Perzisch man dient zijn paard te zadelen Xen. An. 3.4.35. ptc. als subst. of adj. τὸ δέον wat nodig is, het benodigde:; μήτε πλέον μήτ’ ἔλασσον τοῦ δέοντος niet meer en niet minder dan opportuun is Hp. MS 5; τὰ δέοντα μαθήματα de onmisbare vakken Plat. Lg. 820e; τὰ δέοντα ποιῆσαι zijn plicht doen Luc. 8.27; adv. uitdr.: ἐν τῷ δέοντι op het juiste moment Hdt. 2.159.2; ἐς δέον πάρεσθ’ ὅδε Κρέων daar is juist op tijd Creon Soph. OT 1416; εἰς δέον λέγουσιν zij spreken doelmatig Dem. 4.14; πρὸ τοῦ δέοντος voortijdig Soph. Phil. 891; ἀδελφεοκτόνος... οὐδὲν δέον γέγονα ik ben zonder enige noodzaak de moordenaar van mijn broer geworden Hdt. 3.65.4. acc. abs.: οὐκ ἀπήντα δέον hij kwam niet opdagen hoewel het verplicht was Dem. 21.90; ὡς αὐτίκα δεῆσον διώκειν aangezien het nodig zal zijn meteen de achtervolging in te zetten Xen. Cyr. 3.2.8; τὸ βουλευτικὸν ἀναπληρῶσαι δεῆσαν omdat het nodig was de senaat aan te vullen Plut. FM 9.4. er is behoefte aan, met gen. act.:; τοῦ πλεῦνος αἰεὶ ἔδεε men moest steeds verder (varen) Hdt. 4.43.4; οὐδὲν ἂν δέοι... πολλοῦ ἀργυρίου er is beslist niet veel geld voor nodig Plat. Crit. 45a; τί δεῖ τῆς ἀρετῆς; waarom is er dan behoefte aan deugd? Aristot. Pol. 1309b10; met dat. en gen..; σοί... παίδων τί δεῖ; hoezo heb jij behoefte aan kinderen? Eur. Med. 565; met acc. en gen..; αὐτὸν γάρ σε δεῖ προμηθέως want jij hebt zelf een prometheus nodig Aeschl. PV 86; spec. Att. uitdr.: πολλοῦ γε δεῖ verre van dat; ook met inf.:; πολλοῦ γε δεῖ... οὕτως ἔχειν het is er verre van dat het zo is Plat. Prot. 341d; ὀλίγου δεῖν bijna. zelden med.: δεῖσθαι τῆς αὐτῆς ἐρωτήσεως dat het dezelfde vraag vereist Plat. Men. 79c; ἑτέρου δεῖσθαι στρατηγοῦ dat er een andere generaal nodig is Plut. Pel. 26.1.
δέω Aeol. voor δήω.
Russian (Dvoretsky)
δέω:
I (fut. δήσω, aor. ἔδησα, pf. δέδεκα - v.l. у Aeschin. δέδηκα)
1 связывать (δεσμῷ τινα, χεῖρας ἱμᾶσιν, τινα χεῖρας τε πόδας τε Hom.);
2 привязывать (τινα πρός τινι Aesch., τινά τινι и πρός τι Soph.; ὑπὸ ποσσὶ δήσασθαι πέδιλα Hom.): δησάμενοι ὅπλα ἀνὰ νῆα Hom. оснастив корабль;
3 заключать в оковы, заковывать (τινα ἐν πέδαις и ἐς πέδας Her.; δεδεμένοι πρὸς ἀλλήλους Thuc.; δεθῆναι ἐν τῷ κύφωνι Arst.): ἐν δημοσίῳ δεσμῷ δεθείς Plat. заключенный в государственную тюрьму;
4 перен. сковывать (νόσῳ δεδεμένος Arst.; στόμα μου δέδεται Anth.): λύπᾳ εὐναία δέδεται ψυχάν Eur. душевной скорбью она прикована к постели; δ. τινα κελεύθου Hom. закрыть кому-л. путь.
II (fut. δεήσω, aor. ἐδέησα, pf. δεδέηκα)
1 тж. med. ощущать нужду, испытывать недостаток, не иметь (τινος Hom., Plat., Plut.): οὐδὲν δεῖσθαί τινος Thuc., Plat. ни в чем или нисколько не нуждаться; τοῦ παντὸς δέω Aesch. этого у меня совершенно нет (в мыслях); πάντως δεῖ τοιοῦτος εἶναι Plat. он совсем не таков; πολλοῦ δέω Plat. далеко мне (до этого); πολλοῦ δεῖς ἀγνοεῖν Plat. ты отлично знаешь; οἱ μάλιστα βίου δεόμενοι Isocr. наиболее нуждающиеся в средствах к жизни; ὑπὸ τοῦ δεῖσθαι ἢ ἄλλῃ τινὶ ἀνάγκῃ Xen. вследствие нужды или в силу какой-л. другой необходимости; μικροῦ ἔδεον ἤδη ἐν χερσὶ εἶναι Xen. дело уже почти дошло до рукопашного боя; πεσεῖν ὀλίγου δεήσας Plut. чуть было не упавший; τοσοῦτον ἐδέησάν με τῆς παλαιᾶς ἀγνοίας ἀπαλλάξαι, ὥστε καὶ … Luc. они не только не освободили меня от прежнего неведения, но даже … (досл. они настолько не …, что даже …); ἑνὸς δέοντα πεντήκοντα ἔτεα Her. пятьдесят без одного, т. е. сорок девять лет; μικροῦ δέοντα τέτταρα τάλαντα Dem. почти четыре таланта;
2 недоставать, нехватать: ἑξήκοντα ἑνὸς δέοντος ἔτη Plut. 59 лет; преимущ. impers.: πολλοῦ δεῖ οὕτως ἔχειν Plat. дело обстоит далеко не так; ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι (αὐτούς) Thuc. (огонь) чуть было не уничтожил их; ἔδοξάν μοι ὀλίγου δ. τοῦ πλείστου ἐνδεεῖς εἶναι Plat. мне показалось, что убожество их достигает, пожалуй, крайних пределов;
3 impers. δεῖ нужно, необходимо (δεῖ τινός τινι Her., Aesch., Thuc., Plat. etc., реже δεῖ τινός τινα Aesch., Eur., Xen.): μακροῦ λόγου δεῖ ταῦτ᾽ ἐπεξελθεῖν Aesch. долго нужно говорить, чтобы рассказать это; ἔδεε καταπαῦσαι Δημάρητον τῆς βασιληΐης Her. Демарату пришлось лишиться царской власти: εἴ τι δέοι или ἐάν τι δέῃ Xen. если бы понадобилось;
4 med. просить (τινός τινος Her., Soph. и τινος ποιεῖν τι Her., Xen., Plat., редко τινα ποιεῖν τι Thuc.): τοῦτο ὑμῶν δέομαι καὶ παρίεμαι Plat. вот о чем я вас убедительно прошу; ὅπερ ἐδεόμεθά σου Plat. то, о чем мы тебя просили; δ. τινος δέησιν Aeschin. или δέημα Arph. обращаться к кому-л. с просьбой;
5 med. желать, хотеть (τινος Her.): τοῦτο δέομαι παθεῖν Plat. я хотел бы подвергнуть это испытанию.
English (Autenrieth)
(2), imp. 3 pl. δεόντων (better reading διδέντων), ipf. δέον, fut. inf. δήσειν, aor. ἔδησα, δῆσα, mid. ipf. δέοντο, aor. ἐδήσατο, iter. δησάσκετο, plup. δέδετο, δέδεντο: bind, fasten; mid., for oneself, ὅπλα ἀνὰ νῆα, ‘making fast their’ tackle, Od. 2.430; metaph., ἡμέτε- ρον δὲ μένος καὶ χεῖρας ἔδησεν, Il. 14.73; ὅς τίς μ' ἆθανάτων πεδάᾷ καὶ ἔδησε κελεύθου (gen. of separation), Od. 4.380, Od. 8.352.
English (Slater)
δέω (aor. δῆσεν; δήσαις: pass. δέδεται, -ενται· δεθείς)
1 bind, fasten οἷον Αἴτνας ἐν μελαμφύλλοις δέδεται (sc. Τυφώς) κορυφαῖς καὶ πέδῳ i. e. under Etna (P. 1.27) βοέους δήσαις ἀνάγκᾳ ἔντεσιν αὐχένας (P. 4.234) χεῖρας ἱμάντι δεθεὶς (Tricl.: ἱμαντωθείς codd.) (N. 6.35) οἱ μὲν κατωκάρα δεσμοῖσι δέδενται fr. 161. met., ἀλλὰ κέρδει καὶ σοφία δέδεται (P. 3.54) τίς δὲ κίνδυνος κρατεροῖς ἀδάμαντος δῆσεν ἅλοις; (P. 4.71) δέδεται γὰρ ἀναιδεῖ ἐλπίδι γυῖα (N. 11.45) νικώμενοι γὰρ ἄνδρες ἀγρυξίᾳ δέδενται fr. 229. dub. ]δεῖ δεσμὸς[ (at fort. ἀεὶ legendum) Παρθ. 1. 3.
English (Abbott-Smith)
δέω (I), [in LXX chiefly for אסר;]
to tie, bind, fasten;
(1)c. acc. rei, seq. εἰς δεσμάς, Mt 13:30; of an ass, Mt 21:2, Mk 11:2, 4 Lk 19:30.
(2)c. acc. pers., of swathing a dead body, ὀθονίοις, Jo 19:40; δεδομένος τ. πόδας… κειρίαις (Bl., §34, 6; Kühner 3, iii, 125), Jo 11:44; of binding with chains, ἀγγέλους, Re 9:14; a demoniac, πέδαις κ. ἁλύσεσι, Mk 5:3, 4; captives, Mt 12:29 14:3 22:13 27:2, Mk 3:27 6:17 15:1, 7, Jo 18:12, 24 Ac 9:2, 14 21 21:11, 13 22:5, 29 24:27, Col 4:3, Re 20:2; ἁλύσεσι, Ac 12:6 21:33. Metaph., ὁ λόγος τ. Θεοῦ, II Ti 2:9; of Satan binding by disease (MM, s.v.), Lk 13:16; of constraint or obligation, Ac 20:22; of the marriage bond,I Co 7:39; id. c. dat. pers., ἀνδρί, Ro 7:2; γυναικί, I Co 7:27; in Rabbinic lang. (Dalman, Words, 213f.), to forbid, declare forbidden, Mt 16:19 18:18 (cf. κατα-, περι-, συν-, ὐπο-δέω; Cremer, 82). †
English (Strong)
a primary verb; to bind (in various applications, literally or figuratively): bind, be in bonds, knit, tie, wind. See also δεῖ, δέομαι.
English (Thayer)
(future δήσω); 1st aorist έ᾿δησα; perfect participle δεδεκώς (δέδεμαι; 1st aorist infinitive δεθῆναι (Sept. chiefly for אָסַר; (from Homer down); to bind, tie, fasten;
1. properly: τί, εἰςδέσμας, Tr WH brackets G probably omit εἰς, cf. Buttmann, 150 (131); Winer's Grammar, 225 (211)); ὀθόνη τέσσαρσιν ἀρχαῖς δεδεμεναις a sheet bound by the four corners (to the sky), G L T Tr WH omit δεδεμεναις καί); an animal, to prevent it from straying around, ὄνος δεδεμενη, πῶλος δεδεμένος, πρός τήν θύραν added, to bind, to fasten with chains, to throw into chains: ἀγγέλους, πέδαις καί ἁλύσεσι, δεδεμένον ἄγειν τινα); ἁλύσεσι, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται, figuratively for these bonds of mine in no way hinder its course, i. e. the preaching, extension, and efficacy of the gospel, ὁ τεθνηκώς δεδεμονος τούς πόδας καί τάς χεῖρας κειριας, bound hand and foot with grave-cloths, τό σῶμα ὀθονίοις (Tdf. 2,7 ἐν ὀθονίοις), to swathe in linen cloths, δῆσαι a woman bent together, i. e. by means of a demon, as his messenger, taking possession of the woman and preventing her from standing upright, to bind, i. e. put under obligation, namely, of law, duty, etc.: δεδεμένος τῷ πνεύματι, bound or constrained in my spirit, i. e. compelled by my convictions, Plato, rep. 8, p. 567d. ἀνάγκη δέδεται ἡ προσταττει αὐτῷ); with the dative of person δεδέσθαι τίνι, to be bound to one: ἀνδρί, of a wife, γυναικί, of a husband, δέδεται absolutely, opposed to ἐλευθέρα ἐστι, Achilles Tatius 1,11, p. 41 ἄλλη δέδεμαι παρθένῳ, Jamblichus, vit. Pythagoras 11,56 τήν μέν ἀγαμον, ... τήν δέ πρός ἄνδρα δεδεμένην).
c. by a Chaldean and rabbinical idiom (equivalent to אֲסַר), to forbid, prohibit, declare to be illicit: καταδέω, περιδέω, συνδέω, ὑποδέω.)
Greek Monolingual
(I)
δέω (AM)
Ι. μσν. παρακαλώ κάποιον για κάτι («δέομεν, παρακαλοῦμεν νὰ ὁρίσης»)
αρχ.
1. έχω έλλειψη, στερούμαι
2. φρ. α) «πολλοῦ δέω» — έχω μεγάλη ανάγκη
β) «παντὸς δέω» — έχω πλήρη έλλειψη
γ) «πολλοῦ δέω... ὑπὲρ ἐμαυτοῦ ἀπολογεῖσθαι» — πολύ απέχω από του να υπερασπίσω τον εαυτό μου, δεν υπάρχει ανάγκη να υπερασπίσω τον εαυτό μου
δ) «μικροῦ, ὀλίγου ή τοσούτου δέω» — απέχω λίγο, δεν υπάρχει λόγος να... ε) «δυῶν δέοντα τεσσαράκοντα ἔτεα» — παρά δύο σαράντα, τριάντα οκτώ
3. (γ' εν. πρόσ. ως απρόσ.) δεῖ
πρέπει
II. (μτχ. ενεστ.) δέων, δέουσα, δέον (AM δέων, δέουσα, δέον)
ο πρέπων, ο κατάλληλος, ο αναγκαίος
III. μέσ. δέομαι (AM δέομαι)
βλ. δέομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τα ιων.-αττ. δέω και αιολ.-επικό δεύω < δέF-ω ή < δεύ-σω, με απευθείας σύνδεση με αρχ. ινδ. dosa- «έλλειψη» πιθ. < IE douso-. Εάν όμως το θ. δευσ- είναι της Ινδοευρωπαϊκής πιθ. τα δεύτερος, δεύτατος είναι νεώτεροι σχηματισμοί βάσει του δεύω.
(II)
δέω, δῶ (Α)
βλ. δένω.
(III)
δέω (Α)
(αιολ. τ. του δήω) βρίσκω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δήω].
Greek Monotonic
δέω: (Α), προστ., γʹ πληθ. δεόντων, μέλ. δήσω, αόρ. αʹ ἔδησα, Επικ. δῆσα, παρακ. δέδεκα ή δέδηκα — Μέσ. αόρ. αʹ ἐδησάμην, Επικ. γʹ ενικ. δησάσκετο — Παθ. μέλ. δεθήσομαι και δεδήσομαι, αόρ. αʹ ἐδέθην, παρακ. δέδεμαι, υπερσ. ἐδεδέμην, Επικ. γʹ ενικ. δέδετο, Ιων. γʹ πληθ. ἐδεδέατο·
I. 1. δένω, σφίγγω, δεσμεύω, δεσμῷτινα δῆσαι, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· με αιτ. μόνο, φυλακίζω, βάζω σε δεσμά, σε Ομήρ. Οδ., Αττ.
2. μεταφ., περιορίζω, δεσμεύω, επιβάλλω σιωπή, γλῶσσα δέ οἱ δέδεται, σε Θέογν.· ψυχὰ δέδεται λύπῃ, σε Ευρ.
3. με γεν., αφήνω ή εμποδίζω κάποιον από κάτι, ἔδησε κελεύθου, σε Ομήρ. Οδ.
II. Μέσ., δένω, βάζω πάνω μου (πρβλ. ὑποδέω), ποσσὶ δ' ὑπαὶ ἐδήσατο πέδιλα, τα έδεσε πάνω στα πόδια του, σε Ομήρ. Ιλ.· και στην Παθ., περὶ κνήμῃσι κνημῖδας δέδετο, είχε περικνημίδες δεμένες γύρω από τα πόδια του, σε Ομήρ. Οδ.
• δέω: (Β), μέλ. δεήσω, αόρ. αʹ ἐδέησα, Επικ. ἔδησα ή δῆσα, παρακ. δεδέηκα — Μέσ. μέλ. δεήσομαι και δεηθήσομαι, αόρ. αʹ ἐδεήθην, παρακ. δεδέημαι·
I. έχω έλλειψη, στερούμαι, έχω ανάγκη από, χρειάζομαι πράγμα ή πρόσωπο, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν.· πολλοῦ δέω, απέχω πολύ, δηλ. είμαι μακριά από· με απαρ., πολλοῦ δέωἀπολογεῖσθαι, απέχω πολύ από το να υπερασπίσω τον εαυτό μου, σε Πλάτ.· μικροῦ ἔδεον εἶναι, σε Ξεν.· και απόλ., πολλοῦ γε δέω, απέχω πολύ, σε Πλάτ.· τοῦ παντὸς δέω, σε Αισχύλ.· βλ. δεῖ II· ομοίως, στη μτχ., δυοῖν δέοντα τεσσεράκοντα, σαράντα πλην δύο, τριάντα οκτώ, σε Ηρόδ.· ἑνὸςδέον εἰκοστὸν ἔτος, το 20ό έτος πλην ένα, το 19ο, σε Θουκ.
II. ως αποθ., δέομαι, μέλ. δεήσομαι, αόρ. αʹ ἐδεήθην·
1. βρίσκομαι σε ανάγκη ή έλλειψη, χρειάζομαι, κάρτα δεόμενος, σε Ηρόδ.· χρειάζομαι ένα πρόσωπο ή πράγμα, με γεν., στον ίδ., σε Σοφ.· οὐδὲν δέομαί τινος, δεν τον χρειάζομαι καθόλου, δεν έχω την ανάγκη του, σε Θουκ.· με απαρ., τοῦτο ἔτι δέομαι μαθεῖν, σε Πλάτ.
2. ζητώ κάτι από κάποιον, με διπλή γεν. πράγμ. και προσ., σε Ηρόδ., Θουκ.· επίσης, τοῦτο δέομαι ὑμῶν, σε Πλάτ.· και με σύστ. αιτ., δέημα ή δέησιν δεῖσθαί τινος, σε Αριστοφ. κ.λπ.· σπανίως με γεν. προσ. μόνο, δεηθεὶς ὑμῶν, έχοντας ζητήσει μια χάρη από εσάς, σε Δημ.· με γεν. προσ. και απαρ., παρακαλώ κάποιον να κάνει κάτι, σε Ηρόδ., Πλάτ. [ο Αιολ. τύπος δεύω (βλ. δεύω Β), αποδεικνύει ότι ήταν √ΔΕϜ].
Greek (Liddell-Scott)
δέω: (Α), προστακτ. γ΄ πληθ. δεόντων (ἴδε ἐν λ. δίδημι)· μέλλ. δήσω· ἀόρ. ἔδησα, Ἐπ. δῆσα Ἰλ. Φ. 30· - πρκμ. δέδεκα Δημ. 764. 18· ἢ δέδηκα Αἰσχίν. 46. 2· ὑπερσ. ἐδεδήκει Ἀνδοκ. 31. 23. Ἀλλ’ ὁ Cobet V. L. 548 καλεῖ τὸν τύπον δέδηκα foedum barbarismum. – Μέσ. Ἐπ. παρατ. δέοντο Ἰλ.· ἀόριστος ἐδησάμην Ἰλ.· Ἐπ γ΄πληθ. δησάσκετο Ἰλ. Ω. 15, - Παθ. μέλλ. δεθήσομαι Δημ. 740. 9., 741. 18, κτλ., ἀλλὰ δεδήσομαι Πλάτ. Πολ. 361Ε, Ξεν. Κύρ. 4. 3, 18· - ἀόρ. ἐδέθην Ἀττ.· πρκμ. δέδεμαι, ἴδε κατωτ., ὑπερσυντ. ἐδεδέμην Ἀνδοκ. 7. 26· Ἐπ. δέδετο Ἰλ. Ε. 387· Ἰων. γ΄ πληθ. ἐδεδέατο «Ἡρόδ. 1. 66, κτλ.- Ἐν τούτῳ τῷ ῥήματι καίπερ δισυλλάβῳ, τὰ εο καὶ εω ἐνίοτε συναιροῦνται, τὸ δοῦν, τῷ δοῦντι Πλάτ. Κρατ. 419Α, Β, 421C· πρβλ. ὑπόδημα καὶ τὰ σύνθετα ἀνα-, ἐκ-, ἐπι-, κατα-, ὑποδέω. (Ἐκ τῆς √ΔΕ παράγονται τὰ δίδημι, δέσις, δετή, δεσμός· πρβλ. Σανσκρ. d à, dyàmi (δίδημι), dàmà (δεσμός).) Δένω, δεσμεύω, συχνάκις προστιθεμένης δοτ. τρόπου, δεσμῷ τινα δῆσαι Ἰλ. Κ. 443, κτλ.· ὡσαύτως ἐν δεσμῷ Ε. 386, κτλ.· δῆσε δ’ ὀπίσσω χεῖρας… ἱμᾶσιν Φ. 30· δ. τινα χεῖράς τε πόδας τε Ὀδ. Μ. 50· δ. ἔκ τινος, δένω τι ἔκ τινος, δηλ. εἴς τι πρᾶγμα, ἐξ ἐπιδιφριάδος ἱμάσι δέδεντο Ἰλ. Κ. 475, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 72· δῆσαί τινα ξύλῳ ἢ ἐν ξύλῳ (πρβλ. ξύλον ΙΙ. 2)· ἐν κλίμακι Ἀριστοφ. Βατ. 619· δ. κύνα κλοιῷ, διὰ κλοιοῦ, ἤτοι σιδηροῦ περιλαιμίου, Σόλων π. Πλουτ. Σόλ. 34, πρβλ. Εὐρ. Κύκλ. 234· ὡσαύτως, δ. τινά πρὸς φαράγγι Αἰσχύλ. Πρ. 15· πρὸς κίονα ἢ κίονι Σοφ. Αἴ. 108, 240· δεδεμένοι πρὸς ἀλλήλους Θουκ. 4. 47. 2) μόνον· δένω, βάλλω εἰς δεσμά, πῶς ἂν ἐγώ σε δέοιμι, λέγει ὁ Ἥφαιστος αναφερόμενος εἰς τὰ δίκτυα, ἐν οἷς συνέλαβε τὸν Ἄρη. Ὀδ. Θ. 352 (ἔνθα ἕτεροι ἑρμηνεύουσι μεταφορικῶς, πῶς δύναμαι νά σε κάμω νὰ μείνῃς εἰς τὴν ὑπόσχεσίν σου;)· αὐτὸς δ’ ἔδησε πατέρα Αἰσχύλ. Εὐμ. 641· πρβλ. Θουκ. 1. 30, Δημ. 733. 12, κτλ. 3) = δένω, δεσμεύω, ἐξαναγκάζω εἰς ἡσυχίαν καὶ σιωπήν, γλῶσσα δὲ οἱ δέδεται Θέογν. 178· κέρδει καὶ σοφία δέδεται Πίνδ. ΙΙ. 3. 96· ψυχὰ δ. λύπῃ Εύρ. Ἱππ. 160· μεταγεν. δένω διὰ μαγείας, μαγεύω, Ἀνθ. Π 11. 138. 4) μετὰ γεν. ἐμποδίζω ἀπό τινος πράγματος ὡς τὸ βλάπτω, ἔδησε κελεύθου Ὀδ. Δ. 380, 469. ΙΙ. Ὁ Ὅμ. ὡσαύτως συχνάκις μεταχειρίζεται τὸ μέσον, δένω (πρβλ. ὑποδέω), ποσσὶ δ’ ὑπαὶ λιπαροῖσιν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα, ἔδεσεν αὐτὰ εἰς τοὺς πόδας του, Ἰλ. Β. 44, κτλ. περὶ δὲ κνήμῃσι βοείας κνημῖδας… δέδετο, εἶχε δεδεμένας κνημῖδας περὶ τὰς κνήμας του, Ὀδ. Ω. 228.
Frisk Etymological English
1.
Grammatical information: v.
Meaning: bind.
Other forms: Aeol. etc. δίδημι (s. below), aor. δῆσαι, perf. Med. δέδεμαι (Il.), with δέδεκα (Att.), aor. pass. δεθῆναι (Att.)
Compounds: Often with prefix ἀνα-, κατα-, ὑπο-, συν- etc.
Derivatives: -δημα (as simplex [= Skt. dā́man-, s. below] only sch. A. R. 2, 535) especially in ὑπόδημα shoe, sandal (Od.) with ὑποδημάτιον (Hp.), ὑποδηματάριος shoemaker (Hypata IIp), διάδημα band, diadem (X.) with διαδηματίζομαι (Aq.); sec. zero grade in δέμα (Plb.). δεσμός, pl. also δεσμά, δέσματα band, fetter (Il.; on σμ- Schwyzer 493 and Chantraine 140f.) with several deriv: δέσμιος fettered (trag.), δεσμίης μαστιγίας, ὅς ἄξιός ἐστι δεσμῶν H., δεσμίς (Hp.), δεσμίδιον (Dsc.), δεσμάτιον (Sch.), δεσμώματα pl. fetters (A.); δεσμώτης prisoner and δεσμωτήριον prison (Ion.-Att.); denomin. δεσμεύω bind, fetter (Hes.) with rare δεσμευτής (Sch.), δεσμευτικός (Pl.), δεσμευτήριον (pap.), δέσμευσις (pap.); δεσμέω id. (hell. and late) with δέσμημα (Tz.); - ἀναδέσμη band for the hair of women (Χ 469), δέσμη bundle (Att.). δέσις binding etc. (Pl.), esp. ὑπό-δεσις binding of shoes, sandals (Ion.- Att.). δεταί pl. torch, fire (Λ 554, Ar. V. 1361, H.); rather verbal noun binding, bundle than from δετός (Opp.); dimin. δετίς (Gal.). δητοί pl. bundle (Sammelb. 1, 5, IIIp). -δετήρ, -δέτης in ἀμαλλο-δετῆρες binder of sheaves (Σ 553, 554; s. Chantr. Form. 323; right in) ἀμαλλο-δέται (Theok., AP) as ἱππο-δέτης (S.), κηρο-δέτας (E. in lyr.). δέμνια, κρήδεμνα s. v.
Origin: IE [Indo-European] [183] *d(e)h₁- bind
Etymology: Directly agree δετός (διά-δετος A., δετός Opp.) and Skt. ditá- bound as well as δῆμα (ὑπό-δημα etc.; s. above) and Skt. dā́man- band. Of the presents δίδημι (Λ 105) is prob. an innovation to δήσω, δῆσαι etc. after θήσω: τίθημι. The ε-vowel in δέω, δέσις, δετός etc. like that in τί-θε-μεν, θέσις etc. must be the zero grade dh₁- beside dē- in δήσω etc.; (the Skt. pres. -dyati (ā́-dyati) bind from *dh₁-i̯e-ti.).
2.
Grammatical information: v.
Meaning: miss, want, need, δέομαι also ask.
Other forms: δέομαι (Ion.-Att.), δεύω, δεύομαι (Aeol., ep. Il.), unpers. δεῖ, δεύει, aor. δεῆσαι, δεηθῆναι, ep. ἐδεύησεν (ι 483 = 540; δῆσεν Σ 100, if correct, innov. to δεῖ), fut. δευήσομαι
Derivatives: δέησις need, request (Att.) with δεητικός (Arist.), δέημα request (Ar. Ach. 1059). To ἐπιδέω, -ομαι, ἐπιδεύομαι need: ἐπιδεής, ἐπιδευής in need of (Schwyzer 513); to ἐνδέω, ἐνδεῖ, ἐνδέομαι need: ἐνδεής (Ion.- Att.) with ἔνδεια (Att., < *ἐνδέεια), ἐνδέημα (pap.).
Origin: IE [Indo-European] [??] *deu(s)- miss, want, need
Etymology: δέω, δεύω can be from *δέϜ-ω, but probably also from *δεύσ-ω (on the phonetics Schwyzer 348). In the latter case we can connect directly Skt. doṣa- lack < IE *douso-. (δεύτερος, -τατος must then be innovations on δεύω etc.) (Uncertain Mayrhofer EWAia 1, 749 s.v. doṣ-.) Perhaps here δυσ-. Uncertain δηρός. - On δεῖ s. Goodell Class. Quart. 8, 91ff., Bernardette, Glotta 43 (1965) 285ff.
Middle Liddell
1
I. to bind, tie, fetter, δεσμῶι τινα δῆσαι Il., etc.:—c. acc. only, to bind, put in bonds, Od., Attic
2. metaph. to bind, enchain, γλῶσσα δέ οἱ δέδεται Theogn.; ψυχὰ δέδεται λύπηι Eur.
3. c. gen. to let or stop one from a thing, ἔδησε κελεύθου Od.
II. Mid. to bind, tie, put on oneself (cf. ὑποδέω), ποσσὶ δ' ὑπαὶ ἐδήσατο πέδιλα tied them on his feet, Il.; and in Pass., περὶ κνήμηισι κνημῖδας δέδετο he had greaves bound round his legs, Od.
2
I. to lack, miss, stand in need of a person or thing, c. gen., Il., Xen.:— πολλοῦ δέω I want much, i. e. am far from, c. inf., πολλοῦ δέω ἀπολογεῖσθαι I am far from defending myself, Plat.; μικροῦ ἔδεον εἶναι Xen.; and absol., πολλοῦ γε δέω far from it, Plat.; τοῦ παντὸς δέω Aesch.; v. δεῖ II:—so in partic., δυοῖν δέοντα τεσσεράκοντα forty lacking two, thirty-eight, Hdt.; ἑνὸς δέον εἰκοστὸν ἔτος the 20th year save one, the 19th, Thuc.
II. as Dep. δέομαι: fut. δεήσομαι: aor1 ἐδεήθην:
1. to be in want or need, κάρτα δεόμενος Hdt.:— to stand in need of a person or thing, c. gen., Hdt., Soph.; οὐδὲν δέομαί τινος I have no need of him, Thuc.: c. inf., τοῦτο ἔτι δέομαι μαθεῖν Plat.
2. to ask for a thing from a person, c. dupl. gen. rei et pers., Hdt., Thuc.; also, τοῦτο δέομαι ὑμῶν Plat.; and c. acc. cogn., δέημα or δέησιν δεῖσθαί τινος Ar., etc., rarely with genitive pers. only, δεηθεὶς ὑμῶν having begged a favour of you, Dem.:—c. gen. pers. et inf. to beg a person to do, Hdt., Plat. [The aeolic form δεύω (v. δεύω2) σηοως τηατ τηε Ροοτ οφ τηις ωορδ ωας !δεϝ.]
Frisk Etymology German
δέω: 1.
{déō}
Forms: äol. usw. δίδημι (s. unten), Aor. δῆσαι, Perf. Med. δέδεμαι (seit Il.), wozu δέδεκα (att.), Aor. Pass. δεθῆναι (att.)
Grammar: v.
Meaning: binden.
Composita: Oft mit Präfix ἀνα-, κατα-, ὑπο-, συν- usw.
Derivative: Verbalnomina: 1. -δημα (als Simplex [= aind. dā́man-, s. unten] nur Sch. A. R. 2, 535) insbes. in ὑπόδημα Schuh, Sandale (seit Od.) mit ὑποδημάτιον (Hp., Arr.), ὑποδηματάριος Schuster (Hypata IIp), διάδημα Stirnbinde, Diadem (X., LXX usw.) mit διαδηματίζομαι (Aq.); sekundäre Schwundstufe in δέμα (Plb. usw.). 2. δεσμός, pl. auch δεσμά, δέσματα Band, Fessel (seit Il.; zum σμ-Suffix Schwyzer 493 und Chantraine 140f.) mit mehreren Ablegern: δέσμιος gefesselt, fesselnd (Trag.), δεσμίης· μαστιγίας ὅς ἄξιός ἐστι δεσμῶν H., δεσμίς (Hp., Thphr.), δεσμίδιον (Dsk., Pap. u. a.), δεσμάτιον (Sch.), δεσμώματα pl. Fesseln (A., E.); δεσμώτης Gefangener (vgl. Bloch Mus. Helv. 12, 58) und δεσμωτήριον Gefängnis (ion. att.); denominative Verba δεσμεύω binden, fesseln (Hes. usw.) mit den seltenen δεσμευτής (Sch.), δεσμευτικός (Pl.), δεσμευτήριον (Pap.), δέσμευσις (Pap.); δεσμέω ib. (hell. und spät) mit δέσμημα (Tz.); — ἀναδέσμη Hauptbinde, Haarband der Frauen (Χ 469), δέσμη Bündel (att. usw.). 3. δέσις das Binden (Pl. u. a.), bes. ὑπόδεσις das Untenanbinden der Schuhe, Sandale (ion. att.). 4. δεταί pl. Fackel, Brand (Λ 554, Ar. V. 1361, H.); wohl eher Verbalnomen das Binden, Bündel als von δετός (Opp.), vgl. Frisk Eranos 43, 222; Demin. δετίς (Gal.). 5. δητοί pl. Bündel (Sammelb. 1, 5, IIIp). 6. -δετήρ, -δέτης in ἀμαλλοδετῆρες Garbenbinder (Σ 553, 554; künstliche Bildung, Chantraine Formation 323, Fraenkel Nom. ag. 1, 65; das richtige in) ἀμαλλοδέται (Theok., AP) wie ἱπποδέτης (S.), κηροδέτας (E. in lyr.) usw. 7. δέμνια, κρήδεμνα s. bes.
Etymology: Diese Wortsippe, die sich innerhalb des Griechischen im ganzen selbständig vom Verb aus entwickelt hat, ist auch im Altindischen stark vertreten. Unmittelbar entsprechen einander indessen nur δετός (διάδετος A., δετός erst Opp.) und aind. ditá- gebunden ebenso wie δῆμα (ὑπόδημα usw.; vgl. oben) und aind. dā́man- Band. Von den Präsentia ist δίδημι (seit Λ 105) wahrscheinlich Neubildung zu δήσω, δῆσαι usw. nach θήσω: τίθημι (Lit. bei Schwyzer 688). Der ε-Vokal in δέω, δέσις, δετός usw. muß ebenso wie in τίθεμεν, θέσις usw. die Schwundstufe də- gegenüber dē- in δήσω usw. repräsentieren; auch im aind. Präs. -dyati (ā́-dyati u. a.) binden liegt eine Reduktions- bzw. Schwundstufe vor. Ob δέω und -dyati als Jotpräsentia unter idg. *də-i̯-ō, *d[ə]-ii̯ō (als satzphonetische Varianten) zu vereinigen sind, mag dahingestellt sein. Jedenfalls reicht das alleinstehende aw. nī-dyā-tąm (3. Sg. Ipv. Med.) nicht aus, um mit WP. 1, 771 nach Bartholomae WB 761 gegen alle sonstigen Indizien eine ursprüngliche langvokalische Wurzel dēi- anzusetzen. — Das Albanesische steuert zwei isolierte Verbalnomina bei: duai Garbe (aus idg. *dē-n-), del Sehne, Flechse, Ader (idg. *dō-l-). — Nicht hierher lat. redimiō, s. W.-Hofmann s. v.
Page 1,374-375
2.
{déō}
Forms: δέομαι (ion. att.), δεύω, δεύομαι (äol., ep. seit Il.), unpers. δεῖ, δεύει, Aor. δεῆσαι, δεηθῆναι, ep. ἐδεύησεν (ι 483 = 540; δῆσεν Σ 100, wenn richtig, Neubildung zu δεῖ), Fut. δευήσομαι
Grammar: v.
Meaning: nachstehen, ermangeln, bedürfen, δέομαι auch bitten.
Derivative: Wenige Ableitungen: δέησις Bedarf, Bitte (att.) mit δεητικός (Arist. usw.), δέημα Bitte (Ar. Ach. 1059). Von ἐπιδέω, -ομαι, ἐπιδεύομαι ermangeln, entbehren: ἐπιδεής, ἐπιδευής bedürftig, ermangelnd (Schwyzer 513); von ἐνδέω, ἐνδεῖ, ἐνδέομαι ermangeln: ἐνδεής (ion. att.) mit ἔνδεια (att., aus *ἐνδέεια), ἐνδέημα (Pap.).
Etymology: δέω, δεύω können für *δέϝω, aber wahrscheinlich auch für *δεύσω stehen (zu dieser phonetischen Frage Schwyzer 348). In letzterem Falle kann man direkt an aind. doṣa- Mangel aus idg. *douso- anknüpfen. Dann müssen δεύτερος, -τατος Neubildungen nach δεύω usw. sein. Eine Grundform *δέϝω muß für doṣa- mit einer sehr wohl möglichen s-Erweiterung (einem vermittelnden s-Stamm *deu̯os-; gr. ἐπι-, ἐνδεής ist jedenfalls Neubildung) rechnen. — Weitere unsichere Kombinationen s. δηρός. S. auch δυσ-. — Lit. bei Bq s. v. und WP. 1, 782. — Zur Geschichte und Bedeutung von δεῖ Goodell Class. Quart. 8, 91ff.
Page 1,375-376
Chinese
原文音譯:dšw 得哦
詞類次數:動詞(44)
原文字根:捆綁 相當於: (אָסַר)
字義溯源:捆綁*,約束,捆住,捆鎖,繫,拴,裹。這字一般都作:捆,綁,拴;但用在主耶穌的身體上,就說:裹;把耶穌的身體,用細麻布加上香科裹好了( 約19:40)
同源字:1) (δεῖ)必須的 2) (δεσμεύω)作捆綁者 3) (δεσμέω)綁 4) (δέσμη)捆 5) (δέσμιος)俘虜 6) (δεσμός)鎖鏈 7) (δεσμοφύλαξ)獄卒 8) (δεσμωτήριον)囚禁的地方 9) (δεσμώτης)囚犯 10) (καταδέω)包紮 11) (σύνδεσμος)聯絡參讀 (δεσμεύω)同義字
出現次數:總共(44);太(10);可(8);路(2);約(4);徒(13);羅(1);林前(2);西(1);提後(1);啓(2)
譯字彙編:
1) 捆綁(7) 可15:1; 可15:7; 徒9:14; 徒9:21; 徒21:11; 啓9:14; 啓20:2;
2) 捆住(3) 太12:29; 可3:27; 可5:3;
3) 拴著(2) 可11:2; 路19:30;
4) 捆綁了(2) 路13:16; 約18:12;
5) 捆鎖(2) 可5:4; 徒21:33;
6) 捆綁著(2) 太27:2; 徒9:2;
7) 所已捆綁的(2) 太16:19; 太18:18;
8) 被捆綁(2) 徒21:13; 提後2:9;
9) 曾捆綁(1) 徒22:29;
10) 在監裏(1) 徒24:27;
11) 綑綁(1) 徒22:5;
12) 被約束(1) 林前7:39;
13) 你有⋯纏著麼(1) 林前7:27;
14) 我⋯被捆鎖(1) 西4:3;
15) 你們⋯捆綁的(1) 太18:18;
16) 你⋯捆綁的(1) 太16:19;
17) 捆上(1) 徒21:11;
18) 約束(1) 羅7:2;
19) 捆著的(1) 約18:24;
20) 捆起(1) 太22:13;
21) 栓著(1) 太21:2;
22) 住(1) 太14:3;
23) 捆(1) 太13:30;
24) 鎖(1) 可6:17;
25) 拴(1) 可11:4;
26) 鎖著(1) 徒12:6;
27) 繫著(1) 徒10:11;
28) 裹好了(1) 約19:40;
29) 裹著(1) 約11:44;
30) 受捆綁(1) 徒20:22
Mantoulidis Etymological
-ῶ
1 (=δένω). Ἀπό ρίζα δε-.
Παράγωγα: δεσμός, δέσμιος, δεσμέω, δεσμοφύλαξ, δέσμωμα, δεσμωτήριον, δεσμώτης, σύνδεσμος, κατάδεσμος (=μαγικός δεσμός), δέσις, ὑπόδεσις, δέσμα, δετός, ἄδετος, ἀσύνδετος, σύνδετος, δετέον, συνδετέος, δέσμη, δεσμός, δέμα, δεμάτιον, δετή, συνδέτης, συνδετικός, ἀλληλένδετος, διάδημα, ὑπόδημα, ἀνυπόδητος, κρήδεμνον (=κεφαλόδεσμος), δοῦλος (<δέσυλος> δόσυ-λος > δόυλος > δοῦλος).
2 (=ἔχω ἀνάγκη, στεροῦμαι, χρειάζομαι). Ἀπό ρίζα δεϝ συγγενική μέ τή ρίζα τοῦ δέω -ῶ.
Παράγωγα: δέημα, δέησις, δεητικός, ἀδέητος, ἐνδεής, ἀνενδεής (=αὐτός πού δέν ἔχει ἀνάγκη), ἔνδεια (=φτώχεια), σιτοδεία (=πείνα).
Léxico de magia
tb. δέννω 1 atar ζʹ κλῶνας ἐλαίας ἄρας τοὺς μὲν ἓξ δῆσον οὐρὰν καὶ κεφαλήν toma siete ramas de olivo y ata seis de ellas de extremo a extremo P IV 1250 ποιή<σας> τοὺς καλάμους, δήσας αὐτοὺς ἐφ' ἓν νεύροις φοίνικος al preparar las cañas, átalas haciendo un manojo con fibras de palmera P IV 3197 ἔξωθεν δῆσον (τὸ δέρμα ἐλάφιον) δέρματι βούρδωνος ata por fuera la piel de ciervo con piel de mulo P XXXVI 329 esp. un papiro o una lámina donde se ha escrito lo que se desea o un nombre mágico φόρει (τὸν χάρτην) περὶ τὸν ἀριστερὸν βραχίονα λίνῳ δήσας lleva el rollo de papiro atándotelo alrededor del brazo con una tira de lino P IV 81 SM 81 4 (fr. lac.) δήσας (τὸν χάρτην) ἅμματι φοινικίνῳ ata el rollo de papiro con una cinta purpúrea P V 388 δήσας (τὴν πλάκαν) σπάρτῳ ata la lámina con un cordón P VII 436 un amuleto βαλὼν ἔσωθεν τοῦ ῥάκους αἴζωον βοτάνην, ἑλίξας δῆσον ζʹ λιναρίοις ἀνουβιακοῖς pon dentro del jirón planta siempreviva, envuélvela y átala con siete hilos de lino de Anubis P IV 1082 δήσας (τὸ φυλακτήριον) νεύροις τοῦ αὐτοῦ ζώου περίαψαι ata el amuleto con nervios del mismo animal y cuélgatelo P IV 816 τὴν δὲ μύλην τοῦ ὄνου δήσας ἀργύρῳ ... περίεχε ἀεί ata el diente de asno con plata y llévalos siempre P XIa 38 una persona δήσας δέ τινα πανδέτην ἔγκλεισον εἰς οἶκον, καὶ ἔξω στὰς λέγε τὸν λόγον ἑξάκις ἢ ἑπτάκις οὕτως ata a alguien totalmente seguro, enciérralo en una habitación y mientras tú en pie desde fuera di la fórmula seis o siete veces así P XII 163 animales ἐξαρτήσας αὐτοῦ (τοῦ καλάμου) θριξὶ ἵππου ἄρσενος κάνθαρον τὸν ταυρόμορφον κατὰ τὸ μέσον δεδεμένον cuelga de la caña con crines de caballo macho un escarabajo, el que tiene forma de toro, atado por el centro P IV 66 2 sent. fig. encadenar, atar en conjuros y hechizos eróticos ἔδησα δεσμοῖς τοῖς Κρόνου τὸν σὸν πόλον he atado tu polo con las cadenas de Cronos P IV 2327 δέννω σέ, σκορπίε Ἀρτεμισίας, τριακόσια δεκαπέντε yo te ato, escorpión de Artemisia, trescientas quince veces P XXVIIIa 3 P XXVIIIb 7 P XXVIIIc 6 C 2 5 C 3 3 ἔδησα γὰρ αὐτῆς τὸν ἐγκέφαλον pues he atado su cerebro SM 45 7 δῆσον, κατάδησον τὰ νεῦρα, τὰ μέλη, τὸν νοῦν ata, ata completamente los nervios, los miembros, la mente SM 53 12 SM 57 34 ἐλθέ, ... ὁ λύσας τοὺς δεδημένους ἐν τῷ σκότει ven, el que liberó a los que estaban atados en la oscuridad C 13 11