ψυχή: Difference between revisions

From LSJ

Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin

Menander, Monostichoi, 313
m (Text replacement - "''111''" to "''III''")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=psychi
|Transliteration C=psychi
|Beta Code=yuxh/
|Beta Code=yuxh/
|
|
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 16:10, 31 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψῡχή Medium diacritics: ψυχή Low diacritics: ψυχή Capitals: ΨΥΧΗ
Transliteration A: psychḗ Transliteration B: psychē Transliteration C: psychi Beta Code: yuxh/

English (LSJ)

A life, λύθη ψ. τε μένος τε Il.5.296, etc.; ψ. τεκαὶ αἰών 16.453, cf. Od.9.523; θυμοῦ καὶ ψ. Il.11.334, Od.21.154; λαυκανίην, ἵνα τε ψυχῆς ὤκιστος ὄλεθρος Il.22.325; ψυχὰς παρθέμενοι at hazard of their lives, Od.3.74,9.255; αἰεὶ ἐμὴν ψ. παραβαλλόμενος Il.9.322; λίσσου' ὑπὲρ ψ. καὶ γούνων by your life, 22.338; so ἀντὶ ψ. S.OC1326: but περὶ ψ. to save their life, Od.9.423; περί τε ψυχέων ἐμάχοντο 22.245; περὶ ψ. θέον Ἕκτορος Il.22.161; τρέχων περὶ τῆς ψ. Hdt.9.37; τῆς ἐμῆς περὶ ψ. A.Eu.115, cf. E.Hel.946, Heracl.984; περὶ ψ. κινδυνεύων Antipho 2.1.4, cf. Th. 8.50; ἁγὼν . . σῆς ψ. πέρι S.El.1492, cf. E.Ph.1330, Or.847, X.Cyr.3.3.44; τὸν περὶ ψ. δρόμον δραμεῖν Ar.V.375 (lyr.); ἀγωνίζεσθαι περὶ τῆς ψ. X.Eq.Mag.1.19; ὃ ἂν θέλῃ, ψυχῆς ὠνεῖται [θυμός] in exchange for life, Heraclit.85; τῆς ψ. πρίασθαί τι X.Cyr.3.1.36; τί γὰρ δοῖ ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψ. αὐτοῦ; Ev.Marc.8.37. In early poets: ψυχὰν ἀποπνεῖν Simon.52; ψυχὰς ἔχοντες κυμάτων ἐν ἀγκάλαις Archil.23; ψυχέων φειδόμενοι Tyrt.10.14; θειδωλὴν ψ. θέμενος Sol.13.46; ψυχῆς εἵνεκα καὶ βιότου Thgn.730; ψυχὰν Ἀΐδᾳ τελέων Pi.I.1.68; ψυχὰς βαλον Id.O.8.39; χαλκῷ ἀπὸ ψυχὴν ἀρύσας Emp.138; τοὐμὸν ἐκπίνουσ' ἀεὶ ψυχῆς ἄκρατον αἷμα S.El.786; τῆς ἐμῆς ψ. γεγώς ib.775; τὴν ψ. ἐκπίνουσιν Ar.Nu.712 (anap.); ψ. ἀφήσω E.Or.1171; ψ. σέθεν ἔκτεινε Id.Tr.1214; ψ. παραιτέεσθαι Hdt.1.24; ποινὴν τῆς Αἰσώπου ψ. satisfaction for the life of A., Id.2.134; ψυχῆς ἀποστερῆσαί τινα Antipho 4.1.6, cf. Th.1.136, etc.; τὴν ψ. ἢ τὴν οὐσίαν ἢ τὴν ἐπιτιμίαν τινὸς ἀφελόμενος Aeschin.2.88; τὸ τῆς ψ. ἀπαιτηθεὶς χρέος LXX Wi.15. 8, cf. Ev.Luc.12.20; ζητοῦσι τὴν ψ. μου LXX 3 Ki.19.10, cf. Ev.Matt. 2.20; τὴν ψ. αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων Ev.Jo.10.11, etc.; δεῖρον ἄχρις ἡ ψ… ἐπὶ χειλέων λειφθῇ within an inch of his life, Herod.3.3:—the phrase ἐν τῇ χειρὶ τὴν ψ. ἔχοντα taking his life in his hands, is prob. f.l. in Xenarch.4.20; ἡ ψ. μου ἐν ταῖς χερσί [σου] διὰ πάντος LXX Ps.118(119).109, cf. 1 Ki.19.5, 28.21, al.; of life in animals, Od.14.426, Hes.Sc.173, Pi.N.1.47, etc.; τὰ ἄλλα ζῷα, ὅσα ψ. ἔχει Anaxag.4, cf. 12; πάντων τῶν ζῴων ἡ ψ. τὸ αὐτό, ἀήρ Diog. Apoll.5 (cf. infr. IV. 1); ἡ φύσις τοιαύτη πάντων ὅσσα ψ. ἔχει Democrit.278; ἐπῴζει καὶ ποιεῖ ψ. ἔχειν (of incubation) Epich.172; [ἑρπετὸν] ὃ ἔχει ἐν ἑαυτῷ ψ. ζωῆς LXX Ge.1.30; ἡ ψ. πάσης σαρκὸς αἷμα αὐτοῦ ἐστιν ib.Le.17.11, cf. De.12.23. 2 metaph. of things dear as life, χρήματα γὰρ ψ… βροτοῖσι Hes.Op.686; πᾶσι δ' ἀνθρώποις ἄρ' ἦν ψ. τέκν' E.Andr.419; τἀργύριόν ἐστιν αἷμα καὶ ψ. βροτοῖς Timocl.35; so as an endearing name, Hld.1.8, al.; ζωὴ καὶ ψ. Juv.6.195; ψ. μου Mart.10.68. II in Hom., departed spirit, ghost (ὑποτίθεται [Ὅμηρος] τὰς ψ. τοῖς εἰδώλοις τοῖς ἐν τοῖς κατόπτροις φαινομένοις ὁμοίας . . ἃ καθάπαξ ἡμῖν ἐξείκασται καὶ τὰς κινήσεις μιμεῖται, στερεμνιώδη δὲ ὑπόστασιν οὐδεμίαν ἔχει εἰς ἀντίληψιν καὶ ἁφήν Apollod. Hist.Fr.102(a)J.); ψ. Πατροκλῆος . . πάντ' αὐτῷ . . ἐϊκυῖα Il.23.65: freq. in Od.11, ψ. Ἀγαμέμνονος, Ἀχιλῆος, etc., 387, 467, al.; ψ. καὶ εἴδωλον Il.23.104, cf. 72, Od.24.14; ψ. κατὰ χθονὸς ᾤχετο τετριγυῖα Il.23.100; ψυχὰς ἡρώων, opp. αὐτούς, 1.3, cf. Hes.Sc.151; ψυχαὶ δ' Ἄϊδόσδε κατῆλθον Il.7.330; ψ. δὲ κατ' οὐταμένην ὠτειλὴν ἔσσυτ' ἐπειγομένη 14.518; sts. hardly dist. from signf. 1, ἅμα ψ. τε καὶ ἔγχεος ἐξέρυσ' αἰχμήν 16.505; in swoons it leaves the body, τὸν δὲ λίπε ψ. 5.696; so in later writers (seldom in Trag.), σὺν Ἀγαμεμνονίᾳ ψυχᾷ Pi.P.11.21; ἑὰν ψυχὰν κομίξαι ib.4.159, cf. N.8.44; αἱ ψ. ὀσμῶνται καθ' Ἅιδην Heraclit.98; πέμψατ' ἔνερθεν ψυχὴν ἐς φῶς A.Pers.630 (anap.); ποτωμένην ψ. ὑπὲρ σοῦ E.Or.676, cf. Fr. 912.9 (anap.); τὰς τῶν κεκμηκότων ψ., αἷς ἐστιν ἐν τῇ φύσει τῶν αὑτῶν ἐκγόνων κήδεσθαι Pl.Lg.927b; ψ. σοφαί, perh. 'wise ghosts', Ar.Nu. 94; δὶς ἀποθανουμένη ψ. Anon. ap. Plu.2.236d. III the immaterial and immortal soul, first in Pindar, ἐς τὸν ὕπερθεν ἅλιον κείνων . . ἀνδιδοῖ [Φερσεφόνα] ψυχὰς πάλιν Fr.133, cf. Pl.Men.81b; εἰπόντες ὡς ἀνθρώπου ψ. ἀθάνατός ἐστι Hdt.2.123; ἀγένητόν τε καὶ ἀθάνατον ψ. Pl.Phdr.246a, cf. Phd.70c, al.; ἀθάνατος ἡμῶν ἡ ψ. καὶ οὐδέποτε ἀπόλλυται Id.R.608d; ἁψ. τῷ σώματι συνέζευκται καὶ καθάπερ ἐν σάματι τέθαπται Philol.14, cf. Pl.Cra.400c: hence freq. opp. σῶμα, ψ. καὶ σῶμα X.Mem.1.3.5, cf. An.3.2.20; ψ. ἢ σῶμα ἢ συναμφότερον, τὸ ὅλον τοῦτο Pl.Alc.1.130a; εἰς θηρίου βίον ἀνθρωπίνη ψ. ἀφικνεῖται καὶ ἐκ θηρίου . . πάλιν εἰς ἄνθρωπον Id.Phdr.249b; κατὰ τοὺς Πυθαγορικοὺς μύθους τὴν τυχοῦσαν ψ. εἰς τὸ τυχὸν ἐνδύεσθαι σῶμα Arist.de An. 407b22; οὐδὲ τοῦτο ἐπείσθην, ὡς ἡ ψ., ἕως μὲν ἂν ἐν θνητῷ σώματι ᾖ, ζῇ, ὅταν δὲ τούτου ἀπαλλαγῇ, τέθνηκεν X.Cyr.8.7.19; ἀνθρώπου γε ψ., ἣ τοῦ θείου μετέχει, . . ὁρᾶται δ' οὐδ' αὐτή Id.Mem.4.3.14, cf. Cyr. 8.7.17; αἰθὴρ μὲμ ψυχὰς ὑπεδέξατο, σώ[ματα δὲ χθών] IG12.945 (v B. C.); ὁπόταμ ψ. προλίπῃ φάος ἀελίοιο Orph.Fr.32f.1; ἡμεῖς ἐσμεν ψ., ζῷον ἀθάνατον ἐν θνητῷ καθειργμένον φρουρίῳ Pl.Ax. 365e. IV the conscious self or personality as centre of emotions, desires, and affections, χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί Pi.N.9.39; μορφὰν βραχύς, ψυχὰν δ' ἄκαμπτος Id.I.4(3).53(71); ἐνίους τῶν καλῶν τὰς μορφὰς μοχθηροὺς ὄντας τὰς ψ. X.Oec.6.16; θνητοῦ σώματος ἔτυχες, πειρῶ τῆς ψ. ἀθάνατον μνήμην καταλιπεῖν Isoc.2.37; opp. material blessings, κτεάνων ψ. ἔχοντες κρέσσονας Pi.N.9.32; μήτε σωμάτων ἐπιμελεῖσθαι μήτε χρημάτων . . οὕτω σφόδρα ὡς τῆς ψ. ὅπως ὡς ἀρίστη ἔσται Pl.Ap. 30b, cf. 29e: hence regarded in abstraction, τὸ παρεχόμενον ἡμῶν ἕκαστον τοῦτ' εἶναι μηδὲν ἀλλ' ἢ τὴν ψ., τὸ δὲ σῶμα ἰνδαλλόμενον ἡμῶν ἑκάστοις ἕπεσθαι Pl.Lg.959a; ἡ ψ. ἐστιν ἄνθρωπος Id.Alc.1.130c; οὐδὲ νῦν τήν γ ἐμὴν ψ. ἑωρᾶτε X.Cyr.8.7.17, cf. supr.III: sts., therefore, distd. from oneself, ψ. γὰρ ηὔδα πολλά μοι μυθουμένη S.Ant.227; ἡ ψ. μου πεπότηται Ar.Nu.319 (anap.); τί ποτ' ἔστι μαθεῖν ἔραται ψ. E.Hipp.173 (anap.); ἄλλο τι βουλομένη ἑκατέρου ἡ ψ. δήλη ἐστίν Pl.Smp.192c; οἴμοι ψυχή woe is me! LXX Mi.7.1; καὶ ἐρῶ τῇ ψ. μου, "yuxh/, e)/xeis polla\ a)gaqa/" Ev.Luc.12.19; in periphrases, ψ. Ὀρέστου, = Ὀρέστης, S.El.1127, al.: but τὴν Φιλοκτήτου ψ. ἐκκλέψεις his wits, Id.Ph.55; ἡ δ' ἐμὴ ψ. τέθνηκεν Id.Ant.559, cf. OC999; so ψυχαί abs., = ἄνθρωποι, ψ. ὀλέσασα A.Ag.1457 (lyr.); ψ. πολλαὶ ἔθανον many souls perished, Ar.Th.864; πᾶσαι αἱ ψ., υἱοὶ καὶ αἱ θυγατέρες λ γ LXX Ge.46.15, cf. Ex.12.4, al.; [κιβωτὸς] εἰς ἣν ὀλίγοι, τοῦτ' ἔστιν ὀκτὼ ψ., διεσώθησαν 1 Ep.Pet.3.20. In apostrophe, μή, φίλα ψ. Pi.P.3.61; ὦ μελέα ψ. S.Ph.712 (lyr.); ὦ ἀγαθὴ καὶ πιστὴ ψ. X.Cyr.7.3.8; in referring to persons, ὅταν μεγάλη ψ. φυῇ Pl.R. 496b (cf. μεγαλόψυχος) ; καλεῖται γοῦν ἡ ψ. Κρινοκοράκα the creature, Thphr.Char.28.2; πάσῃ ψ. τετελευτηκυίᾳ LXX Nu.6.6,ΙΙ; πᾶσα ψ. ὑποτασσέσθω Ep.Rom.13.1, etc.: generally, being, ψυχὴ ζῶσα living creature, LXX Ge.1.24, cf. 20(pl.). 2 of various aspects of the self, ἐν πολέμοιο μάχαις τλάμονι ψ. παρέμειν) enduring heart, Pi.P.1.48; διεπειρᾶτο αὐτοῦ τῆς ψ. Hdt.3.14, ἦν ηὰρ . . ψυχὴν οὐκ ἄκρος poor-spirited, Id.5.124; ψυχὴν ἄριστε πάντων Ar.Eq.457; καρτερὰν ψ. λαβεῖν Id.Ach.393; κράτιστοι ἂν τὴν ψ. κριθεῖεν Th.2.40; τοῖς σώμασι δύνανται τὰς δὲ ψ. οὐκ ἔχουσιν Lys.10.29; ὁ γὰρ' λόγχην ἀκονῶν καὶ τὴν ψ. τι παρακονᾷ X.Cyr.6.2.33, cf. Oec.21.3. 3 of the emotional self, ὑπείργασμαι μὲν εὖ ψυχὴν ἔρωτι E.Hipp.505, cf. 527 (lyr.); πάνυ μου ἡ ψ. ἐπεθύμει X.Oec.6.14; τίνα ποτὲ ψ. ἔχων; Lys.32.12; τίν' οἴεσθ' αὐτὴν ψ. ἕξειν, ὅταν ἐμὲ ῒδῃ; how will she feel? D.28.21; μία ψ., prov. of friends, Arist.EN1168b7; ψ. μία ἤστην prob. in Phryn. PSp.128B.; of appetite, ψυχῇ διδόντες ἡδονήν A.Pers.841 (s. v.l.), cf. Epich.297, Theocr.16.24; λίχνῳ δὲ ὄντι τὴν ψ. Pl.R.579b; τῷ δὲ ἡ ψ. σῖτον μὲν οὐ προσίετο, διψῆν δ' ἐδόκει X.Cyr.8.7.4. 4 of the moral and intellectual self, ἀπὸ πάμπαν ἀδίκων ἔχειν ψ. Pi.O. 2.70; ψ. τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην S.Ant.176; ἀρκεῖν . . κἀντὶ μυρίων μίαν ψ. τάδ' ἐκτίνουσαν, ἢν εὔνους παρῇ Id.OC499; ψ. γὰρ εὔνους καὶ φρονοῦσα τοὔνδικον Id.Fr.101; ἡ κακὴ σὴ ψ. Id.Ph.1014; ψυχῆς κατήγορος κακῆς X.Oec.20.15, cf. Pl.R.353e; ἡ βουλεύσασα ψ. Antipho 4.1.7, cf. Pl.Lg.873a; τὸ σῶμα ἀπειρηκὸς ἡ ψ. συνεξέσωσεν . . διὰ τὸ μὴ ξυνειδέναι ἑαυτῇ the mind conscious of innocence, Antipho 5.93; τὸ ἐπιμελεῖσθαι καὶ ἄρχειν καὶ βουλεύεσθαι . . ἐσθ' ὅτῳ ἄλλῳ ἢ ψυχῇ δικαίως ἂν ἀποδοῖμεν; Pl.R.353d; τὴν τῆς ψ. ἐπιμέλειαν X.Mem. 1.2.4, Isoc.15.304; τὰ ἐν τῇ ψ. διὰ τὴν παιδείαν ἐγγιγνόμενα ib.290; τῆς ψ. ἐξελθούσης, ἐν ᾗ μόνῃ γίγνεται φρόνησις X.Mem.1.2.53; νοῦς τε καὶ ψ. Pl.Cra.400a, cf. Phdr.247c, al.; ἐμπαίει τί μοι ψυχῇ σύνηθες ὄμμα S.El.903; ἰδὼν μὲν γνούς τε σῇ ψ., τέκνον E.Tr.1171. Phrases:— ἐκ τῆς ψ. φίλος X.An.7.7.43; ἀπὸ τῆς ψ. φιλεῖν with all the heart, Thphr. Char.17.3; βόσκοιτ' ἐκ ψυχᾶς τὰς ἀμνάδας Theoc.8.35; ὅλῃ τῇ ψ. κεχαρίσθαι τινί X.Mem.3.11.10; οὐκ ἐᾷ ἡμᾶς οὐδὲ ψυχῆς λαχεῖν he won't let us call our soul our own, Phryn.PSp.128B. 5 of animals, ψ. μεγαλόφρων, of a horse, X.Eq.11.1; θηρίων ψ. ἡμεροῦμεν Isoc.2.12; ψ. χηνός, ὀρτυγίου, Eub.101, Antiph.5. 6 of inanimate things, πᾶσα πολιτεία ψ. πόλεώς ἐστιν Isoc.12.138, cf. 7.14; ἡ τῶνδε τῶν ἀνδρῶν ἀρετὴ τῆς Ἑλλάδος ἦν ψ. D.60.23; οἷον ψ. ὁ μῦθος τῆς τραγῳδίας Arist.Po.1450a38; also of the spirit of an author, D.H.Lys.11. V Philosophical uses: 1 In the early physicists, of the primary substance, the source of life and consciousness, ὁρίζονται πάντες (sc. οἱ πρότεροι) τὴν ψ. τρισίν, κινήσει, αἰσθήσει, τῷ ἀσωμάτῳ Arist.de An. 405b11; τὸν λίθον ἔφη [Θαλῆς] ψ. ἔχειν ὅτι τὸν σίδηρον κινεῖ, of the magnet, ib.405a20; ψυχῇσιν θάνατος ὕδωρ γενέσθαι, ὕδατι δὲ θάνατος γῆν γενέσθαι, ἐκ γῆς δὲ ὕδωρ γίνεται, ἐξ ὕδατος δὲ ψ. (sc. πῦρ) Heraclit. 36; ἡ ψ. πνεῦμα Xenoph. ap. D.L.9.19; καρδία ψυχῆς καὶ αἰσθήσιος [ἀρχά] Philol.13; τοῦτο [ἀὴρ] αὐτοῖς καὶ ψ. ἐστι καὶ νόησις Diog. Apoll.4; τὴν τῶν ἄλλων ἁπάντων φύσιν οὐ πιστεύεις Ἀναξαγόρᾳ νοῦν καὶ ψ. εἶναι τὴν διακοσμοῦσαν; Pl.Cra.400a, cf. Arist.de An.404a25; Δημόκριτος πῦρ τι καὶ θερμόν θησιν αὐτὴν (sc. ψυχὴν) εἶναι ib.404a1, cf. Resp.472a4. 2 the spirit of the universe, ψ. εἰς τὸ μέσον [τοῦ κόσμου] θείς Pl.Ti.34b, cf. 30b; τὴν τοῦ παντὸς δῆλον ὅτι τοιαύτην εἶναι βούλεται [ὁ Τίμαιος] οἷόν ποτ' ἐστὶν ὁ καλούμενος νοῦς Arist.de An.407a3; ἐν τῷ ὅλῳ τινὲς [τὴν ψ.] μεμεῖχθαί φασιν, ὅθεν ἴσως καὶ Θαλῆς ᾠήθη πάντα πλήρη θεῶν εἶναι ib.411a8; ὁ κόσμος ψ. ἐστὶν ἑαυτοῦ καὶ ἡγεμονικόν Chrysipp.Stoic.2.186; ψ. [κόσμου] Plu.2.1013e, cf. M.Ant.4.40; ψ. ἐλθοῦσα εἰς σῶμα οὐρανοῦ Plot.5.1.2; τόδε τὸ πᾶν ψ. μίαν ἔχον εἰς πάντα αὐτοῦ μέρη Id.4.4.32; περὶ ψυχᾶς κόσμου καὶ φύσιος, title of work by Ti.Locr. 3 In Pl. the immaterial principle of movement and life, ὅταν παρῇ [ψυχὴ] τῷ σώματι, αἴτιόν ἐστι τοῦ ζῆν αὐτῷ Pl.Cra.399d, cf. Def.411c; [ψυχῆς λόγον ἔχομεν] τὴν δυναμένην αὐτὴν αὑτὴν κινεῖν κίνησιν Id.Lg.896a; μεταβολῆς τε καὶ κινήσεως ἁπάσης αἰτία [ἡ ψ.] ἅπασιν ib. b, cf. 892c; its presence is requisite for thought, σοφία καὶ νοῦς ἄνευ ψ. οὐκ ἂν γενοίσθην Id.Phlb.30c, cf. Ti. 30b, Sph.249a; defined by Arist. as οὐσία ὡς εἶδος σώματος φυσικοῦ δυνάμει ζωὴν ἔχοντος de An.412a20; ἐντελέχεια ἡ πρώτη σώματος φυσικοῦ ὀργανικοῦ ib.412b5; the tripartite division of ψ., οἱ δὲ περὶ Πλάτωνα καὶ Ἀρχύτας καὶ οἱ λοιποὶ Πυθαγόρειοι τὴν ψ. τριμερῆ ἀποφαίνονται, διαιροῦντες εἰς λογισμὸν καὶ θυμὸν καὶ ἐπιθυμίαν Iamb. ap. Stob.1.49.34, cf. Pl.R.439e sqq.; in Arist. ἡ ψ. τούτοις ὥρισται, θρεπτικῷ, αἰσθητικῷ, διανοητικῷ, κινήσει· πότερον δὲ τοὔτων ἕκαστόν ἐστι ψ. ἢ ψυχῆς μόριον; de An.413b11, cf. PA641b4; ἡ θρεπτικὴ ψ. Id.de An.434a22, al.; in the Stoics and Epicureans, σῶμα ἡ ψ. Zeno and Chrysipp.Stoic.1.38; of the scala naturae, τὰ μὲν ἕξει διοικεῖται, τὰ δὲ φύσει, τὰ δ' ἀλόγῳ ψ., τὰ δὲ καὶ λόγον ἐχούσῃ καὶ διάνοιαν Stoic.2.150, cf. M.Ant.6.14; ἡ ψ. σῶμά ἐστι λεπτομερές . . προσεμφερέστατον πνεύματι θερμοῦ τινα κρᾶσιν ἔχοντι Epicur.Ep.1p.19U.; τέλος . . τὸ μήτε ἀλγεῖν κατὰ σῶμα μήτε ταράττεσθαι κατὰ ψ. Id.Ep.3p.64U.; in the Neo-Platonists characterized by discursive thinking, τοὺς λογισμοὺς ψυχῆς εἶναι ἐνεργήματα Plot.1.1.7; related to νοῦς as image to archetype, εἰκών τίς ἐστι νοῦ [ψ.] Id.5.1.3; present in entirety in every part, πάρεστι πᾶσα πανταχοῦ ψ. Id.5.1.2, cf. 4.7.5; φύσις ψ. οὖσα, γέννημα ψυχῆς προτέρας Id.3.8.4; animal and vegetable bodies possess οἷον σκιὰν ψυχῆς Id.4.4.18; πᾶν σῶμα . . ψυχῆς μετουσίᾳ κινεῖται ἐξ ἑαυτοῦ καὶ ζῇ διὰ ψ. Procl.Inst.20. VI butterfly or moth, Arist.HA551a14, Thphr.HP2.4.4, Plu.2.636c. 2 τριπόλιον, Ps.-Dsc.4.132. VII Psyche, in the allegory of Psyche and Eros, Apul.Metam. bks. 4-6, Aristophontes ap. Fulg.Myth.3.6. (See ancient speculations on the derivation, Pl.Cra.399d-400a, Arist.de An.405b29, Chrysipp.Stoic.2.222; Hom. usage gives little support to the derivation from ψύχω 'blow, breathe'; τὸν δὲ λίπε ψ. Il.5.696 means 'his spirit left his body', and so λειποψυχέω means 'swoon', not 'become breathless'; ἀπὸ δὲ ψ. ἐκάπυσσε Il.22.467 means 'she gasped out her spirit', viz. 'swooned'; the resemblance of ἄμπνυτο 'recovered consciousness' to ἀμπνέω 'recover breath' is deceptive, v. ἄμπνυτο, ἔμπνυτο: when concrete the Homeric ψ. is rather warm blood than breath, cf. Il.14.518, 16.505, where the ψ. escapes through a wound; cf. ψυχοπότης, ψυχορροφέω, and S.El.786, Ar.Nu.712 (v. supr.1).)

German (Pape)

[Seite 1403] ἡ, Hauch, Athem, Odem, und weil dieser früh als Zeichen und Bedingung des Lebens erkannt wurde, Leben, Lebenskraft, Seele; oft bei Hom.: τοῦ δ' αὖθι λύθη ψυχή τε μένος τε Il. 5, 296, u. oft; ψυχὴν Ἄϊδι δώσειν 5, 654; χερσὶν ὺπ' Ἀργείων ψυχὰς ὀλέσαντες 13, 763; τὸν δ' ἔλιπε ψυχή, κατὰ δ' ὀφθαλμῶν κέχυτ' ἀχλύς 5, 696; Od. 14, 426; ἐπὴν δὴ τόν γε λίπῃ ψυχή τε καὶ αἰών Il. 16, 453, wie αἲ γὰρ δὴ ψυχῆς τε καὶ αἰῶνός σε δυναίμην εὖνιν ποιήσας πέμψαι δόμον Ἄϊδος εἴσω Od. 9, 523; auch θυμοῦ καὶ ψυχῆς κεκαδών vrbdn, Il. 11, 334, wie Od. 21, 154; ψυχῆς ὄλεθρος, Vernichtung des Lebens, ll. 11, 325; ψυχὴν παρθέμενος, sein Leben daran setzend, wagend, Od. 3, 74. 9, 255, wie αἰεὶ ἐμὴν ψυχὴν παραβαλλόμενος πολεμίζειν Il. 9, 322; περὶ ψυχῆς, ums Leben, zur Rettung oder Erhaltung des Lebens, Od. 9, 423; μάχεσθ αι περὶ ψυχῆς 22, 245, wie θέειν περὶ ψυχῆς Il. 22, 161; τρέχειν περὶ ψυχῆς Her. 7, 37. 9, 37; ὁ περὶ τῆς ψυχῆς ἀγών, Kampf auf Leben und Tod, s. Jac. Ach. Tat. p. 896; οὓς (ἀγῶνας) περὶ τῆς ψυχῆς ἀγωνίζεσθε Dem. 18, 262; κινδυνεύειν περὶ τῆς ψυχῆς Thuc. 8, 50; τῆς ψυχῆς πρίασθαί τι, Etwas mit seinem Leben erkaufen, Xen. Cyr. 3, 1,36; τὴν ψυχήν τινος ζημιοῦσθαι, an Jemandes Leben, d. i. dadurch gestraft werden, daß einem Andern das Leben genommen wird, Her. 7, 39; ποινὴν τῆς Αἰσώπου ψυχῆς ἀνελέσθαι, Rache nehmen für das dem Aesop genommene Leben, 2, 134; so auch Pind.: ἀπὸ ψυχὰν λιπών P. 3, 101; ἀπέπνευσεν ψυχάς N. 1, 47, vgl. Ol. 8, 39 N. 9, 32; ψυχὴν Ἀΐδᾳ τελέων I. 1, 68; οὐκ ἐᾷ ἡμᾶς οὐδὲ ψυχῆς λαχεῖν, das Leben genießen, seiner froh werden, van einem Menschen, der uns plagt und ängstigt, Phryn. in B. A. 73; τὰς πάνυ πολλὰς ψυχὰς ὀλέσασ' ὑπὸ Τροίᾳ Aesch. Ag. 1432, vgl. 1445; ὡς ἔλεξα τῆς ἐμῆς περὶ ψυχῆς Eum. 115; τῶνδε γὰρ πλέον φέρω πένθος ἢ καὶ τῆς ἐμῆς ψυχῆς πέρι Soph. O. R. 94; ἐπ' ἀργύρῳ γε τὴν ψυχὴν προδούς Ant. 322; ἐκπνέων ψυχὴν ἐμήν Eur. Gr. 1163; ψυχὴν δώσω τῆσδ' ὑπερθανεῖν χθονός Phoen. 1005; ψυχὴν σέθεν ἔκτεινε Troad. 1214, u. öfter; φιλῶ τὴν ἐμὴν ψυχήν Ar. Ach. 338; τὸν περὶ ψυχῆς δρόμον δραμεῖν Vesp. 376; ψυχὴν ἐκπίνειν, das Blut aussaugen, Nubb. 703; τῆς ψυχῆς ἀποστερεῖν τινα Thuc. 1, 136; σώζειν τὰς ψυχάς Xen. Cyr. 4, 1,5. – Auch vom Leben der Thiere, Hes. Sc. 173. – Dieser Lebenshauch, der im Tode erlischt, geht nach der Vorstellung der Alten in die Unterwelt, dort mit einem Schattenkörper (der nicht mit Händen zu greifen ist, Od. 11, 207) verbunden, ohne den denkenden Geist (vgl. φρήν); dah. ψυχή die Seele des Abgeschiedenen in der Unterwelt; ψυχαὶ δ' Ἄϊδόσδε κατῆλθον Il. 7, 330, wie Od. 10, 560. 11, 65; u. noch genauer beschrieben : ἀνδρὸς δὲ ψυχὴ πάλιν ἐλθεῖν οὔτε λεϊστή, οὔθ' ἑλετή, ἐπεὶ ἄρ κεν ἀμείψεται ἕρκος ὀδόντων, Il. 9, 408; ψυχὴ δὲ κατ' οὐταμένην ὠτειλὴν ἔσσυτ' ἐπενγομένη 14, 518, wo die Seele also mit dem Blute entströmt; vgl. τοῖο δ' ἅμα ψυχήν τε καὶ ἔγχεος ἐξέρυσ' αἰχμήν 16, 505; 23, 104 ἦ ῥά τίς ἐστι καὶ εἰν Ἀΐδαο δόμοισιν ψυχὴ καὶ εἴδωλον· ἀτὰρ φρένες οὐκ ἔνι πάμπαν; vgl. 72, wo ausdrücklich bemerkt ist, daß der Schatten vollkommen die Gestalt dessen behielt, dem er im Leben angehört hatte; oft in Od. 11, u. 24, 1 ff.; vgl. noch Il. 1, 3 Od. 14, 134; so auch Tragg., wie Aesch. Pers. 622 Soph. O. C. 1003. – Auch ein Schmetterling, eine Motte, die man als Sinnbild des Lebens und der Unsterblichkeit der Seele brauchte, wegen der Verwandlung aus einer Raupe und Puppe, Arist. H. A. 4, 7. – Der abstrakte Begriff der Seele entwickelt sich seit Her., ἀνθρώπ ου ψυχὴ ἀθάνατός ἐστι 2, 123; Plat. Phaedr. 245 c Prot. 313 a u. öfter. – Seele, Herz, als Sitz des Willens, der Begierden und der Leidenschaften, Gesinnung, Gemüth, Her. 3, 14; auch = Muth, τὴν ψυχὴν πονηρός, ἐν ναυμαχίᾳ, Lys. 20, 14; οἷος ἦν τὴν ψυχήν ib. 24; ἐκ τῆς ψυχῆς, aus innerster Seele, von ganzem Herzen, τίνα οἴεσθέ με τὴν ψυχὴν ἔχειν, wie glaubt ihr, daß mir zu Muthe ist, Dem. 28, 21. – Sinnliche Neigung, Appetit, ἡ ψυχὴ οὐ προσίεται σῖτον Xen. Cyr. 8, 7,4; – δοῦναί τι τῇ ψυχῇ, der Neigung, dem Hange wozu folgen, nachgeben, ψυχῇ διδόντες ἡδονὴν καθ' ἡμέραν Aesch. Pers. 827 (vgl. Theocr. 16, 24); ἐκμαθεῖν ἀνδρὸς ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην Soph. Ant. 176; ἐν τοῖσιν ὠσὶν ἢ 'πὶ τῇ ψυχῇ δάκνει 317, u. öfter; τίν' ἔχεις ψυχήν Eur. Or. 525; ἀρσένων μείζονες ψυχαί Suppl. 1103; τῶν γερόντων οἶδα τὰς ψυχάς Ar. Ach. 353; ψυχὴν ἐμπλησάμενος Διοπείθους Vesp. 380; ταῖς ψυχαῖς παρεσκευασμένοι Xen. Cyr. 2, 1,11; ἥ μου ψυχὴ παρεσκεύασται, ich will, bin bereit, 5, 1,26; ἐκ τῆς ψυχῆς φίλος, ein wahrer Freund, An. 7, 7,43; ὅλῃ τῇ ψυχῇ Mem. 3, 11, 18. – Auch Geist, Verstand, Her. 5, 124; τῇ ψυχῇ τοῦτ' οἶδε Dem. 21, 221. – In der Anrede, φίλη ψυχή, liebe Seele, ὧ ἀγαθὴ καὶ πιστὴ ψυχή Xen. Cyr. 7, 3,8.

Greek (Liddell-Scott)

ψῡχή: ἡ, (ψύχω) πνοή, Λατ. anima, μάλιστα ὡς τὸ σημεῖον τῆς ζωῆς, ἡ ζωή, τὸ πνεῦμα, Ὅμηρ., κλπ· ψυχή τε μένος τε Ἰλ. Ε. 296, κλπ.· ψυχή τε καὶ αἰὼν Π. 453, Ὀδ. Ι. 523· ψυχὴ καὶ θυμὸς Ἰλ. Λ. 334, Ὀδ. Φ. 154· ψυχῆς ὄλεθρος Ἰλ. Χ 325· τὸν δ’ ἔλιπε ψυχὴ Ε. 696· καταλείπει τὸ σῶμα μετὰ τοῦ αἵματος, ψυχή δὲ κατ’ οὐταμένην ὠτειλήν ἔσσυτ’ ἐπειγομένη, «ἡ ψυχὴ δὲ κατὰ τὴν ἐκ τῆς τρώσεως πληγὴν ὥρμησε σπεύδουσα» (Θ. Γαζῆς), Ξ. 518· ἅμα ψυχήν τε καὶ ἔγχος ἐξέρυσ’ αἰχμὴν Π. 505, πρβλ. Η. 330· - ψυχὴν παρθέμενος, παρακινδυνεύσας τὴν ζωήν του, Ὀδ. Γ. 74, Ι. 255· αἰὲν ἐμὴν ψυχὴν παραβαλλόμενος πολεμίζειν Ἰλ. Ι. 322· λίσσομ’ ὑπὲρ ψυχῆς καί γούνων, ἱκετεύω σε ὑπὲρ τῆς ζωῆς σου καί τῶν γονάτων σου, Χ. 338· οὕτως, ἀντὶ ψυχῆς Σοφ. Ο. Κ. 1326· ἀλλά, περὶ ψυχῆς, περὶ σωτηρίας, Ὀδ. Ι. 423· μάχεσθαι περὶ ψυχῆς Χ. 245· θέειν περὶ ψυχῆς Ἰλ. Χ. 161· τρέχειν περὶ ψυχῆς Ἡρόδ. 7. 39· κινδυνεύειν περὶ ψυχῆς Ἀντιφῶν 115. 15 ὁ περὶ τῆς ψυχῆς ἀγών, περὶ ζωῆς καὶ θανάτου, Σοφ. Ἠλ. 1492· περὶ τῆς ψ. ἀγωνίζεσθαι, δρόμον δραμεῖν Ξεν. Ἱππαρχ. 1, 19, Ἀριστοφ. Σφ. 376· τῆς ψυχῆς πρίασθαί τι, μὲ κίνδυνον τῆς ζωῆς, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 36· - οὕτω καὶ, πονήν τῆς Αἰσώπου ψυχῆς ἀνελέσθαι, λαβεῖν ἐκδίκησιν τῆς ψυχῆς τοῦ Αἰσώπου, Ἡρόδ. 2. 134, πρβλ. 7. 39· ψυχὰν ἀποπνεῖν Σιμωνίδ. 20· ψυχὰν Ἀΐδα τελέων Πινδ. Ι. 1. 99· ψυχὰς βάλον ὁ αὐτ. ἐν Ο. 8. 51· ψυχὴν ἀφιέναι Εὐρ. Ὀρ. 1171· κτείνειν ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 1214· ἐκπίνειν Ἀριστοφ. Νεφ. 712, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 786· ἀπαιτεῖν, ζητεῖν Καιν. Διαθ.· παραιτέεσθαι Ἡρόδ. 1. 24· ψυχῆς ἀποστερεῖν τινα Ἀντιφῶν 125. 49., Θουκ. 1. 136, κλπ.· τὴν ψυχὴν ἢ τὴν οὐσίαν ἢ τὴν ἐπιτιμίαν τινὸς ἀφελόμενος Αἰσχίν. 39. 43· -ἐπὶ τῆς ζωῆς τῶν ζῴων, Ὀδ. Κ. 426, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 173, Πινδ. Ν. 1. 70· - ἡ φράσις, ἐν χειρί τὴν ψ. ἔχω. λαμβάνω τὴν ζωήν μου εἰς τὰς χεῖράς μου, εὕρηται μόνον παρὰ μεταγεν., ἴδε Meineke Com. Gr. 3 σ. 619. 2) μεταφ., ἐπὶ πραγμάτων προσφιλῶν ὡς εἶναι ἡ ζωή, χρήματα γὰρ ψυχὴ πέλεται δειλοῖοι βροτοῖσι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 684· πᾶσι δ’ ἀνθρώποις ἀρ’ ἦν ψυχὴ τέκν’ Εὐρ. Ἀνδρ. 419· τἀργύριόν ἐστιν αἷμα καὶ ψυχὴ βροτοῖς Τιμοκλ. ἐν Ἀδήλ. 2· ὅθεν ὡς ὅρος πρὸς ἔκφρασιν στοργῆς, ὡς καὶ νῦν, «ψυχή μου», συχν. παρ’ Ἡλιοδ., πρβλ. Ἰουβεν. 6. 194. ΙΙ. παρ’ Ὁμήρ. ὡς καὶ νῦν, ἡ ψυχή, τὸ ἐν τῷ ἀνθρώπῳ πνεῦμα, ὅπερ ἐπιζῇ μετὰ τὸν θάνατον καὶ κατοικεῖ ἐν τῷ Ἄδῃ, παρίσταται δὲ παρ’ αὐτῷ ὡς ἀσώματος καὶ μὴ δυναμένη νὰ ψαυσθῇ διὰ τῶν χειρῶν τοῦ ἀνθρώπου (Ὀδ. Λ. 207), ἀλλ’ ὡς διατηροῦσα ἔτι τὴν μορφὴν τοῦ σώματος εἰς ……… ἀνῆκε κατὰ τὴν ἐπὶ τῆς γῆς ζωήν, ψ. Πατροκλῆος.., πάντ’ αὐτῷ.. ἐϊκυῖα Ἰλ. Ψ. 65· οὕτω ψ. Ἀγαμέμνονος, Αἴαντος, κλπ· συχνάκις ἀπαντᾷ ἐν τῇ Νεκυίᾳ (Ὀδ. Λ.)· ὅθεν ὡσαύτως, ψ. καὶ εἴδωλον Ἰλ. Ψ. 104, πρβλ. 72, Ὀδ. Ω. 14· ἐν Ἰλ. Α. 3, ψυχὰς ἡρώων ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ αὐτούς, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 151· ψυχὴ κατὰ χθονὸς ᾤχετο τετριγυῖα Ἰλ. Ψ. 100· ἴδε Völcker ἐπὶ τῆς Ὁμηρικῆς ψυχῆς (Giessen 1825), οὗ μνημονεύει ὁ Nitzsch Ὀδ. τόμ. 3. 188. 2) ἡ ἀφηρημένη ἔννοια τῆς ψυχῆς ἢ τοῦ πνεύματος τοῦ ἀνθρώπου, Λατ. anima, κατὰ πρῶτον ἐν τῇ ψυχολογικῇ φιλοσοφίᾳ (παρ’ Ὁμήρῳ τοῦτο εκφέρεται διὰ τῶν λέξεων φρένες, κραδίη, κτλ.), Ἀριστ. περὶ Ψυχῆς 1. 2· οὕτω παρ’ Ἡροδ., εἰπόντες ὡς ἀνθρώπου ψυχὴ ἀθάνατός ἐστι 2. 123, πρβλ. Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 245C, κλπ.· ψυχὴ καὶ σῶμα, δηλ. ὁ ὅλος ἄνθρωπος, Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 5, Ἀνάβ. 3. 2, 20· ἄντίθετον τῷ σῶμα, Ἰσοκρ. 2C, κλπ.· - ψυχή τινος, περίφρασις δηλοῦσα αὐτὸν τὸν ἄνθρωπον, ψ. Ὀρέστου, = Ὀρέστης, Σοφ. Ἠλ. 1127, πρβλ. Φιλ. 25· ὡσαύτως ψυχαὶ ἀπολ. = ἄνθρωποι, ὥστε ὁ Αἰσχύλος λέγει ψυχὰς ὀλέσασα Ἀγ. 1457, πρβλ. Ἰλ. Ν. 763, Χ. 325· καὶ ὁ Ἀριστοφ. ψυχαὶ πολλαὶ ἔθανον, ὡς καὶ νῦν, «πολλαὶ ψυχαί, πολλοὶ ἄνθρωποι ἀπέθανον, Θεσμ. 864, Λυσί. 963 οὕτω, ἡ δ’ ἐμὴ ψυχή... τέθνηκεν Σοφ. Ἀντ. 559· ὦ δὶς ἀποθανούμενα ψυχὰ παρὰ Πλουτ. 2. 236Ε· ψυχαὶ σοφαὶ Ἀριστοφ. Νεφ. 94· - ἐν προσφωνήσει πρός τινα, ὦ μελέα ψυχὴ Σοφ. Φιλ. 714· ὦ ἀγαθὴ καὶ πιστὴ ψ. Ξεν. Κύρ. Παιδ. 7. 3, 8· οὕτω, πᾶσα ψυχὴ ὑποτασσέσθω Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ιγ΄ 1, πρβλ. Πράξ. Ἀποσπ. κζ΄, 37, κλπ. 3) ἡ ψυχὴ ἦτο ἔδρα τοῦ θυμοῦ, δηλ. τῆς θελήσεως, τῶν ἐπιθυμιῶν, τῶν παθῶν, ὡς καὶ νῦν, ἀπὸ πάμπαν ἀδίκων ψυχὰν ἔχει Πινδ. Ο. 2. 125· κτεάνων ψυχὰς κρέσσονας ὁ αὐτ. ἐν Ν. 9. 75 (πρβλ. μεγαλόψυχος)· διεπειρᾶτο αὐτοῦ τῆς ψ. Ἡρόδ. 3. 14 ψυχὴν ἄριστε πάντων Ἀριστοφ. Ἱππ. 457· καρτερὰν ψ. λαβεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 393· κράτιστοι ἂν τὴν ψ. κριθεῖεν Θουκ. 2. 40· ὁ τὴν λόγχην ἀκονῶν καὶ τὴν ψ. παρακονᾷ Ξεν. Κύρ. Παιδ. 6. 2, 33· ἐκ τῆς ψυχῆς, ἐξ ὅλης ψυχῆς, ἀπὸ καρδίας, ἐκ τῆς ψ. φίλος ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 7. 7, 43· οὕτω, βόσκοντ’ ἐκ ψυχὰς τὰς ἀμνίδας Θεόκρ. 8. 35· ὅλῃ τῇ ψυχῇ κεχαρίσθαι τινὶ Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 10· τίνα οἴεσθε αὐτὴν τὴν ψυχὴν ἕξειν; τὶ διάθεσιν θὰ ἔχῃ; Δημ. 842. 15· ψύχειν ψυχὰν ἐμάν, νὰ παγώνουν τὴν ψυχήν μου, Αἰσχύλ. Προμ. 693· -μία ψ., παροιμ. ἐπὶ φίλων, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 9, 8, 2. 4) σαρκικὴ ἐπιθυμία, ὄρεξις, ὁρμή, ψυχῇ διδόντες ἡδονὴν καθ’ ἡμέραν (ψυχὴν διδίντες ἡδονῇ καθ’ ἡμέραν Δινδόρφ. μετὰ τοῦ Pauw), ὡς τὸ Λατ. indulgere animo, Αἰσχύλ. Πέρσ 841, Θεόκρ. 16. 24· ἡ ψυχὴ οὐ προσίεται σῖτον Ξεν. Κύρ. Παιδ. 8. 7. 4. 5) ἐν χρήσει ἐνίοτε καὶ ἐπὶ ζῴων, οἷον ἐπὶ τοῦ ἵππου, ψ. μεγαλόφρων ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 11, 1· θηρίων ψ. ἡμεροῦμεν Ἰσοκρ. 17Β· εἰ μὴ σὺ χηνὸς ἧπαρ ἢ ψυχὴν ἔχεις Εὔβουλος ἐν «Στεφανοπώλισι 5· ὀρτυγίου ψυχὴν ἔχων Ἀντιφάν. ἐν «Ἀγροίκῳ» 3. ΙΙΙ. ὡς τὸ ὄργανον τοῦ νοῦ, δηλ. ἡ κρίσις, ὁ λόγος, ἡ διάνοια, ἦν γὰρ.. ψυχὴν οὐκ ἄκρος Ἡρόδ. 5. 14· συχν. ἐν Πλάτ., πρβλ. Κρατ. 400Α, Stallb. εἰς Τίμ. 30Β. 2) τὸ πνεῦμα συγγραφέως, Λατ. ingenium, Διον. Ἁλ. π. Λυσ 11. IV. ἡ ζωϊκὴ ἀρχή, ὁριζομένη ὑπὸ τοῦ Ἀριστ. ὡς οὐσία καὶ ἐνέργεια σώματός τινος, Μετά τὰ Φυσ 7. 3, 1. ἐντελέχεια σώματος π. Ψυχ. 2. 1, 5, ἴδε Trendelenb. σ. 144· 2) παρὰ τοῖς ἀρχαιοτάτοις φιλοσόφοις ἡ ψυχὴ τοῦ κόσμου, anima mundi, τὸ πνεῦμα τὸ ζωογονοῦν τὸν κόσμον, τὸ ὁποῖον ἐνομίζετο ὅτι ἐξετείνετο διὰ πάσης τῆς γῆς καὶ τῆς θαλάσσης καὶ τοῦ ἀχανοῦς οὐρανοῦ, ire per omnes terrasque tractosque maris coelumque profundum, πρβλ. Τίμ. 30Β κἑξ , Ἀριστ. π. Ψυχ. 1. 2, κἑξ, 3. 8, 1., 3. 12, 1, κ. ἀλλ. V. «πεταλοῦδα», Papilio brassicae, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 5, Ἀποσπ. 328, Πλούτ. 2. 636C. 2) ἕτερον ὄνομα τοῦ φυτοῦ τριπολίου, Διοσκ. (ἐκ τῶν Νόθ.) 4. 135. VI. ὡσαύτως ὡς κύριον ὄνομα Ψυχή, ἡ ἐρωμένη τοῦ Ἔρωτος, ἀλληγορία ἣν εὐφυῶς πραγματεύεται ὁ Ἀπουλήϊος, ἐν Μεταμορφ. 4. 5. καὶ 6. Ἐν ἔργοις τέχνης ἡ Ψυχὴ παρίσταται ὡς ἔχουσα πτέρυγας ψυχῆς (πεταλούδας) ἢ ὡς ψυχὴ (πεταλοῦδα), Müller Archäol. d. Kunst. 391. 9. (Ὅρα τὰς ἀρχαίας ἐτυμολογικὰς ἀποπείρας ἐν Πλάτ. Κρατ. 399D 400A, Ἀριστ. π. Ψυχ. 1. 2, 56, Πλούτ. 2. 1052F)

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
souffle de la vie, d’où
I. âme, comme principe de vie : τὸν ἔλιπε ψυχή, le souflle, càd la vie l’abandonna, ou simpl. en parl. d’une faiblesse ; ψυχὴν ᾍδι διδόναι IL rendre son âme à Hadès ; p. ext. :
1 vie ; ψυχὴν παραιτεῖσθαι HDT demander, sans l’obtenir, d’avoir la vie sauve ; σωτηρίας τῆς ψυχῆς ἀποστερεῖν τινα THC litt. priver qqn du salut de la vie, càd être cause de la mort de qqn ; περὶ ψυχῆς μάχεσθαι OD combattre pour sa vie ; περὶ ψυχῆς κινδυνεύειν THC s’exposer au péril de sa vie ; ψυχῆς ἀφειδεῖν SOPH ne pas épargner sa vie ; ψυχὴν παρθέμενος OD ayant risqué sa vie ; τῆς ψυχῆς πρίασθαι XÉN acheter au prix de sa vie ; τὴν ψυχήν τινος ζημιοῦσθαι HDT payer au prix de la vie de qqn ; ποινὴν τῆς τινος ψυχῆς ἀνελέσθαι HDT recevoir l’amende due pour la mort de qqn;
2 être vivant, personne : ψυχὴ Ὀρέστου SOPH la personne d’Oreste ; abs. ψυχή SOPH, etc., être, personne;
3 t. d’affection être chéri : ὦ ἀγαθὴ καὶ πιστὴ ψυχή XÉN chère âme, bonne et fidèle;
II. l’âme p. opp. au corps ; particul. :
1 l’âme comme siège des sentiments, des passions : ἐκ τῆς ψυχῆς XÉN, ἀπὸ ψυχῆς LUC du fond de l’âme ; ὅλῃ τῇ ψυχῇ XÉN de toute son âme ; le caractère, la nature : θηρίων τὰς ψυχὰς ἡμεροῦν ISOCR apprivoiser la nature fougueuse des bêtes sauvages;
2 l’âme comme siège de l’intelligence ; intelligence, esprit;
3 l’âme comme siège des désirs ; particul. l’appétit matériel : ἡ ψυχὴ ἀναπαύσεται XÉN le besoin de nourriture se calmera, càd l’estomac sera satisfait, d’où estomac ; désirs des sens;
III. l’âme séparée du corps et descendue dans les Enfers, âme d’un mort, ombre;
IV. papillon, symbole de l’immortalité de l’âme chez les anciens, à cause de la transformation de la chenille ou de la chrysalide en papillon.
Étymologie: R. Ψυχ, souffler ; cf. ψῦχος, ψυχρός, ψύχω ; sur le rapport de l’idée de souffle et de l’idée d’âme, cf. lat. anima, animus et ἄνεμος.

Spanish

alma, Psique, sexo

English (Abbott-Smith)

ψυχή, -ῆς, ἡ, [in LXX very freq. for נֶפֶשׁ, sometimes for לֵבַב ,לֵב, etc.;]
1.breath (Lat. anima), breath of life, life (Hom., al.; in Arist., of the vital principle): Mt 6:25, Mk 3:4 10:45, Lk 12:22, Jo 10:11, Ac 20:10, 24 II Co 1:23, Phl 2:30, I Th 2:8, al.
2.the soul,
(a)as the seat of the will, desires and affections: Mt 26:38, Mk 12:30 (LXX) 14:34, Lk 1:46, Jo 10:24, Ac 14:2, Phl 1:27, al.; ἐκ ψυχῆς, from the heart, heartily: Eph 6:6, Col 3:23;
(b)as a periphrasis for person or self (freq. intranslation from Semitic originals, v. M, Pr., 87; Robinson, Gospels, 113ff.; but also freq. in cl., v. LS, s.v. II, 2; Edwards, Lex., App. A.): Mt 11:29, Mk 8:36, Ac 2:41, Ro 2:9, I Pe 3:20, al.; πᾶσα ψ., Ac 2:43 3:23 (LXX), Ro 13:1; ψ. ζῶσα (ζωῆς), I Co 15:45, Re 16:3;
(c)as the object of divine grace and eternal salvation: He 13:17, Ja 1:21 5:20, I Pe 1:9, 22 2:11 4:19, III Jo 2. SYN.: v.s. νοῦς, πνεῦμα, ψυχικός, and cf. ICC on I Th 5:23, Lft., Notes, 88f.

English (Strong)

from ψύχω; breath, i.e. (by implication) spirit, abstractly or concretely (the animal sentient principle only; thus distinguished on the one hand from πνεῦμα, which is the rational and immortal soul; and on the other from ζωή, which is mere vitality, even of plants: these terms thus exactly correspond respectively to the Hebrew נָ֫פֶשׁ, ר֫וּחַ and חָי): heart (+ -ily), life, mind, soul, + us, + you.

English (Thayer)

ψυχῆς, ἡ (ψύχω, to breathe, blow), from Homer down, the Sept. times too many to count for נֶפֶשׁ, occasionally also for לֵב and לֵבָב;
1. breath (Latin anima), i. e.
a. the breath of life; the vital force which animates the body and shows itself in breathing: ἐπιστραφήτω ψυχή τοῦ παιδαρίου, ἡ ψυχή; is distinguished from τό πνεῦμα (see πνευαμ, 2, p. 520a (and references under the word πνεῦμα 5)), life: μέριμναν τῇ ψυχή, τήν ψυχήν ἀγαπᾶν, μισεῖν, τιθέναι, παραδιδόναι, διδόναι (λύτρον, which see), ζητεῖν τήν ψυχήν τίνος (see ζητέω, 1a.), εὑρίσκειν, σῴζειν, ἀπολλύναι τήν ψυχήν αὐτοῦ, etc., designate as ψυχή in one of the antithetic members the life which is lived on earth, in the other, the (blessed) life in the eternal kingdom of God: R. V. soul)): περιποίησις ψυχῆς, κτᾶσθαι τάς ψυχάς, ὑπέρ τῶν ψυχῶν (here A. V. (not R. V.) for you; cf.
c. below), that in which there is life; a living being: ψυχή ζῶσα, a living soul, R Tr marginal reading) (πᾶσα ψυχή ζωῆς, G L T Tr text WH) (πᾶσα ψυχή, every soul, i. e. everyone, כָּל־נֶפֶשׁ, ἀνθρώπου added, every soul of man (אָדָם נֶפֶשׁ, ψυχαί, souls (like the Latin capita) i. e. persons (in enumerations; cf. German Seelenzahl): Passow, under the word, 2, vol. ii, p. 2590b) are of a different sort (yet cf. Liddell and Scott, under the word, II:2)); ψυχαί ἀνθρώπων of slaves (A. V. souls of men (R. V. with marginal reading 'Or lives')), σῶμα, 1c. (cf. Winer's Grammar, § 22,7 N. 3)).
2. the soul (Latin animus), a. the seat of the feelings, desires, affections, aversions (our soul, heart, etc. (R. V. almost uniformly soul); for examples from Greek writings see Passow, under the word, 2, vol. ii., p. 2589b; (Liddell and Scott, under the word, II:3); Hebrew נֶפֶשׁ, cf. Gesenius, Thesaurus ii, p. 901in 3): αἴρω, 1b.); ἡ ἐπιθυμία τῆς ψυχῆς, ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς εὑρίσκειν, ψυχή, ... ἀναπαύου, φάγε, πίε (WH brackets these three imperatives), εὐφραίνου (personification and direct address), ἡ ψυχή ἀναπαύσεται, Xenophon, Cyril 6,2, 28; ἐυφραίνειν τήν ψυχήν, Aelian v. h. 1,32); εὐδοκεῖ ἡ ψυχή μου (anthropopathically, of God), περίλυπος ἐστιν ἡ ψυχή μου, ἡ ψυχή μου τετάρακται, ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν ἀκλυόμενοι (fainting in your souls (cf. ἐκλύω, 2b.)), ἐν ὅλῃ τῇ ψυχή σου, with all thy soul, L text T Tr WH); ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου (Latin ex toto animo), with (literally, from (cf. ἐκ, II:12b.)) all thy soul, T WH omit; L Tr marginal reading brackets the phrase); R G) (Epictetus diss. 3,22, 18 (cf. Xenophon, anab. 7,7, 43)); Antoninus 3,4; (especially 4,31; 12,29); ὅλῃ τῇ ψυχή φροντίζειν τίνος (rather, with κεχαρισθαι), Xenophon, mem. 3,11, 10); μία ψυχή, with one soul (cf. πνεῦμα, 2, p. 520a bottom), τοῦ πλήθους ... ἦν ἡ καρδία καίψυχή μία, ἐρωτηθεις τί ἐστι φίλος, ἔφη. μία ψυχή δύο σώμασιν ἐνοικουσα, (Diogenes Laërtius 5,20 (cf. Aristotle, eth. Nic. 9,8, 2, p. 1168b, 7; on the elliptical ἀπό μιᾶς (namely, ψυχῆς?), see ἀπό, III.)); ἐκ ψυχῆς, from the heart, heartily (Tr WH with ἐκ τῆς ψυχῆς often in Xenophon; τό ἐκ ψυχῆς πένθος, Josephus, Antiquities 17,6, 5).
b. "the (human) soul in so far as it is so constituted that by the right use of the aids offered it by God it can attain its highest end and secure eternal blessedness, the soul regarded as a moral being designed for everlasting life": ἀγρύπνειν ὑπέρ τῶν ψυχῶν, ἐπιθυμίαι, αἵτινες στρατεύονται κατά τῆς ψυχῆς, ἐπίσκοπος τῶν ψυχῶν, σῴζειν τάς ψυχάς, ψυχήν ἐκ θανάτου, from eternal death, σωτηρία ψυχῶν, ἁγνίζειν τάς ψυχάς ἑαυτῶν, τάς ψυχάς πιστῷ κτίστῃ παρατίθεσθαι, the soul as an essence which differs from the body and is not dissolved by death (distinguished from τό σῶμα, as the other part of human nature (so in Greek writings from Isocrates and Xenophon down; cf. examples in Passow, under the word, p. 2589{a} bottom; Liddell and Scott, under the word, II:2)): ἀθάνατος, Herodotus 2,123; Plato Phaedr., p. 245c., 246a., others; ἄφθαρτος, Josephus, b. j. 2,8, 14; διαλυθῆναι τήν ψυχήν ἀπό τοῦ σώματος, Epictetus diss. 3,10, 14); the soul freed from the body, a disembodied soul, Homer, under the word, 3, and references at the end, also Proudfit in Bib. Sacr. for 1858, pp. 753-805)).

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και συγκεκομμένος τ. στον Ερωτόκρ. ψη Ν
1. υποθετική, άυλη και άφθαρτη ουσία η οποία, ενωμένη με το σώμα, αποτελεί την ζωτική δύναμη κάθε έμβιου όντος, ζωτική πνοή
2. (στον Όμ. και σύμφωνα με τη λαϊκή χριστιανική δοξασία) λεπτή, αερώδης και αόρατη ύλη, διακεχυμένη στο σώμα, που ως ομοίωμα και σκιά του νεκρού εξέρχεται με εκπνοή από αυτό κατά τη στιγμή του θανάτου και η οποία επιζεί κατοικώντας στον Άδη ή, κατά τους χριστιανούς, στον Παράδεισο ή στην Κόλαση
3. η συναισθηματική και ηθική υπόσταση του ανθρώπου, ο εσωτερικός του κόσμος (α. «το πρόσωπο είναι ο καθρέφτης της ψυχής» β. «ἀγαπήσεις Κύριον τὸν θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου», ΚΔ)
4. εσωτερικό σθένος, ζωντάνια, ενεργητικότητα, παληκαριά, θάρρος, ανδρεία (α. «πολέμησε με ψυχή» β. «το λέει η ψυχή του» γ. «δεν έχει ψυχή μέσα του» δ. «ἐρρωμενεστέραις ταῑς ψυχαῑς τῶν στρατιωτῶν χρησόμεθα», Ξεν.)
5. συνεκδ. ανθρώπινη ύπαρξη, άνθρωπος (α. «ψυχή δεν φαίνεται πουθενά» β. «τόσες αθώες ψυχές χάθηκαν στον πόλεμο» γ. «ἐβαπτίσθησαν... τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ψυχαὶ ὡσεὶ τρισχίλιαι», ΚΔ)
6. αγάπη, στοργή
7. περιληπτική ονομασία τών εντόμων, που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση συγκροτούν την τάξη λεπιδοπτερα, κν. σήμερα πεταλούδα
8. μτφ. (για πράγμ. και πρόσ.) κύριο στοιχείο ή κινητήρια δύναμη ενός έργου, μιας προσπάθειας, ενός φαινομένου (α. «η διορατικότητα είναι η ψυχή της πολιτικής δραστηριότητας» β. «ο Ψυχάρης ήταν η ψυχή του δημοτικισμού» γ. «πᾱσα πολιτεία ψυχὴ πόλεων ἔστιν», Ισοκρ.
δ. «τ' ἀργύριόν ἐστιν αἷμα καὶ ψυχὴ βροτοῑς», Τιμοκλ.
ε. «ἀρχὴ μὲν οὖν καὶ οἷον ψυχὴ ὁ μῡθος τῆς τραγῳδίας», Αριστοτ.)
9. ως κύριο όν. Ψυχή
μυθ. η ερωμένη του θεού Έρωτα
νεοελλ.
1. (φιλοσ.-θεολ.) η άυλη πλευρά ή ουσία του ανθρώπινου όντος, στην οποία οφείλει ο άνθρωπος την ατομικότητα και την ανθρώπινη φύση του και η οποία θεωρείται συχνά συνώνυμο του νου ή του Εγώ
2. (ειδικότερα) θεολ. το μέρος του ατόμου που μετέχει στη θεϊκή ουσία και που, συχνά, πιστεύεται ότι είναι αθάνατη, ότι επιζεί και μετά τον θάνατο του σώματος
3. ο ψυχισμός
4. ζωολ. γένος λεπιδόπτερων εντόμων της οικογένειας ψυχίδες
5. τεχνολ. α) το κατακόρυφο, πλήρες ή με διάκενα, μέρος δοκού ή διαδοκίδας, που συνδέει τις έδρες ή τα πέλματά της
β) το μεταξύ κεφαλής και πέλματος παρεμβαλλόμενο έλασμα σιδηροτροχιάς
γ) το κεντρικό μέρος σχοινιού ή συρματόσχοινου
δ) το κεντρικό μέρος ηλεκτροφόρου αγωγού
6. φρ. α) «η ψυχή του σύμπαντος ή του κόσμου»
εκκλ. ο θεός
β) «του 'βγαλε την ψυχή» — τον βασάνισε, τον ταλαιπώρησε ή τον κούρασε πολύ
γ) «πιάστηκε η ψυχή μου»
i) έχω δύσπνοια
ii) μτφ. έχω αγωνία
δ) «δεν βαστά η ψυχή μου» — δεν αντέχω
ε) «βγήκε η ψυχή του» — πέθανε
στ) «με όλη μου την ψυχή» — ολόψυχα, με όλες τις δυνάμεις μου
ζ) «μού βγήκε η ψυχή» — κουράστηκα ή ταλαιπωρήθηκα πολύ
η) «το τραβάει η ψυχή του» — το επιθυμεί πολύ
θ) «μια ψυχή πού 'ναι να βγει, ας βγει» — δηλώνει τελεσίδικη απόφαση ή εξάντληση υπομονής
ι) «τί ψυχή έχει;» — λέγεται για κάτι το ασήμαντο, το ανάξιο λόγου
ια) «εκ βάθους ψυχής» — με κάθε ειλικρίνεια
ιβ) «καλή ψυχή» — ευχή για ευθανασία και ευνοϊκή κρίση από τον θεό
ιγ) «τί ψυχή θα παραδώσεις;» — απευθύνεται επιτιμητικά σε κάποιον που έχει διαπράξει πολλά αμαρτήματα
μσν.
είδος φυτού
μσν.-αρχ.
η επίγεια ζωή, βίωση
αρχ.
1. (σχετικά με ζώα) ορμή, αγριότητα
2. μτφ. σαρκικός πόθος
3. φρ. α) «ψυχὴ Ὀρέστου» — ο Ορέστης (Σοφ.)
β) «ἀπὸ τῆς ψυχῆς φιλεῑν» — η ολόψυχη, δυνατή αγάπη (Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ψυχή πρέπει να εκληφθεί ως μεταρρηματικό παράγωγο του ψύχω (Ι) «πνέω, φυσώ», το οποίο με τη σειρά του έχει σχηματιστεί πιθανότατα από αμάρτυρο τ. ψύω με ενεστωτικό επίθημα -χω, που δηλώνει εμφατικά το τέλος της πράξης (πρβλ. τρύω: τρύ-χω). Το θ. ψυ- τών τ. ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα της εκτεταμένης μορφής bhs-eu- της ινδοευρωπαϊκής ρίζας bhes- «φυσώ, εκπνέω» (πρβλ. ψεύδομαι) και συνδέεται με το αρχ. ινδ. a-psu «χωρίς πνοή». Προβλήματα, ωστόσο, παρουσιάζει για μηδενισμένη βαθμίδα η μακρότητα του φωνήεντος -- τών τ., η οποία αποδίδεται, κατά την επικρατέστερη άποψη, στη δημιουργία ξεχωριστού μορφολογικού συστήματος ισχυρής βαθμίδας στην Ελληνική, ανεξάρτητης από την αρχική ινδοευρωπαϊκή δίφθογγο -eu- (πρβλ. τρύ-χω και την κατάληξη τών εις -μι ρ. -νῡμι / -νῠμαι). Η λ. ψυχή, με αρχική σημ. «ζωτική δύναμη κάθε έμβιου όντος, ζωτική πνοή», χρησιμοποιήθηκε ευρέως με ποικίλες θρησκευτικές, φιλοσοφικές και μεταφορικές διαστάσεις. Η λ., τέλος, εμφανίζεται ως α' συνθετικό σε μεγάλο αριθμό σύνθ. με τη μορφή ψυχ(ο)-, πολλά από τα οποία, στην Νεοελληνική, είναι αντιδάνειοι επιστημον. όροι (πρβλ. ψυχ-ανάλυση, ψυχο-λογία κ.ά.).
ΠΑΡ. ψυχάρι(ον), ψυχικός, ψυχώ(νω)
αρχ.
ψυχαῖος, ψυχήϊος, ψυχίδιον, ψυχίον
αρχ.-μσν.
ψυχόθεν
νεοελλ.
ψυχερός, ψυχισμός, ψυχίτσα, ψυχούλα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ψυχαγωγός, ψυχοβλαβής, ψυχοβόρος, ψυχοειδής, ψυχοκτόνος, ψυχομαχώ, ψυχοπομπός, ψυχοφθόρος, ψυχωφελής
αρχ.
ψυχέμπορος, ψυχογόνος, ψυχοδότης, ψυχολέτης, ψυχορραγής
αρχ.-μσν.
ψυχαλγής, ψυχοσσόος, ψυχοστόλος, ψυχοτρόφος
μσν.
ψύχαγνος, ψυχαπώλεια, ψυχάρπαξ, ψυχοκερδής, ψυχοτερπής, ψυχοτόκος, ψυχοφάγος
μσν.- νεοελλ.
ψυχοπονώ
νεοελλ.
ψυχαναγκασμός, ψυχανάλυση, ψυχανεμίζομαι, ψυχαπάτης, ψυχασθένεια, ψυχιατρική, ψυχοβγάλτης, ψυχογενής, ψυχογιός, ψυχογράφος, ψυχοδιαγνωστικός, ψυχοδιεγερτικός, ψυχόδραμα, ψυχοδυναμικός, ψυχοθεραπεία, ψυχοκόρη, ψυχοκρατία, ψυχολογία, ψυχομάνα, ψυχομετρία, ψυχοπάθεια, ψυχοπαίδι, ψυχοπιάνομαι, ψυχοπλακώνω, ψυχοπλάνος, ψυχοσάββατο, ψυχοσύνθεση, ψυχοσωματικός, ψυχοφάρμακα, ψυχοχάρτι
(Β' συνθετικό) άψυχος, γυναικόψυχος, δειλόψυχος, έμψυχος, εύψυχος, καλόψυχος, μεγαλόψυχος, μικρόψυχος, ολόψυχος, ομόψυχος, σκληρόψυχος, σύμψυχος
αρχ.
αντίψυχος, ασθενόψυχος, βαρύψυχος, δουλόψυχος, ελευθερόψυχος, ζημιόψυχος, θνητόψυχος, ιερόψυχος, ισόψυχος, ισχυρόψυχος, λαμπρόψυχος, λεοντόψυχος, μαλακόψυχος, πάμψυχος, πλατύψυχος, πλουσιόψυχος, πονηρόψυχος, σιδηρόψυχος, ταπεινόψυχος, υπέρψυχος, φιλόψυχος
νεοελλ.
αγγελόψυχος, αγιόψυχος, αγριόψυχος, ανοιχτόψυχος, γενναιόψυχος, γιγαντόψυχος, επτάψυχος, κακόψυχος, λιγόψυχος, λιονταρόψυχος, λιπόψυχος, ξέψυχος, πετρόψυχος, πονόψυχος, σκυλόψυχος, στενόψυχος, χρυσόψυχος].

Greek Monotonic

ψῡχή: ἡ (ψύχω)
I. 1. πνοή, Λατ. anima, ιδίως ως σημείο ζωής, ζωή, πνεύμα, σε Όμηρ. κ.λπ.· ψυχή τε μένος τε ψυχή τε καὶ αἰών, ψυχὴ καὶ θυμός, σε Όμηρ.· τὸν δ' ἔλιπε ψυχή, λέγεται για κάποιον που λιποθυμά, σε Ομήρ. Ιλ.· ψυχὴνπαρθέμενος, παρακινδυνεύοντας ή ρισκάροντας τη ζωή του, σε Ομήρ. Οδ.· ἐμὴν ψυχὴν παραβαλλόμενος, σε Ομήρ. Ιλ.· περὶ ψυχῆς, για τη ζωή κάποιου, δηλ. για τη σωτηρία του, σε Ομήρ. Οδ.· μάχεσθαι, θέειν περὶ ψυχῆς, σε Όμηρ.· τρέχειν περὶ ψυχῆς, σε Ηρόδ.· ὁ περὶ τῆς ψυχῆς ἀγών, αγώνας ζωής και θανάτου, σε Σοφ.· ποινὴν τῆς Αἰσώπου ψυχῆς ἀνελέσθαι, παίρνω εκδίκηση για τη ζωή του Αισώπου, σε Ηρόδ.· ψυχὴν ἀφιέναι, σε Ευρ.
2. μεταφ., λέγεται για προσφιλή πράγματα, όπως η ζωή, χρήματα γὰρ ψυχὴ πέλεται βροτοῖσι, σε Ησίοδ.· πᾶσι δ' ἀνθρώποις ψυχὴ τέκν' (ἐστί), σε Ευρ.
II. 1. ψυχή του νεκρού, πνεύμα, φάντασμα, σε Όμηρ.
2. ψυχή ή πνεύμα ανθρώπου, Λατ. anima, αντίθ. προς το σῶμα, σε Πλάτ., Ξεν.· ψυχή τινος, περίφραση για τον ίδιο τον άνθρωπο, σε Σοφ.· επίσης, ψυχαί, ψυχές, = ἄνθρωποι, σε Αισχύλ., Αριστοφ.· ως προσφώνηση, ὦ μελέα ψυχή, σε Σοφ.· ὦ ἀγαθὴ καὶ πιστὴ ψυχή, σε Ξεν.· πᾶσα ψυχὴ ὑποτασσέσθω, ας αφήσουμε κάθε ψυχή να υποταχθεί, σε Καινή Διαθήκη
3. ψυχή (ως έδρα της θέλησης, των επιθυμιών, των παθών), καρδιά, ψυχὴν ἄριστε, σε Αριστοφ.· ἐκ τῆς ψυχῆς, ολόψυχα, από καρδιάς, σε Ξεν.
4. σαρκική επιθυμία, όρεξη, ορμή, δοῦναί τι τῇ ψυχῇ, όπως το Λατ. indulgere animo, σε Αισχύλ.
III. ψυχή ως όργανο του νου, μυαλό, διάνοια, κρίση, λόγος, ψυχὴν οὐκ ἄκρος, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ψῡχή: дор. ψῡχά (ᾱ) ἡ [ср. ψῦχος
1) дыхание, преимущ. дух, душа, сознание: ψυχῆς τε καὶ αἰῶνος εὖνις Hom. бездыханный и безжизненный; μητρὸς ψ. κατατεθνηυίης Hom. душа умершей матери; τὸν ἔλιπε ψ. Hom. душа (жизнь) покинула его, но тж. он лишился сознания; ἀποπνεῖν ψυχάς Pind. и ἐκπνεῖν или ἀφιέναι ψυχήν Eur. испустить дух; τὰ πάθη τῆς ψυχῆς Arst. душевные состояния; ὅλῃ τῇ ψυχῇ и ἐκ τῆς ψυχῆς Xen. и ἀπὸ τῆς ψυχῆς Luc. из (от) глубины души; εἷς ἀνὴρ καὶ μία ψ. Polyb. один единственный человек; ἀπ᾽ ὀρθῆς καὶ δικαίας καὶ ἀδιαφθόρου τῆς ψυχῆς Dem. по чистой совести; τῷ ἡ ψ. σῖτον οὐ προσίετο Xen. душа его не принимала пищи, т. е. ему не хотелось есть; ψ. ἀναπαύεται Xen. наступает насыщение;
2) жизнь (περὶ φυχῆς μάχεσθαι Hom.): περὶ ψυχῆς διά τινα κινδυνεύειν Thuc. рисковать жизнью за кого-л.; ψυχὴν παραιτέεσθαι Her. просить о пощаде; τὴν ψυχὴν τοῦ παιδός ζημιοῦσθαι Her. поплатиться жизнью (своего) сына; τῆς ψυχῆς πρίασθαι ὥστε … Xen. заплатить жизнью за то, чтобы …; ποινὴν τῆς ψυχῆς τινος ἀνελέσθαι Her. взять выкуп за чье-л. убийство; πᾶσιν ἀνθρώποις ἄρ᾽ ἦν ψ. τέκνα Eur. ведь всем людям дети (дороги как) жизнь;
3) душевные свойства, характер, нрав (ἵππου Xen., Plat.): ψυχὴν οὐκ ἄκρος Her. малодушный;
4) настроение, чувства: τίν᾽ οἴεσθ᾽ αὐτὴν ψυχὴν ἕξειν, ὅταν …; Dem. что она, полагаете вы, почувствует, когда …?;
5) описательно в знач. существо, личность, человек (часто в переводе опускается): πᾶσα ψ. NT всякий (человек); ἡ ἐμὴ ψ. Soph. я (лично); ψυχῆς Ὀρέστου λοιπόν Soph. то, что осталось от Ореста; ψυχὴν διδόναι ἡδονῇ Aesch. предаться наслаждению; θηρίων τὰς ψυχὰς ἡμεροῦν Isocr. приручать животных; ψυχαὶ πολλαί Arph. много людей, многие; ὦ ἀγαθὴ καὶ πιστὴ ψ.! Xen. о, мой милый!;
6) бабочка, мотылек Arst., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψυχή -ῆς, ἡ, Dor. ψυχά, Aeol. ψύχᾱ [ψύχω] onstoffelijk zelfstandig beginsel van levenskracht (i.t.t. θυμός die tegelijk met het lichaam sterft); na Hom. ook voor geestelijke kenmerken; ziel ziel, levensadem, levenskracht, bij Hom., wat het lichaam voorgoed verlaat bij de dood of tijdelijk bij flauwvallen:; αὐτὰρ ἐπὴν δὴ τόν γε λίπῃ ψυχή maar wanneer de levenskracht hem verlaten heeft Il. 16.453; ἀπὸ δὲ ψυχὴν ἐκάπυσσε zij blies haar levensadem uit (d.w.z. zij verloor het bewustzijn, viel flauw) Il. 22.467; ook van dieren:; τὸν ἔλιπε ψυχή zijn levenskracht verliet hem (het zwijn) Od. 14.426; na Hom., ook als aanwezig in het nog levende lichaam:; τὰ ἄλλα ζῷα ὅσα ψυχὴν ἔχει alle andere levende wezens die een levensadem hebben Anaxag. B 4; ἡ ψυχὴ, ἕως μὲν ἂν ἐν θνητῷ σώματι ᾖ, ζῇ de ziel leeft, zolang zij in het sterfelijke lichaam aanwezig is Xen. Cyr. 8.7.19; leven:; ψυχὰς παρθέμενοι hun leven op het spel zettend Od. 3.74; ψυχὴν παραιτεῖσθαι om zijn leven smeken Hdt. 1.24.2; κἂν τῆς ψυχῆς πριαίμην ὥστε... ik zou zelfs mijn leven ervoor geven zodat... Xen. Cyr. 3.1.36; λόγους... τίνας ἐρεῖ ψυχῆς πέρι welke woorden hij zal zeggen om zijn leven te redden Eur. Hel. 946; overdr. van iets dierbaars:. χρήματα γὰρ ψυχὴ πέλεται δειλοῖσι βροτοῖσιν want voor de armzalige mensen is geld zijn ziel en zaligheid Hes. Op. 686; πᾶσι δ ’ ἀνθρώποις ἄρ ’ ἦν ψυχὴ τέκνα voor alle mensen zijn hun kinderen natuurlijk hun leven Eur. Andr. 419. niet-stoffelijk overblijfsel in de onderwereld van een levend wezen na zijn of haar dood schim, geest:. ψυχαί, εἴδωλα καμόντων de schimmen, beeltenissen van de gestorvenen Il. 23.72; ψυχαὶ δ ’ Ἀϊδόσδε κατῆλθον de zielen (van de doden) gingen naar de onderwereld Il. 7.330; ἦλθε δ ’ ἐπὶ ψυχὴ μητρός de schim van mijn moeder kwam omhoog Od. 11.84; πέμψατ ’ ἔνερθεν ψυχὴν εἰς φῶς stuurt van beneden zijn geest naar het licht Aeschl. Pers. 630. als omschrijving van levend wezen persoon, mens:; φιλτάτου... ἀνθρώπων... ψυχῆς Ὀρέστου van de persoon van Orestes, dierbaarste ter wereld Soph. El. 1127; πρὸς μίαν ψυχὴν βλέπειν van één mens afhankelijk zijn Eur. Med. 247; ψυχαὶ δὲ πολλαὶ... ἐπὶ Σκαμανδρίοις ῥοαῖσιν ἔθανον vele zielen zijn gedood aan de stromen van de Skamander Aristoph. Th. 864; πᾶσα ψυχή ieder mens NT Rom. 13.1; ter omschrijving van de eigen persoon:. ἡ δ ’ ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν mijn leven is al lang voorbij Soph. Ant. 559; ἕως πότε τὴν ψυχὴν ἡμῶν αἴρεις; hoe lang houdt u ons nog in spanning? NT Io. 10.24. voor geestelijke, psychologische aspecten van levende wezens: ziel, geest, hart, aard:; ἀπὸ πάμπαν ἀδίκων ἔχειν ψυχάν hun geest geheel vrijhouden van onrecht Pind. O. 2.69; κακόν... διδάσκειν τὴν ψυχὴν πλέον τι δίζησθαι αἰεὶ ἔχειν het is verkeerd je hart te leren steeds naar meer bezit te streven Hdt. 7.16α.2; ὦ ψυχά, πῶς σιγάσω; mijn hart, hoe kan ik zwijgen? Eur. Ion 859; ψυχὴ γὰρ ηΰδα πολλά μοι μυθουμένη want mijn geest sprak vele woorden tot mij Soph. Ant. 227; ἡ κακὴ σή... ψυχή jouw slechte aard Soph. Ph. 1014; μαθεῖν ἔραται ψυχή mijn hart verlangt te weten Eur. Hipp. 173; ἐπιμελεῖσθαι... τῆς ψυχῆς, ὅπως ἀρίστη ἔσται zorgen voor uw ziel, dat ze zo goed mogelijk is Plat. Ap. 30b; van dieren:; αἷς αὐτῶν τὰς ψυχὰς ἡμεροῦμεν waarmee we hun aard (nl. van wilde dieren) temmen Isocr. 2.12; als zetel van emoties:; ψυχῇ διδόναι ἡδόνην καθ ’ ἡμέραν dagelijks genot verschaffen aan je ziel Aeschl. Pers. 841; τίνα ποτὲ ψυχὴν ἔχων ἀξιοῖ wat hem toch bezielde dat hij wilde... Lys. 32.12; ἐκ τῆς ψυχῆς φίλος hartsvriend Xen. An. 7.7.43; τῷ δὲ ἡ ψυχὴ σῖτον μὲν οὐ προσίετο, διψῆν δ ’ ἐδόκει zijn gemoed verlangde niet naar eten, maar hij leek dorst te hebben Xen. Cyr. 8.7.4; ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου met heel uw hart NT Mt. 22.37; als zetel van geestkracht, moed:. διεπειρᾶτο αὐτοῦ τῆς ψυχῆς hij beproefde zijn geestkracht Hdt. 3.14.1; οἵαις ἐν πολέμοισι μάχαις τλάμονι ψυχᾷ παρέμεινε in welke vreselijke veldslagen in de oorlog hij met standvastigheid van geest volhield Pind. P. 1.48; ψυχήν τ ’ ἄριστοι de besten in dapperheid Aeschl. Pers. 442; ψυχὴν τ ’ ἄριστε πάντων dapperste van allen Aristoph. Eq. 457; κράτιστοι... τὴν ψυχήν het sterkst van geestkracht Thuc. 2.40.3. vaak tegenover het (sterfelijke) lichaam: ziel, geest:; ἀνθρώπου ψυχὴ ἀθάνατός ἐστι de ziel van de mens is onsterfelijk Hdt. 2.123.2; αἱ ταλαιπωρίαι τῷ σώματι καὶ τῇ ψυχῇ de harding van lichaam en geest Hp. Aër. 23; τήν τε ψυχὴν ἐπαίδευσε καὶ τὸ σῶμα hij trainde zijn geest en zijn lichaam Xen. Mem. 1.3.5; overdr.: οἷον ψυχὴ ὁ μῦθος τῆς τραγῳδίας de plot is als het ware de ziel van de tragedie Aristot. Poët. 1450a38; πᾶσα πολιτεία ψυχὴ πόλεώς ἐστι iedere staatsinrichting vormt de ziel van de staat Isocr. 12.138. filos. wereldziel:. εἰ δὲ φανήσεται ψυχὴ πρῶτον... γεγενημένη als zal blijken dat de ziel het eerste is ontstaan Plat. Lg. 892c; οὐ πιστεύεις... νοῦν καὶ ψυχὴν εἶναι τὴν διακοσμοῦσαν καὶ ἔχουσαν; geloof je niet dat verstand en ziel de ordenende en in stand houdende factor zijn (van alles)? Plat. Crat. 400a. vlinder.

Middle Liddell

ψῡχή, ἡ, ψύχω
I. breath, Lat. anima, esp. as the sign of life, the life, spirit, Hom., etc.; ψυχή τε μένος τε ψυχή τε καὶ αἰών, ψυχὴ καὶ θυμός Hom.; τὸν δ' ἔλιπε ψυχή, of one swooning, Il.; ψυχὴν παρθέμενος staking or risking one's life, Od.; so, ἐμὴν ψυχὴν παραβαλλόμενος Il.; περὶ ψυχῆς for one's life, i. e. to save it, Od.; μάχεσθαι, θέειν περὶ ψυχῆς Hom.; τρέχειν περὶ ψυχῆς Hdt.; ὁ περὶ τῆς ψυχῆς ἀγών the struggle is for life and death, Soph.; ποινὴν τῆς Αἰσώπου ψυχῆς ἀνελέσθαι to take revenge for the life of Aesop, Hdt.; ψυχὴν ἀφιέναι to give up the ghost, Eur.
2. metaph. of things dear as life, χρήματα γὰρ ψυχὴ βροτοῖσι Hes.; πᾶσι δ' ἀνθρώποις ψυχὴ τέκν' ἐστί Eur.
II. the departed soul, spirit, ghost, Hom.
2. the soul or spirit of man, Lat. anima, opp. to σῶμα, Plat., Xen.:— ψυχή τινος, periphr. for the man himself, Soph.; also ψυχαί, souls, = ἄνθρωποι, Aesch., Ar.:—hence in addressing persons, ὦ μελέα ψυχή Soph.; ὦ ἀγαθὴ καὶ πιστὴ ψ. Xen.; πᾶσα ψυχὴ ὑποτασσέσθω let every soul be subject, NTest.
3. the soul, heart, ψυχὴν ἄριστε Ar.; ἐκ τῆς ψυχῆς with all the heart, Xen.
4. appetite, δοῦναί τι τῇ ψυχῇ, like Lat. indulgere animo, Aesch.
III. the soul, mind, understanding, ψυχὴν οὐκ ἄκρος Hdt.

Frisk Etymology German

ψυχή: {psūkhḗ}
Grammar: f.
Meaning: ‘Hauch, Atem, Leben(skraft), Seele (des Verstorbenen), auch als Abbild des Toten, als ζῳ̃ον πτερωτόν aufgefaßt, Geist’ (seit Il.).
Composita : Als Vorderglied z.B. ψυχαγωγός m. Seelenführer, Geistesbeschwörer mit -ία, -έω (seit A.); als Hinterglied unbeschränkt produktiv, z.B. ἔμψυχος beseelt (ion. att.), μεγαλόψυχος von großer, edler Gesinnung (att. usw.).
Derivative: Davon 1. Demin. ψυχάριον n. (Pl., M. Ant. u.a.; ngr. ψυχάρι Schmetterling, s. Immisch Glotta 6, 193ff.); -ίον n. (Epigr. IG 14, 2068), -ίδιον n. (Luk., D. C.). 2. -ικός seelisch, geistig (Arist., hell. u. sp.), -αῖος, -ήϊος ib. (sp.). 3. -όω beseelen, mit Geist füllen (Ph., Nonn. u.a.) mit -ωσις f. Beseelung (Ph., M. Ant. u.a.); auch ἐμψυχόω, -όομαι (μετ-) mit (μετ-)εμψύχωσις (D. S., Gal. usw.) von ἔμψυχος (s. ob.). — Daneben ψύχω (sp. ψύγω zu ψυγῆναι usw.), -ομαι, Aor. ψῦξαι, Pass. (auch intr.) ψυχθῆναι (seit Il.), -ῆναι (att.), ψυγῆναι (hell. u. sp.), Fut. ψύξω, ψυχθήσομαι, -ήσομαι, ψυγήσομαι, Pf. ἔψυγμαι (ion. att.), Akt. ἔψυχα (sp.), sehr oft m. Präfix in verschied. Sinnfärbungen, z.B. ἀνα-, ἀπο-, κατα-, δια-, ἐκ-, ἐπι-, blasen (Υ 440), mit ἀπο-, ἐκ- ‘(die Seele) aushauchen, ohnmächtig werden, sterben’ (Od., ion. att.), öfter abkühlen, erfrischen, intr. u. pass. sich abkühlen, kalt werden (seit Il.), ‘(im Wind) trocken machen, durchlüften, austrocknen’ (ion. att.; bei Hom. nur ἱδρῶ̃ = den Schweiß abkühlen). — Davon 1. ἀνα-, παραψυχή f. Abkühlung, Erquickung, Trost (att., Arist. usw.), mit υ nach ψυχῆναι (vgl. Schwyzer 460 A. 3). 2. ψῦξις (ἀνά-, κατά-, περί-, ἔμ- u.a.) f. Abkühlung, Erholung (Hp., Pl., Arist. usw.). 3. ψῦγμα (ἀπό-, διά-) n. Abkühlung, Kühlmittel, trockenes, unfruchtbares Land (Hp., Pap. u.a.). 4. ψυγμός (περι-), auch ψυχμός m. das Abkühlen, Fieberfrost, Trockenplatz, Darre (LXX, hell. Pap., Mediz. u.a.). 5. ψυκτήρ (ἀνα-, οἰνο-) m. Kühlgefäß (att. hell. u. sp.; Fraenkel Nom. ag. 2, 7 f.), auch Darre (Sch. Od.), mit -τήριον, -τηρίδιον n. Kühlgefäß (Kom. IV a, hell. Inschr. u. Pap.), Platz zum Abkühlen, zur Erholung (Hes., A., E., sämtl. Fr.), παρα- ~ Trost (S. Ichn.), -τήριος kühlend (Achae. Va), -τηρίας, -τηρίσκος m. ‘Kühl- gefäß’ (hell. Pap. und Kom.). 6. ψύκτρα f. Trockenplatz, Darre (att. Inschr. Ia, H. s. τρασιά). 7. ψυκτικός (δια-, ἐν-, κατα-) kühlend (Mediz., Arist.). 8. ψυγεύς m. Kühlgefäß — (Kom. IV-IIIa), nach Boßhardt 65 von *ψυγή; eher direkt von ψυγῆναι mit ψύγειν. 9. ψυγός = ταρσός (Sch. Od.). — An ψύχω schließen sich noch: 10. ψῦχος n. Kälte, Frost (seit κ 555) mit ψυχόομαι (Hp.), -άζω (Alkiphr., Ael.), -ίζομαι (Gloss.) sich abkühlen, abgekühlt werden, wohl auch mit den Nomina ψυχεινός (Hp., X.; nach dem Oppos. ἀλεεινός, vielleicht direkt von ψύχω), -εῖον n. Platz zum Wasserkühlen (Semos Hist.). vgl. ψυγεῖα· ἀγγεῖα ἐν οἷς ὕδωρ ψύχεται, καὶ ὁ τόπος αὐτός H., ebenso IG 22, 1695, 21 [IIIa]? (Inschr. ψυ[γ]εῖα). — 11. ψυχρός (wie αἶσχος : αἰσχρός u.a.), auch m. κατα-, ἐν-, ὑπο- u.a., kühl, kalt, frostig, gefühllos, erfolglos, machtlos (seit Il.; zur Bed. Björck UUÅ 1945 : 12, 19ff.) mit ψυχρότης (ion. att.), -ία, -α, -αίνομαι, -αντικός, -ασία, -εύομαι, -ευμα, -ίζω (alles hell. od. sp.).
Etymology : Das Präsens ψύχω liegt offenbar allen übrigen Verbformen zugrunde; die kurzvokaligen ψυχῆναι (mit ἀνα-, παραψυχή), ψυγῆναι sind analogische Neubildungen. Auch die nominalen Bildungen lehnen sich semantisch wie formal glatt an das Verb an. Zu ψυχή Seele von ψύχω blasen, atmen vgl. πνεῦμα : πνέω, lat. animus, -a : aind. ániti atmen usw. usw., dazu Wackernagel Syntax 2, 14. Im Sinn von blasen, hauchen, atmen hatte aber das Griech. einen anderen Ausdruck in πνέω, das sich gegen ψύχω siegreich behauptet hat. Statt dessen hat ψύχω einen anderen Weg eingeschlagen: die anzunehmende Verschiebung blasen > ‘(im Wind) abkühlen’ (auch ‘[im Wind] trocken machen’) hat, zumal bei einem seefahrenden Volk, nichts Befremdendes. Die Triade ψύχω, ψῦχος, ψυχρός hat sich ihrerseits gegenüber anderen Ausdrücken für kühlen, Kälte, kalt (s. ῥῖγος, κρύος, πάγος) in der Prosa durchgesetzt. — Die weitere Geschichte von ψύχω liegt im vorgeschichtlichen Dunkel. Eine Zerlegung in ψύχ-ω (wie τρύχ-ω, ψήχ-ω, ψώχ-ω) bietet sich von selbst, und somit können wir mit Bq und Benveniste BSL 33, 165 ff. an ein Verb bhes- (vgl. τρύ-ω : τείρω : lat. terō) blasen anknüpfen mit wahrscheinlichen oder denkbaren Ablegern in aind. bhás-trā f. Schlauch, Balg, eig. Blasebalg, bhás-ma n. Asche (andere Möglichkeit s. ψόλος), s. Mayrhofer s.vv. m. Lit., auch Pok. 146, ebenfalls m. Lit. — Anders über ψυχή Thieme Studien 56 A. 2 (mit weiterer Lit.) : aus *bzhu + uĝh- ‘den Hauch hin- und herfahrend’ (aind. [ved.] psu Atemhauch [nicht sicher] und Schwundstufe von u̯eĝh- fahren [s. 2. ἔχω); speciosius quam verius. — Aus der reichen Lit. seien hier nur erwähnt Onians The origins of Eur. thought 93 ff., Vivante Arch. glottol. it. 41, 113 ff., beide mit weiteren ausführlichen Lit. -Angaben.
Page 2,1141-1142

Chinese

原文音譯:yuc» 普需黑
詞類次數:名詞(105)
原文字根:涼爽 相當於: (נֶפֶשׁ‎)
字義溯源:呼吸,氣息,魂,生命,性命,命,意,心思,心,人,自己,活物;源自(ψύχω)*=呼氣)。和合本常將這編號譯為:靈魂(22次)。舊約常將編號(נֶפֶשׁ‎)=魂)譯為:人(75次)參讀 (ἄνεμος) (βίος)同義字參讀 (ψύχω)同源字
出現次數:總共(106);太(16);可(9);路(15);約(10);徒(16);羅(4);林前(1);林後(2);弗(1);腓(2);西(1);帖前(2);來(6);雅(2);彼前(6);彼後(2);約壹(2);約叄(1);猶(1);啓(7)
譯字彙編
1) 魂(87) 太6:25; 太6:25; 太10:28; 太10:28; 太10:39; 太10:39; 太11:29; 太16:25; 太16:25; 太16:26; 太16:26; 太20:28; 太22:37; 太26:38; 可8:35; 可8:35; 可8:36; 可8:37; 可10:45; 可12:30; 可12:33; 可14:34; 路1:46; 路2:35; 路6:9; 路9:24; 路9:24; 路10:27; 路12:19; 路12:20; 路12:22; 路12:23; 路14:26; 路17:33; 路21:19; 約10:11; 約10:15; 約10:17; 約10:24; 約12:25; 約12:25; 約12:27; 約13:37; 約13:38; 約15:13; 徒2:27; 徒2:31; 徒14:2; 徒15:24; 徒15:26; 徒20:10; 徒20:24; 徒27:10; 徒27:22; 羅2:9; 羅11:3; 羅16:4; 林前15:45; 林後1:23; 林後12:15; 帖前2:8; 帖前5:23; 來4:12; 來6:19; 來10:38; 來10:39; 來12:3; 來13:17; 雅1:21; 雅5:20; 彼前1:22; 彼前2:11; 彼前2:25; 彼前3:20; 彼前4:19; 彼後2:8; 彼後2:14; 約壹3:16; 約壹3:16; 約叄1:2; 猶1:15; 啓6:9; 啓8:9; 啓12:11; 啓16:3; 啓18:14; 啓20:4;
2) 人(6) 徒2:41; 徒2:43; 徒3:23; 徒7:14; 徒27:37; 羅13:1;
3) 心(4) 太12:18; 徒14:22; 弗6:6; 西3:23;
4) 生命(1) 腓2:30;
5) 口(1) 啓18:13;
6) 心志(1) 腓1:27;
7) 魂的(1) 彼前1:9;
8) 魂哪(1) 路12:19;
9) 命(1) 可3:4;
10) (魂)生命(1) 路9:56;
11) 性命(1) 太2:20;
12) 意(1) 徒4:32

English (Woodhouse)

life, soul, spirit, nerves, seat of the feelings, vital principle

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)