μέσος

Revision as of 22:01, 24 November 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")

English (LSJ)

μέση, μέσον, also Arc. (v. ἰμέσος, μεσακόθεν); Ep. μέσσος (also Aeol., Sapph.1.12, IG11(4).1064b32, and Lyr., Pi.P.4.224, and sometimes in Trag., E.HF403 (lyr.), S.OC1247 (lyr.), Tr.635 (lyr.), Ant.1223, 1236, Fr.255.5), Boeot., Cret. μέττος, IG7.2420.20 (iii B. C.), GDI 5000 ii
A b 2 (v B. C.):—middle, in the middle,
I of Space, esp. with Nouns, of the middle point or part, μέσος σάκος Il.7.258; ἱστίον 1.481; μέσος οὐρανός zenith, Od.4.400; μέσης ἀπήνης from mid chariot, S.OT812; ἐν αἰθέρι μέσῳ = in mid-air, Id.Ant.416; μέσῳ μετώπῳ in the middle of the forehead, PRyl.128.30 (i A. D.): in Prose freq. preceding the Art., κατὰ μέσον τὸν σταθμόν X.An.1.7.14; ἐν μέσῳ τῇ χώρᾳ ib.2.1.11; ἐκ μέσου τῆς νήσου, κατὰ μέσα τὴν νῆσον, Pl.Criti.113d, 119d; ἐπὶ μέσου τοῦ τμάματος at the middle point of the segment, Archim.Aequil.1.6; ἁ ἐπὶ μέσαν τὰν βάσιν ἀγομένα (sc. εὐθεῖα) ib.12: sometimes following the Noun, ἐν τῇ ἀγορᾷ μέσῃ D.29.12: less freq. midmost, central, of three or more objects, μ. ὁδός Thgn.220, 331; ὁ μέσος [δάκτυλος] Pl.R.523c; τὸ μέσον στῖφος the central division of the army, X.An.1.8.13; μέσον, τό, centre, ἡ ἐπὶ τὸ μέσον φορά Iamb.Protr.21.
b with a Verb, ἔχεται μέσος = by the middle, by the waist, prov. from the wrestling-ring, Ar.Eq.387 (lyr.), cf. Ach. 571 (lyr.), Nu.1047, Ra.469; μέσην λαβόντα Id.Ach.274, cf. Hdt.9.107, D.53.17; ὁ πέπλος ἐρράγη μ. Philippid.25.5.
c c. gen., midway between, ἑνὸς καὶ πλήθους τὸ ὀλίγον μ. Pl.Plt.303a (also μ. ἐπ' ἀμφότερα, ibid.):—S. has μέσος ἀπὸ [τοῦ κρατῆρος] τοῦ τε πέτρου OC 1595.
2 of time, Hom. only in phrase μέσον ἦμαρ = midday, Il.21.111, Od.7.288, Pi.P.9.113; μέσαι νύκτες Sapph.52, Hdt.4.181, X. An.7.8.12, etc.; θέρευς ἔτι μέσσου ἐόντος Hes.Op.502; χειμῶνος μέσου Ar.Fr.569.1; μ. ἡμέρα Hdn.8.5.9; μέση ἡλικία = middle age, Pl.Ep.316c: so μέσοι τὴν ἡλικίαν E.Ep.5; μέσος ἀκμῆς v.l. in Theoc.25.164.
3 metaph., impartial, Th.4.83, PLond.1.113(1).27 (vi A.D.).
b intermediate, freq. c. gen., μ. τις γέγονα χρηματιστὴς τοῦ τε πάππου καὶ τοῦ πατρός Pl.R.330b; ψιλὸν μὲν τὸ π, δασὺ δὲ τὸ φ, μέσον δὲ ἀμφοῖν τὸ β D.H.Comp.14 (v. infr. d); ἡ τρίτη καὶ μέση τῶν εἰρημένων δυεῖν ἁρμονιῶν ib.24; ὁ μέσος χαρακτήρ ib.21; indeterminate, Luc.Par.28; τὰ μέσα = things indifferent (neither good nor bad), Stoic.3.135, al.; of words such as τύχη, EM626.38; ζῴδια (neither lucky nor unlucky) Vett.Val.93.9; μ. δίαιτα Diocl.Fr.141, cf.Sor.1.46.
c Gramm., of Verbs, middle, Eust. 1846.30, etc.; μέση διάθεσις, μέσα σχήματα, A.D.Synt.226.10, 210.18; μέσος ἐνεστώς present middle, ib.278.25.
d Gramm., of consonants, Lat. mediae, i.e. βγδ, D.T.631.23: but also of semi-vowels, Pl.Phlb.18c: of accent, ὀξύτητι καὶ βαρύτητι καὶ τῷ μέσῳ, i.e. the circumflex, Arist. Po.1456b33.
II middling, moderate,
1 of size, μέσοι ὀφθαλμοί, ὦτα, γλῶττα, Id.HA492a8,33,b31; μ. μεγέθει ib.496a21, PPetr.1p.37 (iii B. C.); μ. alone, of middle height, PGrenf.2.23 (a) ii 3 (ii B. C.), POxy. 73.13 (i A. D.), etc.
2 of class or quality, πάντων μέσ' ἄριστα Thgn. 335; παντὶ μέσῳ τὸ κράτος θεὸς ὤπασεν A.Eu.529 (lyr.); μ. ἐν πόλει Phoc.12; μέσος ἀνήρ a man of middle rank, Hdt.1.107; μέσος πολίτης Th.6.54; τὰ μέσα τῶν πολιτῶν Id.3.82 (so τῶν ἀνὰ πόλιν τὰ μέσα Pi.P.11.52); οἱ μέσοι, between οἱ εὔποροι and οἱ ἄποροι, Arist.Pol.1289b31, 1295b3; οἱ μέσοι πολῖται ib.1296a19; τὸ μέσον ib.1295b37; μέση [πολιτεία] ib.1296a7; ὁ μέσος βίος Luc.Luct.9; mediocre, Pl.Prt.346d; τῶν ἑταιρῶν αἱ μ. Theopomp. Com.21. Adv. μέσως, ἱκανόν fairly adequate, Phld.Rh.2.4S.
III μέσον, τό, midst, intervening space, mostly with Preps.,
a ἐν μέσσῳ = ἐν μεταιχμίῳ, Il.3.69,90; ἐν τῷ μέσῳ = in the midst, Ev.Matt.14.6; ἡ 'ν μέσῳ [μοῖρα] σῴζει πόλεις the middle class, E.Supp.244: without ἐν, ἔμβαλε μέσῳ Il.4.444; ἔνθορε μέσῳ 21.233; μέσῳ ἀμφοτέρων 3.416, 7.277; τῶνδέ τ' ἐν μέσῳ πεσεῖν E.Ph.583; ἐν μέσῳ λόγους ἔχειν Id.Hel. 630; μῆκος ἐν μέσῳ χρόνου A.Supp.735; χρόνος οὑν μέσῳ E.Ph.589 (troch.); τὰ ἐν μέσῳ what went between, S.OC583; οἱ ἐν μέσῳ λόγοι the intervening words, Id.El.1364, E.Med.819; κλίνης ἐν μ. Id.Hec.1150; ἐν μέσῳ ἡμῶν καὶ βασιλέως between us and him, X.An.2.2.3; σοφίας καὶ ἀμαθίας ἐν μέσῳ Pl.Smp.203e; ἐν μέσῳ νυκτῶν = at midnight, X.Cyr.5.3.52; ἆθλα κείμεν' ἐν μέσῳ offered for competition (cf. infr. b), D.4.5, cf. Thgn.994, X.An.3.1.21; ἡ τιμὴ ἐν τῷ μέσῳ ἔστω deposited with the court, Herod.2.90: without ἐν, καὶ μέσῳ πάντες καὶ χωρὶς ἕκαστος both collectively and severally, IG12(5).872.27,31,38, al. (Tenos): in plural, κεῖτο δ' ἄρ' ἐν μέσσοισι Il.18.507; ἐν μέσοισ' Xenoph.1.7; ἐν μέσῳ εἶναι τοῦ συμμεῖξαι to stand in the way of... X.Cyr.5.2.26; ἡ γὰρ θάλαττα ἐν τῷ μέσῳ is an obstacle, Id.Ath.2.2; οὐδεὶς ἐν μέσσῳ γείτων πέλεν Theoc.21.17; οὐδὲν ἂν ἦν ἐν μέσῳ πολεμεῖν ἡμᾶς D.23.183; cf. ἰμέσος.
b ἐς μέσον, ἐς μέσον ἀμφοτέρων, freq. in Hom. for ἐς μεταίχμιον, Il.4.79, 6.120; ἀνδρὶ δὲ νικηθέντι γυναῖκ' ἐς μέσσον ἔθηκε deposited her as a prize (cf. supr. a), 23.704; ἐς μέσον δεικνύναι τινί τι Pi.Fr.42.3; ἐς μέσον ἵεσθαι, ἐς μέσον ἐλθεῖν, ἐς μέσον παρελθεῖν, S.Tr.514 (lyr.), Theoc.22.183, Plu. Agis9; ἐς μέσον ἀμφοτέροισι… δικάσσατε Il.23.574; ἐς τὸ μέσον φέρειν bring forward publicly, Hdt.4.97, D.18.139; ἐς τὸ μέσον λέγεσθαι Hdt. 6.129; ἐς μέσον Πέρσῃσι καταθεῖναι τὰ πρήγματα to give up the power in common to all, Id.3.80; ἐς μέσον τὴν ἀρχὴν τιθεὶς ἰσονομίην ὑμῖν προαγορεύω ib.142.
c ἐκ τοῦ μέσου = away, ἐκ μέσου ἀνελεῖν D.10.36, 18.294; [χειρόγραφον] ἦρκεν ἐκ τοῦ μ. Ep.Col.2.14, cf. Arr.Epict.3.3.15; also ἐκ μέσου a half, ἔτη ὀκτὼ καὶ ἔνατον ἐκ μέσου Th.4.133; also ἐκ μέσου κατῆστο remained in the middle, i.e. neutral (cf. ἐκ 1.6 fin.), Hdt.3.83, cf. 4.118, 8.22,73.
d διὰ μέσου = between, τὸ διὰ μέσου ἔθνος Id.1.104; διὰ μέσου ποιεῖσθαι X.Cyr.6.3.3; διὰ μέσου γενέσθαι intervene, of an event, Th.4.20: c. gen., διὰ μέσου τῆς πόλεως ῥεῖ ποταμός X. An.1.2.23; διὰ μέσου ῥεῖ τούτων ποταμός ib.1.4.4, etc.; τὸ τούτων διὰ μέσου Pl.Lg.805e; also οἱ διὰ μέσου the middle party, the moderates, Th. 8.75, X.HG5.4.25; τὸ διὰ μέσου the middle class, Arist.Pol.1296a8; of time, ὁ διὰ μέσου χρόνος Hdt.9.112; ἡ διὰ μέσου ξύμβασις an interim agreement, Th.5.26; διὰ μέσου, as a figure of speech, use of parenthesis, Hdn.Fig.p.95S.
e ἀν (ὀν) τὸ μέσον in the midst, Alc.18.3, Xenoph.1.11, Thgn.839; ἀνὰ μέσον = midway between, Arist.HA496a22, Antiph. 13, Theoc.22.21, etc.; ἀνὰ μ. τοῦ ναοῦ καὶ τοῦ βωμοῦ GDI2010 (Delph.), cf. PTeb.13.9 (ii B. C.), al.; θρὶξ ἀνὰ μέσσον Theoc.14.9; ἀνὰ μέσσα Nic.Th.167; also ἀνὰ μέσον φέρε, = μετρίως, Men.531.18.
f κατὰ μέσσον, = ἐν μέσῳ, Il.5.8, 16.285, etc.: c. gen., κὰδ δὲ μέσον τάφρου καὶ τείχεος ἷζον between, 9.87.
2 μέσον, τό, difference, τὸ μέσον πρὸς τὰς μεγίστας καὶ ἐλαχίστας the average between... Th.1.10; πολλὸν τὸ μέσον, πολὺ τὸ μέσον, the difference is great, Hdt.1.126, E.Alc.914 (anap.); τὸ μέσον οὐδὲν τῆς ἔχθρης ἐστί there is no middle course for our enmity, Hdt.7.11.
3 middle state, mean, τὸ μέσον καὶ τὸ εὖ Arist.EN1109b26; ποιήματα μέσα, opp. ὀγκώδη, in the (correct) mean, Phld.Po.5.5. Adv. μέσως, ἀναστρέφεσθαι Id.Rh.1.155S.
4 in Logic, τὸ μέσον = the middle term of a syllogism, opp. τὰ ἄκρα, Arist.APr.66a30; also ὁ μέσος (sc. ὅρος) ib.25b33.
5 Math., middle terms in a proportion, Euc.6.16; μέση, or μέση (μέσος) ἀνάλογον a mean proportional (straight line or number), ib.13, 17, 8.11, 12, al.; μέσης εὕρεσις Arist.de An.413a19, Metaph.996b21; μέση medial, a specific kind of irrational (straight line), Euc.10.21, al.; μέσον ὀρθογώνιον (χωρίον) medial rectangle (area), ib.24, al.
6 Astron., ὁ διὰ μέσων τῶν ζῳδίων κύκλος the ecliptic, Hipparch.1.9.3,4, Gem.2.21, Ptol.Alm.2.7: without κύκλος, Eudox. ap. Arist.Metaph.1073b20, Hipparch.1.9.12; simply, ὁ διὰ μέσων D.L.7.146; but, ὁ μέσος [κύκλος] the equator of a rotating sphere, Arist.Metaph.1073b30.
7 μέσα, τά, = μέζεα, Blaes.p.191 K.
b = κοιλία 1.3, Herod.Med. ap. Orib.5.27.3, Gal.14.732: sg., Heph.Astr.1.1 (v.l. τὰ μέσα Cat.Cod.Astr.8(2).45).
8 Μέσον, τό, one of the law-courts at Athens, Phot., Sch.Ar.V.120.
9 οὐ τοῖς μέσοις τῆς βίας χρωμένη no ordinary force, Hierocl.p.15 A.
IV μέση, ἡ, as substantive, v. μέση.
V Adv. μέσον, Ep. μέσσον, in the middle, Il.12.167, Od.14.300: c. gen., between, οὐρανοῦ μέσον χθονός E.Or.983 (lyr.), cf. Arr.Epict.2.22.10; in the midst of, μέσον τῆς θαλάσσης LXX Ex.14.27; μέσον γενεᾶς σκολιᾶς Ep.Phil.2.15: also in plural, μέσα αἰετὸς οὐρανοῦ ποτᾶται E.Rh.530 (lyr.), cf. Nic.Fr.74.26.
2 regul. Adv. μέσως, πόλεώς τ' οὐ μέσως εὐδαίμονος E.Andr.873, cf. Hec.1113, Isoc.9.23; καὶ μέσως = even in a moderate degree, even a little, Th.2.60; μέσως ἔχειν πρός or μέσως ἔχειν περί τι to be in the mean... Arist.EN1105b28, 1119a11; θερμότερον ἢ κραυρότερον ἢ μέσως ἔχον Eub.7.1, cf. Sosip. 1.53; μέσως βεβιωκέναι in a middle way, i.e. neither well nor ill, Pl.Phd. 113d; μέσως μεθύων Men.226; μέσως διατιθέναι in an intermediate way, D.H.Comp.14.
b Gramm., in the middle voice, A.D. Synt.276.21.
VI irreg. Comp. μεσαίτερος Pl.Prm.165b: Sup. μεσαίτατος Hdt.4.17, Arist.Mu.392b33, Gem.9.3, etc.; poet. μεσσότατος A.R.4.649, Man. 6.373. (Cf. Skt. mádhyas 'middle', Lat. medius, etc.)

German (Pape)

[Seite 139] poet. auch μέσσος, selbst bei den Tragg. in iambischen Stellen, wie Soph., vgl. Mein. quaest. Menandr. p. 318mit μετά zusammenhangend), mitten, in der Mitte; – a) vom Raume; βάλε Πηλείδαο μέσον σάκος, er traf den Schild in der Mitte, Il. 22, 260, wie αὐχένα μέσσον ἔλασσεν 14, 497, στῆθος μέσον οὔτασε 15, 525, öfter; auch allgemeiner, τὸν βάλε μέσσον ἄκοντι Il. 20, 413, Ἠέλιος μέσον οὐρανὸν ἀμφιβεβήκει Il. 8, 68, ἐν μέσσῃσι (βουσὶ) ὀρούσας 15, 635, στῆ δὲ μέσῳ ἐν ἀγῶνι, mitten in der Runde, 23, 507, wie ὁ τοῖσιν στὰς ἐν μέσοισι 7, 384, in ihrer Mitte; Pind. εἶπε δ' ἐν μέσοις u. ἐν μέσσοις, P. 4, 224 I. 7, 32, öfter; ζυγὸν θραύει μέσον, mitten entzwei bricht er das Joch, Aesch. Pers. 192; ἐκ μέσων ἀρκυσμάτων, Eum. 112; μέσης ἀπήνης ἐκκυλίνδεται, Soph. O. R. 812; ἐν αἰθέρι μέσῳ κατέστη ἡλίου κύκλος, Ant. 412, womit man vgl. αἱ δ' ἀνὰ μέσσαν ἀκτῖνα, O. C. 1249, um Mittag ff. b); μέσου κρατὸς διασπαρέντος, Trach. 778; ἐν Ἀργείοις μέσοις, in der Mitte der Argiver, Phil. 626; θιάσοις ἐν μέσοισιν, Eur. Bacch. 221, u. öfter in ähnlichen Verbindungen; μέσον ἔχειν τινά, in der Mitte gefaßt halten, von dem Ringer hergenommen, Ar. Nub. 1030, u. pass., ἔχομαι μέσος, Ach. 545 Equ. 387; Νεῖλος μέσην Αἴγυπτον σχίζων, Aegypten mitten durchschneidend, Her. 2, 17, vgl. 4, 49; ἐκ μέσης τῆς νήσου, Plat. Critia. 113 d u. sonst; Xen. An. 2, 1, 11; so oft, vor dem Artikel stehend, denn τὸ μέσον στῖφος, 1, 8, 13, ist der mittlere Haufen; πρὸ τῆς φάλαγγος μέσης, Xen. An. 1, 2, 17; ἐν ἀγορᾷ μέσῃ, Dem. 29, 12. – b) von der Zeit; μέσον ἦμαρ, der Mittag, Il. 21, 111 Od. 7, 288; πρὶν μέσον ἀμαρ ἑλεῖν, Pind. P. 9, 117; Soph. frg. 239 (vgl. auch unter a); Eur. πρὸς μέσας βολὰς ἀκτῖνος, Ion 1135; in späterer Prosa, μέση ἡμέρα, wie Hdn. 8, 5, 22; μέση νύξ, wie περὶ μέσας νύκτας, Xen. An. 7, 8, 12, wo Krüger mehr Beispiele beibringt, alle ohne Artikel. – c) in der Mitte stehend, zwischen zwei Dingen, auch übertr. auf Geistiges, eine weitere Ausbildung der Verbindung ἐν μέσοις (s. oben); μέσος τις γέγονα χρηματιστὴς τοῦ τε πάππου καὶ τοῦ πατρός, Plat. Rep. I, 330 b; ὅτι μέσος ἂν εἴη τόπος χειμώνων τε καὶ τῆς θερινῆς φύσεως, Epin. 987 d; ὥσπερ ἑνὸς καὶ πλήθους τὸ ὀλίγον μέσον, das Wenige steht in der Mitte zwischen der Einheit und der Menge, Polit. 303 a. Daher auch mittel mäßig, was zwischen dem Zuviel und Zuwenig die Mitte hält, ὀφθαλμοὶ μέσοι, von mittlerer Größe, Arist. H. A. 1, 10, auch μέσος τῷ μεγέθει, 1, 17; ἀνήρ, ein Mann von mittlerem Range od. Vermögen, Her. 1, 107; ἄνθρωποι, Plat. Legg. X, 907 a; auch = unparteiisch, XI, 929 e; μέσοι πολῖται, Thuc. 6, 54; vgl. Arist. pol. 4, 11; Plut. τῶν μέσων κατὰ γένος πολιτῶν, Camill. 25, vgl. Sol. 1; a. Sp.; – vermittelnd, δικαστής, Schiedsrichter, Thuc. 4, 83. – Bei den Gramm. sind μέσαι λέξεις Wörter, die in guter und schlimmer Bedeutung genommen werden können; συλλαβὴ μέση, syllaba anceps. – Bes. häufig ist das neutr., absolut oder substantivisch gebraucht, die Mitte, der Raum zwischen Etwas; ἐς μέσον ἀμφοτέρων συνίτην, in die Mitte beider Heere, Il. 6, 120, öfter; auch ohne gen., κακοὺς δ' ἐς μέσσον ἔλασσεν, 4, 299, u. ἐς μέσσον ἀμφοτέροισι δικάσσατε, 23, 574, sprechet beiden Theilen gleichmäßig, unparteiisch Recht; so auch κατὰ μέσσον, 5, 8. 16, 285; κὰδ δὲ μέσον τάφρου καὶ τείχεος ἷζον, 9, 87; ἐν μέσῳ, in der Mitte, 17, 375 u. öfter; ἔμβαλε μέσσῳ, 4, 444, vgl. Od. 11, 157; μέσσῳ ἀμφοτέρων, Il. 7, 277; οἱ δὲ εἶπον πολλὸν εἶναι αὐτέων τὸ μέσον, es sei die Mitte, der Unterschied groß, Her. 9, 82, vgl. 7, 11; ἐκ τοῦ μέσου κατῆσθαι od. ἕζεσθαι, aus der Mitte weggehen u. sich abgesondert hinsetzen, sich neutral halten, 3, 83. 8, 73; ἐκ τοῦ μέσου ἡμῖν ἕζεσθε, seid neutral zwischen uns, 8, 22, wie ἐκ τοῦ μέσου ἐξίστασθαι, Xen. An. 1, 5, 14, aus dem Wege gehen; ἐν μέσῳ ἐμοῦ τε καὶ σοῦ, in der Mitte zwischen uns beiden, Plat. Conv. 222 d; κατὰ μέσον παντὸς τοῦ κόσμου, Critia. 121 c; μέσον τῶν αὑτοῦ ἔχων, Xen. An. 1, 8, 13, wo Krüger mehrere Beispiele ohne Artikel beibringt; auch ἀνὰ μέσον, Antiphan. B. A. 80; Men. fr. inc. 2, 19; Pol. 5, 55, 7. – Auch von der Zeit, μέσον ἡμέρας, Xen. An. 1, 8, 8; διὰ μέσου, inzwischen, mittlerweile, Her. 9, 112; Thuc. 4, 20; die Mittel-, Durchschnittszahl, πρὸς τὰς μεγίστας καὶ ἐλαχίστας ναῦς τὸ μέσον σκοποῦντι, 1, 10. – Aus der Vrbdg ἐς μέσον τιθέναι τινί τι, Einem Etwas als Kampfpreis aufstellen, es in die Mitte hinstellen, daß alle Preisbewerber es sehen, Il. 23, 704 (vgl. κεῖται ἐν μέσοις, 18, 507, u. ἐν μέσῳ κεῖται τὰ ἀγαθά, Xen. An. 3, 1, 21), entwickelt sich das häufige ἐς τὸ μέσον φέρειν, τιθέναι u. ä., Etwas vorbringen, bekannt machen, z. B. γνώμην, Her. 4, 97, 6. 3, 80, 2; Plat. Legg. IV, 719 a XI, 936 a; ἐς τὸ μέσον κατατιθέντες im Gegensatz von ἀποκρυπτόμενοι, Phil. 14 b; Dem. 20, 102, wie Sp., z. B. Luc. Hermot. 38. 64; im eigtl. Sinne, ἀργύριον, Ar. Eccl. 602. – Auch ταῦτ' ἐν μέσῳ τίθημι, das sage ich offen, gerade heraus, Aesch. Ch. 143; u. ähnlich δέσμιον ἔδειξ' Ἀχαιοῖς ἐς μέσον, offenkundig zeigte ich ihn, Soph. Phil. 605; χρηστόν τι βούλευμ' εἰς μέσον φέρειν, Eur. Suppl. 439, wie φέρω κοινοὺς εἰς μέσον λόγους, Troad. 54 u. öfter; so auch Her. γνώμην ἐς μέσον φέρω, vorbringen, aussprechen, 4, 97; τὸ λεγόμενον ἐς τὸ μέσον, das öffentlich Ausgesprochene, 6, 129; u. ähnlich ἐν κοινῷ καὶ μέσῳ ἔοικεν ἡμῖν κεῖσθαι, Plat. Legg. XII, 968 e; εἰς μέσον ὁμολογεῖν, Rep. VIII, 547 b, wie συμβῆναι εἰς τὸ μέσον, sich vereinigen, übereinkommen über Etwas, Prot. 337 e; ἐν τῷ μέσῳ ἑαυτὸν παρέχειν, Allen zugänglich sein, Xen. Cyr. 7, 5, 46; – διὰ μέσου ποιεῖσθαι, in die Mitte stellen, Xen. Cyr. 6, 3, 3; – ἐν μέσῳ τινὸς εἶναι, zwischen Etwas stehen, d. i. hinderlich sein, τοῦ συμμῖξαι, Xen. Cyr. 5, 2, 26; auch mit folgdm acc. c. inf., Dem. 23, 183. Vgl. θρὶξ ἀνὰ μέσσον, nur ein Haar fehlt noch daran, Theocr. 14, 9. – Διὰ μέσου oder ἐν τῷ μέσῳ, in einem Zwischensatze, parenthetisch, Grsmm. – Ἡ μέση, sc. χορδή, die mittlere Saite, der mittlere Ton, Music. – Bei den späteren Philosophen sind τὰ μέσα = ἀδιάφορα. – Ion. u. p. compar. u. superl. μεσαίτερος u. μεσαίτατος, Her. 4, 17, den auch Arist. u. die Sp. brauchen, u. der eigentlich auf μεσαῖος zurückzuführen ist; Ap. Rh. 4, 649 hat auch die Form μεσσότατος; – μέσατος u. μεσάτιος sind aber poet. Formen des Positivs. – Adv. μέσως, z. B. βεβιωκέναι, Plat. Phaed. 113 d, λέγειν, Prot. 346 e; Gegensatz von σφοδρῶς ἢ ἀνειμένως, Arist. Eth. 2, 5; μέσως ἔχειν περί τι, mäßig sein, die Mitte halten zwischen zwei Extremen, ib. 3, 12; auch mit adj. verbunden, mittelmäßig, mäßig, πόλεως οὐ μέσως εὐδαίμονος, Eur. Andr. 874 Herc. Fur. 58 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
adj. situé au milieu :
I. au propre;
1 en parl. de la partie médiane d'un objet μέσον ἔχειν AR tenir par le milieu du corps, par la taille ; avec idée de temps μέσαι νύκτες HDT le milieu de la nuit;
2 en parl. de pers. ou de choses placées entre deux ou plusieurs autres;
II. fig. 1 μέσος δικαστής THC arbitre;
2 moyen, qui tient le milieu entre deux extrêmes, de moyenne situation, de moyenne grandeur : μέσος πολίτης THC, οἱ τοῦ μέσου βίου LUC citoyen, gens de condition moyenne, de classe moyenne;
subst. ;
A.μέση;
1 (s.e. χορδή) la corde du milieu dans la lyre primitive composée de trois cordes;
2μέση εὐθεῖα (γραμμή) la ligne droite, signe d'égalité entre deux membres d'une proportion;
3 t. de gramm. l'accent intermédiaire, càd l'accent circonflexe;
4 t. de gramm.μέση (διάθεσις) la voix moyenne;
B. τὸ μέσον :
I. le milieu d'un objet, le centre : εἰς τὸ μέσον τοῦ στρατοπέδου XÉN au milieu du camp ; τὸ μέσον ἡμέρας XÉN le milieu du jour ; p. suite :
1 ce qui est au milieu, à la disposition de tous, en public : γυναῖκ' ἐς μέσσον τιθέναι IL placer une femme comme prix de la lutte (pour le vaincu) au milieu de l'assemblée ; γνώμην ἐς τὸ μέσον φέρειν ou τιθέναι, apporter son avis, produire son opinion en public ; εἰς μέσον παριέναι, paraître en public ; ἐν μέσῳ, au milieu, càd à portée, promptement, aussitôt;
2 en mauv. part obstacle, empêchement (propr. ce qui est au milieu de la route) : ἡ γὰρ θάλαττα ἐν τῷ μέσῳ XÉN car la mer fait obstacle ; τί δ' ἐν μέσῳ ἐστὶ τοῦ συμμίξαι ; XÉN quel obstacle empêche d'en venir aux mains ?;
II. le milieu (entre deux ou plusieurs objets) : κατὰ μέσον IL, κατὰ μέσσον IL au milieu ; κὰδ δὲ μέσον τάφρου καὶ τείχεος IL entre le fossé et le mur ; κατὰ μέσον τῆς στρατιάς XÉN au milieu de l'armée ; ἐς μέσον ἀμφοτέροισι IL au milieu des deux ; τὸ μέσον, l'intervalle, la distance ATT ; fig. διὰ μέσου PLAT dans l'intervalle ; διὰ μέσου τούτων XÉN entre ces (portes) ; fig.
1 l'impartialité, la neutralité : ἐς μέσον ἀμφοτέροισι δικάσασθαι IL juger d'une manière impartiale pour tous deux ; ἐκ τοῦ μέσου κατῆσθαι ou ἕζεσθαι HDT rester impartial ou neutre;
2 terme moyen, moyenne;
3 t. de gramm. le Moyen;
III. la moitié : ἐκ μέσου, à moitié : ἔτη ὀκτὼ καὶ ἔνατον ἐκ μέσου THC huit ans et demi (propr. et le neuvième à moitié);
C. τὰ μέσα :
1 le milieu;
2 (s.e. γράμματα ou στοιχεῖα) les consonnes mediae, càd les occlusives sonores (βδγ);
adv. • μέσον, épq. μέσσον, au milieu;
Cp. μεσαίτερος, Sp. μεσαίτατος, poét. μέσατος, épq. μέσσατος.
Étymologie: p. *μέθjος > μέσσος, μέσος ; cf. lat. medius, skr. madhyas.

Russian (Dvoretsky)

μέσος: эп. μέσσος 3 (compar. μεσαίτερος, superl. μεσαίτατος, μέσατος и μέσσατος)
1 находящийся в середине, средний, срединный, центральный (δάκτυλος Plat.; στῖφος Xen.);
2 (как лат. medius) составляющий середину: μέσον σάκος Hom. середина щита; μέσον λαμβάνειν τινά Arph. схватить кого-л. поперек тела; μέσον ἦμαρ Pind. полдень; περὶ μέσας νύκτας Xen. около полуночи; ζυγὸν θραύειν μέσον Aesch. переломить ярмо пополам; ἐκ μέσης τῆς νήσου Plat. из центра острова; θέρευς ἔτι μέσσου ἐόντος Hes. когда лето еще в разгаре;
3 среднего размера, средней величины, умеренный (ὀφθαλμοί Arst.);
4 средний, промежуточный (ἑνὸς καὶ πλήθους τὸ ὀλίγον μέσον Plat.): μέσοι ἄνθρωποι Plat. и οἱ τοῦ μέσου βίου Luc. люди среднего достатка, средние слои населения;
5 беспристрастный, нейтральный, юр. третейский (δικαστής Thuc.);
6 грам., стих. обоюдный: μέση λέξις (лат. vox media) слово с обоюдным смыслом (положительным и отрицательным); συλλαβὴ μέση (лат. syllaba anceps) обоюдным слог (могущий быть как долгим, так и кратким);
7 грам. немой, смычной: μέσα στοιχεῖα смычные согласные (β, γ, δ);
8 грам. медиальный, средний: μέσον ῥῆμα глагол среднего залога; μέσοι χρόνοι времена средних глаголов - см. тж. μέση и μέσον.

Greek (Liddell-Scott)

μέσος: Ἐπικ. μέσσος, -η, -ον, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ., ὁσάκις ἀπαιτεῖ αὐτὸ τὸ μέτρον, οὕτως ἐνίοτε καὶ παρ’ Ἀττ. ἔτι καὶ ἐν ἰάμβοις, Σοφ. Ο. Κ. 1247, Ἀντ. 1223, 1236, Τρ. 635, Ἀποσπάσμ. 239. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης παράγονται τὰ μέσσατος, -ιος, μεσηγύ, μεσσηγύς, κτλ.· - μέσος ἦτο ὁ παλαιότερος τύπος, ὅστις καὶ ἦτο κυρίως μέθιος ἢ μέθ-jος, πρβλ. Σανσκρ. madh-yas· Ζενδ. maid-ya· Λατ. med- ius, di-mid-ius, merī-dies (ἀντὶ medī-dies)· Γοτθ. mid-jis· - φαίνεται ὡσαύτως συγγενεῦον πρὸς τὸ μετά, πρβλ. μέσαυλος = μέταυλος, διὰ μέσου = μεταξύ, ἀλλ’ ἴδε ἐν λέξ. μετά). Μέσος, ὁ ἐν τῷ μέσῳ, Λατ. medius· Ι. κυρίως, 1) ἐπὶ τόπου, Ὅμ., κτ.· μέση ὁδός, ὁ μεσαῖος δρόμος, ὁ ἐν τῷ μέσῳ, Θέογν. 220, 331· ὁ μέσος (δηλ. δάκτυλος) Πλάτ. Πολ. 523C· τὸ μέσον στῖφος, τὸ ἐν τῷ μέσῳ τοῦ στρατεύματος πλῆθος, ἔνθα ἦν ὁ βασιλεύς, Ξεν. Ἀν. 1. 8, 13· - ἀλλὰ μετ’ οὐσιαστ. τὸ ἐπίθ. μέσος συνηθέστερον σημαίνει τὸ μεσαῖον σημεῖον, τὸ κεντρικὸν μέρος πράγματός τινος, μέσον σάκος, τὸ μέσονκέντρον τῆς ἀσπίδος, Ἰλ. Η. 258, κτλ.· μ. ἱστίον Α. 481· μ. οὐρανός, τὸ κατακόρυφον σημεῖον, τὸ μεσουράνημα (ζενίθ)· μέσης ἀπήνης εὐθὺς ἐκκυλίνδεται, εὐθὺς ἐκυλίσθη ἔξω ἐκ τοῦ μέσου τῆς ἁμάξης, Σοφ. Ο. Τ. 812· ἐν αἰθέρι μέσῳ, ἐν τῷ μέσῳ τοῦ αἰθέρος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 416, κτλ.· - ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, ὁσάκις τὸ ἐπίθ. μέσος προηγεῖται τοῦ ἄρθρου ἢ ἕπεται τῷ οὐσιαστικῷ, συνήθως σημαίνει οὐχὶ τὸ μεσαῖον ἐκ τριῶν ἢ πλειόνων πραγμάτων, ἀλλὰ τὸ μεσαῖον ἢ κεντρικὸν μέρος ἑνός τινος πράγματος, οἷον, διὰ μέσης τῆς πόλεως Ξεν. Ἀν. 1. 2, 23, πρβλ. 1. 7, 14· ἐν μ. τῇ χώρᾳ αὐτόθι 2. 1, 11· ἐκ μέσου τῆς νήσου, κατὰ μέσα τὴν νῆσον Πλάτ. Κριτί. 113D. 119C· μέσος σπανίως ἕπεται μετὰ τὸ οὐσιαστ., ἐν τῇ ἀγορᾷ μέσῃ Δημ. 848. 13. β) μετὰ ῥήματος, ἔχεται μέσος, κρατεῖται ἐκ τοῦ μέσου, ἐκ τῆς ὀσφύος «ἀπὸ τὴν μέσην», παροιμ. ἐκ τῆς παλαίστρας, Ἀριστοφ. Ἱππ. 387, πρβλ. Ἀχ. 571, Νεφ. 1047, Βάτρ. 469· ὁ πέπλος ἐρράγη μέσος Φιλιππίδ. ἐν Ἀδήλ. 2. γ) μ. δικαστὴς = μεσίτης, δικαστὴς μεταξὺ δύο, διαιτητής, Θουκ. 4. 83. δ) μετὰ γεν., μέσος μεταξύ, μέσος τις γέγονα χρηματιστὴς τοῦ τε πάππου καὶ τοῦ πατρὸς Πλάτ. Πολ. 330Β· ἑνὸς καὶ πλήθους τὸ ὀλίγον μέσον ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 303Α· - ἀντὶ τούτου ὁ Σοφ. ἔχει: μέσος ἀπὸ τοῦ κρατῆρος καὶ τοῦ πέτρου Ο. Κ. 1595. 2) ἐπὶ χρόνου, ὁ Ὅμ. μόνον ἐν τῇ φράσει: μέσον ἦμαρ, μεσημέριον, Ἰλ. Φ. 111, Ὀδ. Η. 288· παρὰ πεζογράφοις ὡσαύτως μέσαι νύκτες, μεσονύκτιον, Ἡρόδ. 4. 181, κτλ.· θέρευς ἔτι μέσσου ἐόντος Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 500· χειμῶνος μέσου Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 476. 1· - ἀλλ’ ἐνίοτε οὐδετ. ἑπομένης γεν., μέσον τῆς ἡμέρας Ἡρόδ. 8. 15, κτλ.· ἴδε Λοβεκ. Φρύν. 53, 465. ΙΙ. μεσαίου μεγέθους, μέτριος τὸ μέγεθος, μέσοι ὀφθαλμοὶ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 10, 2· μ. μεγέθει αὐτόθι 1. 17, 4. 2) μέσης τάξεως ἢ ποιότητος, μέτριος, παντὶ μέσῳ τὸ κράτος θεὸς ὤπασεν Αἰσχύλ. Εὐμ. 529· μέσος ἀνήρ, μετρίας τάξεως ἢ ἀξιώματος, Ἡρόδ. 1. 137· μ. πολίτης Θουκ. 6. 54· οἱ μ., οἱ μεταξὺ τῶν εὐπόρων καὶ τῶν ἀπόρων, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 3, 1, πρβλ. 4. 11, 4· οἱ μ. πολῖται αὐτόθι 15· τὸ μέσον αὐτόθι 10· - ἀλλ’ ὡσαύτως οἱ διὰ μέσου, ἡ μετριοπαθὴς ἢ οὐδετέρα μερίς, Θουκ. 8. 75, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 25· ὁ μέσος βίος Λουκ. περὶ Πένθους 9· - ἀόριστος, ἀβέβαιος, Λουκ. Παράσ. 28. 3) μέτριος, δηλ. μετρίως καλός, Πλάτ. Πρωτ. 346D·Ϗ - οὕτω παρὰ τοῖς Γραμμ., μ. λέξεις, αἱ ἀδιάφοροι τὴν σημασίαν, αἱ ἀδιαφόρως δηλοῦσαι καλὸν ἢ κακόν, οἷον, τύχη, Ἐτυμολ. Μέγ. 626. 39. 4) μέσον ῥῆμα, τὸ μέσης διαθέσεως, καὶ μ. χρόνοι, οἱ χρόνοι τοῦ μέσου ῥήματος, Εὐστ. 1846. 30. 5) μ. στοιχεῖα, τὰ ἄφωνα β γ δ. 6) κατὰ τὴν προσῳδίαν ἢ ποσότητα, μ. συλλαβή, συλλαβὴ δίχρονος, ἀμφίβολος, πρβλ. μεσήεις. ΙΙΙ. μέσον, τό, ὡς οὐσιαστ., τὸ μέσον, τὸ μεταξὺ διάστημα, τὸ πλεῖστον μετὰ προθέσεων, α) ἐν μέσσῳ ἀντὶ μεταιχμίῳ, Ἰλ. Γ. 69, 90· ἢ ἄνευ τῆς ἐν, ἔμβαλε μέσσῳ Δ. 444· ἔνθορε μέσσῳ Φ. 233· μέσσῳ δ’ ἀμφοτέρων μητίσομαι ἄχθεα λυγρὰ Γ. 416, μέσσῳ δ’ ἀμφοτέρων σκῆπτρα σχέθον Η. 277· τῶνδέ τε ἐν μ. πεσεῖν Εὐρ. ἐν Φοιν. 583· ἐν μ. ἔχειν τι ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 630· τὰ ἐν μ., τὰ μεταξὺ συμβάντα, Σοφ. Ο. Κ. 583· οἱ ἐν μ. λόγοι, οἱ παρεμπίπτοντες, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1364, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 735, Εὐρ. Μήδ. 819· κλίνης ἐν μ. ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 1150· ἐν μ. ἡμῶν καὶ βασιλέως, μεταξὺ ἡμῶν καὶ τοῦ βασιλέως, Ξεν. Ἀν. 2. 2, 3, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 203Ε· ἐν μ. νυκτῶν, κατὰ τὸ μεσονύκτιον, Ξεν. Κύρ. 5. 3, 52· ἆθλα κείμενα ἐν μέσῳ Δημ. 41. 25, πρβλ. Θέογν. 994, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 21· - οὕτως ἐν τῷ πληθ., κεῖτο δ’ ἄρ’ ἐν μέσσοισι Ἰλ. Σ. 507· ἐν μέσοις Ξενοφάν. παρ’ Ἀθην. 462D· - τί δ’ ἐν μέσῳ ἐστί; τί κώλυμα ὑπάρχει; Ξεν. Κύρ. 5. 2, 26, Θεόκρ. 21. 17· οὐδὲν ἦν ἐν μ. πολεμεῖν ἡμᾶς Δημ. 682. 1. β) ἐς μέσον, ἐς μέσον ἀμφοτέρων, συχνότ. παρ’ Ὁμ. ἀντὶ τοῦ ἐς μεταίχμιον· - ἐς μέσον τίθημί τινί τι, θέτω βραβεῖόν τι εἰς τὸ μέσον, διά τινα, ὅπως ἀγωνισθῇ περὶ αὐτοῦ, Λατ. in medio ponere, Ἰλ. Ψ. 704· ἐς μέσον δεικνύναι τι Πινδ. Ἀποσπ. 171, κτλ.· ἐς μέσον ἰέναι, ἐλθεῖν Σοφ. Τρ. 514, Θεόκρ. 22. 183· ἐς μέσον ἀμφοτέροις... δίκασεν (ἴδε ἐν λέξ. ἀρωγὴ) Ἰλ. Ψ. 574· ἐς τὸ μέσον τιθέναι, προτείνειν, παρουσιάζειν εἰς τὸ κοινόν, Ἡρόδ. 3. 142· (πρβλ. κατατίθημι Ι. 2)· ἐς τὸ μέσον φέρειν ὁ αὐτ. 4. 97, Δημ. 274. 14· ἐς τὸ μέσον λέγειν, ὁμιλεῖν ἐνώπιον πάντων, Ἡρόδ. 6. 129· ἐς μέσον Πέρσῃσι καταθεῖναι τὰ πρήγματα, καταθεῖναι τὴν ἐξουσίαν ἐν κοινῷ εἰς ἅπαντας τοὺς Πέρσας, ὁ αὐτ. 3. 80. γ) ἐκ τοῦ μέσου κατῆστο, ἀπεμακρύνθη, δὲν ἔλαβε μέρος εἰς τὸν περὶ βασιλείας ἀγῶνα, Ἡρόδ. 3. 83, πρβλ. 8. 22· ἐκ τοῦ μ. καθαιρεῖν Δημ. 323. 27. δ) διὰ μέσου = μεταξύ, τὸ διὰ μέσου ἔθνος Ἡρόδ. 1. 104· διὰ μέσου ποιεῖσθαι ἢ γίγνεσθαι Ξεν. Κύρ. 6. 3, 3, Θουκ. 4. 20· μετὰ γεν., Ξεν. Ἀν. 1. 4, 4, κτλ.· καὶ ἐπὶ χρόνου, ἐν τῷ μεταξύ, Ἡρόδ. 9. 112· ἡ διὰ μέσου ξύμβασις, ἡ ἐν τῷ μεταξὺ συμφωνία (πρόσκαιρος), Θουκ. 5. 26· τὰ διὰ μέσου ὁ αὐτ. 8. 75· ὡσαύτως, τὰ διὰ μέσου ἐν παρενθέσει, Γραμμ. ε) ἀνὰ μέσον, ἐν μέσῳ, μεταξύ, ἀνάμεσα, Ἀντιφάν. ἐν «Ἀδώνιδι» 2, Θεόκρ. 22, 21, Ἀριστ., κτλ.· θρὶξ ἀνὰ μέσσον Θεόκρ. 14. 9· ἀνὰ μέσσα Νικ. Θηρ. 167. ζ) κατὰ μέσσον, = ἐν μέσῳ Ἰλ. Ε. 8., Π. 285, κτλ.· μετὰ γεν., κὰδ δὲ μ. τάφρου καὶ τείχεος ἷζον, μεταξύ..., Ι. 87· κατὰ μέσα, παρὰ τοῖς Γραμμ., ἐν παρενθέσει. 2) τὸ μέσον, ὡσαύτως, ἡ διαφορά, ὁ μέσος ὅρος, τὸ μέσον πρὸς τὰς μεγίστας καὶ ἐλαχίστας, ὁ μέσος ὅρος μεταξύ..., Θουκ. 1. 10· πολλὸν τὸ μέσον, πολὺ τὸ μέσον, ἡ διαφορὰ εἶναι μεγάλη, Ἡρόδ. 1. 126, πρβλ. 9. 82, Εὐρ. Ἄλκ. 913· τὸ μέσον οὐδὲν τῆς ἔχθρης ἐστί, δὲν ὑπάρχει μέση ὁδὸς διὰ τὴν ἔχθραν ἡμῶν, Ἡρόδοτ. 7. 11. 3) ἡ μέση κατάστασις, μετριότης, τὸ μέτριον, Λατ. mediocritas, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 6, 5, κ. ἀλλ.· παρὰ ποιηταῖς ἄνευ τοῦ ἄρθρου, παντὶ μέσῳ τὸ κράτος θεὸς ὤπασεν Αἰσχύλ. Εὐμ. 527, πρβλ. Εὐρ. Ἱκέτ. 244, Πινδ. Π. 11. 79· ― παρὰ τοῖς Στωϊκοῖς, τὰ μέσα ἦσαν τὰ ἀδιάφορα, Γέλλ. 2. 7. 4) ἐν τῇ Λογικῇ τὸ μέσον, ἢ ὁ μέσος ὅρος, ὁ μέσος ἐν συλλογισμῷ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ἄκρα, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 4, 2 κἑξ., 2. 19, 1, κ. ἀλ. 5) ἐν τῇ Γεωμετρίᾳ, τὰ μέσα, οἱ μέσοι ὅροι ἀναλογίας, Εὐκλ.· ὡσαύτωςμέση, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 2, 1, Μεταφ. 2. 2, 9· μ. ὀρθογώνιον, τοῦ ὁποίου τὸ ἐμβαδὸν εἶναι μέσον ἀνάλογον. 6) παρὰ τοῖς Γεωγράφοις, ὁ διὰ μέσων (ἐξυπ. κύκλος), ἄλλοτε ἡ ἐκλειπτικὴ καὶ ἄλλοτεἰσημερινός, Διογ. Λ. 7. 146, Πτολ. 7) μέσα, τά, = μέζεα, Ἐτυμολ. Μέγ. 8) Μέσον, τό, ἓν τῶν Ἀθήνησι δικαστηρίων, Φώτ. IV. περὶ τοῦ μέση, ἡ, ὡς οὐσιαστ. ἴδε ἐν λέξ. μέση. V. Ἐπίρρ. μέσον, Ἐπικ. μέσσον, ἐν τῷ μέσῳ, Ἰλ. Μ. 167, Ὀδ. Ξ. 300· αὐτὸ μέσον, ἀκριβῶς ἐν τῷ μέσῳ, Ξενοφάν. παρ’ Ἀθην. 462Ε· ― μεταξύ, οὐρανοῦ μ. χθονός τε Εὐρ. Ὀρ. 983· οὕτω μέσα, ὁ αὐτὸς ἐν Ρήσ. 531, Νικ. Ἀποσπ. 2. 26. 2) παρ’ Ἀττ. μέσως, πόλεώς τ’ οὐ μέσως εὐδαίμονος, οὐ μετρίως εὐδαίμονος, Εὐρ. Ἀνδρ. 873, πρβλ. Ἑκ. 1113, Ἰσοκρ. 193C· καὶ μέσως, καὶ μετρίως, καὶ ὀλίγον, Θουκ. 2. 60· ἐπὶ παθῶν, μέσως ἔχειν πρὸς ἢ περί τι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ σφοδρῶς ἢ ἀνειμένως ἔχειν..., Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 5, 2., 3. 11, 8· μέσως βεβιωκέναι, ἐν μέσῃ καταστάσει, δηλ. οὔτε καλῶς οὔτε κακῶς, Πλάτ. Φαῖδρ. 113D· μέσως μεθύων, οὔτε πολὺ οὔτε ὀλίγον, Μένανδρ. ἐν «Θεοφορουμένῃ» 4. VI. ἀνώμαλ. συγκριτ. μεσαίτερος (πρβλ. μεσαῖος), Πλάτ. Παρμ. 165B· ὑπερθετ. μεσαίτατος, Ἡρόδ. 4. 17, Ἀριστ., κτλ.· παρὰ μεταγενεστέρ. καὶ μεσσότατος, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 649, Μανέθων 4. 373· πρβλ. μέσσατος.

English (Autenrieth)

in the middle of; μέσσῃ ἁλί, in mid-sea, Od. 4.844 ; ἥμενοι ἐν μέσσοισι, ‘in the midst of them,’ Od. 4.281; of time, μέσον ἦμαρ; as subst., μέσον, the middle; ἐς μέσον τιθέναι, ‘offer for competition,’ as prize, Il. 23.794 ; ἐς μέσον ἀμφοτέροις δικάζειν, ‘impartially,’ Il. 23.574; as adv., μέσον, in the middle, Il. 12.167, Od. 14.300.

English (Slater)

μέσος, μέσσος (-ῳ, -ον, -οισι; -αις; -ον acc., -α acc.).
   1 adj.
   a the centre, middle of, mid- Ἀλφεῷ μέσσῳ καταβαὶς ἐκάλεσσε (O. 6.58) πὰρ μέσον ὀμφαλὸν εὐδένδροιο ματέρος i. e. the central navel of the earth (P. 4.74) εὗρεν παρθένοισι πρὶν μέσον ἆμαρ, ἑλεῖν ὠκύτατον γάμον (sc. γενέσθαι: v. Fränkel, D & P, 506̆{8}) (P. 9.113)
   b by the middle of the body. ἔμπα καἴπερ ἔχει βαθεῖα ποντιὰς ἅλμα μέσσον, ἀντίτειν' ἐπιβουλίᾳ (sc. σε. πρὸς ἑαυτὸν τοῦτο λέγει ὁ Πίνδαρος. Σ.) (N. 4.37)
   2 subs.
   a n. s. pro subs. καλῶν μὲν ὦν μοῖράν τε τερπνῶν ἐς μέσον χρὴ παντὶ λαῷ δεικνύναι i. e. publicly fr. 42. 4.
   b pl. pro subs., midst of a group. ἀλλ' ὅτ Αἰήτας ἀδαμάντινον ἐν μέσσοις ἄροτρον σκίμψατο (P. 4.224) εἶπε δ' ἐν μέσσοις (P. 9.119) ἐν δὲ μέσαις (sc. Μοίσαις) φόρμιγγ' Ἀπόλλων ἑπτάγλωσσον χρυσέῳ πλάκτρῳ διώκων ἁγεῖτο παντοίων νόμων (N. 5.23) εἶπε δ' εὔβουλος ἐν μέσοισι Θέμις (I. 8.31)
   c n. pl. pro subs. τῶν γὰρ ἀνὰ πόλιν εὑρίσκων τὰ μέσα μακροτέρῳ ὄλβῳ τεθαλότα, μέμφομ' αἶσαν τυραννίδων i. e. the middle classes (P. 11.52)

English (Strong)

from μετά; middle (as an adjective or (neuter) noun): among, X before them, between, + forth, mid(-day, -night), midst, way.

Greek Monolingual

-η, -ο(ν) (ΑM μέσος, -η, -ον, Α επικ. τ. μέσσος, βοιωτ. και κρητ. τ. μέττος)
1. (τοπ. και χρον.) αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ακραίων ορίων ή μεταξύ αρχής και τέλους, μεσαίος, κεντρικός, μεσιανός
2. το κεντρικό σημείο πράγματος, το μεσαίο σημείοΠριαμίδης μὲν ἔπειτα μέσον σάκος οὔτασε δουρί», Ομ. Ιλ.)
3. αυτός ο οποίος παρεμβάλλεται, ο ενδιάμεσοςμέσος τις γέγονα χρηματιστὴς τοῦ τε πάππου καὶ τοῦ πατρός», Πλάτ.)
4. αυτός που δεν είναι ούτε περισσότερος ούτε λιγότερος από όσο πρέπει, ο μέτριος, ο κανονικός, ο συνήθης (α. «τῶν δ' ὀφθαλμῶν oἱ μὲν μεγάλοι, οἱ δὲ μικροί, οἱ δὲ μέσοι βέλτιστοι», Αριστοτ.
β. «είναι μέσου αναστήματος»)
5. αυτός ο οποίος ανήκει στη μεσαία τάξη ή κατάσταση («ἀνὴρ τῶν ἀστῶν, μέσος πολίτης», Θουκ.)
6. φρ. γραμμ. α) «μέσο ρήμα» — το ρήμα το οποίο δηλώνει ότι η ενέργεια του υποκειμένου επιστρέφει σε αυτό ή γίνεται χάριν αυτού
β) «μέση διάθεση» — η διάθεση που δηλώνει ότι το υποκείμενο ενεργεί και συνάμα δέχεται την ενέργεια αυτή
γ) «μέση φωνή» — η τάξη τών ρημάτων τα οποία λήγουν σε -(ο)μαι
δ) «μέσοι χρόνοι» — οι χρόνοι του μέσου ρήματος
ε) «μέσα σύμφωνα» — τα σύμφωνα που βρίσκονται μεταξύ τών δασέων και τών ψιλών, δηλαδή τα β, γ, δ
στ) «μέση λέξη» — λέξη που έχει και καλή και κακή σημασία, όπως, λ.χ., η τύχη, η δίαιτα
ζ) «μέση συλλαβή» — δίχρονη συλλαβή
7. το θηλ. ως ουσ. η μέση
βλ. μέση
8. το αρσ. ως ουσ. ο μέσος
το μεσαίο δάχτυλο του χεριού ή του ποδιού
9. φρ. α) «ἐν μέση ἀγορᾷ» ή «ἐν μέσαις Ἀθήναις» — ενώπιον όλων, σε μέρος πολυσύχναστο
β) «ἐν μέσῃ ἡμέρᾳ» — φανερά, αναφανδόν, μέρα μεσημέρι
10. (το ουδ. ως ουσ. και ως επίρρ.) το μέσο(ν)
βλ. μέσο
νεοελλ.
1. (για ανθρώπους) απλός, κοινός
2. φρ. α) (λογ.) «μέσος όρος συλλογισμού» — έννοια κοινή και στις δύο προκείμενες προτάσεις του συλλογισμού
β) μαθημ. i) «μέσος όρος αριθμών» — το πηλίκο της διαίρεσης του αθροίσματος αυτών τών αριθμών με τον αριθμό που αντιπροσωπεύει το πλήθος τους
ii) «αρμονικός μέσος όρος» — ο αντίστροφος του αριθμητικού μέσου όρου τών αντίστροφων τιμών της μεταβλητής
iii) «γεωμετρικός μέσος όρος» — ο όρος που προκύπτει ως η νιοστή ρίζα του γινομένου τών δυνατών τιμών της μεταβλητής
iv) «κατά μέσον όρο» — κατά αμοιβαίο συμψηφισμό τών διαφόρων αντίθετων σημείων
γ) (στατ.) i) «μέση απόκλιση» — το μέτρο της διασποράς σε κάθε μέτρηση από μια κεντρική τιμή, όταν οι διαφορές λαμβάνονται σε απόλυτη τιμή χωρίς να υπολογίζεται το αλγεβρικό τους σημείο
ii) «μέση τιμή» — η τιμή του αριθμητικού, του γεωμετρικού και του αρμονικού μέσου όρου η οποία προσδιορίζεται αντικειμενικά
iii) «μέσος σταθμικός» — ο αριθμητικός μέσος όρος που υπολογίζεται με συντελεστές στάθμισης
δ) (οικον.) «μέση λήξη γραμματίου» — η λήξη γραμματίου που έχει ονομαστική αξία ίση με το άθροισμα τών ονομαστικών αξιών γραμματίων τα οποία μπορεί να αντικαταστήσει ως ισοδύναμο με αυτά
ε) (εκπ.) «μέση εκπαίδευση» — η βαθμίδα της εκπαίδευσης που βρίσκεται μεταξύ της στοιχειώδους και της ανώτατης
στ) (ιστ.) «μέσοι χρόνοι» — ο μεσαίωνας, η περίοδος της ιστορίας ανάμεσα στους αρχαίους και τους νεώτερους χρόνους, από την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού Κράτους ώς την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους
ζ) (μετεωρ.) «μέση θερμοκρασία» — ο μέσος όρος τών θερμοκρασιών που έχουν παρατηρηθεί κατά τη διάρκεια ενός χρονικού διαστήματος («μέση θερμοκρασία τών δύο τελευταίων μηνών»)
η) αστρον. i) «μέση αστρονομική διάθλαση» — η τιμή της ατμοσφαιρικής διάθλασης η οποία υπολογίζεται και παρέχεται στους ναυτικούς και αστρονομικούς πίνακες
ii) «μέσος Ήλιος» — υποθετικό σημείο το οποίο κινείται φαινομενικά ομαλά κατά μήκος του ισημερινού και το οποίο διέρχεται διά μέσου του εαρινού ισημερινού σημείου ταυτόχρονα μαζί με ένα δεύτερο υποθετικό σημείο
iii) «μέσος χρόνος» — η ωριαία γωνία του μέσου Ηλίου
θ) ανατ. i) «μέση φλέβα» — υποδόρια φλέβα που αρχίζει από το ραχιαίο φλεβικό δίκτυο του χεριού
ii) «μέσο νεύρο» — νευρικό στέλεχος το οποίο εκτείνεται από το βραχιόνιο πλέγμα ώς την παλάμη
iii) «μέσο καρδιακό νεύρο» — το πιο παχύ από τα τρία καρδιακά νεύρα
μσν.
1. (για ηλικία) ώριμος
2. (για κλίμα) ήπιος
3. φρ. «γίνομαι μέσος» — μεσολαβώ
μσν.-αρχ.
φρ. «μέσος δικαστής» — μεσολαβητής ή ειρηνοποιός, διαιτητής, δικαστής μεταξύ δύο
αρχ.
1. αμερόληπτος
2. αβέβαιος, αόριστος
3. αυτός που δεν είναι ούτε αγαθός ούτε καλός, ο μετρίως καλός
4. (για τόνο) η περισπωμένη
5. (στον Πλάτ.) τα ημίφωνα («καὶ τὰ φωνήεντα καὶ τὰ μέσα κατὰ τὸν αύτὸν τρόπον», Πλάτ.)
6. αυτός που δεν κλίνει προς καμιά μερίδα, αδιάφορος, ουδέτερος
7. φρ. α) (στον Όμ.) «μέσον ἦμαρ» — η μεσημβρία, το μεσημέρι («ἔσσεται ἢ ἠὼς ἢ δείλημέσον ἦμαρ», Ομ. Ιλ.)
β) («μέσαι νύκτες» — το μεσονύκτιο, η δωδέκατη νυχτερινή ώρα, τα μεσάνυχτα («ἐπὶ δὲ μᾶλλον ἰὸν ἐς τὸ θερμὸν ἐς μέσας νύκτας πελάζει», Ηροδ.)
γ) (για τους παλαιστές) «ἔχεται (ή ἁρπάζεται) μέσος» — κρατιέται από τη μέση
δ) (για το ύφος) «μέσος χαρακτήρ» — ένας από τους τρεις χαρακτήρες στους οποίους διαιρούν το ύφος ο Κικέρων και ο Κοϊντιλιανός, ο απλός χαρακτήρας, ο σεμνός.
επίρρ...
μέσως (ΑM)
μέτρια, κανονικά, εξίσου
μσν.
φρ. «μέσως ἔχω» — βρίσκομαι σε κανονικές συνθήκες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μέσος ανάγεται σε επίθ. της IE medhyo- «μεσαίος» και αντιστοιχεί ακριβώς με αρχ. ινδ. madya-, γοτθ. midjis, αρμ. mēj-, λατ. medius κ.ά. Είναι χαρακτηριστικό ότι η φωνητική εξέλιξη του συμπλέγματος -ty- και -θy- έδωσε ένα -σή δύο -σσ- σε διαφορετικές εποχές και διαλέκτους. Στον 'Ομηρο, συγκεκριμένα, εμφανίζονται εναλλακτικά ένα -σ- ή δύο -σσ- μετά από βραχύ φωνήεν (πρβλ. μεσσοπόρος, μεσσοπύλη, μέσσορος) και ένα -σ- μετά από μακρό, για να εξυπηρετηθούν οι μετρικές ανάγκες του έπους. Στην ιων.-αττ., εξάλλου, και αρκαδική διάλεκτο (πρβλ. επίρρ. μεσακόθεν) ο τ. εμφανίζεται απλοποιημένος με ένα -σ-, στη λεσβιακή και θεσσαλική με δύο -σσ-, ενώ στη βοιωτική και κρητική διάλεκτο το σύμπλεγμα -ty- και -θy- εξελίχθηκε σε δύο -ττ-.
ΠΑΡ. μεσάζω, μεσαίος, μέση, μέσης, μεσίτης, μεσότης(-ητα), μεσώ
αρχ.
μεσάδιος, μεσαίτερος, μεσακόθεν, μεσεύω, μεσήεις, μεσήρης, μεσίδιος, μεσόεις, μέσοι, μεσσόθεν, μεσσόθι
μσν.
μεσεύς, μέσιος
μσν.- νεοελλ.
μέσα, μεσιανός, μεσινός
νεοελλ.
μεσάρης.
ΣΥΝΘ. Για σύνθ. με Α' συνθετικό μέσος βλ. μεσ(ο)-. (Β' συνθετικό) άμεσος, ανάμεσος, διάμεσος, έμμεσος, παράμεσος
αρχ.
επίμεσος, περίμεσος, πολύμεσος
νεοελλ.
ενδιάμεσος.

Greek Monotonic

μέσος: Επικ. στους ποιητ. επίσης μέσσος, -η, -ον,
I. 1. μέσος, αυτός που βρίσκεται στη μέση, Λατ. medius, σε Όμηρ. κ.λπ.· μέσον σάκος, το μέσον ή το κέντρο της ασπίδας, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐναἰθέρι μέσῳ, στο μέσο του ουρανού (της ατμόσφαιρας), σε Σοφ.· ακολουθ. από άρθρο, διὰ μέσης τῆς πόλεως, ἐν μέσῃ τῇ χώρᾳ, σε Ξεν.
2. με ρήμα, ἔχεται μέσος, τον κρατάνε από τη μέση, από τη ζώνη, παροιμ. από το γήπεδο (συνεκδ. το αγώνισμα) της πάλης, σε Αριστοφ.
3. μέσος δικαστής = μεσίτης, δικαστής μεταξύ δύο αντιδίκων, επιδιαιτητής, σε Θουκ.
4.μέσος (ενν. δάκτυλος), σε Πλάτ.
5. λέγεται για χρόνο, μέσον ἦμαρ, το μεσημέρι, σε Όμηρ.· μέσαι νύκτες, σε Ηρόδ.· επίσης, μέσον τῆς ἡμέρας, στον ίδ.
II. 1. μέτριος, μετριοπαθής, μέσος ἀνήρ, άντρας μεσαίας τάξης, στον ίδ.· μέσος πολίτης, σε Θουκ.· επίσης, οἱ διὰ μέσου, οι μετριοπαθείς ή η ουδέτερη παράταξη, στον ίδ.
2. μέτριος, δηλ. μετρίως καλός, σε Πλάτ. III. 1. α) μέσον, Επικ. μέσσον, τό, ως ουσ., το μέσον, το διάστημα (τοπικό ή χρονικό) μεταξύ, στο μέσον, ἐν μέσσῳ αντί ἐν μεταιχμίῳ, σε Ομήρ. Ιλ.· ή, χωρίς το ἐν, ἔνθορε μέσσῳ, πήδηξε προς το μέσον, στο ίδ.· οἱ ἐν μέσῳ λόγοι, οι φράσεις που παρεμβάλλονται, σε Σοφ.· τὰἐν μέσῳ, ό,τι συνέβη στο μεταξύ, στον ίδ.· ἐν μέσῳ ἡμῶν καὶ βασιλέως, ανάμεσα σε μας και σ' αυτόν, σε Ξεν.· ἐνμέσῳ νυκτῶν, τα μεσάνυχτα, στον ίδ.· ἆθλα κείμενα ἐν μέσῳ, έπαθλα προορισμένα για όλους, να συναγωνιστούν γι' αυτά, σε Δημ.· ομοίως, στον πληθ., κεῖτο δ' ἄρ' ἐν μέσσοισι, σε Ομήρ. Ιλ. β) ἐς μέσον, ἐς μέσον ἀμφοτέρων, σε Όμηρ.· ἐς μέσον τιθέναι τισί τι, θέτω ένα έπαθλο ενώπιον όλων, να αγωνιστούν όλοι γι' αυτό, Λατ. in medio ponere, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐς τὸ μέσον τιθέναι, προτείνω, φέρνω κάτι στο φως δημοσίως, σε Ηρόδ.· ἐς τὸ μέσον λέγειν, μιλώ ενώπιον όλων, στον ίδ.· ἐς μέσον Πέρσῃσι καταθεῖναι τὰ πράγματα, αφήνω την εξουσία σε όλους από κοινού, στον ίδ. γ) ἐκ τοῦ μέσου καθέζεσθαι, μένω απρόσβλητος από μία διαμάχη, δηλ. παραμένω ουδέτερος, σε Ηρόδ. δ) διὰ μέσου = μεταξύ, ανάμεσα, στον ίδ., σε Θουκ.· λέγεται για χρόνο, εν τω μεταξύ, στο μεταξύ, σε Ηρόδ., Θουκ. ε) ἀνὰ μέσον, στο μέσον, μεταξύ, σε Θεόκρ. στ) κατὰ μέσσον = ἐν μέσῳ, σε Ομήρ. Ιλ.
2. τὸ μέσον, επίσης, διαφορά, μέσος όρος, σε Ηρόδ., Θουκ.
3. μέση τοποθέτηση ή μετριότητα, μέσον, Λατ. mediocritas, σε Αριστ.· παντὶ μέσῳ τὸ κράτος θεὸς ὤπασεν, σε Αισχύλ.
IV. 1. επίρρ. μέσον, Επικ. μέσσον, στο μέσο, σε Όμηρ.· με γεν., μεταξύ δύο, οὐρανοῦ μέσου χθονός τε, σε Ευρ.
2. στην Αττ. μέσως, μετριοπαθώς, στον ίδ.· καὶ μέσως, ακόμη λίγο, σε Θουκ.· μέσως βεβιωκέναι, (βρίσκεται) σε μέτρια κατάσταση, δηλ. δεν είναι ούτε καλά, ούτε άρρωστος, σε Πλάτ.
V. ανώμ. συγκρ. μεσαίτερος (πρβλ. μεσαῖος), στον ίδ.· υπερθ. μεσαίτατος, σε Ηρόδ. κ.λπ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: (being) in the middle, middle, of space, sime etc., τὸ μέσον the middle (Il.). Forms of somp.: μεσαί-τερος, -τατος (IA.; after παλαίτερος a.o.; Schwyzer 632), μέσ(σ)ατος (Il., Ar.; after ἔσχατος etc.), μεσσάτιος (Call.; like ἐσχάτιος), μεσάτιον name of a strap (Poll.; vgl. μέσαβον); μεσσότατος (A. R., Man.).
Other forms: Aeol. μέσσος, Cret. Boeot. μέττος.
Compounds: Very often as 1. member, e.g. μεσό-δμη, μεσ-ημβρία (s. vv.); also μεσαι-πόλιος halfgrey, growing grey (Ν 361; cf. e.g. μεσό-λευκος) like μεσαί-τερος not locatival, but metr. conditioned (Schwyzer 448).
Derivatives: Also adjectives, partly stilistically formally enlarged, partly from (τὸ) μέσον: 1. μεσήεις = μέσος (M269; metr. enlargement at verse-end (after τιμήεις, τελήεις?), Risch $56e; see Debrunner Ἀντίδωρον 28 f. 2. μεσ(σ)ήρης = μέσος (E., Eratosth.; after ποδήρης a. o.). 3. μεσαῖος = μέσος (Antiph.; as τελευταῖος). 4. μεσάδιος central (Aeol. acc. to sch. D.T.; after διχθάδιος a. o., cf. also μεσάζω). 5. μεσίδιος in the middle, equal (Arist.); μεσίδιον n. at a mediator deposed property with -ιόω make a deposite (pap., inscr.). -- 6. μεσίτης m. mediator, arbiter (Redard 25 f., 260 n. 1) with -ιτεύω 'be a μ., balance', also pawn (Plb., pap., NT), -ιτεία mediation, settlement, pawning (J., pap.). 7. μέσης m. wind between ἀπαρκτίας and καικίας (Arist.; Schwyzer 461, Chantraine Form. 31), also μεσεύς = καικίας (Steph. in Hp.). -- 8. μεσότης, -ητος f. middle, mediocre, moderation (Pl., Arist.). -- 9. μεσακόθεν adv. among, between (Arcad. IVa), < -αχόθεν after πανταχόθεν (Thurneysen Glotta 12, 146, Schwyzer 630); not with Bechtel Gött. Nachr. 1920, 244 to Goth. *midjunga in midjun(ga)gards. -- Denomin. verbs: 1. μεσόω form the middle, be in ... (IA.); 2. μεσεύω keep the mean, be neutral (Pl. Lg., X., Arist.); 3. μεσάζω = μεσόω (LXX, D.S.). -- On μεσ(σ)ηγύς s. v.
Origin: IE [Indo-European] [706] *medʰi̯o- middle
Etymology: Old local adj., identical with Skt. mádhya-, Lat. medius, Germ., e.g. Goth. midjis, OHG mitti, IE *médhi̯os in the middle. More forms from several other languages in WP. 2, 261, Pok. 706f., W.-Hofmann s. medius, Mayrhofer s. mádhyaḥ, Feist Vgl. Wb. s. midjis, Fraenkel Lit. et. Wb. s. mẽdis, Vasmer Russ. et. Wb. s. mežá. Supposition on the prehistory (adjectiv. of an adverb *médhi?; cf. μετά) also in Schwyzer 461 a. 627.

Middle Liddell


I. middle, in the middle, Lat. medius, Hom., etc.; μέσον σάκος the middle or centre of the shield, Il.; ἐν αἰθέρι μέσῳ in mid air, Soph.; with the Art. following, διὰ μέσης τῆς πόλεως, ἐν μ. τῇ χώρᾳ Xen.
2. with a Verb, ἔχεται μέσος by the middle, by the waist, proverb. from the wrestling-ring, Ar.
3. μ. δικαστής = μεσίτης, a judge between two, an umpire, Thuc.
4.μέσος (sc. δάκτυλοσ) Plat.
5. of time, μέσον ἦμαρ mid- day, Hom.; μέσαι νύκτες Hdt.; also, μέσον τῆς ἡμέρας Hdt.
II. middling, moderate, μέσος ἀνήρ a man of middle rank, Hdt.; μ. πολίτης Thuc.; also οἱ διὰ μέσου the moderate or neutral party, Thuc.
2. middling, i. e. middling good, Plat.
III. μέσον epic μέσσον, ου, as substantive the middle, the space between, ἐν μέσσῳ, for ἐν μεταιχμίῳ, Il.; or without ἐν, ἔνθορε μέσσῳ he leaped into the middle, Il.; οἱ ἐν μ. λόγοι the intervening words, Soph.; τὰ ἐν μ. what went between, Soph.; ἐν μ. ἡμῶν καὶ βασιλέως between us and him, Xen.; ἐν μ. νυκτῶν at mid night, Xen.; ἆθλα κείμενα ἐν μέσῳ prizes set up for all to contend for, Dem.;—so in plural, κεῖτο δ' ἄρ' ἐν μέσσοισι Il.
b. ἐς μέσον, ἐς μέσον ἀμφοτέρων Hom.; ἐς μέσον τιθέναι τισί τι to set a prize before all, for all to contest, Lat. in medio ponere, Il.; ἐς τὸ μέσον τιθέναι to propose, bring forward in public, Hdt.; ἐς τὸ μέσον λέγειν to speak before all, Hdt.; ἐς μέσον Πέρσῃσι καταθεῖναι τὰ πρήγματα to give up the power in common to all, Hdt.
c. ἐκ τοῦ μέσου καθέζεσθαι to keep clear of a contest, i. e. remain neutral, Hdt.
d. διὰ μέσου = μεταξύ, between, Hdt., Thuc.; and of time, meanwhile,Hdt., Thuc.
e. ἀνὰ μέσον midway between, Theocr.
f. κατὰ μέσσον, = ἐν μέσῳ, Il.
2. τὸ μέσον, also, the difference, average, Hdt., Thuc.
3. the middle state or mean, Lat. mediocritas, Arist.; παντὶ μέσῳ τὸ κράτος θεὸς ὤπασεν Aesch.
IV. adv. μέσον, epic μέσσον, in the middle, Hom.: c. gen. between, οὐρανοῦ μ. χθονός τε Eur.
2. in Attic μέσως, moderately, Eur.; καὶ μέσως even a little, Thuc.; μέσως βεβιωκέναι in a middle way, i. e. neither well nor ill, Plat.
V. irreg. comp. μεσαίτερος (cf. μεσαῖοσ) Plat.; Sup. μεσαίτατος Hdt., etc. {{FriskDe |ftr=μέσος: {mésos}
Forms: ep. lyr. äol. μέσσος, kret. böot. μέττος. Steigerungsformen: μεσαίτερος, -τατος (ion. att.; nach παλαίτερος u.a.; Schwyzer 632), μέσ(σ)ατος (Il., Ar. u.a.; nach ἔσχατος usw.), μεσσάτιος (Kall. u. a.; wie ἐσχάτιος), μεσάτιον N. eines Riemens (Poll.; vgl. μέσαβον); μεσσότατος (A. R., Man.).
Meaning: ‘in der Mitte befindlich. mittlerer’, von Raum, Zeit, Größe usw., τὸ μέσον die Mitte (seit Il.).
Composita: Sehr oft als Vorderglied, z.B. μεσόδμη, μεσημβρία, μέσαβον (s. bes.); auch μεσαιπόλιος halbgrau, ergrauend (Ν 361 u. a.; vgl. z.B. μεσόλευκος) wie μεσαίτερος, nicht lokativisch, sondern metrisch bedingt (Schwyzer 448 m. Lit.).
Derivative: Ableitungen, auch Adjektiva, teils stilistischformal erweitert, teils von (τὸ) μέσον ausgehend: 1. μεσήεις = μέσος (Μ 269; metrische Erweiterung am Versende (nach τιμήεις, τελήεις?), Risch par. 56e; s. noch Debrunner Ἀντίδωρον 28 f. 2. μεσ(σ)ήρης = μέσος (E. in lyr. u. anap., Eratosth.; nach ποδήρης u. a.). 3. μεσαῖος = μέσος (Antiph.; wie τελευταῖος). 4. μεσάδιος zentral (äol. nach Sch. D.T.; nach διχθάδιος u. a., vgl. auch μεσάζω). 5. μεσίδιος in der Mitte befindlich, vermittelnd (Arist.); μεσίδιον n. bei einem Mittler hinterlegtes Gut mit -ιόω eine Hinterlegung machen (Pap. u. Inschr.). — 6. μεσίτης m. ‘Vermittler, Mittler. Schiedsrichter’ (Redard 25 f., 260 A. 1) mit -ιτεύω ’μ. sein, ausgleichen’, auch verpfänden (Plb., Pap., NT usw.), -ιτεία Vermittlung, Ausgleichung, Verpfändung (J., Pap. u. a.). 7. μέσης m. [[Wind zwischen ἀπαρκτίας und καικίας (Arist.; Schwyzer 461, Chantraine Form. 31), auch μεσεύς = καικίας (Steph. in Hp.). — 8. μεσότης, -ητος f. Mitte, Mittelmaß, Mäßigung (Pl., Arist. u. a.). — 9. μεσακόθεν Adv. inmitten, zwischen (Arkad. IVa), < -αχόθεν nach πανταχόθεν u. a. (Thurneysen Glotta 12, 146, Schwyzer 630); nicht mit Bechtel Gött. Nachr. 1920, 244 (zögernd) zu got. *midjungain midjun[ga]gards. — Denominative Verba: 1. μεσόω die Mitte bilden, in der Mitte sein (ion. att.); 2. μεσεύω die Mitte halten, sich neutral verhalten (Pl. Lg., X., Arist.); 3. μεσάζω = μεσόω (LXX, D.S. u. a.). — Zu μεσσηγύς s. bes.
Etymology: Altes lokales Adj., mit aind. mádhya-, lat. medius, germ., z.B. got. midjis, ahd. mitti u. a. m. formal und begrifflich identisch, idg. *médhi̯os in der Mitte befindlich. Weitere Formen aus verschiedenen anderen Sprachen mit reicher Lit. bei WP. 2, 261, Pok. 706f., W.-Hofmann s. medius, Mayrhofer s. mádhyaḥ, Feist Vgl. Wb. s. midjis, Fraenkel Lit. et. Wb. s. mẽdis, Vasmer Russ. et. Wb. s. mežá. Vermutung über die Vorgeschichte (Adjektivierung eines Adverbs *médhi?; vgl. μετά) auch bei Schwyzer 461 u. 627.
Page 2,214-215 }}

Chinese

原文音譯:mšsoj 姆所士
詞類次數:形容詞(61)
原文字根:中間的
字義溯源:中間,當中,在其中,其中,其間,中午,中,半,內,面前,肚腹;源自(μετά)*=同,在其中)
同源字:1) (μεσημβρία)中午 2) (μεσονύκτιον)半夜 3) (μέσος)中間 4) (μεσότοιχον)隔牆 5) (μεσουράνημα)天空中 6) (μεσάζω / μεσόω)居中
出現次數:總共(58);太(7);可(5);路(14);約(6);徒(10);林前(2);林後(1);腓(1);西(1);帖前(1);帖後(1);來(1);啓(8)
譯字彙編
1) 中間(22) 太10:16; 太13:25; 太18:20; 可9:36; 可14:60; 路2:46; 路4:35; 路8:7; 路10:3; 路17:11; 路22:27; 路22:55; 徒1:15; 徒2:22; 徒27:21; 林前5:2; 林後6:17; 帖前2:7; 啓1:13; 啓2:1; 啓5:6; 啓5:6;
2) 當中(14) 太18:2; 可3:3; 路5:19; 路6:8; 路24:36; 約8:3; 約8:9; 約20:19; 約20:26; 徒4:7; 徒17:22; 徒17:33; 徒23:10; 啓22:2;
3) 中(9) 太13:49; 可6:47; 路21:21; 路22:55; 林前6:5; 來2:12; 啓4:6; 啓6:6; 啓7:17;
4) 半(2) 太25:6; 徒27:27;
5) 其中(1) 帖後2:7;
6) 在這⋯中(1) 腓2:15;
7) 從⋯中間(1) 路4:30;
8) 在⋯中間(1) 約1:26;
9) 其間(1) 西2:14;
10) 在中間(1) 約19:18;
11) 面前(1) 太14:6;
12) 內(1) 可7:31;
13) 從當中(1) 路23:45;
14) 肚腹(1) 徒1:18;
15) 中午(1) 徒26:13

English (Woodhouse)

lying between two extremes, the thick of