κόσμος

Revision as of 23:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ὁ,

   A order, κατὰ κόσμον in order, duly, εὖ κατὰ κ. Il.10.472, al.; οὐ κατὰ κ. shamefully, Od.8.179; μὰψ ἀτὰρ οὐ κατὰ κ. Il. 2.214: freq. in dat., κόσμῳ καθίζειν to sit in order, Od.13.77, cf. Hdt.8.67; οὐ κ. . . ἐλευσόμεθα Il.12.225; κ. θεῖναι τὰ πάντα Hdt.2.52, cf. 7.36, etc.; διάθες τάδε κ. Ar.Av.1331; κ. φέρειν bear becomingly, Pi.P.3.82; δέξασθαί τινα κ. A.Ag.521; σὺν κόσμῳ Hdt.8.86, Arist.Mu. 398b23; ἐν κόσμῳ Hp.Mul.1.3, Pl.Smp.223b; κόσμῳ οὐδενὶ κοσμηθέντες in no sort of order, Hdt.9.59; φεύγειν, ἀπιέναι οὐδενὶ κ., Id.3.13, 8.60.γ, etc.; ἀτάκτως καὶ οὐδενὶ κ. Th.3.108, cf. A.Pers.400; οὐκέτι τὸν αὐτὸν κ. no longer in the same order, Hdt.9.66; οὐδένα κ. ib.65, 69; ἦν δ' οὐδεὶς κ. τῶν ποιουμένων Th.3.77: generally, of things, natural order, γίνεται τῶν τεταρταίων ἡ κατάστασις ἐκ τούτου τοῦ κ. Hp. Prog.20.    2 good order, good behaviour, = κοσμιότης Phld.Mus. p.43 K.; discipline, D.18.216; οὐ κ., ἀλλ' ἀκοσμία S.Fr.846.    3 form, fashion, ιππου κόσμον ἄεισον δουρατέου Od.8.492; κ. ἐπέων ἀπατηλός Parm.8.52; ἐξηγεομένων . . τὸν κ. αὐτοῦ the fashion of it, Hdt.3.22; κ. τόνδε . . ὁ καταστησάμενος who established this order or from, Id.1.99.    4 of states, order, government, μεταστῆσαι τὸν κ. Th. 4.76, cf. 8.48, 67; μένειν ἐν τῷ ὀλιγαρχικῷ κ. 8.72, etc.; esp. of the Spartan constitution, Hdt.1.65, Clearch.3: pl., πόλεων κόσμοι Pl.Prt. 322c.    II ornament, decoration, esp. of women, Il.14.187, Hes.Op. 76, Hdt.5.92.ή; γυναικεῖος κ. Pl.R.373c, etc.; of a horse, Il.4.145; of men, Hdt.3.123, A.Th.397, etc.; γλαυκόχροα κόσμον ἐλαίας, of an olive-wreath, Pi.O.3.13, cf. 8.83, P.2.10, etc.; κ. κυνῶν X.Cyn.6.1; κ. καὶ ἔπιπλα Lys.12.19; κ. ἀργυροῦς a service of plate, Ath.6.231b; ἱερὸς κ. OGI90.40 (Rosetta, ii B. C.): pl., ornaments, A.Ag.1271; οἱ περὶ τὸ σῶμα κ. Isoc.2.32: metaph., of ornaments of speech, such as epithets, Id.9.9 (pl.), Arist.Rh.1408a14, Po.1457b2, 1458a33; ἁδυμελῆ κ. κελαδεῖν to sing sweet songs of praise, Pi.O.11 (10).13 (s.v.l.).    2 metaph., honour, credit, Id.N.2.8, I.6(5).69; κόσμον φέρει τινί it does one credit, Hdt.8.60, 142; γύναι, γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει S.Aj.293; κ. τοῦτ' ἐστὶν ἐμοί Ar.Nu.914; οἷς κόσμος [ἐστὶ] καλῶς τοῦτο δρᾶν Th.1.5; ἐν κόσμῳ καὶ τιμῇ εἶναί τινι D.60.36; of persons, σὺ ἔμοιγε μέγιστος κ. ἔσει X.Cyr.6.4.3; ἡ μεγαλοψυχία οἷον κ. τις τῶν ἀρετῶν Arist.EN 1124a1.    III ruler, regulator, title of chief magistrate in Crete, SIG712.57, etc.; collectively, body of κόσμοι, ib.524.1; τοῦ κ. τοῖς πλίασι ib.527.74: also freq. in pl., ib.528.1, al., Arist.Pol.1272a6, Str.10.4.18, 22; cf. κόρμος.    IV Philos., world-order, universe, first in Pythag., acc.to Placit.2.1.1, D.L.8.48 (cf. [Philol.]21), or Parm., acc. to Thphr. ap. D.L.l.c.; κόσμον τόνδε οὔτε τις θεῶν οὔτε ἀνθρώπων ἐποίησεν, ἀλλ' ἦν ἀεὶ καὶ ἔστιν καὶ ἔσται πῦρ Heraclit.30; ὁ καλούμενος ὑπὸ τῶν σοφιστῶν κ. X.Mem.1.1.11: freq. in Pl., Grg.508a, Ti.27a, al.; ἡ τοῦ ὅλου σύστασίς ἐστι κ. καὶ οὐρανός Arist.Cael.280a21, cf. Epicur.Ep. 2p.37U., Chrysipp.Stoic.2.168, etc.; ὁ κ. ζῷον ἔμψυχον καὶ λογικόν Posidon. ap. D.L.7.139, cf. Pl.Ti.30b: sts. of the firmament, γῆς ἁπάσης τῆς ὑπὸ τῷ κόσμῳ κειμένης Isoc.4.179; ὁ περὶ τὴν γῆν ὅλος κ. Arist. Mete.339a20; μετελθεῖν εἰς τὸν ἀέναον κ., of death, OGI56.48 (Canopus, iii B. C.); but also, of earth, as opp. heaven, ὁ ἐπιχθόνιος κ. Herm. ap. Stob.1.49.44; or as opp. the underworld, ὁ ἄνω κ. Iamb.VP27.123; of any region of the universe, ὁ μετάρσιος κ. Herm. ap. Stob.1.49.44; of the sphere whose centre is the earth's centre and radius the straight line joining earth and sun, Archim.Aren.4; of the sphere containing the fixed stars, Pl.Epin.987b: in pl., worlds, coexistent or successive, Anaximand. et alii ap.Placit.2.1.3, cf. Epicur.l.c.; also, of stars, Νὺξ μεγάλων κ. κτεάτειρα A.Ag.356 (anap.), cf. Heraclid.et Pythagorei ap.Placit.2.13.15 (= Orph.Fr.22); οἱ ἑπτὰ κ. the Seven planets, Corp.Herm.11.7.    2 metaph., microcosm, ἄνθρωπος μικρὸς κ. Democr. 34; ἄνθρωπος βραχὺς κ. Ph.2.155; of living beings in general, τὸ ζῷον οἷον μικρόν τινα κ. εἶναί φασιν ἄνδρες παλαιοί Gal.UP3.10.    3 in later Gr., = οἰκουμένη, the known or inhabited world, OGI458.40 (9 B.C.), Ep.Rom.1.8, etc.; ὁ τοῦ παντὸς κ. κύριος, of Nero, SIG814.31, cf. IGRom.4.982 (Samos); ἐὰν τὸν κ. ὅλον κερδήσῃ Ev.Matt.16.26.    4 men in general, φανέρωσον σεαυτὸν τῷ κ. Ev.Jo.7.4, cf. 12.19; esp. of the world as estranged from God by sin, ib.16.20, 17.9, al., 1 Ep.Cor. 1.21, etc.    5 οὗτος ὁ κ. this present world, i.e. earth, opp. heaven, Ev.Jo.13.1; regarded as the kingdom of evil, ὁ ἄρχων τοῦ κ. τούτου ib.12.31.    V Pythag.name for six, Theol.Ar.37; for ten, ib.59.

German (Pape)

[Seite 1492] ὁ (nach den Alten von κομέω, vgl. aber κάδμος, κέκασμαι, καίνυμαι), 1) Schmuck, Zierde; ἐπειδὴ πάντα περὶ χροῒ θήκατο κόσμον Il. 14, 187, von Frauenputz, wie Hes. O. 76; von Pferdeschmuck, Il. 4, 145; γλαυκόχροα κόσμον ἐλαίας Pind. Ol. 3, 13; αἰγλᾶντα κόσμον P. 2, 10, öfter; Tragg.; κόσμῳ τε χαίρων καὶ στολῇ Soph. Trach. 764; auch im plur., Aesch. Ag. 1244; οὐ στέφανοι οὐδ' ἐπίχρυσοι κόσμοι Plat. Legg. VII, 800 e; γυναικεῖος κόσμος, Frauenputz, Rep. II, 373 c; übertr., γυναιξὶν κόσμον ἡ σιγὴ φέρει Soph. Ai. 286; so sagt die Panthea zu ihrem Manne σὺ γὰρ ἔμοιγε μέγιστος κόσμος ἔσει, Xen. Cyr. 6, 4, 2; οἷς κόσμος καλῶς τοῦτο δρᾶν, es gereicht ihnen zur Zierde, ist ihnen Ehre, Thuc. 1, 5, wie Her. οὐκ ἔφερέ οἱ κόσμον 8, 60, vgl. 142. Auch vom Schmuck der Rede, Arist. rhet. 3, 7 poet. 36. – 2) die Ordnung; οὐ κόσμῳ παρὰ ναῦφιν ἐλευσόμεθα, in Ordnung, Il. 12, 225; τοὶ δὲ κάθιζον ἐπὶ κληϊσιν ἕκαστοι κόσμῳ, sie saßen in geordneter Reihe, Od. 13, 77; διάθες τόδε κόσμῳ Ar. Av. 1331; in Prosa, ὡς δὲ κόσμῳ ἐπεξῆς ἵζοντο Her. 8, 67, κόσμῳ θέντες τὰ πάντα πρήγματα, von den Göttern, Alles anordnend, 2, 52, vgl. 7, 36; οἱ Αἰγύπτιοι ἔφευγον οὐδενὶ κόσμῳ, ohne alle Ordnung, 3, 13; auch οἱ Πέρσαι ἔφευγον οὐδένα κόσμον, 9, 65, öfter; auch τῶν Ἑλλήνων σὺν κόσμῳ ναυμαχεόντων κατὰ τάξιν, 8, 86; κόσμου καὶ τάξεως τυχοῦσα οἰκία Plat. Gorg. 504 a; Sp., wie Pol. 4, 71, 11; D. Hsl. 1, 24; ᾄδειν κατ' οὐδένα κόσμον Plut. Nicia. 3; ἀτάκτως καὶ οὐδενὶ κόσμῳ προσπίπτοντες verbindet Thuc. 3, 108, wie Aesch. τὸ δεξιὸν μὲν πρῶτον εὐτάκτως κέρας ἡγεῖτο κόσμῳ, Pers. 393; ἐν κόσμῳ πίνειν Plat. Conv. 223 b; οὐδένα κόσμον ἐμπιπλάμενοι, unmäßig, Her. 8, 117. – Bei Hom. oft κατὰ κόσμον der Ordnung, dem Anstand u. den guten Sitten gemäß, mit Anstand, nach Gebühr; εἰπὼν οὐ κατὰ κόσμον Od. 8, 179; μάψ, ἀτὰρ οὐ κατὰ κόσμον Il. 2, 214; auch verstärkt, εὖ κατὰ κόσμον, 10, 472 u. öfter; so auch εἴρηκας ἀμφὶ κόσμον ἀψευδῆ λόγον Aesch. Suppl. 243. – Daher = ordentliche Einrichtung, Anordnung; ἵππου κόσμον ἄεισον, des hölzernen Pferdes, Od. 8, 492; gesetzliche Ordnung, Staatseinrichtung, βουλομένων μεταστῆσαι τὸν κόσμον καὶ ἐς δημοκρατίαν τρέψαι Thuc. 4, 46; μένειν ἐν τῷ ὀλιγαρχικῷ κόσμῳ 9, 72, vgl. 64. 72; κόσμον τόνδε καταστησάμενος Her. 1, 99; τῆς πολιτείας Isocr. 12, 116. – 3) bei den Kretern eine Obrigkeit, den spartanischen Ephoren entsprechend, Arist. polit. 2, 8; Inscr. – 4) die Weltordnung, das Weltall, die Welt, weil sich in der wunderbaren Anordnung aller ihrer Theile die höchste Ordnung kund giebt; zuerst von Pythagoras so bezeichnet (Bentley opusc. philol. p. 347. 445); nach ihm von Empedocles, vgl. Sturz p. 526; als Kunstausdruck bei den Philosophen, bes. von Aristoteles an geläufig; ποταγορεύεται ὁ κόσμος ἀπὸ τᾶς τῶν πάντων διακοσμάσιος Callicrat. bei Stob. fl. 85, 17.; über den Begriff des Wortes bei den Stoikern vgl. D. L. 7, 137; – bes. der Himmel u. die Himmelskörper, vgl. Plat. Tim. 28 b Gorg. 508 a Epin. 977 b; ἅπασα γῆ ὑπὸ τῷ κόσμῳ κειμένη Isocr. 4, 179; vgl. Pol. 12, 25, 7; ὁ περὶ τὴν γῆν ὅλος κόσμος Arist. Meteorl. 1, 2; τὸν ὅλον κόσμον καὶ τὰ θεῖα καὶ τὰς καλουμένας ὥρας νόμος καὶ τάξις διοικεῖν φαίνεται Dem. 26, 27; auch Anth. oft, wie Nonn.; später bei den K. S., wo es wie im N. T. auch das Irdische im Gegensatz zum Göttlichen bezeichnet.

Greek (Liddell-Scott)

κόσμος: -ου, ὁ, τάξις, κατὰ κόσμον, ἐν τάξει, πρεπόντως, εὖ κατὰ κόσμον Ἰλ. Κ. 472, κτλ.· οὐ κατὰ κόσμον, ἀπρεπῶς, Θ. 179· μὰψ ἀτὰρ οὐ κατὰ κόσμον Ἰλ. Β. 214· κόσμῳ καθίζειν, καθίζειν ἐν τάξει, εὐτάκτως, Ὀδ. Ν. 77· πρβλ. Ἡρόδ. 8. 67· οὐ κόσμῳ... ἐλευσόμεθα Ἰλ. Μ. 225· κόσμῳ θεῖναι ταὰ πάντα Ἡρόδ. 2. 52., κτλ., πρβλ. 7. 36· κόσμῳ διαθεῑναί τι Ἀριστοφ. Ὄρν. 1331· κόσμῳ φέρειν, ὑποφέρω τι κοσμίως, εὐπρεπῶς, Πινδ. Π. 3. 147· δέξασθαί τινα κόσμῳ Αἰσχύλ. Ἀγ. 521· σὺν κόσμῳ Ἡρόδ. 8. 86· ἐν κόσμῳ Πλάτ. Συμπ. 223Β· οὐδενὶ κόσμῳ, ἄνευ τινὸς τάξεως, Ἡρόδ. 9. 59· φεύγειν, ἀπιέναι οὐδενὶ κόσμῳ ὁ αὐτ. 3. 13., 8· 60, 3, κτλ.· ἀτάκτως καὶ οὐδενὶ κ. Θουκ. 3. 108. πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 400· οὕτω κατ’ αἰτ., οὐκέτι τὸν αὐτὸν κ., οὐχὶ πλέον ἐν τῇ αὐτῇ τάξει, Ἡρόδ. 9. 69· οὐδένα κόσμον αὐτόθι 65. 69· ἦν δ’ οὐδεὶς κ. τῶν ποιουμένων Θουκ. 3. 77. 2) καλὴ τάξις, εὐταξία, καλὴ διαγωγή, εὐπρέπεια, Αἰσχύλ. Ἀγ. 521· εὐπείθεια, πειθαρχία, Δημ. 300. 19· οὐ κ., ἀλλ’ ἀκοσμία Σοφ. Ἀποσπ. 726. 3) «ἡ εὔκοσμος ἐπίνοια καὶ ἡ μέθοδος» (Εὐστ.), ἵππου κόσμον ἄεισον δουρατέου, «τὴν κατασκευὴν ἢ τὴν οἰκονομίαν ἢ τὴν ὑπόθεσιν» τοῦ δουρείου ἵππου (Σχόλ.), Ὀδ. Θ. 492· κ. ἐπέων ἀπατηλὸς Παρμεν. 111 Karst.· ἐξηγεομένων… τὸν κ. αὐτῶν, τὸν τρόπον, τὸ εἶδος αὐτῶν, Ἡρόδ. 3. 22· κ. τόνδε… ὁ καταστησάμενος, ὅστις καθώρισε τὴν τάξιν ταύτην, ὁ αὐτ. 1. 99. 4) ἐπὶ πόλεων, τάξις, κυβέρνησις, μεταστῆσαι τὸν κ. Θουκ. 4. 76, πρβλ. 8, 48, 67· μένειν ἐν τῷ ὀλιγαρχικῷ κ. 8. 72, κτλ.· ― ἰδίως ἐπὶ τῆς Σπαρτιατικῆς πολιτείας, Ἡρόδ. 1. 65, πρβλ. Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 681C. ΙΙ. κόσμημα, στολισμός, καλλώπισις, ἐνδυμασία, κυρίως γυναικῶν, Λατ. mundus muliebris, Ἰλ. Ξ. 187, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 76, Πλάτ. Πολ. 373C, κτλ.· ἐπὶ ἵππου, Ἰλ. Δ. 145· ἐπὶ ἀνδρῶν, Ἡρόδ. 3. 123., 5. 92, 7, Αἰσχύλ. Θήβ. 397, κτλ.· γλαυκόχροα κόσμον ἐλαίας, ἐπὶ κλάδου ἐλαίας ἢ στεφάνου, Πινδ. Ο. 3. 24, πρβλ. 8. 109, Π. 2. 19, κτλ.· κ. κυνῶν Ξεν. Κυν. 6, 1· κ. ἀργυροῦς, ἀργυρᾶ σκεύη, Ἀθήν. 231Α· ― ἐν τῷ πληθ., κοσμήματα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1571, Ἰσοκρ. 21Β, κτλ.· ἐπὶ τῶν κοσμημάτων τοῦ λόγου, οἷον ἐπιθέτων, Ἰσοκρ. 190D, Ἀριστ. Ρητ. 3. 7, 2, Ποιητ. 21, 2., 22, 4· ἁδυμελῆ κ. κελαδεῖν, ᾄδειν γλυκεὶας ᾠδὰς ἐπαινετικάς, Πινδ. Ο. 11 (10). 14. 2) μεταφ., τιμή, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 2. 12, Ι. 6 (5). 101· κόσμον φέρειν τινί, ἔπαινον, τιμήν, Ἡρόδ. 8. 60, 142· γύναι, γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει Σοφ. Αἴ. 293· κ. τοῦτ’ ἐστὶν ἐμοὶ Ἀριστοφ. Νεφ. 914· οἷς κόσμος ἦν καλῶς τοῦτο δρᾶν Θουκ. 1. 5· ἐν κόσμῳ καὶ τιμῇ εἶναί τινι Δημ. 1400. 13· ἐπὶ προσώπων, σὺ ἔμοιγε μέγιστος κ. ἔσει Ξεν. Κύρ. 6. 4, 3, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 3, 16. ΙΙΙ. κυβερνήτης, ἄρχων, διοικητής, ὄνομα τοῦ ἀνωτάτου ἄρχοντος ἐν Κρήτῃ, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 10, 6, Συλλ. Ἐπιγρ. 2554, 2556, κἑξ.· τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., οὕτω καὶ κόσμοι, Στράβ. 482, 484, κατὰ τὴν γραφὴν τῶν Ἀντιγρ. ἴδε Böckh εἰς Συλλ. Ἐπιγρ. 2. σ. 405· ― ἀλλ’ ὡσαύτως καθ’ ἑνικόν, Συλλ. Ἐπιγρ. 2556. 36, κἑξ.· οὕτω, πρωτόκοσμος, ὁ αὐτ. 2572. 9· ― πρβλ. κοσμέω ΙΙ. 2, κοσμητὴς Ι, 2, κοσμήτειρα ΙΙ, κοσμόπολις. IV. ὁ κόσμος, τὸ Σύμπαν, ὡς ἐκ τῆς τελείας αὐτοῦ τάξεως καὶ ἁρμονίας, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ἀδιάμορφον οὐσίαν τοῦ Χάους, πρῶτον ἐν τῇ φιλοσοφίᾳ τοῦ Πυθαγόρου, Πλούτ. 2. 886C, Διογ. Λ. 48 (ἔνθα ἴδε Menag.)· καὶ ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας μετεχειρίσθησαν τὴν λέξιν, οἱ Πυθαγόρειοι Φιλόλαος (Στοβ. Ἐκλ. Φυσ. 1. 22) καὶ Καλλικράτης (Στοβ. 1. 85. 17)· ἀκολούθως παρέλαβον τὴν λέξιν οἱ φιλοσοφικοὶ ποιηταὶ Ξενοφάνης, Παρμενίδης καὶ Ἐμπεδοκλῆς, καὶ μετὰ ταῦτα ἅπαντες οἱ συγράψαντες περὶ φυσικῆς φιλοσοφίας, ὥς Πλάτ. Τίμ. 27Α, 28Β, 29Α, 32C, κτλ.· ἡ τοῦ ὅλου σύστασίς ἐστι κ. καὶ οὐρανὸς Ἀριστ. Οὐρ. 1. 10, 10. Οἱ Στωϊκοὶ ἐχρήσαντο τῇ λέξει καὶ ὅπως δηλώσωσι τὴν ψυχὴν τοῦ κόσμου καὶ ἐπ’ αὐτοῦ τοῦ σύμπαντος ὡς θείου ὄντος, ὁ κ. ζῷον ἔμψυχον καί λογικὸν Ποσειδώνιος παρὰ Διογ. Λ. 7. 139, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 30Β. ― Ἐνίοτε περιλαμβάνει καὶ τὴν γῆν· ἄλλοτε πάλιν κεῖται ἐπὶ μόνου τοῦ στερεώματος, γῆς ἁπάσης τῆς ὑπὸ κόσμῳ κειμένης Ἰσοκρ. 78C· ὁ περὶ τὴν γῆν ὅλος κ. Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 2, 2· ἐν τῷ πληθ., ἐνίοτε ἐπὶ τῶν διαφόρων κατὰ μέρος ἀστέρων ἢ κόσμων, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ πᾶν, Πλουτ. 2. 879Β, 888F. ― Μεταφ., ὁ ἄνθρωπος καλεῖται βραχὺς κ. Φίλων 2. 155, Γαλην., ἢ μικρὸς κ., «μικρόκοσμος», Βίος Πυθ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 440. 23· πρβλ. Gataker εἰς Μ. Ἀντων. 4. 27. 2) παρ’ Ἀλεξανδρίνοις, ὁ γνωστὸς κόσμος (ἡ οἰκουμένη) Συλλ. Ἐπιγρ. 334, 1306, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ις΄, 26. 3) οἱ ἄνθρωποι καθόλου, «ὁ κόσμος», Εὐαγγ. κ. Ἰω. ζ΄, 4., ιβ΄, 19, κτλ. 4) οὗτος ὁ κ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν ἐρχόμενον ἢ μέλλοντα κόσμον, Εὐαγγ. κ. Ἰω. ιβ΄, 25, ιη΄, 36, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
I. ordre :
1 bon ordre : κόσμῳ ἔρχεσθαι IL aller en ordre ; κόσμῳ καθίζειν OD s’asseoir en ordre ; κόσμῳ τιθέναι τὰ πάντα HDT mettre tout en ordre ; σὺν κόσμῳ HDT en bon ordre ; φεύγειν, ἀπιέναι οὐδενὶ κόσμῳ HDT fuir, s’éloigner sans aucun ordre ; οὐδένα κόσμον HDT, κατ’ οὐδένα κόσμον PLUT sans aucun ordre;
2 au mor. bon ordre, convenance, bienséance : οὐ κατὰ κόσμον IL, OD non comme il convient, d’une façon inconvenante ; εὖ κατὰ κόσμον IL bien comme il convient ; ἀμφὶ κόσμον ESCHL comme il convient, càd avec prudence, sagesse ou honnêteté;
3 bon ordre, discipline;
4 organisation, construction : ἵππου OD du cheval (de bois) ; fig. en parl. d’institutions, de coutumes κόσμον τόνδε καταστησάμενος HDT ayant établi ce cérémonial ; en gén. ordre établi dans un État : μεταστῆσαι τὸν κόσμον THC changer l’ordre établi ; ἐκ τοῦ παρόντος κόσμου τὴν πόλιν μεταστήσας THC ayant changé l’ordre établi et modifié la constitution de l’État;
5 kosme : magistrats dans certaines Cités doriennes, notamment crétoises;
II. ordre de l’univers, d’où
1 chez les Pythagoriciens monde, univers;
2 en parl. de parties diverses du monde le ciel ; οἱ κόσμοι les mondes, càd les astres;
III. parure, ornement de femme (lat. mondus muliebris) ; parure, ornement en gén. ; gloire, honneur : κόσμον φέρει τινί HDT cela donne de la considération à qqn ; γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει SOPH le silence donne aux femmes de la considération.
Étymologie: DELG étym. obscure, dérivé en -σμος mais de quoi ?

English (Autenrieth)

order, arrangement, then ornaments (of women), trappings (of horses); of building or construction, ἵππου (the wooden), Od. 8.492; freq. κόσμῳ, and (εὖ) κατὰ κόσμον, both literally and figuratively, ‘duly,’ ‘becomingly,’ Od. 8.489; also οὐ κατὰ κόσμον, Od. 20.181.

English (Slater)

κόσμος (-ῳ, -ον.)
   1 adornment
   a trappings, harness αἰγλάεντα τίθησι κόσμον, ξεστὸν ὅταν δίφρονκαταζευγνύῃ (P. 2.10)
   b χάρις, honour ἀμφὶ κόμαισι βάλῃ γλαυκόχροα κόσμον ἐλαίας (O. 3.13) ἐνέποι κεν Καλλιμάχῳ λιπαρὸν κόσμον Ὀλυμπίᾳ (O. 8.83) κόσμον ἐπὶ στεφάνῳ χρυσέας ἐλαίας ἁδυμελῆ κελαδήσω (cf. wil., 217̆{4}, “die Sitte, das bekränzte Haupt noch weiter mit Taenien zu schmücken”) (O. 11.13) πατρίαν εἴπερ καθ' ὁδόν νιν (= Τιμόδημον) εὐθυπομπὸς αἰὼν ταῖς μεγάλαις δέδωκε κόσμον Ἀθάναις (N. 2.8) ποτίφορον δὲ κόσμον ἔλαχες γλυκύ τι γαρυέμεν (N. 3.31) ξυνὸν ἄστει κόσμον ἑῷ προσάγων (I. 6.69) εἶα τειχίζωμεν ἤδη ποικίλον κόσμον αὐδάεντα λόγων fr. 194. 2.
   c dat. s., pro adv., fittingly τὰ μὲν ὦν οὐ δύνανται νήπιοι κόσμῳ φέρειν (P. 3.82)

English (Abbott-Smith)

κόσμος, -ου, ὁ [in LXX: Ge 2:1, De 4:19 17:3, Is 24:21 40:26 (צבא), Ex 33:5, 6 Je 2:32 4:30, Ez 7:20 16:11 23:40 (עֲדִי), Is 61:10 (כְּלִי), al., Wi 2:24 and freq., Si 6:30, al;]
1.order (Hom., Plat., al.).
2.ornament, adornment, esp. of women (Hom., al.): I Pe 3:3.
3.Later, the world or universe, as an ordered system (Plat., al.): Ac 17:24, Ro 4:13, I Co 3:22, Phl 2:15, He 4:3, al.
4.In late writers only, the world, i.e. the earth (= ἡ οἰκουμένη, cf. Mt 4:8 with Lk 4:5): Mt 4:8, Mk 16:[15], Col 2:20, I Ti 6:7, al.; hence by meton.,
(a)of the human inhabitants of the world: Mt 5:14 15:38, Mk 14:9, Jo 1:10 4:42 12:47, Ro 3:6, I Co 4:13, II Co 5:19, II Pe 2:5, al.;
(b)of worldly affairs or possessions: Mt 16:26, Mk 8:36, Lk 9:25, I Co 7:31, I Jo 2:16, al.;
(c)in ethical sense, of the ungodly: Jo 7:7 14:17, 27 I Co 1:21, Ja 1:27, I Jo 4:4, al.;
(d)metaph.: ὁ κ. τῆς ἀδικίας, Ja 3:6. SYN.: αἰών, q.v. (cf . also Dalman, Words, 162ff.; Tr., Syn., §lix; Westc., additional note on Jo 1:10; DB, iv, 938ff.).

English (Strong)

probably from the base of κομίζω; orderly arrangement, i.e. decoration; by implication, the world (in a wide or narrow sense, including its inhabitants, literally or figuratively (morally)): adorning, world.

English (Thayer)

κόσμου, ὁ;
1. in Greek writings from Homer down, an apt and harmonious arrangement or constitution, or der.
2. as in Greek writings from Homer down, ornament, decoration, adornment: ἐνδύσεως ἱματίων, Sept. for צָבָא of the arrangement of the stars, 'the heavenly hosts,' as the ornament of the heavens, עֲדִי; twice for תִּפְאֶרֶת, the world, i. e. the universe (quem κόσμον Graeci nomine ornamenti appellarunt, eum nos a perfecta absolutaque elegantia mundum, Pliny, h. n. 2,3; in which sense Pythagoras is said to have been the first to use the word, Plutarch, de plac. philos. 2,1, 1, p. 886c.; but according to other accounts he used it of the heavens, (Diogenes Laërtius 8,48, of which it is used several times also by other Greek writers (see Menag. on (Diogenes Laërtius, the passage cited; Bentley, Epistles of Phalaris, vol. i., 391 (Lond. 1886); M. Anton. 4,27 and Gataker's notes; cf. Liddell and Scott, under the word, IV.)): κτίζειν τόν κόσμον, ὁ τοῦ κόσμου κτίστης, πρό τοῦ τόν κόσμον εἶναι, ἀπό καταβολῆς κόσμου (R G; πρό καταβολῆς κόσμου (καταβολή, 2); ἀπό κτίσεως κόσμου, ἀπ' ἀρχῆς κόσμου, Winer s Grammar, p. 123 (117); Buttmann, § 124,8b.; (cf. Ellicott on Galatians , 6:14)).
4. the circle of the earth, the earth (very rarely so in Greek writings until after the age of the Ptolemies; so in Boeckh, Corpus inscriptions i., pp. 413,643, nos. 334,1306): βασιλεία τοῦ κόσμου, βασιλεῖαι (plural) τοῦ κόσμου, τῆς οἰκουμένης); τό φῶς τοῦ κόσμου τούτου, of the sun, ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ, properly, ἐν παντί τῷ κόσμῳ, ὁ τότε κόσμος, ζῆν ἐν κόσμῳ, opposed to the dead, λῃστής ἦν καί κλέπτης ἐν τῷ κόσμῳ, i. e. among those living on earth, Ev. Nicod. 26). By a usage foreign to secular authors,
5. the inhabitants of the world: θέατρον ἐγενήθημεν τῷ κόσμῳ καί ἀγγέλοις καί ἀνθρώποις, Winer s Grammar, 127 (121)); particularly the inhabitants of the earth, men, the human race (first so in Sap. (e. g. L in brackets); Winer's Grammar, 189 (178)); Winer's Grammar, as above); Winer's Grammar, 577 (536)); ἀρχαῖος κόσμος, of the antediluvians, γέννασθαι εἰς τόν κόσμον, ἔρχεσθαι εἰς τόν κόσμον (εἰς τόν κόσμον τοῦτον, to make its appearance or come into existence among men, spoken of the light which in Christ shone upon men, ἐισέρχεσθαι εἰς τόν κόσμον, L T Tr WH ἐξέρχεσθαι εἰς τόν κόσμον; (so all texts in to invade, of evils coming into existence among men and beginning to exert their power: of sin and death, Clement of Rome, 1 Corinthians 3,4 [ET]; of idolatry, ἀποστέλλειν τινα εἰς τόν κόσμον, φῶς τοῦ κόσμου, σωτήρ τοῦ κόσμου, σωτηρία τοῦ κόσμου ἐλπίς τοῦ κόσμου, πρωτόπλαστος πατήρ τοῦ κόσμου, of Adam, στοιχεῖα τοῦ κόσμου (see στοιχεῖον, 3,4); ἐν τῷ κόσμῳ, among men, ἐν κόσμῳ (see Winer's Grammar, 123 (117)), εἶναι ἐν τῷ κόσμου, to dwell among men, R G; εἶναι ἐν κόσμῳ, to be present, ἐξελθεῖν, ἐκ τοῦ κόσμου, to withdraw from human society and seek an abode outside of it, ἀναστρέφεσθαι ἐν τῷ κόσμῳ, to behave oneself, εἶναι ἐν τῷ κόσμου τούτῳ, the Gentiles collectively, τά ἔθνη), 15; (the two in combination: τά ἔθνη τοῦ κόσμου, the majority of men in a place, the multitude or mass (as we say the public): Tr marginal reading adds ὅλος, in brackets); the entire number, ἀσεβῶν, Winer's Grammar, 26): οὗτος added, αἰών, 3); εἶναι ἐκ τοῦ κόσμου and ἐκ τοῦ κόσμου τούτου (see εἰμί, V:3 rd.), λαλεῖν ἐκ τοῦ κόσμου, to speak in accordance with the world's character and mode of thinking, ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου, i. e. the devil, ὁ ἐν τῷ κόσμῳ he that is operative in the world (also of the devil), τό πνεῦμα τοῦ κόσμου ἡ σοφία τοῦ κόσμου τούτου, G L T Tr WH omit τούτου); τά στοιχεῖα τοῦ κόσμου, στοιχεῖον, 3,4).)
7. "worldly affairs; the aggregate of things earthly; the whole circle of earthly goods, endowments, riches, advantages, pleasures, etc., which, although hollow and frail and fleeting, stir desire, seduce from God and are obstacles to the cause of Christ": εἶναι ἐκ τοῦ κόσμου, to be of earthly origin and nature, εἰμί, V:3d.); κερδαίνειν τόν κόσμον ὅλον, οἱ χρώμενοι τῷ κόσμῳ τούτῳ (critical text τόν κόσμον; see χράομαι, 2), μέριμναν τά τοῦ κόσμου, 33 f; φίλος and φιλία τοῦ κόσμου, ἀγαπᾶν τόν κόσμον, νικαν τόν κόσμον, the incentives to sin proceeding from the world, ἐλθέτω χάρις καί παρελθέτω ὁ κόσμος οὗτος, Teaching of the Twelve Apostles,
c. 10 [ET]).
8. any aggregate or general collection of particulars of any sort (cf. English a world of curses (Shakspere), etc.): ὁ κόσμος τῆς ἀδικίας, the sum of all iniquities, τοῦ πιστοῦ ὅλοςκόσμος τῶν χρημάτων, τοῦ δέ ἀπίστου οὐδέ ὀβολός (a statement due to the Alex. translators), κόσμος oftener than John; it occurs in Mark three times, in Luke's writings four times, and in the Apocalypse three tinms. Cf. Kreiss, Sur le sens du mot κόσμος dans le N. T. (Strasb. 1837); Düsterdieck on Herzog xvii., p. 676ff; (Trench, Synonyms, § lix.); on John's use of the word cf. Reuss, Histoire de la theologie chretienne au siecle apostolique, ii., p. 463ff (i. e. livre 7 chapter viii.); cf. his Johanneische Theologie, in the Beiträge zu den theol. Wissenschaften, Fasc. i., p. 29ff; (Westcott on John 1:10, 'Additional Note').

Greek Monolingual

ο (ΑM κόσμος)
1. το σύνολο ανθρώπων, ζώων και πραγμάτων που βρίσκονται πάνω στη γη, η οικουμένη, η υφήλιος (α. «όλος ο κόσμος σήμερα γιορτάζει την ημέρα του παιδιού» β. «τί γὰρ ὠφελεῑται ἄνθρωπος, ἐὰν τὸν κόσμον ὅλον κερδήση», ΚΔ)
2. το κοινωνικό σύνολο, οι άνθρωποι, η κοινωνία, ο λαός (α. «μην ασχολείσαι με αυτά που λέει ο κόσμος» β. «ο κόσμος τέτοιος πλάστηκε να ζη στης λησμονιάς την παραζάλη», Ζερβ.
γ. «εἰ ταῡτα ποιεῑς, φανέρωσον σεαυτὸν τῷ κόσμῳ», ΚΔ)
3. ο βίος πάνω στη γη, η επίγεια ζωή (α. «ο κόσμος είναι μάταιος, τα πάντα ματαιότης», δημ. δίστιχο
β. «ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐκ τοῡ κόσμου τούτου», ΚΔ)
4. το σύνολο τών ουράνιων σωμάτων, η πλάση, το σύμπαν, το στερέωμα, το διάστημα (α. «ὅτι πρῶτος Πυθαγόρας τὸν' οὐρανὸν κόσμον προηγόρευσε διὰ τὸ τέλειον εἶναι καὶ πᾱσι κεκοσμῆσθαι τοῑς τε ζώοις καὶ τοῑς καλοῑς», Φώτ.
β. «πρῶτον λέγειν ἀρχόμενον ἀπὸ τῆς τοῦ κόσμου γενέσεως», Πλάτ.
γ. «κόσμον τόνδε οὔτε τις θεῶν οὔτε ἀνθρώπων ἐποίησεν, ἀλλ' ἦν ἀεὶ και ἔστιν καὶ ἔσται πῡρ», Ηράκλ.)
5. φρ. «ψυχή του κόσμου» — ζωική αρχή η οποία κατά τη διδασκαλία ορισμένων φιλοσόφων εμψυχώνει το σύμπαν, το οποίο θεωρείται ως τεράστιο σώμα
νεοελλ.
1. ορισμένη κοινωνική ή επαγγελματική κατηγορία ανθρώπων (α. «ο καλός κόσμος» β. «ο επιστημονικός κόσμος» γ. «ο κόσμος του θεάτρου»)
2. μεγάλο πλήθος ανθρώπων, πολυκοσμία («είχε κόσμο στη διάλεξη»)
3. η ζωή μέσα στην κοινωνία, (α. «όταν βγεις στον κόσμο, θα μάθεις πολλά πράγματα» β. «αρνήθηκε τον κόσμο και κλείστηκε σε μοναστήρι»)
4. βοτ.
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας σύνθετα
5. φρ. α) «πολλαπλότητα τών κόσμων»
(φιλοσ.) υπόθεση κατά την οποία και σε άλλους πλανήτες εκτός από τη Γη υπάρχει ζωή και μάλιστα έλλογα όντα
β) «χάλασε ο κόσμος» — έχουν διαφθαρεί οι πάντες και τα πάντα
γ) «χαλώ τον κόσμο» — αναστατώνω τα πάντα, κάνω μεγάλη φασαρία
δ) «δεν χάλασε δα κι ο κόσμος» — δεν έγινε και τίποτε σπουδαίο
ε) «ο κόσμος να χαλάσει...» — ό,τι κι αν συμβεί
στ) «κόσμος και κοσμάκης» — πολύ και κάθε τάξης πλήθος ανθρώπων
ζ) «σηκώνω τον κόσμο στο ποδάρι» — αναστατώνω τους πάντες
η) «πήγε στον άλλο κόσμο» — πέθανε
θ) «έρχομαι στον κόσμο» — γεννιέμαι
ι) «φέρνω στον κόσμο» — γεννώ
ια) «είναι άνθρωπος του κόσμου» — είναι πολύ κοινωνικό άτομο
ιβ) «έφαγα τον κόσμο» — έψαξα παντού
ιγ) «για τα μάτια του κόσμου» — για να κρατηθούν τα προσχήματα
ιδ) «Παλαιός Κόσμος» — η Ευρώπη, η Ασία και η Αφρική
ιε) «Νέος Κόσμος»
Η Αμερική και η Ωκεανία
ιστ) «τρίτος κόσμος» — σύνολο χωρών αποτελούμενο κυρίως από κράτη που ανεξαρτητοποιήθηκαν ή συγκροτήθηκαν μετά την κατάργηση του αποικιοκρατικού συστήματος, που διέρχονται σήμερα το στάδιο της οικονομικο-κοινωνικής ανάπτυξης και αντιπροσωπεύουν τα δύο τρίτα του πληθυσμού της Γης
ιζ) «ζη στον κόσμο του» — έχει απομονωθεί από το κοινωνικό σύνολο, δεν έχει καμιά επαφή με το περιβάλλον του
6. παροιμ. α) «ο κόσμος είναι σφαίρα και γυρίζει» — τίποτε στη ζωή δεν είναι σταθερό και διαρκές ούτε η ευτυχία ούτε η δυστυχία
β) «ο κόσμος το 'χει τούμπανο κι εμείς κρυφό καμάρι» — για πασίγνωστα πράγματα τα οποία οι ενδιαφερόμενοι προσπαθούν να κρατούν μυστικά
γ) «ο κόσμος κάνει τον παπά κι όχι ο παπάς τον κόσμο» — η επίδραση της κοινωνίας στο άτομο είναι πολύ ισχυρότερη από την επίδραση του ατόμου στην κοινωνία
δ) «ό,τι κάνει ο κόσμος κάνει κι ο Κοσμάς» — λέγεται γι' αυτούς που ακολουθούν το ρεύμα του πλήθους
νεοελλ.-μσν.
1. (η γεν. ενάρθρως ως ποσοδείκτης) του κόσμου
πάρα πολλά («κάναμε του κόσμου τα γέλια»)
2. φρ. α) «ο πάνω κόσμος» ή «ο άνω κόσμος» — η επίγεια ζωή, ο ζωντανός κόσμος, σε αντιδιαστολή με τη μεταθανάτια ζωή, με τον κόσμο τών νεκρών
β) «ο κάτω κόσμος» ή «ο άλλος κόσμος» — ο Άδης, ο κόσμος τών νεκρών
γ) «κατά κόσμον...» — λέγεται για το βαπτιστικό όνομα κληρικών ή μοναχών, σε αντιδιαστολή με το ιερατικό όνομα
μσν.-αρχ.
1. κόσμημα, στολίδιἐπεὶ δὴ πάντα περὶ χροΐ θήκατο κόσμον», Ομ. Ιλ.)
2. στολισμός, διακόσμηση («γλυκόχροα κόσμον ἐλαίας», Πίνδ.)
αρχ.
1. τάξη, ευπρέπεια, αρμονία (α. «οὐ κατὰ κόσμον» — απρεπώς, Ομ. Ιλ.
β. «τοὶ δὲ καθῑζον ἐπὶ κληῑσιν ἕκαστοι κόσμῳ» γ. «οὐκέτι τὸν αὐτὸν κόσμον κατηγέετο», Ηρόδ.)
2. καλή συμπεριφορά κοσμιότητα
3. πειθαρχία («θαυμαστοὺς ἐδείξατε τῷ κόσμῳ ταῑς παρασκευαῑς, τῇ προθυμίᾳ», Δημοσθ.)
4. η καλή κατασκευή («ἵππου κόσμον ἄεισον δουρατέου», Ομ. Οδ.)
5. το καθεστώς, το πολίτευμα («μένειν ἐν τῷ ὀλιγαρχικῷ κόσμῳ», Ησίοδ.)
6. τιμή, έπαινος («οἷς κόσμος καλῶς τοῡτο δρᾱν [ἦν]», Θουκ.)
7. σφαίρα της οποίας το κέντρο είναι το κέντρο της Γης, ακτίνα δε η ευθεία που ενώνει τη Γη με τον Ήλιο
8. σφαίρα που περιέχει τους απλανείς αστέρες
9. (στους Πυθαγορείους) ονομασία τών αριθμών έξι και δέκα
10. στον πληθ. οἱ κόσμοι
α) (στην Κρήτη) δέκα ανώτατοι ενιαύσιοι άρχοντες τών δωρικών πολιτευμάτων οι οποίοι εγκαταστάθηκαν μετά τους βασιλείς και τών οποίων το αξίωμα αντιστοιχούσε με το αξίωμα τών εφόρων της Σπάρτης
β) οι αστέρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει επίθημα -μος ή -σμος και δεν είναι σαφές σε ποια ρίζα ανάγεται. Συνδέεται πιθ. με λατ. censeo «τιμώ», αρχ. ινδ. śamsati, οπότε ανάγεται σε αρχικό τ. κονσ-μος (που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα kons- της ΙΕ ρίζας kens- «κηρύσσω»). Κατ' άλλη άποψη, η λ. ανάγεται σε τ. κοδ-σμος, που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα kod- της ΙΕ ρίζας ked- «διευθετώ», πρβλ. κεδνός. Τέλος, κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με αρχ. περσ. θαh- «διευθετώ». Η αρχική σημασία της λ. ήταν «τάξη, αρμονία, διάκοσμος», λόγω δε της τάξης και της αρμονίας που χαρακτηρίζει το κοσμικό σύστημα, η σημ. επεκτάθηκε στην έννοια του σύμπαντος, της οικουμένης και, περαιτέρω, στο σύνολο τών έμβιων όντων της Γης. Έτσι, η σημ. της λ. κόσμος έφθασε να δηλώνει το σύνολο τών ανθρώπων. Συνθ. με α' συνθετικό τη λ. είναι τα ανθρωπωνύμια Κοσμο-κλής, και Κοσμό-πολις και παρ. της λ. είναι τα ανθρωπωνύμια Κοσμάς και Κοσμίας.
ΠΑΡ. κοσμάριον, κοσμικός, κόσμιος, κοσμώ
αρχ.
κοσμαία, τα, κοσμαρίδιον, κοσμιαίος
αρχ.-μσν.
κοσμίδιον, κοσμίζω
μσν.
κοσμωτός
νεοελλ.
κοσμαίος, κοσμάκης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) βλ. κοσμ(ο)-. (Β' συνθετικό) άκοσμος, γυναικόκοσμος, διάκοσμος, εύκοσμος, κατάκοσμος, νεκρόκοσμος, περίκοσμος, υπέρκοσμος, φιλόκοσμος
αρχ.
βοτρυόκοσμος, κλινόκοσμος, πάγκοσμος, παράκοσμος, πεντέκοσμος, πολύκοσμος, πρωτόκοσμος, σιληνόκοσμος, σύγκοσμος, σωσίκοσμος, φερέκοσμος
νεοελλ.
αγροτόκοσμος, αλλόκοσμος, απόκοσμος, ελαφρόκοσμος, εργατόκοσμος, κοριτσόκοσμος, κουτόκοσμος, μαθητόκοσμος, μακρόκοσμος, μικρόκοσμος, νεαρόκοσμος, ξέκοσμος, ονειρόκοσμος παιδόκοσμος, παλιόκοσμος, υπόκοσμος, φοιτητόκοσμος, φτωχόκοσμος, ψευτόκοσμος, ωραιόκοσμος].

Greek Monotonic

κόσμος: -ου, ὁ,
1. τάξη, κόσμῳ και κατὰ κόσμον, σε τάξη, δεόντως, καθωσπρέπει, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· μὰψ ἀτὰρ οὐ κατὰ κόσμον, στο ίδ.· οὐδενὶ κόσμῳ, σε καμιά συγκεκριμένη σειρά, σε Ηρόδ., Αττ.
2. καλή τάξη, πρέπουσα συμπεριφορά, ευπρέπεια, σε Αισχύλ., Δημ.
3. τύπος, μορφή πράγματος, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
4. λέγεται για κράτη, τάξη, διακυβέρνηση, σε Ηρόδ., Θουκ.
II. 1. στολίδι, διακόσμηση, καλλωπισμός, ένδυση, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· ιδίως, λέγεται για γυναίκες, Λατ. mundus muliebris, στο ίδ., σε Ησίοδ. κ.λπ.· στον πληθ., στολίδια, σε Αισχύλ. κ.λπ.
2. μεταφ., τιμώ, εκτιμώ, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.
III. κυβερνήτης, τίτλος του κύριου άρχοντα στην Κρήτη, σε Αριστ. IV.1.ο κόσμος ή το σύμπαν, ονομασμένα έτσι από την τέλεια διάταξή τους, Λατ. mundus, σε Πλάτ. κ.λπ.
2. ανθρωπότητα, όπως χρησιμοποιεί την έννοια «κόσμος», σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

κόσμος:1) упорядоченность, порядок (κόσμῳ τιθέναι τὰ πάντα Her.): οὐ κόσμῳ ἔρχεσθαι Hom. идти в беспорядке; οὐδενὶ κόσμῳ Her., Thuc., οὐδένα κόσμον Her. и κατ᾽ οὐδένα κόσμον Plut. без всякого порядка;
2) надлежащая мера, благопристойность: οὐδένα κόσμον ἐμπίπλασθαι Her. наедаться сверх всякой меры; οὐ κατὰ κόσμον εἰπών Hom. сказав неучтиво; εἴρηκας ἀμφὶ κόσμον Aesch. ты правильно сказал;
3) строение, устройство: κ. ἵππου Hom. устройство (деревянного) коня;
4) (тж. κ. τῆς πολιτείας Plat.) государственный строй, правовой порядок (ὁ ὀλιγαρχικὸς κ. Thuc.);
5) (на Крите) косм, носитель высшей государственной власти (Arst.; см. κοσμέω 6);
6) мировой порядок, мироздание, мир (впервые названный так Пифагором как выражение высшего порядка) (οὐκ ἂν ὁ κ. γίγνοιτο καὶ φθείροιτο, ἀλλ᾽ αἱ διαθέσεις αὐτοῦ Arst.; ἀπὸ καταβολῆς κόσμου NT);
7) небесный свод, небо (γῆ ὑπὸ τῷ κόσμῳ κειμένη Isocr.);
8) мир, свет, земля (γεννᾶσθαι εἰς τὸν κόσμον NT): ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου NT = ὁ διάβολος;
9) перен. свет, люди, народ (ἐμφανίζειν ἑαυτὸν τῷ κόσμῳ NT);
10) украшение, наряд (πάντα περὶ χρωῒ θήκατο κόσμον, sc. Ἣρη Hom.; γυναικεῖος Plat.): ἐπίχρυσοι κόσμοι Plat. позолоченные или блистающие золотом украшения;
11) перен. украшение, краса, честь, слава (σὺ γὰρ ἔμοιγε μέγιστος κ. ἔσει Xen.);
12) прикраса (ἡ γλῶσσα - ὁ κ. τῆς ἀδικίας NT).