κύριος: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving

Source
m (Text replacement - ">" to ">")
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο, θηλ. και -ία (AM [[κύριος]], -ία, -ον, θηλ. και -ος)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[δύναμη]], [[εξουσία]] [[πάνω]] σε κάποιον, [[εξουσιαστής]], [[κυρίαρχος]] (α. «ο [[στρατός]] [[είναι]] [[κύριος]] της κατάστασης» β. «θανάτου δὲ τὸν [[βασιλέα]] τῶν συγγενών μηδενὸς [[εἶναι]] κύριον», <b>Πλάτ.</b><br />γ. «[[πόλεων]] καὶ τόπων, ὧν ἧμέν ποτε κύριοι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που έχει [[κάτι]] στην κυριότητά του, [[ιδιοκτήτης]], [[κάτοχος]] («ο [[κύριος]] του οικοπέδου»)<br /><b>3.</b> [[σημαντικός]], [[ουσιώδης]], [[βασικός]], [[θεμελιώδης]] (α. «οι γυναίκες [[είναι]] η κύρια [[αιτία]] της καταστροφής του» β. «τὰς μὲν δίκας... καὶ τὰς διαίτας ἐποιήσατε κυρίας [[εἶναι]]», Ανδοκ.<br />γ. «κυριώτερα μέρη τοῡ σώματος», Φιλόστρ.)<br /><b>4.</b> αυτός που λέγεται με [[κυριολεξία]], [[κυριολεκτικός]] («η κύρια [[σημασία]] της λέξης»)<br /><b>5.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> ο [[κύριος]], η [[κυρία]]<br />τιμητική [[προσηγορία]] ή [[προσφώνηση]] σε θεούς, αυτοκράτορες, ηγεμόνες, εκκλησιαστικούς άρχοντες και γενικά ως [[ένδειξη]] σεβασμού («οι κύριοι βουλευτές παρακαλούνται να μην διακόπτουν τον ομιλητή»)<br /><b>6.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> α) [[δεσπότης]], [[οικοδεσπότης]] («οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν», ΚΔ)<br />β) [[σύζυγος]] ή [[πατέρας]]<br /><b>7.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> α) η [[σύζυγος]] του οικοδεσπότη, η [[οικοδέσποινα]]<br />β) τιμητική [[προσαγόρευση]] παντρεμένης γυναίκας («ὁ [[πρεσβύτερος]], ἐκλεκτῇ κυρίᾳ καὶ τοῑς τέκνοις αὐτῆς», ΚΔ)<br /><b>8.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>ο Κύριος</i><br />α) ο Θεός («χαῑρε, κεχαριτωμένη<br />ὁ Κύριος [[μετὰ]] σοῡ», ΚΔ)<br />β) ο Ιησούς [[Χριστός]] («μνήσθητί μου, Κύριε, [[ὅταν]] ἔλθης ἐν τῇ βασιλείᾳ σου», ΚΔ)<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> «κύριο όνομα» — το ιδιαίτερο όνομα το οποίο γράφεται με αρκτικό [[κεφαλαίο]] [[γράμμα]] και με το οποίο ένα ορισμένο [[πρόσωπο]], ζώο ή [[πράγμα]] διακρίνεται από άλλα ομοειδή («τῷ τε κυρίῳ αὐτοῡ ὀνόματι προσθέντες Ἀφρικανὸν ἐκάλεσαν ἀφ' ἑαυτῶν», <b>Ηρωδιαν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> α) [[σοβαρός]] και [[αξιοπρεπής]] [[άνθρωπος]] (α. «[[είναι]] [[καθώς]] [[πρέπει]] [[κύριος]]» β. «φέρθηκε σαν [[κυρία]]»)<br />β) ο [[δάσκαλος]], η [[δασκάλα]] («θα το πω στον κύριο»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «πρώτο και κύριο» — πρωτίστως<br />β) «[[είναι]] [[κύριος]] του [[εαυτού]] του». i) [[είναι]] [[αυτεξούσιος]], [[είναι]] [[ανεξάρτητος]]<br />ii) μπορεί να συγκρατήσει τον εαυτό του<br />γ) «κύρια [[πρόταση]]» — [[πρόταση]] η οποία εκφέρεται μόνη της ή συνδέεται [[κατά]] [[παράταξη]] με [[άλλη]] ή με άλλες προτάσεις, σε [[αντιδιαστολή]] με τη δευτερεύουσα ή εξαρτημένη [[πρόταση]]<br />δ) «Κύριος οίδε» — [[είναι]] άγνωστο<br />ε) «Θεέ και Κύριε» ή «Κύριε τών Δυνάμεων» — ως [[έκφραση]] απορίας και κατάπληξης<br />στ) «Κύριε, ελέησον» — λέγεται για [[δήλωση]] [[μεγάλης]] απορίας<br />ζ) «απεδήμησε εις Κύριον» — πέθανε<br />η) «Σοί, Κύριε» — λέγεται σε περιπτώσεις απόλυτης υποταγής<br />θ) «θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματι μου» — λέγεται από κάποιον που προσπαθεί να συγκρατήσει τον εαυτό του για να μην εκστομίσει [[βαριά]] [[φράση]] ή [[μομφή]]<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «το πολύ το "Κύριε, ελέησον" το βαριέται κι ο [[θεός]]» ή «το πολύ το "Κύριε ελέησον" το βαριέται και ο [[παπάς]]» — όταν [[κάτι]] επαναλαμβάνεται [[συχνά]], [[έστω]] κι αν λέγεται [[προς]] τιμήν κάποιου, καταντά ανιαρό<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> ο [[βασιλιάς]], ο [[άρχοντας]]<br /><b>2.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>η Κυρία</i><br />η [[Παναγία]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «εἶμαι [[κύριος]] τοῡ [[εαυτού]] μου» — [[ορίζω]] τον εαυτό μου<br />β) «[[κάτοχος]] τῶν [[νηῶν]]» — [[καπετάνιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έγκυρος]] («κύρια τελοῡντες τὰ τούτων δόγματα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θεμιτός]], [[νόμιμος]]<br /><b>3.</b> (για χρόνο) προσδιορισμένος, ορισμένος («ἡ κυρίη ἡμέρη ἐγένετο τῆς ὑποκρίσιος», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[φυσικός]], [[πραγματικός]] («ἡ [[κυρία]] [[ἀρετή]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[συνηθισμένος]], [[κοινός]] («[[ἅπαν]] δὲ ὄνομά ἐστιν ἢ κύριον ἢ [[γλῶττα]] ἢ [[μεταφορά]]... [[λέγω]] δὲ κύριον μὲν ᾧ χρῶνται ἕκαστοι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[επίτροπος]], [[επιμελητής]] (α. «γυναῑκα ἔλαβεν ἐκ τῆς Ἑλλάδος τῶν κυρίων διδόντων», Δίων Χρυσ.<br />β. «[[κύριος]] γεγενημένος τούτου», Μέν.)<br /><b>7.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> α) [[δύναμη]], [[ισχύς]], [[κυριαρχία]]<br />β) [[εξουσία]], [[δικαίωμα]] κατοχής («ἡ [[σύγκλητος]]... ἔχει τὴν τοῡ ταμείου κυρίαν», <b>Πολ.</b>)<br />γ) [[προσαγόρευση]] γυναίκας που είχε υπερβεί το δέκατο [[τέταρτο]] [[έτος]] της ηλικίας της<br /><b>8.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κύριον</i><br />η [[δύναμη]] που κυβερνά, που έχει την [[εξουσία]] σε μια [[πολιτεία]] («τί δεῑ τὸ κύριον [[εἶναι]] τῆς πόλεως... τὸ [[πλῆθος]] ἢ τοὺς πλουσίους», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>9.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τἀ κύρια</i><br />οι ανώτατες αρχές («τὰ τῆσδε γῆς κύρια», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>10.</b> (το ουδ. πληθ. υπερθ. ως ουσ.) <i>τὰ κυριώτατα</i><br />τα σπουδαιότερα όργανα του σώματος<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κύριος]] μήν» — ο [[ένατος]] [[μήνας]] της εγκυμοσύνης<br />β) (στην Αθήνα) «[[κυρία]] [[ἐκκλησία]]» — η νόμιμη και καθορισμένη [[εκκλησία]] του δήμου [[κατά]] την οποία κυρώνονταν τα ψηφίσματα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[κυρίως]] και <i>κύρια</i> (AM [[κυρίως]])<br /><b>1.</b> κατ' εξοχήν, πρωτίστως («μάς ενδιαφέρει [[κυρίως]] να μάθουμε ποια [[είναι]] η [[αιτία]]»)<br /><b>2.</b> (για λέξεις) με την κύρια [[σημασία]], κυριολεκτικά («ἡ γὰρ [[λέξις]] αὕτη τοῡτο σημαίνει [[κυρίως]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[προπάντων]], [[ιδίως]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με τρόπο που αρμόζει σε κύριο, σε αφέντη, με πλήρη [[εξουσία]] («τὰς τε πόλεις τὰς Ἑλληνίδας οὕτω [[κυρίως]] παρείληφεν [[ὥστε]] τὰς μὲν αὐτῶν κατασκάπτειν», Ισοκρ.)<br /><b>2.</b> με [[βεβαιότητα]], με [[σιγουριά]]<br /><b>3.</b> κανονικά, ομαλά, [[νόμιμα]], δίκαια («ὧν ὁ [[κλῆρος]] γιγνέσθω [[κυρίως]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> με [[ακρίβεια]], [[ορθά]] («εἰ μέλλεις [[τελέως]] γυμνασάμενος [[κυρίως]] διόψεσθαι τὸ ἀληθές», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> με εξαιρετική [[σημασία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>κύρ</i>-<i>ιος</i> ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>ku</i>-<i>r</i>- (παρεκτεταμένη με -<i>r</i>-) της ΙΕ ρίζας <i>keu</i>- «[[φουσκώνω]]». Ο τ. <i>κῦρ</i>-<i>ος</i> αντιστοιχεί ακριβώς με αρχ. ινδ. <i>śura</i>-, αβεστ. <i>s</i><i>ū</i><i>ra</i> «[[ισχυρός]], [[γενναίος]]». Ο τ. [[κύριος]] συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>saav</i><i>ī</i><i>ra</i>- «[[ισχυρός]]», ουαλ. <i>cawr</i> «[[γίγαντας]]» [[καθώς]] και με το <i>κυῶ</i>, [[παρά]] τη [[διαφορά]] της σημασίας τους. Στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους σχηματίστηκε ο τ. [[κύρις]] (<span style="color: red;"><</span> [[κύριος]] με [[συγκοπή]] του -<i>ο</i>- της κατάληξης -<i>ιος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> και <i>Αντώνιος</i> > <i>Αντώνις</i>, <i>Βασίλειος</i> > <i>Βασίλεις</i>) που αργότερα γράφηκε [[κύρης]] [[κατά]] τα ουσ. σε -<i>ης</i> ([[τύπος]]: [[ναύτης]]). Οι τ. [[κύρος]] / [[κυρός]] <span style="color: red;"><</span> <i>κύροι</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κύριοι</i>, με [[απλοποίηση]] τών αλλεπάλληλων / <i>ii</i> / = -<i>ιοι</i>), ενώ το θηλ. [[κυρά]] <span style="color: red;"><</span> [[κύρα]] <span style="color: red;"><</span> [[κυρία]] (ο [[τονισμός]] πιθ. αναλογικά [[προς]] το [[πεθερά]]). Ο τ. [[κύριος]] χρησιμοποιήθηκε αρκετά [[νωρίς]] ως τιμητική [[προσφώνηση]] του θεού, τών Ρωμαίων και Βυζαντινών αυτοκρατόρων, [[καθώς]] και γονέων, δήλωνε δηλ. [[προσφώνηση]] σεβασμού [[προς]] τα αντίστοιχα πρόσωπα. Στη Νέα Ελληνική ο τ. [[κύριος]] χρησιμοποιείται αφ' ενός με σημ. «[[εξουσιαστής]], [[κυρίαρχος]]» και αφ' ετέρου ως [[προσφώνηση]] [[ανδρών]]. Ο τ. <i>κυρ</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κύρι</i>, κλητ. του [[κύρις]], με σίγηση του ληκτικού -<i>ι</i>, <span style="color: red;"><</span> [[κύριος]]) χρησιμοποιείται σε [[ένδειξη]] οικειότητας [[πριν]] από βαπτιστικό όνομα («κυρ Κώστα») και [[πριν]] από ουσ. που δηλώνουν [[αξίωμα]] ή [[επάγγελμα]] («κυρ λοχία», «κυρ δάσκαλε»)].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κυριακός]], [[κυριεύω]], [[κυριότητα]] (-<i>ότης</i>), [[κυρώνω]] ([[κυρώ]])<br /><b>αρχ.</b><br />[[κύρειος]], [[κυριώδης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κυριώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κυριοσύνη]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[Κυριακή]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[κυριαρχία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κυριοπρασία]], <i>κυριοτόκος</i>, [[κυριοφόρος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κυριοκτόνος]], [[κυριόλεκτος]], [[κυριολογώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κυριάρχης]], [[κυριέγκλειστος]], [[κυριόδουλος]], [[κυριοεργός]], [[κυριοκλησίαι]], [[κυριοκράτωρ]], [[κυριομήτωρ]], [[κυριώνυμος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[κυριαρχώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κυρίαρχος]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>δεκατοκύριος</i>, <i>μετακύριος</i>, [[παντακύριος]], [[φιλοκύριος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συγκύριος]]].
|mltxt=-α, -ο, θηλ. και -ία (AM [[κύριος]], -ία, -ον, θηλ. και -ος)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[δύναμη]], [[εξουσία]] [[πάνω]] σε κάποιον, [[εξουσιαστής]], [[κυρίαρχος]] (α. «ο [[στρατός]] [[είναι]] [[κύριος]] της κατάστασης» β. «θανάτου δὲ τὸν [[βασιλέα]] τῶν συγγενών μηδενὸς [[εἶναι]] κύριον», <b>Πλάτ.</b><br />γ. «[[πόλεων]] καὶ τόπων, ὧν ἧμέν ποτε κύριοι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που έχει [[κάτι]] στην κυριότητά του, [[ιδιοκτήτης]], [[κάτοχος]] («ο [[κύριος]] του οικοπέδου»)<br /><b>3.</b> [[σημαντικός]], [[ουσιώδης]], [[βασικός]], [[θεμελιώδης]] (α. «οι γυναίκες [[είναι]] η κύρια [[αιτία]] της καταστροφής του» β. «τὰς μὲν δίκας... καὶ τὰς διαίτας ἐποιήσατε κυρίας [[εἶναι]]», Ανδοκ.<br />γ. «κυριώτερα μέρη τοῦ σώματος», Φιλόστρ.)<br /><b>4.</b> αυτός που λέγεται με [[κυριολεξία]], [[κυριολεκτικός]] («η κύρια [[σημασία]] της λέξης»)<br /><b>5.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> ο [[κύριος]], η [[κυρία]]<br />τιμητική [[προσηγορία]] ή [[προσφώνηση]] σε θεούς, αυτοκράτορες, ηγεμόνες, εκκλησιαστικούς άρχοντες και γενικά ως [[ένδειξη]] σεβασμού («οι κύριοι βουλευτές παρακαλούνται να μην διακόπτουν τον ομιλητή»)<br /><b>6.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> α) [[δεσπότης]], [[οικοδεσπότης]] («οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν», ΚΔ)<br />β) [[σύζυγος]] ή [[πατέρας]]<br /><b>7.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> α) η [[σύζυγος]] του οικοδεσπότη, η [[οικοδέσποινα]]<br />β) τιμητική [[προσαγόρευση]] παντρεμένης γυναίκας («ὁ [[πρεσβύτερος]], ἐκλεκτῇ κυρίᾳ καὶ τοῑς τέκνοις αὐτῆς», ΚΔ)<br /><b>8.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>ο Κύριος</i><br />α) ο Θεός («χαῑρε, κεχαριτωμένη<br />ὁ Κύριος [[μετὰ]] σοῡ», ΚΔ)<br />β) ο Ιησούς [[Χριστός]] («μνήσθητί μου, Κύριε, [[ὅταν]] ἔλθης ἐν τῇ βασιλείᾳ σου», ΚΔ)<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> «κύριο όνομα» — το ιδιαίτερο όνομα το οποίο γράφεται με αρκτικό [[κεφαλαίο]] [[γράμμα]] και με το οποίο ένα ορισμένο [[πρόσωπο]], ζώο ή [[πράγμα]] διακρίνεται από άλλα ομοειδή («τῷ τε κυρίῳ αὐτοῦ ὀνόματι προσθέντες Ἀφρικανὸν ἐκάλεσαν ἀφ' ἑαυτῶν», <b>Ηρωδιαν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> α) [[σοβαρός]] και [[αξιοπρεπής]] [[άνθρωπος]] (α. «[[είναι]] [[καθώς]] [[πρέπει]] [[κύριος]]» β. «φέρθηκε σαν [[κυρία]]»)<br />β) ο [[δάσκαλος]], η [[δασκάλα]] («θα το πω στον κύριο»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «πρώτο και κύριο» — πρωτίστως<br />β) «[[είναι]] [[κύριος]] του [[εαυτού]] του». i) [[είναι]] [[αυτεξούσιος]], [[είναι]] [[ανεξάρτητος]]<br />ii) μπορεί να συγκρατήσει τον εαυτό του<br />γ) «κύρια [[πρόταση]]» — [[πρόταση]] η οποία εκφέρεται μόνη της ή συνδέεται [[κατά]] [[παράταξη]] με [[άλλη]] ή με άλλες προτάσεις, σε [[αντιδιαστολή]] με τη δευτερεύουσα ή εξαρτημένη [[πρόταση]]<br />δ) «Κύριος οίδε» — [[είναι]] άγνωστο<br />ε) «Θεέ και Κύριε» ή «Κύριε τών Δυνάμεων» — ως [[έκφραση]] απορίας και κατάπληξης<br />στ) «Κύριε, ελέησον» — λέγεται για [[δήλωση]] [[μεγάλης]] απορίας<br />ζ) «απεδήμησε εις Κύριον» — πέθανε<br />η) «Σοί, Κύριε» — λέγεται σε περιπτώσεις απόλυτης υποταγής<br />θ) «θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματι μου» — λέγεται από κάποιον που προσπαθεί να συγκρατήσει τον εαυτό του για να μην εκστομίσει [[βαριά]] [[φράση]] ή [[μομφή]]<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «το πολύ το "Κύριε, ελέησον" το βαριέται κι ο [[θεός]]» ή «το πολύ το "Κύριε ελέησον" το βαριέται και ο [[παπάς]]» — όταν [[κάτι]] επαναλαμβάνεται [[συχνά]], [[έστω]] κι αν λέγεται [[προς]] τιμήν κάποιου, καταντά ανιαρό<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> ο [[βασιλιάς]], ο [[άρχοντας]]<br /><b>2.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>η Κυρία</i><br />η [[Παναγία]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «εἶμαι [[κύριος]] τοῦ [[εαυτού]] μου» — [[ορίζω]] τον εαυτό μου<br />β) «[[κάτοχος]] τῶν [[νηῶν]]» — [[καπετάνιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έγκυρος]] («κύρια τελοῡντες τὰ τούτων δόγματα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θεμιτός]], [[νόμιμος]]<br /><b>3.</b> (για χρόνο) προσδιορισμένος, ορισμένος («ἡ κυρίη ἡμέρη ἐγένετο τῆς ὑποκρίσιος», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[φυσικός]], [[πραγματικός]] («ἡ [[κυρία]] [[ἀρετή]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[συνηθισμένος]], [[κοινός]] («[[ἅπαν]] δὲ ὄνομά ἐστιν ἢ κύριον ἢ [[γλῶττα]] ἢ [[μεταφορά]]... [[λέγω]] δὲ κύριον μὲν ᾧ χρῶνται ἕκαστοι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[επίτροπος]], [[επιμελητής]] (α. «γυναῑκα ἔλαβεν ἐκ τῆς Ἑλλάδος τῶν κυρίων διδόντων», Δίων Χρυσ.<br />β. «[[κύριος]] γεγενημένος τούτου», Μέν.)<br /><b>7.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> α) [[δύναμη]], [[ισχύς]], [[κυριαρχία]]<br />β) [[εξουσία]], [[δικαίωμα]] κατοχής («ἡ [[σύγκλητος]]... ἔχει τὴν τοῦ ταμείου κυρίαν», <b>Πολ.</b>)<br />γ) [[προσαγόρευση]] γυναίκας που είχε υπερβεί το δέκατο [[τέταρτο]] [[έτος]] της ηλικίας της<br /><b>8.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κύριον</i><br />η [[δύναμη]] που κυβερνά, που έχει την [[εξουσία]] σε μια [[πολιτεία]] («τί δεῑ τὸ κύριον [[εἶναι]] τῆς πόλεως... τὸ [[πλῆθος]] ἢ τοὺς πλουσίους», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>9.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τἀ κύρια</i><br />οι ανώτατες αρχές («τὰ τῆσδε γῆς κύρια», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>10.</b> (το ουδ. πληθ. υπερθ. ως ουσ.) <i>τὰ κυριώτατα</i><br />τα σπουδαιότερα όργανα του σώματος<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κύριος]] μήν» — ο [[ένατος]] [[μήνας]] της εγκυμοσύνης<br />β) (στην Αθήνα) «[[κυρία]] [[ἐκκλησία]]» — η νόμιμη και καθορισμένη [[εκκλησία]] του δήμου [[κατά]] την οποία κυρώνονταν τα ψηφίσματα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[κυρίως]] και <i>κύρια</i> (AM [[κυρίως]])<br /><b>1.</b> κατ' εξοχήν, πρωτίστως («μάς ενδιαφέρει [[κυρίως]] να μάθουμε ποια [[είναι]] η [[αιτία]]»)<br /><b>2.</b> (για λέξεις) με την κύρια [[σημασία]], κυριολεκτικά («ἡ γὰρ [[λέξις]] αὕτη τοῦτο σημαίνει [[κυρίως]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[προπάντων]], [[ιδίως]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με τρόπο που αρμόζει σε κύριο, σε αφέντη, με πλήρη [[εξουσία]] («τὰς τε πόλεις τὰς Ἑλληνίδας οὕτω [[κυρίως]] παρείληφεν [[ὥστε]] τὰς μὲν αὐτῶν κατασκάπτειν», Ισοκρ.)<br /><b>2.</b> με [[βεβαιότητα]], με [[σιγουριά]]<br /><b>3.</b> κανονικά, ομαλά, [[νόμιμα]], δίκαια («ὧν ὁ [[κλῆρος]] γιγνέσθω [[κυρίως]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> με [[ακρίβεια]], [[ορθά]] («εἰ μέλλεις [[τελέως]] γυμνασάμενος [[κυρίως]] διόψεσθαι τὸ ἀληθές», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> με εξαιρετική [[σημασία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>κύρ</i>-<i>ιος</i> ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>ku</i>-<i>r</i>- (παρεκτεταμένη με -<i>r</i>-) της ΙΕ ρίζας <i>keu</i>- «[[φουσκώνω]]». Ο τ. <i>κῦρ</i>-<i>ος</i> αντιστοιχεί ακριβώς με αρχ. ινδ. <i>śura</i>-, αβεστ. <i>s</i><i>ū</i><i>ra</i> «[[ισχυρός]], [[γενναίος]]». Ο τ. [[κύριος]] συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>saav</i><i>ī</i><i>ra</i>- «[[ισχυρός]]», ουαλ. <i>cawr</i> «[[γίγαντας]]» [[καθώς]] και με το <i>κυῶ</i>, [[παρά]] τη [[διαφορά]] της σημασίας τους. Στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους σχηματίστηκε ο τ. [[κύρις]] (<span style="color: red;"><</span> [[κύριος]] με [[συγκοπή]] του -<i>ο</i>- της κατάληξης -<i>ιος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> και <i>Αντώνιος</i> > <i>Αντώνις</i>, <i>Βασίλειος</i> > <i>Βασίλεις</i>) που αργότερα γράφηκε [[κύρης]] [[κατά]] τα ουσ. σε -<i>ης</i> ([[τύπος]]: [[ναύτης]]). Οι τ. [[κύρος]] / [[κυρός]] <span style="color: red;"><</span> <i>κύροι</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κύριοι</i>, με [[απλοποίηση]] τών αλλεπάλληλων / <i>ii</i> / = -<i>ιοι</i>), ενώ το θηλ. [[κυρά]] <span style="color: red;"><</span> [[κύρα]] <span style="color: red;"><</span> [[κυρία]] (ο [[τονισμός]] πιθ. αναλογικά [[προς]] το [[πεθερά]]). Ο τ. [[κύριος]] χρησιμοποιήθηκε αρκετά [[νωρίς]] ως τιμητική [[προσφώνηση]] του θεού, τών Ρωμαίων και Βυζαντινών αυτοκρατόρων, [[καθώς]] και γονέων, δήλωνε δηλ. [[προσφώνηση]] σεβασμού [[προς]] τα αντίστοιχα πρόσωπα. Στη Νέα Ελληνική ο τ. [[κύριος]] χρησιμοποιείται αφ' ενός με σημ. «[[εξουσιαστής]], [[κυρίαρχος]]» και αφ' ετέρου ως [[προσφώνηση]] [[ανδρών]]. Ο τ. <i>κυρ</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κύρι</i>, κλητ. του [[κύρις]], με σίγηση του ληκτικού -<i>ι</i>, <span style="color: red;"><</span> [[κύριος]]) χρησιμοποιείται σε [[ένδειξη]] οικειότητας [[πριν]] από βαπτιστικό όνομα («κυρ Κώστα») και [[πριν]] από ουσ. που δηλώνουν [[αξίωμα]] ή [[επάγγελμα]] («κυρ λοχία», «κυρ δάσκαλε»)].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κυριακός]], [[κυριεύω]], [[κυριότητα]] (-<i>ότης</i>), [[κυρώνω]] ([[κυρώ]])<br /><b>αρχ.</b><br />[[κύρειος]], [[κυριώδης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κυριώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κυριοσύνη]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[Κυριακή]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[κυριαρχία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κυριοπρασία]], <i>κυριοτόκος</i>, [[κυριοφόρος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κυριοκτόνος]], [[κυριόλεκτος]], [[κυριολογώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κυριάρχης]], [[κυριέγκλειστος]], [[κυριόδουλος]], [[κυριοεργός]], [[κυριοκλησίαι]], [[κυριοκράτωρ]], [[κυριομήτωρ]], [[κυριώνυμος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[κυριαρχώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κυρίαρχος]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>δεκατοκύριος</i>, <i>μετακύριος</i>, [[παντακύριος]], [[φιλοκύριος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συγκύριος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:40, 15 February 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύριος Medium diacritics: κύριος Low diacritics: κύριος Capitals: ΚΥΡΙΟΣ
Transliteration A: kýrios Transliteration B: kyrios Transliteration C: kyrios Beta Code: ku/rios

English (LSJ)

[ῡ], α, ον, also ος, ον A.Supp.732, E.Heracl.143, Arist.Pol. 1306b20:—Thess. κῦρρος IG9(2).517.20 (Larissa, iii B.C.): (κῦρος) (not in Hom.):    I of persons, having power or authority over, c. gen., Ζεὺς ὁ πάντων κ. Pi.I.5(4).53, cf. P.2.58; ἐμῶν τε καὶ σῶν κ. πιστωμάτων A.Ag.878; πρὶν ἄν σε κ. στήσω τέκνων put thee in possession of... S.OC1041; κύριοι πολιτείας Antipho 3.1.1; κ. καταλύσεως Th.4.20; εἰρήνης καὶ πολέμου X.HG2.2.18; -ώτατοι τοῦ ἱεροῦ Th.5.53 (but ὁ -ώτατος θεὸς τοῦ ἱεροῦ, of the god to whom a temple is dedicated, OGI90.39 (Rosetta, ii B.C.)); τῶν αὑτοὺ κ. Pl.Lg.929d, cf. Isoc. 19.34, etc.; θανάτου κ. τινός with power of life and death over, Pl. Criti.120d; κ. περί τινος Arist.Pol.1286a24.    2 κύριός εἰμι c. inf., I have authority to do, am entitled to do, A.Ag.104 (lyr.); οὗτος κ. ὁρκωμοτεῖν (prob. for -ῶν) E.Supp.1189; κ. ἀπολέσαι, σῶσαι δ' ἄκυροι And.4.9, cf. Th.5.63, 8.5; -ώτεροι δοῦναι better able to give, Id.4.18; οὐ . . κ. οὔτε ἀνελέσθαι πόλεμον οὔτε καταλῦσαι X.An.5.7.27; δοῦλοι κ. μαστιγοῦν τοὺς ἐλευθέρους Ephor.29 J.; αἱ ἀρχαὶ κ. κρίνειν Arist. Pol.1287b16; also κ. τοῦ μὴ μεθυσθῆναι having power not to... Id.EN1113b32: c. acc. et inf., κ. εἶναι ἢ τοίαν εἶναι [πόλιν] ἢ τοίαν Pl.R. 429b.    3 folld. by a dependent clause, κ. γενέσθαι, ὅντινα δεῖ καταστήσασθαι Is.6.4.    4 c. part., πριαμένους τι ἢ πωλοῦντας κυρίους εἶναι Th.5.34; κ. ἦν πράσσων ταῦτα Id.8.51, cf. Plb.6.37.8, 18.37.10; κύριοι ἐόντω συλέοντες Schwyzer 337.13 (Delph.).    5 abs., having authority, supreme, τί τῶνδε κυριωτέρους μένεις; A.Supp.965; -ώτερος σέθεν E.Ba.505; ὁ πατὴρ μέχρι τούτου κ. [ἐστι] Arist.Rh.1402a1; τὸ κ. the sovereign power in a state, Id.Pol.1281a11, cf. Pl.R.565a, etc.; τὰ κ. the supreme authorities, D.19.259, Arist.Rh.1365b27; τὰ τῆσδε τῆς γῆς κ. S.OC915; at Athens, κ. ἐκκλησία a sovereign or principal assembly, Ar.Ach.19, Arist.Ath.43.4, IG12.42.22, al., 22.493.8, etc.; ἀγορὰ κ. ib.1298.7.    II of things, ὁ τῆς ὥρας τῆς καταρχῆς κ. [ἀστήρ] Serapio in Cat.Cod.Astr.1.99: but usu. abs., authoritative, decisive, δίκαι E.Heracl.l.c., And.1.88, Pl.Cri.50b; μῦθος -ώτερος of more authority, E.IA318 (troch.); -ωτάτη τῶν ἐπιστημῶν [ἡ πολιτική] Arist.Pol.1282b15; αἱ -ώτεραι ἀρχαί Id.Cael.285a26, cf. Metaph.997a12; [ἡ φρόνησις] τῆς σοφίας κυριωτέρα Id.EN1143b34; -ωτέρα ἡ καθόλου [ἀπόδειξις] Id.APo.86a23; τάραχος ὁ -ώτατος Epicur.Ep.1p.30U.; of sovereign remedies, -ωτάτη τῶν καθάρσεων Pl.Sph.230d; -ωτάτη κένωσις Gal.1.299; important, principal, κ. δόξαι, of certain doctrines of Epicurus, Phld.Ir.p.86 W.; τὰ -ώτατα μέρη τῆς φύσεως Epicur.Sent.9; -ώτερα μέρη τοῦ σώματος Philostr.Gym.50; τὰ -ώτατα the principal organs, Gal.1.385 (but, the most important matters, Epicur.Sent.16); τὸ -ώτατον τῆς Ἐφέσου Philostr.VS1.22.4: Gramm., κ. τόνος principal accent, D.T.Supp. 674.32.    2 opp. ἄκυρος, valid, νόμος, δόγματα, D.24.1, Pl.Lg. 926d; κ. ποιεῖν [τὴν γνῶσιν], opp. ἄκυρον π., D.21.92, cf. 39.15; τὰς συνθήκας κυρίας ποιεῖν Lys.18.15; ἡ συγγραφὴ ἥδε κ. ἔστω PEleph. 1.14 (iv B.C.); ἔστω τὰ κριθέντα κ. Lexap.D.21.94; so τὰς τῶν ἄλλων δόξας κ. ποιεῖν Pl.Tht.179b.    3 of times, etc., ordained, appointed, ἡ κυρίη ἡμέρη Hdt.5.50, cf. 93 (pl.); ἡ κ. τῶν ἡμερέων Id.1.48, 6.129; κ. ἐν ἡμέρᾳ A.Supp.732; τόδε κ. ἦμαρ E.Alc.105 (lyr.), etc.; κ. μήν, of a woman with child, i.e. the ninth month, Pi.O.6.32; ὅταν τὸ κ. μόλῃ φάος (prob.) the appointed time, A.Ag.766 (lyr.); κ. μένει τέλος Id.Eu.544 (lyr.); ἡ κ. [ἡμέρα] D.21.84, cf. Test.ib.93; but αἱ κ. [ἡμεραι], = κριτικαί, Hp.Aff.9.    4 legitimate, lawful, ὕπνος πόνος τε, κ. ξυνωμόται A.Eu.127, cf. 327; κύρι' ἔχοντες having lawful power, ib. 960 (lyr.).    5 ἡ κ. ἀρετή goodness proper, real goodness, Arist.EN 1144b4; [φλοιὸς] ὁ κ. Thphr.HP4.15.1; Rhet. and Gramm., κ. ὄνομα the real or actual, hence current, ordinary, name of a thing, opp. μεταφορά, γλῶττα, Arist.Rh.1404b6, 1410b12, Po.1457b3, cf. D.H. Comp.21, D.L.10.13, etc.; σπάνει κυρίου ὀνόματος for lack of a current term, D.H.Comp.24; -ώτατα ὀνόματα most ordinary terms, ib.3 (hence also κ. ὄνομα proper, personal name, Plb.6.46.10, A.D.Pron. 10.11, al., Hdn.7.5.8; ὄνομα alone in this sense, Diog.Bab.Stoic.3.213); κ. [λέξεις] Phld.Rh.1.181 S.; κατὰ τὸν κ. τρόπον, opp. καταχρωμένη, ib.1.59 S.    III Adv. κυρίως, v. sub voc.    B Subst. κύριος, ὁ, lord, master, τοῖσι κ. δωμάτων A.Ch.658, cf. 689, S.Aj.734, etc.; ὁ κ. alone, head of a family, master of a house (cf. Sch.Ar.Eq.965), Antipho 2.4.7, Ar.Pl.6, Arist.Pol.1269b10; τοὺς κ. τῶν οἰκιῶν PTeb.5.147 (ii B.C.); also, guardian of a woman, Is.6.32, PGrenf.2.15 i 13 (ii B.C.), etc.: generally, guardian, trustee, Is. 2.10, D.43.15, 46.19, Men.Epit.89, etc.    b later κύριε, as a form of respectful address, sir, Ev.Jo.12.21, 20.15, Act.Ap.16.30 (pl.), PFay. 106.15 (ii A.D.), etc.    2 fem. κυρία, ἡ, mistress, lady of the house, Philem.223, LXXIs.24.2, etc.; κ. τῆς οἰκίας Men.403: in voc., madam, D.C.48.44; applied to women from fourteen years upwards, Epict. Ench.40. (In later Gr. freq. written κύρα, PGrenf.1.61.4 (vi A.D.), etc.)    b epith. of Ἶσις, OGI180 (Egypt, i B.C.), etc.    3 of gods, esp. in the East, Σεκνεβτῦνις ὁ κ. θεός PTeb.284.6 (i B.C.); Κρόνος κ. CIG4521 (Abila, i A.D.); Ζεὺς κ. Supp.Epigr.2.830 (Damascus, iii A.D.); κ. Σάραπις POxy.110.2 (ii A.D); ἡ κ. Ἄρτεμις IG 4.1124 (Tibur, ii A.D.); of deified rulers, τοῦ κ. βασιλέος θεοῦ OGI86.8 (Egypt, i B.C.); οἱ κ. θεοὶ μέγιστοι, of Ptolemy XIV and Cleopatra, Berl.Sitzb.1902.1096: hence, of rulers in general, βασιλεὺς Ἡρώδης κ. OGI415 (Judaea, i B.C.); of Roman Emperors, BGU1200.11 (Augustus), POxy.37 i 6 (Claudius), etc.    4 ὁ Κύριος, = Hebr. Yahweh, LXX Ge.11.5, al.; of Christ, 1 Ep.Cor.12.3, etc.

German (Pape)

[Seite 1536] (κῦρος), bei den attischen Dichtern auch 2 Endg., der Herr, Gebieter, Eigenthümer von Etwas ist, Macht oder Gewalt darüber hat, unumschränkt darüber gebietet; zunächst – 1) von Personen; ὁ πάντων κύριος Pind. I. 4, 59; πρύτανι κύριε πολλᾶν ἀγυιᾶν καὶ στρατοῦ P. 2, 58; ἄγγελλε τοῖσι κυρίοισι δωμάτων Aesch. Ch. 647, vgl. Ag. 852; ὅταν δ' ὁ κύριος παρῇ τις, ὑμῶν ὅστις έστὶν ἡγεμών Soph. O. C. 288; so heißt Theseus 1643; vgl. πρὶν ἄν σε τῶν σῶν κύριον στήσω τέκνων 1045; ἐγὼ τῶν ἐνθάδ' εἰμὶ. κύριος Eur. Heracl. 262; οὐκ ἦν ὁ δῆμός τινων κύριος Plat. Legg. III, 700 d; πόλεων καὶ τόπων κύριοι Dem. 2, 2; ὁ τῶν πραγμάτων κύριος Pol. 3, 98, 10; κύριος γενόμενος τῶν ἀντιπολιτευομένων, als er die Gegenpartei überwältigt hatte, 1, 8, 4; Sp.; – θανάτου κύριος, Herr über Leben u. Tod, Plat. Critia. 120 d; κύριον εἶναι τῆς καταλύσεως, die Macht u. das Recht dazu haben, Thuc. 4, 20; Xen. An. 5, 7, 27 u. öfter. – C. inf., befugt sein, Etwas zu thun, es thun dürfen; κύριός εἰμι θροεῖν Aesch. Ag. 104; vgl. Plat. Rep. IV, 429 b; Ephorus bei Ath. VI, 263 f; auch κύριος τοῦ μὴ μεθυσθῆναι, Arist. eth. 3, 5; – c. partic., κύριός ἐστι καὶ ζημιῶν ὁ χιλίαρχος καὶ ἐνεχυράζων, er ist befugt zu strafen, Pol. 6, 37, 8, vgl. 18, 20, 10. – Daher ὁ κύριος, der Herr; so heißen bes. – a) die, welche die väter liche Gewalt über Mädchen ausüben u. sie verheirathen, Is. 6, 32; vgl. das Gesetz Dem. 46, 18; Hermann Gr. Staatsalterth. §. 119. 122. – b) der Ehem ann, Ar. Equ. 964, wo der Schol. zu vgl., u. übh. der Hausherr in Beziehung auf Frau und Kind, während δεσπότης das Verhältniß des Herrn zu den Sklaven bezeichnet. – c) der V ormund, Dem. 43, 15; Is. öfter. – d) bei Sp. bes. ehrende Anrede u. allgemeines Höflichkeitswort; vgl. Pol. 7, 9, 5. – Ἡ κυρία, die Hausfrau, Herrinn, Plut. qu. Rom. 30, Epict. 40, D. C. 48, 44. – 2) von Sachen, entscheidend, gültig, Alles, worauf eine besondere Kraft u. Wirkung beruht; ὁδὸν κυρίαν λόγων Pind. N. 7, 51; κύριος μήν, der entscheidende neunte Monat der Schwangerschaft, Ol. 6, 32; κύριον μένει τέλος, das entscheidende Ende steht bevor, Aesch. Eum. 515; ματρῷον ἅγνισμα κύριον φόνου 315; daher τὸ κύριον, die Entscheidung, ὅταν τὸ κύριον μόλῃ Aesch. Ag. 744; κύρι' ἔχοντες θεοί Eum. 918; τὰ τῆσδε τῆς γῆς κύρια, das Gesetz u. Recht des Landes, Soph. O. C. 919. Bei Dem. 19, 259, τὰ κύρι' ἅττα ποτ' ἐστὶν ἐν ἑκάστῃ τῶν πόλεων, die souveränen Gewalten in jedem Staate; vgl. Arist. pol. 3, 10; κυρία ἡμέρα, der entscheidende Tag, Eur. Or. 48 Alc. 156, wie Her. 5, 50. 93, der anberaumte, festgesetzte Tag; auch ἡ κυρίη τῶν ἡμερέων, 1, 48. 6, 129; ohne Zusatz, ἡ κυρία, Dem. u. a. Redner: vgl. B. A. 274; so κυρία ἐκκλησία, die bestimmte, festgesetzte Versammlung des Volks, im Ggstz der σύγκλητος, der außerordentlichen, zu der das Volk besonders zusammenberufen wird, Ar. Ach. 19 u. sonst; vgl. Hermann Staatsalterthümer § 128; καθ' αὑτῶν κυρίους κραίνειν δίκας Eur. Heracl. 144, die gelten sollen, im Ggstz von δίκαι ἄκυροι, Plat. Crit. 50 b; συνθήκας κυρίας ποιεῖν, für gültig erklären, bestätigen, Lys. 18, 15; δίκην ἐξούλης κυρίαν ποιησάμενος Dem. 39, 15; νόμος κύριος γενήσεται 24, 1; vgl. Aesch. ἀκύρους νόμους ἐν τοῖς κυρίοις ἀναγεγράφθαι 3, 37; ähnlich κύρια δόγματα, geltende, wirksame, Plat. Legg. XI, 926 d; τὰς δόξας κυρίας ποιεῖν Theaet. 179 b; ἔστω τὰ κριθέντα ὑ πὸ τοῦ διαιτητοῦ κύρια, es soll Gültigkeit haben, Dem. 21, 94. – 3) von der Rede, eigentlich, in der ersten natürlichen Bedeutung, im Ggstz des Uebertragenen, Figürlichen, τροπικός, Arist. rhet. 3, 2; Rhett. u. Gramm.; – ὄνομα κύριον, Eigenname, Hdn. 7, 5, 19 u. a. Sp. – Adv. κυρίως, z. B. κυρίως ἔχειν Aesch. Ag. 170; im eigentlichen Sinne, Plat. Men. 96 b; ἡ γὰρ λέξις αὕτη τοῦτο σημαίνει κυρίως Pol. 2, 22, 1; oft bei Sp., bes. Gramm.; – genau, richtig, Plat. Parm. 136 c; ganz und gar, Pol. 1, 38, 2.

Greek (Liddell-Scott)

κύριος: ῡ, α, ον, ὡσαύτως ος, ον, Εὐρ. Ἡρακλ. 143, Ἀριστ. Πολ. 5. 6, 18· (κῦρος)· λέξις μεθ’ Ὅμηρον. Ι. ἐπὶ προσώπων, ἔχων ἐξουσίαν ἢ κυριότητα ἐπί τινος, κύριοςδεσπότης τινός, μετὰ γεν., Ζεὺς ὁ πάντων κ. Πινδ. Ι. 5 (4) 67, πρβλ. Π. 2. 106· ἐμῶν τε καὶ τῶν σῶν κ. πιστωμάτων Αἰσχύλ. Ἀγ. 878· πρὶν ἄν σε κ. στήσω τέκνων, σὲ καταστήσω κύριον..., Σοφ. Ο. Κ. 1041· κύριοι πολιτείας Ἀντιφῶν 120. 40· κύριός ἐστί τινος, ἔχει ἐξουσίαν ἐπί τινος, Λατ. penes eum est, Θουκ. 4. 20· κ. εἶναι εἰρήνης καὶ πολέμου Ξεν. Ἑλλ. 2. 2. 18· κυριώτατοι τοῦ ἱεροῦ Θουκ. 5. 53· τῶν αὐτοῦ κ. Πλάτ. Νόμ. 929D, πρβλ. ἐν Ἀδήλ. 391C, κτλ.· θανάτου κ., ἔχων ἐξουσίαν ζωῆς καὶ θανάτου, Πλάτ. Κριτί. 120D · οὕτω, κ. περί τινος Ἀριστ. Πολ. 3. 15, 6. 2) κύριός εἰμι, μετ’ ἀπαρ. (ἴδε δίκαιος γ), ἔχω ἐξουσίαν ἢ δικαίωμα νὰ πράξω τι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 104· οὗτος κ. ὁρκωμοτεῖν (κατὰ τὸν Reisk. ἀντὶ -ῶν) Εὐρ. Ἱκέτ. 1189· κ. ἀπολέσαι, σῶσαι δ’ ἄκυροι Ἀνδοκ. 30. 12, πρβλ. Θουκ. 5. 63., 8. 53· κυριώτεροι δοῦναι, ἱκανώτεροι νὰ δώσωσι, Θουκ. 4. 18· οὐ... κ. οὔτε ἀνελέσθαι πόλεμον, οὔτε καταλῦσαι Ξεν. Ἀν. 5. 7, 27· αἱ ἀρχαὶ κ. κρίνειν Ἀριστ. Πολ. 3. 16, 10· οὕτω καί, κ. τοῦ μὴ μεθυσθῆναι, ἔχων τὴν δύναμιν νὰ μή..., ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Ν. 3. 5, 8. 3) ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, κ. γενέσθαι, ὅντινα δεῖ καταστήσασθαι Ἰσαῖ. 56. 26. 4) σπανιώτερον μετὰ μετοχ., πριαμένους ἢ πωλοῦντας κυρίους εἶναι Θουκ. 5. 34· κ. ἦν πράσσων ταῦτα ὁ αὐτ. 8. 51, πρβλ. Πολύβ. 6. 37, 8, πρβλ. 18. 20, 10· ― μετ’ οὐδ. ἐπιθ., τί τῶνδε κυριώτερος μένεις; Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 965· πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 505. 5) ἔχων ἐξουσίαν, ἐπιβλητικός, ὑπέρτερος, κ. εἶναι Πλάτ. Πολ. 429Β· ὁ πατὴρ μέχρι τούτου κ. ἐστι Ἀριστ. Ρητ. 2. 24, 9· τὸ κύριον; ἡ κυβερνῶσα ἐξουσίαδύναμις ἐν τῇ πολιτείᾳ, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 3. 10, 1· τὰ κύρια, αἱ ἀρχαί, οἱ ἄρχοντες, Δημ. 424. 11, Ἀριστ. Ρητ. 1. 8, 2· οὕτω, τὰ τῆσδε τῆς γῆς κ. Σοφ. Ο. Κ. 915. ΙΙ. οὐχὶ ἐπὶ προσώπων, ὁ κυριεύων, ἀποφασιστικός, ἔγκυρος, ὑπερισχύων, ἀνώτατος, δίκαι Εὐρ. Ἡρακλ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Πλάτ. Κρίτων 50Β· μῦθος κυριώτερος, μείζονος σπουδαιότητος, Εὐρ. Ι. Α. 318· κυριωτάτη τῶν ἐπιστημῶν ἡ πολιτικὴ Ἀριστ. Πολ. 3. 12, 1, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 565Α, κτλ.· αἱ κυριώτεραι ἀρχαὶ π. Οὐρ. 2. 2, 10, πρβλ. Μεταφ. 2. 2. 14· ἡ φρόνησις τῆς σοφίας κυριωτέρα ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Ν. 6. 12, 3· οὕτω, κυριωτάτη ἐπιστήμη, ἀπόδειξις, κτλ., συχν. παρ’ Ἀριστ. 2) ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἄκυρος, ἔγκυρος, ἰσχύων, νόμοι, δόγματα Δημ. 700, 8, Πλάτ. Νόμ. 926D· κ. θέσθαι τι, ὁρίζσαι δι’ ἐξουσίας, Σοφ. Ο. Τ. 1453· κ. ποιεῖσθαι τὴν δίκην, ἀντίθετον τῷ ἄκυρον π., Δημ. 544. 4., 998 ἐν τέλ.· τὰς συνθήκας κυρίας ποιεῖν Λυσ. 150· 35, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 179Β· ἔστω τὰ κριθέντα κ. Νόμ. παρ’ Δημ. 545. 11. 3) ἐπὶ χρόνου κτλ., ὡρισμένος, προσδιωρισμένος, ἡ κυρίη ἡμέρα Ἡρόδ. 5. 50, 93· ἡ κ. τῶν ἡμερέων ὁ αὐτ. 1. 48., 6. 129· κ. ἐν ἡμέρᾳ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 732· τόδε κ. ἦμαρ Εὐρ. Ἄλκ. 105, κτλ.· κ. μήν, ἐπὶ ἐγκύου γυναικός, δηλ. ὁ ἔνατος μήν, Πινδ. Ο. 6. 52· ― οὕτω, ὅταν μόλῃ τὸ κύριον, ὁ διωρισμένος χρόνος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 766· κ. μένει τέλος ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 542· ― ἐν Ἀθήναις, κυρία ἐκκλησία, τακτικὴ ἢ συνήθης συνάθροισις, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ σύγκλητος ἐκκλησία, συγκαλουμένη ἐκτάκτως δι’ ὡρισμένην τινὰ ὑπόθεσιν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 19, Συλλ. Ἐπιγρ. 111, 122, κ.ἀλλ.· οὕτως, ἡ κυρία ἡμέρα, ἡ ὡρισμένη ἡμέρα, Δημ. 541. 22· ἐπεὶ ἧκεν ἡ κ. τοῦ νόμου παρὰ Δημ. 544. 20, κτλ. 4) νόμιμος, κανονικός, ἁρμόδιος, ὕπνος πόνος τε, κ. ξυνωμόται Αἰσχύλ., Εὐμ. 127, πρβλ. 326· ― κύρια ἔχειν τινός, ἔχειν ἢ ἐξασκεῖν νόμιμον ἐξουσίαν ἐπί τινος, αὐτόθι 960. 5) ἐπὶ λέξεων ἢ λόγων, κυριολογικός, κυριολεκτικὸς καὶ συνήθης, Λατ. proprius, κ. ὄνομα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μεταφορὰ καὶ γλῶττα, Ἀριστ. Πολ. 3. 2, 6., 3. 10, 2, Ποιητ. 21, 5, κ.ἀλλ., Διογ. Λ. 10. 13, κτλ.· ἀλλὰ παρὰ μεταγεν. συγγραφ. κ. ὄνομα ἐσήμαινεν ὡσαύτως ὅ,τι καὶ παρ’ ἡμῖν, τὸ ὄνομα προσώπου ἢ πόλεως κτλ., Ἡρόδ. 7. 5. ΙΙΙ. ἐπίρρ. κυρίως, ἴδε ἐν λέξ. Β. ὡς οὐσιαστ., κύριος, ὁ δεσπότης, κύριος, Λατ. dominus, ἐπώνυμ. τῶν θεῶν, Πινδ. Π. 2. 106, Σοφ. Αἴ. 734, κτλ.· κύριος, κατέχων τι, δεσπότης τινός, τοῖσι κ. δωμάτων Αἰσχύλ. Χο. 658, πρβλ. 689, κτλ.· ἢ ὁ κύριος, ἡ κεφαλὴ τῆς οἰκογενείας, ὁ οἰκογενειάρχης, οἰκοδεσπότης (πρβλ. κοῦρος, κουρίδιος), καὶ κύριος μὲν εἶναι τῆς γυναικὸς καὶ τῶν τέκνων, δεσπότης δὲ τῶν δούλων, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 965· ἀλλὰ καὶ ἐν σχέσει πρὸς τοὺς δούλους, Ἀριστοφ. Πλ. 6, Ἀντιφῶν 120. 1-5, Ἀριστ. Πολ. 2. 9, 4· ― ὡσαύτωςἐπίτροπος ἢ κηδεμὼν κορασίου, Ἰσαῖ. 59. 26· καὶ καθόλου ἐπίτροπος, ὁ αὐτ. 51. 22, Δημ. 1054. 18., 1134. 22, κτλ.· ― ἀκολούθως ὡς καὶ νῦν, κύριε ἦτο τύπος εὐγενοῦς προσφωνήσεως, ὡς τὸ Γαλλ. sire, Ἀγγλ. sir, Γερμ. Herr, Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. ιβ΄, 21., κ΄, 15, Πράξ. Ἀποστ. ις΄, 30, κτλ. 2) ὡς θηλ., κυρία, ἡ ὡς ἔτι καὶ νῦν, ἰδίως δέσποιναοἰκοδέσποινα, Λατ. domina, Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 121· κυρίαν τῆς οἰκίας Μένανδρ. ἐν «Πλοκίῳ» 2, Πλούτ., κτλ.· ἐν τῇ κλητικῇ, ὡς καὶ νῦν, καὶ τὸ Γαλλ. madame, Δίων Κ. 48. 44. ΙΙ. ἐν Ἐπιγραφαῖς ὡς ἐπωνυμία πολλῶν θεῶν, τοῦ Διός, Ἑρμοῦ, Κρόνου κτλ., ἴδε Συλλ. Ἐπιγρ. Πίνακ. ΙΙΙ· οὕτω Κυρία, ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος, κτλ. αὐτόθι. 2) παρὰ τοῖς Ἑβδ., ὁ Κύριος, = τῷ Ἑβρ. JEHOVAH· ἐν τῇ Καιν. Διαθ. ἰδίως ἐπὶ τοῦ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui a autorité ou plein pouvoir, d’où
A. en parl. de pers.
I. qui dispose de, qui est maître de, gén. ; avec un inf. : οὐ κύριος οὔτε ἀνελέσθαι πόλεμον, οὔτε καταλῦσαι XÉN qui n’est maître ni d’exciter ni de dénouer une guerre ; avec un part. : κύριος ἦν πράσσων ταῦτα THC il était maître d’agir ainsi : πριαμένους ἢ πωλοῦντας κυρίους εἶναι THC être maîtres d’acheter et de vendre ; abs. qui est le maître de, celui qu’une chose regarde ; propre à;
II. subst.κύριος:
1 maître, souverain;
2 maître de maison, chef de famille;
3 maître d’esclaves ou de domestiques;
4 tuteur, curateur;
B. en parl. de choses qui est dominant, d’où
1 qui a pleine autorité : οὑμὸς μῦθος κυριώτερος λέγειν EUR c’est ma parole qui est la plus autorisée à se faire entendre, c’est moi qui suis le plus autorisé à parler ; subst.κυρία, pouvoir, autorité;
2 qui a sa force propre : κύριος νόμος DÉM loi en vigueur ; κύριαι συνθῆκαι LYS conventions qui ont toute leur force, càd ratifiées, confirmées ; en parl. du temps fixé, marqué : ἡ κυρία ἡμέρη HDT le jour marqué ; κυρίᾳ ἐν ἡμέρᾳ ESCHL au jour fixé ; τὸ κύριον ESCHL le moment décisif;
3 capital, principal, le plus important ; τὸ κυριώτατον ATT le point principal, le plus important;
C. t. de gramm. et de rhét. qui est employé en son sens propre et primitif, p. opp. au sens dérivé ; mot ou nom s’appliquant proprement à une personne ; nom propre;
Cp. κυριώτερος, Sp. κυριώτατος.
Étymologie: κῦρος.

English (Slater)

κῡριος (-ιος, -ίῳ, -ιε, -ιοι; -ίαν; -ιον acc.: -ιώτερο[ς], -ιώτερον.)
   a of people, authoritative ξένον μή τιν' δύναμιν κυριώτερον τῶν γε νῦν (O. 1.104) κυριώτερο[ς λτ;εἰς σοφίας λόγον> (sc. Παλαμήδης: supp. Snell ex Aristide, qui verba laudavisse videtur: αὐτὸν (= Παλαμήδεα) κυριώτερον τοῦ Ὀδυσσέως εἰς σοφίας λόγον, ὡς ἔφη Πίνδαρος) fr. 260. 7. c. gen., master of, πρύτανι κύριε πολλᾶν μὲν εὐστεφάνων ἀγυιᾶν καὶ στρατοῦ (P. 2.58) θρασύ μοι τόδ' εἰπεῖν φαενναῖς ἀρεταῖς ὁδὸν κυρίαν λόγων οἴκοθεν (cf. ἐπίκουρος) (N. 7.51) Ζεὺς ὁ πάντων κύριος (I. 5.53)
   b of time, appointed κυρίῳ δ' ἐν μηνὶ πέμποισ ἀμφιπόλους at the birth of Iamos (O. 6.32) κύριον ὃς πάντων τέλος οἶσθα καὶ πάσας κελεύθους Apollo (P. 9.44)
   c dub. & frag. [v. μυρίος, (Pae. 6.118) ] ]ων κύριοι[ Πα. 13b. 24.

Spanish

que tiene poder, que tiene autoridad, soberano, poderosa, efectiva, señor, señora, soberana

English (Abbott-Smith)

κύριος, -α, -ον (also -ος, -ον), [in LXX (subst.) chiefly for יהוה, also for בַּעַל ,אָדוֹן, etc.;]
having power (κῦρος) or authority; as subst., ὁ κ., lord, master;
1.in general: c. gen. rei, Mt 9:38 20:8, Mk 12:9 13:35, Lk 19:33; τ. σαββάτου, Mt 12:8, Mk 2:28, Lk 6:5; c. gen. pers., δούλου, etc., Mt 10:24, Lk 14:21, Ac 16:16, al.; absol, opp. to οἱ δοῦλοι, Eph 6:5, 9 al.; of the Emperor (Deiss., LAE, 161), Ac 25:26; θεοὶ πολλοὶ καὶ κ. πολλοί, I Co 8:5; of a husband, I Pe 3:6; in voc, as a title of respect to masters, teachers, magistrates, etc., Mt 13:27 16:22 27:63, Mk 7:28, Lk 5:12, Jo 4:11, Ac 9:5, al.
2.As a divine title (freq. in π.; Deiss., LAE, 353 ff.); in NT,
(a)of God: ὁ κ., Mt 5:33, Mk 5:19, Lk 1:6, Ac 7:33, He 8:2, Ja 4:15, al.; anarth. (Bl., §46, 6), Mt 21:9, Mk 13:20, Lk 1:17, He 7:21, I Pe 1:25, al.; κ. τ. οὐρανοῦ καὶ τ. γῆς, Mt 11:25; τ. κυριευόντων, I Ti 6:15; κ. ὁ θεός,Mt 4:7, 10 al.; id. seq. παντοκράτωρ, Re 4:8; κ. σαβαώθ, Ro 9:29; (ὁ) ἄγγελος κυρίου, Mt 1:20 2:13, Lk 1:11, al.; πνεῦμα κυρίου, Lk 4:18, Ac 8:39;
(b)of the Christ: Mt 21:3, Mk 11:3, Lk 1:43 20:44, al.; of Jesus after his resurrection (Dalman, Words, 330), Ac 10:36, Ro 14:8, I Co 7:22, Eph 4:5, al.; ὁ κ. μου, Jo 20:28; ὁ κ. Ἰησοῦς, Ac 1:21, I Co 11:23, al.; id. seq. Χριστός, Eph 1:2, al.; ὁ κ. ἡμῶν, I Ti 1:14, He 7:14, al.; id. seq. Ἰησοῦς, I Th 3:11, He 13:20, al.; Χριστός, Ro 16:18; Ἰ Χ., I Co 1:2, I Th 1:3, al.; Ἰ. Χ. (Χ. Ἰ) ὁ κ. (ἡμῶν), Ro 1:4, Col 2:6, Eph 3:11, al.; ὁ κ. καὶ ὁ σωτὴρ, II Pe 3:2; id. seq. Ἰ. Χ., ib. 18; anarth., I Co 7:22, 25 Ja 5:4, al.; κ. κυρίων, Re 19:16; c. prep., ἀπὸ (κατὰ, πρὸς, σὺν, etc.) κ., Col 3:24, al. SYN: v.s. δεσπότης.

English (Strong)

from kuros (supremacy); supreme in authority, i.e. (as noun) controller; by implication, Master (as a respectful title): God, Lord, master, Sir.

English (Thayer)

κυρίου, ὁ (properly, an adjective κύριος, κυρία, κύριον, also of two term.; properly equivalent to ὁ ἔχων κῦρος, having power or authority) (from Pindar down), he to whom a person or thing belongs, about which he has the power of deciding; master, lord; used a. universally, of the possessor and disposer of a thing, the owner (the Sept. for אָדון, בַּעַל): with the genitive of the thing, as τοῦ ἀμπελῶνος, τοῦ θερισμοῦ, τῆς οἰκίας, the master, τοῦ πωλου, τοῦ σαββάτου, possessed of the power to determine what is suitable to the sabbath, and of releasing himself and others from its obligations, one who has control of the person, the master (A. V. lord); in the household: δούλου, παιδίσκης, οἰκονόμου, οἱ δοῦλοι, the sovereign, prince, chief: the Roman emperor (on this use of κύριος see at length Woolsey in Bib. Sacr. for July 1861, pp. 595-608)), κύριοι, as those to whom, in the administration of the universe, departments are intrusted by God (see ἄγγελος, 2): κύριος is a title of honor, expressive of respect and reverence, with which servants salute their master, Winer's Grammar, § 65,5a.)), κύριε, κύριε, R G in α. to God, the ruler of the universe (so the Sept. for אֲדֹנָי, אֱלוהַּ, אֱלֹהִים, יְהוָה, and יָהּ; (the term κύριος is used of the gods from Pindar and Sophocles down, but "the address κύριε, used in prayer to God, though frequent in Epictetus does not occur (so far as I am aware) in any heathen writing before the apostolic times; sometimes we find κύριε ὁ Θεός, and once (2,7, 12) he writes κύριε ἐλέησόν (Lightfoot on Philippians , p. 314note{3}))) — both with the article, ὁ κύριος: R G); ἔλεος, 3); R G), etc.; and without the article (cf. Winer s Grammar, 124 (118); Buttmann, 88f (77f)): T Tr text WH text), 9; κύριος τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, κύριος τῶν κυριευόντων, κύριος ὁ Θεός, see Θεός, 3, p. 288a (and below); κύριος ὁ Θεός ὁ παντοκράτωρ, κύριος σαβαώθ, ἄγγελος and ὁ ἄγγελος κυρίου, πνευαμα κυρίου, ὑπό (R G add the article) κυρίου, παρά κυρίου, παρά κυρίῳ, β. to the Messiah; and that αα. to the Messiah regarded universally: ββ. to Jesus as the Messiah, since by his death he acquired a special ownership in mankind, and after his resurrection was exalted to a partnership in the divine administration (this force of the word when applied to Jesus appears especially in ὁ κύριος, G L T Tr WH); T Tr WH); ὁ κύριος μου καί ὁ Θεός μου, ἀπό τοῦ κυρίου, πρός τόν κύριον ὁ κύριος Ἰησοῦς, T Tr WH); ὁ κύριος Ἰησοῦς Χριστός, R; 23 R G L); WH brackets Χριστός); R G), etc.; κύριος ἡμῶν, Ἰησοῦς added (L T Tr WH in L T Tr (yet without ἡμῶν)); so with Χριστός, G L T Tr WH); and Ἰησοῦς Χριστός, Buttmann, 155 (136)); R G), ); ἡμῶν)); WH brackets ἡμῶν); R G); T WH omit ἡμῶν); G L T Tr WH omit ἡμῶν), etc.; Ἰησοῦς Χριστόςκύριος ἡμῶν, Χριστός Ἰησης ὁ κύριος (ἡμῶν), ὁ κύριος καίσωτήρ, Buttmann, 155 (136)); with Ἰησοῦς Χριστός added, κύριος: κύριος κυρίων, i. e. Supreme Lord (cf. Winer s Grammar, § 36,2; (Buttmann, § 123,12)): α. above; of God, ἀπό κυρίου, κατά κύριον, πρός κύριον, σύν κυρίῳ, ὑπό κύριον, ἐν κυρίῳ, frequent in Paul, and except in his writings found only in ἐν, I:6b., p. 211b. The appellationκύριος, applied to Christ, passed over in Luke and John even into historic narrative, where the words and works of Jesus prior to his resurrection are related: R G L Tr brackets); T Tr marginal reading Ἰησοῦς); κύριος everywhere not of God, but of Christ. But, to omit instances where the interpretation is doubtful, as ὁ κύριος τῆς εἰρήνης, cf. ὁ Θεός τῆς εἰρήνης, ἑκάστῳ ὡς ὁ κύριος ἔδωκεν, κατά τήν χάριν τοῦ Θεοῦ τήν δοθεῖσαν μοι in κρινόμενοι ὑπό τοῦ κυρίου in Winer, De sensu vocum κύριος et ὁ κύριος in actis et epistolis apostolorum. Erlang. 1828; Wesselus Scheffer, diss. theol. exhibens disquisitionem de vocis κύριος absolute positae in N. T. usu. Lugd. 1846 (a monograph I have not seen); (Stuart in the Bib. Repos. for Oct. 1831, pp. 733-776; cf. Weiss, Biblical Theol. d. N. T. § 76; Cremer, Biblical-theol. Lex. under the word; Abbot in the Journal of the Society for Biblical Literature and Exegesis for June and December, 1881, p. 126ff, June and December, 1883, p. 101 f On the use of a capital initial, see WH. Introductory § 414). The word does not occur in the (Epistle to Titus (critical editions), the) First Epistle of John (nor in the Second or the Third; for in κυρίου is dropped by the critical editors. Synonym: see δεσπότης, at the end).

Greek Monolingual

-α, -ο, θηλ. και -ία (AM κύριος, -ία, -ον, θηλ. και -ος)
1. αυτός που έχει δύναμη, εξουσία πάνω σε κάποιον, εξουσιαστής, κυρίαρχος (α. «ο στρατός είναι κύριος της κατάστασης» β. «θανάτου δὲ τὸν βασιλέα τῶν συγγενών μηδενὸς εἶναι κύριον», Πλάτ.
γ. «πόλεων καὶ τόπων, ὧν ἧμέν ποτε κύριοι», Δημοσθ.)
2. (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που έχει κάτι στην κυριότητά του, ιδιοκτήτης, κάτοχος («ο κύριος του οικοπέδου»)
3. σημαντικός, ουσιώδης, βασικός, θεμελιώδης (α. «οι γυναίκες είναι η κύρια αιτία της καταστροφής του» β. «τὰς μὲν δίκας... καὶ τὰς διαίτας ἐποιήσατε κυρίας εἶναι», Ανδοκ.
γ. «κυριώτερα μέρη τοῦ σώματος», Φιλόστρ.)
4. αυτός που λέγεται με κυριολεξία, κυριολεκτικός («η κύρια σημασία της λέξης»)
5. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο κύριος, η κυρία
τιμητική προσηγορία ή προσφώνηση σε θεούς, αυτοκράτορες, ηγεμόνες, εκκλησιαστικούς άρχοντες και γενικά ως ένδειξη σεβασμού («οι κύριοι βουλευτές παρακαλούνται να μην διακόπτουν τον ομιλητή»)
6. το αρσ. ως ουσ. α) δεσπότης, οικοδεσπότης («οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν», ΚΔ)
β) σύζυγος ή πατέρας
7. το θηλ. ως ουσ. α) η σύζυγος του οικοδεσπότη, η οικοδέσποινα
β) τιμητική προσαγόρευση παντρεμένης γυναίκας («ὁ πρεσβύτερος, ἐκλεκτῇ κυρίᾳ καὶ τοῑς τέκνοις αὐτῆς», ΚΔ)
8. (το αρσ. ως κύριο όν.) ο Κύριος
α) ο Θεός («χαῑρε, κεχαριτωμένη
ὁ Κύριος μετὰ σοῡ», ΚΔ)
β) ο Ιησούς Χριστός («μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν τῇ βασιλείᾳ σου», ΚΔ)
9. φρ. «κύριο όνομα» — το ιδιαίτερο όνομα το οποίο γράφεται με αρκτικό κεφαλαίο γράμμα και με το οποίο ένα ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα διακρίνεται από άλλα ομοειδή («τῷ τε κυρίῳ αὐτοῦ ὀνόματι προσθέντες Ἀφρικανὸν ἐκάλεσαν ἀφ' ἑαυτῶν», Ηρωδιαν.)
νεοελλ.
1. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. α) σοβαρός και αξιοπρεπής άνθρωπος (α. «είναι καθώς πρέπει κύριος» β. «φέρθηκε σαν κυρία»)
β) ο δάσκαλος, η δασκάλα («θα το πω στον κύριο»)
2. φρ. α) «πρώτο και κύριο» — πρωτίστως
β) «είναι κύριος του εαυτού του». i) είναι αυτεξούσιος, είναι ανεξάρτητος
ii) μπορεί να συγκρατήσει τον εαυτό του
γ) «κύρια πρόταση» — πρόταση η οποία εκφέρεται μόνη της ή συνδέεται κατά παράταξη με άλλη ή με άλλες προτάσεις, σε αντιδιαστολή με τη δευτερεύουσα ή εξαρτημένη πρόταση
δ) «Κύριος οίδε» — είναι άγνωστο
ε) «Θεέ και Κύριε» ή «Κύριε τών Δυνάμεων» — ως έκφραση απορίας και κατάπληξης
στ) «Κύριε, ελέησον» — λέγεται για δήλωση μεγάλης απορίας
ζ) «απεδήμησε εις Κύριον» — πέθανε
η) «Σοί, Κύριε» — λέγεται σε περιπτώσεις απόλυτης υποταγής
θ) «θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματι μου» — λέγεται από κάποιον που προσπαθεί να συγκρατήσει τον εαυτό του για να μην εκστομίσει βαριά φράση ή μομφή
3. παροιμ. «το πολύ το "Κύριε, ελέησον" το βαριέται κι ο θεός» ή «το πολύ το "Κύριε ελέησον" το βαριέται και ο παπάς» — όταν κάτι επαναλαμβάνεται συχνά, έστω κι αν λέγεται προς τιμήν κάποιου, καταντά ανιαρό
μσν.
1. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο βασιλιάς, ο άρχοντας
2. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Κυρία
η Παναγία
3. φρ. α) «εἶμαι κύριος τοῦ εαυτού μου» — ορίζω τον εαυτό μου
β) «κάτοχος τῶν νηῶν» — καπετάνιος
αρχ.
1. έγκυρος («κύρια τελοῡντες τὰ τούτων δόγματα», Πλάτ.)
2. θεμιτός, νόμιμος
3. (για χρόνο) προσδιορισμένος, ορισμένος («ἡ κυρίη ἡμέρη ἐγένετο τῆς ὑποκρίσιος», Ηρόδ.)
4. φυσικός, πραγματικός («ἡ κυρία ἀρετή», Αριστοτ.)
5. συνηθισμένος, κοινόςἅπαν δὲ ὄνομά ἐστιν ἢ κύριον ἢ γλῶτταμεταφορά... λέγω δὲ κύριον μὲν ᾧ χρῶνται ἕκαστοι», Αριστοτ.)
6. το αρσ. ως ουσ. επίτροπος, επιμελητής (α. «γυναῑκα ἔλαβεν ἐκ τῆς Ἑλλάδος τῶν κυρίων διδόντων», Δίων Χρυσ.
β. «κύριος γεγενημένος τούτου», Μέν.)
7. το θηλ. ως ουσ. α) δύναμη, ισχύς, κυριαρχία
β) εξουσία, δικαίωμα κατοχής («ἡ σύγκλητος... ἔχει τὴν τοῦ ταμείου κυρίαν», Πολ.)
γ) προσαγόρευση γυναίκας που είχε υπερβεί το δέκατο τέταρτο έτος της ηλικίας της
8. το ουδ. ως ουσ. τὸ κύριον
η δύναμη που κυβερνά, που έχει την εξουσία σε μια πολιτεία («τί δεῑ τὸ κύριον εἶναι τῆς πόλεως... τὸ πλῆθος ἢ τοὺς πλουσίους», Αριστοτ.)
9. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τἀ κύρια
οι ανώτατες αρχές («τὰ τῆσδε γῆς κύρια», Σοφ.)
10. (το ουδ. πληθ. υπερθ. ως ουσ.) τὰ κυριώτατα
τα σπουδαιότερα όργανα του σώματος
11. φρ. α) «κύριος μήν» — ο ένατος μήνας της εγκυμοσύνης
β) (στην Αθήνα) «κυρία ἐκκλησία» — η νόμιμη και καθορισμένη εκκλησία του δήμου κατά την οποία κυρώνονταν τα ψηφίσματα.
επίρρ...
κυρίως και κύρια (AM κυρίως)
1. κατ' εξοχήν, πρωτίστως («μάς ενδιαφέρει κυρίως να μάθουμε ποια είναι η αιτία»)
2. (για λέξεις) με την κύρια σημασία, κυριολεκτικά («ἡ γὰρ λέξις αὕτη τοῦτο σημαίνει κυρίως», Πολ.)
νεοελλ.
προπάντων, ιδίως
αρχ.
1. με τρόπο που αρμόζει σε κύριο, σε αφέντη, με πλήρη εξουσία («τὰς τε πόλεις τὰς Ἑλληνίδας οὕτω κυρίως παρείληφεν ὥστε τὰς μὲν αὐτῶν κατασκάπτειν», Ισοκρ.)
2. με βεβαιότητα, με σιγουριά
3. κανονικά, ομαλά, νόμιμα, δίκαια («ὧν ὁ κλῆρος γιγνέσθω κυρίως», Πλάτ.)
4. με ακρίβεια, ορθά («εἰ μέλλεις τελέως γυμνασάμενος κυρίως διόψεσθαι τὸ ἀληθές», Πλάτ.)
5. με εξαιρετική σημασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κύρ-ιος ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα ku-r- (παρεκτεταμένη με -r-) της ΙΕ ρίζας keu- «φουσκώνω». Ο τ. κῦρ-ος αντιστοιχεί ακριβώς με αρχ. ινδ. śura-, αβεστ. sūra «ισχυρός, γενναίος». Ο τ. κύριος συνδέεται με αρχ. ινδ. saavīra- «ισχυρός», ουαλ. cawr «γίγαντας» καθώς και με το κυῶ, παρά τη διαφορά της σημασίας τους. Στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους σχηματίστηκε ο τ. κύρις (< κύριος με συγκοπή του -ο- της κατάληξης -ιος (πρβλ. και Αντώνιος > Αντώνις, Βασίλειος > Βασίλεις) που αργότερα γράφηκε κύρης κατά τα ουσ. σε -ης (τύπος: ναύτης). Οι τ. κύρος / κυρός < κύροι < κύριοι, με απλοποίηση τών αλλεπάλληλων / ii / = -ιοι), ενώ το θηλ. κυρά < κύρα < κυρία (ο τονισμός πιθ. αναλογικά προς το πεθερά). Ο τ. κύριος χρησιμοποιήθηκε αρκετά νωρίς ως τιμητική προσφώνηση του θεού, τών Ρωμαίων και Βυζαντινών αυτοκρατόρων, καθώς και γονέων, δήλωνε δηλ. προσφώνηση σεβασμού προς τα αντίστοιχα πρόσωπα. Στη Νέα Ελληνική ο τ. κύριος χρησιμοποιείται αφ' ενός με σημ. «εξουσιαστής, κυρίαρχος» και αφ' ετέρου ως προσφώνηση ανδρών. Ο τ. κυρ (< κύρι, κλητ. του κύρις, με σίγηση του ληκτικού -ι, < κύριος) χρησιμοποιείται σε ένδειξη οικειότητας πριν από βαπτιστικό όνομα («κυρ Κώστα») και πριν από ουσ. που δηλώνουν αξίωμα ή επάγγελμα («κυρ λοχία», «κυρ δάσκαλε»)].
ΠΑΡ. κυριακός, κυριεύω, κυριότητα (-ότης), κυρώνω (κυρώ)
αρχ.
κύρειος, κυριώδης
αρχ.-μσν.
κυριώ
μσν.
κυριοσύνη
μσν.- νεοελλ.
Κυριακή.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κυριαρχία
αρχ.
κυριοπρασία, κυριοτόκος, κυριοφόρος
αρχ.-μσν.
κυριοκτόνος, κυριόλεκτος, κυριολογώ
μσν.
κυριάρχης, κυριέγκλειστος, κυριόδουλος, κυριοεργός, κυριοκλησίαι, κυριοκράτωρ, κυριομήτωρ, κυριώνυμος
μσν.- νεοελλ.
κυριαρχώ
νεοελλ.
κυρίαρχος. (Β' συνθετικό) αρχ. δεκατοκύριος, μετακύριος, παντακύριος, φιλοκύριος
νεοελλ.
συγκύριος].

Greek Monotonic

κύριος: [ῡ], -α, -ον και -ος, -ον· (κῦρος)· Α. I. 1. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που έχει εξουσία ή επιρροή πάνω σε, κύριος ή αφέντης, με γεν., σε Πίνδ., Αττ.· κύριός εἰμι, με απαρ., έχω εξουσία να κάνω, δικαιούμαι να πράξω, σε Αισχύλ. κ.λπ.· κυριώτεροι δοῦναι, περισσότερο ικανοί να δώσουν, σε Θουκ.
2. απόλ., αυτός που έχει εξουσία, επιτακτικός, επιβλητικός, αυταρχικός, κυρίαρχος, κ. εἶναι, έχω εξουσία, σε Πλάτ.· τὸ κύριον, η κυρίαρχη αρχή σε μια πολιτεία, τὰ κύρια, οι αρχές, οι έννομες εξουσίες, σε Σοφ., Δημ.
II. 1. όταν δεν λέγεται για πρόσωπα, αυταρχικός, εξουσιαστικός, δεσποτικός, υπερισχύων, ανώτατος, δίκαι, σε Ευρ.· μῦθος κυριώτερος, περισσότερης ισχύος, στον ίδ. κ.λπ.
2. αντίθ. προς το ἄκυρος, νόμιμος, έγκυρος, ισχύων, νόμοι, δόγματα, σε Δημ.· κ. θέσθαι ή ποιεῖσθαί τι, ορίζω, προσδιορίζω από θέση ισχύος, σε Σοφ., Δημ.
3. λέγεται για χρόνο κ.λπ. ορισμένος, ταξινομημένος, προσδιορισμένος, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· ομοίως, τὸ κύριον, ο ορισμένος χρόνος, σε Αισχύλ.· στην Αθήνα, κυρίαἐκκλησία, κανονική ή τακτική συνέλευση του δήμου, αντίθ. προς το σύγκλητος ἐκκλησία (μια που συγκαλείται εκτάκτως), σε Αριστοφ.
4. νόμιμος, κανονικός, τακτός, πρέπων, αρμόδιος, σε Αισχύλ.
5. λέγεται για λέξεις, κυριολεκτικός, ομιλούμενος, Λατ. proprius, σε Αριστ. Β. I. 1. ως ουσ., κύριος, , άρχοντας, αφέντης, κύριος, Λατ. dominus, λέγεται για τους θεούς, σε Πίνδ., Σοφ. κ.λπ.· η κεφαλή της οικογένειας, τύπος ευγενικής προσφώνησης, όπως το «κύριε», σε Καινή Διαθήκη
2. κυρία, , δέσποινα ή οικοδέσποινα, Λατ. domina, σε Μένανδρ. κ.λπ.
II. ὁ Κύριος, ο Κύριος, ο Ιησούς Χριστός, = Εβρ. JEHOVAH, LXX·στην Κ.Δ. ιδίως, λέγεται για το Χριστό.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κύριος -α -ον, f. ook -ος van pers. die meester is (van) gezag hebbend, gemachtigd, bevoegd:; τί τῶνδε κυριωτέρους μένεις; waarom wacht je op anderen die meer gezag hebben dan dezen? Aeschl. Suppl. 965; ἐγώ … κυριώτερος σέθεν ik heb meer te zeggen dan jij Eur. Ba. 505; met gen.:; κ. εἰρήνης καὶ πολέμου bevoegd over vrede of oorlog Xen. Hell. 2.2.18; κύριος θανάτου die beslist over leven en dood Plat. Criti. 120d; κύριός εἰμι met inf. bevoegd zijn om:; κύριός εἰμι θροεῖν ik ben bevoegd om te vertellen Aeschl. Ag. 104; κ. ἀπολέσαι de bevoegdheid hebben ter dood te veroordelen And. 4.9; de macht hebben om, in de positie zijn om: ook met τοῦ μή + inf.:; κύριος τοῦ μὴ μεθυσθῆναι in staat om niet dronken te worden Aristot. EN 1113b32; met AcI:; οὐ... κύριοι ἂν εἶεν ἢ τοίαν αὐτὴν εἶναι ἢ τοίαν zij hebben niet de macht (om te maken dat) de staat zelf het een of het ander (laf of dapper) is Plat. Resp. 429b; met ptc.:; κύριος ἦν αὐτὸς ταῦτα πράσσων hij was in de positie dat zelf te doen Thuc. 8.51.1; ὥστε... μήτε πριαμένους τι ἢ πωλοῦντας κυρίους εἶναι zodat zij niet de bevoegdheid hadden iets te kopen of te verkopen Thuc. 5.34.2; adv. soeverein:. τὰς πόλεις... κυρίως... παρείληφεν de steden heeft hij in absoluut gezag overgenomen Isocr. 4.137. subst. ὁ κύριος heer, meester, eigenaar, m. n. van wie aan het hoofd staat van een huis of familie; jur. beschermheer, vertegenwoordiger voor de wet; als aanspreekvorm heer, meneer; f. ἡ κυρία meesteres, eigenares, vrouw. van zaken gezaghebbend, belangrijk, bindend, geldig:; ὕπνος πόνος τε κύριοι συνωμόται slaap en vermoeienis, sterke bondgenoten Aeschl. Eum. 127; κυρίους κραίνειν δίκας wettige uitspraken doen Eur. Hcld. 143; οὑμὸς μῦθος κυριώτερος mijn woord heeft meer autoriteit Eur. IA 318; κύριον ποιεῖν bekrachtigen Lys. 18.15; μεγίστη καὶ κυριωτάτη τῶν καθάρσεών de belangrijkste en meest probate reiniging Plat. Sph. 230d; met περί + gen.:; περὶ τῶν γ ’ ἄλλων εἶναι δεῖ κυρίους in alle andere kwesties dienen zij (de wetten) wel bindend te zijn Aristot. Pol. 1286a24; τὰ κυριώτατα καὶ μέγιστα τῶν ἱερῶν de voornaamste en belangrijkste heilige voorwerpen Plut. Cam. 21.1; adv. geldig:. κυρίως ἔχειν kracht van wet hebben Aeschl. Ag. 178; κυρίως αἰτεῖσθαι met recht en reden opeisen Soph. Ph. 63. van tijd vastgesteld, afgesproken:. κυρίᾳ τ ’ ἐν ἡμέρᾳ op de afgesproken dag Aeschl. Suppl. 732; ἡ κυρίη ἡμέρη τῆς ὑποκρίσιος de voor het antwoord vastgestelde dag Hdt. 5.50.1. van woorden en ideeën gangbaar; in de gewone zin; in de ware of precieze zin:; ἡ κυρία ἀρετή voortreffelijkheid in de ware zin van het woord Aristot. EN 1144b4; adv.:; κυρίως διδασκάλους εἶναι leraren in de ware zin des woords zijn Plat. Men. 96b; ἡ τοιαύτη κατάστασις οὐδὲ δημοκρατία κυρίως een dergelijke inrichting is ook geen werkelijke democratie Aristot. Pol. 1292a36; πρώτως καὶ κυρίως in de primaire en eigenlijke betekenis Aristot. EN 1157a31; κύρια ὀνόματα alledaagse woorden; ook eigennamen; adv. precies:. κυρίως διόψεσθαι τὸ ἀληθες om de waarheid precies te kunnen doorschouwen Plat. Parm. 136c. subst.: ἡ κυρία de afgesproken dag; τὸ κύριον het hoogste gezag; τὰ κύρια de autoriteiten; τὸ κυριώτατον het belangrijkste.

Russian (Dvoretsky)

κύριος: II (ῡ) ὁ
1) повелитель, владыка (Ζεὺς ὁ πάντων κ. Pind.);
2) господин, хозяин, глава (δωμάτων Aesch.);
3) хранитель, опекун (τῆς θυγατρός τινος Isae.);
4) господь NT.
и 2 (ῡ)
1) имеющий власть, властвующий, господствующий: τῶν αὑτοῦ κ. Plat. находящийся в здравом уме; θανάτου κ. Plat. имеющий власть над (жизнью и) смертью;
2) имеющий право или возможность (ποιεῖν τι Xen., Arst.): κ. ἦν πράσσων ταῦτα Thuc. в его власти было действовать так; πριαμένους ἢ πωλοῦντας κυρίους εἶναι Thuc. иметь право купли и продажи;
3) узаконенный, законный, установленный (ἐκκλησία Arph.); вступивший в законную силу, утвержденный, непреложный (δίκαι Eur.; συνθῆκαι Lys.; νόμος Dem.);
4) установленный, назначенный, определенный (ἡμέρη Her.; ἦμαρ Eur.): κ. μήν Pind. месяц разрешения от бремени;
5) сильный, могущественный (συλλήπτωρ Plat.);
6) главный, основной, важнейший (μέγιστος καὶ κ. Plat.; αἱ κυριώταται φλέβες Arst.; δύο τὰ πάντων ἐστὶ κυριώτατα Plut.);
7) употребляемый в основном или прямом, т. е. не переносном своем значении (ὄνομα Arst.);
8) грам. прилагаемый к одному лишь предмету, т. е. собственный (ὄνομα Plut.). - см. тж. κύριον.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: lord, ruler, possessor, adj. (m. f. n.) ruling, deciding, entitled to, decided (posthom.), f. κυρία (lady) who rules (hell.).
Derivatives: κυρία (from κυρι-ία; cf. κυρεία from κυριεύω below) f. rule, possession (Arist., hell.), κυριότης f. lordship, rule (christ. lit.); κυριακός belonging to the lord (= Christ), to the emperor (Empire); κυριεύω be, become lord, possess, get power (X., Arist.) with κυριεία, κυρεία (Schwyzer 194) possession, proprietary rights (hell.), κυριευτικός, Adv. -κῶς regarding the prop. rights (pap.). - κυρωθῆναι, act. κυρῶσαι, κυρόω become, make rightful (IA.) with κύρωσις ratification (Th., Pl.), κυρωτής who ratifies (Att. inscr.); backformation κῦρος n. authority, confirmation (IA.) - ἄκυρος without authority, unvalid (Att.) with ἀκυρόω make unvalid (Din., hell.), from where ἀκύρωσις, -ωτος with -ωσία (late).
Origin: IE [Indo-European] [592] *ḱeuh₂- swell, strong
Etymology: Like e.g. ἄν-υδρ-ος without water is based on ὕδωρ, ἄ-κυρ-ος without authority supposes an r-stem, which is also seen in κύρ-ιος. Beside κύρ-ιος there may have been an ο-deriv. *κῦρ-ος, which would agree with Skt. śū́ra-, Av. sūra- hero; cf. the Skt. words for sun, sū́r-ya- and sū́r-a- from súvar- n. (old l-stem, s. on ἥλιος). Cf. Schwyzer 727 n. 2; slightly different Wackernagel Syntax 2, 61 n. 1. From *κῦρος m. perhaps also κυρωθῆναι, κυρόω; but κυρ-ωθῆναι can be derived directly from the r-stem (ἀνδρ-ωθῆναι : ἀνήρ). A trace of this r-stem shows ἔγ-κυαρ pregnant (Milet, VIa), from *κύαρ foetus (Kretschmer Glotta 8, 250). Other derivations: Skt. śávīra- strong, powerful (*ḱeuh₂-ro-), Celt., e.g. Gaul. Καυαρος, Welsh cawr giant; (uncertain Κυάρη ἡ Ἀθηνᾶ H.) - Further s. on κυέω.

Middle Liddell

κύ¯ριος, η, ον κῦρος
I. of persons, having power or authority over, lord or master of, c. gen., Pind., attic:— κύριός εἰμι, c. inf., I have authority to do, am entitled to do, Aesch., etc.; κυριώτεροι δοῦναι better able to give, Thuc.
2. absol. having authority, authoritative, supreme, κ. εἶναι to have authority, Plat.; τὸ κύριον the ruling power in a state, τὰ κύρια the authorities, Soph., Dem.
II. not of persons, authoritative, decisive, dominant, supreme, δίκαι Eur.; μῦθος κυριώτερος of more authority, Eur., etc.
2. opp. to ἄκυρος, authorised, ratified, valid, νόμοι, δόγματα Dem.; κ. θέσθαι or ποιεῖσθαί τι to appoint by authority, Soph., Dem.
3. of times, etc., fixed, ordained, appointed, Hdt., Eur., etc.;—so, τὸ κύριον the appointed time, Aesch.:—at Athens, κυρία ἐκκλησία a regular or ordinary assembly, opp. to σύγκλητος ἐκκλησία (one specially summoned), Ar.
4. legitimate, regular, proper, Aesch.
5. of words, authorised, vernacular, Lat. proprius, Arist.
B. as Subst.,
κύριος, ὁ,
I. a lord, master, Lat. dominus, of gods, Pind., Soph., etc.: the head of a family, master of a house, Aesch., etc.:—later, κύριε was a form of respectful address, like our sir, NTest.
2. κυρία, ἡ, mistress or lady of the house, Lat. domina, Menand., etc.
II. ὁ Κύριος, the Lord, = Hebr. Jehovah, Lxx.; in NTest. esp. of Christ.