τρέφω

From LSJ
Revision as of 16:53, 18 September 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Low German German Low German" to "Low German")

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρέφω Medium diacritics: τρέφω Low diacritics: τρέφω Capitals: ΤΡΕΦΩ
Transliteration A: tréphō Transliteration B: trephō Transliteration C: trefo Beta Code: tre/fw

English (LSJ)

Il.5.52, etc.; Dor. τράφω (v. sub voce); 1sg. opt.
A τρέφοιν E.Fr.903: fut. θρέψω h.Ven.257, etc.: aor. 1 ἔθρεψα, Ep. θρέψα Il.2.548: aor. 2 ἔτρᾰφον (v. infr. B): pf. τέτροφα intr., Od.23.237, (συν-) Hp.Morb.Sacr. 11; but trans., S.OC186 (lyr.); also τέτρᾰφα Plb.12.25h.5:—Med., fut. θρέψομαι in pass. sense, Hp.Genit.9, Nat.Puer. 23, Th.7.49, etc.: aor. ἐθρεψάμην Pi.O.6.46, A.Ch.928, etc.:—Pass., fut. τρᾰφήσομαι Ps.-D.60.32, D.H.8.41, etc., but in early writers in med. form θρέψομαι (v. supr.): aor. 1 ἐθρέφθην, Ep. θρέφθη Hes.Th. 198, rare in Trag. and Att., E.Hec.351, 600, Pl.Plt.310a; ἐθράφθη IG12(9).286 (Eretria, vi B. C.): aor. 2 ἐτράφην [ᾰ] Hom. (sed v. infr. B), A.Th.754 (lyr.), Ar.Av.335 (lyr.), etc.; Ep. 3pl. ἔτραφεν, τράφεν, Il.23.348, 1.251: pf. τέθραμμαι Hp.Nat.Hom.5, E.Heracl.578, etc.; 2pl. τέθραφθε Pl.Lg.625a (but συντέτραφθε s.v.l. in X.Cyr.6.4.14); inf. τεθράφθαι Pl.Grg.525a, X.HG2.3.24 (in both with v.l. τετρ-).
I thicken or congeal a liquid, γάλα θρέψαι curdle it, Od.9.246; τρέφε (impf.) πίονατυρόν Theoc.25.106:—Pass., with pf.Act. τέτροφα, curdle, congeal, γάλα τρεφόμενον τυρὸν ἐργάζεσθαι Ael.NA16.32; περὶ χροΐ τέτροφεν ἅλμη Od.23.237.
II usu., cause to grow or cause to increase, bring up, rear, especially of children bred and brought up in a house, ὅ σ' ἔτρεφε τυτθὸν ἐόντα Il.8.283; ἥ μ' ἔτεχ', ἥ μ' ἔθρεψε Od.2.131, cf. 12.134; εὖ ἔτρεφεν ἠδ' ἀτίταλλεν Il.16.191, cf. Od.19.354; ἐγώ σ' ἔθρεψα, σὺν δὲ γηράναι θέλω A.Ch.908, cf. Supp.894; μέχρι ἥβης τ. Th.2.46; γεννᾶν καὶ τ. Pl.Plt.274a; τ. τε καὶ αὔξειν μέγαν Id.R.565c: c. acc. cogn., τ. τινὰ τροφήν τινα bring up in a certain way, Hdt.2.2; also τῶν πρώτων μαθημάτων, ἐν οἷς οἱ παλαιοὶ τοὺς παῖδας ἔτρεφον Gal.16.691:—Med., rear for oneself, θρέψαιό τε φαίδιμον υἱόν Od.19.368; αὐτὸν ἐθρέψαντο δράκοντες Pi.O.6.46; τεκοῦσα τόνδ' ὄφιν ἐθρεψάμην A.Ch.928; οἱ γεννήσαντες καὶ θρεψάμενοι Pl.Lg.717c; τεκὼν ἀρετὴν καὶ θ. Id.Smp.212a; ἔτεκον μὲν ὑμᾶς πολεμίοις δ' ἐθρεψάμην ὕβρισμα E.HF458:—Pass., to be reared, grow up, ὅς μοι τηλύγετος τρέφεται θαλίῃ ἔνι πολλῇ Il.9.143; τῇ ὁμοῦ ἐτρεφόμην Od.15.365; ἅμα τράφεν ἠδ' ἐγένοντο Il.1.251, etc.; κάρτιστοι τράφεν ἀνδρῶν grew up the strongest men, ib.266:—prop. a boy was called τρεφόμενος only so long as he remained in the charge of the women, i.e. till his fifth year, Hdt.1.136; ἐξ ὅτου 'τράφην ἐγώ from the time when I left the nursery, Ar.Av.322; but even of pre-natal growth, ἐν σκότοισινηδύος τεθραμμένη A.Eu.665, cf. Th.754 (lyr.):—generally, in Trag., τραφεὶς μητρὸς εὐγενοῦς ἄπο S.Aj.1229; ὅπως πατρὸς δείξεις οἷος ἐξ οἵου τράφης ib.557; κρατίστου πατρὸς . . τραφείς Id.Ph.3: παῖδες μητέρων τεθραμμέναι true nurslings of your mothers, implying a reproach for unmanliness (s. v.l.), A.Th.792; μιᾶς τρέφει πρὸς νυκτός art nursed by night alone, i.e. art blind, S.OT 374.
2 of slaves, cattle, dogs and the like, rear and keep them, κύνας Il.22.69, Od.14.22, etc.; ἵππους Il.2.766; λέοντος ἶνιν (v. σίνις) A.Ag.717 (lyr.); μῆλα Id.Eu.946 (lyr.); ὄφιν S.Fr.226 (cj. for στρέφουσι); ἰκτῖνα Ar. Fr.628; ὄρτυγας Eup.214; ὄρνιθας Pl.Tht.197c; οἱ τρέφοντες (sc. τοὺς ἐλέφαντας) the keepers, Arist.HA571b33; τ. παιδαγωγούς Aeschin.1.187; also τ. γυναῖκα E.IA749; τ. [ἑταίραν], [πόρνας], keep... Antiph. 2, Diph. 87; ὁ τρέφων one's master, Nicol.Com.1.11,36: metaph., αἰγιαλὸν ἔνδον τρέφει he keeps a sea-beach in the house, Ar.V.110:—Pass., to be bred, be reared, δοῦλος οὐκ ὠνητός, ἀλλ' οἴκοι τραφείς S.OT1123; ἐν τῇ σῇ οἰκίᾳ γέγονεν καὶ τέθραπται was born and bred, Pl.Men.85e; Ἀγαθῖνον θρεμένον (i.e. τεθρεμμένον, = θρεπτόν, v. θρεπτός 1) ἑαυτῶν MAMA4.275 B (Dionysopolis, ii A. D.); Νείκην τὴν θρεμένην μου ib.276 A (Dionysopolis, ii A. D.).
3 tend, cherish, τὸν μὲν ἐγὼ φίλεόν τε καὶ ἔτρεφον, of Calypso, Od.5.135, cf. 7.256; of plants, Il.17.53; θρέψασα φυτὸν ὥς 18.57, cf. Od.14.175.
4 of parts of the body, let grow, cherish, foster, χαίτην . . Σπερχειῷ τρέφε Il.23.142; τῷ θεῷ [πλόκαμον] τ. E.Ba.494; ὑπήνην ἄκουρον τ. Ar.V.476 (lyr.); τ. κόμην, = κομᾶν, Hdt.1.82; [τρίχες] πολλῷ ἐλαίῳ τραφεῖσαι Hero Bel.112: also τά θ' ὕεσσι τρέφει ἀλοιφήν things which put fat on swine, Od.13.410; τεθραμμένη εἰς πολυσαρκίαν X.Mem.2.1.22.
5 in Poets, of earth and sea, breed, produce, teem with, οὐδὲν ἀκιδνότερον γαῖα τ. ἀνθρώποιο Od.18.130; ἄγρια, τά τε τρέφει οὔρεσιν ὕλη Il.5.52; φάρμακα, ὅσα τρέφει εὐρεῖα χθών 11.741; ὅσ' ἤπειρος . . τρέφει ἠδὲ θάλασσα Hes.Th.582; πολλὰ γᾶ τρέφει δεινά A.Ch.585 (lyr.), cf. 128, E.Hec.1181; θάλασσα . . τρέφουσα πορφύρας ἰσάργυρον κηκῖδα A.Ag.959; ὃν πόντος τ., i.e. the sailors, Pi.I.1.48: rare in Prose, ἀεί τι ἡ Αιβύη τρέφει καινόν Arist. GA746b8.
6 in Poets also, simply, have within oneself, contain, ὅ τι καὶ πόλις τέτροφεν ἄφιλον S.OC186 (lyr.), cf. Tr.817; τρέφειν τὴν γλῶσσαν ἡσυχαιτέραν to keep his tongue more quiet, Id.Ant.1089; ἡ γλῶσσα τὸν θυμὸν δεινὸν τ. Id.Aj.1124; τἀληθὲς γὰρ ἰσχῦον τρέφω Id.OT 356 (so in Pl., τ. ἰσχυρὸν τὸ ἐλεινόν R.606b); τ. νόσον S. Ph.795; ἐκ φόβου φόβον τ. Id.Tr.28; ἄταν Id.Aj.644 (lyr.); οἵας λατρείας . . τρέφει what services . . she has as her lot, ib.503; ἐν ἐλπίσιν τρέφω . . ἥξειν I cherish hopes that... Id.Ant.897; τὸν Καδμογενῆ τρέφει . . βιότου πολύπονον [πέλαγος] is his daily lot, Id.Tr.117 (lyr., but Reiske's cj. στρέφει is prob.); πόνοι τρέφοντες βροτούς E.Hipp.367 (lyr.).
III maintain, support, τ. ἀνδρὸς μόχθος ἡμένας ἔσω A.Ch.921, cf. Pi.O.9.106; τοῦ τρέφοντος Ἡλίου χθονὸς φύσιν A.Ag.633; τ. τὸν πατέρα Aeschin.1.13; τὴν οἰκίαν ὅλην D.59.67; οὐ δίκαιον τρέφεσθαι ὑπὸ πατρὸς ὑὸν ἡβῶντα Pl.R.568e; τὰ κτήνη χιλῷ ἐτρέφοντο X.An.4.5.25; γάλακτι, τυρῷ, κρέασι τ., Id.Mem. 4.3.10; σίτῳ, ὄψῳ, Id.Lac.1.3; feed a patient, Gal.15.503, 19.185; provide the food for an employee, σοῦ τρέφοντος αὐτόν, ἐμοῦ δὲ ἱματίζοντος αὐτόν BGU1647.14 (ii A. D.); also τ. ἀπό τινος Pl.Prt.313c, X.HG2.1.1; ἔκ τινος A.Ag.1479 (lyr.), cf. Pl.R.372b.
2 maintain an army or fleet, Th.4.83, X.An.1.1.9 (Pass.); τ. τὰς ναῦς Th. 8.44, X.HG1.5.5, 5.1.24; τ. τὸ ναυτικὸν ἀπὸ τῶν νήσων ib.4.8.9; ἐκ τῶν κωμῶν τρέφεσθαι Id.An.7.4.11, etc.
3 of land, feed, maintain one, τρέφει γὰρ οὗτος [ὁ ἀγρὸς] . . με Philem.98.2, cf. Men.63,466, al.
4 of women, feed or suckle an infant, συνεξομοιοῦται τὰ τρεφόμενα ταῖς τρεφούσαις Sor.1.88; γυνὴ τρέφουσα ib.87; ἡ τρέφουσα = ἡ τροφός, Gal.6.44.
5 of food, nourish, τὰ Ἡρακλεωτικὰ τρέφει οὐχ ὁμοίως τοῖς ἀμυγδάλοις Diocl.Fr.126, cf. 117; ἡ οὐκ ἐπιτηδείως τῷ σώματι διδομένη τροφὴ οὐ τρέφει Sor.1.49; πυρῶν . . ὅσοι κοῦφοι . . ἧττον τρέφουσι Gal.Vict.Att 6; τὸ δέρμα πᾶν αὐτοῖς ὡς ἂν ὑπὸ φλεγματώδους αἵματος τρεφόμενον οἰδαλέον γίνεται Id.18(2).118, cf. 106.
IV bring up, rear, educate, Hes.Fr.19, Pi.N.3.53, etc.; τῷ λόγῳ τ. καὶ παιδεύεις Pl.R.534d; θρέψαι καὶ παιδεῦσαι D.59.18; Δήμητερ ἡ θρέψασα τὴν ἐμὴν φρένα A.Fr.479; ἡ θρέψασα (sc. γῆ) the motherland, Lycurg. 47:—Med., ἐθρέψω Ξέρξην ἐν τοῖς αὐτοῖς ἤθεσιν Pl.Lg.695e; ἡ θρεψαμένη one's motherland, Lycurg.85:—Pass., ὀρθῶς, εὖ τραφῆναι, Pl. R.401e, Alc.1.120e; παιδείᾳ, ἐν ταύτῃ τῇ παιδείᾳ τ., Id.Lg.695c, X. Cyn.1.16; ἐν πολυτρόποις ξυμφοραῖς Th.2.44; ἐν φιλοσοφίᾳ Pl.Tht. 172c; ἐν χλιδῇ X.Cyr.4.5.54; ἐν ἐλευθερίᾳ Pl.Tht.175d, Mx.239a; ἐν ἄλλοις νόμοις Arist.Pol.1327a14; ἐν φωνῇ βαρβάρῳ Pl.Prt.341c; πάσαις Μούσαισι BCH50.444 (Thespiae, iv A. D.).
V the Pass. sometimes came to mean little more than to be, ἐπ' ἐμοὶ πολέμιον ἐτράφη (sc. τὸ γένος) Ar.Av.335 (lyr.), cf. Th.141, S.OC805.
B Hom. uses an intr. aor. 2 Act. ἔτραφον in pass. sense (which is to τρέφομαι, τέτροφα (intr.) as ἔδρακον to δέρκομαι, δέδορκα, etc.), ὃς . . ἔτραφ' ἄριστος Il.21.279; λέοντε ἐτραφέτην ὑπὸ μητρί 5.555; τραφέμεν (Ep. for τραφεῖν) 7.199, Od.3.28, al.; ἐπεὶ τράφ' ἐνὶ μεγάρῳ, i.e. when he was well-grown, Il.2.661:—as trans. the aor. 2 is used by Hom. only in Il.23.90, and τράφε in Pi.N.3.53 is Dor. impf.:—ἐτράφην is perhaps post-Homeric; 3sg. τράφη is v.l. in Il.2.661, 1pl. ἐτράφημεν and 1sg. ἐτράφην (περ) vv.ll. in 23.84; τράφη is in all codd. of 3.201, 11.222, which should prob. be emended from 2.661; 3pl. ἔτραφεν 23.348 (v.l. ἔτραφον), Od.10.417 (v.l. ἔτραφον); τράφεν in all codd. of Il.1.251, 266, Od.14.201, also (with v.l. τράφον) in 4.723: the vox nihili ἐτράφεμεν, found in Il.23.84 as cited by Aeschin.1.149, was emended by Scaliger to ἐτράφομεν:—the redupl. 3sg. τέτραφ' Il.21.279, 3pl. τέτραφεν 23.348, are ff. ll., though found in many codd. Later this aor. became obsolete, except in Ep. imitators, as in Call.Jov.55, Opp.H.1.774.

German (Pape)

[Seite 1137] äol. u. dor. τράφω, s. Böckh v.l. Pind. P. 2, 44. 4, 115; fut. θρέψω, aor. ἔθρεψα, p. aor. II. ἔτραφον, auch mit intr. Bdtg (s. unten), wie perf. τέτροφα, Od. 23, 237; u. τέτραφα, Lob. Phryn. 577; perf. pass. τέθραμμαι, τεθράφθαι, z. B. Plat. Legg. I, 625 a; Xen. Hell. 2, 3, 24; aor. pass. ἐθρέφθην, häufiger aor. II. ἐτράφην, ἐτράφημεν, τράφεν, für ἐτράφησαν, Il. 23, 348; aor. I. med. ἐθρεψάμην, θρέψαιο Od. 19, 368; θρέψομαι hat pass. Bdtg, Plat. u. Xen.; dafür selten τραφήσομαι, Dem. 60, 32; – festmachen, eine Flüssigkeit dicht werden lassen, z. B. γάλα θρέψαι, die Milch gerinnen lassen, Od. 9, 246; τνρὸν τρέφειν, Theocr. 25, 106; auch von der Kälte, gefrieren lassen; pass. dicht, fest werden, gerinnen, gefrieren. – Gew. fett od. dick machen, füttern, ernähren, großziehen u. pflegen; bes. Kinder im Hause aufziehen u. erziehen, οἰκωφελἰη τρέφει ἀγλαὰ τέκνα, Od. 14, 233; πύκα δ' ἔτρεφε δῖα Θεανώ, ἶσα ωίλοισι τέκεσσι, Il. 5, 70; ὅ σ' ἔτρεφε τυτθὸν ἐόντα, 8, 283; neben ἀτιτάλλω, 16, 191; ἥ μ' ἔτεχ', ἥ μ' ἔθρεψε, Od. 2, 131; u. im med., für sich aufziehen, ἕως θρέψαιο φαίδιμον οἱόν, 19, 368; Kalvpsö sagt vom Odysseus τὸν μὲν ἐγὼ φίλεόν τε καὶ ἔτρεφον, Od. 5, 135, u. sonst; ὁ τρεφόμενος heißt her Knabe, so lange er noch von den Frauen aufgezogen wird, bis zu seinem fünften Jahre, Her. 1, 136; Tragg., wie in Prosa, θαρσεῖτε παῖδες μητέρων τεθραμμένοι, Aesch. Spt. 774. – Auch Sklaven u. Vieh halten, οθς ἰκύνας) τρέφον ἐν μεγάροισιν, Il. 22, 69; Od. 21, 364; ἔθρεψεν δὲ λέοντα, Aesch. Ag. 854; τρέφοοσι κρήνης φύλακα χωρίτην ὄφιν, Soph. frg. 219; δοῦλος οὐκ ὠνητός, ἀλλ' οἴκοι τραφείς, O. R. 1123. – Von Pflanzen, ziehen, τὸν μὲν ἐγὼ θρέψασα φυτὸν ἃς γουνῷ ἀλωῆς, Il. 18, 57; ἀνὴρ τρέφει ἔρνος ἐλαίης, 17, 53; Od. 14, 175; u. in mannichfachen Übertragungen, ὕλη τρέφει ἄγρια, Il. 5, 52; φάρμακα τρέφει χθών, die Erde bringt Gifte hervor, 11, 741; vgl. οὐδὲν ἀκιδνότερον γαῖα τρέφει ἀνθρώποιο, Od. 18, 130; ὕεσσι τρέφει ἀλοιφήν, es macht den Schweinen Fett wachsen, setzt ihnen Fett an, 23, 410; χαίτην τρέφειν, das Haar wachsen lassen, Il. 23, 142; ὃν πόντος τρέφει, Pind. I. 1, 48; ἄμμε θρέψει μελέτα, Ol. 9, 106; auch αἰχμὰν θρέψε, N. 10, 13; Ἰασονα τρέφε, 3, 51; P. 4, 115; u. med., ἐθρέψαντο δράκοντες, O. 6, 46; τά νιν θρέψαντο, P. 9, 88, wie Aesch. Spt. 19; τεκοῦσα τόνδ' ὄφιν ἐθρεψάμην, Ch. 915; vgl. Soph. O. R. 1143; Eur. Herc. F. 458; u. in Prosa, Plat. Conv. 212 a u. sonst. – Übertr. νόσον τρέφειν, Soph. Phil. 784; οἵας λατρείας ἀνθ' ὅσου ζήλου τρέφει, Ai. 498; ἀεί τιν' ἐκ φόβου φόβον τρέφω, Tr. 28, und in ähnlichen Übertragungen öfter; vgl. noch ἵνα γνῷ τρέφειν τὴν γλῶσσαν ἡσυχωτέραν, Ant. 1076; das perf. in akt. Bdtg, ὅτι καὶ πόλις τέτροφεν ἄφιλον, = ἔχει, O. C. 186; ὑπήνην, wachsen lassen, Ar. Vesp. 477; oft in Prosa, unterhalten, τὸ ἥμισυ τοῦ στρατοῦ, Thuc. 4, 83; τὰς ναῦς, 8, 44, und sonst oft von Heeren; Plat. vrbdt τρέφειν τε καὶ αὔξειν μέγαν, Rep. VIII, 565 c; τρ. καὶ παιδεύειν, III, 414 d, u. oft; σῖτος, ᾡ θρεψόμεθα, Xen. An. 6, 3, 20; vgl. Cyr. 3, 3, 16; Sp., ἡ θρέψασα, das Vaterland, Pol. 4, 17, 12, u. öfter. – Der aor. II. ἔτραφον u. das perf. τέτροφα haben bei Hom. intr. Bdtg: πολλὴ περὶ χροῒ τέτροφεν ἅλμη, viel Salzwasser setzte sich ihm um die Haut fest, Od. 23, 237; ὃς ἐνθάδε γ' ἔτραφ' ἄριστος, Il. 21, 279, = ἐτράφη; so λέοντε δύω ἐτραφέτην ὑπὸ μητρί, 5, 555, = ἐτραφήτην; u. so steht oft neben einander γενέσθαι τε τραφέμεν τε, z. B. 18, 436, für τραφεῖν, was = τραφῆναι gebraucht ist; auch Hes. Th. 480; aber freilich ist in ἅμα τράφεν ἠδ' ἐγένοντο, Il. 1, 251 Od. 4, 723, τράφεν Abkürzung von ἐτράφησαν. Nur Il. 23, 90 steht ἔτραφεν in akt. Bdtg, wo aber Spitzner ἔτρεφεν aufgenommen hat, nach 5, 70. Der homer. Gebrauch findet sich auch bei sp. D., wie Callim. Iov. 55, Orph. Arg. 378.

French (Bailly abrégé)

f. θρέψω, ao. ἔθρεψα, pf. τέτροφα;
Pass. f.2 τραφήσομαι, ao. ἐτρέφθην, ao.2 ἐτράφην, pf. τέθραμμαι;
A. tr. litt. épaissir, d'où :
I. rendre compact : γάλα OD faire cailler du lait ; Pass. γάλα τρεφόμενον ÉL lait caillé;
II. rendre gras, engraisser, nourrir : τινα ATT qqn ; σῖτος ᾧ θρεψόμεθα XÉN les aliments dont nous serons nourris ; particul.
1 nourrir, élever, acc. ; τρέφεσθαι ὑπό τινι, ὑπό τινος être nourri par qqn ; abs. être nourri, être élevé, croître, grandir ; ὁ τρεφόμενος HDT l'enfant qu'on élève, càd qui est entre les mains des femmes jusqu'à l'âge de cinq ans ; ὁ τεθραμμένος, ὁ τραφείς ATT l'enfant qu'on a élevé, le rejeton ; abs. τραφείς SOPH ayant été nourri, càd ayant vécu ; τρ. δούλους XÉN, κύνας IL, OD, ἵππους IL entretenir des esclaves, des chiens, des chevaux ; en parl. de choses κόμην HDT, χαίτην IL nourrir, càd laisser croître sa chevelure ; fig. νόσον SOPH, φόβον SOPH entretenir une maladie, de la crainte ; avec un suj. de chose ὕλη τρέφει ἄγρια IL la forêt nourrit des bêtes sauvages ; χθὼν τρέφει φάρμακα IL la terre nourrit des poisons;
2 p. ext. élever, former, façonner, instruire, acc.;
3 pourvoir aux besoins de : στράτευμα XÉN entretenir une armée ; τὰς ναῦς THC pourvoir à l'approvisionnement de la flotte ; Pass. τρέφεσθαι ἀπὸ τεχνῶν XÉN vivre de la pratique des métiers;
B. intr. (au pf. τέτροφα);
1 s'épaissir, se condenser : πολλὴ περὶ χροῒ τέτροφεν ἅλμη OD autour de leur peau s'est épaissie l'écume de la mer;
2 être nourri ou élevé ; se nourrir, prendre de la force ; être disposé de telle ou telle manière : τόλμα ὅ τι καὶ πόλις τέτροφεν ἄφιλον ἀποστυγεῖν SOPH résigne-toi à détester ce que le pays regarde comme haïssable;
Moy. τρέφομαι nourrir ou élever, acc. : ἡ θρεψαμένη γῆ LUC la terre qui nous a nourris.
Étymologie: R. Τραφ, rendre épais, fort, solide ; cf. ταρφύς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρέφω, Dor. ook τράφω [~ θρόμβος] aor. ἔθρεψα, ep. ἔτραφον, pass. ἐθρέφθην en ἐτράφην; perf. τέτροφα en τέτραφα, med. τέθραμμαι; fut. θρέψω met acc. doen stollen, stremmen:. ἥμισυ μὲν θρέψας λευκοῖο γάλακτος na de helft van de witte melk gestremd te hebben Od. 9.246; ἄλλος τρέφε πίονα τυρόν een ander stremde vette kaas Theocr. Id. 25.106. voeden, doen groeien:; χαίτην τήν ῥα Σπερχειῷ... τρέφε τηλεθόωσαν zijn hoofdhaar dat hij lang had laten groeien voor de (rivier) Spercheius Il. 23.142; τὰ θ’ ὕεσσι τρέφει ἀλοιφήν (het voer) dat bij de varkens het vet doet groeien Od. 13.410; τοῦ τρέφοντος Ἡλίου χθονὸς φύσιν Helios die al wat op de aarde groeit voedt Aeschl. Ag. 633; ὑπήνην τρέφειν een baard laten groeien Aristoph. Ve. 476; med. refl.: σῖτος ᾧ θρεψόμεθα graan om ons mee te voeden Xen. An. 6.5.20. grootbrengen (van kinderen):; καί μ’ ἔτρεφον αὐτοί en zij hebben mij persoonlijk grootgebracht Od. 14.141; οὓς... τρέφεις καὶ παιδεύεις (je kinderen), die je grootbrengt en opvoedt Plat. Resp. 534d; ook med.:; θρέψασθαι φαίδιμον υἱόν je schitterende zoon grootbrengen Od. 19.368; τεκοῦσα τόνδ’ ὄφιν ἐθρεψάμην als een slang heb ik hem gebaard en grootgebracht Aeschl. Ch. 928; pass. gevoed worden, grootgebracht worden:. οἵω... λέοντε δύω... ἐτραφέτην ὑπὸ μητρί zoals een tweetal leeuwen is grootgebracht onder de zorgen van hun moeder Il. 5.555; ὁ τρεφόμενος de kleuter Hdt. 1.136.2. voortbrengen:. φάρμακα... ὅσα τρέφει εὐρεῖα χθών alle kruiden die de weidse aarde voortbrengt Il. 11.741; οὐδὲν ἀκιδνότερον γαῖα τρέφει ἀνθρώποιο de aarde brengt niets zwakkers voort dan de mens Od. 18.130. fokken, verzorgen, onderhouden:; τὰς ἐν Πηρείῃ θρέψ’... Ἀπόλλων deze (merries) had Apollo in Pereia gefokt Il. 2.766; οἷον δὲ τρέφει ἔρνος ἀνήρ... ἐλαίης en zoals een man de loot van een olijfboom verzorgt Il. 17.53; κύνες οὓς τρέφον ἐν μεγάροισι de honden die ik in mijn paleis hield Il. 22.69; τοὺς παῖδας... ἡ πόλις μέχρι ἥβης θρέψει hun kinderen zal de staat onderhouden tot aan hun volwassenheid Thuc. 2.46.1; τρέφειν τὰς ναῦς de schepen onderhouden Thuc. 8.44.1; overdr. van emoties e.d.: bij zich dragen, koesteren:. μίασμα χώρας... ἐλαύνειν μηδ’ ἀνήκεστον τρέφειν de bezoedeling van ons land verdrijven en niet als ongeneeslijke ziekte bij ons dragen Soph. OT 98; τρέφειν τὴν γλῶσσαν ἡσυχωτέραν uw tong rustiger houden Soph. Ant. 1089; ἐν ἐλπίσιν τρέφω... ἥξειν ik koester de hoop dat ik zal komen Soph. Ant. 897. med.-pass., intrans., ook met ep. them. aor. ἔτραφον en perf. τέτροφα, ontstaan, groeien:; τῷ δ’ ἔνι κούρη ἐθρέφθη daarin groeide een meisje Hes. Th. 192; opgroeien:; ὅς μοι τηλύγετος τρέφεται θαλίῃ ἔνι πολλῇ (Orestes) mijn jeugdige zoon, die in grote weelde opgroeit Il. 9.143; ὡς ἐτράφην περ ἐν ὑμετέροισι δόμοισιν zoals ik ben opgegroeid in jullie huis Il. 23.84; ὅς ἐνθάδε γ’ ἔτραφ’ ἄριστος de beste man die hier is opgegroeid Il. 21.279; perf. vastgegroeid zitten:. πολλὴ περὶ χροῒ τέτροφεν ἅλμη er zat een dikke laag zeezout op zijn huid gekoekt Od. 23.237.

Russian (Dvoretsky)

τρέφω: дор. τράφω (fut. θρέψω, aor. 1 ἔθρεψα - эп. θρέψα, aor. 2 ἔτρᾰφον, pf. τέτροφα - поздн. τέτραφα; pass.: fut. θρέψομαι - редко τρᾰφήσομαι, aor. 1 ἐθρέφθην, aor. 2 ἐτράφην с ᾰ, pf. τέθραμμαι)
1 уплотнять, сгущать, свертывать (γάλα Hom.): τ. τυρόν Theocr. сбивать (приготовлять) сыр;
2 уплотняться, сгущаться, оседать: πολλὴ περὶ χροῒ τέτροφεν ἅλμη Hom. много соленой пены облепило тело (пловца);
3 воспитывать, вскармливать, взращивать (τέκνα Hom.; θρέμματα Plat.): ἥ μ᾽ ἔτεχ᾽, ἥ μ᾽ ἔθρεψε Hom. (та), которая меня родила и выкормила; ὁ τρεφόμενος Her. младенец; θρέψασθαι υἱόν Hom. вырастить (себе) сына; ἐν τῇ σῇ οἰκίᾳ γέγονε καὶ τέθραπται Plat. он родился и вырос в твоем доме; ὁ τεθραμμένος Aesch. и ὁ τραφείς Soph. питомец; ἐν φιλοσοφίᾳ τεθραμμένοι Plat. воспитавшиеся на философии; ἄγρια, τάτε τρέφει ὕλη Hom. звери, питомцы леса; ἡ θρεψαμένη γῆ Luc. вскормившая (нас) земля; ἡ θρέψασα (sc. γῆ) Polyb. родина;
4 кормить, содержать, держать (δούλους Xen.): ὕεσσι τ. ἀλοιφήν Hom. откармливать свиней; τρέφεσθαι ἀπό τινος Xen. жить (досл. кормиться) чем-л.; τ. τὰς ναῦς Thuc. содержать флот;
5 выращивать, разводить (ἵππους Hom.; ὄρνιθας Plat.): τ. ἔρνος ἐλαίης Hom. выращивать масличное дерево; φάρμακα, ὅσα τρέφει χθών Hom. целебные зелья, которые производит земля;
6 отпускать, отращивать (χαίτην Hom.; κόμην Her.);
7 перен. питать, поддерживать (πῦρ Plut.; νόσον Soph.): ἐν ἐλπίσι τ. τι Soph. лелеять надежду на что-л.; ἐκ φόβου φόβον τ. Soph. беспрестанно тревожиться; τ. τὴν γλώσσαν ἡσυχωτέραν Soph. держать язык в большем покое, т. е. умерять свои речи; τἀληθὲν τ. Soph. знать истину;
8 (только pf.) сделаться, стать: ὅ τι τέτροφεν ἄφιλόν τινι Soph. то, что стало ненавистным кому-л.

English (Autenrieth)

aor. 1 ἔθρεψα, aor. 2 ἔτραφον, ἔτραφ (τράφ), du. ἐτραφέτην, inf. τραφέμεν, perf. τέτροφε, mid. aor. 1 opt. θρέψαιο, pass. aor. 2, 3 pl., τράφεν: trans., make big or thick, make to grow by feeding, nourish, bring up, rear, tend; of curdling milk, Od. 9.246; among the trans. forms the aor. 1 mid. (causative) is to be included, Od. 19.368; said of plants, Il. 17.53; so fig., ὕλη τρέφει ἄγρια, χθὼν φάρμακα, Il. 11.741.—Intrans. (pass., with aor. 2 and perf. act.), thicken, congeal, grow big, wax, grow up; περὶ χροὶ τέτροφεν ἅλμη, ‘encrusted,’ Od. 23.237; τράφεν ἠδ' ἐγένοντο, were born and bred, Il. 1.251.

English (Slater)

τρέφω, τρᾰφω (τρέφει, τράφει, τρέφοντι; τράφοισα; τράφειν, τράφεν codd.: fut. θρέψει: impf. τράφε, τρέφον: aor. (ἔ)θρεψε(ν), θρέψαν; θρέψαισα; θρέψαι: med. aor. θρέψατο, -αντο: pass. aor. τρᾰφέντα, τρᾰφεῖσα.)
   a rear of children ἔνθα τραφεῖσ' ὑπ Ἀπόλλωνι γλυκείας πρῶτον ἔψαυσ Ἀφροδίτας (O. 6.35) τὸν ὀνύμαζε τράφοισα Κένταυρον (P. 2.44) οἷος ἐὼν θρέψεν ποτὲ Ἀσκλαπιόν (P. 3.5) “Κενταύρου με κοῦραι θρέψαν ἁγναί” (P. 4.103) “Κρονίδᾳ δὲ τράφεν Χίρωνι δῶκαν” (sc. Ἰάσονα: τράφειν Hartung) (P. 4.115) βαθυμῆτα Χίρων τράφε λιθίνῳ Ἰάσον' ἔνδον τέγει (N. 3.53) χρὴ δ' ἐν ἑπταπύλοισι Θήβαις τραφέντα Αἰγίνᾳ Χαρίτων ἄωτον προνέμειν (I. 8.16) [τρέφειν (v.l. τρέχειν) fr. 106. 2.] med., δύο δὲ γλαυκῶπες αὐτὸν δαιμόνων βουλαῖσιν ἐθρέψαντο δράκοντες (O. 6.46) ὁ δὲ τὰν εὐώλενον θρέψατο παῖδα Κυράναν (P. 9.18)
   b met., of places (Τυφώς)· τόν ποτε Κιλίκιον θρέψεν πολυώνυμον ἄντρον (P. 1.17) πολλοῖσι μὲν γὰρ ἀείδεται νικαφόροις ἐν ἀέθλοις θρέψαισα (sc. Αἴγινα) καὶ θοαῖς ὑπερτάτους ἥρωας ἐν μάχαις (P. 8.26) Διρκαίων ὑδάτων τά νιν θρέψαντο καὶ Ἰφικλέα (P. 9.88) καὶ μὰν ἁ Σαλαμίς γε θρέψαι φῶτα μαχατὰν δυνατός (N. 2.13) ὀρνιχολόχῳ τε καὶ ὃν πόντος τράφει (v.l. τρέφει: i. e. a fisherman) (I. 1.48) (Πηλέι) ὅν τ' εὐσεβέστατον φάτις Ἰαολκοῦ τράφειν πεδίον” (I. 8.40) πρόσθα μὲν ἲς Ἀχελωίου τὸν ἀοιδότατον Εὐρωπία κράνα Μέλ[ανό]ς τε ῥοαὶ τρέφον κάλαμον fr. 70. 3. (Σιληνός) ὃν Μαλέας ὄρος ἔθρεψε fr. 156.
   c met., keep
   I tend, guard ἐμοὶ μὲν ὦν Μοῖσα καρτερώτατον βέλος ἀλκᾷ τρέφει (O. 1.112) τρέφοντι δ' εὐρὺ κλέος κόραι Πιερίδες Διός (sc. τίν) (O. 10.95)
   II form, develop θρέψε δ' αἰχμὰν Ἀμφιτρύωνος (sc. Ζεύς) (N. 10.13)
   III possess, occupy μία δ' οὐχ ἅπαντας ἄμμε θρέψει μελέτα (O. 9.106)
   d frag. ]τρέφεται καὶ ὅσ' ἐν πόντῳ[ P. Oxy. 2622, fr. 1. 13 ad ?fr. 346.

English (Strong)

a primary verb (properly, threpho; but perhaps strengthened from the base of τροπή through the idea of convolution); properly, to stiffen, i.e. fatten (by implication, to cherish (with food, etc.), pamper, rear): bring up, feed, nourish.

English (Thayer)

1st aorist ἔθρεψα; passive, present τρέφομαι; perfect participle τεθραμμένος; from Homer down; to nourish, support; to feed: τινα, to give suck, L T Tr WH; to fatten, A. V. nourish). to bring up, nurture, T WH marginal reading ἀνατρέφω) (ἀνατρέφω, ἐκτρέφω, ἐντρέφω.)

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και θρέφω Ν, και δωρ. τ. τράφω Α
1. δίνω τροφή, ταΐζω (α. «τον τρέφει με μέλι και με γάλα» β. «πότε σὲ εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν», ΚΔ)
2. δίνω άφθονη τροφή σε ζώο για να παχύνει (α. «τρέφει γουρούνια» β. «μῆλα... τρέφοι», Ομ. Οδ.)
3. παρέχω τα απαραίτητα για τη συντήρηση κάποιου, διατρέφω (α. «έχει να θρέψει επτά άτομα» β. «τρέφειν... τὴν οἰκίαν ὅλην», Δημοσθ.)
4. (σχετικά με διάφορα μέλη του σώματος και ιδίως σχετικά με τρίχωμα) αφήνω να μεγαλώσει, αφήνω να αναπτυχθεί (α. «τρέφει μύστακα» β. «θρέψειν κόμην», Ηρόδ.)
5. (για τη γη και τη θάλασσα) είμαι γεμάτος, παράγω (α. «η λίμνη τρέφει κεφάλους» β. «ὅσα τρέφει... χθών», Ομ. Ιλ.)
6. δίνω ζωή, ζωογονώ, ενισχύω (α. «ο ύπνος τρέφει τα παιδιά κι ο ήλιος τα μοσχάρια» β. «τρέφοντος Ἡλίου χθονὸς φύσιν», Αισχύλ.)
7. διατηρώ κάτι μέσα μου (α. «τρέφει την ελπίδα» — ελπίζει
β. «τρέφω τα καλύτερα αισθήματα» γ. «τρέφειν τὴν γλῶσσαν ἡσυχαιτέραν», Σοφ.)
νεοελλ.
1. (για τραύμα) επουλώνομαι, θεραπεύομαι
2. (για καρπούς) ωριμάζω
3. εκτρέφω
4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) θρεμμένος, -η, -ο
παχύς, ευτραφής
5. παροιμ. «θρέψε λύκο το χειμώνα να σέ φάει το καλοκαίρι» — λέγεται για αχάριστο και αγνώμονα που στρέφεται κατά του ευεργέτη του
αρχ.
1. κάνω κάτι πηχτό ή στερεό, πήζω ή παγώνω κάποιο υγρόἄλλος τρέφε πίονα τυρόν», Θεόκρ.)
2. περιποιούμαι, περιθάλπω («τὸν μὲν ἐγὼ φίλεόν τε καὶ ἔτρεφον», Ομ. Οδ.)
3. (σχετικά με δούλο) συντηρώ («ἦ δοῦλος οὐκ ὠνητός, ἀλλ' οἴκοι τραφείς», Σοφ.)
4. (σχετικά με στράτευμα πεζικό ή ναυτικό) τροφοδοτώ, συντηρώ («τρέφοντος τὸ ἥμισυ τοῦ στρατοῦ», Θουκ.)
5. (σχετικά με φυτά) περιποιούμαι, καλλιεργώ
6. (για τη γη) παρέχω σε κάποιον τα αναγκαία για τροφή («ἀγρὸς τρέφων καλῶς», Μέν.)
7. εκπαιδεύω, αναπτύσσω πνευματικά («Δήμητερ ἡ θρέψασα τὴν ἐμὴν φρένα», Αισχύλ.)
8. (για τροφή) έχω θρεπτικές ιδιότητες («τὰ Ἡρακλεωτικα τρέφει οὐχ ὁμοίως τοῖς ἀμυγδάλοις», Διοκλ.)
9. παθ. τρέφομαι
υπάρχω πάντοτεγένος..., ὅπερ ἐπ' ἐμοὶ πολέμιον ἐτράφη», Αριστοφ.)
10. (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ τρέφων
ο δεσπότης
11. (το αρσ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ τρεφόμενος
το παιδί για όσο χρόνο ανατρεφόταν από τις γυναίκες, δηλαδή μέχρι το πέμπτο έτος της ηλικίας του
12. (το θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ἡ τρέφουσα
η τροφός
13. (το θηλ. μτχ. αορ. ως ουσ.) ἡ θρέψασα
η πατρίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τρέφω (< θρέφω με ανομοίωση τών δασέων) ανάγεται στην ΙΕ ρίζα dhrebh- με σημ. «κάνω ή αφήνω κάτι να αναπτυχθεί, να μεγαλώσει» και θα μπορούσε να συνδεθεί με τους τ. της Βαλτικής: λιθουαν. drebiu «διαπλάθω ένα υλικό δίνοντάς του μέγεθος και σχήμα» και λεττον. drēbt, που χρησιμοποιείται για να δηλώσει το χιονόνερο που πέφτει. Το ρ. επίσης θα μπορούσε να συνδεθεί και με τ. της Γερμανικής, Σλαβικής και Κελτικής που έχουν τη σημ. «κατακάθι»: αρχ. άνω γερμ. trebir, αγγλ. draff, ρωσ. droba, ιρλδ. drab. Οπως έγινε φανερό, αν δεχθούμε την συγκεκριμένη ετυμολ., το ρ. τρέφω ανάγεται σε ρίζα που χρησιμοποιήθηκε στις υπόλοιπες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες για να δηλώσει τεχνικούς όρους της καθημερινής γλώσσας. Μια ανάλογη χρήση της ρίζας μαρτυρείται και στην Ελληνική στην αρχ. σημ. του ρ. τρέφω «κάνω κάτι πηχτό ή στερεό, πήζω ή παγώνω κάποιο υγρό» και επίσης στο ουσ. θρόμβος «μάζα που έχει αυξηθεί», το οποίο ανάγεται στην ίδια ρίζα με το ρ. τρέφω. Στην Ελληνική, ωστόσο, διευρύνθηκε η σημ. του ρ. τρέφω και χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει αφ' ενός την έννοια της τροφής, του ταΐσματος που αποσκοπεί στην ανάπτυξη, και, αφ' ετέρου, γενικότερα την έννοια της ανατροφής, διαπαιδαγώγησης και εκπαίδευσης τών νεαρών ατόμων για να αναπτυχθούν σωστά. Στην απαθή βαθμίδα του θ. τρεφ- ανάγονται: ο μέλλ. θρέψω και ο αόρ. ἔθρεψα, το ρηματ. επίθ. θρεπτός και τα ουσ. θρέμμα, θρέψις, τρέφος. Στην ετεροιωμένη βαθμίδα του θ. τροφ- ανάγονται ο παρακμ. τέτροφα, τα ουσ. τροφή, τροφός και τρόφις και επίσης τα σύνθ. σε -τροφος (πρβλ. λιπαρό-τροφος, νεό-τροφος, ὀρεσσί-τροφος με παθητική σημ. και ἱππο-τρόφος, μηλο-τρόφος με ενεργητική σημ.). Στη συνεσταλμένη βαθμίδα, τέλος, τραφ- ανάγονται ο παθ. αόρ. ἐτράφην, το επίθ. τραφ-ερός, τα σύνθ. σε -τραφής (πρβλ. εὐτραφής, μηροτροφής) και ο δωρ. τ. τράφω του ρήματος].

Greek Monotonic

τρέφω: Δωρ. τράφω, μέλ. θρέψω, αόρ. ἔθρεψα, Επικ. θρέψα, αόρ. βʹ ἔτρᾰφον· παρακ. τέτροφα — Παθ., μέλ. τρᾰφήσομαι, αλλά κυρίως στη Μέσ. θρέψομαι· αόρ. ἐθρέφθην, αόρ. βʹ ἐτράφην [ᾰ], Επικ. τράφην, και γʹ πληθ. ἔτραφεν· παρακ. τέθραμμαι, απαρ. τεθράφθαι·
I. συμπυκνώνω ή πήζω κάποιο υγρό, γάλα θρέψαι, να το πήξουμε, σε Ομήρ. Οδ.· τυρὸν τρέφειν, σε Θεόκρ. — Παθ., με Ενεργ. παρακ. τέτροφα, γίνομαι στερεός, περὶ χροU τέτροφεν ἅλκη, σε Ομήρ. Οδ.
II. 1. κάνω κάτι να μεγαλώσει ή να αυξηθεί, τρέφω, ανατρέφω, σε Όμηρ. κ.λπ.· με σύστ. αιτ., τρέφω τινὰ τροφὴν τινα, ανατρέφω κάποιον μ' έναν ιδιαίτερο τρόπο, σε Ηρόδ. — Μέσ., ανατρέφω για τον εαυτό μου, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ. — Παθ., ανατρέφομαι, αυξάνομαι, σε Όμηρ.· κάρτιστοι τράφεν ἄνδρες, ανέθρεψαν τους ισχυρότατους άνδρες, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐξ ὅτου 'τράφην ἐγώ, από τη στιγμή που ανεξαρτητοποιήθηκα από την τροφό, σε Αριστοφ.· μιᾶςτρέφει πρὸς νυκτός, δηλ. διέρχεσαι την ζωή σου σε μια αδιάκοπη νύχτα, σε Σοφ.
2. λέγεται για δούλους, άλογα, σκύλους και άλλα παρόμοια, ανατρέφω και τα διατηρώ, σε Όμηρ. κ.λπ.· τρέφω παιδαγωγού, σε Αισχίν.· τρέφω γυναῖκα, σε Ευρ.· μεταφ., αἰγιαλὸν ἔνδον τρέφει, διατηρεί ολόκληρο αιγιαλό στο σπίτι του, σε Αριστοφ. — Παθ., τρέφομαι, ανατρέφομαι, σε Σοφ.
3. αφήνω κάτι να τραφεί, να αυξηθεί, να μεγαλώσει, ανατρέφω, χαίτην τρέφε, σε Ομήρ. Ιλ.· τρέφων ὑπήνην, σε Αριστοφ.· τρέφω κόμην = κομᾶν, σε Ηρόδ.· επίσης, τάδ' ὕεσσι τρέφει ἀλοιφήν, αυτά είναι που συντελούν στην πάχυνση των γουρουνιών, σε Ομήρ. Οδ.
4. λέγεται για τη γη και τη θάλασσα, τρέφω, παράγω, είμαι πλήρης κάποιου, είμαι γεμάτος από, χθὼν τρέφει φάρμακα, στο ίδ.· θάλασσα τρέφουσα πορφύραν, σε Αισχύλ.
5. έχω μέσα μου, περιλαμβάνω, περιέχω, ὅ τι πόλις τέτροφεν ἄφιλον, σε Σοφ.· τρέφειν τὴν γλῶσσαν ἡσυχωτέραν, κρατά τη γλώσσα του πιο ήσυχη, στον ίδ.· νόσοντρέφω, στον ίδ.· οἵας λατρείας τρέφει, όποιες υπηρεσίες συνεχώς εκτελεί, στον ίδ.
III. διατηρώ, υποστηρίζω, τρέφω Ἥλιος φύσιν, σε Αισχύλ.· τρέφω τὸν πατέρα, σε Αισχίν.· κυρίως, διατηρώ στρατό ή ναυτικό, σε Θουκ., Ξεν.
IV. 1. Ενεργ. αορ. βʹ με αμτβ. σημασία, ἔτραφον = Παθ. ἐτράφην, nς ἔτραφ' ἄριστος, σε Ομήρ. Ιλ.· τραφέμεν (Ιων. αντί τραφεῖν), σε Όμηρ.
2. ομοίως ο παρακ. τέτροφα, βλ. ανωτ.

Greek (Liddell-Scott)

τρέφω: Ὅμηρ., κλπ., Δωρ. τράφω (ἴδε ἐν λέξει), μέλλ. θρέψω Ἀττικ.· ἀόρ. α΄ ἔθρεψα, Ἐπικ. θρέψα Ἰλ. Β. 548· ἀόρ. β΄ ἔτρᾰφον, ἴδε κατωτ. Β· πρκμ. τέτροφα ἀμεταβ., Ὀδ. Ψ. 237, (συν-) Ἱππ. 307. 23 ἀλλὰ μεταβ., Σοφ. Ο. Κ. 186, Ἀνθ. Π. παράρτ. 111· ὡσαύτως, τέτρᾰφα Πολύβ. 12. 25, Βεκκῆρ., καὶ Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 577, τέτροφα Δινδ.· ὑπερσ. ἐτετράφη ἀμεταβ. Βαβρ. σ. 2. - Μέσ., μέλλ. θρέψομαι ἐπὶ παθητ. σημασίας, Ἱππ. 234. 40 (κατὰ διόρθωσιν τοῦ Littré), 243. 10, Θουκ. 7. 49, κλπ.· ἀόρ. ἐθρεψάμην Πινδ. Ο. 6. 78, Ἀττ. - Παθ., μέλλ. τρᾰφήσομαι Ψευδο-Δημ. 1399. 16, Διον. Ἁλικ. 8. 41, κλπ., ἀλλὰ παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφεῦσιν ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ θρέψομαι (ἴδε ἀνωτ.)· ἀόρ. α΄ ἐθρέφθην Ἡσ. Θεογ. 198, σπάνιον παρ’ Ἀττικ., Εὐρ. Ἑκάβ. 351, 600, Πλάτ. Πολιτικ. 310Α· ἀόρ. β΄ ἐτράφην [ᾰ] Ἰλ. Ψ. 84, καὶ ὁ συνήθης τύπος παρ’ Ἀττικ.· Ἐπικ. γ΄ πληθ. ἔτραφεν Ἰλ. Ψ. 348· - πρκμ. τέθραμμαι Εὐρ., κλπ.· β΄ πληθ. τέθραφθε Πλάτ. Νόμ. 625Α (συντέτραφθε φαίνεται ὅτι εἶναι ἁμάρτημα ἐν Ξεν. Κύρ. 6. 4, 14, ἐπειδὴτύπος οὗτος ἀνήκει εἰς τὸ ῥῆμα τρέπω), ἀπαρ. τεθράφθαι Πλάτ. Γοργ. 525Α, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 24 (καὶ ἐνταῦθα μετὰ διαφόρ. γραφ. τετρ-). (Ἐκ τῆς √ ΤΡΕΦ ἐπὶ τῆς σημασίας Ι παράγονται αἱ λέξεις τρόφις, ταρφύς, τάρφος, τραφερή, τροφαλίς, θρόμβος· ἐπὶ δὲ τῆς σημασίας ΙΙ, αἱ λέξεις τροφή, τροφός, κλπ. Ι. Κυρίως ὡς τὸ πήγνυμι, συμπυκνῶ, πυκνὸν ποιῶ, «πήζω» ἢ παγώνω ὑγρόν τι, αὐτίκα δ’ ἥμισυ μὲν θρέψας λευκοῖο γάλακτος πλεκτοῖς ἐν ταλάροισιν ἀμησάμενος κατέθηκεν Ὀδ. Ι. 246· τυρὸν τρέφειν Θεόκρ. 25. 106. - Παθ., μετὰ πρκμ. ἐνεργ. τέτροφα, γίνομαι στερεός, συμπυκνοῦμαι, συμπήγνυμαι, «πήζω», γάλα τρεφόμενον τυρὸν ἐργάζεσθαι Αἰλ. περὶ Ζ. 16. 32· πολλὴ δὲ περὶ χροῒ τέτροφεν ἅλμη («τέτροφε, πέπηγε» Σχόλ.) Ὀδ. Ψ. 237· πρβλ. περιτρέφω. ΙΙ. κάμνω τι νὰ αὐξήσῃ, παρέχω τροφήν, ὡς καὶ νῦν, τρέφω, ἀνατρέφω, ὅσ’ ἔτρεφε τυτθὸν ἐόντα Ἰλ. Θ. 283· ἥ μ’ ἔτεχ’, ἥ μ’ ἔθρεψε Ὀδ. Β. 131, πρβλ. Μ. 134· εὖ ἔτρεφεν ἠδ’ ἀτίταλλεν Ἰλ. Π. 191, πρβλ. Ἰδ. Τ. 354· ἐγώ σ’ ἔθρεψα, σὺν δὲ γηρᾶναι θέλω Αἰσχύλ. Χο. 908, πρβλ. Ἱκ. 894· τρ. μέχρι ἥβης Θουκ. 2. 46· γεννᾶν καὶ τρ. Πλάτ. Πολιτ. 274Α· τρ. τε καὶ αὔξειν μέγαν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 565C· μετὰ συστοίχου αἰτ., τρ. τινα τροφήν τινα, ἀνατρέφειν τινὰ κατά τινα ἰδιαίτερον τρόπον, Ἡρόδ. 2. 2. - Μέσ., ἀνατρέφω δι’ ἐμαυτόν, θρέψαιό τε φαίδιμον υἱὸν Ὀδ. Τ. 368, πρβλ. Πινδ. Ο. 6. 78· τεκοῦσα τόνδ’... ἐθρεψάμην Αἰσχύλ. Χο. 928, Εὐρ., κλπ.· οἱ γεννήσαντες καὶ θρεψάμενοι Πλάτ. Νόμ. 717Β τεκὼν ἀρετὴν καὶ θρ. ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 212Α, πρβλ. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 458. - Παθ., ἀνατρέφομαι, αὐξάνομαι, ὅς μοι τηλύγετος τρέφεται θαλίῃ ἔνι πολλῇ Ἰλ. Ι. 143· τῇ ὁμοῦ ἐτρεφόμην Ὀδ. Ο. 365· ἅμα τράφεν ἠδ’ ἐγένοντο Ἰλ. Α. 251, κλπ.· ἐπεὶ τράφη ἐνὶ μεγάρῳ, δηλ. ἀφ’ οὗ καλῶς ἀνεπτύχθη, ηὐξήθη, ἐμεγάλωσε, Β. 661· κάρτιστοι δὴ ἐκεῖνοι ἐπιχθονίων τράφεν ἀνδρῶν, ἐγένοντο οἱ ἰσχυρότατοι τῶν ἐπὶ τῆς γῆς ἀνδρῶν, Α. 266· ἐν τῇ σῇ οἰκίᾳ γέγονε καὶ τέθραπται, ἐγεννήθη καὶ ἀνετράφη, Πλάτ. Μένων 85Ε· - κυρίωςπαῖς ἐκαλεῖτο τρεφόμενος μόνον ἐφ’ ὅσον διετέλει ὑπὸ τὴν φροντίδα τῶν γυναικῶν, δηλ. μέχρι τοῦ πέμπτου ἔτους τῆς ἡλικίας του, Ἡρόδ. 1. 136· ἐξ ὅτου’τράφην ἐγώ, ἀπὸ τοῦ χρόνου καθ’ ὃν ἀπηλλάγην τῆς τροφοῦ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 322· - σύνηθες παρ’ Ἀττικοῖς, οὐδ. ἐν σκότοισι νηδύος τεθραμμένη Αἰσχύλ. Εὐμεν. 665, πρβλ. Ἑπτὰ ἐπὶ Θηβ. 754· ἦ που τραφεὶς μητέρος εὐγενοῦς ἄπο ὑψήλ’ ἐφώνεις Σοφοκλ. Αἴ. 1229· ὅπως πατρὸς δείξεις οἷος ἐξ οἵου’τράφης αὐτόθι 557· κρατίστου πατρός.. τραφεὶς ὁ αὐτ. ἐν Φιλοκτ. 3· παῖδες μητέρων τεθραμμέναι, γνήσια θρέμματα τῶν μητέρων σας, ὅπερ ὑπονοεῖ ὄνειδος ἐπὶ ἀνανδρίᾳ (εἰ πράγματι ἡ γραφὴ γνησία), Αἰσχύλ. Θήβ. 792· μιᾶς τρέφει πρὸς νυκτός, διέρχεσαι τὸν βίον σου ἐν μιᾷ ἀδιακόπῳ νυκτί, διατελεῖς ἐν διαρκεῖ σκότει, Σοφ. Ο. Τ. 374. 2) ἐπὶ δούλων, βοσκημάτων, κυνῶν καὶ τῶν τοιούτων, ἀνατρέφω καὶ διατηρῶ αὐτά, κύνας Ἰλ. Χ. 69, Ὀδ. Ξ. 22, κλπ.· ἵππους Ἰλ. Β. 766· λέοντος ἶνιν (ἴδε σίνις) Αἰσχύλ. Ἀγ. 717· μῆλα ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 946· ὄφιν Σοφ. Ἀποσπ. 219· ἰκτῖνα Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 525· ὄρτυγας ἔθρεψας σύ τινας ἤδη πώποτε; Εὔπολις ἐν «Πόλεσιν» 9· ὄρνιθας Πλάτ. Θεαίτ. 197C· οἱ τρέφοντες (ἐξυπακ. ἐλέφαντας), οἱ τρέφοντες καὶ φυλάττοντες αὐτούς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 6· τρ. παιδαγωγοὺς Αἰσχίν. 26. 32· ὡσαύτως, τρ. γυναῖκα Εὐρ. Ι. Α. 749· ἔστιν δ’ ἑταίρα τῷ τρέφοντι συμφορὰ Ἀντιφ. ἐν «Ἀγροίκῳ» 2, Δίφιλος ἐν Ἀδήλ. 2· ὁ τρέφων, ὁ δεσπότης, Νικόλ. ἐν Ἀδήλ. 1. 11, 36 - μεταφορ., αἰγιαλὸν ἔνδον τρέφει, διατηρεῖ ὁλόκληρον αἰγιαλὸν εἰς τὴν οἰκίαν του, Ἀριστοφ. Σφ. 110. - Παθ., τρέφομαι, ἀνατρέφομαι, δοῦλος οὐκ ὠνητός, ἀλλ’ οἴκοι τραφεὶς Σοφ. Ο. Τ. 1133, κλπ. 3) περιποιοῦμαι, περιθάλπω, Λατ. colere, τὸν μὲν ἐγὼ φίλεόν τε καὶ ἐτρ..., ἐπὶ τῆς Καλυψοῦς, Ὀδ. Ε. 135., Η. 256 - οὕτως, ἐπὶ φυτῶν, Ἰλ. Ρ. 53., Σ. 57, Ὀδ. Ξ. 175. 4) ἐπὶ μερῶν τοῦ σώματος, ἀφίνω τι νὰ τραφῇ, νὰ αὐξηθῇ, νὰ μεγαλώσῃ, τρέφω, μεγαλώνω τι, διά τινα, ξανθὴν ἀπεκείρατο χαίτην, τήν ῥα Σπερχειῷ ποταμῷ τρέφε τηλεθόωσαν, «ἣν δὴ ἔτρεφε περικαλλῆ καὶ ἀκμαίαν Σπερχειῷ τῷ ποταμῷ (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ψ. 142 τῷ θεῷ πλόκαμον τρ. Εὐρ. Βάκχ. 494· τρ. ὑπήνην Ἀριστοφ. Σφ. 477· τρ. κόμην = κομᾶν, Λατ. comam a ere, Ἡρόδ. 1. 82· - ὡσαύτως, τά θ’ ὕεσσι τρέφει τεθαλυῖαν ἀλοιφήν, τά τε συντελοῦντα πρὸς πάχυνσιν τῶν χοίρων, Ὀδ. Ν. 410· τεθραμμένη εἰς πολυσαρκίαν Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 22. 5) παρὰ ποιηταῖς ἐπὶ τῆς γῆς καὶ τῆς θαλάσσης, τρέφω, παράγω, εἶμαι πλήρης τινός, οὐδὲν ἀκιδνότερον γαῖα τρ. ἀνθρώπου Ὀδ. Σ. 130· ὕλη τρέφει ἄγρια Ε. 52· χθὼν τρέφει φάρμακα Λ. 741· ὅσ’ ἤπειρος... τρέφει ἠδὲ θάλασσα Ἡσ. Θεογ. 582· πολλὰ γᾶ τρέφει δεινὰ Αἰσχύλ. Χο. 585, πρβλ. 128, Εὐρ. Ἑκ. 1181· θάλασσα... τρέφουσα πορφύραν Αἰσχύλ. Ἀγ. 959· ὃν [ναύταν] πόντος τρ. Πινδ. Ι. 1. 68 σπάνιον ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, ἀεί τι Λιβύη τρέφει καινὸν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 7, 12. 6) Παρὰ ποιηταῖς ὡσαύτως, ἔχω ἐν ἐμαυτῷ, περιλαμβάνω, περιέχω, ὅτι καὶ πόλις τέτροφεν ἄφιλον Σοφ. Ο. Κ. 186, πρβλ. Τρ. 817· τρέφειν τὴν γλῶσσαν ἡσυχωτέραν, τηρεῖν αὐτὴν ἡσυχωτέραν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1089· ἡ γλῶσσα τὸν θυμὸν δεινὸν τρ. ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 1124· τἀληθὲς γὰρ ἰσχῦον τρέφω ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 356· (οὕτω παρὰ Πλάτ., τρ. ἰσχυρὸν τὸ ἐλεεινὸν Πολ. 606Β)· νόσον τρ. Σοφ. Φ. 795· ἐκ φόβου φόβον τρ. ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 28· ἄταν ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 644· οἵας λατρείας... τρέφει, ὁποίας ὑπηρεσίας συνεχῶς ἐκτελεῖ, ὁ αὐτ. 503· ἐν ἐλπίσιν τρέφειν ἥξειν..., ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 897· οὕτω δὲ τὸν Καδμογενῆ τρέφει (στρέφει κατὰ Reiske), τὸ δ’ αὔξει, βιότου πολύπονον ὥσπερ πέλαγος Κρήσιον ὁ αὐτ. ἐν Τραχ. 117, ἔνθα ὁ Jebb συντάσσει: «βιότου πολύπονον (πέλαγος), ὥσπερ πέλαγος Κρήσιον (τὸ μὲν) στρέφει τὸ δ’ αὔξει τὸν Καδμογενῆ», ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ. ΙΙΙ. τρέφω, διατηρῶ. τρ. ἀνδρὸς μόχθος ἡμένας ἔσω Αἰσχύλ. Χο. 921, πρβλ. Πινδ. Ο. 9. 160· τρ. Ἥλιος χθονὸς φύσιν Αἰσχύλ. Ἀγ. 633· τρ. τὸν πατέρα Αἰσχίν. 3. 1· τὴν οἰκίαν Δημ. 1367. 23· - Παθ., οὐ δίκαιον τρέφεσθαι ὑπὸ πατρὸς υἱὸν ἡβῶντα Πλάτ. Πολ. 568E· τὰ κτήνη χιλῷ ἐτρ. Ξεν. Ἀν. 4. 5, 25· γάλακτι, τυρῷ, κρέασι τρ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 4. 3, 10· ὡσαύτως, τρ. ἀπό τινος Πλάτ. Πρωτ. 313C, Ξεν. κλπ.· ἔκ τινος Αἰσχύλ. Ἀγ. 1479, Πλάτ. Πολ. 372B. 2) ἐν ἱστορικοῖς συγγραφ. διατηρῶ, διατρέφω στράτευμα, Θουκ. 4. 83, Ξεν. Ἀν. 1. 1, 9· τρ. τὰς ναῦς Θουκ. 8. 44, Ξεν.· τρ. τὸ ναυτικὸν ἀπὸ τῶν νήσων Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 9, πρβλ. Ἀν. 7. 4, 11, κλπ. 3) ἐπὶ γῆς, διατρέφω, διατηρῶ τινα, τρέφει γὰρ οὗτος [ὁ ἀγρὸς] ... με Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 12. 2· κακῶς τρέφοντα χωρί’ ἀνδρείους ποιεῖ Μένανδρος ἐν «Ἀνεψιοῖς» 3· ἀγρὸς τρέφων καλῶς ὁ αὐτ. ἐν «Ὑδρίᾳ» 1. IV. ἀνατρέφω, ἐκπαιδεύω, Ἡσ. Ἀποσπ. 86 Göttl., Πινδ. Ν. 3. 93, Πλάτ. Πολ. 391C, τλπ.· τῷ λόγῳ τρ. καὶ παιδεύειν αὐτόθι 534D· θρ. καὶ παιδεῦσαι Δημ. 1351. 7· Δήμητερ ἡ θρέψασα τὴν ἐμὴν φρένα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 393· ἡ θρέψασα (ἐνν. γῆ), ἡ πατρίς, Λυκοῦργ. 153. 42 -οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, θρέψασθαι ἐν τοῖς αὐτοῖς ἤθεσιν Πλάτ. Νόμ. 695E, πρβλ. Λυκοῦργ. 158. 30. - Παθ., κάλλιστα, ὀρθῶς, εὖ τραφῆναι Πλάτ. Πολ. 401D, Ἀλκ. 1. 120E· παιδείᾳ, ἐν ταύτῃ τῇ παιδείᾳ τρ. ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 695C, Ξεν. 1. 16· ἐν πολυτρόποις ξυμφοραῖς Θουκ. 2. 44· ἐν φιλοσοφίᾳ, ἐν χλιδῇ, ἐν ἐλευθερίᾳ, κλπ., Πλάτ. Ξεν., κλπ.· ἐν ἄλλοις νόμοις Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 6, 1. V. τὸ παθ. ἐνίοτε κατήντησε νὰ σημαίνῃ ὀλίγον περισσότερον τοῦ ὑπάρχω, ἐπ’ ἐμοὶ πολέμιον ἐτράφη (ἐξυπακ. τὸ γένος) Ἀριστοφ. Ὄρν. 335, πρβλ. Θεσμ. 141. Β. Ὁ Ὅμηρος ποιεῖται χρῆσιν τοῦ ἀμεταβ. ἐνεργ. ἀορ. β΄ ἔτραφον = τῷ παθητ. ἐτράφην (ὡς πρκμ. τέτροφα = τέθραμμαι), ὅς... ἔτραφ’ ἄριστος Ἰλ. Φ. 279· λέοντε ἐτραφέτην ὑπὸ μητρὶ Ε. 555· τραφέμεν (Ἰωνικ. ἀντὶ τραφεῖν) Η. 199, Ὀδ. Γ. 28, κλπ.· - ὁ ἀόρ. β΄ κεῖται ὡς μεταβ. μόνον ἐν Ἰλ. Ψ. 90, ἔτραφέ τ’ ἐνδυκέως (ἴσως ἔπρεπε νὰ ἀναγνωσθῇ ἔτρεφεν), τὸ δὲ τράφε παρὰ Πινδ. ἐν Ν. 3. 92 εἶναι Δωρ. παρατ.· τἀνάπαλιν γραμματικοί τινες ἀνεγίνωσκον ἐν Ιλ. Ψ. 84, ὡς ὁμοῦ ἐτράφεμέν περ, ἔνθα νῦν ἀλλ. ὁμοῦ, ὡς ἐτράφην περ. Παρὰ μεταγεν. ὁ ἀόρ. οὗτος κατέστη ἄχρηστος, εἰ μὴ παρ’ Ἐπικ. μιμηταῖς, οἷον παρὰ Καλλ. εἰς Δία 55, Ὀππ. Ἁλ. 1. 774. 2) ἐπὶ τροφῆς, τρέφω, εἶμαι θρεπτικός, Ἀριστ. περὶ Φυτ. 2. 6, 2.

Middle Liddell

I. to thicken or congeal a liquid, γάλα θρέψαι to curdle it. Od.; τυρὸν τρέφειν Theocr.:—Pass., with intr. perf. act. τέτροφα, to become firm, περὶ χροῒ τέτροφεν ἄλκη Od.
II. to make to grow or increase, to bring up, breed, rear, Hom., etc.; c. acc. cogn., τρ. τινὰ τροφήν τινα to bring up in a certain way, Hdt.:—Mid. to rear for oneself, Od., etc.:—Pass. to reared, grow up, Hom.; κάρτιστοι τράφεν ἄνδρες grew up the strongest men, Il.; ἐξ ὅτου 'τράφην ἐγώ from the time when I left the nursery, Ar.; μιᾶς τρέφει πρὸς νυκτός, i. e. art a child of night, Soph.
2. of slaves, horses, dogs and the like, to rear and keep them, Hom., etc.; τρ. παιδαγωγούς Aeschin.; τρ. γυναῖκα Eur.;—metaph., αἰγιαλὸν ἔνδον τρέφει he keeps quite a sea-beach in the house, Ar.:—Pass. to bred, reared, Soph.
3. to let grow, cherish, foster, χαίτην τρέφε Il.; τρ. ὑπήνην Ar.; τρ. κόμην = κομᾶν, Hdt.;—also, τάδ' ὕεσσι τρέφει ἀλοιφήν this is what puts fat on swine, Od.
4. of earth and sea, to produce, teem with, χθὼν τρέφει φάρμακα Od.; θάλασσα τρέφουσα πορφύραν Aesch.
5. to have within oneself, to contain, keep, have, ὅ τι πόλις τέτροφεν ἄφιλον Soph.; τρέφειν τὴν γλῶσσαν ἡσυχωτέραν to keep his tongue more quiet, Soph.; νόσον τρ. Soph.; οἵας λατρείας τρέφει what services she constantly performs, Soph.
III. maintain, support, τρ. Ἥλιος χθονὸς φύσιν Aesch.; τρ. τὸν πατέρα Aeschin.: esp. to maintain an army or navy, Thuc., Xen.
IV. aor2 act. in intr. sense, ἔτραφον = pass. ἐτράφην, ὃς ἔτραφ' ἄριστος Il.; τραφέμεν (ionic for τραφεῖν) Hom.
2. so perf. τέτροφα, v. supr. I.

Frisk Etymology German

τρέφω: {tréphō}
Forms: dor. τράφω, τράφομαι, Aor. 1. θρέψαι, -ασθαι, ἔθραψα (Epigr. Kreta II-IIIp), 2. (meist intr.) τραφεῖν, Pass. (intr.) τραφῆναι (alles seit Il.), θρεφθῆναι (vereinzelt seit Hes.), ἐθράφθη (Eretria VIa), Fut. θρέψω, -ομαι (h. Ven. usw.), Perf. τέτροφα (ψ 237 u.a., intr., auch trans.), Med. τέθραμμαι (ion. att.), wonach τέτραφα (Plb.), auch τέτρεφας (Pap. IIIa, nach τρέφω),
Grammar: v.
Meaning: dick machen, in die Breite wachsen lassen, nähren, erziehen, hegen, auch von der Milch, γάλα, gerinnen machen (ι 246) und vom Käse, τυρός (Theok. 25, 106, vgl. τροφαλίς unten); zur Bed. im allg. Benveniste Word 10, 253 f.; zum sekundären Gebrauch von τραφεῖν in intr. Bed. Leumann Mus. Helv. 14, 78 A. 11 (Kl. Schr. 263A.4).
Composita: oft m. Präfix, z.B. ἀνα-, ἐκ-, συν-,
Derivative: Zahlreiche Ableitungen (gedrängte Übersicht). A. Mit o- Abtönung. 1. τροφή (ἀνα-, ἐκ-, δια- usw.) f. Ernährung, Nahrung, Pflege, Geschlecht (Pi., ion. att.). 2. τροφός f., sekund. m. ‘Amme, Ernährer(in), Pfleger(in)’ (seit Od.; zum Genus Lommel Femininbild. 2, Schw.-Debrunner 32); dafür τροφώ f. ib. (sp., Rhodos). 3. -τροφος, zu den präfigierten Verba, z.B. σύντροφος (: συντρέφω) ‘zugleich ernährt od. aufgezogen, vertraut’ (ion. att.); mit nomin. Vorderglied, z.B. νεότροφος frisch genährt, neugeboren (A. in lyr., Kratin.), κουροτρόφος Knaben erziehend, Jugendpflegerin; oft als Beiwort versch. Göttinnen (seit ι 27). — Von τροφή (und τροφός, nicht immer rein zu scheiden, z.T. auch direkt auf τρέφω beziehbar): 4. τροφεύς (ἀνα-, οἰωνο-) m. Ernährer, Pfleger (att.; Ersatz des zunächst femin. τροφός, Bosshardt 39). 5. τροφίας m. in der Mast stehend (Arist., Inschr. u.a.; Gegensatz φορβάς). 6. τροφῖτις f. (συγγραφή, auch γυνή, γῆ) die Nahrung betreffend, für die Nahrung sorgend (Pap.; zur Erklärung Mayser Pap. I: 3, 104, Redard 109 m. Lit.). 7. τρόφιον n. Nahrung, Unterhalt, Diät (Mediz. u.a.). Adj.: 8. τρόφις feist, dick, groß (Λ 307 κῦμα, Hdt., Lyk.), wie τρόπις u.a.; zur adj. Bed. Schw.-Debrunner 176; davon τροφιοῦται· παχύνεται H. 9. -όεντα κύματα ib. (Ο 621, γ 290); metr. Erweiterung, Risch ̨ 56e; vgl. τροφέοντο unten. 10. -ιμος nährend, ernährt, aufgezogen, m. Pflegevater, Pflegling, Zögling (ion. att.; Arbenz 51f., 58 f.), f. -ίμη Hausfrau (Poll.), -ιμότης f. (Eust.). 11. -ικός die Ernährung betreffend (Gal., Poll.), ἱπποτροφικός (Pap. Il.a). 12. -ώδης zur Ernährung dienend, ernährend (Arist. u.a.). -ιώδης geronnen, dick (Hp.; bei H. s. σῦφαρ dafür -ώδης). 13. -ητικός zum Lebensunterhalt gehörend (Pap. IIIp). Vba: 14. -εύω säugen, stillen (LXX, Pap. u.a.) mit -εία f. Ammendienst (Pap. Ia), -εῖα n. pl. ‘Erzieher-, Ammenlohn, Lebensunterhalt’ (att.), Kostgeld (Pap.), auch direkt zu τροφεύς, -ός. 15. -έω ib. (Pap., auch Gal.?), -ήματα pl. (Mediz.; nicht sicher; vgl. Chantraine Form. 178); aber ἱπποτροφέω (att.) von ~ -ος. Iterativ τροφέοντο schwollen an nach Aristarch. γ 290 für τροφόεντα. —16. -τροφία f. Abstraktum zu -τροφος, z.B. συντροφία gemeinsame Erziehung (hell. u. sp.), ἱπποτροφία das Halten von Pferden, das Gestüt (Simon., Pi., att.). — 17. Mit λ-Erweiterung (vgl. τρέπω A 12): τροφαλίς, -ίδος f. frischer Käse (Kom., Arist.), auch -άλιον n. (Kom.), τρυφαλίς (LXX, Luk., Hdn. Gr., H.; volksetymol. nach τρυφή), τράφαλλος, -ίς H. — B. Mit ε-Vokal: 1. θρέμμα (ἀνά-) n. das Aufgezogene, Zögling, Brut (ion. att.) mit -άτιον, -ατικός. 2. θρέψις (ἀνά-, ἔκ-) f. Aufzucht (Mediz., S. E. u.a.). 3. θρεπτικός (ἀνα-) nahrhaft (Pl., Arist. usw.). 4. θρέπτρα n. pl. Pflegelohn (Il., Q. S.), -τήρια n. pl. ib. (Hes., h. Cer.), Nahrungsmittel, Nahrung (S.), -τήριος nahrhaft (A.). -τήρ m. Pflegevater (Inschr., AP), f. -τειρα Pflegerin (E., Opp., AP), -τρα f. ib. (Inschr.), -τήτωρ = -τήρ (Pap. VIp). 5. θρεπτάριον = θρεμμάτιον (sp. Inschr. u. Pap.). 6. τρέφος n. = θρέμμα (S. Fr. 154; v.l. βρέφος). 7. -τρεφής, sehr gewöhnlich, z.B. Διοτρεφής von Zeus ernährt (Il., Hes.). 8. PN Τρεφέλεως (Paros; vgl. Brandenstein Sprachgesch. u. Wortbed. 62). — C. Mit tiefstufigem α-Vokal: 1. τραφερός Beiw. von γῆ (Hom., h. Cer.), von ἄρουρα, κέλευθος u.a. (hell. u. sp. Epik), Gegensatz ὑγρός, somit fest; auch von Fischen feist (Theok.). 2. -τραφής, z. B. εὐτραφής wohlgenährt, fett, feist (Hp., Trag., Arist. u.a.). 3. τάρφεα, -ύς s. bes. — Zu θρόμβος s. bes. — Zu τροφιά (Erot.) Scheller Oxytonierung 91.
Etymology: Wie bei τρέπω ist auch bei τρέφω aus einem unansehnlichen idg. Keim eine Fülle verschiedener verbaler und nominaler Formen herausgewachsen. Eine genaue Entsprechung des primären thematischen Präsens τρέφω oder der übrigen Formen ist überhaupt nicht belegt. Formal am nächsten kommen zwei litauische Verba; das hochstufige Jotpräsens drebiiù, Inf. drė̃bti (= lett. drēbt ‘schlackern, vom feuchten Schnee- gestöber’) ‘etwas Dickflüssiges werfen, so daß es spritzt’ und das tiefstufige Nasalpräsens drimbù, Inf. drìbti in Flocken niederfallen, hinplumpsen. Begrifflich berühren sich die griech. Wörter z.T. auch mit einigen Ausdrücken für ‘Bodensatz, Hefe u.a.’ im Germanischen, Slavischen und Keltischen, z.B. mnd. draf, ahd. pl. trebir Treber, engl. draff Treber, Hefe, russ. drobá (auch drob, drebá) Bodensatz, Bierhefe, Schlempe, Treber (aus dem Germ. entlehnt?), mir. drab Treber, Hefe (alles aus idg. *dhrobh-). Von besonderem Interesse ist awno. drafli m. gekäste Milch, das zu τροφαλίς, gewiß zufällig, auch im Suffix stimmt (zuletzt Holthausen KZ 71, 50). — Ursprünglich hat es sich offenbar um ein volkstümliches Wort mit anschaulicher Bed. gehandelt, das im Griech. mit abstraktem Inhalt gefüllt und literarisch veredelt wurde. Die von Benveniste (s.o.) für τρέφω angesetzte Bed. ‘favoriser (par des soins appropriés) le développement de ce qui est soumis à croissance’ entspricht gewiß gut dem tatsächlichen Gebrauch des griechischen Verbs, tut aber seinem ursprünglichen konkreteren Inhalt schwerlich recht, der sich in τρέφειν γάλα (nach B. eig. favoriser la croissance naturelle du lait, le laisser atteindre létat où il tend'), τρ. τυρόν (mit τροφαλίς), auch in τρ. ἀλοιφήν (ν 410), τρ. ἅλμην (ψ 237) noch fühlbar macht. —Zu den nasalierten Formen s. θρόμβος. Weitere Formen m. Lit. bei WP. 1, 876 (mit Ausscheidung der Wörter für Bodensatz), Fraenkel s. drìbti, Vasmer s. drobá, auch Mayrhofer s. drapsáḥ Tropfen, das ebenfalls hierher gehören kann (zur Bed. vgl. θρόμβος).
Page 2,925-927

Spanish

alimentar

Léxico de magia

alimentar como acción de la divinidad σὺ εἶ κύριος ὁ γεννῶν καὶ τρέφων καὶ αὔξων τὰ πάντα tú eres el señor que crea, alimenta y aumenta todo P XII 244 P XXI 8

Chinese

原文音譯:tršfw 特雷賀
詞類次數:動詞(8)
原文字根:滋養 相當於: (חָיָה‎) (כּוּל‎) (רָעָה‎)
字義溯源:使強而有力*,餵養,餵食,用食物撫育,養,養育,養活,得糧,教養,長大;或出自(τροπή)=轉動),而 (τροπή)又出自(τρέμω)X=轉*)。參讀 (ἀνατρέφω) (βόσκω)同義字
同源字:1) (ἀνατρέφω)養育 2) (διατροφή)養育品 3) (ἐκτρέφω)養育長大 4) (ἐντρέφω)教育 5) (σύντροφος)同被養育的 6) (τεκνοτροφέω)養育兒女 7) (τρέφω)使強而有力 8) (τροφή)養育品 9) (τροφός)撫養者
出現次數:總共(9);太(2);路(3);徒(1);雅(1);啓(2)
譯字彙編
1) 養活(2) 太6:26; 路12:24;
2) 被養活(2) 啓12:6; 啓12:14;
3) 得糧(1) 徒12:20;
4) 餵養了(1) 雅5:5;
5) 養(1) 路23:29;
6) 給你喫(1) 太25:37;
7) 他長大的(1) 路4:16

Mantoulidis Etymological

Θέματα: α) θρεφκαί μέ ἀνομοίωση (τροπή τοῦ δασέως θ στό ψιλό τ) τρεφ+ω = τρέφω, β) τροφκαί γ) τραφ-. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: θρέμμα, θρεπτέος, θρεπτέον, θρεπτήριος, θρεπτήρια (=ἀμοιβή γιά ἀνατροφή παιδιοῦ), θρεπτήρ, θρεπτικός, θρεπτός, τά θρέπτρα (=ἀμοιβή), θρέψις, διοτρεφής, τροφή, τροφεύς, τροφαλίς (=κεφάλι τυριοῦ), τροφεύω, τροφεῖα, τροφίας, τροφικός, τρόφιμος, τρόφις -ιος, ὁ, ἡ (=εὐτραφής), τροφόεις, τροφός, σύντροφος, συντροφία, σκιατροφῶ, σκιατραφής, εὐτραφής, τραφερός (=παχύς), ταρφύς (=πυκνός), τάρφος (=πυκνό φύλλωμα).

Translations

nourish

Armenian: կերակրել, սնուցել; Bulgarian: храня; Czech: živit, vyživovat; Esperanto: kreskigi, eduki; Finnish: ravita; French: nourrir; Friulian: nudrî; German: ernähren, nähren, aufziehen; Greek: ταΐζω, τρέφω, θρέφω, επισιτίζω; Ancient Greek: τρέφω, φέρβω, ἀλδαίνω; Hungarian: táplál; Irish: beathaigh, biathaigh; Old Irish: ailid; Italian: nutrire; Latin: alere; Maori: whakawairākau, whakamōmona; Old English: alan; Portuguese: nutrir; Romanian: nutri; Russian: кормить, питать, вскармливать, растить; Sanskrit: बिभर्ति; Spanish: nutrir; Thai: หล่อเลี้ยง; Turkish: beslemek; Venetian: norir; Welsh: porthi, maethu

feed

Albanian: ushqen; Arabic: أَطْعَمَ, غَذَّى; Armenian: կերակրել, կերցնել; Assamese: খুৱা; Asturian: alimentar, fornir; Azerbaijani: bəsləmək, yedizdirmək, yemləmək; Basque: elikatu; Belarusian: кармі́ць, харчаваць; Breton: beva, maga; Bulgarian: храня; Catalan: alimentar, donar a menjar; Chinese Mandarin: 餵/喂, 哺育; Cornish: boosa, maga; Czech: krmit; Danish: fodre; Dutch: voeden, voeren; Esperanto: manĝigi; Even: ули-; Evenki: ули-; Finnish: syöttää, ruokkia; French: nourrir, alimenter, donner à manger; Friulian: nudrî; Galician: alimentar, dar de comer; Georgian: კვება; German: ernähren, füttern; Greek: ταΐζω, τρέφω, θρέφω, επισιτίζω; Ancient Greek: τρέφω, φέρβω; Haitian Creole: ba(y\n)...mange, nouri; Hindi: खिलाना; Hungarian: etet, megetet, táplál; Icelandic: fóðra, fæða; Indonesian: memberi makan; Irish: beathaigh, biathaigh; Italian: nutrire, alimentare, fare mangiare; Japanese: 食べさせる, 飼う, 食べ物を与える; Kazakh: тамақтандыру; Khmer: ចិញ្ចឹម; Korean: 먹이다; Laboya: horona; Lao: ເກືອ; Latin: alo, pasco, nutrio, cibo; Low German: föden; Lü: ᦀᦾᧈ; Luxembourgish: fidderen; Macedonian: храни; Malagasy: mamelona; Maore Comorian: ulisa; Marathi: भरवणे; Mbyá Guaraní: mongaru; Middle English: feden; Nanai: ули-; Neapolitan: pasce; Nepali: खुवाउनु; Norwegian: mate; Bokmål: fôre, mate, fø, føde; Occitan: alimentar; Old Church Slavonic: кръмити; Pela: ta̠³⁵; Persian: غذا دادن; Piedmontese: nurì; Polish: karmić, nakarmić, żywić; Portuguese: alimentar; Quechua: qaray, mikhuchiy; Romanian: hrăni; Russian: кормить; Serbo-Croatian: хранити, hraniti; Skolt Sami: poorted; Slovak: kŕmiť; Slovene: hraniti; Spanish: alimentar, dar de comer; Swedish: mata, nära, föda, utfodra; Tagalog: pakainin; Tamil: ஊட்டு; Telugu: తినిపించు; Thai: ขุน, หล่อเลี้ยง; Turkish: beslemek; Ukrainian: годувати, харчувати, кормити; Urdu: کھلانا; Venetian: norir; Vietnamese: cho ăn; Welsh: bwydo; Zulu: -ondla; ǃXóõ: ʻâã