αἰών: Difference between revisions

From LSJ

ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning

Source
m (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1")
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}}\n)" to "$3$1$2")
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἰών:''' -ῶνος, ὁ, ποιητ. <i>ἡ</i>· αποκομ. [[τύπος]] αιτ. <i>αἰῶ</i> ([[κυρίως]] <i>αἰϜών</i>, Λατ. [[aevum]], βλ. [[αἰεί]]), χρονική [[περίοδος]] ύπαρξης,<br /><b class="num">1.</b> ο [[χρόνος]] ζωής κάποιου, η [[ζωή]] του, σε Όμηρ., Αττ. ποιητές.<br /><b class="num">2.</b> [[αιώνας]], ηλικιακή [[κλάση]], [[γενιά]], σε Αισχύλ.· ὁ [[μέλλων]] [[αἰών]], οι μεταγενέστεροι, οι απόγονοι, σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> [[μακρά]] [[περίοδος]] χρόνου, [[αιώνας]]· <i>ἀπ' αἰῶνος</i>, από [[παλιά]], επί αιώνες, σε Ησίοδ., Κ.Δ.· <i>τὸνδι' αἰῶνος χρόνον</i>, για πάντα, αιωνίως, σε Αισχύλ.· <i>ἅπαντα τὸν αἰῶνα</i>, σε Λυκούργ.<br /><b class="num">4.</b> καθορισμένη [[περίοδος]] χρόνου, [[εποχή]], [[περίοδος]] (που έχει προσδιορίσει η θεϊκή [[πρόνοια]])· ὁ αἰὼν [[οὗτος]], ο [[παρών]] [[κόσμος]], αντίθ. προς το ὁ [[μέλλων]]</i>, σε Καινή Διαθήκη· απ' όπου και η [[χρήση]] του στον πληθ., <i>εἰςτοὺς αἰῶνας</i>, για πάντα, στο ίδ.
|lsmtext='''αἰών:''' -ῶνος, ὁ, ποιητ. <i>ἡ</i>· αποκομ. [[τύπος]] αιτ. <i>αἰῶ</i> ([[κυρίως]] <i>αἰϜών</i>, Λατ. [[aevum]], βλ. [[αἰεί]]), χρονική [[περίοδος]] ύπαρξης,<br /><b class="num">1.</b> ο [[χρόνος]] ζωής κάποιου, η [[ζωή]] του, σε Όμηρ., Αττ. ποιητές.<br /><b class="num">2.</b> [[αιώνας]], ηλικιακή [[κλάση]], [[γενιά]], σε Αισχύλ.· ὁ [[μέλλων]] [[αἰών]], οι μεταγενέστεροι, οι απόγονοι, σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> [[μακρά]] [[περίοδος]] χρόνου, [[αιώνας]]· <i>ἀπ' αἰῶνος</i>, από [[παλιά]], επί αιώνες, σε Ησίοδ., Κ.Δ.· <i>τὸνδι' αἰῶνος χρόνον</i>, για πάντα, αιωνίως, σε Αισχύλ.· <i>ἅπαντα τὸν αἰῶνα</i>, σε Λυκούργ.<br /><b class="num">4.</b> καθορισμένη [[περίοδος]] χρόνου, [[εποχή]], [[περίοδος]] (που έχει προσδιορίσει η θεϊκή [[πρόνοια]])· ὁ αἰὼν [[οὗτος]], ο [[παρών]] [[κόσμος]], αντίθ. προς το ὁ [[μέλλων]]</i>, σε Καινή Διαθήκη· απ' όπου και η [[χρήση]] του στον πληθ., <i>εἰςτοὺς αἰῶνας</i>, για πάντα, στο ίδ.
}}
{{pape
|ptext=ῶνος, ὁ, fem. <i>Il</i>. 22.58; Hes. <i>Sc</i>. 331; Simonid. 92 (VII.515); Pind. <i>P</i>. 4.186; Eur. <i>Phoen</i>. 1484, und [[einzeln]] bei a. D.:<br><b class="num">1</b> <i>Zeit</i>, bes.<br><b class="num">a</b> <i>[[Lebenszeit]], [[Leben]]</i>, Hom. τὸν λίπῃ [[ψυχή]] τε καὶ [[αἰών]] <i>Il</i>. 16.453, [[allein]] 5.685; ἐκ δ' αἰὼν [[πέφαται]] <i>Il</i>. 19.27; ἀπ' αἰῶνος [[νέος]] ὤλεο 24.725, du starbst jung; μηδέ τοι αἰὼν φθινέτω <i>Od</i>. 5.160, κατείβετο δὲ γλυκὺς [[αἰών]] 152; ψυχῆς τε καὶ αἰῶνός σε εὖνιν ποιήσας 9.523; αἰῶνα [[φθινύθω]] 18.204. Oft Trag., μονάδ' αἰῶνα διάγειν Eur. <i>Phoen</i>. 1484; αἰῶνος στερεῖν Aesch. <i>Prom</i>. 864; [[μέτριος]], [[τλήμων]] Soph. <i>Phil</i>. 179, <i>O.C</i>. 1734; ἄδακρυν αἰῶνα νέμεσθαι Pind. <i>Ol</i>. 2.74; vgl. Xen. <i>Cyr</i>. 3.3.3; αἰῶνα τελευτῆσαι, sein [[Leben]] [[endigen]], Her. 1.32; διαφέρειν, [[hinbringen]], 3.40.<br><b class="num">b</b> <i>[[lange]] Zeit, [[Ewigkeit]]</i>, μακρὸς [[αἰών]] Aesch. <i>Suppl</i>. 577, vgl. μακροὺς αἰῶνας ἔκειντο Theocr. 16.43; ὁ δι' αἰῶνος [[χρόνος]] <i>Ag</i>. 540, und [[allein]] δι' αἰῶνος, [[fortdauernd]], <i>Ch</i>. 26; Soph. <i>El</i>. 1013; Arist. <i>mund</i>. 5 und [[andere]] Pros.; εἰς πάντα τὸν αἰῶνα, für alle [[Ewigkeit]], Lycurg. 106. Dah. die [[Ableitung]] von αἰὲν ὤν, Arist. <i>coel</i>. 1.11.<br><b class="num">2</b> <i>[[Rückenmark]], H.h. Merc</i>. 42; Hippocr.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 57: Line 60:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[ζωή]], [[μεγάλη]] [[περίοδος]] χρόνου). Ἀπό τή λέξη [[αἰεί]] → ἀεί (=[[πάντα]]), ρίζα αιϝ-.
|mantxt=(=[[ζωή]], [[μεγάλη]] [[περίοδος]] χρόνου). Ἀπό τή λέξη [[αἰεί]] → ἀεί (=[[πάντα]]), ρίζα αιϝ-.
}}
{{pape
|ptext=ῶνος, ὁ, fem. <i>Il</i>. 22.58; Hes. <i>Sc</i>. 331; Simonid. 92 (VII.515); Pind. <i>P</i>. 4.186; Eur. <i>Phoen</i>. 1484, und [[einzeln]] bei a. D.:<br><b class="num">1</b> <i>Zeit</i>, bes.<br><b class="num">a</b> <i>[[Lebenszeit]], [[Leben]]</i>, Hom. τὸν λίπῃ [[ψυχή]] τε καὶ [[αἰών]] <i>Il</i>. 16.453, [[allein]] 5.685; ἐκ δ' αἰὼν [[πέφαται]] <i>Il</i>. 19.27; ἀπ' αἰῶνος [[νέος]] ὤλεο 24.725, du starbst jung; μηδέ τοι αἰὼν φθινέτω <i>Od</i>. 5.160, κατείβετο δὲ γλυκὺς [[αἰών]] 152; ψυχῆς τε καὶ αἰῶνός σε εὖνιν ποιήσας 9.523; αἰῶνα [[φθινύθω]] 18.204. Oft Trag., μονάδ' αἰῶνα διάγειν Eur. <i>Phoen</i>. 1484; αἰῶνος στερεῖν Aesch. <i>Prom</i>. 864; [[μέτριος]], [[τλήμων]] Soph. <i>Phil</i>. 179, <i>O.C</i>. 1734; ἄδακρυν αἰῶνα νέμεσθαι Pind. <i>Ol</i>. 2.74; vgl. Xen. <i>Cyr</i>. 3.3.3; αἰῶνα τελευτῆσαι, sein [[Leben]] [[endigen]], Her. 1.32; διαφέρειν, [[hinbringen]], 3.40.<br><b class="num">b</b> <i>[[lange]] Zeit, [[Ewigkeit]]</i>, μακρὸς [[αἰών]] Aesch. <i>Suppl</i>. 577, vgl. μακροὺς αἰῶνας ἔκειντο Theocr. 16.43; ὁ δι' αἰῶνος [[χρόνος]] <i>Ag</i>. 540, und [[allein]] δι' αἰῶνος, [[fortdauernd]], <i>Ch</i>. 26; Soph. <i>El</i>. 1013; Arist. <i>mund</i>. 5 und [[andere]] Pros.; εἰς πάντα τὸν αἰῶνα, für alle [[Ewigkeit]], Lycurg. 106. Dah. die [[Ableitung]] von αἰὲν ὤν, Arist. <i>coel</i>. 1.11.<br><b class="num">2</b> <i>[[Rückenmark]], H.h. Merc</i>. 42; Hippocr.
}}
}}
{{trml
{{trml

Revision as of 13:10, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰών Medium diacritics: αἰών Low diacritics: αιών Capitals: ΑΙΩΝ
Transliteration A: aiṓn Transliteration B: aiōn Transliteration C: aion Beta Code: ai)w/n

English (LSJ)

ῶνος, ὁ, Ion. and Ep. also ἡ, as in Pi.P.4.186, E.Ph.1484: apocop. acc. αἰῶ, A like Ποσειδῶ, restored by Ahrens (from AB363) in A.Ch.350: (properly αἰϝών, cf. aevum, v. αἰεί):—period of existence (τὸ τέλος τὸ περιέχον τὸν τῆς ἑκάστου ζωῆς χρόνον… αἰὼν ἑκάστου κέκληται Arist.Cael.279a25): I lifetime, life, ψυχή τε καὶ αἰών Il.16.453; ἐκ δ' αἰ. πέφαται Il.19.27; μηδέ τοι αἰ. φθινέτω Od.5.160; λείπει τινά Il.5.685; ἀπ' αἰῶνος νέος ὤλεο = you perished young (Zenod. νέον) 24.725; τελευτᾶν τὸν αἰῶνα Hdt.1.32, etc.; αἰῶνος στερεῖν τινά A.Pr.862; αἰῶνα διοιχνεῖν Id.Eu.315; συνδιατρίβειν Cratin. 1; αἰ. Αἰακιδᾶν, periphrasis for the Aeacidae, S.Aj.645 s.v.l.; ἀπέπνευσεν αἰῶνα E.Fr.801; ἐμὸν κατ' αἰῶνα A.Th.219. 2 aeon, eon, epoch, age, generation, αἰῶνα ἐς τρίτον ib.744; ὁ μέλλων αἰών posterity, D.18.199, cf. Pl.Ax.370c. 3 one's life, destiny, lot, S.Tr.34, E.Andr.1215, Fr.30, etc. II long space of time, age, αἰὼν γίγνεται = 'tis an age, Men.536.5; esp. with Preps., ἀπ' αἰῶνος of old, Hes.Th.609, Ev.Luc.1.70; οἱ ἀπὸ τοῦ αἰ. Ῥωμαῖοι D.C. 63.20; δι' αἰῶνος perpetually, A.Ch.26, Eu.563; all one's life long, S. El.1024; δι' αἰῶνος μακροῦ, ἀπαύστου, A.Supp.582,574; τὸν δι' αἰῶνος χρόνον = for ever, Id.Ag.554; εἰς ἅπαντα τὸν αἰῶνα Lycurg.106, Isoc.10.62; εἰς τὸν αἰῶνα LXX Ge.3.23, al., D.S.21.17, Ev.Jo.8.35, Ps.-Luc. Philopatr.17; εἰς αἰῶνα αἰῶνος LXX Ps.131(132).14; ἐξ αἰῶνος καὶ ἕως αἰῶνος ib.Je.7.7; ἐπ' αἰῶνος ib.Ex.15.18; ἕως αἰῶνος ib.1 Ki.1.22, al.:— without a Prep., τὸν ἅπαντα αἰῶνα = throughout all eternity Arist. Cael.279a22; τὸν αἰῶνα Lycurg. 62, Epicur.Ep.1p.8U.; eternity, opp. χρόνος, Pl.Ti.37d, cf. Metrod. Fr.37, Ph.1.496,619, Plot.3.7.5, etc.; τοὺς ὑπὲρ τοῦ αἰῶνος φόβους Epicur.Sent.20. 2 space of time clearly defined and marked out, epoch, age, ὁ αἰὼν οὗτος this present world, opp. ὁ μέλλων, Ev.Matt.13.22, cf. Ep.Rom.12.2; ὁ νῦν αἰών 1 Ep.Tim.6.17, 2 Ep.Tim.4.10:—hence in plural, the ages, i.e. eternity, Phld.D.3 Fr.84; εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας LXX To.13.4; εἰς τοὺς αἰῶνας ib.Si.45.24, al., Ep.Rom.1.25, etc.; εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων LXX 4 Ma.18.24, Ep.Phil.4.20, etc.; ἀπὸ τῶν αἰώνων, πρὸ τῶν αἰώνων, Ep.Eph.3.9, 1Cor.2.7; τὰ τέλη τῶν αἰώνων ib.10.11. 3 Αἰών, , personified, Αἰὼν Χρόνου παῖς E.Heracl.900 (lyr.), cf. Corp.Herm.11, etc.; as title of various divine beings, Dam.Pr.151, al.; esp.= Persian Zervan, Suid. s.v. Ἡραΐσκος 1. 4 Pythag., = 10, Theol.Ar.59. B spinal marrow (perhaps regarded as seat of life), h.Merc 42, 119, Pi.Fr.111, Hp.Epid.7.122; perhaps also Il.19.27.

Spanish (DGE)

-ῶνος, ὁ
• Morfología: [fem. Il.22.58, Pi.P.4.186, E.Ph.1484; ac. αἰῶ A.A.229, Ch.350]
A indif. al tiempo
I 1 fuerza vital, vida en cont. que expresan su pérdida y la muerte consiguiente del individuo με καὶ λίποι αἰών Il.5.685, cf. Od.7.224, αὐτὰρ ἐπὴν δὴ τόν γε λίπῃ ψυχή τε καὶ αἰών Il.16.453, cf. Od.9.523, αὐτὸς δὲ φίλης αἰῶνος ἀμερθῇς Il.22.58, cf. Od.7.224, γλυκερῆς αἰῶνος ἀμέρσῃς Hes.Sc.331, cf. Emp.B 158, αἰ. δὲ δι' ὀστέων ἐρραίσθη Pi.Fr.111.5, cf. B.1.153, γυνὴ γὰρ ἄνδρ' ἕκαστον αἰῶνος στερεῖ A.Pr.863, ἀπέπνευσεν αἰῶνα E.Fr.801, ἐκ δ' αἰὼν πέφαται Od.19.27, μηδέ τοι αἰ. φθινέτω Od.5.160, κατείβετο δὲ γλυκὺς αἰών Od.5.152.
2 médula, meollo αἰῶν' ἐξετόρησεν ... χελώνης h.Herm.42, αἰῶνα τετορήσας h.Herm.119, ὁ τὸν αἰῶνα φθινήσας ἑβδομαῖος ἀπέθανε Hp.Epid.7.122.
II universo, mundo (trad. de hebr. ‘ôlam) LXX Ec.3.11, Ex.15.18, Ps.65.7, Max.Tyr.11.5, en plu. βασιλεὺς τῶν αἰώνων 1Ep.Ti.1.17.
B en sent. temp.
I ref. a la vida humana (o animal) individual o genérica
1 tiempo vital, curso de la vida, vida
a) c. determ. temp. μινυνθάδιος δέ οἱ αἰὼν ἔπλετο Il.4.478, 17.302, ἐπὶ δηρὸν δέ μοι αἰ. ἔσσεται Il.9.415, αἰῶνι δ' ἐν παύρῳ Simon.15.3, μακρὸς αἰών A.Supp.582, E.Fr.575, βραχὺς αἰών E.Ba.397, αἰὼν βίοιο = tiempo de la vida Hes.Fr.276.1, τῆς ἑκάστου ζωῆς χρόνος ... αἰών Arist.Cael.279a25, cf. Alex.Aphr.in Metaph.699.24, γυμνῆτα βίον ἔχοντες δι' αἰῶνος = viven desnudos toda su vida D.S.3.8;
b) c. determ. cualit. αἰ. ἀσφαλής Pi.P.3.86, τερπνὸς αἰών Pi.Fr.126.2, ῥηϊδίως αἰῶνα ... διάγουσιν h.Hom.20.6, γλυκὺς αἰών A.A.1148, στυγνός S.Ph.1348, αἰῶνα τλάμον' ἕξω S.OC 1736, cf. Tr.2, El.1086, ἄλυπος E.Alc.475, μακάριος E.Or.603, cf. 981, Fr.239, δυσπέρατον αἰῶνα E.Med.648, cf. Ph.1533, μονάδ' αἰῶνα διάξουσα = habiendo de llevar una vida de orfandad E.Ph.1520, μῶν ἐλεύθερον αἰῶνα θέσθαι; ... αἰῶνα τὸν σύμπαντα δουλεύειν θέλω = (Agamenón.-) ¿acaso (quieres) vivir libre? ... (Hécuba.-) Prefiero toda la vida ser esclava E.Hec.755, 757, κακῶν ἄγευστος αἰ. S.Ant.582, cf. Call.Fr.178.33, γήραϊ καὶ νεότητι ῥέει μορφούμενος αἰών Nonn.D.40.374
c. determ. que lo cualifican como propiamente humano θνατὸς αἰών Pi.N.3.75, μόρσιμος αἰών Pi.I.7.42, cf. N.9.44, ἀνθρώπων ... αἰών B.Fr.20B.25;
c) sin ninguna determ. curso de la vida ἀπ' αἰῶνος νέος ὤλεο Il.24.725, Nonn.D.40.113, τῷ δὲ τἄπ' αἰῶνος κακὸν ἐσθλῷ ἀντιφερίζει ἐμμενές = para él durante toda su vida el mal es tan grande como el bien Hes.Th.609, ἐμὸν κατ' αἰῶνα A.Th.219
δι' αἰῶνα, δι' αἰῶνος para toda la vida, de por vida Emp.B 110.3, τοιαύτη νοῦν δι' αἰῶνος μένειν S.El.1024, οἴσω δὲ πένθος ... ἔστ' ἂν αἰὼν οὑμὸς ἀντέχῃ = llevaré luto por ti ... cuanto me quede de vida E.Alc.337, cf. Lyc.969, E.Supp.1084, Andr.1214, Io 625, δι' αἰῶνος ἀγωνοθέτης = juez en los juegos a perpetuidad, IEphesos 1116.6 (II/III d.C.), cf. IG 5(2).269.23 (Mantinea I d.C.), ὅπως πλουτήσῃς εἰς αἰῶνα PGiss.13.19 (II d.C.), διάσωσόν με πάντοτε εἰς τὸν αἰῶνα ἀπὸ φαρμάκων καὶ δολίων = líbrame en todo momento y para siempre de pócimas y engaños, PMag.8.33, cf. 4.1051, ὅτι δεῖ αὐτὸν τὸ<ν> αἰῶνα πάντα φυλάττεσθαι τοῦτο<ν> οὗ κατεμαρτύρ<η>σεν Antipho Soph.B 44b.2 (p.355.5), αἰῶνα συνδιατρίβειν Cratin.1.5, cf. Th.1.70, X.Cyr.2.1.19
τελευτᾶν τὸν αἰῶνα Hdt.1.32, ἐμπειρία ... ποιεῖ τὸν αἰῶνα ἡμῶν πορεύεσθαι κατὰ τέχνην Pl.Grg.448c, ὑπολείποι γὰρ ἂν ὁ αἰών Arist.Rh.1374a33
de lesiones incurables τὸν αἰῶνα πάντα ἱκανὸν ἀντίσχειν τὸ νόσημα Hp.Fract.11, σφακελίσαντα τὸν αἰῶνα πρήγματα παρασχεῖν Hp.Art.86, Mochl.30
en sent. banal tiempo οἱ μὲν τῶν ἰητρῶν πάντα τὸν αἰῶνα διατελέουσι πτισάνας διδόντες = algunos médicos se pasan toda la vida (todo el tiempo) recetando tisanas Hp.Acut.7.
2 c. numerales generación εἴκοσιν αἰώνεσσιν = en veinte generaciones (de hombres), Emp.B 129.6, αἰῶνα δ' εἰς τρίτον = hasta la tercera generación A.Th.744.
II ciclo o etapa de la vida
1 edad αἰῶ παρθένειον = edad virginal, juventud A.A.229, ξύμφυτος αἰών = la edad crecida con uno mismo, la vejez A.A.106.
2 ciclo temporal, ciclo vital del embarazo ἔφαψιν - ἐπωνυμίᾳ δ' ἐπεκραίνετο μόρσιμος αἰὼν εὐλόχως, Ἔπαφον δ' ἐγέννασεν el tiempo fijado llevó a cabo con buen parto el toque que es epónimo: dio a luz a Épafo A.Supp.45
de siete días como base del ciclo vital humano ὁ δὲ αἰών ἐστι τοῦ ἀνθρώπου ἑπταήμερος Hp.Carn.19, δῆλον δὲ καὶ τῷδε, ὅτι ἑπταήμεροςαἰών, εἴ τις ἐθέλει ἑπτὰ ἡμέρας φαγεῖνπιεῖν μηδέν, οἱ μὲν πολλοὶ ἀποθνῄσκουσιν ἐν αὐτῇσιν Hp.ib.
III op. la vida de los hombres y por encima de la vida humana
1 a) de los dioses y personif. hipostasiadas vida, existencia inmortal, infinita, superior, extraordinaria αἰ. τῶν θεῶν op. βίος ἀνθρώπων Simon.79.4, ἄσπετος αἰών de Amor y Odio, Emp.B 16.2, cf. 17.11, τίς δὲ πλὴν θεῶν ἅπαντ' ἀπήμων τὸν δι' αἰῶνος χρόνον; A.A.554, de los Titanes χαλεπὸν αἰῶνα διάγοντες Pl.Lg.701c, de una hamadríada (δρῦς) ᾗ ἔπι πουλὺν αἰῶνα τρίβεσκε διηνεκές A.R.2.480, como abstr. filosófica op. λόγος Heraclit.B 50
identificado con el número diez, Theol.Ar.59, ὥστε ζωὴ καὶ αἰὼν συνεχὴς καὶ ἀίδιος ὑπάρχει θεῷ (en rel. c. la divinidad y el primer motor inmóvil), Arist.Metaph.1072b29, cf. Plot.3.7.4, Procl.Inst.53, Hymn.Mag.1.4
hipotéticamente de los hombres op. a la brevedad real de su vida ὥσπερ εἰς τὸν αἰῶνα παρασκευαζόμενοι = preparándonos como para una vida sin límites D.Chr.17.20;
b) de la vida superior de héroes y seres míticos y semidivinos, Pi.P.4.186, de Pólux, Pi.N.10.59, ὦ δύστανα γένη βροτῶν οἷς μὴ μέτριος αἰών S.Ph.179, αἰὼν δυσαίων de Helena, E.Hel.213
de manera hiperbólica dicho de la vida superior de los atletas olímpicos cantados por los poetas λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν ἀνδρῶν καὶ μείλιχος αἰών Pi.P.8.97, cf. 5.7 (con este valor estilístico habría que entender los muchos ejemplos en la poesía, esp. la trágica).
2 del elemento divino en el hombre op. σῶμα: λείπεται αἰῶνος εἴδωλον· τὸ γάρ ἐστι μόνον ἐκ θεῶν Pi.Fr.131b
vida del más allá ἄδακρυν νέμονται αἰῶνα Pi.O.2.67, ἕτερον αἰῶνα ... οἰκήσομεν E.IA 1508, σκοτίαν αἰῶνα λαχόντων E.Ph.1484, op. βίος GVI 1657 (Ostia I/II d.C.), τοὺς ὑπὲρ τοῦ αἰῶνος φόβους Epicur.Sent.[5] 20, cf. [6] 14
de la vida en el Tártaro αἰῶνα καλοῦντες τὸν αὐτῆς βίον Olymp.in Mete.146.12.
IV neutralizada la idea de vida humana o divina
1 tiempo superior, tiempo por encima de la vida humana, como sujeto μὴ καθέλοι νιν αἰὼν πότμον ἐφάψαις ὀρφανὸν γενεᾶς Pi.O.9.60, δι' αἰῶνος δὲ τὸν πρὶν ὄλβον ἕρματι προσβαλὼν Δίκας ὤλετ' ἄκλαυτος ᾆστος A.Eu.563, cf. Supp.574, αἰὼν ταῖς μεγάλαις δέδωκε κόσμον Ἀθάναις Pi.N.2.8, ἡ ἀχάνεια τοῦ ὀπίσσω καὶ πρόσω αἰῶνος (op. ἡ βραχύτης τοῦ βίου) Marc.Ant.12.7
dentro del que se desarrolla la vida humana δόλιος γὰρ αἰὼν ἐπ' ἀνδράσι κρέμαται ἑλίσσων βίου πόρον Pi.I.8.13-14, ἀλλ' εἱλισσόμενός τις αἰὼν πλοῦτον μόνον αὔξει E.HF 671, μετὰ δ' ἵσταται ἀνδράσιν αἰὼν πολυπλάνητος αἰεί E.Hipp.1109.
2 tiempo indefinido, eternidad en el pres. y en el fut. αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων Heraclit.B 52, πρὸς τὸν αἰῶνα = para siempre Pl.Ax.370c, cf. Isoc.10.62, οὕτως δ' ἔχει αὐτὴ αὑτῆς ἡ νόησις τὸν ἅπαντα αἰῶνα Arist.Metaph.1075a10, cf. Alex.Aphr.in Metaph.699.23, Arist.Cael.279a25, κινοῦνται ... αἱ ἄτομοι ... τὸν αἰῶνα Epicur.Ep.[2] 43, ἄνθρωποι ... βιοῦσι ... ἀκαριαῖόν τι μέρος τοῦ παντὸς αἰῶνος D.S.1.2, ἀπειρίαν τοῦ αἰῶνος M.Ant.11.1.2
como algo que devora o hace desaparecer a los seres πόσους ἤδη ὁ αἰὼν Χρυσίππους πόσους Σωκράτεις πόσους Ἐπικτήτους καταπέπωκεν; M.Ant.7.19, cf. 6.15
en lit. jud.-crist. εἰς αἰῶνα αἰῶνος = por los siglos de los siglos LXX Ps.131.14, cf. Eu.Io.6.51, I.AI 7.356
por falsa etim. a partir de ἀεὶ ὄν Arist.Cael.279a27
como algo op. y por encima de χρόνος (cf. C I): εἰκὼ δ' ἐπενόει κινητόν τινα αἰῶνος ποιῆσαι = decidió realizar una imagen móvil (el tiempo humano) de la eternidad Pl.Ti.37d, cf. 38a, 38c, ἔσται κεῖνος αἰῶνος χρόνος S.Fr.128, cf. Metrod.37, Ph.1.496, 619, ὀλίγον χρόνον ... οἰκούντων ἡμῶν, ... ἐν Αἵδου διατελούντων τὸν ἄπειρον αἰῶνα D.S.1.51, ὥσπερ τὸν ἄπειρον αἰῶνα ἡ τοῦ χρόνου ἀδιάλεπτος φορὰ νέον ἀεὶ παρέχεται M.Ant.6.15, cf. 9.32, Plot.3.7.4.
3 edad, era, época
a) en el futuro posteridad, era futura a la muerte de un héroe δι' αἰῶνος μακροῦ πένθη μέγιστα δακρύων καρπουμένῳ = cosechando (en tu culto) grandes duelos de lágrimas por mucho tiempo en el futuro E.Hipp.1426, τῷ μέλλοντι αἰῶνι Hp.Ep.10, δόξα προγόνων ἢ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος D.18.199, cf. 203, ὁ αἰὼν μέλλων = la edad futura, el siglo venidero en la concepción mesiánica 2Ep.Clem.6.3, τοῦ αἰῶνος ἐκείνου τυχεῖν Eu.Luc.20.35, κατ' αἰῶνος Lycurg.7, εἰς αἰῶνα Lycurg.106, διὰ τὸν φόβον τῆς βλασφημίας εἰς ἅπαντα τὸν αἰῶνα de un faraón, D.S.1.72, cf. 3.73, 21.17, φρόνημα ... τοῦ παντὸς αἰῶνος ... ἄξιον Longin.9.3, ὁ μετ' ἐμὲ πᾶς ... αἰ. = después de mí toda la posteridad Longin.14.3;
b) en el pasado mítico o histórico época antiquísima, antigüedad τὴν ἐξ ἅπαντος τοῦ αἰῶνος συνηθροισμένην τῇ πόλει δόξαν κατῄσχυνεν Lycurg.110, ἐν ἅπαντι τῷ αἰῶνι τῶν μνημονευομένων D.Ep.2.7, cf. AP 11.131 (Lucill.), Moschio Trag.6.3, ἐν παντὶ τῷ πρότερον αἰῶνι D.S.3.74, cf. 1.6, LXX Ge.6.4, οἱ ἅγιοι ἀπ' αἰῶνος προφῆται Eu.Luc.1.70
en plu. θεὸς ὁ ὑπάρχων πρὸ τῶν αἰώνων LXX Ps.54.20, cf. PMag.4.3067;
c) en el presente este tiempo, esta era κατὰ τὸν ἡμέτερον αἰῶνα = en nuestra época Longin.44.1, ὡς ἂν τοῦ ἡδίστου ἀνθρώποις αἰῶνος νῦν ἐνεστῶτος IAssos 269 (I d.C.), ἄχρι τοῦ καθ' ἡμᾶς αἰῶνος Plu.Marc.8.5, cf. Ep.Gal.1.4, Longin.1.4, D.C.72.15.6
el siglo op. a una edad futura feliz ὁ αἰὼν οὗτος Eu.Matt.12.32, συντέλεια τῶν αἰώνων = la consumación de los tiempos, Eu.Matt.13.39, cf. 49, 24.3, 28.20, Ep.Hebr.9.26;
d) era pasada y futura κινουμένων (ἄστρων) ἐξ αἰῶνος εἰς ἕτερον αἰῶνα Arist.Mu.397a10, cf. LXX Ps.40.14, ταῦτα ἐστὶ τὰ τοῦ κόσμου ἐγκύκλια ἄνω κάτω ἐξ αἰῶνος εἰς αἰῶνα M.Ant.9.28.1, cf. Ep.Barn.18.2, Orac.Sib.Fr.1.16;
e) neutralizado pasado y pres. ἀπ' αἰῶνος de todos los tiempos dicho hiperbólicamente μόνος ἀπ' αἰῶνος ἀνδρῶν IO 54.37 (II d.C.), μόνος καὶ πρῶτος τῶν ἀπ' αἰῶνος πυκτῶν IG 22.3163.4 (II d.C.), cf. IG 7.2713.40 (I d.C.), IM 180.4 (II d.C.), τοὺς ἀπ' αἰῶνος ῥήτορας Longin.34.4, πρῶτος τῶν ἀπὸ τοῦ αἰῶνος Ῥωμαίων D.C.63.20.3
irón. θεωρήσατε ἕνα ἀπ' αἰῶνος ἐπαγόμενον γυμνασίαρχον = contemplad al único gimnasiarco de todos los tiempos que haya sido conducido al suplicio, A.Al.11.67.
C personif.
I 1 Eternidad como hija del tiempo Αἰών τε Χρόνου παῖς E.Heracl.900, Αἰῶνος στόμασιν βεβοημένε = cuyo nombre está en labios de la Eternidad epigr. en SHell.982.3, cf. Q.S.12.194, Nonn.D.7.10
interpretada como una fuerza universal que provoca y determina los distintos accidentes de la existencia πάντα σφάλλων ὁ μέγιστος αἰών Melinno SHell.541.13, αἰὼν παντογενὴς ὁ πάντα γεννῶν Ps.Sotad.15, φιλομετάβολον γάρ τί ἐστιν ὁ αἰών, οὐκ εἰς φυτὰ μόνον καὶ ζῷα ἀλλὰ καὶ εἰς ῥήματα S.E.M.1.82.
2 ser divino, eón op. ἄνθρωπος: οὐ γὰρ εἰμὶ αἰών, ἀλλ' ἄνθρωπος Arr.Epict.2.5.13, cf. Ep.Col.1.26, PMag.4.520, Corp.Herm.11.1, Dam.in Prm.151
en Egipto como trad. de nḥḥ, eternidad alusión solemne a un dios, prácticamente equiv. a θεός: de Sarapis Αἰὼν Πλουτόνιος Ps.Callisth.27.23, de una divinidad solar de origen semítico en Alejandría ἡ Κόρη ... ἐγέννησε τὸν Αἰῶνα Epiph.Const.Haer.51.22.10, de Osiris en unidad mística con Adonis (Αἰών) ὃν Ἀλεξανδρεῖς ἐτίμησαν, Ὄσιριν ὄντα καὶ Ἄδωνιν ὁμοῦ κατὰ μυστικήν Dam.Fr.174, para aludir a un dios cuya identidad no se quiere desvelar, Dam.Fr.100, de Mandulis Αἰὼν παντοκράτωρ IMEG 166.19 (Talmis, imper.)
fuera de Egipto, pero prob. por extensión de tal uso ref. tb. a una divinidad solar Αἰὼν ἀσβέστων φλογμῶν Mesom.4.17.
3 eón gnóstico, Hippol.Haer.5.9.5, 6.17.7, Iren.Lugd.Haer.1.1.1.
4 mit. Eón hijo de Colpias, hermano de Protógono y padre de Genos y Génea en la mit. fenicia, Herenn.Phil.Hist.2.7, 9.
II totalidad de eones, mundo espiritual Origenes Io.13.19; cf. ἄιος.
• Etimología: De *°H2u-/*eH2u-; del grado pleno procede ai. āyuṣ; del grado cero αἰών, ἀεί, αἰές; cf. tb. lat. aeuum, aeternus, gót. aiwstiempo’.

French (Bailly abrégé)

ῶνος (ὁ, poét. ἡ)
temps :
1 durée de la vie, vie ; destinée, sort : τὸ δὲ μετ’ εὐτυχίαν κακοῦσθαι θνατοῖς βαρὺς αἰών EUR subir le malheur après la prospérité, voilà un sort pénible pour les mortels;
2 temps, éternité : δι’ αἰῶνος dans le cours des âges;
3 âge, génération, monde : ὁ μέλλων αἰών DÉM les âges à venir, la postérité.
Étymologie: p. *αἰϜών ; cf. lat. aevum.

English (Slater)

αἰών (ὁ, ἡ. αἰών, -ῶνος, -ῶνα)
a span, course of life αἰὼν δ' ἔφεπε μόρσιμος (O. 2.10) ἄδακρυν νέμονται αἰῶνα (O. 2.67) μὴ καθέλοι μιν αἰὼν πότμον ἐφάψαις ὀρφανὸν γενεᾶς (O. 9.60) αἰὼν δ' ἀσφαλὴς οὐκ ἔγεντ οὔτ Αἰακίδᾳ παρὰ Πηλεῖ οὔτε (P. 3.86) τὰν ἀκίνδυνον παρὰ ματρὶ μένειν αἰῶνα πέσσοντ (P. 4.186) κλυτᾶς αἰῶνος ἀκρᾶν βαθμίδων ἄπο (P. 5.7) λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν ἀνδρῶν καὶ μείλιχος αἰών (P. 8.97) νιν εὐθυπομπὸς αἰὼν ταῖς μεγάλαις δέδωκε κόσμον Ἀθάναις (N. 2.8) ἐλᾷ δὲ καὶ τέσσαρας ἀρετὰς ὁ θνατὸς αἰών (N. 3.75) ἐκ πόνων δ' τελέθει πρὸς γῆρας αἰὼν ἡμέρα (N. 9.44) ἐπεὶ τούτον, ἢ πάμπαν θεὸς ἔμμεναι οἰκεῖν τοὐρανῷ, εἵλετ' αἰῶνα Πολυδεύκης (N. 10.59) αἰὼν δὲ κυλινδομέναις ἁμέραις ἄλλ' ἄλλοτ ἐξ ἄλλαξεν (I. 3.18) ἕκαλος ἔπειμι γῆρας ἔς τε τὸν μόρσιμον αἰῶνα (I. 7.42) δόλιος γὰρ αἰὼν ἐπ' ἀνδράσι κρέμαται (I. 8.14) πολύ τοι φέριστον ἀνδρὶ τερπνὸς αἰών fr. 126. 2. ζωὸν δ' ἔτι λείπεται αἰῶνος εἴδωλον existence fr. 131b. 2. ἰσοδένδρου τέκμαρ αἰῶνος θεόφραστον λαχοῖσα (sc. a Dryad nymph.) fr. 165.
b marrow αἰὼν δὲ δἰὀστέων ἐρραίσθη fr. 111. 5.

English (Abbott-Smith)

αἰών, -ῶνος, ὁ, [in LXX chiefly for עַד,עוֹלָם;]
1.in cl., like Lat. aevum (LS, MM, VGT, s.v.), a space of time, as, a lifetime, generation, period of history, an indefinitely long period; in NT of an indefinitely long period, an age, eternity, usually c. prep. (MM, VGT);
(a)of the past: ἀπ’ αἰ. (cf. Heb. מֵעוֹלָם), Lk 1:70;
(b)of the future: εἰς τ. αἰ. (cf. לְעוֹלָם), forever, Mt 21:19; id., c. neg., never, Jo 4:14; more strongly, εἰς τὸν αἰ. τοῦ αἰ., He 1:8 (LXX); εἰς τοὺς αἰ., Mt 6:13; εἰς τοὺς αἰ. τῶν αἰ. (cf. Is 45:17, עַד־עוֹלְמֵי עַד), Ro 16:27, LT; cf. also Eph 3:21, II Pe 3:18, Ju 25, Re 14:11.
2.οἱ αἰ., the worlds, the universe, "the sum of the periods of time, including all that is manifested in them": He:12 11:3 (cf. I Ti 1:17, where τῶν αἰ. are prob. "the ages or world-periods which when summed up make eternity".
3.the present age (Heb. הָעוֹלָם הַזֶּה): ὁ αἰ., Mt 13:22; ὁ αἰ. οὗτος, Mt 12:32; ὁ νῦν αἰ., I Ti 6:17; ὁ ἐνεστὼς αἰ., Ga 1:4; similarly, of the time after Christ's second coming (הָעוֹלָם הַבָּא), ὁ αἰ. ἐκεῖνος, Lk 20:35; ὁ αἰ. μέλλων, Mt 12:32; ὁ αἰ. ὁ ἐρχόμενος, Mk 10:30.SYN.: κόσμος, the ordered universe, the scheme of material things; οἰκουμένη, the inhabited earth; in contrast with both of which αἰ. is the world under aspects of time (cf. Westc. on He 1:2; Tr., Syn., §lix; Thayer, s.v., αἰ.; Cremer, 74, 620; MM, VGT).

English (Strong)

from the same as ἀεί; properly, an age; by extension, perpetuity (also past); by implication, the world; specially (Jewish) a Messianic period (present or future): age, course, eternal, (for) ever(-more), (n-)ever, (beginning of the, while the) world (began, without end). Compare χρόνος.

English (Thayer)

(ῶνος, ὁ (as if Αιε — poetic for ἀεί — ὤν, so teaches Aristotle, de caelo 1,11, 9, vol. i., p. 279{a} 27; (so Proclus book iv. in Plato, Timaeo, p. 241; and others); but more probable is the conjecture (cf. Etym. Magn. 41,11) that αἰών is so connected with ἄημι to breathe, blow, as to denote properly that which causes life, vital force; cf. Harless on αἰών (= αἰϝών) is now generally connected with αἰεί, ἀεί, Sanskrit evas (aivas), Latin aevum, Goth. aivs, German ewig, English aye, ever; cf. Curtius, § 585; Fick, Part i., p. 27; Vanicek, p. 79; Benfey, Wurzellex, i., p. 7f; Schleicher, Compend. edition 2, p. 400; Pott, Etymologicum Forsch., edition 2,2:2, p. 442; Ebeling, Lex. Homer under the word; Liddell and Scott, under the word ἀεί; Cremer, edd, 2,3,4 (although in edition 1he agreed with Prof. Grimm); Pott and Fick, however, connect it with Sanskrit ayus rather than evas, although both these forms are derived from i to go (see Pott, Sehleicher, Fick, Vanicek, as above).) In Greek authors:
1. age (Latin aevum, which is αἰών with the Aeolic digamma), a human lifetime (in Homer, Herodotus, Pindar, Tragic poets), life itself (Homer Iliad 5,685 με καί λίποι αἰών etc.).
2. an unbroken age, perpetuity of time, eternity, (Plato, Tim., p. 37d. 38a.; Tim. Locr., p. 97d. (quoted below); Plutarch, others). With this signification the Hebrew and rabbinical idea of the word עולָם (of which in the Sept. αἰών is the equivalent) combines in the Biblical and ecclesiastical writings Hence, in the N. T. used:
1.
a. universally: in the phrases εἰς τόν αἰῶνα, לְעולָם (forever, εἰς τόν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος, Alexandrian LXX, cf. Winer's Grammar, § 36,22 (εἰς αἰῶνα, εἰς ἡμέραν αἰῶνος unto the day which is eternity (genitive of apposition), never, not for ever, not always, εἰς τούς αἰῶνας, unto the ages, i. e., as long as time shall be (the plural denotes the individual ages whose sum is eternity): (R G Tr WH); εἰς πάντας τούς αἰῶνας, εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων (in which expression the endless future is divided up into various periods, the shorter of which are comprehended in the longer (cf. Winer's Grammar, § 36,2; among the various phrases to express duration composed of this word with preposition or adjuncts (which to the number of more than fifteen are to be found in the Sept., cf. Vaughan on L T); εἰς αἰῶνας αἰώνων, ὁ αἰών τῶν αἰώνων the (whole) age embracing the (shorter) ages, ἀπό τῶν αἰώνων from the ages down, from eternity, πρό τῶν αἰώνων before time was, before the foundation of the world, πρόθεσις τῶν αἰώνων eternal purpose, ἀπό τοῦ αἰῶνος (מֵעולָם from the most ancient time down (within the memory of man), from of old, οἱ πατέρες ἡμῶν ἀπό τοῦ αἰῶνος; Longinus, 34 τούς ἀπ' αἰῶνος ῥήτορας); also ἐκ τοῦ αἰῶνος, Diodorus 4:83 of the temple of Venus τήν, ἐξ αἰῶνος ἀρχήν λαβόν, 17,1 τούς ἐξ αἰῶνος βασιλεῖς (excerpt. de legat, xl.), p. 632 τήν ἐξ αἰῶνος παραδεδομένην ἐλευθερίαν).
2. by metonymy of the container for the contained, οἱ αἰῶνες denotes the worlds, the universe, i. e. the aggregate of things contained in time (on the plural cf. Winer's Grammar, 176 (166); Buttmann, 24 (21)): WH text; cf. Philo de plant. Noe § 12twice; de mundo § 7; Josephus, Antiquities 1,18, 7; Clement of Rome, 1 Corinthians 61,2 [ET]; 35,3 [ET] (πατήρ τῶν αἰώνων); 55,6 [ET] (Θεός τῶν αἰώνων); Apostolic Constitutions 7,34; see Abbot in Journal Society for Biblical Literature etc. i., p. 106n.). So αἰών in οἱ αἰῶνες in the Fathers, equivalent to the world of mankind, e. g. Ignatius ad Ephesians 19,2 [ET]):
3. As the Jews distinguished הַזֶּה הָעולָם the time before the Messiah, and הַבָּא הַעולָם, the time after the advent of the Messiah (cf. Riehm, Lehrb. d. Hebraerbr., p. 204ff; (Schürer, § 29,9)), so most of the N. T. writers distinguishαἰών οὗτος this age (also simplyαἰών, G L T Tr WH; ὁ ἐνεστὼς αἰών, ὁ νῦν αἰών, παρουσία, which see), the period of instability, weakness, impiety, wickedness, calamity, misery — and αἰών μέλλων the future age (alsoαἰών ἐκεῖνος, ὁ αἰών ὁ ἐρχόμενος, οἱ αἰῶνες οἱ ἐπερχόμενοι, Romans, vol. 3:22f. Hence, the things of 'this age' are mentioned in the N. T. with censure: ὁ αἰών οὗτος, by metonymy, men controlled by the thoughts and pursuits of this present time, υἱοί τοῦ αἰῶνος τούτου in κατά τόν αἰῶνα τοῦ κόσμου τούτου conformably to the age to which this (wicked) world belongs, Trench, § 59 under the end); ἀγαπᾶν τόν νῦν αἰῶνα, ἀγαπάω); ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος τούτου, ἄρχων); ὁ Θεός τοῦ αἰ. τούτου, the devil, who rules the thoughts and deeds of the men of this age, αἱ μέριμναι τοῦ αἰῶνος, the anxieties for the things of this age, πλούσιος ἐν τῷ νῦν αἰῶνι, rich in worldly wealth, σοφία ... τοῦ αἰῶνος τούτου such wisdom as belongs to this agefull of error, arrogant, hostile to the gospel, συζητητής τοῦ αἰ. τούτου, disputer, sophist, such as we now find him, συντέλεια τοῦ αἰ. τούτ., the end, or rather consummation, of the age preceding Christ's return, with which will be connected the resurrection of the dead, the last judgment, the demolition of this world and its restoration to a more excellent condition (cf. 4Esdr. 7:43 [ συντέλεια τῶν αἰώνων in Test xii. Patr., test. Levi 10, test. Benj. 11 (cf. Vorstman, p. 133)); τά τέλη τῶν αἰώνων the ends (last part) of the ages before the return of Christ, δυνάμεις τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, powers which present themselves from the future or divine order of things, i. e., the Holy Spirit, τοῦ αἰῶνος ἐκείνου τυχεῖν, to partake of the blessings of the future age, αἰών. (On the word in its relation to κόσμος see Trench, § 59: Its biblical sense and its relation to עולָם are discussed by Stuart, Exeget. Essays on Words relating to Future Punishment, Andover, 1830 (and Presbyterian Publishing Committee, Philadelphia); Tayler Lewis in Lange's Commentary on Ecclesiastes, pp. 44-51; J. W. Hanson, Aion-Aionios (pp. 174), Chicago, 1880. See especially E. Abbot, Literature of the Doctrine of a Future Life, etc. (New York, 1867), Index of subjects, under the word For its meanings in ecclesiastical writings see Suicer, Thesaurus Eccl. i. Colossians 140ff, cf. ii. Colossians 1609; Huet, Origeniana (Appendix to Vol. iv. of De la Rue's Origen) book ii. c. ii. quaest. 11, § 26. Its use in Homer, Hesiod, Pindar, Aeschylus, Sophocles, Euripides, Aristotle, Plato, Tim. Locr., is exhibited in detail by E. S. Goodwin in the Christ. Exam. for March and May, 1831, March and May, 1832. "On αἰών as the complete period, either of each particular life or of all existence, see Aristotle, cael. 1,9, 15; on αἰών and χρόνος, cf. Philo (quis rer. div. her. § 34) i. 496,18f; (de mut. nom. § 47) i. 619,10f." Liddell and Scott, edition 6; see also Philo de alleg. leg. iii. 8; quod deus immut. § 6 at the end; de secular § 11; de praem, et poen. § 15; and (de mund, opif. § 7) especially J. G. Muller, Philo's Lehre v. d. Weltschopfung, p. 168 (Berl. 1864). Schmidt (chapter 44) gives the distinction, for substance, as follows: both words denote the abstract idea of time and with special reference to its extent or duration; χρόνος is the general designation for time, which can be divided up into portions, each of which is in its turn a χρόνος; on the other hand, αἰών, which in the concrete and simple language of Homer (Pindar and the Tragedians) denotes the allotted lifetime, even the life, of the individual (Iliad 4,478 μινυνθάδιος δέ οἱ αἰών etc.), in Attic prose differs from χρόνος by denoting time unlimited and boundless, which is not conceived of as divisible into αἰῶνες (contrast here biblical usage and see below), but rather into χρόνοι. In philosophical speech it is without beginning also. Cf. Tim. Locr. 97c. d. χρόνῳ δέ τά μέρεα τάσδε τάς περιόδως λέγοντι, ἅς ἐκόσμησεν ὁ Θεός σύν κόσμῳ. Οὐ γάρ ἦν πρό κόσμῳ ἄστρα. Διόπερ οὐδ' ἐνιαυτός ὀυδ' ὠρᾶν περίοδοι, αἷς μετρηταί ὁ γεννατὸς χρόνος οὗτος. Ἑικών δέ ἐστι τῷ ἀγεννάτω χρόνῳ, ὅν αἰῶνα ποταγορεύομες. ὡς γάρ ποτ' ἀΐδιον παράδειγμα, τόν ἰδανικὸν κόσμον, ὅδεὠρανός ἐγεννάθη, οὕτως ὡς πρός παράδειγμα, τόν αἰῶνα, ὅδεχρόνος σύν κόσμῳ ἐδαμιουργήθη — after Plato, Timaeus, p. 37d. (where see Stallbaum's note and references); Isocrates 8,34 τούς εὐσεβείας καί δικαιοσύνης ζῶντας (ὁρῶ) ἐν τέ τοῖς παροῦσι χρόνοις ἀσφαλῶς διάγοντας καί περί τοῦ σύμπαντος αἰῶνος ἡδίους τάς ἐλπίδας ἔχοντας. The adjective ἄχρονος independent of time, above and beyond all time, is synonymous with αἰώνιος; where time (with its subdivisions and limitations) ends eternity begins: Nonnus, metaph, evang. Johan. 1:1, ἄχρονος ἦν, ἀκίχητος, ἐν ἀρρήτω λόγος ἀρχή. Thoroughly Platonic in cast are the definitions of Gregory of Nazianzus (orat. xxxviii. 8) αἰών γάρ οὔτε χρόνος οὔτε χρόνου τί μέρος. Οὐδέ γάρ μετρητόν, ἀλλ' ὅπερ, ἡμῖνχρόνος ἡλίου φορά μετρούμενος, τοῦτο τοῖς ἀϊδίοις αἰών, τό συμπαρεκτεινόμενον τοῖς οὖσιν οἷον τί χρονικὸν κίνημα καί διάστημα (Suicer as above). So Clement of Alexandria, strom., i. 13, p. 756a., Migne edition, ὁ γ' οὖν αἰών τοῦ χρόνου τό μέλλον καί τό ἐνεστὼς, αὐτάρ δή καί τό παρωχηκος ἀκαριαιὼς συνίστησι. Instances from extra-biblical writings of the use of αἰών in the plural are: τόν ἀπ' αἰώνων μύθον, Anthol. vol iii., part ii., p. 55, Jacobs edition; εἰς αἰῶνας, ibid. vol. iv. epigr. 492; ἐκ περιτροπῆς αἰώνων, Josephus, b. j. 3,8, 5; εἰς αἰῶνας διαμενεῖ, Sextus Empiricus, adv. Phys. i. 62. The discussions which have been raised respecting the word may give interest to additional references to its use by Philo and Josephus. Philo: ὁ πᾶς (ἅπας, σύμπας) or πᾶς (etc.) ὁ αἰών: de alleg. leg. iii. § 70; de cherub. § I (a noteworthy passage, cf. de congressu ernd. § 11and references under the word θάνατος); de sacrif. Ab. et Caini § 11; quod det. pot. § 48; quod deus immut. § 1, § 24; de plantat. § 27; de sobrietate § 13; de migr. Abr. § 2; de secular § 9; de mut. nom. § 34; de somn. ii., § 15, § 31, § 38; de legat. ad Gaium § 38; (ὁ) μακρός αἰών: de sacrif. Ab et Caini § 21; de ebrietate § 47; de secular § 20; αἰών μήκιστος: de sobrietate § 5; de secular § 21; ὁ ἄπειρος αἰών: de legat, ad Gaium § 11; ὁ ἔμπροσθεν αἰών: de praem, et. poen. § 6; αἰών πολύς: de Abrah. § 46; τίς αἰών: de merc. meretr. § 1; δἰ αἰών: de cherub. § 26; de plantat. § 27; εἰς τόν αἰών: de gigant. § 5; ἐν (τῷ) αἰώνω: de mut. nom. § 2 (twice) (note the restriction); quod deus immut. § 6; ἐξ αἰών: de somn. 1 § 3; ἐπ' αἰῶνος: de plantat. § 12 (twice); de mundo § 7; πρό αἰῶνος: de mut. nom. § 2; πρός αἰ.: de mut. nom. § 11; (ὁ) αἰών: de secular § 18; de alleg. leg. iii. § 70; de cherub. § 22; de migr. Abr. § 22; de somn. i., § 18, § 22; de Josepho § 5; de vita Moys. ii. § 3; de decalogo § 14; de victimis § 3; fragment in Mang. 2:660 (Richter vi., p. 219); de plantat. § 12 (bis); de mundo § 7. Josephus: (ὁ) πᾶς αἰών: Antiquities 1,18, 7; 3,8, 10; contra Apion 2,11, 3; 2,22, 1; μακρός αἰών: Antiquities 2,7, 3; πολύς αἰών: contra Apion 2,31, 1; τοσοῦτος αἰών: contra Apion 1,8, 4; πλῆθος αἰῶνος: Antiquities prooem. § 3; ἀπ' αἰῶνος: b. j. prooem. § 4; δἰ αἰῶνος: Antiquities 1,18, 8; 4,6, 4; b. j. 6,2, 1; εἰς (τόν) αἰωνον: Antiquities 4,8, 18; 5,1, 27; 7,9, 5; 7,14, 5; ἐξ αἰωνον: b. j. 5,10, 5; (ὁ) αἰών: Antiquities 19,2, 2; b. j. 1,21, 10; plural (see above) 3,8, 5. See αἰώνιος.)

Greek Monolingual

ο (Α αἰών, ο και η)
1. μεγάλο, απεριόριστο χρονικό διάστημα, στο παρελθόν ή στο μέλλον, μακριά σειρά ετών, χρόνια και χρόνια (στα νεοελλ. και μτφ. ή και για δήλωση υπερβολής)
2. φρ. «απ' αιώνος», από ακαθόριστο χρόνο στο παρελθόν, από πολύ παλιά
εις (τον)αιώνα [(του) αιώνος] ή εις (τους) αιώνας [(τών) αιώνων], συνήθης κατάληξη ύμνων ή δεήσεων εκκλησιαστικών ακολουθιών), για πάντα
νεοελλ.
1. το χρονικό διάστημα στο οποίο περιέχεται η ζωή ενός ανθρώπου και τών συγχρόνων του ανθρώπων, εποχή, καιρός
2. χρονική περίοδος εκατό ετών, εκατονταετία
3. ορισμένη χρονική ή ιστορική περίοδος που χαρακτηρίζεται από μία ιστορική προσωπικότητα ή ένα σπουδαίο γεγονός, παγκόσμιας, συνήθως, σημασίας (π.χ. «αιών του Περικλέους»)-
4. (επιρρ. φρ.) «στον αιώνα τον άπαντα» (συνήθως για άρνηση) ποτέ, ουδέποτε
μσν.-αρχ.
ο χωρίς αρχή και τέλος χρόνος, άπειρος χρόνος, αιωνιότητα
μσν.
1. διάστημα χιλίων ετών, χιλιετία
2. διάστημα χρόνου με σαφώς καθορισμένα όρια, κυρίως η παρούσα ζωή, ο τωρινός κόσμος, σε αντίθεση με τον ακαθόριστο μελλοντικό
αρχ.
1. η διάρκεια, η περίοδος της ζωής ενός ανθρώπου και συνεκδ. η ίδια η ζωή, η ύπαρξη
2. γενιά
«αἰῶνα ἐς τρίτον» (Αισχύλος)
3. πεπρωμένο, προορισμός, μοίρα
4. πληθ. οι αιώνες, η αιωνιότητα
5. (για τους Πυθαγορείους)
ο αριθμός 10
6. (ως κύριο όνομα) ο Αιών
γιος του Χρόνου (προσωποποιημένη έκφρ. του χρόνου)
7. (ως επίθ. του ουσ. χρόνος) ατέλειωτος, αιώνιος
8. Αιώνες
όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονταν διάφορα θεϊκά όντα ή πνεύματα που εξουσίαζαν τους ανθρώπους
9. ο νωτιαίος μυελός (ως έδρα της ζωής)
10. φρ. «αἰὼν Αἰακιδάν», περίφρ. αντί Αἰακίδες
«δι' αἰῶνος», αιωνίως
«εἰς πάντας τοὺς αἰώνας» και «τὸν δι' αἰῶνος χρόνον», για πάντα
«εἰς τὸν αἰῶνα», ποτέ πια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. αἰών εμφανίζει ιδιαίτερο γλωσσικό ενδιαφέρον λόγω της ετυμολογικής προελεύσεως και τών ομορρίζων της στην Ελληνική και σε άλλες ΙΕ γλώσσες καθώς και λόγω της σημασιολογικής της εξελίξεως. Η λ. προήλθε από αρχ. τ. aἰF-ών, έρρινο θεματ. τ. από την ΙΕ ρίζα aiw-. Αρχ. σημ. της ρίζας ήταν «η ζωτική δύναμη» που διατηρήθηκε στο αρχ. ινδ. āyu- και στη λ. αἰών, όπως φαίνεται από τη συνεκφορά της με τη λ. ψυχὴ στον Όμηρο (Π 453 «αὐτάρ ἐπεὶ δὴ τον γε λίπῃ ψυχή τε καὶ αἰών», αφού του λείψουν η ψυχή και της ζωής η δύναμη), λέξη που πιθ. επέδρασε αναλογικά στη λ. αἰὼν προσδίδοντας της και θηλ. γένοςαἰών). Εν συνεχεία η λ. σήμανε «τη ζωή» γενικότερα και την έδρα της ζωής, όπως πίστευαν, «τον νωτιαίο μυελό». Αργότερα δήλωσε «τη διάρκεια της ζωής» και «τη διάρκεια» γενικότερα, για να σημάνει τελικά στη φιλοσοφική κυρίως γλώσσα «την αιωνιότητα». Με ειδικότερο προσδιορισμό του μήκους της διαρκείας, η λ. σήμανε στην αρχαία «τη γενεά», στον μεσαίωνα τη χιλιετία (διάρκεια χιλίων ετών) και στους μετέπειτα χρόνους «τον αιώνα» (διάρκεια εκατό ετών). Η ίδια ρίζα (aiw-) έδωσε λαβή στη δημιουργία πλήθους λεξιλογικών στοιχείων και σε άλλες ΙΕ γλώσσες, από τα οποία αναφέρουμε ενδεικτικά τα λατ. aevum (ό,τι το ελλην. αἰών), aetas (< aevitas) «ηλικία» και aeternus (< aeviternus) «αιώνιος», απ' όπου τα γαλλ. age «ηλικία» (από το λατ. aetaticum < λατ. aetas), medi-eval «μεσαιωνικός» (< λατ. medium aevum), longevite «μακροβιότητα» (μεταγ. λατ. longaevitas aevum), eternel «αιώνιος» (< χριστ. λατ. aeternalis < λατ. aeternus)
τα αρχ. γερμ. aiw «πάντοτε» και nie... aiw «ποτέ», απ' όπου τα αγγλ. ever «πάντοτε», γερμ. ewig «παντοτινός, αιώνιος», γερμ. nie «ποτέ» κ.ά. Από έρρινη επίσης μορφή θέματος προήλθε το επίρρ. αἰὲν, πρβλ. και ἀεί), ενώ από ένσιγμη μορφή θέματος παράγεται ο τ. αἰῶ (< aiFόσa >. Πιθ. ακόμη από μεταπτωτική βαθμίδα της ρίζας aiw- (<2 ei-w-), από ρίζα y-uw- (<2y-eu-) να προέρχονται τα αρχ. περσ. yavāi «για πάντα, παντοτινά», ινδ.-ιραν. guvan- και λατ. iuvenis «νέος, νεαράς ηλικίας», που θα σήμαιναν αρχικά «τη ζωτική δύναμη της νεότητας». Βλ. και ετυμολ. του ἀεί.
ΠΑΡ. αιώνιος
αρχ.
αἰωνιαῖος
μσν.
αἰωνίζω.
ΣΥΝΘ. αιωνόβιος, μακραίων
αρχ.
δυσαίων, εὐταίων, αἰωνοχαρής
μσν.
αἰωνοθαλής, αἰωνοτόκος.

Greek Monotonic

αἰών: -ῶνος, ὁ, ποιητ. · αποκομ. τύπος αιτ. αἰῶ (κυρίως αἰϜών, Λατ. aevum, βλ. αἰεί), χρονική περίοδος ύπαρξης,
1. ο χρόνος ζωής κάποιου, η ζωή του, σε Όμηρ., Αττ. ποιητές.
2. αιώνας, ηλικιακή κλάση, γενιά, σε Αισχύλ.· ὁ μέλλων αἰών, οι μεταγενέστεροι, οι απόγονοι, σε Δημ.
3. μακρά περίοδος χρόνου, αιώνας· ἀπ' αἰῶνος, από παλιά, επί αιώνες, σε Ησίοδ., Κ.Δ.· τὸνδι' αἰῶνος χρόνον, για πάντα, αιωνίως, σε Αισχύλ.· ἅπαντα τὸν αἰῶνα, σε Λυκούργ.
4. καθορισμένη περίοδος χρόνου, εποχή, περίοδος (που έχει προσδιορίσει η θεϊκή πρόνοια)· ὁ αἰὼν οὗτος, ο παρών κόσμος, αντίθ. προς το ὁ μέλλων, σε Καινή Διαθήκη· απ' όπου και η χρήση του στον πληθ., εἰςτοὺς αἰῶνας, για πάντα, στο ίδ.

German (Pape)

ῶνος, ὁ, fem. Il. 22.58; Hes. Sc. 331; Simonid. 92 (VII.515); Pind. P. 4.186; Eur. Phoen. 1484, und einzeln bei a. D.:
1 Zeit, bes.
a Lebenszeit, Leben, Hom. τὸν λίπῃ ψυχή τε καὶ αἰών Il. 16.453, allein 5.685; ἐκ δ' αἰὼν πέφαται Il. 19.27; ἀπ' αἰῶνος νέος ὤλεο 24.725, du starbst jung; μηδέ τοι αἰὼν φθινέτω Od. 5.160, κατείβετο δὲ γλυκὺς αἰών 152; ψυχῆς τε καὶ αἰῶνός σε εὖνιν ποιήσας 9.523; αἰῶνα φθινύθω 18.204. Oft Trag., μονάδ' αἰῶνα διάγειν Eur. Phoen. 1484; αἰῶνος στερεῖν Aesch. Prom. 864; μέτριος, τλήμων Soph. Phil. 179, O.C. 1734; ἄδακρυν αἰῶνα νέμεσθαι Pind. Ol. 2.74; vgl. Xen. Cyr. 3.3.3; αἰῶνα τελευτῆσαι, sein Leben endigen, Her. 1.32; διαφέρειν, hinbringen, 3.40.
b lange Zeit, Ewigkeit, μακρὸς αἰών Aesch. Suppl. 577, vgl. μακροὺς αἰῶνας ἔκειντο Theocr. 16.43; ὁ δι' αἰῶνος χρόνος Ag. 540, und allein δι' αἰῶνος, fortdauernd, Ch. 26; Soph. El. 1013; Arist. mund. 5 und andere Pros.; εἰς πάντα τὸν αἰῶνα, für alle Ewigkeit, Lycurg. 106. Dah. die Ableitung von αἰὲν ὤν, Arist. coel. 1.11.
2 Rückenmark, H.h. Merc. 42; Hippocr.

Russian (Dvoretsky)

αἰών: ῶνος ὁ, реже ἡ (acc. тж. αἰῶ Aesch.)
1 век, жизнь (ψυχὴ καὶ αἰ. Hom.; αἰ. τλήμων Soph.): τελευτῆσαι καλῶς τὸν αἰῶνα Her. счастливо окончить свою жизнь; αἰῶνος στερεῖν τινα Aesch., лишать кого-л. жизни; ἐμὸν κατ᾽ αἰῶνα Aesch. пока я жив;
2 поколение: αἰῶνα ἐς τρίτον Aesch. до третьего поколения; ὁ μέλλων αἰ. Dem. потомство;
3 жизненный жребий, доля, судьба (τίν᾽ αἰῶν᾽ ἕξεις; Eur.);
4 век, время, эпоха, эра: δι᾽ αἰῶνος ἀπαύστου Aesch., в течение бесконечного времени; μακροὺς αἰῶνας Theocr. в течение долгих веков; εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων NT на веки веков;
5 вечность: ἀπ᾽ αἰῶνος Hes. испокон веков; τὸν δι᾽ αἰῶνος χρόνον или δι᾽ αἰῶνος Aesch., вечно; τὸν αἰῶνα Plat. навеки;
6 спинной мозг HH, Pind.

Frisk Etymological English

-ῶνος
Grammatical information: m., also f.
Meaning: (life)time, long time, eternity (Il.).
Other forms: αἰέν adv. always
Origin: IE [Indo-European] [17] *h₂ei-u-
Etymology: From *αἰϜών, an n-stem, also seen in the old loc. αἰέν; s-stem in αἰῶ and αἰές, αἰεί (q.v.). - On the meaning in general Stadtmüller Saeculum 2, 315ff. - Neuter u-stem Skt. áyu, Av. aiiu, gen. yaoš, dat. yauuoi from *h₂oiu, *h₂i-eu-s, *h₂i-eu-ei. Latin has the o-stem aevus < *h₂ei-u-o-, Gothic an i-stem aiwins (acc. pl.). An old derivation is Lat. iuvenis, Skt. yúvan- young man from *h₂iu-Hen- (having vital strength). Derived from this word is Lith. jáunas, OCS junъ young and Goth. jund youth < *h₂iu-Hn-ti-. - See on οὐ.

Middle Liddell

poet.: apocop. acc. αἰῶ] properly αἰϝών, aevum, v. αἰεί)]
a period of existence:
1. one's life-time, life, Hom. and attic Poets.
2. an age, generation, Aesch.; ὁ μέλλων αἰών posterity, Dem.
3. a long space of time, an age, ἀπ' αἰῶνος of old, for ages, Hes., NTest.; τὸν δι' αἰῶνος χρόνον for ever, Aesch.; ἅπαντα τὸν αἰ. Lycurg.
4. a definite space of time, an era, epoch, age, period, ὁ αἰὼν οὗτος this present world, opp. to ὁ μέλλων, NTest.:—hence its usage in plural, εἰς τοὺς αἰῶνας for ever, NTest.

English (Autenrieth)

ῶνος (cf. aevum), m., fem. Il. 22.58: lifetime, life.

Frisk Etymology German

αἰών: -ῶνος
{aiṓn}
Grammar: m., auch f.
Meaning: ‘Leben(szeit), Zeit(dauer), lange Zeit, Ewigkeit’ (seit Hom.).
Derivative: Ableitungen: αἰώνιος andauernd, beständig, ewig (Pl., hell., NT) mit αἰωνιότης perpetuitas (Gloss.). — αἰωνίζειν verewigen, ewig sein (Dam., Phot., Suid.) mit αἰώνισμα Verewigung, Denkmal (Ostr.)
Etymology: Aus *αἰϝών, einem n-Stamm, der auch in αἰέν vorliegt. Daneben der s-Stamm im Akk. αἰῶ (A. Ch. 350 für αἰῶνα nach AB 363 mit Ahrens) und αἰές, αἰεί; weiteres s. αἰεί. — Zur religiösen Bedeutung von αἰών und αἰώνιος s. Owen Journ.ofTheolStud. 37, 265ff., 390ff.; zum Begriff im allg. Stadtmüller Saeculum 2, 315ff.
Page 1,49

Chinese

原文音譯:a„èn 埃安
詞類次數:名詞(129)
原文字根:不 若 是著 相當於: (עֹולָם‎)
字義溯源:時代,無限期的時間,永遠,永永遠遠,古代,紀元,世,世代,世界,物質世界,創世以來,風俗;源自(ἀεί)*=經常),持續的時間。這字暗示有限期的時間和無限期的時間,時間的紀元和永永遠遠。這字在新約的使用含意可概括如下:
1)物質世界;可見的,藉神的話所造的( 來1:2; 11:3)
2)現今世代,時代;( 弗2:2)中譯為今世的風俗,有悖逆之子的邪靈在運行
3)末世,世界的末了;現今的世代要有一個終結,其實,主在這末世已顯現一次,把自己獻為祭,為要除掉罪( 來9:26)
4)來世;主耶穌說,人為他和福音撇下一切,沒有不在今世得百倍的,在來世必得永世( 可10:30)
5)今世與來世,在同一節經文出來,兩者卻有截然的分別( 太12:32; 弗1:21; 彼後3:18; 猶1:25)
6)從創世以來,或從永世以來;這話在( 路1:70; 約9:32; 徒3:21)都有記載
7)直到永遠;至高者的兒子要作王直到永遠( 路1:33),神要記念亞伯拉罕和他的後裔,施憐憫直到永遠( 路1:55);還有永遠下渴,永遠活著,永遠不見死,永不滅亡( 約4:14; 6:51; 10:51; 10:28);願榮耀歸給他,直到永遠( 羅11:36; 16:27. 腓4:20)
8)永永遠遠;神的寶座是永永遠遠的( 來1:8),榮耀權能都是他的,直到永永遠遠( 彼前4:11; 5:11),他是活到永永遠遠的( 啓1:18; 4:9, (βουλευτής):6)
同源字:1) (αἰών)時代,古代 2) (αἰώνιος)永遠的,永恒的
同義字:1) (αἰών)時代,古代 2) (καιρός)時機,時候 3) (χρόνος)時期 4) (ὥρα)時辰
出現次數:總共(124);太(9);可(4);路(7);約(13);徒(2);羅(5);林前(8);林後(3);加(3);弗(7);腓(2);西(1);提前(4);提後(3);多(1);來(15);彼前(5);彼後(1);約壹(1);約貳(1);猶(3);啓(26)
譯字彙編
1) 永遠(68) 太6:13; 路1:33; 約4:14; 約6:51; 約6:58; 約8:35; 約8:35; 約8:51; 約8:52; 約10:28; 約11:26; 約12:34; 約13:8; 約14:16; 羅1:25; 羅11:36; 羅16:27; 林前8:13; 林後9:9; 林後11:31; 加1:5; 加1:5; 弗3:21; 弗3:21; 腓4:20; 腓4:20; 提前1:17; 提前1:17; 提後4:18; 提後4:18; 來1:8; 來5:6; 來7:21; 來7:24; 來7:28; 來13:21; 來13:21; 彼前4:11; 彼前4:11; 彼前5:11; 彼前5:11; 約壹2:17; 猶1:25; 啓1:6; 啓1:6; 啓1:18; 啓1:18; 啓4:9; 啓4:9; 啓4:10; 啓4:10; 啓5:13; 啓5:13; 啓7:12; 啓7:12; 啓10:6; 啓10:6; 啓11:15; 啓11:15; 啓14:11; 啓15:7; 啓15:7; 啓19:3; 啓19:3; 啓20:10; 啓20:10; 啓22:5; 啓22:5;
2) 世代(15) 太28:20; 羅9:5; 羅12:2; 林前1:20; 林前2:6; 林前2:6; 林前2:7; 林前2:8; 林前3:18; 林前10:11; 林後4:4; 加1:4; 弗1:21; 弗2:7; 提後4:10;
3) 永遠(9) 太21:19; 可11:14; 來1:8; 來6:20; 來7:17; 來13:8; 彼前1:25; 約貳1:2; 猶1:13;
4) 世(6) 太12:32; 可10:30; 路16:8; 路18:30; 提前6:17; 多2:12;
5) 世界(4) 路20:34; 路20:35; 來1:2; 來11:3;
6) 永世(4) 可3:29; 路1:55; 徒15:18; 提前1:17;
7) 世代的(3) 太13:49; 太24:3; 來9:26;
8) 世的(2) 弗3:11; 來6:5;
9) 創世以來(2) 約9:32; 徒3:21;
10) 時代的(2) 太13:39; 太13:40;
11) 世上(2) 太13:22; 可4:19;
12) 古(1) 猶1:25;
13) 永遠的(1) 啓14:11;
14) 永遠之(1) 彼後3:18;
15) 歷代(1) 路1:70;
16) 風俗(1) 弗2:2;
17) 代(1) 弗3:9;
18) 歷世(1) 西1:26

English (Woodhouse)

age, generation, long period of time, period of time, term of life, time of life

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=ζωή, μεγάλη περίοδος χρόνου). Ἀπό τή λέξη αἰεί → ἀεί (=πάντα), ρίζα αιϝ-.

Translations

lifetime

Azerbaijani: ömür; Bashkir: ғүмер; Catalan: vida; Chinese Mandarin: 一生, 一輩子, 一辈子, 壽命, 寿命, 畢生, 毕生, 輩子, 辈子; Czech: doba života, životnost; Dutch: leeftijd; Esperanto: vivodaŭro, vivdaŭro; Finnish: elinaika, elämän aika; French: durée de vie, vie; Georgian: სიცოცხლის ხანგრძლივობა, სიცოცხლის დრო, მთელი სიცოცხლე, მთელი ცხოვრება; German: Leben, Lebensdauer, Lebenszeit; Greek: βίος; Hindi: ज़िंदगी, जिंदगी, उमर, लाइफ; Hungarian: élettartam; Italian: durata, vita utile; Japanese: 生涯, 一生, 一生涯; Latin: aetas; Navajo: są́ náʼoogą́ą́ʼ; Plautdietsch: Läwenstiet; Polish: życie; Portuguese: vida; Romanian: durată de viață; Russian: продолжительность жизни, целая жизнь, вся жизнь, время жизни, срок службы; Spanish: vida; Swedish: livstid; Turkish: ömür, yaşam; Ukrainian: вік

age

Arabic: عَصْر‎; Armenian: դարաշրջան, դար, ժամանակաշրջան; Asturian: edá; Bengali: জমানা; Bulgarian: епоха; Chinese Mandarin: 時代, 时代; Cornish: oos; Czech: doba; Danish: epoke; Dutch: tijdperk, era, tijd, epoch; Esperanto: mondaĝo, tempaĝo, epoko; Finnish: aika, kausi; French: âge; Galician: idade, era, época; Georgian: ხანა, ერა, ეპოქა; German: Zeit, Epoche, Periode; Greek: εποχή; Ancient Greek: αἰών; Hebrew: תְּקוּפָה‎, עידן‎; Hindi: युग, अस्र; Indonesian: zaman; Interlingua: epocha; Irish: aois; Italian: età, evo; Japanese: 時代; Kabuverdianu: idadi; Korean: 시대(時代); Kurdish Central Kurdish: دەور‎, سەردەم‎; Latin: aetas; Low German: tied; Malayalam: കാലം; Maltese: żmien; Middle English: age; Norwegian Bokmål: tidsalder, epoke; Nynorsk: tidsalder, epoke; Occitan: edat, atge; Oriya: ଯୁଗ; Persian: عصر‎; Polish: epoka, era; Portuguese: idade, era, época; Romanian: epocă, ev, eră; Russian: эпоха, эра, время), век, час; Scottish Gaelic: linn, ùine, aois; Slovak: vek, doba; Spanish: edad, era, época; Swahili: umri; Swedish: tid, ålder, era; Tagalog: kapanahunan; Telugu: యుగం; Turkish: çağ; Ukrainian: епоха, ера, час, вік; Uzbek: asr; Welsh: yr, oes