μάχομαι

From LSJ

Λόγοις δ' ἐγὼ φιλοῦσαν οὐ στέργω φίλην → I do not care for the friend who loves in word alone

Sophocles, Antigone, 543
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰ́χομαι Medium diacritics: μάχομαι Low diacritics: μάχομαι Capitals: ΜΑΧΟΜΑΙ
Transliteration A: máchomai Transliteration B: machomai Transliteration C: machomai Beta Code: ma/xomai

English (LSJ)

[ᾰ], Ion. pres. opt.
A μαχέοιτο Il.1.272, μαχέοιντο ib.344 (v.l. μαχέονται); part. μαχεόμενος v.l. in Hdt.7.104 (elsewhere μαχόμενος, 9.75,al.); Ep. μαχειόμενος Od.17.471, μαχεούμενος II.403, 24.113: Ep.impf. μαχέσκετο Il.7.140: fut. μαχήσομαι 23.621, Hdt.7.209; μαχέσομαι, διαμαχεσόμεθα (as v.l.) Id.9.48; also in late Prose, J.AJ 11.8.3, Plu.2.215f; μαχοῦμαι S.OC837, Ar.Pl.1076, etc., μαχεῖται even in Il.20.26, but μαχέονται 2.366; Ep. μαχέσσομαι v.l. for μαχήσομαι 1.298: aor. ἐμαχεσάμην Hdt.1.18, etc.; opt. μαχέσαιο Il.6.329; inf. μαχέσασθαι 17.178, also μαχέσσασθαι 15.633; opt. μαχεσσαίμεσθα Theoc.22.74; part. μαχεσσαμένω Il.1.304; later μαχήσασθαι Paus.1.27.1, (ἀνα-) D.S.19.93: pf. μεμάχημαι Th.7.43, Lys.7.41, Isoc.6.54: late aor. ἐμαχέσθην Plu.2.970f, Paus.5.4.9: fut. μαχεσθήσομαι only Sch.rec.A.Th.672:—fight, Hom., etc.; ὑσμῖνι μ. Il.2.863; πολεμίζειν ἠδὲ μ. ib.452, etc.; μάχην μ. X.Ages.5.5: in Hom. mostly of armies and persons fighting as parts of armies, but sometimes of single combat, Il.3.91,433, 7.51, III,279, Od.18.31,39; between men and beasts, Il.15.633, Od.20.15; between beasts, Il.16.824:—Constr.: c. dat. pers., fight with, i.e. fight against, one, ἀνδράσιν ἶφι μ. Il.1.151, cf. S.Ph. 1253, etc.; μάχομαι ἀντία, μάχομαι ἐναντίον τινός, Il.20.88,97; ἐπί τινι 5.124, etc.; πρός τινα 17.471, but πρὸς δαίμονα = against heaven's will, ib.98 (in Att. Prose, mostly c. dat. or πρός, μ. τοῖς πολεμίοις D.4.47; πρὸς ἀλλήλους Isoc.4.116); μάχομαι σὺν σοί,… θεά, with thy help, Od.13.390; μετὰ πρώτοισι μάχομαι = among the foremost, Il.5.575; μετὰ Βοιωτῶν μάχομαι = with them, in their ranks, 13.700; πρός τινας μετ' ἀλλήλων Isoc. 10.53, cf. Pl.Smp. 179a; κατὰ σφέας γὰρ μαχέονται = will fight by themselves, Il.2.366 (but κατ' ἕνα μάχομαι = fight in single combat, Hdt. 7.104); μάχομαι πρό τινος = fight before him: hence, metaph., fight before for him, fight in his defence, Il.4.156, 8.56, X.HG5.4.33, etc.; ὑπὲρ τοῦ νόμου Heraclit. 44; πάτρας ὕπερ E.Ph.1002; Ἕλλησιν ὑπὲρ Ἑλλήνων Pl.Mx.239b; περὶ δαιτί Od.2.245; but later usually περί τινος, A.Supp.740, Cratin. 163, Hdt.1.95; ἀμφί τινι Il.3.70,91; ἀμφὶ νέκυι 16.565; εἵνεκά τινος 2.377: c. dat. instrum., τόξοισι μάχομαι, πελέκεσσι μάχομαι, 7.140, 15.711 (χερσὶ μαχέσσασθαι, of boxers, Od.18.39); μάχομαι ἀπ' ἵππου = fight from horseback, Hdt.9.63; τὸ μήπω μεμαχημένον = the force that had not yet come into action, Th.7.43.
2 c. acc., fight against, only f.l. in Philostr.Im. 2.23.
II generally, quarrel, wrangle, ἔριδι μάχομαι Il.1.8; μάχομαι ἐπέεσσιν ib.304, etc.; τινι 5.875, 13.118; τῷ παιδὶ μάχεσθαι = make a scene with his lackey... Thphr. Char.23.8; dispute, argue, περί τι μάχομαι Pl.R. 342d, etc.
III contend for the mastery in games, etc., πὺξ μ. Il.23.621; measure oneself with or measure oneself against, τινι 1.272; παγκράτιον μ. Ar.V.1190, 1195; μ. Ὀλυμπιάδα Philostr.Gym.21.
IV after Hom., struggle against a force, ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μ. Simon.5.21; ὄμβρῳ Alc.Supp.26.4; πρὸς ἡνίας μ. A.Pr.1010; πρὸς ἐπιθυμίας ἢ ἡδονάς Pl.La.191e; μάχομαι τῷ λιμῷ, μάχομαι τῷ δίψει, X.Cyr.3.1.5.
V c. inf., struggle, make an effort to do, Arist.HA552a23.
VI of arguments, propositions, etc., to be in contradiction or be inconsistent, τρία ὁμολογήματα μ. αὐτὰ αὑτοῖς Pl.Tht. 155b, cf. Plb.16.28.4; μαχόμενα Phld.Mus.p.95 K., S.E.P.1.198, al.

German (Pape)

[Seite 103] ion. μαχέομαι, u. ep. auch μαχείομαι, im part., s. oben, μαχέσκετο, Il. 7, 140; fut. μαχέσομαι, Her. 7, 209 u. Sp., wie D. Hal. 3, 58 S. Emp. adv. math. 7, 422, u. ep., wo es der Vers fordert, μαχέσσομαι oder μαχήσομαι, att. μαχοῦμαι, auch μαχεῖται, Il. 20, 26, wo es falsch als ion. praes. genommen wird; vgl. μαχέονται, 2, 366; aor. ἐμαχεσάμην, ep. des Verses wegen auch μαχέσσασθαι oder μαχήσασθαι, letztere Form hat Wolf überall im Hom. vorgezogen, wie im fut. μαχήσομαι; perf. μεμάχημαι, Thuc. 7, 43, Isocr. 6, 54, Lys. 7, 41; μεμάχεσμαι, zw., Xen. Cyr. 7, 1, 14; bei Apolld. u. Sp. auch der aor. ἐμαχέσθην, vgl. Lob. zu Phryn. 732; adj. verb. μαχετέον u. μαχητέον, wie z. B. die Lesart schwankt bei Plat. Soph. 249 c; – streiten, kämpfen, bes. im Kriege, in der Schlacht, gegen Einen, mit einem Gegner, Hom. und Folgde überall, gew. τινί, z. B. ἀνδράσι παυροτέροισι, Il. 2, 121; οὔτ' ἄρα Τρωσίν, ἀλλὰ σοὶ μαχούμεθα, Soph. Phil. 1237; El. 1363; Her. u. sonsi in Prosa; μυρίοι ἑκάστοτέ σοι μάχονται, Plat. Theaet. 170 d; ὃς ἂν μάχηται τοῖς πολεμίοις, Lach. 191 a; οἴει γὰρ σοὶ μαχεῖσθαι τὸν ἀδελφόν, Xen. An. 1, 7, 9. – Auch ἀντία, ἐναντίον τινός, gegen Einen, Il. 20, 88. 97; – ἐπί τινι, Il. 5, 124. 244. 20, 26; – πρός τινα, Il. 17, 98. 471, vgl. βιάζῃ καὶ πρὸς ἡνίας μάχῃ Aesch. Prom. 1012; Plat. Legg. XI, 919 b; πρὸς ἐπι θυμίας, Lach. 191 d; – μετ' ἀλλήλων, Plat. Conv. 178 e; – περί τινος, um Etwas kämpfen, Aesch. Suppl. 721; Her. u. sonst in Prosa, wie Plat. Rep. III, 407 a; auch ἐπεχείρει περὶ αὐτὰ μάχεσθαι, ib. I, 342 d; und περί τινι, Il. 16, 568 Od. 2, 245, wie ἀμφί τινι, Il. 3, 70. 16, 565; – εἵνεκά τινος, Il. 2, 377; – π ρό τινος, eigtl. wie πρόσθε vom Orte, vor Jem. kämpfen, aber auch für ihn, zu seinem Schutze, Il. 4, 156. 8, 57; ὑπέρ τινος, zu Jem. Besten, Plat. Menex. 239 b; – σύν τινι, unter Jemandes Beistand, bes. σὺν θεοῖς, unter der Götter Schutz kämpfen, Od. 13, 390, u. in Prosa; – μετὰ πρώτοισι u. ἐν πρώτοισι μάχεσθαι, unter den Vordersten kämpfen, Il. 5, 575; μετὰ Βοιωτῶν, mit den Böotern verbündet, 13, 700. – Die Waffe, womit man kämpft, steht oft im dat. dabei, τόξοις, πελέκεσσι, u. ä., auch χείρεσσι. – Hom. sagt es auch von Tieren, von Hunden, Od. 20, 15, von Löwen, Il. 20, 171. Auch vom Zweikampfe zwischen einzelnen Streitern, Il. 3, 91. 435. 19, 153, zwischen einem Menschen u. einem Tiere, 15, 633, zwischen zwei Tieren, 16, 824; vom Wettkampfe, πὺξ μ., 23, 621, wie παγκράτιον μ., Ar. Vesp. 1191; sich mit Einem messen, es mit ihm aufnehmen, Il. 1, 272 Od. 17, 31; wetteifern, c. inf., Arist. H. A. 5, 19. – Allgemeiner, zanken, streiten, Il. 1, 8. 6, 329, ἐπέεσσι, mit Worten streiten, 1, 304. 2, 377. Daher auch = Einem widerstreiten, widersprechen, als Feind, τινί, Il. 5, 875. 9, 32; τρία ὁμολογήματα μάχεται αὐτὰ αὑτοῖς ἐν τῇ ψυχῇ, Plat. Theaet. 155 b; ἐν τοῖς λόγοις, Crat. 430 b; Einem Vorwürfe machen, Il. 13, 118.

French (Bailly abrégé)

f. μαχοῦμαι, ao. ἐμαχεσάμην, pf. μεμάχημαι;
I. combattre ; μάχην μάχεσθαι, m. sign. : ἐπί τινι, τινι, πρός τινα, contre qqn ; σύν τινι OD avec l'appui ou sous les auspices d'une divinité ; μετὰ πρώτοισι IL parmi ceux des premiers rangs ; μετά τινος, comme allié ou compagnon de qqn ; πρό τινος, devant qqn (pour le protéger), pour qqn ; κατὰ σφέας μαχέονται IL ils combattront avec leurs propres forces ; περί τινι, ἀμφί τινι, εἵνεκά τινος IL ou περί τινος, pour qqn ou pour qch ; τόξοισι IL combattre à coups de traits ; particul.
1 combattre en combat singulier : καθ' ἕνα μάχεσθαι HDT combattre un contre un, en combat singulier;
2 combattre, lutter dans un concours;
II. fig. 1 combattre, lutter : τῷ λιμῷ καὶ τῷ δίψει XÉN contre la faim et la soif;
2 combattre en paroles, se quereller.
Étymologie: R. Μαχ, frapper ; cf. μάχη.

Russian (Dvoretsky)

μάχομαι: (μᾰ) (fut. μαχοῦμαι - ион. μαχέσομαι и эп. μαχήσομαι, aor. ἐμαχεσάμην - эп. (ἐ)μαχησάμην и поздн. ἐμαχέσθην, pf. μεμάχημαι)
1 (тж. μάχην μ. Hom.) бороться, сражаться, биться (ἐπί τινι, τινι и πρός τινα Hom.; πρὸς ἀλλήλους NT): μ. σύν τινι Hom., Soph., Xen. и μ. μετά τινος Isocr. сражаться в союзе с кем-л.; κατὰ σφέας μ. Hom. сражаться собственными средствами; καθ᾽ ἕνα μ. Her. биться один на один;
2 соревноваться, состязаться: μ. παγκράτιον Arph. состязаться во всеборье; μ. μετ᾽ ἀλλήλων Plat. соревноваться друг с другом;
3 перен. вести борьбу, бороться (τῷ λιμῷ καὶ τῷ δίψει Xen.; πρὸς ἐπιθυμίας Plat.): πρὸς ἡνίας μ. погов. Aesch. сопротивляться поводьям, т. е. бунтовать;
4 спорить, ссориться (ἔριδι, ἐπέεσσι Hom.);
5 противоречить (ταῦτα ὁμολογήματα τρία μάχεται αὐτὰ αὑτοῖς Plat.);
6 прилагать усилия, добиваться, стараться (μ. χωρίζειν τὸ μεμιγμένον Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

μάχομαι: [ᾰ], Ἰων. μαχέομαι, ἀποθ.· ὁ Ἰων. ἐνεστ. ἀπαντᾷ ἐν τῇ εὐκτικῇ: μαχέοιτο Ἰλ. Α. 272· μαχέοιντο αὐτόθι 344 (ἀλλ’ ἐπειδὴ τοῦτο εἶναι τὸ μόνον παράδειγμα παρ’ Ὁμήρῳ τῆς καταλήξεως -οιντο ἀντὶ -οίατο, ὁ Πόρσ. ἀνέγνω μαχέωνται, ὁ Tiersch. μαχέονται)· μετοχ. μαχεόμενος Ἡρόδ. 7. 104., 9. 75 (ἀλλὰ μαχόμενος ἀλλαχοῦ)· Ἐπικ. μαχειόμενος Ὀδ. Ρ. 471, μαχεούμενος Λ. 403., Ω. 113· - Ἰων. παρατ. μαχέσκετο, Ἰλ. Η. 140: - μέλλ. μαχέσομαι Ἡρόδ. 4. 125, 127, 7. 209, κτλ., καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, ὡς Διον. Ἁλ. 3. 58., 9. 13 Ἀττ. μαχοῦμαι Σοφ. Ο. Κ. 837, Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 1076· μαχεῖται ἔτι καὶ ἐν Ἰλ. Υ. 26, ἀλλὰ μαχέονται Β. 366· Ἐπ. μαχήσομαι (οὐχὶ -έσσομαι) Ἰλ. Α. 298· Δωρ. μαχησεῦμαι Θεόκρ. 22. 74 (ὡς ἀναγινώσκει νῦν ὁ Meineke)· ἀόρ. ἐμαχεσάμην Ἡρόδ. 1. 18, 95, κ. ἀλλ., καὶ Ἀττ.· οὕτω μαχέσαιτο Ἰλ. Ζ. 329· μαχέσασθαι Ν. 178· Ἐπικ. ὡσαύτως μαχήσασθαι, παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις: - Ἀττ. πρκμ. μεμάχημαι Θουκ. 7. 43, Λυσ. 112. 3, Ἰσοκρ. 127Β· - μεταγεν. ἀόρ. ἐμαχέσθην Παυσ. 5. 4, 9, Πλούτ. 2. 970F μέλλ. μαχεσθήσομαι μόνον ἐν Σχολ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 672· ἴδε Λοβ. εἰς Φρύν. 732. - Ρηματ. ἐπίθ. μαχετέον, ἴδε τὴν λέξ. (Ἐκ τῆς √ΜΑΧ παράγονται ὡσαύτως αἱ λέξ. μάχη, μάχιμος, μετὰ τοῦ μάχαιρα· πρβλ. Λατ. mac-ellum, mac-to· Γοτθ. mek-i καὶ Σλαυ. mec-i (μάχαιρα).) Ὡς καὶ νῦν, συνάπτω μάχην, πολεμῶ, Ὅμ., κλ.· μάχην μ. Ξεν. Ἀγησ. 5, 5, κτλ.· ὑσμῖνι μ. Ἰλ. Β. 863· πολεμίζειν ἠδὲ μάχεσθαι Β. 452, κτλ.· - παρ’ Ὁμ. τὸ πλεῖστον ἐπὶ στρατῶν, ἀλλὰ ἐνίοτε καὶ ἐπὶ μονομαχίας, Γ. 91, 435., Τ. 153· ὡσαύτως ἐπὶ μάχης μεταξὺ ἀνδρῶν καὶ θηρίων, Ο. 633· μεταξὺ τῶν θηρίων, Π. 824, Ὀδ. Υ. 15. - Συντάσσεται, μετὰ δοτ. προσ., μάχομαι πρός τινα, ἐναντίον τινός, Ὅμ., Ἡρόδ., κλ.· μ. ἀντία καὶ ἐναντίον τινὸς Ἰλ. Υ. 88, 97· ἐπί τινι Ε. 124, κτλ.· πρός τινα Ρ. 98, κτλ.· (παρὰ τοῖς πεζογράφοις τῶν Ἀττικῶν, τὸ πλεῖστον μ. τινὶ ἢ πρός τινα)· ἀλλά, μ. σύν τινι, τῇ βοηθείᾳ ἢ ἐπιδοκιμασίᾳ καὶ ὑπὸ τὴν προστασίαν θεοῦ τινος, Ὀδ. Ν. 390, Ξεν. Ἀν. 6. 1, 13· μετὰ πρώτοισι μ., ὡς: ἐν πρώτοισι, μεταξὺ τῶν πρώτων, Ἰλ. Ε. 575· οὕτω, μετὰ Βοιωτῶν μάχ., ἐν ταῖς τάξεσιν αὐτῶν, Ν. 760· πρός τινας μετά τινων Ἰσοκράτ. 218D, Ξεν., κτλ.· (ἀλλά, μ. μετ’ ἀλλήλων, ἀμοιβαίως, πρὸς ἀλλήλους, Πλάτ. Συμπ. 179Α)· κατὰ σφέας γὰρ μαχέονται, καθ’ ἑαυτούς, μόνοι των, Ἰλ. Β. 366· (ἀλλά, καθ’ ἕνα μ., εἷς πρὸς ἕνα, ἐν μονομαχίᾳ, Ἡρόδ. 7. 104)· μ. πρό τινος, ὡς τὸ πρόσθε, ἔμπροσθέν τινος, ἀλλὰ συχνάκις μεταφορ., ὑπέρ τινος, πρὸς ὑπεράσπισιν αὐτοῦ, Ἰλ. Δ. 156., Θ. 57, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 33, κτλ., πρβλ. πρόμαχος, προμάχομαι· οὕτω, μ. ὑπέρ τινος Εὐρ. Φοίν. 1002, κτλ.· - τὸ περὶ οὗ μάχεταί τις παρ’ Ἀττ. ἐκφέρεται διὰ τῆς περὶ μετὰ γεν., περί τινος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 740· περὶ σιαγόνος Βοείας μαχόμενος Κρατῖνος ἐν «Πλούτοις» 4, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 95. ἀλλά, περί τινι Ἰλ. Π. 565, Ὀδ. Β. 245· ἀμφί τινι Ἰλ. Γ. 70, 90· εἵνεκά τινος Β. 377· - συχνάκις μετὰ δοτ. τοῦ ὀργάνου, χερσί, τόξοις, πελέκεσσι μ., Ὅμηρ., κτλ.· - μάχεσθαι ἀπ’ ἵππου, ἀπὸ τοῦ ἵππου, δηλ. ἔφιππος, Ἡρόδ. 9. 63· - τὸ μήπω μεμαχημένον, τὸ μέρος τοῦ στρατεύματος τὸ μήπω λαβὸν μέρος εἰς τὴν μάχην, Θουκ. 7. 43. II. καθόλου, ἐρίζω, φιλονικῶ, λογομαχῶ πρός τινα, τινι Ἰλ. Α. 8, κτλ.· μ. ἐπέεσσι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ χερσί, Α. 304, κτλ.· σοὶ πάντες μαχόμεσθα, σοῦ ἕνεκα μαχόμεθα, Ε. 875· μέμφομαι, λοιδορῶ τινα, Ν. 118· - ἐντεῦθεν παρ’ Ἀττικ., ἐπὶ ἐριζόντων φιλοσόφων, Πλάτ. Πολ. 342D, κτλ.· τρία ὁμολογήματα μαχ. αὐτὰ αὑτοῖς ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 155Β. III. ἀγωνίζομαι περὶ ὑπερτερήσεως ἐν τοῖς ἀγῶσι, κτλ., πὺξ μάχεσθαι Ἰλ. Ψ. 621· μετρῶ τὰς δυνάμεις μου πρός τινα, τινι Α. 272· παγκράτιον μ. Ἀριστοφ. Σφ. 1191, 1195. IV. μεθ’ Ὅμηρ., ἀγωνίζομαι, προσπαθείας καταβάλλω ἐναντίον δυνάμεώς τινος, ἀνάγκᾳ δ’ οὐδὲ θεοὶ μ. Σιμων. 8. 20· μ. πρὸς ἡνίας Αἰσχύλ. Πρ. 1010· πρὸς ἐπιθυμίας Πλάτ. Λάχ. 191D· μ. τῷ λιμῷ, τῷ δίψει Ξεν. Κύρ. 3. 1, 5. V. μετ’ ἀπαρ., ἀγωνίζομαι, προσπαθῶ νὰ πράξω τι, Λατ. nitor ut..., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 9.

English (Autenrieth)

opt. μαχέοιτο, -οίατο (Il. 1.272, 344), part. μαχειόμενος, μαχεούμενος, ipf. (ἐ)μαχόμην, iter. μα- χέσκετο, fut. μαχήσομαι, μαχέσσομαι, μαχεῖται, μαχέονται, aor. inf. μαχήσασθαι, μαχέσασθαι: fight, contend, usually in war, including single combat, but sometimes of friendly contest, Il. 23.621; and of wrangling, quarrelling with words, etc., Il. 1.304, Il. 5.875, Il. 9.32.

English (Strong)

middle voice of an apparently primary verb; to war, i.e. (figuratively) to quarrel, dispute: fight, strive.

English (Thayer)

imperfect 3rd person plural Ἐμάχοντο; (allied with μάχαιρα; Curtius, § 459; Vanicek, p. 687; from Homer down); to fight: properly, of armed combatants, or those who engage in a hand-to-hand struggle, to quarrel, wrangle, dispute: πρός ἀλλήλους, Winer's Grammar, § 31,5; Buttmann, § 133,8); of those who contend at law for property and privileges, διαμάχομαι. Synonym: see πόλεμος, b.)

Greek Monolingual

(ΑM μάχομαι)
1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ
2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε να γίνει κάτι ή να αποφευχθεί, μοχθώ, ασχολούμαι επίπονα (α. «μάχομαι για την επικράτηση τών ιδεών μου» β. «οἱ περὶ ταύτην τὴν ἐργασίαν ὄντες μάχονται χωρίζειν τὴν... μεμιγμένην», Αριστοτ.)
3. φιλονικώ, λογομαχώ, μαλώνω, καβγαδίζω
νεοελλ.
1. (για σκέψεις ή αισθήματα) συγκρούομαι, αντιβαίνω, έρχομαι σε αντίθεση
2. (σχετικά με φαγητά) επιθυμώ πολύ, μού αρέσει
νεοελλ.-μσν.
1. εχθρεύομαι κάποιον, αποστρέφομαι, μνησικακώ («μέ μάχεται από την αρχή της σχολικής χρονιάς»)
2. οργίζο μαι, τά βάζω με κάποιον
μσν.
1. αντιστέκομαι, προβάλλω ένοπλη αντίσταση
2. έρχομαι σε ρήξη ή σε σύγκρουση
3. προβάλλω αντιρρήσεις, εναντιώνομαι σε κάποιον
4. καταπονώ, εξαντλώ, βασανίζω
5. προσπαθώ να επιβληθώ σε κάποιον
6. προσπαθώ να αντισταθώ σε κάποιον
7. κατέχομαι από ταραχή, αγωνιώ
8. υπερασπίζομαι κάποιον
9. μτφ. (για ζώα) επιτίθεμαι βίαια, ορμώ
αρχ.
1. αγωνίζομαι για να νικήσω σε αγώνα («οὐ γὰρ πύξ γε μαχήσεαι οὐδὲ παλαίσεις», Ομ. Ιλ.)
2. καταβάλλω προσπάθειες εναντίον κάποιας δύναμης («ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται», Σιμων.)
3. (για επιχειρήματα ή προτάσεις) βρίσκομαι σε αντίφαση, αλληλοσυγκρούομαι («ὁμολογήματα τρία μάχεται αὐτὰ αὐτοῖς ἐν τῇ ἡμετέρᾳ ψυχῇ», Πλάτ.)
4. μέμφομαι κάποιον
5. φρ. «τὸ μήπω μεμαχημένον» — το μέρος του στρατεύματος το οποίο δεν είχε ακόμη μετάσχει στη μάχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μάχομαι είναι ένας θεματικός ενεστ., αβέβαιης ετυμολ., σχηματισμένος πιθ. από το θέμα ενός αορ. ἐμαχόμην (πρβλ. ἀπεχθήσομαι - ἀπεχθόμην). Ο αόρ. ἐμαχεσάμην, μαχέ(σ)σασθαι είναι σπάνιος και ανερμήνευτος ως προς τη δομή του. Ο σπάνιος τ. ενεστ. μαχέομαι είναι σχηματισμένος κατά τον μέλλ. μαχήσομαι (πρβλ. ποιοῦμαι - ποιήσομαι), ενώ ο μέλλ. μαχοῦμαι είναι επίσης δυσερμήνευτος. Η σύνδεση του ρήματος με την αμάρτυρη ονομασία μιας ιρανικής φυλής ha-mazan- «πολεμιστής, μαχητής» (πρβλ. Ἀμαζών, «ἀμαζακάραν
πολεμεῖν», Ησύχ.) είναι αβέβαιη. Το ρ. εξάλλου έχει συνδεθεί αβάσιμα με τη λ. μάχαιρα καθώς και με τους τ. μῆχαρ, μηχανή (πρβλ. χειρομάχα «εταιρεία εργατών»). Η σύνδεση του με λατ. mactō, -āre «σφάζω, θυσιάζω» είναι επίσης προβληματική, ενώ η σύνδεση του με αρχ. ινδ. makha- (βλ. λ. μάχλος) προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες, δεδομένου ὅτι ο αρχ. ινδ. τ. είναι αβέβαιης σημασίας. Το ρ. μάχομαι, τέλος, εμφανίζεται ως β' συνθετικό σε μεγάλο αριθμό ουσιαστικών και επιθέτων με τη μορφή -μαχος/-μάχος, από όπου τα παράγωγα σε -μαχία και τα ρήματα σε -μαχῶ. Τα παροξύτονα συνθ. σε -μάχος δίνουν ρηματική αξία στο β' συνθετικό (πρβλ. ναυ-μάχος «αυτός που μάχεται στη θάλασσα», ενώ ναύ-μαχος «αυτόν που αφορά η μάχη στη θάλασσα»). Επίσης υπάρχει και ένας μικρός αριθμός συνθ. ποιητικών σε -μάχης/ -μάχᾱς.
ΠΑΡ. μάχη, μαχητής, μαχητός, μάχιμος
αρχ.
μαχήμων, μαχικός.
ΣΥΝΘ. (β' συνθετικό) αντιμάχομαι, διαμάχομαι, συμμάχομαι
αρχ.
αμφιμάχομαι, αναμάχομαι, απομάχομαι, εμμάχομαι, επιμάχομαι, καταμάχομαι, περιμάχομαι, προμάχομαι, προσμάχομαι, συνδιαμάχομαι, υπερμάχομαι. Σύνθ. σε -μάχης /-μάχᾱς: αρχ. αναιδομάχας, απειρομάχας, εγερσιμάχας, ενδομάχας, ευθυμάχης, θηριομάχης, κεραυνομάχης, λεοντομάχας, λιμνομάχης, μαραθωνομάχης, μονομάχης, νικομάχας, οδοντομάχης, οπλομάχης, οφιομάχης, πεζομάχης, ριγομάχης, ταχυμάχης, τειχομάχης, φαλαγγομάχης. Σύνθ. σε –μαχία: αερομαχία, αλληλομαχία, αψιμαχία, βατραχομυομαχία, γιγαντομαχία, ελεφαντομαχία, επιμαχία, θηριομαχία, ιππομαχία, κενταυρομαχία, λογομαχία, μονομαχία, ναυμαχία, οπλομαχία, πεζομαχία, πυγμαχία, ραβδομαχία, σκιαμαχία, συμμαχία, ταυρομαχία, τειχομαχία, τιτανομαχία
αρχ.
αγκυλομαχία, αδικομαχία, Αμαζονομαχία, ανεμομαχία, γερανομαχία, γνωσιμαχία, δουλομαχία, ευθυμαχία, ζυγομαχία, ημερομαχία, θεομαχία, θηρεαμαχία, θηρομαχία, θυμομαχία, κωρυκομαχία, μαχαιρομαχία, μηλομαχία, μυομαχία, νησομαχία, νυκτομαχία, οικομαχία, παμμαχία, σκιομαχία, συμβαλλομαχία, σφαιρομαχία, τριχομαχία, φωνομαχία, χειρομαχία, ψαρομαχία, ψυχομαχία
νεοελλ.
αδελφομαχία, αεροναυμαχία, αλεκτορομαχία, αρματομαχία, δρακοντομαχία, εικονομαχία, θαλασσομαχία, κοκορομαχία, κονταρομαχία, λογχομαχία, ξιφομαχία, τοπομαχία, φυγομαχία. Σύνθ. σε -μάχος /-μαχος: αγχέμαχος, άμαχος, αντίμαχος, αξιόμαχος, απόμαχος, επίμαχος, θαλασσομάχος, θεομάχος, θηριομάχος, ισόμαχος, μαραθωνομάχος, μονομάχος, ναυμάχος, πεζομάχος, πρόμαχος, πυγμάχος, σκιαμάχος, σύμμαχος, υπέρμαχος, φιλόμαχος
αρχ.
αγχίμαχος, αγκυρόμαχος, αδικόμαχος, αελλομάχος, αιρεσιομάχος, ανδρομάχος, αοιδομάχος, απρόσμαχος, αριστερομάχος, αριστομάχος, αψίμαχος, βιαιομάχος, βουλόμαχος, βρισόμαχος, δορίμαχος, δορύμαχος, δυσμάχος, δυσπρόσμαχος, εκατονταμάχος, ελεφαντομάχος, ευθυμάχος, εύμαχος, θρασύμαχος, θυραμάχος, ιμαντομάχος, ιππομάχος, καλλίμαχος, κλαυσίμαχος, κορυνομάχος, κρατησίμαχος, κυπελλομάχος, λάμαχος, λεοντομάχος, λυσίμαχος, ναύμαχος, ονοματομάχος, οπλομάχος, οφιομάχος, πάμμαχος, πολύμαχος, πρωτόμαχος, πυλαιμάχος, πυργομάχος, πυρίμαχος, πυρομάχος, πωλομάχος, ριγομάχος, ροπαλομάχος, σκοροδομάχος, σκορπιομάχος, συμβαλλομάχος, σφαιρομάχος, τειχομάχος, τηλέμαχος, φυγόμαχος, χειρομάχος, χριστομάχος, ωκυμάχος
νεοελλ.
αετομάχος, ακριδομάχος, απειρόμαχος, εικονομάχος, ελληνομάχος, εμπειρόμαχος, μακεδονομάχος, ξιφομάχος, ξωμάχος, παλαίμαχος, παραδομάχος, πυρίμαχος, ταυρομάχος, χερομάχος, χριστιανομάχος.

Greek Monotonic

μάχομαι: [ᾰ], Ιων. μαχέομαι, αποθ.· Ιων. ευκτ. ενεστ. μαχέοιτο, μαχέοιντο, Ιων. μτχ. μαχεόμενος, Επικ. μαχειόμενος, μαχεούμενος, Ιων. παρατ. μαχέσκετο, μέλ. μαχέσομαι, Αττ. μαχοῦμαι, Επικ. γʹ πληθ. μαχέονται, Επικ. μαχήσομαι, Δωρ. μαχησεῦμαι, αόρ. αʹ ἐμαχεσάμην, Επικ. απαρ. μαχήσασθαι·
I. δίνω μάχη, πολεμώ, σε Όμηρ. κ.λπ.· με δοτ. προσ., μάχομαι με κάποιον, δηλ. εναντίον κάποιου, στον ίδ. κ.λπ.· μάχομαι ἀντία και ἐναντίον τινός, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐπί τινι, πρός τινα, στον ίδ.· αλλά, μάχομαι σύν τινι, πολεμώ με την ευλογία, υπό την αιγίδα μιας θεότητας, σε Ομήρ. Οδ., Ξεν.· κατὰ σφέας μαχέονται, πρόκειται να πολεμήσουν μεταξύ τους, σε Ομήρ. Ιλ.· καθ'ἕνα μάχομαι, μάχομαι ένας προς έναν, σε μονομαχία, σε Ηρόδ.· τὸ μήπω μεμαχημένον, οι δυνάμεις που δεν είχαν ακόμη αναλάβει δράση, σε Θουκ.
II. γενικά, διαπληκτίζομαι, φιλονικώ, τσακώνομαι με κάποιον, έρχομαι σε διάσταση, σε αντιπαράθεση με κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.
III. συναγωνίζομαι για τη νίκη στους αθλητικούς αγώνες· πὺξ μάχεσθαι, σε Ομήρ. Ιλ.· παγκράτιον μάχομαι, σε Αριστ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: do battle (Il.).
Other forms: ep. also μαχέομαι (μαχειόμενος, μαχεούμενον metr. lengthening), aor. μαχέσ(σ)ασθαι (Il.), μαχήσασθαι (D. S., Paus.), μαχεσθῆναι (Plu., Paus.), fut. μαχήσομαι (ep. Ion.), μαχέσ(σ)ομαι (Ion. a. late), μαχέομαι (Β 366), μαχοῦμαι (Att.; μαχεῖται Υ 26), perf. μεμάχημαι (Att.),
Compounds: Often with prefix, e.g. δια-, συν-, ἀπο- (on ἀμφι μάχομαι Bolling AmJPh 81, 77ff.). As s. member in synthetic paroxytona like μονο-μάχ-ος battling alone (A., E.), m. gladiator (Str.), with μονομαχ-έω, -ία etc., ναυ-μάχ-ος battling on sea (AP; but ναύ-μαχος from μάχη, s. below).
Derivatives: μάχη battle (Il.; on the meaning etc. Porzig Satzinhalte 233, Trümpy Fachausdrücke 135 f.); as 2. member e.g. in ἄ-, πρό-, σύμ-, ναύ-, ἱππό-μαχος with derivv. like προμαχ-ίζω, συμμαχ-έω, ναυμαχ-έω, -ία. Derivv. 1. μαχη-τής m. battler (Hom., LXX), Dor. μαχατάς (P.; H. μαχάταρ ἀντίπαλος), Aeol. μαχαίτας (Alk. Z 27, 5; hyperaeol.?), also derived from μάχομαι; Trümpy 128. 2. μάχ-ιμος warlike, soldier of an Egyptian tribe (IA.; after ἄλκιμος, Arbenz 42) with μαχιμικός after the μάχιμοι (pap.). 3. Μαχάων m. PN (Aeol. ep.), Ion. -έων, with Dor. Μαχαν-ίδας (Fraenkel Nom. ag. 1, 207f., v. Wilamowitz Glaube 2, 228). -- From μάχομαι also μαχ-ήμων martial (Μ 247, AP) and μαχ-ητός controllable (μ 119; Ammann Μνήμης χάριν 1, 14), ἀ-, περι-μάχ-ητος (Att.), μαχ-ητικός prepared to fight (Pl., Arist.; Chantraine Études 137); cf. μαχ-ήσομαι, με-μάχ-ημαι and Fraenkel 2, 79. -- Can be connected both with the noun as with the verb: -μάχας, e.g. ἀπειρο-μάχας unexperienced in battle (Pi.), λεοντο-μάχας fighting with a lion (Theoc.); cf. Schwyzer 451.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin](X)
Etymology: Beside the thematic root-present μάχομαι there is the isolated by-form μαχέομαι, prob. rather after μαχήσομαι (cf. below) than as denominative of μάχη (cf. Schwyzer 721 and Chantraine Gramm. hom. 1, 351). With μαχήσομαι: ἐμαχό-μην compare cases like ἀπ-εχθήσομαι: ἀπ-εχθόμην, μαθήσομαι: ἔμαθον, γενήσομαι: ἐγενόμην (Schwyzer 782). One is therefore prepared to see in ἐμαχόμην (to which μάχομαι was made) an original aorist, with which would agree, that the aorist in Hom. "auffallend selten gebraucht ist" (Trümpy Fachausdrücke 260 n. 333). When μαχεσθαι was reinterpreted as present a new aorist (after κοτέσσασθαι a. o.) μαχέσ-(σ)ασθαι would have arisen. After the type τελέσ(σ)αι: fut. τελῶ arose to μαχέσ(σ)ασθαι the new fut. μαχοῦμαι. -- In the field of fighting and battle old inherited expressions are hardly to be expected. The connection with a supposed Iran. PN *ha-mazan- prop. *"warrior" in Ἀμαζών (s. v.), with which also ἁμαζακάραν πολεμεῖν. Πέρσαι, ἁμαζανίδες αἱ μηλέαι H. is as original as uncertain. Within Greek it is formally possible, to connect μάχομαι with μάχαιρα and further with μῆχαρ, μηχανή (Fick BB 26, 230), which Chantr. rightly calls improbable; cf. esp. χειρο-μάχα f. (scil. ἑταιρεία) name of the workers party in Miletos after Plu. 2, 298 c; new attempt, to find a semantic basis for the connection in Trümpy 127 f. Diff. proposals in Bq and W.-Hofmann s. mactus, mactō. - The isolated root will rather be Pre-Greek.

Middle Liddell

[Dep.]
I. to fight, Hom., etc.; c. dat. pers. to fight with, i. e. against, one, Hom., etc.; μ. ἀντία and ἐναντίον τινός Il.; ἐπί τινι, πρός τινα Il.; but, μ. σύν τινι with the sanction, under the auspices of a deity, Od., Xen.; κατὰ σφέας μαχέονται will fight by themselves, Il.; καθ' ἕνα μ. to fight one against one, in single combat, Hdt.:— τὸ μήπω μεμαχημένον the force that had not yet come into action, Thuc.
II. generally, to quarrel, wrangle, dispute with one, to oppose, gainsay, τινι Il., Plat.
III. to contend for the mastery in games, πὺξ μάχεσθαι Il.; παγκράτιον μ. Ar.

Frisk Etymology German

μάχομαι: (seit Il.),
{mákhomai}
Forms: ep. auch μαχέομαι (μαχειόμενος, μαχεούμενον metr. Dehnung), Aor. μαχέσ(σ)ασθαι (seit Il.), μαχήσασθαι (D. S., Paus.), μαχεσθῆναι (Plu., Paus.), Fut. μαχήσομαι (ep. ion.), μαχέσ(σ)ομαι (ion. u. sp.), μαχέομαι (Β 366), μαχοῦμαι (att.; μαχεῖται Υ 26), Perf. μεμάχημαι (att.),
Grammar: v.
Meaning: kämpfen.
Composita: oft mit Präfix, z.B. δια-, συν-, ἀπο- (zu ἀμφι ~ Bolling AmJPh 81, 77ff.). Als Hinterglied in synthetischen Paroxytona wie μονομάχος allein kämpfend (A., E.), m. Gladiator (Str. usw.), mit μονομαχέω, -ία usw., ναυμάχος zur See kämpfend (AP; aber ναύμαχος von μάχη, s. unten).
Derivative: Davon μάχη Kampf (seit Il.; zur Bed. usw. Porzig Satzinhalte 233, Trümpy Fachausdrücke 135 f.); als Hinterglied z.B. in ἄ-, πρό-, σύμ-, ναύ-, ἱππόμαχος mit Ableitungen wie προμαχίζω, συμμαχέω, ναυμαχέω, -ία. Ableitungen 1. μαχητής m. Kämpfer (Hom., LXX), dor. μαχατάς (P.; H. μαχάταρ· ἀντίπαλος), äol. μαχαίτας (Alk. Z 27, 5; hyperäol.?), auch auf μάχομαι beziehbar; Trümpy 128 m. Lit. 2. μάχιμος ‘streitbar, m. Soldat ägyptischen Stammes' (ion. att.; nach ἄλκιμος, Arbenz 42) mit μαχιμικός nach Art der μάχιμοι (Pap.). 3. Μαχάων m. PN (äol. ep.), ion. -έων, mit dor. Μαχανίδας (Fraenkel Nom. ag. 1, 207f., v. Wilamowitz Glaube 2, 228). — Von μάχομαι noch μαχήμων streitbar (Μ 247, AP) und μαχητός bezwingbar (μ 119; Ammann Μνήμης χάριν 1, 14), ἀ-, περιμάχητος (att.), μαχητικός zum Kämpfen bereit (Pl., Arist.; Chantraine Études 137); vgl. μαχήσομαι, μεμάχημαι und Fraenkel 2, 79. — Sowohl auf Nomen wie auf Verb heziehbar ist -μάχας, z.B. ἀπειρομάχας unerfahren im Kampf (Pi.), λεοντομάχας mit einem Löwen kämpfend (Theok.); vgl. Schwyzer 451.
Etymology: Neben dem thematischen Wurzelpräsens μάχομαι steht vereinzelt die Nebenform μαχέομαι, wohl eher nach μαχήσομαι (vgl. unten) als denominativ von μάχη (vgl. Schwyzer 721 und Chantraine Gramm. hom. 1, 351). An μαχήσομαι: ἐμαχόμην erinnern Fälle wie ἀπεχθήσομαι: ἀπεχθόμην, μαθήσομαι: ἔμαθον, γενήσομαι: ἐγενόμην (Schwyzer 782). Man ist deshalb geneigt, in ἐμαχόμην (wozu dann μάχομαι) einen ursprünglichen Aorist zu sehen, wozu auch stimmen würde, daß der Aorist bei Hom. "auffallend selten gebraucht ist" (Trümpy Fachausdrücke 260 A. 333). Bei der Umdeutung von μαχεσθαι als Präsens wäre als neuer Aorist (nach κοτέσσασθαι u. a.) μαχέσ-(σ)ασθαι eingetreten. Nach dem Typus τελέσ(σ)αι: Fut. τελῶ entstand zu μαχέσ(σ)ασθαι das neue Fut. μαχοῦμαι. — Auf dem Gebiet des Kämpfens und Streitens sind altererbte Ausdrücke kaum zu erwarten. Die Zusammenstellung mit einem angeblichen iran. VN *ha-mazan- eig. *"Krieger" in Ἀμαζών (s. d.), wozu noch ἁμαζακάραν· πολεμεῖν. Πέρσαι, ἁμαζανίδες· αἱ μηλέαι H. ist ebenso geistreich wie unsicher. Innerhalb des Griechischen liegt es formal nahe, μάχομαι an μάχαιρα und weiterhin an μῆχαρ, μηχανή anzuknüpfen (Fick BB 26, 230); vgl. bes. χειρομάχα f. (scil. ἑταιρεία) Ben. der Arbeiterpartei in Miletos nach Plu. 2, 298 c; neuer Versuch, die Zusammenstellung semantisch zu begründen bei Trümpy 127 f. Andere Vorschläge bei Bq und W.-Hofmann s. mactus, mactō.
Page 2,187-188

Chinese

原文音譯:m£comai 馬何買
詞類次數:動詞(4)
原文字根:爭戰 相當於: (רִיב‎)
字義溯源:爭戰*,打,爭競,爭論,爭鬥,鬥毆;參讀 (ἀγωνίζομαι)同義字
同源字:1) (ἄμαχος)溫和的 2) (διαμάχομαι)勇猛的抵抗 3) (θεομαχέω)抵抗神 4) (θεομάχος)神的對手 5) (θηριομαχέω)鬥獸者 6) (θυμομαχέω)狂怒 7) (λογομαχέω)爭辯 8) (λογομαχία)爭辯言詞 9) (μάχη)戰爭 10) (μάχομαι)爭戰
出現次數:總共(4);約(1);徒(1);提後(1);雅(1)
譯字彙編
1) 鬥毆(1) 雅4:2;
2) 爭競(1) 提後2:24;
3) 爭鬥(1) 徒7:26;
4) 爭論(1) 約6:52

Mantoulidis Etymological

Ἀπό ρίζα μάχ-. Πιθανόν νά σχετίζεται μέ τό μαίομαι (=ἐπιδιώκω, ἀγωνίζομαι).
Παράγωγα: μάχη, μαχητέον καί μαχετέον, μαχητής, μαχητικός, μαχητός, ἀμάχητος, ἀκαταμάχητος, ἀπροσμάχητος, περιμάχητος (=περιζήτητος), μάχιμος, μαχομένως, διαμαχετέον διαμαχητέον, ἀγχέμαχος, τηλέμαχος, Τηλέμαχος (κύριο ὄνομα), ἀγχέμαχα (ὅπλα), μονομάχος, πρόμαχος, προμαχῶ, πυγμάχος, σκιαμαχῶ, σύμμαχος, ψυχομαχῶ.

Lexicon Thucydideum

pugnare, to fight, 1.49.3, 1.66.1, 1.143.5, 2.39.2. 2.41.5, 2.90.6. 3.40.7, 3.62.5, 3.65.2. 3.72.2. 3.77.2, 3.107.2, 3.113.4, (qui nobiscum pugnaverunt, who fought on our side). 3.113.43.113.43.113.44.10.4, 4.36.3, 4.40.1. 4.43.5, 4.67.5. 4.73.4. 4.91.1. 4.96.4, 4.124.3. 4.126.2. 5.9.1, 5.9.8. 5.34.1, 5.58.2, 5.66.1, 5.68.3. 5.68.36.68.3. 6.69.1, 6.69.3, 6.70.1. 6.78.1, [boni codd. good manuscripts μαχόμενος]. 6.97.5, 6.100.1, 7.5.2. 7.6.1, [Vat. Vatican manuscript ἀμύνεσθαι]. 7.13.2, 7.43.7, 7.57.5. 7.57.8. 7.77.5. 7.78.7. 7.81.2. 7.81.3. 7.81.3