ψυχή

From LSJ
Revision as of 06:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψῡχή Medium diacritics: ψυχή Low diacritics: ψυχή Capitals: ΨΥΧΗ
Transliteration A: psychḗ Transliteration B: psychē Transliteration C: psychi Beta Code: yuxh/

English (LSJ)

   A life, λύθη ψ. τε μένος τε Il.5.296, etc.; ψ. τεκαὶ αἰών 16.453, cf. Od.9.523; θυμοῦ καὶ ψ. Il.11.334, Od.21.154; λαυκανίην, ἵνα τε ψυχῆς ὤκιστος ὄλεθρος Il.22.325; ψυχὰς παρθέμενοι at hazard of their lives, Od.3.74,9.255; αἰεὶ ἐμὴν ψ. παραβαλλόμενος Il.9.322; λίσσου' ὑπὲρ ψ. καὶ γούνων by your life, 22.338; so ἀντὶ ψ. S.OC1326: but περὶ ψ. to save their life, Od.9.423; περί τε ψυχέων ἐμάχοντο 22.245; περὶ ψ. θέον Ἕκτορος Il.22.161; τρέχων περὶ τῆς ψ. Hdt.9.37; τῆς ἐμῆς περὶ ψ. A.Eu.115, cf. E.Hel.946, Heracl.984; περὶ ψ. κινδυνεύων Antipho 2.1.4, cf. Th. 8.50; ἁγὼν . . σῆς ψ. πέρι S.El.1492, cf. E.Ph.1330, Or.847, X.Cyr.3.3.44; τὸν περὶ ψ. δρόμον δραμεῖν Ar.V.375 (lyr.); ἀγωνίζεσθαι περὶ τῆς ψ. X.Eq.Mag.1.19; ὃ ἂν θέλῃ, ψυχῆς ὠνεῖται [θυμός] in exchange for life, Heraclit.85; τῆς ψ. πρίασθαί τι X.Cyr.3.1.36; τί γὰρ δοῖ ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψ. αὐτοῦ; Ev.Marc.8.37. In early poets: ψυχὰν ἀποπνεῖν Simon.52; ψυχὰς ἔχοντες κυμάτων ἐν ἀγκάλαις Archil.23; ψυχέων φειδόμενοι Tyrt.10.14; θειδωλὴν ψ. θέμενος Sol.13.46; ψυχῆς εἵνεκα καὶ βιότου Thgn.730; ψυχὰν Ἀΐδᾳ τελέων Pi.I.1.68; ψυχὰς βαλον Id.O.8.39; χαλκῷ ἀπὸ ψυχὴν ἀρύσας Emp.138; τοὐμὸν ἐκπίνουσ' ἀεὶ ψυχῆς ἄκρατον αἷμα S.El.786; τῆς ἐμῆς ψ. γεγώς ib.775; τὴν ψ. ἐκπίνουσιν Ar.Nu.712 (anap.); ψ. ἀφήσω E.Or.1171; ψ. σέθεν ἔκτεινε Id.Tr.1214; ψ. παραιτέεσθαι Hdt.1.24; ποινὴν τῆς Αἰσώπου ψ. satisfaction for the life of A., Id.2.134; ψυχῆς ἀποστερῆσαί τινα Antipho 4.1.6, cf. Th.1.136, etc.; τὴν ψ. ἢ τὴν οὐσίαν ἢ τὴν ἐπιτιμίαν τινὸς ἀφελόμενος Aeschin.2.88; τὸ τῆς ψ. ἀπαιτηθεὶς χρέος LXX Wi.15. 8, cf. Ev.Luc.12.20; ζητοῦσι τὴν ψ. μου LXX 3 Ki.19.10, cf. Ev.Matt. 2.20; τὴν ψ. αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων Ev.Jo.10.11, etc.; δεῖρον ἄχρις ἡ ψ . . . ἐπὶ χειλέων λειφθῇ within an inch of his life, Herod.3.3:—the phrase ἐν τῇ χειρὶ τὴν ψ. ἔχοντα taking his life in his hands, is prob. f.l. in Xenarch.4.20; ἡ ψ. μου ἐν ταῖς χερσί [σου] διὰ πάντος LXX Ps.118(119).109, cf. 1 Ki.19.5, 28.21, al.; of life in animals, Od.14.426, Hes.Sc.173, Pi.N.1.47, etc.; τὰ ἄλλα ζῷα, ὅσα ψ. ἔχει Anaxag.4, cf. 12; πάντων τῶν ζῴων ἡ ψ. τὸ αὐτό, ἀήρ Diog. Apoll.5 (cf. infr. IV. 1); ἡ φύσις τοιαύτη πάντων ὅσσα ψ. ἔχει Democrit.278; ἐπῴζει καὶ ποιεῖ ψ. ἔχειν (of incubation) Epich.172; [ἑρπετὸν] ὃ ἔχει ἐν ἑαυτῷ ψ. ζωῆς LXX Ge.1.30; ἡ ψ. πάσης σαρκὸς αἷμα αὐτοῦ ἐστιν ib.Le.17.11, cf. De.12.23.    2 metaph. of things dear as life, χρήματα γὰρ ψ . . . βροτοῖσι Hes.Op.686; πᾶσι δ' ἀνθρώποις ἄρ' ἦν ψ. τέκν' E.Andr.419; τἀργύριόν ἐστιν αἷμα καὶ ψ. βροτοῖς Timocl.35; so as an endearing name, Hld.1.8, al.; ζωὴ καὶ ψ. Juv.6.195; ψ. μου Mart.10.68.    II in Hom., departed spirit, ghost (ὑποτίθεται [Ὅμηρος] τὰς ψ. τοῖς εἰδώλοις τοῖς ἐν τοῖς κατόπτροις φαινομένοις ὁμοίας . . ἃ καθάπαξ ἡμῖν ἐξείκασται καὶ τὰς κινήσεις μιμεῖται, στερεμνιώδη δὲ ὑπόστασιν οὐδεμίαν ἔχει εἰς ἀντίληψιν καὶ ἁφήν Apollod. Hist.Fr.102(a)J.); ψ. Πατροκλῆος . . πάντ' αὐτῷ . . ἐϊκυῖα Il.23.65: freq. in Od.11, ψ. Ἀγαμέμνονος, Ἀχιλῆος, etc., 387, 467, al.; ψ. καὶ εἴδωλον Il.23.104, cf. 72, Od.24.14; ψ. κατὰ χθονὸς ᾤχετο τετριγυῖα Il.23.100; ψυχὰς ἡρώων, opp. αὐτούς, 1.3, cf. Hes.Sc.151; ψυχαὶ δ' Ἄϊδόσδε κατῆλθον Il.7.330; ψ. δὲ κατ' οὐταμένην ὠτειλὴν ἔσσυτ' ἐπειγομένη 14.518; sts. hardly dist. from signf. 1, ἅμα ψ. τε καὶ ἔγχεος ἐξέρυσ' αἰχμήν 16.505; in swoons it leaves the body, τὸν δὲ λίπε ψ. 5.696; so in later writers (seldom in Trag.), σὺν Ἀγαμεμνονίᾳ ψυχᾷ Pi.P.11.21; ἑὰν ψυχὰν κομίξαι ib.4.159, cf. N.8.44; αἱ ψ. ὀσμῶνται καθ' Ἅιδην Heraclit.98; πέμψατ' ἔνερθεν ψυχὴν ἐς φῶς A.Pers.630 (anap.); ποτωμένην ψ. ὑπὲρ σοῦ E.Or.676, cf. Fr. 912.9 (anap.); τὰς τῶν κεκμηκότων ψ., αἷς ἐστιν ἐν τῇ φύσει τῶν αὑτῶν ἐκγόνων κήδεσθαι Pl.Lg.927b; ψ. σοφαί, perh. 'wise ghosts', Ar.Nu. 94; δὶς ἀποθανουμένη ψ. Anon. ap. Plu.2.236d.    III the immaterial and immortal soul, first in Pindar, ἐς τὸν ὕπερθεν ἅλιον κείνων . . ἀνδιδοῖ [Φερσεφόνα] ψυχὰς πάλιν Fr.133, cf. Pl.Men.81b; εἰπόντες ὡς ἀνθρώπου ψ. ἀθάνατός ἐστι Hdt.2.123; ἀγένητόν τε καὶ ἀθάνατον ψ. Pl.Phdr.246a, cf. Phd.70c, al.; ἀθάνατος ἡμῶν ἡ ψ. καὶ οὐδέποτε ἀπόλλυται Id.R.608d; ἁψ. τῷ σώματι συνέζευκται καὶ καθάπερ ἐν σάματι τέθαπται Philol.14, cf. Pl.Cra.400c: hence freq. opp. σῶμα, ψ. καὶ σῶμα X.Mem.1.3.5, cf. An.3.2.20; ψ. ἢ σῶμα ἢ συναμφότερον, τὸ ὅλον τοῦτο Pl.Alc.1.130a; εἰς θηρίου βίον ἀνθρωπίνη ψ. ἀφικνεῖται καὶ ἐκ θηρίου . . πάλιν εἰς ἄνθρωπον Id.Phdr.249b; κατὰ τοὺς Πυθαγορικοὺς μύθους τὴν τυχοῦσαν ψ. εἰς τὸ τυχὸν ἐνδύεσθαι σῶμα Arist.de An. 407b22; οὐδὲ τοῦτο ἐπείσθην, ὡς ἡ ψ., ἕως μὲν ἂν ἐν θνητῷ σώματι ᾖ, ζῇ, ὅταν δὲ τούτου ἀπαλλαγῇ, τέθνηκεν X.Cyr.8.7.19; ἀνθρώπου γε ψ., ἣ τοῦ θείου μετέχει, . . ὁρᾶται δ' οὐδ' αὐτή Id.Mem.4.3.14, cf. Cyr. 8.7.17; αἰθὴρ μὲμ ψυχὰς ὑπεδέξατο, σώ[ματα δὲ χθών] IG12.945 (v B. C.); ὁπόταμ ψ. προλίπῃ φάος ἀελίοιο Orph.Fr.32f.1; ἡμεῖς ἐσμεν ψ., ζῷον ἀθάνατον ἐν θνητῷ καθειργμένον φρουρίῳ Pl.Ax. 365e.    IV the conscious self or personality as centre of emotions, desires, and affections, χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί Pi.N.9.39; μορφὰν βραχύς, ψυχὰν δ' ἄκαμπτος Id.I.4(3).53(71); ἐνίους τῶν καλῶν τὰς μορφὰς μοχθηροὺς ὄντας τὰς ψ. X.Oec.6.16; θνητοῦ σώματος ἔτυχες, πειρῶ τῆς ψ. ἀθάνατον μνήμην καταλιπεῖν Isoc.2.37; opp. material blessings, κτεάνων ψ. ἔχοντες κρέσσονας Pi.N.9.32; μήτε σωμάτων ἐπιμελεῖσθαι μήτε χρημάτων . . οὕτω σφόδρα ὡς τῆς ψ. ὅπως ὡς ἀρίστη ἔσται Pl.Ap. 30b, cf. 29e: hence regarded in abstraction, τὸ παρεχόμενον ἡμῶν ἕκαστον τοῦτ' εἶναι μηδὲν ἀλλ' ἢ τὴν ψ., τὸ δὲ σῶμα ἰνδαλλόμενον ἡμῶν ἑκάστοις ἕπεσθαι Pl.Lg.959a; ἡ ψ. ἐστιν ἄνθρωπος Id.Alc.1.130c; οὐδὲ νῦν τήν γ ἐμὴν ψ. ἑωρᾶτε X.Cyr.8.7.17, cf. supr.111: sts., therefore, distd. from oneself, ψ. γὰρ ηὔδα πολλά μοι μυθουμένη S.Ant.227; ἡ ψ. μου πεπότηται Ar.Nu.319 (anap.); τί ποτ' ἔστι μαθεῖν ἔραται ψ. E.Hipp.173 (anap.); ἄλλο τι βουλομένη ἑκατέρου ἡ ψ. δήλη ἐστίν Pl.Smp.192c; οἴμοι ψυχή woe is me! LXX Mi.7.1; καὶ ἐρῶ τῇ ψ. μου, "yuxh/, e)/xeis polla\ a)gaqa/" Ev.Luc.12.19; in periphrases, ψ. Ὀρέστου, = Ὀρέστης, S.El.1127, al.: but τὴν Φιλοκτήτου ψ. ἐκκλέψεις his wits, Id.Ph.55; ἡ δ' ἐμὴ ψ. τέθνηκεν Id.Ant.559, cf. OC999; so ψυχαί abs., = ἄνθρωποι, ψ. ὀλέσασα A.Ag.1457 (lyr.); ψ. πολλαὶ ἔθανον many souls perished, Ar.Th.864; πᾶσαι αἱ ψ., υἱοὶ καὶ αἱ θυγατέρες λ γ LXX Ge.46.15, cf. Ex.12.4, al.; [κιβωτὸς] εἰς ἣν ὀλίγοι, τοῦτ' ἔστιν ὀκτὼ ψ., διεσώθησαν 1 Ep.Pet.3.20. In apostrophe, μή, φίλα ψ. Pi.P.3.61; ὦ μελέα ψ. S.Ph.712 (lyr.); ὦ ἀγαθὴ καὶ πιστὴ ψ. X.Cyr.7.3.8; in referring to persons, ὅταν μεγάλη ψ. φυῇ Pl.R. 496b (cf. μεγαλόψυχος) ; καλεῖται γοῦν ἡ ψ. Κρινοκοράκα the creature, Thphr.Char.28.2; πάσῃ ψ. τετελευτηκυίᾳ LXX Nu.6.6,11; πᾶσα ψ. ὑποτασσέσθω Ep.Rom.13.1, etc.: generally, being, ψυχὴ ζῶσα living creature, LXX Ge.1.24, cf. 20(pl.).    2 of various aspects of the self, ἐν πολέμοιο μάχαις τλάμονι ψ. παρέμειν) enduring heart, Pi.P.1.48; διεπειρᾶτο αὐτοῦ τῆς ψ. Hdt.3.14, ἦν ηὰρ . . ψυχὴν οὐκ ἄκρος poor-spirited, Id.5.124; ψυχὴν ἄριστε πάντων Ar.Eq.457; καρτερὰν ψ. λαβεῖν Id.Ach.393; κράτιστοι ἂν τὴν ψ. κριθεῖεν Th.2.40; τοῖς σώμασι δύνανται τὰς δὲ ψ. οὐκ ἔχουσιν Lys.10.29; ὁ γὰρ' λόγχην ἀκονῶν καὶ τὴν ψ. τι παρακονᾷ X.Cyr.6.2.33, cf. Oec.21.3.    3 of the emotional self, ὑπείργασμαι μὲν εὖ ψυχὴν ἔρωτι E.Hipp.505, cf. 527 (lyr.); πάνυ μου ἡ ψ. ἐπεθύμει X.Oec.6.14; τίνα ποτὲ ψ. ἔχων; Lys.32.12; τίν' οἴεσθ' αὐτὴν ψ. ἕξειν, ὅταν ἐμὲ ῒδῃ; how will she feel? D.28.21; μία ψ., prov. of friends, Arist.EN1168b7; ψ. μία ἤστην prob. in Phryn. PSp.128B.; of appetite, ψυχῇ διδόντες ἡδονήν A.Pers.841 (s. v.l.), cf. Epich.297, Theocr.16.24; λίχνῳ δὲ ὄντι τὴν ψ. Pl.R.579b; τῷ δὲ ἡ ψ. σῖτον μὲν οὐ προσίετο, διψῆν δ' ἐδόκει X.Cyr.8.7.4.    4 of the moral and intellectual self, ἀπὸ πάμπαν ἀδίκων ἔχειν ψ. Pi.O. 2.70; ψ. τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην S.Ant.176; ἀρκεῖν . . κἀντὶ μυρίων μίαν ψ. τάδ' ἐκτίνουσαν, ἢν εὔνους παρῇ Id.OC499; ψ. γὰρ εὔνους καὶ φρονοῦσα τοὔνδικον Id.Fr.101; ἡ κακὴ σὴ ψ. Id.Ph.1014; ψυχῆς κατήγορος κακῆς X.Oec.20.15, cf. Pl.R.353e; ἡ βουλεύσασα ψ. Antipho 4.1.7, cf. Pl.Lg.873a; τὸ σῶμα ἀπειρηκὸς ἡ ψ. συνεξέσωσεν . . διὰ τὸ μὴ ξυνειδέναι ἑαυτῇ the mind conscious of innocence, Antipho 5.93; τὸ ἐπιμελεῖσθαι καὶ ἄρχειν καὶ βουλεύεσθαι . . ἐσθ' ὅτῳ ἄλλῳ ἢ ψυχῇ δικαίως ἂν ἀποδοῖμεν; Pl.R.353d; τὴν τῆς ψ. ἐπιμέλειαν X.Mem. 1.2.4, Isoc.15.304; τὰ ἐν τῇ ψ. διὰ τὴν παιδείαν ἐγγιγνόμενα ib.290; τῆς ψ. ἐξελθούσης, ἐν ᾗ μόνῃ γίγνεται φρόνησις X.Mem.1.2.53; νοῦς τε καὶ ψ. Pl.Cra.400a, cf. Phdr.247c, al.; ἐμπαίει τί μοι ψυχῇ σύνηθες ὄμμα S.El.903; ἰδὼν μὲν γνούς τε σῇ ψ., τέκνον E.Tr.1171. Phrases:— ἐκ τῆς ψ. φίλος X.An.7.7.43; ἀπὸ τῆς ψ. φιλεῖν with all the heart, Thphr. Char.17.3; βόσκοιτ' ἐκ ψυχᾶς τὰς ἀμνάδας Theoc.8.35; ὅλῃ τῇ ψ. κεχαρίσθαι τινί X.Mem.3.11.10; οὐκ ἐᾷ ἡμᾶς οὐδὲ ψυχῆς λαχεῖν he won't let us call our soul our own, Phryn.PSp.128B.    5 of animals, ψ. μεγαλόφρων, of a horse, X.Eq.11.1; θηρίων ψ. ἡμεροῦμεν Isoc.2.12; ψ. χηνός, ὀρτυγίου, Eub.101, Antiph.5.    6 of inanimate things, πᾶσα πολιτεία ψ. πόλεώς ἐστιν Isoc.12.138, cf. 7.14; ἡ τῶνδε τῶν ἀνδρῶν ἀρετὴ τῆς Ἑλλάδος ἦν ψ. D.60.23; οἷον ψ. ὁ μῦθος τῆς τραγῳδίας Arist.Po.1450a38; also of the spirit of an author, D.H.Lys.11.    V Philosophical uses:    1 In the early physicists, of the primary substance, the source of life and consciousness, ὁρίζονται πάντες (sc. οἱ πρότεροι) τὴν ψ. τρισίν, κινήσει, αἰσθήσει, τῷ ἀσωμάτῳ Arist.de An. 405b11; τὸν λίθον ἔφη [Θαλῆς] ψ. ἔχειν ὅτι τὸν σίδηρον κινεῖ, of the magnet, ib.405a20; ψυχῇσιν θάνατος ὕδωρ γενέσθαι, ὕδατι δὲ θάνατος γῆν γενέσθαι, ἐκ γῆς δὲ ὕδωρ γίνεται, ἐξ ὕδατος δὲ ψ. (sc. πῦρ) Heraclit. 36; ἡ ψ. πνεῦμα Xenoph. ap. D.L.9.19; καρδία ψυχῆς καὶ αἰσθήσιος [ἀρχά] Philol.13; τοῦτο [ἀὴρ] αὐτοῖς καὶ ψ. ἐστι καὶ νόησις Diog. Apoll.4; τὴν τῶν ἄλλων ἁπάντων φύσιν οὐ πιστεύεις Ἀναξαγόρᾳ νοῦν καὶ ψ. εἶναι τὴν διακοσμοῦσαν; Pl.Cra.400a, cf. Arist.de An.404a25; Δημόκριτος πῦρ τι καὶ θερμόν θησιν αὐτὴν (sc. ψυχὴν) εἶναι ib.404a1, cf. Resp.472a4.    2 the spirit of the universe, ψ. εἰς τὸ μέσον [τοῦ κόσμου] θείς Pl.Ti.34b, cf. 30b; τὴν τοῦ παντὸς δῆλον ὅτι τοιαύτην εἶναι βούλεται [ὁ Τίμαιος] οἷόν ποτ' ἐστὶν ὁ καλούμενος νοῦς Arist.de An.407a3; ἐν τῷ ὅλῳ τινὲς [τὴν ψ.] μεμεῖχθαί φασιν, ὅθεν ἴσως καὶ Θαλῆς ᾠήθη πάντα πλήρη θεῶν εἶναι ib.411a8; ὁ κόσμος ψ. ἐστὶν ἑαυτοῦ καὶ ἡγεμονικόν Chrysipp.Stoic.2.186; ψ. [κόσμου] Plu.2.1013e, cf. M.Ant.4.40; ψ. ἐλθοῦσα εἰς σῶμα οὐρανοῦ Plot.5.1.2; τόδε τὸ πᾶν ψ. μίαν ἔχον εἰς πάντα αὐτοῦ μέρη Id.4.4.32; περὶ ψυχᾶς κόσμου καὶ φύσιος, title of work by Ti.Locr.    3 In Pl. the immaterial principle of movement and life, ὅταν παρῇ [ψυχὴ] τῷ σώματι, αἴτιόν ἐστι τοῦ ζῆν αὐτῷ Pl.Cra.399d, cf. Def.411c; [ψυχῆς λόγον ἔχομεν] τὴν δυναμένην αὐτὴν αὑτὴν κινεῖν κίνησιν Id.Lg.896a; μεταβολῆς τε καὶ κινήσεως ἁπάσης αἰτία [ἡ ψ.] ἅπασιν ib. b, cf. 892c; its presence is requisite for thought, σοφία καὶ νοῦς ἄνευ ψ. οὐκ ἂν γενοίσθην Id.Phlb.30c, cf. Ti. 30b, Sph.249a; defined by Arist. as οὐσία ὡς εἶδος σώματος φυσικοῦ δυνάμει ζωὴν ἔχοντος de An.412a20; ἐντελέχεια ἡ πρώτη σώματος φυσικοῦ ὀργανικοῦ ib.412b5; the tripartite division of ψ., οἱ δὲ περὶ Πλάτωνα καὶ Ἀρχύτας καὶ οἱ λοιποὶ Πυθαγόρειοι τὴν ψ. τριμερῆ ἀποφαίνονται, διαιροῦντες εἰς λογισμὸν καὶ θυμὸν καὶ ἐπιθυμίαν Iamb. ap. Stob.1.49.34, cf. Pl.R.439e sqq.; in Arist. ἡ ψ. τούτοις ὥρισται, θρεπτικῷ, αἰσθητικῷ, διανοητικῷ, κινήσει· πότερον δὲ τοὔτων ἕκαστόν ἐστι ψ. ἢ ψυχῆς μόριον; de An.413b11, cf. PA641b4; ἡ θρεπτικὴ ψ. Id.de An.434a22, al.; in the Stoics and Epicureans, σῶμα ἡ ψ. Zeno and Chrysipp.Stoic.1.38; of the scala naturae, τὰ μὲν ἕξει διοικεῖται, τὰ δὲ φύσει, τὰ δ' ἀλόγῳ ψ., τὰ δὲ καὶ λόγον ἐχούσῃ καὶ διάνοιαν Stoic.2.150, cf. M.Ant.6.14; ἡ ψ. σῶμά ἐστι λεπτομερές . . προσεμφερέστατον πνεύματι θερμοῦ τινα κρᾶσιν ἔχοντι Epicur.Ep.1p.19U.; τέλος . . τὸ μήτε ἀλγεῖν κατὰ σῶμα μήτε ταράττεσθαι κατὰ ψ. Id.Ep.3p.64U.; in the Neo-Platonists characterized by discursive thinking, τοὺς λογισμοὺς ψυχῆς εἶναι ἐνεργήματα Plot.1.1.7; related to νοῦς as image to archetype, εἰκών τίς ἐστι νοῦ [ψ.] Id.5.1.3; present in entirety in every part, πάρεστι πᾶσα πανταχοῦ ψ. Id.5.1.2, cf. 4.7.5; φύσις ψ. οὖσα, γέννημα ψυχῆς προτέρας Id.3.8.4; animal and vegetable bodies possess οἷον σκιὰν ψυχῆς Id.4.4.18; πᾶν σῶμα . . ψυχῆς μετουσίᾳ κινεῖται ἐξ ἑαυτοῦ καὶ ζῇ διὰ ψ. Procl.Inst.20.    VI butterfly or moth, Arist.HA551a14, Thphr.HP2.4.4, Plu.2.636c.    2 τριπόλιον, Ps.-Dsc.4.132.    VII Psyche, in the allegory of Psyche and Eros, Apul.Metam. bks. 4-6, Aristophontes ap. Fulg.Myth.3.6. (See ancient speculations on the derivation, Pl.Cra.399d-400a, Arist.de An.405b29, Chrysipp.Stoic.2.222; Hom. usage gives little support to the derivation from ψύχω 'blow, breathe'; τὸν δὲ λίπε ψ. Il.5.696 means 'his spirit left his body', and so λειποψυχέω means 'swoon', not 'become breathless'; ἀπὸ δὲ ψ. ἐκάπυσσε Il.22.467 means 'she gasped out her spirit', viz. 'swooned'; the resemblance of ἄμπνυτο 'recovered consciousness' to ἀμπνέω 'recover breath' is deceptive, v. ἄμπνυτο, ἔμπνυτο: when concrete the Homeric ψ. is rather warm blood than breath, cf. Il.14.518, 16.505, where the ψ. escapes through a wound; cf. ψυχοπότης, ψυχορροφέω, and S.El.786, Ar.Nu.712 (v. supr.1).)

German (Pape)

[Seite 1403] ἡ, Hauch, Athem, Odem, und weil dieser früh als Zeichen und Bedingung des Lebens erkannt wurde, Leben, Lebenskraft, Seele; oft bei Hom.: τοῦ δ' αὖθι λύθη ψυχή τε μένος τε Il. 5, 296, u. oft; ψυχὴν Ἄϊδι δώσειν 5, 654; χερσὶν ὺπ' Ἀργείων ψυχὰς ὀλέσαντες 13, 763; τὸν δ' ἔλιπε ψυχή, κατὰ δ' ὀφθαλμῶν κέχυτ' ἀχλύς 5, 696; Od. 14, 426; ἐπὴν δὴ τόν γε λίπῃ ψυχή τε καὶ αἰών Il. 16, 453, wie αἲ γὰρ δὴ ψυχῆς τε καὶ αἰῶνός σε δυναίμην εὖνιν ποιήσας πέμψαι δόμον Ἄϊδος εἴσω Od. 9, 523; auch θυμοῦ καὶ ψυχῆς κεκαδών vrbdn, Il. 11, 334, wie Od. 21, 154; ψυχῆς ὄλεθρος, Vernichtung des Lebens, ll. 11, 325; ψυχὴν παρθέμενος, sein Leben daran setzend, wagend, Od. 3, 74. 9, 255, wie αἰεὶ ἐμὴν ψυχὴν παραβαλλόμενος πολεμίζειν Il. 9, 322; περὶ ψυχῆς, ums Leben, zur Rettung oder Erhaltung des Lebens, Od. 9, 423; μάχεσθ αι περὶ ψυχῆς 22, 245, wie θέειν περὶ ψυχῆς Il. 22, 161; τρέχειν περὶ ψυχῆς Her. 7, 37. 9, 37; ὁ περὶ τῆς ψυχῆς ἀγών, Kampf auf Leben und Tod, s. Jac. Ach. Tat. p. 896; οὓς (ἀγῶνας) περὶ τῆς ψυχῆς ἀγωνίζεσθε Dem. 18, 262; κινδυνεύειν περὶ τῆς ψυχῆς Thuc. 8, 50; τῆς ψυχῆς πρίασθαί τι, Etwas mit seinem Leben erkaufen, Xen. Cyr. 3, 1,36; τὴν ψυχήν τινος ζημιοῦσθαι, an Jemandes Leben, d. i. dadurch gestraft werden, daß einem Andern das Leben genommen wird, Her. 7, 39; ποινὴν τῆς Αἰσώπου ψυχῆς ἀνελέσθαι, Rache nehmen für das dem Aesop genommene Leben, 2, 134; so auch Pind.: ἀπὸ ψυχὰν λιπών P. 3, 101; ἀπέπνευσεν ψυχάς N. 1, 47, vgl. Ol. 8, 39 N. 9, 32; ψυχὴν Ἀΐδᾳ τελέων I. 1, 68; οὐκ ἐᾷ ἡμᾶς οὐδὲ ψυχῆς λαχεῖν, das Leben genießen, seiner froh werden, van einem Menschen, der uns plagt und ängstigt, Phryn. in B. A. 73; τὰς πάνυ πολλὰς ψυχὰς ὀλέσασ' ὑπὸ Τροίᾳ Aesch. Ag. 1432, vgl. 1445; ὡς ἔλεξα τῆς ἐμῆς περὶ ψυχῆς Eum. 115; τῶνδε γὰρ πλέον φέρω πένθος ἢ καὶ τῆς ἐμῆς ψυχῆς πέρι Soph. O. R. 94; ἐπ' ἀργύρῳ γε τὴν ψυχὴν προδούς Ant. 322; ἐκπνέων ψυχὴν ἐμήν Eur. Gr. 1163; ψυχὴν δώσω τῆσδ' ὑπερθανεῖν χθονός Phoen. 1005; ψυχὴν σέθεν ἔκτεινε Troad. 1214, u. öfter; φιλῶ τὴν ἐμὴν ψυχήν Ar. Ach. 338; τὸν περὶ ψυχῆς δρόμον δραμεῖν Vesp. 376; ψυχὴν ἐκπίνειν, das Blut aussaugen, Nubb. 703; τῆς ψυχῆς ἀποστερεῖν τινα Thuc. 1, 136; σώζειν τὰς ψυχάς Xen. Cyr. 4, 1,5. – Auch vom Leben der Thiere, Hes. Sc. 173. – Dieser Lebenshauch, der im Tode erlischt, geht nach der Vorstellung der Alten in die Unterwelt, dort mit einem Schattenkörper (der nicht mit Händen zu greifen ist, Od. 11, 207) verbunden, ohne den denkenden Geist (vgl. φρήν); dah. ψυχή die Seele des Abgeschiedenen in der Unterwelt; ψυχαὶ δ' Ἄϊδόσδε κατῆλθον Il. 7, 330, wie Od. 10, 560. 11, 65; u. noch genauer beschrieben : ἀνδρὸς δὲ ψυχὴ πάλιν ἐλθεῖν οὔτε λεϊστή, οὔθ' ἑλετή, ἐπεὶ ἄρ κεν ἀμείψεται ἕρκος ὀδόντων, Il. 9, 408; ψυχὴ δὲ κατ' οὐταμένην ὠτειλὴν ἔσσυτ' ἐπενγομένη 14, 518, wo die Seele also mit dem Blute entströmt; vgl. τοῖο δ' ἅμα ψυχήν τε καὶ ἔγχεος ἐξέρυσ' αἰχμήν 16, 505; 23, 104 ἦ ῥά τίς ἐστι καὶ εἰν Ἀΐδαο δόμοισιν ψυχὴ καὶ εἴδωλον· ἀτὰρ φρένες οὐκ ἔνι πάμπαν; vgl. 72, wo ausdrücklich bemerkt ist, daß der Schatten vollkommen die Gestalt dessen behielt, dem er im Leben angehört hatte; oft in Od. 11, u. 24, 1 ff.; vgl. noch Il. 1, 3 Od. 14, 134; so auch Tragg., wie Aesch. Pers. 622 Soph. O. C. 1003. – Auch ein Schmetterling, eine Motte, die man als Sinnbild des Lebens und der Unsterblichkeit der Seele brauchte, wegen der Verwandlung aus einer Raupe und Puppe, Arist. H. A. 4, 7. – Der abstrakte Begriff der Seele entwickelt sich seit Her., ἀνθρώπ ου ψυχὴ ἀθάνατός ἐστι 2, 123; Plat. Phaedr. 245 c Prot. 313 a u. öfter. – Seele, Herz, als Sitz des Willens, der Begierden und der Leidenschaften, Gesinnung, Gemüth, Her. 3, 14; auch = Muth, τὴν ψυχὴν πονηρός, ἐν ναυμαχίᾳ, Lys. 20, 14; οἷος ἦν τὴν ψυχήν ib. 24; ἐκ τῆς ψυχῆς, aus innerster Seele, von ganzem Herzen, τίνα οἴεσθέ με τὴν ψυχὴν ἔχειν, wie glaubt ihr, daß mir zu Muthe ist, Dem. 28, 21. – Sinnliche Neigung, Appetit, ἡ ψυχὴ οὐ προσίεται σῖτον Xen. Cyr. 8, 7,4; – δοῦναί τι τῇ ψυχῇ, der Neigung, dem Hange wozu folgen, nachgeben, ψυχῇ διδόντες ἡδονὴν καθ' ἡμέραν Aesch. Pers. 827 (vgl. Theocr. 16, 24); ἐκμαθεῖν ἀνδρὸς ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην Soph. Ant. 176; ἐν τοῖσιν ὠσὶν ἢ 'πὶ τῇ ψυχῇ δάκνει 317, u. öfter; τίν' ἔχεις ψυχήν Eur. Or. 525; ἀρσένων μείζονες ψυχαί Suppl. 1103; τῶν γερόντων οἶδα τὰς ψυχάς Ar. Ach. 353; ψυχὴν ἐμπλησάμενος Διοπείθους Vesp. 380; ταῖς ψυχαῖς παρεσκευασμένοι Xen. Cyr. 2, 1,11; ἥ μου ψυχὴ παρεσκεύασται, ich will, bin bereit, 5, 1,26; ἐκ τῆς ψυχῆς φίλος, ein wahrer Freund, An. 7, 7,43; ὅλῃ τῇ ψυχῇ Mem. 3, 11, 18. – Auch Geist, Verstand, Her. 5, 124; τῇ ψυχῇ τοῦτ' οἶδε Dem. 21, 221. – In der Anrede, φίλη ψυχή, liebe Seele, ὧ ἀγαθὴ καὶ πιστὴ ψυχή Xen. Cyr. 7, 3,8.

Greek (Liddell-Scott)

ψῡχή: ἡ, (ψύχω) πνοή, Λατ. anima, μάλιστα ὡς τὸ σημεῖον τῆς ζωῆς, ἡ ζωή, τὸ πνεῦμα, Ὅμηρ., κλπ· ψυχή τε μένος τε Ἰλ. Ε. 296, κλπ.· ψυχή τε καὶ αἰὼν Π. 453, Ὀδ. Ι. 523· ψυχὴ καὶ θυμὸς Ἰλ. Λ. 334, Ὀδ. Φ. 154· ψυχῆς ὄλεθρος Ἰλ. Χ 325· τὸν δ’ ἔλιπε ψυχὴ Ε. 696· καταλείπει τὸ σῶμα μετὰ τοῦ αἵματος, ψυχή δὲ κατ’ οὐταμένην ὠτειλήν ἔσσυτ’ ἐπειγομένη, «ἡ ψυχὴ δὲ κατὰ τὴν ἐκ τῆς τρώσεως πληγὴν ὥρμησε σπεύδουσα» (Θ. Γαζῆς), Ξ. 518· ἅμα ψυχήν τε καὶ ἔγχος ἐξέρυσ’ αἰχμὴν Π. 505, πρβλ. Η. 330· - ψυχὴν παρθέμενος, παρακινδυνεύσας τὴν ζωήν του, Ὀδ. Γ. 74, Ι. 255· αἰὲν ἐμὴν ψυχὴν παραβαλλόμενος πολεμίζειν Ἰλ. Ι. 322· λίσσομ’ ὑπὲρ ψυχῆς καί γούνων, ἱκετεύω σε ὑπὲρ τῆς ζωῆς σου καί τῶν γονάτων σου, Χ. 338· οὕτως, ἀντὶ ψυχῆς Σοφ. Ο. Κ. 1326· ἀλλά, περὶ ψυχῆς, περὶ σωτηρίας, Ὀδ. Ι. 423· μάχεσθαι περὶ ψυχῆς Χ. 245· θέειν περὶ ψυχῆς Ἰλ. Χ. 161· τρέχειν περὶ ψυχῆς Ἡρόδ. 7. 39· κινδυνεύειν περὶ ψυχῆς Ἀντιφῶν 115. 15 ὁ περὶ τῆς ψυχῆς ἀγών, περὶ ζωῆς καὶ θανάτου, Σοφ. Ἠλ. 1492· περὶ τῆς ψ. ἀγωνίζεσθαι, δρόμον δραμεῖν Ξεν. Ἱππαρχ. 1, 19, Ἀριστοφ. Σφ. 376· τῆς ψυχῆς πρίασθαί τι, μὲ κίνδυνον τῆς ζωῆς, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 36· - οὕτω καὶ, πονήν τῆς Αἰσώπου ψυχῆς ἀνελέσθαι, λαβεῖν ἐκδίκησιν τῆς ψυχῆς τοῦ Αἰσώπου, Ἡρόδ. 2. 134, πρβλ. 7. 39· ψυχὰν ἀποπνεῖν Σιμωνίδ. 20· ψυχὰν Ἀΐδα τελέων Πινδ. Ι. 1. 99· ψυχὰς βάλον ὁ αὐτ. ἐν Ο. 8. 51· ψυχὴν ἀφιέναι Εὐρ. Ὀρ. 1171· κτείνειν ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 1214· ἐκπίνειν Ἀριστοφ. Νεφ. 712, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 786· ἀπαιτεῖν, ζητεῖν Καιν. Διαθ.· παραιτέεσθαι Ἡρόδ. 1. 24· ψυχῆς ἀποστερεῖν τινα Ἀντιφῶν 125. 49., Θουκ. 1. 136, κλπ.· τὴν ψυχὴν ἢ τὴν οὐσίαν ἢ τὴν ἐπιτιμίαν τινὸς ἀφελόμενος Αἰσχίν. 39. 43· -ἐπὶ τῆς ζωῆς τῶν ζῴων, Ὀδ. Κ. 426, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 173, Πινδ. Ν. 1. 70· - ἡ φράσις, ἐν χειρί τὴν ψ. ἔχω. λαμβάνω τὴν ζωήν μου εἰς τὰς χεῖράς μου, εὕρηται μόνον παρὰ μεταγεν., ἴδε Meineke Com. Gr. 3 σ. 619. 2) μεταφ., ἐπὶ πραγμάτων προσφιλῶν ὡς εἶναι ἡ ζωή, χρήματα γὰρ ψυχὴ πέλεται δειλοῖοι βροτοῖσι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 684· πᾶσι δ’ ἀνθρώποις ἀρ’ ἦν ψυχὴ τέκν’ Εὐρ. Ἀνδρ. 419· τἀργύριόν ἐστιν αἷμα καὶ ψυχὴ βροτοῖς Τιμοκλ. ἐν Ἀδήλ. 2· ὅθεν ὡς ὅρος πρὸς ἔκφρασιν στοργῆς, ὡς καὶ νῦν, «ψυχή μου», συχν. παρ’ Ἡλιοδ., πρβλ. Ἰουβεν. 6. 194. ΙΙ. παρ’ Ὁμήρ. ὡς καὶ νῦν, ἡ ψυχή, τὸ ἐν τῷ ἀνθρώπῳ πνεῦμα, ὅπερ ἐπιζῇ μετὰ τὸν θάνατον καὶ κατοικεῖ ἐν τῷ Ἄδῃ, παρίσταται δὲ παρ’ αὐτῷ ὡς ἀσώματος καὶ μὴ δυναμένη νὰ ψαυσθῇ διὰ τῶν χειρῶν τοῦ ἀνθρώπου (Ὀδ. Λ. 207), ἀλλ’ ὡς διατηροῦσα ἔτι τὴν μορφὴν τοῦ σώματος εἰς ……… ἀνῆκε κατὰ τὴν ἐπὶ τῆς γῆς ζωήν, ψ. Πατροκλῆος.., πάντ’ αὐτῷ.. ἐϊκυῖα Ἰλ. Ψ. 65· οὕτω ψ. Ἀγαμέμνονος, Αἴαντος, κλπ· συχνάκις ἀπαντᾷ ἐν τῇ Νεκυίᾳ (Ὀδ. Λ.)· ὅθεν ὡσαύτως, ψ. καὶ εἴδωλον Ἰλ. Ψ. 104, πρβλ. 72, Ὀδ. Ω. 14· ἐν Ἰλ. Α. 3, ψυχὰς ἡρώων ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ αὐτούς, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 151· ψυχὴ κατὰ χθονὸς ᾤχετο τετριγυῖα Ἰλ. Ψ. 100· ἴδε Völcker ἐπὶ τῆς Ὁμηρικῆς ψυχῆς (Giessen 1825), οὗ μνημονεύει ὁ Nitzsch Ὀδ. τόμ. 3. 188. 2) ἡ ἀφηρημένη ἔννοια τῆς ψυχῆς ἢ τοῦ πνεύματος τοῦ ἀνθρώπου, Λατ. anima, κατὰ πρῶτον ἐν τῇ ψυχολογικῇ φιλοσοφίᾳ (παρ’ Ὁμήρῳ τοῦτο εκφέρεται διὰ τῶν λέξεων φρένες, κραδίη, κτλ.), Ἀριστ. περὶ Ψυχῆς 1. 2· οὕτω παρ’ Ἡροδ., εἰπόντες ὡς ἀνθρώπου ψυχὴ ἀθάνατός ἐστι 2. 123, πρβλ. Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 245C, κλπ.· ψυχὴ καὶ σῶμα, δηλ. ὁ ὅλος ἄνθρωπος, Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 5, Ἀνάβ. 3. 2, 20· ἄντίθετον τῷ σῶμα, Ἰσοκρ. 2C, κλπ.· - ψυχή τινος, περίφρασις δηλοῦσα αὐτὸν τὸν ἄνθρωπον, ψ. Ὀρέστου, = Ὀρέστης, Σοφ. Ἠλ. 1127, πρβλ. Φιλ. 25· ὡσαύτως ψυχαὶ ἀπολ. = ἄνθρωποι, ὥστε ὁ Αἰσχύλος λέγει ψυχὰς ὀλέσασα Ἀγ. 1457, πρβλ. Ἰλ. Ν. 763, Χ. 325· καὶ ὁ Ἀριστοφ. ψυχαὶ πολλαὶ ἔθανον, ὡς καὶ νῦν, «πολλαὶ ψυχαί, πολλοὶ ἄνθρωποι ἀπέθανον, Θεσμ. 864, Λυσί. 963 οὕτω, ἡ δ’ ἐμὴ ψυχή... τέθνηκεν Σοφ. Ἀντ. 559· ὦ δὶς ἀποθανούμενα ψυχὰ παρὰ Πλουτ. 2. 236Ε· ψυχαὶ σοφαὶ Ἀριστοφ. Νεφ. 94· - ἐν προσφωνήσει πρός τινα, ὦ μελέα ψυχὴ Σοφ. Φιλ. 714· ὦ ἀγαθὴ καὶ πιστὴ ψ. Ξεν. Κύρ. Παιδ. 7. 3, 8· οὕτω, πᾶσα ψυχὴ ὑποτασσέσθω Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ιγ΄ 1, πρβλ. Πράξ. Ἀποσπ. κζ΄, 37, κλπ. 3) ἡ ψυχὴ ἦτο ἔδρα τοῦ θυμοῦ, δηλ. τῆς θελήσεως, τῶν ἐπιθυμιῶν, τῶν παθῶν, ὡς καὶ νῦν, ἀπὸ πάμπαν ἀδίκων ψυχὰν ἔχει Πινδ. Ο. 2. 125· κτεάνων ψυχὰς κρέσσονας ὁ αὐτ. ἐν Ν. 9. 75 (πρβλ. μεγαλόψυχος)· διεπειρᾶτο αὐτοῦ τῆς ψ. Ἡρόδ. 3. 14 ψυχὴν ἄριστε πάντων Ἀριστοφ. Ἱππ. 457· καρτερὰν ψ. λαβεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 393· κράτιστοι ἂν τὴν ψ. κριθεῖεν Θουκ. 2. 40· ὁ τὴν λόγχην ἀκονῶν καὶ τὴν ψ. παρακονᾷ Ξεν. Κύρ. Παιδ. 6. 2, 33· ἐκ τῆς ψυχῆς, ἐξ ὅλης ψυχῆς, ἀπὸ καρδίας, ἐκ τῆς ψ. φίλος ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 7. 7, 43· οὕτω, βόσκοντ’ ἐκ ψυχὰς τὰς ἀμνίδας Θεόκρ. 8. 35· ὅλῃ τῇ ψυχῇ κεχαρίσθαι τινὶ Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 10· τίνα οἴεσθε αὐτὴν τὴν ψυχὴν ἕξειν; τὶ διάθεσιν θὰ ἔχῃ; Δημ. 842. 15· ψύχειν ψυχὰν ἐμάν, νὰ παγώνουν τὴν ψυχήν μου, Αἰσχύλ. Προμ. 693· -μία ψ., παροιμ. ἐπὶ φίλων, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 9, 8, 2. 4) σαρκικὴ ἐπιθυμία, ὄρεξις, ὁρμή, ψυχῇ διδόντες ἡδονὴν καθ’ ἡμέραν (ψυχὴν διδίντες ἡδονῇ καθ’ ἡμέραν Δινδόρφ. μετὰ τοῦ Pauw), ὡς τὸ Λατ. indulgere animo, Αἰσχύλ. Πέρσ 841, Θεόκρ. 16. 24· ἡ ψυχὴ οὐ προσίεται σῖτον Ξεν. Κύρ. Παιδ. 8. 7. 4. 5) ἐν χρήσει ἐνίοτε καὶ ἐπὶ ζῴων, οἷον ἐπὶ τοῦ ἵππου, ψ. μεγαλόφρων ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 11, 1· θηρίων ψ. ἡμεροῦμεν Ἰσοκρ. 17Β· εἰ μὴ σὺ χηνὸς ἧπαρ ἢ ψυχὴν ἔχεις Εὔβουλος ἐν «Στεφανοπώλισι 5· ὀρτυγίου ψυχὴν ἔχων Ἀντιφάν. ἐν «Ἀγροίκῳ» 3. ΙΙΙ. ὡς τὸ ὄργανον τοῦ νοῦ, δηλ. ἡ κρίσις, ὁ λόγος, ἡ διάνοια, ἦν γὰρ.. ψυχὴν οὐκ ἄκρος Ἡρόδ. 5. 14· συχν. ἐν Πλάτ., πρβλ. Κρατ. 400Α, Stallb. εἰς Τίμ. 30Β. 2) τὸ πνεῦμα συγγραφέως, Λατ. ingenium, Διον. Ἁλ. π. Λυσ 11. IV. ἡ ζωϊκὴ ἀρχή, ὁριζομένη ὑπὸ τοῦ Ἀριστ. ὡς οὐσία καὶ ἐνέργεια σώματός τινος, Μετά τὰ Φυσ 7. 3, 1. ἐντελέχεια σώματος π. Ψυχ. 2. 1, 5, ἴδε Trendelenb. σ. 144· 2) παρὰ τοῖς ἀρχαιοτάτοις φιλοσόφοις ἡ ψυχὴ τοῦ κόσμου, anima mundi, τὸ πνεῦμα τὸ ζωογονοῦν τὸν κόσμον, τὸ ὁποῖον ἐνομίζετο ὅτι ἐξετείνετο διὰ πάσης τῆς γῆς καὶ τῆς θαλάσσης καὶ τοῦ ἀχανοῦς οὐρανοῦ, ire per omnes terrasque tractosque maris coelumque profundum, πρβλ. Τίμ. 30Β κἑξ , Ἀριστ. π. Ψυχ. 1. 2, κἑξ, 3. 8, 1., 3. 12, 1, κ. ἀλλ. V. «πεταλοῦδα», Papilio brassicae, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 5, Ἀποσπ. 328, Πλούτ. 2. 636C. 2) ἕτερον ὄνομα τοῦ φυτοῦ τριπολίου, Διοσκ. (ἐκ τῶν Νόθ.) 4. 135. VI. ὡσαύτως ὡς κύριον ὄνομα Ψυχή, ἡ ἐρωμένη τοῦ Ἔρωτος, ἀλληγορία ἣν εὐφυῶς πραγματεύεται ὁ Ἀπουλήϊος, ἐν Μεταμορφ. 4. 5. καὶ 6. Ἐν ἔργοις τέχνης ἡ Ψυχὴ παρίσταται ὡς ἔχουσα πτέρυγας ψυχῆς (πεταλούδας) ἢ ὡς ψυχὴ (πεταλοῦδα), Müller Archäol. d. Kunst. 391. 9. (Ὅρα τὰς ἀρχαίας ἐτυμολογικὰς ἀποπείρας ἐν Πλάτ. Κρατ. 399D 400A, Ἀριστ. π. Ψυχ. 1. 2, 56, Πλούτ. 2. 1052F)

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
souffle de la vie, d’où
I. âme, comme principe de vie : τὸν ἔλιπε ψυχή, le souflle, càd la vie l’abandonna, ou simpl. en parl. d’une faiblesse ; ψυχὴν ᾍδι διδόναι IL rendre son âme à Hadès ; p. ext. :
1 vie ; ψυχὴν παραιτεῖσθαι HDT demander, sans l’obtenir, d’avoir la vie sauve ; σωτηρίας τῆς ψυχῆς ἀποστερεῖν τινα THC litt. priver qqn du salut de la vie, càd être cause de la mort de qqn ; περὶ ψυχῆς μάχεσθαι OD combattre pour sa vie ; περὶ ψυχῆς κινδυνεύειν THC s’exposer au péril de sa vie ; ψυχῆς ἀφειδεῖν SOPH ne pas épargner sa vie ; ψυχὴν παρθέμενος OD ayant risqué sa vie ; τῆς ψυχῆς πρίασθαι XÉN acheter au prix de sa vie ; τὴν ψυχήν τινος ζημιοῦσθαι HDT payer au prix de la vie de qqn ; ποινὴν τῆς τινος ψυχῆς ἀνελέσθαι HDT recevoir l’amende due pour la mort de qqn;
2 être vivant, personne : ψυχὴ Ὀρέστου SOPH la personne d’Oreste ; abs. ψυχή SOPH, etc., être, personne;
3 t. d’affection être chéri : ὦ ἀγαθὴ καὶ πιστὴ ψυχή XÉN chère âme, bonne et fidèle;
II. l’âme p. opp. au corps ; particul. :
1 l’âme comme siège des sentiments, des passions : ἐκ τῆς ψυχῆς XÉN, ἀπὸ ψυχῆς LUC du fond de l’âme ; ὅλῃ τῇ ψυχῇ XÉN de toute son âme ; le caractère, la nature : θηρίων τὰς ψυχὰς ἡμεροῦν ISOCR apprivoiser la nature fougueuse des bêtes sauvages;
2 l’âme comme siège de l’intelligence ; intelligence, esprit;
3 l’âme comme siège des désirs ; particul. l’appétit matériel : ἡ ψυχὴ ἀναπαύσεται XÉN le besoin de nourriture se calmera, càd l’estomac sera satisfait, d’où estomac ; désirs des sens;
III. l’âme séparée du corps et descendue dans les Enfers, âme d’un mort, ombre;
IV. papillon, symbole de l’immortalité de l’âme chez les anciens, à cause de la transformation de la chenille ou de la chrysalide en papillon.
Étymologie: R. Ψυχ, souffler ; cf. ψῦχος, ψυχρός, ψύχω ; sur le rapport de l’idée de souffle et de l’idée d’âme, cf. lat. anima, animus et ἄνεμος.

Spanish

alma, Psique, sexo

English (Abbott-Smith)

ψυχή, -ῆς, ἡ, [in LXX very freq. for נֶפֶשׁ, sometimes for לֵבַב ,לֵב, etc.;]
1.breath (Lat. anima), breath of life, life (Hom., al.; in Arist., of the vital principle): Mt 6:25, Mk 3:4 10:45, Lk 12:22, Jo 10:11, Ac 20:10, 24 II Co 1:23, Phl 2:30, I Th 2:8, al.
2.the soul,
(a)as the seat of the will, desires and affections: Mt 26:38, Mk 12:30 (LXX) 14:34, Lk 1:46, Jo 10:24, Ac 14:2, Phl 1:27, al.; ἐκ ψυχῆς, from the heart, heartily: Eph 6:6, Col 3:23;
(b)as a periphrasis for person or self (freq. intranslation from Semitic originals, v. M, Pr., 87; Robinson, Gospels, 113ff.; but also freq. in cl., v. LS, s.v. II, 2; Edwards, Lex., App. A.): Mt 11:29, Mk 8:36, Ac 2:41, Ro 2:9, I Pe 3:20, al.; πᾶσα ψ., Ac 2:43 3:23 (LXX), Ro 13:1; ψ. ζῶσα (ζωῆς), I Co 15:45, Re 16:3;
(c)as the object of divine grace and eternal salvation: He 13:17, Ja 1:21 5:20, I Pe 1:9, 22 2:11 4:19, III Jo 2. SYN.: v.s. νοῦς, πνεῦμα, ψυχικός, and cf. ICC on I Th 5:23, Lft., Notes, 88f.

English (Strong)

from ψύχω; breath, i.e. (by implication) spirit, abstractly or concretely (the animal sentient principle only; thus distinguished on the one hand from πνεῦμα, which is the rational and immortal soul; and on the other from ζωή, which is mere vitality, even of plants: these terms thus exactly correspond respectively to the Hebrew נָ֫פֶשׁ, ר֫וּחַ and חָי): heart (+ -ily), life, mind, soul, + us, + you.

English (Thayer)

ψυχῆς, ἡ (ψύχω, to breathe, blow), from Homer down, the Sept. times too many to count for נֶפֶשׁ, occasionally also for לֵב and לֵבָב;
1. breath (Latin anima), i. e.
a. the breath of life; the vital force which animates the body and shows itself in breathing: ἐπιστραφήτω ψυχή τοῦ παιδαρίου, ἡ ψυχή; is distinguished from τό πνεῦμα (see πνευαμ, 2, p. 520a (and references under the word πνεῦμα 5)), life: μέριμναν τῇ ψυχή, τήν ψυχήν ἀγαπᾶν, μισεῖν, τιθέναι, παραδιδόναι, διδόναι (λύτρον, which see), ζητεῖν τήν ψυχήν τίνος (see ζητέω, 1a.), εὑρίσκειν, σῴζειν, ἀπολλύναι τήν ψυχήν αὐτοῦ, etc., designate as ψυχή in one of the antithetic members the life which is lived on earth, in the other, the (blessed) life in the eternal kingdom of God: R. V. soul)): περιποίησις ψυχῆς, κτᾶσθαι τάς ψυχάς, ὑπέρ τῶν ψυχῶν (here A. V. (not R. V.) for you; cf.
c. below), that in which there is life; a living being: ψυχή ζῶσα, a living soul, R Tr marginal reading) (πᾶσα ψυχή ζωῆς, G L T Tr text WH) (πᾶσα ψυχή, every soul, i. e. everyone, כָּל־נֶפֶשׁ, ἀνθρώπου added, every soul of man (אָדָם נֶפֶשׁ, ψυχαί, souls (like the Latin capita) i. e. persons (in enumerations; cf. German Seelenzahl): Passow, under the word, 2, vol. ii, p. 2590b) are of a different sort (yet cf. Liddell and Scott, under the word, II:2)); ψυχαί ἀνθρώπων of slaves (A. V. souls of men (R. V. with marginal reading 'Or lives')), σῶμα, 1c. (cf. Winer's Grammar, § 22,7 N. 3)).
2. the soul (Latin animus), a. the seat of the feelings, desires, affections, aversions (our soul, heart, etc. (R. V. almost uniformly soul); for examples from Greek writings see Passow, under the word, 2, vol. ii., p. 2589b; (Liddell and Scott, under the word, II:3); Hebrew נֶפֶשׁ, cf. Gesenius, Thesaurus ii, p. 901in 3): αἴρω, 1b.); ἡ ἐπιθυμία τῆς ψυχῆς, ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς εὑρίσκειν, ψυχή, ... ἀναπαύου, φάγε, πίε (WH brackets these three imperatives), εὐφραίνου (personification and direct address), ἡ ψυχή ἀναπαύσεται, Xenophon, Cyril 6,2, 28; ἐυφραίνειν τήν ψυχήν, Aelian v. h. 1,32); εὐδοκεῖ ἡ ψυχή μου (anthropopathically, of God), περίλυπος ἐστιν ἡ ψυχή μου, ἡ ψυχή μου τετάρακται, ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν ἀκλυόμενοι (fainting in your souls (cf. ἐκλύω, 2b.)), ἐν ὅλῃ τῇ ψυχή σου, with all thy soul, L text T Tr WH); ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου (Latin ex toto animo), with (literally, from (cf. ἐκ, II:12b.)) all thy soul, T WH omit; L Tr marginal reading brackets the phrase); R G) (Epictetus diss. 3,22, 18 (cf. Xenophon, anab. 7,7, 43)); Antoninus 3,4; (especially 4,31; 12,29); ὅλῃ τῇ ψυχή φροντίζειν τίνος (rather, with κεχαρισθαι), Xenophon, mem. 3,11, 10); μία ψυχή, with one soul (cf. πνεῦμα, 2, p. 520a bottom), τοῦ πλήθους ... ἦν ἡ καρδία καίψυχή μία, ἐρωτηθεις τί ἐστι φίλος, ἔφη. μία ψυχή δύο σώμασιν ἐνοικουσα, (Diogenes Laërtius 5,20 (cf. Aristotle, eth. Nic. 9,8, 2, p. 1168b, 7; on the elliptical ἀπό μιᾶς (namely, ψυχῆς?), see ἀπό, III.)); ἐκ ψυχῆς, from the heart, heartily (Tr WH with ἐκ τῆς ψυχῆς often in Xenophon; τό ἐκ ψυχῆς πένθος, Josephus, Antiquities 17,6, 5).
b. "the (human) soul in so far as it is so constituted that by the right use of the aids offered it by God it can attain its highest end and secure eternal blessedness, the soul regarded as a moral being designed for everlasting life": ἀγρύπνειν ὑπέρ τῶν ψυχῶν, ἐπιθυμίαι, αἵτινες στρατεύονται κατά τῆς ψυχῆς, ἐπίσκοπος τῶν ψυχῶν, σῴζειν τάς ψυχάς, ψυχήν ἐκ θανάτου, from eternal death, σωτηρία ψυχῶν, ἁγνίζειν τάς ψυχάς ἑαυτῶν, τάς ψυχάς πιστῷ κτίστῃ παρατίθεσθαι, the soul as an essence which differs from the body and is not dissolved by death (distinguished from τό σῶμα, as the other part of human nature (so in Greek writings from Isocrates and Xenophon down; cf. examples in Passow, under the word, p. 2589{a} bottom; Liddell and Scott, under the word, II:2)): ἀθάνατος, Herodotus 2,123; Plato Phaedr., p. 245c., 246a., others; ἄφθαρτος, Josephus, b. j. 2,8, 14; διαλυθῆναι τήν ψυχήν ἀπό τοῦ σώματος, Epictetus diss. 3,10, 14); the soul freed from the body, a disembodied soul, Homer, under the word, 3, and references at the end, also Proudfit in Bib. Sacr. for 1858, pp. 753-805)).

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και συγκεκομμένος τ. στον Ερωτόκρ. ψη Ν
1. υποθετική, άυλη και άφθαρτη ουσία η οποία, ενωμένη με το σώμα, αποτελεί την ζωτική δύναμη κάθε έμβιου όντος, ζωτική πνοή
2. (στον Όμ. και σύμφωνα με τη λαϊκή χριστιανική δοξασία) λεπτή, αερώδης και αόρατη ύλη, διακεχυμένη στο σώμα, που ως ομοίωμα και σκιά του νεκρού εξέρχεται με εκπνοή από αυτό κατά τη στιγμή του θανάτου και η οποία επιζεί κατοικώντας στον Άδη ή, κατά τους χριστιανούς, στον Παράδεισο ή στην Κόλαση
3. η συναισθηματική και ηθική υπόσταση του ανθρώπου, ο εσωτερικός του κόσμος (α. «το πρόσωπο είναι ο καθρέφτης της ψυχής» β. «ἀγαπήσεις Κύριον τὸν θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου», ΚΔ)
4. εσωτερικό σθένος, ζωντάνια, ενεργητικότητα, παληκαριά, θάρρος, ανδρεία (α. «πολέμησε με ψυχή» β. «το λέει η ψυχή του» γ. «δεν έχει ψυχή μέσα του» δ. «ἐρρωμενεστέραις ταῑς ψυχαῑς τῶν στρατιωτῶν χρησόμεθα», Ξεν.)
5. συνεκδ. ανθρώπινη ύπαρξη, άνθρωπος (α. «ψυχή δεν φαίνεται πουθενά» β. «τόσες αθώες ψυχές χάθηκαν στον πόλεμο» γ. «ἐβαπτίσθησαν... τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ψυχαὶ ὡσεὶ τρισχίλιαι», ΚΔ)
6. αγάπη, στοργή
7. περιληπτική ονομασία τών εντόμων, που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση συγκροτούν την τάξη λεπιδοπτερα, κν. σήμερα πεταλούδα
8. μτφ. (για πράγμ. και πρόσ.) κύριο στοιχείο ή κινητήρια δύναμη ενός έργου, μιας προσπάθειας, ενός φαινομένου (α. «η διορατικότητα είναι η ψυχή της πολιτικής δραστηριότητας» β. «ο Ψυχάρης ήταν η ψυχή του δημοτικισμού» γ. «πᾱσα πολιτεία ψυχὴ πόλεων ἔστιν», Ισοκρ.
δ. «τ' ἀργύριόν ἐστιν αἷμα καὶ ψυχὴ βροτοῑς», Τιμοκλ.
ε. «ἀρχὴ μὲν οὖν καὶ οἷον ψυχὴ ὁ μῡθος τῆς τραγῳδίας», Αριστοτ.)
9. ως κύριο όν. Ψυχή
μυθ. η ερωμένη του θεού Έρωτα
νεοελλ.
1. (φιλοσ.-θεολ.) η άυλη πλευρά ή ουσία του ανθρώπινου όντος, στην οποία οφείλει ο άνθρωπος την ατομικότητα και την ανθρώπινη φύση του και η οποία θεωρείται συχνά συνώνυμο του νου ή του Εγώ
2. (ειδικότερα) θεολ. το μέρος του ατόμου που μετέχει στη θεϊκή ουσία και που, συχνά, πιστεύεται ότι είναι αθάνατη, ότι επιζεί και μετά τον θάνατο του σώματος
3. ο ψυχισμός
4. ζωολ. γένος λεπιδόπτερων εντόμων της οικογένειας ψυχίδες
5. τεχνολ. α) το κατακόρυφο, πλήρες ή με διάκενα, μέρος δοκού ή διαδοκίδας, που συνδέει τις έδρες ή τα πέλματά της
β) το μεταξύ κεφαλής και πέλματος παρεμβαλλόμενο έλασμα σιδηροτροχιάς
γ) το κεντρικό μέρος σχοινιού ή συρματόσχοινου
δ) το κεντρικό μέρος ηλεκτροφόρου αγωγού
6. φρ. α) «η ψυχή του σύμπαντος ή του κόσμου»
εκκλ. ο θεός
β) «του 'βγαλε την ψυχή» — τον βασάνισε, τον ταλαιπώρησε ή τον κούρασε πολύ
γ) «πιάστηκε η ψυχή μου»
i) έχω δύσπνοια
ii) μτφ. έχω αγωνία
δ) «δεν βαστά η ψυχή μου» — δεν αντέχω
ε) «βγήκε η ψυχή του» — πέθανε
στ) «με όλη μου την ψυχή» — ολόψυχα, με όλες τις δυνάμεις μου
ζ) «μού βγήκε η ψυχή» — κουράστηκα ή ταλαιπωρήθηκα πολύ
η) «το τραβάει η ψυχή του» — το επιθυμεί πολύ
θ) «μια ψυχή πού 'ναι να βγει, ας βγει» — δηλώνει τελεσίδικη απόφαση ή εξάντληση υπομονής
ι) «τί ψυχή έχει;» — λέγεται για κάτι το ασήμαντο, το ανάξιο λόγου
ια) «εκ βάθους ψυχής» — με κάθε ειλικρίνεια
ιβ) «καλή ψυχή» — ευχή για ευθανασία και ευνοϊκή κρίση από τον θεό
ιγ) «τί ψυχή θα παραδώσεις;» — απευθύνεται επιτιμητικά σε κάποιον που έχει διαπράξει πολλά αμαρτήματα
μσν.
είδος φυτού
μσν.-αρχ.
η επίγεια ζωή, βίωση
αρχ.
1. (σχετικά με ζώα) ορμή, αγριότητα
2. μτφ. σαρκικός πόθος
3. φρ. α) «ψυχὴ Ὀρέστου» — ο Ορέστης (Σοφ.)
β) «ἀπὸ τῆς ψυχῆς φιλεῑν» — η ολόψυχη, δυνατή αγάπη (Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ψυχή πρέπει να εκληφθεί ως μεταρρηματικό παράγωγο του ψύχω (Ι) «πνέω, φυσώ», το οποίο με τη σειρά του έχει σχηματιστεί πιθανότατα από αμάρτυρο τ. ψύω με ενεστωτικό επίθημα -χω, που δηλώνει εμφατικά το τέλος της πράξης (πρβλ. τρύω: τρύ-χω). Το θ. ψυ- τών τ. ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα της εκτεταμένης μορφής bhs-eu- της ινδοευρωπαϊκής ρίζας bhes- «φυσώ, εκπνέω» (πρβλ. ψεύδομαι) και συνδέεται με το αρχ. ινδ. a-psu «χωρίς πνοή». Προβλήματα, ωστόσο, παρουσιάζει για μηδενισμένη βαθμίδα η μακρότητα του φωνήεντος -- τών τ., η οποία αποδίδεται, κατά την επικρατέστερη άποψη, στη δημιουργία ξεχωριστού μορφολογικού συστήματος ισχυρής βαθμίδας στην Ελληνική, ανεξάρτητης από την αρχική ινδοευρωπαϊκή δίφθογγο -eu- (πρβλ. τρύ-χω και την κατάληξη τών εις -μι ρ. -νῡμι / -νῠμαι). Η λ. ψυχή, με αρχική σημ. «ζωτική δύναμη κάθε έμβιου όντος, ζωτική πνοή», χρησιμοποιήθηκε ευρέως με ποικίλες θρησκευτικές, φιλοσοφικές και μεταφορικές διαστάσεις. Η λ., τέλος, εμφανίζεται ως α' συνθετικό σε μεγάλο αριθμό σύνθ. με τη μορφή ψυχ(ο)-, πολλά από τα οποία, στην Νεοελληνική, είναι αντιδάνειοι επιστημον. όροι (πρβλ. ψυχ-ανάλυση, ψυχο-λογία κ.ά.).
ΠΑΡ. ψυχάρι(ον), ψυχικός, ψυχώ(νω)
αρχ.
ψυχαῖος, ψυχήϊος, ψυχίδιον, ψυχίον
αρχ.-μσν.
ψυχόθεν
νεοελλ.
ψυχερός, ψυχισμός, ψυχίτσα, ψυχούλα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ψυχαγωγός, ψυχοβλαβής, ψυχοβόρος, ψυχοειδής, ψυχοκτόνος, ψυχομαχώ, ψυχοπομπός, ψυχοφθόρος, ψυχωφελής
αρχ.
ψυχέμπορος, ψυχογόνος, ψυχοδότης, ψυχολέτης, ψυχορραγής
αρχ.-μσν.
ψυχαλγής, ψυχοσσόος, ψυχοστόλος, ψυχοτρόφος
μσν.
ψύχαγνος, ψυχαπώλεια, ψυχάρπαξ, ψυχοκερδής, ψυχοτερπής, ψυχοτόκος, ψυχοφάγος
μσν.- νεοελλ.
ψυχοπονώ
νεοελλ.
ψυχαναγκασμός, ψυχανάλυση, ψυχανεμίζομαι, ψυχαπάτης, ψυχασθένεια, ψυχιατρική, ψυχοβγάλτης, ψυχογενής, ψυχογιός, ψυχογράφος, ψυχοδιαγνωστικός, ψυχοδιεγερτικός, ψυχόδραμα, ψυχοδυναμικός, ψυχοθεραπεία, ψυχοκόρη, ψυχοκρατία, ψυχολογία, ψυχομάνα, ψυχομετρία, ψυχοπάθεια, ψυχοπαίδι, ψυχοπιάνομαι, ψυχοπλακώνω, ψυχοπλάνος, ψυχοσάββατο, ψυχοσύνθεση, ψυχοσωματικός, ψυχοφάρμακα, ψυχοχάρτι
(Β' συνθετικό) άψυχος, γυναικόψυχος, δειλόψυχος, έμψυχος, εύψυχος, καλόψυχος, μεγαλόψυχος, μικρόψυχος, ολόψυχος, ομόψυχος, σκληρόψυχος, σύμψυχος
αρχ.
αντίψυχος, ασθενόψυχος, βαρύψυχος, δουλόψυχος, ελευθερόψυχος, ζημιόψυχος, θνητόψυχος, ιερόψυχος, ισόψυχος, ισχυρόψυχος, λαμπρόψυχος, λεοντόψυχος, μαλακόψυχος, πάμψυχος, πλατύψυχος, πλουσιόψυχος, πονηρόψυχος, σιδηρόψυχος, ταπεινόψυχος, υπέρψυχος, φιλόψυχος
νεοελλ.
αγγελόψυχος, αγιόψυχος, αγριόψυχος, ανοιχτόψυχος, γενναιόψυχος, γιγαντόψυχος, επτάψυχος, κακόψυχος, λιγόψυχος, λιονταρόψυχος, λιπόψυχος, ξέψυχος, πετρόψυχος, πονόψυχος, σκυλόψυχος, στενόψυχος, χρυσόψυχος].