δίκη
English (LSJ)
[ῐ], ἡ,
A custom, usage, αὕτη δίκη ἐστὶ βροτῶν this is the way of mortals, Od.11.218; ἡ γὰρ δ. ἐστὶ γερόντων 24.255, etc.; ἥ τ' ἐστὶ δ. θείων βασιλήων 4.691; ἡ γὰρ δμώων δ. ἐστίν 14.59, etc.; ἡ γὰρ δίκη, ὁππότε… this is always the way, when... 19.168 (so in late Prose, ἥπερ ἱππομαχίας δ. Arr.An.3.15.2); δίκαν ἐφέπειν τινός to imitate him, Pi.P.1.50; δίκην ἐπέχειν τινός to be like... Anon.Lond.6.18; normal course of nature, ἐκ τουτέων ὁ θάνατος οὐ γίνεται κατά γε δίκην, οὐδ' ἢν γένηται Hp.VC3: hence,
2 adverb. in acc. δίκην, in the way of, after the manner of, c. gen., λύκοιο Pi.P.2.84; πώλου S. Fr.659; τοξότου Pl.Lg.705e; in later Prose, Arist.Mu.395b22, Luc. Dem.Enc.31, Alciphr.1.6, etc.: mostly of living creatures or persons, but also of things, as δίκην ὕδατος, δίκην ἀγγείου, A.Th.85 (lyr.), Pl. Phdr.235d.
II order, right, μή τι δίκης ἐπιδευές = nothing short of what is fit, Il.19.180; opp. βία, might, 16.388; opp. σχέτλια ἔργα, Od.14.84; personified, Hes.Th.902, A.Th.662, etc.; Δίκης βωμός Id.Ag.383 (lyr.), Eu.539 (lyr.); Truth, Pi.P.8.71.
2 δίκη ἐστί = δίκαιόν ἐστι (it is just), A.Ag.259, cf. 811, Eu.277.
3 Adverb. usages, δίκῃ = duly, rightly, Il.23.542, Pl.Criti.112e; ἐν δίκᾳ Pi.O.6.12, cf.S.Tr.1069, etc.; σὺν δίκῃ Thgn.197, Pi.P.9.96, A.Th.444, etc.; κατὰ δίκην Hdt. 7.35, E.Tr.888, etc.; μετὰ δίκης Pl.Lg.643e; πρὸς δίκης S.OT1014, El.1211 (but πρὸς δίκας = on the score of justice, Id.OC546 (lyr.)); διαὶ δίκας A.Ch.641; ἐκ δίκης Herod.4.77: opp. παρὰ δίκαν Pi.O.2.18, etc.; ἄνευ δίκης A.Eu.554; πέρα δίκης Id.Pr.30; βίᾳ δίκης Id.Supp.430 (lyr.); δίχα δίκης = without trial, Plu.Ages.32; πρὸ δίκης = in preference to legal proceedings, Th.1.141.
III judgement, δίκην ἰθύντατα εἰπεῖν = give judgement most righteously (cf. ἰθύς), Il.18.508: especially in plural, Λυκίην εἴρυτο δίκῃσί τε καὶ σθένεϊ ᾧ 16.542; περὶ οἶδε δίκας Od.3.244, etc.; δίκαι σκολιαί Hes.Op.219,250; κρῖνε εὐθεῖαν δίκην A.Eu.433.
IV after Hom., of proceedings instituted to determine legal rights, hence,
1 lawsuit, Pl.Euthphr.2a, D.18.210, etc.; prop. private suit or private action, opp. γραφή (q.v.), Lys.1.44, etc.; ἐκαλοῦντο αἱ γραφαὶ δίκαι, οὐ μέντοι αἱ δίκαι καὶ γραφαί Poll.8.41; οἱ δίκην ἔχοντες = the parties to a suit, IG7.21.8 (Megara), cf. Plu.Cic. 17.
2 trial of the case, πρὸ δίκης Is.5.10, etc.; μέχρι τοῦ δίκην γενέσθαι Th.2.53; court by which it was tried, ἐν ὑμῖν ἐστι καὶ τῇ δίκῃ Antipho 6.6.
b δίκην εἰπεῖν to plead a cause, X.Mem.4.8.1; δ. μακρὰν λέγειν Ar.V.776, cf. Men.Epit.12.
3 the object or consequence of the action, atonement, satisfaction, penalty, δίκην ἐκτίνειν, δίκην τίνειν, Hdt.9.94, S.Aj.113: adverbially in acc., τοῦ δίκην πάσχεις τάδε; A.Pr.614; freq. δίκην διδόναι or δίκας διδόναι = suffer punishment, i.e. make amends (but δίκας διδόναι, in A.Supp.703 (lyr.), to grant arbitration); δίκας διδόναι τινί τινος Hdt.1.2, cf. 5.106; ἔμελλε τῶνδέ μοι δώσειν δίκην S.El.538, etc.; also ἀντί or ὑπέρ τινος, Ar.Pl. 433, Lys.3.42; also δίκην διδόναι ὑπὸ θεῶν to be punished by gods Pl. Grg.525b; but δίκας ἤθελον δοῦναι = they consented to submit to trial, Th.1.28; δίκας λαμβάνειν sometimes = δίκας διδόναι, Hdt.1.115; δίκην ἀξίαν ἐλάμβανες E.Ba.1312, Heracl.852; more freq. its correlative, inflict punishment, take vengeance, Lys.1.29, etc.; λαβεῖν δίκην παρά τινος D.21.92, cf.9.2, etc.; so δίκην ἔχειν to have one's punishment, Antipho 3.4.9, Pl.R. 529c (but ἔχω τὴν δίκην = have satisfaction, Id.Ep.319e; παρά τινος Hdt.1.45); δίκας ὑπέχειν or δίκην ὑπέχειν = stand trial, Id.2.118, cf. S. OT552; δίκην παρασχεῖν E.Hipp.50; θανάτου δίκην ὀφλεῖν ὑπό τινος to incur the death penalty, Pl.Ap.39b; δίκας λαγχάνειν τινί D.21.78; δίκης τυχεῖν παρά τινος ib.142; δίκην ὀφείλειν, δίκην ὀφλεῖν, Id.21.77, 47.63; ἐρήμην ὀφλεῖν τὴν δίκην Antipho 5.13; δίκην φεύγειν = try to escape it, be the defendant in the trial (opp. διώκειν = prosecute), D. 38.2; δίκας αἰτέειν = demand satisfaction, τινός for a thing, Hdt.8.114; δ. ἐπιτιθέναι τινί Id.1.120; τινός for a thing, Antipho 4.1.5; δίκαι ἐπιφερόμεναι Arist.Pol.1302b24; δίκας ἀφιέναι τινί D.21.79; δίκας ἑλεῖν, v. ἔρημος ΙΙ; δίκην τείσασθαι, v. τίνω ΙΙ; δὸς δὲ δίκην καὶ δέξο παρὰ Ζηνί h.Merc.312; δίκας διδόναι καὶ λαμβάνειν παρ' ἀλλήλων, of communities, submit causes to trial, Hdt.5.83; δίκην δοῦναι καὶ λαβεῖν ἐν τῷ δήμῳ X.Ath.1.18, etc.; δίκας δοῦναι καὶ δέξασθαι = submit differences to a peaceful settlement, Th.5.59.
V Pythagorean name for three, Plu.2.381f, Theol.Ar.12; for five, ib.31. (Cf. Skt. diś-, diśā 'direction', 'quarter of the heavens'.)
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Alolema(s): eol., locr., dór. δίκα Alc.200.8, Schwyzer 412.3 (Olimpia V a.C.), Simon.38.26, B.11.12, Pi.P.1.50, A.Ch.461, S.OT 885, E.Supp.614, IG 92(1).717.7 (Lócride V a.C.), ICr.4.64.4 (Gortina VI a.C.), 80.8 (V a.C.); ζίκα Bull.Epigr.1996.208 (Élide VI a.C.)
• Prosodia: [-ῐ-]
A gener.
I frec. en or. nominal
1 manera, modo de ser natural o propio, regla, ley c. gen. αὕτη δίκη ἐστὶ βροτῶν ὅτε τίς κε θάνῃσιν· οὐ γὰρ ἔτι σάρκας τε καὶ ὀστέα ἶνες ἔχουσιν esto es ley de los mortales cuando mueren: los tendones ya no sujetan carnes y huesos, Od.11.218, δ. ἐστὶ θεῶν ref. a un fuego prodigioso Od.19.43, αὕτη ... δ. πέλει ἀνδρῶν el sentir hambre en ciertas ocasiones h.Ap.458, εὑδέμεναι μαλακῶς· ἡ γὰρ δ. ἐστὶ γερόντων sestear dulcemente: ello es normal en los ancianos, Od.24.255, c. otros verb. δίκην τε ἐπέχειν ἡμᾶς φυτῶν que prestemos atención al modo de ser de las plantas Anon.Lond.6.18.
2 curso normal de las cosas ἡ γὰρ δίκη, ὁππότε ... esto es lo que suele pasar cuando ..., Od.19.168, ἐκ τούτων ὁ θάνατος οὐ γίνεται κατά γε δίκην Hp.VC 3
•fil. la naturaleza misma, la realidad casi como sinón. de λόγος o ἀλήθεια: δ. καταλήψεται ψευδῶν τέκτονας la realidad acabará apresando a los fabricantes de patrañas Heraclit.B 28, περὶ δὲ τῶν γενομένων πειράσομαι ὑμῖν διηγήσασθαι τὴν ἀλήθειαν· δ. δὲ κυβερνήσειεν Antipho 1.13, οὐδὲν ... φωνεῖ δίκης ἐς ὀρθόν no dice nada conforme a la realidad S.Tr.347, ἡ δ. ἡμῖν οὐ μέμψεται αὐτή la naturaleza misma no nos hará ningún reproche por los métodos para la selección de filósofos, Pl.R.536b
•entendida como un equilibrio de reparaciones o retribuciones (cf. B I) τὰ ὄντα διδόναι δίκην καί τισιν ἀλλήλοις τῆς ἀδικίας Anaximand.B 1, εἰδέναι δὲ χρὴ τὸν πόλεμον ἐόντα ξυνόν, καὶ δίκην ἔριν καὶ γινόμενα πάντα κατ' ἔριν καὶ χρεών Heraclit.B 80, tb. en la realidad social δίκης ... μεγίστην μετέχει μοῖραν ὁ ἀξίας τὰς μεγίστας τάμνων <τοῖς ἀξιωτάτοις> participa de una mayor cuota de justicia el que asigna los máximos honores a los más dignos Democr.B 263.
3 manera de actuar, comportamiento c. gen. o adj. de pers., individuos o grupos humanos ἥ τ' ἐστὶ δ. θείων βασιλήων ése es el hábito de los divinos reyes el ser caprichosos en sus afectos Od.4.691, δμώων Od.14.59, cf. Theoc.25.33, τὰν Φιλοκτήταο δίκαν ἐφέπων siguiendo la forma de actuar de Filoctetes Pi.P.1.50, σφετέραν δ' αἰνεῖ δίκαν ἀνδρῶν ἕκαστος cada hombre alaba su propia forma de ser Pi.Fr.215.3
•de una actividad ἥπερ ἱππομαχίας δ. lo que es lo propio de la lucha a caballo Arr.An.3.15.2.
II usos adv., ac. δίκην como prep. de gen. a la manera de en compar. c.: anim. ἰκτίνου Semon.11, λύκοιο Pi.P.2.84, κυνός A.A.3, 1093, πώλου S.Fr.659.1
•fuerzas o seres naturales καπνοῖο Emp.B 2.4, ὕδατος A.Th.85, ποταμοῦ Arist.Mu.395b22, σειρίου κυνὸς δ. a la manera de la estrella Sirio S.Fr.803, θυέλλης Lyr.Adesp.22
•pers. y pueblos νεογάμου νύμφης δίκην A.A.1179, τοξότου Pl.Lg.705e, Σκυθῶν δίκην ζῶντες Str.11.3.3, βαρβάρων PFlor.295.2 (VI d.C.)
•de ciertos fenómenos ὀνειράτων A.A.980, objetos ἀγγείου Pl.Phdr.235d, cf. Luc.Dem.Enc.31, Alciphr.1.6.2, χειμάρρου δίκην Longin.32.1, ἡ σκληρὰ μῆνιγξ ἡ σκέπουσα τὸν ἐγκέφαλον διατέτρηται δίκην ἠθμοῦ la membrana que recubre el cerebro está perforada a la manera de un colador Gal.3.652.
B reducido a la realidad social, pre-jur.
I entendido como retribución o reparación
1 lo debido, justa compensación o retribución consuetudinaria ἵνα μή τι δίκης ἐπιδευὲς ἔχῃσθα para que nada falte de lo que es debido (a un huésped) Il.19.180, ἡ δ. ἔσθ' ἱκήτῃσι Hes.Sc.85, al anciano οὐ δέ τις αὐτὸν βλάπτειν οὔτ' αἰδοῦς οὔτε δίκης ἐθέλει Tyrt.8.40, Thgn.938, οἷς ὁσίη ... μέμηλε δίκη a los padres, Thgn.132, a la mujer νόσφι δίκας de la situación de Dánae en el arca, Simon.l.c.
•en dat. casi adv. εἰ μὴ ... δίκῃ ἠμείψατο si no le hubiera respondido debidamente, Il.23.542.
2 satisfacción, reparación, restitución tras una injuria, frec. pecuniaria, c. verb. que significan ‘pagar’, ‘dar’: c. gen. del obj. de la injuria o giro prep. ὡς οὐδὲ ἐκεῖνοι Ἰοῦς ... ἔδοσάν σφι δίκας τῆς ἁρπαγῆς que tampoco ellos les habían dado satisfacción por el rapto de Ío Hdt.1.2, Ξέρξην αἰτέειν δίκας τοῦ Λεωνίδεω φόνου καὶ τὸ διδόμενον ἐξ ἐκείνου δέκεσθαι Hdt.8.114, δοῦναι δίκην τῶν ἡμαρτημένων Isoc.8.120, σφὼ ποήσω ... δοῦναι δίκην ἀνθ' ὧν ... Ar.Pl.433
•sin rég. διδόναι καὶ δέχεσθαι τὰς δίκας entre ciudad IG 13.127.18, cf. 6A.41 (ambas V a.C.), διαβάντες εἰς τὴν Εὐρώπην δίκην ἔδωσαν tras pasar a Europa, tuvieron que dar satisfacción (los persas), Isoc.4.149
•lo merecido como castigo πάντως ὕστερον ἦλθε δ. (tras acumular riqueza injustamente), Sol.1.8, δ. τ' ἂν ἦλθεν Αἰγίσθῳ E.El.42, ὡς ἔοικας ὀψὲ τὴν δίκην ἰδεῖν ¡qué tarde pareces haber conocido el castigo! S.Ant.1270, δίκην λαμβάνειν sufrir el castigo Hdt.1.115, δίκην ἀξίαν ἐλάμβανες E.Ba.1312, cf. IMylasa 3.6 (IV a.C.), δεσπότης τοι δίκην ἐπιτιθεῖ τήνδε dicho de los latigazos impuestos al Helesponto, Hdt.7.34, cf. 1.120, τῆς τύχης ... ἐπιθείσης δίκην Plb.4.81.5
•en lit. crist. castigo divino τίσειν διὰ πυρὸς αἰωνίου δίκας Iust.Phil.1Apol.17.4, cf. PRain.15.117.22 (V d.C.).
3 c. el matiz subjet. de venganza κεῖνος δὲ τείσει τήνδε κοὐκ ἄλλην δίκην éste (Odiseo) pagará esa reparación y no otra (habla Áyax, que se toma la justicia por su mano), S.Ai.113, en la ley del talión δ. δίκαν δ' ἐκάλεσε καὶ φόνος φόνον E.Supp.614, μὴ ... ἐκπράξωσιν αἵματος δίκην E.HF 43
•esp. c. verb. en v. med. εἰρώτων τίνα δίκην ἂν ἕλοιτο, εἰ ἐθέλοιεν οἱ Ἀπολλωνιῆται δίκας ὑποστῆναι δώσειν τῶν ἐποίησαν le preguntaron qué retribución exigiría si los apoloniatas quisieran prometer darle satisfacción por lo que habían hecho Hdt.9.94, ἡ πόλις αὐτὴ παρ' αὑτῆς δίκην λήψεται la ciudad por sí misma se tomará la venganza D.9.2, cf. Isoc.20.5.
II como concepto abstr. justicia
a) op. las acciones ‘malas’ esp. a la violencia y sancionada por la divinidad, esp. Zeus (οἱ θεοί) δίκην τίουσι καὶ αἴσιμα ἔργ' ἀνθρώπων los dioses honran la justicia y las buenas acciones de los hombres op. σχέτλια ἔργα Od.14.84, op. la animalidad y fuerza bruta ἰχθύσι μὲν καὶ θηρσὶ καὶ οἰωνοῖς ... ἔσθειν ἀλλήλους, ἐπεὶ οὐ δ. ἐστὶ μετ' αὐτοῖς Hes.Op.278, cf. Opp.H.2.43, δίκης ἐπάκουε, βίης δὲ ἐπιλήθεο πάμπαν Hes.Op.275, cf. S.Ai.1335, χρῆμα ... Διόθεν καὶ σὺν δίκῃ Thgn.197, cf. A.Th.444
•esp. op. ὕβρις: σὺ δ' ἄκουε δίκης, μήδ' ὕβριν ὄφελλε Hes.Op.213, cf. 217, σοὶ δὲ θηρίων ὕβρις τε καὶ δ. μέλει Archil.31.4, (δ.) ἡμέρωκεν τὰ ἀνθρώπινα Pl.Lg.937d, ἔχοντες δίκην ... παύονται τῆς ὀργῆς Arist.Rh.1380a15
•como modelo de comportamiento κὰδ δίκαν Alc.200.8, δίκας κέλευθος B.11.26, cf. Parm.B 1.28, σύν τε δίκᾳ καλὰ ῥέζοντ' Pi.P.9.96, cf. O.2.16, A.Eu.554, Democr.B 256
•afectando incluso al bienestar físico-psicológico ὃς δ' ἂν καὶ δίκης ἀλογῇ ... δέδοικε καὶ ἑωυτὸν κακίζει Democr.B 174, cf. 215
•δ. (ἐστι) c. inf. (δ.) ἀρχηγοῦ τίειν γυναῖκ' A.A.259, θεοὺς ἐγχωρίους δ. προσειπεῖν A.A.811, λέγειν ὅπου δ. σιγᾶν θ' cuándo es justo hablar y cuándo callar A.Eu.277;
b) como base de cohesión social justicia, orden establecido unido al poder político βίαν τε καὶ δίκην συναρμόσας Sol.24.16, (ἰσχύς) ... καὶ δ. A.Fr.381, ἵνα δ. τύραννος ᾖ ... τήν θ' ὕβριν δούλην ἔχῃ Critias Fr.Trag.19.6, τὴν Ἑλλάδα δίκῃ διοικοῦντες Pl.Criti.112e, ἄρχειν τε καὶ ἄρχεσθαι ... μετὰ δίκης Pl.Lg.643e, ἡ δ. πολιτικῆς κοινωνίας τάξις ἐστίν Arist.Pol.1253a37
•unida a otras cualidades cívicas αἰδὼς καὶ δ. Pl.Prt.322c, d, τὴν αὐτὴν εἶναι καὶ εὐνομίαν καὶ δίκην καὶ ὁμόνοιαν καὶ εἰρήνην καὶ τὸ παραπλήσιον πᾶν que es lo mismo el buen gobierno, la justicia, la concordia la paz y todo lo que se le parece Chrysipp.Stoic.2.315
•opuesta a la tiranía, Orác. en Hdt.8.77
•a veces en conflicto c. un concepto más tradicional de justicia S.El.1041-1042, Ant.854
•a veces pervertida o anulada precisamente por el poder político δ. δ' ἐν χερσί· καὶ αἰδὼς οὐκ ἔσται Hes.Op.192, ἀρχῶν ἄκουε κἂν δίκῃ, κἂν μὴ δίκῃ obedece a los magistrados en lo justo y en lo injusto Sol.27, βίᾳ δίκας con violencia de la justicia A.Supp.430, δ. γὰρ οὐκ ἔνεστι ἐν ὀφθαλμοῖς βροτῶν E.Med.219, τάλαντα δίκης la balanza de la justicia, AP 6.267 (Diotim.)
•en lit. crist. justicia divina ἡ δ. ζῆν οὐκ εἴασεν Act.Ap.28.4, ὁ τῆς παντεφόρου δίκης ὀφθαλμός Theod.Lect.Fr.52a (p.132).
C institucionalizado
I justicia, derecho, legalidad c. sede y administrada por jueces, desarrollada en leyes y sentencias οἳ βίῃ εἰν ἀγορῇ σκολιὰς κρίνωσι θέμιστας, ἐκ δὲ δίκην ἐλάσωσι los que por la fuerza en el ágora dicten sentencias torcidas y expulsen a la justicia, Il.16.387, unida al juramento y testigos ὃς δέ κε μαρτυρίῃσιν ἑκὼν ἐπίορκον ὁμόσσας ψεύσεται, ἐν δὲ δίκην βλάψας νήκεστον ἀασθῇ ... Hes.Op.283, δίκην ἐπίστασαι νόμοις τε χρῆσθαι μὴ πρὸς ἰσχύος χάριν E.Med.537, rel. la escritura θεσμοὺς ... ἁρμόσας δίκην ἔγραψα Sol.24.19 (cf. C II 1, III 1), en la ciudad rel. los extranjeros Ϝαστία δίκα el conjunto de derechos cívicos concedido a un extranjero ICr.4.64.4, κσενείᾳ δίκᾳ [δι] κάδδεθαι que el asunto sea llevado por el derecho de los extranjeros, ICr.4.80.8 (Gortina V a.C.), τᾷ ἐπιδαμίᾳ δίκᾳ χρε̄́στο IG 92(1).717.7 (Lócride V a.C.), ἀλλοίη δ. en pueblos no griegos, A.R.2.1018
•en plu. usos, normas de justicia οὔτε δίκας εὖ εἰδότα οὔτε θέμιστας del Cíclope Od.9.215
•como ac. int. δικάζευ τὴν Πριηνίην δίκην juzga según la justicia prienia, e.d., según la norma recta de Bías, Demod.2
•fig. συμμαρτυροίη ταῦτ' ἂν ἐν δίκῃ χρόνου ... Γῆ la Tierra podría testimoniar esto ante el tribunal del tiempo Sol.24.3, cf. E.Fr.222.
II manifestada en forma de
1 veredicto, dictamen, sentencia δίκην ἰθύντατα εἰπεῖν Il.18.508, cf. 16.542, περὶ οἶδε δίκας Od.3.244, αἰ δέ τις πὰρ τὸ γράφος δικά<δ>δοι, ἀτελε̄́ς κ' εἴɛ̄ ἁ δίκα si alguien juzga contrariamente a lo escrito, sea nula la sentencia, Schwyzer l.c., κρίνε εὐθεῖαν δίκην juzga con sentencia recta A.Eu.433, αἱ δίκαι ... κατὰ τὸ ἐόν los veredictos de acuerdo con lo que es, e.d. con la verdad Hdt.1.97, cf. TAM 3(1).18 (Termeso), σκολιῇσι δίκῃσιν con sentencias torcidas, injustas Hes.Op.219, 250, Sol.3.36, cf. Call.Iou.82
•c. dat. de interés δίκας τ' ἀδίκοισι διδοῦσιν y dictan sentencias a favor de los injustos Thgn.45.
2 pena, condena establecida ἀξίαν δίκην τοῦ πάθους ... ἐπιθέντες Antipho 4.1.5
•dep. de verb. que significan ‘dar’, ‘pagar’ (cf. B I 2) ὑπὲρ ὧν ἐβούλευσαν καὶ προὐνοήθησαν, ὕπερ τούτων προσήκειν αὐτοῖς δίκην δοῦναι que por las cosas que intentaron y premeditaron por esas conviene que paguen pena Lys.3.42, cf. 6.41, 10.3, δίκην ἐκτίνειν = pagar la pena en forma de multa Lys.23.14, cf. ɛ̄ναι ... δίκας ἐάν [τις] ἀδικε͂ι αὐτόν IG 13.24.5 (V a.C.), δώσῃ δίκην τῷ φίσκῳ τάλαντον IG 4.410 (Corinto V d.C.)
•dep. de λαμβάνω: ταύτην ἔλαβον τὴν δίκην ἣν ὑμεῖς ... ἐτάξατε y fue condenado a la pena que sentenciasteis Lys.1.29, καὶ δίκην λαβεῖν καὶ χάριν δοῦναι tanto condenar como perdonar Isoc.10.66, cf. D.21.92, δίκην φεύγειν intentar escapar a la pena, e.e. ser perseguido judicialmente (op. διώκειν ‘ser el acusador, ser el demandante’), Lys.32.2, D.38.2.
III como procedimiento
1 querella, pleito, litigio
a) frec. dep. de δικάζω juzgar, sentenciar un pleito τήνδε δίκην ... δικάσσαι Hes.Op.39, cf. Pl.Euthphr.2a, Lys.26.12, D.18.210, UPZ 1.10 (IV a.C.), Milet 1(2).9b.24 (IV a.C.), IG 92.(1).188.29 (Melitea III a.C.), δίκας διαλύειν IIasos 82.38 (III a.C.), 73.9 (II a.C.), δίκῃ νικηθέντες habiendo perdido el pleito, PRev.Laws 33.16 (III a.C.)
•c. otros verb. ἁλῶναι δίκῃ ser condenado Pl.Lg.937c, Lys.9.19, ὀφλισκάνειν δίκην Lys.23.3, Is.5.22, PLille 29.2.29 (III a.C.), cf. Plu.Cic.17
•δίκην δικάζεσθαι entablar un proceso, procesar como demandante Lys.1.44, 12.4, c. otros verb. προσκαλεῖσθαι δίκην Lys.6.11, cf. 21.19, esp. δίκην λαγχάνειν Lys.23.1, 4, λαχόντος δὲ τοῦ Φράστορος αὐτοῖς δίκην, ὅτι ... D.59.60, cf. Aeschin.1.62
•fig. τοῦ σώματος αὐτῇ (ψυχῇ) δίκην λαχόντος entrando en pleito el cuerpo con su propia alma Democr.B 159
•debiendo ser inscrito γράψασθαι τὰς δίκας Welles, RC 3.39 (Teos IV a.C.), cf. TC 79A.43 (IV/III a.C.), τάς τε δίκας γράφοντες ἔσω παρ' ἐκεῖνον ἐσπέμπεσκον, καὶ ἐκεῖνος διακρίνων τὰς ἐσφερομένας ἐκπέμπεσκε en una forma de administrar justicia por correo, Hdt.1.100, οἱ δίκην ἔχοντες las partes en litigio, IG 7.21.8 (Mégara II a.C.)
•anunciados como malos augurios en sueños y astrol., Artem.1.10, Vett.Val.186.21;
b) como causa privada op. γραφή ‘causa pública’ γραφαὶ καὶ δίκαι λαγχάνονται πρὸς αὐτόν las causas públicas y privadas son instruidas por él (el arconte), Arist.Ath.56.6, οὔτε γὰρ συκοφαντῶν γραφάς με ἐγράψατο ... οὔτε ἰδίας δίκας ἐδικάζετο Lys.1.44, cf. ID 98A.73 (IV a.C.), ἐκαλοῦντο γὰρ αἱ γραφαὶ καὶ δίκαι, οὐ μέντοι δίκαι καὶ γραφαί Poll.8.41, pero δικασάσθω δὲ αὐτῷ ... καὶ ἐν ἰδίαις δίκαις καὶ ἐν δημοσίαις SIG 578.53 (Teos II a.C.)
•clasificadas según τὸ ἔγκλημα τῆς δίκης D.25.55, en δίκαι (ὕβρεως, βλάβης, θανάτου) Arist.Pol.1267b38, κακουργίας δίκην λαβεῖν D.45.39, φόνου ... δίκαι Lex en D.23.51, αἰκίας D.54.1, cf. 18, 47.8, por cuestiones económicas δίκαι ἰδίαι, ἐμπορικαὶ καὶ μεταλλικαὶ καὶ δούλων Arist.Ath.59.5, λαγχάνει αὐτῷ δίκην οὐ ... ἀργυρίου ἀλλὰ βλάβης D.52.14, cf. 39.25, τῶν ἐπικλήρων δίκαι los procesos por las herederas Lys.15.3, ἱεροσυλίας Plb.22.4.7, δ. πρόδικος juicio prioritario, IG 92(1).718.32 (Lócride V a.C.), ἐφέσιμοι δίκαι juicios con derecho a apelación, IG 22.179a.16 (IV a.C.);
c) desde el punto de vista de los que juzgan διαγιγνώσκειν δίκην sentenciar, juzgar un litigio A.Eu.709, Antipho 6.3, δίκην εἰσάγειν instruir un proceso Arist.Ath.59.6, δίκας εἰσάγεσθαι ser sometidos los procesos a la decisión de un tribunal Lys.15.3
•de donde por extensión y tb. fig. tribunal πηνίη ... οὔτε γὰρ εἰς ἀγορὴν ἔρχεται οὔτε δίκας pues la pobreza no frecuenta la plaza ni los tribunales Thgn.268;
d) desde el punto de vista de la defensa δίκην εἰπεῖν defender una causa Ar.V.776, X.Mem.4.8.1, Men.Epit.53, δίκην γράφειν escribir un discurso para una causa Demetr.Eloc.229, pero irón. fig. ὡς ἡδέως φάγοις ἂν ἐξ ὄξους δίκην ¡qué a gusto te comerías un proceso en escabeche! (sugiere que los dicastas vivían de ello), Ar.V.1367.
2 arbitraje ξένοισί τ' εὐξυμβόλους ... δίκας ἄτερ πημάτων διδοῖεν A.Supp.703, δίκας ἤθελον δοῦναι ... παρὰ πόλεσιν quisieron someterse a un arbitraje ante las ciudades Th.1.28, δικαίωσις ... πρὸ δίκης ... ἐπιτασσομένη reivindicación impuesta sin arbitraje previo Th.1.141, decidido por un διαιτητής D.21.83.
3 acto, celebración de juicio, juicio μέχρι τοῦ δίκην γενέσθαι Th.2.53, cf. IG 13.10.9 (V a.C.), πρὸ δίκης Is.5.10, Luc.Pisc.15, πολλοὶ προσέχουσι ταύτῃ τῇ δίκῃ τὸν νοῦν muchos están pendientes de este juicio Isoc.18.42, ἀπαντῆσαι πρὸς τὴν δίκην presentarse a juicio Pl.Lg.936e, ἐπὶ τὴν δίκην BGU 614.20 (III d.C.), τὴν δίκην ἀναβάλλεσθαι retrasar el juicio Is.5.31, ἐν ... τῷ πολέμῳ ... οὐκ ἦσαν δίκαι durante la guerra no había juicios Lys.17.3, algunos celebrados una vez al mes en la administración de justicia ateniense οἳ τὰς ἐμμήνους εἰσάγουσι δίκας, δυοῖν φυλαῖν ἕκαστος Arist.Ath.52.2, cf. Hyp.Fr.240, χρῶνταί τινες αὐτῷ πρὸς δίκας καὶ φίλτρα algunos lo utilizan (cierto pez) para los juicios y para hechizos amorosos Arist.HA 505b19, δίχα δίκης sin juicio Plu.Ages.32, διὰ δίκης· τὸ εἰς δίκην καλεῖν Hsch.δ 993.
D usos simbólicos
I personif. difícil de separar de B II 1 Justicia como garante de la regulación de la naturaleza y el orden social, considerada hija de Zeus y una de las Horas ἡ δέ τε παρθένος ἐστὶ Δίκη, Διὸς ἐκγεγαυῖα Hes.Op.256, cf. Th.902, A.Th.662, Eleg.Alex.Adesp.2.1H., Orác. en JRCil.1.26 (Siedra II d.C.), Orph.H.43.2, Δίκης ὄνομα οὐκ ἂν ᾔδεσαν Heraclit.B 23, Δίκας ἀφόβητος S.OT 885, cf. Trag.Adesp.486.3, junto c. otras personif. y diosas Γῆ καὶ Δ. A.Ch.148, cf. 244, Ἐρινὺς ... τε Δ. E.Med.1390, cf. Parm.B 1.14, 8.14, Δίκης Νέμεσις ἄγγελος Pl.Lg.717d, Δ. καὶ ... Εἰρήνα Pi.O.13.7, cf. Euph.38C.48, 55, ἄκρον ἔρεισμα Δίκας dicho de Mileto AP 7.81 (Antip.Sid.).
II 1entre los pitagóricos otro n. del número tres Plu.2.381f
•del número dos, como falsa etim. rel. δίχη Theol.Ar.12
•del número cinco, Theol.Ar.31.
2 astr. ἡ Δίκη identificada c. la constelación Virgo Max.208, cf. Nonn.D.6.249, cf. Δίκα.
• Etimología: De *dik-, que da lugar a ai. diś- ‘dirección’, ‘manera’, lat. dīco, etc. El sent. originario sería ‘dirección’, ‘línea marcada’ y de ahí ‘regla imperativa’.
German (Pape)
[Seite 628] ἡ, die Sitte, der Brauch, die Weise, das Recht; wahrscheinlich verwandt mit δείκνυμι, Wurzel Δικ-, vgl. das Latein. indĭco, dīco. – 1) die Sitte, der Brauch, die Weise, das Herkommen: ἥ τ' ἐστὶ δίκη βασιλήων Od. 4, 691; αὕτη δίκη ἐστὶ βροτῶν, ὅτε κέν τε θάνωσιν, das ist die Art und Weise, das Geschick der Sterblichen, 11, 218; δίκη δμώων, μνηστήρων, θεῶν, γερόντων, das eigenthümlich, herkömmlich den Sklaven, Greifen etc. Zukommende, Od. 14, 59. 18, 275. 19, 43. 24, 255; ἡ γὰρ δίκη, ὁππότε, so pflegt es zu gehen, wenn, 19, 168; ᾗπερ ἱππομαχίας δίκη Arr. An. 3, 15, 2. – Dah. δίκην, adv., nach Art u. Weise, wie; bes. bei Vergleichen mit lebenden Wesen, λακοιο δίκαν, wie ein Wolf, nach Wolfesart, Pind. P. 2, 84, der vollständiger τὰν Φιλοκτήταο δίκαν ἐφέπων ἐστρατεύθη 1, 50 sagt, Schol. τρόπον μετερχόμενος seine Weise befolgend, wie Philoktet; κυνός, ἀγγέλου, ναυτίλων, Aesch. Ag. 3 Ch. 193. 200; πώλου δ. Soph. frg. 597; πολεμίων Eur. Hec. 1162; ὄρνιθος, βοσκημάτων, τοξότου, Plat. Phaedr. 249 d Rep. IX, 586 a Legg. IV, 705 e; seltener bei leblosen Dingen, wie ὕδατος, ὀνειράτων, κύματος, Aesch. Spt. 85 Ag. 477. 1154; ἀγγείου δίκην πεπληρῶσθαι Plat. Phaedr. 255 d; κρατῆρος δ. Legg. VI, 773 c; τυμπάνων Strab. XI p. 506; – κατά γε δίκην, Hippocr., gehörig. – 2) die Gerechtigkeit, personificirt als T. des Zeus u. der Themis, Hes. To. 902 u. a. D., bes. Tragg.; das göttliche u. menschliche Recht, θεῶν, δαιμόνων, Soph. Ant. 366. 912; der βία entgegengesetzt, Il. 16, 388; vgl. Od. 14, 84; Hes. O. 973; δίκης ἐπιδευές, des Rechts ermangelnd, es entbehrend, Il. 19, 180; δίκην ἰθαντατα εἰπεῖν, am besten Recht sprechen, 18, 508; δίκας λαοῖς εὐθανειν Pind. P. 4, 153; πειραίνειν I. 7, 24; δίκην παραβαίνειν, μιαίνειν, Aesch. Ag. 763. 1654; ἔξω τῆς δίκης βαίνειν Plat. Legg. IX, 876 e; vgl. Eur. Andr. 788. – Als adverbiale Vrbdgn merke man: ἐν δίκῃ, im Recht, gerecht; Soph. Tr. 1 958; Pind. Ol. 6, 12 u. öfter; Plat. Phaedr. 266 a Legg. XII, 945 d; σὺν δίκῃ, Aesch. Spt. 426; Soph. Tr. 978; Pind. P. 9, 99; Her. 1, 115; und eben so δίκῃ, Il . 23, 549; Soph. El. 70, öfter; Plat. Critia. 112 e; μετὰ δίκης, Legg. I, 643 e; κατὰ δίκην, Eur. Tr. 887; Plat. Legg. III, 696 d; διὰ δίκης πᾶν ἔπος ἔλακον Aesch. Ch. 776; πρὸς δίκης, Soph. Bl. 1202; der Gegensatz ist παρὰ δίκην, Pind. Ol. 2, 18 I. 6, 47; Plat. Legg, VI, 757 e; ἄνευ δίκης, Aesch. Eum. 554; ἄτερ δίκης, Suppl. 703; βίᾳ δίκης, 430; πέρα δίκης, Soph. El. 511; δίχα δίκης, Plut. Ages. 32. – Im plur. bei Hom. = Rechtspflege; Λυκίην εἴρυτο δίκῃσί τε καὶ σθένεϊ ᾡ, Il. 16, 542; (Νέστωρ) πηρίοιδε δίκας ἠδὲ φρόνιν ἄλλων Od. 3, 244; vgl. 9, 215. 11, 570. So δίκαι σκολιαί, ungerechte Verwaltung des Rechts, Hes. O. 217. – 3) Rechtsfache, Prozess; δίκην κρίνειν, Aesch. Eum. 411. 446; Soph. Phil. 1850 u. A.; δίκην δικάζειν, Her. 3, 31 u. Folgde; δίκην κατ' ἄλλου ἀνδρὸς ἐψήφισαν Soph. Ai. 444; διὰ δίκης ἰὼν πατρί, anklagend, Ant. 738; die Vrbdgn ἐς δίκην ἄγειν, δίκην λαγχάνειν, αἱρεῖν, διώκειν, φεαγειν, ἐπεξέρχεσθαι s. unker diesen Verbis; δίκην ἔχειν, einen Prozess haben, verklagt sein, Plut. Mar. 6; – die Prozesshandlung selbst, τῇ προτεραίᾳ τῆς δίκης Plat. Phaed. 58 b; πρὸ δίκης, von gerichtlicher Entscheidung, Is. 5, 10; Plut. Fab. 9; μετὰ τὴν δίκην, Is. 5, 9; δίκη γίγνεται, die Sache kommt zur richterlichen Entscheidung, Thuc. 2, 53; – δίκην μακρὰν λέγειν Ar. Vesp. 777, wie oft bei Rednern; Xen. Mem. 4, 8, 1 δίκην εἰπεῖν, causam dicere, seine Sache vor Gericht führen. – Bei den Athenern ist δίκη in engerem Sinne u. im Gegensatz von γρᾳφή = die Privatklage. Vgl. Meier u. Schömann Att. Prozess S. 165 ff, – 4) die richterliche Entscheidung, Strafe, Buße; am gewöhnlichsten δίκην δοῦναι, Aesch. Prom. 9 Soph. Ant. 228 Her. 1. 2 u. A., die Strafe leiden, die Buße entrichten; auch ὑφέξειν, Soph. O. R. 552; Eur. Hec. 1253; τίνειν, Soph. El. 290; ἐκτίνειν, Her. 9, 94; Plat. Phaedr. 249 a; auch im plur., τίνεις ματρὸς δίκας Aesch. Or. 530; δίκην διδόναι ὑπό τινος, bestraft werden, Plat. Gorg. 525 b; δίκην διδόναι καὶ λαμβάνειν παρ' ἀλλήλων Her. 5, 88, allgemeiner, Recht geben u. empfangen; bes. von den athenischen Bundesgenossen, welche nach Athen kamen u. dort ihre Processe führen u. entscheiden lassen mußten, wie δίκας διδόναι ἤθελον παρά τινι, sich einem Gerichte unterziehen, Thuc. 1, 28; δίκας τῶν διαφόρων ἀλλήλοις διδόναι καὶ δέχεσθαι 1, 140. Aber Her. 1, 115 ist δίκην ἔλαβε er erhielt seine Strafe; – αἰτεῖν δίκην τῆς ἁρπαγῆς, φυγῆς, τοῦ φόνου, 1, 2. 4, 164. 8, 114; δίκην ἑλέσθαι, ἔχειν, Genugthuung erhalten, haben, 9, 94; δίκην ἐπιθεῖναι, ὀφλεῖν u. ä. s. unter den entsprechenden Verbis.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
règle :
I. usage, manière d'être ou d'agir : αὕτη δίκη ἐστὶ βροτῶν OD telle est la manière d'être des mortels ; δίκη βασιλήων OD, γερόντων OD coutume des rois, des vieillards ; adv. • δίκην à la manière de : δίκην ἀγγέλου ESCHL à la façon d'un messager ; κυνὸς δίκην ESCHL à la façon d'un chien ; δίκην ὕδατος ESCHL comme un torrent;
II. ce qui sert de règle, droit, justice ; ἔχει δέ μοι πρὸς δίκας τι SOPH mais (le meurtre que j'ai commis) a une excuse litt. a qch du côté de la justice ; δίκη ἐστί ESCHL c'est justice, cela est juste ; acc. adv. • δίκην, • ἐν δίκῃ, • σὺν δίκῃ, • μετὰ δίκης, • πρὸς δίκης, • κατὰ δίκην HDT avec justice, justement, à bon droit ; ἄνευ δίκης ESCHL, δίκης ἄτερ ESCHL, πέρα δίκης ESCHL, βίᾳ δίκης ESCHL, δίχα δίκης PLUT sans justice;
III. action judiciaire :
1 procès, particul. procès privé, p. opp. à γραφή, action publique ; δίκην διώκειν, être poursuivant, être accusateur, être demandeur, δίκην φεύγειν, être poursuivi, être accusé, être défendeur ; ἐς δίκην ἄγειν ATT citer en justice;
2 cours du procès, débats : τῇ προτεραίᾳ τῆς δίκης PLAT le premier jour du procès ; πρὸ δίκης THC avant l'ouverture du procès;
3 le plaidoyer : δίκην εἰπεῖν XÉN plaider une cause devant un tribunal;
4 décision judiciaire, jugement ; δίκην εἰπεῖν prononcer un jugement rendu ; en gén. décision, décret;
5 conséquence d'un jugement, peine, châtiment : δίκην διδόναι (lat. pœnas dare) être puni ; δίκην διδόναι τινός HDT être puni pour qch ; δίκην ὀφελεῖν PLAT encourir une peine ; δίκην τίνειν, δίκην ἐκτίνειν, δίκην ὑπέχειν ou δίκας τίνειν, δίκας ἐκτίνειν, δίκας ὑπέχειν, subir une peine, être puni ; δίκας ἄρνυμαι obtenir justice, δίκης τυγχάνω être puni ; δίκας λαμβάνειν, tirer vengeance, se venger, ou au contr. être puni ; δίκην αἰτέειν HDT, δίκην ἔχειν, obtenir satisfaction.
Étymologie: R. Δικ, cf. δείκνυμι.
Russian (Dvoretsky)
δίκη: дор. δίκα (ῐ) ἡ
1 обычай, уклад: αὕτη δ. ἐστὶ βροτῶν Hom. так уж повелось у людей; см. δίκην;
2 право, справедливость, законность, Hom., Hes., Pind.: σκολιὴ δ. тж. pl. Hes. беззаконие; ἔξω τῆς δίκης Plat. беззаконно; ἔχειν πρὸς δίκας τι Soph. не быть лишенным законного основания; δ. ἐστὶ ποιεῖν τι Aesch. наш долг - делать что-л.; δίκῃ Hom., Soph., Plat., ἐν δίκῃ Pind., Soph., Plat., σὺν δίκῃ Pind., Aesch., Her., μετὰ δίκης Plat., πρὸς δίκας Soph., κατὰ δίκην Her., Eur., Plat.; по справедливости, по праву или законно; παρὰ δίκην Pind., ἄνευ δίκης и δίκης ἄτερ Aesch., πέρα δίκης Aesch., Soph., βίᾳ δίκας Aesch. или δίχα δίκης Plut. несправедливо, беззаконно;
3 судебное дело, судебный процесс, тяжба (частная): δίκαι ἴδιαι καὶ γραφαί Lys., Dem.; частно-гражданские и уголовные процессы; δίκην κρίνειν Aesch., Soph.; вершить суд, судить; δίκην διώκειν Dem. преследовать по суду; εἰς δίκην ἄγειν Dem. привлекать к судебной ответственности; δίκην φεύγειν Dem. быть привлеченным к судебной ответственности; δίκην εἰπεῖν Xen. вести судебное дело (ср. 4);
4 судебное решение, приговор (δίκην εἰπεῖν Hom. - ср. 3);
5 решение, веление, закон (δαιμόνων Soph.);
6 тж. pl. возмездие, кара, наказание: δίκην διδόναι Her., Soph., τίνειν Her., ἐκτίνειν и ὑπέχειν Soph. подвергаться наказанию; δίκας αἰτέειν τοῦ φόνου τινός Her. требовать удовлетворения за чье-л. убийство; λαβεῖν τὴν δίκην Lys. подвергнуть кого-л. наказанию, но тж. Her., Dem.; понести наказание; δίκας δοῦναι καὶ δέξασθαι Thuc. (тж. παρ᾽ ἀλλήλων Her.) урегулировать взаимные претензии; ἔχειν τὴν δίκην Plat. получать удовлетворение, но тж. Xen., Plat.; нести наказание, Plut. иметь судебный процесс, т. е. быть обвиняемым;
7 (в пифагорейской философии), триада, троица, Plut.
Greek (Liddell-Scott)
δίκη: [ῐ], ἡ, (ἴδε ἐν. λ. δείκνυμι)· - τὸ ὀρθὸν, τὸ δίκαιον· ἀλλ’ ἐπειδὴ κατὰ τοὺς ἀρχαίους χρόνους τὸ δίκαιον ἐξηρτᾶτο ἐκ τῆς συνηθείας, ἡ ἐξ ἀρχῆς σημασία τῆς λέξεως δίκη ἦτο συνήθεια, ἕξις, αὕτη δίκη ἐστὶ βροτῶν, αὕτη εἶναι ἡ φύσις τῶν θνητῶν, Ὀδ. Λ. 218· ἡ γὰρ δίκη ἐστὶ γερόντων Ω.255, κτλ.· ἥ τ’ ἐστὶ δίκη θείων βασιλήων Δ.691· ἡ γὰρ δμώων δίκη ἐστὶν Ξ.59, κτλ.· - ἡ γὰρ δίκη ὁππότε…, αὕτη εἶναι ἡ συνήθεια, ὁπόταν…, Τ.168· δίκην ἐφέπειν τινός, μετέρχομαι τόν τρόπον τινός, μιμοῦμαί τινα, Πίνδ. Π. 1. 97·― ἡ συνήθης πορεία τῶν πραγμάτων, ἐκ τοτέων ὁ θάνατος οὐ γίνεται κατά γε δίκην, οὐδ’ἢν γένηται Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 898· ἐντεῦθεν, 2) ἐπιρρηματικῶς κεῖται ἡ αἰτ. δίκην, κατὰ τὸν τρόπον, κατὰ τὴν συνήθειαν τοῦ…, μετὰ γεν., Πίνδ. Π.2.155, Σοφ. Ἀποσπ. 587, καὶ συχνάκις παρὰ Πλάτ. (ἴδε Ruhnk. Τίμ.)· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ ζῴων, ἀλλ’ ὡσαύτως καὶ ἐπὶ πραγμάτων, ὡς δίκην ὕδατος, ἀγγείου Αἰσχύλ. Θήβ. 85. Πλάτ. Φαίδρ. 235D· ὡσαύτως ὡς τὸ χάριν, ἕνεκα…, Schneidewin Σιμων. σ. 74 ΙΙ. καλὴ συνήθεια, τάξις ἁρμονία, νόμος, δίκαιον· μή τι δίκης ἐπιδευές, μηδὲν ὀλιγώτερον ἢ κατώτερον τοῦ ὀρθοῦ, Ἰλ. Τ. 180· ἀντίθ. βία, ἰσχύς, δύναμις ἐπιβαλλομένη, Ἰλ. Π. 388, Ὀδ. Ξ. 84· προσωποπ. ὡς θεά, θυγάτηρ τοῦ Διὸς καὶ τῆς Θέμιδος, ὡς τὸ Ρωμ. Poena, Ἡσ. Θ. 902, Αἰσχύλ. Θήβ. 662, κτλ.· Δίκης βωμὸς ὁ αὐτ. Ἀγ. 384, Εὐμ. 539 ― παρὰ Πινδ. Ἀλήθεια, Π. 8. 100. 2) δίκη ἐστί, ὡς τὸ δίκαιόν ἐστι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 259, πρβλ. 811, Εὐμ. 257. 3) ἐν ποικίλαις ἐπιρρηματ. χρήσεσι δίκῃ, δικαίως, προσηκόντως, ὀρθῶς, Ἰλ. Ψ. 542, Τραγ.· ἐν δίκῃ Πίνδ. Ο. 6. 19. Σοφ. Τρ. 1069, κτλ.· σὺν δίκῃ Θέογν. 196, Πίνδ. Π. 9. 170, Αἰσχύλ., κτλ.· κατὰ δίκην Ἡρόδ. 7. 35, Εὐρ. Τρῳ. 888· μετὰ δίκης Πλάτ. Νόμ. 643Ε· πρὸς δίκης Σοφ. Ο. Τ. 1014, Ἠλ. 1211· ἀντίθ. παρὰ δίκην Πίνδ. Ο. 2. 30, κτλ·. ἄνευ ἢ ἄτερ δίκης Αἰσχύλ. Εὐμ. 554, Ἱκέτ. 703· πέρα δίκης ὁ αὐτ. Πρ. 30· βίᾳ δίκης ὁ αὐτ. Ἱκέτ. 430· δίχα δίκης Πλούτ. Ἀγησ. 32. ΙΙΙ. κρίσις, γνώμη, ἀπόφασις, δίκην ἰθύντατα εἰπεῖν, ἐκφέρω ἀπόφασιν διακαιοτάτην (πρβλ. ἰθύς), Ἰλ. Σ. 508· ἰδίως κατὰ πληθ., αἱ δίκαιαι κρίσεις τῶν βασιλέων, Λυκίην εἴρυτο δίκῃσί τε καὶ σθένεϊ ᾧ Π. 542, πρβλ. Ὀδ. Γ. 244, κτλ.· ἐντεῦθεν καθόλου ἐπὶ πάσης ἀποφάσεως ἢ κρίσεως, δίκαι σκολιαί, ἀντίθ. ἰθεῖαι, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 217, 248, πρβλ. 260, Ἰλ. Ψ. 579. IV. μεθ’ Ὅμηρ., ἐπὶ πάσης ἐνεργείας καθιερωμένης πρὸς καθορισμὸν τοῦ κατὰ νόμον δικαίου καὶ ἀπονομὴν τῆς δικαιοσύνης, ἑπομένως, 1) πᾶσα ὑπόθεσις δικαστική, διαδικασία, Δημ. 298. 2· κυρίως, ἰδιωτικὴ δίκη, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ γραφὴ (δημοσία καταγγελία, δίκη ἐπὶ δημοσίου ἐγκλήματος), Λυσ. 95. 42, κτλ., πρβλ. Πλάτ. Εὐθύφρ. 2Α· (κατὰ τὸν Πολυδ. Θ΄, 41, ἐκαλοῦντο αἱ γραφαὶ δίκαι, οὐ μέντοι αἱ δίκαι καὶ γραφαί)· πρβλ. γράφομαι, δικάζω, εἰσάγω, ἐμπορικός, κρίνω, κυρόω, λαγχάνω, ὀφλισκάνω· οἱ δίκην ἔχοντες, οἱ διαδικαζόμενοι, Keil Ἐπιγρ. 4. b. 8, πρβλ. Πλούτ. Κικ. 17. 2) αὐτὴ ἡ ἐκδίκασις τῆς ὑποθέσεως, πρὸ δίκης Θουκ. 1. 141, Ἰσαῖ. 57. 27, κτλ.· δίκη γίγνεται Θουκ, 2. 53· καὶ τὸ δικαστήριον ἐν ᾧ ἐξεδικάσθη αὕτη, ἐν ὑμῖν ἐστι καὶ τῇ δίκῃ Ἀντιφῶν 142. 5· εὐθεῖα δίκη (ἴδε εὐθυδικία) Αἰσχύλ. Εὐμ. 433. 3) τὸ ἐπιδιωκόμενον διὰ τῆς δίκης ἢ τὸ ἀποτέλεσμα αὐτῆς, ἐξιλασμός, ἱκανοποίησις, ποινή, πρόστιμον, δίκην τίνειν, ἐκτίνειν Ἡρόδ. 9, 94, Σοφ. Αἴ. 113· καὶ συχνάκις, δίκην ἢ δίκας διδόναι, τιμωροῦμαι, Λατ. poenas dare, Ἡρόδ. καὶ Ἀττ. (ἀλλὰ δίκας δ., ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 703, διανέμω, ἀποδίδω δικαιοσύνην)· δίκας διδόναι τινί, πληρώνω εἴς τινα, Ἡρόδ. 1. 2· τινός, διά τι πρᾶγμα, ὁ αὐτ. 106· τῶνδέ μοι δώσει δίκας Σοφ. Ἠλ. 538 κτλ.· ὡσαύτως, ἀντὶ ἢ ὑπέρ τινος Ἀριστοφ. Πλάτ. 433, Λυσίας 100. 9· ὡσαύτως, δίκην διδόναι ὑπό τινος, τιμωροῦμαι ὑπό…, Πλάτ. Γοργ. 525Β· ἀλλά, δίκας δοῦναι ἤθελον, συγκατετίθεντο νὰ ὑποβληθῶσιν εἰς δίκην, Θουκ. 1. 28· ― δίκας λαμβάνειν εἶνε ἐνίοτε = τῷ δ. διδόναι, Λατ. dare poenas, Ἡρόδ. 1. 115, Δημ. 110, ἐν τέλ., πρβλ. Ἐλμσλ. Ἡρακλ. 852· ἀλλὰ συνήθως = τῷ Λατ. sumere poenas, ἐπιβάλλω ποινήν, ἐκδίκησιν λαμβάνω, Λυσ. 94. 27, κτλ.· λαβεῖν δίκην παρά τινος Δημ. 544. 6, κτλ.· ― οὕτω, δίκην ἔχειν, ἔχω τὴν τιμωρίαν τινός, Ἀντιφῶν 124. 45, Πλάτ. Πολ. 529C (ἀλλ’ ὡσαύτως, ἔχω ἱκανοποίησιν, ὁ αὐτ. Νόμ. 319Ε· παρά τινος Ἡρόδ. 1. 45)· ― οὕτω καί, δίκας ἢ δίκην ὑπέχω, ὑφίσταμαι δίκην, ὑποβάλλομαι εἰς δίκην, ὁ αὐτ. 2. 118, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 552· δίκην παρέχειν Εὐρ. Ἱππ. 50· ― δίκην ὀφλεῖν ὑπό τινος, καταδικάζομαι εἰς ποινήν, Πλάτ. Ἀπολ. 39Β· δίκας λαγχάνειν τινὶ Δημ. 539. 23· δίκης τυγχάνειν παρά τινος ὁ αὐτ. 561. 1· δίκην ὀφλισκάνειν ἢ ὀφλεῖν ὁ αὐτ. 539. 21., 1158. 19, πρβλ. Ἀντιφῶντ. 131. 1· δίκην φεύγω, εἶμαι ὁ κατηγορούμενος ἐν τῇ δίκῃ (ἀντίθ. διώκω, εἶμαι ὁ κατήγορος), Δημ. 985. 6· ― δίκας αἰτέειν, ζητῶ ἱκανοποίησιν, τινός, διά τι πρᾶγμα, Ἡρόδ. 8. 114· δ. ἐπιτιθέναι τινὶ ὁ αὐτ. 1. 120· τινός, διά τι πρᾶγμα, Ἀντιφῶν 125. 37· ἐπιφέρειν Ἀριστ. Πολ. 5. 3, 4· δίκας ἀφιέναι τινὶ Δημ. 540. 11· δίκας ἑλεῖν, ἴδε ἐν λ. ἔρημος ΙΙ· δίκην τείσασθαι, ἴδε τίνω ΙΙ· ― ἐπὶ τέλους, δίκας διδόναι καὶ λαμβάνειν παρ’ ἀλλήλων, ἐπὶ ὑποτελῶν πολιτειῶν, αἵτινες ὤφειλον νὰ δικάζωσι τὰς ὑποθέσεις των ἐν τοῖς δικαστηρίοις τῆς ἀρχούσης πολιτείας, ὡς οἱ Αἰγινῆται ἐν Ἐπιδαύρῳ καὶ οἱ σύμμαχοι ἐν Ἀθήναις, Ἡρόδ. 5. 83, πρβλ. Ξεν. Ἀθην. 1, 18· δ. τῶν διαφόρων ἀλλήλοις διδόναι καὶ δέχεσθαι, ὑποβάλλειν τὰς πρὸς ἀλλήλους διαφορὰς εἰς εἰρηνικὴν διάλυσιν, Θουκ. 1, 40.
English (Autenrieth)
usage, custom, hence right, justice; αὕτη δίκη ἐστὶ βροτῶν, the ‘inevitable way,’ Od. 11.218; μνηστήρων οὐχ ἥδε δίκη τὸ πάροιθε τέτυκτο, Od. 18.275; ἣ γὰρ δίκη, ὁππότε πάτρης | ἧς ἀπέῃσιν ἀνήρ, Od. 19.168; δίκῃ ἠμείψατο, ‘in the way of justice,’ ‘with an appeal to justice,’ Il. 23.542; pl., judgments, decisions, Od. 11.570.
English (Strong)
probably from δεικνύω; right (as self-evident), i.e. justice (the principle, a decision, or its execution): judgment, punish, vengeance.
English (Thayer)
δίκης, ἡ (allied with δεικηυμι, Curtius, § 14), from Homer down;
1. custom, usage, (cf. Schmidt, chapter 18,4cf. 3).
2. right, justice.
3. a suit at law.
4. a judicial hearing, judicial decision, especially a sentence of condemnation; so in L T Tr WH καταδίκην).
5. execution of the sentence, punishment, (δίκην ὑπέχειν, δίκην (Sophocles El. 298; Aj. 113; Euripides, Or. 7), to suffer punishment, the goddess Justice, avenging justice: Hesiod theog. 902on; (of the avenging justice of God, personified, 4 Maccabees, p. 318, (he cites Philo adv. Flacc. § 18; Eusebius, h. e. 2,6, 8)).
Greek Monolingual
η (AM δίκη)
1. εκδίκαση μιας υποθέσεως για την εύρεση της αλήθειας και την απονομή της δικαιοσύνης
2. τιμωρία, ποινή («θεία δίκη»)
3. (η αιτ. ως επίρρ. με γεν.) (για ζώα και πράγματα) κατά τον τρόπο, τη συνήθεια, ως, σαν («όρμησε δίκην τίγρεως»)
μσν.
μέλλουσα κρίση
αρχ.
1. συνήθεια, έξη
2. επίρρ. δίκην
χάριν, ένεκα
3. καλή συνήθεια, τάξη, αρμονία, νόμος, δίκαιο
4. ισχύς, δύναμη
5. προσωποποιημένη θεά της δικαιοσύνης
6. (σε επιρρημ. ή εμπρόθ. χρήση) δίκαια, σωστά («δίκῃ, ἐν δίκῃ» κ.λπ.)
7. κρίση, γνώμη, απόφαση
8. δικαστική υπόθεση, δίκη ιδιωτική, σε αντίθεση με τη γραφή
9. δικαστήριο
10. ό,τι επιδιώκεται με τη δίκη ή το αποτέλεσμά της, εξιλασμός, ικανοποίηση, πρόστιμο
11. (κατά τους Πυθαγόρειους) α) ονομασία του τρία
β) αντί για το πέντε
12. η φυσική τάξη τών πραγμάτων
13. φρ. α) «δίκην λαμβάνω παρά τίνος» — τιμωρώ, εκδικούμαι
β) «δίκην λέγω» — αγορεύω κατά τη διεξαγωγή της δίκης
γ) «δίκην φεύγω» — κατηγορούμαι
δ) «δίκης τυγχάνω παρά τινος» — ενάγομαι
ε) «δίκην λαγχάνω τινί» — ενάγω
στ) «δίκην διώκω» — είμαι κατήγορος
ζ) «δίκην διδόναι τινί»
i) πληρώνω, τιμωρούμαι
ii) παίρνω εκδίκηση
η) «δίκας διδόναι και δέχεσθαι» — υποβάλλω τις διαφορές σε διαιτησία
θ) «δίκην ὀφλῶ ἡ ὀφλισκάνω» — καταδικάζομαι
ι) τὴν δίκην ἔχω
δίνω ικανοποίηση
ια) «δίκην αἰτῶ τινα» — ζητώ ικανοποίηση
ιβ) «δίκας αἱρῶ» — κερδίζω τη δίκη
ιγ) «δίκην ἐπιτίθημί τινι» — επιβάλλω ποινή
ιδ) «δίκην ἔχω» — τιμωρούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δίκη, σπάνια στον Όμηρο, σήμαινε αρχικά «κανόνας, τρόπος, συνήθεια, έθιμο» και χρησιμοποιούνταν παράλληλα με τη λ. θέμις. Η σημ. αυτή απαντά επίσης και στην μτγν. ποίηση και από αυτήν προήλθε και το επίρρ. δίκην «κατά τον τρόπο, ως, σαν». Υποστηρίχθηκε ότι η λ. συνδέεται με το δείκνυμι, με πρωταρχική σημ. «κατεύθυνση, διεύθυνση» και ίσως «καθορισμένη, υποδεδειγμένη γραμμή» (πρβλ. αρχ. ινδ. diś- και disā- «κατεύθυνση, ουράνια περιοχή και τρόπος»). Αργότερα, στην αττ. διάλεκτο, η λ. έγινε νομικός όρος και με τη σημ. αυτή εισήχθη στην Λατινική και Γερμανική (πρβλ. λατ. dicis causa «λόγου χάριν»), ενώ η λ. θέμις περιορίστηκε να δηλώνει τον θείο και ηθικό νόμο.
ΠΑΡ. δικάζω, δίκαιος, δικανικός
αρχ.
δικίδιον.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) δικηγόρος
αρχ.
δικηφόρος, δικογράφος, δικοδίφης, δικολόγος, δικομήτρα, δικορράπτης
αρχ.-μσν.
δικολέκτης
μσν.- νεοελλ.
δικολάβος
νεοελλ.
δικονομία. (Β' συνθετικό) άδικος, ανεπίδικος, αντίδικος, αυτόδικος, διάδικος, έκδικος, ένδικος, επίδικος, κατάδικος, σύνδικος, υπόδικος, φιλόδικος, φυγόδικος
αρχ.
αγνόδικος, αδωσίδικος, αμετρόδικος, ανάδικος, αντέκδικος, ανυπόδικος, απόδικος, αποινόδικος, απρόδικος, βαρύδικος, δικαιάδικος, δωσίδικος, εκκλησιέκδικος, εύδικος, ευθύδικος, εχθόσδικος, ιθύδικος, κοινόδικος, λαόδικος, μεγαλόδικος, μισόδικος, ορθόδικος, παλίνδικος, πάνδικος, παντάδικος, παρεπίδικος, πολύδικος, πρόδικος, σιδηροκατάδικος, συνέκδικος, υπέρδικος νεοελλ. αυτοκατάδικος, ελλανόδικος, εξώδικος, ληστοφυγόδικος, ομόδικος, πρωτέκδικος, πρωτόδικος, στρεψόδικος, υποδικοκατάδικος, φιλέκδικος].
Greek Monotonic
δίκη: [ῐ], ἡ,
I. συνήθεια, έθος, έξη, αὕτη δίκη ἐστὶ βροτῶν, αυτή είναι η φύση των θνητών, σε Ομήρ. Οδ.· ἡγὰρ δίκη ἐστὶ γερόντων, στο ίδ.· αιτ., δίκην ως επίρρ., κατά τη συνήθεια, όπως, κατά τον τρόπο, με γεν., δίκην ὕδατος, σε Αισχύλ., Πλάτ.
II. 1. δίκαιο που εξαρτάται από έθιμο, καλή συνήθεια, τάξη, αρμονία, σε Όμηρ. κ.λπ.
2. δίκη ἐστί, όπως το δίκαιόν ἐστι, σε Αισχύλ.· δίκῃ, δικαίως, προσηκόντως, ορθά, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ.· κατὰδίκην, σε Ηρόδ.· μετὰ δίκης, σε Πλάτ.· πρὸς δίκης, σε Σοφ.
III. κρίση, γνώμη, απόφαση, δίκην εἰπεῖν, βγάζω απόφαση, ετυμηγορώ, σε Ομήρ. Ιλ.· πληθ., δίκαιες κρίσεις, σε Όμηρ.
IV. 1. μετά τον Όμηρ., κάθε δικαστική ενέργεια, κυρίως, ιδιωτική έγκληση ή δίκη, αντίθ. προς γραφή (δημόσια καταγγελία ή αυταπάγγελτη δίωξη), σε Πλάτ. κ.λπ.
2. εκδίκαση της υπόθεσης, πρὸ δίκης, σε Θουκ.
3. ποινή που κατακυρώνεται από το δικαστή, πρόστιμο, δίκην τίνειν, ἐκτίνειν, σε Ηρόδ., Σοφ.· δίκην ή δίκας διδόναι, τιμωρούμαι, υπόκειμαι σε τιμωρία, Λατ. poenas dare, σε Ηρόδ., Αττ.· δίκας δοῦναι, επίσης, να υποβληθούν σε δίκη, σε Θουκ.· το δίκας λαμβάνειν, μερικές φορές, = δ. διδόναι, Λατ. dare poenas, σε Ηρόδ., Δημ.· αλλά συνήθως, όπως το Λατ. sumere poenas, επιβάλλω ποινή, παίρνω εκδίκηση, λαβεῖν δίκηνπαρά τινος, στον ίδ.· επίσης, δίκας ή δίκην ὑπέχειν, υποβάλλομαι σε δίκη, σε Ηρόδ., Σοφ.· δίκην παρέχειν, σε Ευρ.· δίκην ὀφλεῖν ὑπό τινος, υφίσταμαι τιμωρία, σε Πλάτ.· δίκην φεύγειν, είμαι ο κατηγορούμενος στη δίκη (αντίθ. προς το διώκειν, είμαι ο κατήγορος), σε Δημ.· δίκας αἰτέειν, αξιώνω αποζημίωση, τινός, για κάτι, σε Ηρόδ.· δίκην τίσασθαι, βλ. τίνω II· δίκας διδόναι καὶ λαμβάνειν παρ' αλλήλων, λέγεται για υποτελείς πόλεις-κράτη, των οποίων οι υποθέσεις εκδικάζονταν στα δικαστήρια της ηγεμονικής πολιτείας, στον ίδ.· δ. δοῦναι καί δέξασθαι, υποβάλλουν τις διαφορές σε ειρηνική διευθέτηση, σε Θουκ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: (the) way (of), custom, right, judgement, justice, lawsuit, trial, punishment (Il.).
Compounds: δικασπόλος judge (cf. αἴπολος etc.) with an acc. pl.
Derivatives: Dimin. δικίδιον (Ar.; see Fournier Les verbes "dire" 116). - δίκαιος right(ly) (Il.); with δικαιότης justice (X.) and δικαιοσύνη id. (Ion.-Att.; see Porzig Satzinhalte 225), with sec. δικαιόσυνος (of Zeus); denominative δικαιόω consider right, judge (Ion.-Att.) with δικαίωμα act of right and δικαίωσις lawsuit, punishment; also δικαιωτήριον place of punishment (Pl. Phdr. 249a; like δεσμωτήριον etc.) and δικαιωτής judge (Plu.) - δικανικός belonging to trials, often depreciative (Att.); the basis only in H.: δικανούς τοὺς περὶ τὰς δίκας διατρίβοντας H. The long α (Ar. Pax 534) acc. to Chantraine Anales de filcl 6, 45ff. from νεανικός; see also Björck Alpha impurum 256f., 279f. - δικαϊκός rightly (M. Ant.). - Denomin. δικάζω judge, Med. go to law (Il.; διαδικάζω Att.); from it δικαστής judge (Ion.-Att.) with δικαστικός belonging to a judge/justice (Pl.) and δικαστεία office of δικαστής (inscr.); rare δικαστήρ id. (Locr., Pamph. etc.), f. δικάστρια (Luc.), with δικαστήριον lawcourt (Ion.-Att.) with the dimin. δικαστηρίδιον (Ar.) and δικαστηριακός (Phld.); from δικάζω also δικαστύς (Epigr. Samos; Fraenkel 1, 32 A. 2), δικασμός (Ph.), δικασία (Aq.; διαδικασία Att.), διαδίκασμα (Lys.), δίκασις (sch.). - Privative compound ἄδικος unrightly with ἀδικία and ἀδικέω, from where ἀδίκημα (al Ion.-Att.). - On the hypostasis ἀδικίου because of unjustice see Wackernagel Synt. 2, 288; on ἀδίκιον Wackernagel-Debrunner Philol. 95, 190f.
Origin: IE [Indo-European] [188] *deiḱ- show
Etymology: Though identical with Skt. diśā (ep.) direction, part of heaven, δίκη is independent. Prob. from a root noun, seen in Skt. díś- direction, also way and preserved in Lat. dic-is causā (Wackernagel in W.-Hofmann 1, 860). Kretschmer Glotta 32, 2 thinks that δίκη replaced an old word for right, Lat. iūs, Skt. (Ved.) yóṣ hail, luck. The connection with right is old and also seen in Latin (dicis causa, iūdex) and Germanic, s. δείκνυμι. - Diff. on δίκη Palmer Trans. Phil. Soc. 1950, 149ff. S. Kretschmer Glotta 13, 267f. Monograph D. Loenen. Dikè. Een histor. semant. Analyse. Amsterdam 1948 (Mededel. Nederl. Ak. v. Wet. Letterk. NR 11: 6).
Middle Liddell
n
I. custom, usage, αὕτη δίκη ἐστὶ βροτῶν this is the custom of mortals, Od.; ἡ γὰρ δίκη ἐστι γερόντων Od.:—acc. δίκην as adv., after the manner of, c. gen., δίκην ὕδατος Aesch., Plat.
II. right as dependent on custom, law, right, Hom., etc.
2. δίκη ἐστι, like δίκαιόν ἐστι, Aesch.: —δίκῃ duly, rightly, Il., Trag.; κατὰ δίκην Hdt.; μετὰ δίκης Plat.; πρὸς δίκης Soph.
III. a judgment, δίκην εἰπεῖν to give judgment, Il.: pl. righteous judgments, Hom.
IV. after Hom., a lawsuit, properly, a private suit or action, opp. to γραφή (a public suit or indictment), Plat., etc.
2. the trial of the case, πρὸ δίκης Thuc.
3. the penalty awarded by the judge, δίκην τίνειν, ἐκτίνειν Hdt., Soph.; δίκην or δίκας διδόναι to make amends, suffer punishment, Lat. poenas dare, Hdt., Attic; δίκας δοῦναι, also, to submit to trial, Thuc.: —δίκας λαμβάνειν is sometimes = δ. διδόναι, Lat. dare poenas, Hdt., Dem.; but also like Lat. sumere poenas, to inflict punishment, take vengeance, λαβεῖν δίκην παρά τινος Dem.:—also, δίκας or δίκην ὑπέχειν to stand trial, Hdt., Soph.; δίκην παρέχειν Eur.: —δίκην ὀφλεῖν ὑπό τινος to incur penalty, Plat.; δίκην φεύγειν to be the defendant in the trial (opp. to διώκειν to prosecute), Dem.: —δίκας αἰτέειν to demand satisfaction, τινός for a thing, Hdt.; δίκην τίσασθαι, v. τίνω II: —δίκας διδόναι καὶ λαμβάνειν παρ' ἀλλήλων to have their causes tried, of subject-states whose causes were tried in the courts of the ruling state, Hdt.
Frisk Etymology German
δίκη: {díkē}
Grammar: f.
Meaning: ‘Weise, Sitte, Recht, Rechts-verhandlung, -sache, Strafe’ (seit Il.).
Derivative: Zahlreiche direkte und indirekte Ableitungen. 1. Deminutivum δικίδιον (Ar.; vgl. Fournier Les verbes "dire" 116). — 2. δίκαιος gerecht, rechtmäßig (seit Il.); davon die Abstrakta δικαιότης Gerechtigkeit (X., Pl. u. a.) und δικαιοσύνη ib. (ion. att.; vgl. Porzig Satzinhalte 225), wozu sekundär δικαιόσυνος als später Bein. des Zeus; denominatives Verb δικαιόω für gerecht halten, beanspruchen, verurteilen (ion. att.) mit δικαίωμα Rechtsanspruch und δικαίωσις Rechtsforderung, Bestrafung; auch δικαιωτήριον Strafort (Pl. Phdr. 249a; wie δεσμωτήριον usw.) und δικαιωτής Richter (Plu.) — 3. δικανικός zum Prozeß gehörig, sachwalterisch, rechthaberisch, oft herabsetzend (att.); das anscheinende Grundwort nur bei H.: δικανούς· τοὺς περὶ τὰς δίκας διατρίβοντας H. Die Vokallänge α an der einzigen metrischen Stelle, Ar. Pax 534, nach Chantraine Anales de filcl 6, 45ff. von νεανικός; andere Erklärungsversuche bei Björck Alpha impurum 256f., 279f.; ein *δικικός war jedenfalls lautlich unbequem. — 4. δικαϊκός gerecht (M. Ant.). — 5. Denominativum δικάζω richten, Recht sprechen, Med. prozessieren (seit Il.; διαδικάζω att.); davon δικαστής Richter (ion. att.) mit δικαστικός ‘zum Richter (zum Gericht) gehörig’ (Pl., X. u. a.) und δικαστεία Amt eines δικαστής (Inschr.; wie von *δικαστεύω; nach βασιλεία u. a.); selten δικαστήρ ib. (lokr., pamph. usw.), f. δικάστρια (Luk.), mit δικαστήριον Gerichtshof, Gericht (ion. att.; auch auf δικαστής bezogen, vgl. Chantraine Formation 313f., Fraenkel Nom. ag. 1, 2) mit dem Deminutivum δικαστηρίδιον (Ar.) und δικαστηριακός (Phld.); von δικάζω ebenso die seltenen Abstrakta δικαστύς (Epigr. Samos; Fraenkel 1, 32 A. 2), δικασμός (Ph.), δικασία (Aq. usw.; διαδικασία att.), διαδίκασμα (Lys.), δίκασις (Sch.). — Privativkompositum ἄδικος ungerecht mit ἀδικία und ἀδικέω, wovon ἀδίκημα (alles ion. att.). — Zur Hypostase ἀδικίου wegen Veruntreuung vgl. Wackernagel Synt. 2, 288; zu ἀδίκιον Wackernagel-Debrunner Philol. 95, 190f.
Etymology: Obwohl mit aind. diśā (ep.) Richtung, Himmelsgegend formal identisch, stellt δίκη eine davon unabhängige Bildung dar. Zugrunde liegt wahrscheinlich ein altes Wurzelnomen, das in aind. díś- Richtung, Himmelsgegend, auch Weise noch erhalten ist und auch in dem erstarrten lat. Ausdruck dic-is causā vermutet wird (zuletzt Wackernagel bei W.-Hofmann 1, 860). Als ursprüngliches Wurzelnomen kann δίκη ebensowohl die Weiserin wie die Weisung heißen. Nach Kretschmer Glotta 32, 2 soll δίκη ein altes Erbwort für Recht, lat. iūs, aind. (ved.) yóṣ Heil, Glück ersetzt haben. Die Beziehung dieser Wortsippe auf das Rechtswesen ist indessen alt und kommt auch im Latein (dicis causa, iūdex) und im Germanischen zum Vorschein, s. δείκνυμι, wo auch weitere Verwandte. — Anders über δίκη Palmer Trans. Phil. Soc. 1950, 149ff. (= ‘Merkmal, (Grenz)zeichen’), Hirzel Themis, Dike und Verwandtes. Leipzig 1907 (zu δικεῖν; dagegen Kretschmer Glotta 1, 381). S. noch Kretschmer Glotta 13, 267f. (zu V. Ehrenberg Die Rechtsidee im frühen Griechentum. Leipzig 1921). Monographische Behandlung von D. Loenen. Dikè. Een histor. semant. Analyse. Amsterdam 1948 (Mededel. Nederl. Ak. v. Wet. Letterk. NR 11: 6).
Page 1,393-394
Chinese
原文音譯:d⋯kh 笛咳
詞類次數:名詞(4)
原文字根:義(的事) 相當於: (רִיב / רִיבָה)
字義溯源:公正*,公義的刑罰,懲罰,刑罰,宣判,定罪,天理;或源自(δείκνυμι / δεικνύω)=顯示*)
同源字:1) (ἀδικέω)行不義 2) (ἀδίκημα)惡行 3) (ἀδικία)不公義 4) (ἄδικος / ἀδικοκρίτης)不義的 5) (ἀδίκως)不義地 6) (ἀντίδικος)對頭 7) (δικαιοκρισία)公義判決 8) (δίκαιος)公平的 9) (δικαιοσύνη)公平 10) (δικαιόω)稱義 11) (δικαίωμα)公平的行為 12) (δικαίως)公平地 13) (δικαίωσις)宣告無罪 14) (δικαστής)審判官 15) (δίκη / καταδίκη)公正 16) (ἐκδικέω)辯護 17) (ἐκδίκησις)辯白 18) (ἔκδικος)伸張公義 19) (ἔνδικος)合乎公正的 20) (δικάζω / καταδικάζω)判罰 21) (καταδίκη)法庭宣判 22) (ὑπόδικος)在判決之下
出現次數:總共(4);徒(2);帖後(1);猶(1)
譯字彙編:
1) 刑罰(2) 帖後1:9; 猶1:7;
2) 天理(1) 徒28:4;
3) 宣判(1) 徒25:15
English (Woodhouse)
retribution, trial, verdict, action at law, at law, case at law, cause at law, civil suit, judicial trial, law suit, legal case, legal decision, legal justice, legal right, legal suit, proceedings
Mantoulidis Etymological
(=τό ὀρθό, τό δίκαιο). Ἀπό ρίζα δικ- τοῦ δείκνυμι.
Παράγωγα: δικάζω, δίκαιος, δικαιοσύνη, δικαιόω (=διορθώνω), δικαίωσις, δικανικός, δικαστήριον, δικαστής, δικαστικός, δικάσιμος, ἀδίκαστος, διαδικασία, δικαστήρ, δικάστρια, δικασμός, δικαιολογοῦμαι, δικαιολογία, σύνδικος, φυγοδικῶ, χειροδίκης, χειροδικῶ.
Lexicon Thucydideum
ius, law, right, 3.67.5,
iure, justly, rightly, 7.57.1.
iniuria, wrong, injustice, 3.52.2. 3.84.1.—
iudicium, judgment, 1.28.5, 1.39.1, 1.39.2. 1.78.4, 1.86.3, 1.141.1. 1.145.1. 2.53.4, 3.53.1, 3.67.5, 3.70.3, 3.81.2, 4.118.8, 4.122.4, 4.122.5, 6.60.3, 6.61.6, 7.18.2, 7.18.3, (in ius provocantibus, appealing to the law). 8.54.4, —
causa, lis, case, dispute, 1.77.1, 3.57.1, 4.118.6, 5.31.3, 5.41.2, 5.60.6, [vulgo commonly στρατιᾶς] 8.68.2, [praeterea besides θανάτου δίκῃ κρίνεσθαι vulgo commonly 3.57.3, ubi nunc where now δίκῃ deletum; cf. Popp. adn. deleted; compare Poppo's note] deserto vadimonio, with forfeited bail, 6.61.7,
iudidicibus rem diiudicandam permittere, to allow the judges to decide the case, 1.28.2, 1.85.2, 1.140.2, 1.144.2, 4.118.8, 5.27.2, 5.59.5, 5.79.1, 5.79.17.18.2,
poenas dare, to pay the penalty, 6.29.1.
vicissim, in turn, alternately, 3.66.3.
solvere, to loosen, release, set sail, 5.49.1.
Translations
lawsuit
Afrikaans: saak; Arabic: دَعْوَى; Armenian: հայց; Azerbaijani: dava, iddia; Belarusian: іск, пазоў; Bulgarian: съдебен процес, иск; Catalan: plet, litigi, causa; Chinese Cantonese: 訴訟/诉讼, 官司; Mandarin: 訴訟/诉讼, 官司; Czech: soudní proces, proces, soudní pře; Danish: retssag; Dutch: rechtszaak, zaak; Esperanto: proceso, juĝafero; Finnish: siviilikanne, kanne, oikeusjuttu; French: poursuite judiciaire, procès, poursuite; Galician: preito, litixio; German: Gerichtsverfahren, Rechtsstreit, Prozess, Klage; Alemannic German: Chlegti; Greek: αγωγή, μήνυση; Hindi: दावा; Hungarian: per, kereset, ügy, panasz, bírósági eljárás; Irish: agra dlí, cúis dlí, tagra; Italian: causa di tribunale, causa; Japanese: 訴訟; Korean: 소송(訴訟); Latin: lis, dica; Lithuanian: skundas; Macedonian: парница; Middle English: sute, questioun, askynge, accion, ple; Mongolian: заалдлага; Ottoman Turkish: یارغو; Persian: دعویٰ; Plautdietsch: Jerechtsstriet; Polish: pozew; Portuguese: processo judicial, processo, pleito; Romanian: caz judiciar, proces, cauză; Russian: иск, тяжба, процесс, судебный процесс; Scottish Gaelic: cùis-lagha; Slovak: súdny proces; Spanish: proceso judicial, proceso, pleito, litigio, acción, causa; Tagalog: pleyto; Tajik: даъво; Telugu: వ్యాజ్యము; Turkish: dava; Ugaritic: 𐎘𐎔𐎉; Ukrainian: позов, судовий процес; Urdu: مُقَدَّمَہ, دعویٰ; Welsh: achos cyfreithiol, achos cyfraith, cyngaws
custom
Adyghe: хабзэ; Afrikaans: gebruik; Albanian: doke, adet; Arabic: عَادَة, عُرْف; Armenian: սովորույթ, սովորություն; Avar: гӏадат; Azerbaijani: adət, adət-ənənə; Bashkir: ғәҙәт; Belarusian: звычай; Bengali: প্রথা, রসম, রেওয়াজ, আদত; Bulgarian: обичай, привичка, навик; Burmese: ထုံးစံ, ဓလေ့; Catalan: costum; Cebuano: batasan; Chechen: ӏадат; Chinese Mandarin: 習慣/习惯, 習俗/习俗, 風俗/风俗, 俗例; Czech: obyčej, zvyk; Danish: skik, sædvane; Dutch: manieren, gebruiken; Esperanto: kutimo; Estonian: tava, komme; Finnish: tapa; French: coutume; Galician: costume, doito, vezo; Georgian: ჩვეულება, წესი; German: Brauch, Gewohnheit, Sitte; Gothic: 𐌱𐌹𐌿𐌷𐍄𐌹; Greek: συνήθεια; Ancient Greek: συνήθεια, δίκη; Hebrew: מִנְהָג; Hindi: रिवाज, रस्म, प्रथा; Hungarian: szokás; Iban: adat; Icelandic: siðvenja; Ido: kustumo; Indonesian: adat; Irish: nós, gnás, béas, cleachtadh; Italian: usanza, costume, uso; Japanese: 習慣, 風俗; Kazakh: ғұрып, әдет, әдет-ғұрып, салт; Khmer: ទំនៀម, ប្រវេណី, ប្រពៃណី; Korean: 습관(習慣), 풍속(風俗), 풍습; Kyrgyz: адат, урп-адат, салт; Lao: ກະບິນ, ຈາລີດ, ທັມນຽມ; Latin: consuetudo; Latvian: paraža, paradums; Lithuanian: paprotys; Macedonian: обичај, навика; Malay: adat; Malayalam: ആചാരം; Maore Comorian: mila, udzevu; Mongolian: ёс, заншил; Norwegian Bokmål: bruk, skikk; Occitan: costuma; Old English: behogadnes; Ottoman Turkish: قاعده; Pashto: دود, رسم, عرف; Persian: رسم, عادت, هند, عرف; Plautdietsch: Tracht, Sitten; Polish: zwyczaj, obyczaj, nawyk, moda; Portuguese: costume, hábito; Romanian: obicei; Romansch: disa, deisa, adüs; Russian: обычай, привычка; Scottish Gaelic: cleachdadh; Serbo-Croatian Cyrillic: обичај; Roman: običaj; Sicilian: usu, abbitùddini, usanza, custumi, tradizziuni; Slovak: obyčaj, zvyk; Slovene: običaj; Southern Altai: јаҥ; Spanish: habituación, costumbre, usanza; Swedish: sed, vana, sedvänja; Tagalog: ugali; Tajik: расм, одат, урфу одат, урф; Tamil: வழமை; Thai: แบบแผน, ธรรมเนียม, จารีต; Turkish: adet, görenek; Turkmen: adat, urp-adat, dessur; Ukrainian: звичай, обичай; Urdu: رواج, رسم, ضابطہ, عرف; Uyghur: رەسىم; Uzbek: odat; Vietnamese: tập quán, phong tục, tục lệ; Walloon: uzaedje; White Hmong: cai
punishment
Albanian: dënim, ndëshkim; Arabic: عِقَاب, جَزَاء, مُجَازَاة; Armenian: պատիժ, պատժում; Old Armenian: պատիժ, պատուհաս; Asturian: castigu; Azerbaijani: cəza; Bashkir: яза; Belarusian: пакаранне, кара; Bengali: সাজা, দণ্ড; Bulgarian: наказание; Burmese: ဒဏ်, အပြစ်; Catalan: punició, puniment; Cherokee: ᎤᏓᏍᏛᏗᏍᏗ; Chinese Mandarin: 懲罰/惩罚, 刑罰/刑罚; Cornish: kessydhyans; Czech: trest; Danish: straf; Dutch: bestraffing, straf; Esperanto: puno; Estonian: karistus; Faroese: revsing; Finnish: rankaiseminen, rankaisu; French: punition, châtiment; Galician: castigo, punición; Georgian: დასჯა; German: Strafe, Bestrafung; Gothic: 𐌰𐌽𐌳𐌰𐌱𐌴𐌹𐍄; Greek: τιμωρία; Ancient Greek: ἀνταπόδομα, ἀνταπόδοσις, ἀντίδοσις, ἀντιμισθία, ἀντίποινα, δίκη, ἐκδικία, ἔκτεισις, ἔκτεισμα, ἐπεξέλευσις, ἐπιζάμια, ἐπιζήμια, ἐπίπλαξις, ἐπίπληξις, ἐπιπομπή, ἐπισκοπή, ἐπιτίμησις, ἐπιτίμιον, τὰ ἐπίχειρα, εὔθυνα, ζημία, ζημίωμα, ζημίωσις, κατάκριμα, κέντημα, κόλασμα, κολασμός, κυφωνισμός, νέμεσις, ποίνημα, τὰ ἐπιζάμια, τὰ ἐπιζήμια, τιμώρημα, τιμώρησις, τιμωρία, τίσις, ὑπεξέλευσις; Hebrew: עונש \ עֹנֶשׁ, עֲנִישָׁה; Hindi: सज़ा, दण्ड; Hungarian: büntetés; Icelandic: refsing; Indonesian: hukuman; Italian: punizione, pena, castigo; Japanese: 罰, 懲罰, 処罰, 刑罰; Kazakh: жаза; Khmer: ទណ្ឌ, ទណ្ឌកម្ម, ទណ្ឌកិច្ច; Korean: 처벌(處罰), 벌(罰), 형벌(刑罰), 징벌(懲罰); Kurdish Northern Kurdish: ceza; Kyrgyz: жаза; Lao: ໂທດ, ທັນ; Latin: supplicium, poena; Latvian: sods, sodīšana; Lithuanian: bausmė; Luxembourgish: Strof; Macedonian: казна, казнување; Malay: hukuman, seksa, dera; Malayalam: ശിക്ഷ; Mongolian Cyrillic: шийтгэл; Norman: peunnition; Norwegian Bokmål: straff; Occitan: puniment; Old English: wīte; Pashto: جزاء, ايداد, مجازات; Persian: تنبیه, جزا, مجازات; Polish: karanie, kara; Portuguese: punição; Quechua: wanay; Romanian: pedepsire, pedeapsă; Russian: наказание, кара; Sanskrit: दण्ड, दम, निग्रह; Scottish Gaelic: peanasachadh; Serbo-Croatian Cyrillic: ка̏зна; Roman: kȁzna; Slovak: trest; Slovene: kazen; Spanish: castigo; Swedish: straff; Tajik: ҷазо, сазо, муҷозот; Tamil: தண்டம், தண்டனம்; Tatar: җәза; Thai: โทษ, ทัณฑ์; Turkish: ceza; Turkmen: jeza; Ukrainian: покарання, кара; Urdu: سَزا, دَنْڈ; Uyghur: جازا; Uzbek: jazo; Vietnamese: hình phạt, trừng trị, sự phạt; Yiddish: שטראָף; Zazaki: ceza
arbitration
Armenian: արբիտրաժ; Bulgarian: арбитраж; Chinese Mandarin: 仲裁; Dutch: arbitratie; Finnish: välimiesmenettely, arbitraatio; French: arbitrage; Georgian: არბიტრაჟი; German: Schiedsspruch; Greek: διαιτησία; Ancient Greek: βραβεία, δίαιτα, δίκη; Indonesian: arbitrase; Italian: arbitraggio; Japanese: 仲介; Latin: arbitrium; Malayalam: മദ്ധ്യസ്ഥത, ആർബിട്രേഷൻ; Mongolian: арбитраж; Polish: arbitraż; Portuguese: arbitragem, arbitramento, arbitração; Romanian: arbitrare, arbitraj; Russian: арбитраж; Spanish: arbitraje; Ukrainian: арбітраж