χρόνος

English (LSJ)

ὁ,
A time, Hom. (v. infr.), etc.: distinct from καιρός, D.59.35, cf. Ammon.Diff.p.79 V.; τῶν δὲ πεπραγμένων ἀποίητον οὐδ' ἂν χρόνος δύναιτο θέμεν τέλος P.O.2.17; μυρίος χρόνος Id.I.5(4).28, S.OC618; μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος Id.Aj.646; ὁ πᾶς χ. Pi.P.1.46, cf. A.Eu.484; πρόπας χρόνος ib.898; ἐς τὸ πᾶν χρόνου ib.670; but in Prose, τοῦ χρόνου τὸν πλεῖστον Th.1.30, cf. Isoc.9.41; τὸν πρῶτον τοῦ χρόνου X.Lac.1.5; τὸν δι' αἰῶνος χρόνον A.Ag.554; χρόνου πολλοῦ δέονται = take a long time, X. Smp.2.4, etc.; δότε τι τῷ χρόνῳ Antipho 5.86.
b time in the abstract, ἀμερὴς χρόνος Timo 76; τριμερής S.E.M.10.197, cf. Plu.2.153b; defined by Zeno Stoic.1.26, Apollod. ib.3.260.
2 a definite time, period, δεκέτης, τρίμηνος, S.Ph.715 (lyr.), Tr.164; χρόνος βίου, ἥβης χρόνος, E.Alc. 670, El.20; πολὺν ἀριθμὸν χρόνου γεγονότες Aeschin.1.49: pl., of points or periods of time, τοῖς χρόνοις ἀκριβῶς with chronological accuracy, Th.1.97; τοῖς χρόνοις by the dates, Isoc.11.36; μετενεγκόντα τοὺς χρόνους altering the dates, D.18.225; μακρῶν καὶ πολλῶν χρόνων Pl.Lg.798b; τεσσαράκοντα χρόνους ἐνιαυτῶν IG5(1).728.7 (Sparta), cf. 14.1747.3 (Rome); χρόνων μῆκος (dub., leg. χρόνου) Chor.35.51 p.403 F.-R.
b date, term of payment due, Leg.Gort.1.10, al.
c year, Ἑλληνικά 1.233 (Rhamnus, i B. C.), PLond.2.417.14 (iv A. D.), App.Anth.6.154.1 (leg. εἷς ἔτι), Ps.-Ptol.Centil.24, cf. EM 254.13.
d equatorial degree, Ptol.Tetr.44, Paul.Al.A.2, al., Cat.Cod.Astr.5(1).240.
3 Special phrases:
a acc., χρόνον = for a while, for a long time or for a short time, Od.4.599, 6.295, Hdt.1.175, 7.223, etc.; πολὺν χρόνον = for a long time, Od.11.161; δηρὸν χρόνον Il.14.206; οὐκ ὀλίγον χρόνον 19.157; τοῦτον τὸν χρόνον Hdt.1.75; ἐς τὸν αἰὲν χρόνον = for ever, E.Or.207 (lyr.); οὐ πολὺς χρόνος ἐξ οὗ.. Pl.R.452c; παλαιὸς ἀφ' οὗ χρόνος S.Aj.600 (lyr.); ἦν χρόνος ἐν ... or ὅτε... Linusap.D.L.Prooemia 4, Critias 25.1 D.; ἕνα χρόνον = once for all, Il.15.511.
b gen., χρόνου περιιόντος = as time came round, Hdt. 4.155; so χρόνου ἐπιγενομένου, χρόνου διεξελθόντος, χρόνου προβαίνοντος, Id.1.28, 2.52, 3.53; χρόνου γενομένου after a time, D.S.20.109; ὀλίγου χρόνου in a short time, Hdt.3.134; πολλοῦ.. οὐχ ἑόρακά πω χρόνου Ar. Pl.98; οὐ μακροῦ χρόνου, τοῦ λοιποῦ χρόνου, S.El.478 (lyr.), 817; βαιοῦ κοὐχὶ μυρίου χ. Id.OC397; ποίου χρόνου; A.Ag.278; πόσου χρόνου; = after how long? Ar.Ach.83.
c dat., χρόνῳ = in process of time, Xenoph.18, Hdt.1.80, 176, al.: freq. in Trag., as A.Ag.126,463, Ch.650 (all lyr.); also χρόνῳ κοτέ Hdt.9.62; τῷ χρόνῳ ποτέ Ar.Nu.865; χρόνῳ, χρόνοις ὕστερον, long after, Th.1.8, Lys.3.39; οὐ χρόνῳ = immediately, Ps.Democr.Alch.p.49B.: also c. Art., τῷ χ. Ar.Nu.66, 1242.
d ὁ ἄλλος χρόνος, in Att., of past time, D.20.16, ὁ λοιπὸς χρόνος, of future, v. λοιπός 3; so χρόνος ἐφέρπων, χρόνος ἐπαντέλλων, χρόνος μέλλων, Pi.O.6.97, 8.28, 10(11).7; also κατὰ χρόνον ἱκνούμενον or κατὰ χρόνον ἱκνούμενον at a later (or the fitting) time, Ant.Lib.27.4 (cf. ἱκνέομαι ΙΙΙ.2).
4 with Preps.:—ἀνὰ χρόνον = in course of time, after a time, Hdt.1.173, 2.151, 5.27, al.
b ἀφ' οὗ χρόνου = from such time as... X.Cyr.1.2.13.
c διὰ χρόνου = after a time, after an interval, S.Ph.758, Ar.Lys.904, Pl.1055, Th.2.94; διὰ χρόνου πολλοῦ Hdt.3.27; διὰ π. χ. Ar.V.1476; διὰ μακρῶν χρόνων Pl.Ti.22d: but χρόνος.. διὰ χρόνου προὔβαινέ μοι means one space of time after another, day after day, S.Ph.285.
d ἐκ πολλοῦ τευ χρόνου = a long time since, long ago, Hdt.2.58.
e ἐν χρόνῳ, like χρόνῳ, in course of time, at length, A.Eu.1000 (lyr.); for a long time, Pl.Phdr.278d; ἐν πολλῷ χρόνῳ ib.228a; ἐν χρόνοισι perhaps formerly, [Emp.]Sphaer.108 (leg. Κάρπιμος).
f ἐντὸς χρόνου = within a certain time, Hdt.8.104.
g ἐπὶ χρόνον = for a time, for a while, Il.2.299, Od.14.193, Hdt.1.116; πολλὸν ἐπὶ χρόνον Od.12.407; χρόνον ἐπὶ μακρόν Hdt.1.81; παυρίδιον ἐπὶ χρόνον or παῦρον ἐπὶ χρόνον, Hes.Op.133, 326.
h ἐς χρόνον = hereafter, Hdt.3.72, 9.89.
i μετὰ χρόνον = after a time, Id.2.52, etc.; μέχρι τοῦ αὐτοῦ χρόνου = up to the same time, Th.1.13.
k πρὸ τοῦ καθήκοντος χρόνου Aeschin.3.126; so τοῦ χρόνου πρόσθεν S.Ant.461.
l σὺν χρόνῳ, ξὺν χρόνῳ, like χρόνῳ or διὰ χρόνου, A.Ag.1378, Eu.555 (lyr.).
m ὑπὸ χρόνου = by lapse of time, Th. 1.21: but ὑπὸ αὐτὸν τὸν χρόνον = about the same time, Hdt.7.165, cf. Th.1.100 (pl.).
II lifetime, age, ὁ μακρὸς ἀνθρώπων χρόνος S.Ph. 306; χρόνῳ παλαιοί Id.OC112; χρόνῳ μείων ib.374; τοσόσδε τῷ χρόνῳ = so far gone in years, Pl.Ax.365b; χρόνῳ βραδύς S.OC875.
III season or portion of the year, περιγράψαι τοῦ ἔτους χρόνον X.Mem.1.4.12.
IV delay, οὐδ' ἐποίησαν (fort. ἐνεποίησαν) χ. οὐδένα D.19.163; χρόνον δ' αἱ νύκτες ἔχοντι linger, Theoc.21.25; χρόνους ἐμποιεῖν to interpose delays, D.23.93.
V Gramm.,
1 tense of a verb, D.H.Th.24, A.D.Adv.123.17, D.T.638.3.
2 time or quantity of a syllable, Longin.39.4, A.D.Synt.130.4, al.: βραχὺς χρόνος a short syllable, ib.309.23; of the augment, ib.237.10.
3 in Rhythmic and Music, time, διαιρεῖται ὁ χ. ὑπὸ τῶν ῥυθμιζομένων Aristox.Rhyth.p.79 W., etc.; ὁ πρῶτος [χρόνος] time-unit, ibid., Aristid. Quint.1.14, etc.; χρόνος κενός ib.18: freq. in plural, λέξις εἰς χρόνους τεθεῖσα διαφέροντας Aristox.Rhyth.p.77 W., cf. Anon.Rhythm.Oxy. 9ii6; [μέτρα] προχωρεῖ ἕως λ χρόνων Aristid.Quint.1.23.

German (Pape)

[Seite 1378] ὁ, 1) die Zeit; Hom. u. Folgde; τῶν δὲ πεπραγμένων ἀποίητον οὐδ' ἂν χρόνος δύναιτο θέμεν Pind. Ol. 2, 20; χρόνος ἐφέρπων, ἐπαντέλλων, 6, 97. 7, 28; μέλλων 11, 7, u. öfter; Tragg., Ar. u. in Prosa; χρόνου περιιόντος Her. 4, 155, u. ä. oft; auch eine gewisse, bestimmte, längere od. kürzere Zeit (näher bestimmt gew. πολύς u. ὀλίγος, auch συχνός u. βραχύς), eine Weile, Zeitdauer, μείνατ' ἐπὶ χρόνον Il. 2, 299, eine Zeit lang, auf eine Weile, vgl. Od. 14, 193; Hes. O. 755; Her. I, 116; οὐ μάλα πολλὸν ἐπὶ χρόνον Od. 12, 407, wie Her. χρόνον ἐπὶ μακρόν 1, 81; παῦρον, παυρίδιον ἐπὶ χρόνον, Hes., u. ä. auch Folgde; auch allein χρόνον, eine Weile, eine längere od. kürzere Zeit lang, wie der Zusammenhang ergiebt, Od. 4, 599. 6, 295. 9, 138, Her. 1, 175. 7, 223; οὐκ όλίγον χρόνον ἔσται φύλοπις Il. 19, 157; πολὺν χρόνον Od. 11, 161 u. Folgende; ἕνα χρόνον, in einem Augenblick, auf ein Mai, Od. 15, 511; τὸν ἀεὶ χρόνον, für alle Zeit, immerfort; θεσμὸν τὸν εἰς ἅπαντ' ἐγὼ θήσω χρόνον Aesch. Eum. 452, vgl. 542; εἰς τὸ πᾶν χρόνου 640; ἐς χρόνον, in Zukunft, hernach, Her. 3, 72. 9, 89; χρόνῳ, mit der Zeit, spät, endlich, Pind., Tragg., wie Aesch. χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν, Ag. 125; vgl. 781 Ch. 293; χρόνῳ γὰρ γνώσει Soph. O. C. 856; χρόνῳ πολλῷ φανείς, nach langer Zeit, Tr. 226; χρόνῳ βραχεῖ στραφέντες O. C. 1644, u. sonst; χρόνῳ ποτἐ, endlich einmal, Xen., Her. χρόνῳ κοτέ, 9, 62, wie Soph. Ant. 303; vgl. Pors. Eur. Med. 908; νῦν χρόνῳ, nun endlich; χρόνοις ὕστερον, geraume Zeiten (vier Jahre) später, Lys. 3, 39; χρόνοις πολλοῖς ὕστερον Plut. Thes. 6; u. so oft im plur., ὅταν ἐξήκωσιν οἱ χρόνοι Plat. Legg. 850 b; ἐξῆλθον οἱ χρόνοι Dem. 20, 144; κατὰ χρόνους ταξάμενοι ἀποδοῦναι, in bestimmten Terminen, Thuc. 1, 117; ἐν χρόνῳ, vor Zeiten, ehemals, auch χρόνῳ allein; σὺν χρόνῳ, mit der Zeit, allmälig, wie ἀνὰ χρόνον, Her. 1, 173. 2, 151; τῷ χρόνῳ, Lob. Soph. Ai. 305; διὰ χρόνου, nach einer gewissen Zeit, nach einer Weile, Ar. Lys. 904 u. öfter; auch = nach langer Zeit, Xen. Mem. 4, 4,5; spät, διὰ μακροῦ χρόνου, Aesch. Pers. 727; διὰ πολλοῦ χρόνου, Her. 3, 27; Ar. Vesp. 1476; τοῦ λοιποῦ χρόνου Ran. 586; διὰ μακρῶν χρόνων γιγνομένη Plat. Tim. 22 d; χρόνου δεῖται, es bedarf der Zeit, d. i. es erfordert lange Zeit, Xen. Conv. 2, 4; χρόνου γενομένου, als einige Zeit verflossen war, D. Sic. 20, 109, wie ἐπειδὴ χρόνος ἐγένετο Lycurg. 21; ὁ ἄλλος χρόνος ist bei den Attikern stets die vergangene, ὁ λοιπὸς χρόνος die zukünftige Zeit, vgl. Wolf Dem. Lpt. p. 234; ὁ ἱκνούμενος χρόνος, die kommende Zeit, die Zukunft, vgl. Bast ep. crit. p. 169. – 2) Lebenszeit, Lebensdauer; χρόνος ἀνθρώπων Soph. Phil. 306; χρόνῳ παλαιός O. C. 112; τοσόσδε τῷ χρόνῳ, in so hohem Lebensalter, Aesch. Dial. 3, 3. – Bei Sp. das Jahr, s. Hemsterh. Ar. Plut. p. 178. 407 Valck. diatr. p. 135. – 3) übh. Aufenthalt, Verzögerung, Zeitverlust; χρόνους ἐμποιεῖν, Zeitverlust verursachen, Dem. 36, 2; τὸν χρόνον αἰτιώμενοι Luc. bis acc. 4; χρόνον ἔχει, es macht Weitläufigkeit, Umstände.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
I. le temps, d'où
1 durée du temps : ὁ πᾶς χρόνος SOPH le temps tout entier, dans son ensemble ; ὁ ἄλλος χρόνος ATT le temps qui a précédé ; ὁ λοιπὸς χρόνος le reste du temps, le temps à venir ; ὁ μύριος χρόνος SOPH le temps infini ; ὁ πρὶν, πάρος, πρόσθεν χρόνος SOPH le temps d'auparavant, le temps passé ; ὁ τότε χρόνος SOPH le temps d'alors ; abs. χρόνος μαλάξει σε EUR le temps adoucira la douleur;
2 durée de temps déterminée : χρόνος βίου EUR le temps de la vie ; χρόνος ἥβης EUR le temps de la jeunesse;
3 époque déterminée, moment précis : κατ' ἐκεῖνον τὸν χρόνον ATT, τοῦτον τὸν χρόνον HDT en ce temps-là ; ὁ παρεληλυθὼς χρόνος ISOCR, οἱ παρελθόντες χρόνοι ISOCR le temps passé ; ὁ παρέων (χρόνος) HDT, ὁ νῦν παρών SOPH le temps présent ; ὁ μέλλων ATT l'avenir ; ὁ δι' αἰῶνος χρόνος ESCHL l'existence entière ; παλαιὸς ἀφ' οὗ χρόνος SOPH il y a longtemps que, litt. un long temps s'est écoulé depuis que ; ἀφ' οὗ χρόνου XÉN depuis le temps que, depuis que ; au gén. abs. : χρόνου περιϊόντος HDT le temps s'écoulant ; χρόνου προβαίνοντος ATT le temps avançant ; ἀνὰ χρόνον HDT dans le cours du temps, après un temps ; διὰ χρόνου, après un certain temps, après un intervalle de temps ; διὰ τὸν χρόνον DÉM à travers le temps de la vie, à travers l'âge ; διὰ πολλοῦ χρόνου HDT, διὰ μακροῦ χρόνου HDT après un long temps ; χρόνος διὰ χρόνου SOPH le temps après le temps, càd les jours après les jours ; πολλοῦ χρόνου XÉN, ἐκ πολλοῦ χρόνου HDT, ἐκ μακροῦ χρόνου SOPH depuis longtemps ; ἐκ τούτου τοῦ χρόνου XÉN, ἐξ ἐκείνου τοῦ χρόνου ISOCR depuis ce temps ; ὀλίγου χρόνου HDT en peu de temps ; βαιοῦ κοὐχὶ μυρίου χρόνου SOPH dans un temps court et non dans un temps éloigné, càd bientôt ; οὐ μακροῦ χρόνου SOPH depuis peu de temps ou dans peu de temps ; βραχεῖ χρόνῳ ὕστερον XÉN peu de temps après ; συχνῷ χρόνῳ ὕστερον XÉN longtemps après ; χρόνον, ἐπὶ χρόνον, pendant un certain temps ; χρόνον ἐπὶ μακρόν HDT, πολλὸν ἐπὶ χρόνον OD, πολὺν χρόνον IL, OD, οὐκ ὀλίγον χρόνον IL pendant longtemps ; ἐν χρόνῳ ESCHL dans le cours du temps ; ἐντὸς χρόνου HDT dans un certain temps ; εἰς χρόνον, pour le temps à venir, pour l'avenir, à la suite, après ; εἰς τὸ πᾶν χρόνου ESCHL pour toujours, pour tout le temps ; ἕνα χρόνον IL une fois pour toutes ; σὺν χρόνῳ ESCHL avec le temps, enfin ; παρὰ τὸν χρόνον, pendant le temps ; ὑπὸ του χρόνου, avec le temps, à force de temps, enfin ; χρόνῳ ποτέ ATT, χρόνῳ κοτέ HDT m. sign. ; τὸν λοιπὸν χρόνον ATT, τοῦ λοιποῦ χρόνου SOPH pour le reste du temps, désormais ; τοῦ χρόνου πρόσθεν SOPH avant le moment convenable ; qqf avec χρόνος s.-e. : τὸν ἔμπροσθεν (χρόνον) ATT au temps passé ; ἐν τῷ ὕστερον (χρόνῳ) ATT dans l'avenir ; τὸν ἀεί (χρόνον) SOPH pour toujours, éternellement ; ἐκ πλέονος THC depuis un plus long temps ; ἐν τῷ πρὸ τοῦ THC dans le temps avant ; ἐξ ἐκείνου XÉN depuis ce temps;
II. la durée de la vie, l'âge : χρόνῳ παλαιός SOPH très âgé litt. ancien par le temps ; χρόνῳ μείων SOPH moins âgé;
III. partie d'une année;
IV. temps, délai, retard : τὸν χρόνον αἰτιώμενοι LUC se plaignant du retard;
V. t. de gramm. le temps du verbe.
Étymologie: DELG étym. inconnue.

Russian (Dvoretsky)

χρόνος:
1 время: ὁ μυρίος или μακρὸς κἀναρίθμητος χ. Soph. бесконечное время; τοῦ χρόνου τὸν πλεῖστον Thuc. большую часть времени; τὸν δι᾽ αἰῶνος χρόνον Aesch. вековечно; ὁ πρὶν (πάρος, πρόσθεν или ἄλλος) χρόνος Soph. прежнее время, прошлое; ὁ λοιπὸς χρόνος Soph., Xen. последующее время, будущее; χρόνου περιϊόντος или ἐπιγιγνομένου Her. и ἐν χρόνῳ Aesch. с течением времени, спустя некоторое время; ἀνὰ и ἐς χρόνον Her. впоследствии; διὰ χρόνου Thuc. по истечении некоторого времени, Arph. в течение некоторого времени, немного, Soph. от времени до времени; διὰ πολλοῦ χρόνου Her. и διὰ μακρῶν χρόνων Plat. через большие промежутки времени, но διὰ πολλοῦ χρόνου Arph. и ἐν πολλῷ χρόνῳ Plat. в течение долгого времени; ὁ χρόνος διὰ χρόνου προὔβαινέ μοι Soph. день уходил у меня за днем, т. е. время шло; (ἐκ) πολλοῦ или μακροῦ χρόνου Her., Soph., Arph. etc. с давнего времени; (ἐπὶ) χρόνον Hom., Her., Thuc. в течение известного времени; ἐντὸς χρόνου Her. по истечении некоторого времени, т. е. в близком будущем; ἕνα χρόνον Hom. сразу же или раз навсегда; τοῦ λοιποῦ χρόνου Soph., Arph. впредь, отныне; τοῦ χρόνου πρόσθεν Soph. и πρὸ τοῦ καθήκοντος χρόνου Aeschin. преждевременно; ἀφ οὗ χρόνου Xen. с тех пор как; ποίου χρόνου; Aesch. с какого времени?; πόσου χρόνου; Arph. как долго?;
2 время, пора: τοῦ ἔτους χ. Xen. время года; χρόνος βίου Eur. продолжительность жизни, век; ἥβης χρόνος Eur. пора юности; ὁ παρεληλυθὼς χρόνος и οἱ παρελθόντες χρόνοι Isocr. илиπαρῳχημένος χρόνος Sext. прошлое время; ὁ ἐνεστηκὼς или ἐνεστὼς χρόνος Sext. настоящее время; ὁ μέλλων χρόνος Sext. будущее время; τρίμηνος χρόνος Soph. трехмесячный промежуток; δεκέτης χρόνος Soph. десятилетие;
3 возраст (χρόνος ἀνθρώπων Soph.): χρόνῳ παλαιός или βαρύς Soph. (очень) старый, дряхлый; χρόνῳ μείων γεγώς Soph. младший;
4 промедление, задержка (χρόνον ποιεῖν Dem.): χρόνους ἐμποιεῖν Dem. откладывать, отсрочивать; χρόνον ἔχειν Theocr. долго тянуться;
5 грам. глагольное время;
6 стих. просодическое время, количество гласного или слога.

Greek (Liddell-Scott)

χρόνος: ὁ, Ὅμηρος, κλπ.· διακρίνεται τοῦ καιρὸς, ἦν δὲ ὁ χρόνος οὖτος, ᾧ Ἀστεῖος μὲν ἦν ἄρχων Ἀθήνησιν, ὁ καιρὸς δὲ, ἐν ᾧ ἐπολεμεῖθ’ ὑμεῖς πρὸς τοὺς Λακεδαιμονίους τὸν ὕστερον πόλεμον Δημ. 1357. 2, πρβλ. Ἀμμών. 79· τῶν δὲ πεπραγμένων ἀποίητον οὐδ’ ἄν χρόνος δύναιτο θέμεν τέλος Πινδ. Ο. 2, 31· μυρίοις χρόνοις ὁ αὐτ. ἐν Ι. 4 (5). 36, Σοφ. Οἰδ. ἐν Κολ. 618· μικρὸς κἀναρίθμητος χρόνος ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 646· ὁ πᾶς χρόνος. Πινδ. Π. 1. 87· πρόπας χρ. Αὐσχύλ. Εὐμ. 898· εἰς τὸ πᾶν χρόνου αὐτόθι 670· ἀλλ’ ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, τοῦ χρόνου τὸν πλεῖστον Θουκυδ. 1. 30, πρβλ. Ἰσοκρ. 197Α· τὸν πρῶτον τοῦ χρόνου Ξεν. Λακ. 1, 5· τὸν δι’ αἰῶνος χρόνον Αἰσχύλ. Ἀγ. 554· χρόνου δεῖται, χρειάζεται καιρὸν, θὰ χρειασθῇ πολὺς καιρὸς, Ξεν. Συμπ. 2, 4, κλπ. 2) ὡρισμένον χρονικὸν διάστημα, περίοδος χρονικὴ, ἐποχὴ, δεκέτης, τρίμηνος χρόν. Σοφ. Φιλ. 715, Τρ. 164· χρ. βίου, ἥβης Εὐρ. Ἄλκ. 670, Ἡλ. 20· γεγονότες πολὺν ἀριθμὸν χρόνου Αἰσχίνης 7. 36· - ἐν τῷ πληθ., ἐπὶ χρονικῶν περιόδων, τοῖς χρόνοις ἀκριβῶς, μετὰ χρονολογικῆς ἀκριβείας, Θουκ. 1. 97 τοῖς χρόνοις, διὰ τῶν χρονολογιῶν, Ἰσοκρ. 228C· μακρῶν καὶ πολλῶν χρόνων Πλάτ. Νομ. 798Β· τεσσαράκοντα χρόνους ἐνιαυτῶν Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 475. 6, πρβλ. 286. 3. 3) εἰδικαὶ φράσεις ἢ χρήσεις α) αἰτ., χρόνον ἐπί τινα χρόνον, μακρὸν ἢ βραχὺν, Ὀδ. Δ. 599, Ζ. 295, Ἡρόδ. 1. 175., 7. 223, κλπ.: οὕτω, πολύν χρόνον, ἐπὶ πολὺν καιρὸν, Ὀδ. Λ. 161· δηρὸν χρ. Ἰλ. Ξ. 206· οὐκ ὀλίγον χρ. Τ. 157· τοῦτον τὸν χρ. Ἡρόδ. 1. 75· τὸν ἀεὶ χρ., ἀείποτε, πάντοτε, Εὐρ. Ὀρ. 207, κλπ.· οὐ πολὺς χρ. ἐξ οὗ .. Πλάτ. Πολ. 452C παλαιὸς ἀφ’ οὗ χρόνος Σοφ. Αἴ. 600 (σχεδόν ὡς Ἐπίρρ., = πάλαι)· ἦν ποτέ τοι χρόνος ἐν ᾧ ἅμα πάντ’ ἐπεφύκει Λίνος παρὰ Διογέν. Λαέρτ. προοίμ. 4, Κριτίας 9, 1· ἕνα χρ. ἀμέσως, ἐν τῷ ἅμα, ἅπαξ διὰ παντὸς, Ἰλ. Ο. 514· - ἡ αἰτ. χρόνον πολλάκις παρελείπετο ἐν ταῖς φράσεσι, τὸν ἀεὶ, τὸν ἕμπροσθεν, τὸν ὕστερον Βι·. Σοφ. Ἠλ. 1075, Schäf. Bos ElI. ps. σελ. 546. β) γεν., χρόνου περιιόντος, ἐν ᾧ ὁ χρόνος παρήρχετο, Ἡρόδ. 4. 155· οὕτω. χρ. ἐπιγιγνομένου, διεξελθόντος, προβαίνοντος, κλπ., Ἡρόδ., καὶ Ἀττ.· χρόνου γενομένου, μετά τινα χρόνον, Διόδ. 20. 109 - ὀλίγου χρόνου, ἐντὸς ὀλίγου, ταχέως, Ἡρόδ. 3. 134· πολλοῦ .. οὐχ ἐόρακά πω χρόνου Ἀριστοφ. Πλ. 98· οὕτω, οὐ μακροῦ χρ., τοῦ λοιποῦ χρ. Σοφ. Ἠλ. 478. 817· οὕτω, βαιοῦ κούχι μυρίου χρ. ὁ αὐτ. ἐν Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 397· ποίου χρόνου; Αἰσχύλ. Ἀγ. 278· πόσου χρ.; ἐπὶ πόσον χρόνον; Ἀριστοφ. Ἀχ. 83. γ) δοτ., χρόνῳ μετὰ χρόνον, μετὰ πάροδον χρόνου, ἐπὶ τέλους, ὡς τὸ διὰ χρόνου, Ἡρόδ. 1. 80, 176, κ. ἀλλ., καὶ συχν. παρὰ τοῖς Τραγ., ὡς Αἰσχύλ. Ἀγ. 126, 463, Χο. 651· ὡσαύτως, χρόνῳ ποτὲ Ἡρόδ. 9. 62, καὶ συχν. παρ’ Ἀττικ.· χρόνῳ χρόνοις ὕστερον, πολὺ μετὰ ταῦτα; ἴδε ὕστερος IV. 2· ὡσαύτως μετὰ τοῦ ἄρθρου, τῷ χρόνῳ Ἀριστοφ. Νεφ. 67, 1242· δότε τι τῷ χρόνῳ Ἀντιφῶν 139. 31. δ) χρ. τριμερής, τὸ παρελθόν, τὸ παρόν, καὶ τὸ μέλλον Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 10. 197. ε) ὁ ἄλλος χρ., παρ’ Ἀττ. ἀείποτε ἐπὶ τοῦ παρελθόντος, καὶ ὁ λοιπὸς χρ., ἐπὶ τοῦ μέλλοντος Wolf εἰς Δημ. Λεπτ. σ. 234 οὕτω, χρ. ἐφέρπων, ἐπανατέλλων, μέλλων Πινδ. Ο. 6. 163., 8. 38, 10 (11), 9· ὡσαύτως, ὁ ἱκνούμενος χρ. Bast Ep. Gr. σ. 169. 4) μετὰ προθέσεων,: - ἀνὰ χρόνον, παρερχομένου τοῦ χρόνου, μετά τινα καιρὸν, Ἡρόδ. 1. 173., 2. 151., 5. 27, κ. ἀλλ. β) ἀφ’ οὗ χρόνου, ἀφ’ ὅτου, Ξεν. Κυρ. Παιδ. 1. 2, 13. γ) διὰ χρόνου μετὰ παρέμπτωσιν χρονικοῦ τινος διαστήματος, μετά τινα διακοπὴν, μετά τι διάλειμμα, Σοφ. Φιλ. 758, Ἀριστοφάν. Λυσ. 904, Πλ. 1055, Θουκ. 2. 94· διὰ πολλοῦ χρόνου Ἡρόδοτ. 3· 27, Ἀριστοφ. Σφ. 1476· διὰ μακρῶν χρόνων Πλάτ. Τίμ. 22D· ἀλλ’: ὁ χρόνος .. διὰ χρόνου προὔβαινέ μοι, σημαίνει, ὁ χρόνος δι’ ἐμὲ προέβαινεν ἀπὸ ἡμέρας εἰς ἡμέραν, Σοφ. Φιλ. 285. δ) ἐκ πολλοῦ χρόνου, ἀπὸ πολλοῦ, Ἡρόδ. 2. 58. ε) ἐν χρόνῳ, ὡς τὸ χρόνῳ, παρερχομένου τοῦ χρόνου μὲ τὸν καιρὸν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 870, Εὐμ. 1000· ὡσαύτως ἐπὶ πολὺν χρόνον, Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 228Α, 278Ι). ζ) ἐντὸς τοῦ χρόνου, ἐντὸς χρονικοῦ τινος διαστήματος, Ἡρόδ. 8. 104. η) ἐπὶ χρόνον, ἐπί τινα χρόνον, «διὰ κἄμποσον καιρὸν» Ἰλ. Β. 299, Ὀδ. Ξ. 193, Ἡρόδ. 1. 116· πολλὸν ἐπὶ χρ. Ὀδ. Μ. 407· χρόνον ἐπὶ μακρὸν Ἡρόδ. 1. 81· παῦρον ἢ παυρίδιον ἐπὶ χρ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 132, 324. θ) ἐς χρόνον, εἰς τὸ μέλλον, Ἡρόδ. 3. 72., 9. 29, πρβλ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 484. ι) μέχρι τοῦ αὐτοῦ χρόνου Θουκ. 1. 13. κ) πρὸ τοῦ καθήκοντος χρόνου Αἰσχίν. 71. 29· οὕτω, τοῦ χρόνου πρόσθεν Σοφιστ. Ἀντιγ. 461. λ) σὺν χρόνῳ ὡς τὸ χρόνῳ ἢ διὰ χρόνου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1378, Εὐμ. 555.μ) ὑπὸ χρόνου, μετὰ παρέλευσιν χρόνου, Θουκ. 1. 21. ΙΙ. ἡ διάρκεια τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, ἡλικία, χρόνος ἀνθρώπων Σοφ. Φιλ. 306· χρόνῳ παλαιὸς ὁ αὐτ. ἐν Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 112· χρόνῳ μείων αὐτόθι 375· τοσόσδε τῷ χρόνῳ, τόσον ἡλικιωμένος, Πλάτ. Ἀξίοχ. 365Β· χρόνῳ βραδὺς Σοφ. Οἰδ. Κολ. 875. ΙΙΙ. ἐποχὴ, μέρος τοῦ ἔτους, ὡς τὸ ὥρα· περιγράφειν τι τοῦ ἕτους χρόνῳ Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 12· παρὰ μεταγενεστέροις, μάλιστα βυζαντίνοις, ὡς καὶ ἐν τῇ συνηθείᾳ σήμερον, ὡρισμένως = ἔτος, ἴδε Μέγ. Ἐτυμολ. 254. 13, Valck. Diatr. σ. 135. IV. βραδύτης, ἀπώλεια χρόνου, ἀργοπορία, οὐδ’ ἐποίησαν χρόνον οὐδένα Δημ. 392. 18· χρόνον δ’ αἱ νύκτες ἔχοντι Θεόκρ. 21. 25· χρόνους ἐμποιεῖν, παρεμβάλλειν ἀργοπορίας, Δημ. 651. 26. V. παρὰ τοῖς γραμμ., 1) ὁ χρόνος ῥήματος, Διονύσ. Ἁλ. περὶ Θουκ. 12, 24, Α. Β. 638. 2) ὁ χρόνος ἢ ἡ ποσότης συλλαβῆς, Λογγῖν. 39. 4, Ἐτυμ. Μέγ. 409. 13, κλπ.

English (Slater)

χρόνος (-ος, -ου, -ῳ, -ον.)
   1 time, cf. Fränkel, W&F, 20ff.; van Leeuwen, 73—5.
   a moment δευτέρῳ χρόνῳ (O. 1.43) ἄλλῳ χρόνῳ (O. 2.37) “χρόνῳ ὑστέρῳ” (P. 4.55) ἀλλ' ἔσται χρόνος οὗτος, ὃ καί τιν ἀελπτίᾳ βαλὼν ἔμπαλιν γνώμας τὸ μὲν δώσει, τὸ δ οὔπω (P. 12.30)
   b (period of) time εἴη σέ τε τοῦτον ὑψοῦ χρόνον πατεῖν (O. 1.115) “παρὰ τὸν ἁλικίας ἐοικότα χρόνον” (O. 4.27) ὁ δ' ἐπαντέλλων χρόνος τοῦτο πράσσων μὴ κάμοι (O. 8.28) ἕκαθεν γὰρ ἐπελθὼν ὁ μέλλων χρόνος (O. 10.7) κεῖνον κατὰ χρόνον (O. 10.102) ἐν μικρῷ χρόνῳ (O. 12.12) τὸν προσέρποντα χρόνον (P. 1.57) Μολοσσίᾳ δ' ἐμβασίλευεν ὀλίγον χρόνον (N. 7.39) ὥριον ποτὶ χρόνον (Pae. 3.14) ἐν ζαθέῳ με δέξαι χρόνῳ (at the Delphic Theoxenia) Πα. . . ]αι κείνῳ χρόνῳ Δ. 4. d. 1. ἦν διακρῖναι ἰδόντ' λτ;οὐγτ; πολλὸς ἐν καιρῷ χρόνος” fr. 168. 6.
   c time, course of time τὸν ὅλον ἀμφὶ χρόνον (O. 2.30) ἐν παντὶ χρόνῳ (O. 6.36) χρόνῳ σύμπαντι (O. 6.56) μὴ θράσσοι χρόνος ὄλβον ἐφέρπων (O. 6.97) ἐν δὲ μιᾷ μοίρᾳ χρόνου (O. 7.94) χρόνον ἅπαντα (O. 13.26) ὁ πᾶς χρόνος (P. 1.46) μὴ φθινοπωρὶς ἀνέμων χειμερία κατὰ πνοὰ δαμαλίζοι χρόνον season (P. 5.121) ἀγχομένοις δὲ χρόνος ψυχὰς ἀπέπνευσεν μελέων ἀφάτων (v. Gerber, TAPA, 1962, 30—3) (N. 1.46) αὐτὸν μὰν ἐν εἰρήνᾳ τὸν ἅπαντα χρόνο̄ν ἐν σχερῷ ἡσυχίαν λαχόντ (N. 1.69) ἑξέτης τὸ πρῶτον, ὅλον δ' ἔπειτ ἂν χρόνον (N. 3.49) εὖ οἶδ' ὅτι χρόνος ἕρπων πεπρωμέναν (sc. ἀρετάν) τελέσει (N. 4.43) ὁ δὲ λοιπὸς εὔφρων ποτὶ χρόνος ἕρποι (N. 7.68) οὐχ ὁμῶς πάντα χρόνον θάλλων ὁμιλεῖ (I. 3.6) κλέονται μυρίον χρόνον (I. 5.28) μή μοι μέγας ἕρπων κάμοι ἐξοπίσω χρόνος ἔμπεδος (Pae. 2.27) ἂν εὐχοίμαν γένει εὐτυχίαν τετάσθαι ὁμαλὸν χρόνον Παρθ. 1. 1. ἐς δὲ τὸν λοιπὸν χρόνον fr. 133. 5. esp., χρόνῳ, ἐν χρόνῳ, in course of time, cf. (P. 4.55), χρόνῳ μὲν φάνεν (O. 10.85) ἐν δ' αὖτε χρόνῳ (P. 3.96) ὁ δ' ἦρα χρόνῳ ἵκετ (P. 4.78) τάν ποτε Καλλίσταν ἀπῴκησαν χρόνῳ νᾶσον (Boeckh: ἅν ποτε codd.: ἔν ποτε Chaeris) (P. 4.258) ἐν δὲ χρόνῳ (P. 4.291) βία δὲ καὶ μεγάλαυχον ἔσφαλεν ἐν χρόνῳ (P. 8.15) θάνεν μὲν αὐτὸς ἥρως Ἀτρείδας ἵκων χρόνῳ κλυταῖς ἐν Ἀμύκλαις (P. 11.32) ἐν χρόνῳ δ' ἔγεντ Ἀπόλλων fr. 33b. (= fr. 147 Schr.) λάμπει δὲ χρόνῳ ἔργα μετ' αἰθέῤ ἀερθέντα fr. 227.
   d pro pers. Χρόνος, ὁ πάντων πατὴρ (O. 2.17) ὅ τ' ἐξελέγχων μόνος ἀλάθειαν ἐτήτυμον Χρόνος (O. 10.55) ἄνακτα τὸν πάντων ὑπερβάλλοντα Χρόνον μακάρων fr. 33. ἀνδρῶν δικαίων Χρόνος σωτὴρ ἄριστος fr. 159.
   e frag. ]ν χρόνον ὀρνύει (Pae. 4.11)

English (Strong)

of uncertain derivation; a space of time (in general, and thus properly distinguished from καιρός, which designates a fixed or special occasion; and from αἰών, which denotes a particular period) or interval; by extension, an individual opportunity; by implication, delay: + years old, season, space, (X often-)time(-s), (a) while.

English (Thayer)

χρόνου, ὁ, from Homer down, the Sept. for יום, עֵת, etc. time: ὁ χρόνος τοῦ φαινομένου ἀστέρος, the time since the star began to shine (cf. φαίνω, 2a.), ὁ χρόνος τοῦ τεκεῖν αὐτήν (Buttmann, 267 (230); cf. Winer's Grammar, § 44,4a.)); τῆς ἐπαγγελίας, τῆς παροικίας, χρονοι ἀποκαταστάσεως, οἱ χρονοι τῆς ἀγνοίας, χρόνου διαγενομένου, πόσος χρόνος ἐστιν, ὡς τοῦτο γέγονεν, ὁ παρεληλυθώς χρόνος, adds τοῦ βίου); τεσσαρακονταετής, στιγμή χρόνου, πλήρωμα τοῦ χρόνου, ποιεῖν (which see, II. d.) to spend) χρόνον, βιῶσαι τόν ἐπίλοιπον χρόνον, διδόναι χρόνον τίνι (i. e. a space of time, respite), ἵνα etc. Josephus, b. j. 4,3, 10)); plural joined with καιροί, καιρός, 2e., p. 319a); ἐπ' ἐσχάτων (L T Tr WH ἐσχάτου) τῶν χρόνων (see ἔσχατος, 1at the end), ἐπ' ἐσχάτου τοῦ (Tr WH omit τοῦ) χρόνου, L T Tr WH). with prepositions: ἄχρι, διά τόν χρόνον, on account of the length of time, Polybius 2,21, 2; Alciphron 1,26, 9); ἐκ χρόνων ἱκανῶν, for a long time, R G L Tr marginal reading (see below)); ἐν χρόνῳ, ἐν ἐσχάτῳ χρόνῳ, ἐπί χρόνον (A. V. for a while), ἐπί πλείονα χρόνον (A. V. a longer time), ἐφ' ὅσον χρόνον for so long time as, so long as, κατά τόν χρόνον, according to (the relations of) the time, μετά πολύν χρόνον, μετά τοσοῦτον χρόνον πρό χρόνων αἰωνίων (R. V. before times eternal), Winer's Grammar, § 31,9; (Buttmann, § 133,26)): (χρόνῳ ἱκανῷ, for a long time, T Tr text WH); ἱκανῷ χρόνῳ, τοσούτῳ χρόνῳ, L T Tr marginal reading WH marginal reading); πολλοῖς χρόνοις (R. V. marginal reading of a long time (A. V. oftentimes); cf. πολύς, c.), αἰωνίοις (R. V. through times eternal), χρόνον, for a while, R L T Tr WH μικρόν is added); also χρόνον τινα (A. V. a while), ὅσον χρόνον (A. V. while), χρόνους ἱκανούς, for a long time, μικρόν χρόνον, πολύν χρόνον τοσοῦτον χρόνον, R G Tr text WH text); ἱκανόν (A. V. long time), οὐκ ὀλίγον (R. V. no little time), τόν πάντα χρόνον, χρόνος in such phrases as ἀφ' οὗ, ἐν τῷ ἑξῆς (L marginal reading Tr text WH text), ἐν τῷ καθεξῆς (ἐξ ἱκανοῦ, etc., see ἀπό, I:4b., p. 58b top, ἑξῆς, καθεξῆς, ἐκ IV:1, etc. Synonym: see καιρός, at the end; cf. αἰών, at the end.)

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, πληθ. και ετερογενής τ. χρόνια, τα, Ν
1. η διάρκεια ενός φαινομένου, μιας ενέργειας ή μιας κατάστασης, υπολογιζόμενη από την έναρξή τους (α. «χρειάζεται πολύς χρόνος για να τελειώσει» β. «χρόνου πολλοῦ δέονται», Ξεν.)
2. το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ δύο γεγονότων ή μεταξύ ενός γεγονότος και της παρούσας στιγμής
3. έτος (α. «πέρασε κιόλας ένας χρόνος» β. «Ἰωάννου ἐννέα χρόνους ἐν τῇ ἐπισκοπῇ διατελέσαντος», Κύριλλ. Σκυθ.)
4. γραμμ. η ποσότητα ενός φωνήεντος ή μιας συλλαβής στην προσωδία
5. (μετρ.) η ελάχιστη μονάδα στην οποία διαιρείται ένα μέτρο (α. «βραχύς χρόνος» β. «ὁ δὲ ῥυθμὸς ὡς βούλεται ἕλκει τοὺς χρόνους
πολλάκις γοῦν καὶ τὸν βραχὺν χρόνον ποιεῖ μακρόν», Λογγίν.)
6. μουσ. μονάδα μέτρησης ενός μουσικού έργου, ο κτύπος - παλμός με τον οποίο αντιδρά ο εκτελεστής ή ο ακροατής ενός μουσικού κομματιού, χτυπώντας ρυθμικά το πόδι ή το χέρι
7. ως κύριο όν. ο Χρόνος
μυθ. ονομασία του ενός από τα τέσσερα άλογα του Ηλίου
8. φρ. «οι χρόνοι τών ρημάτων»
γραμμ. οι διάφοροι σχηματισμοί τών ρηματικών τύπων που δηλώνουν διάφορες χρονικές σχέσεις
νεοελλ.
1. όρος που αποδίδει μετρημένη ή μετρήσιμη περίοδο, ένα στερούμενο χωρικών διαστάσεων συνεχές μέσο, το οποίο αποτελεί ζήτημα φιλοσοφικού ενδιαφέροντος και αντικείμενο μαθηματικής και επιστημονικής έρευνας (α. «αστρικός χρόνος» β. «ηλιακός χρόνος» γ. «παγκόσμιος χρόνος» δ. «συγχρονισμένος διεθνής χρόνος»)
2. (φιλοσ.) πρωταρχική έννοια, κατηγορία που ορίζει μία από τις θεμελιώδεις μορφές του Είναι και ανακλά τη διάρκεια ύπαρξης τών πραγμάτων και τών φαινομένων, το ταυτόχρονο και την διαδοχή τους, μορφή που έχει αντικειμενικό και ανεπίστρεπτο χαρακτήρα και βρίσκεται σε στενή και αδιάσπαστη ενότητα με τον χώρο
3. φυσ. μία από τις δύο συνιστώσες του χωροχρόνου, που νοείται ως συνεχές μέσο του οποίου οι χρονικές και χωρικές παράμετροι, μολονότι διαφορετικές, αλληλοσυμπληρώνονται και αλληλεξαρτώνται, γεγονός που καθίσταται έκδηλο κατά τη μέτρηση τους
4. (νομ.) ιδιαίτερο νομικό γεγονός μόνο στην περίπτωση που η παρέλευσή του αποτελεί όρο ή συναπαρτίζει προϋπόθεση επέλευσης έννομου αποτελέσματος και, συγκεκριμένα, κτήσης ή απώλειας δικαιώματος
5. (οικον.) μία από τις διαστάσεις τών οικονομικών μεγεθών
6. μουσ. α) ρυθμική αγωγή στην οποία έχει γραφεί μια μουσική σύνθεση (α. «χρόνος εμβατηρίου» β. «μέτριος χρόνος»)
β) διαίρεση του μέτρου
7. γεωλ. υποδιαίρεση της γεωλογικής ηλικίας, η μικρότερη μονάδα του γεωλογικού χρόνου, που αντιπροσωπεύει το χρονικό διάστημα κατά το οποίο αποτέθηκε μια αλληλουχία πετρωμάτων
8. στον πληθ. οι χρόνοι και τα χρόνια
α) ορισμένη ιστορική περίοδος, ορισμένη εποχή («οι νεώτεροι χρόνοι»)
β) (στον τ. τα χρόνια) ηλικία («δεν δείχνει τα χρόνια του»)
9. φρ. α) «του χρόνου» — το επόμενο έτος
β) «από χρόνο σε χρόνο» ή «χρόνο με τον χρόνο» — από έτος σε έτος
γ) «από του χρόνου» — από το επόμενο έτος
δ) «επάνω στον χρόνο» — κατά την συμπλήρωση του έτους
ε) «προϊόντος του χρόνου» ή «συν τω χρόνω»
(λόγιος τ.) με την πάροδο του χρόνου
στ) «είναι εκτός τόπου και χρόνου» — λέγεται για κάποιον που έχει χάσει την επαφή του με την πραγματικότητα
ζ) «και του χρόνου»
(ως ευχή) να είσαι καλά για να γιορτάσεις και το επόμενο έτος την ίδια γιορτή
η) «χρόνια πολλά»
(ως ευχή) να ζήσεις πολλά έτη
θ) «κακό χρόνο νά 'χεις»
(ως κατάρα) να σού συμβούν πολλές ατυχίες μέσα στο έτος
ι) «να μην σέ βρει ο χρόνος»
(ως κατάρα) να πεθάνεις πριν από την συμπλήρωση του έτους
ια) «χρόνια και ζαμάνια» — βλ. ζαμάνι
ιβ) «αστρικός χρόνος»
αστρον. χρόνος που βασίζεται στην αστρική ημέρα και υπολογίζεται από την ωριαία γωνία του εαρινού ισημερινού σημείου
ιγ) «ιστορικοί χρόνοι» — βλ. ιστορικός
ιδ) «συναπτός χρόνος»
(νομ.) i) το χρονικό διάστημα κατά το ημερολόγιο όταν μετρείται χωρίς εξαίρεση τών αργιών που τυχόν μεσολαβούν
ii) «ωφέλιμος χρόνος»
(νομ.) ο χρόνος στον οποίο υπολογίζονται μόνο οι εργάσιμες ημέρες μιας περιόδου κατά τις οποίες είναι δυνατή η εκπλήρωση μιας ορισμένης υποχρέωσης
ιε) «χρόνος τών εφημερίδων»
αστρον. κλίμακα χρόνου χρησιμοποιούμενη κατά τους υπολογισμούς της μηχανικής του ηλιακού συστήματος, που παρέχεται από την κίνηση περιφοράς της Γης γύρω από τον Ήλιο και η οποία συνάγεται κατ' αρχήν από μετρήσεις του φαινόμενου ουράνιου γεωγραφικού μήκους του Ηλίου
ιστ) «χρόνος υποδιπλασιασμού»
φυσ.-χημ. το χρονικό διάστημα που απαιτείται ώστε ο αριθμός τών ατόμων ενός ραδιενεργού νουκλιδίου να μειωθεί κατά 50% λόγω ραδιενεργών διασπάσεων ή ο ρυθμός διασπάσεων του, στη μονάδα του χρόνου, να περιοριστεί κατά το ήμισυ
ιζ) «ηλιακός χρόνος»
αστρον. βλ. ηλιακός
ιη) «χρόνου φείδου» — βλ. φείδομαι
10. παροιμ. α) «πάρε τον στον γάμο σου να σού πει και του χρόνου» — βλ. γάμος
β) «όσα φέρνει η ώρα δεν τά φέρνει ο χρόνος όλος» — βλ. φέρω
γ) «τα χρόνια φέρνουν τη φρόνια» — όσο προχωρεί η ηλικία, γίνεται κανείς σοφότερος
δ) «εκατό χρονών γάιδαρος περπατησια δεν έμαθε» — δηλώνει ότι οι κακές συνήθειες δεν εξαλείφονται εύκολα
ε) «μέρας χαρά και χρόνου λύπη» — λέγεται για εκείνους που δεινοπαθούν επί μεγάλο χρονικό διάστημα για να απολαύσουν κάτι ασήμαντο
νεοελλ.-μσν.
μουσ. η καταμέτρηση του δαπανώμενου χρονικού διαστήματος κατά την απαγγελία τών μουσικών φθόγγων, η οποία εκτελείται, συνήθως, με ισόχρονες κινήσεις του χεριού
μσν.-αρχ.
φρ. «διὰ χρόνου» — μετά από λίγο διάστημα, μετά από μικρή διακοπή
αρχ.
1. η διάρκεια της ζωής, η ηλικία («δαίμονος τῷ χρόνῳ ἰσήλικος τοῖς ἀειγενέσι θεοῖς», Ξεν.)
2. εποχή του έτους
3. χρονοτριβή, αργοπορία («οὐδ' ἐποίησαν χρόνον οὐδένα», Δημοσθ.)
4. (στην γεν. ως επίρρ.) χρόνου
μέσα σε ορισμένο χρονικό διάστημα
5. (στην δοτ. με ή χωρίς αρθρ. ως επίρρ.) τῷ χρόνῳ
με την πάροδο του χρόνου, με τον καιρό
6. (στην αιτ. ως επίρρ.) χρόνον
σε ένα χρονικό διάστημα, μεγάλο ή μικρό («ἔνθα καθεγόμενος μεῖναι χρόνον», Ομ. Οδ.)
7. φρ. α) «ἀνὰ χρόνον» ή «ὑπὸ χρόνου» — μετά από ορισμένο χρόνο (Ηρόδ., Θουκ.)
β) «σὺν χρόνῳ» ή «ἐν χρόνῳ» — με τον καιρό, βαθμιαία (Αισχύλ.)
γ) «ἀφ' οὗ χρόνου» — αφότου (Ξεν.)
δ) «ἐκ πολλοῦ χρόνου» — πριν από πολύ χρόνο (Ηρόδ.)
ε) «ἐπὶ χρόνον» — για αρκετό χρόνο (Ομ. Ιλ.)
στ) «ἐς χρόνον» — μετέπειτα (Ηρόδ.)
ζ) «ἐντὸς χρόνου» — μέσα σε ορισμένο χρονικό διάστημα (Ηρόδ.)
η) «χρόνος τριμερής» — το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον (Σέξτ. Εμπ.)
θ) «τοῖς χρόνοις ἀκριβῶς» — με χρονολογική ακρίβεια (Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. χρόνος (< ĝhr-onos), με επίθημα -όνος (πρβλ. θρόνος, κλόνος), ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας ģher- «πιάνω, αρπάζω, περιβάλλω» (πρβλ. χόρτος), πιθ. μέσω μιας αρχικής σημ. «αυτός που πιάνει, που καταλαμβάνει» ή «το όριο του χρόνου που μάς περιβάλλει». Ορισμένοι μελετητές, ωστόσο, έχουν την άποψη ότι η λ. πρέπει να αναχθεί σε μια άλλη από τις πολλές ΙΕ ρίζες με κοινή μορφή gher-, οι οποίες όμως εμφανίζουν μεγάλη ποικιλία ως προς τις σημ., όπως λ.χ. «χαίρομαι, ευχαριστιέμαι» (πρβλ. χαίρω), «έντερο» (πρβλ. χορδή), «μικρός, κοντός» (πρβλ. χείρων). Η άποψη ότι η λ. θα μπορούσε να αναχθεί στην ΙΕ ρίζα ĝer-/gre- «ώριμος, σάπιος, παλιός», μέσω του αβεστ. τ. zrvan-, zrūn «χρόνος, διάρκεια», που ανάγεται συν. σε αυτήν, και να συνδεθεί και με τον τ. γέρων (βλ. λ. γέροντας), προσκρούει τόσο σε μορφολογικές όσο και σε σημασιολογικές δυσχέρειες. Ελάχιστα πιθανή, τέλος, θεωρείται και η σύνδεση της λ. με το ρ. κείρω «κόβω, τέμνω».
ΠΑΡ. χρονίζω, χρονικός, χρόνιος
αρχ.
χρονεύω, χρονίσκος, χρονώ
μσν.
χρονιαῖος
νεοελλ.
χρονιά, χρονιάζω, χρονιάρης, χρονιάτικος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) χρονογράφος, χρονολογία, χρονοτριβώ
αρχ.
χρονοκράτωρ, χρονολάβον, χρονουλκῶ
μσν.
χρονάρχης, χρονοποιητής, χρονουργός
νεοελλ.
χρονοβόρος, χρονοδιάγραμμα, χρονοδιακόπτης, χρονολόγος, χρονομέτρης, χρονόμετρο, χρονοναύλωση, χρονοντούλαπο, χρονοσκόπιο, χρονοφωτογράφος. (Β' συνθετικό) άχρονος, δίχρονος, ετερόχρονος, ισόχρονος, μονόχρονος, ολιγόχρονος, ολόχρονος, ομοιόχρονος, πεντάχρονος, πολύχρονος, σύγχρονος, υστερόχρονος
αρχ.
αυτόχρονος, έγχρονος, επίχρονος, περισσόχρονος, πρόχρονος, πρωτόχρονος, υπέρχρονος, υπόχρονος, φιλόχρονος
νεοελλ.
ασύγχρονος, εκατόχρονος, κακόχρονος, καλόχρονος, ταυτόχρονος, χιλιόχρονος].

Greek Monotonic

χρόνος: ὁ,
I. 1. χρόνος, σε Όμηρ. κ.λπ.
2. καθορισμένο διάστημα, λίγος χρόνος, περίοδος, εποχή· δεκέτης, τρίμηνος χρόνος, σε Σοφ.· χρόνος βίου ἥβης, σε Ευρ.· πληθ., περίοδοι του χρόνου, τοῖς χρόνοις ἀκριβῶς, με χρονολογική ακρίβεια, σε Θουκ.· τοῖς χρόνοις, με τις χρονολογίες, σε Ισοκρ.
3. ειδικότερες χρήσεις: α) αιτ. χρόνον, για λίγο, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· ομοίως, πολὺν χρόνον, λέγεται για μεγάλο διάστημα, στον ίδ.· τὸν ἀεὶ χρόνον, για πάντα, σε Ευρ. κ.λπ.· ἕνα χρόνον, μια φορά, μια για πάντα, σε Ομήρ. Ιλ. β) γεν., ὀλίγου χρόνου, σε μικρό διάστημα, σε Ηρόδ.· πολλοῦ χρόνου, σε Αριστοφ.· πόσου χρόνου; για πόσο καιρό; στον ίδ. γ) δοτ. χρόνῳ, στην ώρα, επιτέλους, σε Ηρόδ., Τραγ.· ομοίως, χρόνῳποτέ, σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίσης με άρθρο, τῷ χρόνῳ, σε Αριστοφ.
4. με προθέσεις, ἀνὰ χρόνον, παρερχομένου του χρόνου, μετά από καιρό, σε Ηρόδ.· ἀφ' οὗ χρόνου, αφ' ότου..., σε Ξεν.· διὰ χρόνου, έπειτα από ένα χρονικό διάστημα, σε Σοφ., Θουκ.· διὰ πολλοῦ χρόνου, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· ἐκ πολλοῦ χρόνου, εδώ και πολύ καιρό, πριν από πολύ καιρό, σε Ηρόδ.· ἐν χρόνῳ, στην ώρα, με τον καιρό, σε Αισχύλ.· ἐντὸς χρόνου, μέσα σε συγκεκριμένο χρόνο, σε Ηρόδ.· ἐπὶ χρόνον, για λίγο, σε Όμηρ.· πολλὸν ἐπὶ χρόνον, σε Ομήρ. Οδ.· ἐς χρόνον, στο εξής, στο μέλλον, σε Ηρόδ.· σὺν χρόνῳ, όπως χρόνῳ ή διὰ χρόνου, σε Αισχύλ.· ὑπὸ χρόνου, στο πέρασμα του χρόνου, σε Θουκ.
II. η διάρκεια της ανθρώπινης ζωής, ηλικία, σε Σοφ.· χρόνῳβραδύς, στον ίδ.
III. εποχή, μέρος του έτους, σε Ξεν.
IV. χρονική καθυστέρηση, απώλεια χρόνου, αργοπορία, λέγεται για χρόνο, σε Δημ.· χρόνους ἐμποιεῖν, κάνω καθυστερήσεις, στον ίδ.

Middle Liddell

χρόνος, ὁ,
I. time, Hom., etc.
2. a definite time, a while, period, season, δεκέτης, τρίμηνος χρ. Soph.; χρ. βίου, ἥβης Eur.:—pl. periods of time, τοῖς χρόνοις ἀκριβῶς with chronological accuracy, Thuc.; τοῖς χρόνοις by the dates, Isocr.
3. Special phrases:
a. acc., χρόνον for a while, Od., etc.; so, πολὺν χρόνον for a long time, Od.; τὸν ἀεὶ χρ. for ever, Eur., etc.; ἕνα χρ. at once, once for all, Il.
b. gen., ὀλίγου χρόνου in a short time, Hdt.; πολλοῦ χρόνου Ar.; πόσου ρ.; for how long? Ar.
c. dat., χρόνῳ in time, at last, Hdt., Trag.; so, χρόνῳ ποτέ Hdt., etc.; also with the Art., τῷ χρόνῳ Ar.
4. with Prepositions:— ἀνὰ χρόνον in course of time, after a time, Hdt.:— ἀφ' οὗ χρόνου from such time as . ., Xen.:— διὰ χρόνου after an interval of time, Soph., Thuc.; διὰ πολλοῦ χρόνου Hdt., Ar.:— ἐκ πολλοῦ χρόνου a long time since, long ago, Hdt.:— ἐν χρόνῳ in time, at length, Aesch.:— ἐντὸς χρόνου within a certain time, Hdt.:— ἐπὶ χρόνον for a while, Hom.; πολλὸν ἐπὶ χρ. Od.:— ἐς χρόνον hereafter, Hdt.:— σὺν χρόνῳ, like χρόνῳ or διὰ χρόνου, Aesch.:— ὑπὸ χρόνου by lapse of time, Thuc.
II. lifetime, an age, Soph.; χρόνῳ βραδύς Soph.
III. a season, portion of the year, Xen.
IV. delay, loss, of time, Dem.; χρόνους ἐμποιεῖν to interpose delays, Dem.

Frisk Etymology German

χρόνος: {khrónos}
Grammar: m.
Meaning: ‘(bestimmte) Zeitdauer, Zeitverlauf, Zeit, Lebenszeit, Zeitgrenze’ (seit Il.), pl. χρόνοι auch Jahre (= lat. tempora, seit III-IVp; Schwyzer 124f. m. Lit.).
Composita: Als Vorderglied, z.B. χρονογράφος m. Berichter der Zeitverhältnisse, Chronist (Str. u.a.) mit -γραφία f. Chronik, Jahrbuch (Plb. u.a.). Oft als Hinterglied, z.B. σύγχρονος gleichzeitig mit -χρονέω, -ίζω, -ισμός (hell. u.sp.); auch m. Suffix, z.B. πολυχρόνιος lange Zeit umfassend, lange während, dauerhaft (seit h. Merc.) mit -ία, -ιότης, -ίζω (Arist., hell. u. sp.).
Derivative: Davon 1. χρονίσκος m. kleine Zeitspanne (LXX). 2. -ιος langwierig, spät (seit ρ 112) mit -ιότης f. lange Zeitdauer (Thphr.), -ιόομαι langwierig, chronisch werden (Hp.). 3. -ικός die Zeit betreffend (D. H., D. S., Plu. usw.). 4. -ίζω (ἐν-) ‘die Zeit (darin) zubringen, verweilen, sich verspäten, (ver)zögern’ (ion. att.) mit (ἐγ-) ~ -ισμός m. (hell. u. sp.). 5. -ῶσαι zeitlich machen (Plot.).
Etymology: Die Reimwörter κλόνος und θρόνος laden auch für χρόνος zu einer entsprechenden Zerlegung in χρόνος ein, was schon längst (s. Curtius 200) den Gedanken an einen Anschluß an das in χόρτος u.a. vermutete Verb für greifen, bringen geleitet hat. Die daraus für χρόνος sich ergebende Grundbed. "umfassende Zeitgrenze" (Curtius), "Ergreifer" (Porzig Satzinhalte 346) oder sogar "die alles packende und in ihre Bande schlagende (Zeit)" (Hofmann Et. Wb.) ist jedoch wenig anschaulich. Wer will, mag auch χρόνος bei einer der übrigen zahlreichen Wurzeln gher- (WP. 1, 600—606, Pok. 439—443) unterzubringen versuchen. Nach v. Windekens Le Pél. 142, KZ 72, 210 pelasgisch zu κείρω. Andere Wörter für Zeit sind das ebenfalls unklare καιρός und das altererbte αἰών. — Zur Zeitauffassung in der älteren griech. Lit. H. Fränkel Wege und Formen frühgriechischen Denkens (2. Aufl. München 1960) 1—22, auch Defradas REGr. 80, 152 ff. und Accame Riv. fil. class. 39, 359ff.
Page 2,1122

Chinese

原文音譯:crÒnoj 赫羅挪士
詞類次數:名詞(53)
原文字根:時間 相當於: (אָרַךְ‎ / אֵשׁ‎) (יׄום‎)
字義溯源:時期*,時候,時間,時日,日子,日期,暫時,多時,為時,時,次,久,許久,世,古,機會,光陰,季節,延期,期,休息。參讀 (αἰών)同義字
同源字:1) (μακροχρόνιος)長壽的 2) (χρονίζω)遲延 3) (χρόνος)時期 4) (χρονοτριβέω)消磨時間
出現次數:總共(54);太(3);可(2);路(7);約(4);徒(17);羅(2);林前(2);加(2);帖前(1);提後(1);多(1);來(3);彼前(4);猶(1);啓(4)
譯字彙編
1) 時候(17) 太2:7; 太2:16; 太25:19; 可2:19; 約7:33; 約12:35; 徒1:6; 徒1:7; 徒3:21; 徒17:30; 羅7:1; 林前7:39; 林前16:7; 加4:4; 帖前5:1; 來11:32; 猶1:18;
2) 時日(9) 可9:21; 徒14:3; 徒14:28; 徒18:20; 徒20:18; 來5:12; 彼前1:17; 彼前1:20; 啓10:6;
3) 時(9) 路8:27; 路23:8; 約5:6; 徒7:23; 徒8:11; 加4:1; 來4:7; 啓6:11; 啓20:3;
4) 時間的(2) 提後1:9; 多1:2;
5) 光陰(2) 彼前4:2; 彼前4:3;
6) 時間(2) 路4:5; 徒1:21;
7) 暫時(1) 徒19:22;
8) 機會(1) 啓2:21;
9) 世(1) 羅16:25;
10) 日子(1) 徒18:23;
11) 日(1) 徒27:9;
12) 日期(1) 徒7:17;
13) 次(1) 路8:29;
14) 期(1) 路1:57;
15) 多時(1) 路18:4;
16) 為時(1) 路20:9;
17) 之久(1) 徒13:18;
18) 久(1) 約14:9;
19) 一些日子(1) 徒15:33

Mantoulidis Etymological

(=χρονικό διάστημα ὁρισμένο, χρονική περίοδος). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: χρονίζω (=ξοδεύω χρόνο, ἀργοπορῶ), χρονικός, χρόνιος, χρονισμός, ἀναχρονισμός, ἐγχρονισμός, συγχρονισμός, χρονιστέον, χρονιστός, χρονιαῖος, χρονιότης (=ἀργοπορία), χρονοτριβῶ (=χασομερῶ).

Lexicon Thucydideum

tempus, time, 1.1.2, 1.3.2, 1.6.3. 1.10.2, 1.11.2, 1.12.4, 1.13.4. 1.13.6. 1.17.2. 1.18.1. 1.18.3, 1.20.3. 1.21.1. 1.23.1, 1.23.3. 1.24.3. 1.25.4. 1.30.3, 1.33.2. 1.80.4, 1.86.4. 1.93.1. 1.97.2, 1.100.3, 1.107.1. 1.108.4. 1.113.1, 1.117.3. 1.118.2. 1.121.4. 1.126.1. 1.126.3. 1.8.1, 1.137.4. 1.138.1. 1.139.4. 2.10.2. 2.18.2, 2.18.4. 2.19.2. 2.23.3. 2.26.1. 2.49.3. 2.49.6. 2.51.1. 2.51.6, 2.57.1. 2.57.2. 2.58.2, 2.65.5. 2.68.1, 2.73.3. 2.77.4. 2.84.2, 2.85.6, 2.92.1. 2.95.1. 2.102.3. 2.102.6. 3.1.2. 3.7.1, 3.17.1. 3.18.1. 3.38.1, 3.39.8. 3.46.4. 3.52.1. 3.54.4. 3.68.1. 3.87.1, 3.89.2. 3.92.1. 3.94.1. 3.94.3. 3.99.1. 3.104.2. 3.114.3. 4.1.3. 4.2.1, 4.7.1. 4.21.1, 4.21.3. 4.21.34.26.4, 4.34.1. 4.35.4. 4.39.1. 4.41.3. 4.44.1. 4.45.2. 4.46.1. 4.50.3. 4.54.2. 4.63.1. 4.70.1. 4.73.4, 4.74.4. 4.78.1, 4.111.2, 4.117.1. 4.118.7. 4.13.1. 4.129.2. 5.3.5. 5.4.1. 5.5.1. 5.12.1. 5.15.2. 5.16.1, 5.20.2. 5.25.2, 5.26.3. 5.28.2. 5.32.1. 5.35.3. 5.42.1. 5.47.6. 5.54.1. 5.54.3. 5.55.1. 5.74.1. 5.112.2. 5.115.1. 5.116.2. 6.4.1. 6.4.16.7.1. 6.9.2. 6.10.4. 6.31.1. 6.32.3. 6.61.3. 6.105.1. 7.12.3, 7.19.3. 7.21.1. 7.27.3, 7.27.4. 7.28.3. 7.28.4. 7.34.1. 7.34.4. 7.40.4. 7.70.5. 7.78.7. 7.87.1, 8.5.3. 8.13.1. 8.20.1. 8.21.1. 8.29.1, 8.36.1. 8.40.1. 8.45.2. 8.63.3. 8.68.4. 8.69.4. 8.73.1. 8.76.1. 8.78.1. 8.91.2. 8.95.5. 8.97.2. 8.99.1. 8.100.2, 8.108.1. 8.109.1.
intermisso tempore, after an interval of time, 1.8.4, 1.64.2. 1.98.3, 1.100.2. 2.68.6. 3.85.3. 4.76.5. 4.81.2, [vulgo commonly χρόνον] 4.85.2. 5.5.3. 5.16.3. 5.34.2. 6.3.2. 6.5.3.
successu temporis, in course of time, 1.19.1, 3.45.3,
post longum tempus, after a long time, 2.94.3, [praeterea vulgo moreover in the common texts 8.91.1, ubi nunc deletum. where now deleted]

Translations

time

Abaza: гӀамта, заман; Abkhaz: аамҭа; Adyghe: гъо, уахътэ, лъэхъан; Afrikaans: tyd; Albanian: kohë; Amharic: ጊዜ, ዘመን; Arabic: زَمَن‎, وَقْت‎, دَهْر‎; Egyptian Arabic: وقت‎; Gulf Arabic: وكت‎; Hijazi Arabic: وَقْت‎, زَمَن‎; Moroccan Arabic: وقت‎, زمان‎; Aragonese: tiempo; Aramaic Classical Syriac: ܙܒܢܐ‎; Hebrew: זמנא‎, זבנא‎; Armenian: ժամանակ; Aromanian: chiro; Assamese: সময়, পৰ; Asturian: tiempu; Avar: гӏуж, заман, мех; Awadhi: समय; Aymara: pacha; Azerbaijani: vaxt, zaman; Baluchi: وہد‎; Bashkir: ваҡыт; Basque: denbora; Bavarian: zeid; Belarusian: час; Bengali: সময়; Breton: amzer; Bulgarian: време; Burmese: အချိန်; Buryat: саг; Cappadocian Greek: ταρὸς; Catalan: temps; Central Mazahua: mezhe; Chechen: хан; Cherokee: ᎠᎵᏱᎵᏒ; Chichewa: nthawi; Chinese Cantonese: 時間, 时间, 時光, 时光; Dungan: сыҗе; Hakka: 時間, 时间; Mandarin: 時間, 时间, 時光, 时光; Min Dong: 時間, 时间; Min Nan: 時間, 时间; Wu: 時間, 时间, 辰光; Chuukese: fansoun; Chuvash: вӑхӑт; Coptic: ⲥⲏⲟⲩ, ⲭⲣⲟⲛⲟⲥ; Cornish: prys, termyn; Corsican: tempu, volta; Crimean Tatar: vaqıt; Czech: čas; Dalmatian: tiamp, tianp; Danish: tid; Dargwa: замана; Dhivehi: ވަގުތު‎; Dutch: tijd; Eastern Mari: жап; Erzya: шка; Esperanto: tempo; Estonian: aeg; Evenki: тэру; Ewe: ɣeyiɣi, gaƒoƒo; Faroese: tíð; Fijian: gauna; Finnish: aika; French: temps; Middle French: temps; Old French: tans; Friulian: timp; Gagauz: vakıt, zaman; Galician: tempo; Georgian: დრო, ჟამი, ხანი; German: Zeit; Alemannic German: Zit, Ziit; East Central German: Zeit; Greek: χρόνος, καιρός; Ancient Greek: χρόνος; Greenlandic: piffissaq; Guaraní: ára; Gujarati: સમય; Haitian Creole: tan; Hausa: lokaci; Hawaiian: wā; Hebrew: זְמָן‎; Hindi: समय, वक़्त, टाइम, वक्त, काल, प्रहर, समाँ, ज़माना, जमाना; Hungarian: idő; Hunsrik: Zeid; Icelandic: tími, tíð; Ido: tempo; Igbo: elekere; Inari Sami: äigi; Indonesian: waktu; Ingrian: aika; Ingush: ха; Interlingua: tempore; Inupiaq: pivik; Irish: am; Istriot: tenpo; Italian: tempo; Japanese: 時間; Javanese: wektu, wayah; Kalmyk: цаг; Kannada: ವೇಳೆ, ಕಾಲ; Kanuri: lóktù; Karachay-Balkar: заман; Karakalpak: waqıt, zaman; Karelian: aika; Kashubian: czas; Kazakh: уақыт, шақ; Khanty: пора; Khmer: កាល, ពេល, វេលា; Kildin Sami: а̄ййк; Komi-Permyak: кад; Konkani: काल; Korean: 시간(時間); Kumyk: заман; Kurdish Central Kurdish: وەخت‎, فەلەک‎, کات‎; Northern Kurdish: dem, wext, çax; Kyrgyz: саат, убакыт, убакты; Ladin: tëmp, aurela; Lak: чӀун, замана; Lao: ເວລາ, ຂະນະ; Latgalian: laiks; Latin: tempus; Latvian: laiks; Lezgi: вахт, чӏав, вяде; Limburgish: tied; Lingala: ntángo; Lishana Deni: שאתא‎; Lithuanian: laikas; Livonian: āiga; Livvi: aigu; Low German: Tid; Tyd, Tied; Tyt, Teit); Teyt; Luxembourgish: Zäit; Macedonian: време; Malay Jawi: ماس‎, کالا‎, وقتو‎, زمان‎, تيمڤوه‎; Rumi: masa, kala, waktu, zaman, tempoh; Malayalam: സമയം; Maltese: darba, waqt, żmien; Manchu: ᡝᡵᡳᠨ, ᡶᠣᠨ; Mandaic: ࡆࡀࡌࡀࡍ‎; Manx: traa; Maore Comorian: wakati 11; Maori: wā; Maranao: wakto; Marathi: काळ; Mingrelian: ჟამი; Mizo: hun; Moksha: пинге; Mongolian: цаг; Mòcheno: zait; Nahuatl: cahuitl; Nanai: эр, эрин; Nauruan: edae; Navajo: ookił; Neapolitan: tiempo; Nepali: समय; Nivkh: ыр; Nogai: заман; North Frisian: tid, tidj; Northern Sami: áigi; Norwegian: tid; Occitan: temps, tèms; Old Church Slavonic Cyrillic: врѣмѧ, часъ; Glagolitic: ⱍⰰⱄⱏ; Old East Slavic: веремѧ, часъ; Old English: tīd; Old Javanese: wayah; Old Norse: tíð; Old Prussian: kīsman; Old Turkic: 𐰇𐰓‎; Oriya: ସମୟ; Oromo: yeroo; Ossetian: рӕстӕг; Pali: velā, kāla; Papiamentu: tempo; Pashto: زمان‎, وخت‎; Persian: زمان‎, وقت‎, تایم‎; Pitcairn-Norfolk: tiem; Plautdietsch: Tiet; Polabian: taid; Polish: czas inan; Portuguese: tempo; Punjabi: ਸਮਾਂ, ਟਾਈਮ, ਵਕਤ, ਵੇਲ਼ਾ; Quechua: pacha; Romanian: timp, vreme; Romansch: temp, temps, taimp, tains; Russian: время, час; Rusyn: час; Rwanda-Rundi: igihe, umwanya; Samogitian: čiesos; Sanskrit: काल, समय, वेला; Santali: ᱚᱠᱛᱚ; Sardinian: tempus; Saterland Frisian: Tied; Scots: time; Scottish Gaelic: àm; Serbo-Croatian Cyrillic: време, вријеме; Latin: vréme, vrijéme; Shan: ၶၢဝ်းယၢမ်း; Shona: nguva; Shor: тем; Sicilian: tempu; Sindhi: وَقتُ‎; Sinhalese: කල; Slovak: čas; Slovene: čàs; Slovincian: čȧ̃s; Somali: waqti, wakhti; Sorbian Lower Sorbian: cas; Upper Sorbian: čas; Southern Altai: ӧй; Southern Sami: aejkie; Spanish: tiempo; Swahili: wakati; Swedish: tid; Tabasaran: вахт, чӏив, вяда; Tachawit: amedwal; Tajik: замон, вақт; Tamil: காலம்; Tat: вэхд; Tatar: вакыт; Telugu: సంఘటన; Thai: เวลา, กาล; Tibetan: དུས་ཚོད; Tocharian A: praṣt; Tok Pisin: taim; Tsakonian: τζαιρέ; Tswana: nakô Tundra Nenets: ёльць', мальӈгана; Turkish: zaman, vakit, çağ; Turkmen: vagt; Tuvan: үе; Udmurt: дыр, вакыт; Ukrainian: час; Urdu: وقت‎, سمی‎; Urum: вахыт; Uyghur: ۋاقت‎; Uzbek: vaqt, zamon; Venetian: tenpo; Veps: aig; Vietnamese: thời gian); Volapük: tim, naed; Votic: aika; Võro: aig; Walloon: tins; Welsh: amser, pryd; West Frisian: tiid; White Hmong: sijhawm; Wolof: jamaano, waxtu; Xhosa: ixesha; Yagnobi: вахт; Yakut: бириэмэ, кэм; Yiddish: צײַט‎; Yoruba: ìgbà, àkókò; Yucatec Maya: k'iin; Zazaki: wext, çax, dem; Zealandic: tied; Zhuang: seizgan, sizgenh; Zulu: isikhathi, inkathi; ǃXóõ: nàa kòo