Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στόμα

From LSJ

Δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας → Multum struendas mulier ad fraudes valet → Intrigen zu ersinnen ist die Frau geschickt

Menander, Monostichoi, 130
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στόμα Medium diacritics: στόμα Low diacritics: στόμα Capitals: ΣΤΟΜΑ
Transliteration A: stóma Transliteration B: stoma Transliteration C: stoma Beta Code: sto/ma

English (LSJ)

τό, Aeol. στύμα Theoc.29.25; gen. στόματος, but
A στομάτοιο Hymn.Mag.2(2).10,28:—mouth, Il.14.467, etc.; σύν τε στόμ' ἐρεῖσαι Od.11.426; ἱμείρων γλυκεροῦ σ. Sol.25; of animals, Hes.Sc.146,389, S.Ph.1156 (lyr.), etc.:—pl. is sometimes used for sg., ἀμφιπίπτων στόμασιν, of kissing, Id.Tr.938, cf. E.Alc.403 (lyr.), and freq. in later Poets, A.R. 4.1607, Nic.Al.210, 240, etc.: metaph., πτολέμοιο, ὑσμίνης στόμα, the very jaws of the battle, as of a devouring monster, Il.10.8, 20.359 (but cf. infr. 111.1).
2 esp. the mouth as the organ of speech, δέκα μὲν γλῶσσαι, δέκα δὲ στόματ' 2.489, cf. Thgn.18; βραχύ μοι στόμα πάντ' ἀνᾱγήσασθαι Pi.N.10.19; freq. in Trag., σ. τὸ Δῖον the mouth of Zeus, A.Pr.1032; τὸ Φοίβου θεῖον ἀψευδὲς στόμα Id.Fr.350.5, cf. S.OC603; τοῦ στόματος τὸ στρογγύλον Ar.Fr.471; Μοισᾶν καπυρὸν στόμα their mouthpiece, organ, Theoc.7.37, cf. Mosch.3.72; Πιερίδων τὸ σοφὸν στόμα, of Homer, AP7.4 (Paul. Sil.), cf. 7.6 (Antip. Sid.), 7.75 (Antip.), 9.184; τὸ μισόχρηστον σ. τῆς κωμῳδίας Phld. Piet.p.93G.; speech, utterance, S.OT426,706, OC132 (lyr.), etc.; εἰς τόδ' ἐξελθόντος ἀνόσιον στόμα ib.981; κἂν καλὸν φορῇ στόμα Id.Fr.930; τὸ σὸν.. σ. ἐλεινόν Id.OT671; διδόναι σ. καὶ σοφίαν Ev.Luc.21.15: in plural of a single speaker, S.OT1220 (lyr.):—special phrases: οἴγειν στόμα A. Pr.611; τοὐμὸν οὐ λύω στόμα E.Hipp.1060, cf. Isoc.12.96; διᾶραι τὸ σ. D. 19.112; κοίμησον στόμα = keep silence, A.Ag.1247; δάκνειν στόμα, i.e. to keep a stern silence (cf. ὀδάξ), Id.Fr.397; ἴσχε δακὼν στόμα σόν S.Tr.977 (anap.); ὀδόντι πρῖε τὸ στόμα Id.Fr.897; so κλῄσας στόμα E.Ph.865; οὐκ ἐφέξετε στόμα; Id.Hec.1283; σῖγ' ἕξομεν σ. Id.Hipp.660; εὖ ἔχειν στόμα = εὐφημεῖν, Eup. 381; συγκλῄειν στόμα Ar.Th.40(anap.):—of style, τὸ Λυσιακὸν στόμα D.H.Lys. 12.
3 with Preps.,
a ἀνὰ στόμα ἔχειν = have always in one's mouth, whether for good or ill, E.El.80; ἀνὰ σ. καὶ διὰ γλώσσης ἔχειν Id.Andr.95.
b ἀπὸ στόματος εἰπεῖν = speak from memory (cf. ἀπὸ γλώσσης), Pl.Tht.142d, X.Mem.3.6.9, Philem.48, Plu.Sol.8, etc.
c διὰ στόμα λέγειν A.Th.579, cf. E.Or.103 (so κατὰ τὸ σ. ᾄδειν Ar.Nu.158); διὰ στόμα ἔχειν Id.Lys.855; οἶκτος οὔτις ἦν διὰ στόμα A.Th.51; πᾶσι διὰ στόματος = it is the common talk, Theoc.12.21.
d ἐν στόμασι εἶχον Hdt.3.157, 6.136; πολλῶν κείμενος ἐν στόμασιν Thgn.240; ἐν τῷ σ. λέγειν Ar.Ach.198.
e ἐξ ἑνὸς στόματος = with one voice, Id.Eq.670. Pl.R. 364a, PGiss.36.13 (ii B.C.), Gal.15.763; so ὡς ἀφ' ἑνὸς στόματος AP11.159 (Lucill.).
f ἐπὶ στόμα = on one's face, face-foremost, ἐξεκυλίσθη πρηνὴς.. ἐπὶ στόμα Il.6.43, cf. 16.410; ὡς κύων ἐπὶ στόμα κείμενος Archil.Supp.2.9; ὗς ἔκειτ' ἐπὶ στόμα Men.21; ἐπὶ στόμα κεῖται lies prone, of the right ventricle, Hp.Cord.4; ἐπὶ στόμα = pronus, Glossaria; ἐπὶ στόμα πεσόντα Plu.Art.29; ἐπὶ στόμα φερόμενον ἐν πᾶσι Timae. ap.Plb.12.8.4; also ὅ τι νῦν ἦλθ' ἐπὶ στόμα whatever came uppermost, A.Fr.351; ἐπὶ στόματος Φαραώ = by the command of Pharaoh, LXX 4 Ki.23.35.
g κατὰ στόμα = face to face, Hdt.8.11, E.Heracl.801, Rh.409, X.An.5.2.26; οἱ κατὰ στόμα θεοί (cf. ἀντήλιοι) E.Fr.781.33; κατὰ σ. τινός confronted with him, Pl.Lg.855d; στόμα κατὰ στόμα λαλήσω αὐτῷ LXX Nu.12.8; στόμα πρὸς στόμα 2 Ep.Jo.12, 3 Ep.Jo.14, PMag.Berol.1.39.
II mouth of a river, Il.12.24, Od.5.441, A.Pr.847, Hdt.2.17, etc.; so ἠϊόνος στόμα μακρόν the wide mouth of the bay, Il.14.36, cf. Od.10.90; στόμα τοῦ Πόντου Th.4.75; κόλπου ib.49; τὸ στόμα τῆς ἐσβολῆς Ar.Ec.1107; τὸ ἄνω στόμα [τῆς διώρυχος] the width of the trench at top, Hdt.7.23 (but τὰ στόματα τῆς διώρυχος mouths, ib.37).
2 any outlet or entrance, ἀργαλέον στόμα λαύρης Od.22.137; σ. τῆς ἀγυιᾶς X.Cyr.2.4.4; σ. φρέατος Id.An.4.5.25; στόμα καδίσκου Ar.Fr.581, cf. AP6.251 (Phil.); χθόνιον Ἄιδα στόμα Pi.P.4.44; τὰ τῶν διεξόδων στόματα Pl.Phdr. 251d; ἑπτάπυλον στόμα = the seven gates of Thebes, S.Ant.119 (lyr.): Medic., στόμα τῶν μητρέων, στόμα τῶν ὑστερέων = os uteri (not distinguished from the cervix), Hp.Mul.1.36, Aph.5.46; τῆς κοιλίας Arist.APo. 94b15, Sor.1.50; γαστρός Nic.Al.20, Gal.5.274; (ἕλκους) Arist.Pr. 863a11.
III foremost part, face, front:
1 of weapons, point, κατὰ στόμα εἱμένα χαλκῷ Il.15.389; [ὁ κριὸς] ἔχει σ. σιδηροῦν Ath. Mech.24.2; τὸ σ. τῆς αἰχμῆς Philostr.Her.19.4; edge of a sword, μαχαίρας Ascl.Tact.3.5, Ev.Luc.21.24, etc.: metaph., ἐθηλύνθην στόμα S.Aj.651.
b the front ranks of the battle, the front, ἀπὸ στόματος (opp. ἀπὸ τῆς οὐρᾶς) X.An.3.4.42, cf. HG4.3.4; τὸ στόμα τοῦ πλαισίου Id.An.3.4.43, cf. 5.4.22, Plb.10.12.7 (so perhaps στόμα πολέμοιο, στόμα ὑσμίνης in Hom., v. supr.1.1).
c τὸ τῶν λοχαγῶν τάγμα στόμα καλεῖται Ascl.Tact.2.5.
2 ἄκρον στόμα πύργων the edge or top of the towers, E.Ph.1166; πρὸς τῷ στόματι τοῦ βίου = at the very verge of life, X.Ages.11.15.
3 = ὀμφαλός III.3, Ael.Tact.7.3. (Cf. Avest. staman-, m. 'mouth (of dog)', Welsh safn 'mouth'.)

German (Pape)

[Seite 947] ατος, τό, 1) der Mund, von Tieren das Maul; Hom. u. Hes. oft; περιδρύφθη στόμα τε ῥῖνάς τε, Il. 23, 395, u. öfter in dieser Vbdg; ἄραβος δὲ διὰ στόμα γίγνετ' ὀδόντων, Il. 10, 373; ἡμέων ἀπὸ στομάτων ὄπ' ἀκοῦσαι, sagen die Sirenen, 12, 187; auch das ganze Gesicht, wie man erklärt πρηνὴς ἐπὶ στόμα, Il. 6, 43, u. κὰδ δ' ἄρ' ἐπὶ στόμ' ἔωσε, 16, 410, eigtl. er stieß ihn nieder, daß er auf den Mund fiel; übertr. πτολέμοιο μέγα στόμα, 10, 8. 19, 313, u. στόμα ὑσμίνης, 20, 359, der Rachen od. Schlund des Krieges, der Schlacht, die als gierige Ungeheuer zu denken sind; ἀπό μοι λόγον τοῦτον, στόμα, ῥῖψον, Pind. Ol. 9, 35, d. i. sprich nicht dies Wort; κωφὸς ἀνήρ τις, ὃς Ἡρακλεῖ στόμα μὴ παραβάλλει, P. 9, 87, d. i. der ihn nicht lobt; σιγᾷ οἱ στόμα, N. 10, 29, u. sonst; Tragg.: ψευδηγορεῖν γὰρ οὐκ ἐπίσταται στόμα Διός, Aesch. Prom. 1034; εὔφημον κοίμησον στόμα, schweige, Ag. 1920, u. öfter; εὐφημεῖν στόμα, Eur. Hec. 337; οὐκ ἐφέξετε στόμα, 1283; κλῄσας στόμα, Phoen. 872; σῖγα ἕξομεν στόμα, Hipp. 660; στόμα συγκλείω, Thesm. 40; u. in Prosa überall, οὐδὲ τὸ στόμα πρὸς τὸ στόμα προσθήσεις, vom Kusse, Xen. Mem. 2, 6, 39, vgl. 3, 14, 5; ἴσχε δακὼν στόμα σόν, Soph. Trach. 973; νῦν καλὸν ἀντίφονον κορέσαι στόμα πρὸς χάριν ἐμᾶς σαρκὸς αἰόλας, Phil. 1156; τὸ θεῖον αὐτοὺς ἐξαναγκάζει στόμα, O. C. 609, der Mund des Gottes, der weissagt; στόμα Πινδάρου, Pindar's Dichtermund, d. i. der Dichter Pindar, Jac. Anth. 2, 1 p. 303; sprichwörtlich ἀπὸ στόματος εἰπ εῖν, frei vom Munde weg, auswendig hersagen, Plat. Theaet. 142 d; Xen. Mem. 3, 6, 9 Conv. 3, 5; vgl. Philem. bei B. A. 436; ähnlich ἐν στόματι λέγειν, Ar. Ach. 198; διὰ στόματος u. ἀνὰ στόμα ἔχειν, stets im Munde führen, καὶ διὰ γλώσσης ἔχειν, Eur. Andr. 95, vgl. El. 80; Xen. Cyr. 1, 4, 25 Hier. 7, 9; πᾶσιν διὰ στόματος, Theocr. 12, 21; seltener διὰ στόμα, Aesch. Spt. 51. 579, οἶκτος ἦν διὰ στόμα, λέγει δὲ τοῦτ' ἔπος διὰ στόμα; ἀναβοᾷ διὰ στόμα, Eur Or. 103; Ar. Lys. 855; auch ἐν στόμασιν ἔχειν τινά, vom Lobe u. Tadel, Her. 3, 157. 6, 136; ἐξ ἑνὸς στόματος ἅπαντες ἀνέκραγον, Alle aus einem Munde, Ar. Equ. 670; Plat. Rep. II, 364 a; ὅ τι ἦλθ' ἐπὶ στόμα, was Einem in den Mund kommt, das Erste, das Beste, VIII, 563 c; s. Schaef. zu Dion. Hal. de C. V. 13; vgl. Aesch. frg. 337. – Auch die Rede, τὸ γὰρ σὸν ἐποικτείρω στόμα ἐλεινόν, Soph. O. R. 671, vgl. O. C. 985, u. öfter bei den Tragg. vom Inhalte der Rede. – 2) übh. Mündung, Öffnung; ποταμῶν, Il. 12, 24, vgl. Od. 5, 441; Νείλου, Aesch. Prom. 849; auch πόντιον, der Meeresschlund, Eur. Rhes. 438; τοῦ κόλπου, Thuc. 4, 49; Πόντου, 73; ποταμοῦ, 102; λιμένος, 7, 56, wie Xen. An. 5. 10, 1 u. öfter; ἠϊόνος στόμα μακρόν, die geräumige Mündung det Bucht, Il. 14, 36, vgl. Od. 10, 90; Her. 2, 17. 4, 85; auch ein Erd- oder Felsenspalt, aus dem ein Eingang, ἀργαλέον στόμα λαύρης, der enge Ausgang des Gäßchens, Od. 22, 137; τὸ ἄνω στόμα τοῦ ὀρύγματος, Her. 8, 23; ἐπ' 'Αξείνου στόμα, Pind. P. 4, 203; χθόνιον Ἅιδα στόμα, ib. 44; ἑπτάπυλον στόμα, Soph. Ant. 119, Theben's sieben Thore; Zugang, Xen. Cyr. 2, 4, 4; zum Hause, An. 4, 5, 25; τὰ τῶν διεξόδων στόματα, Plat. Phaedr. 251 d. – 3) der vordere Teil, bes. von Waffen, die Spitze, ξυστὰ κατὰ στόμα εἱμένα χαλκῷ, Il. 15, 589; die Scharfe, die Schneide des Schwertes, Soph. Ai. 651 u. dgl.; – die vordere Seite, Fronte des Heeres, κατὰ στόμα, Stirn gegen Stirn, gerade gegenüber, Her. 8, 11; vgl. Eur. Rhes. 408; nach Suid. τὸ ἔμπροσθεν μέρος τοῦ στρατοῦ; Xen. An. 3, 4, 42 κελεύει δέ οἱ συμπέμψαι ἀπὸ τοῦ στόματος ἄνδρας, wo οὐρά der Gegensatz ist, vgl. 5, 4, 22 Hell. 3, 1, 23; so auch Plat. κατὰ τὸ στόμα τοῦ διώκοντός τε καὶ φεύγοντος ὁ δικαστὴς ἱζέσθω, ihnen gegenüber, vor Augen, Legg. IX, 855 d; aber bei Pol. ὄντες οἱονεὶ στόμα τοῦ κατὰ τὴν πόλιν πλήθο υς ist = der Kern, 10, 12, 7.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
A. bouche :
I. la bouche, chez l'homme et chez les animaux ; p. ext. face, visage : ἐξεκυλίσθη ἐπὶ στόμα IL il roula tombant sur la face ; ἐπὶ στόμα ὠθεῖν IL faire tomber qqn sur la face ; κατὰ στόμα ESCHL en face ; p. anal. :
1 face, front d'une armée : κατὰ στόμα en face, de front;
2 en parl. d'une arme pointe;
II. la bouche comme organe de l'alimentation : τι ἐς τὸ στόμα λαμβάνειν XÉN porter qch (des aliments) à sa bouche ; κορέσαι στόμα SOPH litt. rassasier sa bouche ; fig. ce qui sert à engloutir, à dévorer, gouffre ; πολέμοιο IL, ὑσμίνης IL gouffre de la guerre, du combat (càd l'endroit où la guerre, où le combat dévorent le plus de victimes);
III. la bouche comme organe de la parole : στόμα οἴγειν ESCHL ouvrir la bouche ; λύειν EUR délier la bouche ; κινεῖν SOPH mettre la bouche en mouvement ; κοιμᾶν ESCHL laisser reposer sa bouche ; σῖγα ἔχειν EUR tenir sa bouche silencieuse ; ἀπὸ στόματος εἰπεῖν XÉN parler de bouche, de mémoire ; διὰ στόματος ἔχειν XÉN ou διὰ στόμα ἄγεσθαι IL ou ἐν στόματι ἔχειν IL avoir sans cesse à la bouche ; διὰ στόματος εἶναι ou γίγνεσθαι THCR venir sans cesse sur les lèvres en parl. d'une parole, d'un propos, etc. ; ἐξ ἑνὸς στόματος AR d'une seule voix ; parole, langage : στόμα ἀνόσιον SOPH langage impie ; στόμα θεῖον SOPH bouche ou voix des dieux, oracle;
B. p. anal. embouchure d'un fleuve, de la mer ; orifice, ouverture, entrée (d'un port, d'un golfe, d'une ville, d'une rue, d'une maison) ; fig. στόμα τοῦ βίου terme de la vie.
Étymologie: DELG cf. avest. staman « gueule de chien ».

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στόμα -ατος, τό, Aeol. στύμα Theocr. 29.25 mond. als lichaamsdeel mond, van mensen; εἰς τὸ στόμα λαμβάνειν (iets) in de mond nemen Xen. Mem. 3.14.5; van dieren bek, muil:; κορέσαι στόμα hun bek (d.w.z. honger) te verzadigen Soph. Ph. 1156; overdr..; σ. πολέμοιο de muil van de oorlog Il. 10.8; poët. ook plur. met sing. bet. uitbr. gezicht:; ἐξεκυλίσθη πρηνὴς ἐπὶ στόμα hij rolde eruit voorover op zijn gezicht Il. 6.43; ἐπὶ στόμα πίπτειν zich voorover op zijn gezicht werpen Plut. Art. 29.11; κατὰ στόμα van voren, frontaal tegenover (elkaar); met gen..; κατὰ τὸ στόμα τοῦ διώκοντός τε καὶ φεύγοντος ὁ δικαστὴς... ἱζέσθω de rechter moet recht tegenover de aanklager en de aangeklaagde zitten Plat. Lg. 855d; voorzijde, front (van een leger). als orgaan van de spraak mond:; οἴγειν στόμα zijn mond openen Aeschl. PV 611; δάκνειν στόμα zich op de lippen bijten Soph. Tr. 977; σῖγ’ ἕξομεν στόμα wij zullen onze mond houden Eur. Hipp. 660; κατὰ τὸ στόμα ᾄδειν met de mond zoemen Aristoph. Nub. 159; uitdr. ἀνὰ στόμα ἔχειν de mond vol hebben van (d.w.z. het voortdurend hebben over, steeds praten over) = διὰ στόμα λέγειν of ἔχειν = ἐν στόμασι ἔχειν; πᾶσι διὰ στόματος daar heeft iedereen het over Theocr. Id. 12.21; ἀπὸ στόματος λέγειν uit het hoofd spreken Plat. Tht. 142d; ἐξ ἑνὸς στόματος met één mond, met één stem.; στόμα πρὸς στόμα λαλῆσαι elkaar persoonlijk spreken NT 2 Io. 1.12. uitbr., wat uit de mond komt: stem, woord, taal:. ἀνόσιον στόμα oneerbiedige taal Soph. OC 981; τὸ θεῖον στόμα de goddelijke uitspraak Soph. OC 603; ἐγὼ … δώσω ὑμῖν στόμα καὶ σοφίαν ik zal jullie een stem en wijsheid geven NT Luc. 21.15. (uit)monding, van rivieren; mond, d.w.z. opening, uitgang, ingang, van baaien en golven etc.:; σ. τοῦ Πόντου de mond van de Pontos (d.w.z. de Bosporus); van een haven Od. 10.90; van een stad; ἑπτάπυλον στόμα de (ingang gevormd door de) zeven poorten Soph. Ant. 119; van gangen, straten en kanalen; ook van lichaamsdelen, bijv. van de baarmoeder. uiteinde; punt (van een wapen); bovenkant, top:. εἰς ἄκρον στόμα πύργων naar de bovenste rand van de poort Eur. Phoen. 1166.

Russian (Dvoretsky)

στόμα: эол. στύμα, ατος τό тж. pl.
1 рот, уста: σ. τὸ δῖον Aesch. Зевсовы уста; οἴγειν σ. Aesch., λύειν σ. Eur., Isocr. и διαίρειν σ. Dem. открывать рот, т. е. начинать говорить; κοιμᾶν σ. Aesch. и σῖγ᾽ ἔχειν σ. Eur. хранить молчание; σ. (συγ)κλῄειν Eur., Arph.; закрывать рот, умолкать; ἔχειν τινὰ ἀνὰ σ. Eur., διὰ σ. Arph. и ἐν στόματι Her. непрерывно говорить о ком-л. (досл. иметь кого-л. постоянно на устах); ἐν τῷ στόματι λέγειν Arph. говорить напрямик; πᾶσι διὰ στόματος (sc. εἶναι) Theocr. быть у всех на устах; ἀπὸ στόματος εἰπεῖν Plat. говорить наизусть или по памяти; ἐξ ἑνὸς στόματος Arph., Plat.; единогласно, единодушно;
2 пасть (sc. θηρῶν Soph.);
3 пучина, бездна (σ. πόντιον Eur.): σ. ὑσμίνης Hom. жестокая сеча;
4 лицевая сторона, лицо: ἐπὶ σ. Hom. (прямо) на лицо или лицом; οἱ κατὰ τὸ σ. Xen. находящиеся напротив; ὅ τι ἦλθ᾽ ἐπὶ σ. Aesch. ap. Plat. все, что ни попадется; κατὰ σ. τινός Plat. прямо напротив кого-л.; ἀλλήλοισι στρατὸν κατὰ σ. ἀντιτάσσειν Eur. выстраивать войска фронтом друг к другу; οἱ ἀπὸ τοῦ στόματος Xen. воины передних рядов; ἐπὶ σ. πίπτειν Plut. падать ниц;
5 речь, слова (προπηλακίζειν σ. τινός Soph.);
6 устье (ποταμοῦ Hom.);
7 бухта (ἠϊόνος Hom.): ἀκταὶ ἐν στόματι προὔχουσιν Hom. крутые берега образуют бухту;
8 вход, выход, проход (τοῦ πόντου Her.; ἐπὶ τῷ στόματι τοῦ κόλπου Thuc.): ἐπ᾽ αὐτῷ τῷ στόματι τῆς εἰσβολῆς Arph. у самых ворот; ἑπτάπυλον σ. Soph. семивратный проход (семь ворот Фив Беотийских);
9 речной рукав: τὸ Πηλούσιον σ. Her. Пелусийский рукав (Нила);
10 отверстие, просвет, щель (τοῦ ὀρύγματος Her.; анат. ὑστέρας Arst.);
11 верхний конец, острие (ξυστὰ κατὰ σ. εἱμένα χαλκῷ Hom.): πεσεῖν στόματι μαχαίρας NT пасть от меча;
12 верхний край, верхушка (ἄκρον σ. πύργων Eur.);
13 конец, исход (πρὸς τῷ στόματι τοῦ βίου Xen.);
14 главная сила, цвет (τοῦ κατὰ τὴν πόλιν πλήθους Polyb.);
15 головная колонна (τῶν ὁπλιτῶν Xen.).

English (Autenrieth)

ατος: mouth; ἀνὰ στόμα ἔχειν, διὰ στόμα ἄγεσθαι, phrases relating to utterance, Il. 2.250, Il. 14.91; fig., of the mouth of rivers or harbors, point of a lance, Il. 15.389; ἠιόνος, ‘opening,’ ‘inlet,’ Il. 14.36.

English (Slater)

στόμα (στόμα, -ατος, -α voc., acc.; στόματ(α), -άτων.) mouth ἀπό μοι λόγον τοῦτον, στόμα, ῥῖψον (O. 9.36) ἔπος Αἰήτα τό ποτε ζαμενὴς παῖς ἀπέπνευσ ἀθανάτου στόματος (P. 4.11) κωφὸς ἀνήρ τις ὃς Ἡρακλεῖ στόμα μὴ περιβάλλει (P. 9.87) βραχύ μοι στόμα πάντ' ἀναγήσασθ (N. 10.19) Ζεῦ πάτερ, τῶν μὰν ἔραται φρενί, σιγᾷ οἱ στόμα (N. 10.29) τοῖσιν Αἴγιναν προφέρει στόμα πάτραν (? the mouth of the Aiakidai) (I. 5.43) καὶ νεαρὰν ἔδειξαν σοφῶν στόματ' ἀπείροσιν ἀρετὰν Ἀχιλέος (I. 8.47) πεδὰ στόμα φλέγει fr. 26. πολὺν ῥόθον ἵεσαν ἀπὸ στομ[άτων] Ἐλείθυιά τε καὶ Λάχεσις (Pae. 12.16) πρὶν μὲν ἕρπε τὸ σὰν κίβδηλον ἀνθρώποισιν ἀπὸ στομάτων Δ. 2. 3. met., “πὰρ χθόνιον Ἀίδα στόμα” (P. 4.44) ἐπ' Ἀξείνου στόμα i. e. the Bosporus (P. 4.203)

Spanish

boca

English (Strong)

probably strengthened from a presumed derivative of the base of τομώτερος; the mouth (as if a gash in the face); by implication, language (and its relations); figuratively, an opening (in the earth); specially, the front or edge (of a weapon): edge, face, mouth.

English (Thayer)

στόματος, τό (apparently equivalent to τομα, with sigma ς(prefixed, from τέμνω, τετομα, therefore properly, 'cutting' (or 'cut'; so Etym. Magn. 728,18; others, 'calling', etc.; but doubtful, cf. Curtius, § 226b.; Vanicek, p. 1141and references)); from Homer down; Hebrew פֶּה; the mouth;
1. properly, the mouth as a part of the body: of Prayer of Manasseh, καρδία (`the heart' or soul) and στόμα 'the mouth' are distinguished: from ἐκ τοῦ στόματος, τό στόμα λαλεῖ τί, ἀνοίγειν τό στόμα, see ἀνοίγω, p. 48{a} bottomἄνοιξις τοῦ στοματου στόμα πρός στόμα λαλῆσαι (אֶל־פֶּה פֶּה דִּבֶּר, mouth (turned) to mouth (A. V. face to face), τό στόμα πρός τό στόμα, of a kiss, Xenophon, mem. 2,6, 32); God or the Holy Spirit is said to speak διά τοῦ στόματος τίνος (cf. Buttmann, 183 (159)), διά τοῦ στόματος, ἀπό τοῦ στόματος τοῦ, from his own mouth, i. e. what he has just said, ἐκ τοῦ στόματος, θρευσαι τί ἐκ τοῦ στόματος τοῦ, τό πνεῦμα τοῦ στόματος (the breath of his mouth, see πνεῦμα, 1b.), ἡ ῤομφαία τοῦ στοματου, a figure portraying the destructive power of the words of Christ the Judges, δόλος or ψεῦδος ἐν τῷ στόματι, στόμα is put for 'statements', declarations, in διδόναι τίνι στόμα, apt forms of speech (as distinguished from the substance of speech, ἡ σοφία), στόμα for one who has begun (or is about) to speak, πᾶν γόνυ and πᾶσα γλῶσσα, καταπίνειν τί, acies, στόμα μαχαίρας, the edge of the sword (פִּי־חֶרֶב, Sept. render the Hebrew phrase by στόμα ῤομφαίας, which (together with στόμα ξίφους) is the more common translation; cf. Winer's Grammar, 18,30; Buttmann, 320 (274) n.)): δίστομος, which see; אָכַל of a sword, 2 Samuel 11:25).

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ, και στόμας, ο, Ν, και αιολ. τ. στύμα Α
1. το άνοιγμα στο μπροστινό και κάτω τμήμα της κεφαλής τών ανθρώπων και τών ζώων, το διευρυμένο ανώτερο τμήμα του πεπτικού σωλήνα, το οποίο μπορεί σε διάφορους οργανισμούς να ασκεί και λειτουργίες μη πεπτικές, όπως είναι η αναπνοή, η φώνηση, πράξεις επιθετικές ή αμυντικές, η μεταφορά τών νεογνών ή αντικειμένων κ.ά. (α. «μη μιλάς με γεμάτο στόμα» β. «τὸ στόμα τοῦ βοός», Νίκ.
γ. «τοῦ δὲ πολὺ πρότερον κεφαλή, στόμα τε, ῥινές τε οὔδεϊ πλῆντο», Ομ. Ιλ.)
2. λαλιά, λόγος, ομιλία, τρόπος ομιλίας (α. «έχει άσχημο στόμα» — μιλάει άσχημα
β. «ἐγὼ γὰρ δώσω ὑμῖν στόμα καὶ σοφίαν», ΚΔ
γ. «κἄν καλὸν φυρῃ στόμα», Σοφ.)
3. στόμιο, άνοιγμα, εκβολές ποταμού, στενή είσοδος σε κόλπο (α. «το στόμα του ποταμού» β. «ἥ κεῖται ἐπὶ τῷ στόματι τοῦ Ἀμπρακικοῦ κόλπου», Θουκ.
γ. «καὶ πλῆσαν ἁπάσης ἠϊόνος στόμα μακρόν», Ομ. Ιλ.
δ. «ἀλλ' ὅτε δὴ ποταμοῖο κατὰ στόμα καλλιρρόοιο ἷξε νέων», Ομ. Οδ.)
4. είσοδος ή έξοδος (α. «στόμα του πυροβόλου» β. «το στόμα του πηγαδιού» γ. «στόμα φρέατος», Ξεν.
δ. «χθόνιον Ἄιδα στόμα», Πίνδ.
ε. «καδίσκου στόμα», Αριστοφ.)
5. (για όπλα και εργαλεία) το μπροστινό μέρος, η όψη (α. «στόμα της άγκυρας» — το ακρωνύχιο της άγκυρας
β. «τὸ στόμα τῆς αἰχμῆς», Φιλόστρ.
γ. «κριοῦ... στόμα σιδηροῦν», Αθήν.)
6. (για μαχαίρι) το κοφτερό μέρος, η κόψη (α. «στόμα του μαχαιριού» β. «καὶ πεσοῦνται στόματι μαχαίρας καὶ αἰχμαλωτισθήσονται», ΚΔ)
7. φρ. α) «μ' ένα στόμα» και «ἐν ἑνὶ στόματι» ή «ἀφ' ἑνὸς στόματος» ή «ἐξ ἑνὸς στόματος» — με μια φωνή, ομόφωνα
β) «από στόματος» — από μνήμης, απ' έξω
νεοελλ.
1. βοτ. καθένα από τα μικροσκοπικά ανοίγματα ή τους πόρους στην επιδερμίδα τών φύλλων και τών νεαρών βλαστών, τα οποία εξασφαλίζουν την ανταλλαγή τών αερίων μεταξύ του αέρα στο εξωτερικό περιβάλλον και του διακλαδισμένου συστήματος αλληλοσυνδεόμενων αεροφόρων αγωγών μέσα στο φύλλο
2. μτφ. άτομο, πρόσωπο (α. «έχω να θρέψω πέντε στόματα» β. «μέ περιμένουν τρία στόματα»)
3. φρ. α) «στο στόμα του λύκου» — σε μεγάλο κίνδυνο
β) «τά λέμε στόμα με στόμα» — μιλάμε εμπιστευτικά
γ) «είναι απύλωτο στόμα» — δεν ελέγχει τα λόγια του, βρίζει ή μιλάει τελείως ανεύθυνα
δ) «του 'κλεισα το στόμα» — τον αποστόμωσα, τον ανάγκασα να σωπάσει
ε) «δεν ανοίγει το στόμα του» — είναι σιωπηλός ή λιγόλογος
στ) «απ' το στόμα μού το πήρες» — είπες ό,τι ακριβώς ετοιμαζόμουν να πω, μέ πρόλαβες
ζ) «του πήρε τη μπουκιά απ' το στόμα» τον εκμεταλλεύθηκε άγρια
η) «απ' το στόμα σου και στού θεού τ' αφτί» — λέγεται ως ευχή για την πραγματοποίηση μιας επιθυμίας
θ) «βάζω κάποιον στο στόμα μου» — μιλώ για κάποιον κάνοντας δυσμενή σχόλια εις βάρος του
ι) «μπαίνω στο στόμα κάποιου» ή «μπαίνω στα στόματα του κόσμου» — μέ σχολιάζουν και μέ επικρίνουν
ια) «βγάζω κάποιον απ' το στόμα μου» — παύω να σχολιάζω και να επικρίνω κάποιον
ιβ) «βγαίνω απ' το στόμα κάποιου» — σταματούν τα σχόλια εις βάρος μου
ιγ) «μού 'ρχεται στο στόμα» — λέω κάτι χωρίς να το πολυσκεφθώ ή θυμάμαι αμυδρά κάτι και δεν μπορώ να το εκφράσω
ιδ) «από στόμα σε στόμα»
i) από τον ένα στον άλλο ii) με την προφορική παράδοση
μσν.-αρχ.
(για τον Χριστό, το Άγιο Πνεύμα, τους Αποστόλους) το φερέφωνο, το όργανο, με το οποίο εκφράζεται το θέλημα του Θεού
αρχ.
1. το μέτωπο της παράταξης, οι πρώτες γραμμές («κελεύει δὲ οἱ συμπέμψαι ἀπὸ τοῦ στόματος ἄνδρας», Ξεν.)
2. το τάγμα τών λοχαγών («τὸ τῶν λοχαγῶν τάγμα στόμα καλεῖται», Ασκλ.)
3. άκρο, χείλος, κορυφήἄκρον στόμα πύργων», Ευρ.)
4. ομφαλός
5. φρ. α) «ἀμφιπίπτω στόμασι» — ανταλλάσσω φιλήματα
β) «στόμα πτολέμοιο» ή «στόμα ύσμίνης» — το στόμα του πολέμου ή της μάχης που καταπίνει τους ανθρώπους
γ) «κατά στόμα» — πρόσωπο με πρόσωπο, απέναντι
δ) «οἱ κατὰ στόμα θεοί» — τα αγάλματα τών θεών στην είσοδο κτηρίου, αυτά που βλέπουν προς την ανατολή
ε) «κατά στόμα τινός» — κατ' αντιπαράσταση
στ) «λαλῶ στόμα κατὰ στόμα» — μιλώ με κάποιον απέναντι μου, του τά λέω κατά πρόσωπο
ζ) «στόμα πρὸς στόμα» — προφορικά
η) «οἴγω στόμα» ή «λύω στόμα» ή «διαίρω στόμα» — ανοίγω το στόμα μου, μιλώ
θ) «κοιμῶ στόμα» ή «κλείω στόμα» ή «συγκλῄω στόμα» ή «ἔχω στόμα» ή «ἐπέχω στόμα» — τηρώ σιγή, σωπαίνω
ι) «δάκνω στόμα» — δαγκώνω τα χείλη, αναγκάζομαι να σωπάσω, δεν τολμώ να μιλήσω
ια) «εὖ ἔχω στόμα» — τηρώ ιερή σιγή, σε ιεροτελεστίες
ιβ) «ἀνὰ στόμα ἔχω» ή «διά στόμα λέγω» ή «διὰ στόμα ἔχω» — έχω κάποιον στο στόμα μου, αναφέρω το όνομα κάποιου
ιγ) «διὰ στόμα εἰμί» — αναφέρομαι από κάποιον
ιδ) «πᾱσι διὰ στόματος ἦν» και «πολλῶν κείμενος ἐν στόμασιν» και «ἐπὶ στόμα φερόμενον ἐν πᾱσι» — όλοι [ή πολλοί] μιλούσαν γι' αυτόν
ιε) «ἐπὶ στόματος» — κατά διαταγήν
ιστ) «ἑπτάπυλον στόμα» — οι εφτά πύλες τών Θηβών
ιζ) «στόμα ζωῆς» — το ακραίο, το τελευταίο σημείο της ζωής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στόμ-α, με στομ- (πρβλ. τα συνθ. σε στομ-: στομακάκη, στομαλγῶ, στόμαργος) ανάγεται σε ΙΕ τ. stom-en- «στόμα» και συνδέεται με το αβεστ. staman- «στόμα ζώου». Δευτερευόντως η λ. εντάχθηκε στο κλιτικό σύστημα τών ουδ. σε -μα, -ματος. Από το θ. στομ- της λ. στόμα έχει σχηματιστεί ο τ. στόμ-αχος (βλ. και λ. στωμύλος).
ΠΑΡ. στοματικός, στομίας, στόμιο(ν), στομίς(-ίδα), στομῶ(-ώνω)
αρχ.
στοματεύω, στομάτιον, στομήρης, στομίζομαι, στομώδης
μσν.- νεοελλ.
στοματάς
νεοελλ.
στοματάκι, στοματάρα, στοματίτιδα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) στομαλίμνη
αρχ.
στομακάκη, στομαλγώ, στόμαργος, στοματουργός, στομαυλώ, στομοδόκος, στομοκοπώ, στομοποιώ
νεοελλ.
στοματόκλειστρο, στοματολογία. (Β' συνθετικό) αθυρόστομος, αμφίστομος, άστομος, αυθαδόστομος, βαθύστομος, δίστομος, ελευθερόστομος, ευρύστομος, εύστομος, κακόστομος, μεγαλόστομος, μικρόστομος, μονόστομος, οξύστομος, πλατύστομος, πολύστομος, στενόστομος, χρυσόστομος, ψευδόστομος
αρχ.
αγνόστομος, απαλόστομος, αρτίστομος, βαρύστομος, βραχύστομος, δίχόστομος, ερατόστομος, ετερόστομος, ευθύστομος, ηδύστομος, θρασύστομος, ισχυρόστομος, λεπτόστομος, ξενόστομος, ξυλόστομος, οζόστομος, ολόστομος, ομοιόστομος, παχύστομος, περίστομος, σεμνόστομος, σκληρόστομος, τραχύστομος, τυφλόστομος, χαλκόστομος
νεοελλ.
αηδονόστομος, αμβλύστομος, ανοιχτόστομος, αχρειόστομος, ελαφρόστομος, μυριόστομος, πηγαδόστομος, στραβόστομος, χιλιόστομος].

Greek Monotonic

στόμα: Δωρ. στύμα, -ατος, τό,
I. 1. στόμα, στοματική κοιλότητα, Λατ. os, σε Όμηρ. κ.λπ.
2. στόμα ως όργανο της ομιλίας, δέκα μὲν γλῶσσαι, δέκα δὲ στόματ', σε Ομήρ. Ιλ.· στόμα τὸ δῖον, το στόμα του Δία, σε Αισχύλ.· Μοισᾶν στόμα, στόμα, στόμιο του μουσικού οργάνου των Μουσών, σε Θεόκρ.· με προθέσεις· ἀνὰ στόμα ἔχειν, έχω πάντοτε στο στόμα μου, το έχω πάντοτε πρόχειρο να το πω, σε Ευρ.· ἀπὸ στόματος, από το στόμα, δηλ. από μνήμης, από στήθους, σε Ξεν. κ.λπ.· διὰ στόμα, ήταν σε όλων τα στόματα, σε Αισχύλ.· πᾶσι διὰ στόματος, είναι η κοινή ομιλία, σε Θεόκρ.· ἐξ ἑνὸς στόματος, με μια φωνή, σε Αριστοφ.· κατὰ στόμα, πρόσωπο με πρόσωπο, σε Ηρόδ., Αττ.
II. 1. στόμα ποταμοῦ, στόμα, εκβολές, όχθες ποταμού, Λατ. ostia, σε Όμηρ. κ.λπ.· ομοίως, ἠιόνος στόμα μακρόν, εκτεταμένο στόμιο, είσοδος παραλίας, σε Ομήρ. Ιλ.· στόμα τοῦ Πόντου, Λατ. fauces Ponti, σε Ηρόδ.· επίσης, χάσμα ή ρωγμή στην επιφάνεια της γης, απ' όπου αναβλύζει ένα ρυάκι, στον ίδ.· τὸ ἄνω, τὸ κάτω στόμα τοῦ ὀρύγματος, άνοιγμα ή εύρος μιας διόδου ή ενός ορύγματος στην κορυφή, στις παρυφές, στον ίδ.
2. άνοιγμα, κάθε έξοδος ή είσοδος, σε Ομήρ. Οδ., Ξεν.
III. εμπρόσθιο μέρος, πρόσοψη, πρόσωπο, μέτωπο·
1. λέγεται για όπλα, αιχμή, σε Ομήρ. Ιλ.· ακμή, κόψη ξίφους, σε Καινή Διαθήκη· επίσης, όπως το Λατ. acies, μέτωπο, πολεμικό μέτωπο, πρώτη γραμμή μάχης, στόμαπολέμοιο, ὑσμίνης, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως και μόνο του, σε Ξεν.
2. γενικά, ἄκρον στόμα πύργων, κορυφή πύργων, σε Ευρ.· τὸ στόμα τοῦ βίου, το ακρότατο όριο της ζωής, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

στόμα: τό, Δωρικ. στύμα Θεόκρ. 29. 25· (ἴδε ἐν τέλ.)· - τὸ στόμα, Λατ. os, Ἰλ. Ξ. 467, κτλ.· σύν τε στόμ’ ἐρεῖσαι Ὀδ. Λ. 425· ἱμείρου γκυκεροῦ στ. Σόλων 21· ἐπὶ ζῴων, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 146, 389, κτλ., Σοφ. Φιλ. 1156· - ὁ πληθ. εἶναι ἐνίοτε ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ ἑνικοῦ, ὡς τὸ Λατ. ora, ἀμφιπίπτων στόμασιν, ἐπὶ φιλήματος, Σοφ. Τρ. 938, καὶ συχν. παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1607, Νικ. Ἀλεξιφ. 210, 240, κτλ.· - μεταφορ., στόμα πτολέμοιο, ὑσμίνης, τὸ στόμα, τὰ «δόντια» τῆς μάχης, οἷον ἀγρίου τινὸς θηρίου, Ἰλ. Κ. 8, Υ. 359 (ἀλλὰ πρβλ. κατωτ. ΙΙΙ. 1). 2) ἰδίως, τὸ στόμα ὡς ὄργανον τῆς φωνῆς τῆς γλώσσης, δέκα μὲν γλῶσσαι, δέκα δὲ στόματ’ Β. 489· βραχύ μοι στ. πάντ’ ἀνᾱγήσασθαι Πινδ. Ν. 10. 35· συχν. παρὰ Τραγικ., στ. θηλυνθῆναι Σοφ. Αἴ. 651 (ἴδε κατωτ.)· στ., τὸ τοῦ Διός, Αἰσχύλ. Πρ. 1032· τὸ Φοίβου θεῖον ἀψευδὲς στ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 281, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 603· τὸ στρογγύλον τοῦ στόματος Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 397· ἐγὼ Μοισᾶν καπυρὸν στόμα, τὸ στόμα, τὸ ὄργανον τῶν Μουσῶν, Θεόκρ. 7. 37, πρβλ. Μόσχ. 3. 73· Πιερίδων τὸ σοφὸν στ., ἐπὶ τοῦ Ὁμήρου, Ἀνθ. Π. 7. 4, πρβλ. 7. 6., 7. 75., 9. 184· - ἀκολούθως ἐνίοτε ἐπὶ τῆς σημασίας λαλιά, ὁμιλία, λόγοι, Σοφ. Ο. Τ. 426, 706, Ο. Κ. 132, κτλ.· εἰς τόδ’ ἐξελθόντος ἀνόσιον στ. αὐτόθι 981· κἂν φέρῃ καλὸν στ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 669· τὸ σὸν .. στ. ἐλεινὸν ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 671· διδόναι στ. καὶ σοφίαν Εὐαγγ. κ. Λουκ. κα΄, 15· ἐν τῷ πληθ. ἐπὶ ἑνὸς προσώπου ὁμιλοῦντος, Σοφ. Ο. Τ. 1219· - ἰδιαίτεραι φράσεις: οἴγειν στ. Αἰσχύλ. Πρ. 611· λύειν, δαίρειν στόμα Εὐρ. Ἱππ. 1060, Ἰσοκρ. 252C, Δημ. 375. 15· κοιμᾶν στόμα, δηλ. τηρεῖν σιγήν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1247. 293· ἴσχε δακὼν στ. σὸν Σοφ. Τρ. 977· ὀδόντι πρῖε τὸ στ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 777· οὕτω, στόμα κλείειν, ἐπέχειν Εὐρ. Φοίν. 865, Ἑκ. 1283· σῖγ’ ἔχειν στ. ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 660· εὖ ἔχειν = εὐφημεῖν, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 117· δάκνειν στ., τηρῶ ἐξ ἀνάγκης σιωπὴν (πρβλ. ὀδάξ), Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 293· - ἴδε ἐν λ. θηλύνω· συγκλείσας Ἀριστοφ. Θεσμ. 40. 3) μετὰ προθ., α) ἀνὰ στόμα ἔχειν, ἔχω συνεχῶς εἰς τὸ στόμα μου εἴτε πρὸς καλὸν εἴτε πρὸς κακόν, Εὐρ. Ἠλ. 80· ἀνὰ στ. καὶ διὰ γλώσσης ἔχειν ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 95. β) ἀπὸ στόματος εἰπεῖν, ὡς τὸ ἀπὸ γλώσσης, ἀπὸ τὸ στόμα, δηλ. ἐκ μνήμης (πρβλ. ἀπὸ χειρός), Πλάτ. Θεαίτ. 142D, Ξεν. Ἀπομν. 3. 6, 9, Φιλήμ. ἐν «Νεμ.» 1, κτλ. γ) διὰ στόμα λέγειν Αἰσχύλ. Θήβ. 579, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 103· (οὕτω, κατὰ τὸ στ. ᾄδειν Ἀριστοφ. Νεφ. 158)· διὰ στόμα ἔχειν ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 855· οἶκτος ᾖν διὰ στόμα, ἦτο εἰς τὸ στόμα ἑκάστου, Αἰσχύλ. Θήβ. 51· πᾶσι διὰ στόματος, εἶναι ἡ κοινὴ ὁμιλία, Θεόκρ. 12. 21, πρβλ. Θέογν. 18. δ) ἐν στόμασιν ἢ στόματι ἔχειν Ἡρόδ. 3. 157, 6. 136· πολλῶν κεῖσθαι ἐν στόμασιν Θέογν. 240· ἐν τῷ στ. λέγειν Ἀριστοφ. Ἀχ. 198. ε) ἐξ ἑνὸς στ., μιᾷ φωνῇ, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 670, Πλάτ. Πολ. 364Α· οὕτως, ὡς ἀφ’ ἑνὸς στόματος Ἀνθ. Π. 11. 159. ζ) ἐπὶ στόμα, κατὰ πρόσωπον, «κατάμουτρα», ἐξεκυλίσθη πρηνὴς .. ἐπὶ στ. Ἰλ. Ζ. 43, Π. 410· ἐπὶ στ. πίπτειν Πλουτ. Ἀρτοξ. 29, κτλ.· - ὡσαύτως, ὅ τι ἦλθεν ἐπὶ στ., ὅ,τι ἦλθεν ὑπεράνω πάντων, Λατ. quicquid in buccam venerit, Πλάτ. Πολ. 563C, Schäf. εἰς Διον. Ἁλ. π. Συνθ. σ. 13· περὶ τοῦ υς ἐπὶ στ., ἴδε βοῦς IV. η) κατὰ στόμα, πρόσωπον πρὸς πρόσωπον, Λατιν. adversa fronte, Ἡρόδ. 8. 11, Εὐρ. Ἡρακλ. 801, Ρῆσ. 409, πρβλ. Ξεν. Ἀνάβ. 5. 2, 26· κατὰ στ. τινός, συγκρουόμενος πρός τινα, Πλάτ. Νόμ. 855D· ἴδε ἀνωτέρ. ΙΙ. στ. ποταμοῦ, τὸ στόμιον, αἱ ἐκβολαὶ ποταμοῦ, Λατ. ostia, Ἰλ. Μ. 24, Ὀδ. Ε. 441, Αἰσχύλ. Πρ. 847, κτλ.· οὕτως, ἠιόνος στ. μακρόν, τὸ ἐκτεταμένον στόμιον τῆς παραλίας, Ἰλ. Ξ. 36, πρβλ. Ὀδ. Κ. 90, Ἡρόδ. 2. 17· στ. τοῦ Πόντου, Λατιν. fauces Ponti, ὁ αὐτ. 4. 86, πρβλ. Θουκ. 4. 49, 102· τὸ στ. τῆς ἐσβολῆς Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1107· - ἀλλ’ ὡσαύτως, χάσμαῥῆγμα ἐν τῇ γῇ ἢ ἐν βράχῳ, ἐξ οὗ ἐκρέει ὕδωρ, ῥυάκιον, Ἡρόδ. 1. 202· τὸ ἄνω, τὸ κάτω στ. τοῦ ρύγματος. τὸ πλάτος τῆς τάφρου εἰς τὸ ἄνω μέρος, εἰς τὸν πυθμένα (πρβλ. gape, gap), ὁ αὐτ. 7. 23, 37. 2) ἄνοιγμα, ἔξοδοςεἴσοδος, ἀργαλέον στ. λαύρης Ὀδ. Χ. 137· στ. τῆς ἀγυιᾶς Ξεν. Κύρ. 2, 4, 4· στ. φρέατος ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 4. 5, 25· καδίσκου Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 231, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 251· χθόνιον Ἅιδα στ. Πινδ. Π. 4. 44· διεξόδων Πλάτ. Φαῖδρ. 251D· ἑπτάπυλον στ., αἱ ἑπτὰ πύλαι τῶν Θηβῶν, Σοφ. Ἀντ. 119· - ἰατρικ., στ. τῶν μητρέων, τῶν ὑστερέων Ἱππ. 604. 24., 1254 ἐν τέλ., κ. ἀλλ., τῆς κοιλίας Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 11, 5· γαστρὸς Νικ. Ἀλεξιφ. 20. ΙΙΙ. τὸ πρόσθιον μέρος, ἡ ὄψις, τὸ πρόσωπον, μέτωπον: 1) ἐπὶ ὅπλων, τὸ ἄκρον, ἡ αἰχμή, κατὰ στόμα εἰμένα χαλκῷ Ἰλ. Ο. 389· ἡ ἀκμὴ ξίφους, Λατ. acies, τὸ στ. τῆς αἰχμῆς Φιλόστρ. 732, Εὐαγγ. κ. Λουκ. κα΄, 24, κτλ.· (ἀλλὰ ἡμαρτημένως λαμβάνεται οὕτω παρὰ Σοφ. ἐν Αἴ. 651)· - ὡσαύτως ὡς τὸ Λατ. acies, αἱ κατὰ μέτωπον τάξεις τῆς μάχης, τὸ μέτωπον, οἱ ἀπὸ στόματος (ἀντίθετον τῷ ἀπὸ τῆς οὐρᾶς) Ξεν. Ἀν. 3. 4, 42 καὶ 43, πρβλ. Ἑλλ. 4. 3, 4· τὸ στ. τοῦ πλαισίου ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 3. 4, 43, πρβλ. 5. 4, 22, Πολύβ. 10. 12, 7· (οὕτως ἴσως δέον νὰ ἑρμηνευθῇ τὸ στ. πολέμοιο, ὑσμίνης, ἴδε ἀνωτ. Ι. 1). 2) καθόλου, ἄκρον στ. πύργων, ἡ ἄκρα, τὸ χεῖλος ἢ ἡ κορυφὴ τῶν πύργων, Εὐρ. Φοίν. 1166· στ. πέπλου Παύλ. Σιλ. Ἄμβων 257· στ. σιδηροῦν κριοῦ Ἀρχ. Μαθ. 6C· - παρὰ Ξεν. ἐν Ἀγησ. 11, 15, πρὸς τῷ στόματι τοῦ βίου, εἰς τὸ χεῖλος ἢ ἀκρότατον σημεῖον τῆς ζωῆς. (Πρβλ. Ζενδ. ←taman (os). Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης γίνονται τὰ στόμαχος, στόμιον, στωμύλος, κτλ.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: mouth, muzzle, front, peak, edge (Il.).
Other forms: Aeol. στύμα (Theoc.), -ατος.
Dialectal forms: Myc. Tomako, Tumako /στόμαργος/ (Mühlestein Studi Micenei 2 (1967), 43ff. w. lit.; Killen, Minos 27-8, 1992-1993 [95],101-7
Compounds: Many compp., almost all from the shorter stem (cf. below), e.g. στόμ-αργος chattering, high-sounding (trag.), to ἀργός (Willis AmJPh 63, 87 ff.: shining > bright > loud?), if not after γλώσσ-αργος, which could stand for γλώσσ-αλγος (s. on γλῶσσα w. lit.); Blanc RPh. 65, 1991, 59-66 analyses the word as στόμα + μάργος furious, also BAGB 1996/1, 8-9; cf. also Πόδ-αργος (s. πούς); on στομα-κάκη s. κακός; εὔ-στομος with a beautiful mouth, speaking nicely, also = silent (Hdt., X. etc.); beside it, quite rarely, στοματ-ουργός working with ones mouth, grandiloquent (Ar.). κακο-στόματος (AP) for κακό-στομος (E. a.o.).
Derivatives: 1. στόμ-ιον n. mouth, opening, denture, bit, bridle (IA.), rarely mouth (Nic.), with -ίς f. halter (Poll.); ἐπι-στομ-ίζω to put in a bit (Att.), also to shut up ones mouth (late). 2. στόμ-ις m. hard-mouthed horse (A. Fr. 442 = 649 M.; cf. Schwyzer 462 n. 3), also -ίας id. (Afric., Suid.). 3. -ώδης speaking nicely (S.), savoury (Sor.). 4. -ίζομαι to take in the mouth (Aq.), w. prefix, e.g. ἀπο-στομίζω to remove the edge (Philostr.). 5. -όω (ἀνα- στόμα a.o.) to stop the mouth, to provide with an opening, edge, to harden (IA.) with -ωμα n. mouth (A.), hardening, which is hardened, steel (Cratin., Arist., hell. a. late), -ωμάτιον (Gloss.), -ωσις f. hardening (S., hell a. late), -ωτής = indurator (gloss.). -- Besides στομάτ-ιον n. dimin. (Sor.), -ικός belonging to the mouth (medic. a.o.), ἀπο-στοματ-ίζω to repeat, to interrogate etc. (Pl., Arist. etc.). -- On στόμαχος, στωμύλος s. vv.
Origin: IE [Indo-European] [1035] *steh₃men- mouth
Etymology: The etymol. unclear στόμα has secondarily joined the verbal nouns in -μα (Schwyzer 524 w. n. 5), with which the strong predilection for the short form στομ- in compp. and derivv. may be connected (cf. Georgacas Glotta 36, 163). But the n-stem is old and is found not only in Av. staman- m. mouth (of a dog) but also in Celtic, e.g. Welsh safn jaw-bone. So we must reconstruct *steh₃m-, which was in Greek replaced by the zero grade (*sth₃m-); on the short a of Avestan see Lubotsky Kratylos 42(1997) 56f. -- Far remain however the Germ. words for voice, Goth. stibna, OHG stimna, stimma etc. and the Hitt. word for ear, ištam-ana-, -ina-, prob. denominativ from ištamašzi hear (Frisk GHÅ 57, 19ff. = Kl. Schr. 79ff. w. lit.; diff. Kronasser Etymologie II 399).

Middle Liddell

στόμα, δοριξ στύμα, ατος, τό,
I. the mouth, Lat. os, Hom., etc.
2. the mouth as the organ of speech, δέκα μὲν γλῶσσαι, δέκα δὲ στόματ' Il.; στ. τὸ δῖον the mouth of Jove, Aesch.; Μοισᾶν στόμα their mouthpiece, Theocr.;—with Preps., ἀνὰ στόμα ἔχειν to have always in one's mouth, Eur.: ἀπὸ στόματος by word of mouth, Xen., etc.: διὰ στόμα was in every one's mouth, Aesch.; πᾶσι διὰ στόματος 'tis the common talk, Theocr.: ἐξ ἑνὸς στ. with one voice, Ar.; κατὰ στόμα face to face, Hdt., Attic
II. στ. ποταμοῦ the mouth of a river, Lat. ostia, Hom., etc.; so, ἠιόνος στ. μακρόν the wide mouth of the bay, Il.; στ. τοῦ Πόντου, Lat. fauces Ponti, Hdt.:—also, a chasm or cleft in the earth with a stream gushing out, Hdt.; τὸ ἄνω, τὸ κάτω στόμα τοῦ ὀρύγματος the opening or width of the trench at top, at bottom, Hdt.
2. any outlet or entrance, Od., Xen.
III. the foremost part, face, front:
1. of weapons, the point, Il.; the edge of a sword, NTest.:—also like Lat. acies, the front, στόμα πολέμοιο, ὑσμίνης Il.; so alone, Xen.
2. generally, ἄκρον στ. πύργων the top of the towers, Eur.; τὸ στόμα τοῦ βίου the verge of life, Xen.

Frisk Etymology German

στόμα: {stóma}
Forms: äol. στύμα (Theok.), -ατος
Grammar: n.
Meaning: Mund, Maul, Mündung, Front, Spitze, Schneide (seit Il.).
Composita: Viele Kompp., fast alle vom kürzeren Stamm (vgl. unten), z.B. στόμαργος geschwätzig, hochtrabend (Trag.), zu ἀργός (Willis AmJPh 63, 87 ff.: glänzend > hell > laut?), wenn nicht nach γλώσσαργος, das für γλώσσαλγος stehen kann (s. zu γλῶσσα m. Lit.); vgl. noch Πόδαργος (s. πούς); myk. Tomako, Tumako? (Mühlestein Studi Miccnei 2 (1967), 43ff. m. Lit.); zu στομακάκη s. κακός; εὔστομος mit schönem Mund, schön redend, auch = schweigend (Hdt., X. usw.); daneben, ganz vereinzelt, στοματουργός mit dem Mund arbeitend, großsprecherisch (Ar.). κακοστόματος (AP) für κακόστομος (E. u.a.).
Derivative: Davon 1. στόμιον n. ‘Mündung, Öffnung, Gebiß (stange), Zügel' (ion. att.), selten Mund (Nik.), mit -ίς f. Halfter (Poll.); ἐπιστομίζω ein Gebiß anlegen (att.), auch den Mund verschließen (sp.). 2. στόμις m. hartmäuliges Pferd (A. Fr. 442 = 649 M.; vgl. Schwyzer 462 A. 3), auch -ίας ib. (Afric., Suid.). 3. -ώδης schön redend (S.), wohlschmeckend (Sor.). 4. -ίζομαι in den Mund nahmen (Aq.), m. Präfix, z.B. ἀποστομίζω die Schneide entfernen (Philostr.). 5. -όω (ἀνα- ~ u.a.) den Mund verstopfen, mit Öffnung, Schneide versehen, härten (ion. att.) mit -ωμα n. Mündung (A.), Härtung, das Gehärtete, Stahl (Kratin., Arist., hell. u. sp.), -ωμάτιον (Gloss.), -ωσις f. Härtung (S., hell u. sp.), -ωτής = indurator (Gloss.). — Daneben στομάτιον n. Demin. (Sor.), -ικός zum Munde gehörig (Mediz. u.a.), ἀποστοματίζω hersagen, ausfragen (Pl., Arist. usw.). — Zu στόμαχος, στωμύλος s. bes.
Etymology: Das etymologisch undurchsichtige στόμα hat sich offenbar sekundär an die Verbalnomina auf -μα angeschlossen (Schwyzer 524 m. A. 5), womit die ausgesprochene Vorliebe für die kurze Form στομ- in Kompp. und Ableitungen zusammenzuhängen scheint (vgl. Georgacas Glotta 36, 163). Aber der n-Stamm ist an sich alt und findet sich nicht nur in aw. staman- m. ‘Maul (des Hundes)’ sondern auch im Keltischen, z.B. kymr. safn Kinnlade. — Fern bleiben dagegen das germ. Wort für Stimme, got. stibna, ahd. stimna, stimma usw., ebensowie das heth. Wort für Ohr, ištam-ana-, -ina-, wohl Denominativ von ištamašzi hören (Frisk GHÅ 57, 19ff. = Kl. Schr. 79ff. m. Lit.; anders Kronasser Etymologie II 399).
Page 2,800-801

Chinese

原文音譯:stÒma 士拖馬
詞類次數:名詞(78)
原文字根:口 相當於: (פֶּה‎)
字義溯源:口*,口才,出口,口中,口裏,嘴,鋒刃;或源自(τομός)=更加鋒利),而 (τομός)出自(τελωνεῖον / τελώνιον)X=切*)。如果是提及神的口,總是指神的話。神將嗎哪賜給人喫,乃是要人知道,人活著,不是單靠食物,乃是靠耶和華口裏所出的一切話( 申8:3)。主耶穌對付魔鬼的試探,也引用這經文回答牠(太4:4)
同源字:1) (δίστομος)兩刃的 2) (ἐπιστομίζω)將口堵住 3) (στόμα)口 4) (στόμαχος)胃
出現次數:總共(78);太(11);路(9);約(1);徒(12);羅(6);林後(2);弗(2);西(1);帖後(1);提後(1);來(2);雅(2);彼前(1);約貳(2);約叄(2);猶(1);啓(22)
譯字彙編
1) 口(61) 太5:2; 太12:34; 太13:35; 太15:11; 太15:11; 太15:17; 太15:18; 太17:27; 太18:16; 太21:16; 路1:64; 路1:70; 路4:22; 路6:45; 路19:22; 路21:24; 路22:71; 約19:29; 徒1:16; 徒3:18; 徒3:21; 徒4:25; 徒8:32; 徒8:35; 徒10:34; 徒11:8; 徒15:7; 徒18:14; 羅3:14; 羅3:19; 羅10:8; 羅10:9; 羅10:10; 羅15:6; 林後6:11; 弗4:29; 弗6:19; 西3:8; 來11:33; 雅3:10; 彼前2:22; 約貳1:12; 約貳1:12; 約叄1:14; 約叄1:14; 猶1:16; 啓1:16; 啓9:19; 啓10:9; 啓10:10; 啓12:16; 啓13:2; 啓13:2; 啓13:5; 啓13:6; 啓14:5; 啓16:13; 啓16:13; 啓16:13; 啓19:15; 啓19:21;
2) 口中(10) 路11:54; 徒22:14; 帖後2:8; 啓2:16; 啓3:16; 啓9:17; 啓9:18; 啓11:5; 啓12:15; 啓12:16;
3) 嘴(2) 徒23:2; 雅3:3;
4) 口裏(2) 太4:4; 提後4:17;
5) 鋒刃(1) 來11:34;
6) 口才(1) 路21:15;
7) 口中的(1) 林後13:1

English (Woodhouse)

entrance, mouth, front of an army

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

καί δωρ. στύμα Πρωτότυπη λέξη. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: στόμαργος (=φλύαρος), στοματικός, στομαυλῶ (=μιμοῦμαι αὐλό μέ τά χείλια), στόμαχος, στομαχικός, στόμιον, στομόω -ῶ (=φιμώνω), ἀναστομῶ (=ἀνοίγω), στόμωμα (=σκλήρυνση τοῦ σιδήρου), στόμωσις, στομωτής, στομωτός (=κοφτερός), στωμύλος (=φλύαρος, εὔγλωττος), στωμυλία, στωμύλλω, στόμφος, στομφάζω.

Léxico de magia

τό boca de un dios ἐγώ εἰμι, οὗ τὸ στόμα καίεται δι' ὅλου yo soy aquel cuya boca arde a través del todo P V 154 P VII 235 P VII 245 P VIII 93 SM 90 fr.D.7 de Selene ἐλθέ μοι, ... τριπρόσωπε Σελήνη ... ἡ ταύρων μύκημα κατὰ στομάτων ἀνιεῖσα ven a mí, Selene de tres rostros, que por tus bocas emites un mugido de toros P IV 2803 de Apolo μαντοσύνην ἀπ' ἀμβροσίου στομάτοιο ἔννεπε τῷ ἱκέτῃ transmite a tu suplicante el oráculo que procede de tu divina boca P II 87 de animales: de perro ἐνθήσεις δὲ εἰς τὸ στόμα τοῦ κυνὸς ἀπὸ ἀνθρώπου κεφαλῆς βιαίου ὀστέον mete en la boca del perro un hueso de la cabeza de uno muerto violentamente P IV 1885 βαλὼν ἔσωθεν (τοῦ δέρματος) οὐσίαν μετὰ κατανάγκης θὲς εἰς <σ>τόμα κυνὸς νεκροῦ echa dentro de la piel entidad mágica con arveja y ponlo en la boca de un perro muerto P XXXVI 370 de gato ἔνθες (τὸ πιττάκιον) εἰς τὸ στόμα τοῦ αἰλούρου mete la tablilla en la boca del gato P XII 109 de rana λαβὼν βάτραχον ζῶντα βάλε εἰς τὸ στόμα αὐτοῦ τοὺς ὀρόβους ... καὶ ἀπόλυσον τὸν βάτραχον ζῶντα toma una rana viva, echa en su boca las arvejas y déjala ir con vida P XXXVI 326

Translations

mouth

Abenaki: mdon; Abkhaz: аҿырҟьара, аҿы; Acehnese: babah; Adyghe: жэ; Afar: af; Afrikaans: mond; Ahom: 𑜆𑜀𑜫; Ainu: チャル, チャロ, パロ; Akan: ano; Akkadian: 𒅗; Aklanon: ba-ba'; Alabama: ichokhalbi; Alawa: ŋaːndal; Albanian: gojë; Alviri-Vidari: دان; Amharic: አፍ, አንደበት; Amis: ngoyos; Apache Western Apache: bizéʼ; Arabic: فَم; Chadian Arabic: خشم, قدّوم; Egyptian Arabic: بق; Gulf Arabic: حلج, بوز; Hijazi Arabic: فم; Iraqi Arabic: حلگ; Moroccan Arabic: فم, فا; North Levantine Arabic: تم; South Levantine Arabic: تم; Sudanese Arabic: خشم; Yemeni Arabic: لقف, فم; Aragonese: boca; Aramaic: ܦܘܡܐ; Armenian: բերան, երախ; Aromanian: gurã; Assamese: মুখ; Assyrian Neo-Aramaic: ܦܘܼܡܵܐ; Asturian: boca; Atayal: nqwaq; Atong: khuʼchuk; Aukan: mofu; Avar: кӏал; Avestan: 𐬂𐬢𐬵𐬁𐬥𐬋, 𐬁𐬵, 𐬂𐬢𐬵; Aymara: laka; Äynu: car; Azerbaijani: ağız; Balanta-Ganja: muntung; Baluchi: دپ, دف; Bambara: da; Bashkir: ауыҙ; Basque: aho; Bats: ბაქ; Bau Bidayuh: boba; Belarusian: рот, вусны; Bengali: মুখ; Bhojpuri: मुँह; Bikol Central: ngimot; Bislama: maot; Borôro: ogwa; Bouyei: bas; Breton: genoù; Bribri: krö; Brunei Malay: mulut; Budukh: сив; Buginese: baba; Bulgarian: уста; Bunun: ngulus; Burmese: ပါးစပ်; Buryat: аман; Carpathian Rusyn: рот, писок, уста; Catalan: boca; Cebuano: baba; Central Atlas Tamazight: ⵉⵎⵉ; Central Melanau: bebak; Cham Eastern Cham: ꨚꨝꩍ; Chamicuro: awana; Chechen: батт; Chepang: काम्, मोङ्; Cherokee: ᎠᎰᎵ; Cheyenne: -ahtsená; Chichewa: kamwa; Chickasaw: iti; Chinese Cantonese: , ; Dungan: зуй, ку; Eastern Min: 喙; Hakka: 口, 嘴; Hokkien: 喙, 口; Jin: 嘴; Mandarin: , , 嘴巴; Wu: 嘴; Chukchi: йыкыргын; Chuvash: ҫӑвар; Coptic: ⲣⲟ, ⲣⲱⲟⲩ; Cornish: ganow; Corsican: bocca, bucca, bucchi; Cree Plains Cree: mitōn; Woods Cree: ᒥᑑᐣ; Crimean Tatar: ağız; Czech: ústa, pusa, tlama; Dakota: i; Dalmatian: buca; Danish: mund, kæft; Dhivehi: އަނގަ; Dinka: thok; Dongxiang: aman; Dutch: mond, bek, muil; Dzongkha: ཁ; Eastern Khanty: ԓуԓ; Eastern Mari: умша; Elfdalian: munn; Emilian: bóca, bòca, båcca; Erzya: курго; Esperanto: buŝo; Estonian: suu; Even: амӈа; Evenki: амӈа; Ewe: nu; Extremaduran: boca; Farefare: nõorɛ; Faroese: muður, munnur; Fiji Hindi: muh; Fijian: gusu; Finnish: suu; Franco-Provençal: botse, botcha, boche; French: bouche, gueule; Gallo: góll, goule; Friulian: bocje, bočhe; Gagauz: aaz; Galician: boca, buso; Gamilaraay: ngaay, ngay; Georgian: პირი; German: Mund, Maul, Gosche, Gosch, Gusche; Alemannic German: Muul, Schnure, Gosche; Bavarian: Babbn, Letschn, May, Goschn; Central Franconian: Mond, Muhl, Möngksche, Schnüß; East Central German: Gusche; Rhine Franconian: Gosche; Gorontalo: tunggilo; Gothic: 𐌼𐌿𐌽𐌸𐍃; Greek: στόμα; Ancient Greek: στόμα, στύμα, μάσταξ, χάνος; Griko: lemò; Greenlandic: qaneq; Guaraní: juru; Gujarati: મુખ, મોં; Haitian Creole: bouch; Hausa: baki; Hawaiian: waha; Hebrew: פֶּה; Higaonon: baba; Hiligaynon: baba; Hindi: मुँह, मुख; Hittite: 𒀀𒄿𒅖; Hlai: boms; Hopi: moʼa; Hungarian: száj; Icelandic: munnur, kjaftur; Ido: boko; Igbo: onu; Ilocano: ngiwat; Indonesian: mulut; Ingrian: suu; Ingush: баге; Interlingua: bucca; Inuktitut: ᖃᓂᖅ; Inupiaq: qaniq; Iranun: ngari'; Irish: béal, béala; Istro-Romanian: gúrę; Italian: bocca; Japanese: 口; Jarawa: ən-imun; Javanese: cocot, cangkem; Kabardian: жьэ; Kabuverdianu: bóka; Kaingang: jẽnky; Kalmyk: амн; Kanakanabu: ivici; Kannada: ಬಾಯ್, ಬಾಯಿ; Kanowit: jawai; Kanuri: cî; Kapampangan: asbuk; Karachay-Balkar: аууз; Karakalpak: awız; Karelian: suu; Kashubian: gãba; Kaurna: taa, naparta; Kavalan: ngibiR; Kazakh: ауыз; Ket: қө; Khakas: аас, ахсы; Khmer: មាត់; Kikuyu: kanua; Kimaragang: kabang; Klallam: cúcən; Komi-Permyak: ӧм; Komi-Zyrian: вом; Kongo: munoko; Konkani: तोंड; Korean: 입; Kumyk: авуз; Kunigami: 口; Kurdish Central Kurdish: دەم; Laki: دەم; Northern Kurdish: dev; Southern Kurdish: دەم; Kurtöp: ཁ; Kyrgyz: ооз; Ladin: bocia; Ladino Hebrew: בוקה; Roman: boka; Lak: кьацӏ; Lakota: i; Lao: ປາກ; Latgalian: mute; Latin: os; Latvian: mute; Laz: პიჯი; Lezgi: сив; Ligurian: bocca; Limburgish: móndj, mónd; Lingala: monɔkɔ; Lithuanian: burna, nasrai; Livonian: sū; Lokono: roko; Lombard: bocca, boca; Lotud: kabang; Low German Dutch Low Saxon: moond; German Low German: Mund, Muul; Lü: ᦔᦱᧅ; Luhya: kumunwa; Lushootseed: qədxʷ; Luwian: 𒀀𒀀𒀸𒊭; Luxembourgish: Mond; Macedonian: уста; Maguindanao: ngali; Makasar: baba; Malagasy: vava; Malay: mulut; Malayalam: വായ; Maltese: ħalq, fomm; Manchu: ᠠᠩᡤᠠ; Mansaka: baba; Manx: beeal, gob; Maori: māngai, waha, pūahatanga; Mapudungun: wün, wən; Maranao: ngari'; Marathi: मुख, तोंड; Marwari: मुखड़ौ, मूंडौ; Mbyá Guaraní: juru; Megleno-Romanian: gura; Mirandese: boca; Miyako: 口; Moksha: курга; Mon: ပါၚ်; Mongolian: ам; Moore: noore; Nahuatl: kamajtli, camatl; Nama: ams; Nanai: ангма; Navajo: azééʼ; Ndonga: okana; Neapolitan: vocca; Nepali: मुख; Newar: म्हुतु; Nganasan: ӈаӈ; Ngarrindjeri: tore; Nivkh: ыӈг; Nogai: авыз; Nong Zhuang: baeg; Norman: bouoche; Northern Mansi: сӯп; Northern Sotho: molomo; Northern Norwegian: munn, kjeft; Nottoway-Meherrin: eskaharant; Occitan: boca, bouco; Odia: ମୁଖ; Ojibwe: indoon; Okinawan: 口; Old Church Slavonic: лалока; Old Dutch: mund, munt; Old English: mūþ; Old French: buche; Old Frisian: mūth, mund, mond; Old High German: mund; Old Javanese: cangkem; Old Norse: muðr, munnr; Old Prussian: āustā; Old Saxon: mūth; Old Turkic: 𐰍𐰕; Oromo: afaan; Ossetian: ком, дзых; Ottoman Turkish: آغز, آغیز, دهان, دهن, فم; Paiwan: angalj; Palu'e: wêwa; Pangasinan: sangi; Papiamentu: boka; Pashto: خوله; Pennsylvania German: Maul; Persian: دهان, دهن; Phoenician: 𐤐; Picard: bouque; Piedmontese: boca; Polish: usta, paszcza, gęba; Portuguese: boca; Punjabi Gurmukhi: ਮੁਖ, ਮੂੰਹ; Shahmukhi: مکھ, مونہ; Puyuma: indan; Quechua: simi; Canka Quechua: simi; Ecuadorian Kichwa: shimi; Southern Quechua: simi; Waiwaş Quechua: şimi; Wanka Quechua: şimi; Rapa Nui: haha; Romani: muj; Romanian: gură; Cyrillic: гурэ; Romansch: bucca, buca, buocha, bocca; Rukai: nguduy; Rungus: kabbang; Russian: рот, уста, пасть; Rwanda-Rundi: umunwa; Saaroa: ngusuu; Sabah Bisaya: kabang; Saek: ป̄าก; Saho: af; Saisiyat: ngabas; Sakizaya: laway; Sami Inari: njälmi; Kildin: ня̄лльм; Northern: njálbmi; Skolt: njäʹlmm; Southern: njaelmie; Samoan: gutu; Sanskrit: आस्, मुख, च्युप; Santali: moca, ᱢᱚᱪᱟ; Sãotomense: boka; Sardinian: buca, bucca; Saterland Frisian: Muule; Scots: mooth, gab, geggie; Scottish Gaelic: beul, craos; Sekapan: banah; Serbo-Croatian Cyrillic: уста; Roman: ústa; Shan: ပၢၵ်ႇ; Sherpa: ख, ཁ; Shona: muromo; Shor: аас, ақсы; Sicilian: bucca, vucca; Sidamo: afo; Sikkimese: ཁ; Silesian: usta; Sindhi: مک, ٻُوٿُ; Sinhalese: කට; Slovak: ústa; Slovene: usta; Somali: af; Sorbian Lower Sorbian: guba; Upper Sorbian: huba; Sotho: molomo; Southern Altai: оос; Southern Kam: bags; Spanish: boca; Sranan Tongo: mofo; Sumerian: 𒅗; Sundanese: baham; Swabian: Gosch; Swahili: kinywa; Swazi: umlomo; Swedish: mun, käft; Sylheti: ꠝꠥꠈ; Tabasaran: ушв; Tagal Murut: kabang, kavang, munung; Tagalog: bibig, bunganga; Tahitian: vaha; Tai Nüa: ᥙᥣᥐᥱ; Tajik: даҳон; Talysh: qəv; Tambunan Dusun: kabang; Tamil: வாய்; Taos: łòmų́ną; Tarantino: vocche; Taroko: quwaq; Tat: duhun, dama; Tatar: авыз; Tày: pác; Telugu: నోరు; Ternate: mada; Tetum: ibun; Thai: ปาก; Tibetan: ཁ; Tigrinya: አፍ; Timugon Murut: kavang; Tiwi: irubudara; Tocharian B: koyṃ; Tok Pisin: maus; Tongan: ngutu; Tsakonian: τθούμα, τ̒ούμα; Tsou: ngayo; Tswana: molomo; Tundra Nenets: няʼ, няʼн; Tupinambá: îuru; Turkish: ağız; Turkmen: agyz; Tuscarora: -hskahręw, -ihskahręw; Tuvan: аас; Udi: жӏомох; Udihe: аӈма; Udmurt: ым; Ugaritic: 𐎔; Ukrainian: рот; Urdu: منہ, مکھ; Uyghur: ئېغىز; Uzbek: ogʻiz; Venetan: boca; Veps: suu; Vietnamese: miệng, mồm; Vilamovian: moüł; Volapük: mud, mudil; Võro: suu; Votic: suu; Walloon: boke; Waray-Waray: bàbà, hi-wa; Welsh: ceg, cegau; West Coast Bajau: bua'; West Flemish: mond; West Frisian: mûle; West Makian: mada; White Hmong: qhov ncauj; Winnebago: ii; Wiradjuri: ngany; Wolof: gémmiñ; Xhosa: umlomo; Yaeyama: 口; Yagara: dhambur; Yagnobi: рах; Yakut: айах; Yami: vivi, ngoso; Yiddish: מויל; Yonaguni: ってぃ, ってぃぶに; Yoruba: ẹnu; Yucatec Maya: chiʼ; Yup'ik: qaneq; Zazaki: fek; Zealandic: mond, muul; Zhuang: bak; Zulu: umlomo; ǃKung: tsiː