λείπω
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
English (LSJ)
impf. A ἔλειπον Il.19.288, etc.: fut. λείψω 18.11: aor. 1 ἔλειψα, part. λείψας Ar.Fr.965 (= Antiph.32), elsewhere only late, Plb.12.15.12 (παρ-), Str.6.3.10 (παρ-), Ps.-Phoc.77 (ἀπ-), etc.; uncompounded, Ptol.Alm.10.4, Luc.Par.42, Ps.-Callisth.1.44 (cod. C); also in later Poets, Man.1.153, Opp.C.2.33, and in Inscrr., Epigr.Gr.522.16 (Thessalonica), 314.27 (Smyrna), etc.: but correct writers normally use aor. 2 ἔλῐπον Il.2.35, A.Pers.984 (lyr.), etc.: pf. λέλοιπα Od.14.134: plpf. ἐλελοίπειν (Att. -η) X.Cyr.2.1.21:—Med., in prop. sense chiefly in compds.: aor. 2 ἐλιπόμην Hdt.1.186, 2.40, E.HF169, etc. (in pass. sense, Il.11.693, al.):—Pass., fut. Med. in pass. sense λείψομαι Hes.Op.200, Hdt.7.8.ά, 48; also λειφθήσομαι S.Ph.1071, λελείψομαι Il.24.742, Th.5.105, etc.: aor. ἐλείφθην, λείφθην Pi.O.2.43; Ep. 3pl. ἔλειφθεν h.Merc.195: pf. λέλειμμαι Il.13.256, Democr.228, Pl.Ti.61a, etc.: plpf. ἐλελείμμην Il.2.700; Ep. λέλειπτο 10.256: Ep. aor. also ἔλειπτο A.R.1.45, etc.: 1 leave, quit, Ἑλλάδα, δώματα, etc., Il.9.447, Od.21.116, etc.: with a neg., [σκόπελον] οὔ ποτε κύματα λείπει Il.2.396; νιν… χιὼν οὐδαμὰ λ. S.Ant.830 (lyr.); χερσὶν ὕπο Τρώων λείψειν φάος ἠελίοιο, i.e. die, be killed, Il.18.11; λ. τὸν βίον ὑπό τινος Pl.Lg.872e; λ. βίον, βίοτον, etc., S.El.1444, E.Hel.226 (lyr.), etc.; αὐτόχειρι σφαγῇ λ. βίον Id.Or.948. b conversely, τὸν δ' ἔλιπε ψυχή Il.5.696, Od.14.426; τὸν… λίπε θυμός Il.4.470; ἔπειτά με καὶ λίποι αἰών 5.685, cf. Od.7.224; λίπε δ' ὀστέα θυμός Il.16.743; ψυχὴ δὲ λέλοιπεν (sc. ὀστέα) Od.14.134; νῦν δ' ἤδη πάντα λέλοιπεν (sc. ἐμέ) ib.213; in these two last passages some take it intr., is gone, v. infr. ΙΙ. 2 leave behind, leave at home, παιδὶ τὸν ἐν μεγάροισιν ἔλειπες Od.13.403, cf. Il.5.480; especially of dying men, leave (as a legacy), Ἀτρεὺς δὲ θνῄσκων ἔλιπεν πολύαρνι Θυέστῃ [τὸσκῆπτρον] 2.106; πατέρι γόον καὶ κήδεα λυγρά 5.157, cf. S.Aj.973; παῖδα ὀρφανὸν λ. ib.653; λ. ἄρρενας, θυγατέρας, Pl.Lg.923e, 924e; λ. εὔκλειαν ἐν δόμοισι A.Ch.348 (lyr.):—also in Med., leave behind one (as a memorial to posterity), μνημόσυνον λιπέσθαι Hdt.1.186, 6.109, al.; λιπέσθαι τιμωρούς E. HF169; διαδόχους ἐμαυτῷ Plu.Aem.36, etc. b leave standing, leave remaining, spare, οἰκίαν οὐδεμίαν X.An.7.4.1; μηδένα Id.HG2.3.41, Pl.R.567b, etc. 3 leave, forsake, Il.17.13, etc.; λ. τινὰ χαμαί Pi.O.6.45; εὕδοντα S.Ph.273; τὴν αὑτοῦ φύσιν λ. ib.903; λ. τὴν τάξιν Pl.Ap.29a, etc.; λ. ἐράνους fail in paying... D.27.25, cf. 25.22; λ. δασμόν, φοράν, X.Cyr.3.1.1, 34; λ. μαρτυρίαν, ὅρκον, fail in... D.49.19, 59.60, λείπω δίκην = allow the trial to go by default, SIG134b24 (Milet., iv B.C.); λοιβὰς… οὐ λίπε neglected them not, IG3.1337.8. b conversely, λίπον ἰοὶ ἄνακτα they failed him, Od.22.119. 4 Math., lose or drop something, i.e. have something subtracted from it, τὸ KP λιπὸν τὸ BO the area KP minus the area BO, Apollon.Perg.3.12, cf. Ptol.Alm. 10.4, al., Dioph.2.21. II intr., to be gone, depart, Epigr.Gr.149.2 (Rhenea); v. supr. 1.1b. 2 to be wanting or be missing, οὔ τί πω ἔλιπεν ἐκ τοῦδ' οἴκου… αἰκία S.El.514 (lyr.); οὔποτ' ἔρις λείψει κατὰ πόλεις E.Hel.1157 (lyr.); τὸ κακοτυχὲς οὐ λέλοιπεν ἐκ τέκνων Id.HF 133 (lyr.); [[λείπουσιν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς [τρίχες]]] Arist.HA518a24; ἔτι ἕν σοι λείπει Ev.Luc.18.22; τί λείπει τῶν ἐπιτηδείων αὐταῖς; Plb.10.18.8; τί γάρ σοι λείπει; Arr.Epict.2.22.5, cf. Diog.Oen.64; [[[εἰς τὴν προκειμένην πραγματείαν] τὸ ὑφ' οὗ γίνεται… μὴ ῥηθὲν οὐ λείπει]] is not needed, Marcellin.Puls.69: c. inf., λείπει μὲν οὐδ' ἃ πρόσθεν ἤδεμεν τὸ μὴ οὐ βαρύστον' εἶναι nihil absunt quin... S.OT1232: so c. gen., βραχὺ λείπει τοῦ μὴ συνάπτειν Plb.2.14.6, etc.; πρότασις τῆς προειρημένης λείπουσα ὑποθέσει = a proposition containing less in the hypothesis than that aforesaid, Papp.648.1: freq. with numerals, κεφάλαιον γίγνεται μικροῦ λείποντος πέντε καὶ δέκα τάλαντα Lys.19.43; οὐ πολὺ λεῖπον τῶν ἐνενήκοντα ἐτῶν Plb.12.16.13; τριήρεις πέντε λείπουσαι τῶν ἑκατὸν εἴκοσι D.S.13.14: generally, παντὸς μὲν οὖν λείπει Pl.Lg.728a; ὁ λιπών ib.759e; τὸ λεῖπον what is lacking, Plb.4.38.9, etc.; esp. Gramm., to be incomplete, of a phrase, λειπούσης τῆς φράσεως A.D.Adv.159.28, al.; to be wanting, omitted, λείποντος τοῦ καί Id.Conj.225.24: also c. dat., λείπει ἡ κεῖνος φωνὴ τῷ ε Id.Adv.147.17. b of the moon, to be invisible (cf. λειψιφαής), Plot.2.3.5. c λείποντα εἴδη, in Algebra, = λείψεις, negative terms, Dioph.1Def.10. B Pass., to be left, left behind, ἄλοχος Φυλάκῃ ἐλέλειπτο Il.2.700; οἱ δ' οἶοι λείπονται Od.22.250, etc.; also ὀπίσσω, μετόπισθε, κατόπισθε λείπω, Il.3.160, 22.334, Od.21.116; παῖδες… μετόπισθε λελειμμένοι left behind in Troy, Il.24.687; μόνα… νὼ λελειμμένα S.Ant.58, etc.; τὸ λειπόμενον βίου (v.l. βιοτᾶς) Ariphron 1 (= IG3.171). b Math., to be subtracted: τὸ ἀπὸ τῆς ΔΦ λειφθὲν ὑπὸ τοῦ ἀπὸ τῆς ΔΑ ποιεῖ... the square on ΔΦ subtracted from the square on ΔΑ gives... Ptol.Alm. 10.7. 2 remain, remain over and above, τριτάτη δ' ἔτι μοῖρα λέλειπται Il.10.253; ἐμοὶ δὲ λελείψεται ἄλγεα λυγρά 24.742; ὀλίγων σφι ἡμερέων λείπεται σιτία Hdt.9.45; ὃ πᾶσι λ. βροτοῖς… ἐλπίς E.Tr.681; αὐτόνομοι ἐλείφθημεν Th.3.11; ἕως ἄν τι λείπηται Id.8.81: impers., λείπεται it remains, Pl.Tht.157e: c.acc. et inf., πεπληρῶσθαί με Id.Phdr.235c. 3 remain alive, πολλοὶ δὲ λίποντο Od.4.495, cf. A. Pers.480, X.An.3.1.2. II c. gen., 1 to be left without, to be forsaken of, κτεάνων λειφθεὶς καὶ φίλων Pi.I.2.11; σοῦ λελειμμένη S. Ant.548; but στρατὸν λελειμμένον δορός = which has been left by the spear, i.e. not slain, A.Ag.517. 2 to be left behind in a race, Il. 23.407, 409, Od.8.125; λελειμμένος οἰῶν = lingering behind the sheep, 9.448; λείπετ'… Μενελάου δουρὸς ἐρωήν = he was left a spear's throw behind Menelaus, Il.23.529; ἐς δίσκουρα λέλειπτο he had been left behind as much as a quoit's throw, ib.523; κίρκοι πελειῶν οὐ μακρὰν λελειμμένοι A.Pr.857, cf. E.Hipp.1244; τοῦ κήρυκος μὴ λείπεσθαι = not to lag behind the herald, Th.1.131; but ἀπό τινος to be left behind by one, Il.9.437, 445; λ. βασιλέος or ἀπὸ βασιλέος by the king, Hdt.8.113, 9.66; λείπεσθαι τοῦ καιροῦ = to be behind time, X.Cyr.6.3.29; τῆς ναυμαχίης Id.7.168; τῆς ἐξόδου Id.9.19; but, λείπου μηδὲ σύ, παρθέν', ἀπ' οἴκων fail not [to come] from the house, i.e. follow us, dub. in S. Tr.1275 (anap.): abs., to be left behind, be absent, Hdt.7.229, 8.44. 3 come short of, be inferior to, τινος, like ἐλαττοῦσθαι, ἡττᾶσθαι, ὑστερεῖσθαί τινος, because the Verb has a comp. sense, Id.7.48, etc.; οὐκ ἔσθ' ὁποίας λείπεται τόδ' ἡδονῆς falls short of... E.Fr.138.3; λείπεσθαί τινος ἔς τι or ἔν τινι, Hdt.1.99, 7.8. ά (v. infr. 4); περί τι Plb.6.52.8; πρός τι S.Tr.266; καμήλους ταχυτῆτι οὐ λειπομένας ἵππων Hdt.7.86; ξύνεσιν οὐδενὸς λ. Th.6.72; πλήθει λ. X.HG7.4.24; πλήθει ἡμῶν λειφθέντες Id.An.7.7.31; οὐδ' ἔτι θηρὸς ἐλείπετο δερκομένοισιν, i.e. resembled... Epic.in Arch.Pap.7p.4: also c. gen. rei, λειφθῆναι μάχης E.Heracl.732; οὐδὲν σοῦ ξίφους λελείψομαι Id.Or.1041: Math., τὸ ἐγγραφὲν τοῦ περιγραφέντος ἐλάσσονι λείπεται the inscribed figure falls short of the circumscribed by less than... Archim.Con.Sph.21: also c. dat. rei, λειφθῆναι μάχῃ A.Pers.344: c. part., οὐδὲν ἐμοῦ λείπει γιγνώσκων X.Oec.18.5; λέλειψαι τῶν ἐμῶν βουλευμάτων you come short of, understand not my plans, E.Or.1085; λέλειμμαι τῶν ἐν Ἕλλησιν νόμων Id.Hel.1246: abs., to be defeated, Plb.1.62.6; ὑπό τινος AP11.224 (Antip.); [[λείπεσθαι ἐν [τῇ ἀγορανομίᾳ]]], Lat. repulsam ferre, Plu. Mar.5, etc.: abs., in part., ἄνδρας λελειμμένους inferior men, A.Fr. 37; also, λειπόμενοι the poor, IG14.1839.7. 4 to be wanting or be lacking in a thing, fail of or in, c. gen., ὀδυρμάτων ἐλείπετ' οὐδέν S.Tr. 937; γνώμας λειπομένα σοφᾶς Id.El.474 (lyr.); λελειμμένη τέκνων E. Ion680; λελ. λόγου failing to heed my word, S.Aj.543; μῆνας ἓξ… λειπόμενος (sc. τῶν εἴκοσι ἐτῶν) Epigr.Gr.519 (Thessalonica); also, λ. ἐν τῷ μὴ δύνασθαι μηδ' ὁρᾶν S.OC495; v. supr.3. 5 to be in need of, τῆς σῆς βοηθείας A.D.Synt.289.28. (I.-E. leiqu̯-, cf. Lat. li-n-quo, Skt. ric-, pres. 3sg. ri-ṇa-k-ti 'leaves', etc.)
German (Pape)
[Seite 25] (vgl. auch λιμπάνω), fut. λείψω, aor. ἔλιπον, λιπεῖν, – ἔλειψα nur bei Sp., vgl. Lob. zu Phryn. 713; B. A. 106 aus Arist. citirt, – perf. λέλοιπα, λέλειμμαι, ἔλειπτο, Ap. Rh. 1, 45; fut. pass. λελείψομαι, Il. 24, 742; aor. ἐλείφθην (linquo), (λίπεν für ἐλίπησαν stand sonst Il. 16, 507, Bekk. richtig λίπον); – lassen, zurücklassen; οὐδέ τι λεῖπε βαθείης ἔκτοσθεν αὐλῆς Od. 9, 337, παιδὶ τὸν ἐν μεγάροισιν ἔλειπες 13, 403; bes. von Sterbenden, hinterlassen, Ἀτρεὺς δὲ θνήσκων ἔλιπε πολύαρνι Θυέστῃ (σκῆπτρον) Il. 2, 107, πατέρι δὲ γόον καὶ κήδεα λυγρὰ λεῖπε 5, 157; so bei folgdn Dichtern, παῖδα ὀρφανόν Soph. Ai. 638; u. in Prosa, ἐὰν ἄῤῥενας μὴ λείπῃ Plat. Legg. XI, 923 e; θυγατέρας 924 e u. sonst; – verlassen, ἐπειδὴ πρῶτα τομὴν ἐν ὄρεσσι λέλοιπεν Il. 1, 235, ὅτε πρῶτον λίπον Ἑλλάδα 9, 447; u. so Pind. λιπὼν νᾶσον, P. 4, 7; Tragg., πῶς πατρῷα δώματα λιπεῖν ἔτλητε Aesch. Suppl. 322; λεῖφ' ἕδρανα 832; τὴν αὑτοῦ φύσιν Soph. Phil. 891; in Prosa häufig; – bes. von Sterbenden, λείπειν φάος ἠελίοιο, Il. 18, 11, u. umgekehrt, τὸν δ' ἔλιπε ψυχή, τὸν μὲν λίπε θυμός, 4, 470. 5, 696; u. so Tragg., βίον λελοιπώς Soph. El. 1435; ἐν ἁλὶ κύμασί τε λέλοιπε βίοτον Eur. Hel. 226; ὑπό τινος, d. i. von Einem getödtet werden, Plat. Legg. IX, 872 e. – Auch von Dingen, τὸν οὔποτε κύματα λείπει Il. 2, 396. – Im Stich lassen, in der Gefahr verlassen, Il. 16, 368; φυγῇ τὴν πόλιν Plat. Legg. VI, 770 e; τὴν τάξιν Apol. 29 a; u. so Dem. u. A. – Aehnl. τὴν μαρτυρίαν, d. i. das Zeugniß nicht ablegen, welches man hat ablegen wollen, Dem. 49, 19; ἔλιπε τὸν ὅρκον καὶ οὐκ ὤμοσεν 59, 60. – Aus Vrbdgn wie λίπον ἰοὶ ἄνακτα, Od. 22, 119, die Pfeile verließen den König, d. i. sie gingen ihm aus, singen an ihm zu fehlen, wie deficere, entwickelt sich die intr. Bdtg fehlen, οὔ τί πω ἔλιπεν ἐκ τοῦδ' οἴκου πολύπονος αἰκία Soph. El. 505, u. ähnlich λείπει μὲν οὐδ' ἃ πρόσθεν ᾔδεμεν τὸ μὴ οὐ βαρύστον' εἶναι, es fehlt Nichts daran, daß es nicht seufzerreich ist, O. R. 1232; vgl. βραχὺ λείπει τοῦ μὴ συνάπτειν αὐτῷ, Pol. 2, 14, 6. 10, 17, 12; aus Hom. rechnet man hierher ψυχὴ λέλοιπε, πάντα λέλοιπε, das Leben, Alles ist dahin, Od. 14, 134. 213, wo man aber dem sonstigen Gebrauche Homer's gemäß besser ὀστέα, με, ergänzt; τὸ κακοτυχὲς οὐ λέλοιπεν ἐκ τέκνων Eur. Herc. F. 133; οὔποτ' ἔρις λείψει κατ' ἀνθρώπων πόλεις Mel. 1157; τὸν λιπόντα προαιρείσθωσαν αἱ τέτταρες φυλαὶ ὅθεν ἂν ἐκλίπῃ Plat. Legg. VI, 759 e, vgl. V, 728 a; öfter bei Pol. τὸ λεῖπον, das Fehlende, 4, 38, 9, τὰ λείποντα τοῦ βίου ἀναπληροῦν, 13, 2, 2; συνέβαινεν αὐτὸν οὐ πολὺ λείπειν τῶν ἐννενήκοντα ἐτῶν 12, 16, 13; μικρῷ λείπουσιν ἑπτακοσίοις σκάφεσιν ἐναυμάχησαν, mit beinahe siebenhundert Schiffen, woran nur wenig fehlte, wie sonst δεῖν construirt wird; Sp. – Pass. λείπομαι, zurück gelassen werden, zurückbleiben, übrigbleiben, οἱ δ' οἶοι λείπονται ἐπὶ πρώτῃσι θύρῃσι Od. 22, 250, τριτάτη δ' ἔτι μοῖρα λέλειπται, ist noch übrig, Il. 10, 453, εἴ τί τοι ἔγχος ἐνὶ κλισίῃσι λέλειπται 13, 256, ἐμοὶ δὲ μάλιστα λελείψεται ἄλγεα λυγρά 24, 742, wird übrig bleiben; so Eur. Or. 1039; Xen. An. 2, 4, 5; auch λείψομαι, Plat. Charm. 176 b; aber λειφθήσομαι, eigtl. pass., Soph. Phil. 1071; so auch aor. med., αὐτὰρ ἐγὼ λιπόμην ἀκαχήμενος ἦτορ, ich blieb zurück; bes. nach Jem. Tode hinterbleiben, Hom., der es auch mit κατόπισθε u. μετόπισθε vrbdt, Il. 3, 160. 22, 334 Od. 9, 45, wie Plat. Rep. II, 363 d γένος κατόπισθε λείπεσθαι τοῦ ὁσίου sagt; στρατὸν δέχεσθαι τὸν λελειμμένον δορός Aesch. Ag. 503; σοῦ λελειμμένη, von dir verlassen, ohne dich, Soph. Ant. 544; ἐμοὶ γὰρ οὐδ' ὃ πᾶσι λείπεται βροτοῖς, ξύνεστιν ἐλπίς Eur. Troad. 676; κτεάνων λειφθεὶς καὶ φίλων Pind. I. 2, 11, ohne Freunde; in Prosa, αὐτόνομοι ἐλείφθημεν, wir blieben frei, Thuc. 3, 11; ἡττηθέντων δὲ αὐτῶν οὐδεὶς ἂν λειφθείη, keiner dürfte wohl übrig bleiben, d. i. mit dem Leben davonkommen, Xen. An. 3, 1, 2; mehr medial zu fassen ἐλείποντο τῶν στρατιωτῶν οἱ διεφθαρμένοι ὑπὸ τῆς χιόνος τοὺς ὀφθαλμούς, sie blieben zurück, 4, 5, 12; οἱ λειπόμενοι, die Hinterbliebenen, Plat. Henez. 246 c; λείπεται περί τινος, es bleibt übrig, davon zu reden, Theaet. 157 e; so bes. häufig S. Emp. λείπεται (ἄρα, οὖν) λέγειν. – Bes. im Wettlaufe, Wettfahren zurückbleiben, Il. 23, 407. 409 Od. 8, 125; τινός, hinter Jem. im Laufe zurückbleiben, Il. 23, 523; λελειμμένος οἰῶν, hinter den Schaafen zurückgeblieben, Od. 9, 448; λείπετο Μενελάου δουρὸς ἐρωήν, er blieb hinter Menelaus eine Speerwurfsweite zurück, Il. 23, 529; eben so ἐς δίσκουρα λέλειπτο ib. 523; auch ἀπό τινος λείπεσθαι, fern von ihm, getrennt von Einem bleiben, Il. 9, 437. 445, wie Soph. λείπου μηδὲ σὺ – ἀπ' οἴκων, Tr. 1265; vgl. Hermesianax bei Ath. XIII, 597 f; Her. 9, 66 u. öfter; auch von einer Unternehmung fern bleiben, sich davon ausschließen, keinen Theil daran nehmen, 7, 229. 8, 44. 9, 19; κίρκοι πελειῶν οὐ μακρὰν λελειμμένοι, nicht weit hinter ihnen zurückgeblieben, Aesch. Prom. 859; ὑστέρῳ ποδὶ ἐλειπόμεσθα Eur. Hipp. 1244, öfter; εἶπον τοῦ κήρυκος μὴ λείπεσθαι Thuc. 1, 131; ἕπεσθε, κἂν λειφθῆτε τῷ στίβῳ τῶν ἵππων ἕπεσθε Xen. An. 7, 3, 43, wenn ihr nicht mitkommen könnt u. zurückbleibt; – dah. übh. Einem nach stehen, geringer, schwächer sein, unterliegen, μή σοι δοκοῦμεν τῇδε λειφθῆναι μάχῃ; Aesch. Pers. 336; gew. τινός, λείπομαί σου γνώμῃ Eur. Suppl. 904, öfter; τῶν ὧν τέκνων λείποιτο πρὸς τόξου κρίσιν, er werde von ihnen in der Bogenkunde übertroffen, Soph. Tr. 265; auch ἦ πολὺ λέλειψαι τῶν ἐμῶν βουλευμάτων, Eur. Or. 1085; ὅκως μὴ λείψομαι τῶν πρότερον γενομένων ἐν τιμῇ τῇδε Her. 7, 8, 1; τὸ ναυτικὸν τὸ ἡμέτερον λεί ψεσθαι τοῦ ἐκείνων 7, 48; καμήλους ταχυτῆτα οὐ λειπομένους ἵππων 7, 86; ξύνεσιν οὐδενός Thuc. 6, 72; δύναμις λειπομένη τῶν νῦν, geringer als, 1, 10; δεῖ τὰς ἐνθάδε κολάσεις μηδὲν τῶν ἐν Αἵδου λείπεσθαι, sie dürfen denen im Hades nicht nachstehen, nicht gelinder sein, Plat. Legg. IX, 881 b; πλήθει ἡμῶν λειφθέντες, an Zahl schwächer als wir, Xen. An. 7, 7, 31; Sp., λειπόμενοι μάχῃ Pol. 3, 85, 8; πολύ τι λειπόμενοι κατὰ τὴν ἐμπειρίαν 6, 52, 8. – Med., bes. aor. II., hinter sich zurücklassen, hinterlassen, οὔκουν τιμωροὺς ἐμοὺς χρῄζω λιπέσθαι Eur. Herc. F. 169; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 955; öfter bei Her., μνημόσυνον τόδε ἐλίπετο, er ließ es als ein Andenken an sich zurück, 1, 186. 2, 136, vgl. 7, 24. 2, 134, wie μνημόσυνα λιπέσθαι ἐς τὸν ἅπαντα ἀνθρώπων βίον, 6, 109. So auch οὓς ἐμαυτῷ ἐλιπόμην διαδόχους Plut. Aem. P. 36.
French (Bailly abrégé)
f. λείψω, ao.2 ἔλιπον, postér. ao. ἔλειψα, pf. λέλοιπα;
Pass. f. λειφθήσομαι, ao. ἐλείφθην, pf. λέλειμμαι, f. antér. au sens du f. simple λελείψομαι;
I. tr. 1 laisser, quitter, abandonner : τινά, quitter qqn ; βίον SOPH quitter, perdre la vie ; avec un suj. de ch. ψυχὴ λέλοιπεν OD la vie (l')a abandonné ; τὸν μὲν λίπε θυμός IL le souffle, càd la vie l'abandonna;
2 laisser derrière soi ou après soi ; particul. laisser en souvenir, en dépôt : τινί τι, qch à qqn ; fig. εὔκλειαν ἐν δόμοισι ESCHL un renom glorieux dans sa maison ; ἀνίας καὶ γόους τινί SOPH laisser (à d'autres, en mourant) le chagrin et les gémissements (tandis que le mort est délivré des maux);
3 en mauv. part abandonner par faiblesse ou trahison, délaisser : τινά, abandonner qqn lâchement ; τὴν τάξιν ESCHN abandonner son poste ; φοράν XÉN négliger de payer un tribut ; avec un suj. de ch. λίπον ἰοὶ ἄνακτα OD les traits firent défaut au roi;
II. intr. 1 faire défaut ; être insuffisant οu incomplet;
2 cesser;
Pass.-Moy. λείπομαι (f. λείψομαι, ao.2 ἐλιπόμην ou ao. Pass. ἐλείφθην, pf. λέλειμμαι) être laissé en arrière, d'où
1 rester en arrière : ἐγὼ λιπόμην ἀκαχήμενος ἦτορ OD je demeurai là, le cœur triste ; ἐλείποντο τῶν στρατιωτῶν οἱ διεφθαρμένοι ὑπὸ τῆς χιόνος τοὺς ὀφθαλμούς XÉN ceux des soldats qui avaient les yeux abîmés par la neige demeuraient en arrière ; λείπεσθαι βασιλέος HDT rester en arrière du roi, ne pas le suivre, l'abandonner ; particul. rester en arrière dans une lutte, dans une course : ἀπό τινος, rester en arrière de qqn, être distancé, càd être vaincu par qqn ; fig. être vaincu, être inférieur : τινός, à qqn ; λόγου SOPH rester en arrière d'un discours, d'un propos, càd n’en pas entendre une parole ; ξύνεσιν οὐδενὸς λ. THC ne le céder en intelligence à personne ; πλήθει τινός XÉN être inférieur en nombre à qqn ; abs. λείπεσθαι μάχῃ ESCHL être vaincu dans un combat ou être inférieur en forces dans un combat ; avec un part. : ταῦτα οὐδὲν ἐμοῦ λείπει γιγνώσκων XÉN tu sais cela aussi bien que moi;
2 être laissé en arrière, survivre;
3 être dépourvu de, être privé de, gén. : fig. γνώμας σοφᾶς SOPH manquer de jugement, de sagesse, etc. ; abs. être insuffisant, incomplet : ὀλιγέων γάρ σφι ἡμερέων λείπεται σιτία HDT car il s'en faut de qqes jours qu’ils aient assez de vivres, ils n’ont plus de vivres que pour qqes jours ; abs. avec un suj. de pers. être insuffisant, être incapable de faire qch;
Moy. λείπομαι (f. λείψομαι, ao. ἐλειψάμην) laisser après soi : μνημόσυνα HDT des souvenirs ; διαδόχους ἑαυτῷ PLUT laisser après soi des successeurs.
Étymologie: R. Λιπ, laisser = lat. liq- de reliquus, linquo.
Russian (Dvoretsky)
λείπω: (aor. 2 ἔλιπον, поздн. aor. 1 ἔλειψα, pf. λέλοιπα, эп. inf. aor. λιπέειν; pass.: fut. λειφθήσομαι, aor. ἐλείφθην, pf. λέλειμμαι fut. 3 λελείψομαι) тж. med.
1 оставлять, покидать (Ἑλλάδα, Τρῶας καὶ Ἀχαιούς, δώματα Hom.; med. τινος и ἀπό τινος Her.): λ. βίον ὑπό τινος Plat. погибнуть от чьей-л. руки; ψυχὴ λέλοιπεν Hom. жизнь оставила (его); σοῦ λελειμμένη Soph. покинутая тобой (Исмена); λ. τάξιν Plat., Arst.; оставлять строй, дезертировать;
2 оставлять после себя (умирая) (σκῆπτρόν τινι Hom.; θυγατέρας Plat.; εὔκλειαν ἐν δόμοισι Aesch.; med.: μνημόσυνα Her.; διαδόχους ἑαυτῷ Plut.);
3 истощаться, кончаться: λίπον ἰοὶ ἄνακτα Hom. у царя (Одиссея) вышли стрелы;
4 недоставать, не хватать (τὰ λείποντα ἐπιδιορθῶσαι NT; τι λείπει αὐτοῖς; Polyb.): τριάκοντα ἔτη λείποντα δυοῖν Polyb. тридцать лет без двух; μικρῷ λείπουσι ἑπτακοσίοις σκάφεσι Polyb. почти с семьюстами лодок;
5 пренебрегать, отказываться, уклоняться (τὴν μαρτυρίαν Dem.; med. τῆς ναυμαχιης Her.): λ. φόραν Xen. не платить подати; λ. ὅρκον Dem. отказываться принести присягу;
6 исчезать, выпадать (αἱ τρίχες λείπουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν Arst.);
7 med.-pass. оставаться: τὸ λειπόμενον и τὸ λειφθέν Arst. = τὸ λοιπόν I; τριτάτη ἔτι μοῖρα λέλειπται Hom. оставалась еще третья часть (ночи); λείπεται Plat. остается (сказать, добавить, предположить и т. п.);
8 med.-pass. оставаться в живых, уцелевать (πολλοὶ μὲν δάμεν, πολλοὶ δὲ λίποντο Hom.): στρατὸν λελειμμένον δορός Aesch. уцелевшее от (вражеского) оружия войско;
9 med.-pass. оставаться позади, отставать (ἐλείποντο οἱ διεφθαρμένοι τοὺς ὀφθαλμούς Xen.): μὴ λ. τινος Thuc. не отставать от кого-л.; ἐς δίσκουρα λελεῖφθαι Hom. отстать на расстояние дискового броска; τοῦ καιροῦ λειπόμενοι Xen. не поспевающие, отстающие;
10 med.-pass. отставать (в чем-л.), уступать, оказываться слабее: λ. τινός τι, τινος ἔς τι и ἔν τινι Her., τινος περί τι Polyb., τινός τινος Eur. и τινός τινι Aesch., Plut.; уступать кому-л. в чем-л.; λ. πλήθει τινός Xen. уступать кому-л. в численности; λ. μάχῃ Aesch. быть побежденным в бою; ταῦτα οὐδὲν ἐμοῦ λείπει γιγνώσκων Xen. ты знаешь это нисколько не хуже, чем я;
11 med.-pass. не знать, не понимать (τῶν βουλευμάτων τινός Eur.): λελειμμαι τῶν ἐν Ἓλλησιν νόμων Eur. я не сведущ в эллинских законах;
12 med.-pass. не иметь, быть лишенным (τέκνων Eur.; κτεάνων καὶ φίλων Pind.): γνώμας λειπόμενος σοφᾶς Soph. лишенный здравого смысла.
Greek (Liddell-Scott)
λείπω: παρατ. ἔλειπον Ὅμ., κτλ· μέλλ. λείψω αὐτόθι· ἀόρ. α΄ ἔλειψα, μόνον παρὰ μεταγεν. συγγραφ., Πολύβ. 12. 15, 12, Ψευδο-Φωκ. 72, (ἀπ-), Ἀνθ. Π. 8. 130, κτλ.· ἄν καὶ ὁ τύπος λείψας μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἀριστοφ. ἢ Ἀντιφάν. ἐν τοῖς Α. Β. 106, καὶ εἶναι συχνὸν ἐν μεταγεν. ἐπιγραφ., Συλλ. Ἐπιγρ. 1988 b c, 3272, 27, κ. ἀλλ.· οὕτω ἀπολείψας, Πυθαγόρου Χρυσ. Ἔπη 70 (Mullach)· ἀλλ’ οἱ δόκιμοι συγγραφεῖς χρῶνται ἀείποτε τῷ ἀορ. β΄ ἔλῐπον Ὅμ., Ἀττ.· - πρκμ. λέλοιπα αὐτόθι· ὑπερσ. ἐλελοίπειν Ξεν., - Μέσ., ἐν τῇ κυρίᾳ σημασίᾳ, μάλιστα ἐν συνθέτοις· ἀόρ. β΄ ἐλιπόμην Ἡρόδ. 1. 186., 2. 40, κτλ., Εὐρ. Ἡρακλ. Μαιν. 169 (ἀλλ’ ἐπὶ παθ. σημ., Ὅμ.). - Παθ., μέσ. μέλλ. μετὰ παθ. σημ. λείψομαι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 198, Ἡρόδ. 7. 8 καὶ 48· ὡσαύτως λειφθήσομαι Σοφ. Φιλ. 1071· καὶ λελείψομαι Ἰλ. Ω. 742, Ἀττ.· - ἀόρ. ἐλείφθην Πίνδ., Ἀττ.· Ἐπικ. γ΄ πληθ. ἔλειφθεν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 195· - πρκμ. λέλειμμαι Ὅμ., Ἀττ.· ὑπερσ. ἐλελείμμην, Ἐπικ. λελ- Ὅμ.· Ἐπικ. ἀόρ. ὡσαύτως ἔλειπτο Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 45, κτλ. (Ἐκ τῆς √ ΛΙΠ, ἥτις φαίνεται ἐν τῷ ἀπαρ. λῐπεῖν, καὶ πᾶσι τοῖς συνθέτοις τοῖς ἀρχομένοις ἀπὸ λιπ-, λιπο-, λιφ- (ἴδε ἐν λέξ. λειπανδρέω) καὶ λιμπάνω· ἐκ δὲ τῆς ἐκτεταμένης √ ΛΕΙΠ σχηματίζονται τὰ λείπω, λέλοιπα, λοιπός, κτλ. Γοτθ. laib-a (κατάλειμμα), bi-laib-jan (περιλείπειν)· Ἀρχ. Σκανδ. leif-a (ἀφίνω, Ἀγγλ. leave), κτλ.· ἐν τῇ Λατ. τὸ π (p) ἀντικαθίσταται διὰ τοῦ qu, linqu-o, liqu-i, reliqu-us, πρβλ. Ὀσκ. lik-itud (liceto, liceat)· οὕτω Λιθ. lik-ti (linquere)· καὶ ἐν τῇ Σανσκρ. παρομoία μεταβολὴ φαίνεται, riќ, rinak-mi (vacuefacio), πρβλ. τὸ Ζενδ. ric (linquere)· πρβλ. Κκ. ΙΙ. 2). Ι. μεταβ., 1) ἀφίνω, ἐγκαταλείπω, Ἑλλάδα, δώματα, κτλ., Ὅμ.· λ. φάος ἠελίοιο χερσὶν ὑπὸ Τρώων, ὃ ἐστίν, ἀποθνήσκω, φονεύομαι, Ἰλ. Σ. 11· οὕτω, λ. βίον ὑπό τινος Πλάτ. Νόμ. 872Ε· λ. βίον, βίοτον, κτλ., Σοφ. Ἠλ. 1444, Εὐρ. Ἑλ. 226, κτλ.· αὐτόχειρι σφαγῇ λ. βίον, δι’ αὐτοκτονίας, ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 948· οὕτω μετ’ ἀρνήσ., (σκόπελον) οὔ ποτε κῦμα λείπει Ἰλ. Β. 396· νιν... χιὼν οὐδαμὰ λ. Σοφ. Ἀντ. 830. β) τἀνάπαλιν, τὸν δ’ ἔκλιπε ψυχὴ Ἰλ. Ε. 696, Ὀδ. Ξ. 426· τόν... λίπε θυμὸς Ἰλ. Δ. 470· ἔπειτά με καὶ λίποι αἰὼν Ε. 685, πρβλ. Ὀδ. Η. 224· λίπε δ’ ὀστέα θυμὸς Ἰλ. Π. 743· ψυχὴ δὲ λέλοιπεν (δηλ. ὀστέα) Ὀδ. Ξ. 134· νῦν δ’ ἤδη πάντα λέλοιπεν (δηλ. ἐμὲ) αὐτόθι 213· ἐν τοῖς δυσὶ τούτοις χωρίοις τοῖς τελευταίοις τινὲς ἐκλαμβάνουσιν αὐτὸ ὡς ἀμετάβ., «ἔφυγαν», «’πῆγαν» (ἴδε κατωτ. ΙΙ). 2) ἀφίνω ὀπίσω μου, καταλείπω ἐν τῇ οἰκίᾳ, παῖδα τὸν ἐν μεγάροισιν ἔλειπες Ὀδ. Ν. 403, πρβλ. Ἰλ. Ε. 480· ἰδίως ἐπὶ ἀποθνησκόντων ἀνθρώπων, καταλείπω, ἀφίνω (ὡς κληρονομίαν), Ἀτρεύς δε θνήσκων ἔλιπεν πολύαρνι Θυέστῃ [τὸ σκῆπτρον] Ἰλ. Β. 106, πρβλ. Ε. 157· λ. παῖδα ὀρφανὸν Σοφ. Αἴ. 653· λ. θυγατέρας Πλάτ. Νόμ. 924Ε· οὕτω, πατέρι γόον καὶ κήδεια... λεῖπε Ἰλ. Ε. 156, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 973· λ. εὔκλειαν ἐν δήμοισι Αἰσχύλ. Χο. 349· - οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ἀφίνω ὀπίσω μου (ὡς ἐνθύμιον εἰς τοὺς μεταγενεστέρους), μνημόσυνα λιπέσθαι Ἡρόδ. 1. 186., 6. 109, κ.ἀλλ.· λιπέσθαι τιμωροὺς Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 169· διαδόχους ἑαυτῷ Πλουτ. Αἰμ. 36, κτλ. β) ἀφίνω ἱστάμενον, διαμένοντα, οὐδεμίαν οἰκίαν Ξεν. Ἀν. 7. 4, 1· μηδένα ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 2. 3, 41, Πλάτ. Πολ. 567Β, κτλ. 3) ἀφίνω, ἐγκαταλείπω, «ἀφίνω εἰς τοὺς δρόμους» Ἰλ. Π. 368, κτλ.· λ. τινὰ χαμαὶ Πινδ. Ο. 6. 76· λ. εὕδοντα Σοφ. Φιλ. 273· λ. τὴν αὐτοῦ φύσιν αὐτόθι 903· λ. τάξιν Πλάτ. Ἀπολλ. 29Α, κτλ.· λ. ἐράνους, δὲν πληρώνω..., Δημ. 821. 14· λ. δασμόν, φορὰν Ξεν Κύρ. 3. 1, 1 καὶ 34· λ. νόμον Δημ. 776. 12· λ. ὅρκον, μαρτυρίαν, δὲν ἐκτελῶ..., ὁ αὐτ. ἐν 1190. 4., 1365. 21· λοιβάς... οὐ λίπε, δὲν ἠμέλησε, Συλλ. Ἐπιγρ. 153. 8. β) τἀνάπαλιν, λίπον ἰοὶ ἄνακτα, «τοῦ ἔλειψαν», ἐξηντλήθησαν, δὲν τοῦ ἔμειναν ἄλλοι, Λατ. defecerunt eum sagittae, Ὀδ. Χ. 119. ΙΙ. ἀμετάβ. ὡς καὶ νῦν, Ἑλλ. Ἐπιγρ. 142. 2· ἴδε ἀνωτ. Ι. 1β. 2) λείπω, δὲν ὑπάρχω, ἐλλείπω, δὲν φαίνομαι, ὡς τὸ Λατ. deficio, οὔ τί πω ἔλιπεν ἐκ τοῦδ’ οἴκου... αἰκία Σοφ. Ἠλ. 514· οὔποτ’ ἔρις λείψει κατὰ πόλεις Εὐρ. Ἑλ. 1157· τὸ κακοτυχὲς οὐ λέλοιπεν ἐκ τέκνων ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 133· λείπουσιν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς τρίχες Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 11, 8· ἕν σοι λείπει Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιη΄, 22· μετ’ ἀπαρ., λείπει μὲν οὐδ’ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ βαρύστον’ εἶναι, nihil absunt quin..., Σοφ. Ο. Τ. 1232· οὕτω μετὰ γεν., βραχὺ λείπει τοῦ μὴ συνάπτειν Πολύβ. 2. 14, 6, κτλ.· συχνάκις μετ’ ἀριθμητικῶν, κεφάλαιον γίγνεται μικροῦ λείποντος πέντε καὶ δέκα τάλαντα Λυσ. 155. 38· οὐ πολὺ λείπει τῶν ἐνενήκοντα ἐτῶν Πολύβ. 12. 16, 13· τριήρεις πέντε λείπουσαι τῶν ἑκατὸν καὶ εἴκοσι Διόδ. 13. 14· - παντὸς λείπει, τοῦ λείπει τὸ πᾶν, (ἔνθα ὅμως διωρθώθη: πάντως... λυπεῖ), Πλάτ. Νόμ. 728Α· ὁ λιπὼν ὁ αὐτ. ἐν 795Ε· τὸ λεῖπον, ἔλλειψις, Πολύβ. 4. 38, 9, κτλ.· πρβλ. ἐλλείπω. - Ἴδε Κόντον ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 529 κἑξ. Β. Παθ., καταλείπομαι, ἄλοχος Φυλάκῃ ἐλέλειπτο, κατελείφθη ἐν Φυλάκῃ, Ἰλ. Β. 700· οἱ δ’ οἷοι λείπονται Ὀδ. Χ. 250, κτλ.· ὡσαύτως, μετόπισθε, κατόπισθε λ. Ἰλ. Γ. 160., Χ. 334, Ὀδ.· παῖδές τοι κατόπισθε λελειμμένοι, καταλειφθέντες μετὰ θάνατον, Ἰλ. Ω. 687· οὕτω παρ’ Ἀττ., μόνο δή νώ λελειμμένα Σοφ. Ἀντ. 58, κτλ.· τὸ λειπόμενον βίου, quod superset vitae, Συλλ. Ἐπιγρ. 511. 6. 2) μένω, λείπομαι, τριτάτη δ’ ἔτι μοῖρα λέλειπται Ἰλ. Κ. 253· ἐμοὶ δὲ λελείψεται ἄλγεα λυγρὰ Ω. 742· ὀλίγων σφι ἡμερέων σιτία λείπεται Ἡρόδ. 9. 45· ὃ πᾶσι λ. βροτοῖς... ἐλπὶς Εὐρ. Τρῳ. 676· αὐτόνομοι ἐλείφθημεν Θουκ. 3. 11· ἕως ἄν τι λείπηται ὁ αὐτ. ἐν 8. 81· ― ἀπρόσωπ., λείπεται, ὑπολείπεται, «μένει», reliquum est ut.., μετ’ ἀπαρ., Πλάτ. Θεαίτ. 157Ε, πρβλ. Φαῖδρ. 235C. 3) μένω ζῶν, πολλοὶ δὲ λίποντο Ὀδ. Δ. 495, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 480, Ξεν. Ἀμ. 3. 1, 2. ΙΙ. μετὰ γεν., 1) καταλείπομαι ἄνευ τινός, ἐγκαταλείπομαι ὑπό τινος, κτεάνων καὶ φίλων Πίνδ. Ι. 2. 18· σοῦ λελειμμένη Σοφ. Ἀντ. 548· ― ἀλλὰ στρατὸν λελειμένον δορός, ὅστις παρελείφθη ὑπὸ τοῦ δόρατος, δηλ. δὲν ἐφονεύθη, δὲν ἐσφάγη, Αἰσχύλ. Ἀγ. 517. 2) ἀφίνομαι ὀπίσω, ὑπολείπομαι ἔν τινι ἀγῶνι, Ἰλ. Ψ. 407, 409· λελειμμένος οἰῶν, μένω ὄπισθεν τῶν προβάτων, Ὀδ. Ι. 448, πρβλ. Θ. 125· λείπετο... Μενελάου δουρὸς ἐρωήν, ὑπελείφθη ὀπίσω τοῦ Μενελάου κατὰ μίαν βολὴν δόρατος, Ἰλ. Ψ. 529· ἐς δίσκουρα λέλειπτο, εἶχεν ὑπολειφθῆ κατὰ μίαν βολὴν δίσκου, αὐτόθι 523· κίρκοι πελειῶν οὐ μακρὰν λελεμμένοι Αἰσχύλ. Πρ. 857, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 1244· τοῦ κήρυκος μὴ λείπεσθαι, νὰ μὴ ὑπολείπωνται τοῦ κήρυκος κατὰ τὴν ἐπιστροφήν, Θουκ. 1. 131· λείπομαι τοῦ καιροῦ, μένω ὀπίσω (τοῦ καιροῦ), Ξεν. Κύρ. 6. 3, 20· ― ἀλλά, λείπεσθαι ἀπό τινος, μένω μακράν τινος, Ἰλ. Ι. 437, 445· λ. βασιλέος ἢ ἀπὸ βασιλέος, αὐτομολῶ ἀπὸ τοῦ βασιλέως, ἐγκαταλείπω, λιποτακτῶ, Ἡρόδ. 8. 113., 9. 66, πρβλ. 56· τῆς ναυμαχίης ὁ αὐτ. 7. 168, πρβλ. 9. 19· ἀλλά, λείπου μηδὲ σύ, παρθέν’, ἀπ’ οἴκων, μὴ λείψῃς [νὰ ἔλθῃς] ἐκ τῆς οἰκίας, δηλ. νὰ μᾶς ἀκολουθήσῃς, Σοφ. Τρ. 1275· ― ἀπολ., μένω μακράν, εἶμαι ἀπών, «λείπω», Ἡρόδ. 7. 229., 8. 44. 3) δὲν φθάνω τινά, εἶμαι κατώτερος, ἀσθενέστερος, χειρότερος ἢ μικρότερός τινος, τινος, ὡς τὸ ἐλαττοῦσθαι, ἡττᾶσθαι, ὑστερεῖσθαί τινος, διότι τὸ ῥῆμα ἔχει συγκρ. σημασίαν, Ἡρόδ. 7. 48, κτλ.· λείπεσθαί τινος ἔς τι ἢ ἔν τινι ὁ αὐτ. 1. 99, 7. 81 (ἴδε κατωτ. 4)· περί τι Πολύβ. 6. 52, 8· πρός τι Σοφ. Τρ. 266· λ. τινός ταχύτητα, ξύνεσιν Ἡρόδ. 7. 86, Θουκ. 6. 72· ὡσαύτως μετὰ γεν. πράγμ., λειφθῆναι μάχης Εὐρ. Ἡρακλ. 732· οὐδὲν σοῦ ξίφους λελείψομαι ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 1042· ἀλλ’ ὡσαύτως μετὰ δοτ. πράγμ., λειφθῆναι μάχῃ Αἰσχύλ. Πέρσ. 344· καὶ οὕτως ἀπολ., ἡττῶμαι, Πολύβ. 1. 62, 6· ὑπό τινος Ἀνθ. Π. 11. 224· λείπεσθαι ἐν τῇ ἀγορανομίᾳ, Λατ. repulsam ferre, Πλουτ. Μάρ. 5, κτλ: ― μετὰ μετοχ., οὐδὲν ἐμοῦ λείπει γιγνώσκων Ξεν. Οἰκ. 18, 5· ― λέλειψαι τῶν ἐμῶν βουλευμάτων, ὑπολείπεσαι, δὲν ἐννοεῖς τὰ σχέδιά μου, Εὐρ. Ὀρ. 1085· λέλειμμαι τῶν ἐν Ἕλλησι νόμων ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1246, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 543· ἀπολ., κατὰ μετοχ., ἄνδρας λελειμμένους, ὑποδεεστέρους ἄνδρας, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 39· ὡσαύτως, λειπόμενοι, οἱ πτωχοί, Συλλ. Ἐπιγρ. 6254. 7. 4) πάσχω ἔλλειψιν ἔν τινι πράγματι, ὀδυρμάτων ἐλείπετ’ οὐδὲν Σοφ. Τρ. 937· γνώμας λειπομένα σοφὰς ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 474· λελειμμένη τέκνων Εὐρ. Ἴων 680· λελ. λόγου, μὴ ὑπακούσας εἰς τὸν λόγον μου, Σοφ. Αἴ. 543· οὐκ ἔσθ’ ὁποίας λείπεται τόδ’ ἡδονῆς, δὲν ὑπάρχει ἡδονή, τῆς ὁποίας νὰ στερῆται τοῦτο, Εὐρ. Ἀποσπ. 140· μῆνας ἕξ... λειπόμενος (δηλ. τῶν εἴκοσιν ἐτῶν) Ἐπιγρ. Ἑλλ. 519· ὡσαύτως, λ. ἔν τινι, εἴς τι πρᾶγμα, Σοφ. Ο. Κ. 495· ἴδε ἀνωτ. 3.
English (Autenrieth)
ipf. λεῖπ(ε), fut. λείψω, aor. 2 ἔλιπον, λίπον, perf. λέλοιπεν, mid. ipf. λείπετ(ο), aor. 2 λιπόμην, pass. perf. λέλειπται, plup. λελείμμην, fut. perf. λελείψεται, aor. 3 pl. λίπεν: leave, forsake; ἔλιπον ἶοί ἄνακτα, arrows ‘failed' him, Od. 22.119, cf. Od. 14.213; pass. and aor. mid., be left, remain, survive, Il. 12.14; w. gen., be left behind one, as in running, Il. 23.523,; λελειμμένος οἰῶν, ‘remaining behind’ the other sheep, Od. 9.448; λίπεν ἅρματ' ἀνάκτων, ‘had been forsaken by’ their masters, Il. 16.507.
English (Slater)
λείπω (λείποι; λείποντ(α): impf. λεῖπε: aor. (ἔ)λᾰπον; λᾰποι; λᾰπών, -όντες; λᾰπεῖν: pass. λείπεται: λειπόμενον: aor. λείφθη; λειφθείς.)
a leave, abandon τὸν μὲν κνιζομένα λεῖπε χαμαί (O. 6.45) ματέρ' εὐμήλοιο λείποντ Ἀρκαδίας (byz.: λιπόντ codd.) (O. 6.100) κράναν Ὑπερῇδα λιπών (P. 4.125) πῶς δὴ λίπον εὐκλέα νᾶσον (N. 5.15) οὐκ ἤθελεν λιπὼν πατρίδα μοναρχεῖν Ἄργει (Pae. 4.29) pass., μή τινα λειπόμενον τὰν ἀκίνδυνον παρὰ ματρὶ μένειν (P. 4.186) c. gen., “χρήματα χρήματ' ἀνήρ, ὃς φᾶ κτεάνων θ ἅμα λειφθεὶς καὶ φίλων” bereft of (I. 2.11) generally, εἰ δὲ μὴ ταχὺ λίποι (sc. θεός σε) (O. 1.108) Χαρίτων κελαδεννᾶν μή με λίποι καθαρὸν φέγγος (P. 9.90) τὸν μὲν οὐδὲ θανόντ' ἀοιδαὶ ἔλιπον (κατέλιπον Σ paraphr.: τι λίπον Schr.: ἐπέλιπον Snell) (I. 8.56) Παιὰν δὲ μήποτε λείποι Πα. 2. 3,, 1. φιλάνορα δ' οὐκ ἔλιπον βιοτάν (sc. οἱ δελφῖνες) fr. 236. c. acc. & pr. adj./adv., καὶ γὰρ βιατὰς Ἄρης, τραχεῖαν ἄνευθε λιπὼν ἐχγέων ἀκμάν, ἰαίνει καρδίαν (P. 1.10) καὶ ῥά μιν χώρας ἀκλάρωτον λίπον, ἁγνὸν θεόν (O. 7.59)
b leave behind, leave alive “χθόνα τοί ποτε καὶ στρατὸν ἀθρόον πέμψαν κεραυνῷ τριόδοντί τε ἐς τὸν βαθὺν Τάρταρον ἐμὰν ματέρα λιπόντες καὶ ὅλον οἶκον εὐερκέα” sc. Zeus and Poseidon (Pae. 4.45) pass., λείφθη δὲ Θέρσανδρος (O. 2.43) ζωὸν δ' ἔτι λείπεται αἰῶνος εἴδωλον fr. 131b. 2.
c fragg. ]λιπεῖν ὁτ[ (Π̆{pc}: λείπειν Π.) Πα. 21. . λειπ[ Πα. 13a. 6.
d in tmesis. ἀπὸ ψυχὰν λιπὼν (v. ἀπολείπω) (P. 3.101)
English (Strong)
a primary verb; to leave, i.e. (intransitively or passively) to fail or be absent: be destitute (wanting), lack.
English (Thayer)
(2nd aorist subjunctive 3rd person singular λιπη, T WIt marginal reading; present passive λείπομαι; from Homer down);
1. transitive, to leave, leave behind, forsake; passive to be left behind (properly, by one's rival in a race, hence), a. to lag, be inferior: ἐν μηδενί, Herodotus 7,8, 1); (others associate this example with the two under b.).
b. to be destitute of, to lack: with the genitive of the thing, Sophocles, Plato, others).
2. intransitive, to be lacking or absent, to fail: λείπει τί τίνι, Polybius 10,18, 8; others); τά λείποντα, the things that remain (so Justin Martyr, Apology 1,52, cf. 32; but others are lacking), ἀπολείπω, διαλείπω, ἐκλείπω, ἐπιλείπω, καταλείπω, ἐνκαταλείπω, περιλείπω, ὑπολείπω.)
Greek Monolingual
(AM λείπω, Μ και λείβγω)
1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ.
γ. «λείπει μὲν οὐδ' ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ βαρύστον' εἶναι», Σοφ.)
2. (μέσ. ως απρόσ.) λείπεται
μένει, απομένει (α. «δεν λείπεται τίποτε πια να μάς συμβεί» β. «λείπεται δὲ ἐνυπνίων τε πέρι καὶ νόσων καὶ μανίας», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. μέσ. λείπομαι και λείβομαι
δεν φθάνω, δεν επαρκώ, είμαι ελλιπής («θα φτειάχναμε το γλυκό, αλλά μάς λείφτηκε το βούτυρο»)
2. φρ. α) «μού λείπει» — μού είναι πολύ αισθητή η στέρηση κάποιου προσώπου ή πράγματος και το αποζητώ
β) «του λείπει το μυαλό» ή «του λείπει ο νους» ή «του λείπει» ή «του λείπουν» — δεν έχει μυαλό, είναι βλάκας
γ) «αυτός μάς έλειπε» και «αυτό μάς έλειπε» — λέγεται για ανεπιθύμητο πρόσωπο ή πράγμα που, με την εμφάνισή του, επαυξάνει την προηγούμενη ταλαιπωρία ή δυστυχία
δ) «λείψε απ' το κεφάλι μου» — παράτα με, ξεφορτώσου με
3. παροιμ. α) «λείπει ο Μάρτης απ' τη Σαρακοστή;» — λέγεται γι' αυτούς που παρευρίσκονται παντού και πάντα
β) «όταν λείπει η γάτα, χορεύουν τα ποντίκια» — λέγεται γι' αυτούς που ενεργούν άφοβα όση ώρα απουσιάζει εκείνος που τους ελέγχει
γ) «όλα τά 'χε η Μαριορή, ο φερετζές της έλειπε» — λέγεται γι' αυτούς που ζητούν τα περιττά, ενώ στερούνται τα στοιχειώδη
νεοελλ.-μσν.
1. απουσιάζω, είμαι απών, δεν παρευρίσκομαι κάπου («πάλι έλειπε χθες από το γραφείο»)
2. βρίσκομαι μακριά από την πατρίδα μου ή από τον τόπο διαμονής μου («λείπει πέντε χρόνια στην Αμερική»)
3. αποφεύγω κάτι, απέχω από κάτι («λείψε από τέτοιους κινδύνους»)
4. παραμελώ («δεν λείπει ποτέ από τις υποχρεώσεις του»)
5. υπολείπομαι («λείπουν ακόμη τρεις μέρες για να πάρω την άδεια»)
6. μέσ. χρειάζομαι
7. πεθαίνω («αν λείψω εγώ, τί θα κάνετε;»)
8. φρ. «λίγο έλειψε» — παρά λίγο
μσν.
1. παύω, σταματώ
2. απαλλάσσομαι από κάτι
3. αποχωρώ, φεύγω
4. απομακρύνομαι
5. παραλείπομαι
6. (σχετικά με απόσταση) απέχω
7. (η γεν. αρσ. μτχ. ενεστ. και η αιτ. ουδ. μτχ. ενεστ. ως επίρρ.) λείποντος και λεῖπον
εκτός
8. φρ. α) «λείπω εἰς αἰῶνας» — πεθαίνω
β) «λείπω ἀπὸ τὴν μέσην» — εξαφανίζομαι
μσν.-αρχ.
1. αφήνω, εγκαταλείπω («οἷον ὅτε πρῶτον λίπον Ἑλλάδα καλλιγύναικα», Ομ. Ιλ.)
2. αμελώ, παραμελώ
3. (ενεργ. και μέσ.) έχω ανάγκη («τῆς σῆς βοηθείας λείπομαι», Απολλ. Δύσκ.)
4. παθ. α) είμαι κατώτερος, υπολείπομαι, υστερώ (α. «ἢ τὸ ναυτικὸν τὸ ἡμέτερον λείψεσθαι τοῦ ἐκείνων, ἢ καὶ συναμφότερα», Ηρόδ.
β. «οὐδὲν σοῦ ξίφους λελείψομαι», Ευρ.)
β) ελαττώνομαι, λιγοστεύω
αρχ.
1. αφήνω κάτι φεύγοντας, ιδίως πεθαίνοντας αφήνω κληρονομιά ή κάτι άλλο ως ανάμνηση στους απογόνους μου (α. «τὸν ἐν μεγάροισιν ἔλειπες», Ομ. Ιλ.
β. «οἰκτίρω δέ νιν χήραν παρ' ἐχθροῖς παῑδα τ' ὀρφανὸν λιπεῖν», Σοφ.
γ. «λιπὼν ἂν εὔκλειαν ἐν δόμοισιν», Αισχύλ.)
2. απαρνούμαι («ἐνταῡθα δὲ φοβηθεὶς ἢ θάνατον ἢ ἄλλο ὁτιοῦν πρᾶγμα λίποιμι τὴν τάξιν», Πλάτ.)
3. αφήνω κάτι απείραχτο, άθικτο («τῇ δὲ ὑστεραίᾳ κατακαύσας ὁ Σεύθης τὰς κώμας παντελῶς καὶ οἰκίαν οὐδεμίαν λιπών», Ξεν.)
4. μαθ. α) είμαι λίγο μικρότερος
β) παθ. αφαιρούμαι
5. παθ. α) απομένω ως επί πλέον κέρδος («τριτάτη δ' ἔτι μοῑρα λέλειπται», Ομ. Ιλ.)
β) μένω στη ζωή, εξακολουθώ να ζω, ενώ οι άλλοι πέθαναν («πολλοὶ μὲν γὰρ τῶν γε δάμεν, πολλοὶ δὲ λίποντο», Ομ. Οδ.)
γ) εγκαταλείπομαι από κάποιον, μένω έρημος («καὶ τίς βίος μοι σοῦ λελειμμένῃ φίλος», Σοφ.)
δ) μένω πίσω, καθυστερώ
ε) είμαι απών
στ) υστερώ, αποτυγχάνω σε μια ενέργεια
ζ) στερούμαι κάποιο πράγμα («αὐτὴ δ' ἄπαις ᾖ καὶ λελειμμένη τέκνων», Ευρ.)
6. (το αρσ. μτχ. μέσ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) οι λειπόμενοι
οι φτωχοί
7. φρ. α) «λείπω βίον» ή «λείπω φῶς ἡλίου» — φονεύομαι, πεθαίνω, εγκαταλείπω τη ζωή
β) «λείπομαι δορός» — διασώζομαι από πλήγμα δόρατος
γ) «λείπομαι βασιλέος» ή «λείπομαι ἀπὸ βασιλέος» — εγκαταλείπω τις βασιλικές τάξεις, λιποτακτώ
δ) «λείπω ἐράνους» — καθυστερώ την καταβολή εράνων
ε) «λείπω δίκην» — αφήνω να χαθεί η δίκη από δικό μου σφάλμα
στ) «λείπω μαρτυρίαν» ή «λείπω ὅρκον» — αρνούμαι να δώσω τη μαρτυρία μου ή τον όρκο μου, δεν ορκίζομαι
ζ) «λείπω δασμόν» ή «λείπω φοράν» — δεν πληρώνω τους φόρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λεξιλογική οικογένεια του ρ. λείπ-ω (πρβλ. λατ. linqu-o) ανάγεται στην ΙΕ ρίζα leikw- «αφήνω, καταλείπω», της οποίας την απαθή βαθμίδα εμφανίζει ο ενεστ. τ. λείπω (πρβλ. γοτθ. leihwan, αρχ. άνω γερμ. līhan «δανείζω», λιθουαν. lieku «αφήνω» καθώς και τα παρ. λεῖμμα, λεῖψις, λείψανον. Στη Μυκηναϊκή απαντά η μτχ. μέσ. ενεστ. με τη μορφή reqomeno = λειπόμενοι, όπου διασώζεται στη γραφή η δήλωση του χειλοϋπερωικού -kw- ως -q-. Στη μηδενισμένη βαθμίδα λιπ- (< likw-) ανάγεται ο αόρ. β' ἔ-λιπ-ον (πρβλ. αρμεν. e-lik', αρχ. ινδ. a-ri-ca-t)
την ίδια βαθμίδα εμφανίζει και ο παρλλ. ενεστ. τ. λιμπάνω (= λι-μ-π-άνω), σχηματισμένος με έρρινο ένθημα (-μ- < -ν-) και σχηματιστικό μόρφημα -άνω (πρβλ. λαμβάνω)
ο τ. αυτός συνδέεται με αρχ. ινδ. rin-ak-ti, λατ. li-n-qu-o «λείπω», αρχ. πρωσ. po-linka «μένει». Το θ. λιπ- απαντά και ως α' συνθετικό (λιπο-) σε αρκετά σύνθετα (πρβλ. λιπόσαρκος, λιποθυμῶ) και ως β' συνθετικό (πρβλ. ἐλλιπής, ὑπολιπής). Την ετεροιωμένη, τέλος, βαθμίδα εμφανίζουν ο παρακμ. λέ-λοιπ-α (πρβλ. αρχ. ινδ. ri-rec-a, λατ. līqui, γοτθ. laihw) και το επίθ. λοιπός, το οποίο στη Μυκηναϊκή απαντά σε δύο σύνθ.: opiroqo = επί-λοιπος και periroqo = περί -λοιπος. Το ρ. λείπω απαντά ως α' συνθετικό με την προαναφερθείσα μορφή λιπο-, συχνότατα όμως με τη μορφή λειψ(ι)- (< μέλλ. λείψω μέσω του ουσ. λεῖψις) σε σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (πρβλ. λειψ-ανδρία, λειψ-υδρία). Σε περιορισμένο αριθμό συνθέτων εμφανίζεται και η μορφή λειπο- (πρβλ. λειπο-γνώμων). Οι τ., τέλος, λείβομαι και λείβγω είναι διαλεκτικοί.
ΠΑΡ. λείμμα, λειψάδα, λείψανο
αρχ.-μσν.
λείψις
μσν.
λειπτός
μσν.- νεοελλ.
λείψιμο.
ΣΥΝΘ. Για σύνθ. με α' συνθετικό λειπ(ο)-, λειψ(ι)-, λιπ(ο)
βλ. λιπ(ο)-. (Β' συνθετικό) απολείπω, διαλείπω, εγκαταλείπω, εκλείπω, ελλείπω, επιλείπω, καταλείπω, παραλείπω, προσκαταλείπω
αρχ.
αμφιλείπω, ανθυπολείπω, αντικαταλείπω, αποπρολείπω, αυτολείπω, εκπρολείπω, εναπολείπω, επιδιαλείπω, επικαταλείπω, καταπρολείπω, παρακαταλείπω, παρεκλείπω, περικαταλείπω, προαπολείπω, προεκλείπω, προκαταλείπω, προλείπω, προσελλείπω, προσλείπω, συναπολείπω, συγκαταλείπω, συνεκλείπω, συνεπιλείπω, υπαπολείπω, υπεκλείπω, υποδιαλείπω, υποκαταλείπω, υπολείπω].
Greek Monotonic
λείπω: (από √ΛΙΠ), μέλ. λείψω, αόρ. βʹ ἔλῐπον, παρακ. λέλοιπα, υπερσ. ἐλελοίπειν — Μέσ., αόρ. βʹ ἐλιπόμην — Παθ., Μέσ. μέλ. με Παθ. σημασία, λείψομαι· επίσης λειφθήσομαι και λελείψομαι, αόρ. ἐλείφθην, γʹ ενικ. Επικ. ἔλειφθεν, παρακ. λέλειμμαι, υπερσ. ἐλελείμμην, Επικ. λελείμμην.
Α. I. μτβ.,
1. αφήνω, εγκαταλείπω, σε Όμηρ., κ.λπ.
2. αφήνω πίσω μου, αφήνω στο σπίτι μου, στον ίδ., κ.λπ.· ιδίως, λέγεται για ανθρώπους που πεθαίνουν, αφήνω σαν κληρονομιά, σε Ομήρ. Ιλ., κ.λπ.· ομοίως, στη Μέσ., αφήνω πίσω μου ως ενθύμιο στους μεταγενέστερους, σε Ηρόδ., κ.λπ.
3. αφήνω, ξεχνώ, εγκαταλείπω, «αφήνω στους δρόμους», σε Ομήρ. Ιλ., κ.λπ.· λείπω ἐράνους, δεν πληρώνω..., σε Δημ.· ομοίως, λείπω δασμόν, φοράν, σε Ξεν.· αντιστρόφως, λίπον ἰοὶ ἄνακτα, εξαντλήθηκαν, δεν του έμειναν άλλα βέλη, σε Ομήρ. Οδ.
II. αμτβ., ελλείπω, δεν υπάρχω, δεν φαίνομαι, Λατ. deficio, σε Σοφ., Ευρ., κ.λπ. Β. I. 1. Παθ., καταλείπομαι, εγκαταλείπομαι, σε Όμηρ., κ.λπ.
2. μένω, υπολείπομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., κ.λπ.
3. μένω ζωντανός, σε Ομήρ. Οδ.
II. με γεν., απομένω χωρίς κάποιον, εγκαταλείπομαι από κάποιον, σοῦ λελειμμένη, σε Σοφ.· αλλά λελειμμένος δορός, αυτός που αποκλείστηκε από το δόρυ, δηλ. δεν σκοτώθηκε, δεν σφαγιάστηκε, σε Αισχύλ.
III. 1. αφήνομαι πίσω, υπολείπομαι σε αγώνα δρόμου, σε Ομήρ. Ιλ.· λελειμμένος οἰῶν, αυτός που μένει πίσω από τα πρόβατα, σε Ομήρ. Οδ.· ἐς δίσκουρα λέλειπτο, είχε μείνει πίσω, υπολειπόταν κατά μια βολή δίσκου, σε Ομήρ. Ιλ.· τοῦκήρυκος μὴ λείπεσθαι, να μην υπολείπονται του κήρυκα κατά την επιστροφή, σε Θουκ.
2. δεν φτάνω κάποιον, είμαι κατώτερος, χειρότερος, ασθενέστερος ή μικρότερος από κάποιον, τινος, σε Ηρόδ., Αττ.· λέλειψαι τῶν ἐμῶν βουλευμάτων, υπολείπεσαι, δεν καταλαβαίνεις τα σχέδιά μου, σε Ευρ.
3. λείπεσθαι ἀπό τινος, κρατιέμαι σε απόσταση από κάποιον, αποτραβιέμαι, επιφυλάσσομαι, σε Ομήρ. Ιλ.· λείπεσθαι βασιλέος ή ἀπὸ βασιλέος, εγκαταλείπω τον βασιλιά, λιποτακτώ, σε Ηρόδ.· απόλ., κρατάω απόσταση, είμαι απών, απουσιάζω, στον ίδ.
4. έχω έλλειψη, πάσχω από, ὀδυρμάτων ἐλείπετ' οὐδέν, σε Σοφ., κ.λπ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: let, leave, leave behind, intr. to be wanting, disappear, midd. depart.(Il.)
Other forms: λιμπάνω (Sapph., Hp., Th., v.l. Λ 604), fut. λείψω, aor. 2 λιπεῖν, perf. λέλοιπα (alle Il.), midd. λέλειμμαι (Il.), aor. pass. λειφθῆναι (h. Merc., Pi.), aor. 1 λεῖψαι (Ar.),
Compounds: often with prefix, e. g. ἀπο-, ἐκ-, ἐν-, κατα-, ὑπο-, As 1. member in mehreren governing compp., partly with privative meaning, e. g. λιπό-τεκνος childless (Pi.), s. Schwyzer 442; on the stemformation see Sommer Nominalkomp. 124 f.; also with inversion of the members as σαρκο-λιπής (AP) for λιπό-σαρκος (Hp.). Besides note λειψ(ι)- in λειψ-υδρ-ία dirt of water (Thphr.) etc.
Derivatives: Subst.: 1. λεῖμμα (ὑπό-, κατά-, ἔλ- λείπω etc.) rest (IA., Arist.). 2. λεῖψις (ἔκ-, ἀπό- λείπω etc.) leaving, be absent (IA.). 3. λείψανον, most pl. -α remainder (E., Ar., Pl. 4. ἐκλειπ-ία lack (J.; cf. ἐκλιπ-ής below). - Adj.: 5. λοιπός (also ὑπό-, κατά- λείπω a. o. from ὑπο-λείπω etc.) remaining (posthom.) with (ὑπο)λοιπ-άς f. rest (pap.), ἀπολοιπ-ασία id. (Hero, pap.; *ἀπολοιπ-άζω: ἀπόλοιπ-ος; Chantraine Form. 85, Schwyzer 469). 6. ἐκ-, ἐν-, ὑπο-λιπ-ής etc. (v.l. -λειπής) lacking, remaining etc. (Att.). 7. ἐκ-, ἐν-, παρα-, ὑπο-λειπτικός regarding the ἔκλειψις (hell.). - On its own is λίσσωμεν ἐάσωμεν H.; the explanation is dubious, cf. Schwyzer 692.
Origin: IE [Indo-European] [669] let, leave behind
Etymology: The thematic root aorist ἔ-λιπ-ε has exact parallels in Arm. e-lik, Skt. á-ric-a-t, IE *é-likʷ-e-t he left. With λέ-λοιπ-α agrees except the accent and the reduplication vowel Skt. ri-réc-a; without reduplication Germ., e.g. Goth. laiƕ, Lat. līqu-ī, IE *-loikʷ-. The nasalpresent λι-μ-π-άν-ω resembles best Arm. lk`-an-em (IE *likʷ-); nasalpresents of diff. formation are found also elsewhere, e. g. Skt. (3. sg.) ri-ṇá-k-ti, Lat. li-n-qu-ó. With the thematic root present λείπω agree Germ., e. g. Goth. leiƕan, OHG līhan loan (PGm. *līhu̯-) and Lith. liekù let; the last stands for older athemat. liek-mì. The Germ. present may go back on a nasalized *liŋhu̯-, which would agree with Lat. linquō. Note λοιπός beside the subst. Skt. ati-reka- m., Lith. ãt-laikas, OCS otъ-lěkъ remainder (IE *-loikʷ-o-); cf. Porzig Satzinhalte 304, Gliederung 167. - Further details WP. 2, 396f., Pok. 669f., W.-Hofmann s. linquō, Fraenkel s. lìkti.
Middle Liddell
[from Root !λιπ]
I. trans.,
1. to leave, quit, Hom., etc.
2. to leave behind, leave at home, Hom., etc.; especially of dying men, to leave (as a legacy), Il., etc.:— so in Mid. to leave behind one, as a memorial, Hdt., etc.
3. to leave, forsake, abandon, desert, leave in the lurch, Il., etc.; λ. ἐράνους to fail in paying…, Dem.; so, λ. δασμόν, φοράν Xen.:—conversely, λίπον ἰοὶ ἄνακτα the arrows failed him, Od.
II. intr. to be gone, to be wanting, cease, be missing, Lat. deficio, Soph., Eur., etc.
B. Pass. to be left, left behind, Hom., etc.
2. to remain, remain over and above, Il., Hdt., etc.
3. to remain alive, Od.
II. c. gen. to be left without, to be forsaken of, σοῦ λελειμμένη Soph.;— but, λελειμμένος δορός left by the spear, i. e. not slain, Aesch.
III. to be left behind in a race, Il.; λελειμμένος οἰῶν lingering behind the sheep, Od.; ἐς δίσκουρα λέλειπτο he had been left behind as much as a quoit's throw, Il.; τοῦ κήρυκος μὴ λείπεσθαι not to be behind the herald, Thuc.
2. to come short of, be inferior, worse, weaker or less than, τινος Hdt., attic; λέλειψαι τῶν ἐμῶν βουλευμάτων you come short of, understand not my plans, Eur.
3. λείπεσθαι ἀπό τινος to keep aloof from one, Il.; λ. βασιλέος or ἀπὸ βασιλέος to desert the king, Hdt.:—absol. to keep aloof, be absent, Il.
4. to be wanting or lacking in a thing, ὀδυρμάτων ἐλείπετ' οὐδέν Soph., etc.
Frisk Etymology German
λείπω: (seit Il.),
{leípō}
Forms: λιμπάνω (Sapph., Hp., Th. u. a., v.l. Λ 604), Fut. λείψω, Aor. 2 λιπεῖν, Perf. λέλοιπα (alles seit Il.), Med. λέλειμμαι (seit Il.), Aor. Pass. λειφθῆναι (seit h. Merc., Pi.), Aor. 1 λεῖψαι (Ar., hell. u. sp.),
Grammar: v.
Meaning: lassen, verlassen, zurücklassen, intr. ausgehen, schwinden, Med. zurückbleiben.
Composita: oft mit Präfix, z. B. ἀπο-, ἐκ-, ἐν-, κατα-, ὑπο-. Als Vorderglied in mehreren Rektionskompp., z. T. mit privativer Bedeutung, z. B. λιπότεκνος kinderlos (Pi.), s. Schwyzer 442; zur Stammbildung auch Sommer Nominalkomp. 124 f.; auch mit Umstellung der Glieder wie σαρκολιπής (AP) für λιπόσαρκος (Hp. u. a.). Daneben λειψ(ι)- in λειψυδρία Mangel an Wasser (Thphr. u. a.) usw.
Derivative: Ableitungen. Subst.: 1. λεῖμμα (ὑπό-, κατά-, ἔλ- ~ usw.) Rest (ion. att., Arist. usw.). 2. λεῖψις (ἔκ-, ἀπό- ~ usw.) das Verlassen, Ausbleiben (ion. att.). 3. λείψανον, meist pl. -α Überbleibsel, Überreste (E., Ar., Pl. u. a.; Suffixkombination, s. Schwyzer 517). 4. ἐκλειπία Mangel (J.; vgl. ἐκλιπής unten). — Adj.: 5. λοιπός (auch ὑπό-, κατά- ~ u. a. von ὑπολείπω usw.) zurückbleibend, übrig (nachhom.) mit (ὑπο)λοιπάς f. Rest (Pap.), ἀπολοιπασία ib. (Hero, Pap.; *ἀπολοιπάζω: ἀπόλοιπος; Chantraine Form. 85, Schwyzer 469). 6. ἐκ-, ἐν-, ὑπολιπής usw. (v.l. -λειπής) ausbleibend, fehlend, übrigbleibend (att. usw.). 7. ἐκ-, ἐν-, παρα-, ὑπολειπτικός ‘auf die ἔκλειψις usw. bezüglich’ (hell. u. sp.). — Für sich steht λίσσωμεν· ἐάσωμεν H.; die Erklärung ist strittig, vgl. Schwyzer 692.
Etymology: Der thematische Wurzelaorist ἔλιπε hat genaue Seitenstücke in arm. e-lik‘, aind. á-ric-a-t, idg. *é-liqʷ-e-t er verließ. Zu λέλοιπα stimmt bis auf Akzent und Reduplikationsvokal aind. ri-réc-a; dazu ohne Reduplikation germ., z.B. got. laiƕ, lat. līqu-ī, idg. *-loiqʷ-(a). Dem Nasalpräsens λιμ-πάνω kommt am nächsten arm. lk’-an-em (idg. *liqʷ-); Nasalpräsentia verschiedener Ausformung begegnen mehrfach auch sonst, z. B. aind. (3. sg.) ri-ṇá-k-ti, lat. li-n-qu-ó. Dem thematischen Wurzelpräsens λείπω entsprechen germ., z. B. got. leiƕan, ahd. līhan leihen (urg. *līhu̯-) und lit. liekù lassen; letzteres steht aber für älteres athemat. liek-mì, das seinerseits vielleicht ein ehemaliges Nasalpräsens *link-mi ersetzt hat. Auch das germ. Präsens ist auf eine nasalierte Grundform *liŋhu̯- zurückführbar und würde dann mit lat. linquō zusammenfallen. Zu bemerken noch λοιπός gegenüber den Subst. aind. ati-reka- m., lit. ãt-laikas, aksl. otъ-lěkъ Überbleibsel (idg. *-loiqʷ-o-); vgl. Porzig Satz- inhalte 304, Gliederung 167. Toch. AB lip- übrig bleiben (für *lik-) muß aus lautlichen Gründen wegbleiben. — Weitere Einzelheiten m. reicher Lit. WP. 2, 396f., Pok. 669f., W.-Hofmann s. linquō, Fraenkel s. lìkti.
Page 2,99-100
Chinese
原文音譯:le⋯pw 累坡
詞類次數:動詞(6)
原文字根:缺乏 相當於: (בְּלִי / מַבֵּל)
字義溯源:缺少*,留下,缺乏,缺欠,沒有辦完,未辦完的事
同源字:1) (ἀδιάλειπτος)不間斷的 2) (ἀδιαλείπτως)不住地 3) (ἀνέκλειπτος)用不盡的 4) (ἀπολείπω)棄置 5) (διαλείπω)中止 6) (ἐγκαταλείπω)撇棄於⋯中 7) (ἐκλείπω)略去,消失 8) (ἐπιλείπω)不足 9) (ἐπίλοιπος)餘下的 10) (κατάλειμμα / ὑπόλειμμα)殘餘 11) (καταλείπω)留下 12) (κατάλοιπος)餘剩的 13) (λεῖμμα)餘數 14) (λείπω)缺少 15) (λοιπός)其餘的 16) (περιλείπομαι)存留 17) (ὑπόλειμμα)剩下的餘數 18) (ὑπολείπω)剩下
出現次數:總共(6);路(1);多(2);雅(3)
譯字彙編:
1) 缺少(3) 路18:22; 雅1:5; 雅2:15;
2) 缺欠(1) 雅1:4;
3) 未辦完的事(1) 多1:5;
4) 缺乏(1) 多3:13
English (Woodhouse)
bequeath, fail, quit, be deficient, be wanting, bequeath by will, fall short, give out, leave by will, leave in the lurch
Mantoulidis Etymological
(=ἀφήνω, ἐγκαταλείπω). Ἀρχικό θέμα λειπ-, μέ μετάπτωση τό ἀσθενές θέμα λιπκαί πάλι μέ μετάπτωση λοιπ-.
Παράγωγα: λεῖμμα, τό (=ὑπόλοιπο), διάλειμμα, ἔλλειμμα, ὑπόλειμμα, ἐγκατάλειμμα, λεῖψις, ἔλλειψις, ἀπόλειψις, ἔκλειψις, ἐπίλειψις, λείψανον, λειψανδρία, λειψυδρία, λειπτέον, ἀπολειπτέον, παραλειπτέον, ἀδιάλειπτος, ἀδιαλείπτως (=ἀδιάκοπα), ἀνέκλειπτος, λοιπός, λοίσθιος ἤ λοῖσθος (=τελευταῖος, ἔσχατος, λιπόνεως = λιπόναυς, ὁ (=αὐτός πού ἐγκαταλείπει τό στόλο), λιποταξία (=ἀπόδραση), λίφαιμος (=ὠχρός), λιποψυχία.