φεύγω
Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld
English (LSJ)
Il.21.472, etc.: Ep. inf. φευγέμεν, φευγέμεναι, 10.147, 21.13; impf.
A ἔφευγον 22.158, etc., Poet. φεῦγον 9.478, Tyrt.5.8, Pi.N. 9.13: iter. φεύγεσκον Il.17.461, Hdt.4.43: fut. φεύξομαι Il.18.307, etc.; also φευξοῦμαι in E. and Com., E.Med.341, 346, Hel.500,1041, Ba.659, Ar.Ach.203 (cod. R), 1129, Pl.447, Av.932 (ἀποφεύγω), Men. 283 (but dub. where found in Att. Prose, Pl.Lg.635c, al., D.38.19; φευξεῖται is dub. l. in IPE12.24.11 (Olbia, iv B. C.); fut. Act. ἐκ-φεύξω only late, v.l. in Aesop.349b, cf. Chambry ii p.479): aor. ἔφῠγον, Ion.φύγεσκον Od.17.316: pf. πέφευγα Hdt.7.154 codd. (v. infr.11.1a); opt. πεφεύγοι Il.21.609 (ἐκ-πεφευγοίην S.OT840), part. πεφευγότες Od.1.12; part. pf. Pass. πεφυγμένος in act. sense, Il.6.488, Od.1.18, etc. (in pass. sense, Epicur.Fr.423); Ep. πεφυζότες (cf. φύζα) Il.21.6,528, 532, 22.1, later sg. πεφυζώς Nic.Th.128; Aeol. πεφύγγων, v. φυγγάνω:—Med., μὴ φεύγησθε Anon.Hist. in PLit.Lond.115: aor. 1 διαφεύξασθαι Decr.Ath. in Hp.Ep.25.
I abs., flee, take flight, opp. διώκω, Il.22.157, etc.; βῆ φεύγων ἐπὶ πόντον 2.665; πῇ φεύγεις; 8.94; πόσε φεύγετε; 16.422; ποῖ φύγωμεν.. χθονός; A.Supp.777 (lyr.); ποῖ τις οὖν φύγῃ; S.Aj.403 (lyr.); ἐνθένδε ἐκεῖσε φ. Pl.Tht.176b: with Preps., φ. ἀπό τινος Od.12.120; φεύξονται ἀφ' ἑαυτῶν εἰς φιλοσοφίαν Pl.Tht.168a, etc.; ἐκ πολέμοιο, ἐκ θανάτοιο, Il.7.118, 20.350; ἐκ κακῶν πεφευγέναι S.Ant.437, cf. Hdt.1.65; ὑπὲκ κακοῦ Il.15.700, cf. 17.461 (rarely c. gen. only, πεφυγμένος ἦεν ἀέθλων (v. infr. ΙΙ) Od.1.18; τῆς νόσου πεφευγέναι S.Ph.1044); φ. ἐς πατρίδα γαῖαν Il. 2.140, 159, al.; ἐπὶ Σάρδεων, ἐπὶ τὸν Ἑλικῶνα, X.Cyr.7.2.1, Ages. 2.11; πρὸς τὸ ὄρος Id.HG3.5.19; ὑπὸ γᾶν A.Eu.175 (lyr.); ὑπὸ δελφῖνος ἰχθύες φ. Il.21.23, cf. 554 (cf. infr. 111.2): c. acc. cogn., φύγε λαιψηρὸν δρόμον ran the course full swiftly, Pi.P.9.121; τίνα φυγὴν φευξούμεθα; E.Hel.1041; φ. τὴν παρὰ θάλασσαν (sc. ὁδόν) flee by the shore route, Hdt.4.12; cf. infr. III; for φυγῇ φεύγειν, v. infr. 11.1, φυγή 1.1.
2 pres. and impf. tenses prop. express only the purpose or endeavour to get away: hence part. φεύγων is added to the compd. Verbs καταφεύγω, ἐκφεύγω, προφεύγω, to distinguish the attempt from the accomplishment, βέλτερον, ὃς φεύγων προφύγῃ κακὸν ἠὲ ἁλώῃ it is better that one should flee and escape than stay and be caught, Il.14.81; φεύγων ἐκφεύγει Hdt.5.95, cf. Ar.Ach.177; φ. καταφυγεῖν Hdt.4.23.
3 φ. εἰς.. have recourse to.. take refuge in... ἐς τοὺς ἀφώνους μάρτυρας E.Hipp.1076.
4 c. inf., shun or shrink from doing, Hdt.4.76, Antipho 1.13, Pl.Ap.26a; with inf. omitted, φεύγουσι γάρ τοι χοἱ θρασεῖς shrink back, S.Ant. 580.
II c. acc., flee, avoid, escape, Ἕκτορα Il.11.327, etc.; φ. τινὰ ἐκ μάχης Hdt.7.104; φ. ἐς τὴν Ἀσίην τοὺς Σκύθας Id.4.12; φ. θάνατον Il.1.60; ἔνθ' ἄλλοι μὲν πάντες, ὅσοι φύγον αἰπὺν ὄλεθρον, οἴκοι ἔσαν πόλεμόν τε πεφευγότες ἠδὲ θάλασσαν Od.1.11; ἔφυγον κακόν, εὗρον ἄμεινον, formula used by μύσται, D.18.259; with modal dat., φ. ὄνειδος λόγοις, ἀμαχανίαν ἔργῳ, Pi.O.6.90, P.9.92; avoid, shun, χρὴ.. φεύγειν τὰ παχύνοντα Gal.Vict.Att.12; τὴν ἀργίαν καὶ τὴν ἀκινησίαν τοῦ σώματος Sor.1.93, cf. 46, al.; φόνον φ. flee the consequences of the murder, E.Med.796; αἷμα συγγενὲς φ. χθονός Id.Supp.148; τὰν Διὸς μῆτιν φ. A.Pr.906 (lyr.); ὀσμὴν... μὴ βάλῃ, πεφευγότες S.Ant.412; φεύγων φυγῇ τὸ γῆρας Pl.Smp. 195b; ἐς πόντον.. φύγε πέτρας νηῦς Od. 10.131; οὐδεμία [πόλις] πέφευγε (sed fort. leg. ἀπέφυγε) δουλοσύνην πρὸς Ἱπποκράτεος at the hands of... Hdt.7.154: part. pf. Pass. also retains the acc. in Hom. in periphrastic phrases, μοῖραν δ' οὔ τινά φημι πεφυγμένον ἔμμεναι ἀνδρῶν Il.6.488; πεφυγμένον ἔμμεν ὄλεθρον Od.9.455; οὔ οἱ νῦν ἔτι γ' ἔστι πεφυγμένον ἄμμε γενέσθαι Il.22.219, cf. h.Ven. 34:—but in pass. sense, τὸ πάραυτα πεφυγμένον κακόν Epicur.l.c.
b seek to avoid, shirk, στρατείαν D.21.162; εἰ τοῦτο φεύξονται καὶ μὴ 'θελήσουσι ποιεῖν Id.20.138; so in aor., ἢν φύγῃ τις, ζημιοῦν Ar.Ach. 717.
2 of things, ἡνίοχον φύγον ἡνία escaped, slipped from his hands, Il.23.465; Νέστορα δ' ἐκ χειρῶν φύγον ἡνία 8.137, cf. 11.128; τὸ φεῦγον the part which slips, X.Eq. 10.9, cf. Hp.Off.9, Gal.18(2).735: c. dupl. acc., ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων Il.4.350, Od.1.64, etc.
b of wine, 'go off', turn sour, Gp.7.7.8.
III flee one's country, Il. 9.478, Od.13.259; οἱ φεύγοντες the exiles, Th.1.24, X.Ages.7.6; πατρίδα φ. Od.15.228, X.Cyr.3.1.24; τὴν αὑτοῦ Th.5.26; ἅπασαν τὴν Ἀθηναίων ξυμμαχίδα IG12.10.30; φ. ἐξ Ἄργεος Od.15.224, cf. Th.8.85; ἐξ Ἀθηνέων, ἐκ τῆς πατρίδος, Hdt.6.103, X.An.1.3.3.
2 φ. ὑπὸ Σκυθέων to be expelled, driven out by.. Hdt.4.125: but esp. to be exiled, φ. ὑπὸ τοῦ δήμου Id.5.30, X.HG1.1.27; φ. ἐξ Ἀρείου πάγου by their sentence, Din.1.44: also c. acc., φ. Πεισιστρατίδας Hdt. 5.62.
3 abs., go into exile, live in banishment, A.Ag.1668 (troch.), Antipho 2.2.9, Pl.Mx.242b; δύο ἔτη φευγέτω Id.Lg.867c; φ. ἀειφυγίαν to be banished for life, ib. 871d, al.; φεόγειν Ἀμφίπολιν ἀειφυγίην SIG194.3, cf. 24 (Amphipolis, iv B. C.); but also ἐν ἀειφυγίᾳ Pl.Lg. 877e; φεύγων ἀπ' οἴκων ἃς ἐγὼ φεύγω φυγάς E.Andr.976; φεύγοντες being in exile, opp. φυγόντες having gone into exile, Lys.14.33; with play on words, "μέχρι τίνος φεύξῃ, Ἀρκαδίων; καὶ ὅς, ἔς τ' ἂν τοὺς ἀφίκωμαι οἳ οὐκ ἴσασι Φίλιππον" Duris 3 J.
IV as law-term (mostly in pres. and impf., but cf. Lys.12.4 (v. infr.)), to be accused or be prosecuted at law: ὁ φεύγων the accused, defendant, Ar.V.893, Pl.R. 405b, etc.; opp. διώκω, οὔτε φεύγων ἁλοὺς οὔτε διώκων ἡττηθείς D.23.66; c. acc., φ. γραφάς, δίκην, Ar.Eq.442 (lyr.), Nu.167; ὑπό τινος δίκας φ. Pl.Ap. 19c, cf. D.49.1; οὐδενὶ πώποτε οὔτε ἡμεῖς οὔτε ἐκεῖνος δίκην οὔτε ἐδικασάμεθα οὔτε ἐφύγομεν Lys. l. c.; φ. ἀπολογίας Aeschin.3.201; the crime being added in gen., φόνου δίκην φ. Antipho 5.9; γραφὰς φ. παρανόμων D.18.235; more freq. c. gen. only, φ. φόνου to be charged with murder, Lys.10.31, Lycurg.133, etc.; φ. δειλίας Ar. Ach.1129; ξενίας Id.V.718 (anap.); with genitive of the penalty, ἐὰν.. φεύγῃ δεσμῶν OGI218.92 (Ilium, iii B. C.); also περὶ θανάτου φ. Antipho 5.95; φ. ἐπὶ μηνύσει τινός And.1.18; ἀσεβείας φ. ὑπό τινος is accused of impiety by... Pl.Ap.35d; rarely of things, τὸ φεῦγον ψήφισμα the decree that is on its defence, the decree in question, D.23.58:—in Hdt.7.214 αἰτίην φ. has the older sense, flee from a charge, quit one's country on account of a charge.
2 plead in defence, δεῖ τοί σε φεύγειν.. ὡς οὐκ ἔχουσι κῦρος [οἱ νόμοι] A.Supp.390; ἔφευγε μὴ εἰδέναι pleaded ignorance, S.Ant.263, (Cf. Lat. fugio, Goth. biugan 'bend', etc.)
German (Pape)
[Seite 1266] fut. φευξοῦμαι, seltner φεύξομαι, Hom. u. Folgde; bei Plat. z. B. φευξεῖται, φευξεῖσθαι, Legg. I, 635 bc, φεύξεται, φευξόμεθα, Rep. IX, 592 a Theaet. 181 a; bei sehr späten Schriftstellern sogar fut. φυγῶ; aor. ἔφυγον, perf. πέφευγα und in derselben Bedeutung auch perf. pass. πέφυγμαι, und wie von φύζω (vgl. φύζα) gebildet πεφυζότες, Il. 21, 6. 528. 532. 22, 1; – 1) fliehen, die Flucht ergreifen; häufig bei Hom.; ποῖ φεύγεις, μετὰ νῶτα βαλών, κακὸς ἃς ἐν ὁμίλῳ Il. 8, 94; βῆ φεύγων ἐπὶ πόντον 2, 665, dem διώκειν entgegengesetzt; φόβῳ φυγών Soph. O. R. 118; ποῖ φύγω; O. C. 832; εἰς τοὺς ἀφώνους μάρτυρας φεύγεις; Eur. Hec. 1076; Ar. u. in Prosa; φεύγει ἀπ' αὐτοῦ Plat. Phaed. 65 d; ἐνθένδε ἐκεῖσε Theaet. 176 a, u. oft, wie Folgde. – Häufig liegt darin nur der Begriff der Absicht, des Willens, zu fliehen suchen, fliehen wollen, während die compos. ἀποφεύγω, ἐκφεύγω, προφεύγω das wirklich ausgeführte Fliehen bezeichnen, βέλτερον ὃς φεύγων προφύγῃ κακὸν ἠὲ ἁλώῃ, besser ist daran, wer, wenn er zu entfliehen trachtet, wirklich entflieht, als wer gefangen wird, Il. 14, 81; δεῖ γάρ με φεύγοντ' ἐκφυγεῖν Ἀχαρνέας Ar. Ach. 177; u. etwas anders mit der unter 3 aufgeführten Bdtg ἦ ῥᾳδίως φεύγων ἂν ἀποφύγοι δίκην Nubb. 168; vgl. Pors. Eur. Phoen. 1234. – Das perf. aber hat immer, der aorist. oft die Bdtg entgehen, entkommen, ἔνθ' ἄλλοι μὲν πάντες, ὅσοι φύγον αἰπὺν ὄλεθρον, οἴκοι ἔσαν, πόλεμόν τε πεφευγότες ἠδὲ θάλατταν, nachdem sie dem Kriege und dem Meere entronnen waren, Od. 1, 11; so öfter c. accus., Einem entfliehen, vor Einem fliehen, eine Sache meiden, oft θάνατον, ὄλεθρον, πόλεμον, κακόν, Hom. oft, auch πεφυγμένος μοῖραν, ὄλεθρον, Il. 6, 488. 22, 219 Od. 9, 455 (welches perf. pass. aber auch c. gen. verbunden ist, πεφυγμένος ἦεν ἀέθλων Od. 1, 18, befrei't, erlös't aus den Mühen, wie sich bei befreien u. ähnl. Verbis ein gen. findet); οὐδεμίη πόλις πέφευγε δουλοσύνην πρὸς Ἱπποκράτεος Her. 7, 154. – Φεύγειν αἰτίαν τινά, sich einer Beschuldigung durch die Flucht entziehen, 7, 214; Pind. ὄνειδος, ἀμαχανίαν u. vgl., Ol. 6, 90 P. 9, 95; Νέμεσιν 10, 43; Tragg.: τὰν Διὸς γὰρ οὐχ ὁρῶμῆτιν ὅπα φύγοιμ' ἄν Aesch. Prom. 908; λευστῆρα δήμου δ' οὔτι μὴ φύγῃ μόρον Spt. 181; εἰ μόρον φευξοίαθ' Ἕλληνες κακόν, u. öfter; φύγοι τἂν χὠ κακὸς τὸν κρείσσονα Soph. Ai. 451; O. C. 1028 u. sonst; u. in Prosa: τὴν λύπην φεύγετε ὡς κακόν Plat. Prot. 354 c; τὰς τῶν κακῶν ξυνουσίας φεῦγε ἀμεταστρεπτί Legg. IX, 854 c; auch φεύγων φυγῇ τὸ γῆρας Conv. 195 b; ο ὐκ ἔσθ' ὅπως ἄν τις φύγοι τὸ καταγέλαστος γενέσθαι Lach. 184 c; Gegensatz ἑλεῖν – φυγεῖν Tim. 86 c, u. öfter. – Ein doppelter accus. steht in der häufigen Verbindung ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων, Il. 4, 350. 14, 83, Od. häufiger. – Auch φυγὴν φεύγειν wird verbunden, Plat. Legg. IV, 706 c; ein anderer accus. ist φεύγειν τὴν παρὰ θάλασσαν, sc. ὁδόν, den Seeweg fliehen, Her. 4, 12. – Andere Verbindungen sind: ὑπό τινος φεύγειν, vor Einem fliehen, Il. 21, 23. 554, Her. 4, 125. 5, 30; – ἐκ κακῶν πεφευγέναι, Soph. Ant. 434; ἐκ κακῶν μεγάλων πεφευγότας, Her. 1, 65, der es auch mit dem infin. verbindet, Bedenken tragen, sich scheuen, verschmähen, ξεινικοῖσι νομαίοισι χρᾶσθαι αἰνῶς φεύγουσι 4, 76; ὡς εἰκότως σοι ἔφυγον κοινωνεῖν περὶ τὰ τῆς πόλεως πράγματα Plat. Ep. III, 316 b; διδάξαι ἔφυγες καὶ οὐκ ἠθέλησας Apol. 26 a; – ἀπό τινος, Xen. Mem. 2, 6,31. – Ein bloßer genit., wie oben bei πεφυγμένος bemerkt ist, findet sich selten, s. Schäf. Schol. Par. Ap. Rh. 4, 86; Soph. vrbdt δοκοῖμ' ἂν τῆς νόσου πεφευγέναι, Phil. 1033. – Auch mit folgdm μή, ὀσμὴν ἀπ' αὐτοῦ, μὴ βάλῃ, πεφευγότες Ant. 408. – Selten von leblosen Dingen, ἡνίοχον φύγον ἡνία, dem Wagenlenker entflohen, entfielen die Zügel, Il. 23, 465, vgl. Od. 10, 131. – 2) laudflüchtig werden, aus dem Vaterlande einer Schuld wegen entweichen, Il. 9, 478 Od. 13, 259. 15, 276. 23, 120; so auch Tragg., wie Aesch. Ag. 1653 Ch. 134; θνήσκειν, οὐ φυγεῖν σε βούλομαι Soph. O. R. 623, vgl. 823; ὑπό τινος, vor Einem od. auf seinen Betrieb flüchtig werden, ὁρέοντες τοὺς ὁμούρους φεύγοντας ὑπὸ Σκυθέων Her. 4, 126. – In die Verbannung gehen, in der Verbannung leben, auch φεύγειν πατρίδα, statt des gew. ἐκ πατρίδος, sein Vaterland als Landflüchtiger verlassen; Od. 15, 228; Xen. Cyr. 3, 1,24; δύο ἔτη φευγέτω Plat. Legg. IX, 867 c; τοὺς ἀδίκως φεύγοντας δικαίως κατήγαγον Menex. 242 b; ἀειφυγίαν φεύγειν, auf immer aus dem Vaterlande fliehen, in ewige Verbannung gehen, Legg. IX, 871 d 877 c e 881 b; φεύγειν ὑπὸ δήμου, vom Volke verbannt worden sein, Xen. Hell. 1, 1,27; Sp. – 3) in der att. Gerichtssprache angeklagt od. gerichtlich verfolgt werden, weil der Angeklagte in jedem peinlichen Prozess das Recht hatte, sich dem Endurtheile durch freiwillige Verbannung zu entziehen, od. weil er übh. vom Kläger, ὁ διώκων, verfolgt wurde; ὁ φεύγων, der Verklagte; φεύγων τε καὶ διώκων Plat. Rep. III, 405 b; ὁ πολλάκις μὲν φυγών, μηδεπώποτε δ' ἐξελεγχθεὶς ἀδικῶν, der zwar oft angeklagt, aber noch nie als Uebelthäter überführt ist, Dem. 18, 251; φεύγειν δίκην, vor Gericht belangt werden; οὗ ἕνεκα τὴν γραφὴν φεύγω Plat. Euthyphr. 6 a; τινός, wegen einer Sache, ἀσεβείας φεύγοντα ὑπὸ Μελίτου Apol. 35 d; φεύγων ξενίας, δειλίας φευξούμενος, Ar. Vesp. 718 Ach. 1094; φεύγειν φόνου, sc. δίκην, des Todtschlages od. Mordes angeklagt sein, Antiph. 5, 9; Lys. 11, 12 u. sonst; auch φεύγειν ἐφ' αἵματι, Valck. Eur. Hipp. 35; φεύγει δίκην ὑπ' ἐμοῦ, er ist von mir angeklagt, Dem. – Auch = einer Anklage zu entrinnen suchen, sich vor Gericht vertheidigen.
French (Bailly abrégé)
f. φεύξομαι, ao.2 ἔφυγον, pf. πέφευγα;
Pass. ao. ἐφεύχθην, pf. πέφυγμαι;
I. fuir :
1 intr. prendre la fuite : φ. ἀπό τινος fuir loin de qqn ; ἀπὸ τῶν τειχῶν XÉN fuir des remparts ; ἐκ πολέμοιο IL s'enfuir du combat ; ἐκ θανάτοιο IL échapper à la mort ; ἐκ κακῶν SOPH, ὑπὲκ κακοῦ IL échapper aux maux, au malheur ; τῆς νόσου SOPH être délivré de la maladie ; le nom de lieu par où l'on fuit à l'acc. : τὴν παρὰ θάλασσαν ὁδόν HDT fuir par la route le long de la mer ; φεύγειν ὑπό τινος IL fuir devant qqn litt. par le fait de qqn;
2 tr. fuir, éviter, échapper à, acc. ; avec un suj. de ch. : ἡνίοχον φύγον ἡνία IL les rênes échappèrent au conducteur ; avec double acc. : ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων ; IL, OD quelle parole s'est échappée de la barrière de tes dents ? avec l'inf. : διδάξαι ἔφυγες PLAT tu as refusé d'enseigner;
II. s'enfuir de sa patrie par suite d'une faute commise, être exilé, être banni : ὑπὸ τοῦ δήμου XÉN par le peuple ; ἐκ τῆς πατρίδος XÉN ou avec l'acc. : πατρίδα OD, τὴν ἑαυτοῦ THC être banni de sa patrie ; abs. οἱ φεύγοντες THC les exilés ; vivre en exil;
III. t. de droit être accusé ou défendeur : δίκην être accusé ou défendeur dans un procès ; ὑπό τινος γραφὴν φεύγειν XÉN être accusé par qqn ; φ. ἀσεβείας ὑπό τινος PLAT être accusé d'impiété par qqn ; abs. φεύγειν être accusé ; ὁ φεύγων AR l'accusé, le défendeur;
Pass. part. pf. πεφυγμένος qui a fui, qui a échappé à : μοῖραν IL, ὄλεθρον IL à la mort ; ἀέθλων OD aux épreuves, aux luttes.
Étymologie: R. Φυγ, se courber pour fuir ; cf. lat. fugio, fuga, etc.
Russian (Dvoretsky)
φεύγω: (fut. φεύξομαι и φευξοῦμαι, aor. 2 ἔφῠγον, pf. πέφευγα; part. pf. pass. со знач. act. πεφυγμένος)
1 бежать, убегать (ἐκ πολέμοιο Hom.; ἀπὸ τῶν τειχῶν Xen.; ἐνθένδε ἐκεῖσε φ. Plat.): φ. ὑπό τινος Hom., Her. бежать от кого-л., быть обращенным в бегство кем-л.; φ. φυγὰς αἰσχράς Plat. позорно бежать; φ. φυγῇ τι Plat. бежать во всю прыть от чего-л.; φ. πατρίδα Hom., Xen., ἐκ τῆς πατρίδος Xen. и τὴν ἑαυτοῦ Thuc. бежать из отечества, быть в изгнании (см. 4);
2 избегать, ускользать (ἔκ τινος Hom., Soph., τινός Soph. и τι Hom., Xen., Plat.): πόλεμον πεφευγότες ἠδὲ θάλασσαν Hom. ускользнувшие от опасностей войны и моря: ὃς φεύγων προφύγῃ κακόν Hom. тот, кому удалось бы избежать несчастья; ξενικοῖσι νομαίοισι χρᾶσθαι φ. Her. чуждаться иноземных обычаев; ξυγγενέσθαι τινὶ φ. Plat. сторониться кого-л.; φ. κοινωνεῖν τινι περί τι Plat. уклоняться от беседы с кем-л. о чем-л.;
3 выскальзывать, выпадать (ἐκ χειρῶν Hom.): ποῖόν σε ἕπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων; Hom. что за слово выскользнуло из твоих уст? (досл. за ограду твоих зубов?);
4 бежать из отечества, отправляться в изгнание Hom.: φυγέειν ἐξ ᾽Αθηνέων Her. быть изгнанным из Афин; οἱ φεύγοντες Thuc., Xen. изгнанники; φ. ὑπὸ τοῦ δήμου Xen. быть приговоренным к изгнанию всенародным голосованием; φ. ἐν ἀειφυγίᾳ или φ. ἀειφυγίαν Plat. находиться в вечном изгнании;
5 юр. быть привлекаемым к ответственности: ὁ φεύγων Arph. обвиняемый, ответчик; φεύγων τε καὶ διώκων Plat. ответчик и истец; φ. γραφήν или δίκην Plat. быть привлеченным к судебной ответственности; φ. τινός Lys., Arph., Dem. и φ. ἐπί τινι Dem. быть обвиняемым в чем-л.;
6 искупать изгнанием (φόνον τινός Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
φεύγω: παρατ. ἔφευγον Ἰλ. Χ. 158, Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 796, ἄνευ αὐξ. φεῦγον Ἰλ. Ι. 498, κλπ., Ἰων. παρατ. φεύγεσκον Ἰλ. Ρ. 461, Ἡρόδ. 4. 43· ― μέλλ. φεύξομαι Ὅμ., Ἀττ.· Δωρ. φευξοῦμαι ἐν χρήσει καὶ παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς, ὅταν ἀπαιτῇ τὸ μέτρον, ὡς παρ’ Εὐρ. Ἑλ. 500, 1041, Βάκχ. 658, Ἀριστοφ. Πλ. 447, 496, ἴδε Δινδ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχαρν. 203· (παρὰ μεταγεν. ὑπάρχει μέλλ. ἐνεργ. ἐκφεύξω Χρησμ. Σιβ. 3. 565, Αἰσώπου Μῦθ. 349 Halm.· β΄ μέλλ. φυγοῦμαι Χρησμ. Σιβ. 11. 45, κ. ἀλλ.· καὶ φύγομαι αὐτόθι 12. 93, 253· ― ἀόρ. ἔφῠγον, Ἰων. φύγεσκον Ὀδ. Ρ. 316· ― ἀόρ. α΄ ἔφευξα (ἐκ-) Χρησμ. Σιβ. 6. 6· ― πρκμ. πέφευγα Ἡρόδ., Ἀττ.· εὐκτ. πεφεύγοι Ἰλ. Φ. 609, (ἐκπεφευγοίην Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 840), μετοχ. πεφευγότες Ὀδ. Α. 22· ὡσαύτως μετοχ. παθ. πρκμ. πεφυγμένος ἐπὶ ἐνεργ. σημασίας, Ἰλ. Ζ. 488, Ὀδ. Α. 18, κτλ.· καὶ Ἐπικ. πεφυζότες (πρβλ. φύζα), Ἰλ. Φ. 6, 528, 532, Χ. 1· ― μέσ. ἀόρ. α΄ διαφεύξασθαι Δόγμα Ἀθηναίων παρ’ Ἱππ. 1290. 43· ― ῥημ. ἐπίθ. φευκτός, -έον. (Ἐκ τῆς √ΦΥΓ παράγονται καὶ αἱ λ. φυγεῖν, φυγάς, φυγή, φύζα, φύξις· πρβλ. Σανσκρ. bhuǵ, bhuǵ-âmi, (flecto), bhuǵ-as (brachium), bhôǵ-as (flexus)· Λατ. fug-io, fug-a, fug-o, fug-ax· Γοτθ. bing-i (κάμπτω, πρβλ. Γερμ. biege)· Ἀρχ. Γερμ. elin-bog-o (el-bow)· Σλαυ. beg-a (lugio)· bug-ti (terreo).) Ι. ἀπολ., φεύγω, (διωκόμενος ἢ ἐκ φόβου) καταφεύγω, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ διώκω, Ἰλ. Χ. 157, κλπ.· βῆ φεύγων ἐπὶ πόντον Β. 665· πῇ φεύγεις; Θ. 94· πόσε φεύγετε; Π. 422· ποῖ φύγωμεν χθονός; Αἰσχύλ. Ἱκ. 777· ποῖ τις ἂν φύγῃ; Σοφ. Αἴ. 403, κλπ.· φ. ἐνθένδε ἐκεῖσε Πλάτ. Θεαίτ. 176Α· ― μετὰ προθέσεων, φ. ἀπό τινος Ὀδ. Μ. 120, Πλάτ., κλπ.· ἐκ πολέμοιο, ἐκ θανάτοιο Ἰλ. Η. 118, Υ. 350· ἐκ κακῶν Σοφ. Ἀντ. 437, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 65· ὑπὲκ κακοῦ Ἰλ. Ο. 700, πρβλ. Ρ. 461· σπανίως μετὰ γεν., πεφυγμένος ἦν ἀέθλων (ἴδε κατωτ. ΙΙ) Ὀδ. Α. 18· τῆς νόσου πεφευγέναι Σοφ. Φιλ. 1044· ― φ. ἐς πατρίδα γαῖαν Ἰλ. Β. 140, πρβλ. 158, κλπ.· ἐπὶ Σάρδεων, ἐπὶ τὸν Ἑλικῶνα Ξεν. Κύρ. Παιδ. 7. 2, 1, Ἀγησ. 2, 11· πρὸς τὸ ὄρος ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 3. 5, 19· ὑπὸ γᾶν Αἰσχύλ. Εὐμ. 175· φ. ὑπό τινος, τρέπομαι εἰς φυγὴν ὑπό τινος, Ἰλ. Φ. 23, 554, ἴδε κατωτ. ΙΙΙ. 2)· ― μετὰ συστοίχ. αἰτ., φύγε λαιψηρὸν δρόμον Πινδ. Π. 9. 215· φεύγειν φυγὴν Εὐρ. Ἑλ. 1041· φ. τὴν παρὰ θάλασσαν (ἐξυαπκ. ὁδόν), φεύγειν πρὸς τὴν θάλασσαν, Ἡρόδ. 4. 12· πρβλ. κατωτ. ΙΙΙ· ― ὡσαύτως, φυγῇ φεύγειν ἴδε φυγὴ Ι. 1. 2) οἱ χρόνοι ἐνεστ. καὶ παρατ. κυρίως ἐκφράζουσι μόνον τὸν σκοπὸν ἢ τὴν προσπάθειαν πρὸς φυγήν· ὅθεν ἡ μετοχ. φεύγω συνάπτεται μετὰ τῶν συνθέτων ῥημάτων ἀποφεύγω, ἐκφεύγω, προσφεύγω. εἰς διαστολὴν τῆς προσπαθείας πρὸς φυγὴν ἀπὸ τῆς πράγματι ἐκτελέσεως αὐτῆς, βέλτερον. ὃς φεύγων προφύγῃ κακὸν ἠὲ ἁλώῃ, εἶναι καλλίτερον φεύγων τις νὰ ἐκφύγῃ τὸ κακὸν παρὰ νὰ σταθῇ καὶ νὰ συλληφθῇ, Ἰλ. Ξ. 81· φεύγων ἐκφ. Ἡρόδ. 5. 95, Ἀριστοφ. Ἀχ. 177· φ. καταφ. Ἡρόδ. 4. 23 φ. ἀποφ. Ἀριστοφ. Νεφ. 167· πρβλ. Πόρσωνα εἰς Εὐρ. Φοιν. 1231. 3) φ. εἰς..., καταφεύγω εἰς..., Εὐρ. Ἱππ. 1076. 4) μετ’ ἀπαρ., ἀποφεύγω ἢ διστάζω νὰ πράξω τι, ἀπέχομαι τοῦ νὰ πράξω τι, Ἡρόδ. 4. 76, Ἀντιφῶν 112. 44., Πλάτ. Ἀπολ. 26Α· καὶ παραλειπομένου τοῦ ἀπαρ., φεύγουσι γάρ τοι χοὶ θρασεῖς, ἀποφεύγουσιν, ὑποχωροῦσι, διστάζουσι, Σοφ. Ἀντιγ. 580· ― μετὰ τοῦ ἀπαρ. πολλάκις τίθεται μὴ κατὰ φαινόμενον πλεοναστικόν, ὡς πάντα τὰ ῥήματα ἐν οἷς περιέχεται ἢ νοεῖται ἄρνησις, οἷον ἐν Σοφ. Ἀντιγ. 263, πρβλ. Heind. εἰς Πλάτ. Παρμ. 147Α, Σοφιστ. 235Β. ΙΙ. μετ’ αἰτ., ἀποφεύγω, ἐκφεύγω, διασφεύγω, τινὰ Ὅμ., κλπ.· φ. τινὰ ἐκ μάχης Ἡρόδ. 7. 104· φ. ἐς τὴν Ἀσίην τοὺς Σκύθας ὁ αὐτ. 4. 12· ὡσαύτως φ. τι, οἷον φ. μοῖραν, ὄλεθρον, πόλεμον, κακὸν Ἰλ. Ζ. 488, κ. ἀλλ.· ἔνθ’ ἄλλοι μὲν πάντες, ὅσοι φύγον αἰπὺν ὄλεθρον, οἴκοι ἔσαν πόλεμόν τε πεφευγότες ἠδὲ θάλασσαν Ὀδ. Α. 11· οὕτω φ. ὄνειδος, ἀμαχανίαν Πινδ. Ο. 6. 152, Π. 9. 163 φ. φόνον, ἀποφεύγω τὰ ἀποτελέσματα τοῦ φόνου, Εὐρ. Μήδ. 795 φ. αἷμα συγγενὲς χθονὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 148· φ. τὰν Διὸς μῆτιν Αἰσχύλ. Προμ. 907· ὀσμήν..., μὴ βάλῃ, πεφευγότες Σοφ. Ἀντιγ. 412· φυγῇ φεύγειν γῆρας Πλάτ. Συμπ. 195Β· ἐς πόντον... φύγε πέτρας νηῦς Ὀδ. Κ. 131· ― οὐδεμία πόλις πέφευγε δουλοσύνην πρὸς Ἱπποκράτεος, ὑπὸ τοῦ..., Ἡρόδ. 7. 154· ― ἡ μετοχ. τοῦ παθ. πρκμ. ὡσαύτως διατηρεῖ τὴν αἰτ. παρ’ Ὁμ. ὅστις συνάπτει τὴν μετοχὴν (κατηγορηματικῶς) μετὰ τοῦ εἶναι ἢ γενέσθαι = πεφευγέναι, π. χ. μοῖραν δ’ οὔτινά φημι πεφυγμένον ἔμμεναι ἀνδρῶν Ἰλ. Ζ. 488· πεφυγμένον εἶναι ὄλεθρον Ι. 455· οὔ οἱ νῦν ἔτι γ’ ἐστὶ πεφυγμένον ἄμμε γενέσθαι Χ. 219· ἴδε ἀνωτ. Ι. 1. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἡνίοχον φύγον ἡνία, ἐξέφυγον ἐκ τῶν χειρῶν του, Ἰλ. Ψ. 465· Νέστορα δ’ ἐκ χειρῶν φύγον ἡνία Θ. 137, πρβλ. Λ. 128· τὸ φεῦγον, τὸ μέρος τὸ ὁποῖον ἐκφεύγει, Ξεν. Ἱππ. 10. 9. ― μετὰ διπλ. αἰτ., ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων Ἰλ. Δ. 350, Ὀδ. Α. 64, κλπ. ΙΙΙ. φεύγω τὴν πατρίδα μου ἕνεκα ἐγκλήματος, Ἰλ. Ι. 478, Ὀδ. Ν. 259· οἱ φεύγοντες, οἱ ἐξόριστοι, οἱ φυγάδες, Θουκ. 1. 24, Ξεν. Ἀγησ. 7. 6· φ. πατρίδα Ὀδ. Ο. 228, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 3. 1, 24· τὴν ἑαυτοῦ Θουκ. 5. 26· φ. ἐξ Ἄργεος Ὀδ. Ο. 224, πρβλ. Θουκυδ. 8. 85· ἐκ τῆς πατρίδος Ξεν. Ἀν. 1. 3, 3, κλπ. 2) φ. ὑπό τινος, ἐξορίζομαι, Ἡρόδ. 4. 125., 5. 30 φ. ὑπὸ τοῦ δήμου Ξεν. Ἑλλ. 1. 1, 27 φ. ἐξ Ἀρείου πάγου, κατ’ ἀπόφασιν τοῦ Ἀρ. Π., Δείναρχ. 95. 44· οὕτω, φ. τινὰ Ἡρόδ. 5. 62. 3) ἀπολ., πηγαίνω εἰς ἐξορίαν, ζῶ ἐν ἐξορίᾳ, Λατ. exulare, ὁ αὐτ. ἐν 6. 103, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1668, Ἀντιφῶν 117. 21, καὶ Πλάτ. οὕτω μετὰ συστοίχου αἰτ., φεύγω ἀειφυγίαν, ἐξορίζομαι διὰ βίου, Πλάτ. Νόμ. 871D, 877C, 881Β· ἀλλ’ ὡσαύτως, ἐν ἀειφυγίᾳ αὐτόθι 877Ε· φεύγων ἀπ’ οἴκων ἃς ἐγὼ φεύγω φυγὰς Εὐρ. Ἀνδρ. 976. IV. ὡς Ἀττ. δικανικὸς ὅρος, κατηγοροῦμαι ἢ καταδιώκομαι διὰ νόμου· ὁ φεύγων, ὁ κατηγορούμενος, Λατ. reus, τοὐναντίον δὲ ὁ διώκων, ὁ κατήγορος, Ἀριστοφ. Σφ. 390, 880, 893, Πλάτ. Πολ. 405Β, καὶ παρὰ τοῖς Ρήτορσι· μετ’ αἰτ., φεύγω γραφὴν ἢ δίκην, δικάζομαι ὡς κατηγορούμενος περί τινος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 442, Νεφ. 167, Πλάτ. Ἀπολ. 19C· φ. ἀπολογίαν Αἰσχίν. 82. 36· τὸ δὲ ἔγκλημα τίθεται κατὰ γενικήν, φ. φόνου δίκην Ἀντιφῶν 130. 17· ἀλλὰ συχνότ. παραλείπεται τὸ δίκην, οἷον, φ. φόνου, κατηγοροῦμαι ἐπὶ φόνῳ, Λυσί. 118. 43, Λυκοῦργ. 166. 40, κλπ., (ταὐτὸν τῷ φ. ἐφ’ αἵματι, Valck. εἰς Εὐριπίδ. Ἱππόλ. 35)· φ. δειλίας Ἀριστοφ. Ἀχαρ. 1129· ξενίας ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 718· ὡσαύτως, φ. περὶ θανάτου Ἀντιφῶν 140. 39· φ. ἐπὶ μηνύσει τινὸς Ἀνδοκ. 3. 33· φεύγει δίκην ὑπ’ ἐμοῦ, κατηγορεῖται ὑπ’ ἐμοῦ, Δημ. 1184, ἐν τέλει φ. ἀσεβείας ὑπό τινος, κατηγορεῖται, καταγγέλλεται ὡς ἀσεβὴς ὑπό τινος, Πλάτ. Ἀπολ. 35D· ― σπανίως ἐπὶ πραγμάτων, τὸ φεῦγον ψήφισμα, τὸ οἱονεὶ δικαζόμενον ψήφισμα, δηλ. τὸ ὑπὸ συζήτησιν, Δημ. 638. 20· ― παρ’ Ἡροδ. 7. 214 τὸ: αἰτίην φεύγω, ἔχει ἔτι τὴν πρώτην σημασίαν, φεύγω κατηγορίαν, δηλ. φεύγω τὴν πατρίδα μου, εἶμαι φυγάς, ἕνεκα κατηγορίας τινὸς ἐπὶ ἐγκλήματι. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 529, Παρατηρ. εἰς Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γ΄, σ. 291, 373.
English (Autenrieth)
inf. φευγέμεν(αι), ipf. iter. φεύγεσκεν, fut. φεύξομαι, aor. 2 ἔφυγον, φύγον, subj. φύγῃ(σι), inf. φυγέειν, perf. opt. πεφεύγοι, part. πεφυγότες, πεφυζότες, mid. perf. part. πεφυγμένος: flee, flee from, escape; esp. flee one's country, go into exile, ἵκετο φεύγων, came as fugitive, Od. 16.424; often trans., θάλασσαν, θάνατον, Il. 11.362; fig., with a thing as subj., Il. 8.137, Il. 4.350; mid., πεφυγμένος, usually w. acc.; ἀέθλων, ‘escaped' from toils, Od. 1.18.
English (Slater)
φεύγω (φεύγομεν, -οντι; -ων; -ειν: impf. φεῦγε: aor. φᾰγε, -ον; -οι; -ών, -όντα, -όντες; -εῖν: pf. πεφευγότες.)
1 escape, avoid
a c. acc. τίνα κεν φύγοι ὕμνον κεῖνος ἀνὴρ (O. 6.6) γνῶναί τ' ἔπειτ, ἀρχαῖον ὄνειδος εἰ φεύγομεν, Βοιωτίαν ὗν (O. 6.90) ἐμὲ δὲ χρεὼν φεύγειν δάκος ἀδινὸν κακαγοριᾶν (P. 2.53) κεῖνόν γε καὶ βαρύκομποι λέοντες περὶ δείματι φύγον (byz.: φεῦγον codd.) (P. 5.58) τρὶς δὴ πόλιν τάνδ' εὐκλείξαι σιγαλὸν ἀμαχανίαν ἔργῳ φυγών (P. 9.92) πόνων δὲ καὶ μαχᾶν ἄτερ οἰκέοισι φυγόντες ὑπέρδικον Νέμεσιν (P. 10.43) ἐπεὶ σπλάγχνων ὕπο ματέρος αὐτίκα θαητὰν ἐς αἴγλαν παῖς Διὸς ὠδῖνα φεύγων διδύμῳ σὺν κασιγνήτῳ μόλεν (N. 1.36) φεῦγε γὰρ Ἀμφιαρῆ ποτε θρασυμήδεα (sc. Ἄδραστος) (N. 9.13) “θάνατόν τε φυγὼν καὶ γῆρας ἀπεχθόμενον” (N. 10.83) ]φγον ἄνδρα (Pae. 12.22) δει]ματι σχόμεναι φύγον (Pae. 20.17) ]α φυγόντα νιν καὶ μέλαν ἕρκος ἅλμας Δ. 1. 1. βαρυβόαν πορθμὸν πεφευγότες Ἀχέροντος (sc. οἱ θεοί) fr. 143. 3.
b abs., flee ἐν γὰρ δαιμονίοισι φόβοις φεύγοντι καὶ παῖδες θεῶν (N. 9.27)
c c. acc. cogn. ἔνθ' Ἀλεξίδαμος, ἐπεὶ φύγε λαιψηρὸν δρόμον, παρθένον κεδνὰν χερὶ χειρὸς ἑλὼν ἆγεν (i. e. he outstripped his competitors) (P. 9.121)
d fragg. τὸ δὲ φυγεῖν Δ. . . ]οι φύγον ον[ fr. 140a. 53 (27). ]ν φευγο[ fr. 215b, col. 2. 18.
English (Strong)
apparently a primary verb; to run away (literally or figuratively); by implication, to shun; by analogy, to vanish: escape, flee (away).
English (Thayer)
future φεύξομαι; 2nd aorist ἔφυγον; from Homer down; the Sept. for נוּס and בָּרַח; to flee, i. e.
a. to flee away, seek safety by flight: absolutely, G T Tr text WH omit; L Tr marginal reading brackets the clause)); εἰς with an accusative of the place, R G T WH marginal reading ἐπί); Tdf.); ἐπί with an accusative of the place, L Tr WH text εἰς); ἐκ τοῦ πλοίου, ἀπό with a genitive of the place, in a purely local sense, to leave by fleeing, as in Greek writings (cf. Winer's Grammar, 223 (210); (Buttmann, § 131,1)), ἀπό with a genitive of the person inspiring fear or threatening danger (after the Hebrew), φεύξεται ἀπ' αὐτῶν ὁ θάνατος, death shall flee from them, opposed to ζητησουσι θάνατον, to flee (to shun or avoid by flight) something abhorrent, especially vices: with an accusative of the thing, διώκειν, ἀπό with a genitive of the thing, ἀπό ἁμαρτίας, to be saved by flight, to escape safe out of danger: absolutely R G; with an accusative of the thing, ἀπό with a genitive — of the thing, T Tr text WH omit; L Tr marginal reading brackets ἀπ' αὐτῶν).
d. poetically, to flee altar equivalent to vanish: πᾶσα νῆσος ἔφυγε καί ὄρη οὐχ εὑρέθησαν, ἀπό προσώπου τίνος (as in πρόσωπον, 1b., p. 551 b middle), ἀποφεύγω (emphasizes the inner endeavor or aversion), διαφεύγω (suggests the space which the flight must traverse), ἐκφεύγω (looks rather to the physical possibility), καταφεύγω (points to the place or the person where refuge is sought); Schmidt, Syn., chapter 109.)
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και φεόγω Α
1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τον είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.)
2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι του μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν, Ἀριαῖος δὲ πεφευγὼς ἐν τῷ σταθμῷ εἴη», Ξεν.)
3. διαφεύγω, δραπετεύω (α. «μού σκανταλίστει το κλουβί και μού 'φυγε τ' αηδόνι», δημ. τραγούδι
β. «δαιμόνιε ἀνδρῶν, τί φεύγεις αἰεί, ἐξεόν τοι τῶνδε τὰ ἕτερα ποιέειν;», Ηρόδ.)
4. αποφεύγω κάτι («το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον» — είναι αδύνατο να αποφύγει κανείς ό,τι του είναι γραφτό, αρχ. γνωμ.)
νεοελλ.
1. φρ. α) «όπου φύγει φύγει» — δηλώνει εσπευσμένη φυγή
β) «έφυγε στα τέσσερα» — έφυγε γρήγορα, χωρίς να βλέπει προς τα πίσω
γ) «έφυγε αλά γαλλικά» — έφυγε χωρίς να γίνει αντιληπτός, κρυφά ή ύπουλα
δ) «κοίταξε μην σού φύγει καμιά κουβέντα» — κράτα το μυστικό, μην το λες σε κανέναν
ε) «κοίταξε μην σού φύγει κανένας λόγος»
(ειρωνικά) πρόσεξε μήπως δεν απαντήσεις σε κάτι, συνήθως προσβλητικό, που σού είπαν
στ) «κάπου κάπου του φεύγουν»
(για γέρο ή άρρωστο άνθρωπο) αποβάλλει ούρα ή κόπρανα χωρίς να το καταλάβει
μσν.
(για κρασί) ξινίζω
αρχ.
1. (κυριολ. και μτφ.) (για πράγμ.) ξεφεύγω (α. «Νέστορα δ' ἐκ χειρῶν φύγον ἡνία», Ομ. Ιλ.
β. «ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων», Ομ. Ιλ.)
2. (με απρμφ.) αποφεύγω ή διστάζω να πράξω κάτι
3. εγκαταλείπω την πατρίδα μου λόγω εγκλήματος που διέπραξα, γίνομαι φυγάς·4. ζω ως εξόριστος, ζω στην εξορία
5. (ως αττ. δικανικός όρος) α) μηνύομαι, καταδιώκομαι
β) μιλώ ως συνήγορος, υποστηρίζω
6. ισχυρίζομαι («ἔφευγε μὴ εἰδέναι», Σοφ.)
7. (συχν. ιδίως στον ενεστ. και τον παρατ. ενυπάρχει στο ρ. η σημ. της επιθυμίας, της πρόθεσης ή της προσπάθειας) θέλω ή προσπαθώ να φύγω
8. (το αρσ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ φευγων
(νομ.) ο κατηγορούμενος
9. (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) οἱ φεύγοντες
οι εξόριστοι
10. (το ουδ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ φεῡγον
το τμήμα ενός αντικειμένου που γλιστράει από τα χέρια κάποιου
11. φρ. α) «φεύγω ὑπό τινος» — τρέπομαι σε φυγή από κάποιον
β) «φεύγω τὴν παρὰ θάλασσαν»
(ενν. ὁδόν) αναχωρώ εσπευσμένα προς τη θάλασσα (Ηρόδ.)
γ) «φεύγω εἰς» — βρίσκω καταφύγιο κάπου, καταφεύγω (Ευρ.)
δ) «φεύγω φόνον» — αποφεύγω τις συνέπειες του φόνου (Ευρ.)
ε) «φεύγω ὑπό τινος» — εξορίζομαι από κάποιον
στ) «φεύγω ἐξ Ἀρείου Πάγου» — εξορίζομαι σύμφωνα με απόφαση του Αρείου Πάγου (Δείν.)
ζ) «φεύγω ἀειφυγίαν» — εξορίζομαι για πάντα (Πλάτ.)
η) «φεύγω γραφὴν [ή δίκην]» — δικάζομαι ως κατηγορούμενος για κάτι, είμαι υπόδικος·θ) «φεύγω (δίκην) φόνου» — κατηγορούμαι για φόνο
ι) «φεύγω δειλίας» — κατηγορούμαι για δειλία
ια) «φεύγω δίκην ὑπό τινος» — κατηγορούμαι από κάποιον (Δημοσθ.)
ιβ) «φεύγω ἀσεβείας ὑπό τινος» — κατηγορούμαι ως ασεβής (Πλάτ.)
ιγ) «τὸ φεῡγον ψήφισμα» — ψήφισμα υπό συζήτηση (Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φεύγω ανάγεται στην απαθή βαθμίδα της ΙΕ ρίζας bheu-g- «φεύγω, δραπετεύω» και μπορεί να συνδεθεί με τα λιθουαν. baugus «δειλός» και bauginti «τρομοκρατώ, φοβίζω» και με το λατ. fugio «φεύγω», σχηματισμένο από τη μηδενισμένη βαθμίδα της ρίζας, όπως και ο ελλ. αόρ. β' ἔ-φυγ-ον και οι υπόλοιποι τ. της Ελληνικής που εμφανίζουν θ. φυγ-. Αξίζει να σημειωθεί ότι απαντούν σε άλλες ΙΕ γλώσσες τ. πολύ κοντινοί από μορφολογική άποψη προς το ρ. φεύγω, οι οποίοι, όμως, διαφέρουν σημασιολογικώς, γεγονός που καθιστά δύσκολη τη σύνδεσή τους με το ρ. φεύγω, πρβλ. αρχ. ινδ. bhujati «διπλώνει», γοτθ. biugan «λυγίζω», γερμ. biegen «λυγίζω», αλλά και αβεστ. bunĵainti «σώζουν, ελευθερώνουν» (για τη σχέση του τ. με το ρ. φυγγάνω), γοτθ. us-baugjan «σκουπίζω». Η σχέση τών τ. αυτών παραμένει δυσερμήνευτη, έχει, όμως, προταθεί η αναγωγή τους σε τρεις διαφορετικές ρίζες με κοινή μορφή bheu-g- με σημ.: α) «φεύγω»
β) «λυγίζω» και γ) «απομακρύνω, καθαρίζω, ελευθερώνω». Το ρ. φεύγω απαντά ως α' συνθετικό λ. με ποικίλες μορφές: α) φυγ(ο)-, από το θ. του αορ. με ή χωρίς συνδετικό φωνήεν -ο- (πρβλ. φυγαίχμης, φυγόπονος)
β) φευγ(ο)-, από το θ. του ενεστ. (πρβλ. φεύγυδρος)
γ) φυξι-, από ένα όν. δηλωτικό του δράστη ενεργείας ή της ενέργειας, βλ. και λ. φύξις (πρβλ. φυξίπολις) και σε μτγν. τ. φευξι- (πρβλ. φεῦξις)
και δ) φυγε-, από το θ. του αορ., κατά τα α' συνθετικά σε ε- (πρβλ. αρχε-, εχε-) μόνο στο μυκηναϊκό ανθρωπωνύμιο pu2ke-qiri.
ΠΑΡ. αρχ. φεύξις, φύγδα, φύγδην, φύγιμον
μσν.
φυγείον
νεοελλ.
φεύγα, φευγάλα, φευγαλέος, φεύγας, φευγάτος, φευγιό.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) φυγόδικος, φυγόμαχος, φυγοπόλεμος, φυγόπονος·αρχ. φεύγυδρος, φυγαίχμης, φυγανθρωπεύω, φυγαρσενία, φυγαρχώ, φύγεργος, φυγοδέμνιος, φυγόλεκτρος, φυγόξενος, φυγόπατρις, φυγόπολις, φυξανορία, φυξήλιος, φυξίμηλος, φυξίπολις·αρχ.-μσν. φευξασπίδιον, φυγόδεμνος·νεοελλ. φυγόκεντρος, φυγόποινος, φυγόστρατος. (Β' συνθετικό) αποφεύγω, διαφεύγω, διεκφεύγω, εκφεύγω, καταφεύγω, προσφεύγω, υπεκφεύγω
αρχ.
αναφεύγω, αντιφεύγω, αποπροφεύγω, εκπροφεύγω, εμφεύγω, παραφεύγω, παρεκπροφεύγω, περιφεύγω, προεκφεύγω, προκαταφεύγω, προσαναφεύγω, προϋποφεύγω, προφεύγω, συγκαταφεύγω, ουμφεύγω, συνδιαφεύγω, συνεκφεύγω, συνεπιφεύγω, υπεκπροφεύγω, υπερεκφεύγω, υπερφεύγω, υποφεύγω
νεοελλ.
αντιπροσφεύγω, γοργοφεύγω, επαναπροσφεύγω, ξαναφεύγω, ξεφεύγω, πρωτοφεύγω].
Greek Monotonic
φεύγω: (√ΦΥΓ)· Ιων. παρατ. φεύγεσκον· μέλ. φεύξομαι, Δωρ. φευξοῦμαι (επίσης σε Αττ. χάριν μέτρου)· αόρ. βʹ ἔφυγον, Ιων. φύγεσκον, πέφευγα· Επικ. Παθ. μτχ. πεφυγμένος, με Ενεργ. σημασία, και πεφυζότες (πρβλ. φύζα).
I. 1. τρέπομαι σε φυγή, το βάζω στα πόδια, φεύγω, σε Ομήρ. Ιλ.· με πρόθ., φεύγω ἀπό ή ἔκ τινος, σε Όμηρ. κ.λπ.· σπανίως με γεν. μόνο, πεφυγμένος ἦεν ἀέθλων, σε Ομήρ. Οδ.· με σύστ. αιτ., φεύγειν φυγήν, σε Ευρ. (ομοίως, φυγῇ φ., σε Πλάτ.)· φεύγω τὴν παρὰ θάλασσαν (ενν. ὁδόν), φεύγω ταχύτατα προς τη θάλασσα, σε Ηρόδ.
2. ο ενεστ. και ο παρατ. κυρίως δηλώνουν την προσπάθεια να φύγει κάποιος, απ' όπου η μτχ. φεύγων συνάπτεται με σύνθ. ρήμ. ἀποφεύγω, ἐκφεύγω, προφεύγω, για να διακρίνεται από την πραγματοποίηση η προσπάθεια, βέλτερον, ὃς φεύγων προφύγῃ κακὸν ἠὲ ἁλώῃ, είναι καλύτερα κάποιος να φύγει για να αποφύγει το κακό παρά να μείνει και να συλληφθεί, σε Ομήρ. Ιλ.· φεύγων, εκφεύγω, σε Ηρόδ. κ.λπ.
3. φεύγω εἰς..., καταφεύγω σε..., βρίσκω καταφύγιο σε..., σε Ευρ.
4. με απαρ., διστάζω να κάνω κάτι, αποφεύγω να κάνω κάτι, σε Ηρόδ., Πλάτ.· και με το απαρ. να παραλείπεται, οπισθοχωρώ, σε Σοφ.
II. 1. με αιτ., απέχω, διαφεύγω, αποφεύγω, σε Όμηρ. κ.λπ.· φεύγω φόνον, αποφεύγω τις συνέπειες του φόνου, σε Ευρ.· η Παθ. μτχ. παρακ. επίσης διατηρεί την αιτ. στον Όμηρ., ο οποίος τη συνάπτει με εἶναι ή γενέσθαι, = πεφευγέναι, π.χ. μοῖραν δ' οὔ τινά φημι πεφυγμένον ἔμμεναι, λέω ότι κανένας δεν μπορεί να ξεφύγει από τη μοίρα του, σε Ομήρ. Ιλ.· πεφυγμένον ἄμμε γενέσθαι, στο ίδ.
2. λέγεται για πράγματα, ἠνίοχον φύγον ἡνία, τα ηνία έφυγαν από τα χέρια του, στο ίδ.
III. 1. φεύγω από την πατρίδα μου εξαιτίας ενός εγκλήματος, σε Όμηρ.· οἱ φεύγοντες, οι εξόριστοι, σε Θουκ.· φεύγω πατρίδα, σε Ομήρ. Οδ.
2. φεύγω ὑπό τινος, εξορίζομαι από κάποιον, σε Ηρόδ., Ξεν.· απόλ., πηγαίνω στην εξορία, ζω στην εξορία, Λατ. exulare, σε Ηρόδ.
IV. ως Αττ. δικανικός όρος, είμαι κατηγορούμενος ή καταδιωκόμενος· ὁ φεύγων, κατηγορούμενος, εναγόμενος, Λατ. reus, αντίθ. του διώκων, κατήγορος, ενάγων, σε Αριστοφ., Ρήτ.· με αιτ., φεύγωγραφήν ή δίκην, δικάζομαι ως κατηγορούμενος για κάτι, σε Αριστοφ., Πλάτ.· το έγκλημα τίθεται σε γεν., φεύγω φόνου (ενν. δίκην), κατηγορούμαι για φόνο, σε Λύσ. κ.λπ.· φεύγω ἀσεβείας ὑπό τινος, κατηγορούμαι ως ασεβής ή καταγγέλλομαι από κάποιον, σε Πλάτ.
Middle Liddell
[Root !φυγ] φύζα perfect passive participle πεφυγμένος has active meaning.]
I. to flee, take flight, run away, Il.;—with Preps., φ. ἀπό or ἔκ τινος Hom., etc.; rarely c. gen. only, πεφυγμένος ἦεν ἀέθλων Od.:—c. acc. cogn., φεύγειν φυγήν Eur.; (so, φυγῆι φ. Plat.); φ. τὴν παρὰ θάλασσαν (sc. ὁδόν) to flee toward the sea, Hdt.
2. the pres. and imperf. properly express the endeavour to flee: hence the part. φεύγων is added to the compd. Verbs ἀποφεύγω, ἐκφεύγω, προφεύγω, to distinguish the attempt from the accomplishment, βέλτερον, ὡς φεύγων προφύγηι κακὸν ἠὲ ἁλώηι it is better that one should flee and escape than stay and be caught, Il.; φεύγων ἐκφ. Hdt., etc.
3. φ. εἰς . . to have recourse to .., take refuge in . ., Eur.
4. c. inf. to be shy of doing, shrink from doing, Hdt., Plat.; and with the inf. omitted, to shrink back, Soph.
II. c. acc. to flee from, to shun, avoid, Hom., etc.; φ. φόνον to flee the consequences of the murder, Eur.:—the part. perf. pass. also retains the acc. in Hom., who joins it with εἶναι or γενέσθαι = πεφευγέναι, e. g. μοῖραν δ' οὔτινά φημι πεφυγμένον ἔμμεναι I say that no man can escape his doom, Il.; πεφυγμένον ἄμμε γενέσθαι Il.
2. of things, ἡνίοχον φύγον ἡνία the reins escaped from his hands, Il.
III. to flee one's country for a crime, Hom.; οἱ φεύγοντες the exiles, Thuc.; φ. πατρίδα Od.
2. φ. ὑπό τινος to be banished by him, Hdt., Xen.:—absol. to go into exile, be an exile, Lat. exulare, Hdt.
IV. as Attic law-term, to be accused or prosecuted: ὁ φεύγων the accused, defendant, Lat. reus, opp. to ὁ διώκων the accuser, prosecutor, Ar., Oratt.; c. acc., φ. γραφήν or δίκην to be put on one's trial for something, Ar., Plat.; the crime being added in gen., φ. φόνου (sub. δίκην) to be charged with murder, Lys., etc.; φ. ἀσεβείας ὑπό τινος is accused of impiety by some one, Plat.
Frisk Etymology German
φεύγω: (seit Il.),
{pheúgō}
Forms: auch φυγγάνω (ion. att.), Aor. φυγεῖν, Fut. φεύξομαι (seit Il.), φευξοῦμαι (att.), ἐκφεύξω (Pap. II a u.a.), Perf. Ptz. Med. πεφυγμένος (Hom. u.a.), Akt. πεφευγότες (seit α 12), πεφυζότες (Il., sg. -ώς Nik.; nach φύζα, Solmsen RhM 66, 140ff., Schwyzer 771 m. A. 4 n. weiterer Lit., auch Chantraine Gramm. hom. 1, 429), Ind. πέφευγα (ion. att.). Opt. πεφεύγοι (Φ 609), ἐκπεφευγοίην S. OT 840 (Schwyzer 795),
Grammar: v.
Meaning: fliehen, entfliehen, in die Verbannung gehen, auf der Flucht, verbannt sein, gerichtlich verfolgt werden.
Composita: sehr oft m. Präfix, z.B. ἀπο-, δια-, ἐκ-, κατα-. Als Vorderglied u.a. in φυγοπτόλεμος den Kampf scheuend (ξ 213, Q. S.); vereinzelt φυξ(ι)-, z.B. φυξανορία oder (Akk.) -άνορα Flucht vor den Männern, bzw. vor den Männern fliehend (A. Supp. 8 [anap.], vgl. Rosenkranz Phil. 108, 293 ff.), auch φεύγυδρος das Wasser scheuend (sp. Mediz.), φευξίκτερος Pfl.name (Ps.-Dsk.; Strömberg 86).
Derivative: Daneben das primäre suffixlose Nomen (Wz.nomen) φυγ- in φύγαδε (Il.), -άδις (Theognost. Kan., EM) in die Flucht, φύγδα (A. Eu. 256 [lyr.]), -δην (Nik. Th 21) auf der Flucht. Davon 1. mit ι̯α-Suffix (vgl. ὄπα: ὄσσα, Chantraine Gramm. hom. 1, 232) φύζα f. ‘(wilde) Flucht, Panik’ (Il., ξ 269 = ρ 439) mit -ακινός flüchtig, scheu (Ν 102; wie von *φύζαξ, vgl. λεπτακινός, δείλακρος u.a. und Bechtel Lex. s.v.), -αλέος ib. (AP), -ηλός· δειλός, φυγάς H.; auch einzelne Verbformen: Ptz. Aor. φυζηθέντες (Nik. Th. 825: *φυζάομαι), Inf. φυζάναι· φυγεῖν, δειλιάσαι H. (für -ᾶναι oder künstliche athem. Bildung [Schwyzer 700]?); vgl. πεφυζότες oben. 2. Mit η(α)-Suffix φυγή, sehr oft von den präfigierten Verba, z.B. ἀνα-, ἀπο-, δια-, κατα-, f. Flucht, Verbannung (seit Od.). — 3. Adj. πρό-, πρόσφυξ fliehend, schutzsuchend (sp.), πρόσφυγος ib. (Aesop.), ἀφυγής der nicht fliehen kann (Timo); Subst. καταφύγιον n. Zuflucht (Demokr.), προσ-, συμφύγιον ib. (sp.). 4. Von φυγ- oder φυγή (vgl. Schwyzer 508): φυγάς, -άδος m. f. Flüchtling (ion. att.) mit -αδεύω (att.), -αδείω (el.) verweisen, verbannen; -αδεῖον n. Verbannungsort (LXX), -αδεία f. Verbannung (Plb., Vett. Val.), -αδευτικός verbannend (IIld.); φύγιμον n. Zufluchtsort (Andania Ia). Von φυγεῖν bzw. φεύγειν: 5. φύξις f. Flucht, Rettung (Κ 311 = 398, 447, Nik.), jünger φεῦξις f. ib. (S. Ant. 362 [lyr.]); von den präfigierten Verba: ἀνά-, ἀπό-, διά-, κατάφυξις, -φευξις (Ar., Th., Pl. usw.; in der Überlieferung oft zusammengeworfen); davon φύξιμος (hell. u. sp. auch φεύξιμος, delph. [IIIa] φύκτιμος) Zuflucht, Rettung gewährend (ε 359, Plb., Plu.), imstande zu fliehen (S. Ant. 788 [lyr.]), entfliehbar, vermeidlich (Hp., Max.), κατα- ~ (Plu.); vgl. Arbenz 33. Von φύξις noch: φύξιος zur Flucht gehörig (A. R.), als Bein. des Zeus, auch des Apollon, Zuflucht gewährend (Apollod., Lyk., Paus., Inschr. u.a.); -ηλις flüchtig, feige (P 143, Nik., Lyk.), Bildung unklar (Vermutung von Bechtel Lex. s.v.; vgl. noch Schwyzer 517 m. A.1). 6. Verbaladj. φυκτός zu entfliehen, entrinnbar (Hom.; Ammann Μν. χάριν 1, 14), nur mit Negation = ἄφυκτος (Pi., Simon., att.); jünger φευκτός ib. (S. Aj. 224 [lyr.]), mit Negation = ἄφευκτος (sp.); φευκταῖοι· ἀποτρόπαιοι H., -ικός (ἀνα-, ἀπο-, δια-, ἐκ-) ‘zum Entkommen, Entfliehen geeignet od. geneigt’ (X., Arist., Str. u.a.), -ιάω entfliehen wollen (Arist. Fr. 130). 7. Desiderativum φευξείω (E. HF 628; cod. -ιῶ). —Ausführlich über den Gebrauch von φεύγω u. Verw. bei Homer Trümpy Fachausdrücke 212 ff.
Etymology: Das Nasalpräsens φυγγάνω (meist mit Präfix in terminativer Funktion, vgl. Poultney Lang. 13, 170 f.) ist eine Neubildung zum Aor. φυγεῖν nach dem geläufigen Typus τυχεῖν: τυγχάνω (Schwyzer 699); daneben das hochstufige thematische φεύγω wie τεύχω usw. Dafür steht im Latein ein tiefstufiges Jotpräsens fugiō mit Perf. fūgī aus *foug- gegenüber πέφευγα mit sekundärem ευ wie in τέτευχα usw. (: λέλοιπα). Die griech. u. lat. Nomina stimmen mehrfach zueinander, so namentlich φυγή = fuga. Vgl. noch προσ-, συμφύγιον (neben weit gewöhnlicherem und älterem -φυγή in ἀναφυγή usw.): lat. per-fugium u.a.; πρόσφυγος: prō-fugus u.a.; wenigstens in den letztgenannten Fällen handelt es sich um voneinander unabhängige Neubildungen. — Zu φυγεῖν, fugiō stimmt bis auf die Vokallänge das semantisch etwas abweichende lit. bū́gstu, bū́gti in Schrecken geraten, erschrecken (vgl. φύζα Panik) mit baugùs ängstlich, furchtsam, bange und dem Kausativum baugìnti schrecken, ängstigen. Semantisch noch ferner stehen das aw. Nasalpräsens 3. pl. bunǰainti mit Opt. 3. sg. bunǰayāt̃ lösen, befreien, retten (von Kretschmer Glotta 30, 138 hierhergestellt) ebenso wie ein Verb biegen in aind. bhujáti und (mit idg. gh) germ., z.B. biugan, nhd. biegen; mit ū ags. būgan sich beugen, wenden (okkasionell auch fliehen). Zum ungelösten semantischen Problem WP. 2, 144ff, Pok. 152f., W.-Hofmann und Ernout-Meillet s. fugiō, Mayrhofer s. bhujáti; daselbst auch weitere Formen m. reicher Lit. — Nach Krahe Die Spr. d. Illyrier 1, 106 (m. Lit.) hierher noch als illyrisch der ON Φεύγαρον ("Fluchtburg"?); nach Haas Sprache 6, 24 neuphryg. beosioi ’φεύγοι’ (Jotpräsens).
Page 2,1005-1007
Chinese
原文音譯:feÚgw 肺哥
詞類次數:動詞(31)
原文字根:逃 相當於: (נוּס)
字義溯源:逃避*,逃,逃走,逃脫,脫逃,逃跑,避,避開。參讀 (ἀποφεύγω)同義字
同源字:1) (ἀποφεύγω)逃脫 2) (διαφεύγω)脫逃 3) (ἐκφεύγω)逃出來 4) (καταφεύγω)逃去 5) (φεύγω)逃避 6) (φυγή)逃逸
出現次數:總共(30);太(7);可(5);路(3);約(3);徒(2);林前(2);提前(1);提後(1);來(1);雅(1);啓(4)
譯字彙編:
1) 逃(7) 太2:13; 太3:7; 太8:33; 路3:7; 約10:5; 徒27:30; 啓12:6;
2) 逃走了(3) 太26:56; 可14:52; 徒7:29;
3) 逃走(2) 約10:12; 約10:13;
4) 應當逃(2) 太24:16; 路21:21;
5) 逃跑了(2) 可5:14; 路8:34;
6) 逃避(1) 啓20:11;
7) 避(1) 啓9:6;
8) 逃避了(1) 啓16:20;
9) 他們⋯逃走了(1) 可14:50;
10) 牠⋯逃跑(1) 雅4:7;
11) 脫逃了(1) 來11:34;
12) 你們⋯逃脫(1) 太23:33;
13) 你們要逃(1) 林前10:14;
14) 當逃(1) 可13:14;
15) 就逃(1) 太10:23;
16) 逃跑(1) 可16:8;
17) 你們要逃避(1) 林前6:18;
18) 要逃避(1) 提前6:11;
19) 你要逃避(1) 提後2:22
English (Woodhouse)
avoid, escape, fly, be acquitted, be an exile, be banished, be cleared, be defendant, be exiled, be let off, be prosecuted for, be prosecuted, fly from one's country, fly to, get off, have recourse to, of an army being routed, recoil from, shrink from, take to flight, turn to
Mantoulidis Etymological
Θέματα: α) ἰσχυρό φευγ-, β) ἀσθενές φυγ-. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: φευκταῖος, φευκταῖον, προσφευκτέον, φευκτιάω (ἐφετικό), φευκτικός, φευκτός, φεῦξις (=ἀποφυγή), ἀνάφευξις, διάφευξις (=διαφυγή), κατάφευξις (=καταφύγιο γιά ἀσφάλεια), φεύξιμος, φυγάς -άδος (=δραπέτης, ἐξόριστος), φυγαδεύω, φυγαδεία (ἐξορία, φυγή), φυγαδευτέον, φυγαδευτικός, φυγαδικός, φυγή, φυγοδικῶ, φύγδην, καταφύγιον, κρησφύγετον, φυκτός, ἄφυκτος, φύξις, φύξιμος, πρόσφυξ, φυξήλιος (=πού ἀποφεύγει τόν ἥλιο).
Lexicon Thucydideum
fugere, to flee, avoid, 1.9.2, 1.115.4, 1.122.4, 1.136.1, 2.4.2, 2.42.4, 2.61.1, 2.63.1, 2.81.8. 2.84.3, 3.32.3. 3.69.1, 3.98.1, 4.32.4. 4.96.8, 4.102.2, 4.127.1. 4.127.2. 4.133.3. 4.133.35.10.8. 5.10.9. 5.10.1, 6.2.4. 6.4.5, 6.101.4, 7.23.2. 7.44.4, 7.70.4. 7.70.8, 8.16.3. 8.19.3. 8.23.4. 8.41.2, 8.44.2.
exulare, to be in exile, 1.24.6, 1.26.3. 1.111.1, 1.113.1. 1.113.4, 1.136.3. 1.137.2. 1.138.6, 1.143.2, 3.85.2. 4.66.1. 4.71.1. 4.73.4. 4.74.2. 4.75.1. 5.16.3. 5.26.5, 5.72.1, 6.59.4. 6.74.1, 8.53.2, 8.70.1. 8.85.3.
Translations
run away
Arabic: هَرَبَ; Catalan: fugir; Cherokee: ᎠᎵᏘᎠ; Chinese Mandarin: 逃跑; Czech: utéct; Dutch: vluchten, weglopen; Esperanto: forkuri; Finnish: juosta pakoon; French: s'enfuir; Friulian: fuî, scjampâ; German: wegrennen, davonlaufen; Ancient Greek: ἀλύσκω, ἀναδιδράσκω, ἀποδιδράσκειν, ἀποδιδράσκω, ἀποδιδρήσκω, ἀποθέω, ἀποσεύω, ἀποτράχω, ἀποτρέχω, αὐτομολεῖν, διαδιδράσκειν, διαδιδράσκω, διδράσκω, διδρήσκω, δίω, δραπετεύειν, δραπετεύω, ἐκδιδράσκειν, ἐκτρέχω, ἐκφέρω, ἐκφεύγω, παρασείω, ὑπεκφεύγω, φεύγειν, φεύγω; Hebrew: בָּרַח; Ido: fugar; Italian: scappare, fuggire; Japanese: 逃げる, 逃走する; Kabuverdianu: fuji; Kabyle: rwel; Latin: fugio; Ngazidja Comorian: utrawa; Norwegian: stikke av; Persian: فرار کردن; Polish: uciekać; Portuguese: fugir; Romanian: fugi, scăpa; Russian: убегать, убежать; Sanskrit: नश्यति, सिसर्ति; Spanish: huir; Swedish: springa iväg; Telugu: పారిపోవు; Walloon: cori evoye
escape
Albanian: arratisem; Arabic: هَرَبَ; Egyptian Arabic: فلت, زوغ, هرب; Armenian: փախչել; Aromanian: scap, ascap; Assamese: পলা, ভাগ; Asturian: escapar; Basque: ihes egin; Bulgarian: отървавам се; Catalan: escapar, fugir; Cherokee: ᎠᎵᏘᎠ; Chinese Mandarin: 逃生, 逃跑; Czech: uniknout; Dutch: ontsnappen; Esperanto: eskapi; Estonian: pääsema; Finnish: paeta, karata, päästä; French: échapper, s'échapper, fuir; Friulian: scjampâ, sčhampâ; Galician: ciscar, cispar, liscar, iscar, escampaviar, escabildrar, fuxir, afufar, rispar, alimpar; Georgian: გაქცევა; German: entgehen; Gothic: 𐌿𐌽𐌸𐌰𐌸𐌻𐌹𐌿𐌷𐌰𐌽; Greek: δραπετεύω; Ancient Greek: ἀλύσκειν, ἀλύσκω, ἀποδιδράσκειν, ἀποδιδράσκω, ἀποφεύγειν, ἀποφεύγω, διαδιδράσκειν, διαδιδράσκω, διαφεύγειν, διαφεύγω, διδράσκω, διεκφεύγω, διεκφυγγάνω, διεξοδεύω, δραπετεύω, ἐκδιδράσκειν, ἐκδιδράσκω, ἐκκυλίνδεσθαι, ἐκπροφεύγω, ἐκτρέχω, ἐκφεύγειν, ἐκφεύγω, ἐκφυγγάνειν, ἐκφυγγάνω, ἐξαλύσκειν, ἐξαλύσκω, ἐξυπαλύσκω, ἐξυπέρχομαι, ἐφορμίζω, παραλανθάνω, παρατρέχω, παραφεύγω, παρεκδύω, παρεκπίπτω, παρέρχεσθαι, ὑπεκκλίνω, ὑπεκπροφεύγω, ὑπεκτρέχειν, ὑπεκτρέχω, ὑπερτρέχω, ὑπερφεύγω, φεύγειν, φεύγω, φυγγάνειν, φυγγάνω; Haitian Creole: chape; Hebrew: נִמְלַט; Hungarian: megszökik; Icelandic: sleppa; Ido: eskapar; Indonesian: kabur; Italian: scappare, fuggire, darsela a gambe; Japanese: 逃げる, 免れる; Kabuverdianu: fuji; Khmer: គេច, រួច; Kurdish Northern Kurdish: revîn, bazdan; Latin: fugio, evado, aufugio, effugio, subterfugio, refugio, profugio; Latvian: izbēgt; Lithuanian: pabėgti; Malay: lari; Maltese: ħarab; Mansaka: losot; Maori: oraiti, paheno, pahiko, pakiha, mawhiti, puta te ihu, hōnea, whakatipa; Norman: êcapper; Northern Sami: báhtarit; Norwegian: unnslippe, unnkomme; Occitan: escapar; Old English: flēon, wiþfaran; Oromo: miliquu; Ottoman Turkish: قاچمق; Polish: wydostawać się, wydostać się; Portuguese: escapar, fugir; Romanian: evada, scăpa; Romansch: mitschar, mütschir, scappar, scapar, scapper; Russian: спасаться, спастись, совершать побег, совершить побег; Sanskrit: सिसर्ति; Slovak: utiecť; Slovene: zbežati, pobegniti; Spanish: escapar, liberarse, fugarse, furtarse; Swahili: kuponyoka; Swedish: fly, rymma; Tagalog: takas; Tamil: தப்பி; Thai: หนี; Turkish: kaçmak; Ukrainian: рятуватися, врятуватися, спасатися, спастися, утікати, втікати, втекти; Venetan: scanpar; Vietnamese: thoát, trốn thoát, trốn khỏi; Welsh: dianc; Yiddish: אַנטלויפֿן