καρδία: Difference between revisions

From LSJ

κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre

Source
m (Text replacement - " ," to ",")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 34: Line 34:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[καρδία]], η (AM [[καρδία]], Α ιων. τ. καρδίη και [[κραδίη]], αιολ. τ. [[κάρζα]], κυπρ. τ. [[κορζία]], Μ και [[καρδιά]])<br /><b>1.</b> [[κοίλο]] μυϊκό όργανο που αποτελεί το κεντρικό κινητήριο [[στοιχείο]] της κυκλοφορίας του αίματος<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> η [[έδρα]] τών συναισθημάτων, τών επιθυμιών και τών παθών του ανθρώπου, η [[ψυχή]]<br /><b>3.</b> [[διάθεση]], [[θέληση]], όρεξη («δουλεύει [[χωρίς]] [[καρδιά]]»)<br /><b>4.</b> το εσώτερο [[μέρος]] του κορμού και τών κλάδων ενός φυτού, η [[εντεριώνη]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> <b>εκκλ.</b> «ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας» — ας ανατείνουμε [[προς]] τον θεό τις ψυχές μας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> το [[μέσο]] μιας εποχής ή περιόδου ή κατάστασης, η [[ακμή]], το κεντρικότερο και κυριότερο [[σημείο]] («στην [[καρδιά]] του πολέμου»)<br /><b>2.</b> [[άλλη]] [[ονομασία]] στρειδιού, το [[κυδώνι]]<br /><b>3.</b> μικρό [[κόσμημα]] τών [[γυναικών]] με [[σχήμα]] καρδιάς<br /><b>4.</b> το εσώτερο και τρυφερότερο [[μέρος]] φυτού ή καρπού (α. «η [[καρδιά]] του καρπουζιού» β. «η [[καρδιά]] του μαρουλιού»)<br /><b>5.</b> ως [[προσφώνηση]] αγαπητού προσώπου<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[αγγίζω]] την [[καρδιά]] κάποιου»<br />i) [[συγκινώ]] κάποιον<br />ii) [[κάνω]] κάποιον να μέ συμπαθήσει<br />β) «[[αλαφρώνω]] την [[καρδιά]] κάποιου» — [[ανακουφίζω]] κάποιον<br />γ) «βγαίνει η [[καρδιά]] μου» ή «κόβεται η [[καρδιά]] μου» — [[πεθαίνω]]<br />δ) «[[καίω]] την [[καρδιά]] κάποιου»<br />i) [[κάνω]] κάποιον να υποφέρει<br />ii) [[κάνω]] κάποιον να μέ ερωτευθεί<br />ε) (ειρωνικά) (για μη ευνοϊκή [[είδηση]]) «μού 'κάνες την [[καρδιά]] [[περιβόλι]]» — μέ δυσαρέστησες<br />στ) «[[κάνω]] [[καρδιά]]» ή «[[κάνω]] την [[καρδιά]] μου [[πέτρα]]» — [[κάνω]] [[κουράγιο]], [[κάνω]] [[υπομονή]] ή [[αποκτώ]] [[θάρρος]]<br />ζ) «μαραίνει [[κάτι]] την [[καρδιά]] μου» — μέ λυπεί [[κάτι]] πολύ<br />η) «κλαίει η [[καρδιά]] μου» — [[λυπάμαι]]<br />θ) «πήγε η [[καρδιά]] μου στον [[τόπο]] της» — έπαυσα να [[ανησυχώ]], ησύχασα<br />ι) «πηδά η [[καρδιά]] μου» — [[χαίρομαι]], [[λαχταρώ]]<br />ια) «ρα(γ)ίζει η [[καρδιά]] μου» ή «ρα(γ)ίζεται η [[καρδιά]] μου» — θλίβομαι πολύ<br />ιβ) «τρέμει η [[καρδιά]] μου» — [[φοβάμαι]] πολύ, [[τρομάζω]]<br />ιγ) «το λέει η [[καρδιά]] μου» — έχω [[θάρρος]], [[είμαι]] [[γενναίος]]<br />ιδ) «[[μιλώ]] στην [[καρδιά]] κάποιου» — [[συγκινώ]] κάποιον<br />ιε) «[[χαλώ]] την [[καρδιά]] κάποιου» — [[δυσαρεστώ]], [[στενοχωρώ]] κάποιον<br />ιστ) «[[ανοίγω]] την [[καρδιά]] μου» — [[μιλώ]] με [[ειλικρίνεια]], [[εκμυστηρεύομαι]]<br />ιζ) «έχω (ή [[είμαι]]) ανοιχτή [[καρδιά]]» — [[είμαι]] [[προσηνής]], [[είμαι]] [[ευπροσήγορος]]<br />ιη) «έχω καλή [[καρδιά]]» — [[είμαι]] [[καλός]] [[άνθρωπος]], [[είμαι]] [[καλόψυχος]]<br />ιθ) «δεν το [[βαστά]] η [[καρδιά]] μου»<br />i) δεν το [[ανέχομαι]]<br />ii) δεν [[αντέχω]] σε [[μεγάλη]] [[συγκίνηση]]<br />κ) «βάστα, [[καρδιά]] μου, βάστα» — [[πρέπει]] να [[κάνω]] [[υπομονή]], [[πρέπει]] να αντέξω<br />κα) «έχω σκληρή (ή μαύρη) [[καρδιά]]» — [[είμαι]] [[άσπλαχνος]]<br />κβ) «[[καρδιά]] [[χρυσή]]» ή «[[καρδιά]] ευγενική» — [[άνθρωπος]] [[αγαθός]], [[ευγενικός]]<br />κγ) «μαύρη [[καρδιά]]» ή «κακή [[καρδιά]]» — [[άνθρωπος]] [[κακός]]<br />κδ) «[[καρδιά]] [[πέτρα]]» — [[άνθρωπος]] [[σκληρός]], [[ανηλεής]]<br />κε) «πονετική [[καρδιά]]» — [[άνθρωπος]] [[πονόψυχος]]<br />κστ) «[[λόγια]] της καρδιάς» — εγκάρδια, ειλικρινή [[λόγια]]<br />κζ) «από καρδιάς» ή «[[μέσα]] από την [[καρδιά]]» ή «με όλη την [[καρδιά]]» — [[ολόψυχα]], [[πρόθυμα]]<br />κη) «με ελαφριά [[καρδιά]]» ή «[[ελαφρά]] τῃ καρδίᾳ» — απερίσκεπτα<br />κθ) «το τραβάει η [[καρδιά]] μου» — το [[επιθυμώ]] πολύ<br />λ) «πήγε η [[καρδιά]] μου στον [[τόπο]] της» — αναθάρρησα, συνήλθα από τον φόβο μου<br />λα) «έχω [[καρδιά]] [[αγκινάρα]]» — [[είμαι]] [[ερωτύλος]]<br />λβ) «ανακατώνεται η [[καρδιά]] μου» — [[αηδιάζω]], έχω [[τάση]] για εμετό<br /><b>7.</b> <b>παροιμ.</b> α) «έχει [[καρδιά]] για πόλεμο, μα δεν βαστάν τα κότσια» — για κάποιον που κάνει τον γενναίο, ενώ στην [[πραγματικότητα]] [[είναι]] [[δειλός]]<br />β) «[[θεωρία]] επισκόπου και [[καρδία]] μυλωνά» — γι' αυτούς που φαίνονται τέλειοι ενώ στην [[πραγματικότητα]] δεν αξίζουν<br />γ) «[[κάλλιο]] κόμπο στο [[πουγγί]], [[παρά]] κόμπο στην [[καρδιά]]» — [[είναι]] προτιμότερο να μη δίνεις δανεικά, [[παρά]] να δανείζεις και να στενοχωριέσαι [[γιατί]] δεν σού τά επιστρέφουν<br />δ) «στον κάμπο δείχνετ' η [[καρδιά]], στο [[μετερίζι]] η [[μαστοριά]]» — η [[μάχη]] [[σώμα]] με [[σώμα]] [[είναι]] η μόνη που απαιτεί [[γενναιότητα]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) το κεντρικό [[σημείο]] («στην [[καρδιά]] της Αθήνας»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ανοίγω]] την [[καρδιά]] κάποιου» — [[χαροποιώ]] κάποιον<br />β) «[[βάζω]] (ή έχω) κάποιον στην [[καρδιά]] μου» — [[συμπαθώ]] πολύ κάποιον, [[αγαπώ]]<br />γ) «[[κλέβω]] την [[καρδιά]] κάποιου»<br />i) [[απατώ]], [[ξεγελώ]] κάποιον<br />ii) [[γοητεύω]] κάποιον δ) «τρώ(γ)ει [[κάτι]] την [[καρδιά]] μου» — μέ λυπεί [[κάτι]], λυπούμαι<br />ε) «από [[βάθος]] καρδιάς» ή «από βάθους καρδίας» ή «εκ μέσου καρδίας» — με βαθύ και ειλικρινές [[αίσθημα]]<br />στ) «[[δροσερεύω]] (ή [[δροσίζω]]) την [[καρδιά]] κάποιου» — [[ικανοποιώ]], [[ανακουφίζω]], [[παρηγορώ]]<br />ζ) «βράζει η [[καρδιά]] μου» — ταράζομαι, [[θυμώνω]]<br />η) «άπτει η [[καρδιά]] μου» — εξάπτομαι, εξοργίζομαι<br />θ) «πηδά η [[καρδιά]] μου» — [[χαίρομαι]], [[λαχταρώ]]<br />ι) «καθαρή [[καρδιά]]» ή «[[καθαρά]] [[καρδία]]» — [[άνθρωπος]] [[αγνός]]<br />ια) «με την καλή [[καρδιά]]» ή «με όλη την [[καρδιά]]»<br />i) [[ολόψυχα]], αφοσιωμένα<br />ii) (για [[παράκληση]]) θερμότατα<br />ιβ) «[[χάνω]] την [[καρδιά]] μου» — [[χάνω]] ό,τι πολυτιμότερο έχω<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[συναίσθημα]], [[αίσθημα]]<br /><b>2.</b> [[χαρακτήρας]], [[φύση]]<br /><b>3.</b> [[υπόσταση]], ύπαρξη<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ἀνάβω τὴν καρδιὰ κάποιου» — [[συγκινώ]] κάποιον<br />β) «ἀναπαύεται ἡ [[καρδιά]] μου» — [[ησυχάζω]]<br />γ) «[[ἅπτω]] τὴν καρδιὰ κάποιου» — [[κάνω]] κάποιον να μέ ερωτευθεί<br />δ) «[[βάνω]] τὴν καρδιὰ μου εἰς...» ή «[[βάνω]] τὴν καρδιὰ μου [[πρός]]»<br />i) [[τηρώ]], [[διαφυλάσσω]] [[κάτι]]<br />ii) [[δίνω]] [[σημασία]] σε [[κάτι]]<br />ε) «[[δυναμώνω]] τὴν [[καρδιά]] κάποιου» — [[δίνω]] [[θάρρος]] σε κάποιον<br />στ) «εἶμαι δυνατῆς καρδιᾱς [[ἄνθρωπος]]» — [[είμαι]] [[άνθρωπος]] με σταθερό [[φρόνημα]]<br />ζ) «[[ζουρώνω]] τὴν καρδιὰν κάποιου» — [[προσβάλλω]] κάποιον<br />η) «κρατῶ τὴν καρδιὰν κάποιου» — [[συγκινώ]] κάποιον<br />θ) «νεύει ἡ καρδιὰ μου» — παρασύρομαι<br />ι) «[[στέκω]] εἰς μίαν καρδίαν» — [[ομονοώ]]<br />ια) «[[συντυχαίνω]] ἐπί τὴν καρδίαν κάποιου» — [[συγκινώ]] κάποιον ιβ) «[[χωρίζω]] τὴν [[καρδιά]] κάποιου» — [[απελπίζω]] κάποιον<br />ιγ) «ψηλαίνει ἡ [[καρδιά]] μου» — [[υπερηφανεύομαι]], επαίρομαι<br />ιδ) «ἀκάνθινη [[καρδιά]]» — [[άνθρωπος]] [[σκληρός]]<br />ιε) (σε [[μάχη]] ή σε πόλεμο) «ἀπὸ καρδίας» — με [[γενναιότητα]]<br />ιστ) «εἰς μίαν καρδίαν» — με [[ομοψυχία]]<br />ιζ) «ἐκ καρδίας» — σε μεγάλο βαθμό<br />ιη) «ἐκ στεναγμοῡ καρδίας» — με γοερό [[κλάμα]]<br />ιθ) «μὲ [[καρδιά]]» — [[πάρα]] πολύ<br />κ) «μετὰ καρδιᾱς ζεούσης» — προθυμότατα<br />κα) «στερεὰ [[καρδία]]» — [[σταθερότητα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θάρρος]]<br /><b>2.</b> [[φρόνημα]]<br /><b>3.</b> [[ονομασία]] αστερισμών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το άνω [[στόμιο]] του στομάχου<br /><b>2.</b> το [[στομάχι]]<br /><b>3.</b> (για σκεύη ή για τη [[θάλασσα]]) [[βυθός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το όνομα <i>καρδ</i>-<i>ία</i>, σχηματισμένο [[κατά]] τα θηλ. σε -<i>ία</i>, όπως [[πολλά]] άλλα που δηλώνουν [[μέλος]] ή όργανο του σώματος ([[πρβλ]]. [[αρτηρία]], [[κοιλία]]), προέρχεται από μεταπλασμό ενός παλαιότατου ονόματος <i>κῆρ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κηρδ</i>, που προέρχεται απευθείας από την ΙΕ [[ρίζα]] <i>k</i><i>ē</i><i>rd</i>- «[[καρδιά]]». Στην [[κλίση]] του, [[καθώς]] και στην [[κλίση]] αντίστοιχων τ. άλλων ΙΕ γλωσσών, εμφανίζεται η συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>kŗd</i>- της ρίζας ([[πρβλ]]. λατ. <i>cord</i>-<i>is</i>, αρχ. ελλ. <i>καρδ</i>-<i>ία</i> και <i>κραδ</i>-<i>ίη</i>). Μια [[παρέκταση]] -<i>i</i>- που εμφανίζεται και σε ορισμένες άλλες γλώσσες ([[πρβλ]]. λιθουαν. <i>šird</i>-<i>is</i>, ορμ. όργ. <i>srt</i>- <i>iw</i>, χεττ. γεν. <i>kard</i>-<i>ias</i>) συνέβαλε πιθ. στον μεταπλασμό του <i>κῆρ</i> (και συγκεκριμένα από το συνεσταλμένης βαθμίδας θ. <i>καρδ</i>-) [[κατά]] τα θηλ. σε -<i>ία</i>, απ' όπου προέκυψε ο τ. <i>καρδ</i>-<i>ία</i>. Το νεοελλ. [[καρδιά]] με [[μετάθεση]] του τόνου και [[συνίζηση]] του άτονου [[πλέον]] -<i>i</i>-. Τέλος, ο αρχ. ποιητ. τ. [[κέαρ]] προέκυψε υποχωρητικά από τη δοτ. <i>κῆρι</i> του <i>κῆρ</i> [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>ἦρι</i>: <i>ἔαρ</i> πιθ. και με την [[επίδραση]] του <i>ἦπαρ</i>. Η λ. [[καρδία]] απαντά σε πάμπολλα σύνθ. με τις μορφές <i>καρδι</i>(<i>ο</i>)- ως α' συνθετικό και -<i>κάρδιος</i> ή -<i>καρδος</i> ως β' συνθετικό.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[καρδιακός]], [[κάρδιον]], [[καρδιώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[καρδικός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[καρδιόθεν]] <b>μσν.-νεοελλ.</b> [[καρδίτσα]], [[καρδούλα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) Βλ. λ. <i>καρδι</i>(<i>ο</i>)-. (Β' συνθετικό) i) -<i>κάρδιος</i><br />[[εγκάρδιος]], [[περικάρδιος]], [[σκληροκάρδιος]], [[υποκάρδιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ακάρδιος]], <i>αψικάρδιος</i>, [[βαθυκάρδιος]], [[βαρυκάρδιος]], [[βαρυμωροκάρδιος]], [[διακάρδιος]], [[δικάρδιος]], [[ερυθροκάρδιος]], [[ευκάρδιος]], [[θρασυκάρδιος]], [[ισχυροκάρδιος]], [[κατακάρδιος]], [[κλονοκάρδιος]], [[λιθοκάρδιος]], [[μελανοκάρδιος]], [[νωθροκάρδιος]], [[οξυκάρδιος]], [[παχυκάρδιος]], [[πονηροκάρδιος]], [[προσκάρδιος]], [[στερεοκάρδιος]], [[στρεβλοκάρδιος]], [[ταλακάρδιος]], [[ταραξικάρδιος]], [[ταχυκάρδιος]], [[τλησικάρδιος]], [[υψηλοκάρδιος]], [[χαλκεοκάρδιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θελξικάρδιος]], [[σπαραξικάρδιος]], [[τερψικάρδιος]]<br />ii) -<i>καρδος</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αγριόκαρδος]], [[άκαρδος]], [[αλαφρόκαρδος]], [[ανοιχτόκαρδος]], <i>βαριόκαρδος</i>, [[βαρύκαρδος]], [[γενναιόκαρδος]], [[δειλόκαρδος]], [[ζεστόκαρδος]], [[κακόκαρδος]], [[καλόκαρδος]], [[λαγόκαρδος]], [[λεοντόκαρδος]], [[μεγαλόκαρδος]], <i>μικρόκαρδος</i>, [[ολιγόκαρδος]], [[πετρόκαρδος]], [[πικρόκαρδος]], [[πονόκαρδος]], [[σκληρόκαρδος]], [[στενόκαρδος]], [[τρυφερόκαρδος]], [[χρυσόκαρδος]]].
|mltxt=και [[καρδία]], η (AM [[καρδία]], Α ιων. τ. καρδίη και [[κραδίη]], αιολ. τ. [[κάρζα]], κυπρ. τ. [[κορζία]], Μ και [[καρδιά]])<br /><b>1.</b> [[κοίλο]] μυϊκό όργανο που αποτελεί το κεντρικό κινητήριο [[στοιχείο]] της κυκλοφορίας του αίματος<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> η [[έδρα]] τών συναισθημάτων, τών επιθυμιών και τών παθών του ανθρώπου, η [[ψυχή]]<br /><b>3.</b> [[διάθεση]], [[θέληση]], όρεξη («δουλεύει [[χωρίς]] [[καρδιά]]»)<br /><b>4.</b> το εσώτερο [[μέρος]] του κορμού και τών κλάδων ενός φυτού, η [[εντεριώνη]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> <b>εκκλ.</b> «ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας» — ας ανατείνουμε [[προς]] τον θεό τις ψυχές μας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> το [[μέσο]] μιας εποχής ή περιόδου ή κατάστασης, η [[ακμή]], το κεντρικότερο και κυριότερο [[σημείο]] («στην [[καρδιά]] του πολέμου»)<br /><b>2.</b> [[άλλη]] [[ονομασία]] στρειδιού, το [[κυδώνι]]<br /><b>3.</b> μικρό [[κόσμημα]] τών [[γυναικών]] με [[σχήμα]] καρδιάς<br /><b>4.</b> το εσώτερο και τρυφερότερο [[μέρος]] φυτού ή καρπού (α. «η [[καρδιά]] του καρπουζιού» β. «η [[καρδιά]] του μαρουλιού»)<br /><b>5.</b> ως [[προσφώνηση]] αγαπητού προσώπου<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[αγγίζω]] την [[καρδιά]] κάποιου»<br />i) [[συγκινώ]] κάποιον<br />ii) [[κάνω]] κάποιον να μέ συμπαθήσει<br />β) «[[αλαφρώνω]] την [[καρδιά]] κάποιου» — [[ανακουφίζω]] κάποιον<br />γ) «βγαίνει η [[καρδιά]] μου» ή «κόβεται η [[καρδιά]] μου» — [[πεθαίνω]]<br />δ) «[[καίω]] την [[καρδιά]] κάποιου»<br />i) [[κάνω]] κάποιον να υποφέρει<br />ii) [[κάνω]] κάποιον να μέ ερωτευθεί<br />ε) (ειρωνικά) (για μη ευνοϊκή [[είδηση]]) «μού 'κάνες την [[καρδιά]] [[περιβόλι]]» — μέ δυσαρέστησες<br />στ) «[[κάνω]] [[καρδιά]]» ή «[[κάνω]] την [[καρδιά]] μου [[πέτρα]]» — [[κάνω]] [[κουράγιο]], [[κάνω]] [[υπομονή]] ή [[αποκτώ]] [[θάρρος]]<br />ζ) «μαραίνει [[κάτι]] την [[καρδιά]] μου» — μέ λυπεί [[κάτι]] πολύ<br />η) «κλαίει η [[καρδιά]] μου» — [[λυπάμαι]]<br />θ) «πήγε η [[καρδιά]] μου στον [[τόπο]] της» — έπαυσα να [[ανησυχώ]], ησύχασα<br />ι) «πηδά η [[καρδιά]] μου» — [[χαίρομαι]], [[λαχταρώ]]<br />ια) «ρα(γ)ίζει η [[καρδιά]] μου» ή «ρα(γ)ίζεται η [[καρδιά]] μου» — θλίβομαι πολύ<br />ιβ) «τρέμει η [[καρδιά]] μου» — [[φοβάμαι]] πολύ, [[τρομάζω]]<br />ιγ) «το λέει η [[καρδιά]] μου» — έχω [[θάρρος]], [[είμαι]] [[γενναίος]]<br />ιδ) «[[μιλώ]] στην [[καρδιά]] κάποιου» — [[συγκινώ]] κάποιον<br />ιε) «[[χαλώ]] την [[καρδιά]] κάποιου» — [[δυσαρεστώ]], [[στενοχωρώ]] κάποιον<br />ιστ) «[[ανοίγω]] την [[καρδιά]] μου» — [[μιλώ]] με [[ειλικρίνεια]], [[εκμυστηρεύομαι]]<br />ιζ) «έχω (ή [[είμαι]]) ανοιχτή [[καρδιά]]» — [[είμαι]] [[προσηνής]], [[είμαι]] [[ευπροσήγορος]]<br />ιη) «έχω καλή [[καρδιά]]» — [[είμαι]] [[καλός]] [[άνθρωπος]], [[είμαι]] [[καλόψυχος]]<br />ιθ) «δεν το [[βαστά]] η [[καρδιά]] μου»<br />i) δεν το [[ανέχομαι]]<br />ii) δεν [[αντέχω]] σε [[μεγάλη]] [[συγκίνηση]]<br />κ) «βάστα, [[καρδιά]] μου, βάστα» — [[πρέπει]] να [[κάνω]] [[υπομονή]], [[πρέπει]] να αντέξω<br />κα) «έχω σκληρή (ή μαύρη) [[καρδιά]]» — [[είμαι]] [[άσπλαχνος]]<br />κβ) «[[καρδιά]] [[χρυσή]]» ή «[[καρδιά]] ευγενική» — [[άνθρωπος]] [[αγαθός]], [[ευγενικός]]<br />κγ) «μαύρη [[καρδιά]]» ή «κακή [[καρδιά]]» — [[άνθρωπος]] [[κακός]]<br />κδ) «[[καρδιά]] [[πέτρα]]» — [[άνθρωπος]] [[σκληρός]], [[ανηλεής]]<br />κε) «πονετική [[καρδιά]]» — [[άνθρωπος]] [[πονόψυχος]]<br />κστ) «[[λόγια]] της καρδιάς» — εγκάρδια, ειλικρινή [[λόγια]]<br />κζ) «από καρδιάς» ή «[[μέσα]] από την [[καρδιά]]» ή «με όλη την [[καρδιά]]» — [[ολόψυχα]], [[πρόθυμα]]<br />κη) «με ελαφριά [[καρδιά]]» ή «[[ελαφρά]] τῃ καρδίᾳ» — απερίσκεπτα<br />κθ) «το τραβάει η [[καρδιά]] μου» — το [[επιθυμώ]] πολύ<br />λ) «πήγε η [[καρδιά]] μου στον [[τόπο]] της» — αναθάρρησα, συνήλθα από τον φόβο μου<br />λα) «έχω [[καρδιά]] [[αγκινάρα]]» — [[είμαι]] [[ερωτύλος]]<br />λβ) «ανακατώνεται η [[καρδιά]] μου» — [[αηδιάζω]], έχω [[τάση]] για εμετό<br /><b>7.</b> <b>παροιμ.</b> α) «έχει [[καρδιά]] για πόλεμο, μα δεν βαστάν τα κότσια» — για κάποιον που κάνει τον γενναίο, ενώ στην [[πραγματικότητα]] [[είναι]] [[δειλός]]<br />β) «[[θεωρία]] επισκόπου και [[καρδία]] μυλωνά» — γι' αυτούς που φαίνονται τέλειοι ενώ στην [[πραγματικότητα]] δεν αξίζουν<br />γ) «[[κάλλιο]] κόμπο στο [[πουγγί]], [[παρά]] κόμπο στην [[καρδιά]]» — [[είναι]] προτιμότερο να μη δίνεις δανεικά, [[παρά]] να δανείζεις και να στενοχωριέσαι [[γιατί]] δεν σού τά επιστρέφουν<br />δ) «στον κάμπο δείχνετ' η [[καρδιά]], στο [[μετερίζι]] η [[μαστοριά]]» — η [[μάχη]] [[σώμα]] με [[σώμα]] [[είναι]] η μόνη που απαιτεί [[γενναιότητα]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) το κεντρικό [[σημείο]] («στην [[καρδιά]] της Αθήνας»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ανοίγω]] την [[καρδιά]] κάποιου» — [[χαροποιώ]] κάποιον<br />β) «[[βάζω]] (ή έχω) κάποιον στην [[καρδιά]] μου» — [[συμπαθώ]] πολύ κάποιον, [[αγαπώ]]<br />γ) «[[κλέβω]] την [[καρδιά]] κάποιου»<br />i) [[απατώ]], [[ξεγελώ]] κάποιον<br />ii) [[γοητεύω]] κάποιον δ) «τρώ(γ)ει [[κάτι]] την [[καρδιά]] μου» — μέ λυπεί [[κάτι]], λυπούμαι<br />ε) «από [[βάθος]] καρδιάς» ή «από βάθους καρδίας» ή «εκ μέσου καρδίας» — με βαθύ και ειλικρινές [[αίσθημα]]<br />στ) «[[δροσερεύω]] (ή [[δροσίζω]]) την [[καρδιά]] κάποιου» — [[ικανοποιώ]], [[ανακουφίζω]], [[παρηγορώ]]<br />ζ) «βράζει η [[καρδιά]] μου» — ταράζομαι, [[θυμώνω]]<br />η) «άπτει η [[καρδιά]] μου» — εξάπτομαι, εξοργίζομαι<br />θ) «πηδά η [[καρδιά]] μου» — [[χαίρομαι]], [[λαχταρώ]]<br />ι) «καθαρή [[καρδιά]]» ή «[[καθαρά]] [[καρδία]]» — [[άνθρωπος]] [[αγνός]]<br />ια) «με την καλή [[καρδιά]]» ή «με όλη την [[καρδιά]]»<br />i) [[ολόψυχα]], αφοσιωμένα<br />ii) (για [[παράκληση]]) θερμότατα<br />ιβ) «[[χάνω]] την [[καρδιά]] μου» — [[χάνω]] ό,τι πολυτιμότερο έχω<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[συναίσθημα]], [[αίσθημα]]<br /><b>2.</b> [[χαρακτήρας]], [[φύση]]<br /><b>3.</b> [[υπόσταση]], ύπαρξη<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ἀνάβω τὴν καρδιὰ κάποιου» — [[συγκινώ]] κάποιον<br />β) «ἀναπαύεται ἡ [[καρδιά]] μου» — [[ησυχάζω]]<br />γ) «[[ἅπτω]] τὴν καρδιὰ κάποιου» — [[κάνω]] κάποιον να μέ ερωτευθεί<br />δ) «[[βάνω]] τὴν καρδιὰ μου εἰς...» ή «[[βάνω]] τὴν καρδιὰ μου [[πρός]]»<br />i) [[τηρώ]], [[διαφυλάσσω]] [[κάτι]]<br />ii) [[δίνω]] [[σημασία]] σε [[κάτι]]<br />ε) «[[δυναμώνω]] τὴν [[καρδιά]] κάποιου» — [[δίνω]] [[θάρρος]] σε κάποιον<br />στ) «εἶμαι δυνατῆς καρδιᾱς [[ἄνθρωπος]]» — [[είμαι]] [[άνθρωπος]] με σταθερό [[φρόνημα]]<br />ζ) «[[ζουρώνω]] τὴν καρδιὰν κάποιου» — [[προσβάλλω]] κάποιον<br />η) «κρατῶ τὴν καρδιὰν κάποιου» — [[συγκινώ]] κάποιον<br />θ) «νεύει ἡ καρδιὰ μου» — παρασύρομαι<br />ι) «[[στέκω]] εἰς μίαν καρδίαν» — [[ομονοώ]]<br />ια) «[[συντυχαίνω]] ἐπί τὴν καρδίαν κάποιου» — [[συγκινώ]] κάποιον ιβ) «[[χωρίζω]] τὴν [[καρδιά]] κάποιου» — [[απελπίζω]] κάποιον<br />ιγ) «ψηλαίνει ἡ [[καρδιά]] μου» — [[υπερηφανεύομαι]], επαίρομαι<br />ιδ) «ἀκάνθινη [[καρδιά]]» — [[άνθρωπος]] [[σκληρός]]<br />ιε) (σε [[μάχη]] ή σε πόλεμο) «ἀπὸ καρδίας» — με [[γενναιότητα]]<br />ιστ) «εἰς μίαν καρδίαν» — με [[ομοψυχία]]<br />ιζ) «ἐκ καρδίας» — σε μεγάλο βαθμό<br />ιη) «ἐκ στεναγμοῦ καρδίας» — με γοερό [[κλάμα]]<br />ιθ) «μὲ [[καρδιά]]» — [[πάρα]] πολύ<br />κ) «μετὰ καρδιᾱς ζεούσης» — προθυμότατα<br />κα) «στερεὰ [[καρδία]]» — [[σταθερότητα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θάρρος]]<br /><b>2.</b> [[φρόνημα]]<br /><b>3.</b> [[ονομασία]] αστερισμών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το άνω [[στόμιο]] του στομάχου<br /><b>2.</b> το [[στομάχι]]<br /><b>3.</b> (για σκεύη ή για τη [[θάλασσα]]) [[βυθός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το όνομα <i>καρδ</i>-<i>ία</i>, σχηματισμένο [[κατά]] τα θηλ. σε -<i>ία</i>, όπως [[πολλά]] άλλα που δηλώνουν [[μέλος]] ή όργανο του σώματος ([[πρβλ]]. [[αρτηρία]], [[κοιλία]]), προέρχεται από μεταπλασμό ενός παλαιότατου ονόματος <i>κῆρ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κηρδ</i>, που προέρχεται απευθείας από την ΙΕ [[ρίζα]] <i>k</i><i>ē</i><i>rd</i>- «[[καρδιά]]». Στην [[κλίση]] του, [[καθώς]] και στην [[κλίση]] αντίστοιχων τ. άλλων ΙΕ γλωσσών, εμφανίζεται η συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>kŗd</i>- της ρίζας ([[πρβλ]]. λατ. <i>cord</i>-<i>is</i>, αρχ. ελλ. <i>καρδ</i>-<i>ία</i> και <i>κραδ</i>-<i>ίη</i>). Μια [[παρέκταση]] -<i>i</i>- που εμφανίζεται και σε ορισμένες άλλες γλώσσες ([[πρβλ]]. λιθουαν. <i>šird</i>-<i>is</i>, ορμ. όργ. <i>srt</i>- <i>iw</i>, χεττ. γεν. <i>kard</i>-<i>ias</i>) συνέβαλε πιθ. στον μεταπλασμό του <i>κῆρ</i> (και συγκεκριμένα από το συνεσταλμένης βαθμίδας θ. <i>καρδ</i>-) [[κατά]] τα θηλ. σε -<i>ία</i>, απ' όπου προέκυψε ο τ. <i>καρδ</i>-<i>ία</i>. Το νεοελλ. [[καρδιά]] με [[μετάθεση]] του τόνου και [[συνίζηση]] του άτονου [[πλέον]] -<i>i</i>-. Τέλος, ο αρχ. ποιητ. τ. [[κέαρ]] προέκυψε υποχωρητικά από τη δοτ. <i>κῆρι</i> του <i>κῆρ</i> [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>ἦρι</i>: <i>ἔαρ</i> πιθ. και με την [[επίδραση]] του <i>ἦπαρ</i>. Η λ. [[καρδία]] απαντά σε πάμπολλα σύνθ. με τις μορφές <i>καρδι</i>(<i>ο</i>)- ως α' συνθετικό και -<i>κάρδιος</i> ή -<i>καρδος</i> ως β' συνθετικό.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[καρδιακός]], [[κάρδιον]], [[καρδιώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[καρδικός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[καρδιόθεν]] <b>μσν.-νεοελλ.</b> [[καρδίτσα]], [[καρδούλα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) Βλ. λ. <i>καρδι</i>(<i>ο</i>)-. (Β' συνθετικό) i) -<i>κάρδιος</i><br />[[εγκάρδιος]], [[περικάρδιος]], [[σκληροκάρδιος]], [[υποκάρδιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ακάρδιος]], <i>αψικάρδιος</i>, [[βαθυκάρδιος]], [[βαρυκάρδιος]], [[βαρυμωροκάρδιος]], [[διακάρδιος]], [[δικάρδιος]], [[ερυθροκάρδιος]], [[ευκάρδιος]], [[θρασυκάρδιος]], [[ισχυροκάρδιος]], [[κατακάρδιος]], [[κλονοκάρδιος]], [[λιθοκάρδιος]], [[μελανοκάρδιος]], [[νωθροκάρδιος]], [[οξυκάρδιος]], [[παχυκάρδιος]], [[πονηροκάρδιος]], [[προσκάρδιος]], [[στερεοκάρδιος]], [[στρεβλοκάρδιος]], [[ταλακάρδιος]], [[ταραξικάρδιος]], [[ταχυκάρδιος]], [[τλησικάρδιος]], [[υψηλοκάρδιος]], [[χαλκεοκάρδιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θελξικάρδιος]], [[σπαραξικάρδιος]], [[τερψικάρδιος]]<br />ii) -<i>καρδος</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αγριόκαρδος]], [[άκαρδος]], [[αλαφρόκαρδος]], [[ανοιχτόκαρδος]], <i>βαριόκαρδος</i>, [[βαρύκαρδος]], [[γενναιόκαρδος]], [[δειλόκαρδος]], [[ζεστόκαρδος]], [[κακόκαρδος]], [[καλόκαρδος]], [[λαγόκαρδος]], [[λεοντόκαρδος]], [[μεγαλόκαρδος]], <i>μικρόκαρδος</i>, [[ολιγόκαρδος]], [[πετρόκαρδος]], [[πικρόκαρδος]], [[πονόκαρδος]], [[σκληρόκαρδος]], [[στενόκαρδος]], [[τρυφερόκαρδος]], [[χρυσόκαρδος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 20:05, 13 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρδία Medium diacritics: καρδία Low diacritics: καρδία Capitals: ΚΑΡΔΙΑ
Transliteration A: kardía Transliteration B: kardia Transliteration C: kardia Beta Code: kardi/a

English (LSJ)

ἡ, Ion. καρδίη, Ep. κραδίη (καρδίη in Hom. only in
A καρδίῃ ἄλληκτον πολεμίζειν ἠδὲ μάχεσθαι Il.2.452, al., καρδία always in Trag., exc. in some dact. and anap. verses, A.Pr.881, Th.781, E.Med.99, Hipp.1274); Aeol. κάρζα EM407.21 (but καρδία Sapph.2.6); Cypr. κορζία (Paph.), Hsch. (fort. κόρζα):—heart, ἐν δέ τέ οἱ κραδίη μεγάλα στέρνοισι πατάσσει Il.13.282; κραδίη δέ μοι ἔξω στηθέων ἐκθρῴσκει, of one panic-stricken, 10.94; πηδᾷ ἡ καρδία Pl.Smp.215e, cf. Ar.Nu.1391 (lyr.): esp. as the seat of feeling and passion, as rage or anger, οἰδάνεται κραδίη Χόλῳ Il.9.646; τέτλαθι δή, κραδίη Od.20.18, cf. E.Alc. 837; καρδίης πλέως full of heart, Archil.58.4; of fear or courage, κυνὸς ὄμματ' ἔχων, κραδίην δ' ἐλάφοιο Il.1.225; [σφηκῶν] κραδίην καὶ θυμὸν ἔχοντες 16.266; ἐν μέν οἱ κραδίῃ θάρσος βάλε 21.547, etc.; ὀρχεῖται καρδία φόβῳ A.Ch.166; θερμὴν ἐπὶ ψυχροῖσι κ. ἔχεις S.Ant. 88; τὸν νέον τίνα οἴει κ. ἴσχειν; = what do you think are his feelings? Pl.R.492c; of sorrow or joy, ἐν κραδίῃ μέγα πένθος ἄεξε Od.17.489; κ. καὶ θυμὸς ἰάνθη 4.548; ἄχος κραδίην καὶ θυμὸν ἵκανεν Il.2.171, cf. 10.10, B.10.85, etc.; καρδίην ἰαίνεται Archil.36; κελαινόχρως… πάλλεταί μου κ. A.Supp.785; ὦ τάλαινα κ. ψυχή τ' ἐμή E.Or.466; of love, Sapph.l.c., etc.; ἐκ τῆς καρδίας φιλεῖν Ar.Nu.86; φιλέειν ἀπὸ καρδίας Theoc.29.4 (but ἐρεῖν τἀπὸ καρδίας = to speak freely, E.IA475); λαλῆσαι ἐπὶ καρδίαν τινός = speak kindly to... LXXJd.19.3.
2 inclination, desire, purpose, ἔμ' ὀτρύνει κραδίη καὶ θυμός Il.10.220; πρόφρων κ. ἐν πάντεσσι πόνοισι ib.244; καρδίας δ' ἐξίσταμαι S.Ant.1105.
3 mind, ὡς ἄνοον κραδίην ἔχες Il.21.441; κραδίη πόρφυρε Od.4.572; κραδίη προτιόσσετ' ὄλεθρον 5.389; εἰ θεάσῃ τοῖς τῆς καρδίας ὀφθαλμοῖς Corp.Herm. 4.11, cf. 7.2; διαλογισμοὶ ἀναβαίνουσι ἐν τῇ καρδίᾳ Ev.Luc.24.38.
II cardiac orifice of the stomach, Th.2.49, Hp.Prorrh.1.72, Gal.8.338, al.
III heart in wood, pith, Thphr.HP3.14.1; = ἐντεριώνη, ib. 1.2.6; ἀρτεμισίας μονοκλώνου καρδίας ζ PMag.Berol.1.245, cf. PMag. Leid.V.13.24; λαβὼν βάϊν Χλωρὰν καὶ τῆς καρδίας κρατήσας σχίσον εἰς δύο PMag.Leid.W.6.51.
IV metaph., καρδία θαλάσσης = depths of the sea, LXXEz.27.4.
V Καρδία Λέοντος, name of the star Regulus, α Leonis, Alpha Leonis, Alpha Leo, α Leo, Gem.3.5. (I.-E. k̂ṛd-, cf. Lat. cor, cord, Lith. širdis 'heart', etc.)

Wiktionary Etymology

From Middle English herte, from Old English heorte (“heart”), from Proto-West Germanic *hertā, from Proto-Germanic *hertô (“heart”), from Proto-Indo-European *ḱḗr (“heart”). Cognate with Saterland Frisian Haat, West Frisian hert, Dutch hart, German Low German Hart, German Herz, Icelandic hjarta, Latin cor, cordis, Ancient Greek καρδία, κῆρ, κέαρ (kardía, kêr, kéar), Sanskrit हृद् (hṛ́d), Welsh craidd, Irish croí, Armenian սիրտ (sirt), Russian се́рдце (sérdce), and Lithuanian širdis. Doublet of cardia.

German (Pape)

[Seite 1326] ἡ, ion. καρδίη, poet. κραδία u. κραδίη, so bei Hom., der die Form καρδίη nur im Anfang des Verses hat, Il. 2, 452. 11, 12. 14, 152; vgl. κέαρ; – 1) das Herz; ἐν δέ τέ οἱ κραδίη μεγάλα στέρνοισι πατάσσει, schlägt in der Brust, Il. 13, 282, wie πηδᾷ Plat. Conv. 215 d; Ar. Nubb. 1391; ἔξω στήθεος ἐκθρώσκει Il. 10, 94; δόρυ δ' ἐν κραδίῃ ἐπεπήγει 13, 442; ἀλέκτορος Aesch. Eum. 823; συός Luc. salt. 85. Häufig als Sitz der Gefühle und Leidenschaften, bes. der Furcht, ἔχων κραδίην ἐλάφοιο Il. 1, 225; ὀρχεῖται καρδία φόβῳ Aesch. Ch. 165, denn bei der Furcht schlägt der Puls schneller; Sitz des Muthes, θρασείᾳ πνέων καρδίᾳ Pind. P. 10, 44; ἐν μέν οἱ κραδίῃ θάρσος βάλε Il. 21, 547, ἐν δὲ σθένος ὦρσεν ἑκάστῳ καρδίῃ 2, 452; des Zornes, οἰδαίνεται κραδίη χόλῳ Il. 9, 546; ὁπόταν τις καρδίᾳ κότον ἐνελάσῃ Pind. P. 8, 9; πάροιθεν δὲ πρώρας δριμὺς ἧσται καρδίας θυμός Aesch. Ch. 386; καρδίᾳ θυμουμένῃ Soph. Ant. 1239; ἔπαυσε καρδίας χόλον Eur. Med. 245; τὸ θυμοειδὲς περὶ τὴν καρδίαν Tim. Locr. 100 a; der Freude, χαρᾷ θερμαινόμεσθα καρδίαν Eur. El. 402; der Trauer, ἵξετ' ἄχος κραδίην Il. 23, 47, ἀναστεναχίζειν ἐκ κραδίης 10, 10, ἐν κραδίῃ μέγα πένθος ἄεξε Od. 17, 489, ἄχος κραδίην καὶ θυμὸν ἵκανεν Il. 2, 171; auch ἐν δέ τέ οἱ κραδίῃ στένει ἦτορ, 20, 169; ἐντὸς δὲ καρδία στένει Aesch. Spt. 951; der Liebe, καρδίαν κατέσχετο ἔρωτι δεινῷ Eur. Hipp. 27; ἐκ τῆς καρδίας με φιλεῖς, liebst mich von Herzen, Ar. Nubb. 86, wie ἀπὸ καρδίας Theocr. 29, 4 u. N. T. ἐξ ὅλης καρδίας. Aber τὸ ἀπὸ καρδίας λέγειν ist = vom Herzen, von der Leber wegsprechen, Eur. I. A. 475, wie fr. bei Plut. de ad. et am. discr. 31. – Uebh. Neigung, Begierde, oft verbunden κραδίη καὶ θυμός με ἐποτρύνει, z. B. Il. 10, 220, u. κραδίη θυμός τε κελεύει. Dah. κλῦθι μου πρόφρονι καρδίᾳ, mit wohlwollendem Herzen, Aesch. Suppl. 344; σιδηρέη Od. 4, 293, vgl. Il. 3, 60; τίνα οἴει καρδίαν ἔχειν, welche Gesinnung, Plat. Rep. VI, 492 c. – Aber auch der Sitz des Denkvermögens, διχθὰ δὲ κραδίη μέμονε φρεσίν Il. 16, 435, κραδίη πόρφυρε Od. 4, 572, πολλὰ δέ οἱ κρ. προτιόσσετ' ὄλεθρον 5, 389, ὡς ἄνοον κραδίην ἔχες Il. 21, 441; ἐν καρδίαις σοφίαν ἐμβάλλειν Pind. Ol. 13, 16; προφθάσασα καρδίαν γλῶσσα Aesch. Ag. 999. – 2) der obere Magenmund, Theocr. 2, 49. – 3) das Mark der Pflanzen, Theophr., auch der Kern des Holzes. – 4) LXX. vrbdt καρδία θαλάσσης, die Tiefe.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. cœur :
1 comme organe du corps;
2 comme siège des passions ou des facultés de l’âme : ἐκ καρδίας φιλεῖν AR aimer de tout cœur ; τὰ ἀπὸ καρδίας ἐρεῖν ou λέγειν EUR parler à cœur ouvert, franchement, librement ; ἐκπέσει φίλας καρδίας EUR tu seras précipité de tes chères espérances;
3 comme siège de l’intelligence;
II. p. anal. orifice supérieur de l’estomac ; estomac.
Étymologie: cf. κέαρ, lat. cor, th. cord-.

English (Slater)

καρδία (cf. κραδία: καρδίᾳ, -ίαν; -ίαις.)
   1 heart ἐνέπεξαν ἕλκος ὀδυναρὸν ἑᾷ πρόσθε καρδίᾳ (P. 2.91) fig., of the feelings: καρδίᾳ γελανεῖ ἀκαμαντόποδός τ' ἀπήνας δέκευ Ψαύμιός τε δῶρα (O. 5.2) πολλὰ δ' ἐν καρδίαις ἀνδρῶν ἔβαλον ὧραι πολυάνθεμοι ἀρχαῖα σοφίσμαθ (O. 13.16) βιατὰς Ἄρης ἰαίνει καρδίαν κώματ (P. 1.11) ἔστασαν ὀρθὰν καρδίαν (P. 3.96) ὁπόταν τις ἀμείλιχον καρδίᾳ κότον ἐνελάσῃ (P. 8.9) θρασείᾳ δὲ πνέων καρδίᾳ μόλεν (P. 10.44) οὐδ' ἀμόχθῳ καρδίᾳ προσφέρων τόλμαν παραιτεῖται χάριν (N. 10.30) τις ταρβεῖ προσιόντα νιν καρδίᾳ περισσῶς fr. 110. ἢ σιδάρου κεχάλκευται μέλαιναν καρδίαν ψυχρᾷ φλογί fr. 123. 5. γλυκεῖά οἱ καρδίαν ἀτάλλοισα γηροτρόφος συναορεῖ Ἐλπίς fr. 214. 1. πάρος μέλαιναν καρδίαν ἐστυφέλιξεν (sc. θεός) fr. 225.

Spanish

corazón, médula, centro de una rama

English (Abbott-Smith)

καρδία, -ας, ἡ, [in LXX chiefly for לֵבָב,לֵב;]
the heart,
1.the bodily organ which is regarded as the seat of life ( II Ki 18:14, IV Ki 9:24, al.).
2.In a psychological sense, the seat of man's collective energies, the focus of personal life, the seat of the rational as well as the emotional and volitional elements in human life, hence that wherein lies the moral and religious condition of the man (DB, ii, 317f.; DGG, ii, 344a);
(a)of the seat of physical life ( Jg 19:5, Ps 101 (102):5 103 (104):15): Ac 14:17, Ja 5:5;
(b)of the seat of spiritual life: Mt 5:8, Mk 7:19, Lk 1:51, Ac 5:3, Ro 10:9, 10 Eph 6:5, al.; pl., Mt 9:4, Mk 2:6, al.; opp. to στόμα, χείλεα, πρόσωπον, Mt 15:8, Mk 7:6, Ro 10:8, 9 II Co 5:12; περιτομὴ καρδίας, Ro 2:29; ἐκ κ., Ro 6:17, I Pe 1:22; ἀπὸ τῶν κ., Mt 18:35; ἐν ὅλῃ (ἐξ ὅλης), Mt 22:37, Mk 12:30 (LXX); γινώσκειν (ἐρευνᾶν, δοκιμάζειν) τὰς κ., Lk 16:15, Ro 8:27, I Th 2:4; to think, etc., ἐν τ. κ., Mt 9:4, Mk 2:6, Lk 12:45, Ro 10:6; συνιέναι (νοεῖν) τῇ κ., Mt 13:15, Jo 12:40; ἐπαχύνθη ἡ κ.,Mt 13:15 (LXX); πωροῦν τὴν κ., Jo 12:40; κ. εὐθεῖα, Ac 8:21; πονηρά, He 3:12; ἀμετανόητος, Ro 2:5; εἶναι (ἔχειν) ἐν τῇ κ., II Co 7:3, Phl 1:7; ὀδύνη τῇ κ., Ro 9:2.
3.Of the central or innermost part of anything (of the pith of wood, Arist.): τ. γῆς, Mt 12:40 (Cremer, 343ff.).

English (Strong)

prolonged from a primary kar (Latin cor, "heart"); the heart, i.e. (figuratively) the thoughts or feelings (mind); also (by analogy) the middle: (+ broken-)heart(-ed).

English (Thayer)

καρδίας, ἡ, poetic κραδία and καρδίη (in the latter form almost always in Homer (only at the beginning of a line in three places; everywhere else by metathesis κραδιη; Ebeling, Lex. Homer, under the word)) (from a root signifying to quiver or palpitate; cf. Cartius § 39; Vanicek, p. 1097 (Etym. Magn. 491,56 παρά τό κραδαίνω, τό σείω. ἀεικινητος γάρκαρδία); allied with Latin cor; English heart); the Sept. for לֵב and לֵבָב; the heart;
1. properly, that organ in the animal body which is the center of the circulation of the blood, and hence, was regarded as the seat of physical life: καρδία denotes the seat and center of all physical and spiritual life; and a. the vigor and sense of physical life (στήρισον τήν καρδίαν σου ψωμῷ ἄρτου, τρέφειν τάς καρδίας, ἐμπιπλῶν τάς καρδίας τροφῆς, βάρειν τῆς καρδίας κραιπάλῃ καί μέθη, δ. below);
b. the center and seat of spiritual life, "the soul or mind, as it is the fountain and seat of the thoughts, passions, desires, appetites, affections, purposes, endeavors" (so in English heart, inner Prayer of Manasseh, etc.); α. universally: R L text Tr marginal reading); R G L marginal reading; L T Tr WH text); T WH marginal reading singular); ἡ καρδία is distinguished from τό στόμα or from τά χειλεα: τό πρόσωπον: περιτομή καρδίας, ἀπερίτμητοι τῇ καρδία, L T Tr WH text καρδίαις, WH marginal reading genitive καρδίας, cf. Buttmann, 170 (148)). of things done from the heart i. e. cordially or sincerely, truly (without simulation or pretence) the following phrases are used: ἐκ καρδίας (Aristophanes nub. 86), L T Tr WH in R G ἐκ καθαρᾶς καρδίας, as in ἀπό τῶν καρδιῶν, ἀπό καρδίας εὐχάριστος τοῖς θεοῖς, Antoninus 2,3); ἐν ὅλῃ τῇ καρδία and ἐξ ὅλης τῆς καρδίας, in μετ' ἀληθινῆς καρδίας, ἐρευναν τάς καρδίας, δοκιμάζειν, γινώσκειν, ἐτάζειν, διανοίγειν τήν καρδίαν (see διανοίγω, 2), ἦν ἡ καρδία καίψυχή μία, there was perfect unanimity, agreement of heart and soul, τιθέναι τί ἐν τῇ καρδία (בְּלֵב and לֵב עַל שׂוּם, τιθέναι ἐν στηθεσσιν, ἐν φρεσίν, etc., in Homer), to lay a thing up in the heart to be considered more carefully and pondered, to fix in the heart i. e. to purpose, plan, to do something, A. V. conceived in thy heart); also εἰς τήν καρδίαν (L T Tr WH ἐν τήν καρδίαν) followed by the infinitive, βάλλειν εἰς τήν καρδίαν τίνος, followed by ἵνα, to put into one's mind the design of doing a thing, διδόναι followed by an infinitive, ἀναβαίνει ἐπί τήν καρδίαν τίνος, followed by an infinitive, the purpose to do a thing comes into the mind, ἐν τῇ καρδία joined to verbs of thinking, reflecting upon, doubting, etc.: ἐνθυμεῖσθαι, διαλογίζεσθαι, λέγειν, εἰπεῖν (בְּלִבּו אָמַר), to think, consider with oneself, συμβάλλειν, to revolve in mind, διακρίνεσθαι, to doubt, διαλογισμοί ἀναβαινουσι, of persons in doubt, R G L marginal reading plural); ἀναβαίνει τί ἐπί καρδίαν, the thought of a thing enters the mind, β. specifically, of the understanding, the faculty and seat of intelligence (often so in Homer also (cf. Nägelsbach, Homer. Theol., p. 319f; Zezschwitz, Profangräcität as above with, pp. 25f, 50); cor domicilium sapientiae, Lactantius, de opif. dei c. 10, cf. Cicero, Tusc. 1,9; לֵב, διανοίας); συνιέναι τῇ καρδία, νόειν τῇ καρδία, ἐπαχύνθη ἡ καρδία, πωρουν τήν καρδίαν, πεπωρωμένη καρδία, ἡ πώρωσις τῆς καρδίας, βραδύς τῇ καρδία, slow of heart, κάλυμμα ἐπί τήν καρδίαν κεῖται, γ. of the will and character: ἁγνίζειν καρδίας, καθαρίζειν τάς καρδίας, ῥερραντίσμενοι τάς καρδίας, καρδία εὐθεῖα (cf. Winer's Grammar, 32), πονηρά, Winer's Grammar, 194 (183)); ἀμετανόητος, γεγυμνασμενη πλεονεξίας, στηρίζειν τάς καρδίας, βεβαιουν, in passive, σκληρύνειν, ἡ ἐπίνοια τῆς καρδίας, αἱ βουλαί τῶν καρδιῶν προαιρεῖσθαι τῇ καρδία, κρίνειν (to determine) and ἑδραῖος ἐν τῇ καρδία, δ. "of the soul so far forth as it is affected and stirred in a bad way or good, or of the soul as the seat of the sensibilities, affections, emotions, desires, appetites, passions": ἡ καρδία καιομένη ἦν, of the soul as greatly and peculiarly moved, αἱ ἐπιθυμίαι τῶν καρδιῶν, στηρίζειν τάς καρδίας, of the cultivation of constancy and endurance, ἐήξειν τινα ἐν τῇ καρδία, to have one in one's heart, of constant remembrance and steadfast affection, `te tamen in toto pectore semper habet' Ovid. trist. 5,4, 24); εἶναι ἐν τῇ καρδία τίνος, to be cherished in one's heart, to be loved by one perpetually and unalterably, εὐδοκία τῆς καρδίας, ηὐφράνθη ἡ καρδία, χαρήσεται ἡ καρδία, ἀνήρ κατά τήν καρδίαν τοῦ Θεοῦ, i. e. in whom God delights, Winer's Grammar, 156 (148) note) see 2a. above). in reference to grief, pain, anguish, etc.: ἡ λύπη πεπλήρωκε τήν καρδίαν, ὀδύνη τῇ καρδία μου, ἡ καρδία ταράσσεται, συνοχή καρδίας, βάρειν τῆς καρδίας μερίμναις βιωτικαῖς, διαπρίομαι τῇ καρδία, συντετριμμένος τήν καρδίαν, R L brackets; κατενύγησαν τῇ καρδία, L T Tr WH τήν καρδίαν); συνθρύπτειν τήν καρδίαν, ε. of a soul conscious of good or bad deeds (our conscience): לֵבָב, ἡ καρδία πατασσει τινα, of the middle or central or inmost part of anything, even though inanimate: τῆς γῆς (which some understand of Hades, others of the sepulchre), τῆς θαλάσσης, לֵב; and for the same ἐν μέσῳ θαλάσσης, Baruch 6: (Epistle Jer.) τῆς κλεψυδρας, Aristotle, probl. 16,8 (others, κώδια)). Cf. Beck, Biblical Seelenlehre, chapter iii. § 20ff, p. 64ff; Delitzsch, Biblical Psychologie (Leipz. 1861) iv. § 12, p. 248ff (also in Herzog 2, vi. 57ff); Oehler in Herzog vi., p. 15ff (also in his O. T. Theol. (edited by Day) § 71); Wittichen in Schenkel iii. 71f.

Greek Monolingual

και καρδία, η (AM καρδία, Α ιων. τ. καρδίη και κραδίη, αιολ. τ. κάρζα, κυπρ. τ. κορζία, Μ και καρδιά)
1. κοίλο μυϊκό όργανο που αποτελεί το κεντρικό κινητήριο στοιχείο της κυκλοφορίας του αίματος
2. μτφ. η έδρα τών συναισθημάτων, τών επιθυμιών και τών παθών του ανθρώπου, η ψυχή
3. διάθεση, θέληση, όρεξη («δουλεύει χωρίς καρδιά»)
4. το εσώτερο μέρος του κορμού και τών κλάδων ενός φυτού, η εντεριώνη
5. φρ. εκκλ. «ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας» — ας ανατείνουμε προς τον θεό τις ψυχές μας
νεοελλ.
1. μτφ. το μέσο μιας εποχής ή περιόδου ή κατάστασης, η ακμή, το κεντρικότερο και κυριότερο σημείο («στην καρδιά του πολέμου»)
2. άλλη ονομασία στρειδιού, το κυδώνι
3. μικρό κόσμημα τών γυναικών με σχήμα καρδιάς
4. το εσώτερο και τρυφερότερο μέρος φυτού ή καρπού (α. «η καρδιά του καρπουζιού» β. «η καρδιά του μαρουλιού»)
5. ως προσφώνηση αγαπητού προσώπου
6. φρ. α) «αγγίζω την καρδιά κάποιου»
i) συγκινώ κάποιον
ii) κάνω κάποιον να μέ συμπαθήσει
β) «αλαφρώνω την καρδιά κάποιου» — ανακουφίζω κάποιον
γ) «βγαίνει η καρδιά μου» ή «κόβεται η καρδιά μου» — πεθαίνω
δ) «καίω την καρδιά κάποιου»
i) κάνω κάποιον να υποφέρει
ii) κάνω κάποιον να μέ ερωτευθεί
ε) (ειρωνικά) (για μη ευνοϊκή είδηση) «μού 'κάνες την καρδιά περιβόλι» — μέ δυσαρέστησες
στ) «κάνω καρδιά» ή «κάνω την καρδιά μου πέτρα» — κάνω κουράγιο, κάνω υπομονή ή αποκτώ θάρρος
ζ) «μαραίνει κάτι την καρδιά μου» — μέ λυπεί κάτι πολύ
η) «κλαίει η καρδιά μου» — λυπάμαι
θ) «πήγε η καρδιά μου στον τόπο της» — έπαυσα να ανησυχώ, ησύχασα
ι) «πηδά η καρδιά μου» — χαίρομαι, λαχταρώ
ια) «ρα(γ)ίζει η καρδιά μου» ή «ρα(γ)ίζεται η καρδιά μου» — θλίβομαι πολύ
ιβ) «τρέμει η καρδιά μου» — φοβάμαι πολύ, τρομάζω
ιγ) «το λέει η καρδιά μου» — έχω θάρρος, είμαι γενναίος
ιδ) «μιλώ στην καρδιά κάποιου» — συγκινώ κάποιον
ιε) «χαλώ την καρδιά κάποιου» — δυσαρεστώ, στενοχωρώ κάποιον
ιστ) «ανοίγω την καρδιά μου» — μιλώ με ειλικρίνεια, εκμυστηρεύομαι
ιζ) «έχω (ή είμαι) ανοιχτή καρδιά» — είμαι προσηνής, είμαι ευπροσήγορος
ιη) «έχω καλή καρδιά» — είμαι καλός άνθρωπος, είμαι καλόψυχος
ιθ) «δεν το βαστά η καρδιά μου»
i) δεν το ανέχομαι
ii) δεν αντέχω σε μεγάλη συγκίνηση
κ) «βάστα, καρδιά μου, βάστα» — πρέπει να κάνω υπομονή, πρέπει να αντέξω
κα) «έχω σκληρή (ή μαύρη) καρδιά» — είμαι άσπλαχνος
κβ) «καρδιά χρυσή» ή «καρδιά ευγενική» — άνθρωπος αγαθός, ευγενικός
κγ) «μαύρη καρδιά» ή «κακή καρδιά» — άνθρωπος κακός
κδ) «καρδιά πέτρα» — άνθρωπος σκληρός, ανηλεής
κε) «πονετική καρδιά» — άνθρωπος πονόψυχος
κστ) «λόγια της καρδιάς» — εγκάρδια, ειλικρινή λόγια
κζ) «από καρδιάς» ή «μέσα από την καρδιά» ή «με όλη την καρδιά» — ολόψυχα, πρόθυμα
κη) «με ελαφριά καρδιά» ή «ελαφρά τῃ καρδίᾳ» — απερίσκεπτα
κθ) «το τραβάει η καρδιά μου» — το επιθυμώ πολύ
λ) «πήγε η καρδιά μου στον τόπο της» — αναθάρρησα, συνήλθα από τον φόβο μου
λα) «έχω καρδιά αγκινάρα» — είμαι ερωτύλος
λβ) «ανακατώνεται η καρδιά μου» — αηδιάζω, έχω τάση για εμετό
7. παροιμ. α) «έχει καρδιά για πόλεμο, μα δεν βαστάν τα κότσια» — για κάποιον που κάνει τον γενναίο, ενώ στην πραγματικότητα είναι δειλός
β) «θεωρία επισκόπου και καρδία μυλωνά» — γι' αυτούς που φαίνονται τέλειοι ενώ στην πραγματικότητα δεν αξίζουν
γ) «κάλλιο κόμπο στο πουγγί, παρά κόμπο στην καρδιά» — είναι προτιμότερο να μη δίνεις δανεικά, παρά να δανείζεις και να στενοχωριέσαι γιατί δεν σού τά επιστρέφουν
δ) «στον κάμπο δείχνετ' η καρδιά, στο μετερίζι η μαστοριά» — η μάχη σώμα με σώμα είναι η μόνη που απαιτεί γενναιότητα
νεοελλ.-μσν.
1. (για τόπο) το κεντρικό σημείο («στην καρδιά της Αθήνας»)
2. φρ. α) «ανοίγω την καρδιά κάποιου» — χαροποιώ κάποιον
β) «βάζω (ή έχω) κάποιον στην καρδιά μου» — συμπαθώ πολύ κάποιον, αγαπώ
γ) «κλέβω την καρδιά κάποιου»
i) απατώ, ξεγελώ κάποιον
ii) γοητεύω κάποιον δ) «τρώ(γ)ει κάτι την καρδιά μου» — μέ λυπεί κάτι, λυπούμαι
ε) «από βάθος καρδιάς» ή «από βάθους καρδίας» ή «εκ μέσου καρδίας» — με βαθύ και ειλικρινές αίσθημα
στ) «δροσερεύωδροσίζω) την καρδιά κάποιου» — ικανοποιώ, ανακουφίζω, παρηγορώ
ζ) «βράζει η καρδιά μου» — ταράζομαι, θυμώνω
η) «άπτει η καρδιά μου» — εξάπτομαι, εξοργίζομαι
θ) «πηδά η καρδιά μου» — χαίρομαι, λαχταρώ
ι) «καθαρή καρδιά» ή «καθαρά καρδία» — άνθρωπος αγνός
ια) «με την καλή καρδιά» ή «με όλη την καρδιά»
i) ολόψυχα, αφοσιωμένα
ii) (για παράκληση) θερμότατα
ιβ) «χάνω την καρδιά μου» — χάνω ό,τι πολυτιμότερο έχω
μσν.
1. συναίσθημα, αίσθημα
2. χαρακτήρας, φύση
3. υπόσταση, ύπαρξη
4. φρ. α) «ἀνάβω τὴν καρδιὰ κάποιου» — συγκινώ κάποιον
β) «ἀναπαύεται ἡ καρδιά μου» — ησυχάζω
γ) «ἅπτω τὴν καρδιὰ κάποιου» — κάνω κάποιον να μέ ερωτευθεί
δ) «βάνω τὴν καρδιὰ μου εἰς...» ή «βάνω τὴν καρδιὰ μου πρός»
i) τηρώ, διαφυλάσσω κάτι
ii) δίνω σημασία σε κάτι
ε) «δυναμώνω τὴν καρδιά κάποιου» — δίνω θάρρος σε κάποιον
στ) «εἶμαι δυνατῆς καρδιᾱς ἄνθρωπος» — είμαι άνθρωπος με σταθερό φρόνημα
ζ) «ζουρώνω τὴν καρδιὰν κάποιου» — προσβάλλω κάποιον
η) «κρατῶ τὴν καρδιὰν κάποιου» — συγκινώ κάποιον
θ) «νεύει ἡ καρδιὰ μου» — παρασύρομαι
ι) «στέκω εἰς μίαν καρδίαν» — ομονοώ
ια) «συντυχαίνω ἐπί τὴν καρδίαν κάποιου» — συγκινώ κάποιον ιβ) «χωρίζω τὴν καρδιά κάποιου» — απελπίζω κάποιον
ιγ) «ψηλαίνει ἡ καρδιά μου» — υπερηφανεύομαι, επαίρομαι
ιδ) «ἀκάνθινη καρδιά» — άνθρωπος σκληρός
ιε) (σε μάχη ή σε πόλεμο) «ἀπὸ καρδίας» — με γενναιότητα
ιστ) «εἰς μίαν καρδίαν» — με ομοψυχία
ιζ) «ἐκ καρδίας» — σε μεγάλο βαθμό
ιη) «ἐκ στεναγμοῦ καρδίας» — με γοερό κλάμα
ιθ) «μὲ καρδιά» — πάρα πολύ
κ) «μετὰ καρδιᾱς ζεούσης» — προθυμότατα
κα) «στερεὰ καρδία» — σταθερότητα
μσν.-αρχ.
1. θάρρος
2. φρόνημα
3. ονομασία αστερισμών
αρχ.
1. το άνω στόμιο του στομάχου
2. το στομάχι
3. (για σκεύη ή για τη θάλασσα) βυθός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το όνομα καρδ-ία, σχηματισμένο κατά τα θηλ. σε -ία, όπως πολλά άλλα που δηλώνουν μέλος ή όργανο του σώματος (πρβλ. αρτηρία, κοιλία), προέρχεται από μεταπλασμό ενός παλαιότατου ονόματος κῆρ < κηρδ, που προέρχεται απευθείας από την ΙΕ ρίζα kērd- «καρδιά». Στην κλίση του, καθώς και στην κλίση αντίστοιχων τ. άλλων ΙΕ γλωσσών, εμφανίζεται η συνεσταλμένη βαθμίδα kŗd- της ρίζας (πρβλ. λατ. cord-is, αρχ. ελλ. καρδ-ία και κραδ-ίη). Μια παρέκταση -i- που εμφανίζεται και σε ορισμένες άλλες γλώσσες (πρβλ. λιθουαν. šird-is, ορμ. όργ. srt- iw, χεττ. γεν. kard-ias) συνέβαλε πιθ. στον μεταπλασμό του κῆρ (και συγκεκριμένα από το συνεσταλμένης βαθμίδας θ. καρδ-) κατά τα θηλ. σε -ία, απ' όπου προέκυψε ο τ. καρδ-ία. Το νεοελλ. καρδιά με μετάθεση του τόνου και συνίζηση του άτονου πλέον -i-. Τέλος, ο αρχ. ποιητ. τ. κέαρ προέκυψε υποχωρητικά από τη δοτ. κῆρι του κῆρ κατά το σχήμα ἦρι: ἔαρ πιθ. και με την επίδραση του ἦπαρ. Η λ. καρδία απαντά σε πάμπολλα σύνθ. με τις μορφές καρδι(ο)- ως α' συνθετικό και -κάρδιος ή -καρδος ως β' συνθετικό.
ΠΑΡ. καρδιακός, κάρδιον, καρδιώνω
αρχ.
καρδικός
μσν.
καρδιόθεν μσν.-νεοελλ. καρδίτσα, καρδούλα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) Βλ. λ. καρδι(ο)-. (Β' συνθετικό) i) -κάρδιος
εγκάρδιος, περικάρδιος, σκληροκάρδιος, υποκάρδιος
αρχ.
ακάρδιος, αψικάρδιος, βαθυκάρδιος, βαρυκάρδιος, βαρυμωροκάρδιος, διακάρδιος, δικάρδιος, ερυθροκάρδιος, ευκάρδιος, θρασυκάρδιος, ισχυροκάρδιος, κατακάρδιος, κλονοκάρδιος, λιθοκάρδιος, μελανοκάρδιος, νωθροκάρδιος, οξυκάρδιος, παχυκάρδιος, πονηροκάρδιος, προσκάρδιος, στερεοκάρδιος, στρεβλοκάρδιος, ταλακάρδιος, ταραξικάρδιος, ταχυκάρδιος, τλησικάρδιος, υψηλοκάρδιος, χαλκεοκάρδιος
νεοελλ.
θελξικάρδιος, σπαραξικάρδιος, τερψικάρδιος
ii) -καρδος
νεοελλ.
αγριόκαρδος, άκαρδος, αλαφρόκαρδος, ανοιχτόκαρδος, βαριόκαρδος, βαρύκαρδος, γενναιόκαρδος, δειλόκαρδος, ζεστόκαρδος, κακόκαρδος, καλόκαρδος, λαγόκαρδος, λεοντόκαρδος, μεγαλόκαρδος, μικρόκαρδος, ολιγόκαρδος, πετρόκαρδος, πικρόκαρδος, πονόκαρδος, σκληρόκαρδος, στενόκαρδος, τρυφερόκαρδος, χρυσόκαρδος].

Greek Monotonic

καρδία: ἡ, Ιων. καρδίη, Επικ. επίσης κρᾰδίη·
I. καρδιά, ἐν στέρνοισι κραδίη πατάσσει, σε Ομήρ. Ιλ.· κραδίη ἔξω στήθεων ἐκθρῴσκει, λέγεται για πανικόβλητο άνθρωπο, στο ίδ.· οἰδάνεται κραδίη χόλῳ, στο ίδ. κ.λπ.· ἐκ τῆς καρδίης φιλεῖν, σε Αριστοφ.· τἀπὸ καρδίας λέγειν, Λατ. ex animo, μιλώ με παρρησία, ελεύθερα, ξεκάθαρα, σε Ευρ.
II. το στομάχι, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

καρδία: эп.-ион. κραδία и κραδίη, тж. (в начале стиха) καρδίη
1) сердце: κ. ἔξω στήθεος ἐκθρώσκει Hom. сердце (так и) рвется из груди; πηδᾷ ἡ κ. Plat. сердце учащенно бьется;
2) (как средоточие чувств и страстей) сердце, душа (οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ NT): οἰδάνεται κ. χόλῳ Hom. сердце наполняется гневом; ἐκ καρδίας φιλεῖν Arph. любить всем сердцем; θερμὴν ἐπὶ ψυχροῖσι καρδίαν ἔχεις Soph. у тебя пламенное сердце в делах, которые (других) бросают в холод; τὰ ἀπὸ καρδίας λέγειν Eur. говорить чистосердечно; ὡς ἄνοον κραδίην ἔχες! Hom. как ты забывчив!;
3) чувства, настроение: τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἔχειν; Plat. каково будет настроение, по-твоему, у юноши?;
4) желание, намерение: μόλις καρδίας ἐξίοταμαι Soph. я неохотно отказываюсь от своего намерения;
5) верхнее отверстии (вход) желудка Thuc.;
6) внутренность, середина, сердцевина (τοῦ φυτοῦ Arst.; τῆς γῆς NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καρδία -ας, ἡ, ep. κραδίη, ep. en Ion. καρδίη hart:; κραδίη μεγάλα στέρνοισι πατάσσει het hart bonst hevig in zijn borst Il. 13.282; overdr. binnenste deel:. ἐν τῇ καρδίᾳ τῆς γῆς in het binnenste van de aarde NT Mt. 12.40. uitbr., hart als zetel van emoties en verstand. hart, moed:. κυνὸς ὄμματ ’ ἔχων, κραδίην δ ’ ἐλάφοιο met je ogen van een hond, en het hart van een hert Il. 1.225. hart, verlangen, gevoel:. ἤδη μοι κραδίη τέτραπτο νέεσθαι mijn hart was er al op gericht terug te keren Od. 4.260; καρδίας δ ’ ἐξίσταμαι ik zie af van mijn voornemen Soph. Ant. 1105; ἀπὸ καρδίας ἐρεῖν te zullen zeggen wat mij op het hart ligt Eur. IA 475; ἐκ τῆς καρδίας φιλεῖν met heel zijn hart beminnen Aristoph. Nub. 86; τὸν νέον... τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν; welk gevoel zal de jonge man (daarbij) hebben? Plat. Resp. 492c. hart, geest, innerlijk:. ὡς ἄνοον καρδίην ἔχες wat een dwaze geest had jij Il. 21.441; διὰ τί διαλογισμοὶ ἀναβαίνουσι ἐν τῇ καρδίᾳ ὑμῶν; waarom komen twijfels op in uw hart? NT Luc. 24.38; ὁ δὲ θεὸς γινώσκει τὰς καρδίας ὑμῶν God kent uw hart NT Luc. 16.15. geneesk. maagmond:. ὁπότε ἐς τὴν καρδίαν στηρίξειεν telkens wanneer (de ziekte) doordrong tot de maagmond Thuc. 2.49.3.

Middle Liddell

καρδία, ἡ,
I. the heart, ἐν στέρνοισι κραδίη πατάσσει Il.; κραδίη ἔξω στήθεος ἐκθρώσκει, of one panic-stricken, Il.; οἰδάνεται κραδίη χόλῳ Il., etc.; ἐκ τῆς καρδίας φιλεῖν Ar.; τἀπὸ καρδίας λέγειν, Lat. ex animo, to speak freely, Eur.
II. the stomach, Thuc.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: heart, metaph.. soul, spirit (Il.), also cardiac orifice of the stomach (Hp., Th.), heart of wood (Thphr., pap.; Strömberg Theophrastea 125ff.).
Other forms: Ion. -ίη, ep. mostly κραδίη
Compounds: As 1. member e. g. καρδι-αλγέω suffer from heartburn with -ής, -ία, -ικός (Hp.); very often as 2. member, e. g. θρασυ-κάρδιος with daring spirit (Il.).
Derivatives: κάρδιον n. heart-formed ornament (Delos IIIa), καρδικός belonging to the heart (pap.), καρδιᾶτις f. Pythagoraean name of the number of five (Theol. Ar.); καρδιώσσω, Att. -ώττω = καρδιαλγέω (Epich., Hp., Ar., Arist.) with καρδιωγμός (Hp.), also καρδιάω (καρδιόωντα Nic. Al. 581); καρδιόω hearten (LXX). - Beside it κῆρ (ep.), κέαρ (Pi., B., trag.) n., dat. κῆρι, adv. κηρόθι in the heart with κηραίνω be afraid (E., Max., Ph.).
Origin: IE [Indo-European] [579] *kerd, *ḱr̥doś heart
Etymology: With καρδία cf. other body-parts in -ία as κοιλία, ἀρτηρία, λαυκανίη. The starting point is a monosyll. neuter κῆρ < *κῆρδ (IE. *ḱērd) with ablaut; cf. Lat. cord-is (IE. *ḱr̥d-és; would be Gr. *καρδ-ός, *κραδ-ός). We often find an i-stem, which developed e.g.: Lith. šird-ìs, Arm. instr. srt-iw (nom. sirt < IE. *kērd(-i); cf. below), Hitt. gen. kard-iaš (nom. ke-ir [= kēr]); the -i originated in the nom. acc.: Skt. hā́rdi (gen. hr̥d-ás as Lat. cord-is); cf. Arm. sirt above. - The disyll. κέαρ was created by poets as false archaism to κῆρι after ἔαρ (ἦρ) : ἦρι spring. On the accent of κῆρ Schwyzer 377; also Berger Münch. Stud. z. Sprachwiss. 3, 3. - Also elsewhere the word was enlarged, e. g. OIr. cride (ḱr̥d-i̯o-), Slav., e. g. OCS srъdь-ce (beside srěda middle < PSlav. *serd-a), Germ., e. g. Goth. hairt-o, gen. hairt-ins (n-stem as augo eye, auso ear), Skt. hŕ̥d-aya-m = Av. zǝrǝd-aē-m. The OInd. (Indoiran.?) word shows a secondary h- (for ś- < IE. ḱ-), from cross with a related notion (s. on χορδή). - More details in Pok. 579, W.-Hofmann and Ernout-Meillet s. cor, Vasmer Russ. et. Wb. s. sérdce. On Greek further Schwyzer, 279, 342, 377, 518; also Scheller Oxytonierung 61, Bolelli (s. on ἦτορ). Cf. also on κραδαίνω.

Frisk Etymology German

καρδία: {kardía}
Forms: ion. -ίη, ep. fast nur κραδίη
Meaning: Herz, übertr. Seele, Geist (seit Il.), auch der obere Magenmund (Hp., Th.), Kernholz (Thphr., Pap.; Strömberg Theophrastea 125ff.).
Composita : Als Vorderglied z. B. καρδιαλγέω Sodbrennen haben mit -ής, -ία, -ικός (Hp.); sehr oft als Hinterglied, z. B. θρασυκάρδιος dreisten Herzens (Il. usw.).
Derivative: Vereinzelte Ableitungen: κάρδιον n. herzgeformter Schmuck (Delos IIIa), καρδικός zum Herzen gehörig (Pap.), καρδιᾶτις f. pythagoreische Benennung der Fünfzahl (Theol. Ar.); καρδιώσσω, att. -ώττω = καρδιαλγέω (Epich., Hp., Ar., Arist. usw.) mit καρδιωγμός (Hp. u. a.), auch καρδιάω (καρδιόωντα Nik. Al. 581); καρδιόω erheitern, ermuntern (LXX). — Daneben κῆρ (ep.), κέαρ (Pi., B., Trag.) n., Dat. κῆρι, Adv. κηρόθι im Herzen mit κηραίνω bange sein (E., Max., Ph.).
Etymology : Zu καρδία vgl. andere Körperteilbenennungen auf -ία wie κοιλία, ἀρτηρία, λαυκανίη. Auszugehen ist von dem einsilbigen Neutrum κῆρ aus *κῆρδ (idg. *ḱērd), das ursprünglich mit Ablaut flektiert wurde; vgl. z. B. lat. cord-is (idg. *ḱr̥d-és; wäre gr. *καρδός, *κραδός). Möglich ist, daß als Vermittler der i-Stamm fungierte, der sich auch anderswo entwickelt hat: lit. šird-ìs, arm. Instr. srt-iw (Nom. sirt < idg. *kērd(-i); vgl. unten), heth. Gen. kard-iaš (Nom. ke-ir [= kēr]); das -i war ursprünglich im Nom. Akk. zuhause: aind. hā́rdi (Gen. hr̥d-ás wie lat. cord-is; zum Anlaut unten); vgl. noch arm. sirt oben. — Das zweisilbige κέαρ wurde von Dichtern als falscher Archaismus zu κῆρι usw. nach Muster von ἔαρ (ἦρ) : ἦρι Frühling geschaffen (Brugmann IF 5, 341); auch ἧπαρ kann die Form beeinflußt haben. Zum Akzent von κῆρ Schwyzer 377; dazu noch eine Hypothese von Berger Münch. Stud. z. Sprachwiss. 3, 3. — Auch sonst hat das alte Wort Erweiterungen erfahren: kelt., z. B. air. cride (ḱr̥d-i̯o-), slav., z. B. aksl. srъdь-ce (neben srěda Mitte aus urslav. *serd-a), germ., z. B. got. hairt-o, Gen. hairt-ins (n-Stamm wie augo Auge, auso Ohr), aind. hŕ̥d-aya-m = aw. zərəd--m. Das aind. (indoiran.?) Wort zeigt ein sekundäres h- (für ś- < idg. -), wahrscheinlich durch Kreuzung mit einem sinnverwandten Begriff (s. zu χορδή). — Weitere Einzelheiten m. reicher Lit. bei WP. 1, 423, Pok. 579, W.-Hofmann und Ernout-Meillet s. cor, Vasmer Russ. et. Wb. s. sérdce. Zum Griech. noch Schwyzer, u. a. 279, 342, 377, 518; außerdem Scheller Oxytonierung 61, Bolelli (s. zu ἦτορ). Vgl. auch zu κραδαίνω.
Page 1,787-788

Chinese

原文音譯:kard⋯a 卡而笛阿
詞類次數:名詞(160)
原文字根:心 相當於: (לֵב‎ / לֵב קָמָי‎) (לֵבָב‎)
字義溯源:心,心意,心志,心中,心裏,心懷,心腸,深處,內心,一心;源自(Καππαδοκία)Z*=心)。人的心顯出人的真實光景,神知道人的心( 路16:15)。因著罪,人的心已經敗壞,充滿邪惡的思念( 太15:19,20);所以我們的心須要藉著信來潔淨( 徒15:9);其實,我們的心也是我們信心的所在地( 羅10:9,10)
同源字:1) (καρδία)心,心意 2) (καρδιογνώστης)知道人心者 3) (σκληροκαρδία)硬心
出現次數:總共(159);太(16);可(12);路(23);約(7);徒(21);羅(15);林前(5);林後(11);加(1);弗(6);腓(2);西(5);帖前(3);帖後(2);提前(1);提後(1);來(11);雅(5);彼前(3);彼後(2);約壹(4);啓(3)
譯字彙編
1) 心(142)數量太多,不能盡錄;
2) 心中(9) 路1:51; 路9:47; 約12:40; 徒8:22; 羅9:2; 林前4:5; 弗6:5; 彼前3:4; 彼後2:14;
3) 心中的(2) 羅2:29; 來4:12;
4) 心裏(2) 太11:29; 林前14:25;
5) 內心(1) 林後5:12;
6) 心裏的(1) 路2:35;
7) (心)(1) 太12:40;
8) 一心(1) 徒4:32

Translations

af: hart; ak: akoma; als: herz; am: ልብ; ang: heorte; an: corazón; arc: ܠܒܐ; ar: قلب; arz: قلب; ast: corazón; as: হৃদযন্ত্ৰ; atj: otehi; av: ракӏ; ay: lluqu; azb: اورک; az: ürək; bat_smg: šėrdės; ba: йөрәк; bcl: puso; be_x_old: сэрца; be: сэрца; bg: сърце; bh: दिल; bjn: andui; bn: হৃৎপিণ্ড; bo: སྙིང་།; br: kalon; bs: srce; bxr: зүрхэн; ca: cor; cbk_zam: corazon; cdo: sĭng-câung; ceb: kasingkasing; ce: дог; ckb: دڵ; co: core; cr: ᒥᑌᐦ; cs: srdce; cv: чĕре; cy: calon; da: hjerte; de: Herz; diq: qelb; dv: ހިތް; el: καρδιά; eml: côr; en: heart; eo: koro; es: corazón; et: süda; eu: bihotz; fa: قلب; fiu_vro: süä; fi: sydän; fo: hjarta; fr: cœur; fy: hert; ga: croí; gcr: tchò; gl: corazón; gn: ñe'ã; gom: काळीज; hak: sîm-chhong; he: לב; hif: dil; hi: हृदय; hr: srce; ht: kè; hu: szív; hy: սիրտ; hyw: սիրտ; ia: corde; id: jantung; ie: cordie; ilo: puso; io: kordio; is: hjarta; it: cuore; iu: ᐅᐅᒻᒪᑎ; ja: 心臓; jbo: risna; jv: jantung; ka: გული; kbp: calɩm fɩɣa; kk: жүрек; kn: ಹೃದಯ; ko: 심장; kv: сьӧлӧм; ky: жүрөк; la: cor; lbe: къюкӏ; lb: häerz; lfn: cor; li: hert; lmo: coeur; ln: motéma; lt: širdis; lv: sirds; map_bms: jantung; mg: fo; mhr: шӱм; mk: срце; ml: ഹൃദയം; mn: зүрх; mrj: йӓнг; mr: हृदय; ms: jantung; mt: qalb; my: နှလုံး; nah: yollotl; nap: core; nds: hart; ne: मुटु; new: नुगः; nl: hart; nn: hjarte; no: hjerte; nrm: tchoeu; oc: còr; or: ହୃତ୍‌ପିଣ୍ଡ; pag: puso; pam: pusu; pa: ਦਿਲ; pl: serce; pnb: دل; ps: زړه; pt: coração; qu: sunqu; roa_rup: inimâ; ro: inimă; rue: сердце; ru: сердце; sah: сүрэх; sat: ᱨᱤᱫᱟᱹᱭ; sa: हृदयम्; scn: cori; sco: hert; sc: coru; sd: دل; se: váibmu; sh: srce; simple: heart; si: හෘදය; sk: srdce; sl: srce; sn: moyo; so: wadno; sq: zemra; sr: срце; su: jantung; sv: hjärta; sw: moyo; szl: śerce; ta: இதயம்; te: గుండె; tg: дил; th: หัวใจ; ti: ልቢ; tl: puso; tr: kalp; tt: йөрәк; ug: يۈرەك; uk: серце; ur: قلب; uz: yurak; vec: cuor; vep: südäikera; vi: tim; vls: erte; vo: lad; war: kasingkasing; wa: cour; wuu: 心臟; xal: зүркн; xh: intliziyo; xmf: გური; yi: הארץ; yo: ọkàn; za: simdaeuz; zh_min_nan: sim-chōng; zh_yue: 心; zh: 心臟