καιρός
αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
English (LSJ)
ὁ,
A due measure, proportion, fitness (not in Hom.), καιρὸς δ' ἐπὶ πᾶσιν ἄριστος = proportion is best in all things (which became a prov.) Hes.Op.694, Thgn. 401; καιρός παντὸς ἔχει κορυφάν Pi.P.9.78; καιρός Χάριτος A.Ag.787 (anap.) (cf. ὑποκάμπτω ΙΙ); εἰ ὁ καιρός ἦν σαφής the distinction, the point, E.Hipp. 386; ἡ ἀπορία ἔχει τινὰ καιρόν has some point or importance, Arist.Metaph.1043b25; καιροῦ πέρα beyond measure, unduly, A.Pr.507; μείζων τοῦ καιροῦ γαστήρ X.Smp.2.19; καιροῦ μεῖζον E.Fr.626 codd.; προσωτέρω τοῦ καιροῦ or πορρωτέρω τοῦ καιροῦ, X.An.4.3.34, HG7.5.13; ὀξύτερα τοῦ καιροῦ Pl.Plt. 307b; νωθεστέρα τοῦ καιροῦ ib.310e; ὑπερβάλλων τῇ φιλοτιμίᾳ τὸν καιρόν Plu.Ages.8, cf. Hp.Loc.Hom.44.
II of place, vital part of the body (cf. καίριος 1), ἐς καιρὸν τυπείς E.Andr.1120.
III more freq. of time, exact or critical time, season, opportunity, Χρόνου κ. S.El. 1292: usually alone, καιρός (ἐστιν) ἐν ᾧ Χρόνος οὐ πολὺς κτλ. Hp. Praec.†, cf. Chrysipp. et Archig. ap. Daremberg Notices etextr. des MSS. médicaux 1p.200; καιρός ὀξύς Hp.Aph.1.1; καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει = 'time and tide wait for no man', Pi.P.4.286; καιρός ὄλβου = καίριος ὄλβος, Id.N.7.58; δηλοῦν, ὅ τι περ δύναται καιρός Ar.Ec.576 codd. (sed leg. δύνασαι); τίνα καιρός τοῦ παρόντος βελτίω ζητεῖτε; D.3.16; καιρός δόσιος = time for giving, Hp.Acut.20; καιρός τοῦ ποτισμοῦ, καιρός τῆς τρύγης, BGU1003.12 (iii B. C.), PStrassb.1.8 (V A. D.); τὰ ἐκ τοῦ καιροῦ προγινόμενα Plb.6.32.3; καιρὸν παριέναι = to let the time go by, Th.4.27 (so in plural, τοὺς καιρός παριέναι Pl.R. 374c; τοὺς καιρός ὑφαιρεῖσθαι Aeschin.3.66); καιρός τῶν πραγμάτων τοῖς ἐναντίοις καθυφιέναι καὶ προδοῦναι D.19.6; καιροῦ (τοῦ καιροῦ) τυχεῖν E.Hec. 593, Pl.Lg.687a, Men.Mon.281; καιρὸν εἰληφέναι Lys.13.6 (but καιρὸς ἐλάμβανε Th.2.34; cf. καιροῦ διδόντος Lib.Or.45.7); καιροῦ λαβέσθαι Luc.Tim.13; καιρὸν ἁρπάσαι Plu.Phil.15; καιρός τηρεῖν Arist.Rh. 1382b11; καιρῷ Χρήσασθαι Plu.Pyrrh.7; καιρῷ Χειμῶνος ξυλλαβέσθαι cooperate with the occurrence of a storm, Pl.Lg.709c; ἔχει καιρός τι it happens in season, Th.1.42, etc.; καιρός ἔχειν τοῦ εὖ οἰκεῖν to be the chief cause of... Pl.R. 421a; ὑμέας καιρός ἐστι προβοηθῆσαι Hdt.8.144, cf. A.Pr.523, etc.; νῦν καιρός ἔρδειν S.El.1368: sometimes c. Art., ἀλλ' ἔσθ' ὁ κ… ξένους… τυγχάνειν τὰ πρόσφορα A.Ch.710; ὁ καιρός ἐστι μὴ μέλλειν ἔτι Ar. Th.661, cf.Pl.255.
b adverbial phrases, ἐς καιρόν = in season, Hdt. 7.144, E.Tr.744, etc.; ἐς καιρόν ἐπείγεσθαι Hdt.4.139; ἐς αὐτὸν καιρόν S.Aj. 1168; εἰς δέοντα καιρόν Men.Sam.294; ἐν καιρῷ A.Pr.381, Th.4.59, etc.; ἐν καιρός τινί Pl.Cri.44a; ἐπὶ καιροῦ D.19.258, 20.90, etc.; κατὰ καιρόν Pi.I.2.22; ὥς οἱ κατὰ καιρός ἦν Hdt.1.30 (but also οἱ κατὰ καιρός ἡγεμόνες in office at the time, BGU15.10 (ii A. D.), etc.); παρὰ τῷ ἐντυχόντι αἰεὶ καὶ λόγου καὶ ἔργου κ. Th.2.43; πρὸς καιρόν S.Aj.38, Tr.59, etc.; σὺν καιρῷ Plb.2.38.7: without Preps., καιρῷ S.OT1516; καιρόν, abs., S.Aj.34, E.Fr.495.9 (in Comp. form καιρότερον, Achae.49); καιρός γὰρ οὐδὲν ἦλθες E Hel.479; opp. ἀπὸ καιροῦ out of season, Pl.Tht.187e; ἄνευ καιροῦ Id.Ep.339d; παρὰ καιρόν Pi.O.8.24, E.IA8co (lyr.), Pl. Plt.277a; πρὸ καιροῦ = prematurely, A.Ag.365 (anap.); ἐπὶ καιροῦ = also means on the spur of the moment, ἐπὶ καιροῦ λέγειν Plu.Dem.8, cf. Art.5; ἐξενεγκεῖν πόλεμον Id.Ant.6.
2 season, πᾶσιν καιροῖς = at all seasons of the year, IG14.1018, cf. LXX Ge.1.14, Ph.1.13, Porph. ap. Eus.PE3.11; καιρός ἔτους, later Gr. for Att. ὥρα ἔτους, acc. to Moer.424; time of day, Philostr.VA6.14.
b critical times, periodic states, καιροὶ σωμάτων Arist.Pol.1335a41.
3 generally, time, period, κατὰ τὸν καιρόν τοῦτον Plb.27.1.7; κατ' ἐκεῖνο καιροῦ Conon 3, al.: more freq. in plural, κατὰ τούτους τοὺς καιρούς Arist.Ath.23.2, al., cf. Plb.2.39.1; τὰ κατὰ καιρούς chronological sequence of events, Id.5.33.5; ἐν τοῖς πάλαι καιρούς, ἐν τοῖς μεταξὺ καιρούς, Phld.Rh.1.28,363 S.
4 in plural, οἱ καιροί = the times, i.e. the state of affairs, freq. in bad sense, ἐν τοῖς μεγίστοις καιροῖς at the most critical times, X.HG6.5.33, cf. D.20.44; περιστάντων τῇ πόλει καιρός δυσκόλων IG22.682.33, etc.: also in sg., X.An.3.1.44, D.17.9; ὁ ἔσχατος καιρός extreme danger, Plb.29.27.12, etc.; καιρῷ δουλεύειν AP9.441 (Pall.).
IV advantage, profit, τινος of or from a thing, Pi.O.2.54, P.1.57; εἴ τοι ἐς καιρόν ἔσται ταῦτα τελεόμενα to his advantage, Hdt.1.206; ἐπὶ σῷ καιρῷ S.Ph.151 (lyr.); τίνα καιρόν με διδάσκεις; A.Supp.1060 (lyr.); τί σοι καιρὸς… καταλείβειν; what avails it…? E.Andr.131 (lyr.); τίνος εἵνεκα καιροῦ; D.23.182; οὗ καιρός εἴη where it was convenient or advantageous, Th.4.54; ᾗ καιρός ἦν ib.90; Χωρίον μετὰ μεγίστων καιρῶν οἰκειοῦταί τε καὶ πολεμοῦται with the greatest odds, the most critical results, Id.1.36.
V Pythagorean name for seven, Theol.Ar. 44.
German (Pape)
[Seite 1296] ὁ, das rech te Maaß, μέτρα φυλάσσεσθαι· καιρὸς δ' ἐπὶ πᾶσιν ἄριστος Hes. O. 692, vgl. Hierax. bei Stob. Fl. 10, 78; καιροῦ πέρα, über das rechte Maaß hinaus, Aesch. Prom. 506; ὑποκάμψας καιρὸν χάριτος Ag. 761, vgl. Suppl. 1046; Theogn. 401; μείζω τοῦ καιροῦ τὴν γαστέρα ἔχων, μετριωτέραν ποιῆσαι αὐτήν Xen. Conv. 2, 19; ὑπερβάλλειν τῇ φιλοτιμίᾳ τὸν καιρόν, das rechte Maaß überschreiten, Plut. Ages. 8; – übh. das rechte Verhältniß, bes. der rechte Zeitpunkt zu Etwas, die passende, günstige Zeit, gute Gelegenheit; καιρὸς ἔχει παντὸς κορυφάν Pind. P. 9, 81 (vgl. Soph. El. 75); νοῆσαι κ. ἄριστος Ol. 13, 46; κατὰ καιρόν I. 2, 22; παρὰ καιρόν Ol. 8, 24 P. 10, 4; ἐν καιρῷ Aesch. Prom. 879, zur rechten Zeit; τὸν δ' οὐδαμῶς καιρὸς γεγωνεῖν Prom. 521; καὶ τῶνδε καιρὸν ὅστις ὤκιστος λαβέ, nütze so schnell wie möglich die rechte Zeit, Spt. 65; καιρὸς καὶ πλοῦς Soph. Phil. 1436; ὑμῖν δ' ἂν εἴη τήνδε καιρὸς ἐξάγειν O. C. 830; ἵν' οὐκέτ' ὀκνεῖν καιρός El. 22; öfter πρὸς καιρόν, λέγειν, ἐννέπειν, wie oben καίρια, Phil. 1263 Tr. 59; auch ἐν καιρῷ u. ἐς καιρόν, O. C. 813 Ai. 1147; auch mit dem bloßen acc., καιρὸν δ' ἐφήκεις Ai. 34. 1295; ἀφῖξαι εἰς καιρὸν κακῶν Eur. Or. 384; εἰς καιρὸν ἦλθες Troad. 739 u. öfter; καιρὸν εὐλαβούμενος, den rechten Zeitpunkt wahrnehmend, 698; παρὰ καιρόν I. A. 800; ὡς ὁ καιρὸς οὐχὶ μέλλειν, ἀλλ' ἔστ' ἐπ' αὐτῆς τῆς ἀκμῆς Ar. Plut. 255; ἡμέας ἐστὶ καιρὸς προσβωθῆσαι Her. 8, 144; καιρὸς ἤδη διαλύειν τὴν στρατιάν Xen. Cyr. 5, 5, 43; καιρὸν παριέναι, den rechten Zeitpunkt vorbeilassen, Thuc. 4, 27; οὐ παρεὶς τοὺς καιρούς Plat. Rep. II, 374 c; καθυφιέναι Dem. 19, 6; τηρεῖν, ihn wahrnehmen, Arist. rhet. 2, 6; καιρὸν εἰληφέναι ἐνόμισαν Lys. 13, 6, sie glaubten einen günstigen Zeitpunkt getroffen zu haben; καιροῦ λαβέσθαι Luc. Tim. 13; – dem σχολή entsprechend, Muße, Strab. V, 3, 5; καιρῷ χρῆσθαι Plut. Pyrrh. 7; ἐς καιρόν, wie ἐν καιρῷ, zur rechten Zeit, Tragg. (s. oben); Her. 7, 144; ὥς οἱ κατὰ καιρὸν ἦν, wie es ihm bequem war, 1, 30; Thuc. 4, 59; Plat. Crit. 44 a; ἐπὶ καιροῦ Dem. 19, 258; Plut. Sert. 3; σὺν καιρῷ Pol. 2, 38, 7; – ἀπὸ καιροῦ, außer der Zeit, zur Unzeit, Plat. Theaet. 187 e; ἄνευ καιροῦ Ep. VII, 339 c; eben so παρὰ καιρόν, Plat. Polit. 277 a u. sonst; ἐκ καιροῦ, plötzlich, Pol. 6, 32, 3; ἐπὶ καιροῦ, ex tempore, Plut. Dem. 8. – Übh. Zeitpunkt, Zeit, χειμῶνος Plat. Legg. IV, 709 c, u. so bes. Sp., dah. Moeris dies als hellenistischen Sprachgebrauch, statt ὥρα, bezeichnet; – οἱ καιροί, Zeitumstände, bes. schlimme, Xen. Hell. 6, 5, 33; – ὁ ἔσχατος καιρός, Pol. 29, 11, 12 Plut. Syll. 12. – Auch vom Orte, ἐναυλισάμενοι τῶν χωρίων, οὗ καιρὸς εἴη, wo es passend war, Thuc. 4, 54; ἐς καιρὸν τυπείς = καιρίαν, Eur. Andr. 1120; προσωτέρω τοῦ καιροῦ, weiter als recht, gut ist, διώκειν, προιέναι, Xen. Hell. 7, 5, 13 An. 4, 3, 34 u. Sp., wie D. Cass. 36, 30. – W. Einem zu Statten kommt, Vortheil, Nutzen, τὸ νὸν φρουρεῖν ὄμμ' ἐπὶ σῷ μάλιστα καιρῷ Soph. Phil. 151; τὰ δ' ὑπερβάλλοντα οὐδένα καιρὸ δύναται θνατοῖς Eur. Med. 128; ἐς καιρὸν ἔσται, es wird nützlich sein, Her. 7, 144; ἐν καιρῷ γίγνεσθαί τινι Xen. Cyr. 5, 1, 17; vgl. Dem. μάλιστα δ' ἐπὶ καιροῦ τοῦτο γένοιτ' ἂν καὶ πάντας ὠφελήσειεν ἀνθρώπους 19, 258; – μέγιστον ἔχετε καιρόν, ihr habt den meisten Einfluß, das größte Gewicht, Xen. An. 3, 1, 36. – Wahrscheinlich hängt es mit κάρα zusammen, was die Sache auf den Kopf trifft, den rechten Fleck trifft. Vgl. καίριος.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
A. mesure convenable, juste mesure : μείζων τοῦ καιροῦ γαστήρ XÉN ventre d'une grosseur démesurée ; καιροῦ πέρα ESCHL outre mesure;
B. p. suite :
I. avec idée de temps :
1 moment convenable ou opportun, temps favorable, occasion : καιρός ἐστι avec l'inf., καιρὸν ἔχει THC il est temps de, c'est le moment de ; τὰ δ' ὑπὲρβάλλοντ' οὐδένα καιρὸν δύναται EUR ce qui dépasse la mesure n'a la valeur d'aucun à-propos, càd n'a jamais une influence appropriée à la circonstance ; ἐν καιρῷ ESCHL, εἰς καιρόν HDT, πρὸς καιρόν SOPH, κατὰ καιρόν HDT, καιρῷ SOPH, καιρόν SOPH en temps utile, au moment opportun, à propos ; ἀπὸ καιροῦ PLAT, παρὰ καιρόνEUR, ἄνευ καιροῦ PLAT à contretemps ; πρὸ καιροῦ ESCHL prématurément ; ἐπὶ καιροῦ λέγειν PLUT parler d'improvisation ; καιροῦ τυχεῖν EUR rencontrer l'occasion ; καιρὸν λαμβάνειν THC ou λαβέσθαι LUC, καιρῷ χρῆσθαι PLUT saisir l'occasion ; καιρὸν ἁρπάζειν PLUT saisir l'occasion aux cheveux ; παριέναι THC laisser passer l'occasion;
2 p. ext. opportunité, convenance en gén. ; avantage, utilité : τι πρὸς καιρόν SOPH qch d'opportun, d'utile ; πρὸς καιρόν SOPH utilement ; ἐπὶ σῷ καιρῷ SOPH en vue de ton avantage, dans ton intérêt ; σοὶ ἰὸν πρὸς καιρόν SOPH allant à ton avantage, devant tourner à ton avantage ; ἐν καιρῷ γίγνεσθαί τινι XÉN être utile à qqn;
3 p. ext. temps, particul. temps où l'on vit, moment présent : ὁ παρὼν καιρός DÉM le présent, l'état actuel des affaires ; en gén. οἱ καιροί, les circonstances ; ἐν τοῖς μεγίστοις καιροῖς XÉN dans les circonstances les plus graves ou critiques ; en mauv. part ἔσχατος καιρός PLUT circonstances extrêmes, situation extrême, extrême danger;
4 temps particulier, saison;
II. avec idée de lieu endroit convenable (pour qch) : ἐναυλισάμενοι τῶν χωρίων οὗ καιρὸς εἴη THC s'étant établis en pleine campagne, là où était une place convenable ; point décisif, d'où but, cible : πρὸ καιροῦ βέλος σκήπτειν ESCHL lancer le trait en avant du but (propr. en avant du point précis qui convient), càd prématurément ; en parl. du corps point vital, organe essentiel.
Étymologie: vraisembl. de κάρα, càd le point culminant d'une chose.
Russian (Dvoretsky)
καιρός: ὁ
1 надлежащая мера, норма: κ. δ᾽ ἐπὶ πᾶσιν ἄριστος Hes. самое лучшее (главное) во всем - мера; μείζων τοῦ καιροῦ Xen. сверх меры, ненормально большой, чрезмерный; καιροῦ πέρα Aesch. чрезмерный, безмерный; προσωτέρω τοῦ καιροῦ Xen. дальше, чем следует; ὑπερβαλεῖν τὸν καιρόν τινι Plut. перейти меру в чем-л.;
2 (тж. χρόνου κ. Soph.) надлежащая пора, подходящее время, благоприятный момент: κ. βραχὺ μέτρον ἐχει погов. Pind. у удобного момента короткая мера, т. е. время никого не ждет; ἡ χάρις καιρὸν ἔχουσα Thuc. вовремя оказанная услуга; ὁ κ. αὐτός Dem. самое удобное время; πρὸς τοὺς πολεμικοὺς καιρούς Arst. на случай войны; καιρῷ Soph., Thuc., ἐν καιρῷ Aesch., Soph., Plat., σὺν καιρῷ Polyb., εἰς καιρόν Her., Eur., πρὸς καιρόν Soph. и κατὰ καιρόν Her., NT вовремя, своевременно, кстати; παρὰ καιρόν Eur., Plat., ἀπὸ и ἄνευ καιροῦ Plat. несвоевременно, некстати; πρὸ καιροῦ Aesch., NT преждевременно; ἐπὶ καιροῦ Dem. кстати или (тж. ἐκ καιροῦ Polyb.) сразу, внезапно; ἐπὶ καιροῦ λέγειν Plut. говорить экспромтом; καιροῦ τυχεῖν Eur. иметь счастливый случай; καιρὸν λαμβάνειν Thuc., λαβέσθαι Luc. и καιρῷ χρῆσθαι Plut. использовать удобный момент, воспользоваться благоприятным случаем; καιρὸν παριέναι Thuc. упустить удобный момент; καιροὶ σωμάτων Arst. цветущий возраст, первая молодость;
3 время (вообще), пора (ὀλίγον καιρὸν ἔχειν NT): ἐν παντὶ καιρῷ Arst., NT во всякое время, всегда; πρὸς καιρὸν ὥρας NT на (короткое) время; ἄχρι καιροῦ NT до поры до времени; κατὰ τοὺς τότε καιρούς Arst. в те времена; πεπλήρωται ὁ κ. NT исполнился срок;
4 выгода, польза: ἐς καιρὸν ἔσται Her. это будет полезно; τίνος ἕνεκα καιροῦ; Dem. кому это нужно?, чего ради?; τι πρὸς καιρόν Soph. нечто полезное; πρὸς καιρόν Soph. с пользой, полезным образом; ἐπὶ σῷ καιρῷ Soph. тебе на пользу; ὁρῶ οὐδὲ σοὶ τὸ σὸν φώνημα ἰὸν πρὸς καιρόν Soph. я вижу, что твоя речь даже тебе не идет на пользу;
5 влиятельность, влияние, вес (μέγιστον ἔχειν καιρόν Xen.);
6 обстоятельство, момент, пора: ὁ παρών κ. Dem. или οἱ καιροί Plat. настоящий момент, сложившиеся обстоятельства; καιροῦ πρὸς τοῦτο πάρεστι Φιλίππῳ τὰ πράγματα Dem. в таком положении находятся дела Филиппа;
7 тяжелые обстоятельства: ἐν τοῖς μεγίστοις καιροῖς Xen. в самых трудных обстоятельствах; ἔσχατος κ. Polyb., Plut. крайняя опасность, критический момент;
8 время года, пора (καιροὶ καρποφόροι NT): κ. χειμῶνος Plat. зимнее время;
9 удобное место, подходящая точка: ἐναυλιζόμενοι τῶν χωρίων, οὖ κ. εἴη Xen. останавливаясь в открытых местах, где было наиболее удобно;
10 жизненно важный центр (тела): ἐς καιρὸν τυπείς Eur. пораженный насмерть.
Greek (Liddell-Scott)
καιρός: (Β), (ἡ ἐτυμολ. ἀβέβαιος)· - προσῆκον μέτρον (Λατ. modus) πράγματός τινος πρὸς ἕτερον, ἀναλογία, (οὐδαμοῦ παρ’ Ὁμ.), μέτρα φυλάσσεσθαι· καιρὸς δ’ ἐπὶ πᾶσιν ἄριστος Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 692, Θέογν. 401· καιρὸς παντὸς ἔχειν κορυφάν, «παντὸς δὲ πράγματος τὸ τέλος καὶ κορυφὴν ὁμοίως ἡ εὐκαιρία ἔχει, τουτέστι, δεῖ κατὰ καιρὸν καὶ μεγάλα καὶ μικρὰ λέγειν» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 9. 135· καιρὸς χάριτος Αἰσχύλ. Ἀγ. 787 (πρβλ. ὑποκάμπτω ΙΙ)· καιροῦ πέρα, πέρα τοῦ μέτρου, οὐχὶ προσηκόντως, ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 507· καιρὸς σαφής, ἡ ἀκριβὴς σχέσις δύο πραγμάτων, Εὐρ. Ἱππ. 388· μεῖζον τοῦ καιροῦ γαστήρ, μεγαλειτέρα τοῦ δέοντος, Ξεν. Συμπ. 2. 19· καιροῦ μεῖζον, πλέον τοῦ δέοντος, Εὐρ. ἐν Πλεισθένει 2 (Ἀποσπ. 628)· προσωτέρω ἢ πορρωτέρω τοῦ καιροῦ προϊόντες, πορρωτέρω τοῦ δέοντος προχωροῦντες, Ξεν. Ἀν. 4. 3, 34, Ἑλλ. 7. 5, 13· ὀξυτέρα τοῦ καιροῦ Πλάτ. Πολιτικ. 307Β· νωθέστερα τοῦ κ. αὐτόθι 210Ε· ὑπερβάλλων τὸν κ. Πλουτ. Ἀγησ. 8. ΙΙ. ἐπὶ μέλους τοῦ σώματος, ἐς καιρὸν τυπείς, εἰς μέρος καίριον, Εὐρ. Ἀνδρ. 1120. ΙΙΙ. συνήθως ἐπὶ χρόνου, ὁ κατάλληλος καιρός, ἡ κατάλληλη περίστασις ἢ εὐκαιρία, Λατ. opportunitas, χρόνου καιρὸς Σοφ. Ἠλ. 1292· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἄνευ προσδιορισμοῦ, καιρὸς βραχὺ μέτρον ἔχει, δηλ. δὲν περιμένει, Πινδ. Π. 4. 508· καιρὸν ὄλβου = καίριον ὄλβον ὁ αὐτ. ἐν Ν. 7. 85, ἴδε Ἕρμαννον εἰς Εὐρ. Μήδ. 126· δηλοῦν ὅ τι περ δύναται κ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 576· τίνα καιρὸν τοῦ παρόντος βελτίω ζητεῖτε; Δημ. 32. 25· καιρὸς δόσεως, πρὸς δόσιν, Ἱππ. 386. 50· καιρὸν παριέναι, νἀφίνῃ τις τὸν καιρὸν νὰ παρέρχηται, Θουκ. 4. 27· οὕτω, κ. τῶν πραγμάτων τοῖς ἐναντίοις καθυφιέναι καὶ προδοῦναι Δημ. 342. 2· ἀντίθετον τῷ καιροῦ τυχεῖν, Εὐρ. Ἑκ. 593, Πλάτ. Νόμ. 687Α· καιρὸν λαμβάνειν θουκ. 2. 34, Λυσ. 130. 18· καιροῦ τυχεῖν Μένανδρ. ἐν Μονοστίχ. 201· καιροῦ λαβέσθαι Λουκ. Τίμ. 13· καιρὸν ἁρπάζειν Πλουτ. Φιλοπ. 15· κ. τηρεῖν Ἀριστ. Ρητ. 2. 6, 4· καιρῷ χρῆσθαι Πλουτ. Πύρρ. 7· ― ἔχειν καιρόν τι, συμβαίνει ἐν τῷ προσήκοντι καιρῷ, Θουκ. 1. 42, κτλ.· ἡ ἀπορία ἔχει καιρόν τινα Ἀριστ. μετὰ τὰ Φυσ. 7. 3, 7· καιρὸν ἔχω τοῦ εἶναί τι, νὰ εἶμαι ἡ κύρια αἰτία, Πλάτ. Πολ. 421Α: ― καιρός ἐστι, μετ’ ἀπαρ., εἶναι ἁρμοδία περίστασις νὰ..., Ἡρόδ. 8. 144, Αἰσχύλ. Πρ. 523, κτλ.· νῦν καιρὸς ἔρδειν Σοφ. Ἠλ. 1368· ἐνίοτε μετὰ τοῦ ἄρθρου, ἀλλ’ ἔσθ’ ὁ καιρὸς... ξένους... τυγχάνειν τὰ πρόσφορα Αἰσχύλ. Χο. 710· ὁ κ. ἐστι μὴ μέλλειν ἔτι Ἀριστοφ. Θεσμ. 661, πρβλ. Πλ. 255. β) ἐπιρρηματικαὶ χρήσεις: εἰς ἢ ἐς καιρόν, εἰς κατάλληλον καιρόν, Ἡρόδ. 7. 144, Εὐρ. Τρῳ. 739, κτλ.· ἐς κ. ἐπείγεσθαι Ἡρόδ. 4. 139· ἐς αὐτὸν κ. Σοφ. Αἴ. 1168· ― οὕτως, ἐν καιρῷ Αἰσχύλ. Πρ. 379, Πλάτ. Κρίτων 44Α· ― ἐπὶ καιροῦ Δημ. 424. 2., 484. 20, κτλ.· ― κατὰ καιρὸν Πινδ. Ι. 2. 32· ὣς οἱ κατὰ κ. ἦν Ἡρόδ. 1. 30: ― παρὰ τῷ ἐντυχόντι κ. Θουκ. 2. 43: ― πρὸς καιρὸν Σοφ. Αἴ. 38, Τρ. 59, κτλ.· ― σὺν καιρῷ Πολύβ. 2. 38, 7· ὡσαύτως ἄνευ προθέσεων, καιρῷ Σοφ. Ο. Τ. 1516, Θουκ. 4. 59· καιρόν, ἀπολ., Σοφ. Αἴ. 34, 1316· καιρὸν γὰρ οὐδὲν ἦλθες Εὐρ. Ἑλ. 479, πρβλ. Μήδ. 128, Λοβέκ. εἰς Σοφ. Αἴ. 34· ― ἅπαντα ταῦτα εἶναι ἀντίθετα πρὸς τὰς φράσεις, ἀπὸ καιροῦ, Λατ. alieno tempore, Πλάτ. Θεαίτ. 187Ε· ἄνευ καιροῦ Πλάτ. Ἐπιστ. 339C· παρὰ καιρὸν Πινδ. Ο. 8. 31, Εὐρ. Ι. Α. 800, Πλάτ. Πολιτικ. 277Α· πρὸ καιροῦ, προώρως, Αἰσχύλ. Ἀγ. 367: ― ἐπὶ καιροῦ, ὡσαύτως σημαίνει, ἐκ τοῦ παραυτίκα, ἐκ τοῦ προχείρου, ex tempore, ἐπὶ καιροῦ λέγειν Πλουτ. Δημοσθ. 8, πρβλ. τοῦ αὐτοῦ Ἀντών. 6, Ἀρτοξ. 5. 2) ἐπὶ τῶν ὡρῶν τοῦ ἑνιαυτοῦ, π.χ., κ. χειμῶνος Πλάτ. Νόμ. 709D· ― παρὰ μεταγεν. ὡς καὶ νῦν, ἁπλῶς = χρόνος, Φιλόστρ. 252. 3) πληθ., οἱ καιροί, αἱ περιστάσεις, ἡ τῶν πραγμάτων κατάστασις, κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὡς τὸ τοῦ Κικέρωνος gravissima tempora, ἐν τοῖς μεγίστοις καιροῖς, κατὰ τὰς κρισίμους περιστάσεις, Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 33, ἴδε Ἑρμηνευτὰς εἰς Δημ. 470. 12· τοὺς καιροὺς παριέναι Πλάτ. Πολ. 374C· τοὺς κ. ὑφαιρεῖσθαι Αἰσχίν. 63. 12· ― οὕτω καθ’ ἑνικ., Ξεν. Ἀν. 3. 1, 44, Δημ. 214. 5· ὁ ἔσχατος καιρός, ἔσχατος κίνδυνος, Πολύβ. 29. 11, 12, κτλ.· καιρῷ δουλεύειν Ἀνθ. Π. 9. 441· ― καιροὶ σωμάτων, αἱ ἄρισται ἐποχαὶ ἢ καταστάσεις τῶν ἀνθρωπίνων σωμάτων, ὅταν δηλ. ἀκμάζωσιν, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 16, 11· πρβλ. ἀκμή. IV. κέρδος, ὠφέλεια, κάρπωσις, τινος, ἔκ τινος πράγματος, Πινδ. Ο. 2. 100, Ρ. 1. 110· ἐς κ. ἔσται τινὶ τελεύμενον, εἰς ὠφέλειαν αὐτοῦ, Ἡρόδ. 1. 206· ἐπὶ σῷ καιρῷ Σοφ. Φιλ. 151· τίνα καιρόν με διδάσκεις; Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1061· τί σοι καιρὸς... καταλείβειν; τί σε ὠφελεῖ...; Εὐρ. Ἀνδρ. 130, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 5. 5, 45· τίνος ἕνεκα καιροῦ Δημ. 681. 21· οὗ κ. εἴη, ὅπου ἦτο πρόσφορον ἢ ὠφέλιμον, Θουκ. 4. 54· ᾗ κ. ἦν αὐτόθι 90· μετὰ μεγίστων καιρῶν οἰκειοῦταί τε καὶ πολεμοῦται, μὲ σπουδαιότατα ἀποτελέσματα, ὁ αὐτ. 1. 36.
English (Slater)
καιρός (-ός, -οῦ, -ῷ, -όν.)
1 fitting, right time (“u. a. der Sinn für das jeweils den Umständen Angemessene, Geschmack, Takt,” Fränkel, D & P, 509̆{14}: v. Bundy, 1. 18̆{44}; Barrett on Eur., Hipp., 386.)
a νοῆσαι δὲ καιρὸς ἄριστος i. e. the fitting time is the best (time) to observe (O. 13.48) ὁ γὰρ καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει (P. 4.286) τὺ γὰρ τὸ μαλθακὸν ἔρξαι τε καὶ παθεῖν ὁμῶς ἐπίστασαι καιρῷ σὺν ἀτρεκεῖ i. e. at exactly the right time (P. 8.7) ὁ δὲ καιρὸς ὁμοίως παντὸς ἔχει κορυφάν (P. 9.78) ἀγαπατὰ δὲ καιροῦ μὴ πλαναθέντα πρὸς ἔργον ἕκαστον τῶν ἀρειόνων ἐρώτων ἐπικρατεῖν δύνασθαι (N. 8.4) καιρὸν[ fr. 51f. b. μόχθος ἡσυχίαν φέρει καιρῷ καταβαίνων (“mit richtiger Wahl eingreifend,” Fränkel) (Pae. 2.34) c. gen., opportunity, due season, chance for, ὁ μὰν πλοῦτος φέρει τῶν τε καὶ τῶν καιρόν (O. 2.54) ὧν ἔραται καιρὸν διδούς (P. 1.57) πολλῶν ἐπέβαν καιρὸν οὐ ψεύδει βαλών (καιρόν to be understood ἀπὸ κοινοῦ, v. Radt, Mnem., 1966, 152̆{5}) (N. 1.18) Θεαρίων, τὶν δ' ἐοικότα καιρὸν ὄλβου δίδωσι (N. 7.58) in phrases, κατὰ καιρόν, ἐν καιρῷ, opportunely, (Χεῖρα) τὰν Νικόμαχος κατὰ καιρὸν νεῖμ' ἁπάσαις ἁνίαις (I. 2.22) χρῆν μὲν κατὰ καιρὸν ἐρώτων δρέπεσθαι, θυμέ fr. 123. 1. εἴη καὶ ἐρᾶν καὶ ἔρωτι χαρίζεσθαι κατὰ καιρόν fr. 127. 2. κατ]ὰ καιρὸν[ ?fr. 346a. 3. “ἦν διακρῖναι ἰδόντ' λτ;οὐγτ; πολλὸς ἐν καιρῷ χρόνος” fr. 168. 6. also παρὰ καιρόν, inopportunely, ὀρθᾷ διακρίνειν φρενὶ μὴ παρὰ καιρὸν δυσπαλές (“Richtmaß,” Fränkel) (O. 8.24) τὸ καυχᾶσθαι παρὰ καιρὸν μανίαισιν ὑποκρέκει (O. 9.38) τί κομπέω παρὰ καιρόν; (P. 10.4)
b = τὰ καίρια, things timely καιρὸν εἰ φθέγξαιο (P. 1.81)
c frag. ἐν και]ρῷ P. Oxy. 2622. fr. 1. 1 ad ?fr. 346.
English (Strong)
of uncertain affinity; an occasion, i.e. set or proper time: X always, opportunity, (convenient, due) season, (due, short, while) time, a while. Compare χρόνος.
English (Thayer)
καιροῦ, ὁ (derived by some from κάρα or κάρη, τό, the head, summit (others besides; cf. Vanicek, p. 118)); the Sept. for עֵת and מועֵד; in Greek writings (from Hesiod down):
1. due measure; nowhere so in the Biblical writings.
2. a measure of time; a larger or smaller portion of time; hence,
a. universally, a fixed and definite time: ὕστεροι καιροί, ἄχρι καιροῦ, up to a certain time, for a season, ἄχρι, 1b. referred apparently to b. below; cf. Fritzsche, Romans, i., p. 309f); πρός καιρόν, for a certain time only, for a season, πρός καιρόν ὥρας, for the season of an hour, i. e. for a short season, κατά καιρόν, at certain seasons (from time to time), R G L); at the (divinely) appointed time, ἔσται καιρός, ὅτε etc. ὀλίγον καιρόν ἔχει, a short time (in which to exercise his power) has been granted him, ἐν ἐκείνῳ τῷ καιρῷ, κατ' ἐκεῖνον τῷ καιρῷ, κατά τῷ καιρῷ τοῦτον, ἐν αὐτῷ τῷ καιρῷ ἐν ᾧ καιρῷ, ἐν τῷ νῦν καιρῷ, ἐν παντί καιρῷ always, at every season (Aristotle, top. 3,2, 4, p. 117{a}, 35), εἰς τινα καιρόν, the time of etc. i. e. at which it will occur: τῆς ἐμῆς ἀναλύσεώς, τῆς ἐπισκοπῆς, περιασμου, τοῦ ἄρξασθαι τό κρίμα, for judgment to begin, καιροί τῶν λόγων, of the time when they shall be proved by the event, τοῦ θερισμοῦ, τῶν καρπῶν, when the fruits ripen, σύκων, καιποι ἐθνῶν, the time granted to the Gentiles, until God shall take vengeance on them, ὁ ἑαυτοῦ (T Tr WH αὐτοῦ) καιρῷ, the time when antichrist shall show himself openly, ὁ καιρός μου, the time appointed for my death, τῶν νεκρῶν κριθῆναι, the time appointed for the dead to be recalled to life and judged, Buttmann, 260 (224)); ὁ ἐμός, ὁ ὑμέτερος, the time for appearing in public, appointed (by God) for me, for you, καιρῷ ἰδίῳ, the time suited to the thing under consideration, at its proper time, ὁ καιρός alone, the time when things are brought to a crisis, the decisive epoch waited for: so of the time when the Messiah will visibly return from heaven, ὁ καιρός ἤγγικεν, ἐγγύς ἐστιν, opportune or seasonable time: with verbs suggestive of the idea of advantage, καιρόν μεταλαμβάνειν, ἔχειν, Plutarch, Luc. 16); ἐξαγοράζεσθαι, ἐξαγοράζω, 2; followed by an infinitive, opportunity to do something, παρά καιρόν ἡλικίας, past the opportunity of life (A. V. past age), παρά καιρόν, Pindar Ol. 8,32; several times in Plato, cf. Ast, Platonic Lexicon, ii., p. 126).
c. the right time: ἐν καιρῷ (often in classical Greek), in due season, R G L (stereotype edition only)); καιρῷ, L T Tr WH; τό καιρῷ, a (limited) period of time: (καιροί καρποφοροι, the seasons of the year in which the fruits grow and ripen, Sept.); καιρόν καί καιρούς καί ἥμισυ καιροῦ, a year and two years and six months (A. V. a time, and times, and half a time; cf. Winer's Grammar, § 27,4), καιρός (πεπλήρωται), the preappointed period which according to the purpose of God must elapse before the divine kingdom could be founded by Christ, ὁ καιρός ὁ ἐνεστως, the present period, equivalent to ὁ αἰών οὗτος (see αἰών, 3), καιρός διορθώσεως, the time when the whole order of things will be reformed (equivalent to αἰών μέλλων), ὁ καιρός οὗτος, equivalent to ὁ αἰών οὗτος (see αἰών, 3), ὁ νῦν καιρός, ἐν καιρῷ ἐσχάτῳ, the last period of the present age, the time just before the return of Christ from heaven (see ἔσχατος, 1under the end, etc.), καιροί ἀναψύξεως ἀπό προσώπου τοῦ κυρίου, denotes the time from the return of Christ on, the times of the consummated divine kingdom, tempus, καιρός; is equivalent to what time brings, the state of the times, the things and events of time: δουλεύειν τῷ καιρῷ, Latin tempori servire (see δουλεύω, 2a.), st; τά σημεῖα τῶν καιρῶν, equivalent to ἅ οἱ καιροί σημαινουσι, T brackets WH reject the passage); καιροί χαλεποί, χρονοι ἤ καιροί (times or seasons, German Zeitumstände), οἱ χρονοι καί οἱ καιροί Sept.; SYNONYMS: καιρός, χρόνος: χρόνος time, in general; καιρός a definitely limited portion of time, with the added notion of suitableness. Yet while, on the one hand, its meaning may be so sharply marked as to permit such a combination as χρόνου καιρός 'the nick of time,' on the other, its distinctive sense may so far recede as to allow it to be used as nearly equivalent to χρόνος; cf. Thomas Magister, Ritschl edition, p. 206,15ff (after Ammonius under the word); p. 215,10ff καιρός οὐ μόνον ἐπί χρόνου ἁπλῶς τίθεται, ἀλλά καί ἐπί τοῦ ἁρμοδιου καί πρεποντος, κτλ.; Schmidt, chapter 44; Trench, § lvii.; Tittmann i. 41ff; Cope on Aristotle, rhet. l, 7,32. "In modern Greek καιρός means weather, χρόνος year. In both words the kernel of meaning has remained unaltered; this in the case of καιρός is changeableness, of χρόνος duration." Curtius, Etym., p. 110f]
Greek Monolingual
ο (AM καιρός)
1. κατάλληλη στιγμή, ευνοϊκή περίσταση, ευκαιρία (α. «καιρός να σού το πω» β. «καιροῦ διδόντος» — αν το επιτρέψει κάποια ευκαιρία, Λιβαν.)
2. χρονικό διάστημα κατά το οποίο συμβαίνει ένα γεγονός («σε καιρό ειρήνης»)
3. ο χρόνος της ωριμότητας, η ακμή («τα σταφύλια είναι στον καιρό τους»)
4. συν. στον πληθ. οι καιροί
οι περιστάσεις, τα χρόνια, οι εποχές («άλλαξαν οι καιροί»)
νεοελλ.
1. διαθέσιμος, επαρκής χρόνος («αυτή η δουλειά θέλει καιρό να γίνει»)
2. παροιμ. α) «κάθε πράγμα στον καιρό του και τα κόκκιν' αβγά τη Λαμπρή» και «κάθε πράγμα στον καιρό του κι ο κολιός τον Αύγουστο» — για κάθε πράγμα υπάρχει η κατάλληλη στιγμή
β) «ο καιρός πουλάει τα ξύλα κι ο χειμώνας τ' αγοράζει» — οι ευνοϊκές περιστάσεις υποβοηθούν σε κάτι
3. φρ. α) «καιρός να του δίνουμε» — πρέπει να φύγουμε
β) «από τον καιρό του Νώε» — από τα πολύ παλιά χρόνια
γ) «καιρούς και ζαμάνια έχουμε να ιδωθούμε» — έχει περάσει μεγάλο χρονικό διάστημα
δ) «από καιρό σε καιρό» — μερικές φορές
ε) «κατά καιρούς» — κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα
στ) «περνάω τον καιρό μου»
i) ασχολούμαι με κάτι, ii) παίζω
ζ) «χάνω τον καιρό μου» — ματαιοπονώ
η) «μη χάνεις καιρό» — σπεύσε
θ) «έτσι σκοτώνει τον καιρό του» — με αυτό τον τρόπο περνά τις ώρες του
ι) «στον καιρό μας» — στην εποχή μας
ια) «του καλού καιρού» — της ευτυχισμένης εποχής
ιβ) «όλα διορθώνονται με τον καιρό» — ο χρόνος τά διορθώνει όλα
ιγ) «ο καιρός είναι γιατρός» — οι μεγάλες συμφορές, οι ψυχικοί κλονισμοί ξεπερνούνται με την πάροδο του χρόνου
ιδ) «ο καιρός ξεσκεπάζει την αλήθεια» — όσος χρόνος κι αν περάσει, κάποτε θα φανεί η αλήθεια
ιε) «έχει ο καιρός γυρίσματα να πληρωθούν τα πείσματα» — λέγεται για ανταπόδοση, για αντεκδίκηση
ιστ) στρ. «εις τον καιρόν» — παράγγελμα κατά το οποίο χέρια και πόδια επανέρχονται στην αρχική τους θέση ή γενικά στη θέση της προσοχής
νεοελλ.-μσν.
1. ο χρόνος στην πορεία του
2. μετεωρολογική κατάσταση, οι ατμοσφαιρικές συνθήκες («ωραίο καιρό έχουμε σήμερα»)
3. φρ. α) (για το παρελθόν ή το μέλλον) «έναν καιρό» — κάποτε («μια φορά κι έναν καιρό»)
β) «με τον καιρό» — στην κατάλληλη στιγμή
γ) «παίρνω καιρό»
εκκλ. η προσκύνηση τών εικόνων του τέμπλου από τους ιερείς πριν φορέσουν τα άμφιά τους, ενώ ψάλλονται από τους ιεροψάλτες τα καθίσματα του όρθρου
δ) «σ' έναν καιρό» — ταυτόχρονα
μσν.
1. καθορισμένος χρόνος, προθεσμία
2. χρονολογία
3. στιγμή, ώρα
4. κατάλληλη ηλικία
5. μεγάλη ηλικία
6. έτος
7. καθυστέρηση, αναβολή
8. φρ. α) «ἀργῶ τὸν καιρόν» και «βραδύνω τὸν καιρόν» — αργοπορώ
β) «εἰς καιρόν» — στο μέλλον
γ) (στη βυζαντ. λειτ. γλώσσα) «λαμβάνειν καιρόν» — η μικρή προπαρασκευαστική ακολουθία η οποία απαγγέλλεται από τους ιερείς που πρόκειται να λειτουργήσουν, πριν από την τέλεση της θείας Λειτουργίας
αρχ.
1. (για τόπο) το κατάλληλο μέρος
2. κρίσιμος χρόνος
3. το χρονικό διάστημα της ημέρας
4. κέρδος, όφελος
5. (στους Πυθαγορείους) ο αριθμός επτά
6. φρ. α) «εἰ δ' ὁ καιρὸς ἧν σαφής» — αν το χαρακτηριστικό σημείο ή γνώρισμα ήταν σαφές
β) «έν καιρῷ τῷ δέοντι» — στην κατάλληλη περίσταση
γ) «ἐς καιρόν» — σε κατάλληλη στιγμή
δ) «ἀπό καιροῦ» — άκαιρα
ε) «πρὸ καιροῦ» — πρόωρα
στ) «τὰ κατὰ καιρούς» — τα γεγονότα κατά χρονολογική σειρά
7. παροιμ. «καιρὸς τῷ παντὶ πράγματι» — για κάθε πράγμα υπάρχει η κατάλληλη στιγμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Διάφορες ετυμολογικές συνδέσεις έχουν προταθεί κατά καιρούς, όπως με το κείρω «κόβω», οπότε η αρχική σημ. θα ήταν «αποφασιστική (καίρια) στιγμή που διαιρεί τον χρόνο». Οι συνδέσεις με το κεράννυμι, με το κρίνω και με το κύρω «συναντώ» παρουσιάζουν σημασιολογικής ή φωνολογικής φύσεως δυσχέρειες. Τέλος, υπάρχει και η άποψη ότι η λ. προέρχεται από το καῖρος με καταβιβασμό του τόνου.
ΠΑΡ. καιρικός, καίριος
αρχ.
καίριμος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) καιροσκόπος, καιροσκοπώ, καιροφυλακτώ
αρχ.
καιροθέος, καιρολουσία, καιρονομώ, καιροπτ(ε)ία, καιροτηρησία, καιροτηρώ, καιρόφιλος, καιροφυλακία, καιροφυλακώ
νεοελλ.
καιροσκοπία, καιροσκοπικός, καιροσκοπισμός. (Β' συνθετικό) άκαιρος, έγκαιρος, επίκαιρος, εύκαιρος, παράκαιρος, πρόσκαιρος, σύγκαιρος
αρχ.
έκκαιρος, καλόκαιρος, ολιγόκαιρος, υπέρκαιρος
νεοελλ.
αγριόκαιρος, αθλιόκαιρος, ανέγκαιρος, ανεμόκαιρος, ανεπίκαιρος, αρρωστόκαιρος, βροχόκαιρος, διαβολόκαιρος, παλιόκαιρος, πολύκαιρος, χειμωνόκαιρος, χιονόκαιρος].
Greek Monotonic
καιρός: (Β), ὁ,
I. δέον μέτρο, αναλογία, καταλληλότητα, ορθότητα, ακρίβεια, σε Ησίοδ. κ.λπ.· καιροῦ πέρα, πέραν του μέτρου, όχι όπως πρέπει, σε Αισχύλ. κ.λπ.· μείζων τοῦ καιροῦ, Λατ. justo major, σε Ξεν.
II. χρησιμοποιείται για τόπο, ζωτικό μέρος του σώματος, όπως τὸ καίριον, σε Ευρ.
III. 1. χρησιμοποιείται για χρόνο, κατάλληλη χρονική στιγμή, κατάλληλος καιρός ή ενδεδειγμένη περίσταση για μια ενέργεια, ακριβής ή κρίσιμη περίοδος, Λατ. opportunitas, καιρὸς βραχὺ μέτρον ἔχει, «ο χρόνος και η εποχή δεν περιμένουν κανέναν», σε Πίνδ.· καιρὸν παριέναι, αφήνω τον χρόνο να περνά, σε Θουκ.· καιροῦ τυχεῖν, σε Ευρ.· καιρὸν λαμβάνειν, σε Θουκ.· ἔχειν καιρόν, βρίσκομαι στην κατάλληλη εποχή, στον κατάλληλο χρόνο, στον ίδ.· καιρὸς ἐστί με απαρ., είναι ώρα να κάνουμε, σε Ηρόδ., κ.λπ.
2. επιρρ. χρήσεις, εἰς ή ἐς καιρόν, έγκαιρα, τον σωστό χρόνο, επίκαιρα, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως και, ἐπὶ καιροῦ, σε Δημ.· κατὰ καιρόν, σε Ηρόδ.· πρὸς καιρόν, σε Σοφ. κ.λπ.· χωρίς προθέσεις, καιρῷ ή καιρόν, την κατάλληλη περίοδο, σε Αττ.· όλα αυτά είναι αντίθ. προς τα ἀπὸ καιροῦ, σε Πλάτ.· παρὰ καιρόν, σε Ευρ.· πρὸ καιροῦ, πρόωρα, σε Αισχύλ.
3. πληθ., ἐν τοῖς μεγίστοις κ., στις πιο κρίσιμες περιόδους, σε Ξεν. κ.λπ.
IV. κέρδος, ωφέλεια, τινος, από ένα πράγμα, σε Πίνδ.· τί καιρὸς καταλείβειν; τι σε ωφελεί; σε Ευρ.· οὗ κ. εἴη, όπου ήταν πρόσφορο ή ωφέλιμο, σε Θουκ.· μετὰ μεγίστων καιρῶν, με τις πιο μεγάλες πιθανότητες, με σπουδαιότατα αποτελέσματα, στον ίδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: right measure, (right, just, decisive) point of time, (favorable) opportunity, time of the year, time (Hes.; cf. καίριος below).
Compounds: Compp., e. g. καιρο-φυλακέω guardian at the right time, guard (at the right time) (D., Arist.), ἄ-, εὔ-καιρος with ἀ-, εὑ-καιρία, -έω a. o.
Derivatives: - καίριος coming at the right place, decisive, deadly (Il.); coming at the right time, convenient; καιρικός at the right time, belonging to certain times, καίριμος deadly (Macho ap. Ath. 13, 581b; not quite certain), matured, of wine (PFlor. 143, 2; IIIp), after ὥριμος (Arbenz Die Adj. auf -ιμος 55 u. 59).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Uncertain. Several proposals: to κείρω as decisive moment or (a certain) time, cf. Lat. discrīmen (Persson Stud. 107, Brugmann Sächs. Ber. 1900, 410 n. 1); to κεράννυμι mix (Brugmann IF 17, 363f.; morphologically complicated; similar Benveniste Mélanges Ernout 11ff.: prop. "atmospherical mix"); to κύρω meet, meet accidentally (Bq 538 A. 1; phonetically difficult); to Skt. kālá- time (Güntert Weltkönig 232; phonetically impossible, see Mayrhofer KEWA s. v.). Cf. W.-Hofmann s. cernō (1, 206) and 1. tempus (2, 661). - On the meaning of καιρός s. H. Wersdörfer Die Φιλοσοφία des Isokrates (1940) 54ff., Fr. Pfister Festgabe für E. Bulle (Würzb. Stud. z. alttest. Wiss. 13 [1938]) 131ff.
Middle Liddell
καιρός,
I. due measure, proportion, fitness, Hes., etc.; καιροῦ πέρα beyond measure, unduly, Aesch., etc.; μείζων τοῦ καιροῦ, Lat. justo major, Xen.
II. of place, a vital part of the body, like τὸ καίριον, Eur.
III. of time, the right point of time, the proper time or season of action, the exact or critical time, Lat. opportunitas, καιρὸς βραχὺ μέτρον ἔχει "time and tide wait for no man," Pind.; καιρὸν παριέναι to let the time go by, Thuc.; καιροῦ τυχεῖν Eur.; καιρὸν λαμβάνειν Thuc.; ἔχειν καιρόν to be in season, Thuc.:— καιρός ἐστι, c. inf., it is time to do, Hdt., etc.
2. adverbial usages, εἰς or ἐς καιρόν in season, at the right time, opportune, Hdt., etc.; so, ἐπὶ καιροῦ Dem.;— κατὰ καιρόν Hdt.; πρὸς καιρόν Soph., etc.; and, without Preps., καιρῷ or καιρόν in season, Attic;—all these being opp. to ἀπὸ καιροῦ, Plat.; παρὰ καιρόν Eur.; πρὸ καιροῦ prematurely, Aesch.
3. pl., ἐν τοῖς μεγίστοις κ. at the most critical times, Xen., etc.
IV. advantage, profit, fruit, τινος of or from a thing, Pind.; τί καιρὸς καταλείβειν; what avails it to… ? Eur.; οὗ κ. εἴη where it was convenient or advantageous, Thuc.; μετὰ μεγίστων καιρῶν with the greatest odds, the most critical results, Thuc.
Frisk Etymology German
καιρός: {kairós}
Grammar: m.
Meaning: ‘rechtes Maß, (rechter, entscheidender) Zeitpunkt, (günstige) Gelegenheit, Jahreszeit, Zeit’ (seit Hes.; vgl. καίριος unten).
Composita: Kompp., z. B. καιροφυλακέω ‘rechtzeitiger Wächter sein, (zur rechten Zeit) bewachen’ (D., Arist. usw.), ἄ-, εὔκαιρος mit ἀ-, εὐκαιρία, -έω u. a.
Derivative: Ableitungen: καίριος am rechten Orte eintreffend, entscheidend, tödlich (ep. ion. poet. seit Il.); zu rechter Zeit eintreffend, gelegen (vorw. ion. poet.); καιρικός ‘rechtzeitig, zu gewissen (Jahres)zeiten gehörig’ (selten u. spät), καίριμος tödlich (Macho ap. Ath. 13, 581b; nicht ganz sicher), ausgereift, abgelagert, vom Wein (PFlor. 143, 2; IIIp), nach ὥριμος (Arbenz Die Adj. auf -ιμος 55 u. 59).
Etymology: Nicht sicher erklärt. Mehrere Vorschläge: zu κείρω als entscheidender Augenblick oder Zeitabschnitt, vgl. lat. discrīmen (Persson Stud. 107, Brugmann Sächs. Ber. 1900, 410 A. 1); zu κεράννυμι mischen, aw. sar- Vereinigung, Verbindung (Brugmann IF 17, 363f.; morphologisch kompliziert; ähnlich Benveniste Mélanges Ernout 11ff.: eig. "atmosphärische Mischung"); zu κύρω ‘(ein)treffen, zufällig begegnen’ (Bq 538 A. 1; lautlich schwierig); zu aind. kālá- Zeit (Güntert Weltkönig 232; schon lautlich unmöglich, vgl. Mayrhofer Wb. s. v.). Verfehlt v. Blumenthal Hesychst. 39f. Vgl. W.-Hofmann s. cernō (1, 206) und 1. tempus (2, 661). — >Zur Bedeutung von καιρός s. noch H. Wersdörfer Die Φιλοσοφία des Isokrates (1940) 54ff., Fr. Pfister Festgabe für E. Bulle (Würzb. Stud. z. alttest. Wiss. 13 [1938]) 131ff.
Page 1,755-756
Chinese
原文音譯:ka⋯roj 開羅士
詞類次數:名詞(87)
原文字根:季節 相當於: (מֹועֵד) (עֵת)
字義溯源:時機*,時候,時期,時刻,時間,暫時,時時,隨時,時,節期,季節,載,年,年歲,歲數,年限,按時,機會,日子,日期,光陰。神預先定準了一切的‘年限(2540)’( 徒17:46),到了‘日期(2540)數量太多,不能盡錄;
2) 時(18) 太11:25; 太12:1; 太14:1; 太24:45; 路1:20; 路8:13; 路8:13; 路12:42; 路13:1; 約5:4; 徒7:20; 徒13:11; 徒19:23; 羅3:26; 林後8:14; 弗2:12; 帖前2:17; 彼前1:5;
3) 日期(8) 可1:15; 徒1:7; 羅5:6; 弗1:10; 帖前5:1; 提前6:15; 啓1:3; 啓22:10;
4) 機會(3) 徒24:25; 加6:10; 來11:15;
5) 光陰(2) 弗5:16; 西4:5;
6) 時刻(2) 路21:36; 弗6:18;
7) 季節(2) 可11:13; 加4:10;
8) 世(2) 可10:30; 路18:30;
9) 日子(2) 可13:33; 徒3:19;
10) 時期(2) 羅13:11; 提後3:1;
11) 年歲(1) 來11:11;
12) 二載(1) 啓12:14;
13) 載(1) 啓12:14;
14) 一段時間(1) 林前7:5;
15) 一載(1) 啓12:14;
16) 時間(1) 啓12:12;
17) 年限(1) 徒17:26;
18) 時機(1) 路4:13;
19) 時候的(1) 太16:3;
20) 諸日子(1) 路21:24;
21) 年(1) 徒14:17;
22) 時的(1) 羅8:18;
23) 按時(1) 羅12:11
English (Woodhouse)
crisis, occasion, opportunity, scope, time, convenient time, fit time, fitting time for, nick of time, occasion for, opportunity for enterprise, the decisive time, the right moment, time for
Mantoulidis Etymological
Ἴσως νά εἶναι συγγενικό μέ τό κρίσις ἤ νά παράγεται ἀπό τό κραιρός μέ ἀνομοίωση. Ἀκόμη ἴσως ἀπό ἐπιρρ. καρι+jος=καιρός. Πιθανόν νά ἔχει σχέση μέ τό κείρω.
Παράγωγα: καίριος (=ἐπικίνδυνο μέρος τοῦ σώματος, κατάλληλος), καιρίως (=κατάλληλα, θανάσιμα), καιροφυλακέω -ῶ καί καιροφυλακτῶ (=παραμονεύω).
Lexicon Thucydideum
tempus, momentum, time, critical moment, 1.41.3, 1.43.2, 1.58.1, 2.34.8, [nonnulli codd. several manuscripts καιρὸν] ubi tempus adfuit., when the time came. 2.42.4, 2.84.3, 3.56.4, 3.56.5, 3.84.2, 5.66.2, 6.30.2, 6.61.2, 6.69.1, 7.2.4, [vulgo commonly τοῦ deest is lacking]. 7.57.11, 7.64.2, 7.69.2, 8.5.3, 8.6.1, 8.44.3, 8.52.1, 67, 87,
opportunitas, occasio, opportunity, occasion, 1.42.3, 1.142.1, 2.40.1, [vulgo commonly ἐν κ.] 2.43.2, 3.13.3, 4.17.2, 4.23.2, 4.27.4, 4.77.1, 4.92.5, 4.93.2, 4.103.4, 4.126.6, 5.10.5, 5.13.1, 5.43.3, 6.85.1, 6.86.3, 6.93.3, 7.5.2, 7.6.1, 7.11.1, 7.34.4, 7.51.2, 8.1.3, 8.27.3, 8.27.4, [Vat. Bekk. Goell. Vatican Bekker Goeller edition ᾖ, alii optativ. ex orationis obliquitate tuentur others defend the optative from obliqueness of speech].
de loci opportunitate, concerning the advantage of the place, 4.54.4, 4.90.2,
commoditas, advantage, benefit, 1.36.1,
in tempore, opportune, in time, opportunely, 1.121.1, 4.59.3, [ubi where ἐν om. optimi codd. best manuscripts omit]. 5.61.2, 6.9.3, [praeterea vulgo moreover in the common texts 2.40.1, ubi nunc where now καιρῷ leg. read].
intempestive, unseasonably, 2.65.9.