γένος
English (LSJ)
εος or ους, τό,
A race, stock, kin, ἀμφοτέροισιν ὁμὸν γ. ἠδ' ἴα πάτρη Il.13.354; αἷμά τε καὶ γ. Od.8.583; ὑμετέρου δ' οὐκ ἔστι γένεος βασιλεύτερον 15.533; γένος πατέρων αἰσχυνέμεν Il.6.209; γ. ἀπόλωλε τοκήων Od.4.62; ὅθι τοι γένος ἐστὶ καὶ αὐτῇ 6.35: freq. abs. in acc., ἐξ Ἰθάκης γένος εἰμί from Ithaca I am by race, 15.267, cf. Il. 5.544,896, S.Ph.239, etc.; in Att. freq. with the Art., ποδαπὸς τὸ γένος εἶ ; Ar.Pax186, cf. Pl.Sph.216a: so in dat., γένει πολῖται D.23.24; γένει υἱός, opp. an adopted son, Id.44.2; οἱ ἐν γένει, = συγγενεῖς, S.OT1430; οἱ ἔξω γένους Id.Ant.660; οὐδὲν ἐν γένει Id.OT1016; γένει προσήκειν τινί X.An.1.6.1; γένει ἀπωτέρω εἶναι D. 44.13: in gen., γένους εἶναί τινος to be of his race, ἄναγνος καὶ γένους τοῦ Λαΐου S.OT1383, cf. X.HG4.2.9; ἐγγυτέρω, ἐγγύτατα γένους, nearer, next of kin, Is.8.33, A.Supp.388. 2 direct descent, opp. collateral relationship, γένος γάρ, ἀλλ' οὐχὶ συγγένεια Is.8.33; αἱ κατὰ γένος βασιλεῖαι hereditary monarchies, Arist.Pol.1285a16, 1313a10. II offspring, even of a single descendant, σὸν γ. Il.19.124, 21.186; ἡ δ' ἄρ' ἔην θεῖον γ. οὐδ' ἀνθρώπων 6.180; ἁμὸν Οἰδίπου γ. A. Th.654; Διὸς γ., of Bacchus, S.Ant.1117 (lyr.); Τέκμησσα, δύσμορον γ. Id.Aj.784. 2 collectively, offspring, posterity, ἐκεῖνοι καὶ τὸ γ. τὸ ἀπ' ἐκείνων Th.1.126; ἐξώλη ποιεῖν αὐτὸν καὶ γ. καὶ οἰκίαν D.19.71. III generally, race, of beings, θεῶν Ar.Th.960; ἡμιθέων γ. ἀνδρῶν Il.12.23; ἡμιόνων, βοῶν γ., Il.2.852, Od.20.212; ἵππειον γ., i.e. mules, S.Ant.342; ἰχθύων πλωτὸν γ. Id.Fr.941.9. b clan, house, family, Hdt.1.125, etc.; Φρὺξ μὲν γενεῇ, γένεος δὲ τοῦ βασιληΐου ib.35; τοὺς ἀπὸ γένους men of noble family, Plu.Rom.21; ἱερεὺς κατὰ γ. IG 5(1).497, al.; also ἱέρεια ἀπὸ γένους, διὰ γένους, ib.607.29,602; esp. at Athens and elsewhere as a subdivision of the φρατρία, Arist.Ath. Fr.3, Pl.Alc.1.120e, etc.; = Lat.gens, D.S.4.21, Plu.Num.1. c tribe, as a subdivision of ἔθνος, Hdt. 1.56,101. d caste, Id.2.164. e of animals, breed, Id.4.29. 2 age, generation, Od.3.245; γ. χρύσεον, etc., Hes.Op.109: hence, age, time of life, γένει ὕστερος Il.3.215, cf. Arist.Rh.1408a27. IV sex, Epich.172.1, Pl.Smp.189d; gender, Arist.Rh.1407b7, Diog.Bab.Stoic.3.214, etc. V class, sort, kind, τὰ γ. τῶν κυνῶν ἐστι δισσά X.Cyn.3.1; τὸ φιλόσοφον γ. Pl. R.501e; τὸ τῶν γεωργῶν [γ.] Id.Ti.17c, cf. R. 434b, Arist.Pol.1329a27; τῶν ἰχθυοπωλῶν γ. Xenarch.7.4; τὸ τῶν παρασίτων γ. Nicol. Com.1.1, etc. 2 in Logic, opp. εἶδος (species), Pl.Prm.129c, al., Arist.Top.102a31, 102b12, al.; τὰ γ. εἰς εἴδη πλείω καὶ διαφέροντα διαιρεῖται Id.Metaph.1059b36. 3 in the animal kingdom, τὰ μέγιστα γ., = the modern Classes, such as birds, fishes, Id.HA490b7, cf. 505b26; so in the vegetable kingdom, γένη τὰ μέγιστα, = σιτώδη, χεδροπά and ἀνώνυμα, Thphr.HP8.1.1. b genus, τὸ τῶν καρκίνων γ., τὸ τῶν περιστερῶν γ., etc., Arist.HA487b17, 488a4; τῶν δένδρων καὶ τῶν φυτῶν εἴδη πλείω τυγχάνει καθ' ἕκαστον γένος Thphr.HP1.14.3; τοῦ αὐτοῦ γένους [πίτυς] καὶ πεύκη Dsc. 1.69, al. c γένος τι a species of plant, Thphr.HP4.8.13; so later, γένη, = crops, ἄλλοις γένεσι τοῖς πρὸς πυρὸν διοικουμένοις PTeb.66.43, al. (ii B. C.); οἷς ἐὰν αἱρῶμαι γένεσι πλὴν κνήκου PAmh.2.91.15 (ii A. D.); produce, POxy.727.20 (ii A. D.); materials, ib.54.16 (iii A. D.); ἐν γένεσιν in kind, opp. ἐν ἀργυρίῳ, PFay.21.10 (ii A. D.). 4 τὰ γ. the elements, Pl.Ti.54b. (Cf. Skt. jánas, gen. jánasas; Lat. genus, -eris, v. γίγνομαι.)
German (Pape)
[Seite 483] (genus), τό, 1) Geschlecht, Stamm, bes. edles Geschlecht; Hom. Iliad. 6, 209 μηδὲ γένος πατέρων αἰσχυνέμεν, οἳ μέγ' ἄριστοι ἔν τ' Ἐφύρῃ ἐγένοντο καὶ ἐν Λυκίῃ εὐρείῃ; Odyss. 8, 583 ἦ τίς τοι καὶ πηὸς ἀπέφθιτο Ἰλιόθι πρὸ ἐσθλὸς ἐών, γαμβρὸς ἢ πενθερός, οἵ τε μάλιστα κήδιστοι τελέθουσι μεθ' αἷμά τε καὶ γένος αὐτῶν, Homerisch, αἷμα und γένος stehn παραλλήλως; Iliad. 13, 354 ἦ μὰν ἀμφοτέροισιν ὁμὸν γένος ἠδ' ἴα πάτρη, γένος und πάτρη stehn παραλλήλως; Odyss. 15, 533 ὑμετέρου δ' οὐκ ἔστι γένος (v. l. γένευς) βασιλεύτερον ἄλλο ἐν δήμῳ Ἰθάκης; 17, 523 Κρήτῃ ναιετάων, ὅθι Μίνωος γένος ἐστίν; 6, 35 ἤδη γάρ σε μνῶνται ἀριστῆες κατὰ δῆμον πάντων Φαιήκων, ὅθι τοι γένος ἐστὶ καὶ αὐτῇ; 14, 199 sqq. ἐκ μὲν Κρητάων γένος εὔ. χομαι εὐρειάων, ἀνέρος ἀφνειοῖο πάις· πολλοὶ δὲ καὶ ἄλλοι υἱέες ἐν μεγάρῳ ἠμὲν τράφεν ἠδ' ἐγένοντο γνήσιοι ἐξ ἀλόχου· ἐμὲ δ' ὠνητὴ τέκε μήτηρ παλλακίς, ἀλλά με ἶσον ἰθαιγενέεσσιν ἐτίμα Κάστωρ Ὑλακίδης, τοῦ ἐγὼ γένος (var. lect. πάις, Scholl.) εὔχομαι εἶναι, accusat. γένος, in Bezug auf das Geschlecht; Iliad. 21, 186 φῆσθα σὺ μὲν ποταμοῦ γένος ἔμμεναι εὐρυρέοντος, αὐτὰρ ἐγὼ γενεὴν μεγάλου Διὸς εὔχομαι εἶναι: γένος offenbar ganz gleichbedeutend mit γενεά; Odyss. 21, 335 πατρὸς δ' ἐξ ἀγαθοῦ γένος εὔχεται ἔμμεναι υἱός; Iliad. 5, 896 ἐκ γὰρ ἐμεῦ γένος ἐσσί, ἐμοὶ δέ σε γείνα το μήτηρ, beide Sätze παραλλήλως; Odyss. 15, 267 ἐξ Ἰθάκης γένος εἰμί, πατὴρ δέ μοί ἐστιν Ὀδυσσεύς. – Sp. Ep. gradezu = Vaterland, Call. Iov. 5; Dion. Per. 213; γένος μέν εἰμι τῆς περιῤῥύτου.Σκύρου Soph. Phil. 239; τὸ γένος ἐξ Ἐλέας Plat. Soph. 216 a; τὸ γένος ἀπ' ἐκείνων Thuc. 1, 126; οἱ γένει πολῖται, der Geburt nach, entggstzt ποιητοί, Dem. 23, 24, wie υἱός 44, 2. Uebh. die ganze Verwandtschaft, οἱ ἐν γένει Soph. O. R. 1430 u. öfter; vgl. Eur. Alc. 903; οἱ ἔξω γένους Soph. Ant. 656; ἐγγύτατα γένους εἶναι, sehr nahe verwandt sein, Aesch. Suppl. 388; γένει ἐγγυτάτω εἶναί τινι Dem. 43, 3. 44, 15; ἐγγὺς τοῦ γένους εἶναι, ein Verwandter sein, Xen. Hell. 4, 2, 9; γένει προσήκειν τινί An. 1, 6, 1. In att. Gerichtssprache = die Descendenten, οἱ συγγενεῖς = die Collateralen, s. Schömann zu Is. 458. In Athen: eine Abtheilung von Bürgern (30 γένη machen eine Phratrie aus), ohne daß sie verwandt zu sein brauchten. – 2) Sprößling, Nachkomme, Il. 19, 124 ἤδη ἀνὴρ γέγον' ἐσθλός, ὃς Ἀργείοισιν ἀνάξει, Εὐρυσθεὺς Σθενέλοιο πάις Περσηιάδαο, σὸν γένος· οὔ οἱ ἀεικὲς ἀνασσέμεν Ἀργείοισιν; 6, 180 von der Chimära ἡ δ' ἄρ' ἔην θεῖον γένος, οὐδ' ἀνθρώπων; von der Artemis 9, 538 ἡ δὲ χολωσαμένη, δῖον γένος, ἰοχέαιρα ὦρσεν ἔπι χλούνην σῦν; Odyss. 16, 401 οὐκ ἂν ἔγωγε κατακτείνειν ἐθέλοιμι Τηλέμαχον· δεινὸν δὲ γένος βασιλήιόν ἐστιν κτείνειν; manche Stellen zweideutig, indem sich γένος auch eben so gut als accus. der näheren Bestimmung auffassen läßt, »in Bezug auf das Geschlecht«; s. z. B. Odyss. 4, 62 sq. οὐ γὰρ σφῷν γε γένος ἀπόλωλε τοκήων, ἀλλ' ἀνδρῶν γένος ἐστὲ διοτρεφέων βασιλήων. – Oefter bei Pind. u. Tragg.; seltner in Prosa, Her. 3, 159; Thuc. 1, 126; αὐτὸν καὶ γένος καὶ οἰκίαν Dem. 19, 71; D. Hal. 3, 47. – 3) Von Her. an Volksstamm, Volk; τὸ Δωρικὸν γένος 1, 56; bes. von adligen Geschlechtern, 1, 101. 2, 164; übh. Adel des Geschlechts, καὶ πλοῦτος καὶ κάλλος Plat. Gorg. 523 c; Legg. IV, 711 e; οἱ ἀπὸ γένους, Leute von Familie, Plut. Rom. 21 Cat. mai. 1. – 4) Geschlecht, als Inbegriff einer Menge, γένος ἀνδρῶν, ἀνθρώπων; Hom. Iliad. 12, 23 ἡμιθέων γένος ἀνδρῶν; von Thieren, Odyss. 20, 212 οὐδέ κεν ἄλλως ἀνδρί γ' ὑποσταχύοιτο βοῶν γενος εὐρυμετώπων; Iliad. 2, 852 ἐξ Ἐνετῶν, ὅθεν ἡμιόνων γένος ἀγροτεράων. – Hesiod. vom Stahl, Theog. 161 αἶψα δὲ ποιήσασα γένος πολιοῦ ἀδάμαντος τεῦξε μέγα δρέπανον. – Tragg.; θεῶν γένος Soph. Ai. 392; τὸ μαντικόν, = μάντεις, Ant. 1042; von Thieren, ἱππεῖον 341; φιλόσοφον, χρηματιστικόν, Plat. Rep. VI, 501 e IV, 434 c u. öfter; τῶν γεωργῶν, der Stand, Tim. 17 c. – In Beziehung auf die Zeit, ἀνδρῶν γένος, Menschenalter; wie γενεά; Hom. Odyss. 3, 245 τρὶς γὰρ δή μίν φασιν ἀνάξασθαι γένε' ἀνδρῶν, die einzige Homerische Stelle, in welcher der plur. von γένος erscheint; – Hesiod. Op. 109 χρύσεον γένος ἀνθρώπων, 127 γένος ἀργύρεον, 143 γένος ἀνθρώπων χάλκειον, 159 ἀνδρῶν ἡρώων θεῖον γένος, οἳ καλέονται ἡμίθεοι προτέρῃ γενεῇ, 176 γένος σιδήρεον; – Hom. Iliad. 3, 215 γένει ὕστερος, jünger. – 5) Geschlecht, als Naturun ter schi ed, sexus, Plat. Conv. 189 d u. öfter; vom Geschlecht der Wörter, Gramm. – 6) Gattung, im Ggstz der εἴδη, genus – species; Plat. Parm. 129 c, u. öfter bei Philosophen; γένει μέν ἐστι πᾶν ἕν, τὰ δὲ μέρη Plat. Phil. 12 e; dah. auch die Elemente so heißen, Tim. 55 b ff.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
A. naissance, d’où
1 temps de la naissance : γένει ὕστερος IL le dernier par la naissance, le plus jeune;
2 en gén. origine, descendance : ἀμφοτέροισιν ὁμὸν γένος IL tous deux ont la même origine ; γένος εἶναι ἔκ τινος ou τινός IL descendre de qqn ; ἐξ Ἰθάκης γένος εἰμί OD, γένος μέν εἰμι τῆς Σκύρου SOPH je suis originaire d’Ithaque, de Skyros;
B. tout être créé, toute réunion d’êtres créés :
I. race, genre, espèce : θεῶν γένος SOPH la race des dieux, les dieux ; ἡμιθέων γένος ἀνδρῶν IL la race des hommes demi-dieux, les hommes demi-dieux ; γένος βοῶν OD la race des bœufs ; γένος ἱππεῖον SOPH la race des chevaux;
II. particul. en parl. d’hommes race, famille, parenté :
1 en parl. de la famille propr. dite : αἶμά τε καὶ γένος OD le sang et la race ; γένους φανῆναί τινος SOPH se montrer de la famille de qqn ; γένει προσήκειν τινί XÉN être apparenté à qqn ; οἱ ἐν γένει = συγγενεῖς SOPH les parents ; ἐγγύτατα γένους ESCHL à un degré de parenté très proche ; abs. en parl. de familles nobles (lat. gens) : ὅθι τοι γένος ἐστὶ καὶ αὐτή OD là où toi aussi tu as une famille de noble race ; οἱ ἀπὸ γένους PLUT les gens de familles nobles, les gens de race ; -- spécial. en parl. des parents immédiats ou des ancêtres : οὐ γὰρ σφῷν γένος ἀπόλωλε τοκήων OD car tous deux vous êtes de familles dont le renom subsiste encore ; γένος πατέρων αἰσχυνέμεν IL déshonorer la race de ses pères ; -- en parl. des enfants immédiats ou des descendants d’un seul descendant : σὸν γένος IL ton rejeton, ton enfant ; θεῖον γένος IL ou δῖον γένος IL rejeton des dieux ; -- collectiv. des enfants : γένους ἐπάρκεσις SOPH l’appui que le père a droit d’exiger de ses enfants ; -- ou des descendants, de la postérité : ἐκεῖνοι καὶ τὸ γένος τὸ ἀπ’ ἐκείνων THC eux et leurs descendants;
2 p. anal. en parl. d’associations religieuses, civiles, politiques, etc. particul. à Athènes phratrie (v. γεννήτης) ; en parl. de professions, classe, corporation τὸ μαντικὸν γένος SOPH la classe des devins;
3 avec idée de nationalité famille de peuples, race, nation, peuple, tribu : τὸ Δωρικὸν γένος HDT la race dorienne;
C. avec idée de durée génération, âge ; ἀνδρῶν γένος OD génération d’hommes;
D. avec idée de sexe sexe ; p. anal. t. de gramm. : genre.
Étymologie: R. Γεν, engendrer, d’où naître ; cf. lat. genus.
English (Autenrieth)
εος (root γα): family, race, extraction; ἡμιθέων, ἀνδρῶν, βοῶν γένος, and of the individual, ‘scion,’ ἀνὴρ... σὸν γένος, Il. 19.124, etc.; γένει ὕστερος, ‘birth,’ ‘age,’ Il. 3.215 ; γένεα, ‘generations,’ Od. 3.245.
English (Slater)
γένος (γένος, -ει, -ος) = γενεά.
a folk, clan, people, nation ὄφρα ἵκωμαι πρὸς ἀνδρῶν καὶ γένος Iamidai (O. 6.25) ἐξ οὗ πολύκλειτον καθ' Ἕλλανας γένος Ἰαμιδᾶν (O. 6.71) κόσμον Ὀλυμπίᾳ, ὅν σφι Ζεὺς γένει ὤπασεν Blepsiadai (O. 8.83) εὔχομαί νιν Ὀλυμπίᾳ τοῦτο δόμεν γέρας ἔπι Βάττου γένει (P. 5.124) ἓν ἀνδρῶν, ἓν θεῶν γένος (N. 6.1) ἕπεται δέ, (ἐπέβα coni. Wil.) Θεαῖε, ματρώων πολύγνωτον γένος ὑμετέρων εὐάγων τιμὰ (πολυγνώτῳ γένει coni. Er. Schmid) (N. 10.37) καὶ μὰν θεῶν πιστὸν γένος (N. 10.54) Σπαρτῶν ἱερὸν γένος ἀνδρῶν ὑμνήσομεν; fr. 29. 2. ἢ γαῖαν κατακλύσαισα θήσεις ἀνδρῶν νέον ἐξ ἀρχᾶς γένος; (Pae. 9.20) φιλόμαχον γένος ἐκ Περσέος fr. 164. πότερον δίκᾳ τεῖχος ὕψιον ἢ σκολιαῖς ἀπάταις ἀναβαίνει ἐπιχθόνιον γένος ἀνδρῶν fr. 213. 3. and therefore, lineage, descent βασιλεύς, ἐξ ὠκεανοῦ γένος ἥρως δεύτερος (P. 9.14) of horses? Πος]ειδάνιο[ν] γένος[ (sc. ?ἵππων Bury) (Pae. 2.41)
b children, offspring Ἐρινὺς ἔπεφνέ οἱ σὺν ἀλλαλοφονίᾳ γένος ἀρήιον the children of Oidipous (O. 2.42) τοὶ μὲν γένει φίλῳ σὺν Ἀτρέος Ἑλέναν κομίζοντες Agamemnon and Menelaos (O. 13.58) “ἀλλοδαπᾶν κριτὸν εὑρήσει γυναικῶν ἐν λέχεσιν γένος, οἳ” the children of the Argonauts by the women of Lemnos (P. 4.51) ἀνέρες, Ἐννοσίδα γένος Euphamos and Periklymenos (P. 4.173) ἤτοι τό τε θεσπέσιον Φόρκοἰ ἀμαύρωσεν γένος (τὰς Γοργόνας. Σ.) (P. 12.13) more generally, children, descendants, line : εὔφρων ἄρουραν ἔτι πατρίαν σφίσιν κόμισον λοιπῷ γένει the descendants of the people of Akragas (O. 2.15) τόθι γὰρ γένος Εὐφάμου φυτευθὲν λοιπὸν αἰεὶ τέλλετο (P. 4.256) πατρὸς δ' ἀμφοτέραις ἐξ ἑνὸς ἀριστομάχου γένος Ἡρακλέος βασιλεύει (P. 10.3) Αἰακῷ σε φαμὶ γένει τε Μοῖσαν φέρειν (N. 3.28) δῶρα καὶ κράτος ἐξέφαναν ἐγ γένος αὐτῷ (Wil.: ἐς γενεὰς codd.: ἐγγενὲς e Σ paraphr. Rittershusius: ἐς γένος Fulv. Orsinus: i. e. the descendants of Peleus) (N. 4.68) ἀτὰρ γένος αἰεὶ φέρει τοῦτό οἱ γέρας the line of Neoptolemos (N. 7.39) Ἰφικλέος μὲν παῖς ὁμόδαμος ἐὼν Σπαρτῶν γένει (Θηβαίοις. Σ.) (I. 1.30) φιλέων δ' ἂν εὐχοίμαν Κρονίδαις ἐπ Αἰολάδᾳ καὶ γένει εὐτυχίαν τετάσθαι Παρθ. 1. 13. specifically, child, son : “οὐκέτι τλάσομαι ψυχᾷ γένος ἁμὸν ὀλέσσαι” Asklepios (P. 3.41)
c fragg. ]γένος τε δαιμο[ Δ. . . ]ν γένος[ Θρ. 4b. 2.
English (Strong)
from γίνομαι; "kin" (abstract or concrete, literal or figurative, individual or collective): born, country(-man), diversity, generation, kind(-red), nation, offspring, stock.
English (Thayer)
(Γερασηνός) Γερασηνου, ὁ, Gerasene, i. e. belonging to the city Gerasa (τά Γέρασα, Josephus, b. j. 3,3, 3): L T WH Tr text); L Tr WH) according to very many manuscripts seen by Origen. But since Gerasa was a city situated in the southern part of Peraea (Josephus, the passage cited, cf. 4,9, 1), or in Arabia (Origen, Works, iv. 140, De la Rue edition), that cannot be referred to here; see Γαδαρηνός, and the next word.
Greek Monolingual
το (AM γένος)
1. καταγωγή, γενιά, οικογένεια
2. έθνος, φυλή
3. σύνολο όμοιων όντων, δηλ. ειδών με κοινά χαρακτηριστικά
4. σύνολο προσώπων με κάποια κοινή ιδιότητα («το ανθρώπινον γένος», «χρύσεον γένος» (Ησίοδ.)
νεοελλ.
1. έθνος
2. γραμμ. η διάκριση τών φύλων τών ονομάτων
3. (επίρρ. φρ.) «εν γένει» — γενικά
4. «η κυρία... το γένος...» — για να δηλωθεί το πατρικό επώνυμο παντρεμένης γυναίκας
αρχ.
1. γόνος, παιδί
2. (περιληπτ.) απόγονος
3. ευγενική, αριστοκρατική οικογένεια
4. (στην Αθήνα) υποδιαίρεση της φατρίας
5. (για ζώα) ράτσα
6. ηλικία, χρόνος ζωής
7. (ως διάκριση αρσενικών και θηλυκών) φύλο
8. πληθ. τα γένη
τα στοιχεία
10. φρ. α) «οἱ ἐν γένει» — οι συγγενείς
β) «αἱ κατὰ γένος βασιλεῑαι» — οι κληρονομικές μοναρχίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σημασιολογικά και μορφολογικά ταυτόσημη προς τα λατ. genus, αρχ. ινδ. jάnas- η λ. γένος ανάγεται σε ινδοευρ. ρίζα gen- του ρ. γίγνομαι. Τα σύνθετα με β' συνθετικό τη λ. γένος είναι της μορφής -γενής, όπως εξάλλου και όλα τα προερχόμενα από ουδ. ουσ. σε -ος (πρβλ. -μενης < μένος, -σθενης < σθένος κ.ά.). Αξιοσημείωτη στις λέξεις αυτές είναι η θέση του τόνου. Στην Ελληνική υπήρχε η τάση τα επίθετα να τονίζονται στη λήγουσα ενώ τα ουσιαστικά πέρα απ' αυτήν. Η μετάθεση του τόνου εκφράζει ουσιαστικοποίηση, έτσι λ.χ. ο τόνος αναβιβάζεται στα σε -ης τριτόκλιτα σύνθετα, όταν αυτά γίνουν κύρια (πρβλ. Αλιθέρσης, Δημοσθένης, Μηνογένης κ.ά.). Με τη λ. γένος καθώς και με τις σημασιολογικά συγγενείς φυλή, γενεά, οικογένεια δηλώνονταν διάφοροι βαθμοί συγγένειας μεταξύ ατόμων ή ομάδων καθώς και διακρίσεις, που έπαιζαν σημαντικό μεν ρόλο στην πρωτόγονη κοινωνία, ο οποίος όμως εξασθένησε αργότερα και μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις παρέμεινε ζωτικός σε μια πιο εξελιγμένη κοινωνία. Η λ. φυλή χρησιμοποιήθηκε για τη διάκριση τών αρχαίων δωρικών και ιωνικών φυλών, στη δε αθηναϊκή πολιτεία απέκτησε τη σημ. μιας σπουδαίας πολιτικής οργανώσεως, που δημιουργήθηκε από την εξουσία ως μέτρο εσωτερικής πολιτικής. Αντίστοιχο του ελλ. φυλή είναι το λατ. tribus, το οποίο στους ιστορικούς χρόνους δήλωνε μια τοπική περιοχή. Η λ. γένος καθώς και τα λατ. gēns διατήρησαν τη σπουδαιότητά τους όχι επειδή δήλωναν φορείς κοινωνικής και πολιτικής οργανώσεως, αλλά μάλλον λόγω της υπάρξεως ευγενών οικογενειών. Το συνών. φρᾱτρία «αδελφότητα» (< φρᾱτηρ, αρχικά «αδελφός» = λατ. frāter) στην αθηναϊκή πολιτεία ήταν μια μεγάλη οικογενειακή οργάνωση, χωρίς πολιτική σημασία, αποκλειστικά για λατρευτικούς σκοπούς, ενώ στον Όμηρο με τη λ. φρήτρη αποδίδεται το γένος και με τη λ. φύλον το γένος (ευρύτερη σημ.) και η φυλή (πολιτική σημ.) Πρέπει τέλος να σημειωθεί ότι σε πολλές από τις σύγχρονες γλώσσες δεν υπάρχει ειδική λ. για το γένος ή τη γενιά, αλλά χρησιμοποιείται η λ. που σημαίνει «οικογένεια», όχι μόνο με τη στενότερη έννοια του όρου, αλλά και για να καλύψει μακρινότερη συγγένεια.Παράγωγα και σύνθετα της λέξης γένος:
ΠΑΡ. γενικός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) γενάρχης
μσν.- νεοελλ.
γενολόγι(ν)
νεοελλ.
γενοκτονία, γενολογώ, γενότυπος, γενοτυφία. (Β' συνθετικό) αγενής, αλλογενής, ανομοιογενής, αρτιγενής, αυτογενής, αφρογενής, γηγενής, δευτερογενής, διγενής, εγγενής, ελειογενής, ενδογενής, επιγενής, ετερογενής, ευγενής, θαλασσογενής, θεογενής, ιθαγενής, μονογενής, νεογενής ομογενής, ομοιογενής, οστεογενής, οψιγενής, παλαιογενής, πρεσβυγενής, πρωτογενής, πυριγενής, πυρογενής, συγγενής, τετραγενής, τριγενής, τριτογενής, τυφλογενής, υπερευγενής, υστερογενής, φιλοσυγγενής, ῳογενής
αρχ.
αειγενής, αετογενής, αιθρηγενής, αιμογενής, αλιγενής, αμπελογενής, αμφιγενής, ανομογενής, απηγενής, αρσενογενής, αρτιογενής, αρχηγενής, ασυγγενής, αυθιγενής, βοηγενής, βουγενής, γαιηγενής, διαγενής, διδυμογενής, δρακοντογενής, δυσγενής, εδδομαγενής, εγκοσμογενής, ευηγενής, ευθυγενής, ζῳογενής, ημιγενής, ηπειρογενής, ηριγενής, θεαγενής, θεηγενής, θερειγενής, θηλυγενής, θνητογενής, ιδιογενής, ιθαιγενής, κακογενής, καταγενής, κογχογενής, κοινογενής, κορυφογενής, κοσμογενής, κρατογενής, κριογενής, κρυφογενής, κυθηγενής, λαδωγενής, λιμναγενής, λινογενής, λοχαγενής, μελιηγενής, μεσσογενής, μεταγενής, μηλογενής, μιξεριφαρνογενής, μιξογενής, μοιρηγενής, νεαγενής, νοθαγενής, νυμφαγενής, νυμφογενής, οικογενής, ομβρηγενής, ομηγενής, ονειρογενής, ορειγενής, ορνιθογενής, ορογενής, οφιογενής, παλαιγενής, παλιγγενής, πανευγενής, παντογενής, πατρογενής, πετρηγενής, πετρογενής, πληγενής, ποικιλογενής, πολυγενής, ποντογενής, πορνογενής, προγενής, προσγενής, προσθαγενής, προτερηγενής, πυρσογενής, σπαρταγενής, ταυρογενής, ταυτογενής, τριταιογενής, υδρογενής, υληγενής, υλογενής, φθερσιγενής, φθορηγενής, φιλαλλογενής, φλογογενής, φοινικογενής, χαμαιγενής, ψαλληγενής, ωρογενής
νεοελλ.
αιματογενής, ανεμογενής, εκρηξιγενής, ελογενής, εμδρυογενής, εξωγενής, ηφαιστειογενής, θνησιγενής, ιζηματογενής, ιστογενής, κοραλλιογενής, κυματογενής, λατινογενής, λατυπογενής, λιθογενής, μισοσυγγενής, νεκρογενής, νοθογενής, ουρογενής, ποταμογενής, προσχωσιγενής, ρηξιγενής, ριζογενής, σαρκογενής, σεισμογενής, σπογγογενής, σχισμογενής, τεταρτογενής, τρισευγενής, τυφογενής, φαρμακογενής, φωτογενής, χονδρογενής, ψυχογενής. (Κύρια ονόματα) Αγλωγένης, Αθανογένεις, Αμφιγένης, Αναξιγένης, Ανδρογένης, Αντιγένεις, Αξιγένης, Απολλογένης, Αρατογένης, Αρεταγένης, Αριστογενίδας, Αρχιγένης, Ασιαγένης, Ασιαγενής, Ασιατογενής, Ασκλαπιογένης, Αστυγένης, Ατλαγενής, Βασιλογένης, Βρησαγενής, Δαρειογενής, Δηλογενής, Δημογένης, Διαιγένης, Διθυραμδογενής, Δικαιογένης, Διογένης, Διονυσιγενης, Διονυσογένης, Ελπιγένης, Επιγένης, Ερατογένης, Ερμογένης, Ερξιγένης, Ευγἐνης, Ευθυγένης, Ευφραγένης, Ζευξιγένης, Ζωγένης, Ηηρακλεογένης, Ηριγένης, Ηρογένης, Ηφαιστογένης, Θαλησιγένης, Θεαγένης, Θεμιστογένης, Θεσμογένης, Θηβαγενής, Θηβαιγενής, Θηβηγένης, Θυραιγένης, Ιδογενής, Ιερογένης, Ιογένης, Ισιγένης, Καδμογενής, Καιρογένης, Καλλιγένης, Καλλιστογένης, Κηφισογένης, Κλεαγένης, Κλεινογένης, Κλειτογένης, Κοιογενής, Κρατερογένεις, Κρητογενής, Κυβεληγενής, Κυδιγένης, Κυδρογένης, Κυνθογενής, Κυπρογενής, Κωμογένης, Λαγένης, Λεβυαφιγενής, Λεοντογένης, Λυκηγενής, Μανδρογένης, Μειξιγένης, Μεταγένης, Μηνογένης, Μνασιγένεις, Μοιρηγένης, Ναυσιγένης, Νεαγένης, Νειλογενής, Νικογένης, Ξενογένης, Οινογένης, Ολυνπογένης, Ομοιογἐνης, Ονησι'ένης, Ορτυγένης, Πασιγένης, Πεδαγένεις, Περιγένης, Περσογενής, Πιστογένης, Πλουτογένης, Πρωτογενής, Πυθιγένης, Πυθογένης, Πυληγενής, Πυλοιγενής, Σαυγένης, Σινδογενής, Στασιγένης, Στρυμογένης, Συριηγενής, Σωσιγένης, Ταρσογενής, Τελεσιγένης, Τιμαγένης, Φανογένης, Φιλογένης, Φιλτογένης, Χαιριγένης, Χαριγένης, Χαρμογένης, Χιογενής).
Greek Monotonic
γένος: -εος, τὸ (γί-γνομαι),
I. φυλή, γενιά, καταγωγή, οικογένεια, σε Όμηρ. κ.λπ.· ως απόλ. σε αιτ., ἐξἸθάκης γένος εἰμί, είμαι ως προς την καταγωγή από την Ιθάκη, σε Ομήρ. Οδ.· στην Αττ. μαζί με το άρθρο, ποδαπὸς τὸ γένος εἶ; σε Αριστοφ.· ομοίως στη δοτ., γένει πολίτης, σε Δημ.· οἱ ἐν γένει = συγγενεῖς, σε Σοφ.· αντίθ. προς το «οἱ ἔξω γένους», στον ίδ.· γένους εἶναί τινος, κατάγομαι από τη γενιά του, στον ίδ.
II. 1. απόγονος, τέκνο· λέγεται ακόμα και για μεμονωμένο απόγονο, παιδί, Λατ. genus, σὸν γένος, σε Ομήρ. Ιλ.· θεῖον γένος, στο ίδ.· όμοια και σε Τραγ.
2. περιληπτικά, τα τέκνα, οι μεταγενέστεροι, σε Θουκ., Δημ.
III. 1. γένος, με την έννοια του αθροίσματος πολλών ομοίων· γένος ἀνδρῶν, το ανθρώπινο γένος, σε Ομήρ. Ιλ.· ἡμιόνων, βοῶν γένος, σε Όμηρ. κ.λπ.· φυλή, σόι ή οίκος, Λατ. gens, σε Ηρόδ.· στην Αθήνα ως υποδιαίρεση της φρατρίας (φρατρία), σε Πλάτ.· επίσης η φυλή, ως υποδιαίρεση του ἔθνους, σε Ηρόδ.· κοινωνική τάξη, στον ίδ., σε Πλάτ.· λέγεται για ζώα, ράτσα, σε Ηρόδ.
2. ως προς το χρόνο, γενιά, εποχή, γενεά, σε Ομήρ. Οδ.· γένος χρύσειον, σε Ησίοδ.· απ' όπου, ηλικία, χρονική περίοδος της ζωής· γένει ὕστερος, σε Ομήρ. Ιλ.
IV. φύλο, σε Πλάτ.· γένος, στη Γραμματική, σε Αριστ. V.
1. τάξη, είδος, συνομοταξία, σε Ξεν.
2. στη Λογική (κλάδος της Φιλοσοφίας), γένος, ομάδα, τάξη ή κατηγορία φυτών ή ζώων, αντίθ. προς το εἶδος (είδος ποικιλίας), σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
γένος: εος, ион. ευς (v. l.) τό
1) рождение, происхождение (ὁμὸν γ. ἠδ᾽ ἴα πάτρη Hom.): γένει πολίτης Dem. природный гражданин, т. е. коренной; αἱ κατὰ γ. βασιλεῖαι Arst. наследственная царская власть; γ. εἶναί (ἔκ) τινος Hom. происходить от кого-л.; γ. τῆς Σκύρου Soph. родом из Скироса; τὸ γ. ἐξ Ἐλέας Plat. родом из Элеи; ποδαπὸς τὸ γ. εἶ; Arph. откуда ты родом?; γένει ὕστερος Hom. самый младший;
2) род, семья (αἷμά τε καὶ γ. Hom.); οἱ ἐν γένει Soph. родные, родственники; οἱ ἔξω γένους Soph. чужие; γένει προσήκειν τινί Xen. приходиться родственником кому-л.; εἶναι ἐγγύτατα γένους Aesch. и γένει ἐγγυτάτω Dem. находиться в ближайшем родстве;
3) отпрыск, потомок или потомство (θεῖον, δῖον, βασιλήϊον Hom.; ἐκεῖνοι καὶ τὸ γ. τὸ ἀπ᾽ ἐκείνων Thuc.): γένους ἐπάρκεσις Soph. поддержка со стороны детей;
4) род, племя (Δωρικόν Her.): χρύσεον γ. ἀνθρώπων Hes. золотой век человечества; иногда описательно: τὸ μαντικὸν γ. Soph. = μάντεις; τὸ φιλόσοφον γένος Plat. = φιλόσοφοι; γ. ἀδάμαντος Hes. = ἀδάμας;
5) тж. pl. знатное происхождение (γένη καὶ πλοῦτοι Plat.): ὅθι τοι γ. ἐστί Hom. ибо ты знатного рода; οἱ ἀπὸ γένους Plut. знатные люди, знать;
6) пол (γ. ἄρρεν, θῆλυ Arst.);
7) биол. (в зависимости от предмета) род; семейство; отряд; разряд, класс; вид; разновидность, порода (ἰχθύων, ἐντόμων, ἵππων, γ. τι βοῶν Arst.);
8) лог. род (ἠδιὰ τῶν γενῶν διαίρεσις Arst.): τὰ εἴδη μετέχει τῶν γενῶν Arst. виды причастны, т. е. подчинены родам;
9) грам. род (τὰ γένη τῶν ὀνομάτων ἄρρενα καὶ θήλεα καὶ σκεύη Arst.);
10) филос. элемент, стихия (τὰ τέτταρα γένη Plat.).
Frisk Etymological English
See also: s. γίγνομαι
Middle Liddell
γίγνομαι
I. race, stock, family, Hom., etc.; absol. in acc., ἐξ Ἰθάκης γένος εἰμί from Ithaca I am by race, Od.; in attic with the Art., ποδαπὸς τὸ γένος εἶ Ar.; so in dat., γένει πολίτης Dem.; οἱ ἐν γένει = συγγενεῖς, Soph.; opp. to οἱ ἔξω γένους, Soph.; γένους εἶναί τινος to be of his race, Soph.
II. offspring, even a single descendant, a child, Lat. genus, σὸν γένος Il.; θεῖον γένος, Il.; so in Trag.
2. collectively, offspring, posterity, Thuc., Dem.
III. a race, in regard to number, γ. ἀνδρῶν mankind, Il.; ἡμιόνων, βοῶν γ. Hom., etc.:— a clan or house, Lat. gens, Hdt.; at Athens as a subdivision of the φρατρία, Plat.: — a tribe, as a subdivision of ἔθνος, Hdt.:— a caste, Hdt., Plat.: of animals, a breed, Hdt.
2. a race in regard to time, an age, generation, Od.; γ. χρύσειον, Hes.:—hence age, time of life, γένει ὕστερος Il.
IV. sex, Plat.: gender, in grammar, Arist.
V. a class, sort, kind, Xen.
2. in Logic, genus, opp. to εἶδος (species), Plat.