ἄλλος

Revision as of 10:50, 5 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "l’" to "l'")

English (LSJ)

η, ο, Cypr.αἶλος Inscr.Cypr.135 H. (Idalion): (from ἀλA yος, cf. Lat. alius):—another, i. e. one besides what has been mentioned, either Adj. or Pron.: when Adj., its Subst. is either in the same case, or in gen., Ζεῦ ἄλλοι τε θεοί Il.6.476; θεῶν ἄ. 16.446:—ἄ. μέν . . ἄ. δέ . . one . . another... more rarely the one . . the other . . (of two persons, etc.), Il.22.493, etc.; τὰ μέν . . ἄλλα δέ . . Il.6.147, and Att.; ἕτερον μέν . . ἄλλον δέ . . Il.9.313; ἄλλο μέν . . ἑτέρου δέ . . Hdt.1.32; θάτερον . . τὸ δ' ἄλλο E.IT962. II with τις, any other, οὐδέ τις ἄ. ἔγνω ἀλλ' ἄρα Κασσάνδρη Il.24.697; ἄ. τις Hdt. 3.85; οὐδεὶς ἄ. no other, ibid.; ἄλλα πολλά Il.9.639; πολλὰ καὶ ἄλλα Th.3.56; for εἴ τις ἄλλος Id.6.32, etc., and εἴ τις καὶ ἄ. X.An.1.4.15, etc., v. εἰ. 2 freq. with another of its own cases or derived Adverbs, ἄ. ἄλλα λέγει one man says one thing, one another, X.An.2.1.15; ἄ. ἄλλω' ἔλεγεν Pl.Smp.220c; ἄ. ἄλλῃ ἐτράπετο X.An. 4.8.19; v. ἄλλοθεν, ἄλλοσε, ἄλλοτε; also with Verb in plural, παραλαμβάνων ἄ. ἄλλον ἐπ' ἄλλου, τὸν δ' ἐπ' ἄλλου χρείᾳ . . ἐθέμεθα πόλιν ὄνομα Pl.R.369c, cf. X.Cyr.2.1.4, etc.: pl., ἄλλοι when the several parties are pl., λείπουσι τὸν λόφον . . ἄλλοι ἄλλοθεν X.An.1.10.13. 3 ἄ. καὶ ἄ., one and then another, one or two, X.An.1.5.12; ἄλλο καὶ ἄλλο one thing after another, Id.Cyr.4.1.15; πρὸς ἄλλὡ καὶ ἄλλὡ σημείὡ to different points, Euc.1.7. 4 repeated for emphasis, ἄ. ἄ. τρόπος quite another sort, E.Ph.132. 5 οὐδ' ἄ. for οὐδέτερος, Theoc.6.45. 6 with Art., ὁ ἄλλος, the rest, all besides; in plural, οἱ ἄλλοι (Ion. contr. ὧλλοι) all the others, the rest, freq. from Hom. downwards (ἄλλοι in same signf., Il.2.1); τὰ ἄλλα, contr. τἆλλα, all else, τἆλλα πλὴν ὁ χρυσός Scol. 1 (Pytherm.); in Att. freq. as adverb, for the rest, especially in amendments to decrees, τὰ μὲν ἄλλα καθάπερ ὁ δεῖνα κτλ. IG1.27a70, etc.: of time, = τὸν ἄλλον χρόνον, X.HG3.2.2; ὁ ἄ. χρόνος, = ὁ λοιπὸς χρόνος, of the future, Lys. 14.4 (but also of the past, D.20.16); τῇ ἄλλῃ ἡμέρᾳ, τῷ ἄλλῳ ἔτει, next day, next year, X.HG1.1.13, 1.2.1; οἵτε ἄλλοι καί . . all others and especially... γυναῖκας ἄλλας τε πολλὰς καὶ δὴκαὶ βασιλέος θυγατέρα Hdt.1.1, etc.; ἄλλα τε δὴ εἶπε, καί . . Pl.Tht.142c; (v. ἄλλως 1):—τὸ ἄλλο is much less freq. than τὰ ἄλλα. 7 with Numerals, yet, still, further, τρίτον ἄ. γένος Hes.Op.143; πέμπτος ποταμὸς ἄ. yet a fifth river, Hdt.4.54, cf. A.Th.486, S.Ant.1295, etc. 8 in enumerations, as well, besides, ἅμα τῇγε καὶ ἀμφίπολοι κίον ἄλλαι with her their mistress came attendants also, Od.6.84; μήτηρ ἠδὲ πατὴρ ἠδ' ἄλλοι πάντες ἑταῖροι 9.367; οὐ γὰρ ἦν χόρτος οὐδὲ ἄ. δένδρον οὐδέν there was no grass nor any tree at all, X.An.1.5.5; πολιτῶν καὶ τῶν ἄλλων ξένων Pl.Grg.473d; προσοφλὼν οὐ τὴν ἐπωβελίαν μόνον ἀλλὰ καὶ ἄλλην ὕβριν besides, Aeschin.1.163:—pleonastic, παρ' ἀγγέλων ἄλλων ἀκούειν S.OT7, cf. X.Cyr.1.6.2; ἰδὼν ἐς πλησίον ἄλλον Il.4.81; γυναικῶν τῶν ἄλλων μία E.Med.945; μόνη τῶν ἄλλων ἐπιστημῶν Pl.Chrm.166e; with Comp., freq. in Hom., οὔτις σεῖο νεώτερος ἄ. Ἀχαιῶν Il.15.569, cf. 22.106, al.; with Sup., ὀϊζυρώτατος ἄλλων Od. 5.105. III less freq., = ἀλλοῖος, of other sort, different, Il.13.64, 21.22; ἄ. γέγονεν Pl.Phdr.241a. 2 in this sense, c. gen., ἄλλα τῶν δικαίων other than just, X.Mem.4.4.25:—followed by ... with preceding neg., οὐδὲ ἄλλο... οὐδὲν ἄλλο (or ἄλλο οὐδέν) ... ἤ . . nothing else than... Hdt.1.49, 7.168, Th.4.14; οὐδὲν ἄλλο γ' ἤπτήξας A.Pers.209; ἃ μηδὲν ἄλλο ἢ διανεῖταί τις which one only thinks, Pl. Tht.195e:—more freq. in questions, τίς ἄλλος ἢ 'γώ . .; A.Pr.440; τί δ' ἄλλογ' ἢπόνοι . .; Id.Th.852: ellipt., τί ἄλλο (sc. πάσχω) ἢ ἱπποκένταυρος γίγνομαι; X.Cyr.4.3.20; τί ἄλλο (sc. ἐποίησαν) ἢ ἐπεβούλευσαν; Th.3.39:—followed by πλήν, S.Aj.125, Ar.Ach.39; by Preps., πρό . .Hdt.3.85; ἀντί . . A.Pr.467; παρά . . Pl.Phd.80b, etc.: with neg., sometimes followed by ἀλλά, Il.18.403, 21.275:—see also ἄλλο τι. 3 other than what is, untrue, unreal, Od.4.348. 4 other than right, wrong, bad, ἄλλου τινος ἡττῆσθαι yield to some unworthy motive, D. 21.218, cf. Plu.2.187d, etc.; cf. ἄλλως.

German (Pape)

[Seite 104] η, ο (entst. aus ἄλιοσ, alius), gen. fem. ἀλλάων Iliad. 18, 432 Od. 19, 326. 24, 418; – ein anderer, theils adj. mit einem subst. verb., ἄλλοι ἄνθρωποι, ἄλλο ἔργον, andere Menschen, andere Arbeit, theils u. häufiger substantivisch, mit und ohne τις, gew. ἄλλος τις, Hom. umgestellt, οὐδέ τις ἄλλος ἔγνω, nicht erkannte ein Anderer, Il. 24, 697; οὐδέ τις ἄλλος αἴτιος Od. 11, 558; vgl. οὐδὲ γὰρ οὐδέ τις ἄλλος ἀνήρ Od. 10, 327; – oft εἴ τις ἄλλος, z. B. Thuc. 6, 32; – ἄλλο οὐ ταὐτόν Plat. Phil. 27 a; ἄλλος καὶ οὐχ οὗτος Luc. Vit. auct. 8. – 1) in der Regel, wo einer mehreren anderen, gleichartigen gegenübergestellt wird, ἄλλος θεός, oder ἄλλος θεῶν, ein anderer von mehreren Göttern. Die Verschiedenheit wird ausgedrückt: – a) wie beim Comparativ durch ἤ, Aesch. Prom. 438; Soph. El. 1 173; Plat. Prot. 357 a u. öfter, ἄλλα ἢ τὰ γιγνόμενα = ψευδόμενα Xen. Cyr. 3, 1, 9. – b) Durch den gen., ἄλλος ἐμο ῦ, ἄλλο τῆς ἐπιστήμης, Plat. Theaet. 1 66 a Gorg. 512 d u. öfter, anders als, verschieden von, ἄλλα τῶν δικαίων ist dah. = ἄδικα, Xen. Mem. 1, 2, 37. – c) wenn eine Negation bei ἄλλος steht, durch ἀλλά, z. B. Hom. Od. 4, 348. 17, 139. 8, 311. 11, 558 Iliad. 21, 275; oder πλήν, Her. 4, 94; Plat. Theaet. 231 b; τίς ἄλλος πλὴν Ἀγησίλαος Xen. Ages. 7, 7; auch ohne vorangegangene Negation, Plat. Soph. 228 a Crat. 438 d ἄλλ' ἄττα ζητητέα πλὴν ὀνομάτων; vgl. Aesch. Prom. 258 οὐκ ἄλλο γ' οὐδὲν (τέρμα) πλὴν ὅταν κείνῳ δοκῇ: – εἰ μή, Hom. Od. 17. 383 τίση, ὰρ δὴ ξεῖνον καλεῖ ἄλλοθεν αὐτὸς ἐπελθὼν ἄλλον γ', εἰ μὴ τῶν οἳ δημιοεργοὶ ἔασιν. – d) selten ἀντί, Aesch. ἄλλος ἀντ' ἐμοῦ Prom. 465 Ag. 1241; Soph. O. C. 488; Eur. Herc. Fur. 519; Ar. Nubb. 653. Auch παρά, z. B. παρὰ πάντα ταῦτα ἄλλα εἰπεῖν Plat. Phaedr. 285 e Gorg. 307 a; Arist. rhet. 1, 5; ἄλλος παρ' ἐκεῖνον τὸν πρότερον Luc. Alex. 43; auch πρό, Her. 3, 85. – 2) selten der andere von zweien, für ὁ ἕτερος, Hom. Iliad. 9, 313 ὃς χ' ἕτερον μὲν κεύθῃ ἐνὶ φρεσίν, ἄλλο δὲ εἴπῃ, Scholl. Ariston. ἡ διπλῆ, ὅτι δοκεῖ συγκεχύσθαι τὸ ἄλλο πρὸς τὸ ἕτερον· ἔδει γὰρ ἕτερον δὲ εἴπῃ, ἑτέρου πρὸς ἕτερον ἀντιδιαστελλομένου· τὸ γὰρ ἄλλο ἐπὶ πλειόνων τίθεται; 9, 473 οὐδέ ποτ' ἔσβη πῦρ, ἕτερον μὲν ὑπ' αἰθούσῃ εὐερκέος αὐλῆς, ἄλλο δ' ἐνὶ προδόμῳ, πρόσθεν θαλάμοιο θυράων, Scholl. Ariston. ἡ διπλῆ, ὅτι πάλιν δοκεῖ τὸ ἄλλο πρὸς τὸ ἕτερον συγκεχύσθαι. πιθανεύονται δὲ οἱ λέγοντες τρία φῶτα εἶναι, ἓν μὲν ὑπὸ ταῖς αἰθούσαις, ἕτερον δὲ ἐν τῷ οἴκῳ, ἄλλο δὲ ἐν τῷ προδόμῳ τοῦ οἴκου· ἀπίθανον γάρ φασιν εἶναι, ἐν μὲν τῷ προδόμῳ πῦρ εἶναι, ἐν δὲ τῷ οἴκῳ ἐλλείπειν; vgl. 3, 104 οἴσετε δ' ἄρν', ἕτερον λευκὸν ἑτέρην δὲ μέλαιναν, γῇ τε καὶ ἠελίῳ· Διὶ δ' ἡμεῖς οἴσομεν ἄλλον; Od. 7, 123; Iliad. 13, 729 ἀλλ' οὔ πως ἅμα πάντα δυνήσεαι αὐτὸς ἑλ έσθαι. ἄλλῳ μὲν γὰρ ἔδωκε θεὸς πολεμήια ἔργα, 731 ἄλλῳ δ' ὀρχηστύν, ἑτέρῳ κίθαριν καὶ ἀοιδήν· ἄλλῳ δ' ἐν στήθεσσι τιθεῖ νόον εὐρύοπα Ζεύς, Lehrs in Friedlaend. Ariston. p. 225 Eum (intell. versum) qui nunc est 731 (adjectus a Zenodoto Mallote: cf. V) ἄλλῳ δ' ὀρχηστύν – ignorat Aristonicus; nach Ausscheidung dieses unächten Verses bleibt ἄλλῳ μέν – ἄλλῳ δέ, Einem, einem Anderen, nicht dem Einen von Zweien, dem Anderen, ein Fall, der nicht mit ἕτεροςἄλλος verwechselt werden darf; vgl. Iliad. 8, 429 τῶν ἄλλος μὲν ἀποφθίσθω ἄλλος δὲ βιώτω, ὅς κε τύχῃ; 12, 267 ἄλλον μειλιχίοις, ἄλλον στερεοῖς ἐπέεσσιν νείκεον, ὅν τινα πάγχυ μάχης μεθιέντα ἴδοιεν; 22, 498 δευόμενος δέτ' ἄνεισι πάις ἐς πατρὸς ἑταίρους, ἄλλον μὲν χλαίνης ἐρύων, ἄλλον δὲ χιτῶνος; 18, 586 ἐν δ' ἔρις, ἐν δὲ κυδοιμὸς ὁμίλεον, ἐν δ' ὀλοὴ κὴρ ἄλλον ζωὸν ἔχουσα νεούτατον, ἄλλον ἄουτον, ἄλλον τεθνηῶτα κατὰ μόθον ἕλκε ποδοῖιν; 6, 147 φύλλα τὰ μέν τ' ἄνεμος χαμάδις χέει, ἄλλα (andere, nicht die anderen) δέ θ' ὕλη τηλεθόωσα φύει; – dem ἕτερος entspricht ἄλλος Sophocl. El. 739; ἄλλος μέν – ἕτερος δέ Her. 1, 3, 2; ὁ μὲν ἕτερος – ὁ δ' ἄλλος Eur. I. T. 962; οὐδ' ἄλλος für οὐδέτερος Theocr. 6, 46; Xen. Cyr. 8, 1, 19 εἷς μὲν – ἄλλος δέ, viermal 8, 2, 6. – 3) übh. nur das Gegenüberstellen bezeichnend, bei Ungleichartigem; scheinbar pleonastisch, μήτηρ οὔ τι πέπυσται, οὐδ' ἄλλαι δμωαί Od. 2, 412, weder die Mutter noch andere, nämlich Mägde, weder die Mutter noch auf der andern Seite die Mägde; vgl. Od. 1, 132. 6, 84. 8, 40. 9, 367. 13, 266. 15, 407; – Soph. Phil. 38 ἄλλα ῥάκη, die Lumpen des Philoktet außer seinem Becher und Feuerzeug; in der Regel wird sich ein allgemeiner Gesichtspunkt, unter den beide Satzglieder zu bringensind, auffinden lassen, um die eigtl. Bdtg von ἄλλος festzuhalten, z. B. οὐ χόρτος οὐδὲ ἄλλο δένδρον, kein Gewächs, weder Gras noch Baum, Xen. An. 1, 5, 5; vgl. πολῖται καὶ ἄλλοι ξένοι Plat. Gorg. 473 c; ἄνδρες στρατιῶται Ἀθηναίων τε καὶ τῶν ἄλλων συμμάχων, und der Bundesgenossen andererseits, Thuc. 7, 61; τοξόται χίλιοι καὶ πελτασταὶ ἄλλοι τοσοῦτοι Xen. Cyr. 3, 2, 2; ὁπλίτας καὶ τοὺς ἄλλους ἱππέας Hell. 2, 4, 6; καὶ λίθοις καὶ γῇ καὶ ἄλλοις ζώοις Phaed. 110 e; αἱ μάχαι τοῖς τε Ἀχαιοῖς καὶ τοῖς ἄλλοις Τρωσὶν ἐγένοντο, auf der andern, das ist entgegengesetzten Seite, Alcib. I, 112 b. – 4) Mit dem bestimmten Artikel, gew. im plur., die Uebrigen, oder im sing. bei einem Collectivum, ἡ ἄλλη Ἑλλάς, das übrige Hellas, Thuc. 1, 77; ἡ ἄλλη πόλις Plat. Rep. V, 475 b; ἡ ἄλλη Ἀσσυρία Xen. Cyr. 2, 1, 5, und oft τὸ ἄλλο στράτευμα; – Hom. τὸν ἄλλον λαόν Iliad. 11, 189. 204, mit homerischer Weglassung des Artikels ἄλλον λαόν 16, 38, ἄλλος λαός 11, 796; ἡμέας τοὺς ἄλλους 8, 211; οἱ δ' ἄλλοι ihr Anderen 3, 73, οἱ δ' ἄλλοι wir Anderen 94, ἄλλοι δέ ihr Anderen 102; ἄλλοι Ἀχαιοί die anderen 3, 461; ἄλλοι μέν ῥα θεοί τε καὶ ἀνέρες ἱπποκορυσταί 2, 1, ἄλλοι μὲν παρὰ νηυσὶν ἀριστῆες Παναχαιῶν 10, 1, Ariston. Scholl. 2, 1 ἄλλοι: ὅτι Ζηνόδοτος γράφει ὦλλοι. ὁ δὲ ποιητὴς ἀσυνάρθρως ἐκφέρει, Scholl. 10, 1 παραιτητέον δὲ τοὺς γράφοντας, ὧν ἐστι καὶ Ζηνόδοτος, ὦλλοι μέν, ἢ καὶ τοὺς ὁπωσοῦν βουλομένους δασύνειν· ἔστι γὰρ ὁ ποιητὴς παραλειπτικὸς τῶν ἄρθρων; Iliad. 15, 87 πάντες άνήιξαν, καὶ δεικανόωντο δέπασσιν. ἡ δ' ἄλλους μὲν ἔασε, Θέμιστι δὲ καλλιπαρῄῳ δέκτο δέπας. – Man bemerke τῇ ἄλλῃ ἡμέρᾳ, τῷ ἄλλῳ ἔτει, am folgenden Tage, im folgenden Jahre, oft bei Att., ἐς τὰς ἄλλας ὥρας, übers Jahr, Eur. Iph. A. 1 22; ὁ ἄλλος χρόνος, die folgende Zeit; aber Dem. Lept. 19 die vergangene. Sehr häufig neutr. τἄλλα (so schreibt Wolf Anal. 2 p. 431; τἆλλα Göttling Theodos. Gramm. p. 222) adv. im übrigen, sonst; τά τε ἄλλα καὶ ὅτι Xen. Conv. 4, 44; τά τε ἄλλα καὶ οὐκ Cyr. 1, 3, 8; τά τε ἄλλα ἐτίμησε, καὶ ἔδωκε An. 1, 3, 3; vgl. Cyr. 7, 3, 4 u. Plat. πολλά τε ἄλλα καὶ δὴ καί Polit. 268 e; ὃ δὴ μάλιστα φιλεῖ τά τε ἄλλα πάντα καὶ ὁ ἔρως ἐμποιεῖν Conv. 182 c. So entspricht ἄλλοι τε πολλοὶ καὶ dem lat. cum – tum, das folgende bes. hervorhebend, auch ohne τε, ἐπὶ τὴν ἄλλην χώραν καὶ δὴ καὶ Lycurg. 95; Xen. An. 1, 4, 15; vgl. εἴ τις καὶ ἄλλος, wenn noch Jemand anders, εἴπερ τι ἄλλο τῶν τοιούτων, wenn je etwas von der gleichen, Plat. Phaed. 63 c; – Hom. Iliad. 22, 322 τοῦ δὲ καὶ ἄλλο τόσον μὲν ἔχε χρόα χάλκεα τεύχεα, im Uebrigen, s. Scholl. Ariston.; 23, 454 ὃς τὸ μὲν ἄλλο τόσον φοῖνιξ ἦν, ἐν δὲ μετώπῳ λευκὸν σῆμ' ἐτέτυκτο, s. Scholl. Ariston.; – Iliad. 14, 249 ἤδη γάρ με καὶ ἄλλο τεὴ ἐπίνυσσεν ἐφετμή, ein anderes Mal, bei einer anderen Gelegenheit, s. Scholl. Herodian. – 5) Mit der Bedtg verschieden hängt die: fremd, ausländisch, = ἀλλότριος, zusammen, Od. 11, 127. 23, 274 ἄλλος ὁδίτης; dem πολίτης entgegengesetzt Soph. O. R. 230. – 6) Zuweilen weist es wie unser ein anderer auf etwas Bekanntes hin, wie in dem sprichwörtlichen: ἄλλος οὗτος Ἡρακλῆς, das ist ein anderer H., Plut. Thes. 29; so ἄλλα δέκα τάλαντα, andere, wieder zehn Tal., Alc. 8; ἄλλοι τοσοῦτοι, wieder so viele, Xen. Cyr. 3, 2, 3; vgl. Plat. Legg. V, 745 a; ἄλλος τοιοῦτος, eben ein solcher, Rep. II1, 372 d; vgl. Xen. Hell. 2, 4, 42; Plut. Lucull. 28. – 7) Beim compar. steht es im Griech. fast pleonastisch für das Deutsche, Hom. Iliad. 12, 92 ἄλλον Κεβριόναο χερείονα, Einen der unbedeutender war als K., 232 καὶ ἄλλον μῦθον ἀμείνονα τοῦδε, eine bessere Rede als diese, 22, 106 μή ποτέ τις εἴπῃσι κακώτερος ἄλλος ἐμεῖο; ähnlich 4, 81 ὧδε δέ τις εἴπεσκεν ἰδὼν ἐς πλησίον ἄλλον, er blickte den Nachbar an; – dagegen fehlt es, wo wir es erwarten, nicht selten, z. B. ἑωσφόρος καὶ ἄστρα, u. die (andern) Sterne, Hes. Th. 382; oft Ζεὺς καὶ θεοί, wofür es Il. 6, 476 Ζεῦ ἄλλοι τε θεοί heißt; ποίῳ τρόπῳ, auf welche Weise sonst? Soph. O. C. 475; vgl. Trach. 390; αἱ δύω, die beiden andern, wo von dreien die Rede war u. einer schon besonders erwähnt ist, H. h. Cer. 447; Hes. Th. 277. 278; μηδεὶς ἤ, kein anderer als, Xen. Cyr. 7, 5, 16. – Man beachte noch, daß die Griechen gern 2 verschiedene oder gleiche Casus von ἄλλος verb. oder es mit einem stammverwandten Worte zusammenstellen, ἄλλην καὶ ἄλλην ἡδονὴν διώκειν, einem andern u. wieder einem andern Vergnügen nachjagen, Xen. Cyr. 4, 1, 15; ἄλλος λίθῳ ἔβαλλε καὶ ἄλλος An. 1, 5, 12; ἄλλος ἄλλαις ἐν πύλαις, der eine in diesem, der andere im andern Thore, also in verschiedenen Thoren, Aesch. Sept. 433; ἄλλοις δέ τις ἐτέλεσσεν ἄλλος ἀνήρ – ὕμνον Pind. P. 2, 13; u. so überall, ἄλλος ἄλλον εἷλκε, ἄλλος ἄλλα λέγει, Xen. An. 5, 2, 15. 2, 1, 15; ἄλλος ἄλλον τρόπον, auf verschiedene Weise, bald so, bald so, Cyr. 2, 1. 4. – Aehnl. ἄλλοθεν ἄλλος, ἄλλος ἄλλοτε u. ä. – S. noch ἄλλοτι.

Greek (Liddell-Scott)

ἄλλος: η, ο: (ἐκ τῆς √ΑΛΛ παράγονται καὶ αἱ λέξεις ἀλλά, ἀλλοῖος, ἀλλότριος, ἀλλήλων, ἀλλάσσω, Λατ. alius (ἀρχ. Λατ. alis, alid), aliquis, alienus, κτλ. Γοτθ. alis (ἄλλος), aljath τὸ (ἀλλαχόθεν)· Παλ. Ὑψ. Γερμ. ali-lanti (Γερμαν. ausland), alles, elles (Ἀγγλ. else): πρβλ. ἔνιοι. Ἄλλος, δηλ. καὶ ἄλλος τις ἐκτὸς τοῦ μνημονευθέντος· εἴτε ὡς ἐπίθετον εἴτε ὡς ἀντωνυμ.: ὁπότε κεῖται ὡς ἐπίθ., τὸ οὐσιαστικὸν αὐτοῦ τίθεται ἢ κατὰ τὴν αὐτὴν πτῶσιν ἢ κατὰ γεν., ἄλλος Ἀχαιῶν ἢ Ἀχαιός, ἀνδρῶν ἄλλος ἢ βροτὸς ἄλλος, Ὅμ., κτλ.: ― ἄλλος μέν... ἄλλος δέ..., σπανιώτερον ἐπὶ δύο προσώπων, Ἰλ. Χ. 493, καὶ Ἀττ.· ἀλλ’ ὡσαύτως, ὁ μέν..., ἄλλος δέ…, Ἰλ. Ζ. 147· καὶ Ἀττ. ἕτερος μέν..., ἄλλος δέ..., Ἰλ. Ι. 313· ἄλλος μέν..., ἕτερος δέ…, Ἡρόδ. 1. 32· ὁ μὲν ἕτερος…, ὁ δ’ ἄλλος, Εὐρ. Ι. Τ. 962· ἄλλ’ ἄλλοι κατὰ πληθ. τίθεται μόνον ἐν τῇ δευτέρᾳ προτάσει, Spitzn. Ἰλ. Ι. 549. ΙΙ. αἱ ἀκόλουθοι χρήσεις δύνανται νὰ διακριθῶσι: 1) ἄλλος τις ἢ τις ἄλλος, οἷος δήποτε ἄλλος, κἄποιος ἄλλος. Ὅμ. οὐδεὶς ἄλλος· ἄλλοι πολλοὶ ἢ πολλοὶ ἄλλοι, ἢ πολλοὶ καὶ ἄλλοι, Ἀττ. εἴ τις ἄλλος, Λατ. si quis alius, Θουκ. 6. 32, κτλ.· ὡσαύτως εἴ τις καὶ ἄλλος, Ξεν. Ἀν. 1. 4, 15, κτλ., ἴδε ἐν λ. εἰ VII. 1, d. 2) τὸ ἄλλος πολλάκις συνδυάζεται μετὰ τῶν ἰδίων αὐτοῦ πτώσεων ἢ ἐπιρρημάτων, ἄλλος ἄλλο λέγει, ἄλλος λέγει τοῦτο καὶ ἄλλος ἄλλο, Ξεν. Ἀν. 2. 1, 15: ἄλλος ἄλλῳ ἔλεγεν, Πλάτ. Συμπ. 220C· ἄλλος ἄλλῃ ἐτράπετο, Ξεν. Ἀν. 4. 8, 19· ἀλλὰ τὸ ῥῆμα δυνατὸν νὰ ἦναι κατὰ πληθ., παραλαμβάνων ἄλλος ἄλλον ἐπ’ ἄλλου, τὸν δ’ ἐπ’ ἄλλου χρείᾳ... ἐθέμεθα πόλιν ὄνομα, Πλάτ. Πολ. 369C, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 2. 1, 4. κτλ.: ὁ πληθ. ἄλλοι εἶναι ἐν χρήσει ὁπόταν τὰ διάφορα μέρη τοῦ ὅλου εἶναι κατὰ πληθ.· λείπουσι τὸν λόφον... ἄλλοι ἄλλοθεν, Ξεν. Ἀν. 1. 10, 13· καὶ οὕτω πιθανῶς ἄλλοι πρέπει νὰ ἀναγνωσθῇ ἐν Ἑλλ. 7. 1, 15· ἴδε ἐν λέξ. ἀλλαχῆ, ἄλλῃ, ἄλλην, ἄλλοθεν, ἄλλοσε, ἄλλοτε, ἄλλως. ἄλλυδις. 3) ἄλλος καὶ ἄλλος, ἄλλος καὶ ἔπειτα ἄλλος, Ξεν. Ἀν. 1. 5, 12· οὕτως ἄλλο καὶ ἄλλο, ἓν πρᾶγμα κατόπιν ἄλλου, ὁ αὐτ. Κύρ. 4. 1, 15. 4) κατ’ ἐπανάληψιν χάριν ἐμφάσεως, ἄλλος ἄλλος τρόπος, ὅλως διόλου ἄλλος, Εὐρ. Φοίν. 132. 5) οὐδ’ ἄλλος ἀντὶ οὐδέτερος, Θεόκρ. 6. 45. 6) μετὰ τοῦ ἄρθρου, ὁ ἄλλος, ὁ ὑπόλοιπος, ὁ ἐκτὸς τοῦ μνημονευθέντος· κατὰ πληθ., οἱ ἄλλοι (παρ’ Ἡροδ. κατὰ κρᾶσιν ὧλλοι), πάντες οἱ ἄλλοι, οἱ λοιποί, Λατ. ceteri· συχν. ἀπὸ τοῦ Ὁμ. καὶ ἐφεξῆς, ὅστις ἔχει ἐνίοτε τὸ ἄλλοι (ἄνευ τοῦ ἄρθρου) μετὰ τῆς αὐτῆς σημασίας, Spitzn. Ἰλ. Β. 1· τὰ ἄλλα κατὰ κρᾶσιν τἆλλα ἢ (ὡς ὁ Οὐόλφ. Anal. 2. σ. 431) τἄλλα, Λατ. cetera, reliqua, οὐχὶ alia, Ὅμ., κτλ., τἆλλα πλὴν ὁ χρυσός, Πύθερμ. (Bgk. λυρ., Σκόλ. 1. σ. 1287)· παρ’ Ἀττ. συχνάκις ἐν χρήσει ὡς ἐπίρρ., κατὰ τὰ λοιπά, διὰ τὰ λοιπά· ἐνίοτε καὶ ἐπὶ χρόνου: τὸν ἄλλον χρόνον, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 2· (ἔνθα παρατηρητέον ὅτι ὁ ἄλλος χρόνος συνήθως τίθεται ἐπὶ τοῦ παρελθόντος, καὶ ὁ λοιπὸς χρόνος ἐπὶ τοῦ μέλλοντος, Οὐόλφ. Λεπτ. 462. 1: ἀλλὰ ὁ ἄλλος χρόνος ἐπὶ μέλλοντος, Λυσ. 139. 45)· οἵ τε ἄλλοι καί…, τά τε ἄλλα καί..., πάντα τὰ ἄλλα καὶ πρὸ πάντων..., Ἡρόδ. 1. 1, κτλ., ἄλλα τε δὴ εἶπε, καί... Πλάτ. Θεαίτ. 142C· (ἴδε ἐν λ. ἄλλως 1): ― τὸ ἄλλο εἶναι ἧττον συχνὸν τοῦ τὰ ἄλλα. 7) τὸ ἄλλος τίθεται μετ’ ἀριθμητικῶν, ὁπότε πρέπει νὰ ἑρμηνεύηται διὰ τοῦ ἔτι, ἀκόμη, ἐπὶ πλέον, κτλ., πέμπτος ποταμὸς ἄλλος, ἀκόμη καὶ πέμπτος ποταμός, Ἡρόδ. 4. 54· πρβλ. Αἰσχύλ. Θ. 486, Σοφ. Ἀντ. 1295. 8) ἐν τῇ ἀπαριθμήσει διαφόρων προσώπων ἢ πραγμάτων, ἔνθα φαίνεται ὡς πλεοναστικός, πράγματι χρησιμεύει ὅπως ἐξάρῃ τὴν μεταξὺ αὐτῶν διαφοράν, ὡς, ἅμα τῇ γε καὶ ἀμφίπολοι κίον ἄλλαι, μετ’ αὐτῆς, τῆς δεσποίνης αὐτῶν, συνεπορεύοντο καὶ ἀμφίπολοι ὡσαύτως, Ὀδ. Ζ. 84· ἔκτοθεν ἄλλων μνηστήρων (γινομένου λόγου παρὰ τῆς Ἀθηνᾶς), Α. 132. πρβλ. Ι. 367, Ν. 266· καὶ συχν. παρ’ Ἀττ., παρ’ ἀγγέλων ἄλλων, ἄλλων ἐκτὸς ἐμοῦ, Σοφ. Ο. Τ. 7: οὐ γὰρ ἦν χόρτος οὐδὲ ἄλλο δένδρον οὐδέν, δὲν ὑπῆρχε χόρτος, οὐδὲ κανὲν δένδρον διόλου, Ξεν. Ἀν. 1. 5, 5· προσοφλὼν οὐ τὴν ἐπωβελίαν μόνον ἀλλὰ καὶ ἄλλην ὕβριν, ἀλλ’ ἐκτὸς τούτου καὶ.., Αἰσχίν. 23. 26, Ἐλμσλ. Ο. Τ. 7, Heind. Πλάτ. Γοργ. 473D, Stallb. Πλάτ. Ἀπολ. 36Β: ― καὶ ὁ Ὅμηρος συχνάκις ἔχει τὴν λέξιν σχεδὸν κατὰ πλεονασμὸν μετὰ συγκριτ., οὔ τις σεῖο νεώτερος ἄλλος Ἀχαιῶν, Ἰλ. Ο. 569, πρβλ. Χ. 106, καὶ ἀλλ.: μετὰ ὑπερθ., ὀϊζυρώτατος ἄλλων, Ὀδ. Ε. 105· ὡσαύτως μετὰ τοῦ πλησίος, Ἰλ. Δ. 81. καὶ ἀλλ.· μετὰ τοῦ εἶς ἢ μόνος, Εὐρ. Μήδ. 945, Πλάτ. Χαρμ. 166Ε. ― Ἀλλαχοῦ δὲ πάλιν ἐκ τοῦ ἐναντίου λέγεται ὅτι τὸ ἄλλος παραλείπεται εἰς φράσεις ὡς τὸ ὦ Ζεῦ καὶ θεοί, Ἀριστοφ. Πλ. 1, πρβλ. Ἰλ. Ζ. 476. ΙΙΙ. πολλῷ σπανιώτερον ὡς τὸ ἀλλοῖος, ἄλλου εἴδους, διάφορος, Ἰλ. Ν. 64, Φ. 22. 2) ἐν ταύτῃ τῇ σημασίᾳ ἐνίοτε συντάσσ. ὡς συγκριτ. μ. γεν., ἄλλα τῶν δικαίων, ἄλλα παρὰ δίκαια, Ξεν. Ἀπομ. 4. 4, 25: ― οὕτως ἀκολουθεῖται καὶ ὑπὸ τοῦ ἤ..., ὁπότε ἢ προηγεῖται ἄρνησις, ὡς οὐδὲ ἄλλο…, οὐδὲν ἄλλο (ἢ ἄλλο οὐδέν), ἤ..., οὐδὲν ἕτερον ἤ..., Ἡρόδ. 1. 49., 7. 168, Θουκ. 4. 14· οὐδὲν ἄλλο γ’ ἢ πτήξας, Αἰσχύλ. Πέρσ. 209· ἃ μηδὲν ἄλλο ἢ διανοεῖταί τις, τὰ ὁποῖα μόνον διανοεῖταί τις, Πλάτ. Θεαίτ. 195Ε: ― ἢ συχνότερον, ἡ πρότασις εἶναι ἐρωτηματική, τίς ἄλλος ἢ ’γώ...; Αἰσχύλ. Πρ. 440, τί ἄλλο ἤ…; τί ἄλλο παρά..., Θουκ. 3. 39, κτλ.: τί δ΄ ἄλλο γ’ ἢ πόνοι...; Αἰσχύλ. Θ. 851: ἐλλειπτ., τί ἄλλο (ἐνν. πάσχω) ἢ ἱπποκένταυρος γίγνομαι; Ξεν. Κύρ. 4. 3, 20: ― ὡσαύτως ἀκολουθοῦντος τοῦ πλήν· Σοφ. Αἴ. 125, Ἀριστοφ. Ἀχ. 39: ὡσαύτως ἀκολουθούντων ἐμπροθέτων προσδιορισμῶν: ἄλλος πρό…, Ἡρόδ. 3. 85· ἄλλος ἀντί…, Αἰσχύλ. Πρ. 467· παρά… Πλάτ. Φαίδων 80Β, κτλ.: ὅταν δὲ συνδυάζηται μετ’ ἀρνήσεως, ἀκολουθεῖ ἐνίοτεἀλλά, Ἰλ. Σ. 403, Φ. 275, Ω. 697: ― περὶ τοῦ ἄλλοτε ἤ..., ἴδε ἐν λέξεσιν. ― Ἐντεῦθεν πηγάζουσι δευτερεύουσαί τινες σημασίαι: 3) ἄλλος παρὰ τοὺς συνήθεις, παράδοξος, ξένος· ἄλλος ὁδίτης, Ὀδ. Ψ. 274. 4) ἄλλος παρ’ ὅ,τι εἶναι, μὴ ἀληθής, = ψευδής, ἀπατηλός, Δ. 348, Ρ. 139. 5) ἄλλος ἢ ὁ ὀρθός, ἄδικος, κακός, Πλούτ. 2. 187D, κτλ., πρβλ. ἄλλως: ― τὸ ἕτερος κεῖται ἐπὶ τοιαύτης χρήσεως παρὰ τοῖς δοκιμωτέροις συγγραφεῦσιν, ἴδε ἕτερος ΙΙΙ. 2.

French (Bailly abrégé)

η, ο;
1 autre, un autre ; ἄλλος Ἀχαιῶν IL un autre d'entre les Grecs ; ἄλλος μὲν… ἄλλος δέ…, l'un… l'autre… ; ἄλλος ἄλλο λέγει XÉN l'un dit une chose, l'autre une autre ; ἄλλος γάρ τ’ ἄλλοισι ἀνὴρ ἐπιτέρπεται ἔργοις OD car l'un se plaît à un travail, l'autre à un autre ; ἄλλος ἄλλῃ, ἄλλος ἄλλοθεν, etc. (v. ἄλλῃ, ἄλλοθεν, etc.) ; ἄλλος καὶ ἄλλος XÉN un et un autre, un ou deux ; ἄλλο καὶ ἄλλο XÉN une chose après une autre ; pléon. en outre : ἅμα τῇγε καὶ ἀμφίπολοι κίον ἄλλαι OD avec elle vinrent aussi ses servantes ; οὐ γὰρ ἦν χόρτος οὐδὲ ἄλλο δένδρον οὐδέν XÉN car il n’y avait ni fourrage ni arbre d'aucune sorte. • Précédé de l'article, il signifie d'ord. le reste : ὁ ἄλλος στρατός XÉN, ἡ ἄλλη Ἑλλάς XÉN le reste de l'armée, de la Grèce ; ὁ ἄλλος χρόνος ATT le reste du temps ; τὰ ἄλλα, par crase τἄλλα ou τἆλλα les autres choses, le reste (lat. cetera), ou adv. du reste ; τῇ ἄλλῃ ἡμέρᾳ, τῷ ἄλλῳ ἔτει ATT le jour suivant, l'année suivante • La loc. οἵ τε ἄλλοι… καί, τά τε ἄλλα… καί signifie les autres… et en particulier (celui-ci), les autres choses… et en particulier celle-ci : τά τε ἄλλα ἐτίμησε καὶ ἔδωκε XÉN entre autres marques d'estime, il lui donna (litt. il l'honora d'autres marques d'estime et en particulier lui donna);
2 autre, d'autre sorte, différent : ἄλλα τῶν δικαίων XÉN des choses autres que celles qui sont justes ; ἄλλος παρά et acc. ; ἄλλος ἀντί τινος ; ἄλλος εἰ μή autre que ; τίς ἄλλος ἢ ’γώ ; ESCHL quel autre que moi ? οὐδὲν ἄλλο ἤ ATT rien autre chose que ; τί ἄλλο οὗτοι ἢ ἐπεβούλευσαν ; THC qu’ont-ils fait sinon conspirer ? ἄλλο τί ποιῶ ἤ… ; ATT fais-je autre chose que… ? càd ne fais-je pas… ?;
3 autre (que les nationaux), étranger ; autre (que ce qui est), faux, non réel ; autre (que ce qui est juste), déshonnête, mauvais.
Étymologie: p. *ἄλjος, cf. lat. alius.

English (Autenrieth)

other, another, (οἱ) ἄλλοι, the rest; freq. in antithetical and reciprocal clauses, ἄλλος μὲν.. ἄλλος δέ, ἄλλοθεν ἄλλος, etc.; very often idiomatic and untranslatable, ἔκτοθεν ἄλλων | μνηστήρων, ‘from the others, the suitors,’ i. e. from the through of suitors, Od. 1.132. Phrases: ἄλλο τόσον, as muchmore’; ἰδὼν ἐς πλησίον ἄλλον, with a look towards his nextneighbor’; ἔξοχον ἄλλων, ἄλλο δέ τοι ἐρέω (marking a transition), similarly ἄλλ (ἄλλο) ἐνόησε (a ‘newidea). In Od. 20.213, ἄλλοι implies ‘strangers,’ i. e. other than the rightful owners; so ‘untrue’ (other than the true) is implied, Od. 4.348.

English (Slater)

ἄλλος (-ος, -ῳ, -ον; -οι, -ων, -οις(ι), -ους: -ας, -ᾳ, -αν; -αι, -ᾶν, -αις: -ο, -ου, -ο; -α, -ων, -οις, -α) <span class=mstonen>A adj.
   1 other, another, opposed to preceding.
   a ἐπί τι καὶ πῆμ' ἄγει παλιντράπελον ἄλλῳ χρόνῳ (O. 2.37) ἄλλον αἴνησεν γάμον (P. 3.13) ἕλκεα ῥῆξαν τὰ μὲν ἀμφ' Ἀχιλεῖ νεοκτόνῳ ἄλλων τε μόχθων ἐν πολυφθόροις ἁμέραις (N. 8.31) οὐκ ἔστι πρόσωθεν θνατὸν ἔτι σκοπιᾶς ἄλλας ἐφάψασθαι ποδοῖν (i. e. ὑψηλοτέρας) (N. 9.47)
   b = ἄλλος τις. σφόδρα δόξομεν δαίων ὑπέρτεροι ἐν φάει καταβαίνειν· φθονερὰ δἄλλος ἀνὴρ βλέπων (ἆλλος coni. Lobel.) (N. 4.39)
   c combined with other adj. μηκέτ' ἀελίου σκόπει ἄλλο θαλπνότερον ἐν ἁμέρᾳ φαεννὸν ἄστρον (O. 1.6) ἄλλαι δὲ δὔ ἐγένοντ' ἔπειτα χάρμαι (O. 9.86) κεραυνοῦ τε κρέσσον ἄλλο βέλος διώξει χερὶ (I. 8.34)
   d = πᾶς ἄλλος. ἄνθεμα φλέγει, τὰ μὲν χερσόθεν, ὕδωρ δ' ἄλλα φέρβει (O. 2.73) ἅλιξιν σὺν ἄλλοις (P. 4.187) τὰ δἄλλαις ἁμέραις φάσομαι (N. 9.42) Ἀοσφόρος θαητὸς ὣς ἄστροις ἐν ἄλλοις (I. 4.24) φαίης κέ νιν ἄνδρ' ἐν ἀεθληταῖσιν ἔμμεν Ναξίαν πέτραις ἐν ἄλλαις χαλκοδάμαντ ἀκόναν (I. 6.73) Μέμνονός τε βίαν ὑπέρθυμον Ἕκτορά τ' ἄλλους τ ἀριστέας (I. 8.55)
   2 fig. μόχθον ἄλλοις ἀμφέπει δύστανον ἐν τείχεσιν (= ἄλλοθι, ἐν τείχεσιν, Schr.: cf. Fraenkel on Agam. 437.) (P. 4.268)
   3 combined with another ἄλλο-word. ῥοαὶ δ' ἄλλοτ ἄλλαι ἔβαν (O. 2.33) Διαγόρας ἐστεφανώσατο κλεινᾷ τ' ἐν Ἰσθμῷ τετράκις εὐτυχέων Νεμέᾳ τ ἄλλαν ἐπ ἄλλᾳ (sc. νίκαν. one victory after another ) (O. 7.82) ἄλλοις δέ τις ἐτέλεσσεν ἄλλος ἀνὴρ εὐαχέα βασιλεῦσιν ὕμνον (P. 2.13) ἐγκωμίων γὰρ ἄωτος ὕμνωνἐπ' ἄλλοτ ἄλλον ὥτε μέλισσα θύνει λόγον (P. 10.54) διψῇ δὲ πρᾶγος ἄλλο μὲν ἄλλου (N. 3.6) μισθὸς γὰρ ἄλλοις ἄλλος ἐπ' ἔργμασιν ἀνθρώποις γλυκύς (Tric.: ἄλλος, ἄλλος ἄλλοις codd.) (I. 1.47) combined with τις. ἄλλοις δέ τις ἐτέλεσσεν ἄλλος ἀνὴρ εὐαχέα βασιλεῦσιν ὕμνον (P. 2.13) second ἄλλος suppressed, ἐντὶ γὰρ ἄλλαι ὁδῶν ὁδοὶ περαίτεραι some lead further than others (O. 9.104) <span class=mstonen>B subs.
   1 another, others (once neut.)
   a κεῖνος χάρματ' ἄλλοις ἔθηκεν (O. 2.99) μῶμος ἐξ ἄλλων κρέμαται φθονεόντων τοῖς (O. 6.74) “ἐπιχώριος οὐ ξείναν ἱκάνω γαῖαν ἄλλων” (P. 4.118) φυᾷ δ' ἕκαστος διαφέρομεν βιοτὰν λαχόντες, ὁ μὲν τά, τὰ δ ἄλλοι (N. 7.55) εἰ δέ τις ἔνδον νέμει πλοῦτον κρυφαῖον, ἄλλοισι δ' ἐμπίπτων γελᾷ (i. e. “non ita divitibus.” Schmid.) (I. 1.68)
   b = πᾶς ἄλλος. κεῖναι γὰρ ἐξ ἀλλᾶν ὁδὸν ἁγεμονεῦσαι ταύταν ἐπίστανται (O. 6.25) κεῖνα δὲ κεῖνος ἂν εἴποι ἔργα περαίτερον ἄλλων (O. 8.63) εἰ δέ τις ὄλβον ἔχων μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλους (Hartung: ἄλλων codd.: ἄλλον Morel.) (N. 11.13) μεγασθενῆ νόμισαν χρυσὸν ἄνθρωποι περιώσιον ἄλλων (I. 5.3)
   2 combined with another ἄλλο-word.
   a †ἄλλοισι δ' ἄλλοι μέγαλοι (ἀλλοίοισι coni. Blumenthal: ἐπ' ἄλλοις byz.) (O. 1.113) ἄλλοτε δ' ἄλλον ἐποπτεύει Χάρις ζωθάλμιος (O. 7.11) ἄλλα δ' ἐπ ἄλλον ἔβαν ἀγαθῶν (O. 8.12) τοὺς μὲν ὦν λύσαις ἄλλον ἀλλοίων ἀχέων ἔξαγεν (P. 3.50) δαίμων δὲ παρίσχει, ἄλλοτ' ἄλλον ὕπερθε βάλλων, ἄλλον δ ὑπὸ χειρῶν μέτρῳ καταβαίνει bis (P. 8.77) διψῇ δὲ πρᾶγος ἄλλο μὲν ἄλλου (N. 3.6) ἄλλοισι δ' ἅλικες ἄλλοι (N. 4.91) ἄλλα δ' ἄλλοισιν νόμιμα, σφετέραν δαἰνεῖ δίκαν ἀνδρῶν ἕκαστος fr. 215. 2.
   b n. pl. ἄλλα combined with ἄλλοτε. ἄλλ' ἄλλοτε πατέων ὁδοῖς σκολιαῖς this way and that (P. 2.85) ψεφεννὸς ἀνὴρ ἄλλοτ' ἄλλα πνέων οὔ ποτ ἀτρεκεῖ κατέβα ποδί of inconstant purpose (N. 3.41) αἰὼν δὲ κυλινδομέναις ἁμέραις ἄλλ' ἄλλοτ ἐξ ἄλλαξεν changes this way and that (I. 3.18)
   c repeated in enumeration. τεῖρε δὲ στερεῶς ἄλλαν μὲν σκέλος, ἄλλαν δὲ πᾶχ[υν], τὰν δὲ αὐχένα φέροισαν (sc. ἵππον.) fr. 169. 30. <span class=mstonen>C frag. ]ας ἄλλοι[ fr. 215b. 3.

Spanish (DGE)

-η, -ον
• Alolema(s): cret. ἄλος Kadmos 9.124 A 7 (Lito VI/V a.C.), ICr.4.72.1.44 (Gortina V a.C.); chipr. αἶλος IChS 217.14 (Idalion V a.C.)
• Morfología: [arcad. neutr. ἄλλυ Schwyzer 656.6; cret. sg. gen. ἄλλο ICr.4.72.2.24 (Gortina V a.C.), dat. ἄλλοι ICr.4.72.7.26 (Gortina V a.C.); plu. gen. ἀλλον ICr.4.72.8.4 (Gortina V a.C.), el. ac. ἄλλοιρ IO 39.8; adv. dór. ἀλλῶς A.D.Adu.175.13]
A adj. y pron.
I op. otro término
1 en gener. c. subst.:
a) otro a veces otro diferente ἄλλον ὀϊστόν Il.8.300, ὄρνεον ἄλλο Il.13.64, cf. Hes.Sc.28, οὐκ ἔστιν ἄλλη τῆσδε λωίων γυνή Semon.8.30, ἄλλῳ χρόνῳ Pi.O.2.37, ἄλλου λόγου A.Pr.522, τήνδε κοὐκ ἄλλην δίκην S.Ai.113, Λυδῶν τε καὶ ἄλλων ἐθνέων βασιλεύς Hdt.1.53, cf. Th.1.3.2, μεταβαλών ἄλλον ἄρχοντα Pl.Phdr.241a, μὴ μακρᾷ νηί, ἄλλῳ δὲ κωπήρει πλοίῳ Th.4.118, δι' ἄλλης ἐντεύξεως UPZ 170 A 48 (II a.C.), cf. 1Ep.Cor.15.39, ἄλλος ἄλλος ... τρόπος E.Ph.132;
b) incluso otro que lo que debe ser malo, desfavorable εἰ γάρ τοι καὶ χρῆμ' ... ἄλλο γένηται si te ocurre algún accidente Hes.Op.344, ἄλλου τινὸς ἡττῆσθαι D.21.218, cf. Plu.2.187d.
2 c. pron. o adj. indef. ἄ. τις algún otro, cualquier otro, otro ἵνα τις στυγέῃσι καὶ ἄλλος Il.8.515, ἤ τιν' ἄλλον ἀνθρώπων Sapph.129b, ὑπὸ ὀδόντος ... ἢ ἄλλου τευ Hdt.1.39, εἴ τις ἄλλος ἀνθρώπων ἔφυ E.Ph.1596, ὁ δὲ βασιλεύς ... ἢ ἄλλος τις IG 12.94.18 (V a.C.), esp. ἄλλο τι Od.7.208, Hes.Sc.330, Democr.B 266, μήτε ἑορτὴν ἄλλο τι ἡγεῖσθαι ἤ ... Th.1.70, τις καὶ ἄλλος precisamente algún otro Hdt.5.91, εἰ ... τινες καὶ ἄλλοι ... Αἰγύπτιοι si precisamente hay algunos (que están enterados) son los egipcios Hdt.3.2
frec. en neg. ningún otro οὐδέ τις ἄλλος ᾔδεεν Il.18.403, cf. 3.365, μή τις ... θεών ... καὶ ἄλλος Il.16.446, καὶ μὴ ἄλλος τις Hdt.3.85, μηδενὸς ἄ. S.Ai.261
c. otros indef. ἄλλα τε πόλλ' otras muchas cosas, Il.9.639, cf. Emp.B 110, πολλὰ καὶ ἄλλα Th.3.56, cf. Hdt.3.160
c. pron. interr. τί δ' ἄλλο; Ar.Nu.1088, X.Cyr.2.2.11, ὁποῖον ἄλλον οὐκ ὄψει ποτέ cual no verás otro semejante S.Tr.812.
3 abs. como pron. otro οἴσομεν ἄλλον Il.3.104, μήτ' ἄλλου ἀκούων ἐν θυμῷ βάλληται Hes.Op.296, χάρματ' ἄλλοις ἔθηκεν Pi.O.2.99, τὴν δὲ Ἰοῦν σὺν ἄλλῃσι ἁρπασθῆναι Hdt.1.1, ἄλλοις κηρύξας 1Ep.Cor.9.27
c. gen. part. ἐγὼ ... ἢ ἄλλος Ἀχαιών yo ... u otro de los aqueos, Il.2.231, ἡμῶν ἄλλος A.A.1280. ἄλλοι Περσέων otros persas Hdt.1.84.
4 por op. a un primer término dentro de una serie:
a) uno u otro (de dos, a veces segundo) ὅς χ' ἕτερον μεν κεύθῃ ἐνὶ φρεσίν, ἄλλο δὲ εἴπῃ Il.9.313, cf. Hdt.1.32, op. ἅτερος, θάτερος: τότ' ἄλλος, ἄλλοθ' ἅτερος (iban en la carrera) tan pronto uno primero, tan pronto segundo S.El.739, θάτερον ... βάθρον, τὸ δ' ἄλλο (tomando yo) este poyo, (ella) el otro E.IT 962
οἱ μὲν ... οἱ δὲ ... ἄλλοι δέ unos ... otros ... unos terceros Th.8.87
en series de numerales el segundo μίαν ... ἄλλην ... τρίτην Hdt.4.161, SIG 1007.39 (II a.C.), τὸν μὲν ἕνα ... τὸν δ' ἄλλον SIG 736.91 (I a.C.), cf. IG 12(1).677 (Yaliso, Rodas IV a.C.)
τὸ πρὸς μέρος ἥμισυ ... τοῦ ἄλλου ἡμίσους BGU 993.3.2 (II a.C.);
b) por op. a un tiempo determinado ἄλλης ἡμέρας al otro día, al día siguiente S.El.698, τῇ ἄλλῃ ἡμέρᾳ X.HG 1.1.13, εἰς ἄλλας ὥρας al año siguiente E.IA 122;
c) por op. a un lugar determinado la otra tierra, el extranjero ἢ 'ξ ἄλλης χθονός S.OT 230, γᾶν ἄλλαν E.El.204;
d) por op. a una pers. determinada un nuevo, otro ἔστιν γὰρ ὁ φίλος αὐτός porque el amigo es un otro (segundo) yo Arist.EN 1166a32, ἄλλος οὗτος Ἡρακλῆς (es) un nuevo Heracles Plu.Thes.29
Σεμθεὺς ... ἄλλος Σεμθεύς Senteo I ... Senteo II, PLille 27.15 (III a.C.), cf. PHib.31.11, 22 (III a.C.).
II indicando diferencia específica respecto a un segundo término, c. constr. diferente de, otro que c. gen. ἄλλο αὐτῆς τῆς ἐπιστήμης Pl.Chrm.166a, ἄλλα τῶν δικαίων X.Mem.4.4.25
c. otras constr. y esp. c. neg. (frec. en inscr.) ποινικάζεν ... καὶ μναμονεῦϝεν ... μηδὲν' ἄλον αἰ μὴ Σπενσίθ[ι] ον (que no pueda) ser escriba ni cronista de la ciudad ningún otro, sino Espensitio, Kadmos 9.124 A 7 (Lito VI/V a.C.)
c. πλήν: ἄλλαν ἱερᾶσθαι ... πλὰν ἢ ἅν κα ... SIG 1012.24 (Cos II/I a.C.), ἄλλου ἀνδρὸς πλὴν τοῦ ἰδίου SIG 985.35 (Filadelfia I a.C.), ἄλλο πλὴν εἴδωλ' S.Ai.125
οὐδεμία ἄλλη ... ὅτι μή Hdt.2.13
c. prep. οὐδεὶς ἄλλος πρὸ σεῦ Hdt.3.85, οὔτις ἄλλος ἀντ' ἐμοῦ A.Pr.467, ἀντὶ σοῦ παιδός E.HF 519, ἀντὶ τουτουΐ Ar.Nu.653, ἄλλο πάρεξ τοῦ ἐόντος Parm.B 8.37, οὐκ ἔστι παρὰ ταῦτ' ἄλλα Ar.Nu.698, ἐκτὸς σοῦ LXX Is.26.13
esp. c. ἤ: γυναῖκας ... ἄλλας ἒ τὰς μιαινομένας SIG 1218.25 (Ceos V a.C.), ἄλλο ... ἤ Hdt.1.49, Th.4.14, τίς ἄλλος ἢ 'γώ; A.Pr.440, τί ἄλλο ἢ ... ἱπποκένταυρος ... γίγνομαι; X.Cyr.4.3.20, τί ἄλλο οὗτοι ἢ ἐπεβούλευσαν Th.3.39
esp. ἄλλο τι ἤ en interr. ¿qué otra cosa (puede hacerse)?, ¿(pasará) qué ...?, ¿acaso no? ἄλλο τι ἢ ... πεινήσουσι; Hdt.2.14, ἄλλο τι ἢ ἠρέμα ... ἐπανασκεψόμεθα; Pl.Tht.154e, cf. Phd.70c, ἄλλο τι ἢ δὶς δυοῖν ... γίγνεται Pl.Men.82d
ἄλλο τι πλήν Pl.Sph.228a
raro sin interr. ὅπως ἀπόγνοια ᾖ τοῦ ἄλλο τι ἢ κρατεῖν τῆς γῆς a fin de que no les quedara otra esperanza que hacerse fuertes en la isla Th.3.85, σκόπει ... εἰ ἄλλο τι λέγεις ἢ τόδε, ὅτι Pl.Smp.200d.
III c. otro ἄλλος o c. formas de la misma raíz
1 en el mismo caso: en enumeraciones p. ej. en la priamela otro χῶστις μὲν νούσοισιν ... πιεσθῇ ὡς ὑγιὴς ἔσται, τοῦτο κατεφράσατο· ἄλλος δειλὸς ἐὼν ἀγαθὸς δοκεῖ ἔμμεναι, ... ἄλλος γῆν τέμνων, ... ἄλλος Ἀθηναίης ... ἔργα δαείς κτλ. Sol.1.37 ss., cf. Mimn.2.13
ἄλλος καὶ ἄλλος uno y otro: ἄλλος δὲ λίθῳ καὶ ἄλλος uno (le dio) con una piedra y luego otro X.An.1.5.12, cf. Cyr.4.1.24, πρὸς ἄλλῳ καὶ ἄλλῳ σημείῳ a uno y otro punto, a puntos diferentes Euc.1.7, ἄλλος ἔστιν ὁ σπείρων καὶ ἄλλος ὁ θερίζων Eu.Io.4.37
esp. ἄλλος μὲν ... ἄλλος δέ uno(s) ... otro(s) ἄλλοι μὲν χαλκῷ, ἄλλοι δ' αἴθωνι σιδήρῳ Il.7.473, cf. Pi.Fr.169.30.
2 en casos diferentes, distributivo ἄλλο ... ἄλλος cada uno, uno, Od.18.301, τιμῆς δ' ἄλλης ἄλλο μέδει cada uno tiene una prerrogativa diferente Emp.B 17.28, ἐπ' ἄλλην (ναῦν) δ' ἄλλος ηὔθυνεν δόρυ A.Pers.411, ἄλλος ἄλλα λέγει X.An.2.1.15, ἄλλαν ἐπ' ἄλλᾳ una (victoria) tras otra Pi.O.7.82, θαυμάζοντες ἄλλος ἄλλῳ ἔλεγεν ὅτι admirados se decían uno a otro que Pl.Smp.220c
suprimido el 2° ἄλλος: ἐντὶ γὰρ ἄλλαι ὁδῶν ὁδοὶ περαίτεραι pues algunos caminos llevan más lejos que otros Pi.O.9.104
a veces c. el verb. en plu. aparece ἄλλος en sg. παραλαμβάνων ἄλλος ἄλλον ἐπ' ἄλλου, τὸν δὲ ἐπ' ἄλλου χρείᾳ, πολλῶν δεόμενοι Pl.R.369c, cf. X.Cyr.2.1.4
c. formas de la misma raíz ἄλλον ἀλλοίων ἀχέων ἔξαγεν Pi.P.3.50, ἄλλοι ἀλλήλους (v. s.u. ἀλλήλους, ἀλλοῖος, etc. y los adv. ἄλλῃ, ἄλλοθεν, ἄλλοτε, etc.).
IV implicando una adición o diferenciación
1 c. numerales otro más, trad. frec. como adv. todavía, además, encima uno τρίτον ἄ. γένος una tercera raza Hes.Op.143, τέταρτος ἄλλος γείτονας πύλας ἔχων A.Th.486, cf. S.Ant.1295, πέμπτος ποταμὸς ἄλλος Hdt.4.54, ἐν Τενέδῳ ... μία οἰκέεται πόλις, καὶ ἐν τῇσι ... νήσοισι ... ἄλλη μία Hdt.1.151.
2 en enumeraciones y frec. en plu. los otros, los o trad. como adv. además, de otra parte ἅμα τῇ γε καὶ ἀμφίπολοι κίον ἄλλαι junto con ella venían las otras, las servidoras, Od.6.84, τῶν πολιτῶν καὶ τῶν ἄλλων ξένων Pl.Grg.473d
además, encima οὐ τὴν ἐπωβελίαν μόνον, ἀλλὰ καὶ ἄλλην ὕβριν Aeschin.1.163
c. neg. tampoco, ni siquiera μήτηρ ... οὐδ' ἄλλαι δμῳαί (ni mi) madre ... ni tampoco las criadas, Od.2.412, οὐ γὰρ ἦν χόρτος οὐδὲ ἄλλο οὐδὲν δένδρον no había hierba, ni siquiera un árbol X.An.1.5.5.
V por op. a una parte, c. art.
1 en sg. esp. c. art. ἡ ἄλλη Ἑλλάς el resto de Grecia Th.1.77, ὁ ἄ. στρατός X.Cyr.6.4.1
ref. al futuro τὸν ἄλλον χρόνον el resto del tiempo Lys.14.4, cf. SIG 987.17 (Quíos IV a.C.)
al pasado, D.20.16, ἡ ἄλλη ψυχή el resto del alma Pl.Men.88d, τῶν λιμωττόντων τοὺς πόδας φησὶ παχύνεσθαι, τὸ δ' ἄλλο σῶμα λεπτύνεσθαι Procl.ad Hes.Op.494.
2 en plu. los demás, el resto, todos los demás: frec. en neutr. y c. art. τὰ ἄλλα, contr. τἄλλα, τἆλλα: τἆλλα τὰ Ἀμάσιος πρήγματα Hdt.3.4, τἆλλα κατεσκευάζοντο Th.8.93, τά τε ἄλλα ἐποίησεν Th.1.129
c. πλὴν: οὐδὲν ἦν ἄρα τἄλλα πλὴν ὁ χρυσός Carm.Conu.27 (= Pythermus), πλὴν κεφαλῆς ... τἆλλα πάντα Hdt.1.119
c. χωρίς: χωρὶς τῆς ἀκροπόλιος τἆλλα πάντα Hdt.5.100
trad. como adv. por lo demás, IG 12.39.70 (V a.C.), masc. o fem. οἱ ἄλλοι (jón., contr. ὦλλοι Hdt.1.48, cf. Theoc.18.17), πρὸς ἅπαντας ... τοὺς ἄλλους Th.7.58.4, PTeb.731.7 (II a.C.).
3 en gen. plu. dependiente de adj. c. valor de primacía y c. numerales de entre todos, de todos los otros, de todos ἔξοχον ἄλλων Il.6.194, κεῖναι γὰρ ἐξ ἀλλᾶν ὁδὸν ἁγεμονεῦσαι ταύταν ἐπίστανται Pi.O.6.25, γυναικῶν ... τῶν ἄλλων μία E.Med.945, τῶν ἄλλων ὅσοι ὅντες οὐ θαλάσσιοι Th.1.7, μόνη τῶν τε ἄλλων ἐπιστημῶν Pl.Chrm.166c
esp. c. compar. y sup. οὔ τις σεῖο νεώτερος ἄλλος Ἀχαιῶν Il.15.569, ὀϊζυρώτατος ἄλλων Od.5.105
c. ἐν + dat. θαητὸς ὣς ἄστροις ἐν ἄλλοις Pi.I.4.24, πέτραις ἐν ἄλλαις entre todas las piedras Pi.I.6.73.
B adv. -ως
I 1de otro modo, de otra forma οὐδέ κεν ἄ. Ζεὺς ... παρατεκτήναιτο Il.14.53, ἄλλως δὴ φράζεσθε Il.19.401, ἄ. σοί γε πατὴρ ἠρήσατο Πηλεύς con otro pensamiento te prometió (mi) padre Peleo, Il.23.144 (pero cf. B I 2 y 3), τοῦτο οὐκ ἔστι ἄ. εἰπεῖν Hdt.6.124, οὐκ ἄ. λέγω no digo otra cosa e.d. eso es precisamente lo que quiero decir E.Hec.302, Or.709, καὶ ἄλλως τῆς δοθείσης περιφερείας τὸ τρίτον ἀφαιρεῖται μέρος Papp.280.20, esp. en doc. y cartas ὅπως μή ἄ. ἔσται PEnteux.25.16 (III a.C.), οὐδ' ἄ. καταχρηματίζειν POsl.40.48 (II d.C.), μὴ οὐν ἄ. ποίησῃς PMich.72.20 (III a.C.)
c. otros adv. ἄ. οὐδαμῶς de ninguna otra forma Pl.R.526a
ἄ. πως de algún otro modo Pl.R.343b, cf. X.Mem.2.6.39, κοινὴν μὲν διαίρεσιν ταύτην εἶναι, ἂν δὲ πῶς (sic) ἄλλως πρὸς αὐτοὺς ὁμολογήσωσιν que este sea el reparto público, pero si llegan a un acuerdo entre sí del otro modo e.d. en privado, IEphesos 4A.24 (III a.C.).
2 en contextos esp. enfáticos:
a) de otro modo muy diferente según el contexto mucho mejor ἦ τ' ἄλλως es bien diferente, Il.11.391, σοί εἶδος μὲν ἀριπρεπές, οὐδέ κεν ἄλλως οὐδέ θεὸς τεύξειε tienes un porte distinguido, ni un dios lo conformaría mejor, Od.8.176
o mucho peor, diferentemente de lo que está bien, mal op. ὀρθῶς D.Ep.1.12, τὰ ἔργα τὰ καλὰ πρόδηλα, καὶ τὰ ἄλλως ἔχοντα κρυβῆναι οὐ δύνανται 1Ep.Ti.5.25;
b) en otras circunstancias ἄ. μέν σ' ἂν ἐγὼ ... κελοίμην Od.15.513, cf. Hdt.1.42.
3 a)diferentemente de lo que debiera ser, sin resultado, sin producto, en balde, en vano según contexto amplio ψεύδοντ' Od.14.124, ἄλλ' ἄλλως πονεῖ S.OT 1151, ἄ. δ' ἐμόχθουν E.Med.1030, δίδωμι δὲ ἄ. doy de balde, por nada Hdt.3.139, tb. ὡς ἄλλως D.6.32, Is.7.27;
b) esp. en el giro τὴν ἄλλως del modo contrario λέγειν D.3.21, ψηφίζεσθε D.19.181
pero en relación con cuestiones generales, en general οἱ ἀγῶνες οὐδέποτε τὴν ἄ. ἀλλ' ἀεὶ τὴν περὶ αὐτοῦ Pl.Tht.172e
por lo demás τὴν ἄ. ἄνευ μισθοῦ ζημιώδους θεωρεῖν Pl.Lg.650a
en vano διατριβαὶ καὶ ἀναβολαὶ τὴν ἄ. ἐγίγνοντο D.C.38.2.3.
II c. condicionales y causales
1 cuando éstas preceden de una manera u otra, de todas formas, así y todo, así εἴ πέρ γε καὶ ἄ. ἐθέλει φανῆναι Hdt.7.16γ, εἰ ἄ. βουλοίατο Hdt.8.30, ἐπείπερ ἄ. ... εἰς Ἄργος κίεις A.Ch.680.
2 siendo el adv. el que precede especialmente si, puesto que ἄ. τε ἐάν ... X.Mem.1.2.59, ἄλλως τ' ἐπειδή Isoc.3.5, Pl.Men.85e.
III c. καί
1 cuando καί precede además, también ἀγήνωρ ἐστὶ καὶ ἄλλως Il.9.699, καὶ ἄλλως εὐειδής Hdt.1.60, cf. Pl.Phd.118a.
2 en el giro ἄλλως τε καί en especial, sobre todo, principalmente ἄ. τε καὶ σὺ μὲν κατηρτυκὼς ... προσῆλθες A.Eu.473, cf. S.El.1324, Th.1.70, ἄλλως τε πάντως καί A.Pr.636, Eu.726
frec. seguido de condicional o causal principalmente si ἄλλως τε καὶ ἢν ... ᾖ τὸ τρῶμα Hp.VC 21, ἄ. τε καὶ εἰ δόξομεν Th.1.81, ἄ. τε καὶ ἐπειδὴ ἐς οὐδένα οὐδέν ἐνεωτέριζον Th.2.3, c. constr. de part. ἄ. τε καὶ ἀλλήλοις ὕποπτοι ὄντες Th.4.104, cf. 7.80.
IV c. subst. simplemente, sólo, meramente εἴδωλον ἄλλως S.Ph.947, cf. E.Tr.476, πρόβατ' ἄλλως simple rebaño de borregos Ar.Nu.1203.
• Etimología: De una raíz *al- ‘otro’; c. la misma formación que en gr. *ali̯o-, cf. lat. alius, arm. ail, osc. allo, gal. alios, gót. aljis, toc.B alye-, etc.

English (Abbott-Smith)

ἄλλος, -η, -ο, (cf. Lat. alius, Eng. else), [in LXX for אַחֵר,אֶחָד, etc.;]
other, another: absol., Mt 20:3, al.; ἄ. δέ, I Co 3:10 12:8; pl., Mk 6:15; attached to a noun, Mt 2:12 4:21, al.; c. art., ὁ ἄ., the other, Mt 5:39, Jo 19:32 (Bl., §47, 8); οἱ ἄ., the others, the rest, Jo 20:25, I Co 14:29; ἄ. πρὸς ἄλλον = πρὸς ἀλλήλους (BL, §48, 10), Ac 2:12; ἄλλ’ (i.e. ἄλλο) ἤ (Bl., §77, 13), Lk 12:51; seq. πλήν, Mk 12:32; εἰ μή, Jo 6:22; παρά c. acc., I Co 3:11.SYN.: ἕτερος, q.v. ἄ. denotes numerical, ἕ. qualitative difference (Cremer, 89). ἄ. generally "denotes simply distinction of individuals, ἕ. involves the secondary idea of difference in kind" (v. Lft., Meyer, Ramsay, on Ga 1:6, 7; Tr., Syn., §xcv; BL, §51, 6; M, Pr., 79f., 246; MM, VGT, s.vv.). As to whether the distinction can be maintained in I Co 12:8, 10 v. ICC, in l., and on He 11:35f., v. Westc, in l.

English (Strong)

a primary word; "else," i.e. different (in many applications): more, one (another), (an-, some an-)other(-s, -wise).

English (Thayer)

(cf. Latin alius, German alles, English else; from Homer down), another, other;
a. absolutely: ἄλλοι μέν ἄλλο), and often,
b. as an adjective: ἄλλη συνείδησις, i. e. ἡ συνείδησις ἄλλου τίνος).
c. with the article: ὁ ἄλλος the other (of two), Buttmann, 32 (28), 122 (107)); οἱ ἄλλοι all others, the remainder, the rest: SYNONYMS: ἄλλος, ἕτερος: ἄλλος as compared with ἕτερος denotes numerical in distinction from qualitative difference; ἄλλος adds ('one besides'), ἕτερος distinguishes ('one of two'); every ἕτερος is an ἄλλος, but not every ἄλλος is a ἕτερος; ἄλλος generally 'denotes simply distinction of individuals, ἕτερος involves the secondary idea of difference of kind'; e. g. Lightfoot and Meyer on the latter passage; Trench, § xcv.; Schmidt, chapter 198.]

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἄλλος, -η, -ον) (ως αντωνυμία ή επίθετο)
1. αυτός που διακρίνεται από κάποιον ή κάποιους, που ήδη έχουν αναφερθεί ή υπονοηθεί
2. (ενάρθρως) ο άλλος, οι άλλοι
αυτός ή αυτοί που απομένουν, οι υπόλοιποι
3. διαφορετικός, αλλιώτικος, άλλου είδους ή άλλης φύσεως
4. ο επί πλέον, πρόσθετος (στην αρχ. με αριθμητικά)
5. αυτός που ακολουθεί τοπικά ή χρονικά, ο επόμενος
6. προηγούμενος, προγενέστερος
(νεοελλ.-μσν.)
1. ιδιότυπος, ασυνήθιστος, παράξενος, εξαιρετικός
2. (το ουδ. ως επίρρ.) άλλο
α) ακόμη, επί πλέον, επιπροσθέτως
β) περαιτέρω, πιο πέραάλλο δε φαίνεται ο γιαλός»)
γ) περισότερο («δε μπορώ να περιμένω άλλο»)
δ) του λοιπού, πια
νεοελλ.
άσχετος, ξένος, ανεξάρτητος
2. ανάλογος, παρόμοιος
3. ο ίσης αξίας με κάποιον, εφάμιλλος
4. (σε συνδυασμό με αντων. ή επιρρ.) «αλλ’ αντ’ άλλων» ή «άλλα των αλλώ», ανοησίες, ασυναρτησίες ή γενικά λόγοι εκτός του προκειμένου
«άλλος αυτός!», για πρόσωπο όμοιο κατά τα ελαττώματα με άλλους
«άλλοι κι άλλοι», μεγάλο πλήθος ανθρώπων «άλλο και τούτο!», για έκπληξη, παράδοξο άκουσμα ή ανέλπιστο γεγονός
«άλλο τίποτα!», για δήλωση αφθονίας ή πλεονασμού
«άλλος τόσος», διπλάσιος ή ισάριθμος
«κάθε άλλο!», για έντονη άρνηση
«ο ένας κι ο άλλος», οι τυχόντες, ο καθένας
«ο ένας τον άλλο», αλλήλους
«το ένα με το άλλο», κατά μέσον όρο
«(το) δίχως ή χωρίς άλλο», οπωσδήποτε, εξάπαντος
5. φρ. «άλλο να τ’ ακούσεις κι άλλο να το δεις» ή «άλλο να σού λέω κι άλλο να το δεις», δεν μπορεί κανείς με την ακοή να αποκτήσει σαφή γνώση ενός πράγματος ή γεγονότος, όση θα έχει βλέποντας το
«άλλο που δεν ήθελε!», ειρωνικά για κάποιον που έτυχε ή βρήκε αυτό που του άρεσε υπερβολικά
«από ‘δω παν’ κι οι άλλοι», για γρήγορη φυγή
«η άλλη ζωή», η μετά θάνατο, η μελλοντική ζωή
«ο άλλος κόσμος», ο Άδης
«ο ένας το μακρύ του κι ο άλλος το κοντό του», για διχογνωμίες
«πάρε τον έναν, χτύπα τον άλλο», για εξίσου κακούς ανθρώπους
«σού λέει ο άλλος», για πιθανή αντίρρηση ή γνώμη κάποιου άλλου αόριστα
μσν.
φρ. «ἄλλος ἐξ ἄλλού», α) πολύ διαφορετικός από τον εαυτό του, έξαλλος
β) αυτός που έχει πάθει σύγχυση, σαστισμένος
γ) τρελός από χαρά
δ) (για πόλη) αυτή που παρουσιάζεται σε άλλη, σε διαφορετική κατάσταση, που είναι ανάστατη
«τὴν ἄλλην» (ενν. ἡμέραν), την επόμενη μέρα
«τὴν ἄλλην» (ενν. ὁδόν), άλλη πορεία, κατεύθυνση, μέθοδο
αρχ.
1. στην πρωταρχική του σημασία σε διάφορες χρήσεις, όπως α) με τις αντωνυμίες τίς, οὐδείς, πολύς κ.λπ.
β) σε συνδυασμό με τις ίδιες του τις πτώσεις ή με επίρρ.
«ἄλλος ἄλλο λέγει», ο ένας λέει αυτό κι ο άλλος το άλλο (Ξενοφ. Ανάβ. 2,, 5)
«ἄλλος ἄλλη ἐτράπετο», ο ένας πήγε εδώ κι ο άλλος αλλού (Ξενοφ. Ανάβ. 4, 8, 9)
γ) επαναληπτικά χάριν εμφάσεως
«ἄλλος ἄλλος τρόπος», ολωσδιόλου άλλος (Ευρ. Φοίν. 32)
δ) (στις φρ.) «ἄλλος καὶ ἄλλος», ο ένας κατόπιν του άλλου
«ἄλλο καὶ ἄλλο», το ένα πράγμα κατόπιν του άλλου
«πρὸς ἄλλῳ καὶ ἄλλῳ σημείῳ», σε διάφορα σημεία
«οὐδ' ἄλλος», αντί του ουδέτερος, δηλ. ούτε ο ένας ούτε ο άλλος
2. στην απαρίθμηση, προσώπων ή πραγμάτων για να εξάρει τη μεταξύ τους διαφορά και σημαίνει «εκτός από», «επίσης»
3. πλεοναστικά με συγκριτικά, υπερθετικά και με τις λ. πλησίος, εἷς, μόνος κ.λπ.
4. ελλειπτικά (με υπονοούμενο το ρήμα («τί ἄλλο οὗτοι (ενν. ἐποίησαν)» Ξενοφών)
5. ο μη αληθής, ο μη πραγματικός, δηλ. ψεύτικος, απατηλός
6. ο μη ορθός, δηλ. άδικος, κακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη της νέας Ελληνικής, γνωστή ήδη από την εποχή του Ομήρου. Τόσο στα αρχαία όσο και στα νέα Ελληνικά η λ. είναι ιδιαίτερα παραγωγική. Ετυμολογικά θεωρείται συγγενής με το λατ. alius, γοτθ. aljis, αρχ. ιρλ. aile, αρμ. ayi, αρχ. ινδ. anya-, «άλλος» και ανάγεται σε αρχικό ΙΕ τ. al-yo- «άλλος».
ΠΑΡ. άλλως
αρχ.
ἀλλαχῆ, ἀλλαχόθι, ἀλλαχόσε, ἄλλη, ἄλλην, ἄλλοθεν, ἄλλοθι, ἀλλοῖος, ἄλλοκα, ἄλλοσε, ἀλλότριος, ἄλλυδις
αρχ.-μσν.
ἀλλαχοῦ
μσν.
ἀλλότης, ἀλλώνιος
μσν.- νεοελλ.
ἀλλοῦ
νεοελλ.
άλλο επίρρ..
ΣΥΝΘ. άλλοτε, αλλοπρόσαλλος
αρχ.
ἀλλήλων αρχ.-μσν. ἀλλήναλλος νεοελλ. αλλεργία, αλληστρατίζω, αλληώρας].

Greek Monotonic

ἄλλος: -η, -ο, Λατ. alius,
I. 1. άλλος, κάποιος άλλος εκτός, ἄλλος μέν..., ἄλλος δέ..., ο ένας, ο άλλος, σε Ομήρ. Ιλ.· ἄλλος τις ή τίς ἄλλος, κάποιος άλλος, ποιος άλλος· οὐδεὶς ἄλλος, κανείς· εἴ τις ἄλλος, Λατ. si quis alius, οποιοσδήποτε άλλος.
2. επαναλαμβανόμενο, ἄλλος ἄλλο λέγει, κάποιος λέει κάτι, κάποιος άλλος κάτι άλλο, δηλ. διαφορετικοί άνθρωποι λένε διαφορετικά πράγματα· ἄλλος ἄλλῃ ἐτράπετο, σε Ξεν.· λείπουσι τὸν λόφον ἄλλοι ἄλλοθεν, στον ίδ.· βλ. ἀλλαχῇ.
3. ἄλλος καὶ ἄλλος, ένας ή δύο· ἄλλο καὶ ἄλλο, ένα πράγμα μετά το άλλο, στον ίδ.
4. μαζί με το άρθρο, ὁ ἄλλος, ο άλλος· στον πληθ., οἱ ἄλλοι (Ιων. ὧλλοι), όλοι οι υπόλοιποι, όλοι οι άλλοι· Λατ. ceteri· τὰ ἄλλα, συνηρ. τἆλλα ή τἄλλα, Λατ. cetera, reliqua και όχι alia· οἵ τε ἄλλοι καί..., και όλοι οι άλλοι και..., δηλ. κυρίως.
5. με αριθμητικά, ακόμη, επιπλέον, πέμπτος ποταμὸς ἄλλος, ακόμα και ένας πέμπτος ποταμός, σε Ηρόδ.· με υπερθ., ὀϊζυρώτατος ἄλλων, ο πιο αξιολύπητος από τους άλλους, σε Ομήρ. Οδ.
II. σπανίως όπως το ἀλλοῖος, άλλου είδους, διαφορετικός, σε Ομήρ. Ιλ.
2. μερικές φορές όπως ο συγκρ. με γεν., ἄλλα τῶν δικαίων, άλλα παρά δίκαια, σε Ξεν.· ακολουθ. από το ἤ..., όταν προηγείται αρνητικό, οὐδὲνἄλλο, ἤ..., τίποτα άλλο από..., σε Ηρόδ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἄλλος: ἄλλη, ἄλλο
1) другой, иной: ἄ. (ὁ или ἕτερος) μὲν …, ἄ. δέ Hom., Thuc., Xen. один …, а другой …; ἄ. ἄλλοισιν ἀνὴρ ἐπιτέρπεται ἔργοις Hom. один находит удовольствие в одном, другой - в другом; εἴ τις ἄ. εὔνους παρῆν Thuc. всякий, кто только был благожелательно настроен; εἴ τις καὶ ἄ. Xen., Luc. (больше или лучше) чем кто-л.;
2) (преимущ. с членом) прочий, остальной: τὰ ἄλλα (in crasi τἄλλα и τἆλλα) Thuc., Xen., Plat. прочее; ἡ ἄλλη Ἑλλάς Xen. остальная Греция;
3) (для усиления личных и указат. местоим.): οὐκ ἐθέλοιμι μάχεσθαι ἡμέας τοὺς ἄλλους Hom. не желал бы я, чтобы мы вступали в бой; ὅμοιος τοῖς ἄλλοις ὑμῖν Luc. подобный всем вам; ἄ. τοιοῦτος Plat. такой же точно; ἄλλοι τοσοῦτοι Xen. столь же многочисленные, столько же;
4) другой, не тот, непохожий: τίς ἄ., πλήν …; Xen. и τίς ἄ., εἰ μή …; Hom. кто же иной, как не …?; ἆρα ἄλλη τις ἢ ἀριθμητική; Plat. разве это не есть учение о числах?; οὔτις ἄ. ἀντ᾽ ἐμοῦ Aesch. никто иной, кроме меня; οὐδεὶς ἄ. πρὸ σεῦ Her. никто иной, помимо тебя; οὐκ ἔχω παρὰ ταῦτα ἄλλα φάναι Plat. ничего другого я сказать не могу;
5) следующий, ближайший: εἰς ἄλλας ὥρας Eur. в следующем году; τῇ ἄλλῃ ἡμέρᾳ Xen. на следующий день;
6) (при числит. порядк. и перечислениях) в значении и еще, сверх того, а также: κακὸν τόδ᾽ ἄλλο δεύτερον Soph. и еще это второе несчастье; μετὰ τούτους πέμπτος ποταμὸς ἄ. Her. кроме них (имеется) еще пятая река; ὕδατά τε καὶ τὰ ἄλλα σῖτα Plat. напитки, а также яства; ἄ. καὶ ἄ., εἶτα πολλοί Xen. еще один, потом еще, наконец (целая) толпа;
7) другой, второй (αὐτὸς λέγων καὶ ἄ. ἀκούων Plat.): ἄ. οὗτος Ἡρακλῆς Plut. это второй Геракл;
8) чужой, незнакомый (ὁδίτης Hom.): τις ἄ. ἐξ ἄλλης χθονός Soph. кто-то чужой из чужой земли.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: other (Il.)..
Dialectal forms: Cypr. αἶλος.
Compounds: ἀλλοπρόσαλλος unreliable, fickle from ἄλλο πρὸς ἄλλον λέγων, Bechtel, Lex. ἀλλοφρονέω give no heed, be senseless with a special development of ἄλλο- (improbable Aeol. ἆλλος = ἠλεός, Bechtel Lex. ἀλλοφάσσω to be delirious (Hp.) with unclear second element.
Derivatives: ἀλλοῖος of another kind, different (Hom.), after τοῖος, ποῖος, οἷος. - Several adverbs: ἄλλοθεν, ἀλλαχῃ̃ etc. - From an adverb with -τρ- (cf. Skt. anyá-tra elsewhere) comes ἀλλότριος alienus, belonging to another (Il.).
Origin: IE [Indo-European] [27] *h₂el-io- other
Etymology: ἄλλος < *al-io- as in Lat. alius, Goth. aljis, OIr. aile other (Gaul. Allo-broges), Toch. B alye-k, A ālak (depalatalized), Arm. ayl. Beside *ali̯o- there was *ani̯o- in Skt. anyá- other; on their relation Debrunner REIE 3, 1ff. - S. ἀλλά, ἀλλάσσω, ἀλλόδαπος, ἀλλήλους; Schwy 446 n. 8, 614.

Middle Liddell


I. alius, another, one besides, ἄλλος μέν ., ἄλλος δέ ., one ., another ., Il.; ἄλλος τις or τὶς ἄλλος, any other, some other; οὐδεὶς ἄλλος no other; εἴ τις ἄλλος, Lat. si quis alius, any one else.
2. repeated, ἄλλος ἄλλο λέγει one man says one thing, one another, i. e. different men say different things; ἄλλος ἄλλῃ ἐτράπετο Xen.; λείπουσι τὸν λόφον ἄλλοι ἄλλοθεν Xen.;—v. ἀλλαχῆ.
3. ἄλλος καὶ ἄλλος, one or two; ἄλλο καὶ ἄλλο one thing after another, Xen.
4. joined with the Art., ὁ ἄλλος, the other; in plural, οἱ ἄλλοι (ionic ὧλλοι), all the others, the rest; Lat. ceteri; τὰ ἄλλα, contr. τἆλλα or τἄλλα Lat. cetera, reliqua, not alia;— οὕ τε ἄλλοι καὶ . . both all the others and . ., i. e. especially . .
5. with Numerals, yet, still, πέμπτος ποταμὸς ἄλλος yet a fifth river, Hdt.: with a Sup., ὀϊζυρώτατος ἄλλων most wretched of all besides, Od.
II. rarely like ἀλλοῖος, of other sort, different, Il.: hence
2. sometimes like a comp., c. gen., ἄλλα τῶν δικαίων other than just, Xen.; followed by ἤ . ., when a negat. goes before, οὐδὲν ἄλλο, ἤ . ., nothing else than . ., Hdt., etc.

Frisk Etymology German

ἄλλος: {állos}
Meaning: anderer.
Derivative: Abstraktbildung ἀλλότης f. (Arist. Komm.) — Adjektivbildung auf -οῖος (nach τοῖος, ποῖος, οἷος) ἀλλοῖος andersartig, verschieden (ion. att.); davon ἀλλοιότης Verschiedenheit (Hp., Pl.) und ἀλλοιώδης von fremdem Aussehen (Aret., Vett. Val.). Denominatives Verb ἀλλοιόω verändern (ion. att.) mit ἀλλοίωσις Veränderung, Verschiedenheit (Pl., Arist. u. a.), ἀλλοίωμα ib. (Damox.) und ἀλλοιωτικός (Arist., Gal.). — Über ἀλλάσσω s. bes. — Mehrere Adverbbildungen: ἄλλοθεν usw., ἀλλαχῇ usw. Zu ἀλλοδαπός s. bes. — Durch Wiederholung entstanden ἀλλήλων (Schwyzer 446 A. 8, 614). — Von einem Adverb auf -τρ-, das der Bildung nach aind. anyá-tra anderswo entspricht, stammt ἀλλότριος alienus, anderen gehörig, fremd (seit Il.). Davon wiederum ἀλλοτριότης (Pl., Arist. u. a.), ἀλλοτριόω (ion. att.) mit ἀλλοτρίωσις (Th., hell.). Schwyzer 326 Zus. 5, 630f.: 6. — Aus dem Neutr. ἄλλα stammt die Partikel ἀλλά (Schwyzer-Debrunner 578). — Über ἀλλο- in ἀλλοφρονέω, ~-φάσσω vgl. ἠλάσκω.
Etymology: ἄλλος, kypr. αἶλος entspricht ganz arm. ayl, lat. alius, got. aljis, air. aile anderer (gall. Allo-broges), toch. B alye-k, A ālak (mit sekundärer Entpalatalisierung nach mättak selbst, Pisani Ist. Lomb. 75, 8). Fraglicher Versuch, ἄλλος mit aind. aryá- (urspr. Bedeutung unbekannt, eig. fremd?) zusammenzustellen bei Specht KZ 68, 42ff. Neben idg. *ali̯o- steht *ani̯o- in aind. anyá- anderer. Hypothesen über ihr gegenseitiges Verhältnis bei Debrunner REIE 3, 1ff.
Page 1,76-77

Chinese

原文音譯:¥lloj 阿羅士
詞類次數:形容詞(160)
原文字根:變更
字義溯源:別的*,別人,不同的,附加的,其餘的,有人,還有人,另一個,另外的,又,另,還。 (ἀλλαχόθεν), (ἄλλος), (ἀλλοιόω / ἕτερος), (ἑτέρως):
ἀλλαχόθεν)副詞,從別處 (ἄλλος)形容詞,別的 (ἀλλοιόω / ἕτερος)形容詞,別的 (ἑτέρως)副詞,不同地 (ἀλλοιόω / ἕτερος)的不同,是指裏面性質的不同; (ἄλλος)的不同,是指外面數量的不同。在( 加1:6,
7)使用了這兩個編號,充分的說明這一點。可惜和合本( 加1:7)並未把‘另一個’福音譯出來。保羅指責加拉太信徒去從別的(ἀλλοιόω / ἕτερος)不同性質的)福音( 加1:6),其實,那不同性質的福音,並不是另一個(ἄλλος))福音,他們乃是想要把基督的福音更改了
同源字:1) (ἀλλάσσω)改變 2) (ἀλλήλων)彼此 3) (ἀλλογενής)外來的 4) (ἄλλος)別的 5) (ἀλλότριος)別人的 6) (ἀλλόφυλος)異族人 7) (ἄλλως)不同地
同義字:1) (ἄμεμπτος)別的 2) (ἀλλοιόω / ἕτερος)別的,另一個 3) (ἑτέρως)不同地
出現次數:總共(158);太(29);可(24);路(12);約(33);徒(8);林前(23);林後(4);加(2);腓(1);帖前(1);來(2);雅(1);啓(18)
譯字彙編
1) 別人(19) 太27:42; 可6:15; 可12:9; 可15:31; 路5:29; 路7:19; 路7:20; 路20:16; 路23:35; 約4:38; 約5:7; 約5:43; 約15:24; 約18:34; 約21:18; 林前3:10; 林前9:12; 林後8:13; 帖前2:6;
2) 別的(17) 太2:12; 太21:36; 太22:4; 可4:36; 可12:5; 可12:31; 可12:32; 路9:8; 路9:19; 路9:19; 路22:59; 約6:22; 林前3:11; 林後11:8; 加5:10; 來4:8; 啓2:24;
3) 另(13) 太19:9; 太21:41; 太25:16; 太25:17; 可4:7; 可10:11; 可10:12; 可12:4; 啓8:3; 啓14:15; 啓14:17; 啓14:18; 啓18:1;
4) 另一個(10) 太13:33; 太27:61; 太28:1; 可12:5; 約18:15; 約18:16; 約19:32; 林後11:4; 加1:7; 啓12:3;
5) 另有(9) 約6:23; 啓6:4; 啓10:1; 啓13:11; 啓14:6; 啓14:8; 啓14:9; 啓15:1; 啓20:12;
6) 另外(9) 太4:21; 太25:20; 太25:20; 太25:22; 約10:16; 約14:16; 約19:18; 約20:30; 約21:2;
7) 另些(6) 太13:5; 太13:7; 太13:8; 太16:14; 可8:28; 約7:12;
8) 其他(6) 可7:8; 可15:41; 約21:25; 徒15:2; 林前14:30; 雅5:12;
9) 有人(5) 太21:8; 可6:15; 約9:9; 約9:9; 約9:16;
10) 另一樣(4) 林前15:39; 林前15:39; 林前15:39; 林前15:39;
11) 另一(4) 約20:2; 約20:3; 約20:4; 約20:8;
12) 其餘的(3) 約20:25; 約21:8; 林前14:29;
13) 是一樣(3) 林前15:41; 林前15:41; 林前15:41;
14) 又一人(3) 林前12:10; 林前12:10; 林前12:10;
15) 另一位(3) 約5:32; 啓7:2; 啓17:10;
16) 又(3) 太13:24; 太13:31; 可4:5;
17) 別人的(2) 林前10:29; 林前14:19;
18) 還有人(2) 太20:6; 約12:29;
19) 另一隻(2) 可3:5; 路6:10;
20) 有的(2) 徒21:34; 徒21:34;
21) 對那個(2) 太8:9; 路7:8;
22) 再一人(2) 林前12:9; 林前12:10;
23) 另一邊(2) 太5:39; 路6:29;
24) 還(2) 可4:8; 可4:18;
25) 在別人(1) 林前9:2;
26) 給其他(1) 林前1:16;
27) 另有人(1) 來11:35;
28) 另外有(1) 啓18:4;
29) 人(1) 腓3:4;
30) 另一隻手(1) 太12:13;
31) 那個(1) 徒19:32;
32) 外(1) 林後1:13;
33) 那人(1) 林前12:8;
34) 給別人(1) 林前9:27;
35) 此(1) 徒2:12;
36) 另一座(1) 可14:58;
37) 一人(1) 約4:37;
38) 也有人(1) 可11:8;
39) 再些(1) 可8:28;
40) 別的事(1) 可7:4;
41) 又有一個(1) 太26:71;
42) 另一人(1) 約4:37;
43) 再(1) 太21:33;
44) 彼(1) 徒2:12;
45) 以外(1) 徒4:12;
46) 還有(1) 太20:3;
47) 另有些人(1) 約10:21;
48) 有些(1) 約7:41;
49) 這個(1) 徒19:32

English (Woodhouse)

additional, other