φρήν: Difference between revisions

From LSJ

οὐ βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν οὐδὲν ἀρχόμενος τοῦ λόγου, οὗτος δ' ἐκ περιουσίας μου κατηγορεῖ → for me—but I wish to say nothing untoward at the beginning of my speechwhereas he prosecutes me from a position of advantage | but for me—I do not wish to say anything harsh at the beginning of the speech, but he prosecutes me from a position of strength

Source
(6)
(4b)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φρήν:''' ἡ, γεν. <i>φρενός</i>, πληθ. <i>[[φρένες]]</i>, γεν. <i>φρενῶν</i>, δοτ. <i>φρεσί</i>, Δωρ. [[φρασί]]·<br /><b class="num">I.</b> [[κυρίως]] = [[διάφραγμα]]· το [[διάφραγμα]] ή ο μυς που χωρίζει την [[καρδιά]] και τους πνεύμονες (Λατ. [[viscera]] thoracis), από το πάνω [[μέρος]] της κοιλιάς (Λατ. abdomitis), σε Αισχύλ.· [[συνήθως]] σε πληθ., σε Αριστ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> σε Όμηρ. <i>φρὴν</i> ή <i>[[φρένες]]</i>, = τα μέρη της καρδιάς, το [[στήθος]], Λατ. [[praecordia]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>[[φρένες]] ἀμφιμέλαιναι</i>, στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[καρδιά]], ως [[έδρα]] των παθών, σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>ἐκ φρενός</i>, από την [[καρδιά]] κάποιου (από τα [[βάθη]] της καρδιάς), σε Αισχύλ.· <i>φῦσαι φρένας</i>, [[παράγω]], [[δείχνω]] υπερφίαλο [[πνεύμα]], σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[καρδιά]] ή [[μυαλό]], ως [[έδρα]] της σκέψης, <i>φρενὶνοεῖν ἐπίστασθαι</i>, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· [[μετὰ]] φρεσὶ μερμηρίζειν, σε Ομήρ. Οδ.· κατὰ φρένα [[εἰδέναι]], [[γνῶναι]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· <i>κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν</i>, όπως σε Λατ. [[mens]] amimusque, στο ίδ.· απ' οπου οι άνθρωποι έχασαν τις <i>[[φρένες]]</i>, δηλ. το νου τους, σε Ομήρ. Οδ.· πλήγη φρένας ἃς [[πάρος]] εἶχεν, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως σε Αττ., <i>φρενῶν ἀφεστάναι</i>, <i>ἐκστῆναι</i>, είμαι έξω από το νου κάποιου, σε Σοφ., Ευρ.· <i>ποῦποτ' εἶ φρενῶν;</i> Λατ. satisne [[sanus]] es? σε Σοφ.· φρενῶν [[ἐπήβολος]], με [[επίγνωση]] των ίδιων αισθήσεων κάποιου, στον ίδ.·[[ἔνδον]] φρενῶν, σε Ευρ.· <i>ἐξ ἄκρας φρενός</i>, δηλ. επιφανειακά, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για τα ζώα, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">5.</b> [[θέληση]], [[διάθεση]], σε Σοφ.
|lsmtext='''φρήν:''' ἡ, γεν. <i>φρενός</i>, πληθ. <i>[[φρένες]]</i>, γεν. <i>φρενῶν</i>, δοτ. <i>φρεσί</i>, Δωρ. [[φρασί]]·<br /><b class="num">I.</b> [[κυρίως]] = [[διάφραγμα]]· το [[διάφραγμα]] ή ο μυς που χωρίζει την [[καρδιά]] και τους πνεύμονες (Λατ. [[viscera]] thoracis), από το πάνω [[μέρος]] της κοιλιάς (Λατ. abdomitis), σε Αισχύλ.· [[συνήθως]] σε πληθ., σε Αριστ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> σε Όμηρ. <i>φρὴν</i> ή <i>[[φρένες]]</i>, = τα μέρη της καρδιάς, το [[στήθος]], Λατ. [[praecordia]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>[[φρένες]] ἀμφιμέλαιναι</i>, στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[καρδιά]], ως [[έδρα]] των παθών, σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>ἐκ φρενός</i>, από την [[καρδιά]] κάποιου (από τα [[βάθη]] της καρδιάς), σε Αισχύλ.· <i>φῦσαι φρένας</i>, [[παράγω]], [[δείχνω]] υπερφίαλο [[πνεύμα]], σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[καρδιά]] ή [[μυαλό]], ως [[έδρα]] της σκέψης, <i>φρενὶνοεῖν ἐπίστασθαι</i>, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· [[μετὰ]] φρεσὶ μερμηρίζειν, σε Ομήρ. Οδ.· κατὰ φρένα [[εἰδέναι]], [[γνῶναι]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· <i>κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν</i>, όπως σε Λατ. [[mens]] amimusque, στο ίδ.· απ' οπου οι άνθρωποι έχασαν τις <i>[[φρένες]]</i>, δηλ. το νου τους, σε Ομήρ. Οδ.· πλήγη φρένας ἃς [[πάρος]] εἶχεν, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως σε Αττ., <i>φρενῶν ἀφεστάναι</i>, <i>ἐκστῆναι</i>, είμαι έξω από το νου κάποιου, σε Σοφ., Ευρ.· <i>ποῦποτ' εἶ φρενῶν;</i> Λατ. satisne [[sanus]] es? σε Σοφ.· φρενῶν [[ἐπήβολος]], με [[επίγνωση]] των ίδιων αισθήσεων κάποιου, στον ίδ.·[[ἔνδον]] φρενῶν, σε Ευρ.· <i>ἐξ ἄκρας φρενός</i>, δηλ. επιφανειακά, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για τα ζώα, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">5.</b> [[θέληση]], [[διάθεση]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''φρήν:''' дор. [[φράν]], φρενός ἡ<br /><b class="num">1)</b> преимущ. pl. грудобрюшная преграда Hom., Trag., Plat. etc.;<br /><b class="num">2)</b> только pl. внутренности, грудь: τοῦ ἐν φρειὶν [[ἦτορ]] παχνοῦται Hom. сердце у него сжимается в груди; Αἴαξ ἔπαξε διὰ φρενῶν [[ξίφος]] Pind. Эант вонзил (себе) меч в грудь;<br /><b class="num">3)</b> перен., тж. pl. грудь, сердце, душа: τρομέουσι φρένα Hom. они трепещут душой, т. е. содрогнулись от страха; κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν Hom. в глубине души; οὐκ ἀπ᾽ ἄκρας φρενός Aesch. от всего сердца (точнее не краем души);<br /><b class="num">4)</b> тж. pl. ум, мышление, мысль: φρεσὶν ἀγαθῇσι κεχρῆσθαι Hom. быть честного образа мыслей; [[μετὰ]] φρεσί βάλλεσθαί τι Hom. мысленно решать что-л.; φρενὶ [[λαβεῖν]] τὸν λόγον Her. поразмыслить о (слышанных) словах; φρενῶν [[κενός]] Soph. обезумевший.
}}
}}

Revision as of 05:48, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρήν Medium diacritics: φρήν Low diacritics: φρην Capitals: ΦΡΗΝ
Transliteration A: phrḗn Transliteration B: phrēn Transliteration C: frin Beta Code: frh/n

English (LSJ)

ἡ, gen. φρενός, pl. φρένες, gen. φρενῶν, dat. φρεσί: older dat. pl. φρασί (ν) IG12.971 (vi B. C.), Pi.N.3.62, BMus.Inscr.909 (Halic., i B. C.): (v. sub fin.):    I midriff, κραδία φρένα λακτίζει A.Pr.881 (anap.); elsewh. always in pl., ἔνθα φρένες ἔρχαται ἀμφ' ἁδινὸν κῆρ Il.16.481, cf. Hp. VM22, Art.41; τὰς φρένας διάφραγμα εἰς τὸ μέσον αὐτῶν (sc. τοῦ θώρακος καὶ τοῦ κύτους) τιθέντες Pl.Ti.70a; τοῦτο δὲ τὸ διάζωμα καλοῦσί τινες φρένας, ὃ διορίζει τόν τε πλεύμονα καὶ τὴν καρδίαν Arist.PA672b11, cf. HA496b11, 506a6; also, in Hom., more vaguely, πρὸς στῆθος ὅθι φρένες ἧπαρ ἔχουσι Od.9.301; μένεος φρένες ἀμφὶ μέλαιναι πίμπλαντ' Il.1.103, al.; φρένας . . εἰς αὐτὰς τυπείς A.Pr.363, cf. Eu.159 (lyr.).    2 heart, as seat of the passions, e.g. of fear, τρομέοντο δέ οἱ φρένες ἐντός Il.10.10; of joy and grief, φρένα τέρπεσθαι φόρμιγγι 9.186; γάνυται φρένα ποιμήν 13.493; τί σε φρένας ἵκετοπένθος; 1.362; ἄχος πύκασε φρένας 8.124; ἔρως φρένας ἀμφεκάλυψε 3.442; of anger, Od.6.147; of courage, ἕνα φρεσὶ θυμὸν ἔχοντες Il. 13.487; ἐς φρένα θυμὸς ἀγέρθη 22.475, cf. 8.202, etc.; of bodily appetites, such as hunger, etc., 11.89: the shades of the dead are without it, ψυχὴ καὶ εἴδωλον, ἀτὰρ φρένες οὐκ ἔνι πάμπαν 23.104 (exc. the shade of Teiresias, Od.10.493): so generally in Poets, φρενὸς ἔνδοθεν ἄλγεα κεῖται Sol. ap. Arist.Ath.5.2; κῆλα δαιμόνων θέλγει φρένας Pi.P.1.12; φόβος μ' ἔχει φρένας A.Supp.379; μαινομένα φρενί Id.Th.484 (lyr.); στυγεῖν μιᾷ φρενί Id.Eu.986 (lyr.); Διὸς γὰρ δυσπαραίτητοι φ. Id.Pr.34; ἐκ φρενός from one's very heart, ὁ ἐκ φρενὸς λόγος a sincere speech, Id.Ch.107; ἐτύμως δακρυχέων ἐκ φρενός Id.Th.919 (lyr.); οὐκ ἀπ' ἄκρας φρενός not superficially and carelessly, Id.Ag.805 (anap.); φρενὸς ἐκ φιλίας ib.1515 (anap.), cf. 546; φῦσαι φρένας to produce a haughty spirit, S.El.1463.    3 mind, as seat of the mental faculties, perception, thought, ἔγνω ᾗσιν ἐνὶ φ. Il.22.296; μή μοι ταῦτα νόει φρεσί 9.600; μετὰ φρεσὶ μερμηρίξαι, βάλλεσθαι, Od.10.438, Il.9.434; ἴδμεν ἐνὶ φρεσίν 2.301; τῷ γὰρ ἐπὶ φρεσί θῆκε put in his mind, suggested it, 1.55; σφῶϊν δ' ὧδε θεῶν τις ἐνὶ φρεσὶ ποιήσειεν 13.55; ἐν φρεσὶ θέσθε ἕκαστος ib.121, cf. 1.297, etc.; φρένας παραπεῖσαι, πείθειν, 7.120, 16.842; ἐπιγνάμπτει φρένας (v.l. for νόον) ἐσθλῶν 9.514; Διὸς ἐτράπετο φρήν 10.45; ἀνὴρ φρένας ἀφνειός rich (only) in his imagination, Hes.Op.455; ὀρθᾷ, ἐλευθέρᾳ φρενί, Pi.O.8.24, P.2.57; φρένες γὰρ αὐτοῦ θυμὸν ᾠακοστρόφουν A.Pers. 767; ἡ γλῶσσ' ὀμώμοχ', ἡ δὲ φ. ἀνώμοτος E.Hipp.612; κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν Il.1.193, al.: pl., wits, Κύκλωπα περὶ φρένας ἤλυθε οἶνος Od.9.362, cf.454, 18.331; πλήγη φρένας ἂς πάρος εἶχεν Il.13.394; ἐκ γὰρ πλήγη φρένας 16.403; βλάπτε φρένας Ζεὺς ἡμετέρας 15.724; ἐξ . . . τοι θεοὶ φρένας ὤλεσαν 7.360; φρένας ἄφρων, φρένας ἠλέ or ἠλεέ, 4.104, 15.128, Od.2.243: of losing one's wits, φρενῶν ἀφεστάναι, ἐκστῆναι, μεθεστάναι, S.Ph.865, E.Or.1021, Ba.944; τὰς φ. ἐκβάλλειν S.Ant.648; ἔξω φρενῶν Pi.O.7.47; φρενῶν οὐκ ἔνδον ὤν E.Heracl. 709; φρενῶν κεκομμένος A.Ag.479 (lyr.); κενός S.Ant.754; τητώμενοι Id.El.1326; ἔξεδροι, παράκοποι, E.Hipp.935, Ba.33; ποῦ ποτ' εἶ φρενῶν; S.El.390; φρένες διάστροφοι A.Pr.673, S.Aj.447; μαργότης φρενῶν Id.Fr.846; ἀνακίνησις φρενῶν Id.OT727, etc.; of persons in their senses, ἐπήβολος φρενῶν Id.Ant.492; ἀνδρὸς νοῦν ἔχοντος καὶ φρένας Ar.Ra.535 (lyr.) (so in later Prose, οἱ φρένας ἔχοντες Phld.Po.5.19, Rh.1.240S.; οἱ τῶν σοφιστῶν τὰς κοινὰς φ. ἔχοντες ib.202S.); also ἔσω φρενῶν λέγειν A.Ag.1052; γράφου φρενῶν ἔσω S.Ph.1325; τῆς λεπτότητος τῶν φ. Ar.Nu.153; φρένες, opp. σῶμα, Hdt.3.134; so αἱ σάρκες αἱ κεναὶ φρενῶν E.El.387; attributed to animals, μετὰ φρεσὶ γίγνεται ἀλκή Il.4.245, cf. 16.157, etc.—The word is not common in early Prose, τίς αὐτῶν νόος ἢ φρήν; Heraclit.104; συμφορὰ τῶν φ., i.e. madness, And.2.7; παραλλάττει τῶν φ. Lys.Fr.90; καρποῦ μὲν ἀφθονία φρενῶν δὲ ἀφορία X.Smp.4.55; νοῦς καὶ φρένες D.18.324, cf. 25.33.    4 will, purpose, οὔ τι Διὸς βέομαι φρεσίν Il.15.194; σῆς ἀπεστάτουν φ. S.Ant.993, cf.OC1182.—In usage there is little or no distinction observable between sg. and pl., but the sg. is not found in Prose (exc. Heraclit. l.c.) or Com. (exc. in paratrag., Ar. Ra.886).

German (Pape)

[Seite 1305] ἡ, dor. φράν, gen. φρενός, plur. φρένες, – 1) bei den ältesten Schriftstellern das Zwerchfell, das Herz und Lunge von den übrigen Eingeweiden absondert, gew. im plur.; Hippocr.; bei Sp. διάφραγμα, vgl. Plat. Tim. 70 a τὰς φρένας διάφραγμα εἰς τὸ μέσον αὐτῶν τιθέντες; Arist. H. A. 1, 17 gen. an. 2, 6; im eigtl. Sinne ἔβαλ', ἔνθ' ἄρα τε φρένες ἔρχαται ἀμφ' ἀδινὸν κῆρ Il. 16, 481, vgl. 503; ὅθι φρένες ἧπαρ ἔχουσιν Od. 9, 301; so auch noch ἀνεστενάχιζ' Ἀγαμέμνων νειόθεν ἐκ κραδίης· τρομέοντο δέ οἱ φρένες ἐντός Il. 10, 10. So auch einzeln bei Folgenden: Αἴας ἔπαξε διὰ φρενῶν ξίφος Pind. N. 7, 26, er stieß sich das Schwert durch die Brust; κραδία δὲ φόβῳ φρένα λακτίζει Aesch. Prom. 883; φρένας γὰρ εἰς αὐτὰς τυπείς 361; ἔτυψεν ὑπὸ φρένας, ὑπὸ λοβόν Eum. 153; ὁρῶμεν αὐτὴν πλευρὰν ὑφ' ἦπαρ καὶ φρένας πεπληγμένην Soph. Trach. 927. – Weil man aber das Zwerchfell als den Sitz aller geistigen Regungen und Fähigkeiten zu betrachten gewohnt war, als das rein körperliche Princip des geistigen Lebens (s. Nägelsbach homerische Theologie p. 334 ff.; das seelische Princip des geistigen Lebens, die geistige Seele ist θυμός, dessen Träger ebenfalls die φρένες sind, ἐς φρένα θυμὸς ἀγέρθη Od. 5, 458, der Geist, Muth sammelte sich wieder in der Seele, ἐν φρεσὶ θυμός 8, 202. 13, 282. 487. 24, 321, dah. oft κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν vgl. θυμός, auch ἐν φρεσὶν ἦτορ, κραδίη, Il. 16, 242. 435) – 2) die Seele, der Geist, Sinn, das Gemüth, übh. das Empfindungs-, Denk- u. Willensvermögen, oder wie auch wir es sinnlich bezeichnen, das Herz, der Sitz oder das Organ von μένος, νοῦς, μῆτις, βο υλή; dah. μένεος δὲ μέγα φρένες ἀμφιμέλαιναι πίμπλαντο Il. 1, 103 Od. 4, 661, wo das Beiwort noch die sinnliche Auffassung verräth; μένος ἐν φρεσὶ τιθέναι Il. 21, 145 Od. 1, 89. Von allen Gemüthsaffectionen: Freude und Trauer, ὁ δὲ φρένα τέρπετ' ἀκούων, er ergötzte sein Herz, er freu'te sich in seinem Herzen, Il. 1, 474, wie τὸν δ' εὗρον φρένα τερπόμενον φόρμιγγι 9, 186; ἔνθ' ὁρόων φρένα τέρψομαι 20, 23; γόῳ φρένα τέρπομαι Od. 4, 102; πάντες ἐτέρφθησαν φρέν' ἀέθλοις 8, 131; so auch γεγήθει δὲ φρένα Νηλεύς Il. 11, 683, wie Od. 7, 106; τὴν δ' ἄχος ἕλε φρένα 19, 471, vgl. Il. 19, 125; von der Furcht, τρομέουσι δέ τε φρένα ναῦται δειδιότες 15, 627; νῦν δ' αἰνῶς δείδοικα κατὰ φρένα 1, 555; τῶν δὲ φρένες ἐπτοίηθεν Od. 22, 298; vom Zorn, κεχολῶσθαι ἐνὶ φρεσίν Il. 16, 61, wie ἀλλὰ μάλ' οὐκ Ἀχιλῆϊ χόλος φρεσίν 2, 241; von der Liebe, οὐ γὰρ πώποτέ μ' ὧδε ἔρως φρένας ἀμφεκάλυψεν 3, 442; u. noch sinnlicher, vom Hunger, σίτου τε γλυκεροῖο περὶ φρένας ἵμερος αἱρεῖ 11, 89. – Vom Wissen: οὐδὲ τὸ οἶδε κατὰ φρένα Il. 5, 406; ὁ ἔγνω ᾗσιν ἐνὶ φρεσίν 1, 333. 16, 530; εὖ γὰρ δὴ τόδε ἴδμεν ἐνὶ φρεσίν 2, 301; εἰ γὰρ ἐγὼ τάδε ᾔδε' ἐνὶ φρεσὶ πευκαλίμῃσιν 8, 366; ἀλλὰ σὺ μή τοι ταῦτα νόει φρεσί 9, 600, wie αὐτὸς σὺ μετὰ φρεσὶ σῇσι νόησον 20, 310; φράζεσθον ἐν φρεσὶν ὑμετέρῃσιν 20, 116, u. öfter; νήπιοι· ἐκ γάρ σφεων φρένας εἵλετο Παλλάς 18, 311; so 19, 137 u. oft; u. ähnlich ἐκ δέ οἱ ἡνίοχος πλήγη φρένας, ἃς πάρος εἶχεν, 13, 394, vgl. 16, 403; εἰ δή ῥα τότε βλάπτε φρένας εὐρύοπα Ζεὺς ἡμετέρας 15, 724; ἐπεὶ φρένας ἄασεν οἶνος Od. 21, 297; dah. φρένας ἠλέ, Thörichter du am Geist, Il. 15, 128 Od. 2, 243. – Oefter im Ggstz gegen die körperliche Schönheit, οὐ ἕθεν ἐστὶ χερείων, οὐ δέμας, οὐδὲ φυήν, οὔτ' ἂρ φρένας, οὔτε τι ἔργα Il. 1, 115; οὔ τοι δευόμενον, οὔτ' ἂρ φρένας, οὔτε τι εἶδος Od. 4, 264; so 8, 168 u. öfter. – Von der Entschließung, vom Willen, κακὰ δὲ φρεσὶ μήδετο ἔργα Il. 23, 176; μετὰ φρεσὶ μερμήριξα Od. 10, 438; auch ἐν φρεσὶ ποιεῖν Il. 13, 55; τῷ γὰρ ἐπὶ φρεσὶ θῆκε θεά, gab ihm den Gedanken, Entschluß ein, 1, 55, u. oft so, wie μετὰ φρεσὶ βάλλεσθαί τι, Etwas überlegen, an Etwas denken, 9, 434. 14, 264 u. sonst; ἐν φρεσὶ θέσθαι τι, Etwas überlegen, sich zu Herzen nehmen, 13, 121; σὺ σῇσιν ἔχε φρεσίν, behalte es im Herzen, 2, 33. – Von der Gesinnung, οὐδὲ Διὸς πεῖθε φρένα Il. 12, 173; Διὸς ἐτράπετο φρήν· Ἑκτορέοις ἄρα μᾶλλον ἐπὶ φρένα θῆχ' ἱεροῖσιν 10, 45; ὁπλοτέρων ἀνδρῶν φρένες ἠερέθονται 3, 108; ἀκεσταί τοι φρένες ἐσθλῶν 13, 115; στρεπταὶ μέν τε φρένες ἐσθλῶν 15, 203; ᾧ οὔτ' ἂρ φρένες εἰσὶν ἐναίσιμοι, οὔτε νόημα γναμπτόν 24, 40, vgl. Od. 18, 215, u. öfter; u. geradezu wird ein menschliches Gefühl abgesprochen, ἐπεὶ οὔ οἱ ἔνι φρένες, οὐδ' ἠβαιαί Il. 14, 141; vgl. noch οὐκ ἄρα σοί γ' ἐπὶ εἴδεϊ καὶ φρένες ἦσαν Od. 17, 454; αἰδόμενος σῇσι φρεσί, dich scheuend in deinem Herzen, Iliad. 10, 237, wie εἰ δέ τινα φρεσὶν ᾑσι θεοπροπίην ἀλεείνει 11, 794; ὅ τι φρεσὶ σῇσι μενοινᾷς, was du in deinem Herzen dir vornimmst, Il. 14, 221. – Es geht beim Verbrennen des Todten mit der Vernichtung der φρένες auch der Geist unter, so daß es von den Schatten der Unterwelt heißt ψυχὴ καὶ εἴδωλον· ἀτὰρ φρένες οὐκ ἔνι πάμπαν, Il. 23, 104; nur Tiresias hat noch die φρένες, Τειρεσίου φρένες ἔμπεδοί εἰσιν Od. 10, 493; wenn aber die andern Schatten Blut trinken, erhalten auch sie das Bewußtsein wieder. – Auch den Thieren werden φρένες zugeschrieben, wenn ihnen Eigenschaften beigelegt werden, die den Thätigkeiten des menschlichen Geistes analog sind; so νεβροί, οὐδ' ἄρα τίς σφι μετὰ φρεσὶ γίγνεται ἀλκή, sie haben keinen Muth im Herzen, Il. 4, 245; λύκοι ἃς ὠμοφάγοι, τοῖσίν τε περὶ φρεσὶν ἄσπετος ἀλκή 16, 156; vom Löwen, τοῦ δ' ἐν φρεσὶν ἄλκιμον ἦτορ παχνοῦται 17, 111. – So auch bei Pind. u. Tragg., doch mehr geistig zu nehmen; φρενὶ ὀρθᾷ, ἐλευθέρᾳ, mit richtigem, freiem Sinne, Pind. Ol. 8, 24 P. 2, 57; ἔραται φρενί N. 10, 29; κουφότεραι φρένες ἀπειράτων Ol. 8, 61; φρὴν βουλαῖσι πράσσει N. 1, 27; κεχείμανται φόβῳ φρένες P. 9, 33; φρενῶν ταραχαί, von den Leidenschaften, namentlich dem Zorn, Gl. 7, 30; ἔξω φρενῶν 7, 47; σύνεσιν φρενῶν N. 7, 60; μαινομέναις φρεσίν P. 2, 26; κατέχει φρεσὶ νόον I. 3, 2; δαιμόνων θέλγει φρένας P. 1, 12; ἔρως ὑπέκνισε φρένας 10, 60; ἀμφικρέμανται φρένας ἐλπίδες I. 2, 43; μαινομένᾳ φρενί Aesch. Spt. 466; βαθεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸς καρπούμενος 575; auch δακρυχέων ἐκ φρενός 902; ὡς πόλλ' ἀμαυρᾶς ἐκ φρενός μ' ἀναστένειν Ag. 532; μένει τὸ θεῖον δουλίᾳ περ ἐν φρενί 1054; φρενὸς ἐκ φιλίας τί ποτ' εἴπω 1496, wie λέξω τὸν ἐκ φρενὸς λόγον Ch. 105, das aus dem Herzen kommende Wort (s. nachher Soph.); ἐμὴν ἤλγυνεν ἐν στέρνοις φρένα 755; στυγεῖν μιᾷ φρενί Eum. 491; Διὸς γὰρ δυσπαραίτητοι φρένες Prom. 34; ἔννους ἔθηκα καὶ φρενῶν ἐπηβόλους 442; τοία κακῶν ἔκπληξις ἐκφοβεῖ φρένας Pers. 598; φρένες γὰρ αὐτοῦ θυμὸν οἰακοστρόφουν 753; χαρᾷ δὲ μὴ 'κπλαγῇς φρένας Ch. 231; φόβος μ' ἔχει φρένας Suppl. 374; οὐ γάρ ποτ' εὔνουν τὴν ἐμὴν κτήσει φρένα Soph. Phil. 1205; ἐκτέταμαι φοβερὰν φρένα O. R. 153; ψυχῆς πλάνημα κἀνακίνησις φρενῶν 727; ἵλεῳ φρενὶ κατεύχετο Trach. 761; οὐδεὶς ἐρεῖ ποτ', ὡς ὑπόβλητον λόγον ἔλεξας, ἀλλὰ τῆς σαυτοῦ φρενός Ai. 477; σιγᾶν κελεύω, μηδ' ἀφεστάναι φρενῶν, und nicht unaufmerksam zu sein, Phil. 853; ποῖ φρενῶν ἔλθω; was soll ich denken? O. C. 311; ταράσσομαι φρένας Ant. 1082; ἐπήβολος φρενῶν, des Verstandes mächtig, 488; τρομερὰν φρέν' ἔχω Eur. Phoen. 1291; οὐκέτι καθαρὰν ἔχω φρένα Hipp. 1121; δέχεσθαι τοὺς ξένους εὐπροσηγόρῳ φρενί Alc. 778, u. oft; φρένας ἔχων καὶ νοῦν Ar. Ran. 535; φρένες δειναὶ θεῶν Av. 1238. – In Prosa, doch selten: ἐν φρενὶ λαβόντες τὸν λόγον, zu Herzen nehmend, Her. 9, 10; τῷ σώματι συναύξονται καὶ αἱ φρένες 3, 134; φρενῶν εἰς τὰ ἐμεωυτοῦ πρῶτα οὔκω ἀνήκω 7, 13; ἡ δὲ φρὴν οὐκ ἀνέλεγκτος Plat. Theaet. 154 d; πάντα τὰ τῶν φρενῶν ἐξητακότες ibid.; συμφορὰ τῶν φρενῶν Andoc. 2, 7, Wahnsinn; νοῦ καὶ φρενῶν ἀγαθῶν καὶ προνοίας Dem. 25, 33; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

φρήν: ἡ, γεν. φρενός, πληθ. φρένες, γεν. φρενῶν, δοτ. πληθ. φρεσί. Δωρ. φράν, δοτ. πληθ. φρασί, Πίνδ., πρβλ. Εὐσ. 32. 14, ἴδε ἐν τέλ.) Ι. κυρίως = τῷ παρὰ τοῖς μετέπειτα διάφραγμα, ὁ κυκλοτερὴς μῦς ὁ διαχωρίζων τὴν θωρακικὴν κοιλότητα ἐν ᾗ ἡ καρδία καὶ οἱ πνεύμονες (viscera thoracis) ἀπὸ τῆς κοιλότητος τῆς κοιλίας ἔνθα τὰ λοιπὰ σπλάχνα (viscera adbominis), καρδία φρένα λακτίζει (Shaksp. “my seated heart knocks at my ribs”), ἀλλ’ ἀλλαχοῦ ἀείποτε ἐν τῷ πληθ., Αἰσχύλ. Προμ. 881, Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 18, περὶ Ἄρθρ. 807· τὰς φρένας διάφραγμα ἐς τὸ μέσον αὐτῶν (δηλ. τοῦ θώρακος καὶ τοῦ κύτους) τιθέντες Πλάτ. Τίμ. 70 Α· τοῦτο δὲ τὸ διάζωμα καλοῦσί τινες φρένας, ὃ διορίζει τόν τε πνεύμονα καὶ τὴν καρδίαν Ἀριστ. περὶ Ζῴων γεν. 3. 10. 1, πρβλ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστορ. 1, 17, 8., 2. 15, 5· ― ἀλλά, ΙΙ. παρ’ Ὁμ. διὰ τοῦ φρὴν ἢ φρένες ἐπὶ τῆς ὑλικῆς σημασίας νοοῦνται καθόλου τὰ περὶ τὴν καρδίαν μέρη, τὸ στῆθος, Λατ. praecordia, ἔνθ’ ἄρα τε φρένες ἔρχαται ἀμφ’ ἁδινὸν κῆρ Ἰλ. Π. 481· ἐνὶ φρεσὶ μαίνεται ἦτορ Θ. 413· ἔτι καὶ τὰ περὶ τὸ ἧπαρ μέρη, πρὸς στῆθος ὅθι φρένες ἧπαρ ἔχουσι Ὀδ. Ι. 301· συχνάκις δὲ καλοῦνται φρένες ἀμφιμέλαιναι, Ἰλ. Α. 103, κ. ἀλλαχ.· οὕτω, φρένας... εἰς αὐτὰς τυπεὶς Αἰσχύλ. Πρ. 361, πρβλ. Εὐμ. 159. 2) ἡ καρδία ὡς ἕδρα τῶν παθῶν, δηλ. τοῦ φόβου, τρομέοντο δὲ οἱ φρένες αὐτῷ Ἰλ. Κ. 10, πρβλ. Χ. 296· τῆς χαρᾶς καὶ τῆς λύπης, φρένα τέρπεσθαι φόρμιγγι Ι. 186· γάνυται φρένα ποιμὴν Ν. 493· ἄχος, πόνος φρένας ἀμφεκάλυψεν Ἰλ. κλπ.· φρένας ἵκετο πένθος, ἄχος πύκασε φρένας, τῆς ἀγάπης ἢ τοῦ ἔρωτος, Ἰλ. Γ. 442· τῆς ὀργῆς, Ὀδ. Ζ. 147· τοῦ θάρρους, ἕνα φρεσὶ θυμὸν ἔχοντες Ἰλ. Ν. 487· ἐς φρένα θυμὸς ἀγέρθη Χ. 475, πρβλ. Θ. 202, κτλ.· τῶν σωματικῶν ὀρέξεων, οἷον τῆς πείνης, Λ. 89· ὅθεν αἱ σκιαὶ τῶν νεκρῶν στεροῦνται τῶν φρενῶν τούτων, ψυχὴ καὶ εἴδωλον, ἀτὰρ φρένες οὐκ ἔνι πάμπαν Ψ. 104· ― ἀποδίδονται ὅμως εἰς τὴν σκιὰν τοῦ Τειρεσίου, Ὀδ. Κ. 493· ― οὕτω παρὰ Πινδ. Π. Ι. 21· φόβος μ’ ἔχει φρένας Αἰσχ. Ἱκ. 379· μαινομένᾳ φρενὶ ὁ αὐτ. ἐπὶ Θήβ. 484· Διὸς γὰρ δυσπαραίτητοι φρ. ὁ αὐτ. ἐν Προμ. 34· ἐκ φρενός, ἐκ καρδίας, ὁ ἐκ φρενὸς λόγος, ἐγκάρδιος λόγος, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 107· ἐτύμως δακρυχέων ἐκ φρενὸς ὁ αὐτ. ἐπὶ Θήβ. 919· οὐκ ἀπ’ ἄκρας φρενός, οὐχὶ ἐπιπολαίως καὶ ἀμελῶς, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 805· φρενὸς ἐκ φιλίας αὐτόθι 1515, πρβλ. 546· μηδὲ πρὸς βίαν ἐμοῦ κολαστοῦ προστυχὼν φύσῃ φρένας, ἀκουσίως γένηται φρόνιμος, Σοφοκλ. Ἠλ. 1463. 3) ἡ καρδία ἢ ὁ νοῦς, ὡς ἕδρα τῶν διανοητικῶν δυνάμεων, τῆς ἀντιλήψεως, τοῦ σκέπτεσθαι, φρενὶ νοεῖν, φράζεσθαι, ἐπίστασθαι κλπ., Ἰλ. Ι. 600, κλπ.· μετὰ φρεσὶ μερμηρίζειν, βάλλεσθαι Ὀδ. Κ. 438, Ἰλ. Ι. 434· ἴδμεν ἐνὶ φρεσὶν Β. 301· κατὰ φρένα εἰδέναι, γνῶναι, τιθέναι τινί τι ἐπὶ φρεσί, Α. 55, κλπ.· ποιεῖν τι ἐνὶ φρεσίν Ν. 55· θέσθαι ἢ βάλλεσθαί τι ἐνὶ φρεσὶ Ν. 121, Α. 297, κλπ.· ἐντεῦθεν καὶ αἱ φράσεις φρένας τρέπειν, πείθειν, παραπείθειν, ἐπιγνάμπτειν Η. 120, Ι. 514, κλπ.· ― οὕτω καὶ παρὰ Πινδ. καὶ τοῖς ποιηταῖς, σχεδὸν ὡς τὸ νοῦς· φρενὶ ὀρθᾷ, ἐλευθέρᾳ Πινδ. Ο. 8. 31, Π. 2. 105· μιᾷ φρενὶ Αἰσχύλ. Εὐμ. 986· φρένες γὰρ αὐτοῦ θυμὸν οἰακοστρόφουν ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 767· ἡ γλῶσσα ὀμώμοχ’, ἡ δὲ φρὴν ἀνώμοτος Εὐρ. Ἱππόλ. 612· καὶ οὕτως εὑρίσκομεν συνημμένα, κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν, ὡς ἐν τῇ Λατ. mens animusque, Ἰλ. Α. 193, κλπ.· (πρβλ. φρένας ἔχων καὶ νοῦν, Ἀριστοφ. Βάτρ. 535)· ― ὅθεν οἱ ἄνθρωποι χάνουσι τὰς φρένας, δηλ. τὸν νοῦν των, περὶ φρένας ἤλυθεν οἶνος Ὀδ. Ι. 362, πρβλ. 454, Σ. 831· πλήγη φρένας, ἃς πάρος εἶχεν Ἰλ. Ν. 394· ἐκ γὰρ πλήγη φρένας Π. 403· Ζεὺς βλάπτε φρένας ἡμετέρας Ο. 724 (ὅθεν βλαψίφρων, φρενοβλαβής)· θεοὶ φρένας ὤλεσαν Θ. 360· φρένας ἄφρων, φρένας ἠλὲ ἢ ἠλεὲ Ο. 128, Ὀδ. Β. 243· ― οὕτω παρ’ Ἀττ. λέγεται ἐπὶ τῶν παθόντων τὸν νοῦν, φρενῶν ἀφεστᾶναι, ἐκστῆναι, μεταστῆναι Σοφ. Φιλ. 865, Εὐρ. Ὀρ. 1021, Βάκχ. 943· τὰς φρένας ἐκβάλλειν Σοφ. Ἀντιγ. 648· ἔξω φρενῶν Πινδ. Ο. 7. 86· φρενῶν κεκομμένος Αἰσχύλ. Ἀγ. 479· κενὸς Σοφ. Ἀντιγ. 754· τητώμενος ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1326· ἔξεδρος, παράκοπος, Εὐρ. Ἱππ. 953, Βάκχ. 33· ποῦ ποτ’ εἶ φρενῶν; satisne sanus es? Σοφ. Ἠλ. 390· φρένες διάστροφοι Αἰσχύλ. Πρ. 673, Σοφ. Αἴ. 447· μαργότης φρενῶν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 726· ἀνακίνησις φρ. ὁ αὐτ. ἐν Οἰδ. Τυρ. 727· κλπ. ― καὶ ἐπὶ τῶν ὑγιῶς ἐχόντων, φρενῶν ἐπήβολος ὁ αὐτ. ἐν Ἀντιγ. 492· ἔνδον φρενῶν Εὐρ. Ἡρ. 709· ὅθεν ἔσω φρενῶν λέγειν, πείθειν, γράφεσθαι Αἰσχύλ. Ἀγ. 1052, Σοφ. Φιλ. 1325 κλπ.· ― παρ’ Ἡρόδ. ἀντιτίθενται αἱ φρένες πρὸς τὸ σῶμα, 3. 134· οὕτω αἱ σάρκες κεναὶ φρενῶν Εὐρ. Ἠλ. 387. ― Ὁ Ὅμ. ἀποδίδει φρένας καὶ εἰς τὰ κτήνη, μετὰ φρεσὶ γίγνεται ἀλκὴ Ἰλ. Δ. 245, πρβλ. Π. 157, κλπ. Τῆς λέξεως ταύτης σπανίως γίνεται χρῆσις παρὰ τοῖς δοκιμωτάτοις τῶν πεζῶν, οἷον συμφορὰ τῶν φρ., δηλ. παραφροσύνη, Ἀνδοκ. 20. 29· παραλλάττει τῶν φρ. Λυσ. Ἀποσπ. 58· φρενῶν ἀφορία Ξεν. Συμπ. 4. 55· πρβλ. Δημ. 332. 25., 780. 11. 4) σῆς ἀπεστάτουν φρ. Σοφ. Ἀντιγ. 993, πρβλ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 1182. ― Ἐν τῇ χρήσει δὲν γίνεται φανερῶς διάκρισις μεταξὺ ἑνικοῦ καὶ πληθ. (Ἐκ τῆς √ΦΡΕΝ, παράγονται καὶ τὰ φρενόω, φρονέω, φρόνις, φροντίς, φροντίζω,· ― ἐν συνθέσει τὸ φρὴν μεταβάλλεται εἰς φρων, π. χ. εὔφρων, κακόφρων κλπ.).

French (Bailly abrégé)

φρενός (ἡ) :
I. toute membrane qui enveloppe un organe :
1 enveloppe du cœur;
2 enveloppe du foie;
3 membrane (d’un viscère en gén.) ; au pl. αἱ φρένες viscères, entrailles;
II. en poésie le cœur ou l’âme :
1 comme siège des sentiments ἐς φρένα θυμὸς ἀγέρθη IL, OD (après que) le sentiment fut revenu de nouveau dans l’âme ; μᾶλλον ἐπὶ φρένα θῆχ’ ἱεροῖσιν IL litt. Zeus a tourné son esprit davantage vers les sacrifices (d’Hector), càd se montre favorable (à Hector) ; διὰ φρενός au fond du cœur ; ἐκ φρενός venant du cœur ; ἀπ’ ἀκρᾶς φρενός du fond du cœur;
2 comme siège de l’intelligence τὸν νοῦν τῶν φρενῶν SOPH la pensée de ton esprit ; φρένας ἔχειν PLUT avoir de l’intelligence ; φρένας ἄφρων IL, φρένας ἠλός IL, OD dépourvu d’intelligence ; φρεσὶν ἀγαθῇσι κεχρῆσθαι OD avoir l’esprit sain, être sensé et honnête ; ἐν φρεσὶ ποιεῖν IL, ἐπὶ φρεσὶ τιθέναι IL inspirer, suggérer la pensée ; οἶνος ἔχει φρένας OD le vin, càd l’ivresse possède ton esprit ; φρενῶν ἀφεστάναι SOPH être déraisonnable ; ἔσω φρενῶν SOPH au fond de la pensée ; ἔξω φρενῶν PLUT hors de son bon sens ; φρενῶν ἀγαθῶν ἔρημος PLUT, φρενῶν κενός SOPH privé de raison;
3 comme siège de la volonté οὐδὲ Διὸς πεῖθε φρένα IL il ne persuada pas l’esprit de Zeus.
Étymologie: R. Φραγ, enfermer, enclore ; cf. φράσσω.

English (Autenrieth)

φρενός, pl. φρένες: (1) pl., midriff, diaphragm, Il. 10.10, Il. 16.481, Od. 9.301. Since the word physically designates the parts enclosing the heart, φρήν, φρένες comes to mean secondarily:—(2) mind, thoughts, etc. φρεσὶ νοεῖν, κατὰ φρὲνα εἰδέναι, μετὰ φρεσὶ βάλλεσθαι, ἐνὶ φρεσὶ γνῶναι, etc. φρένες ἐσθλαί, a good understanding; φρένας βλάπτειν τινί, Il. 15.724; of the will, Διὸς ἐτράπετο φρήν, Il. 10.45; feelings, φρένα τέρπετο, Il. 1.474.

English (Slater)

φρήν (φρήν, φρενός, φρενί, φρένα, φρήν, φρένες, φρενῶν, φρᾰσί(ν), φρένεσσιν, φρεσίν)
   a pl., midriff ὁ καρτερὸς Αἴας ἔπαξε διὰ φρενῶν λευρὸν ξίφος (N. 7.26)
   b
   I s., spirit, soul τίνα βάλλομεν ἐκ μαλθακᾶς αὖτε φρενὸς εὐκλέας ὀιστοὺς ἱέντες; (O. 2.90) νέκταρ χυτόν, γλυκὺν καρπὸν φρενός (i. e. τὸν ὕμνον) (O. 7.8) ὀρθᾷ διακρίνειν φρενὶ δυσπαλές (O. 8.24) ἀνάγνωτέ μοι Ἀρχεστράτου παῖδα, πόθι φρενὸς ἐμᾶς γέγραπται (O. 10.2) ἐλευθέρᾳ φρενὶ (P. 2.57) αἰδοιότατον γέρας τεᾷ τοῦτο μειγνύμενον φρενί (i. e. τίν, φρονίμῳ ὄντι, Fennel) (P. 5.19) ἀταρβεῖ φρενί (P. 5.51) Μεσσανίου δὲ γέροντος δονηθεῖσα φρὴν βόασε παῖδα ὅν (P. 6.36) γλυκεῖα δὲ φρὴν καὶ συμπόταισιν ὁμιλεῖν (P. 6.52) πράσσει γὰρ ἔργῳ μὲν σθένος, βουλαῖσι δὲ φρήν (ὁ νοῦς Σ.) (N. 1.27) (ῥῆμα) ὅ τι κε σὺν Χαρίτων τύχᾳ γλῶσσα φρενὸς ἐξέλοι βαθείας (N. 4.8) Ζεῦ πάτερ, τῶν μὰν ἔραται φρενί, σιγᾷ οἱ στόμα (N. 10.29) “ἔα, φρήν, κυπάρισσον, ἔα δὲ νομὸν Περιδάιον (Pae. 4.50) ἐκ φρεν[ός (supp. Snell) Πα. 7A. 5. καλάμῳ συνάγεν θρόον μήδεσί τε φρενὸς ὑμετέραν χάριν (Pae. 9.37) οὐ γὰρ ἔσθ' ὅπως τὰ θεῶν βουλεύματ ἐρευνάσει βροτέᾳ φρενί fr. 61. 4. ]ασίᾳ φρενί fr. 173. 5. βροτεᾶν φρένα κράτιστον φρενῶν (sc. χρυσόν: conicias κέντρον, Snell) fr. 222. 3.
   II pl., wits, senses δαμέντα φρένας ἱμέρῳ (O. 1.41) ἀμφὶ δ' ἀνθρώπων φρασὶν ἀμπλακίαι κρέμανται (O. 7.24) αἱ δὲ φρενῶν ταραχαὶ παρέπλαγξαν καὶ σοφόν (O. 7.30) καὶ παρέλκει πραγμάτων ὀρθὸν ὁδὸν ἔξω φρενῶν (sc. λάθα) (O. 7.47) σάφα δαεὶς ἅ τε οἱ πατέρων ὀρθαὶ φρένες ἐξ ἀγαθῶν ἔχρεον (O. 7.91) κουφότεραι γὰρ ἀπειράτων φρένες (O. 8.61) κῆλα δὲ καὶ δαιμόνων θέλγει φρένας (P. 1.12) μαινομέναις φρασὶν (P. 2.26) ὁ δὲ Ῥαδάμανθυς εὖ πέπραγεν ὅτι φρενῶν ἔλαχε καρπὸν ἀμώμητον (P. 2.73) ἀμπλακίαισι φρενῶν (P. 3.13) θναταῖς φρασὶν (Boeckh: φρεσὶν codd.) (P. 3.59) τὸν δ' ἀμφέποντ αἰεὶ φρασὶν δαίμον ἀσκήσω (P. 3.108) “τῶν δ' ἐλάθοντο φρένες” (P. 4.41) “Πελίαν ἄθεμιν λευκαῖς πιθήσαντα φρασὶν” (P. 4.109) “ἐντὶ μὲν θνατῶν φρένες ὠκύτεραι κέρδος αἰνῆσαι” (P. 4.139) αὐτὰν ἐν φρασὶ καιομέναν (P. 4.219) “φόβῳ δ' οὐ κεχείμανται φρένες” (P. 9.32) καὶ γὰρ ἑτέροις ἑτέρων ἔρωτες ἔκνιξαν φρένας (P. 10.60) οὐδέ μίν ποτε φόβος ἀνδροδάμας ἔπαυσεν ἀκμὰν φρενῶν (N. 3.39) ἐν φρασὶ πάξαιθ' ὅπως σφίσι μὴ κοίρανος μόλοι (N. 3.62) σύνεσιν οὐκ ἀποβλάπτει φρενῶν (sc. Μοῖρα) (N. 7.60) πατρὶ δ' Ἀδράστοιο Λυγκεῖ τε φρενῶν καρπὸν εὐθείᾳ συνάρμοξεν δίκᾳ ( experience, Fennel) (N. 10.12) ὅτι φθονεραὶ θνατῶν φρένας ἀμφικρέμανται ἐλπίδες (I. 2.43) εἴ τις ἀνδρῶν κατέχει φρασὶν αἰανῆ κόρον (I. 3.2) πλαγίαις δὲ φρένεσσιν οὐχ ὁμῶς πάντα χρόνον θάλλων ὁμιλεῖ (sc. ὄλβος) (I. 3.5) γλῶσσα δ' οὐκ ἔξω φρενῶν (i. e. his words are at one with his thoughts) (I. 6.72) τυφλα[ὶ γὰ]ρ ἀνδρῶν φρένες Πα. 7B. 18. ἀέξονται φρένας ἀμπελίνοις τόξοις δαμέντες fr. 124. 11.
   c soul of the dead θανόντων μὲν ἐνθάδ' αὐτίκ ἀπάλαμνοι φρένες ποινὰς ἔτεισαν (O. 2.58)
   d fragg. ]έναν φρε[ν (supp. Lobel) fr. 169. 22. ]λισφρασι[ P. Oxy. 1792, fr. 4.

English (Strong)

probably from an obsolete phrao (to rein in or curb; compare φράσσω); the midrif (as a partition of the body), i.e. (figuratively and by implication, of sympathy) the feelings (or sensitive nature; by extension (also in the plural) the mind or cognitive faculties): understanding.

English (Thayer)

φρενος, ἡ, plural φρένες, from Homer down, the Sept. several times in Proverbs for לֵב:
1. the midriff or diaphragm, the parts about the heart.
2. the mind; the faculty of perceiving and judging: also in the plural; as, 1 Corinthians 14:20.

Greek Monolingual

η / φρήν, -ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α
(λόγιος τ.)
1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες
ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό
2. φρ. «έξω φρενών» — εκτός του λογικού
νεοελλ.
φρ. α) «είμαιγίνομαι] έξω φρενών»
(για πρόσ.) είμαιφθάνω] σε έξαλλη κατάσταση, είμαιγίνομαι] έξαλλος
β) «έχω σώας τας φρένας» — είμαι διανοητικά υγιής, λογικός
γ) «κατάσταση διφορούμενων φρενών»
(νομ.) η κατάσταση εκείνου του οποίου η φρενοπάθεια δεν αποδεικνύεται πλήρως, οπότε το δικαστήριο δεν μπορεί να τον θέσει υπό απαγόρευση, αλλά μπορεί να διορίσει δικαστικό αντιλήπτορά του
αρχ.
συν. στον πληθ.
1. ο μυς που χωρίζει την θωρακική από την κοιλιακή κοιλότητα, το διάφραγμα του θώρακα («τοῦτο δὲ τὸ διάζωμα καλοῦσί τινες φρένας, ὅ διορίζει τον τε πνεύμονα καὶ τὴν καρδίαν», Αριστοτ.)
2. (γενικά) το στήθος
3. η καρδιά ως έδρα τών επιθυμιών, τών παθών και τών συναισθημάτων («ἀμηχανῶ δὲ καὶ φόβος μ' ἔχει φρένας», Αισχύλ.)
4. θέληση, πρόθεση, σκοπός («οὔ τι Διὸς βέομαι φρεσίν», Ομ. Ιλ.)
5. φρ. α) «ἐκ φρενός» — από το βάθος της καρδιάς (Αισχύλ.)
β) «ἀπ' ἄκρας φρενός» — επιπόλαια (Αισχύλ.)
γ) «ἔσω φρενῶν» — με σωφροσύνη (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φρήν κατέχει πολύ σημαντική θέση στο λεξιλόγιο της Ελληνικής και εμφανίζει μεγάλο εύρος σημασιών: «διάφραγμα», «σπλάγχνα», «στήθος», «η καρδιά ως έδρα τών συναισθημάτων, τών επιθυμιών και τών παθών», «ο νους ως κέντρο τών διανοητικών δυνάμεων, η σκέψη, η αντίληψη». Προβλήματα γεννά τόσο ο προσδιορισμός του οργάνου του σώματος το οποίο δήλωνε αρχικά η λ. όσο και ο καθορισμός της σχέσης της με τις λ. θυμός και νοῦς. Με ιδιαίτερη έμφαση, και ήδη από αρχαίους μελετητές, υποστηρίζεται η άποψη ότι η λ. φρήν χρησιμοποιήθηκε αρχικά για το διάφραγμα. 'Εχουν, όμως, διατυπωθεί από άλλους μελετητές απόψεις, κατά τις οποίες αρχικές είναι οι σημ. «περικάρδιο», «πνεύμονες», καθώς και η γενικότερη σημ. «σύνολο οργάνων που βρίσκονται στο πάνω μέρος του σώματος». Εξάλλου, και από την πλευρά της ετυμολογίας, η λ. φρήν, η οποία δίνει την εντύπωση ενός ριζικού ονόματος με μορφή που θυμίζει και άλλες ονομ. μελών του σώματος (πρβλ. ἀδήν, αὐχήν, σπλήν), παραμένει δυσερμήνευτη. Η λ. πρέπει να θεωρηθεί μάλλον μεμονωμένος τ. της Ελληνικής, παρ' όλο που έχει προταθεί η αναγωγή της σε μια ΙΕ ρίζα gwhren- «το διάφραγμα ως έδρα της σκέψης, της αντίληψης» και η σύνδεση της με τα αρχ. ισλδ. grunr «υποψία» και grunda «σκέπτομαι», αφού και αυτοί οι τ. αποτελούν μοναδικές περιπτώσεις. Εξάλλου, ούτε οι παλαιότερες συνδέσεις της λ. με τα ρ. φράσσω (με αφετηρία τη σημ. «διάφραγμα») και φύρω «αναμιγνύω» θεωρούνται πιθανές. Από τη λ. φρήν έχει σχηματιστεί μια σημαντική και ευρύτατη οικογένεια παραγώγων και συνθέτων, τα οποία εμφανίζουν θ. από όλες τις δυνατές μεταπτωτικές βαθμίδες μιας αρχικής ρίζας φρεν-: α) φρεν-της απαθούς βαθμίδας (πρβλ. φρεν-, φρεν-ῖτις και τα σύνθ. με φρενο-)
β) φρον- της ετεροιωμένης (πρβλ. φρόν-ιμος, φρον-τίς)
γ) φρᾰ-ν- της συνεσταλμένης (πρβλ. δοτ. πληθ. φρασί και πιθ. τον τ. φρανίζειν
σωφρονίζειν του Ησύχ.)
δ) φρων- της εκτεταμένης - ετεροιωμένης (πρβλ. τα σύνθ. σε -φρων). Η λ. φρήν, με τις μορφές αυτές, απαντά και σε πολλά ανθρωπωνύμια (πρβλ. Φρασιμήδης, Λυκόφρων, Ἐχέφρων, Φρόνιος κ.ά.). Τέλος, από τη συνεσταλμένη βαθμίδα φρν- της λ. φρήν έχει πιθ. σχηματιστεί το ρ. φράζω «εξηγώ» (βλ. λ. φράζω [Ι]).
ΠΑΡ. φρενήρης, φρενίτις(δα), φρόνιμος, φροντίς(-ίδα), φροντίζω, φρονώ
αρχ.
φρένησις, φρενόθεν, φρενώ, φρόνις
μσν.
φρόνα, φρόνος
νεοελλ.
φρενιάζω, φρενικός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) φρενοβλαβής, φρενόληπτος, φρενόπληκτος
αρχ.
φρενεμπάρωτος, φρενερημία, φρενοβάρβαρος, φρενογηθής, φρενοδαλής, φρενοκηδής, φρενοκλόπος, φρενοκρατής, φρενοληστής, φρενόλυσσος, φρενομανής, φρενομόρως, φρενοπληγής, φρενοπλήξ, φρενοτέκτων, φρενώλης
αρχ.-μσν.
φρεναπατώ (Ι), φρενοδινής, φρενοθελγής, φρενοτερπής
μσν.
φρενόσπορος, φρενοφθόρος
νεοελλ.
φρεναπάτη, φρενογαστρικός, φρενογλωττισμός, φρενογράφος, φρενοκαρδία, φρενοκολικός, φρενοκομείο, φρενολογία, φρενολόγος, φρενοπαθής, φρενοπαθολογία, φρενοπτωσία, φρενόσπασμος, φρενοσπληνικός. (Β συνθετικό) αλλόφρων, άφρων, έκφρων, ελληνόφρων, έμφρων, εναντιόφρων, ετερόφρων, εχέφρων, ματαιόφρων, μεγαλόφρων, ομόφρων, ορθόφρων, παράφρων, πρόφρων, σώφρων, ταπεινόφρων, τυραννόφρων, υψηλόφρων, φιλόφρων
αρχ.
αασίφρων, αγαθόφρων, αγανόφρων, αγεσίφρων, αγχίφρων, αερσίφρων, αεσίφρων, αιδόφρων, αιμυλόφρων, αινόφρων, ακρατόφρων, αλεόφρων, αλίφρων, αλκίφρων, αμερσίφρων, ανδρόφρων, αντιόφρων, απαλόφρων, απηνόφρων, αρίφρων, αρρενόφρων, αρτίφρων, αταλάφρων, ατλησίφρων, αυτόφρων, βαθύφρων, βαρύφρων, βλαψίφρων, βλοσυρόφρων, βυσσόφρων, γεραιόφρων, γυναικόφρων, δαΐφρων, δαμασίφρων, διχόφρων, δολιόφρων, δολιχόφρων, δύσφρων, εγειρόφρων, εμπεδόφρων, ενεόφρων, επίφρων, εύφρων, εχθρόφρων, εχυρόφρων, ηδύφρων, ηπιόφρων, θελξίφρων, θεμερόφρων, θεόφρων, θερμόφρων, θολερόφρων, θρασύφρων, ιμερόφρων, ισόφρων, ισχυρόφρων, κακόφρων, καλόφρων, κελαινόφρων, κενεόφρων, κενόφρων, κερδαλεόφρων, κλεψίφρων, κοινόφρων, κραταιόφρων, κρατερόφρων / καρτερόφρων, κρυψίφρων, κυνόφρων, λαθίφρων, λυκόφρων, λυσίφρων, μαλακόφρων, μειόφρων, μελεόφρων, μελίφρων, μικρόφρων, μονόφρων, μωρόφρων, νεόφρων, νηπιόφρων, ξυνόφρων, οιόφρων, ολβιόφρων, ολιγόφρων, ολοόφρων, ονειρόφρων, οξύφρων, ουλόφρων, παλαιόφρων, παλίμφρων, παχύφρων, περισσόφρων, περίφρων, πινυτόφρων, πιστόφρων, ποικιλόφρων, πολεμόφρων, πολύφρων, πυκινόφρων, ρηξίφρων, σιδηρόφρων, σκολιόφρων, σκοτόφρων, στερεόφρων, σύμφρων, ταλασίφρων, ταλάφρων, τελεσίφρων, τερψίφρων, τηνόφρων, τλασίφρων, υπέρφρων, υψίφρων, φθισίφρων, χαλίφρων, χαρμόφρων, χαυνόφρων, ωμόφρων
νεοελλ.
αβρόφρων (-ονας), απολυτόφρων(-ονας), βασιλόφρων (-ονας), γενναιόφρων(-ονας), εθνικόφρων (-ονας), ελευθερόφρων(-ονας), λατινόφρων (-ονας), μετριόφρων(-ονας), νομιμόφρων (-ονας)].

Greek Monotonic

φρήν: ἡ, γεν. φρενός, πληθ. φρένες, γεν. φρενῶν, δοτ. φρεσί, Δωρ. φρασί·
I. κυρίως = διάφραγμα· το διάφραγμα ή ο μυς που χωρίζει την καρδιά και τους πνεύμονες (Λατ. viscera thoracis), από το πάνω μέρος της κοιλιάς (Λατ. abdomitis), σε Αισχύλ.· συνήθως σε πληθ., σε Αριστ. κ.λπ.
II. 1. σε Όμηρ. φρὴν ή φρένες, = τα μέρη της καρδιάς, το στήθος, Λατ. praecordia, σε Ομήρ. Ιλ.· φρένες ἀμφιμέλαιναι, στο ίδ.
2. καρδιά, ως έδρα των παθών, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἐκ φρενός, από την καρδιά κάποιου (από τα βάθη της καρδιάς), σε Αισχύλ.· φῦσαι φρένας, παράγω, δείχνω υπερφίαλο πνεύμα, σε Σοφ.
3. καρδιά ή μυαλό, ως έδρα της σκέψης, φρενὶνοεῖν ἐπίστασθαι, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· μετὰ φρεσὶ μερμηρίζειν, σε Ομήρ. Οδ.· κατὰ φρένα εἰδέναι, γνῶναι, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν, όπως σε Λατ. mens amimusque, στο ίδ.· απ' οπου οι άνθρωποι έχασαν τις φρένες, δηλ. το νου τους, σε Ομήρ. Οδ.· πλήγη φρένας ἃς πάρος εἶχεν, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως σε Αττ., φρενῶν ἀφεστάναι, ἐκστῆναι, είμαι έξω από το νου κάποιου, σε Σοφ., Ευρ.· ποῦποτ' εἶ φρενῶν; Λατ. satisne sanus es? σε Σοφ.· φρενῶν ἐπήβολος, με επίγνωση των ίδιων αισθήσεων κάποιου, στον ίδ.·ἔνδον φρενῶν, σε Ευρ.· ἐξ ἄκρας φρενός, δηλ. επιφανειακά, σε Αισχύλ.
4. λέγεται για τα ζώα, σε Ομήρ. Ιλ.
5. θέληση, διάθεση, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

φρήν: дор. φράν, φρενός ἡ
1) преимущ. pl. грудобрюшная преграда Hom., Trag., Plat. etc.;
2) только pl. внутренности, грудь: τοῦ ἐν φρειὶν ἦτορ παχνοῦται Hom. сердце у него сжимается в груди; Αἴαξ ἔπαξε διὰ φρενῶν ξίφος Pind. Эант вонзил (себе) меч в грудь;
3) перен., тж. pl. грудь, сердце, душа: τρομέουσι φρένα Hom. они трепещут душой, т. е. содрогнулись от страха; κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν Hom. в глубине души; οὐκ ἀπ᾽ ἄκρας φρενός Aesch. от всего сердца (точнее не краем души);
4) тж. pl. ум, мышление, мысль: φρεσὶν ἀγαθῇσι κεχρῆσθαι Hom. быть честного образа мыслей; μετὰ φρεσί βάλλεσθαί τι Hom. мысленно решать что-л.; φρενὶ λαβεῖν τὸν λόγον Her. поразмыслить о (слышанных) словах; φρενῶν κενός Soph. обезумевший.