πᾶς

From LSJ
Revision as of 14:40, 9 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-äöüÄÖÜßÆæ]+), ([\w\s'-äöüÄÖÜßÆæ]+)(<\/b>)" to "$2, $3")

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾶς Medium diacritics: πᾶς Low diacritics: πας Capitals: ΠΑΣ
Transliteration A: pâs Transliteration B: pas Transliteration C: pas Beta Code: pa=s

English (LSJ)

πᾶσα, πᾶν, Aeol. παῖς, A παῖσα Sapph.Supp.13.8,21.2, 20a.14, Alc.Supp.12.6, 25.8; Cret., Thess., Arc. fem. πάνσα GDI4976 (Gortyn), IG9(2).234.2 (Pharsalus, iii B.C.), 5(2).343.16 (Orchom. Arc., iv B. C.): gen. παντός, πάσης, παντός: gen. pl. masc. and neut. πάντων, fem. πᾱσῶν, Ep. and Ion. πᾱσέων, Ep. also πᾱσάων [σᾱ] Od.6.107: dat. pl. masc. and neut. πᾶσι, Ep. and Delph. πάντεσσι Il.14.246, IG22.1126.22,44; also Locr. πάντεσιν Berl.Sitzb.1927.8 (V B.C.); Delph. πάντεσι SIG452.5 (iii B.C.); πάντοις GDI2652 (Delph., ii B.C.), Tab.Defix.Aud. 75.8: πᾶν as acc. masc. in LXX, π. ἄνδρα, οἰκέτην, οἶκον, 1 Ki.11.8, Ex. 12.44, Je.13.11. [Dor. and Aeol. πάν [ᾰ] Hdn.Gr.2.12, Pi.O.2.85, Sapph. Oxy.1787 Fr.3 ii 5,al., and Att. in compds., as ἅπᾰν, πάμπᾰν, etc. (but in compds. sometimes long in Att., AB416).]—Coll. Pron., when used of a number, all; when of one only, the whole; of the several persons in a number, every. I in plural, all, πάντες τε θεοὶ πᾶσαί τε θέαιναι Il.8.5, etc.; πάντες ὅσοι . . Od.1.11, etc.; πάντας ᾧ ἂνπεριτυγχάνῃ, for ὅσοις ἄν, Pl.R.566d: also with the Art., v.infr. B. 2 strengthened by Advbs., ἅμα πάντες all together, Il.24.253, etc.;πάντες ἅμα 1.495 (in Prose commonly ἅπαντες, but not always, v. Hdt.9.23, X.Cyr.1.3.10, etc.): with a collect. noun, ἅμα πᾶς ὁ δῆμος D.H.2.14; πάντες ὁμῶς Il.15.98; ὁμοῦ πάντες S.El.715; πάντα μάλα Il.22.115, Od.5.216, etc.; πάντες ὁμοίως D.20.85, etc. 3 with Sup.,πάντες ἄριστοι all the noblest, Il.9.3, Od.4.272, etc. 4 consisting or composed wholly of, i.e. nothing but, only, φρουρούμενος ὑπὸ πάντων πολεμίων Pl. R.579b; ἐκ πασῶν δυνάμεων συνεστώς Corp.Herm. 13.2; cf.11.2. II sg., all, the whole, πᾶς δ' ἄρα χαλκῷ λάμπε Il.11.65, cf. 13.191; πᾶσα ὕλη all the wood, Hes.Op.511, cf. Th.695, etc.;πᾶσα ἀληθείη all the truth, Il.24.407, Od.11.507; τὴν φάτνην ἐοῦσαν χαλκέην πᾶσαν all of bronze, Hdt.9.70; ἦν ἡ μάχη καρτερὰ καὶ ἐν χερσὶ πᾶσα, ἦν γὰρ τὸ χωρίον πρόσαντες πᾶν, Th.4.43, etc.; πᾶν κράτος the whole power, sovereign power, S.Ph.142 (lyr.); τὸ πᾶν κράτος Hdt.6.35; μετὰ πάσης ἀδείας D.18.305; πᾶσα ἀνάγκη Pl.Phdr.240a; πᾶσαι δ' ὠΐγνυντο πύλαι, πᾶσαι γὰρ ἐπῴχατο [πύλαι], the whole gate was open (shut), i.e. the gate was wide open, quite shut, Il.2.809, 12.340, as expld. by Aristarch.; v. infr. B. 2 as in 1.4, with attraction, ὁ πάντ' ἄναλκις οὗτος, ἡ πᾶσα βλάβη who is nought but mischief, S.El.301, cf. Ph.622, 927. III every, οἱ δ' ἄλκιμον ἦτορ ἔχοντες . . πᾶς πέτεται Il.16.265, cf. Od.13.313, S.El.972, E.Ba.1131,1135; ἄκουε πᾶς, = ἀκούετε πάντες, Ar.Th.372; πᾶς χώρει Id.Pax 555: with partit. gen., παντὶ βροτῶν (v.l. βροτῷ) Pi.O.1.100; πᾶς τοῦτό γ' Ἑλλήνων θροεῖ S.OC597; τῶν ἀνθρώπων πᾶς D.Chr.3.70; also πᾶς ἀνήρ S.Aj. 1366, Ar.Ra.1125, etc.; πᾶσα ἀνθρώπου ψυχή Pl.Phdr.249e: with the Art., v. infr. B; πᾶς τις every single one, Thgn.621, Hdt.1.50, 3.79, S.Aj.28, etc.; πᾶς τις βροτῶν Id.El.984, cf.OC25, etc.; πᾶς ὅστις . . Id.Aj.1413; πᾶν ὅσον . . A.Pr.787, etc. 2 less freq., any one, τὸ μὲν ἐπιτιμᾶν . . φήσαιτις ἂν . . παντὸς εἶναι D.1.16; παντὸς ἀνδρός [ἐστι] γνῶναι Pl.Ion 532e; χαλεπόν τι καὶ οὐχὶ παντός Id.Alc.1.129a; παντὸς ἀκούοντος . . when any one hears... Ev.Matt.13.19; ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν any man's soul, S.Ant.175; πάντων ἀποστερεῖσθαι λυπηρόν to be deprived of anything, D.18.5; cf. D. 111.2, VI. B with the Art., in the sense of all, the whole, when the Subst. is to be strongly specified, πᾶς being put either before the Art. or after the Subst., πᾶσαν τὴν δύναμιν all his force, Hdt.1.214; τὰ ἀγαθὰ πάντα X.An.3.1.20 (s.v.l.): with abstract Nouns and others which require the Art., πάντα τὰ μέλλοντα A.Pr.101; πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν Th.6.87; τὰ τῆς πόλεως π. all the affairs of state, Lys. 19.48, etc.: emphatically, τὰς νέας τὰς πάσας Hdt.7.59. II πᾶς is put between the Art. and Subst., to denote totality (V. A. 11), ὁ πᾶς ἀριθμός A.Pers.339; τὴν πᾶσαν ἵππον Hdt.1.80; τὸ πᾶν πλῆθος Th.8.93; οἱ πάντες ἄνθρωποι absolutely all... X.An.5.6.7, etc.; so πᾶν the neut.with the Art. itself becomes a Subst., τὸ πᾶν the whole, A.Pr.275,456, etc., v. infr. D. IV; τὰ πάντα the whole, Id.Eu.415; τοῖς πᾶσιν in all points, Th.2.64, 5.28; οἱ πάντες all of them, Hdt.1.80; but also, the community, opp. οἱ ὀλίγοι, Th.4.86; ἡ μὲν [τάξις] πάντα ἕν, ἡ δὲ πάντα ὅλον, ἡ δὲ πάντα πᾶν all things as a unity, as a totality, as an integral sum, Dam.Pr. 206. C with Numerals to mark an exact number, ἐννέα πάντες full nine, Od.8.258, cf. 24.60; ἐννέα πάντ' ἔτεα Hes. Th.803; δέκα πάντα τάλαντα Il.19.247, etc.; but κτήνεα τὰ θύσιμα πάντα τρισχίλιαἔθυσε 3,000 of all kinds, Hdt.1.50; τὸν ἀρχιτέκτονα . . ἐδωρήσατο πᾶσι δέκα with ten presents of all kinds, Id.4.88; Παυσανίῃ πάντα δέκα ἐξαιρέθη Id.9.81; τὰ πάντα μυρία Id.3.74; πάντα θύειν ἑκατόν Pi.Fr.170; πάντα χίλια ἔθυεν Porph.Abst.2.60. II with the Art., in all, οἱ πάντες . . εἷς καὶ ἐνενήκοντα Hdt.9.70, cf. 1.214, Th.1.60, 3.85, etc.; τριήρεις . . τὰς πάσας ἐς διακοσίας Id.1.100, cf. 7.1; ἐν εἴκοσι ταῖς πάσαις ἡμέραις Arr.An.1.11.5. D Special Usages: in dat. pl. masc. πᾶσι, with or in the judgement of all, Il.2.285, S.OC1446; ὁ πᾶσι κλεινός Id.OT8; κράτιστον πᾶσιν Οἰδίπου κάρα ib.40. 2 fem. pl., ἔδοξε πάσαις (sc. ταῖς ψήφοις) carried unanimously, IG12(3).168.14 (Astypalaea, ii/i B. C.), cf. Luc. Bis Acc. 18,22. II neut. pl. πάντα all kinds of things, Hom., freq. in phrase δαίδαλα πάντα, Il.5.60,al.; οἰωνοῖσι πᾶσι 1.5. 2 πάντα γιγνόμενος becoming all things, i. e. assuming every shape, Od.4.417. 3 πάντα εἶναί τινι to be everything to one, ἦν οἱ . . τὰ πάντα ἡ Κυνώ Hdt.1.122; ἦσάν οἱ πάντα —ἅπαντα codd.) αἱ Συρήκουσαι Id.7.156; Εὔβοια αὐτοῖς πάντα ἦν Th.8.95; πάντ' ἐκεῖνος ἦν αὐτοῖς D.18.43; π. ἦν Ἀλέξανδρος (sc. ὑμῖν) Id.23.120; π. εἶναι ἔν τισι to be all in all among them, Hdt.3.157. 4 πάντα as adverb for πάντως, in all points, entirely, wholly, π. νοήμονες Od.13.209; π. γὰρ οὐ κακός εἰμι 8.214; ὁ πάντ' ἄναλκις S.El.301; τῷ πάντ' ἀγαθῷ Id.Aj.1415 (anap.); τὸν πάντ' ἄριστον Id.OC1458; πάντ' ἐπιστήμης πλέων Id.Ant.721 (hence παντάγαθος, παντάριστος, etc. as compd. words); τὰ πολλὰ π. almost throughout, Hdt.5.67, cf. 1.203, 2.35; but τὰ π. in every way, by all means, altogether, Id.5.97; οἰόμενοι τὰ π. νικᾶν X. An.2.1.1; ὁ τὰ π. φιλαίτατος Theoc.7.98; also ἐς τὰ π. Th.4.81; κατὰ π. ibid., Pl.Ti.30d. III neut. sg., τὸ πᾶν the whole (V. B. 11), περὶ τοῦ π. δρόμον θέειν Hdt.8.74; πολλοῦ γε καὶ τοῦ π. ἐλλείπω A. Pr.961; τοῦ π. ἡμαρτηκέναι Pl.Phdr.235e; ἄξιοι τοῦ π. Id.Sph.216c; τὸ πᾶν as adverb, completely, altogether, A.Supp.781 (lyr.), S.El.1009, Pl.Lg.959a, etc. (but, for all that, nevertheless, A.D.Synt.188.27): with neg., at all, οὐκ ἠξίωσαν οὐδὲ προσβλέψαι τὸ πᾶν A.Pr.217, etc.; also πᾶν alone, Hdt.1.32, etc. b in Philos., τὸ πᾶν the universe, Emp.13, Pythag. ap. Arist.Cael.268a11, Pl.Ti.28c, 30b, etc.; including τὸ κενόν (opp. τὸ ὅλον), Placit.2.1.7; also, Pythag. name for ten, Iamb. in Nic.p.118P., Theol.Ar.59. c τῷ παντί in every point, altogether, X.HG7.5.12, etc. d τὸ π., = μολυβδόχαλκος, Ps.- Democr. Alch.p.56 B., Maria ap.Zos.Alch.p.192 B. 2 πᾶν anything, πᾶν μᾶλλον ἢ στρατιήν οἱ ἐδίδου Hdt.4.162; εἴη δ' ἂν πᾶν anything is possible, ib.195; πᾶν ποιῶν by any means whatever, Pl.Ap.39a (also πᾶν ποιεῖν καὶ λέγειν ibid.; πᾶν ποιεῖν ὥστε . . Id.Phd.114c), cf. Pi.I. 4(3).48; πᾶν ἂν ἔπραξαν Lys.9.16: more freq. in plural, πάντα ποιῶν Id.12.84, D.21.2; π. ποιεῖν ὅπως . . X.HG7.4.21; πάντα τολμῶν S.OC 761; cf. A. 111.2. 3 ἐπὶ πᾶν on the whole, in general, Pl.Lg. 875d; ὡς ἐπὶ πᾶν εἰπεῖν Id.Euthd.279e, etc.; τὸ πρὸς ἅπαν ξυνετὸν ἐπὶ πᾶν ἀργόν Th.3.82. 4 παντὸς μᾶλλον more than anything, i. e. above all, Pl.Cri.49b, Prt.344b, Grg.527b; π. μᾶλλον οὐ Id.Phdr.228d: in answers, π. γε μᾶλλον quite so, Id.Phd.67b. IV with Preps., εἰς πᾶν προελήλυθε μοχθηρίας D.3.3; ἐς τὸ πᾶν altogether, A.Ag.682 (lyr.), Eu.52,83; ἐν παντὶ ἀθυμίας εἶναι to be in utter despair, Th.7.55: more freq. ἐν παντὶ εἶναι, ἐν παντὶ κακοῦ εἶναι, to be in great danger or fear, Pl.Smp.194a, R.579b; ἐν π. γενέσθαι Id.Euthd.301a; ἐμ παντὶ ἐοῦσα IG42(1).122.27 (Epid., iv B. C.); ἐν παντὶ εἶναι μή . . to be in great fear lest... X.HG5.4.29; ἐς πᾶν κακοῦ ἀπίκατο Hdt.7.118; ἐς πᾶν ἀφικέσθαι X.HG6.1.12; εἰς πᾶν ἐλθεῖν D.54.13; ἐπὶ πᾶσιν in all things, καιρὸς δ' ἐπὶ π. ἄριστος Hes.Op.694; but also, finally, Philostr.VS2.11.1, al.; περὶ παντὸς ποιεῖσθαι esteem above all,X.HG7.1.26, An.1.9.16; πρὸ παντὸς εὔχεσθαι wish above all, Pl.Phdr.239e; διὰ παντός (sc. χρόνου) for ever, continually, S.Aj.705 (lyr.), Th.1.38, etc.; also, altogether, Pl.R.407d; διὰ πάντων Id.Sph.254b; ὁ κατὰ πάντων λόγος the common formula, PMag.Par.1.2186; ἡ κ. π. τελετή ib.1596, PMag.Lond. 121.872; μέχρι παντός for ever, Str.8.6.18; εἰς τὸ πᾶν ἀεί A.Ch.684; ἐς τὸ πᾶν χρόνου Id.Eu.670. V διὰ πασῶν (sc. χορδῶν), v. διαπασῶν. VI οὐ πᾶς not any, i.e. none, LXX Ps.142(143).2, Ev.Luc.1.37, Ep.Gal.2.16, al.; ἄνευ πάσης ταραχῆς without any disturbance, D.S.15.87.
πᾶς (B), Cypr., A = παῖς, Inscr.Cypr. 106, 210 H.
πᾶς (C), = πατήρ (Syracus.), EM651.7.

French (Bailly abrégé)

πᾶσα, πᾶν ; gén. παντός, πάσης, παντός ; plur. πάντες, πᾶσαι, πάντα ; gén. πάντων, πασῶν, πάντων, dat. πᾶσι, πάσαις, πᾶσι, etc.
tout, toute;
A. I. au sg. :
1 au sens partitif chaque, chacun : οἱ δ’ ἄλκιμον ἦτορ ἔχοντες πρόσσω πᾶς πέτεται IL chacune de ces guêpes pleine d'ardeur vole en avant ; avec un gén. : πᾶς Ἑλλήνων SOPH tout Grec, chaque Grec ; πᾶς ἀνήρ SOPH tout homme ; πᾶς ἄνθρωπος ATT tout être humain ; πᾶς τις tout homme (cf. fr. tout un chacun) ; πᾶς ὅστις tout homme qui ; πᾶν ὅσον tout ce qui ; παντός ἐστι avec l'inf. : c'est l'affaire de chacun de, etc.
2 tout entier, tout : πᾶσαι πύλαι IL les portes tout entières ; τὴν φάτνην ἐοῦσαν χαλκέην πᾶσαν HDT la crèche toute d'airain, entièrement d'airain ; πᾶσαν ἀληθείην κατάλεξον IL dis toute la vérité ; πᾶν κράτος SOPH pleine puissance, càd la plus haute puissance ; avec l'art. : κεῖνος ἡ πᾶσα βλάβη SOPH celui qui est tout à fait méchant, corrompu ; πάντα εἶναί τινος SOPH être tout à fait dépendant de qqn;
II. au plur. tous, joint à un nom : πάντες τε θεοὶ πᾶσαί τε θέαιναι IL vous tous, dieux, et vous toutes, déesses ; avec un gén. partit. : Σαμίων πάντες THC tous ceux des Samiens ; πάντες ὅσοι tous ceux qui ; πάντες ἄριστοι IL, OD tous les meilleurs (cf. lat. optimus quisque), πᾶσι IL, SOPH auprès de tous ou devant tous, càd dans l'opinion de tous, d'après le jugement de tous;
B. construct.
I. avec un subst. précédé ou non de l'article;
1 sans l'article, pour marquer que le subst. est employé au sens collect. : tout entier : πᾶσα γῆ toute la terre ; πάντες ἄνθρωποι ATT tous les hommes qu’on peut imaginer;
2 avec l'article : πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν λέγειν THC dire toute la vérité ; πᾶν τοὐναντίον ATT tout le contraire ; précédé de l'article quand on veut marquer que la totalité est opposée aux parties isolées : τὸ πᾶν le tout, tout ensemble ; τὰ πάντα, m. sign., ou chez les philos., l'univers ; ὁ πᾶς ἀριθμός ESCHL le nombre total (des vaisseaux) ; οἱ πάντες ἄνθρωποι XÉN les hommes tous ensemble (sans exception) ; τὸ πᾶν κράτος HDT la toute puissance;
II. avec un n. de nombre : ἐννέα πάντες OD neuf complètement, neuf sans qu’il en manque un, pas moins que neuf ; δέκα πάντες IL, ἔνδεκα πάντες OD, δώδεκα πάντες OD dix, onze, douze complètement ; ou pour marquer une idée de variété : κτήνεα πάντα τρισχίλια trois mille têtes de bétail de toute espèce ; avec l'article, pour appeler l'attention sur l'idée de l'ensemble : τριάκοντα τὰς πάσας ἡμέρας THC trente jours en tout, οἱ πάντες ὡς ὀκτωκαίδεκα XÉN dix-huit en tout;
C. πᾶς employé au neutre subst. ou adv. :
I. • τὸ πᾶν, le tout, la chose principale, l'important ; particul.
1 adv. c. πάντως, en tout, tout à fait, complètement, absolument ; de même • ἐς τὸ πᾶν ESCHL, • τῷ παντί XÉN ; avec idée de temps τὸ πᾶν LUC toujours;
2 tout, tout le possible : περὶ παντὸς ποιεῖσθαι ATT estimer au-dessus de tout ; πᾶν ποιεῖν PLAT, πᾶν πράττειν LYS faire tout son possible ; ou avec le gén. ἐς πᾶν κακοῦ ἀφικνεῖσθαι HDT en arriver à tout le malheur possible, à l'extrême malheur ; ἐν παντὶ ἀθυμίας εἶναι THC être dans un découragement absolu ; εἰς πᾶν ἀφικνεῖσθαι XÉN en venir à se trouver dans le plus grand danger ; • διὰ παντός pendant tout le temps, continuellement, toujours ; ou absolument, communément, généralement ; • εἰς τὸ πᾶν (avec ou sans χρόνου) pour toujours;
II. • πάντα tout le possible : πάντα γίγνεσθαι OD devenir toute sorte de choses, prendre toutes les formes, se changer en toute forme ; πάντα ou τὰ πάντα εἶναί τινι être tout pour qqn, càd l'homme ou la chose importante par excellence ; πάντα ou τὰ πάντα en tout, à tous les points de vue, sous tous les rapports ; πάντα tout à fait, entièrement, complètement ; τὰ πολλὰ πάντα la plupart du temps ; τὰ πάντα νικᾶν XÉN vaincre sur tous les points ; avec idée de temps continuellement ; sur διὰ πασῶν, v. διαπασῶν.
Étymologie: du thème pron. πο-, v. *πός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πᾶς πᾶσα πᾶν, Aeol. παῖς παῖσα πᾰ́ν; gen. παντός πάσης παντός, dat. παντί πάσῃ παντί, Aeol. πάντι; acc. πάντα πᾶσαν πᾶν, Aeol. fem. παῖσαν en n. πάν; plur. πάντες πᾶσαι πάντα, gen. πάντων πασῶν πάντων, fem. ep. πᾱσᾱ́ων, ep. Ion. πᾱσέων, Aeol. fem. παίσαν, dat. πᾶσι(ν) πάσαις πᾶσι(ν), ep. πάντεσσι(ν), Aeol. fem. παίσαις, acc. πάντας πάσας πάντα; prosodisch steeds πᾱ-, maar Aeol. en Dor. n. πᾰ́ν en alg. in comp. (ἅπᾰν); (drukt volledigheid uit) elk, ieder, geheel, alle(n) adj. alleen sing., van een enkele persoon of zaak, vooral bij collectiva (niet-telbare subst. ) (ge)heel, louter, helemaal, compleet, volledig, totaal predicatief, bij een ingesloten subj. of een subst. zonder lidw.. πᾶς δ᾿ ἄρα χαλκῷ λάμπε hij straalde helemaal door het brons Il. 11.65; πᾶσαν ἀλήθειαν κατάλεξον vertel volledig de waarheid Il. 24.407; ἐπεὶ δὴ πᾶσαν ἐφημοσύνην ἀπέειπε toen hij de opdracht geheel had uitgesproken Od. 16.340. in proza heeft het subst. meestal een lidw.:; πᾶσαν τὴν ἑωυτῆς δύναμιν heel haar eigen strijdmacht Hdt. 1.214.1; εἰρήκαμεν πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν wij hebben volledig de waarheid gesproken Thuc. 6.87.1; τὸν ἀριθμὸν πάντα het getal als geheel Plat. Tht. 147e; ook bij ptc. subst.: πᾶν τὸ ἐλλεῖπον al het ontbrekende ( of alles wat ontbreekt) Xen. Mem. 2.4.6. attributief zonder lidw.: πᾶσα γῆ de gehele aarde Thuc. 2.43.3; παντὶ σθένει met alle kracht Plat. Lg. 646a; ἐν πάσῃ ἀναρχίᾳ καὶ ἀνομίᾳ in complete anarchie en wetteloosheid Plat. Resp. 575a; πᾶσα ἀνάγκη het is absoluut noodzakelijk Plat. Phaedr. 240a; πᾶσαν ἔχει κακίαν het impliceert louter boosaardigheid Dem. 18.279. met direct voorafgaand lidw., om iets als complete eenheid aan te duiden:; ὁ πᾶς ἀριθμός het totale aantal Aeschl. Pers. 339; κεῖνος, ἡ πᾶσα βλάβη hij, die complete schurk Soph. Ph. 622; τὴν πᾶσαν ἵππον de complete ruiterij Hdt. 1.80.2; τὸ πᾶν πλῆθος τῶν ὁπλιτῶν de totale massa hoplieten Thuc. 8.93.3; ook met pron.: τόδ ( ε )... πᾶν κράτος deze almacht Soph. Ph. 142. sing. en plur. van een groep of verzameling (telbaar) ieder, elk, alle(n) sing. van de afzonderlijke leden van een groep ieder, elk predicatief:. οἱ δ᾿ ἄλκιμον ἦτορ ἔχοντες... πᾶς πέτεται en met dapper hart... vliegt iedere (wesp) rond Il. 16.265; ἄκουε πᾶς luisteren iedereen! Aristoph. Th. 372. attributief, met subst.:; πᾶς ἀνήρ iedere man Soph. Ai. 1366; ἀμήχανον παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν het is onmogelijk van iedere man de gemoedstoestand te leren kennen Soph. Ant. 175; met adj. subst. of ptc. subst.:; πᾶς ὁ ἄδικος οὐχ ἑκὼν ἄδικος iedere onrechtvaardige is niet uit eigen beweging onrechtvaardig Plat. Lg. 731c; NT met ontk. niemand, niets:. οὐκ ἀδυνατήσει παρὰ τοῦ θεοῦ πᾶν ῥῆμα niets zal onmogelijk zijn van godswege NT Luc. 1.37. zelfstandig, met pron. indef.:; πᾶς τις iedereen Aeschl. Ag. 1205; met gen. partit.:; πᾶς Ἑλλήνων ieder van de Grieken Soph. OC 597; met pron. rel.:; πᾶν ὅσον alles wat Aeschl. PV 787; πᾶς ὅστις ieder die Soph. Ai. 1413; alleen πᾶς:. χαλεπόν τι καὶ οὐχὶ παντός iets lastigs en niet voor iedereen weggelegd Plat. Alc.1. 129a; ἐμοὶ πᾶς ἱκανός voor mij is willekeurig wie voldoende Men. Epitr. 221. plur. van alle leden van een groep alle(n) predicatief bij een ingesloten subj. zonder lidw..; θεοὶ... ἴτ’ ἴτε πάντες goden... komt, komt allen Aeschl. Sept. 109; versterkt met adv.. ἅμα πάντες allemaal samen Il. 24.253 = ὁμοῦ πάντες Soph. El. 715; ἐννέα πάντ᾿ ἔτεα negen jaar in totaal Hes. Th. 803. in proza heeft het subst. meestal een lidw.; ook adj. subst. of ptc. subst.: πάντα τὰ μέλλοντα al wat gaat gebeuren Aeschl. PV 101; οἱ δ’ ἵπποι πάντες εἶχον προμετωπίδια de paarden hadden allemaal voorhoofdpantsers Xen. An. 1.8.7; πάντα τὰ τοιαῦτα al dat soort dingen Plat. Tht. 204d; τοὺς πελέκεας,... δώδεκα πάντας die bijlen, twaalf in totaal Od. 19.574. attributief zonder lidw.. πάντες τε θεοὶ πᾶσαί τε θέαιναι alle goden en godinnen Il. 8.5; πάντες ἄριστοι al de besten Il. 9.3. met direct voorafgaand lidw. om iets als complete eenheid aan te duiden; τὰς νέας τὰς πάσας de gehele vloot Hdt. 7.59.2; τὰ πάντα μέρη de gezamenlijke delen Plat. Tht. 204a; οἱ πάντες ἄνθρωποι alle mensen bij elkaar ( of de hele mensheid) Xen. An. 5.6.7; subst.. οἱ πάντες de meerderheid Thuc. 4.86.4. zelfstandig; φόβος ἔλλαβε πάντας panische angst deed allen op de vlucht slaan Il. 11.402; ἐόντων... πάντων ἑτοίμων toen alles klaar was Hdt. 1.27.1; met gen. part..; Σαμίων πάντες alle Samiërs Thuc. 8.75.3; met pron. rel..; πάντες ὅσοι allen die Plat. Tim. 18d; dat. plur. masc. πᾶσι voor iedereen, in de ogen van allen. ἀνάξιαι γὰρ πᾶσίν ἐστε δυστυχεῖν want iedereen vindt dat jullie geen ongeluk verdienen Soph. OC 1446. subst. neutrum zonder lidw. alles, al het mogelijke sing..; πᾶν μᾶλλον ἢ στρατιάν οἱ ἐδίδου hij wilde haar alles liever geven dan een leger Hdt. 4.162.4; πᾶν ποιεῖν al het mogelijke doen Plat. Ap. 39a; met gen. partit..; ἐς πᾶν κακοῦ ἀπίκατο ze hadden het toppunt van ellende bereikt Hdt. 7.118; ook zonder gen.. εἰς πᾶν ἀφικέσθαι in de grootste nood geraken Xen. Hell. 6.1.12. plur.. πάντα εἶναι τινι alles voor iemand betekenen Hdt. 7.156.1; ὃς χερσὶν ἐπίστατο δαίδαλα πάντα τεύχειν die met zijn handen alle mogelijke kunstwerken wist te produceren Il. 5.60; πάντα... γιγνόμενος allerlei vormen aannemend Od. 4.417; πάντα ποιεῖν al het mogelijke doen Lys. 12.84. met lidw. sing. τὸ πᾶν het geheel:; εἰς τὸ πᾶν βλέπειν naar het geheel kijken Plat. Tht. 175a; τὰ... πάντα μέρη τὸ πᾶν εἶναι ὡμολόγηται er was vastgesteld dat de gezamenlijke delen het geheel vormen Plat. Tht. 204e; alles:; τοῦ παντὸς ἐλλείπω ik mis alles (van dergelijk gedrag) Aeschl. PV 961; ὁ περὶ τοῦ παντὸς δρόμος de wedloop waarin alles op het spel staat (d.w.z. op leven en dood) Hdt. 8.74.1; τὸ πᾶν κίνησις ἦν alles was in beweging Plat. Tht. 156a; ἄξιοι τοῦ παντός alles in de wereld waard Plat. Sph. 216c; τοῦ παντὸς ἡμάρτηκεν hij heeft zijn doel totaal gemist Plat. Phaedr. 235e; τῷ παντί in elk opzicht Xen. Hell. 7.5.12; filos. het universum, het heelal:. οὐδέ τι τοῦ πάντος κενεὸν πέλει niets van het universum is leeg Emp. B 13. plur.. ἦν οἱ ἐν τῷ λόγῳ τὰ πάντα ἡ Κυνώ in zijn betoog was het Kyno voor en na Hdt. 1.122.3. adv. en adv. uitdr. adv. πάντως op elke manier, in elk opzicht, volstrekt, helemaal, absoluut met ontk. πάντως (...) οὐ:. πάντως οὐκέτι νῶϊ διακρίνεσθαι ὀΐω ik meen dat wij tweeën zeker niet meer uit elkaar gaan Od. 20.180; πάντως γὰρ οὐ πείσεις νιν want je zult hem zeker niet overtuigen Aeschl. PV 333. zonder ontk..; ἔδεε πάντως het was absoluut nodig Hdt. 1.31.2; ἄλλως τε πάντως καί in het bijzonder (omdat); in antwoorden zonder meer, natuurlijk; met imperat..; πάντως παρατίθετε ὅτι ἂν βούλεσθε zet vooral maar op tafel wat jullie willen Plat. Smp. 175b; met πᾶς en afleidingen. σκιδνάμενον πάντῃ πάντως zich verspreidend in elke richting op elke manier Parm. B 4.3; κατὰ πάντα γὰρ πάντως νικηθέντες op alle gebieden totaal verslagen Thuc. 7.87.6. n. sing. (τὸ) πᾶν in elk opzicht, geheel en al:; πρίν... τὸ πᾶν ἡμᾶς τ’ ὀλέσθαι voordat wij helemaal te gronde gaan Soph. El. 1009; παντὸς μᾶλλον bovenal Plat. Crit. 49b; in antwoorden zonder meer:; παντός γε μᾶλλον absoluut Plat. Phaed. 67b; τῷ παντί in elk opzicht Xen. Hell. 7.5.12; n. plur. (τὰ) πάντα in alle opzichten:. τὰ πολλὰ πάντα in praktisch alle gevallen Hdt. 5.67.1; τὰ πάντα νικᾶν een volledige overwinning behalen Xen. An. 2.1.1. adv. uitdr. met prep..; διὰ παντός in elk geval Plat. Alc.1. 108b; ook van tijd; διὰ παντός altijd al Thuc. 1.38.1; ἐπὶ πᾶν in het algemeen Plat. Lg. 875d; ὡς ἐπὶ πᾶν εἰπεῖν globaal genomen Plat. Euthyd. 279e; ἐς τὸ πᾶν in elk opzicht Aeschl. Eum. 52; ook van tijd. εἰς τὸ πᾶν ἀεί voor altijd Aeschl. Ch. 684 = ἐς τὸ πᾶν χρόνου Aeschl. Eum. 670; κατὰ πάντα in alle opzichten Plat. Tim. 30d; περὶ παντὸς ποιεῖσθαι boven alles stellen Xen. Hell. 7.1.26; πρὸ παντός bij uitstek Plat. Phaedr. 239e.

English (Autenrieth)

pl. gen. fem. πᾶσέων, πᾶσάων, dat. πάντεσσι: sing., every (one), Il. 16.265, Od. 13.313; pl., all, ἐννέα πάντες, nine ‘in all,’ Il. 7.161, Od. 8.258; whole, entire, Il. 2.809, Od. 17.549; all sorts, all kinds, in plural, Il. 1.5, etc.—Neut. pl. as adv., πάντα, in all respects, in the Iliad mostly in comparisons, but in the Odyssey only so in Od. 24.446; all over, Od. 16.21, Od. 17.480.

English (Slater)

πᾱς (πᾶς, παντί, πάντ(α), πάντες, πάντων, πάντας; πᾶσα, -ας, -αν, -αι, -ᾶν, -αις(ι), -ας; πάν, παντός, παντί, πάν αμπ; πᾶν, πάντα, πάντων, πᾶσι(ν), πάντ(α): the form πᾶν is rejected altogether by Schr., Proll., p. 23, but retained by Snell, (I. 4.48), fr. 122. 9 ?. The α is guaranteed short (O. 2.85), but long (I. 4.48), where however a digamma follows: v. Radt on Pa. 6. 180.)
   1 (the) whole (of); all the
   a preceded by art. ὁ πᾶς χρόνος (P. 1.46) pro subs., πολλά μοι ὑπ' ἀγκῶνος ὠκέα βέλη ἔνδον ἐντὶ φαρέτρας φωνάεντα συνετοῖσιν· ἐς δὲ τὸ πὰν ἑρμανέων χατίζει (Beck: πᾶν codd.:? on the whole ) (O. 2.85) τί θεός; τὸ πάν (Schr.: πᾶν codd.) fr. 140d.
   b without art. οὐδ' ἔλαθ Αἴπυτον ἐν παντὶ χρόνῳ κλέπτοισα θεοῖο γόνον in this whole time (O. 6.36) ἔλσαις ὅλον τε στρατὸν λᾴαν τε πᾶσαν (O. 10.44) ἀείδετο δὲ πὰν τέμενος (Schr.: πᾶν codd.) (O. 10.76) δεῖξέν τε πᾶσαν τελευτὰν πράγματος (O. 13.75) καὶ πᾶσαν κάτα Ἑλλάδ (O. 13.112) πάντα λόγον θέμενος σπουδαῖον παρεκοινᾶθ (P. 4.132) εἰμὶ δ' ἄσχολος ἀναθέμεν πᾶσαν μακραγορίαν (P. 8.30) κεῖνος αἰνεῖν καὶ τὸν ἐχθρὸν παντὶ θυμῷ ἔννεπεν (P. 9.96) ὁ δέ οἱ φράζε καὶ παντὶ στρατῷ (N. 1.61) πολλὰ γάρ μιν παντὶ θυμῷ παρφαμένα λιτάνευεν (N. 5.31) [[[πᾶσα]] πόλις (sic interp. Σ.) (N. 5.47) ] εἰ δ' ἀρετᾷ κατάκειται πᾶσαν ὀργάν, ἀμφότερον δαπάναις τε καὶ πόνοις (I. 1.41) πλαγίαις δὲ φρέ- νεσσιν οὐχ ὁμῶς πάντα χρόνον θάλλων ὁμιλεῖ (I. 3.6) χρὴ παντὶ λαῷ δεικνύναι fr. 42. 4. “Ἴλιον πᾶσάν νιν ἐπὶ π[έδον] κατερεῖψαι Πα. 8A. 22.
   2 all, every
   a adj. ἀρετᾶν ἄπο πασᾶν (O. 1.13) αὐτὰ δέ σφισιν ὤπασε τέχναν πᾶσαν (O. 7.51) ἔα πόλεμον μάχαν τε πᾶσαν χωρὶς ἀθανάτων (O. 9.40) ἔργων πρὸ πάντων (O. 10.23) ἀλλὰ πάντων ταμίαι ἔργων ἐν οὐρανῷ (O. 14.9) ἐκ θεῶν γὰρ μαχαναὶ πᾶσαι (P. 1.41) σε ποτὶ πάντα λόγον ἐπαινεῖν (P. 2.66) ἐν πάντα δὲ νόμον εὐθύγλωσσος ἀνὴρ προφέρει (P. 2.86) “ἀγρούς τε πάντας” (P. 4.149) πράγματι παντὶ (P. 4.278) πάσαισι γὰρ πολίεσι (P. 7.9) “τέλος οἶσθα καὶ πάσας κελεύθους” (P. 9.45) ἔν τε καὶ πᾶσιν ἐπιχωρίοις (P. 9.102) γόνον τέ οἱ φέρτατον ἀτίταλλεν ἐν ἀρμένοισι πᾶσι θυμὸν αὔξων (Mingarelli: πάντα codd., fort. recte) (N. 3.58) ἀλλ' ἐπὶ πάσας ὁλκάδος ἔν τ ἀκάτῳ, γλυκεἶ ἀοιδά, στεῖχ ἀπ Αἰγίνας (N. 5.2) πότμος δὲ κρίνει συγγενὴς ἔργων πέρι πάντων (N. 5.41) χαίρω δ' ὅτι ἐσλοῖσι μάρναται πέρι πᾶσα πόλις (contra Σ, πᾶσαπόλις) (N. 5.47) ἀλλὰ γὰρ ἀνάπαυσις ἐν παντὶ γλυκεῖα ἔργῳ (N. 7.52) βίαια πάντ' ἐκ ποδὸς ἐρύσαις (N. 7.67) πὰν δὲ τέλος ἐν τὶν ἔργων (Schr.: πᾶν codd.) (N. 10.29) κείνου γὰρ ἐπιχθονίων πάντων γένετ' ὀξύτατον ὄμμα (N. 10.62) δένδρεά τ' οὐκ ἐθέλει πάσαις ἐπέων περόδοις ἄνθος εὐῶδες φέρειν (N. 11.40) γαστρὶ δὲ πᾶς τις ἀμύνων λιμὸν αἰανῆ πέταται (I. 1.49) καὶ θεῶν δαῖτας προσέπτυκτο πάσας (I. 2.39) ἄλλοτε δ' ἀλλοῖος οὖρος πάντας ἀνθρώπους ἐπαίσσων ἐλαύνει (I. 4.6) ἐπέψαυσαν κατὰ πὰν τέλος (Schr.: πᾶν codd.) (I. 4.11) γαίας τε πάσας καὶ βαθύκρημνον πολιᾶς ἁλὸς ἐξευρὼν θέναρ (I. 4.55) ἐμοὶ δὲ μακρὸν πάσας ἀναγήσασθ' ἀρετάς (I. 6.56) τὸ δὲ πρὸ ποδὸς ἄρειον ἀεὶ βλέπειν χρῆμα πάν (Schr.: πᾶν codd.) (I. 8.14) Χάρισι πάσαι[ς fr. 6e. ἄνακτα τὸν πάντων ὑπερβάλλοντα Χρόνον μακάρων fr. 33. “πάσαις πολίεσσιν ὁμίλει” fr. 43. 3. κατὰ πᾶσαν ὁδὸν (Pae. 4.6) ὁ πάντα τοι τά τε καὶ τὰ τεύχων (Pae. 6.132) τὸ πάντων ἔργων ἱερώτ[ατον (Pae. 8.74) ]α πᾶσαι[ ἀ]μφίπολ[οι] Κεφ[αλ]λαν[ (Pae. 20.18) παντὶ δ' ἐπὶ φθόνος ἀνδρὶ κεῖται ἀρετᾶς Παρθ. 1. . προβάτων γὰρ ἐκ πάντων κελάρυξεν θηλᾶν γάλα *fr. 104b. 1.* πάντες ἴσᾳ νέομεν ψευδῆ πρὸς ἀκτάν fr. 124. 7. add. adj., διείργει δὲ πᾶσα κεκριμένα δύναμις their completely disparate power (N. 6.2) ἢ γυναικείῳ θράσει ψυχρὰν φορεῖται πᾶσαν ὁδὸν θεραπεύων fr. 123. 9. pr. adj., in full, to the full, σὺν γὰρ ὑμῖν τά τε τερπνὰ καὶ τὰ γλυκἔ ἄνεται πάντα βροτοῖς (O. 14.6) πᾶσαν εὐφροσύναν τάνυεν (P. 4.129) ἀλλ' Ὅμηρός τοι τετίμακεν δἰ ἀνθρώπων, ὃς αὐτοῦ πᾶσαν ὀρθώσαις ἀρετὰν κατὰ ῥάβδον ἔφρασεν (I. 4.38)
   b subs., everyone, everything Χρόνος ὁ πάντων πατὴρ (O. 2.17) πόσις ὁ πάντων Ῥέας ὑπέρτατον ἐχοίσας θρόνον (O. 2.77) χρὴ δὲ κατ' αὐτὸν αἰεὶ παντὸς ὁρᾶν μέτρον (P. 2.34) σαίνων ποτὶ πάντας (P. 2.82) πάντα ἰσάντι νόῳ (P. 3.29) λέξατο πάντας ἐπαινήσαις Ἰάσων (P. 4.189) παντὶ μὲν θεὸν αἴτιον ὑπερτιθέμεν (P. 5.25) “κύριον ὃς πάντων τέλος οἶσθα” (P. 9.44) ὁ δὲ καιρὸς ὁμοίως παντὸς ἔχει κορυφάν (P. 9.79) τὸ γὰρ οἰκεῖον πιέζει πάνθ' ὁμῶς (N. 1.53) τὸ δὲ πὰρ ποδὶ ναὸς ἑλισσόμενον αἰεὶ κυμάτων λέγεται παντὶ μάλιστα δονεῖν θυμόν (N. 6.56) φαῖμέν κε γείτον' ἔμμεναι χάρμα πάντων ἐπάξιον (N. 7.88) βραχύ μοι στόμα πάντ' ἀναγήσασθ, ὅσων Ἀργεῖον ἔχει τέμενος μοῖραν ἐσλῶν (N. 10.19) πάντων δὲ νοεῖς ἀποδάσσασθαι ἴσον (N. 10.86) πάντα δ' ἐξειπεῖν ὅσ ἀγώνιος Ἑρμᾶς Ἡροδότῳ ἔπορεν ἵπποις (I. 1.60) χρὴ δὲ πᾶν ἔρδοντ' ἀμαυρῶσαι τὸν ἐχθρόν (πὰν Schr.) (I. 4.48) πάντ' ἔχεις (I. 5.14) Ζεὺς ὁ πάντων κύριος (I. 5.53) ἀλλὰ παρθένοι γάρ, ἴσθ' ὅτι, Μοῖσαι, πάντα (Pae. 6.55) ]παντα σφιν ἐφρα[ς (Pae. 8.86) ὀλοφύρομαι οὐδέν, ὅ τι πάντων μέτα πείσομαι (Pae. 9.21) σὺν δ ἀνάγκᾳ πὰν καλόν (Schr.: πᾶν codd. Athenaei) fr. 122. 9. σῶμα μὲν πάντων ἕπεται θανάτῳ fr. 131b. 1. θεὸς ὁ πάντα τεύχων βροτοῖς (τὰ πάντα v.l.) fr. 141. Νόμος ὁ πάντων βασιλεὺς θνατῶν τε καὶ ἀθανάτων fr. 169. 1. πάντα θύειν ἑκατόν make all sacrifices in hundreds fr. 170. add. gen. τὸ δ' αἰεὶ παράμερον ἐσλὸν ὕπατον ἔρχεται παντὶ βροτῶν (O. 1.100)
   3 fragg. & dub. [ὀργαῖς πάσαις (codd. contra metr.: ἄρχεις Bowra, alii alia) (P. 6.50) ] [νωμᾶ πάσαις (codd. contra metr.: νεῖμ' ἁπάσαις Hermann) (I. 2.22) ] στεφα]νοισι παν[ (v.l. νιν ap. Σ.) Πα. . 1. ]τι πᾳντᾳ[ Δ. 4. c. 4. πάντ' ἐπ οἶμον *fr. 107a. 6*. πάντων γὰρ ὑπέρβιος ανα[ fr. 140a. 54 (28). ἐπεὶ πᾳντᾳ[ ?fr. 334a. 11.

English (Abbott-Smith)

πᾶς, πᾶσα, πᾶν, gen., παντός, πάσης, παντός, [in LXX chiefly for כֹּל;]
all, every.
I.As adj.,
1.c. subst. anarth., all, every, of every kind: Mt 3:10 4:23, Mk 9:49, Lk 4:37, Jo 2:1o, Ac 27:20, Ro 7:8, Re 18:17, al. mult.; pl., all, Ac 22:15, Ro 5:12, He 1:6, al.; of the highest degree, π. ἐξουσία (προθυμία, χαρά), Mt 28:18, Ac 17:11, Phi 2:29, al.; also the whole (though in this sense more freq. c. art.), Mt 2:3, Ac 2:36, Ro 11:26.
2.C. art.(before the art., after the noun, or, denoting totality, between the art. and noun), all, whole: Mt 8:32 13:2, Mk 5:33, Lk 1:10, Ac 7:14, Ro 3:19, Ga 5:14, Eph 4:16, al.; pl., Mt 2:4, Mk 4:13, Ro 1:5, al.
II.As pron.,
1.masc. and fem., every one: Mk 9:49, Lk 16:16, He 2:9; seq. rel. pron., Mt 7:24, Ac 2:21, Ga 3:10, al.; c. ptcp. (anarth.), Mt 13:19, Lk 11:4; c. ptcp. (c. art.), Mt 5:22, Mk 7:8, Lk 6:47, Jo 3:8, Ro 1:16, al.; pl., πάντες, absol., all, all men, Mt 10:22, Mk 13:13, Lk 20:38, Jo 1:7 3:26, I Co 8:1, al.; οἱ π. (collectively, as a definite whole), Ro 11:32, I Co 1:17, Eph 4:13, al.; π. οἱ (ὅσοι), Mt 4:24, Mk 1:32, Lk 4:40, al.
2.Neut.,
(a)sing., πᾶν, everything, all: πᾶν τό, c. ptcp., I Co 10:25, 27, Eph 5:13, I Jo 2:16 5:4 (sc. ὄν); πᾶν ὅ, Jo 17:2, Ro 14:23; collectively, of persons (Westc., in l.), Jo 6:37, 39; c. prep., in adverbial phrases, διὰ παντός, always, Mt 18:10, al.; ἐν παντί, in everything, in every way, II Co 4:8, Phi 4:6, al.;
(b)pl., πάτνα, all things: absol., Jo 1:3, I Co 2:10, He 2:8, al.; of certain specified things, Mk 4:34, Lk 1:3, Ro 8:28, I Th 5:21, al.; acc., πάντα, adverbially, wholly, in all things, in all respects, Ac 20:35, I Co 9:25, al.; c. art., τὰ π., all things (a totality, as distinct from anarth. πάντα, all things severally; cf. Westc, Eph., 186f.), absol.: Ro 11:36, I Co 8:6, Eph 3:9, He 1:3, al.; relatively, Mk 4:11, Ac 17:25, Ro 8:32, al.; πάντα, c. ptcp., Mt 18:31, al.; πάντα ταῦτα (ταῦτα π.), Mt 6:32, 33, al.; πάντα, c. prep, in adverbial phrases, πρὸ πάντων, above all things, Ja 5:12, I Pe 4:8; ἐν π́, in all things, in all ways, I Ti 3:11, I Pe 4:11, al.; κατὰ πάντα, in all respects, Ac 17:22, al.
3.C. neg., πᾶς οὐ (μή) = οὐδείς, v.s. οὐ and μή, and cf. M, Pr., 245f.

English (Strong)

including all the forms of declension; apparently a primary word; all, any, every, the whole: all (manner of, means), alway(-s), any (one), X daily, + ever, every (one, way), as many as, + no(-thing), X thoroughly, whatsoever, whole, whosoever.

Greek Monolingual

(I)
πάσα, παν / πᾶς, πᾶσα, πᾶν, αιολ. τ. αρσ. παῖς, θηλ. παῖσα, αρκαδ. τ. θηλ. πάνσα, λακων. τ. θηλ. πἆἁ, ΝΜΑ
(αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. στον εν. α) γεν. παντός, πάσης, παντός. β) δοτ. παντί, πάση, παντί
γ) (αιτ.) πάντα, πᾶσαν, πᾶν, αρσ. και πᾶν
2. στον πληθ. α) (ονομ.) πάντες, πᾶσαι, πάντα
β) γεν. πάντων, πασῶν, πάντων, επικ. και ιων. τ. θηλ. πασέων, επικ. τ. θηλ. και πασάων
γ) δοτ. πᾶσι, πάσαις, πᾶσι, επικ. και δελφ. τ. αρσ. και ουδ. πάντεσσι, λοκρ. και δελφ. τ. αρσ. και ουδ. πάντεσι(ν) και πάντοις
δ) (αιτ.) πάντας, πάσας, πάντα
II. ΣΗΜ.: 1. όλος, ολόκληρος, σύμπας, ακέραιος (α. «θα σού πω την πάσαν αλήθεια» β. «τὴν φάτνην τῶν ἵππων ἐοῦσαν χαλκέην πᾶσαν», Ηρόδ.)
2. (επιτατ.) όσο το δυνατόν περισσότερος, μεγαλύτερος ή ισχυρότερος (α. «θα έλθω πάση θυσία» β. «μετὰ πάσης ἀδείας ἀσφαλῶς ἐν εὐδαιμονία τὰς ἑαυτῶν ᾤκουν πατρίδας», Δημοσθ.)
3. (επιμεριστικώς) καθένας, έκαστος (α. «κατά παν τέταρτον έτος» β. «φιλεῖ γὰρ πρὸς τὰ χρηστὰ πᾶς ὁρᾶν», Σοφ.)
4. (με αορστ. σημ.) οποιοσδήποτε (α. «πᾶς μὴ Ἕλλην βάρβαρος», παροιμ. φρ.
β. «οὐ παντὸς πλεῖν ἐς Κόρινθον», παροιμ. φρ.)
5. στον πληθ. η ολότητα, το σύνολο (α. «δεν είναι πάντες ευσυνείδητοι» β. «τῆς σῆς πορείας μνῆμα τοῖς πᾶσι βροτοῖς», Αισχύλ.)
6. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι πάντες
όλοι οι άνθρωποι, το πλήθος
7. το ουδ. ως ουσ. το παν
α) το όλον, η ολότητα, το σύνολο («η αρχή είναι το ήμισυ του παντός»)
β) το σύμπαν, η πλάση, ο κόσμος («ο ποιητής του παντός» — ο Θεός)
8. (το ουδ. στον πληθ. με επιρρμ. χρήση) τα πάντα
α) με κάθε τρόπο, από οποιαδήποτε άποψη («ὁ τὰ πάντα φιλαίτατος», Θεόκρ.)
β) ολοσχερώς
9. φρ. α) «διά παντός» — για πάντα, παντοτινά
β) «διά πασών» — βλ. διαπασών
νεοελλ.
1. (το θηλ. ως επιμεριστική αντων. για όλα τα γένη) κάθε («ξετελειωμένος βασιλιάς πλι' άξιος σε πάσα τρόπο», Ερωτόκρ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το κυριότερο σημείο, η ουσία πράγματος ή θέματος («το παν σε έκτακτες περιστάσεις είναι η ψυχραιμία»)
3. φρ. α) «μια για πάντα» ή «άπαξ διά παντός» — για μια και μοναδική φορά
β) «κατά πάντα» — από οποιαδήποτε άποψη
γ) «εν παντί» — σε οποιαδήποτε περίσταση
δ) «προ παντός» και «προ πάντων» ή «προπαντός» και «προπάντων» — κατά πρώτο λόγο, πρωτίστως, κυρίως
ε) «επί πάσι(ν)» — εκτός από όλα τα άλλα, επί πλέον, επιπροσθέτως
στ) «τέλος πάντων» ή «τελοσπάντων»
i) επιτέλους («θα σταματήσεις τελοσπάντων να μέ ενοχλείς;») ii) (ως κατακλείδα ομιλίας) λοιπόν
(νεοελλ.-μνσ.) φρ. «οι Άγιοι Πάντες» — το σύνολο των γνωστών και άγνωστων άγιων ανδρών
αρχ.
1. ο κάθε είδους, παντοειδής («πρὸς οἶκον ἦλθε πᾶσαν εὔκλειαν φέρων», Σοφ.)
2. σε συνεκφορά με αριθμτ. σημαίνει τον ακριβή αριθμό («δέκα πάντα τάλαντα», Ομ. Ιλ.)
3. (το ουδ. στον πληθ.) πάντα
όλα ανεξαιρέτως τα συμβαίνοντα
4. φρ. α) «πᾶς τις» — καθένας ιδιαιτέρως
β) «δοκεῖ πάσαις [ταῖς ψήφοις]» — αποφασίζεται παμψηφεί
γ) «παντὸς μᾶλλον» — απολύτως, αναγκαίως
δ) «περὶ παντὸς ποιοῦμαι» — εκτιμώ περισσότερο από κάθε άλλο
ε) «οὐ πᾶς» — ουδείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. πᾶς (< πắντ-ς με αντέκταση), πᾶσα (< πắνσα < πắνσσα < πắντyα), πᾶν (που, παρ' ότι βραχύ, πρβλ. αιολ. / δωρ. πάν, στην ιων. αττ. μακρύνθηκε αναλογικά προς το αρσενικό) συνδέεται πιθ. με τα τοχαρ Α' puk και το
χαρ. Β' pο, πληθ. ponta. Η μαρτυρία στη Μυκηναϊκή των τ.: pate = πάντες, pasa = πᾶσα και pasi αποκλείουν την αναγωγή του επιθ. σε ρίζα με αρκτικό χειλοϋπερωικό φθόγγο και επομένως τη σύνδεση του με το ρ. πάομαι «κατέχω, είμαι κύριος» ή με το λατ. quantus «πόσος, οπόσος». Κατ' άλλους, τέλος, το επίθ. πᾶς συνδέεται με το επίρρ. πυξ «με γροθιά» και το αριθμητικό πέντε (πρβλ. και αρχ. άνω γερμ. fust «γροθιά», χεττιτ. τ. panku «πας»), βλ. λ. πυξ. Το επιθ. πᾶς, πᾶσα, πᾶν εμφανίζεται ως α' συνθετικό σε μεγάλο αριθμό συνθ. της Ελληνικής με τις μορφές: α) παν- (και παγ- και παμ-) από το ουδ. παν (βλ. λ. παν-)
β) παντ(ο)- < θ. της γεν. πᾶς, παντός (βλ. λ. παντο-)
και γ) πασι- < θ. της δοτ. πληθ. πᾶσι (πρβλ. πασί-γνωστος, πασί-δηλος, πασι-φανής). Για τη σημασιολογική συνάφεια μεταξύ των πᾶς και ὅλος βλ. λ. όλος.
ΠΑΡ. πανταχόθεν, πανταχού, πάντη, πάντοθεν, παντοίος, πάντως, πάνυ
αρχ.
πανταχή, πανταχοί, πανταχόσε, πανταχώς, πάντοθι, πάντοσε, παντότης
αρχ.-μσν.
πανταχόθι
μσν.- νεοελλ.
πάντα (Ι).
ΣΥΝΘ. (Για συνθ. με α' συνθετικό πᾶς βλ. λ. παν- και παντο-). (Β' συνθετικό) απαξάπας, άπας, σύμπας
αρχ.
ανάπας, έμπας, επίπας, πάμπαν, πρόπας, συνάπας.

German (Pape)

πᾶσα, πᾶν, gen. παντός, πάσης, παντός, gen. pl. masc. und neutr. πάντων, dat. pl. masc. und neutr. πᾶσι, homerisch und hesiodisch πάντεσσι, gen. pl. fem. πᾱσῶν, ep. πασέων, zweisilbig zu sprechen, und einmal auch πασάων, Od. 6.107, wie Ap.Rh. 1.113, 1122;
all, mit dem Begriffe der Einheit, ganz, wie ὅλος, der Mehrheit, jeder, wie ἕκαστος, und im plur. alle. Schon bei Hom. herrscht der Begriff ganz und der plur. vor; κέκλυτέ μευ πάντες τε θεοὶ πᾶσαί τε θέαιναι Il. 8.5, und sonst; πᾶσα ἀληθείη, ganze, volle, lautere Wahrheit, Il. 24.407, Od. 11.507; πᾶσα ὕλη, Hes. O. 510, vgl. Th. 695, 847, 973; πᾶν δεῖμα, ganz Schrecknis, ἡ πᾶσα βλάβη, ganz Unheil, Soph. Phil. 623, 927, El. 301; auch im plur., πᾶσαι πύλαι, das ganze Tor, Il. 2.809; πάντες ὅσοι, alle welche, Hom. und Folgde überall; auch sing., πᾶν ὅσον νοεῖς, Soph. Trach. 348; seltener ἀσπάζεται πάντας, ᾧ ἂν περιτυγχάνῃ, Jeden, dem er begegnet, Plat. Rep. VIII.566d; ἅμα πάντες, allesammt, Il. 24.253, Od. 21.230, in Prosa üblicher ἅπαντες, vgl. aber Schaefer zu Dion.Hal. C.V. p. 124; πάντες ὁμῶς, Il. 15.98; μάλα πάντες, 22.115, Od. 5.216, 22.283; πάντες ἄριστοι, alle besten, lauter solche, die zu den besten gehören, Il. 9.3, Od. 4.272 und sonst; mit Zahlwörtern, ἐννέα πάντες, alle neun, ohne daß einer daran fehlt, wie wir sagen »ganzer neun«, Od. 8.258, 24.60; ἐννέα πάντ' ἔτεα, Hes. Th. 803; δέκα π., Il. 19.247, 24.232; δυώδεκα π., Od. 9.204, 12.89; δυοκαίδεκα πάντες ἄριστοι, 16.251; εἴκοσι πάντες, Il. 18.373, 470, Od. 5.244; Her. 1.50, 163, 214, 9.81, der πᾶς immer vor das Zahlwort setzt, während dies bei Hom. voransteht; auch mit dem Artikel, τὰ πάντα δέκα, in Allem zehn, alle zusammengerechnet zehn; τὰ πάντα μύρια, in Allem zehntausend, Her. 3.74; Thuc. 3.85; τρεῖς οἱ πάντες, Ath. VI.273b. – Im sing. jeder, οἱ δ' ἄλκιμον ἦτορ ἔχοντες πρόσσω πᾶς πέτεται, Il. 16.264; Od. 13.313; πᾶς ἀνήρ, Theogn. 177; Aesch. Pers. 378; Soph. Aj. 1366; νῦν μεπᾶς ἀσπάζεται, O.R. 596; σιώπα πᾶς ἀνήρ, Ar. Ran. 1125, wie Ach. 237; und in Prosa, ἔνθα πᾶς παντὶ θυμοῦται, Plat. Prot. 327a; ψυχὴ πᾶσα ἀθάνατος, Phaedr. 245c; πᾶσα ὁδός, jeder Weg, Xen. An. 2.5.9; auch mit dem Artikel, πᾶσαὁδός, ibid., auf jedem der Wege, die ins Vaterland führen; und so in dieser Stellung πᾶς ὁ κλύων, jeder, der hört, Soph. Aj. 151; πᾶν τὸ καλῶς ἔχον, Plat. Rep. II.381a; und so auch im plur., πάντα προὐξεπίσταμαι σκεθρῶς τὰ μέλλοντα, Aesch. Prom. 101; od. πάντες steht nach, οἱ ἄλλοι πάντες ᾄδοντες ἐπορεύοντο ἐν ῥυθμῷ, Xen. An. 5.4.14, die übrigen alle; οἱ πάντες, die sämtlichen, ὑμεῖς οἱ πάντες οὐκ ἔσεσθε κύριοι, 5.7.27; οὐδ' ἂν οἱ πάντες ἄνθρωποι δύναιντο διελθεῖν, 5.6.7; vgl. Soph. τοὺς πάντας Ἀργείους, Phil. 47; und mit Wiederholung des Artikels, τὰς νέας τὰς πάσας ἐκόμισαν εἰς Ἄβδηρα, Her. 6.47. – In einigen Vrbdgn steht das adj. πᾶς für das • adv. πάντως, wie man erklären kann πόλις γάρ ἐστι πᾶσα τῶν ἡγουμένων, Soph. Phil. 386; πᾶσα ἀνάγκη, es ist durchaus notwendig, Plat. Phaedr. 240a und öfter; πᾶν τοὐναντίον, ganz das Gegenteil, Prot. 332a und öfter; – τὸ πᾶν, das Ganze, Aesch. Prom. 456 und A.; ἡ τοῦ παντὸς ἀρχή, Xen. An. 5.10.12; τοῦ παντὸς ἁμαρτάνειν, Plat. Phaedr. 235e und sonst; bes. das Weltall, Universum, τὴν τοῦ παντὸς φοράν, Plat. Polit. 270b; Crat. 436e und öfter; Luc. Nigr. 2 und öfter; überhaupt die Hauptsache, worauf Alles ankommt, τὸ πᾶν φράσω, Soph. El. 670; Trach. 368; ὁ Λυσίας τοῦ παντὸς ἡμάρτηκε, Plat. Phaedr. 235e; τὸ ὅλον von τὸ πᾶν unterschieden Theaet. 204b; ἐσπᾶν κακοῦ, in das ganze, größte Unglück, Her. 7.118, 9.118; vgl. ἔτι ἂν μᾶλλον ἐν παντὶ κακοῦ εἴης, Plat. Rep. IX.579b; und so auch ohne κακόν, κἀγὼ ἐν παντὶ ἐγενόμην ὑπ' ἀπορίας, Euthyd. 301a; ἐν παντὶ εἴης ἄν, Symp. 194a, in der größten Gefahr sein; auch εἰς πᾶν ἀφικνεῖσθαι, sich in die größte Gefahr begeben, Alles wagen, Xen. Hell. 6.1.12; vgl. ἐν παντὶ ἀθυμίας ἦσαν, Thuc. 7.55; oft bei Flgdn.; Xen. vrbdt diese Wendung sogar mit μή, ἐν παντὶ ἦσαν, μὴ λελοιδορημένος εἴη ὑπ' Ἀγησιλάου, Hell. 5.4.29, sie waren in Besorgnis. – Andere ähnl. Vrbdgn sind: ἐπὶ πᾶν τὸ τῆς ἐλευθερίας ἰέναι, Plat. Rep. VIII.562e; πράττειν τὸ πᾶν εἰς δύναμιν, Phaedr. 273e, Alles nach Kräften tun; εἰς πᾶν θυμοῦ προαχθῆναι, in den äußersten Zorn geraten; παντὸς μᾶλλον, mehr als Alles, durchaus, gewiß, Prot. 344b, Phaed. 67b und öfter, und Sp., wie Luc. Halc. 2; πρὸ πάντων, Aesch. Spt. 996; und beim superl. zur Verstärkung, πάντων δὲ ῥᾷστα μαθήσει, Plat. Rep. I.344a; πάντων μάλιστα, Prot. 330a; Tragg. und A. – Διὰ παντός, durchgängig, durchaus, von der Zeit immer: Soph. Aj. 705; Plat. Phaedr. 240e; τὸ διὰ παντὸς γιγνόμενον ἁπλοῦν, Polit. 294c; τὰ εἴσω διὰ παντὸς νενοσηκότα σώματα, Rep. III.407d; τὸ λοιπὸν διὰ παντὸς πολέμου ἰέναι αὐτοῖς, Xen. An. 3.2.8, wo wahrscheinlich mit Krüger διὰ πολ. zu lesen ist; vgl. 7.8.11 und A.; es findet sich auch als ein Wort geschrieben, διαπαντός, Schaefer Schol. Par. Ap.Rh. 4.57; selten im plur., διὰ πάντων, Plat. Soph. 254b; auch κατὰ πάντων, Tim. 60b; vgl. B.A. 91, διὰ πάντων ἀγὼν ὁ ἔσχατος. – Über ἡ διὰ πασῶν s. διαπασῶν. – Ἐπὶ πᾶν, im Allgemeinen, Plat. Euthyd. 279e; κατὰ πάντα, in Allem, durchaus, Tim. 30d, wie Thuc. 4.81. – Das neutr. πάντα, alles Mögliche, allerlei, Hom. oft, bes. in der Vrbdg δαίδαλα πάντα, auch πάντα γίγνεσθαι, Alles werden, jede Gestalt annehmen, sich in jede Gestalt verwandeln, Od. 4.417; sich zu Allem entschließen, alle Mittel versuchen, vgl. παντοῖος und Schaefer mel. p. 98; sehr gewöhnl. πάντα ποιεῖν, Xen. Hell. 5.4.58 Dem. und A.; auch im sing., Plat. Apol. 39a. – Πάντα εἶναί τινι, Einem Alles sein, Her. 1.122, wie Thuc. 8.95 und Dem. 18.43; vgl. ἐβοηθεῖτε δ' αὐτῷ καὶ πάντ' ἦν Ἀλέξανδρος, 23.120, Sp., wie Luc. Tyrannic. 4; Pol. τὸ δὲ ὅλον αὐτοῖς ἦν καὶ τὸ πᾶν Ἀπελλῆς, 5.26.5; auch πάντα εἶναι ἔν τινι, Alles in Allem sein, Alles gelten bei Einem, Her. 3.157, 7.156; als • adv. πάντα, ganz und gar, gänzlich, in jeder Hinsicht, auch • τὰ πάντα, 1.122, 4.97, • τὰ πολλὰ πάντα, meistens, meistenteils, 1.203, 2.35, 5.67, τὰ πάντα νικᾶν, Xen. An. 2.1.1, vgl. 1.9.2, 3.10; auch εἰς πάντα, in Allem, gänzlich, s. Valcken Phoen. 622 und Jacobs Ach.Tat. p. 648; ὁ πάντ' ἄριστος, Ath. VIII.361f; und im posit., οὐκ ἄρα πάντα νοήμονες οὐδὲ δίκαιοι ἦσαν, Od. 13.209 und öfter; ἀνδρὶ τῷ πάντ' ἀγαθῷ, Soph. Aj. 1415, vgl. El. 301, öfter; πάντα σοφός, Plat. Theaet. 194e; und mit dem Artikel, τὰ πάντα ἀγαθός, Her. 5.97; und eben so τὸ πᾶν, Aesch. Prom. 215, Suppl. 781; Soph. El. 1009; Xen. Cyr. 1.6.13 und sonst. – Πᾶσιν, bei, vor Allen, nach dem Urteil Aller, Il. 2.285; vgl. Soph. O.C. 1448, Trach. 338; und vom neutr. in Allem, in allen Dingen, Her. 1.61, wie auch ἐπὶ πᾶσιν, Hes. O. 696. – Oft tritt auch τίς hinzu, πᾶς τις, ein jeder, Aesch. Ag. 1205 Soph. O.C. 25, Aj. 28 Thuc. 7.84; πάντα τινὰ τῶν μάγων, Her. 3.79.
[α ist in der Stammsilbe in allen drei Geschlechtern lang; in den Zusammensetzungen wird es im neutr. kurz, ἅπᾰν, σύμπᾰν, doch bleibt bei den Attikern auch diese Silbe zuweilen lang, B.A. 416; vgl. Meineke quaest. Men. 51; erst späte schlechte Dichter haben auch in πάσης und πᾶσιν das α verkürzt; s. Jacobs AP p. 429, 431.]

Russian (Dvoretsky)

πᾰς: πᾰσα, πᾶν, gen. παντός, πάσης, παντός (gen. pl. πάντων, πασῶν - эп. πασάων, ион. πασέων, - πάντων, dat. pl. πᾶσι - эп. πάντεσσι, - πάσαις, πᾶσι)
1 (тж. πᾶς τις Thuc. etc.) всякий, каждый (νῦν πᾶσι χαίρω, νῦν με πᾶς ἀσπάζεται Hom.; πᾶς Ἑλλήνων Soph.; πᾶς ἄνθρωπος Xen.): κτήνεα πάντα τρισχίλια Her. три тысячи голов скота всякого рода; ὁ ἀριθμὸς πᾶς Plat. каждое число (ср. 2);
2 весь, целый (πᾶς χαλκῷ λάμπε Hom.; πᾶσα γῆ Thuc.; πᾶσαν ἀληθείην κατάλεξον Hom.): λόγος λέλεκται πᾶς Soph. речь (моя) сказана вся, т. е. я кончил; πᾶν κράτος Soph. вся полнота могущества; κεῖνος, ἡ πᾶσα βλάβη Soph. он (т. е. Одиссей), воплощение всяческого преступления; πᾶσα ἀνάγκη Plat. совершенно неизбежно; ὁ πᾶς ἀριθμός Thuc. общее число, сумма (ср. 1); ὅλος καὶ πᾶς Polyb. целиком и полностью; τριάκοντα τὰς πάσας ἡμέρας Thuc. в течение целых тридцати дней; τὸ πᾶν Xen., ἐς τὸ πᾶν Aesch. и τῷ παντί Xen. целиком, совершенно; διὰ παντός Thuc. все время или вполне, совершенно; τὸ πᾶν Luc. всегда; εἰς τὸ πᾶν (χρόνου) Aesch. навсегда; πᾶν ποιεῖν Plat. (πράττειν Lys.) делать все возможное; παντὸς μᾶλλον Plat. более всего или прежде всего; ἐς πᾶν κακοῦ ἀφικνεῖσθαι Her. дойти до крайней нищеты; ἐν παντὶ ἀθυμίας εἶναι Thuc. прийти в крайнее отчаяние; πάντα и τὰ πάντα Hom., Her. во всех отношениях, полностью или постоянно Luc.; πάντα γίγνεσθαι Hom. принимать всевозможные формы; πάντα εἶναί τινι Thuc. быть кому-л. важнее всего; τὰ πολλὰ πάντα Her. почти всегда, в большинстве случаев;
3 pl. все (πάντες τε θεοὶ πᾶσαί τε θέαιναι Hom.): Σαμίων πάντες Thuc. все самосцы; ἅμα πάντες Hom., Her. все целиком, все сразу; πᾶσίν τινα ἐλέγχιστον θέμεναι βροτοῖσιν Hom. страшно опозорить кого-л. в глазах всех смертных; πάντες ἄνθρωποι Xen. все люди (вообще); οἱ πάντες (или πάντες οἱ) ἄνθρωποι Xen. все (из упомянутых); πᾶσι τούτοις ἔνοχος Isocr. находящийся в таких же точно условиях; διὰ πασῶν см. διά 1, 2.

Greek Monotonic

πᾶς: πᾶσα, πᾶν, γεν. παντός, πάσης, παντός· γεν. πληθ. αρσ. και ουδ. πάντων, θηλ. πασῶν, Ιων. πᾱσέων, Επικ. πᾱσάων [σᾱ]· δοτ. πληθ. αρσ. και ουδ. πᾶσι, Επικ. πάντεσσι, Λατ. omnis,
Α.όλοι, όταν χρησιμ. για πολλούς· όταν αναφέρεται σε έναν μόνο, όλος, ολόκληρος.
I. 1. στον πληθ., όλοι, πάντες τε θεοὶ πᾶσαί τε θέαιναι, σε Ομήρ. Ιλ.· τῶν Σαμίων πάντες, σε Θουκ.· ἅμα πάντες, πάντες ἅμα, όλοι μαζί, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
2. με υπερθ., πάντες ἄριστοι, όλοι οι ευγενείς, Λατ. optimus quisque, σε Όμηρ.
II. ολότητα, σύνολο, πᾶσα ἀλήθεια, όλη η αλήθεια, σε Ομήρ. Ιλ.· χαλκέη πᾶσα, όλος ο χαλκός, σε Ηρόδ.· ἦν ἡ μάχη ἐν χερσὶ πᾶσα, ολόκληρη χέρι με χέρι, σε Θουκ.· ἡ πᾶσα βλάβη, τίποτα άλλο παρά μόνο βλάβη, σε Σοφ.
III. ἕκαστος, ο καθένας, σε Όμηρ. κ.λπ.· πᾶς χώρει, άσε τους όλους να φύγουν, σε Αριστοφ.· επίσης, πᾶς ἀνήρ, σε Σοφ. κ.λπ.· πᾶς τις, κάθε ένας μόνος του, σε Ηρόδ. κ.λπ.· πᾶς ὅστις..., σε Σοφ.· πᾶν ὅσον, σε Αισχύλ. κ.λπ. Β. I. Όταν χρησιμοποιείται το άρθρο, γενικά τίθεται μετά το πᾶς, πᾶσα τὴν δύναμιν, όλη η δύναμή τους, σε Ηρόδ.· πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν, σε Θουκ.
II. όταν το πᾶς τίθεται μεταξύ άρθρου και ουσ. δηλώνει ολότητα, ενότητα, ὁ πᾶς ἀριθμός, σε Αισχύλ.· τὸ πᾶν πλῆθος, σε Θουκ.
III. ως ουσ., τὸ πᾶν, το όλον, το παν, σε Αισχύλ.· τὰ πάντα, όλα, τα πάντα, στον ίδ. Γ. I. Με αριθμητικά σημαίνει τον ακριβή αριθμό, ἐννέα πάντες, εξ ολοκλήρου εννέα, όλοι εννέα, όχι λιγότεροι, σε Ομήρ. Οδ.· δέκα πάντα τάλαντα, σε Ομήρ. Ιλ.· αλλά, κτήνεα τὰ θύσιμα πάντα τρισχίλια ἔθυσε, 3.000 από όλα τα είδη, σε Ηρόδ.
II. μαζί με το άρθρο, εν όλω, συνολικά, οἱ πάντες εἷς καὶ ἐννενήκοντα, στον ίδ. Δ. Ειδικότερες χρήσεις·
I. 1. σε δοτ. πληθ. αρσ. πᾶσι, με ή σύμφωνα με την κρίση όλων, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.
2. πᾶσι ως ουδ., σε όλα, συνολικά, σε Σοφ.
II. 1. πάντα γίγνεσθαι, γίνομαι τα πάντα, δηλ. λαμβάνω κάθε μορφή, σε Ομήρ. Οδ.· εἰς πᾶν ἀφικνεῖσθαι, ρισκάρω τα πάντα, σε Ξεν.
2. πάντα εἶναί τινι, είμαι το παν για κάποιον, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
3. πάντα, ως επίρρ. αντί πάντως, σε όλα τα σημεία, ολοκληρωτικά, συνολικά, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. κ.λπ.· αλλά, τὰ πάντα, με κάθε τρόπο, με κάθε μέσο, σε Ηρόδ.
III. 1. ουδ. ενικ. τὸ πᾶν, ολόκληρο το βιος κάποιου, περὶ τοῦ παντὸς δρόμον θέειν, στον ίδ.· τοῦ παντὸς ἐλλείπειν, σε Αισχύλ.· το πᾶν ως επίρρ., συνολικά, ολοσχερώς, σε Σοφ. κ.λπ.· με άρνηση, καθόλου, σε Αισχύλ.
2. πᾶν, καθετί, το παν, οτιδήποτε, πᾶν μᾶλλον ἢ στρατίην, οτιδήποτε καλύτερο από το στράτευμα, σε Ηρόδ.· πᾶνποιῶν, με όλα τα μέσα, με κάθε τρόπο, σε Πλάτ.· ομοίως, πάντα ποιῶν, σε Δημ.
3. ἐπὶ πᾶν, εξ ολοκλήρου, γενικά, συνολικά, σε Πλάτ.
4. παντὸς μᾶλλον, πάνω απ' όλα, απολύτως, απαραιτήτως, Λατ. ita ut nihil supra, στον ίδ.· σε αποκρίσεις, πᾶν γε μᾶλλον, ναι, απόλυτα έτσι, στον ίδ.
5. με πρόθ., ἐς πᾶν κακοῦ ἀπικέσθαι, στο αποκορύφωμα της, σε Ηρόδ.· ομοίως, εἰςπᾶν ἀφικέσθαι, σε Ξεν.· ἐς τὸ πᾶν, ολοσχερώς, σε Αισχύλ.· ἐν παντὶ ἀθυμίας εἶναι, βρίσκεται στα άκρα της απόγνωσης, σε Θουκ.· περὶπαντὸς ποιεῖσθαι, εκτιμώ πάνω απ' όλα, Λατ. maximi facere, σε Ξεν.· διὰ παντός (ενν. χρόνου), ή ως μία λέξη διάπαντος, για πάντα, συνεχώς, σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ.· αλλά επίσης, απολύτως, ολοσχερώς, ολότελα, συνολικά, σε Θουκ., Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

πᾶς: ὁ, ἴδε ἐν λ. πάππας.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: whole, all, every (Il.).
Other forms: πᾶσα, Cret. Thess. Arc. πάνσα, Aeol. παῖσα, ntr. πᾶν (beside παν-, ἅ-παν a.o.), Dor. Aeol. πάν.
Dialectal forms: Myc. pate /pantes/, pato /pantos/, pasa /pasa/, pasi /pasi/; kusupa /ksumpas/, tosopa /tososospas/.
Compounds: Very often as 1. member παν- (Schwyzer 437, Hoenigswald Lang. 16, 183ff., Leumann Hom. Wörter 98ff.), e.g. παν-ῆμαρ all day (ν 31; Sommer Nominalkomp. 65, Risch Mus. Helv. 2, 18, Ruijgh L'élém. ach. 120f.); more rare παντο-, e.g. παντο-μισής all-hateful (A.), παντο-κράτωρ, -ορος m. the Almighty (LXX; older παγ-κρατής, s. on κράτος). On the type Πανέλληνες Schwyzer 1, 77 and 88.
Derivatives: παντ-οῖος various, manifold (Il.; after ποῖος a.o.), -οδαπός id. (since h. Cer.; after ἀλλοδαπός a.o.); -οσε in all directions (Il.), -οτε always (Arist., hell.), -αχῃ̃, -αχοῦ, -αχόθεν, -αχόσε etc. (from) everywhere, every way (IA.). Enlargements πάγχυ (s.v.), πάν-υ altogether, very (Att., also Ion.) with unexplained , cf. on οὗτος; not better v. Sabler KZ 31, 278f., Mahlow Neue Wege 460, Lagercrantz GHÅ 31 (1925): 3, 135 ff., s. Thesleff Intensification 57 n. 1 (with extens. treatment), where, also unconvincing, as basis *πὰν εὖ is considered.
Origin: IE [Indo-European] [cf. 593] *ph₂ -ent- all
Etymology: Beside πᾶς from *παντ-ς (on the circumflex a hypothesis by Borger Münch. Stud. 3, 7 ff.), to which analog. πᾶν for πάν (< *πάντ), stands of old ἅ-πας (with copul. ἁ-), which can be identical with Skt. śáśvant-, if for *saśvant-, always repeting, uninterrupted, complete, whole, all after another, everybody; further s. πέπαμαι. Also the confirming OWNo. hund- (e.g. hund-víss = πάν-σοφος) has been, though with very doubtful right, connected with it (lit. in WP. 1, 367, Persson Beitr. 1, 193). -- Not wit Bopp, Curtius, Pedersen a.o. (s. Persson l.c.) to Lat. quantus. Remarkable is the same formation in Hitt. ḫumant- everybody, whole, all (Mezger KZ 77, 82ff.). To be rejeceted Kerényi Glotta 22, 35 (s. W.-Hofmann s. pānis). The Myc. form proves initial *p-. Toch. A puk, B po, pl. ponta (Adams, Dict. Toch. B 402).

Middle Liddell


Lat. omnis, all, when used of many; when of one only, all, the whole:
I. in plural all, πάντες τε θεοὶ πᾶσαί τε θέαιναι Il.; τῶν Σαμίων πάντες Thuc.; ἅμα πάντες, πάντες ἅμα all together, Il., etc.
2. with a Sup., πάντες ἄριστοι all the noblest, Lat. optimus quisque, Hom.
II. all, the whole, πᾶσα ἀλήθεια all the truth, Il.; χαλκέη πᾶσα all of bronze, Hdt.; ἦν ἡ μάχη ἐν χερσὶ πᾶσα all hand to hand, Thuc.; ἡ πᾶσα βλάβη nothing but mischief, Soph.
III. = ἕκαστος, every, Hom., etc.; πᾶς χώρει let everyone go, Ar.:—also, πᾶς ἀνήρ Soph., etc.; πᾶς τις every single one, Hdt., etc.; πᾶς ὅστις . . Soph.; πᾶν ὅσον Aesch., etc.
B. When the Art. is used, it is generally put after πᾶς, πᾶσαν τὴν δύναμιν all his force, Hdt.; πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν Thuc.
II. πᾶς is put between the Art. and Subst., to denote totality, ὁ πᾶς ἀριθμός Aesch.; τὸ πᾶν πλῆθος Thuc.
III. as a Subst., τὸ πᾶν the whole, Aesch.; τὰ πάντα the whole, Aesch.
C. With Numerals it marks an exact number, ἐννέα πάντες quite nine, full nine, no less, Od.; δέκα πάντα τάλαντα Il.; but, κτήνεα τὰ θύσιμα πάντα τρισχίλια ἔθυσε 3000 of all kinds, Hdt.
II. with the Article, in all, οἱ πάντες εἷς καὶ ἐννενήκοντα Hdt.
D. Special Usages:—in dat. pl. masc. πᾶσι, with or in the judgment of all, Il., Soph.
2. πᾶσι as neut., in all things, altogether, Soph.
II. πάντα γίγνεσθαι to become all things, i. e. assume every shape, Od.; εἰς πᾶν ἀφικνεῖσθαι to venture everything, Xen.
2. πάντα εἶναί τινι to be everything to one, Hdt., Thuc., etc.
3. πάντα as adv. for πάντως, in all points, entirely, wholly, Od., Soph., etc.:—but, τὰ πάντα in every way, by all means, altogether, Hdt.
III. neut. sg. τὸ πᾶν the whole, one's all, περὶ τοῦ παντὸς δρόμον θέειν Hdt.; τοῦ π. ἐλλείπειν Aesch.: — τὸ πᾶν as adv., on the whole, altogether, Soph., etc.; with a negat. at all, Aesch.
2. πᾶν everything, anything, πᾶν μᾶλλον ἢ στρατιήν anything rather than an army, Hdt.; πᾶν ποιῶν by any means whatever, Plat.; so, πάντα ποιῶν Dem.
3. ἐπὶ πᾶν on the whole, in general, generally, Plat.
4. παντὸς μᾶλλον above all, absolutely, necessarily, Lat. ita ut nihil supra, Plat.:—in answers, π. γε μᾶλλον yes, absolutely so, Plat.
5. with Preps., ἐς πᾶν κακοῦ ἀπικέσθαι to all extremity of ill, Hdt.; so, εἰς πᾶν ἀφικέσθαι Xen.; ἐς τὸ πᾶν altogether, Aesch.:— ἐν παντὶ ἀθυμίας εἶναι in all extremity of despair, Thuc.:— περὶ παντὸς ποιεῖσθαι to esteem above all, Lat. maximi facere, Xen.:— διὰ παντὸς (sc. χρόνοὐ, or as one word διάπαντος, for ever, continually, Soph., Thuc., etc.: but also, altogether, Thuc., Plat.

Frisk Etymology German

πᾶς: {pãs}
Forms: πᾶσα, kret. thess. ark. πάνσα, äol. παῖσα, ntr. πᾶν (neben παν-, ἅπαν u.a.), dor. äol. πάν
Grammar: f.
Meaning: ganz, all, jeder (seit Il.).
Composita: Sehr oft als Vorderglied παν- (Schwyzer 437, Hoenigswald Lang. 16, 183ff., Leumann Hom. Wörter 98ff.), z.B. πανῆμαρ den ganzen Tag (ν 31; Sommer Nominalkomp. 65, Risch Mus. Helv. 2, 18, Ruijgh L’élém. ach. 120f.); seltener παντο-, z.B. παντομισής allverhaßt (A.), παντοκράτωρ, -ορος m. der Allmächtige (LXX usw.; älter παγκρατής, s. zu κράτος).
Derivative: Davon παντοῖος allerhand, mannigfaltig (seit Il.; nach ποῖος u.a.), -οδαπός ib. (seit h. Cer.; nach ἀλλοδαπός u.a.); -οσε nach allen Seiten hin (Il. u.a.), -οτε immer (Arist., hell. u. sp.), -αχῇ, -αχοῦ, -αχόθεν, -αχόσε usw. ‘überall (her, hin)’ (ion. att.). Erweiterungen πάγχυ (s.d.), πάνυ ganz und gar, gar sehr (att., auch ion.) mit unerklärtem -υ, vgl. zu οὗτος; nicht besser v. Sabler KZ 31, 278f., Mahlow Neue Wege 460, Lagercrantz GHÅ 31 (1925): 3, 135 ff., s. Thesleff Intensification 57 A. 1 (mit ausführl. Behandlung), wo, ebenfalls unbefriedigend, als Grundform *πὰν εὖ erwogen wird.
Etymology: Neben πᾶς aus *παντς (zum Zirkumflex eine Hypothese von Borger Münch. Stud. 3, 7 ff.), wozu analog. πᾶν für πάν (< *πάντ), steht seit alters ἅπας (mit kopul. ἁ-), das mit aind. śáśvant-. wenn für *saśvant-, sich stets wiederholend, ununterbrochen, vollständig, ganz, alle nacheinander, jeder identisch sein kann; weiteres s. πέπαμαι. Auch das verstärkende awno. hund- (z.B. hund-víss = πάνσοφος) ist, allerdings mit sehr zweifelhaftem Recht, damit verbunden worden (Lit. bei WP. 1, 367, Persson Beitr. 1, 193). — Nicht mit Bopp, Curtius, Pedersen u.a. (s. Persson a.a.O.) zu lat. quantus. Bemerkenswert ist die gleiche Bildung in heth. ḫumant- jeder, ganz, all (Mezger KZ 77, 82ff.). Abzulehnen Kerényi Glotta 22, 35 (s. W.-Hofmann s. pānis).
Page 2,476-477

Chinese

原文音譯:p©j 爬士
詞類次數:形容詞(διαίρεσις))
原文字根:每或 一切
字義溯源:一切*,所有,一切所有,任何,每,全,完全的,全部,全都,各,各樣,萬,萬有,萬事,萬物,萬人,所有的,每一,常,凡,凡有,凡事,凡物,都,都是,都要,要緊的,諸般的,各方,各人,人人,眾人,眾,極,最,儘,合,遍。參讀 (ἀμφότεροι)同義字
同源字:1) (ἅπας)全部 2) (διαπαντός)經常 3) (πανδοκεῖον / πανδοχεῖον)全部接受 4) (πανδοκεύς / πανδοχεύς)全部接受的主人 5) (πανοικεί)全家 6) (πανοπλία)全副盔甲 7) (πανουργία)機巧 8) (πανοῦργος)無所不為的 9) (πάντῃ)全然地 10) (πάντοθεν)四面 11) (παντοκράτωρ)全能者 12) (πάντοτε)經常的 13) (πάντως)全部 14) (παραδειγματίζω)一切
出現次數:總共(1247);太(129);可(69);路(157);約(65);徒(175);羅(71);林前(112);林後(52);加(15);弗(52);腓(33);西(39);帖前(18);帖後(16);提前(23);提後(18);多(14);門(2);來(53);雅(12);彼前(18);彼後(7);約壹(27);約貳(2);約叄(2);猶(8);啓(58)
譯字彙編
1) 一切(165)數量太多,不能盡錄;
2) 眾人(130)數量太多,不能盡錄;
3) 凡(99) 太3:10; 太5:28; 太5:32; 太7:8; 太7:17; 太7:19; 太7:21; 太7:26; 太11:28; 太12:25; 太12:25; 太13:19; 太13:52; 太15:13; 太25:29; 可13:20; 路1:66; 路2:18; 路2:23; 路2:47; 路3:6; 路3:9; 路6:30; 路6:40; 路6:47; 路11:4; 路11:10; 路11:17; 路12:10; 路12:48; 路14:11; 路16:18; 路18:14; 路19:26; 路24:27; 約3:8; 約3:20; 約6:37; 約6:45; 約11:26; 約12:46; 約15:2; 約15:2; 約16:2; 約18:37; 約19:12; 徒2:21; 徒10:38; 徒10:43; 徒15:17; 羅10:11; 羅10:13; 羅14:23; 林前9:23; 林前9:25; 林前10:25; 林前10:27; 林前11:4; 林前11:5; 林後4:15; 加3:10; 加3:13; 弗4:15; 提前4:4; 提後1:15; 提後2:19; 提後3:12; 來5:1; 來5:9; 來5:13; 來8:3; 來12:6; 來12:11; 雅4:16; 彼前1:24; 彼前5:14; 約壹2:16; 約壹2:23; 約壹2:29; 約壹3:3; 約壹3:4; 約壹3:6; 約壹3:6; 約壹3:9; 約壹3:10; 約壹3:15; 約壹3:15; 約壹4:2; 約壹4:3; 約壹5:1; 約壹5:1; 約壹5:4; 約壹5:17; 約壹5:18; 約貳1:9; 約叄1:2; 啓13:8; 啓18:17; 啓18:19;
4) 都(90) 太4:9; 太6:33; 太10:30; 太12:23; 太13:2; 太13:56; 太14:20; 太26:27; 可1:5; 可11:18; 可14:23; 可14:27; 可14:64; 路1:63; 路1:65; 路8:40; 路8:47; 路9:17; 路22:70; 路23:48; 路24:44; 約5:23; 約6:45; 約7:21; 約10:4; 約10:8; 約13:11; 約17:7; 約17:10; 約17:21; 徒1:14; 徒1:18; 徒2:1; 徒2:4; 徒2:7; 徒2:32; 徒2:44; 徒3:9; 徒3:11; 徒4:31; 徒5:5; 徒5:12; 徒6:15; 徒9:26; 徒10:33; 徒15:3; 徒15:12; 徒16:26; 徒17:7; 徒17:30; 徒19:17; 徒21:18; 徒21:20; 徒24:3; 徒26:4; 徒27:20; 羅3:9; 羅10:16; 羅12:4; 羅14:10; 林前1:10; 林前6:12; 林前8:1; 林前9:24; 林前10:1; 林前10:1; 林前10:2; 林前10:3; 林前10:4; 林前10:23; 林前10:23; 林前12:13; 林前12:13; 林前14:5; 林前14:24; 林前14:31; 林前15:51; 林前15:51; 加3:26; 加3:28; 弗2:3; 帖前5:5; 提後4:16; 提後4:17; 提後4:21; 來1:11; 來1:14; 約壹2:19; 啓5:13; 啓19:21;
5) 眾(79) 太11:13; 太24:14; 太24:30; 太25:31; 太25:32; 可2:13; 路6:26; 路7:29; 路11:50; 路13:2; 路13:28; 路20:45; 路21:38; 路24:19; 路24:27; 約8:2; 約18:20; 徒2:43; 徒3:18; 徒3:24; 徒4:10; 徒4:33; 徒5:20; 徒5:21; 徒5:34; 徒10:43; 徒13:10; 徒13:24; 徒18:23; 徒22:5; 徒24:5; 羅3:4; 羅5:12; 羅5:18; 羅5:18; 羅12:17; 羅12:18; 羅13:1; 羅14:11; 羅16:4; 羅16:15; 羅16:16; 林前7:7; 林前14:33; 林前15:7; 林前15:19; 林前16:20; 林後1:1; 林後3:2; 林後8:18; 林後11:28; 林後13:13; 弗1:15; 弗3:8; 弗3:18; 弗6:18; 腓1:1; 腓4:5; 腓4:21; 腓4:22; 西1:4; 帖前2:15; 帖前3:13; 帖前4:10; 帖前5:26; 帖前5:27; 提前2:1; 多2:11; 多3:2; 門1:5; 來1:6; 來9:19; 來9:19; 來13:24; 啓1:7; 啓2:23; 啓7:11; 啓8:3; 啓19:5;
6) 一切的(56) 太13:51; 太23:27; 太24:33; 太26:1; 可3:28; 路1:65; 路2:19; 路2:51; 路4:4; 路9:1; 路12:15; 路12:18; 路19:37; 約1:9; 約15:21; 約16:13; 徒7:22; 徒20:19; 徒24:8; 徒26:3; 羅13:7; 羅15:14; 林前1:5; 林前1:5; 林後7:1; 林後7:4; 林後10:5; 弗3:15; 弗3:19; 弗4:31; 弗4:31; 弗5:9; 弗5:13; 弗6:16; 腓2:29; 西1:9; 西1:11; 西1:11; 西2:13; 西3:16; 西4:9; 西4:12; 帖前3:7; 提前2:2; 來4:4; 雅1:8; 雅1:21; 彼前1:24; 彼後3:16; 約壹1:7; 約壹1:9; 約壹4:1; 猶1:3; 啓5:13; 啓18:14; 啓22:3;
7) 凡事(49) 太19:26; 可4:11; 可9:23; 可10:27; 可13:23; 可14:36; 徒13:22; 徒17:22; 徒20:27; 徒20:35; 林前6:12; 林前6:12; 林前9:12; 林前10:33; 林前11:2; 林前13:7; 林前13:7; 林前13:7; 林前13:7; 林前14:26; 林前14:40; 林後2:9; 林後7:16; 林後8:7; 林後11:6; 林後11:9; 弗4:2; 弗5:24; 腓1:20; 腓4:6; 西1:10; 西1:18; 西3:20; 西3:22; 帖前5:18; 帖前5:21; 提前3:4; 提前4:8; 提後2:7; 提後2:10; 提後4:5; 多2:9; 多2:10; 多2:10; 來2:17; 來13:18; 彼前2:18; 彼前4:11; 約壹2:27;
8) 所有(44) 太2:4; 太5:15; 太5:18; 太14:35; 太23:35; 太23:36; 太26:35; 太26:52; 太26:56; 可9:49; 可16:15; 路3:5; 路4:20; 路7:17; 路13:17; 路14:29; 路16:26; 路24:9; 路24:21; 約8:34; 徒1:19; 徒5:11; 徒8:40; 徒9:21; 徒9:35; 徒9:39; 徒16:32; 徒17:21; 徒18:2; 徒20:18; 徒27:24; 羅8:37; 林前1:2; 林前11:3; 林前12:12; 林前12:26; 林前12:26; 弗4:16; 帖前1:7; 帖前4:6; 多3:15; 彼後1:20; 啓13:12; 啓18:22;
9) 全都(34) 太12:15; 太21:26; 太22:10; 太22:28; 太23:8; 太25:5; 太25:7; 太27:22; 太27:25; 可4:1; 可6:50; 可7:3; 可7:14; 可13:30; 可14:50; 可14:53; 路2:1; 路12:7; 路17:27; 路17:29; 路20:38; 約1:16; 約2:15; 約15:15; 約16:15; 徒8:10; 徒19:17; 徒26:14; 徒28:30; 林前12:19; 林前14:23; 弗1:10; 來8:11; 來11:39;
10) 各樣(34) 太4:23; 太4:23; 太5:11; 太13:32; 太13:47; 太22:4; 可4:31; 可4:32; 可7:19; 徒10:12; 徒13:10; 徒13:10; 羅1:29; 林後1:3; 林後1:4; 林後10:5; 弗1:3; 腓1:9; 帖後2:10; 提前5:10; 提後3:17; 多1:16; 多2:15; 門1:6; 來9:21; 來13:21; 雅1:17; 雅1:17; 啓9:4; 啓18:2; 啓18:2; 啓18:12; 啓18:12; 啓18:12;
11) 萬(34) 太4:8; 太24:9; 太28:19; 可11:17; 可13:10; 路1:48; 路2:10; 路2:31; 路4:5; 路24:47; 徒3:25; 徒4:24; 徒14:16; 徒17:26; 徒22:15; 羅1:5; 羅14:11; 羅15:11; 羅15:11; 羅16:26; 加3:8; 弗3:21; 腓2:9; 腓2:10; 腓2:11; 提前2:4; 提前4:10; 提前6:10; 猶1:25; 啓1:7; 啓12:5; 啓14:8; 啓15:4; 啓18:23;
12) 全(33) 太3:5; 太3:5; 太8:32; 可1:5; 可5:33; 可9:15; 可14:31; 路1:10; 路6:19; 路8:52; 路21:35; 路24:9; 約5:22; 徒2:36; 徒6:5; 徒7:14; 徒10:2; 徒11:14; 徒13:44; 徒16:26; 徒17:26; 徒19:26; 徒20:28; 徒22:30; 徒26:20; 羅9:17; 羅10:18; 羅11:26; 加5:14; 弗4:16; 西1:6; 西2:19; 啓5:6;
13) 各(27) 可6:33; 路5:17; 路10:1; 路21:24; 徒2:5; 徒10:35; 徒21:28; 徒26:11; 羅3:2; 林前1:2; 林前4:17; 林後2:14; 林後4:2; 西1:28; 西1:28; 帖前1:8; 帖前5:22; 提前2:8; 雅1:19; 雅3:7; 啓5:9; 啓7:4; 啓7:9; 啓13:7; 啓14:6; 啓16:20; 啓18:22;
14) 各樣的(26) 太9:35; 太9:35; 太10:1; 太10:1; 路4:13; 路11:42; 路21:29; 林前13:2; 林前13:2; 林後8:7; 林後9:8; 林後9:8; 林後9:8; 林後9:11; 帖後2:9; 帖後3:16; 提前2:11; 提前6:1; 提後2:21; 多3:1; 來6:16; 來9:19; 來12:1; 雅3:16; 啓11:6; 啓21:19;
15) 一切事(25) 太8:33; 太23:3; 太28:20; 可7:37; 可11:24; 可13:4; 路2:20; 路9:43; 路18:31; 路21:22; 約4:29; 約4:39; 約4:45; 約5:20; 約16:30; 約18:4; 徒3:22; 徒10:39; 徒26:2; 林前16:14; 弗6:21; 腓4:13; 西3:8; 提前3:11; 約壹3:20;
16) 萬物(24) 約1:3; 徒3:21; 徒14:15; 徒17:24; 徒17:25; 羅8:32; 林前8:6; 林前8:6; 林前15:27; 林前15:27; 林前15:27; 林前15:28; 林前15:28; 弗3:9; 腓3:21; 提前6:13; 來2:8; 來2:8; 來2:10; 來2:10; 來3:4; 來4:13; 彼後3:4; 啓4:11;
17) 都是(19) 太6:32; 太13:34; 路12:30; 約2:10; 約13:10; 羅3:12; 羅9:6; 林前7:17; 林前10:17; 林前12:29; 林前12:29; 林前12:29; 林前12:29; 林前12:30; 林前12:30; 林前12:30; 提後3:16; 來2:11; 來11:13;
18) 萬有(19) 約3:31; 約3:31; 約3:35; 約10:29; 約13:3; 羅9:5; 羅11:36; 林前3:21; 林前11:12; 林前15:28; 弗1:23; 弗1:23; 弗4:10; 西1:16; 西1:17; 西1:17; 西1:20; 來1:2; 來1:3;
19) 所有的(17) 太2:16; 太19:27; 太28:18; 可5:12; 可10:28; 可12:28; 路1:75; 路5:11; 路5:28; 路7:35; 路13:17; 徒1:21; 林前15:39; 帖後3:17; 來7:2; 來10:11; 啓6:14;
20) 都要(9) 太26:31; 路13:3; 路13:5; 約5:28; 林前10:31; 西3:17; 雅1:2; 彼前3:8; 彼後3:11;
21) 萬事(8) 太17:11; 可9:12; 羅8:28; 林前2:10; 林前2:15; 弗1:11; 腓3:8; 腓3:8;
22) 眾人的(8) 可9:35; 可10:44; 羅4:16; 林前9:19; 林後2:3; 弗4:6; 腓1:4; 來12:23;
23) 常(8) 太18:10; 可5:5; 徒2:25; 徒10:2; 徒24:16; 羅11:10; 來9:6; 來13:15;
24) 每一(7) 太28:20; 路21:36; 羅14:5; 林後13:1; 弗6:18; 腓4:12; 來3:4;
25) 一切話(5) 路16:14; 路24:25; 約14:26; 徒10:33; 林後7:14;
26) 萬人(5) 約2:24; 約12:32; 徒17:25; 徒17:31; 提前2:6;
27) 每(5) 徒5:42; 徒13:27; 徒15:21; 徒17:17; 腓1:3;
28) 這一切事(4) 太24:6; 路18:43; 約壹2:20; 猶1:5;
29) 人人(4) 路16:16; 約11:48; 來2:9; 彼後3:9;
30) 任何(4) 路1:37; 徒10:14; 羅3:20; 腓1:18;
31) 將一切(4) 可6:30; 可12:44; 路7:18; 林前15:25;
32) 凡物(4) 路11:41; 徒4:32; 羅14:20; 來9:22;
33) 遍(4) 太9:35; 太27:45; 路4:25; 路4:37;
34) 一切所有的(4) 太11:27; 路15:13; 路15:14; 路15:31;
35) 一切的事(3) 路2:39; 弗5:20; 西4:7;
36) 各人(3) 可9:49; 羅12:3; 彼前3:15;
37) 諸般的(3) 太3:15; 弗1:8; 西1:28;
38) 全部(3) 太1:17; 徒8:27; 弗2:21;
39) 所有的人(3) 太2:3; 可5:40; 徒8:1;
40) 這一切(3) 路4:7; 西2:22; 提後3:11;
41) 極(3) 太6:29; 路12:27; 徒5:23;
42) 各樣的事(2) 約19:28; 林後6:4;
43) 凡事都(2) 林前10:23; 林前10:23;
44) 合(2) 太8:34; 太21:10;
45) 百般(2) 林後12:12; 提後4:2;
46) 百物(2) 羅14:2; 提前6:17;
47) 所有⋯的人群(2) 徒5:36; 徒5:37;
48) 要緊的(2) 雅5:12; 彼前4:8;
49) 凡是(2) 徒4:16; 加2:16;
50) 各方面(2) 林前1:5; 林後11:6;
51) 使凡(2) 徒13:39; 羅10:4;
52) 萬物的(2) 林前4:13; 彼前4:7;
53) 儘(2) 太22:27; 林前15:8;
54) 那一種人(2) 林前9:22; 林前9:22;
55) 諸般(2) 提後4:18; 彼前5:10;
56) 完全的(2) 徒28:31; 提前5:2;
57) 大家(2) 太27:1; 徒19:34;
58) 凡有⋯的(2) 太24:22; 約17:2;
59) 何人(2) 太7:24; 太10:32;
60) 各樣事(2) 林後9:8; 林後9:11;
61) 對眾人(2) 可13:37; 路3:16;
62) 最(2) 可12:22; 路9:48;
63) 甚麼(2) 太18:19; 太21:22;
64) 凡⋯的(2) 約4:13; 來2:2;
65) 向一切(2) 啓19:17; 啓22:18;
66) 各樣物件(2) 可11:11; 來8:5;
67) 全地(2) 路6:17; 徒1:8;
68) 將萬有(1) 弗1:22;
69) 把各(1) 西1:28;
70) 是一切(1) 西3:11;
71) 全然(1) 提前1:15;
72) 要的(1) 提前2:1;
73) (一切)的(1) 西3:17;
74) 所有人(1) 帖後3:2;
75) 恆切(1) 弗6:18;
76) 被一切(1) 弗4:14;
77) 諸(1) 弗4:10;
78) 萬有之(1) 弗1:22;
79) 各種(1) 弗4:19;
80) 多方的(1) 弗6:18;
81) 一概是(1) 西1:16;
82) 每次(1) 腓1:4;
83) 叫一切(1) 西1:19;
84) 諸位(1) 來13:24;
85) 一切⋯的人(1) 約17:2;
86) 一切⋯的事(1) 徒13:39;
87) 永遠的(1) 猶1:25;
88) 凡有(1) 約壹4:7;
89) 各種的(1) 啓7:16;
90) 列(1) 啓18:3;
91) 對一切⋯的人(1) 路2:38;
92) 無論是⋯的(1) 路20:18;
93) 一切⋯之人的(1) 路1:71;
94) 對每一個(1) 加5:3;
95) 你們還要(1) 彼後1:5;
96) 眾條(1) 雅2:10;
97) 大(1) 多3:2;
98) 一切事上(1) 多2:7;
99) 凡物都(1) 多1:15;
100) 給凡(1) 提後4:8;
101) 『萬物(1) 來2:8;
102) 一(1) 來2:15;
103) 所有⋯的人(1) 路4:28;
104) 眾子(1) 來12:8;
105) 是完全(1) 來7:7;
106) 凡事上(1) 來4:15;
107) 十分(1) 提前4:9;
108) 逢(1) 徒18:4;
109) 每一個(1) 徒3:23;
110) 眾人都(1) 徒2:12;
111) 萬人的(1) 徒1:24;
112) 將一切事(1) 約14:26;
113) 有全然的(1) 徒4:29;
114) 總(1) 徒8:27;
115) 那些(1) 徒15:36;
116) 向所有(1) 徒10:41;
117) 萬有的(1) 徒10:36;
118) 各處(1) 徒9:32;
119) 有許多(1) 路15:1;
120) 無論甚麼人(1) 路14:33;
121) 每一句(1) 太18:16;
122) 事(1) 太7:12;
123) 有誰(1) 太5:22;
124) 四圍(1) 太2:16;
125) 任何的(1) 太19:3;
126) 一般人(1) 太19:11;
127) 許多(1) 路9:13;
128) 一帶(1) 路3:3;
129) 將這一切事(1) 路1:3;
130) 任何人(1) 太19:29;
131) 十分的(1) 徒17:11;
132) 一共(1) 徒19:7;
133) 全備的(1) 林前13:2;
134) 諸事都有(1) 林前9:25;
135) 全是(1) 林前3:22;
136) 將一切的(1) 羅15:13;
137) 主(1) 林前15:28;
138) 隨(1) 林前15:30;
139) 一切之事(1) 加3:10;
140) 周圍(1) 林後7:5;
141) 樣樣(1) 林後6:10;
142) 四面(1) 林後4:8;
143) 就都是(1) 羅9:7;
144) 叫諸般的(1) 羅7:8;
145) 使所有(1) 徒26:29;
146) 都是憑(1) 徒23:1;
147) 群眾(1) 徒21:27;
148) 他們眾人(1) 徒21:5;
149) 共有(1) 徒27:37;
150) 給所有(1) 羅1:7;
151) 普(1) 羅3:19;
152) 各人的(1) 羅3:19;
153) 給一切(1) 羅2:10;
154) 全業的(1) 加4:1

English (Woodhouse)

all, whole

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)