λύω
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
English (LSJ)
poet. imper.
A λῦθι Pi.Fr.85: fut. λύσω [ῡ] Il.1.29, etc.: aor. ἔλῡσα 18.244, etc.: pf. λέλῠκα Th.7.18, Ar.V.992 (ἀπολύω), etc.:—Pass., pf. λέλῠμαι Il.8.103, etc.: plpf. ἐλελύμην [ῠ] Od.22.186, etc.: aor. ἐλύθην, Ep. λύθην [ῠ] 8.360, E.Hel.860, Th.2.103, etc.: fut. λῠθήσομαι Pl.Ti.41b, Isoc.12.116, etc., also λελύσομαι [ῡ] D.14.2, X.Cyr.6.2.37 (ἀπολύω): Ep. aor. Pass. λύμην [ῠ] Il.21.80; λύτο [ῠ] ib.114, but λῦτο 24.1 (at beginning of line, v.l. λύτο); λύντο 7.16: also 3sg. opt. pf. λελῦτο Od.18.238:—Med., fut. λύσομαι Il.1.13, etc.: aor. ἐλυσάμην 14.214: pf. Pass. λέλυμαι in med. sense, D.36.45, Arist.Rh. 1400a22 (cf. διαλύω, καταλύω): fut. λύσομαι in pass. sense, (διαλύω) Th.2.12, (ἐπιλύω) Lys.25.33 codd. (καταλύσεσθαι edd.), (καταλύω) X.Cyr.1.6.9.—Homer uses all tenses exc. pf. Act., pres. and fut. Pass. [In pres. and impf. ῡ always in Att., ῠ mostly in Ep., though Hom. has ῡ twice, ἔλῡεν Il.23.513, λῡει Od.7.74; also in compds., ἀλλῡεσκεν 2.105, ἀλλῡουσαν ib.109: in fut. and aor. 1 ῡ always: in other tenses ῠ always, exc. in the forms λελῦτο, λῦτο (v. supr.).] (Cf. Lat. luo (pay), reluo, solvo (for seluo), solutus, etc.):—loosen:
I of things, unbind, unfasten, esp. clothes and armour, λῦσε δέ οἱ ζωστῇρα, θώρηκα, Il.4.215, 16.804; λύω παρθενίην ζώνην loose the maiden-girdle, of the husband after marriage, Od. 11.245; of the wife, λύοι χαλινὸν ὑφ' ἥρωϊ παρθενίας Pi.I.8(7).48; ἔνθα παρθένει' ἔλυσ' ἐγὼ κορεύματα E.Alc.177; so ἔλυσας… ἅγνευμα σόν Id.Tr.501; freq. of the tackling of ships, λύω πρυμνήσια, ἱστία, λαῖφος, etc., Od.2.418, 15.496, 552, h.Ap.406, etc. (never in Il.); λύω πρύμνας, νεῶν πόδα, E.Hec.539,1020, etc.: abs., λύειν, of ships, set sail, λῦε, κυβερνήτα APl.1.6*.9 (Panteleus); ἀσκὸν λύω untie a skin (used as a bag), Od.10.47: freq. in Trag., λύω στολάς, πέπλον, S.OC1597, Tr.924; λύω ἡνίαν slacken the rein, Id.El.743; κλῄθρων λυθέντων when the gates have been opened, A.Th.396; λύω γράμματα, δέλτον, open a letter, E.IA38 (anap.), 307; λύω πέδας, δεσμά, A.Eu. 645 (Pass.), E.HF1123; ἀρβύλας A.Ag.945; ἀρτάνας… δέρης ἔλυσαν loosed it from my neck, ib.876, cf. E.Hipp.781:—Med., ἀπὸ στήθεσφιν ἐλύσατο κεστὸν ἱμάντα undid her belt, Il.14.214; but λύοντο τεύχεα they undid the armour for themselves, i.e. stripped it off (others), 17.318; later λυσαμένα πλοκαμῖδας unbinding her hair, Bion 1.20, etc.
b in various phrases, στόμα λύω open the mouth, E.Hipp.1060, Isoc.12.96; γλώσσας λύω εἰς αἰσχροὺς μύθους Critias 6.9 D.; λύω βλεφάρων ἕδραν wake up, E.Rh.8 (anap.); λύω ὀφρύν unfold the brow, Id.Hipp.290; λύω ἄχος ἀπ' ὀμμάτων S.Aj.706 (lyr.), etc.
2 of living beings,
a of horses, etc., unyoke, unharness, opp. ζεύγνυμι, Od.4.35; ἐξ ὀχέων, ὑπὲξ ὀχέων, Il.5.369,8.504; ὑφ' ἅρμασιν 18.244; ὑπὸ ζυγοῦ Od.4.39: ὑπὸ ζυγόφιν Il.24.576; ὑπ' ἀπήνης Od.7.6 (also in Med., μὴ… ὑπ' ὄχεσφι λυώμεθα μώνυχας ἵππους unyoke our horses, Il. 23.7; βόε λῦσαι Hes.Op.608); λύε μώνυχας ἵππους loosed them, Il.10.498; λύω κύνα let him loose, X.Cyn.6.13, etc.
b of men, release, deliver, esp. from bonds or prison, and so, generally, from difficulty or danger, Il.15.22, Od.8.345, 12.53, D.24.206, etc.; ὁ λύσων = he that shall deliver, A.Pr.771,785: c. gen. rei, τὸν… θεοὶ κακότητος ἔλυσαν Od.5.397, cf. Pi.P.3.50, etc.; λύω τινὰ δεσμῶν A.Pr.1006; ὄκνου S. Tr.181; τὼ… ἐκ δεσμοῖο λύθεν Od.8.360, cf. Pi.O.4.23, A.Pr.873, E.Hipp.1244, Pl.R. 360c; also λύω δόμους ἁβρότατος rob the house of... Pi.P.11.34; λύω τινὰ τῆς ἀρχῆς depose him from... D.S.13.92:—Med., prop. get one loosed or set free, λύσασθαί τινα δυσφροσυνάων Hes.Th.528; ὅσπερ Ἰὼ πημονᾶς ἐλύσατο A.Supp.1065 (lyr.):—Pass., λυθῆναι τὰς πέδας D.S.17.116; λέλυται γὰρ λαὸς ἐλεύθερα βάζειν, ὡς ἐλύθη ζυγὸν ἀλκᾶς has been let loose to speak, since the yoke was loosed, A.Pers.592 (lyr.).
c of prisoners, release on receipt of ransom, admit to ransom, release, Il.1.29, 24.137,555, etc.; λύω τινά τινι 1.20, 24.561, Od.10.298; Σαρπηδόνος ἔντεα καλὰ λύσειαν would give them up, Il.17.163; in full, λύω τινὰ ἀποίνων 11.106; χρημάτων μεγάλων Hdt.2.135 (Pass.); ἀνὴρ ἀντ' ἀνδρὸς λυθείς Th.5.3:—Med., release by payment of ransom, get a person released, redeem, Il.1.13, 24.118, al., Od.10.284,385, Pl.Mx.243c, D.19.229; λύσασθαί τινας ἐκ πολεμίων Lys.12.20; ἵππον X.An.7.8.6; ὅσους αὐτὸς ἐλυσάμην τῶν αἰχμαλώτων D.19.169; λύω τινὶ τὸ χωρίον Id.50.28; ἑαυτοὺς λύω pay their own ransom, Id.19.169; buy from a pimp, Ar.V.1353.
d λελύσθαι τῶν νόμων, = Lat. legibus solvi, D.C.53.18.
3 give up, [θρόνον] λῦσον ἄμμιν Pi.P.4.155.
II resolve a whole into its parts, dissolve, break up, λύω ἀγορήν dissolve the assembly, Il.1.305; ἀγορὰς ἠμὲν λύει ἠδὲ καθίζει Od.2.69, etc.:—Pass., λῦτο δ' ἀγών Il.24.1; μὴ λυθείη ἡ στρατιά X.Cyr.6.1.2; πρὶν … ἡ ἀγορὰ (market) λυθῇ Id.Oec. 12.1; λυθείσης τῆς συνουσίας Plb.5.15.3.
2 of concrete objects, σπάρτα λέλυνται, i.e. have rotted, Il.2.135; ῥαφαὶ δ' ἐλέλυντο ἱμάντων Od.22.186; λύω τὴν σχεδίην break it up, Hdt.4.97; [τὴν γέφυραν] X. An.2.4.17; τὴν ἀπόφραξιν ib.4.2.25.
3 especially of physical strength, loosen, i.e. weaken, relax, λῦσε δὲ γυῖα made his limbs slack or loose, i.e. killed him, Il.4.469, al.; ὅς τοι γούνατ' ἔλυσα 22.335; πολλῶν τε καὶ ἐσθλῶν γούνατ' ἔλυσεν 5.176, etc.; ἀλλά οἱ αὖθι λῦσε μένος 16.332; πέλεκυς λῦσεν… βοὸς μένος Od.3.450, cf. Il.17.29; but οἵ μοι καμάτῳ… γούνατ' ἔλυσαν made my knees weak with toil, Od.20.118:—Pass., λύντο δὲ γυῖα, etc., as the effect of death, sleep, weariness, fear, Il. 7.16, etc.; καμάτῳ φίλα γυῖα λέλυντο 13.85, cf. Od.8.233; αὐτοῦ λύτο γούνατα καὶ φίλον ἦτορ Il.21.114,425; λύθη ψυχή τε μένος τε 5.296, etc.; λύθεν δέ οἱ ἅψεα πάντα Od.4.794, 18.189; λέλυται γυίων ῥώμη A.Pers.913 (anap.); λύεται δέ μου μέλη E.Hec.438; λέλυμαι μελέων σύνδεσμα Id.Hipp.199 (anap.).
b λύει βλέφαρα closes her eyes in sleep, S.Ant.1302.
c metaph., λύω τὴν ἐν ταῖς ψυχαῖς πρὸς μάχην παρασκευήν X.HG7.5.22.
4 undo, bring to naught, destroy, πολίων κάρηνα Il.9.25; Τροίης κρήδεμνα 16.100, Od.13.388, cf. B.Fr.16.7: generally, put an end to, νείκεα Il.14.205; μελεδήματα 23.62; ἔριν E.Ph.81, AP9.316.12 (Leon.); πόλεμον Th.5.31; ἐπιμομφάν Pi.O.10(11).9; μέμψιν Democr.271; φόβον A.Th.270; φόβον καὶ τὴν ὑποψίαν Polystr.p.7 W., cf. Epicur.Sent.12; μοχθήματα S.OC1616; ἀνάγκας E.Supp.39; βίον, i.e. die, Id.IT692; αἰῶν' ἔλυσε, i.e. died, B.1.43; λύω τὸ τέλος βίον S.OC1720 (lyr.); μαχας Ar. Pax991 (anap.); νοσήματα Diocl.Fr.35 (Pass.), cf. Gal.6.476; κόπους Dsc.Eup.1.220; forgive, ἁμαρτήματα LXX Jb.42.9.
b in Prose, λύω νόμους repeal or annul laws, Hdt.3.82, D.3.10, Arist.Pol.1269a15; οὐθὲν τῶν περὶ τὴν πολιτείαν ib.1298b31; λύω ψήφῳ τὸ παράνομον Aeschin. 3.197 (Pass.), etc.; ἐπεὶ ἐκεῖνοι ἔλυσαν τὰς σπονδὰς λελύσθαι μοι δοκεῖ ἡ ἐκείνων ὕβρις καὶ ἡ ἡμετέρα ὑποψία X.An.3.1.21; rescind a vote, ψῆφον λύει ὁ νόμος D.24.2; revoke a will, διαθήκην Is.6.33, etc. (but in Pass., to be opened, of a will, POxy.715.19 (ii A. D.), etc.); unbind a spell, Iamb.Myst.3.27:—Pass., λέλυται πάντα = all ties are broken, all is in confusion, D.25.25.
c as a technical term, solve a difficulty, a problem, a question, λύεται ἡ ἀπορία Pl.Prt. 324e, al.; λύω ζήτημα Gal.6.436.
d refute an argument, Pl.Grg. 509a, Arist.Rh.1402b24,al.; cf. λύσις II.4b, λυτικός ΙΙ.
e unravel the plot of a tragedy, opp. πλέκειν, Id.Po.1456a10.
f λύω τὴν φάσιν, of the Moon, pass out of, Vett. Val.134.1, cf. 2.
5 break a legal agreement or obligation, τὸν νόμον Hdt.6.106; τὰς σπονδάς Th.1.23, 78, cf. 4.23, al.; τὰ συγκείμενα Lys.6.41; σίς κε τὰς ϝρήτας τάσδε λύση whoso breaks this agreement, Inscr.Cypr.135.29 H.
6 in physical sense, dissolve, λύθεν, opp. πάγεν, Emp.15.4; τὸ θερμὸν λύει, opp. πήγνυσι, Arist.Mete.384b11, cf. 382b33 (Pass.); ἀμμωνιακὸν ὄξει λύσας Gal.11.106; melt, παγείσας χιόνας Hdn.8.4.2; τι πυρὶ λύω Hippiatr.52.
7 of medicines, λύω τὴν κοιλίαν Arist.Pr.863b29, cf. Hp.Acut.(Sp.)38, Diocl.Fr.140; so of the effects of terror, Arist.Pr.877a32 (Pass.).
8 resolve into, in Pass., Heph.8, 10, Aristid. Quint.1.28.
III solve, fulfil, accomplish, τὰ τοῦ θεοῦ μαντεῖα S.OT407; ὅρκον Plb.6.58.4.
IV atone for, make up for, τὰς πρότερον ἁμαρτίας Ar.Ra. 691; λύσων ὅσ' ἐξήμαρτον S.Ph.1224; λύω φόνον φόνῳ Id.OT101, E. Or.511; αἱ πρόσοδοι λύουσι τἀναλώματα Diph.32.5:—Med., τῶν πάλαι πεπραγμένων λύσασθ' αἷμα… δίκαις A.Ch.804 (lyr.).
V μισθὸν λύειν pay wages in full, quit oneself of them, used only in cases of obligation, X.Ages.2.31.
2 τέλη λύειν, = λυσιτελεῖν, pay, profit, avail, ἔνθα μὴ τέλη λύει φρονοῦντι where it boots not to be wise, S.OT 316: but more freq. λύει without τέλη, construed like λυσιτελεῖ, abs., λύει δ' ἄλγος E.Med.1362, cf. PSI4.400.16: c. dat. pers., φημὶ τοιούτους γάμους λύειν βροτοῖσιν E.Alc.628, cf.Hipp.441: c. inf., πῶς οὖν λύει… ἐπιβάλλειν; Id.Med.1112 (anap.); ἐμοί τελύειτοῖσιμέλλουσιν τέκνοις τὰ ζῶντ' ὀνῆσαι it is good for me to benefit my living children by means of those to come, ib.566; λύει ἀπελθεῖν UPZ77i12 (ii B.C.): c. acc. et inf., λύει γὰρ ἡμᾶς οὐδέν, οὐδ' ἐπωφελεῖ,… θανεῖν it is not expedient that we should die (οὐδ' ἐπωφελεῖ being parenthetic), S.El. 1005; οὐ γάρ με λύει… κακορροθεῖσθαι E.Sthen.Prol.35; cf. λυσιτελέω.
German (Pape)
[Seite 74] λύσω, ep. aor. syncop. λύμην, Il. 21, 80, λύτο, λύντο, λελῦτο (Bekker λελῦντο) ist Od. 18, 238 optat. perf. pass., λελύσεται, Dem. 14, 2, – lösen; – 1) losmachen, losknüpfen, losbinden, Kleidungs- u. Waffenstücke, λῦσε δέ οἱ θώρηκα, Il. 16, 804, u. im med., λύσασθαι ἱμάντα, sich den eigenen Gürtel lösen, 14, 214, aber λύοντο δὲ τεύχεα, sie nahmen ihnen, den Anderen die Waffen ab, um sie als Waffenbeute für sich zu behalten, 17, 318; – ζωστῆρα, den Gürtel abbinden, Il. 4, 215, u. ζώνην παρθενίην λύειν, den jungfräulichen Gürtel lösen, d. i. der Jungfrau zum erstenmale beiwohnen, Od. 11, 245; ähnlich λύοι χαλινὸν ὑφ' ἥρωϊ παρθενίας Pind. I. 7, 52; ἔνθα παρθένει' – ἔλυσ' ἐγὼ κορεύματα Eur. Alc. 175; ὁ δ' αὐτίκα λύσατο μίτρην Musaeus. – Übertr. auch ὄφρ' οἶοι Τροίης ἱερὰ κρήδεμνα λύωμεν, Il. 16, 100, wie Od. 13, 388 (s. unten). – Von den Schiffstauen öfter, τοὶ δὲ πρυμνήσι' ἔλυσαν, Od. 2, 418. 15, 552, womit λύον ἱστία, ib. 496, zu vergleichen; u. ähnl. λαῖ. φος, πείρατα, ὅπλα νηός, Od., wie νεῶν πόδα, Eur. Hec. 1020; ἀσκὸν μὲν λῦσαν, sie banden den Schlauch auf, Od. 10, 47, wie Eur. El. 511; – ὑπαί τις ἀρβύλας λύοι τάχος, Aesch. Ag. 919, πέδας, Eum. 615, κλείθρων λυθέντων, Spt. 378; λύει τὸν αὑτῆς πέπλον, soph. Tr. 920, στολάς, O. C. 1593, auch ἡνίαν, den Zügel losmachen, nachlassen, El. 733; γράμματα, δέλτον, auflösen, öffnen, Eur. I. A. 38. 307; κλῇθρα μοχλοῖς, I. T. 99; vgl. διαθήκας λύειν, D. C. 55, 9, s. unten 4. – Λέλυκα στόμα, Isocr. 12, 96; vgl. Eur. Hipp. 1060, wie γλώσσας ἐς αἰσχροὺς μύθους, Criti. bei Ath. X, 432 e. – 2) losspannen, abspannen, ἵππους ἐξ ὀχέων, Il. 5, 369, wie ὑπὲξ ὀχέων, 8, 504 u. öfter; auch ἔλυσαν ὑφ' ἅρμασιν ὠκέας ἵππους, 18, 244, wie ὑπὸ ζυγόφιν, 24, 576, u. ohne weitern Zusatz, ἵππους, u. im med., λύεσθαι ἵππους ὑπ' ὄχεσφι, seine Pferde vom Wagen, eigtl. unter das Joch weg, losspannen, 23, 7. 11; βόε λῦσαι, Hes. O. 610, Gegensatz ζεύγνυμι. Überh. – 3) losbinden, Od. 12, 53. 163, u. dah. befreien, aus Gefangenschaft auslösen, τὴν δ' ἐγὼ οὐ λύσω, ich werde sie nicht freigeben, Il. 1, 29, ἦλθε λυσόμενος – θύγατρα, um seine Tochter auszulösen, ib. 13; αἶψά κεν ἔντεα καλὰ λύσειαν, 17, 163, ὅπως λύσειεν Ἄρηα, Od. 8, 345, öfter; vgl. noch ἀλλ' ἄγε δὴ λῦσον, νεκροῖο δὲ δέξαι ἄποινα, 24, 137, u. ἔλυσεν ἀποίνων, er gab ihn um Lösegeld los, 11, 106. Aus Noth u. Gefahren befreien, λύειν τινὰ κακότητος, Einen vom Elend erlösen, Od. 5, 397. 13, 321; vgl. Pind. ἔλυσεν ἐξ ἀτιμίας, Ol. 4, 23, wie ἐκ πενθέων λυθέντες, I. 7, 6; τίς οὖν ὁ λύσων σ' ἔσται, der Befreier, Aesch. Prom. 773; ὃς πόνων ἐκ τῶνδ' ἐμὲ λύσει, 875, λῦσαί με δεσμῶν τῶνδε, 1008, u. im med., ὅςπερ Ἰὡ πημονᾶς ἐλύσατο, Suppl. 1051; πρῶτος ἀγγέλων ὄκνου σε λύσω, Soph. Tr. 180; τῆς νῦν παρούσης πημονῆς λύσεις βάρος, El. 927; δεσμὰ παιδός, Eur. Herc. Fur. 1123. Auch in Prosa, λύουσιν οἱ ἕνδεκα Σωκράτη, Plat. Phaed. 59 e; ἐκ δεσμῶν, Rep. II, 360 c; αἱ νεωστὶ ἐκ δουλείας λελυμέναι, IX, 574 d; λύσασθαι ἐκ τῶν πολεμίων, loskaufen, Lys. 19, 59; Xen. An. 7, 8, 6; χρημάτων, Her. 2, 135; λυθεὶς ἀνὴρ ἀντ' ἀνδρός, Thuc. 5, 3. Aber λύειν τινὰ ἀρχῆς ist = absetzen, D. Sic. 13, 92. – 4) auflösen, aufheben, ἀγορήν, Il. 1, 305, λύτο ἀγών, 24, 1, θέμις ἀνδρῶν ἀγορὰς ἠμὲν λύει ἠδὲ καθίζει, Od. 2, 69. – Daher = einen Streit beilegen, schlichten, νείκεα, Od. 7, 74, vgl. Il. 14, 502. 304; νεῖκος οὐκ ἐν ἀργύρου λαβῇ ἔλυσεν, Aesch. Suppl. 914; νεῖκος πατρί, Eur. Hipp. 1442; ἔριν, Phoen. 81; – so auch ἀπορίαν, eine Schwierigkeit beseitigen, eine schwierige Frage lösen, Plat. Prot. 324 e Rep. VIII, 556 a; oft bei Arist. u. Rhett., bei denen es auch geradezu die Bdtg »widerlegen« annimmt, vgl. Arist. rhet. 2, 25. Pol. πόλεμον, πολιορκίαν λύειν, beilegen, aufheben, 25, 5, 1. 2, 9, 9, συνουσίαν, 5, 15, 3. – Auch = Schmerzen, Sorgen stillen, beschwichtigen, mildern, ὕπνος λύων μελεδήματα θυμοῦ, Il. 23, 62 Od. 20, 56 u. öfter bei sp. D. – Auch stärker, geradezu vernichten, zerstören, πολίων κάρηνα, Il. 2, 118, wohin auch der oben angeführte bildliche Ausdruck Τροίης κρήδεμνα λύωμεν gehört; Τρώων ἔλυσε δόμους, Pind. P. 11, 34; γέφυραν, die Brücke abbrechen, Xen. An. 2, 4, 17; νόμους, Gesetze aufheben, abschaffen, Her. 3, 82; ὅρκον, den Eid brechen, Xen. An. 3, 2, 10; Pol. 6, 58 u. A.; so auch πίστιν, σπονδάς u. ähnliche; τὴν ψῆφον λύει καὶ ποιεῖ τοῦ μηδενὸς ἀξίαν, Dem. 24, 2, den Beschluß umstoßen, wie διαθήκην, Isae. 1, 3. 6, 33. – Woran sich die bei Hom. so häufige Vrbdg γυῖα, γούνατα, ἅψεα λύειν τινός od. τινί reiht, die Glieder lösen, erschlaffen machen, theils als Ausdruck für »tödten«, »erschlagen«, bes. in der Il. häufig, auch λῦσε βοὸς μένος, Od. 3, 450, theils die Ermattung, Ermüdung, die Folge des Schlafes, Schreckens, Staunens bezeichnend, καμάτῳ θυμαλγέϊ γούνατ' ἔλυσαν ἄλφιτα τευχούσῃ, Od. 20, 118, σὴ δὲ βίη λέλυται, von Altersschwachen, Il. 8, 103, auch von morschen Stricken, σπάρτα λέλυνται, 2, 135; so auch bei den Tragg., λέλυται γὰρ ἐμῶν γυίων ῥώμη Aesch. Pers. 877, λέλυμαι μελέων σύνδεσμα Eur. Hipp. 199. – 5) τέλη, μισθοὺς λύειν, Abgaben, Sold bezahlen, u. so von Dingen, zu deren Abtragung man verpflichtet ist, sich von einer Schuld, Verpflichtung losmachen, auch übertr., λύσων ὅσ' ἐξήμαρτον ἐν τῷ πρὶν χρόνῳ, Soph. Phil. 1208; τὰς πρότερον ἁμαρτίας, abbüßen od. wieder gut machen, Ar. Ran. 690; φόνῳ φόνον λύσει; Eur. Or. 510. – Dah. auch = λυσιτελεῖν, eigtl. λύειν τέλη, die Kosten ersetzen, nützen, Soph. O. R. 317; τινί, öfter bei Eur., vgl. Med. 566. 1112. 1362 Alc. 631. – [Υ, im praes. u. impf. kurz, ist Il. 23, 513 Od. 7, 74 lang gebraucht in der Bershebung, in der es auch bei attischen Dichtern lang wird. Bei sp. D., wie Ap. Rh. 3, 822, zuweilen auch in der Verssenkung lang. was sich auch schon in ἀλλϋεσκεν Od. 2, 105. 109 findet; im fut. u. aor. act. u. med. ist υ stets lang, im perf. u. plus qpf. aber act. u. pass., wie im aor. pass. kurz, nur. Il. 24. 1 ist λύτο im Anfange des Verses mit langem υ gebraucht, also mit Vekker λῦτο zu schreiben; λύμην mit kurzem υ steht Il. 21, 80, wie λύτο 21, 114.]
French (Bailly abrégé)
I. délier : ;
1 au propre : τινα δεσμῶν ESCHL délivrer qqn de ses liens ; ἵππους ἐξ ὀχέων IL détacher des chevaux d'un char ; λ. κλῆθρα ESCHL délier la courroie qui assujettit un verrou, ouvrir un verrou ; λ. ζώνην OD dénouer une ceinture ; fig. λ. στόμα EUR délier la bouche, parler librement ; λ. τοῦ ποδός PLUT délier le pied ; ◊ prov. λύουσ' εἴθ' ἅπτουσα SOPH déliant ou attachant, càd quoi que je fasse;
2 p. ext. lâcher, laisser aller : ἡνίαν SOPH lâcher la rêne ; t. de mar. λ. πρύμνας EUR, νεῶν πόδα EUR délier la poupe, le pied des navires, càd lever l'ancre;
3 mettre en liberté, délivrer, affranchir : τινά, qqn ; λυθεὶς ἀνὴρ ἀντ' ἀνδρός THC prisonniers échangés homme pour homme ; λύειν τινὰ ἀποίνων IL ou χρημάτων HDT mettre qqn en liberté moyennant une rançon, une somme d'argent ; fig. λ. κακότητος OD délivrer de la maladie ; λ. ἐκ πόνων ESCHL délivrer d'épreuves pénibles ; φόνῳ φόνον λύειν SOPH faire expier (litt. délier d') un meurtre par un meurtre ; réparer (une faute);
II. dissoudre :
1 désagréger, rompre, briser : τάξιν XÉN faire rompre des rangs, un ordre de bataille ; ἀγορήν IL dissoudre une assemblée ; γέφυραν XÉN rompre un pont ; λελύσθαι ἀπ' ἀλλήλων XÉN se séparer les uns des autres en parl. de pers. qui rompent des liens de société ; fig. τὸ τέλος βίου SOPH, βίον EUR terminer (litt. délier) sa vie ; γούνατα λ. τινός IL, etc., ou τινι, litt. délier les genoux de qqn, càd le tuer ; μένος τινί IL briser la vie de qqn ; Pass. λύεται δέ μου μέλη EUR mes membres sont brisés ; σὴ δὲ βίη λέλυται IL ta force est brisée ; τοῦ δ' αὖθι λύθη ψυχή τε μένος τε IL aussitôt son âme et son courage furent brisés ; fig. λ. νόμους HDT abroger des lois ; σπονδάς THC rompre des traités;
2 mettre fin à, achever, terminer, résoudre : νεῖκος IL mettre fin à une querelle;
3 résoudre, expliquer : αἴνιγμα LUC résoudre une énigme;
4 se libérer de : μαντεῖα SOPH de la prédiction d'un oracle (par le fait qu'elle s'accomplit) ; μισθοῦ XÉN acquitter, càd payer une part de solde ; abs. réfuter un argument;
5 aboutir à, se résoudre en : τέλη SOPH produire des revenus, être avantageux ; abs. λύει EUR il est avantageux de ; avec une prop. inf. il est utile que ; Pass. λελύσθαι μοι δοκεῖ καὶ ἡ ἐκείνων ὕβρις καὶ ἡ ἡμετέρα ὑποψία XÉN il me semble que tout cela a été utile et leur insolence et notre défiance;
Moy. λύομαι (f. λύσομαι, etc.);
I. tr. 1 délier de dessus soi : ἱμάντα IL délier sa ceinture;
2 délier pour soi : τεύχεα IL délier (pour les prendre) les armures (des morts) ; p. ext. délivrer, affranchir pour soi : θύγατρα IL délivrer sa fille en payant rançon;
II. intr. se relâcher : λύτο γούνατα IL ses genoux se dérobèrent sous lui.
Étymologie: R. Λυ, délier ; cf. lat. luo, solvo.
Russian (Dvoretsky)
λύω: (ῠ, в fut. и aor. ῡ)
1 отвязывать (ζυγόν, πρυμνήσια Her.): λ. πρύμνας (ср.
10 или νεῶν πόδα Eur. отвязывать кормы, т. е. сниматься с якорей;
2 отпрягать, распрягать (ἵππους ἐξ ὀχέων или ὑφ᾽ ἅρμασιν Hom.);
3 развязывать, отстегивать, распускать (ζώνην, θώρηκα Hom.; στολάς Soph.): λ. κλῇθρα Aesch. разматывать замочный ремень, т. е. отпирать;
4 открывать, разверзать (στόμα Eur.): λ. βλεφάρων ἕδραν Eur. разомкнуть вежды (ср. 7);
5 вскрывать, распечатывать (γράμματα Eur.; σφραγῖδας NT);
6 освобождать, отпускать на волю (τινὰ δεσμῶν Aesch. и ἐκ τῶν δεσμῶν Plat.; εἱρκτῆς τινα Dem.; ἐκ τῆς φυλακῆς NT);
7 отпускать, ослаблять (ἡνίαν Soph.): λ. βλέφαρα Soph. смыкать вежды (ср. 4); τί δ᾽ ἐγώ, ἅπτουσ᾽ ἂν ἢ λύουσα, προσθείμην πλέον; Soph. как же могла бы я помочь теми или иными действиями?;
8 распускать (по домам) (ἀγορήν Hom.);
9 физиол. расслаблять (τὴν κοιλίαν Arst.);
10 разрушать, ломать (Τροίης κρήδεμνα Hom.; γέφυραν Xen.; ἡ πρύμνα ἐλύετο ὑπὸ τῆς βίας τῶν κυμάτων NT - ср. 1): λ. γούνατά τινος и τινι Hom. переламывать кому-л. колени, т. е. убивать кого-л.; λύεται δέ μου μέλη Eur. члены мои слабеют;
11 расстраивать, рассеивать, разбивать (τάξιν Xen.);
12 разъединять, разрывать: λελύσθαι ἀπ᾽ ἀλλήλων Xen. не общаться друг с другом;
13 нарушать, расторгать (σπονδάς Thuc.; ἐντολάς NT);
14 избавлять (κακότητος Hom.; ἐκ πενθέων Pind.);
15 утолять, унимать (τὰς ὠδῖνας τοῦ θανάτου NT);
16 пресекать, прерывать: λ. μένος τινί Hom. пресечь чью-л. жизнь;
17 кончать, оканчивать (βίον Eur. и τὸ τέλος βίου Soph.); прекращать, заканчивать (μάχην Arph.; νεῖκος Hom.; ἔριν Eur.);
18 разрешать от грехов (ὃ ἐὰν λύσῃς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται λελυμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς NT);
19 отменять, объявлять недействительным (νόμους Her.; ψῆφον Dem.; διαθήκας Isae.);
20 (раз)решать (ἀπορίαν Plat.; αἴνιγμα Luc.);
21 выполнять, осуществлять (τοῦ θεοῦ μαντεῖα Soph.);
22 возмещать, искупать, заглаживать (τὰς ἁμαρτίας Arph.; φόνον φόνῳ Soph.);
23 выплачивать, платить (μισθούς Xen.): λ. τέλη Soph. платить дань, приносить доход, т. е. быть полезным;
24 приносить пользу, иметь значение (λύει δ᾽ ἄλγος Eur.): ἐμοί τε λύει Eur. для меня же важно; λελύσθαι μοι δοκεῖ Xen. мне кажется, что (это) оказалось полезным;
25 рит. разбивать, опровергать (τὸν παραλογισμόν Arst.);
26 (о драматургах), приводить к развязке (πολλοὶ δὲ πλέξαντες εὖ λύουσι κακῶς Arst.);
27 смещать, увольнять (τινὰ ἀρχῆς Diod.);
28 стих. разрешать долгий слог (в два кратких).
Greek (Liddell-Scott)
λύω: ποιητ. προστ. λῦθι (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. λῦμι) Πινδ. Ἀποσπ. 55: μέλλ. λύσω [ῡ]: ἀόρ. ἔλῡσα: πρκμ. λέλῠκα Θουκ. 7. 18, Ἀριστοφ. Σφ. 992 (ἀπο-), κτλ. - Παθ., πρκμ λέλῠμαι: ὑπερσ. ἐλελύμην [ῠ]: ἀόρ. ἐλύθην, Ἐπικ. λύθην [ῠ] Ὀδ. Θ. 360, Εὐρ. Ἑλ. 860, Θουκ., κτλ.: μέλλ. λῠθήσομαι Πλάτ. Τίμ. 41Β, Ἰσοκρ., κτλ.: ὡσαύτως λελύσομαι [ῡ] Δημ. 178. 21, Ξεν. Κύρ. 6. 2, 37 (ἀπο-)· -τούτοις προσθετέον Ἐπικόν τινα παθ. ἀόρ. (μετὰ τύπου ὑπερσ.) ἐλύμην ἢ λύμην [ῠ] Ἰλ. Φ. 80· λύτο [ῠ] αὐτόθι 114· ἀλλὰ λῦτο Ω. 1· λύντο Η. 16· ὡσαύτως γ΄ εὐκτ. πρκμ. λελῦτο, ἀντὶ λελύοιτο, σπανιώτατ. τύπος, Ὀδ. Σ. 238. - Μέσ., μέλλ. λύσομαι, ἀόρ. ἐλυσάμην· ὁ παθ. πρκμ. λέλῠμαι κεῖται ἐν μέσῃ σημ. παρὰ Δημ 958. 14, Ἀριστ. Ρητ. 2. 23, 23 (πρβλ. δια-, καταλύω)· ἐνῷ ὁ μέλλ. λύσομαι κεῖται ἐπὶ παθ. σημασίας ἐν συνθέσ. μετὰ τῆς προθέσ. διά, Θουκ. 2. 12, μετὰ τῆς ἐπί, Λυσ. 174. 38, μετὰ τῆς κατά, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 9. - Ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται πάντας τοὺς τύπους πλὴν τοῦ ἐνεργ. πρκμ. [Ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ. ῡ ἀείποτε παρ’ Ἀττ., ῠ κατὰ τὸ πλεῖστον παρ’ Ἐπικ., ἂν καὶ ὁ Ὅμ. ἔχει τὸ φωνῆεν τοῦτο δὶς μακρὸν ἐν ἄρσει, ἔλῡεν Ἰλ. Ψ. 513, λῡει Ὀδ. Η. 74· ἐν συνθέτοις ὡσαύτως μακρὸν ἐν θέσει, ἀλλῡεσκεν Β. 105· ἀλλῡουσαν αὐτόθι 109· - ἐν τῷ μέλλοντι καὶ ἀορ. α΄ τὸ υ μακρὸν ἀείποτε: - ἐν ἑτέροις δὲ χρόνοις τὸ υ βραχὺ ἀείποτε πλὴν ἐν τοῖς ἐξαιρετικοῖς τύποις λελῦτο, λῦτο, ἴδε ἀνωτ.· - λελῡμένος ἀπαντᾷ μόνον παρὰ λίαν μεταγενεστέροις ποιηταῖς ὡς ἐν Θεοδ. Προδρ.] (Ἐκ τῆς √ΛΥ, ἐξ ἧς καὶ αἱ λ. λύη, λύσις, λυτήρ, λύτρον· πρβλ. Σανσκρ. lû, lu-nâmi (seco, disseco)· Λατ. lu-o, (πληρώνω), re-lu-o, so-lv-o, (ἀντὶ so-lu-o), so-lu-tus· Γοτθ. lau-sja (λύω), lau-s (κενός), us-lau-sjeins (λύτρωσις), Ἀγγλ. loose (χαλαρός, λελυμένος), κτλ.· - ἀλλὰ τὸ λούω, κτλ., παράγονται ἐκ τῆς √ΛΟF. Ἡ πρώτη σημασία εἶναι ἡ τοῦ λύω, κοινῶς «λύνω»: Ι. ἐπὶ πραγμάτων, χαλαρώνω, λύω, ἀφαιρῶ τοὺς δεσμούς, «λύνω», ἰδίως ἐπὶ ἐνδυμάτων καὶ ὁπλισμοῦ, λῦσε δέ οἱ ζωστῆρα, θώρηκα Ἰλ. Δ. 215., Π. 804· ἀλλά, λῦσε δὲ παρθενίην ζώνην, ἐπὶ ἀνδρός, ἔλυσε δὲ τὴν παρθενικὴν ζώνην (δηλ. τὴν ζώνην τῆς συζυγικῆς τιμῆς, διότι ἡ Τυρὼ δὲν ἦτο παρθένος, ἀλλὰ γυνὴ τοῦ Κρηθέως), ἤτοι συνεγένετο αὐτῇ, Ὀδυσ. Λ. 245· ἐπὶ γυναικὸς παρθένου, λύω τὴν παρθενικήν μου ζώνην, συγγίγνομαι ἀνδρί, λύοι χαλινὸν ὑφ’ ἥρωϊ παρθενίας Πινδ. Ἴσθμ. 8 (7)· 95· ἔνθα παρθένει’ .. ἔλυσ’ ἐγὼ κορεύματα Εὐρ. Ἄλκ. 177 (πρβλ. ζώνη)· οὕτως, ἔλυσας ἅγνευμα σὸν ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 501· - συχν. ἐπὶ τῶν καλῳδίων καὶ ἄλλων σχοινίων τῶν πλοίων, λ. πρυμνήσια, ἱστία, λαῖφος, κτλ., Ὀδ. Β. 418., Ο. 496, 552, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 405 κἑξ., κτλ, (ἀλλ’ οὐδαμοῦ οὕτως ἐν Ἰλ.), πρβλ. Εὐριπ. Ἑκάβ. 539, 1020, κτλ.· ἀσκὸν λῦσαν, ἔλυσαν τὸν ἀσκόν, Ὀδ. Κ. 47· ἀκολούθως συχν. παρ’ Ἀττ. (πρβλ. ὑπολύω), λ. στολάς, πέπλον Σοφ. Ο. Κ. 1596, Τρ. 924· λ. ἡνίαν, χαλαρώνω, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 743· λ. κλῇθρα, ἀνοίγω, Αἰσχύλ. Θήβ. 396· λ. γράμματα, δέλτον, ἀνοίγω ἐπιστολήν, Εὐρ. Ι. Α. 38. 307· λ. πέδας, δεσμὰ Αἰσχύλ. Εὐμ. 645, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1123· ἀρτάνας ἐμῆς δέρης ἔλυσαν, ἔλυσαν ἐκ τοῦ τραχήλου μου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 876, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 781· - Μέσ., ἐλύσατο κεστὸν ἱμάντα, ἔλυσε τὴν ζώνην της, Ἰλ. Ξ. 214· ἀλλά, λύοντο τεύχεα, ἔλυον τὸν ὁπλισμὸν δι’ ἑαυτούς, δηλ. ἀφῄρουν τὰ ὅπλα (ἑτέρων), Ρ. 318· μεταγεν., λύσασθαι τρίχα, κόμας, πλοκαμῖδας Βίων 1. 20, κτλ.: - ἀκολούθως, β) κατὰ διαφόρους φράσεις, στόμα λ. ἀνοίγειν τὸ στ., Εὐρ. Ἱππ. 1060, Ἰσοκρ. 252C· λ. γλῶσσαν εἰς αἰσχροὺς μύθους Κριτί. 2. 10 Bgk.· λ. βλεφάρων ἕδραν, ἀνοίγω τοὺς ὀφθαλμούς μου, ἐξυπνῶ, Εὐρ. Ρῆσ. 8· λ. ὀφρύν, χαλαρώνω τὰς ὀφρῦς, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 290· ἄχος λ. ἀπ’ ὀμμάτων Σοφ. Αἴ. 706, κτλ. 2) ἐπὶ ἐμψύχων, α) ἐπὶ ἵππων, κτλ., λύω, «ξεζεύγω, ἀντίθετ. τῷ ζεύγνυμι, Ὀδ. Δ. 35, συχν. ἐν Ἰλ.· ἐξ ὀχέων, ὑπὲξ ὀχέων Ἰλ. Ε. 369., Θ. 504· ὑφ’ ἅρμασιν Σ. 244· ὑπὸ ζυγοῦ Ὀδ. Δ. 39· ὑπὸ ζυγόφιν Ἰλ. Ω. 576· ὑπ’ ἀπήνης Ὀδ. Η. 5· καὶ ἐν τῶ μέσ. τύπῳ, λύεσθαι ἵππους ὑπ’ ὄχεσφι Ἰλ. Ψ. 7· οὕτω, βόε λῦσαι, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 606· - ὡσαύτως, λύε μώνυχας ἵππους, ἔλυσεν αὐτοὺς ἐκ τοῦ μέρους ὅπου ἦσαν δεδεμένοι, Ἰλ. Κ. 498· λ. κύνα, ἀφίνω ἐλεύθερον, Ξεν. Κυν. 6. 13. κτλ. β) ἐπὶ ἀνθρώπων, λύω, ἐλευθερώνω, ἀπαλλάττω, ἰδίως ἐκ δεσμῶν ἢ φυλακῆς, ἑπομένως καθόλου, ἐκ δυσκολίας ἢ κινδύνου, Ἰλ. Ο. 22· Ὀδ. Θ. 345., Μ. 53, κτλ.· ὁ λύσων, ὁ μέλλων νὰ ἐλευθερώσῃ, Αἰσχύλ. Πρ. 771, 785· - μετὰ γεν. πράγμ., λύειν τινὰ κακότητος Ὀδ. Ε. 397, πρβλ. Πινδ. Π. 3. 89, κτλ.· οὕτω παρ’ Ἀττ., λ. τινὰ δεσμῶν Αἰσχύλ. Πρ. 1006· ὄκνου, πημονῆς, κτλ., Σοφ. Τρ. 181, κτλ.· ὡσαύτως, λ. τινὰ ἐκ δεσμοῖο Ὀδ. Θ. 360, πρβλ. Πινδ. Ο. 4. 34, Αἰσχύλ. Πρ. 872, Εὐρ. Ἱππ. 1244, Πλάτ. Πολ. 360C. ὡσαύτως, ἔλυσε δόμους ἁβρότατος, διέλυσε τοὺς οἴκους τῆς ἁβρότητος, Πινδ. Π. 11. 51· λ. τινὰ τῆς ἀρχῆς, ἀπολύειν, καθαιρεῖν τινα ἀπὸ τοῦ ἀξιώματος, Διοδ. 13. 92. - Μέσ., κυρίως, ἐνεργῶ ὥστε νὰ λυθῇ ἢ ἐλευθερωθῇ τις, λύσασθαί τινα δυσφροσυνάων Ἡσ. Θ. 528· ὅσπερ Ἰὼ πημονᾶς ἐλύσατο Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1066. - Παθ., λυθῆναι τὰς πέδας Διόδ. 17. 116· λέλυται γὰρ λαὸς ἐλεύθερα βάζειν, ὡς ἐλύθη ζυγόν, ἀφέθη ὁ λαὸς νὰ ὁμιλῇ ἐλευθέρως εὐθὺς ὡς ἀφῃρέθη ὁ ζυγός, Αἰσχύλ. Πέρσ. 592. γ) ἐπὶ αἰχμαλώτων, ἀπολύω ἐπὶ παραλαβῇ λύτρων (ἀποίνων), ἀπελευθερώνω, Ἰλ. Λ. 29., Ω. 137, 555, κτλ.· λ. τινά τινι Α. 20., Ω. 561, Ὀδ. Κ. 298· Σαρπηδόνος ἔντεα καλὰ λύσειαν, θὰ ἀπέδιδον.., Ἰλ. Ρ. 162· πλῆρες, λύειν τινὰ ἀποίνων Λ. 106· χρημάτων μεγάλων Ἡρόδ. 2. 135· ἀνὴρ ἀντ’ ἀνδρὸς λυθεὶς Θουκ. 5. 3· - Μέσ. ἐλευθερώνω τινὰ πληρώνων λύτρα δι’ αὐτόν, Ἰλ. Λ. 13., Ω 118, κ. ἀλλ. Ὀδ., καὶ Ἀττ.· λύεσθαί τινα ἐκ πολεμίων Λυσ. 122. 7· ἵππον Ξεν. Ἀν. 7. 8, 6· ὅσους αὐτὸς ἐλυσάμην τῶν αἰχμαλώτων Δημ. 394. 6· λ. τινι τὸ χωρίον ὁ αὐτ. 1215. 20· ἑαυτοὺς ἔφασαν βούλεσθαι λύσασθαι, εἶπον ὅτι οἱ ἴδιοι ἤθελον νὰ λυτρώσωσιν ἑαυτοὺς καταβάλλοντες τὰ λύτρα, ὁ αὐτ. 394. 11· λυσάμενος, «ἐλευθερώσας ἐκ τοῦ πορνοβοσκείου» (Σχολ.), Ἀριστοφ. Σφ. 1533· - οὕτω τὸ ἐνεργ. καὶ μέσον (ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας) σχετίζονται πρὸς ἄλληλα ἀκριβῶς ὡς τὸ λυτρόω καὶ λυτρόομαι. 3) παραχωρῶ, παραδίδω, (θρόνον) λῦσον ἄμμιν Πινδ. Π. 4. 275. ΙΙ. διαλύω ὅλον τι εἰς τὰ μέρη του, διαλύω, ἀπολύω, λ. ἀγορήν, διαλύω τὴν συνεδρίαν, ἀντίθετον τῷ καθίζω, Ἰλ. Α. 305, Ὀδ. Β. 69, κτλ.· ὡσαύτως, διαλύω τὴν ἐμπορικὴν ἀγοράν, Ξεν. Οἰκ. 12. 1· -Παθητ., λῦτο ἀγὼν Ἰλ. Ω. 1· ἐλύθη ἡ στρατιά, ἡ συνουσία Ξεν. Κύρ. 6. 1, 2, Πολύβ. 5. 15, 3. 2) διαλύω, σπάρτα λέλυνται, «διαλύονται, σαπέντα δηλαδή» (Σχόλ.), Ἰλ. Β. 135· ῥαφαὶ .. λέλυντο ἱμάντων Ὀδ. Χ. 186· λ. τὴν σχεδίην Ἡρόδ. 4. 97· τὴν γέφυραν Ξεν. Ἀνάβ. 2. 4, 17· τὴν ἀπόφραξιν αὐτόθι 4. 2, 25. 3) ἰδίως ἐπὶ σωματικῆς ἰσχύος, χαλαρώνω, δηλ. ἐξασθενῶ, καθιστῶ τι ἀσθενές, ἄτονον, λῦσέ οἱ γυῖα, κατέστησεν ἄτονα τὰ γόνατα αὐτοῦ, δηλ. τὸν ἐφόνευσε, συχν. ἐν Ἰλ.· οὕτω, γούνατα λύειν τινὶ Ἰλ. Χ. 335· ἢ τινὸς Ε. 176, κτλ.· ὡσαύτως, λ. μένος τινὶ Π. 332, κτλ.· πέλεκυς λῦσε βοὸς μένος Ὀδ. Γ. 450, πρβλ. Ἰλ. Ρ. 29, 524· ἀλλά, οἵ μοι καμάτῳ... γούνατ’ ἔλυσαν, κατέστησαν τὰ γόνατά μου ἀδύνατα, ἄτονα ἐκ τοῦ κόπου, Ὀδ. Υ. 118· - οὕτως ἐν τῷ Παθητ., λύντο δὲ γυῖα, ὡς τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ θανάτου, τοῦ ὕπνου, τῆς κοπώσεως, τοῦ φόβου, κτλ., Ἰλ. Ζ. 16, κτλ.· γυῖα λέλυντο Ν. 85, Ὀδ. Θ. 233· αὐτοῦ λύτο γούνατα καὶ φίλον ἦτορ Ἰλ. Φ. 114, 425· λύθη ψυχή τε μένος τε Ε. 296, κτλ.· λύθεν δέ οἱ ἅψεα πάντα Ὀδ. Δ. 794, κτλ.· - οὕτω παρὰ Τραγικ., λέλυται γυίων ῥώμη Αἰσχύλ. Πέρσ. 913· λύεται δέ μοι μέλη Εὐρ. Ἑκ. 438· λέλυμαι μελέων σύνδεσμα ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 199· λύειν βλέφαρα, κλείειν τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐν τῷ ὕπνῳ, Σοφ. Ἀντ. 1302· οὕτω, λ. τὴν ἐν ταῖς ψυχαῖς πρὸς μάχην παρασκευὴν Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 22. 4) καταστρέφω, καταβάλλω, πολίων κάρηνα Ἰλ. Β. 118., Ι. 25· Τροίης κρήδεμνα Π. 100, Ὀδ. Ν. 388· καὶ καθόλου, διαλύω, ἀποβάλλω, δίδω τέλος, Λατ. dissolvere, λ. νείκεα Ἰλ. Ξ. 205, 304, Ὀδ. Η. 74· μελεδήματα Ἰλ. Ψ. 62, Ὀδ. Υ. 56· - οὕτω, λ. ἐπιμομφὰν Πινδ. Ο. 10 (11). 11· λ. φόβον, μοχθήματα, ἀνάγκας, Αἰσχύλ. Θήβ. 270, Σοφ. Ο. Κ. 1616 λ. βίον, ὅ ἐστι ἀποθνήσκειν, Εὐρ. Ι. Τ. 692· λ. τὸ τέλος βίου Σοφ. Ο. Κ. 1720· μάχην Ἀριστοφ. Εἰρ. 991. β) παρὰ πεζογράφοις, λ. νόμους, καταργεῖν, Λατ. leges abrogare, Ἡρόδ. 3. 82· τὰ περὶ τὴν πολιτείαν Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 14, 14· λ. ψήφῳ τὸ παράνομον Αἰσχίν. 82. 15, κτλ.· ὕβριν καὶ ὑποψίαν Ξεν. Ἀν. 3. 1, 21· λ. ψῆφον κτλ., ἀκυρῶ, καταργῶ, Δημ. 700. 13· λ. διαθήκας, ἀκυρῶ, Ἰσαῖ. 59. 29, κτλ.· - Παθ., λέλυται πάντα, πάντες οἱ δεσμοὶ ἔχουσι λυθῆ, πάντα κεῖνται συγκεχυμένα, Δημ. 777. 9. γ) ὡς τεχνικὸς ὅρος, λύω δυσκολίαν τινά, πρόβλημά τι ἢ ζήτημα, λ. ἀπορίαν Πλάτ. Πρωτ. 324Ε, κ. ἀλλ. δ) ἀναιρῶ λογικόν τι ἐπιχείρημα, Ἀριστ. Ρητ. 2. 25, 10, κ. ἀλλ.· πρβλ. λύσις ΙΙ. 4. α, λυτικὸς ΙΙ. ε) ἀναλύω τὴν ὑπόθεσιν ἢ πλοκὴν τραγῳδίας, ἀντίθετ. τῷ πλέκειν, ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 18, 11. 5) καταργῶ, ἀκυρῶ νόμιμόν τινα συμφωνίαν ἢ ὑποχρέωσιν, τὸν νόμον Ἡρόδ. 6. 106· τὰς σπονδὰς Θουκ. 1. 23, 78, πρβλ. 4. 23· τὰ συγκείμενα Λυσ. 106. 391. 6) ἐπὶ φυσικῆς ἐννοίας, διαλύω, τήκω, «λυώνω», λύει τὸ θερμόν, ἀντίθετ. τῷ πήγνυσι, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 7, 15. - Παθ., λύεται, ἀντίθετ. τῷ πήγνυται, αὐτόθι 4. 6. 3 ἑξ. 7) ἐπὶ φαρμάκων, λ. τὴν κοιλίαν ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 1. 40· οὕτως ἐπὶ τῶν ἀποτελεσμάτων τοῦ τρόμου, αὐτόθι 4. 7, κ. ἀλλ. III. λύω, ἐκπληρῶ, ἐκτελῶ, τὰ τοῦ θεοῦ μαντεῖα Σοφ. Ο. Τ. 407· λ. ὅρκους Πολύβ. 6. 58, 4. IV. προσφέρω ἐξιλέωσιν διά τι, ἐπανορθῶ τι, ὡς τὸ Λατ. luere, rependere, τὰς πρότερον ἁμαρτίας Ἀριστοφ. Βάτρ. 691· λ. ὅσ’ ἐξήμαρτον Σοφ. Φιλ. 1224· λ. φόνον φόνῳ ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 101, Εὐρ. Ὀρ. 510. - Μέσ., τῶν πάλαι πεπραγμένων λύσασθ’ αἷμα Αἰσχύλ. Χο. 804. V. μισθοὺς λύω, πληρώνω τοὺς μισθοὺς πλήρεις, ἀπαλλάττομαι αὐτῶν, ἐν χρήσει μόνον ἐν περιπτώσει ὑποχρεώσεως, Ξεν. Ἀγησ. 2, 31. 2) τέλη λύειν = λυσιτελεῖν, ἔνθα μὴ τέλη λύει φρονοῦντι (ἐξυπ. τὸ φρονεῖν), ὅπου δὲν ὠφελεῖ νὰ εἶναί τις φρόνιμος, Σοφ. Ο. Τ. 316· ἀλλὰ συχνότερον ἁπλῶς τὸ λύει ἄνευ τοῦ τέλη, καὶ συντάσσεται ὡς τὸ λυσιτελεῖ, ἤτοι ἀπολ., λύει δ’ ἄλγος Εὐρ. Μήδ. 1362· ἢ μετὰ δοτ. προσ., φημὶ τοιοὺτους γάμους λύειν βροτοῖς ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 627, πρβλ. Ἱππ. 441· μετ’ ἀπαρ., πῶς οὖν λύει... ἐπιβάλλειν; Εὐρ. Μήδ. 1112· ἐμοί τε λύει τοῖσι μέλλουσιν τέκνοις τὰ ζῶντ’ ὀνῆσαι, εἶναι καλὸν δι’ ἐμὲ τὰ ζῶντα τέκνα νὰ ὠφελήσωσι τὰ μέλλοντα νὰ γεννηθῶσι, αὐτόθι 566· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., λύει γὰρ ἡμῖν οὐδέν, οὐδ’ ἐπωφελεῖ βάξιν καλὴν λαβόντε δυσκλεῶς θανεῖν Σοφ. Ἠλ. 1005· πρβλ. λυσιτελέω Ι. 2.
English (Autenrieth)
ipf. ἔλυον, λύε, fut. λύσω, aor. ἔλῦσα, λῦσεν, mid. aor. ἐλύσαο, inf. λύσασθαι, aor. 2, w. pass. signif., λύτο, λύντο, pass. perf. λέλυμαι, opt. λελῦτο, aor. λύθη, 3 pl. λύθεν: I. act., loose, loosen, set free, of undoing garments, ropes, Il. 4.215, Od. 11.245, Od. 2.415; unharnessing horses, Od. 4.35; of freeing from bonds or captivity (said of the captor), Il. 1.20; pass., of anything giving way, coming apart, Il. 2.135, Od. 22.186; fig., in senses answering to those enumerated, τινὰ κακότητος, ‘deliver’ from misery; ἀγορήν, ‘dismiss’; so λύτο δ' ἀγών; and with reference to emotion, or fainting, death, λύτο γούνατα καὶ φίλον ἦτορ, ‘gave way,’ ‘sank,’ ‘quaked' (sometimes the act., Od. 20.118); of sleep ‘relaxing’ the limbs, or ‘dissolving’ cares, Od. 4.794, Il. 23.62; of ‘undoing’ (destroying) cities, Il. 2.118.—III. mid., loose or undo oneself, Od. 9.463, or something of one's own, get loosed or released, ransom; λῦσόμενος θύγατρα, said of the father, Il. 1.13; cf. the act., v. 20.
English (Slater)
λύω (λᾰοι: aor. (ἔ)λῦσε(ν); λῦσον; λσαις; λῦσαι: med. ἐλσατο: pass. impf. λύετο: aor. λᾰθέντες: ῦ aor. act. & med., ᾰ pres., aor. pass.)
a release διάπειρα ἅπερ Κλυμένοιο παῖδα ἔλυσεν ἐξ ἀτιμίας (O. 4.20) λῦσε δὲ Ζεὺς ἄφθιτος Τιτᾶνας (P. 4.291) ἐκ μεγάλων δὲ πενθέων λυθέντες, μήτ' ἐν ὀρφανίᾳ πέσωμεν στεφάνων (I. 8.6) of possessions, “τὰ μὲν ἄνευ ξυνᾶς ἀνίας λῦσον” i. e. make available (P. 4.155) med., Ἑλέναν τ' ἐλύσατο Τροίας ἶνας ἐκταμὼν δορί sc. Achilles (I. 8.51) add. gen., τοὺς μὲν ὦν λύσαις ἄλλον ἀλλοίων ἀχέων ἔξαγεν sc. Asklepios (P. 3.50) ἐπεὶ ἀμφ' Ἑλένᾳ πυρωθέν- των Τρώων ἔλυσε δόμους ἁβρότατος (P. 11.34) ἁνίκ' ἀγανόφρων Κοίου θυγάτηρ λύετο τερπνᾶς ὠδῖνος (v.l. τερπνὰς ὠδῖνας) Πα. 12. 13. κείνων λυθέντες σαῖς ὑπὸ χερσίν, ἄναξ (δεσμῶν supp. Wil.) fr. 35.
b remove “λύοι κεν χαλινὸν ὑφ' ἥρωι παρθενίας” (sc. Θέτις) (I. 8.45) ὅμως δὲ λῦσαι δυνατὸς ὀξεῖαν ἐπιμομφὰν τόκος (O. 10.9)
c in tmesis, ἀνὰ δ' ἔλυσεν (v. ἀναλύω) (N. 10.90)
Spanish
English (Strong)
a primary verb; to "loosen" (literally or figuratively): break (up), destroy, dissolve, (un-)loose, melt, put off. Compare ῥήγνυμι.
English (Thayer)
imperfect ἐλυον; 1st aorist ἔλυσά; passive, present λύομαι; imperfect ἐλυομην; perfect 2nd person singular λέλυσαι, participle λελυμενος; 1st aorist ἐλυθην; 1future λυθήσομαι; from Homer down; the Sept. several times for פָּתַח, to open, הִתִּיר and Chaldean שְׁרֵא (to loose; i. e.:
1. to loose any person (or thing) tied or fastened: properly, the bandages of the feet, the shoes, נָשַׁל to take off, πῶλον (δεδεμένον), L marginal reading), τόν βοῦν ἀπό τῆς φάτνης, λέλυσαι ἀπό γυναικός (opposed to δέδεσαι γυναικί), spoken of a single Prayer of Manasseh, whether he has already had a wife or has not yet married, to loose one bound, i. e. to unbind, release from bonds, set free: one bound up (swathed in bandages), adds ἀπό τῶν δεσμῶν); hence, equivalent to to discharge from prison, let go, (so as far back as Homer); in Apocalyptic vision of the devil (κεκλεισμένον), ἐκ τῆς φυλακῆς αὐτοῦ, 7; metaphorically, to free (ἀπό δεσμοῦ) from the bondage of disease (one held by Satan) by restoration to health, ἐκ τῶν ἁμαρτιῶν, L T Tr WH (see λούω at the end (cf. Winer's Grammar, § 30,6a.)).
3. to loosen, undo, dissolve, anything bound, tied, or compacted together: the seal of a book, ); tropically, τόν δεσμόν τῆς γλώσσης τίνος, to remove an impediment of speech, restore speech to a dumb Prayer of Manasseh, Justin, hist. 13,7, 1cui nomen Battos propter linguae obligationem init; 6 linguae nodis solutis loqui primum coepit); an assembly, i. e. to dismiss, break up: τήν συναγωγήν, passive, ἀγορην, Homer, Iliad 1,305; Odyssey 2,257, etc.; Apoll. Rh. 1,708; τήν στρατιάν, Xenophon, Cyril 6,1, 2); of the bonds of death, λύειν τάς ὠδῖνας τοῦ θαντου, ὠδίν). Laws, as having binding force, are likened to bonds; hence, λύειν is equivalent to to annul, subvert; to do away with; to deprive of authority, whether by precept or by act: ἐντολήν, τόν νόμον, τό σάββατον, the commandment concerning the sabbath, τήν γραφήν, λύει τόν Ἰησοῦ, WH marginal reading see Westcott's Commentary at the passage); by a Chaldean and Talmudic usage (equivalent to אַתֵּר, שְׁרֵא (cf. Winer's Grammar, 32)), opposed to δέω (which see 2c.), to declare lawful: to break up, demolish, destroy: properly, in passive ἐλύετο ἡ πρύμνα, was breaking to pieces, τόν ναόν, τό μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ, τά τείχη, 1Esdr. 1:52; γέφυραν, Xenophon, an. 2,4, 17f); to dissolve something coherent into parts, to destroy: passive (τούτων πάντων λυομένων, τά στοιχεῖα (καυσούμενα), οὐρανοί (πυρούμενοι), to overthrow, do away with: τά ἔργα τοῦ διαβόλου, ἀναλύω, ἀπολύω, διαλύω, ἐκλύω, ἐπιλύω, καταλύω, πυραλύω.)
Greek Monolingual
(AM λύω)
βλ. λύνω.
Greek Monotonic
λύω: μέλ. λύσω [ῡ]· αόρ. ἔλῡσα, παρακ. λέλῠκα — Παθ., παρακ. λέλῠμαι, υπερσ. ἐλελύμην [ῠ], αόρ. ἐλύθην, Επικ. λύθην [ῠ], μέλ. λῠθήσομαι και λελύσομαι [ῠ]· επίσης, Επικ. Παθ. αόρ. βʹ ἐλύμην ή λύμην [ῠ], γʹ ενικ. λύτο [ῠ] και λῦτο, γʹ πληθ. λύντο· γʹ ευκτ. υπερσ. λελῦτο αντί λελύοιτο — Μέσ., μέλ. λύσομαι, αόρ. ἐλυσάμην (σε ενεστ. και παρατ., ῡ στους Αττ., ῠ κυρίως στους Επικ.· σε μέλ. και αόρ., πάντα ῡ· τους άλλους χρόνους ῠ). Πρώτη σημασία του ρήματος, λύνω·
I. 1. λέγεται για πράγματα, χαλαρώνω, λύνω, ξεκουμπώνω (κυρίως για ρούχα και οπλισμό), ζωστῆρα, θώρηκα, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀσκὸν λύω, λύνω τον ασκό (που χρησίμευε σαν μπουκάλι), σε Ομήρ. Οδ.· λύω ἡνίαν, χαλαρώνω το χαλινάρι, σε Σοφ.· λύω γράμματα, ανοίγω επιστολή, σε Ευρ.· στόμα λύω, ανοίγω το στόμα, στον ίδ.· λύω ὄφρυν, χαλαρώνω τα φρύδια, στον ίδ., κ.λπ. — Μέσ., ἐλύσατο ἱμάντα, ξεκούμπωσε τη ζώνη της, σε Ομήρ. Ιλ.· λύσασθαι τρίχα, ξεδένω τα μαλλιά μου, σε Βίωνα·
2. λέγεται για έμψυχα: α) για άλογα κ.λπ., λύνω, ξεζεύω, σε Όμηρ. — Μέσ., λύεσθαι ἵππους ὑπ' ὄχεσφι, ξεζεύω τα άλογα, σε Ομήρ. Ιλ. β) για ανθρώπους, λύνω, απελευθερώνω από δεσμά ή φυλακή, από δυσκολία ή κίνδυνο, σε Όμηρ., Αττ. — Μέσ., ενεργώ έτσι ώστε να λυθεί κάποιος ή απελευθερώνω κάποιον, σε Ησίοδ. γ) για αιχμαλώτους, απελευθερώνω ως αντάλλαγμα παραλαβής λύτρων (ἄποινα), ελευθερώνω, σε Όμηρ.· λύειν τινὰ ἀποίνων, επί πληρωμή λύτρων, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., ελευθερώνω κάποιον πληρώνοντας λύτρα γι' αυτόν, εξαγοράζω, σε Όμηρ., Αττ.
3. παραχωρώ, παραδίδω, (θρόνον) λῦσον ἄμμιν, σε Πίνδ.
II. 1. διαλύω το όλο στα συνθετικά μέρη του, διαλύω, λύω ἀγορήν, διαλύω τη συγκέντρωση, τη συνάθροιση, τη συνέλευση, σε Όμηρ.· επίσης, διαλύω την εμπορική αγορά, σε Ξεν. — Παθ., λῦτο ἀγών, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐλύθη ἡ στρατιά, σε Ξεν.
2. διαλύω, χαλαρώνω, σπάρτα λέλυνται, δηλ. έχουν σαπίσει, έχουν αποσυντεθεί, σε Ομήρ. Ιλ.
3. χαλαρώνω, δηλ. εξασθενώ, ατονώ (λέγεται για σωματική ισχύ), λῦσέ δὲ γυῖα, κατέστησε άτονα τα γόνατά του, δηλ. τον σκότωσε, στο ίδ.· λύω μένος τινί, στο ίδ.· αλλά, καμάτῳ γούνατ' ἔλυσαν, κατέστησαν τα γόνατά μου αδύνατα από την κούραση, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, Παθ., λύντο δὲ γυῖα, ως το αποτέλεσμα του θανάτου, του ύπνου, της κόπωσης, του φόβου κ.λπ., σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· λύντο δὲ γυῖα, σε Όμηρ. κ.λπ. 4. α) καταστρέφω, καταβάλλω, σε Όμηρ.· και γενικά, διαλύω, αποβάλλω, δίνω τέλος, Λατ. dissolvere, στον ίδ., Αττ.· λύω βίον, δηλ. πεθαίνω σε Ευρ. β) καταργώ, ακυρώνω, σε Ηρόδ., κ.λπ.· λύω ψῆφον, ακυρώνω ψήφο, σε Δημ. — Παθ., λέλυται πάντα, όλοι οι δεσμοί έχουν λυθεί, όλα είναι συγκεχυμένα, στον ίδ. γ) λύνω πρόβλημα ή δυσκολία, σε Πλάτ. δ) αναιρώ κάποιο λογικό επιχείρημα, σε Αριστ. ε) αναλύω, αποκρυπτογραφώ την πλοκή μιας τραγωδίας, στον ίδ.
5. καταργώ, ακυρώνω νόμο ή συνθήκη, συμφωνία, σε Ηρόδ., Θουκ.
III. λύνω, εκπληρώνω, εκτελώ, τὰ μαντεῖα, σε Σοφ.
IV. προσφέρω εξιλέωση για κάτι, επανορθώνω κάτι, Λατ. luere, στον ίδ., Ευρ.
V. 1. μισθοὺς λύειν, πληρώνω ολόκληρους τους μισθούς, σε Ξεν.
2. τέλη λύειν = λυσιτελεῖν, πληρώνω, κερδίζω, ωφελώ, ἔνθα μὴ τέλη λύει φρονοῦντι, όπου δεν ωφελεί να είναι κάποιος φρόνιμος, σε Σοφ.· επίσης, λύει χωρίς το τέλη, συντάσσεται όπως το λυσιτελεῖ, δηλ. απολ., λύει ἄλγος, σε Ευρ.· φημὶ τοιούτους γάμους λύειν βροτοῖς, στον ίδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: loosen, liberate, make loose, destroy, pay.
Other forms: aor. λῦσαι, fut. λύσω, perf. midd. λέλυμαι, aor. pass. λυθῆναι (Il.), aor. midd. also λύμην, λύ(ν)το (Hom.), perf. act. λέλυκα.
Compounds: very often with prefix, e.g. ἀνα, ἀπο-, δια-, ἐκ-, κατα-, παρα-. As 1. member λῦσ(ι)- in governing compp., e.g. λυσί-πονος, λυσι-τελής (s. v.), PN like Λυσί-μαχος, shortname Λυσίας a. o.; as 2. member in βου-λυ-τός (s. v.).
Derivatives: 1. λύσις loosenig, liberation (Ω 655 a. ι 421; cf. Krarup Class. et Med. 10, 4f.. Benveniste Noms d'agent 77, Holt Les noms d'action en -σις 71ff., Porzig Satzinhalte 196), from the prefixcompp. ἀπό-, ἀνά-, διά-, κατά-, ἔκ-λυσις etc. (Thgn., Sol., IA; cf. Holt [s. Index]); davon (κατα-, ἀπο-)λύσιμος good for loosening etc. (trag., Pl., Arist.; Arbenz 66 u. 68); also λύσιος bringing loosening, surn. of the gods, esp. Dionysos (Pl., Plu.). 2. λύματα pl. = ἐνέχυρα (Suid.); but κατάλυ-μα n. inn (hell.) with -μάτιον (hell. pap.) from κατα-λύω dismiss, unloose. 3. Aeol. Dor. λύα f. (Alc., Pi.), λύη (Hdn. Gr.) loosening, saparation, στάσις; from it, but deviant in meaning, Λυαῖος, -αία surn. of Dionysos resp. the Great Goddess (Anakreont., IG 5: 2, 287 [I--IIp]; Tim. Pers. 132), cf. Danielsson Eranos 5, 52 and Sandsjoe Adj. auf -αιος 11 w. n. 1, Lat. LW [loanword] Lyaeus. - 4. (ἀνα-, κατα- )λυτήρ, -ῆρος m. liberator, looser, arbiter (A., E., hell. inscr.) with (ἐκ-)λυτήριος loosing, liberating (Hp., trag.); λυτήριον = λύτρον (Pi., A. R.), but καταλυτήριον = κατάλυμα (Poll., s. above). Fem. λύτειρα (Orph.; Fraenkel Nom. ag. 1, 128), also λυτηριάς (Orph.). 5. δια-, κατα-, ἀνα-, συν-λύτης looser, resp. loging guest, looser, conciliator (Th., resp. Plb.); here and after λύσις, λύω (ἀνα-, κατα-, ἐκ-, παρα- etc.) λυτικός good for loosing. (Pl., Arist.). - 6. λύτρον ransom (usu. pl.), substitute, retribution (Pi., IA.; Fraenkel Nom. ag. 1, 203 f., Chantraine Formation 332) with (ἀπο-, παρα-, ἐκ-)λυτρόω, -όομαι give free for ransom etc. (Att.), from where (-)λύτρωσις, λυτρώσι-μος, λυτρωτής, ἀπολυτρωτικός (hell.).
Origin: IE [Indo-European] [681] *leu(s)- make loose
Etymology: The regular Greek formal system is the result of nivellation. Old was the athematic aorist λύ-μην, λύ-το (Schwyzer 740, Chantraine Gramm. hom. 1, 382), new prob. the themat. present λύω with original short (Hom.), then also long (Att.; sometimes also Hom.) υ, prob. after λῦσαι etc. (cf. Schwyzer 686, Chantraine 1, 372; also Schulze Q. 387 f., Bonfante Emerita 1, 117). Further agrees with λύω Lat. luō mend, pay, to which solvō (from *se-luō) solve; the long vowel in so-lū-tus and in Skt. lū-na- cut off has an agreement in βου-λυ-τός (against λύ-το, λύ-σις etc.). The Skt. verb deviates both formally and semantically ('cut off, divide, destroy usw.') with the nasal presents lu-nā́-ti, lu-no-ti; the other finite forms are much later; on full grade verbal nouns (e.g. laví-, lavítra-) s. on λαῖον (not in λοι-δορέω). - From other languages there are isolated verbal nouns or verb forma, which are unimportant for Greek, like Goth. lun acc. sg. λύτρον, ransom'; with n-suffix Alb. laj pay a debt (from IE *lǝu̯n-i̯ō?). Besides with s-enlargement Germ. e.g. Goth. fra-liusan lose (IE *leus-) wiht fralusts loss (IE. *lus-ti-), fra-lus-nan be lost. - More forms WP. 2, 407 f., Pok. 681 f., W.-Hofmann s. 2. luō.
Middle Liddell
[Dep.]
Orig. sense, to loose:
I. of things, to loosen, unbind, unfasten, ζωστῆρα, θώρηκα Il.; ἀσκὸν λ. to untie a skin (used as a bottle), Od.; λ. ἡνίαν to slack the rein, Soph.; λ. γράμματα to open a letter, Eur.; στόμα λ. to open the mouth, Eur.; λ. ὀφρύν to unfold the brow, Eur., etc.:—Mid., ἐλύσατο ἱμάντα undid her belt, Il.; λύσασθαι τρίχα to unbind one's hair, Bion.
2. of living beings,
a. of horses, etc., to undo, unyoke, unharness, Hom.; Mid., λύεσθαι ἵππους ὑπ' ὄχεσφι to unyoke one's horses, Il.
b. of men, to loose, release from bonds or prison, from difficulty or danger, Hom., Att:—Mid. to get one loosed or set free, Hes.
c. of prisoners, to release on receipt of ransom (ἄποινα), hold to ransom, release, Hom.; λύειν τινὰ ἀποίνων on payment of ransom, Il.:—Mid. to release by payment of ransom, to get a person released, to ransom, redeem, Hom., Attic
3. to give up, θρόνον λῦσον ἄμμιν Pind.
II. to resolve a whole into its parts, to dissolve, break up, λ. ἀγορήν to dissolve the assembly, Hom.; also to break up the market, Xen.:— Pass., λῦτο ἀγών Il.; ἐλύθη ἡ στρατιά Xen.
2. to loosen, slacken, σπάρτα λέλυνται, i. e. have rotted, Il.
3. to loosen, i. e. weaken, relax, λῦσέ οἱ γυῖα made his limbs slack or loose, i. e. killed him, Il.; λ. μένος τινί Il.; but, καμάτωι γούνατ' ἔλυσαν made the knees weak with toil, Od.:—so in Pass., λύντο δὲ γυῖα, as the effect of death, sleep, weariness, fear, etc., Il., etc.; γυῖα λέλυντο Hom., etc.
4. to undo, bring to naught, break down, destroy, Hom.: and generally, to undo, do away with, put an end to, Lat. dissolvere, Hom., attic; λ. βίον, i. e. to die, Eur.
b. to repeal, annul, do away with, Hdt., etc.; λ. ψῆφον to rescind a vote, Dem.:— Pass., λέλυται πάντα all ties are broken, Dem.
c. to solve a problem or difficulty, Plat.
d. to refute an argument, Arist.
e. to unravel the plot of a tragedy, Arist.
5. to break a law or treaty, Hdt., Thuc.
III. to solve, fulfil, accomplish, τὰ μαντεῖα Soph.
IV. to atone for, make up for, Lat. luere, Soph., Eur.
V. μισθοὺς λύειν to pay wages in full, Xen.
2. τέλη λύειν = λυσιτελεῖν, to pay, profit, avail, ἔνθα μὴ τέλη λύει φρονοῦντι where it boots not to be wise, Soph.; also λύει alone, much like λυσιτελεῖ, λύει ἄλγος Eur.; φημὶ τοιούτους γάμους λύειν βροτοῖς Eur.
Frisk Etymology German
λύω: {lúō}
Forms: Aor. λῦσαι, Fut. λύσω, Perf. Med. λέλυμαι, Aor. Pass. λυθῆναι (alles seit Il.), Aor. Med. auch λύμην, λύ(ν)το (Hom.), Perf. Akt. λέλυκα,
Grammar: v.
Meaning: lösen, befreien, auflösen, vernichten, bezahlen.
Composita: sehr oft mit Präfix, z.B. ἀνα, ἀπο-, δια-, ἐκ-, κατα-, παρα-. Als Vorderglied λῦσ(ι)- in verbalen Rektionskompp., z.B. λυσίπονος, λυσιτελής (s. bes.), PN wie Λυσίμαχος, Kurzname Λυσίας u. a.; als Hinterglied in der Zusammenbildung βουλυτός (s. bes.).
Derivative: Ableitungen: 1. λύσις Lösung, Befreiung (seit Ω 655 u. ι 421; vgl. Krarup Class. et Med. 10, 4f.. Benveniste Noms d'agent 77, Holt Les noms d'action en -σις 71ff., Porzig Satzinhalte 196), von den Präfixkompp. ἀπό-, ἀνά-, διά-, κατά-, ἔκλυσις usw. (Thgn., Sol., ion. att.; vgl. Holt [s. Index]); davon (κατα-, ἀπο-)λύσιμος zur Lösung geeignet (Trag., Pl., Arist. u. a.; Arbenz 66 u. 68); auch λύσιος Lösung bringend, Bein. der Götter, bes. des Dionysos (Pl., Plu. u. a.). 2. λύματα pl. = ἐνέχυρα (Suid.); aber κατάλυ-μα n. Herberge (hell. u. sp.) mit -μάτιον (hell. Pap.) von καταλύω einkehren. 3. äol. dor. λύα f. (Alk., Pi.), λύη (Hdn. Gr.) Auflösung, Entzweiung, στάσις; davon, in der Bed. allerdings abweichend, Λυαῖος, -αία Bein. des Dionysos bzw. der Großen Göttin (Anakreont., IG 5: 2, 287 [I—IIp]; Tim. Pers. 132), vgl. Danielsson Eranos 5, 52 und Sandsjoe Adj. auf -αιος 11 m. A. 1, lat. LW Lyaeus. — 4. (ἀνα-, κατα- )λυτήρ, -ῆρος m. Befreier, Auflöser, Schiedsrichter (A. u. E. in lyr., hell. Inschr.) mit (ἐκ-)λυτήριος erlösend, befreiend (Hp., Trag. u. a.); λυτήριον = λύτρον (Pi., A. R.), aber καταλυτήριον = κατάλυμα (Poll., s. oben). Fem. λύτειρα (Orph.; Fraenkel Nom. ag. 1, 128), auch λυτηριάς (Orph.). 5. δια-, κατα-, ἀνα-, συνλύτης ‘Auflöser, bzw. Logiergast, Erlöser, Versöhner’ (Th., bzw. Plb. usw.); dazu im Anschluß an λύσις, λύω (ἀνα-, κατα-, ἐκ-, παρα- usw.) λυτικός zur Lösung geeignet (Pl., Arist. usw.). — 6. λύτρον Lösegeld (gew. pl.), Ersatz, Vergeltung (Pi., ion. att.; Fraenkel Nom. ag. 1, 203 f., Chantraine Formation 332) mit (ἀπο-, παρα-, ἐκ-)λυτρόω, -όομαι gegen Lösegeld freigeben (att. usw.), wovon (-)λύτρωσις, λυτρώσιμος, λυτρωτής, ἀπολυτρωτικός (hell. u. sp.).
Etymology: Das regelmäßige griechische Formensystem ist offenbar das Resultat einer weitgehenden Ausgleichung. Alt war der athematische Aorist λύμην, λύτο (Schwyzer 740, Chantraine Gramm. hom. 1, 382), neu dagegen allem Anschein nach das themat. Präsens λύω mit ursprünglich kurzem (Hom.), dann auch langem (att.; vereinzelt auch Hom.) υ, wohl nach λῦσαι usw. (vgl. Schwyzer 686, Chantraine 1, 372; auch Schulze Q. 387 f., Bonfante Emerita 1, 117). Sonst stimmt zu λύω lat. luō büßen, bezahlen, wozu solvō (aus *sĕ-luō) auflösen; die Vokallänge in so-lū-tus und in aind. lū-na- abgeschnitten hat auch eine Entsprechung in βουλυτός (gegenüber λύτο, λύσις usw.). Das aind. Verb weicht im übrigen sowohl formal wie auch semantisch (’abschneiden, teilen, vernichten’) erheblich ab mit den Nasalpräsentia lu-nā́-ti, lu-no-ti; die übrigen finiten Formen (die von den griechischen jedenfalls ganz abweichen) sind entweder erst in der klass. Sprache oder bei den Grammatikern belegt; über hochstufige Verbalnomina (z.B. laví-, lavítra-) s. zu λαῖον (auch in λοιδορέω??; s. d.). — Aus anderen Sprachen kommen isolierte Verbalnomina oder abseits liegende Verbformen in Betracht, die aber für das Griechische belanglos sind, z.B. got. lun Akk. sg. ’λύτρον, Lösegeld'; mit n-Suffix noch alb. laj eine Schuld zahlen (aus idg. *ləu̯n-i̯ō?). Daneben mit s-Erweiterung germ. z.B. got. fra-liusan verlieren (idg. *leus-) mit fralusts ‘Ver-lust’ (idg. *lus-ti-), fra-lus-nan verlorengehen. Ganz unsicher mit Dentalerweiterung toch. AB lut- entfernen, vertreiben (Kronasser Studies Whatmough 128), wahrscheinlicher mit g-Erweiterung arm. lucanem lösen. — Weitere Formen (teilweise von problematischer Zugehörigkeit) bei WP. 2, 407 f., Pok. 681 f., W.-Hofmann s. 2. luō; daselbst auch reiche Lit.
Page 2,149-150
Chinese
原文音譯:lÚw 呂哦
詞類次數:動詞(43)
原文字根:釋放 相當於: (נָשָׂא) G6605
字義溯源:解開*,釋放,除滅,廢掉,解除,解,散開,揭開,纏著,拆毀,犯,違背,脫下,散會,衝壞,除滅,銷化;比較 (ῥάσσω / ῥήγνυμι / ῥήσσω)=破裂*。參讀 (ἀναιρέω)同義字參讀 (ἀναλύω) (διασῴζω) (θραύω / θραυματίζω)同義字
同源字:1) (ἀνάλυσις)離去 2) (ἀναλύω)離散 3) (ἀπόλλυμι)全毀 4) (ἀπολύω)完全自由 5) (διαλύω)完全解散 6) (ἐκλύω)鬆弛 7) (ἐπιλύω)解決 8) (καταλύω)鬆弛下來 9) (λύσις)解脫 10) (λυσιτελέω)達到目的
出現次數:總共(43);太(6);可(5);路(7);約(6);徒(6);林前(1);弗(1);彼後(3);約壹(1);啓(7)
譯字彙編:
1) 解(6) 可1:7; 路3:16; 路13:16; 路19:33; 約1:27; 徒13:25;
2) 解開(5) 可11:4; 路13:15; 路19:30; 路19:31; 約11:44;
3) 被釋放(2) 啓9:15; 啓20:3;
4) 揭開(2) 啓5:2; 啓5:5;
5) 銷化(2) 彼後3:10; 彼後3:11;
6) 所已釋放的(2) 太16:19; 太18:18;
7) 你們解開(2) 太21:2; 可11:5;
8) 脫離了(1) 啓1:5;
9) 釋放了(1) 啓9:14;
10) 要被釋放(1) 啓20:7;
11) 你們可以⋯解開(1) 可11:2;
12) 你沒有⋯纏著麼(1) 林前7:27;
13) 要被⋯銷化(1) 彼後3:12;
14) 他⋯犯了(1) 約5:18;
15) 除滅(1) 約壹3:8;
16) 你們⋯釋放的(1) 太18:18;
17) 你⋯釋放的(1) 太16:19;
18) 衝壞(1) 徒27:41;
19) 違背(1) 約7:23;
20) 你們拆毀(1) 約2:19;
21) 你們解(1) 路19:33;
22) 解了(1) 可7:35;
23) 廢的(1) 約10:35;
24) 解除了(1) 徒2:24;
25) 廢掉(1) 太5:19;
26) 就解開了(1) 徒22:30;
27) 散會(1) 徒13:43;
28) 脫下(1) 徒7:33;
29) 拆毀了(1) 弗2:14
English (Woodhouse)
acquit, answer, army, break, cancel, deliver, disentangle, free, loose, open, profit, rescind, solve, transgress, undo, unfasten, untie, a meeting, a seal, be advantageous, be expedient, be of advantage, break off, break seal, clear up, confer advantage, dismiss an assembly, let loose, open one's lips, put an end to, put end to
Mantoulidis Etymological
(=λύνω, ἐλευθερώνω, χαλαρώνω, ἐπανορθώνω, πληρώνω). Θέμα λύ + ω = λύω.
Παράγωγα: λύσις (=ἀπελευθέρωση), καί σύνθετα (ἀνά, ἀπό, διά, κατά, ἔχ)λυσις, λύσιος, λύσιμος, λυσίζωνος (=ἄοπλος), λυσιμελής, λυσίπονος, λυσιτελής (=ὠφέλιμος), λυτέον, (ἀπο, παρα)λυτέον, λυτήρ, λύτειρα, λυτήριος, λυτικός, (ἀνα, κατα, δια, παρα, ἀπο, ἐκ)λυτικός, λυτός, ἄλυτος, εὔλυτος, εὐκατάλυτος, διαλυτός, ἀδιάλυτος, λύτρον, διαλύτης, καταλύτης, ἀναλύτης (=σωτήρας), καταλυτής (=καταστροφέας), προλύτης (=ἀπόφοιτος Πανεπιστημίου), ἀναλυτήρ, ἀπολυτήριον, καταλυτέος, ἀπολυτίκιον, λῦμα (=ἐνέχυρο), κατάλυμα (=πανδοχεῖο), βουλυτός (=βράδυ).
Léxico de magia
1 desatar una lámina ἐὰν δὲ θέλῃς ἀπολῦσαι (τὸν κάτοχον), λῦσον τὸ πλάτυμ<μ>α si quieres romper el conjuro, desata la lámina P VII 438 2 liberar a un ser superior, tras la práctica mágica ἄν μοι τοῦτο τελέσῃς, λύσω σε ταχέως si realizas esto para mí, te liberaré rápidamente SM 50 72 3 romper un conjuro, c. suj. divino ἡ γὰρ σελήνη τὸ ὑπόγειον διοδεύουσα, ὃ ἐὰν εὕρῃ, λύει pues la luna, en su viaje bajo la tierra, rompe cualquier (conjuro) que se encuentre P VII 456
Translations
destroy
Akkadian: 𒄢; Aklanon: guba'; Albanian: shkatërroj; Arabic: دَمَّرَ; Egyptian Arabic: روح, خرب; Armenian: ոչնչացնել; Azerbaijani: məhv etmək, dağıtmaq; Belarusian: знішчаць, ні́шчыць, зні́шчыць, руйнаваць, зруйнаваць; Breton: freuzañ; Bulgarian: унищожавам, унищожа, разрушавам, разруша; Catalan: destruir; Cebuano: guba; Central Huishui Hmong: kom puas rau; Cherokee: ᎠᏲᏍᏙᏗ; Chinese Mandarin: 銷毀/销毁, 摧毀/摧毁, 破壞/破坏, 毀壞/毁坏; Choctaw: nasholichi; Czech: ničit, zničit; Danish: ødelægge; Dutch: vernietigen, vernielen, verwoesten, kapot maken, slopen; Esperanto: ekstermi, detrui; Estonian: hävitama; Evenki: эвми; Finnish: tuhota, hävittää; French: détruire; Middle French: gaster, destruire, mehaignier; Old French: gaster, destruire, mehaignier; Friulian: distruzi, distrugi; Galician: destruír; Georgian: განადგურება, მოსპობა, დაქცევა, დანგრევა; German: zerstören, vernichten, kaputtmachen; Gothic: 𐌵𐌹𐍃𐍄𐌾𐌰𐌽; Greek: καταστρέφω; Ancient Greek: ἀπόλλυμι, ὄλλυμι, ἀείρω, ἀϊστόω, πέρθω, πορθέω, ἀναιρέω, ἀναλίσκω, λύω, διαλύω, καταλύω, ὀλέκω, φθείρω, ἀποφθείρω, διαφθείρω, ἐκφθείρω, καταφθείρω, φθίνω, φθίω, καταχράομαι; Hawaiian: luku; Hebrew: הָרַס; Higaonon: naguba; Hindi: नष्ट करना, नाश करना, बर्बाद करना; Hungarian: megsemmisít, pusztít, elpusztít, tönkretesz, szétrombol; Icelandic: eyðileggja, rústa, skemma; Ido: destruktar; Irish: slad; Italian: distruggere, annichilare; Japanese: 破壊する, 壊す, 潰す, 破る; Khmer: កំទេច, បំផ្លាញ; Korean: 파괴하다, 말살하다, 부수다; Kumyk: дагъытмакъ; Kurdish Northern Kurdish: têkşikandin; Lao: ທໍາລາຍ; Latgalian: nycynuot, iznycynuot, propuļdeit; Latin: populor, deleo, aufero, aboleo, abolefacio; Latvian: iznīcināt; Lithuanian: sunaikinti; Livonian: nītsiņtõ; Macedonian: уништува, уништи; Malay: musnah; Manchu: ᡝᡶᡠᠯᡝᠮᠪᡳ; Maori: whakakorekore, hoepapa, whakamōtī, kōpenupenu, whakangawhi, whakangahi, kaiauru, whakahotu, hoepapa, urupatu, whakamōtī, whakapakaru; Mirandese: çtruir, çtroçar; Mongolian Cyrillic: суйтгэх, сүйтгэх; Nanai: хэпули-; Ngazidja Comorian: hwangamiza; Norman: dêtruithe; Norwegian Bokmål: ødelegge; Persian: از بین بردن; Phoenician: 𐤀𐤁𐤃; Polish: niszczyć, zniszczyć, rujnować, zrujnować; Portuguese: destruir, estraçalhar, arruinar, destroçar, detonar; Romanian: distruge, nimici; Russian: уничтожать, уничтожить, разрушать, разрушить; Sanskrit: नाशयति; Scots: cannoch; Scottish Gaelic: dì-làraich; Serbo-Croatian Cyrillic: уништавати, у̀ништити; Roman: uništávati, ùništiti; Slovak: ničiť, zničiť, znehodnotiť; Slovene: uničevati, uničiti; Sotho: a timetse; Spanish: destruir, romper, destrozar; Sumerian: 𒋗𒅆𒌨; Swahili: -haribu; Swedish: förstöra; Tagalog: sirain, wasakin; Tajik: нест кардан; Thai: ทำลาย; Tocharian B: näk-, kärst-; Turkish: yok etmek, mahvetmek; Ugaritic: 𐎕𐎎𐎚; Ukrainian: нищити, знищувати, знищити, руйнувати, зруйнувати, розвалюватити, розвалити; Urdu: برباد کرنا; Uzbek: yoʻq qilmoq, bitirmoq; Vietnamese: huỷ hoại, phá hoại, phá huỷ; Walloon: distrure; Welsh: dinistrio; Yiddish: חרובֿ מאַכן