καθαρός: Difference between revisions

From LSJ

ἀνὴρ ἀχάριστος μὴ νομιζέσθω φίλος → an ungrateful man should not be considered a friend

Source
m (Text replacement - "Homer down" to "Homer down")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό, θηλ. και [[καθαρά]] (AM [[καθαρός]], -ά, -όν, Α δωρ. τ. [[κοθαρός]], αιολ. τ. κόθαρός)<br /><b>1.</b> απαλλαγμένος από βρομιές, καθαρισμένος, [[παστρικός]] (α. «[[καθαρά]] ρούχα» β. «[[καθαρά]] χροΐ εἴματ' ἔχοντα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> απαλλαγμένος από [[κάθε]] [[ξένη]] [[ουσία]], [[αμιγής]], [[γνήσιος]], [[ανόθευτος]] (α. «καθαρό [[χρυσάφι]]» β. «σῑτος [[καθαρός]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[διαυγής]], [[διαφανής]], όχι [[θολός]] (α. «καθαρό [[γυαλί]]» β. «ῥέει τε καθαρὸς παρὰ θολεροῑσι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αίθριος]], [[ανέφελος]], [[ξάστερος]] (α. «καθαρὸς ουρανὸς» β. «φάει... καθαρῷ», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[σαφής]], [[ευκρινής]], [[ευδιάκριτος]] (α. «καθαρό [[γράψιμο]]» — ευανάγνωστο [[γράψιμο]]<br />β. «καθαραὶ φωναί», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[αγνός]], [[άσπιλος]], [[ειλικρινής]], [[έντιμος]] (α. «καθαρή [[καρδιά]]» β. «τοὺς μὲν καθαρὰς χεῖρας προνέμοντας», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>7.</b> (<b>για πρόσ.</b>) απαλλαγμένος από [[ενοχή]], [[αθώος]] («[[ἱκέτης]] προσῆλθες καθαρὸς [[ἀβλαβής]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>8.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι Καθαροί</i><br />[[ονομασία]] οπαδών δύο αιρέσεων του 3ου και του 10ου αιώνα<br /><b>9.</b> [[ακριβής]], [[σωστός]] (ἂν καθαροὶ ὦσιν αἱ ψῆφοι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> <b>γραμμ.</b> «καθαρό <i>α</i>» — το <i>α</i> που βρίσκεται στο [[τέλος]] της λέξης και [[πριν]] από αυτό υπάρχει [[άλλο]] [[φωνήεν]] ή <i>ρ</i><br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για ανθρώπους ή ζώα) αυτός που αγαπά την [[καθαριότητα]] (α. «[[καθαρός]] [[μάγειρας]]» β. «η [[γάτα]] [[είναι]] καθαρό ζώο»)<br /><b>2.</b> [[σαφής]], [[ξεκάθαρος]], όχι διφορούμενος (α. «καθαρή [[αλήθεια]]» β. «καθαρές κουβέντες»)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το καθαρό</i><br />καθαρογραμμένο [[αντίγραφο]] πρόχειρου πρωτοτύπου ή καθαρογραμμένο πρωτότυπο («[[γράφω]] στο καθαρό» — [[καθαρογράφω]])<br /><b>4.</b> (για αέρα) ο μη μολυσμένος, [[υγιεινός]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «έχω [[καθαρά]] τα χέρια μου» — δεν έχω κάνει [[κάτι]] [[κακό]] ή δεν έχω [[ευθύνη]] για κάποια κακή [[πράξη]]<br />β) «έχω καθαρό το [[μέτωπο]]» — δεν έχω λόγο να [[ντρέπομαι]], δεν μέ βαρύνει [[καμιά]] άτιμη [[πράξη]]<br />γ) «[[καθαρός]] [[λογαριασμός]]» — [[λογαριασμός]] τακτοποιημένος λογιστικά<br />δ) «καθαρό [[κέρδος]]» — το [[κέρδος]] που απομένει [[μετά]] την [[αφαίρεση]] τών εξόδων<br />ε) «καθαρό [[βάρος]]» — το πραγματικό [[βάρος]] εμπορεύματος που απομένει [[μετά]] την [[αφαίρεση]] του απόβαρου<br />στ) «καθαρό [[αίμα]]» — [[αίμα]] το οποίο δεν έχει αναμιχθεί με [[αίμα]] κατώτερου γένους με [[διασταύρωση]]<br />ζ) «τήν έβγαλε καθαρή» — δεν υπέστη τις συνέπειες, γλύτωσε<br />η) «Καθαρή Εβδομάδα» — η πρώτη [[εβδομάδα]] της Σαρακοστής («Καθαρή Δευτέρα, Καθαρή Τρίτη» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>παροιμ.</b> α) «[[καθαρός]] [[ουρανός]] αστραπές δεν φοβάται» — ο [[ηθικός]] και [[τίμιος]] [[άνθρωπος]] δεν φοβάται τις συκοφαντίες<br />β) «[[καρδία]] [[καθαρά]] και πάτα και στην Άγια Τράπεζα» — γι' αυτούς που στο όνομα της θρησκείας κάνουν τα μεγαλύτερα αίσχη<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[πρόθυμος]]<br /><b>2.</b> (για ζώα) [[φυτοφάγος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ καθαρόν</i><br />η [[καθαρότητα]], η [[αγνότητα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> απαλλαγμένος από [[κάθε]] [[εμπόδιο]]<br /><b>2.</b> (για [[τόπο]]) [[ανοιχτός]], [[ελεύθερος]] (α. «ἐν καθαρῶ, ὅθι δὴ νεκύων διεφαίνετο [[χώρος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «oἰκεῖν ἐν τῷ καθαρῷ» — να κατοικεί [[κανείς]] στο ύπαιθρο, <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ελεύθερος]] από [[κάθε]] [[υποχρέωση]], απαλλαγμένος από οφειλές<br /><b>2.</b> αυτός που έχει ευγενή [[καταγωγή]] («[[σπέρμα]] θεοῡ καθαρόν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που βρίσκεται σε καλή [[κατάσταση]], [[ακμαίος]] («καθαρὸς [[στρατός]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καθαρώς</i> και [[καθαρά]] (AM καθαρώς)<br /><b>1.</b> με [[καθαρότητα]], [[χωρίς]] [[βρομιά]]<br /><b>2.</b> αμιγώς, [[χωρίς]] προσμίξεις (α. «ο [[καθαρά]] [[ελληνικός]] [[πληθυσμός]]» β. «ἔστωσαν δὲ καὶ οἱ καθαρῶς γεγονότες Ἴωνες», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> ευκρινώς, με [[σαφήνεια]] (α. «μίλα [[καθαρά]]» β. «[[μηδὲ]] τὴν λέξιν ἐπαινεῖν ὡς ἀκριβῶς καὶ καθαρῶς ἔχουσαν», Ισοκρ.)<br /><b>4.</b> εμφανώς (α. «φάνηκε [[καθαρά]] η [[κακία]] του» β. «καὶ γὰρ ἃ συνέκρυπτον αὐτοὶ πρότερον, ἐκ μέσου γενομένων ἀναφαίνεται καθαρῶς», Αισχίν.)<br /><b>5.</b> αποκλειστικά, εντελώς (α. «αυτό το είπε [[καθαρά]] για μένα» β. «καθαρῶς ἐς ἐφήβους τελεῖν», Δίων Κάσσ.)<br /><b>6.</b> τίμια, δίκαια («ἡ δὲ καθαρῶς τε καὶμετρίως τὸν βίον διεξελθοῡσα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «[[καθαρά]] και [[ξάστερα]]» — απερίφραστα, με [[παρρησία]], ντόμπρα<br /><b>2.</b> «δεν βλέπει [[καθαρά]]» <br />α) δεν βλέπει καλά, δεν διακρίνει καλά<br />β) δεν αντιλαμβάνεται το [[βάθος]] τών περιστάσεων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η μορφολογική [[διαφορά]] τών τ. [[καθαρός]], [[κοθαρός]] [[είναι]] ανερμήνευτη. Ανάγονται πιθ. σε αρχ. ουδ. <i>κάθαρ</i> ή <i>κόθαρ</i>. Έχουν διατυπωθεί αρκετές υποθέσεις ετυμολογήσεως της λ., που δεν [[είναι]] όμως γενικότερης αποδοχής. Ο τ. εμφανίζεται στην [[Ιλιάδα]] στη φρ. <i>ἐν καθαρῷ</i> «σε ακάλυπτο [[μέρος]]» και στην [[Οδύσσεια]] ως επίθ. της λ. <i>εἵματα</i> και στη φρ. <i>μὴ καθαρῷ θανάτῳ</i> για χαρακτηρισμό απαγχονισμού δούλων. Μετά τον <b>Ομ.</b>, η λ. χρησιμοποιήθηκε με σημ. «[[καθάριος]]» για [[νερό]] και «καθαρισμένος» για σπόρο. Η λ. εμφανίζεται [[επίσης]] με θρησκευτική ή [[ηθική]] σημ., ως [[προς]] την οποία αντιδιαστέλλεται [[προς]] το [[μιαρός]] και διαφοροποιείται από το [[αγνός]]. Στη Νέα Ελληνική η λ. [[καθαρός]] χρησιμοποιείται τόσο με την κυριολεκτική σημ. «ο απαλλαγμένος από [[κάθε]] [[ξένη]] [[ουσία]], ο μη [[βρόμικος]]» όσο και με τη μεταφορική «[[αγνός]], [[έντιμος]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[καθαίρω]], [[καθαρεύω]], [[καθαρίζω]], [[καθάριος]], [[καθαριότητα]](-<i>της</i>), [[καθαρότητα]](-<i>της</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[καθαριώ]], [[καθάρυλλος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[καθαροσύνη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καθαρούτσικος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[καθαροπώλης]], [[καθαρουργός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[καθαροάδολος]], <i>καθαρογλυκοπίπερος</i>, [[καθαροδίαιτος]], [[καθαροκόσκινον]], [[καθαροποιός]], [[καθαροπότιον]], [[καθαρότευκτος]], [[καθαροχειρία]], [[καθαρόχρυσος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καθαρόαιμος]], [[καθαρογλώσσημα]], [[καθαρόγλωσσος]], [[καθαρογράφος]], [[καθαρολόγος]]. (Β ' συνθετικό) [[ολοκάθαρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[φιλοκάθαρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εφτακάθαρος]], [[κατακάθαρος]], [[ξεκάθαρος]], [[πεντακάθαρος]]].
|mltxt=-ή, -ό, θηλ. και [[καθαρά]] (AM [[καθαρός]], -ά, -όν, Α δωρ. τ. [[κοθαρός]], αιολ. τ. κόθαρός)<br /><b>1.</b> απαλλαγμένος από βρομιές, καθαρισμένος, [[παστρικός]] (α. «[[καθαρά]] ρούχα» β. «[[καθαρά]] χροΐ εἴματ' ἔχοντα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> απαλλαγμένος από [[κάθε]] [[ξένη]] [[ουσία]], [[αμιγής]], [[γνήσιος]], [[ανόθευτος]] (α. «καθαρό [[χρυσάφι]]» β. «σῑτος [[καθαρός]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[διαυγής]], [[διαφανής]], όχι [[θολός]] (α. «καθαρό [[γυαλί]]» β. «ῥέει τε καθαρὸς παρὰ θολεροῑσι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αίθριος]], [[ανέφελος]], [[ξάστερος]] (α. «καθαρὸς ουρανὸς» β. «φάει... καθαρῷ», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[σαφής]], [[ευκρινής]], [[ευδιάκριτος]] (α. «καθαρό [[γράψιμο]]» — ευανάγνωστο [[γράψιμο]]<br />β. «καθαραὶ φωναί», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[αγνός]], [[άσπιλος]], [[ειλικρινής]], [[έντιμος]] (α. «καθαρή [[καρδιά]]» β. «τοὺς μὲν καθαρὰς χεῖρας προνέμοντας», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>7.</b> (<b>για πρόσ.</b>) απαλλαγμένος από [[ενοχή]], [[αθώος]] («[[ἱκέτης]] προσῆλθες καθαρὸς [[ἀβλαβής]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>8.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι Καθαροί</i><br />[[ονομασία]] οπαδών δύο αιρέσεων του 3ου και του 10ου αιώνα<br /><b>9.</b> [[ακριβής]], [[σωστός]] (ἂν καθαροὶ ὦσιν αἱ ψῆφοι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> <b>γραμμ.</b> «καθαρό <i>α</i>» — το <i>α</i> που βρίσκεται στο [[τέλος]] της λέξης και [[πριν]] από αυτό υπάρχει [[άλλο]] [[φωνήεν]] ή <i>ρ</i><br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για ανθρώπους ή ζώα) αυτός που αγαπά την [[καθαριότητα]] (α. «[[καθαρός]] [[μάγειρας]]» β. «η [[γάτα]] [[είναι]] καθαρό ζώο»)<br /><b>2.</b> [[σαφής]], [[ξεκάθαρος]], όχι διφορούμενος (α. «καθαρή [[αλήθεια]]» β. «καθαρές κουβέντες»)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το καθαρό</i><br />καθαρογραμμένο [[αντίγραφο]] πρόχειρου πρωτοτύπου ή καθαρογραμμένο πρωτότυπο («[[γράφω]] στο καθαρό» — [[καθαρογράφω]])<br /><b>4.</b> (για αέρα) ο μη μολυσμένος, [[υγιεινός]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «έχω [[καθαρά]] τα χέρια μου» — δεν έχω κάνει [[κάτι]] [[κακό]] ή δεν έχω [[ευθύνη]] για κάποια κακή [[πράξη]]<br />β) «έχω καθαρό το [[μέτωπο]]» — δεν έχω λόγο να [[ντρέπομαι]], δεν μέ βαρύνει [[καμιά]] άτιμη [[πράξη]]<br />γ) «[[καθαρός]] [[λογαριασμός]]» — [[λογαριασμός]] τακτοποιημένος λογιστικά<br />δ) «καθαρό [[κέρδος]]» — το [[κέρδος]] που απομένει [[μετά]] την [[αφαίρεση]] τών εξόδων<br />ε) «καθαρό [[βάρος]]» — το πραγματικό [[βάρος]] εμπορεύματος που απομένει [[μετά]] την [[αφαίρεση]] του απόβαρου<br />στ) «καθαρό [[αίμα]]» — [[αίμα]] το οποίο δεν έχει αναμιχθεί με [[αίμα]] κατώτερου γένους με [[διασταύρωση]]<br />ζ) «τήν έβγαλε καθαρή» — δεν υπέστη τις συνέπειες, γλύτωσε<br />η) «Καθαρή Εβδομάδα» — η πρώτη [[εβδομάδα]] της Σαρακοστής («Καθαρή Δευτέρα, Καθαρή Τρίτη» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>παροιμ.</b> α) «[[καθαρός]] [[ουρανός]] αστραπές δεν φοβάται» — ο [[ηθικός]] και [[τίμιος]] [[άνθρωπος]] δεν φοβάται τις συκοφαντίες<br />β) «[[καρδία]] [[καθαρά]] και πάτα και στην Άγια Τράπεζα» — γι' αυτούς που στο όνομα της θρησκείας κάνουν τα μεγαλύτερα αίσχη<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[πρόθυμος]]<br /><b>2.</b> (για ζώα) [[φυτοφάγος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ καθαρόν</i><br />η [[καθαρότητα]], η [[αγνότητα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> απαλλαγμένος από [[κάθε]] [[εμπόδιο]]<br /><b>2.</b> (για [[τόπο]]) [[ανοιχτός]], [[ελεύθερος]] (α. «ἐν καθαρῶ, ὅθι δὴ νεκύων διεφαίνετο [[χώρος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «oἰκεῖν ἐν τῷ καθαρῷ» — να κατοικεί [[κανείς]] στο ύπαιθρο, <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ελεύθερος]] από [[κάθε]] [[υποχρέωση]], απαλλαγμένος από οφειλές<br /><b>2.</b> αυτός που έχει ευγενή [[καταγωγή]] («[[σπέρμα]] θεοῦ καθαρόν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που βρίσκεται σε καλή [[κατάσταση]], [[ακμαίος]] («καθαρὸς [[στρατός]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καθαρώς</i> και [[καθαρά]] (AM καθαρώς)<br /><b>1.</b> με [[καθαρότητα]], [[χωρίς]] [[βρομιά]]<br /><b>2.</b> αμιγώς, [[χωρίς]] προσμίξεις (α. «ο [[καθαρά]] [[ελληνικός]] [[πληθυσμός]]» β. «ἔστωσαν δὲ καὶ οἱ καθαρῶς γεγονότες Ἴωνες», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> ευκρινώς, με [[σαφήνεια]] (α. «μίλα [[καθαρά]]» β. «[[μηδὲ]] τὴν λέξιν ἐπαινεῖν ὡς ἀκριβῶς καὶ καθαρῶς ἔχουσαν», Ισοκρ.)<br /><b>4.</b> εμφανώς (α. «φάνηκε [[καθαρά]] η [[κακία]] του» β. «καὶ γὰρ ἃ συνέκρυπτον αὐτοὶ πρότερον, ἐκ μέσου γενομένων ἀναφαίνεται καθαρῶς», Αισχίν.)<br /><b>5.</b> αποκλειστικά, εντελώς (α. «αυτό το είπε [[καθαρά]] για μένα» β. «καθαρῶς ἐς ἐφήβους τελεῖν», Δίων Κάσσ.)<br /><b>6.</b> τίμια, δίκαια («ἡ δὲ καθαρῶς τε καὶμετρίως τὸν βίον διεξελθοῦσα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «[[καθαρά]] και [[ξάστερα]]» — απερίφραστα, με [[παρρησία]], ντόμπρα<br /><b>2.</b> «δεν βλέπει [[καθαρά]]» <br />α) δεν βλέπει καλά, δεν διακρίνει καλά<br />β) δεν αντιλαμβάνεται το [[βάθος]] τών περιστάσεων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η μορφολογική [[διαφορά]] τών τ. [[καθαρός]], [[κοθαρός]] [[είναι]] ανερμήνευτη. Ανάγονται πιθ. σε αρχ. ουδ. <i>κάθαρ</i> ή <i>κόθαρ</i>. Έχουν διατυπωθεί αρκετές υποθέσεις ετυμολογήσεως της λ., που δεν [[είναι]] όμως γενικότερης αποδοχής. Ο τ. εμφανίζεται στην [[Ιλιάδα]] στη φρ. <i>ἐν καθαρῷ</i> «σε ακάλυπτο [[μέρος]]» και στην [[Οδύσσεια]] ως επίθ. της λ. <i>εἵματα</i> και στη φρ. <i>μὴ καθαρῷ θανάτῳ</i> για χαρακτηρισμό απαγχονισμού δούλων. Μετά τον <b>Ομ.</b>, η λ. χρησιμοποιήθηκε με σημ. «[[καθάριος]]» για [[νερό]] και «καθαρισμένος» για σπόρο. Η λ. εμφανίζεται [[επίσης]] με θρησκευτική ή [[ηθική]] σημ., ως [[προς]] την οποία αντιδιαστέλλεται [[προς]] το [[μιαρός]] και διαφοροποιείται από το [[αγνός]]. Στη Νέα Ελληνική η λ. [[καθαρός]] χρησιμοποιείται τόσο με την κυριολεκτική σημ. «ο απαλλαγμένος από [[κάθε]] [[ξένη]] [[ουσία]], ο μη [[βρόμικος]]» όσο και με τη μεταφορική «[[αγνός]], [[έντιμος]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[καθαίρω]], [[καθαρεύω]], [[καθαρίζω]], [[καθάριος]], [[καθαριότητα]](-<i>της</i>), [[καθαρότητα]](-<i>της</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[καθαριώ]], [[καθάρυλλος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[καθαροσύνη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καθαρούτσικος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[καθαροπώλης]], [[καθαρουργός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[καθαροάδολος]], <i>καθαρογλυκοπίπερος</i>, [[καθαροδίαιτος]], [[καθαροκόσκινον]], [[καθαροποιός]], [[καθαροπότιον]], [[καθαρότευκτος]], [[καθαροχειρία]], [[καθαρόχρυσος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καθαρόαιμος]], [[καθαρογλώσσημα]], [[καθαρόγλωσσος]], [[καθαρογράφος]], [[καθαρολόγος]]. (Β ' συνθετικό) [[ολοκάθαρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[φιλοκάθαρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εφτακάθαρος]], [[κατακάθαρος]], [[ξεκάθαρος]], [[πεντακάθαρος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 20:00, 13 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰθᾰρός Medium diacritics: καθαρός Low diacritics: καθαρός Capitals: ΚΑΘΑΡΟΣ
Transliteration A: katharós Transliteration B: katharos Transliteration C: katharos Beta Code: kaqaro/s

English (LSJ)

ά, όν, Dor. κοθαρός Tab.Heracl.1.103, Orph.Fr.32c.1, Aeol. κόθαρος Alc.Supp.7.3; cf. ἀνακαθαίρω, κάθαρσις: 1 physically clean, spotless (not in Il.), εἵματα Od.6.61, Archil.12, cf. E.Cyc.35,562, etc.; of persons, cleanly, κ. περὶ ἐσθῆτα Arist.VV1250b28, cf.Rh.1416a23 (nisi leg. καθάριος). 2 clear of admixture, clear, pure, especially of water, Βορυσθένης ῥέει καθαρὸς παρὰ θολεροῖσι Hdt.4.53; κ. ὕδατα E. Hipp.209 (anap.); ὕδωρ κ. ζῶν LXXNu.5.17; δρόσοι E.Ion96 (anap.); κ. καὶ διαφανῆ ὑδάτια Pl.Phdr.229b; οὖρον Hp.Epid.1.3; διαχώρημα Id.Coac.640; καθαρόν φάος, καθαρόν φέγγος, Pi.P.6.14, 9.90; πνεῦμα κ. οὐρανοῦ E.Hel.867; καθαρός ἄρτος Hdt.2.40; of white bread, Wilcken Chr.30i17 (iii/ii B.C.), LXXJu.10.5, Gal.6.482, 19.137; ἄλευρον καθαρόν Diocl.Fr.139; χρυσίον, ἀργύριον καθαρώτατον, Hdt.4.166, cf. Theoc.15.36, Ph.1.190, etc.; σῖτος X.Oec.18.8; σῖτος κ. ἀπὸ πάντων PHib.1.84 (a).6 (iv/iii B.C.): freq. of grain, winnowed, πυρὸς κ. ἄδολος POxy.1124.11 (i A.D.), cf. PTeb.93.36 (ii B.C.), etc.; of metals, etc., σίδηρος Sammelb.4481.13 (v A.D.), etc.; ἀρωμάτων, καθαρῶν, λαχάνων, dub. sens. in PLond.2.429.6 (iv A.D.); ἄκρατος καὶ κ. νοῦς X.Cyr.8.7.30; χρόαι Arist.Sens.440a5; φωναί Id.Aud.801b28; of feelings, unmixed, μῖσος τῆς ἀλλοτρίας φύσεως Pl.Mx.245d, cf. Thgn.89; serene, φρήν E.Hipp.1120 (lyr.). 3 clear of objects, free, ἐν καθαρῷ (sc. ἐν καθαρῷ τόπῳ) = in an open space, ἐν κ., ὅθι δὴ νεκύων διεφαίνετο χῶρος Il.8.491; ἐν κ., ὅθι κύματ' ἐπ' ἠϊόνος κλύζεσκον 23.61, cf. Ph.2.535 (Sup.); πάξαις Ἄλτιν ἐν κ. in a clearing, Pi.O.10 (ΙΙ).45; ἐν κ. βῆναι to leave the way clear, S.OC1575 (lyr.); ἐν τῷ κ. οἰκεῖν live in the clear sunshine, Pl.R.520d; διὰ καθαροῦ ῥέειν, of a river whose course is clear and open, Hdt.1.202: with Subst., κελεύθῳ ἐν καθαρῷ.Pi.O.6.23; χῶρος καθαρός Hdt.1.132; ἐν καθαρῷ λειμῶνι Theoc.26.5; ἐν ἡλίῳ καθαρῷ in the open sun, opp. σκιά, Pl.Phdr.239c; ὥς σφι τὸ ἐμποδὼν ἐγεγόνεε κ. was cleared away, Hdt.7.183; κ. ποιεῖσθαι τὰς ἀρκυστασίας = set up the nets in open ground, X.Cyn.6.6; freq. of land, free from weeds, etc., παραδώσω τὸν κλῆρον κ. ἀπὸ θρύου καλάμου ἀγρώστεως κτλ. PTeb.105.59 (ii B.C.); παραδώσω τὰς ἀρούρας κ. ὡς ἔλαβον BGU1018.25(iii A.D.): c. gen., γλῶσσα καθαρὴ τῶν σημηΐων clear of the marks, Hdt.2.38; καθαρὸν τῶν προβόλων, of a fort, Arr.An.2.21.7; of documents, free from mistakes, POxy.1277.13 (iii A.D.); χειρόγραφον κ. ἀπὸ ἐπιγραφῆς καὶ ἀλείφαδος free from interlineation and erasure, PLond.2.178.13 (ii A.D.). b metaph., free, clear of debt, liability, etc., κ. ἀπὸ δημοσίων καὶ παντὸς εἴδους BGU197.14 (i A.D.); κ. ἀπό τε ὀφειλῆς καὶ ὑποθήκης καὶ παντὸς διεγγυήματος ib.112.11 (i A.D.); γῆ κ. ἀπὸ γεωργίας βασιλικῆς POxy.633 (ii A.D.); καθαρὰ ποιῆσαι to give a discharge, PAvrom. 1 A22; in moral sense, free from pollution, καθαρῷ θανάτῳ an honourable death, Od.22.462; θάνατον οὐ κ., τὸν δι' ἀγχόνης Ph.2.491; ψυχαὶ ἀρηΐφατοι καθαρώτεραι ἢ ἐνὶ νούσοις Heraclit.136; freq. free from guilt or free from defilement, pure, χεῖρες A.Eu. 313 (anap.); καθαρὸς χεῖρας Hdt.1.35, Antipho5.11, And.1.95; κ. παρέχειν τινὰ κατὰ τὸ σῶμα καὶ κατὰ τὴν ψυχήν Pl.Cra.405b; ἔρχομαι ἐκ κοθαρῶν κοθαρά OrphFr.32c.1,al.; of ceremonial purity, καθαρὰ καὶ ἁγνή εἰμι ἀπό τε τῶν ἄλλων τῶν οὐ καθαρευόντων καὶ ἀπ' ἀνδρὸς συνουσίας Jusj. ap. D.59.78, cf. UPZ78.28 (ii B.C.), LXXNu.8.7,al.; ἀπὸ τάφου καὶ ἐκφορᾶς καθαροί SIG982.9 (ii B.C.); especially of persons purified after pollution, ἱκέτης προσῆλθες κ. A.Eu.474, cf. S.OC548, etc.; also of things, βωμοί, θύματα, δόμος, μέλαθρα, A.Supp.654 (lyr.), E. IT1163, 1231 (troch.), 693: c. gen., clear of or from…, κ. ἐγκλημάτων Antipho 2.4.11; ἀδικίας, κακῶν, Pl.R.496d, Cra.404a; ὁ τῶν κακῶν κ. τόπος Id.Tht.177a; κ. τὰς χεῖρας φόνου Id.Lg.864e; Κόρινθον… ἀποδεῖξαι τῶν μιαιφόνων καθαράν X.HG4.4.6; κ. εἰμι ἀπὸ τοῦ αἵματος πάντων Act.Ap.20.26, cf. D.C.37.24; κ. ἀπὸ ὅρκου LXXGe.24.8; ceremonially pure, of food, ὄσπριον Hdt.2.37; of victims, LXXGe.7.2,al., PGen.32.9 (ii A.D.), etc.; κ. ἡμέραι, opp. ἀποφράδες, Pl.Lg.800d. c in act. sense, purifying, cleansing, λέβης Pi.O.1.26; θέειον Theoc. 24.96. 4 of birth, pure, genuine, σπέρμα θεοῦ Pi.P.3.15; πόλις E.Ion673; τῶν Ἀθηναίων ὅπερ ἐστράτευε καθαρὸν ἐξῆλθε, i.e. were citizens of pure blood, Th.5.8; οἱ τῷ γένει μὴ κ. Arist.Ath.13.5; κ. ἀστοί Sch.Ar.Ach.506; καθαρόν a real, genuine saying, Ar.V.1015; κ. Τίμων a Timon pure and simple, Id.Av.1549; κ. δοῦλος Antiph.9 (glossed by ἀπηκριβωμένος, AB105); ζημία κ., of a person, Alciphro 3.21. 5 of language, pure, ὀνόματα, λέξις, D.H.Comp.1, 3; διάλεκτος Id.Dem.5; so of writers, [Λυσίας] κ. τὴν ἑρμηνείαν Id.Lys.2; [Ξενοφῶν] κ. τοῖς ὀνόμασι Id.Pomp.4; also, clear, simple, σεμνὸς καὶ καθαρός Jul.Or.2.77a. b Gramm., preceded by a vowel, pure, D.T. 635.10, 639.5, Hdn.Gr.2.930, al.; containing a 'pure' syllable, ib. 928. 6 without blemish, sound, ὁ κ. στρατός, τὸ κ. τοῦ στρατοῦ, the sound portion of the army, Hdt.1.211,4.135; v. supr. 4. 7 clear, exact, ἂν κ. ὦσιν αἱ ψῆφοι if the accounts are exactly balanced, D.18.227 (sed cf. καθαιρέω 11.5). II Adv. purely, ἁγνῶς καὶ καθαρῶς h.Ap.121, Hes.Op.337: Comp. καθαρωτέρως Porph.Abst.2.44. 2 of birth, κ. γεγονέναι Hdt.1.147; αἱ κ. Ἑλληνίδες Sor.1.112, cf.Luc.Rh. Pr.24. 3 with clean hands, honestly, σὺν δίκῃ… καὶ κ. Thgn.198; δικαίως καὶ καθαρῶς D.9.62; κ. τε καὶ μετρίως τὸν βίον διεξελθεῖν Pl.Phd. 108c. 4 clearly, plainly, λέγειν Ar.V.631, cf. E.Rh.35 (anap.); λέξις κ. καὶ ἀκριβῶς ἔχουσα Isoc.5.4; κ. γνῶναι Ar.V.1045, Pl.Phd.66e; εἴσεσθαι ibid.; καθαρώτατα ἀποδεῖξαι Id.Cra.426b. 5 of language, purely, correctly, καθαρώτερον διαλέγεσθαι Plu.2.1116e, cf. Luc.Im.15. 6 entirely, Ar.Av.591; κ. τις ὢν ἀόργητος Phld.Ir.p.71 W.; κ. ἐς ἐφήβους τελεῖν D.C.36.25, cf. Cod.Just.1.4.34.9: Sup. καθαρώτατα = in its purest form, Phld.Piet.66.

German (Pape)

[Seite 1281] rein, unbefleckt; εἵματα Od. 6, 61; ἐν καθαρῷ, sc. τόπῳ, in freiem Raume, freiem Felde, wo Nichts im Wege ist, ὅθι δὴ νεκύων διεφαίνετο χῶρος, Il. 8, 491. 10, 199. 23, 61; vgl. οἰκεῖν ἐν καθαρῷ, im Freien wohnen, Plat. Rep. VII, 520 e, wie ἐν καθαροῖς Legg. X, 910; wohin auch Soph. O. C. 1575 ἐν καθαρῷ βῆναι zu ziehen, den Weg rein lassen; ἐν καθαρῷ λειμῶνι, auf freier Wiese. Theocr. 26. 5; θάνατος, ein ehrlicher, schmachloser Tod, durch das Schwert, nicht den Strick, Od. 22, 462; so Folgde im eigtl. Sinne u. übertr. von sittlicher Reinheit; λέβης Pind. Ol. 1, 26; φέγγος, rein, ungetrübt. hell, P. 9, 90, wie φάος 6, 14 (vgl. ἐν αὐγῇ καθαρᾷ Plat. Phaedr. 250 c, ἐν ἡλίῳ καθαρῷ 239 c, καὶ λαμπρόν Tim. 72 c); ἀρετή 5, 2 u. öfter; καθαροῖσι βωμοῖς θεοὺς ἀρέσονται Aesch. Suppl. 641; χεῖρες Eum. 303; Soph. O. C. 554; δόμος Eur. I. T. 1231; οὐκέτι καθαρὰν φρέν' ἔχω Hipp. 1120, unverfälscht, ächt, wahrhaft, καθαρὸς Τίμων Ar. Av. 154; δοῦλος, ἀπηκριβωμένος erkl. B. A. 105, 5, aus Antiphan.; ποταμοί u. ä., Her. 4, 53; τινός, rein wovon, 2, 38; τὸ ἐμποδὼν ἐγένετο καθαρόν, das Hinderniß war aus dem Wege geräumt, 7, 183; στρατός 1, 211, wie τὸ καθαρὸν τοῦ στρατοῦ, der gesunde Theil des Heeres, im Ggstz von ἀσθενεῖς, 4, 135; ὁ τῶν κακῶν καθαρὸς τόπος Plat. Theaet. 177 a; ἂν μὴ καθαρὸς ᾐ τὰς χεῖρας φόνου Legg. IX, 864 e; τὸ καθαρὸν καὶ τὸ ἀληθές Phil. 79 e; καὶ εἱλικρινές 52 d; καὶ ἄκρατος νοῦς Xen. Cyr. 8, 7, 20; Sp., οὐ μόνον τὰς χεῖρας δεῖ καθαρὰς ἔχειν τὸν στρατηγόν, ἀλλὰ καὶ τὰς ὄψεις Plut. Pericl. 8; τὸ καθαρόν, die Reinheit, Them. 4; – καθαραὶ ψῆφοι, reine Rechnung, die richtig ist, aufgeht, ἂν μηδὲν περιῇ, Dem. 18, 227; auch von der Reinheit des Styls. – Adv. καθαρῶς, καὶ ἁγνῶς ἔρδειν ἱερά Hes. O. 334, Folgde, καὶ μετρίως τὸν βίον διεξελθεῖν Plat. Phaed. 108 e, καὶ δικαίως Soph. 253 e, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰθᾰρός: -ά, -όν, (ἴδε ἐν. τέλ.): 1) ὡς καὶ νῦν, ἀντίθετον τῷ ῥυπαρός, εἵματα Ὀδ. Ζ. 61, κτλ. (ἀλλ’ οὐχὶ οὕτως ἐν τῇ Ἰλ.)· οὕτω παρ’ Ἀρχιλ. 6 Gaisf., Ἡρόδ. 2. 37, Εὐρ. Κύκλ. 35, 562, κτλ.· - ἐπὶ προσώπ., = καθάριος, καθαρὸς περὶ ἐσθῆτα Ἀριστ. π. Ἀρετ. κ. Κακ. 5, 5, πρβλ. Ρητ. 3. 15, 5. 2) ἀντίθετον τῷ πλήρης, μεστός, ἀνοικτός, καθαρός, ἐλευθέριος, κενός, ἐν καθαρῷ (δηλ. τόπῳ), ἐν τόπῳ ἀνοικτῷ ἐνθα δὲν ὑπῆρχον νεκροί, ἐν καθαρῷ, ὅτι δὴ νεκύων διεφαίνετο χῶρος Ἰλ. Θ. 491, Κ. 199· ἐν καθαρῷ, ὅτι κύματ’ ἐπ’ ἠϊόνας κλύζεσκον Ψ. 61· κελεύθῳ ἐν καθαρᾷ Πινδ. Ο. 6. 36· ἀλλ’ ἐν Ο. 10 (11). 55, ἐπὶ τόπου ἀδένδρου· πρβλ. Ἡρόδ. 1. 132· ἐν καθαρῷ βῆναι, ἐκποδὼν βῆναι, νὰ ἀφήσῃ τὴν ὁδὸν ἐλευθέραν ἀποχωρῶν αὐτῆς, Σοφ. Ο. Κ. 1575· ἐν καθαρῷ οἰκεῖν, οἰκεῖν ἐν ὑπαίθρῳ, Πλάτ. Πολ. 52D· διὰ καθαροῦ ῥέειν, ἐπὶ ποταμοῦ, ῥέοντος διὰ καθαροῦ τόπου, οὐχὶ τεναγώδους δηλ. ἢ ἑλώδους, Ἡρόδ. 1. 202· ἐν καθαρῷ λειμῶνι Θεόκρ. 26. 5· ἐν ἡλίῳ καθαρῶ, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ὑπό… σκιᾷ, Πλάτ. Φαῖδρ. 239C· ὥς σφι τὸ ἐμποδὼν ἐγεγόνεε καθαρόν, ἀφῃρέθη, «ἔλειψε», Ἡρόδ. 7. 183· καθαρὰς ποιεῖσθαι τὰς ἀρκυστασίας, ἱστάναι τὰ δίκτυα ἐν τόπῳ ἀνοικτῷ, Ξεν. Κυν. 6, 6: - μετὰ γεν., γλῶσσα καθαρὴ τῶν σημηΐων, ἀπηλλαγμένη τῶν σημείων, Ἡρόδ. 2. 38· καθαρὸν τῶν προβόλων, ἐπὶ φρουρίου, Ἀρρ. Ἀν. 2. 21, 7. 3) ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας· παρ’ Ὁμήρῳ, θάνατος καθαρός, ὁ ἁπλοῦς, ὁ διὰ ξίφους γινόμενος, διότι ὁ δι’ ἀγχόνης ἐθεωρεῖτο μιαρός, καθαρῷ θανάτῳ Ὀδ. Χ. 462· ἢ θάνατον οὐ καθαρὸν τὸν δι’ ἀγχόνης ὑπομένουσιν Φίλων 2. 610: - τὸ πλεῖστον ἀντίθετον τῷ μυσαρός, ἐλεύθερος ἐνοχῆς ἢ μιάσματος, ἀμόλυντος, καθαρός, ἀμίαντος, νόος Θέογν. 89· χεῖρες Αἰσχύλ. Εὐμ. 313· καθαρὸς χεῖρας Ἡρόδ. 1. 35, Ἀντιφῶν 310. 30, Ἀνδοκ. 12 ἐν τέλει· καθ. παρέχειν τινὰ κατὰ τὸ σῶμα καὶ κατὰ τὴν ψυχὴν Πλάτ. Κρατ. 405Β· ἰδίως ἐπὶ προσώπων, καθαρὸς μετὰ μίασμα, ἱκέτης προσῆλθες καθαρὸς ἀβλαβὴς δόμοις Αἰσχύλ. Εὐμ. 474, πρβλ, Σοφ. Ο. Κ. 548, κτλ.· ὡσαύτως ἐπὶ πραγμάτων, βωμοί, θύματα, δόμοι, μέλαθρα Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 655, Εὐρ. Ι. Τ. 1163, κτλ.: - μετὰ γεν., καθαρὸς ἀπό τινος πράγματος, καθαρὸς ἐγκλημάτων Ἀντιφῶν 120. 24· ἀδικίας, κακῶν, κτλ., τὸ τοῦ Ὀρατίου sceleris purus, Πλάτ. Πολ. 496Ε, Κρατ. 403Ε, Ξεν. Οἰκ. 20, 20, κτλ.· ὁ τῶν κακῶν καθ. τόπος Πλατ. Θεαίτ. 177Α· καθ. τὰς χεῖρας φόνου ὁ αὐτ. ἐν Νόμ 864Ε· Κόρινθον... ἀποδεῖξαι τῶν μιαιφόνων καθαρὰν Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 6· ὡσαύτως, καθ. ἀπό τινος Δίων Κ. 37. 24: - καθαραὶ ἡμέραι, Λατ. dies fasti, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰς ἀποφράδας, Πλάτ. Νόμ. 800D. 4) ἀντίθετον τῷ θολερός, ἐπὶ ποταμοῦ, ῥέει καθαρὸς (ὁ Βορυσθένης) παρὰ θολεροῖσι Ἡρόδ. 4. 53· ἐπὶ ὕδατος ἐν γένει καὶ ἄλλων πραγμάτων, καθαρὰ ὕδατα Εὐρ. Ἱππ. 210· δρόσοι ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 96· καθαρὰ καὶ διαφανῆ ὑδάτια Πλάτ. Φαῖδρ. 229Β· οὕτω, καθ. φάος, φέγγος Πινδ. Π. 6. 14, 9. 159· πνεῦμα καθ. οὐρανοῦ Εὐρ. Ἑλ. 867· καθαρὸς ἄρτος Ἡρόδ. 2. 40· χρυσὸς αὐτόθι 166· σῖτος Ξεν. Οἰκ. 18, 8· ἀργύριον Θεόκρ. 15. 36· ἄκρατος καὶ καθ. νοῦς Ξεν. Κύρ. 8. 7, 30· χροαὶ Ἀριστ. π. Αἰσθ. 3. 12· φωναὶ ὁ αὐτ. π. Ἀκουστ. 25 κτλ. 5) ἐπὶ καταγωγῆς, ἀντίθετον τῷ ξένος, καθαρός, γνήσιος, σπέρμα θεοῦ Πινδ. Π. 3. 27· πόλις Εὐρ. Ἴων 673· τῶν Ἀθηναίων ὅπερ ἐστράτευε καθαρὸν ἐξῆλθε, δηλ. ἦσαν πολῖται γνήσιοι τὴν καταγωγήν, Θουκ. 5. 8, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 506, καὶ ἴδε κατωτ. 7· καθαρόν, «παρρησιαστικόν, εἰλικρινές, γνήσιον» (Σχολ.), Ἀριστοφ. Σφ. 1015· καθ. Τίμων, καθαρὸς καὶ ἁπλοῦς, ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 1549· καθαρὸς δοῦλος, «οἰονεῖ ἀπηκριβωμένος Α. Β. 105. 5, Ἀντιφάνης, ἐν «Ἀγροίκῳ»10. 6) ἐπὶ γλώσσης, καθαρεύουσα, ἀμιγής, Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 2, πρὸς Γναῖον Πομπ. 2: - ἀλλὰ παρὰ Γραμματικοῖς ἐπὶ φωνήεντος οὗ προηγεῖται ἕτερον φωνῆεν, Δράκων π. Μέτρ. 22. 7) ὁ ἄνευ μώμου ἢ ἐλλείψεως εἰς τὸ εἶδος του, τέλειος, ἄμμωνος, ἀνεπίληπτος, ὁ καθ. στρατός, τὸ καθαρόν του στρατοῦ, τὸ ὑγιῶς ἔχον μέρος τοῦ στρατοῦ, τὸ ἄριστον, Ἡρόδ. 1. 211., 4. 135· ἴδε ἀνωτ. 5. 9) ἀκριβής, ἂν καθαραὶ ὦσιν αἱ ψῆφοι, ἂν ὁ λογαριασμὸς εἶναι ἀκριβής, «σωστός», Δημ. 303. 22, ἔνθα ἴδε Dissen. ΙΙ. Ἐπίρρ., ἁγνῶς καὶ καθαρῶς Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 121, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 335· καθαρῶς γεγονέναι, ἐκ καθαροῦ αἵματος, Ἡρόδ. 1. 147. 2) ἔχων καθαρὰς χεῖρας, καθαρῶς, τιμίως, σὺν δίκη… καὶ κ. Θέογν. 198· δικαίως καὶ κ. Δημ. 127. 5· ἁπλῶς, καθ. τε καὶ μετρίως τὸν βίον διεξελθεῖν Πλάτ. Φαίδ. 108C. 3) σαφῶς, λέγειν Ἀριστοφ. Σφ. 631, πρβλ. Εὐρ. Ρῆσ. 35· λέξις καθαρῶς καὶ ἀκριβῶς ἔχουσα Ἰσοκρ. 83Α· καθ. γνῶναι, εἰδέναι Ἀριστοφ. Σφ. 1045, Πλάτ. Φαίδ. 66D, E· καθαρώτατα ἀποδεῖξαι ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 426Α 4) ὁλοκλήρως, Δίων Κ. 36. 8. (Ἐκ τῆς √ΚΑΘ γίνονται καὶ αἱ λέξεις καθαίρω, κάθαρσις κλ.· πρβλ. Σανσκρ. ←udh, ←udhâmi (purifico, lustro)· Λατ. cast-us. Ἀρχ. Σαξον. hed-ar, Ἀρχ. Ὑψηλ. Γέρμ. heid-ur).

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
pur :
1 sans tache, sans souillure, propre : εἵματα OD vêtements sans tache ; au sens mor. pur de toute souillure : καθαρός τινος (ἀδικίας, φόνου, etc.) ATT pur de souillure (injustice, meurtre, etc.);
2 pur de tout mélange : ἄρτος HDT pain de bonne qualité, pur ; χρυσός HDT or pur ; en parl. de l’eau limpide ; en parl. du son net, pur ; τῶν Ἀθηναίων ὅπερ ἐστράτευε καθαρὸν ἐξῆλθε THC tous ceux des Athéniens qui faisaient partie de l’expédition étaient purement des citoyens, càd des citoyens sans mélange d’étrangers ; en parl. de l’intelligence καθαρὸς νοῦς XÉN esprit net;
3 pur de toute fraude;
4 exempt d’infirmité : τὸ καθαρὸν τοῦ στρατοῦ HDT la partie valide de l’armée;
5 nettoyé, débarrassé de tout obstacle ; vide : ἐν καθαρῷ IL dans un espace libre ; ἐν καθαρῷ βῆναι SOPH s’avancer librement ; ἐν καθαρῷ οἰκεῖν PLAT vivre en plein air ; διὰ καθαροῦ ῥέειν HDT couler librement;
Cp. καθαρώτερος.
Étymologie: R. skr. çudh « purifier », çundhâmi « je purifie ».

English (Autenrieth)

clean, fair, clear; of an open space, Il. 8.491; fig., of an honorable death, Od. 22.462.

English (Slater)

κᾰθᾰρός (-οῦ; -ᾷ, -άν; -ῷ, -όν.)
   a act., purifying νιν καθαροῦ λέβητος ἔξελε Κλωθώ (others interpr. as pass.) (O. 1.26)
   b pass., unsullied: honest πρὸς ἡσυχίαν φιλόπολιν καθαρᾷ γνώμᾳ τετραμμένον (O. 4.16) Ὀρτυγίας τὰν Ἱέρων καθαρῷ σκάπτῳ διέπων (O. 6.93) φέροισα σπέρμα θεοῦ καθαρόν (P. 3.15) (πλοῦτον) ἀρετᾷ κεκραμένον καθαρᾷ (P. 5.2) διδάξαμεν χρυσὸν καθαρᾷ βασάνῳ (Casaubon: κιθάραι codd. Athenaei) fr. 122. 16. of light, clear, φάει δὲ ἐν καθαρῷ (P. 6.14) Χαρίτων κελαδεννᾶν μή με λίποι καθαρὸν φέγγος (P. 9.90) κελαινεφέι δὲ σκότει καλύψαι σέλας καθαρὸν ἁμέρας fr. 108b. 4. of place, unobstructed κελεύθῳ τ' ἐν καθαρᾷ βάσομεν ὄκχον (O. 6.23) εἰ δὲ τέτραπται θεοδότων ἔργων κέλευθον ἂν καθαράν (I. 5.23) pro subs., Ἄλτιν μὲν ὅγ' ἐν καθαρῷ διέκρινε in the open (O. 10.45)
   c frag. ]καθαρὸν δ[ (Pae. 8.90)

Spanish

limpio, que no tiene suciedad, nuevo, que no ha sido usado, claro, que no tiene nubes, puro, no contaminado, libre de impureza, libre de impurezas, libre de mezclas, purificado, que ha recibido alguna clase de purificación, completo, perfecto, sin faltas, sin defectos, con pureza

English (Strong)

of uncertain affinity; clean (literally or figuratively): clean, clear, pure.

English (Thayer)

καθαρά, καθαρόν; (akin to Latin castus, incestus, English chaste, chasten; Curtius, § 26; Vanicek, p. 177); from Homer down; the Sept. mostly for טָהור; clean, pure (free from the admixture or adhesion of anything that soils, adulterates, corrupts);
a. physically: in χρυσίον, purified by fire, ὁ λελουμένος ... καθαρός ὅλος (where the idea winch Christ expresses figuratively is as follows: 'he whose inmost nature has been renovated does not need radical renewal, but only to be cleansed from every several fault into which he may fall through contact with the unrenewed world'), clean, i. e. the use of which is not forbidden, imparts no uncleanness: πάντα καθαρά, free from corrupt desire, from sin and guilt: ὑμεῖς καθαροί, οἱ καθαροί τῇ καρδία (as respects heart (Winer's Grammar, § 31,6a.)), καθαρός χεῖρας, Herodotus 1,35; κατά τό σῶμα καί κατά τήν ψυχήν, Plato, Crat., p. 405b.); free from every admixture of what is false, sincere, ἐκ καθαρᾶς καρδίας, R G in ἐν καθαρά συνειδήσει, genuine (joined with ἀμίαντος) θρησκεία, blameless, innocent, ἀπό τίνος, pure from, i. e. unstained with the guilt of, anything (Winer's Grammar, § 30,6a.; Buttmann, 157f (137f)): ἀπό τοῦ αἵματος, Susanna 46 Alex., cf. καθαρᾶς ἔχειν τάς χεῖρας ἀπό τοῦ φόνου, Josephus, Antiquities 4,8, 16; in classical Greek with a simple genitive, as φόνου, Plato, legg. 9, p. 864e.; cf. Passow, under the word, p. 1528{a}; (Liddell and Scott, under the word, 3); Kühner, § 421,4ii., p. 344.
d. in a levitical and ethical sense: πάντα καθαρά ὑμῖν, ἔνειμι. (Synonym: see εἰλικρινής; cf. Westcott on 1 John 3:3.)

Greek Monolingual

-ή, -ό, θηλ. και καθαρά (AM καθαρός, -ά, -όν, Α δωρ. τ. κοθαρός, αιολ. τ. κόθαρός)
1. απαλλαγμένος από βρομιές, καθαρισμένος, παστρικός (α. «καθαρά ρούχα» β. «καθαρά χροΐ εἴματ' ἔχοντα», Ομ. Οδ.)
2. απαλλαγμένος από κάθε ξένη ουσία, αμιγής, γνήσιος, ανόθευτος (α. «καθαρό χρυσάφι» β. «σῑτος καθαρός», Ξεν.)
3. διαυγής, διαφανής, όχι θολός (α. «καθαρό γυαλί» β. «ῥέει τε καθαρὸς παρὰ θολεροῑσι», Ηρόδ.)
4. αίθριος, ανέφελος, ξάστερος (α. «καθαρὸς ουρανὸς» β. «φάει... καθαρῷ», Πίνδ.)
5. σαφής, ευκρινής, ευδιάκριτος (α. «καθαρό γράψιμο» — ευανάγνωστο γράψιμο
β. «καθαραὶ φωναί», Αριστοτ.)
6. αγνός, άσπιλος, ειλικρινής, έντιμος (α. «καθαρή καρδιά» β. «τοὺς μὲν καθαρὰς χεῖρας προνέμοντας», Αισχύλ.)
7. (για πρόσ.) απαλλαγμένος από ενοχή, αθώοςἱκέτης προσῆλθες καθαρὸς ἀβλαβής», Αισχύλ.)
8. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι Καθαροί
ονομασία οπαδών δύο αιρέσεων του 3ου και του 10ου αιώνα
9. ακριβής, σωστός (ἂν καθαροὶ ὦσιν αἱ ψῆφοι», Δημοσθ.)
10. φρ. γραμμ. «καθαρό α» — το α που βρίσκεται στο τέλος της λέξης και πριν από αυτό υπάρχει άλλο φωνήεν ή ρ
νεοελλ.
1. (για ανθρώπους ή ζώα) αυτός που αγαπά την καθαριότητα (α. «καθαρός μάγειρας» β. «η γάτα είναι καθαρό ζώο»)
2. σαφής, ξεκάθαρος, όχι διφορούμενος (α. «καθαρή αλήθεια» β. «καθαρές κουβέντες»)
3. το ουδ. ως ουσ. το καθαρό
καθαρογραμμένο αντίγραφο πρόχειρου πρωτοτύπου ή καθαρογραμμένο πρωτότυπο («γράφω στο καθαρό» — καθαρογράφω)
4. (για αέρα) ο μη μολυσμένος, υγιεινός
5. φρ. α) «έχω καθαρά τα χέρια μου» — δεν έχω κάνει κάτι κακό ή δεν έχω ευθύνη για κάποια κακή πράξη
β) «έχω καθαρό το μέτωπο» — δεν έχω λόγο να ντρέπομαι, δεν μέ βαρύνει καμιά άτιμη πράξη
γ) «καθαρός λογαριασμός» — λογαριασμός τακτοποιημένος λογιστικά
δ) «καθαρό κέρδος» — το κέρδος που απομένει μετά την αφαίρεση τών εξόδων
ε) «καθαρό βάρος» — το πραγματικό βάρος εμπορεύματος που απομένει μετά την αφαίρεση του απόβαρου
στ) «καθαρό αίμα» — αίμα το οποίο δεν έχει αναμιχθεί με αίμα κατώτερου γένους με διασταύρωση
ζ) «τήν έβγαλε καθαρή» — δεν υπέστη τις συνέπειες, γλύτωσε
η) «Καθαρή Εβδομάδα» — η πρώτη εβδομάδα της Σαρακοστής («Καθαρή Δευτέρα, Καθαρή Τρίτη» κ.λπ.)
6. παροιμ. α) «καθαρός ουρανός αστραπές δεν φοβάται» — ο ηθικός και τίμιος άνθρωπος δεν φοβάται τις συκοφαντίες
β) «καρδία καθαρά και πάτα και στην Άγια Τράπεζα» — γι' αυτούς που στο όνομα της θρησκείας κάνουν τα μεγαλύτερα αίσχη
μσν.
1. πρόθυμος
2. (για ζώα) φυτοφάγος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ καθαρόν
η καθαρότητα, η αγνότητα
μσν.-αρχ.
1. απαλλαγμένος από κάθε εμπόδιο
2. (για τόπο) ανοιχτός, ελεύθερος (α. «ἐν καθαρῶ, ὅθι δὴ νεκύων διεφαίνετο χώρος», Ομ. Ιλ.
β. «oἰκεῖν ἐν τῷ καθαρῷ» — να κατοικεί κανείς στο ύπαιθρο, Πλάτ.)
αρχ.
1. ελεύθερος από κάθε υποχρέωση, απαλλαγμένος από οφειλές
2. αυτός που έχει ευγενή καταγωγήσπέρμα θεοῦ καθαρόν», Πίνδ.)
3. αυτός που βρίσκεται σε καλή κατάσταση, ακμαίος («καθαρὸς στρατός», Ηρόδ.)
επίρρ...
καθαρώς και καθαρά (AM καθαρώς)
1. με καθαρότητα, χωρίς βρομιά
2. αμιγώς, χωρίς προσμίξεις (α. «ο καθαρά ελληνικός πληθυσμός» β. «ἔστωσαν δὲ καὶ οἱ καθαρῶς γεγονότες Ἴωνες», Ηρόδ.)
3. ευκρινώς, με σαφήνεια (α. «μίλα καθαρά» β. «μηδὲ τὴν λέξιν ἐπαινεῖν ὡς ἀκριβῶς καὶ καθαρῶς ἔχουσαν», Ισοκρ.)
4. εμφανώς (α. «φάνηκε καθαρά η κακία του» β. «καὶ γὰρ ἃ συνέκρυπτον αὐτοὶ πρότερον, ἐκ μέσου γενομένων ἀναφαίνεται καθαρῶς», Αισχίν.)
5. αποκλειστικά, εντελώς (α. «αυτό το είπε καθαρά για μένα» β. «καθαρῶς ἐς ἐφήβους τελεῖν», Δίων Κάσσ.)
6. τίμια, δίκαια («ἡ δὲ καθαρῶς τε καὶμετρίως τὸν βίον διεξελθοῦσα», Πλάτ.)
νεοελλ.
φρ.
1. «καθαρά και ξάστερα» — απερίφραστα, με παρρησία, ντόμπρα
2. «δεν βλέπει καθαρά»
α) δεν βλέπει καλά, δεν διακρίνει καλά
β) δεν αντιλαμβάνεται το βάθος τών περιστάσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η μορφολογική διαφορά τών τ. καθαρός, κοθαρός είναι ανερμήνευτη. Ανάγονται πιθ. σε αρχ. ουδ. κάθαρ ή κόθαρ. Έχουν διατυπωθεί αρκετές υποθέσεις ετυμολογήσεως της λ., που δεν είναι όμως γενικότερης αποδοχής. Ο τ. εμφανίζεται στην Ιλιάδα στη φρ. ἐν καθαρῷ «σε ακάλυπτο μέρος» και στην Οδύσσεια ως επίθ. της λ. εἵματα και στη φρ. μὴ καθαρῷ θανάτῳ για χαρακτηρισμό απαγχονισμού δούλων. Μετά τον Ομ., η λ. χρησιμοποιήθηκε με σημ. «καθάριος» για νερό και «καθαρισμένος» για σπόρο. Η λ. εμφανίζεται επίσης με θρησκευτική ή ηθική σημ., ως προς την οποία αντιδιαστέλλεται προς το μιαρός και διαφοροποιείται από το αγνός. Στη Νέα Ελληνική η λ. καθαρός χρησιμοποιείται τόσο με την κυριολεκτική σημ. «ο απαλλαγμένος από κάθε ξένη ουσία, ο μη βρόμικος» όσο και με τη μεταφορική «αγνός, έντιμος».
ΠΑΡ. καθαίρω, καθαρεύω, καθαρίζω, καθάριος, καθαριότητα(-της), καθαρότητα(-της)
αρχ.
καθαριώ, καθάρυλλος
μσν.
καθαροσύνη
νεοελλ.
καθαρούτσικος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. καθαροπώλης, καθαρουργός
μσν.
καθαροάδολος, καθαρογλυκοπίπερος, καθαροδίαιτος, καθαροκόσκινον, καθαροποιός, καθαροπότιον, καθαρότευκτος, καθαροχειρία, καθαρόχρυσος
νεοελλ.
καθαρόαιμος, καθαρογλώσσημα, καθαρόγλωσσος, καθαρογράφος, καθαρολόγος. (Β ' συνθετικό) ολοκάθαρος
αρχ.
φιλοκάθαρος
νεοελλ.
εφτακάθαρος, κατακάθαρος, ξεκάθαρος, πεντακάθαρος].

Greek Monotonic

κᾰθᾰρός: -ά, -όν,
I. 1. καθαρός από βρωμιά, ακηλίδωτος, αγνός, μη ρυπαρός, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Ευρ.
2. καθαρός, ανοιχτός, ελεύθερος, ἐν καθαρῷ (ενν. τόπῳ), σε καθαρό πεδίο, σε ανοικτό τοπίο, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐν καθαρῷ βῆναι, αφήνω το δρόμο ανοικτό, σε Σοφ.· διὰ καθαροῦ ῥέειν, λέγεται για ποτάμι που η ροή του είναι καθαρή και ανοικτή, σε Ηρόδ.· τὸν ἐμποδὼν ἐγεγόνεε καθαρόν, το εμπόδιο, το κώλυμα εξαλείφθηκε, στον ίδ.· με γεν., γλῶσσα καθαρὴ τῶν σημηΐων, καθαρή από σημάδια, στον ίδ.
3. με ηθική σημασία, καθαρός από ντροπή ή μίασμα, αγνός, καθαρός, καθαρῷ θανάτῳ, σε Ομήρ. Οδ.· ιδίως, καθαρός από ενοχές ή μολυσματικό μίασμα, καθαρός, αμόλυντος, αγνός, σε Θέογν., Αισχύλ.· καθαρὸς χεῖρας, σε Ηρόδ.· ομοίως επίσης, λέγεται για πρόσωπα που έχουν εξαγνιστεί μετά από μίασμα, ἱκέτης προσῆλθες κ., σε Αισχύλ.· λέγεται για πράγματα, βωμοί, θύματα, δόμοι, μέλαθρα, στον ίδ., Ευρ.· με γεν., αθώος ή απαλλαγμένος από κατηγορία, κ. ἐγκλημάτων, ἀδικίας, κακῶν, κ.λπ., το sceleris purus του Ορατ., σε Πλάτ., Ξεν.
4. αντίθ. προς το θαλερός, καθαρός από προσμίξεις, διαυγής, αγνός, γνήσιος, χρησιμοποιείται για το νερό, σε Ηρόδ., Ευρ.· ομοίως επίσης, κ. φάος, φέγγος, σε Πίνδ.· κ. ἄρτος χρυσός, σε Ηρόδ.· ἀργύριον, σε Θεόκρ.
5. λέγεται για καταγωγή, αντίθ. προς το ξένος, καθαρός, γνήσιος, σε Πίνδ., Ευρ.· τῶν Ἀθηναίων ὅπερ ἐστράτευε καθαρὸν ἐῆλθε, δηλ. ήταν πολίτες γνήσιοι στην καταγωγή, σε Θουκ.· καθαρόν, ειλικρινή, γνήσια λόγια, στον ίδ.
6. ο χωρίς ελάττωμα, αψεγάδιαστος, τὸ καθαρὸν τοῦ στρατοῦ, το άριστο, το υγιές, το καλύτερο κομμάτι του στρατεύματος, σε Ηρόδ.
7. καθαρός, ακριβής, ἂν καθαραὶ ὦσιν αἱ ψῆφοι, αν οι υπολογισμοί των ψήφων είναι ακριβείς και σωστοί, σε Δημ.
II. 1. επίρρ., καθαρῶς, σε Ησίοδ.· καθαρῶς γεγονέναι, είμαι καθαρόαιμος, σε Ηρόδ.
2. αυτός που έχει καθαρά χέρια, τίμιος, σε Θέογν., Πλάτ.
3. καθαρά, με σαφήνεια, σταράτα, απλά, λέγειν, σε Αριστοφ.· γνῶναι, εἰδέναι, στον ίδ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθᾰρός:
1) чистый, незагрязненный, опрятный (εἵματα Hom.; ἱμάτιον Arst.);
2) опрятный, чистоплотный (κατὰ τὸ σῶμα Plat.; περὶ ἐσθῆτα Arst.);
3) свободный от примесей, т. е. высокого качества (χρυσός, ἄρτος Her.; ἀργύριον Theocr.; τροφή Arst.);
4) прозрачный (ποταμός Her.; ὕδατα, δρόσοι Eur.; ὑγρότης Arst.);
5) яркий (φέγγος, φάος Pind.; χρόαι Arst.): ἐν καθαρῷ ἡλίῳ Plat. на ярком солнце;
6) чистый, ясный (φωναί Arst.);
7) ясный, безоблачный (δύσεις Arst.);
8) подлинный, настоящий (σπέρμα θεοῦ Pind.);
9) открытый, широкий (λειμών Theocr.);
10) (нравственно) чистый, честный (κατὰ τὴν ψυχήν Plat.; κ. τῇ καρδίᾳ NT);
11) чистый, безукоризненный, безупречный, незапятнанный, неоскверненный (θάνατος Hom.; χεῖρες, βωμοί Aesch.; θύματα Eur.);
12) свободный (ὁδὸς καθαρὰ καὶ ἀκίνδυνος ὑπὸ λῃστῶν Plut.);
13) чистый, непричастный (ἀδικίας, τῶν κακῶν Plat.; ἀγορὰ καθαρὰ τῶν ὠνίων πάντων Arst.): κ. τῶν σημηΐων Her. не имеющий (особых) примет, т. е. без порока;
14) правильный, точный (ψῆφοι Dem.);
15) (подобно римским dies fasti) священный, неприсутственный (ἡμέραι Plat.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθαρός -ά -όν, Aeol. κόθαρος, Dor. κοθαρός schoon, zonder vuil:; καθαρὰ... εἵματ ’ ἔχοντα met schone kleren Od. 6.61; adv., overdr.: ἀναλέξει πάντας καθαρῶς αὐτοὺς ἀγέλη μία κιχλῶν één enkele groep lijsters zal hen allemaal totaal wegpikken Aristoph. Av. 591. zuiver, helder:; καθαρά τὰ ὑδάτια de watertjes zijn helder Plat. Phaedr. 229b; overdr.: καθαρῶς λέγειν helder spreken Aristoph. Ve. 631. vrij van belemmeringen:; χῶρος καθαρός een open terrein Hdt. 1.132.1; subst.: ἐν καθαρῷ in een open ruimte Il. 8.491. overdr. rein, zuiver, vrij van smet:; οὐ καθαρὸς χεῖρας met onreine handen Hdt. 1.35.1; καθαρὸν παρέχειν τὸν ἄνθρωπον καὶ κατὰ τὸ σῶμα καὶ κατὰ τὴν ψυχήν de mens zuiver maken van lichaam en geest Plat. Crat. 405b; καθαροί ἐστε διὰ τὸν λόγον jullie zijn rein door mijn woord NT Io. 15.3; met gen.: καθαρὸς ἀδικίας vrij van onrecht Plat. Resp. 496e; καθαρός εἰμι ἀπὸ τοῦ αἵματος ik ben onschuldig aan het bloed NT Act. Ap. 20.26. zuiver, puur (van topkwaliteit):; χρυσίον καθαρώτατον ἀπεψήσας ἐς τὸ δυνώτατον nadat hij goud zo zuiver mogelijk had laten raffineren Hdt. 4.166.2; τοῦ καθαροῦ στρατοῦ van het elitekorps Hdt. 1.211.2; τῶν γὰρ ’ Αθηναίων ὅπερ ἐστράτευε καθαρὸν ἐξῆλθε de troepenmacht van de Atheners die uitrukte was louter Atheens Thuc. 5.8.2; Τίμων καθαρός een echte Timon Aristoph. Av. 1549; adv.: οἱ καθαρῶς γεγονότες ῎Ιωνες de Ioniërs van zuivere afkomst Hdt. 1.147.2.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: clean, spotless, pure, unmixed, white (of bread, linnen) (Il.); καθάρειος (-ιος) pure, elegant (Arist., Men., Plb.), adv. καθαρείως (X.), after ἀστεῖος; καθάρυλλος (ἄρτος etc., Com.; cf. Leumann Glotta 32, 219 n. 3).
Other forms: Dor. (Heracl.) κοθαρός, Aeol. (Alc.) κόθαρος
Derivatives: καθαρότης purity (Hp., Pl.), καθαρ(ε)ιότης purity, refinement (Hdt.). - Denomin. verbs: 1. καθαίρω (κοθ- Herakl.), often with prefix, e. g. ἀνα-, ἀπο-, δια-, ἐκ-, περι-, aor. καθῆραι (-ᾶραι) purify (Il.) with κάθαρσις (IA.), κόθ- (El.) purification, καθαρμός atonement (Hdt., trag.), κάθαρμα, often in plur. purification, refuse (Att.); καθαρτής purifyer, conciliater (Hp., S.), -τήρ id. (Man., Plu.), -τήριος (D. H.); καθάρσιος (: καθαρτής, κάθαρσις, καθαρτός) purifying (Hdt., trag.), καθαρτικός id. (Hp., Pl.). - 2. καθαρίζω, also with prefix, ἀπο-, δια-, ἐκ-, περι-, purify (LXX) with καθαρισμός (LXX), καθάρισις (pap.) a. o. - 3. καθαρεύω be pure (Ar., Pl.) with καθάρευσις (H., EM); also καθαρι-εύω (Paus., gramm.). - 4. καθαρι-όω purify (LXX).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Solmsen KZ 37, 7A. thought that καθαρός was assimilated from κοθαρός; Schwyzer 344 thought that κοθαρός was Aeolic. - No etymology. Suggestions in Bq. Schwyzer 260 (to Lith. krečiù shake). Acc. to Debrunner in Ebert, Reallexikon 4, 2, 526 religious term of Pre-Greek origin The variation α/ο proves Pre-Greek origin. (Fur. 391 connects ἀθαρής; doubtful..

Middle Liddell

κᾰθᾰρός,
1. clear of dirt, clean, spotless, unsoiled, Od., Hdt., Eur.
2. clear, open, free, ἐν καθαρῷ (sc. τόπῳ) in a clear, open space, Il.; ἐν καθαρῷ βῆναι to leave the way clear, Soph.; διὰ καθαροῦ ῥέειν, of a river whose course is clear and open, Hdt.; τὸ ἐμποδὼν ἐγεγόνεε καθαρόν the hindrance was cleared away, Hdt.:—c. gen., γλῶσσα καθαρὴ τῶν σημηΐων clear of the marks, Hdt.
3. in moral sense, clear from shame or pollution, pure, καθαρῷ θανάτῳ Od.: esp. clear of guilt or defilement, clean, pure, Theogn., Aesch.; καθαρὸς χεῖρας Hdt.:—so, of persons purified after pollution, ἱκέτης προσῆλθες κ. Aesch.; of things, βωμοί, θύματα, δόμοι, μέλαθρα Aesch., Eur.:—c. gen. clear of or from a charge, κ. ἐγκλημάτων, ἀδικίας, κακῶν, etc., Horace's sceleris purus, Plat., Xen.
4. opp. to θολερός, clear of admixture, clear, pure, of water, Hdt., Eur.; so, κ. φάος, φέγγος Pind.; κ. ἄρτος χρυσός Hdt.; ἀργύριον Theocr.
5. of birth, opp. to ξένος, pure,, genuine, Pind., Eur.; τῶν Ἀθηναίων ὅπερ ἐστράτευε καθαρὸν ἐξῆλθε, i. e. who were citizens of pure blood, Thuc.:— καθαρόν a real, genuine saying, Thuc.
6. without blemish, τὸ καθαρὸν τοῦ στρατοῦ the sound portion of the army, Hdt.
7. clear, exact, ἂν καθαραὶ ὦσιν αἱ ψῆφοι if the accounts are clear, exactly balanced, Dem.
II. adv. καθαρῶς, Hes.; καθαρῶς γεγονέναι to be of pure blood, Hdt.
2. with clean hands, honestly, Theogn., Plat.
3. clearly, plainly, λέγειν Ar.; γνῶναι, εἰδέναι Ar., Plat.

Frisk Etymology German

καθαρός: {katharós}
Forms: dor. (herakl. u. a.) κοθαρός, äol. (Alk.) κόθαρος
Meaning: ‘rein, frei von, unbefleckt, ungemischt, weiß (von Brot, Leinwand)’ (seit Il.); καθάρειος (-ιος) reinlich, nett, elegant (Arist., Men., Plb. usw.), Adv. καθαρείως (X., mittl. Kom. usw.), nach ἀστεῖος u. a.; καθάρυλλος (ἄρτος usw., Kom.; vgl. Leumann Glotta 32, 219 A. 3).
Derivative: Adjektivabstraktum καθαρότης Reinheit (Hp., Pl. usw.), καθαρ(ε)ιότης Reinlichkeit, Verfeinerung (Hdt., X. usw.). — Denominative Verba: 1. καθαίρω (κοθ- herakl.), oft mit Präfix, z. B. ἀνα-, ἀπο-, δια-, ἐκ-, περι- usw., Aor. καθῆραι (-ᾶραι) reinigen (seit Il.) mit κάθαρσις (ion. att.), κόθ- (el.) Reinigung, καθαρμός Reinigung, Sühnung (Hdt., Trag. usw.), κάθαρμα, oft im Plur. Reinigung, Ausleerung, Kehricht (Att.); καθαρτής Reiniger, Sühner (Hp., S. u. a.), -τήρ ib. (Man., Plu.), -τήριος (D. H.); καθάρσιος (: καθαρτής, κάθαρσις, καθαρτός) zur Reinigung gehörig, reinigend, sühnend (Hdt., Trag. usw.), καθαρτικός ib. (Hp., Pl., Arist. usw.). — 2. καθαρίζω, auch mit Präfix, ἀπο-, δια-, ἐκ-, περι-, reinigen (LXX, NT, Pap.) mit καθαρισμός (LXX, NT, Pap.), καθάρισις (Pap.) u. a. — 3. καθαρεύω rein sein, sich rein erhalten (Ar., Pl., hell. u. spät) mit καθάρευσις (H., EM); auch καθαριεύω (Paus., Gramm. u. a.). — 4. καθαριόω reinigen (LXX).
Etymology : Zur Bildung vgl. u. a. das Oppositum μιαρός. Ob κοθ- (oder καθ-) das ursprüngliche darstellt oder ob sie etwa ebenbürtige Parallelformen sind, bleibt ungewiß. Nach Solmsen KZ 37, 7A. ist καθαρός aus κοθαρός assimiliert (-α- zunächst in καθαίρω wegen Assoziation mit κατά?); dagegen hält Schwyzer 344 κοθαρός für äolisch. — Eine annehmbare Etymologie fehlt. Mehrere vergebliche Versuche sind bei Bq referiert (u. a. zu aind. śudhyati rein sein; lautlich unmöglich). Nicht besser Schwyzer 260: zu lit. krečiù schütteln mit Dissimilation für *κραθ-, äol. *κροθ-. Pelasgische Etymologie bei v. Windekens Le Pélasgique 95f. Nach Debrunner in Eberts Reallexikon 4, 2, 526 religiöser Terminus vorgriechischen Ursprungs.
Page 1,752-753

Chinese

原文音譯:kaqarÒj 卡他羅士
詞類次數:形容詞(28)
原文字根:向下舉起的 相當於: (טָהֹור‎)
字義溯源:潔淨的*,乾淨的,清潔的,純淨的,純潔的,淨,精。參讀 (ἅγιος)同義字
同源字:1) (ἀκαθαρσία)不純潔 2) (ἀκαθάρτης)不純潔 3) (ἀκάθαρτος)不純潔的 4) (διακαθαίρω / διακαθαρίζω)全然地潔淨 5) (ἐκκαθαίρω)徹底的潔淨 6) (καθαίρω)潔淨 7) (καθαρίζω / καθερίζω)洗淨 8) (καθαρισμός)洗 9) (καθαρός)潔淨的 10) (καθαρότης)潔淨 11) (κάθαρμα / περικάθαρμα)潔淨四散污物
出現次數:總共(27);太(3);路(1);約(4);徒(2);羅(1);提前(2);提後(2);多(3);來(1);雅(1);彼前(1);啓(6)
譯字彙編
1) 乾淨的(6) 太23:26; 太27:59; 約13:10; 約13:10; 約13:11; 徒18:6;
2) 清潔的(4) 提前1:5; 提前3:9; 提後1:3; 彼前1:22;
3) 清(2) 太5:8; 提後2:22;
4) 是潔淨的(2) 多1:15; 多1:15;
5) 純淨(1) 啓19:14;
6) 純潔的(1) 啓19:8;
7) 精(1) 啓21:18;
8) 純淨的(1) 啓21:18;
9) 是精(1) 啓21:21;
10) 潔白(1) 啓15:6;
11) 純潔(1) 雅1:27;
12) 乾淨了(1) 約15:3;
13) 潔淨(1) 羅14:20;
14) 潔淨的人(1) 多1:15;
15) 潔淨了(1) 路11:41;
16) 淨(1) 來10:22;
17) 潔淨的(1) 徒20:26

English (Woodhouse)

chaste, clear, guiltless, limpid, pure, undefiled, unmixed, guiltless of, innocent of

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)