ἀνήρ
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
English (LSJ)
ὁ, ἀνδρός, ἀνδρί, ἄνδρα, voc. ἄνερ: pl. ἄνδρες, ἀνδρῶν, ἀνδράσι [ᾰ], -δρας: Aeol. dat. pl. A ἄνδρεσι Alc.Supp.14.8: late nom. sg. ἄνδρας Cat.Cod.Astr.7.109.7: in Att. the Art. often forms a crasis with the Noun, ἁνήρ for ὁ ἀνήρ, τἀνδρός, τἀνδρί for τοῦ ἀνδρός, etc., ἅνδρες for οἱ ἄνδρες; the Ion. crasis is ὡνήρ, ὧνδρες, Hdt.4.161,134: Ep. also ἀνέρα, ἀνέρος, ἀνέρι, dual ἀνέρε, pl. ἀνέρες, ἀνέρας, ἄνδρεσσι. [Ep. Poets mostly use ᾱ in arsi, ᾰ in thesi; but in trisyll. forms with stem ἀνέρ- always ᾱ; so also Trag. in lyr., S.Tr.1011, OT869. But in Trag. senarians ᾰ always.] (ἀ- in nom. by analogy; cf. Skt. nar- from I.-E. ner-, nṛ- from nṛ-, Gk. ἀνδρ- from ṇr-):—man, opp. woman (ἄνθρωπος being man as opp. to beast), Il.17.435, Od.21.323; τῶν ἀνδρῶν ἄπαις = without male children, Pl.Lg.877e; in Hom. mostly of princes, leaders, etc., but also of free men; ἀνὴρ δήμου = one of the people, Il.2.198, cf. Od.17.352; with a qualifying word to indicate rank, ἀνὴρ βουληφόρος Il.2.61; ἀνὴρ βασιλεύς Od.24.253; ἡγήτορες ἄ. Il.11.687. II man, opp. god, πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε ib.1.544, al.; Διὸς ἄγγελοι ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν ib.334, cf. 403, Hdt.5.63, etc.: most common in plural, yet sometimes in sg., e.g. Il.18.432:—freq. with a Noun added, βροτοί, θνητοὶ ἄ., Od.5.197,10.306; ἄ. ἡμίθεοι Il.12.23; ἄ. ἥρωες ib.5.746:—also of men, opp. monsters, Od.21.303:—of men in societies and cities, οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις Pi.O. 6.10; and so prob., ἄλλοτε μέν τ' ἐπὶ Κύνθου ἐβήσαο... ἄλλοτε δ' ἂν νήσους τε καὶ ἀνέρας . . h.Ap.142. III man, opp. youth, unless the context determines the meaning, as in οὔ πως ἔστι νεωτέρῳ ἀνδρὶ μάχεσθαι ἄνδρα γέροντα Od.18.53; but ἀ. alone always means a man in the prime of life, esp. warrior, ἀ. ἕλεν ἄνδρα Il.15.328; so ἀ. ἀντ' ἀνδρὸς ἐλύθησαν Th.2.103; the several ages are given as παῖς, μειράκιον, ἀνήρ, πρεσβύτης X.Smp.4.17; εἰς ἄνδρας ἐγγράφεσθαι, συντελεῖν, D.19.230, Isoc.12.212; εἰς ἄνδρας ἀναβῆναι BMus.Inscr.898; in Inscrr. relating to contests, opp. παῖδες, IG22.1138.10, etc. IV man emphatically, man indeed, ἀνέρες ἄστε, φίλοι Il.5.529; freq. in Hdt., πολλοὶ μὲν ἄνθρωποι, ὀλίγοι δὲ ἄνδρες 7.210; πρόσθεν οὐκ ἀ. ὅδ' ἦν; S.Aj.77; ἄνδρα γίγνεσθαί σε χρή E.El.693; ἀ. γεγένησαι δι' ἐμέ Ar.Eq.1255; ὃ μαθὼν ἀνήρ ἔσει Id.Nu.823; ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν Id.Ach.77; εἰ ἄνδρες εἶεν οἱ στρατηγοί Th.4.27; οὐκέτι ἀνήρ ἀλλὰ σκευοφόρος X.Cyr.4.2.25; τὸν Αυκομήδην . . μόνον ἄνδρα ἡγοῦντο Id.HG7.1.24; οὐκ ἐν ἀνδράσι = not like a man, E.Alc.723, cf. 732; ἀνδρὸς τὰ προσπίπτοντα γενναίως φέρειν = 'tis the part of a man to bear with courage what befalls upon him, a man should bear with courage what befalls upon him.., Men.771, etc. V husband, Il.19.291, Od.24.196, Hdt.1.146, etc.; εἰς ἀνδρὸς ὥραν ἡκούσης τῆς κόρης Pl. Criti.113d; so ἐξοικιεῖν εἰς ἀνδρὸς [οἶκον] θυγατέρα Luc.Lex.11:—also of a paramour, opp. πόσις, S.Tr.551, cf. E.Hipp.491, Theoc.15.131; ἀνήρ ἁπασῶν τῶν γυναικῶν ἐστι νῦν Pherecr.155; αἰγῶν ἄνερ Theoc.8.49. VI Special usages: 1 joined with titles, professions, etc., ἰητρὸς ἀνήρ Il.11.514; ἀνὴρ μάντις, ἀνὴρ στρατηγός, Hdt.6.83,92 (dub.); ἀνὴρ νομεύς S.OT1118; ἄνδρες λοχῖται, λῃσταί, ἀσπιστῆρες, ib.751,842, Aj.565; especially in disparagement, κλῶπες ἄ. E.Rh.645; ἀνὴρ δημότης S. Ant.690; with names of nations, as Φοίνικες ἄ. Hdt.4.42; ἀνὴρ Θρῇξ E. Hec.19,al.; especially in addresses, ἄ. ἔφοροι Hdt.9.9; ἄ. πολῖται S.OT 513; ἄ. δικασταί D.21.1, etc.; ὦ ἄνδρες = gentlemen of the jury, Antipho 1.1, Lys.1.1, etc.; ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι Id.6.8, etc.: hence in Comedy, ἄ. ἰχθύες Archipp.29; ἄνδρες θεοί Luc.JTr.15; ὦ ἄ. κύνες Ath.4.160b. 2 ὁ ἀνήρ, by crasis Att. ἁνήρ, Ion. ὡνήρ, is freq. used emphatically for αὐτός, ἐκεῖνος Ar.V.269, prob. in Pl.Sph.216b, etc.: sometimes so in oblique cases without the Art., S.Tr.55, 109, 293, etc.; but not in Prose. 3 ἀνὴρ ὅδε, ὅδ' ἀνήρ, in Trag., = ἐγώ, S.Aj.78, E.Alc.690, etc. 4 πᾶς ἀνήρ = every man, every one, freq. in Pl.Lg.736c, al., cf. E.Or. 1523. 5 a man, any man, εἶτ' ἄνδρα τῶν αὑτοῦ τι χρὴ προϊέναι; Ar.Nu.1214; οὐ πρέπει νοῦν ἔχοντι ἀνδρί Pl.Phd.114d, etc.; οὐ παντὸς ἀνδρὸς . . ἐσθ' ὁ πλοῦς = 'tis not every one that can go, Nicol.Com. 1.26. 6 ὦ δαιμόνι' ἀνδρῶν Eup.316; and often with a Sup., ὦ φίλτατ' ἀνδρῶν Phryn.Com.80, etc. 7 κατ' ἄνδρα viritim, Isoc. 12.180, POxy.1047 iii 11, BGU145.5, etc.; so τοὺς κατ' ἄνδρα = individuals, opp. κοινῇ τὴν πόλιν, D.Chr.32.6. 8 In LXX, ἀνήρ = ἕκαστος, δότε μοι ἀνὴρ ἐνώτιον Jd.8.24; ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται 'each to his fellow', of Leviathan's scales, Jb.41.8; also ἀνήρ εἷς 4 Ki.6.2; with negs., ἀνήρ μὴ ἐπισκεπήτω ib.10.19; ἀνὴρ ἀνήρ = any one, Le. 15.2. 9 ἄνδρας γράφειν· τὸ ἐν διδασκάλου τὰ παιδία ὀνόματα γράφειν, Hsch. VII male animal, Arist.HA637b15.
Spanish (DGE)
ἀνδρός, ὁ
• Alolema(s): ἀνε̄́ρ ICr.4.72.2.45 (Gortina V a.C.)
• Prosodia: [ᾰ pero ᾱ a veces por alarg. métr. en ép. y lír. de trág.]
• Morfología: [ép. sg. ἀνέρος, ἀνέρι, ἀνέρα, ἄνερ, plu. ἀνέρες, ἀνέρων, ἀνδράσι, ἄνδρεσσι, ἀνέρας, du. ἀνέρε; eol. sg. ἄνηρ, ἄνδρος, ἄνδρι, plu. ἄνδρες, ἄνδρων; panf. dat. sg. ἀδρί Hsch.; tard. nom. sg. ἄνδρας Cat.Cod.Astr.7.109.7, ac. sg. graf. ἄδρα JNL 24, ἄνδραν Denkmäler 129; crasis át. c. el art. ἁνήρ, τἀνδρός, τἀνδρί, id. jón. ὡνήρ, ὦνδρες]
I op. γυνή
1 varón, hombre (στήλη) ἥ τ' ἐπὶ τύμβῳ ἀνέρος ἑστήκῃ τεθνηότος ἠὲ γυναικός Il.17.435, φῦλα γυναικῶν ... μετ' ἀνδράσι ναιετάουσιν Hes.Th.592, τῶν ἀνδρῶν ἄπαις que no tiene hijos varones Pl.Lg.877e, ὅτι ἀνὴρ καὶ οὐ γυνή (ἐγενόμην) Hermipp.Hist.11, cf. Od.21.323, A.Th.197, 200, Emp.B 21.10, cf. <ὡς> ὅταν καὶ τῷ ἄρρενι ἀνὴρ συνῇ Arist.HA 637b15.
2 marido ἀνέρι μητέρα δώσω entregaré a mi madre a un marido, Od.2.223, ὡς εὖ μέμνητ' Ὀδυσῆος, ἀνδρὸς κουριδίου Od.24.196, ἆνερ (Andrómaca a Héctor muerto) Il.24.725, ἐξοικιεῖν ... εἰς ἀνδρὸς τὴν θυγατέρα casar a la hija Luc.Lex.11, cf. Il.19.291, Od.19.209, Hdt.1.146, Sol.Lg.50b, PMur.115.17
•hombre como compañero o amante de una mujer, op. πόσις: φοβοῦμαι μὴ πόσις μὲν Ἡρακλῆς ἐμὸς καλῆται, τῆς νεωτέρας δ' ἀνήρ S.Tr.550, οὐ λόγων ... δεῖ σ' ἀλλὰ τἀνδρός E.Hipp.491, εἰς ἀνδρὸς ὥραν ἡκούσης τῆς κόρης Pl.Criti.113d, de Alcibíades ἀνὴρ ἁπασῶν τῶν γυναικῶν Pherecr.155, ἀνδρὶ συνοικεῖν Is.2.4, de Adonis, Theoc.15.131
•de anim. macho ὦ τράγε, τᾶν λευκᾶν αἰγῶν ἄνερ Theoc.8.49.
3 hombre en sent. lato macho op. eunuco ἀνήρ τε κοὐκ ἀνὴρ ... τὸ δὲ εὐνοῦχος Ath.452c, cf. Clem.Al.Prot.1.3.1.
II 1hombre mayor que παῖς en gener. ἀ. δήμου un hombre del pueblo, Il.2.198, cf. Od.17.352, ἀνὴρ ... ἄγεται ὑπὸ παιδός Heraclit.B 79, ἀ. ... πώγωνος ἤδη ὑποπιμπλάμενος Pl.Prt.309a, ἔλαβον ... πεντήκοντα μὲν παῖδας, ἴσους δὲ ἄνδρας Th.1.115
•op. gradual ὥσπερ γε παῖς γίγνεται καλός, οὕτω καὶ μειράκιον καὶ ἀνὴρ καὶ πρεσβύτης X.Smp.4.17, cf. Aristox.Fr.35, εἰς ἄνδρας ἐγγράψαι inscribir en la lista de los hombres adultos D.19.230, ἐπειδὰν δ' εἰς ἄνδρας συντελῶσιν cuando pertenecen a la categoría de los hombres adultos Isoc.12.212, εἰς ἄνδρας ἀναβῆναι BMus.Inscr.898, cf. IG 22.1138.10
•op. γυνή y παῖς: ἦσαν ἄνδρες ὡσεὶ πεντακισχίλιοι χωρὶς γυναικῶν καὶ παιδίων Eu.Matt.14.21, cf. 15.38.
2 como término de encomio hombre, valiente, bravo ὦ φίλοι, ἀνέρες ἔστε Il.5.529, ὅτι πολλοὶ μὲν ἄνθρωποι εἶεν, ὀλίγοι δὲ ἄνδρες Hdt.7.210, πρόσθεν οὐκ ἀνὴρ ὅδ' ἦν; S.Ai.77, ἄνδρα γίγνεσθαί σε χρή E.El.693, εἰ ἄνδρες εἶεν οἱ στρατηγοί Th.4.27, δοκεῖ δηλοῦν ἀνδρὸς ἀρετήν Th.2.42, οὐκ ἐν ἀνδράσιν E.Alc.723, 732
•en el sent. de hombre importante, famoso μέμνησ' ὅτι ἀνὴρ γεγένησαι δι' ἐμέ Ar.Eq.1255, ἀνὴρ γενήσομαι Ar.Eq.179, ὃ μαθὼν ἀνὴρ ἔσει Ar.Nu.823, οὐ κέτ' ἀνήρ ἐστιν, ἀλλὰ σκευοφόρος X.Cyr.4.2.25, νῦν σοι ἔξεστιν ... ἀνδρὶ γενέσθαι ahora puedes llegar a ser un hombre famoso X.An.7.1.21, φήσας οὐκ ἀνθρώπων ἑαυτῷ δεῖν, ἀλλὰ ἀνδρῶν Philostr.VA 1.16, cf. Ar.Ach.77, X.HG 7.1.24.
III usos neutralizados (de varones y mujeres)
1 hombre op. θεός: πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε Il.1.544, Διὸς ἄγγελοι ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν Il.1.334, ἀνδρὶ δάμασσεν me sometió a un mortal (cf. tb. I 2), Il.18.432, cf. 1.403, Hdt.5.63, βροτοὶ ἄ. Od.5.197, ἄ. θνητοί Od.10.306
•op. los Centauros Od.21.303.
2 hombre en cuanto establecido en sociedad ciudadano ἄλλοτε δ' ἂν νήσους τε καὶ ἀνέρας ἠλάσκαζες h.Ap.142, ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε' παρ' ἀνδράσιν Pi.O.6.10, cf. Sol.8.3, Hdt.3.48, Th.7.77, And.Myst.3.
3 en plu. habitantes τὰς οἰκίας καθαρὰς... ἀπὸ ἀπογραφῆς ἀνδρῶν POxy.719.24 (II d.C.), ἄνδρας ἐκ τοῦ πλ(είστου) ἐγλελοιπέναι que los habitantes en su mayor parte se habían marchado, BGU 902.2 (II d.C.) en BL 1.80
•en pap. ἄνδρες frecuentemente indica grupos de funcionarios, contribuyentes, etc. PEleph.10.5, PTeb.566.
IV usos semipronominales
1 c. valor indef.: c. tít. o profesiones βουληφόρος ἀ. Il.2.61, βασιλεὺς ἀ. Od.24.253, ἡγήτορες ἄ. Il.11.687, ἡμίθεοι ἄ. Il.12.23, ἄ. ἥρωες Il.5.746, ἰητρὸς ἀ. Il.11.514, ἀ. μάντις Hdt.6.83, στρατηγὸς ἀ. Hdt.6.92, νομεὺς ἀ. S.OT 1118, ἄ. λοχίται S.OT 751, ἄ. ἀσπιστῆρες S.Ai.565
•en tono de menosprecio τὸ γὰρ σὸν ὄμμα δεινὸν ἀνδρὶ δημότῃ tu rostro intimida al simple ciudadano S.Ant.690, κλῶπες ἄ. E.Rh.645
•c. gentilicios ἀπέπεμψε Φοίνικας ἄνδρας Hdt.4.42, ἀ. Θρῇξ E.Hec.19, ἀ. Αἰθίωψ Act.Ap.8.27
•en discursos ἄνδρες ἔφοροι Hdt.9.9, ἄ. πολῖται S.OT 513, ἄ. δικασταί D.21.1, ὦ ἄ. Ἀθηναῖοι Lys.6.8, ὦ ἄνδρες Antipho 1.1, de ahí en cóm. ἄνδρες ἰχθύες Archipp.29, ἄ. θεοί Luc.ITr.15, ἄ. κύνες Ath.160b
•en expresiones ὦ δαιμόνι' ἀνδρῶν Eup.316, ὦ φίλτατ' ἀνδρῶν Phryn.Com.80.
2 indef. equivaliendo a uno, cualquiera πᾶς δ' ἀνήρ cualquiera, todo el mundo Pl.Lg.856c, E.Or.1523, εἶτ' ἄνδρα τῶν αὑτοῦ τι χρὴ προϊέναι; ¿entonces es necesario que uno sacrifique sus propios bienes? Ar.Nu.1214, οὐ πρέπει νουν ἔχοντι ἀνδρί Pl.Phd.114d, οὐ παντὸς ἀνδρός ... ἐσθ' ὁ πλοῦς el viaje ... no es para cualquiera Nicol.Com.1.26.
3 usos distrib. ἀνὴρ ἀντ' ἀνδρὸς ἐλύθησαν fueron liberados hombre por hombre Th.2.103., κατ' ἄνδρα συμπαρατάττεσθαι ser colocados uno al lado de otro Isoc.12.180, cf. BGU 145.5, τοὺς κατ' ἄνδρα individualmente op. κοινῇ τὴν πόλιν D.Chr.32.6, δότε μοι ἀνὴρ ἐνώτιον dadme un pendiente cada uno LXX Id.8.24, cf. Ib.41.9, ἀνὴρ εἷς cada uno LXX 4Re.6.2, ἀνὴρ ἀνήρ cada uno LXX Le.15.2, τὸ κατ' ἄνδρα lista de hombres, PPetr.3.96.11 (III a.C.).
4 usos deícticos ἀνὴρ ὅδε en trág., igual ἐγώ: ἀνδρὸς τοῦδε S.Ant.1034 ἐχθρός γε τῷδε τἀνδρί S.Ai.78, μὴ θνῇσχ' ὑπὲρ τοῦδ' ἀνδρός E.Alc.690. • DMic.: a-e-da-do-ro (?), ra-ke-da-no, -re (?).
• Etimología: Forma c. prótesis vocálica de la raíz *ner ‘varón’, cf. arm. ayr, ai. nar-, osc. (gen. plu.) nerum, gal. ner ‘héroe’, lituan. nóras ‘voluntad’, ‘resolución’ y el n. propio lat. Nerō, tb. Nertobriga, Erunertus.
German (Pape)
[Seite 229] ὁ, Hom. ἀνέρος, ἀνέρι, ἀνέρα, ἀνέρε, ἀνέρες, ἀνέρας neben ἀνδρός, ἀνδρί, ἄνδρα, ἄνδρε, ἄνδρες, ἄνδρας, ἄνδρεσσι neben ἀνδράσιν, gen. plur. ἀνδρῶν, vocat. sing. ἆνερ Iliad. 24, 725; der Mann: 1) im Gegensatz des Weibes, γυνή, von Hom. an überall; dah. ἀνδρῶν ἄπαις, ohne männliche Kinder, Plat. Legg. IX, 877 e. Bes. der freie Mann. In der Zusammenstellung beider Geschlechter die Att. ohne Verbindung ἄνδρες, γυναῖκες. – 2) der Mensch im Gegensatz der Götter, gew. im plur., πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε, sehr oft vom Zeus. Διὸς ἄγγελοι ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν Il. 1, 384; dgl. auch Her. 5, 68. 28. Im Gegensatz gegen die Kentauren Od. 21, 303. Seltener u. nur bei Dichtern so im sing., z. V. Il. 13, 321. 18, 432; Soph. O. C. 578 Ai. 77. Häufig tritt die besondere Bezeichnung der Sterblichkeit hinzu, βροτὸς ἀνήρ, θνητός, auch ἄνδρες ἥρωες, auffallender ἄνδρες ἡμίθεοι Il. 12, 23. – 3) der erwachsene Mann, wie Xen. παῖς, μειράκιον, ἀνήρ, πρεσβύτης neben einander stellt, Symp. 4, 17; παῖδες, ἔφηβοι, τελεῖοι ἄνδρες, γεραίτεροι od. οἱ ὑπὲρ τὰ στρατεύσιμα ἔτη γεγονότες Cyr. 1, 2, 4 ff Wo Hom. nicht den Zusatz νέος, ὁπλότερος u. ä., od. γέρων u. προγενέστερος macht, versteht er waffenfähige Männer, in der ll. meist den Krieger; diese Bdtg bleibt auch bei den Historkern vorherrschend, ἄνδρας ἑλέσθαι, συλλέξαι, Mannschaft wählen, ausheben, u. bei Zahlenbestimmungen eines Heeres, wie unser: tausend Mann. Vgl. Plat. ἀνὴρ καὶ πώγωνος ἤδη ὑποπιμπλάμενος Prot. 309 a; ἀνὴρ δὲ γενόμενος Dem. 18, 259, worauf εἰς τοὺς δημότας ἐγγράφεσθαι folgt, 261. – 4) der Mann, mit Nachdruck gesagt, der rechte, tüchtige, tapfere Mann, ἀνέρες ἔστε, φίλοι Il. 8, 174; im Gegensatz von ἄνθρωπος, πολλοὶ ἄνθρωποι, ὀλίγοι ἄνδρες Her. 7, 210; vgl. Xen. Hier. 7, 3 ἄνδρες καὶ οὐκέτι ἄνθρωποι μόνον νομιζόμενοι, womit An. 1, 7, 4 zu vgl. Welche Eigenschaft bes. hervorzuheben ist, zeigt der Zusammenhang; denn von Barbaren heißt es Ar. Ach. 77 ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν. Bei Attikern oft: der Ehrenmann. Vgl. noch Soph. O. C. 393 Ai. 1217; οὐ λόγων δεῖ σ' ἀλλὰ τἀνδρός Eur. Hipp. 491; πρὸς τάδ' ἄνδρα γενέσθαι σε χρή El. 693; ἐτητύμως ἄνδρ' ὄντα Heracl. 998; ὡς ἀληθῶς ὄντος ἀνδρός Plat. Lach. 188 c; οὐκέτι ἀνήρ, ἀλλὰ σκευοφόρος Xen. Cyr. 4, 2, 12; νῦν σοι ἔξεστιν ἀνδρὶ γενέσθαι, jetzt kannst du ein berühmter Mann werden, An. 7, 1, 21. – 5) Ehemann, Gatte, Il. 19, 291; ἀνέρι μητέρα δώσω, verheirathen, Od. 2, 223; Her. 1, 146 u. sonst öfter; εἰς ἀνδρὸς ᾔει λέκτρα Eur. Or. 458; λέκτρων ἀνδρὸς ἐστερημένη Med. 286; εἰς ἀνδρὸς ἔρχεσθαι, vermählt werden, Alciphr. 3, 41. Bei Soph. Tr. 531 bildet es den Gegensatz vom rechtmäßigen Gemahl, πόσις, ein Beischläfer; εἰς ἀνδρὸς ὥραν ἡκούσης τῆς κόρης, mannbar werden, Plat. Critia 113 d. – 6) Sehr gewöhnlich ist bes. bei Attikern die Vrbdg mit anderen subst., die meistentheils adjectivischer Natur sind, bes. bei Völkernamen u. in Anreden, wo der Ausdruck ehrenvoller wird. Es steht in dieser Vrbdg nie der Artikel dabei, ἀνὴρ Πέρσης, ein Perser, ἄνδρες Ἀθηναῖοι, πολῖται, στρατιῶται, ihr Herren Athener u. s. w., vgl. κλῶπες Eur. Rhes. 645; μάντις, τύραννος Thuc. 6, 85. 2, 89; oft bei Plat. φιλόσοφος, τραγικός, μουσικός, ein Philosoph u. s. w. So ist auch ἀνἡρ νεανίας, ein junger Mann, Xen. Cyr. 2, 2, 6 zu fassen; vgl. Eur. El. 344. – Bei den Attikern tritt es auch oft zur Stütze zu einem adj., φίλος ἀνήρ, er ist mein Freund, Plat. Theaet. 162 a; σοφὸς γὰρ καὶ θεῖος ἀνήρ, er ist weise u. göttlich, Re P. 1, 331 e; bes. so dei φίλος, ἐχθρός, δίκαιος u, ä. Bei Xen. steht οἱ ἄνδρες allein öfter geradezu für Feinde, z. B. An. 3, 1, 23. Ebenso steht es bei partle., ἀνὴρ ἐπιστάμενος, ἐρῶν, ein Wissender, ein Liebender, Plat. Phaed. 76 b Conv. 179 a. – 7) Im Att. sowohl bei den Tragg., die in diesem Falle auch den Artikel weglassen, als in Prosa, wo wenigstens in den cas. obliq. der Artikel immer dabei steht, vertritt es nachdrücklich die Stelle des pronom.; schon Her. ἀνὴρ ὅδε für ἐγώ 1, 108; vgl. Xen. An. 1, 3, 12; Plat. Gorg. 470 d Phaed. 58 e; ähnl. οὗτος ἀνήρ, der da! Gorg. 467 b; πᾶς ἀνήρ, Jedermann, Eur. Or. 1528, u. öfter Plat. – In der Krasis mit dem Artikel ion, ὥνήρ, att. ἅνήρ, auch τἀνδρός u. s. w. – Das α ist bei Hom. in den dreisylbigen Formen immer lang, ebenso ἆνερ in der Arsis Iliad. 24, 725; wo bei att. Dichtern α lang ist, ist die Krasis mit dem Artikel anzunehmen; in den Chören brauchen sie zuweilen die dreisylbigen Formen mit langem α.
French (Bailly abrégé)
ἀνδρός (ὁ) :
ἀνδρί, ἄνδρα, ἄνερ;
pl. ἄνδρες, ἀνδρῶν, ἀνδράσι, ἄνδρας;
duel ἄνδρε, ἀνδροῖν;
litt. celui qui engendre, d'où
I. mâle ; p. suite :
1 homme, p. opp. à femme ; ἄνδρες γυναῖκες (sans καί) hommes et femmes;
2 époux, mari ; qqf amant;
II. homme :
1 p. opp. aux dieux : πατὴρ ἄνδρῶν τε θεῶν τε HOM père des hommes et des dieux ; βροτὸς ou θνητὸς ἀνήρ HOM un mortel ; ἄνδρες ἡμίθεοι IL demi-dieux ; κατ’ ἀνδρὸς βίοτον EUR de génération en génération;
2 homme fait : εἰς ἄνδρας ἐγγράφεσθαι DÉM ou συντελεῖν ISOCR être inscrit ou passer dans la classe des hommes faits;
3 homme (avec idée de qualités morales) : ἀνέρες (épq. p. ἄνδρες) ἔστε, φίλοι IL soyez hommes, amis ! πολλοὶ μὲν ἄνθρωποι, ὀλίγοι δὲ ἄνδρες HDT beaucoup d'êtres humains, mais peu d'hommes;
4 p. ext. (joint aux titres ou professions) : ἀνὴρ βασιλεύς HOM roi ; ἀνὴρ μάντις HDT devin ; ἀνὴρ νομεύς SOPH pâtre ; ἄνδρες δικασταί ATT juges, etc. ; (aux noms de peuples) ἄνδρες Ἀθηναῖοι ORAT Athéniens;
5 p. ext. homme, individu : ὁ ἀνήρ PLAT l'homme ; c. synonyme de αὐτός ou ἐκεῖνος : celui-ci, celui-là ; simple particulier p. opp. à l'homme d'État.
Étymologie: p. *γϜανήρ > Ϝανήρ > ἀνήρ, de la R. Γαν, Γεν engendrer.
Russian (Dvoretsky)
ἀνήρ: ἀνδρός, эп. ἀνέρος (ᾱ) ὁ (dat. pl. ἀνδράσι - эп. ἄνδρεσσι)
1 мужчина (ἄνδρες γυναῖκες Soph., Arph.);
2 человек (ἄνδρες τε θεοί τε Hom.);
3 взрослый мужчина, муж (παῖς, μειράκιον, ἀ., πρεσβύτης Xen.);
4 истинный мужчина, настоящий, т. е. храбрый муж, доблестный человек (πολλοὶ μὲν ἄνθρωποι, ὀλίγοι δὲ ἄνδρες Her.; ὁ ἀληθῶς ἀ. Plat.);
5 муж, супруг (ὁ ἑωυτῆς ἀ. Her.): εἰς ἀνδρὸς ὥραν ἥκειν Plat. (о девушке) достигнуть брачного возраста;
6 возлюбленный, любовник Soph., Eur., Theocr.;
7 в знач. местоим.: ἅττα εἶπεν ὁ ἀ. Plat. то, что он сказал; πᾶς ἀ. Plat. всякий, каждый; παρεῖδες ἀνδρὶ τῷδε ἄχαρι οὐδέν Her. ты не видел от меня никаких неприятностей; κατ᾽ ἄνδρα Isocr. все или всех поголовно;
8 описательно (в переводе обычно опускается) с обознач. звания (ἀ. βασιλεύς Hom.), профессии (ἄνδρες δικασταί Lys.), народности или гражданства: ἄνδρες Ἀθηναῖοι Thuc., Plat. афиняне, афинские граждане, тж. афинские воины.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνήρ: ὁ, ἀνδρός, ἀνδρί, ἄνδρα, κλητ. ἄνερ: πληθ. ἄνδρες, -δρῶν, -δράσι [ᾰ], -δρας: παρ’ Ἀττ. τὸ ἄρθρον συχνάκις πάσχει κρᾶσιν μετὰ τοῦ ὀνόματος, ἀνὴρ ἀντὶ ὁ ἀνήρ, τἀνδρός, τἀνδρί, ἀντὶ τοῦ ἀνδρός, τῷ ἀνδρί, ἄνδρες ἀντὶ οἱ ἄνδρες· ἡ Ἰων. κρᾶσις εἶναι ὡνήρ, ὧνδρες Ἡρόδ. 4. 161, 134. Οἱ Ἐπ. ἔχουσιν ὡσαύτως καὶ τὴν κανονικὴν κλίσιν ἀνέρος, ἀνέρι, πληθ. ἀνέρες, ἄνδρεσσι. [Παρ’ Ἐπ. ποιηταῖς τὸ α ἐν μὲν τῇ ἄρσει κατὰ τὸ πλεῖστον εἶναι μακρόν, ἐν δὲ τῇ θέσει βραχύ· ἀλλ’ ἐν ταῖς τρισυλλάβοις πτώσεσιν ἀνέρος, ἀνέρι, ἀνέρες, ἀείποτε τὸ α εἶναι μακρόν· οὕτω καὶ παρὰ τοῖς Τραγικοῖς ἐν λυρικοῖς χωρίοις, Σοφ. Τρ. 1010. Ο. Τ. 869. Ἀλλ’ ἐν Τραγ. τριμέτροις ἀείποτε εἶναι βραχύ· ὅπου δὲ τὸ ἀνὴρ εὑρεθῇ ἔχον τὸ α μακρὸν πρέπει νὰ γράφηται ἀνὴρ μετὰ δασείας (δηλ. ὁ ἀνήρ), Πόρσ. Φοίν. 1670]. (Πιθαν. ἐκ √ΝΕΡ, μετὰ προθεματικοῦ α εὐφωνικοῦ, ΑΝΕΡ καὶ μετὰ παρεμβαλλομένου δ ἀνδρ.: ἐντεῦθεν ἠνορέη, ἀγήνωρ, πρβλ. ἄνθρωπος· πρβλ. προσέτι Σανσκρ. nar, nar-as (vir), nar-yas (virilis) nri-mnam (virtus, vis)· Ζενδ. nar, nar-as (vir)· Σαβιν. nero (fortis) ner-io (fortitudo)· Ὀμβρ. ner (princeps)). Ἀνήρ, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ γυνή, Λατ. vir, (ἄνθρωπος, Λατ. homo, ἀντιτίθεται πρὸς τὸ κτῆνος), ἥ τ’ ἐπὶ τύμβῳ ἀνέρος ἐστήκῃ … ἠὲ γυναικὸς Ἰλ. Ρ. 435, Ὀδ. Φ. 323· τῶν ἀνδρῶν ἄπαις, ἄνευ ἀρρένων τέκνων, Πλάτ. Νόμ. 877Ε. Ἂν καὶ ὁ Ὅμηρος μεταχειρίζεται τὴν λέξιν κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἡγεμόνων, ἀρχηγῶν, κτλ., ἀλλ’ ὅμως ἐπεκτείνει τὴν χρῆσιν αὐτῆς καὶ ἐπὶ παντὸς ἐλευθέρου ἀνδρός· ἀνὴρ δήμου, εἷς ἐκ τοῦ λαοῦ, Ἰλ. Β. 198, Ὀδ. Ρ. 352· καὶ πρὸς δήλωσιν ἀνδρὸς ὑψηλῆς τάξεως, προστίθεται ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον χαρακτηριστική τις λέξις, ὡς π.χ. ἀνὴρ βουληφόρος, ἀρχός, βασιλεύς, ἀγός, ἡγήτωρ, ἔξοχος. ΙΙ. ἄνθρωπος κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ θεός· πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε Ὅμ., Διὸς ἄγγελοι ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν Ἰλ. Α. 334, 403, πρβλ. Ἡρόδ. 5. 63, κτλ.: συνηθέστατα κατὰ πληθυντικόν, ἐνίοτε ὅμως καὶ καθ’ ἑνικόν, π.χ. Ἰλ. Σ. 432, Σοφ. Αἴ. 77: - συχνάκις τῇ προσθήκῃ περιοριστικοῦ τινος ὀνόματος ἢ ἐπιθέτου, βροτοὶ ἢ θνητοὶ ἄνδρες Ὅμ.· ἄνδρες ἡμίθεοι Ἰλ. Μ. 23· καὶ συχν. ἄνδρες ἥρωες: - ὡσαύτως ἐπὶ ἀνθρώπων κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς θηρία ἢ τέρατα, κενταύροισι καὶ ἀνδράσι νεῖκος ἐτύχθη Ὀδ. Φ. 303: - ἐπὶ ἀνθρώπων ἐν κοινωνίαις ἢ πόλεσι ζώντων, οὔτε παρ’ ἀνδράσιν οὔτ’ ἐν ναυσὶ κοίλαις Πινδ. Ο. 6. 15· καὶ οὕτω πιθανῶς, ἄλλοτε μέν τ’ ἐπὶ Κύνθου ἐβήσαο …, ἄλλοτε δ’ αὖ νήσους τε καὶ ἀνέρας ἠλάσκαζες Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀπόλ. 142. ΙΙΙ. ἀνήρ, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν νεανίαν, ἂν καὶ παρ’ Ὁμήρῳ καὶ ὁ τοιοῦτος ἀποκαλεῖται ἀνὴρ νέος, νεώτερος, κουρότερος, ὁπλότερος, νεηνίης: οὕτω δὲ καὶ ἀνὴρ γέρων ἢ προγενέστερος Ὀδ. Δ. 205, Σ. 53· ἀλλὰ μόνον ἀνὴρ σημαίνει ἀείποτε ἄνδρα ἐν τῇ ἀκμῇ τῆς ἡλικίας αὐτοῦ, ἰδίως πολεμιστήν, ἀνὴρ ἕλεν ἄνδρα Ἰλ. Ο. 328· οὕτως, ἀνὴρ ἀντ’ ἀνδρὸς ἐλύθησαν Θουκ. 2. 103· αἱ διάφοροι ἡλικίαι λέγονται, παῖς, μειράκιον, ἀνήρ, πρεσβύτης, Ξεν. Συμπ. 4. 17· εἰς ἄνδρας ἐγγράφεσθαι, συντελεῖν Δημ. 412. 25, Ἰσοκρ. 277Β· εἰς ἄνδρας ἀναβαίνειν, μεταβαίνειν Ἐπιγρ. Newton σ. 698· συχν. ἐν ἐπιγρ. πραγματευομέναις περὶ ἀγώνων εὕρηται ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ παῖδες, Συλλ. Ἐπιγρ. 213, 217, 218 καὶ ἀλλ. IV. ἐμφαντικῶς, ἀληθὴς ἀνήρ, γενναῖος, «παλληκάρι», ὦ φίλοι, ἀνέρες ἔστε Ἰλ. Ε. 529· καὶ συχν. παρ’ Ἡροδ., π.χ. πολλοὶ μὲν ἄνθρωποι εἶεν, ὀλίγοι δὲ ἄνδρες 7. 210· οὕτως, ἄνδρα γίγνεσθαί σε χρὴ Εὐρ. Ἠλ. 693· ἀνὴρ γεγένησαι δι’ ἐμὲ Ἀριστοφ. Ἱππ. 1225· ὃ σὺ μαθὼν ἀνὴρ ἔσει ὁ αὐτ. Νεφ. 823· ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους φαγεῖν ὁ αὐτ. Ἀχ. 77· εἰ ἄνδρες εἶεν οἱ στρατηγοὶ Θουκ. 4. 27· οὐκέτι ἀνὴρ ἀλλὰ σκευοφόρος Ξεν. Κύρ. 4. 2, 25· τὸν Λυκομήδην ... μόνον ἄνδρα ἡγοῦντο ὁ αὐτ. Ἑλλ. 7. 1, 21· οὐκ ἐν ἀνδράσι, οὐχὶ ὡς ἀνήρ, Εὐρ. Ἄλκ. 723, πρβλ. 732· ἀνδρὸς τὰ προσπίπτοντα γενναίως φέρειν, εἶναι ἴδιον ἀνδρός ..., Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 283, κτλ. V. ἀνήρ, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν γυναῖκα αὑτοῦ, σύζυγος, ἄνδρα μέν, ᾧ ἔδοσάν με πατὴρ καὶ πότνια μήτηρ Ἰλ. Τ. 291, Ὀδ. Ω. 196, Ἡρόδ. 1. 146, καὶ Ἀττ., εἰς ἀνδρὸς ὥραν ἥκουσα κόρη Πλάτ. Κριτί. 113D· οὕτως, ἐξοικιεῖν … εἰς ἀνδρὸς [οἶκον] τὴν θυγατέρα Λουκ. Λεξιφ. 11: - ἀλλ’ ὡσαύτως ἐν χρήσει ἐπὶ ἐραστοῦ, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ πόσις, Σοφ. Τρ. 551, ἴδε Βαλκ. Ἱππ. 491, Τουπ. Θεόκρ. 15. 131· ἀνὴρ ἁπασῶν τῶν γυναικῶν ἐστι νῦν Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 5· αἰγῶν ἄνερ, τὸ τοῦ Οὐεργιλίου vir gregis, Θεόκρ. 8. 49. - Σχεδὸν ἅπασαι αἱ σημασίαι αὗται ἀνήκουσι καὶ εἰς τὴν Λατ. λέξ. vir. VI. ἄλλαι χρήσεις μεθ’ Ὅμηρον, ἰδίως παρ’ Ἀττ. 1) τὸ ἀνὴρ συνήθως συνωδεύετο μετὰ λέξεων δηλουσῶν τὴν τάξιν τοῦ ἀνδρὸς ἢ τὸ ἐπάγγελμα καὶ τὰ ὅμοια, ὡς παρ’ Ὁμ. ἔνθ’ ἀνωτ., π. χ. ἀνὴρ μάντις, ἀνὴρ στρατηγὸς Ἡρόδ. 6. 83, 92· ἀνὴρ νομεὺς Σοφ. Ο. Τ. 1118· ἄνδρες λοχῖται, λησταί, ἀσπιστῆρες αὐτόθι 751, 842, κτλ. Ὡσαύτως μετὰ ἐθνικῶν ὀνομάτων, ὡς, ἄνδρες Κίλικες, Θρῇκες, κτλ.: ἰδίως ἐπὶ προσφωνήσεων, ἄνδρες ἔφοροι Ἡρόδ. 9. 9· ἄνδρες πολῖται Σοφ. Ο. Τ. 513· οὕτως, ἄνδρες δικασταί, βουλευταί, ἔφοροι Ρήτορ.· ἰδίως ἐν τῇ συνηθεστάτῃ προσφωνήσει ἄνδρες Ἀθηναῖοι: ἐντεῦθεν παρὰ τοῖς κωμικοῖς, ἄνδρες ἰχθύες, Ἄρχιππ. ἐν «Ἰχθύσιν» 14· ἄνδρες θεοὶ Λουκ. Ζεὺς Τραγ. 15· ὦ ἄνδρες κύνες Ἀθήν. 160Β. 2) ὁ ἀνὴρ κατὰ κρᾶσιν Ἀττ. ἀνήρ, Ἰων. ὡνὴρ εἶναι συχν. ἐν χρήσει ἐπὶ ἐμφάσεως ἀντὶ αὐτός, ἐκεῖνος, Τραγ., καὶ Πλάτ.: ἐνίοτε γίνεται τοῦτο ἐν ταῖς πλαγίαις πτώσεσιν ἄνευ τοῦ ἄρθρου, ἀνδρὸς κατὰ ζήτησιν Σοφ. Τραχ. 55, 108. 293, κτλ.· ἀλλ’ οὐχὶ παρὰ πεζοῖς: πρβλ. ἄνθρωπος. 3) ἀνὴρ ὅδε, ὅδ’ ἀνήρ, συχν. παρὰ Τραγ. ἐν πάσαις ταῖς πτώσεσιν ἀντὶ τοῦ ἐγώ. 4) πᾶς ἀνήρ, πᾶς ἄνθρωπος, πᾶς τις, συχν. παρὰ Πλάτ. 5) ἀνὴρ οἱοςδήποτε, εἶτ’ ἄνδρα τῶν αὑτοῦ τι χρὴ προϊέναι; Ἀριστοφ. Νεφ. 1214· πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 114D, κτλ.· οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐπὶ τράπεζάν ἐσθ’ ὁ πλοῦς, δὲν δύναται πᾶς τις (ὁ τυχὼν) νὰ ὑπάγῃ, Νικόλ. ἐν Ἀδήλ. 1. 26. 6) ὦ δαιμόνι’ ἀνδρῶν Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 15· καὶ συχνάκις ὑπερθετ., ὦ φίλτατ’ ἀνδρῶν Φρύν. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 10, κτλ. 7) κατ’ ἄνδρα, Λατ. viritim, Ἰσοκρ. 271Α· οὕτω, τοὺς κατ’ ἄνδρα, τοὺς καθ’ ἕκαστον, Δίων Χρυσ. 1. 655. VII. ἄρρεν ζῷον, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 10. 6, 2.
English (Autenrieth)
gen ἀνδρός and ἆνέρος, dat. ἀνδρί and ἆνέρι, acc. ἄνδρα, voc. ἆνερ, pl. nom. ἄνδρες, ἆνέρες, dat. ἀνδράσι, ἄνδρεσσι, acc. ἄνδρας, ἆνέρας, dual. ἄνδρε, ἆνέρε: man (vir); as distinguished from γυνή, Od. 15.163; as husband, Od. 11.327; emphatically, ἆνέρες ἔστε καὶ ἄλκιμον ἦτορ ἕλεσθε, Il. 5.529; frequently joined with a more specific noun, ῖητρὸς ἀνήρ, Σίντιες ἄνδρες. The distinction between ἀνήρ and ἄνθρωπος (homo) is disregarded at will, βροτοὶ ἄνδρες, πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε, etc.
English (Slater)
ᾰνήρ (ἀνήρ, ἀνδρός, ἀνδρί, ἄνδρα; ἄνδρες, ἀνδρῶν, ἄνδρεσσι, ἀνδράσι(ν): ἆνέρι, ἆνέρα; ἆνέρες, ἆνέρων)
1 man
1 man in his prime.
a παίζομεν φίλαν ἄνδρες ἀμφὶ θαμὰ τράπεζαν (O. 1.17) ἀγῶνα νέμειν ἀνδρῶν τ' ἀρετᾶς πέρι καὶ — διφρηλασίας (O. 3.37) “φύονται δὲ καὶ νέοις ἐν ἀνδράσιν πολιαὶ” (O. 4.26) ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παῤ ἀνδράσιν οὔτ ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι (O. 6.10) ἀνδράσιν αἰχματαῖσι πλέκων ποικίλον ὕμνον (τῷ τε Ἁγησίᾳ καὶ τοῖς τούτου προγόνοις. Σ.) (O. 6.86) ἀεθλοφόροις ἀνδράσιν (O. 7.8) τὰν δ' ἔπειτ ἀνδρῶν μάχας ἐκ παγκρατίου (O. 8.58) Ἄργει τ' ἔσχεθε κῦδος ἀνδρῶν, παῖς δ ἐν Ἀθάναις (O. 9.88) νέων οὐλίαις αἰχμαῖσιν ἀνδρῶν (O. 13.23) ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι μαρνάμενον (Hermann: ἀνδράσι codd.) (P. 2.65) “ἀνδρὸς αἰδοίου” (P. 4.29) δέδεξαι τόνδε κῶμον ἀνέρων (P. 5.22) δέκονται θυσίαισιν ἄνδρες οἰχνέοντές σφε δωροφόροι (P. 5.86) τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον σύγγονοι, πολλοὶ δὲ καὶ ξείνων (P. 9.107) ἁρμόζων κόρᾳ νυμφίον ἄνδρα (i. e. husband) (P. 9.118) Ἱπποκλέᾳ θέλοντες ἀγαγεῖν ἐπικωμίαν ἀνδρῶν κλυτὰν ὄπα (P. 10.6) κοιναὶ γὰρ ἔρχοντ' ἐλπίδες πολυπόνων ἀνδρῶν (N. 1.33) ἐν παισὶ νέοισι παῖς, ἐν ἀνδράσιν ἀνήρ, τρίτον ἐν παλαιτέροισι (N. 3.72) ἐπαοιδαῖς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν (N. 8.49) νέαισί θ' ἑορταῖς ἰσχύος τ ἀνδρῶν ἁμίλλαις (N. 9.12) ἄγαγον στρατὸν ἀνδρῶν (N. 9.18) ἐντί τοι φίλιπποί τ' αὐτόθι ἄνδρες (N. 9.33) ποτὶ δυσμενέων ἀνδρῶν στίχας (N. 9.38) ἐν Κέῳ ἀμφιρύτᾳ σὺν ποντίοις ἀνδράσιν (I. 1.9) τραχεῖα νιφὰς πολέμοιο τεσσάρων ἀνδρῶν ἐρήμωσεν μάκαιραν ἑστίαν (I. 4.17) ἀναρίθμων ἀνδρῶν χαλαζάεντι φόνῳ (I. 5.50) θάλλοντος ἀνδρῶν ὡς ὅτε συμποσίου (I. 6.1) περικτίονας ἐνίκασε ἄνδρας (I. 8.65) κεἴ μοί τιν' ἄνδρα τῶν θανόντων fr. 4. Σπαρτῶν ἱερὸν γένος ἀνδρῶν fr. 29. 2. ἀλκαὶ δὲ τεῖχος ἀνδρῶν [ὕψιστον ἵστατ]αι (Pae. 2.37) χρὴ δ' ἄνδρα τοκεῦσιν φέρειν βαθύδοξον αἶσαν (Pae. 2.57) ψοφὸν ἀιὼν Κασταλίας ὀρφανὸν ἀνδρῶν χορεύσιος ἦλθον (Pae. 6.9) Ἀλαλά ᾇ θύεται ἄνδρες ὑπὲρ πόλιος fr. 78. 3. (ψυχὰς) ἐκ τᾶν βασιλῆες ἀγαυοὶ καὶ μέγιστοι ἄνδρες αὔξοντ fr. 133. 5. πέφνε δὲ τρεῖς καὶ δέκ' ἄνδρας fr. 135. νέων ἀνδρῶν ἀριστεύοισιν αἰχμαί fr. 199. 2. ἄγαν φιλοτιμίαν μνώμενοι ἐν πόλεσιν ἄνδρες (fort. non omnia haec sunt Pindari, nott. Wil.) fr. 210. νικώμενοι γὰρ ἄνδρες ἀγρυξίᾳ δέδενται fr. 229. ὦ Συράκοσαι, ἀνδρῶν ἵππων τε σιδαροχαρμᾶν δαιμόνιαι τροφοί (P. 2.2) ἄνδρεσσι καὶ γυναιξὶ (P. 5.64) ἀνδρὸς δ' οὔτε γυναικὸς Παρθ. 2. 3. ἄνδρες θήν τινες ἀκκιζόμενοι νεκρὸν ἵππον στυγέοισι (oxymoron intell. Schr.) fr. 203. 1.
b specifically, men or heroes τὸ καὶ ἀνδρὶ κώμου δεσπότᾳ πάρεστι Συρακοσίῳ Hagesias (O. 6.18) ἵκωμαί τε πρὸς ἀνδρῶν καὶ γένος Iamidai (O. 6.24) εὐθυμάχαν πελώριον ἄνδρα Diagoras (O. 7.15) τεθμὸν Ὀλυμπιονίκαν ἄνδρα τε Diagoras (O. 7.89) ἀνδρὸς ἀμφὶ παλαίσμασιν Epharmostos (O. 9.13) ὑπέρφατον ἄνδρα μορφᾷ τε καὶ ἔργοισι Opous (O. 9.65) ἄνδρα δ' ἐγὼ κεῖνον αἰνῆσαι μενοινῶν Hieron (P. 1.42) ἀνὴρ ἐξαίρετον ἕλε μόχθον Ixion (P. 2.29) ἄιδρις ἀνήρ (Ixion = ἥρως v. 31) (P. 2.37) σάμερον μὲν χρή σε παρ' ἀνδρὶ φίλῳ στᾶμεν Arkesilas (P. 4.1) ἀνὴρ ἔκπαγλος Jason (P. 4.79) ἀνὴρ συγγενέσιν παρεκοινᾶθ Jason (P. 4.132) γόνον ἰδὼν κάλλιστον ἀνδρῶν Jason (P. 4.123) δοιοὶ δ' ὑψιχαῖται ἀνέρες Euphamos and Periklymenos (P. 4.173) Ζήταν Κάλαίν τε ἄνδρας πτεροῖσιν νῶτα πεφρίκοντας (P. 4.182) βιατὰς ἀνὴρ Jason (P. 4.236) καρτερὸν ἄνδρα Jason (P. 4.239) ἄνδρα κεῖνον ἐπαινέοντι συνετοί Arkesilas (P. 5.107) ὁ θεῖος ἀνὴρ Antilochos (P. 6.38) Τελεσικράτη γεγωνεῖν ὄλβιον ἄνδρα διωξίππου στεφάνωμα Κυράνας (P. 9.4) ἐς ἀνδρῶν μακάρων ὅμιλον Hyperboreans (P. 10.46) ἐκ τούτων φίλον ἄνδρα πόνων ἐρρύσατο Perseus (P. 12.18) ἔσταν δ' ἐπ αὐλείαις θύραις ἀνδρὸς φιλοξείνου Chromios (N. 1.20) καὶ ὅδ' ἀνὴρ καταβολὰν ἱερῶν ἀγώνων νικαφορίας δέδεκται πρῶτον Timodemos (N. 2.3) καί τις ἄνδρας ἀλκίμους δαίμων ἀπ' Οἰνώνας ἔλασεν Peleus and Telamon (N. 5.15) φίλον ἐς ἄνδρ' ἄγων κλέος ἐτήτυμον Thearion? (N. 7.62) ἄνδρα δ' ἐγὼ μακαρίζω μὲν πατέῤ Ἀρκεσίλαν Aristagoras (N. 11.11) τοῦδ' ἀνδρὸς ἐν τιμαῖσιν Herodotos (I. 1.34) εὐάρματον ἄνδρα γεραίρων Xenokrates (I. 2.17) ἦλθ' ἀνὴρ τὰν πυροφόρον Λιβύαν υἱὸς Ἀλκμήνας Herakles v. Fraenkel on Agam. 719. (I. 4.53) λευκωθεὶς κάρα μύρτοῖς ὅδ' ἀνὴρ Melissos (I. 4.70) κλυταῖς ἀνδρὸς φίλου ἐφετμαῖς Lampon (I. 6.18) “λίσσομαι παῖδα θρασύν ἐξ Ἐριβοίας ἀνδρὶ τῷδε τελέσαι” Telamon (I. 6.46) φαίης κέ νιν ἄνδρ' ἐν ἀεθληταῖσιν ἔμμεν Ναξίαν πέτραις ἐν ἄλλαις χαλκοδάμαντ ἀκόναν Lampon (ἀνδράσιν ἀεθληταῖσιν coni. Heyne) (I. 6.72) “ὑπὸ σπλάγχ[νοις] φέροισα τόνδ' ἀνέῤ” Paris. Πα. 8A. 19. ]τῶνδ' ἀνδρῶν ἕνεκεν μερίμνας σώφρονος Aioladas and Pagondas. Παρθ. 2. . Πολυμνάστου Κολοφωνίου ἀνδρός fr. 188.
2 generally = ἄνθρωπος.
a ῥοαὶ δ' ἄλλοτ ἄλλαι ἐς ἄνδρας ἔβαν (O. 2.34) αἵ γε μὲν ἀνδρῶν κυλίνδοντ' ἐλπίδες (O. 12.5) ὄλβος οὐκ ἐς μακρὸν ἀνδρῶν ἔρχεται (P. 3.105) τὰ δὲ καὶ ἀνδράσιν ἐμπρέπει (P. 8.28) λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν ἀνδρῶν καὶ μείλιχος αἰών (P. 8.97) καί τινα σὺν πλαγίῳ ἀνδρῶν κόρῳ στείχοντα τὸν ἐχθρότατον φᾶσέ νιν δώσειν μόρῳ (ἀνδρῶν cum τινα Σ: “ἀνδρῶν γιγάντων intellego” Schr.: v. Radt, Mnem., 1966, 169f.) (N. 1.65) (ἄρουραι) βίον ἀνδράσιν ἐπηετανὸν ἐκ πεδίων ἔδοσαν (Hermann: ἄνδρεσσιν codd.) (N. 6.10) παροιχομένων γὰρ ἀνέρων ἀοιδαὶ καὶ λόγοι τὰ καλά σφιν ἔργ' ἐκόμισαν (N. 6.29) τυφλὸν δ' ἔχει ἦτορ ὅμιλος ἀνδρῶν ὁ πλεῖστος (N. 7.24) ἀρετὰ ἐν σοφοῖς ἀνδρῶν ἀερθεῖσ' ἐν δικαίοις τε πρὸς ὑγρὸν αἰθέρα (N. 8.41) ἀρχαῖαι δ' ἀρεταὶ ἀμφέροντ ἀλλασσόμεναι γενεαῖς ἀνδρῶν σθένος (N. 11.38) “χρήματα χρήματ' ἀνήρ” (I. 2.11) εἴ τις ἀνδρῶν κατέχει φρασὶν αἰανῆ κόρον (I. 3.1) ἀνδρῶν δ' ἀρετὰν σύμφυτον οὐ κατελέγχει (i. e. τῶν προγόνων) (I. 3.13) οὔτοι τετύφλωται μακρὸς μόχθος ἀν- δρῶν (I. 5.57) δόλιος γὰρ αἰὼν ἐπ' ἀνδράσι κρέμαται (I. 8.14) τυφλα[ὶ γὰ]ρ ἀνδρῶν φρένες, ὅστις Πα. 7B. 18. ἔθηκας ἀμάχανον ἰσχύν τ' ἀνδράσι καὶ σοφίας ὁδόν (Pae. 9.4) ἀνδρῶν νέον ἐξ ἀρχᾶς γένος (Pae. 9.20) ἐπιχθόνιον γένος ἀνδρῶν (v.l. ἀνθρώπων) fr. 213. 3. σφετέραν δ' αἰνεῖ δίκαν ἀνδρῶν ἕκαστος fr. 215. 3.
b contrasted with the gods ἔστι δ' ἀνδρὶ φάμεν ἐοικὸς ἀμφὶ δαιμόνων καλά (O. 1.35) εἰ δὲ δή τιν' ἄνδρα θνατὸν Ὀλύμπου σκοποὶ ἐτίμασαν (O. 1.54) εἰ δὲ θεὸν ἀνήρ τις ἔλπεται λαθέμεν (O. 1.64) προῆκαν υἱὸν ἀθάνατοι μετὰ τὸ ταχύποτμον αὖτις ἀνέρων ἔθνος (O. 1.66) τίνα θεόν, τίν' ἥρωα, τίνα δ ἄνδρα κελαδήσομεν; (O. 2.2) ἄνεται δὲ πρὸς χάριν εὐσεβίας ἀνδρῶν λιταῖς (O. 8.8) ἀγαθοὶ δὲ καὶ σοφοὶ κατὰ δαίμον' ἄνδρες ἐγένοντ (O. 9.28) τόνδ' ἀνέρα δαιμονίᾳ γεγάμεν (O. 9.110) cf. (O. 10.22), (O. 11.10) τάμἰ ἀνδράσι πλούτου (O. 13.7) πολλὰ δ' ἐν καρδίαις ἀνδρῶν ἔβαλον ὧραι (O. 13.16) οὔτ' ἐν ἀνδράσι γερασφόρον οὔτ ἐν θεῶν νόμοις (P. 2.43) (Χίρωνα) νόον ἔχοντ' ἀνδρῶν φίλον (P. 3.5) “θεῷ ἀνέρι εἰδομένῳ” (P. 4.21) μάκαρ μὲν ἀνδρῶν μέτα ἔναιεν, ἥρως δ' ἔπειτα λαοσεβής sc. Battos (P. 5.94) Διός τοι νόος μέγας κυβερνᾷ δαίμον' ἀνδρῶν φίλων (P. 5.123) τὰ δ' οὐκ ἐπ ἀνδράσι κεῖται· δαίμων δὲ παρίσχει (P. 8.76) θήσονταί τέ νιν ἀθάνατον ἀνδράσι χάρμα φίλοις (P. 9.64) θεὸς εἴη ἀπήμων κέαρ· εὐδαίμων δὲ καὶ ὑμνητὸς οὗτος ἀνὴρ γίνεται σοφοῖς, ὃς (P. 10.22) ἀθάνατων ἀνδρῶν τε σὺν εὐμενίᾳ (P. 12.4) κείνου σὺν ἀνδρὸς δαιμονίαις ἀρεταῖς (N. 1.9) ἓν ἀνδρῶν, ἓν θεῶν γένος (N. 6.1) μάλα μὲν ἀνδρῶν δικαίων περικαδόμενοι (sc. Διόσκουροι). καὶ μὰν θεῶν πιστὸν γένος (N. 10.54) κρίνεται δ' ἀλκὰ διὰ δαίμονας ἀνδρῶν (I. 5.11) ἴσον μὲν θεὸν ἄνδρα τε φίλον (<θεῷ> supp. Heyne: sc. ὑποτρέσαι) fr. 224. ὁπόταν θεὸς ἀνδρὶ χάρμα πέμψῃ fr. 225. ]Ἀπόλλωνι μὲν θ[εῶν] ἀτὰρ ἀνδρῶν Ἐχεκ[ρά]τει ?fr. 333a. 5.
3 generally, a man, anyone ὁ μὰν πλοῦτος ἐτυμώτατον ἀνδρὶ φέγγος (O. 2.56) αὐδάσομαι τεκεῖν μή τιν' πόλιν ἄνδρα μᾶλλον εὐεργέταν (O. 2.93) τοῦτο δ' ἀμάχανον εὑρεῖν, ὅτι φέρτατον ἀνδρὶ τυχεῖν (O. 7.26) κεῖνος ἂν εἴποι τίς τρόπος ἄνδρα προβάσει (O. 8.63) Ἀίδα τοι λάθεται ἄρμενα πράξαις ἀνήρ (O. 8.73) θάξαις δέ κε φύντ' ἀρετᾷ ποτὶ πελώριον ὁρμάσαι κλέος ἀνὴρ θεοῦ σὺν παλάμᾳ (O. 10.21) ὅταν εἰς Ἀίδα σταθμὸν ἀνὴρ ἵκηται (O. 10.93) ἐκ θεοῦ δ' ἀνὴρ σοφαῖς ἀνθεῖ πραπίδεσσιν ὁμοίως (O. 11.10) ἀμφοτέροισι δ' ἀνὴρ ὃς ἂν ἐγκύρσῃ καὶ ἕλῃ, στέφανον ὕψιστον δέδεκται (P. 1.99) ἄνδρ' ἐκ θανάτου κομίσαι ἤδη ἁλωκότα (P. 3.56) οὕτω κ' ἀνδρὶ παρμονίμαν θάλλοισαν εὐδαιμονίαν (P. 7.20) οὐδ' ἀλλοτρίων ἔρωτες ἀνδρὶ φέρειν κρέσσονες (N. 3.30) φθονερὰ δ' ἄλλος ἀνὴρ βλέπων γνώμαν κενεὰν σκότῳ κυλίνδει (N. 4.39) ἵνα κρεῶν νιν ὕπερ μάχας ἔλασεν ἀντιτυχόντ' ἀνὴρ μαχαίρᾳ (N. 7.42) εἰ δὲ γεύεται ἀνδρὸς ἀνήρ τι (N. 7.87) κρέσσων δὲ καππαύει δίκαν τὰν πρόσθεν ἀνήρ (N. 9.15) χρὴ δ' ἀγαθὰν ἐλπίδ ἀνδρὶ μέλειν (I. 8.15) καὶ συγγένεἰ ἀνδρὶ φ[ ]στέρξαι (Pae. 4.33) τί ἔλπεαι σοφίαν ἔμμεν, ἃν ὀλίγον τοι ἀνὴρ ὑπὲρ ἀνδρὸς ἴσχει; fr. 61. 2. παντὶ δ' ἐπὶ φθόνος ἀνδρὶ κεῖται ἀρετᾶς Παρθ. 1. . πολύ τοι φέριστον ἀνδρὶ τερπνὸς αἰών fr. 126. 2.
4 where the accompanying adj. or subs. bears the emphasis.
a c. subs. ἄνδρας ὀλέσαις μναστῆρας (O. 1.79) μάτρωες ἄνδρες (O. 6.77) μάντιες ἄνδρες (O. 8.2) ἁγητὴρ ἀνὴρ (P. 1.69) ὥσπερ κυβερνάτας ἀνὴρ (P. 1.91) ἅτε μάντις ἀνήρ (I. 6.51) cf. (P. 9.118)
b c. adj. οὐ δίκᾳ συναντόμενος ἀλλὰ μαργῶν ὑπ' ἀνδρῶν (O. 2.96) Αἰτωλὸς ἀνὴρ (O. 3.12) τίνα κεν φύγοι ὕμνον κεῖνος ἀνήρ (O. 6.7) ἀνδρῶν Ἀρκάδων (O. 6.34) ἐπὶ προτέρων ἀνδρῶν (O. 7.72) ναυσιφορήτοις δ' ἀνδράσι (P. 1.33) πολεμίων ἀνδρῶν καμόντων (P. 1.80) ἀποιχομένων ἀνδρῶν δίαιταν (P. 1.93) εὐθύγλωσσος ἀνὴρ προφέρει (P. 2.86) ἐσλοῖσι ἀνδράσιν (P. 3.66) Λακεδαι- μονίων ἀνδρῶν (P. 4.257) βροτήσιος ἀνὴρ (P. 5.3) ἀλλά νιν εὑροῖσ' ἀνδράσι θνατοῖς ἔχειν (P. 12.22) ὃς δὲ διδάκτ' ἔχει, ψεφεννὸς ἀνὴρ ἄλλοτ ἄλλα πνέων (N. 3.41) Ἀχαιὸς οὐ μέμψεταί μ' ἀνὴρ (N. 7.64) χρεῖαι δὲ παντοῖαι φίλων ἀνδρῶν (N. 8.42) καὶ Κλεωναίων πρὸς ἀνδρῶν (N. 10.42) κούφα δόσις ἀνδρὶ σοφῷ ξυνὸν ὀρθῶσαι καλόν (I. 1.45) τὸ τεὸν δ' ἀνδρῶν Ἀχαιῶν ἐν Φυλάκᾳ τέμενος συμβάλλομαι (I. 1.58) εἴ τις εὐδόξων ἐς ἀνδρῶν ἄγοι τιμὰς Ἑλικωνιάδων (I. 2.34) καὶ κρέσσον' ἀνδρῶν χειρόνων ἔσφαλε τέχνα καταμάρψαισ (I. 4.34) [ἀνδ]ρὶ σοφῷ (supp. Lobel.) Πα. 1. 3. ἀνδρῶν δικαίων fr. 159. κενεοφρόνων ἑταῖρον ἀνδρῶν fr. 212.
c c. τις, ἄλλος τις. ἀντεβόλησεν τῶν ἀνὴρ θνατὸς οὔπω τις πρότερον (O. 13.31) εἰ σοφός, εἰ καλός, εἴ τις ἀγλαὸς ἀνήρ (O. 14.7) ἄλλοις δέ τις ἐτέλεσσεν ἄλλος ἀνὴρ εὐαχέα βασιλεῦσιν ὕμνον (P. 2.13) κωφὸς ἀνήρ τις, ὃς Ἡρακλεῖ στόμα μὴ περιβάλλει (P. 9.87)
5 frag. ]φυγον ἄνδρα[ (Pae. 12.22) ]ἔτι δ' ἄνδρ[ (Pae. 21.21) κἀ]νδρῶν (supp. Snell.) Δ. 4. e. 4. ]ἀλαον ἀνδρὸς λ[ fr. 173. 3.
English (Abbott-Smith)
ἀνήρ, ἀνδρός, ὁ, [in LXX chiefly for אִישׁ, freq. אֱנוֹשׁ, also אָדָם, etc.;]
a man, Lat. vir.
1.As opp. to a woman, Ac 8:12, I Ti 2:12; as a husband, Mt 1:16, Jo 4:16, Ro 7:2, Tit 1:6.
2.As opp. to a boy or infant, I Co 13:11, Eph 4:13, Ja 3:2.
3.In appos. with a noun or adj., as ἀ. ἁμαρτωλός, Lk 5:8; ἀ. προφήτης, 24:19; freq. in terms of address, as ἀ. ἀδελφοί, Ac 1:16; and esp. with gentilic names, as ἀ. Ἰουδαῖος, Ac 22:3; ἀ. Ἐφέσιοι, 19:35.
4.In general, a man, a male person: = τις, Lk 8:41, Ac 6:11. SYN.: ἄνθρωπος, q.v. (cf. MM, VGT, s.v.).
English (Strong)
a primary word (compare ἄνθρωπος); a man (properly as an individual male): fellow, husband, man, sir.
English (Thayer)
ἀνδρός, ὁ, a Prayer of Manasseh, Latin vir. The meanings of this word in the N. T. differ in no respect from classic usage; for it is employed
1. with a reference to sex, and so to distinguish a man from a woman; either a. as a male: husband: ἄνδρες, γυναῖκες and παιδία are discriminated): with the added notion also of intelligence and virtue: νήπιος); τέλειος ἀνήρ).
3. universally, any male person, a man; so where τίς might have been used: ἀνήρ and τίς are united: ἀνήρ and ὅς he who, etc.: ἀνήρ ἁμαρτωλός a sinner, λεπροί ἄνδρες, ἀνήρ φονεύς, ἀνήρ προφήτης, נָבִיא אִישׁ, Winer's Grammar, 30; § 59,1; Buttmann, 82 (72); other references under the word ἄνθρωπος, 4a. at the end)) or to gentile names: ἄνδρες Νινευῖται, ἀνήρ Ἰουδαῖος, ἀνήρ Αἰθίοψ, ἄνδρες Κύπριοι, Winer's Grammar, § 65,5d.; Buttmann, 82 (72)), ἄνδρες ἀδελφοί, Acts, the passage cited) to dispute even these examples; but others would refer several other instances (especially James 1:20) to the same entry).
Greek Monolingual
άνδρας και άντρας, ο (Α ἀνήρ)
1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα)
2. ομόκλινος, σύζυγος
3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι
4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος
5. στρατιώτης, οπλίτης
6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας -ένας με τη σειρά
αρχ.
1. άνθρωπος θνητός (σ’ αντίθεση με τους θεούς)
2. ο άρχοντας, ο αρχηγός
3. ο ελεύθερος άνθρωπος, ο πολίτης, σε αντίθεση με τον δούλο
4. φρ. «ἀνὴρ ὅδε ἐγὼ»
«νομεὺς ἀνήρ», βοσκός
«εἷς ἀνὴρ οὐδεὶς ἀνήρ», ένας, ίσον κανένας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ΙΕ ρίζα -ner και -aner (-әner). Το θ. του ελλην. τ. ανήρ εμφανίζεται στο αρχ. ινδ. na (θ. nάr-) «ἄνδρας, ἄνθρωπος», αβ. nā (nar-), ιταλ. ner- (οσκ. γεν. πληθ. ner-um «ανδρών»), λατ. σαβιν. Ner-ō (κύριο όνομα), αλβαν. njer «άνδρας, άνθρωπος» Ως προς το αρχικό α- του ελλην. τ. ανήρ (το οποίο απαντά και στο αρμεν. ayr, γεν. arn «άνδρας, άνθρωπος» καθώς και στο νεοφρυγ. αναρ «άνδρας») δεν είναι βέβαιο αν πρόκειται για προθεματικό φωνήεν ή για μια μεταβολή του φωνήεντος της ρίζας κατά τον σχηματισμό της λέξης. Στις πλάγιες πτώσεις του ενικού και στον πληθ. το θ. ανερ- μαρτυρείται σπανίως. Συχνότερα απαντά θ. ανδρ-, το οποίο προήλθε από τη μηδενισμένη βαθμίδα του θ. με ανάπτυξη ενός -δ- χάριν ευφωνίας. Τέλος υποστηρίζεται ότι με τον τ. ανήρ (ανδρός) συνδέονται και οι λ. δρώψ (< νρώψ) «άνθρωπος», στον Ησύχιο και άνθρωπος (< άνδρ-ωπος). Η λ. ανήρ έδωσε λαβή στον σχηματισμό πλήθους συνθέτων της Αρχαίας με α' συνθετικό το ανδρο- καί β΄ συνθετικό το -ανδρός, και λιγότερο το -ήνωρ (απ’ όπου και θηλ. -άνειρα). Ιδιαιτέρως παραγωγική υπήρξε η λέξη στον σχηματισμό κυρίων ονομάτων της αρχαίας, πολλά από τα οποία χρησιμοποιούνται και σήμερα].Παράγωγα και σύνθετα του ουσιαστικού άνδρας (ανήρ)
ΠΑΡ. ανδρείος ανδρίζω, ανδρικός
αρχ.
ανδρακάς (Ι), ανδρακάς (II), ανδράριον, ανδρίον, ανδρόμεος, ανδροτής, ανδρώδης, ανδρών, ανδρώος
μσν.
ανδραΐζομαι.
ΣΥΝΘ. Α΄
ΣΥΝΘ. ανδραγαθία, ανδρόγυνο(-ς), ανδρομανής, ανδρόμορφος, ανδρόσαιμον
αρχ.
ανδράγρια, ανδραχθής, ανδρεϊφόντης, ανδρεράστρια, ανδρηλάτης, ανδρόβουλος, ανδρογόνος, ανδροδάικτος, ανδροδάμας, ανδροκοίτης, ανδροκτασία, ανδροκτόνος, ανδρολέτειρα, ανδροληψία, ανδρομήκης, ανδρωνυμικός, ανδροπλήθεια, ανδροποιός, ανδρόπρωρος, ανδρόσπλαγχνος, ανδροσφαγείον, άνδροσφιγξ, ανδροτύχης, ανδροφάγος, ανδροφθόρος, ανδροφόνος
μσν.
ανδρογύναιος, ανδρόλεθρος, ανδρόνους
μσν.- νεοελλ.
ανδραδέλφη, ανδράδελφος, ανδροπρεπής
νεοελλ.
ανδρογυναίκα, ανδροκόρη, ανδροχωρίστρα.
Κύρια ονόματα:
Ανδράγαθος, Ανδραγόρας, Ανδραίμων, Ανδράπομπος, Ανδράρης, Ανδρήρατος, Άνδριππος, Ανδρόβιος, Ανδρόβολος, Ανδρόβουλος, Ανδρογένης, Ανδρογήθης, Ανδροδάμας, Ανδροθάλης, Ανδρόθεμις, Ανδροίτας, Ανδροκάδης, Ανδροκλής, Άνδροκλος, Ανδροκράτης, Ανδρόκριτος, Ανδροκύδης, Ανδρόλοχος, Ανδρόμαχος, Ανδρομένης, Ανδρομήδης, Ανδρόνικος, Ανδροπείθης, Ανδροσθένης, Ανδρόσκυλος, Ανδροτέλης, Ανδρότιμος, Ανδροτίων, Ανδροττίδης, Ανδροφάνης, Ανδρόφιλος, Ανδρόφορβος, Ανδρόχαρις, Ανδρώναξ, Ανδρωφέλης, Ανδρώχος, Ανεροίτας.
ΣΥΝΘ. αρχ. αλέξανδρος, αμύνανδρος, αναρπάξανδρος, άντανδρος, απείρανδρος, αρπάξανδρος, αύτανδρος, γύνανδρος, δαΐξανδρος, δείλανδρος, δέκανδρος, δισμυρίανδρος, εκατόντανδρος, έλανδρος, ένανδρος, έπανδρος, εύανδρος, ημίανδρος, ίσανδρος, κακόανδρος, κάλανδρος, κένανδρος, λείψανδρος, μαίανδρος, μεγάλανδρος, μένανδρος, μισαλέξανδρος, μίσανδρος, μόνανδρος, μυρίανδρος, νέανδρος, ολίγανδρος, πεντεκαιδέκανδρος, πολύανδρος, σάκανδρος, σχιζογύανδρος, τάρανδρος, τρίανδρος, ύπανδρος, φαίδρανδρος, φιλαλέξανδρος, φίλανδρος, χιλίανδρος / αγαπήνωρ, αγήνωρ, ανήνωρ, αντήνωρ, απατήνωρ, δαμασήνωρ, δεισήνωρ, ευήνωρ, λειχήνωρ, λυσήνωρ, μεγαλήνωρ, ολεσήνωρ, ρηξήνωρ, υπερήνωρ, υψήνωρ, φθεισήνωρ, φιλήνωρ / αντιάνειρα, βωτιάνειρα, κυδιάνειρα
νεοελλ.
ασχημάντρας, ομορφάντρας.
Κύρια ονόματα:
Αγάθανδρος, Αγάσανδρος, Αγήσανδρος, Αγόρανδρος, Ακέσανδρος, Αλέξανδρος, Άλκανδρος, Αμύνανδρος, Άμφανδρος, Ανάξανδρος, Άντανδρος, Άξανδρος, Αρέσανδρος, Αρίστανδρος, Άρχανδρος, Άσανδρος, Αύτανδρος, Αψανδρος, Βίανδρος, Δέξανδρος, Δήμανδρος, Δίανδρος, Διώξανδρος, Δόξανδρος, Εθέλανδρος, Είκανδρος, Έπανδρος, Ερμανδρίδας, Έρξανδρος, Ερύμανδρος, ΕτέFανδρος, Εύανδρος, Ευχανδρίδας, Ζόανδρος, Ηγήσανδρος, Ήρανδρος, Ήσανδρος, Θάρρανδρος, Θέανδρος, Θέμανδρος, Θρασύανδρος, Θύμανδρος, Ίσχανδρος, Καφίσανδρος, Κλέανδρος, Κλείνανδρος, Κλείτανδρος, Κτήσανδρος, Λάανδρος, Λαΐανδρος, Λέανδρος, Λύανδρος, Λύσανδρος, Μελήσανδρος, Μένανδρος, Μενέσανδρος, Μυήμανδρος, Μυήσανδρος, Νέανδρος, Νίκανδρος, Νύσσανδρος, Ξένανδρος, Ονάσανδρος, Ονόμανδρος, Οφέλανδρος, Παλάμανδρος, Παντανδρίδας, Πείθανδρος, Πείσανδρος, Περίανδρος, Πίστανδρος, Πλουτάκανδρος, Ποίμανδρος, Πρόανδρος, Πυθανδρίδης, Πύρρανδρος, Σήμανδρος, Σίνανδρος, Σκόπανδρος, Σπεύσανδρος, Σπούδανδρος, Στάσανδρος, Στελλανδρίδης, Στίβανδρος, Σύλανδρος, Σώνδρος, Σώσανδρος, Τείσανδρος, Τελέσανδρος, Τέρπανδρος, Τίμανδρος, Τύχανδρος, Φαίνανδρος, Φάνανδρος, Φίλανδρος, Χαίρανδρος, Χαρίσανδρος, Χάρμανδρος, Αγαθήνωρ, Αλξήνωρ, Αναξήνωρ, Δαμασήνωρ, Εκατήνωρ, Ερξήνωρ, Κυδήνωρ, Μεγήνωρ, Παντήνωρ, Στησήνωρ.
Greek Monotonic
ἀνήρ: (√ΑΝΕΡ), ἀνέρος, ὁ, Αττ. ἀνδρός, ἀνδρί, ἄνδρα, κλητ. ἄνερ· πληθ. ἄνδρες, -δρῶν, -δράσι [ᾰ], -δρας· (ᾰ, άλλα στο Επικ. ἀνέρος, ἀνέρι, ἀνέρες, -ᾰ)· ο άνδρας, Λατ. vir (όχι homo)·
I. ο άνδρας αντίθ. προς τη γυναίκα, σε Όμηρ. κ.λπ.
II. άνθρωπος, άνδρας αντίθ. προς το θεό, πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε, στον ίδ.
III. άνδρας, αντίθ. προς το νέος, άνδρας στην ακμή της ηλικίας, στον ίδ. κ.λπ.· εἰς ἄνδρας ἐγγράφεσθαι, συγκαταλέγομαι ανάμεσα στους άνδρες, σε Δημ.
IV.άνδρας εμφατικά, πράγματι άνδρας, ἀνέρες ἔστε, φίλοι, σε Ομήρ. Ιλ.· πολλοὶ μὲν ἄνθρωποι, ὀλίγοι δὲ ἄνδρες, πολλοί άνθρωποι, αλλά λίγοι άνδρες, σε Ηρόδ. V. άντρας, αντίθ. προς τη γυναίκα του, σύζυγος, σε Όμηρ. κ.λπ.· αἰγῶνἄνερ, ο vir gregis του Βιργιλίου, σε Θεόκρ.
Frisk Etymological English
ἀνδρός
Grammatical information: m.
Meaning: man (Il.).
Other forms: acc. ἄνδρα (Hom. also ἀνέρα, from where ἀνέρος etc.; on the inflection s. Schwyzer 568β). Atano s. below
Dialectal forms: Myc. adirijate, -pi /andriantei, -amphi/; see on compounds.
Compounds: As first member ἀνδρο-: -κμητος, κτασία; ἀνδραποδον s.v. - As second member -ήνωρ: ῥηξ-, φθεισ- (Hom.); in PN 'Aγ-, Myc. Atano /Antanor/; fem. ἀντι-άνειρα, κυδι-. With -ανδρος: ἄν-, ἕλ-; PN especially in Asia Minor and Cyprus: `Ηγησ-, Τερπ-; Hom. Ἀλεξ-. For the question whether this name is really Greek cf. Myc. arekasadara /Aleksandra/, kesadara /Kessandra/ (note that Myc. -e- shows that this is a substr. name). So the forms are already Myc., but it is still not excluded that they are of non-Greek origin (s. Sommer Nominalkomp. 160ff.) - Kuiper MAWNed. NR. 14: 5 thinks that -ήνωρ and νῶρ-οψ contain an old abstract *ἄνερ, *ἄναρ vital energy (IE *h₂ner-; also in Skt. sū-nára- etc.).
Derivatives: Demin. ἀνδρίον (Com.); from here, with unclear ντ-Suffix, ἀνδριάς, -άντος statue (Pi.), cf. Kretschmer Glotta 14, 84ff., Schwyzer 526: 3 u. 4. ἀνδρ(ε)ών m. mans apartment (Hdt.). -Abstracts: ἀνδρεία (-ηίη, -ία) manliness, courage (A.); ἀνδροτής, -τῆτος s.s.v. ἠνορέη id., Ion. for Aeol. ἀνορέα (< -ρία), (Kretschmer Glotta 24, 245f.), from a compound (cf. εὑανορία Pi.), s. Leumann Hom. Wörter 109f., 123 m. Lit.; - Adjec.: ἀνδρεῖος (Ion. ἀνδρήϊος, cf. Chantr. Form. 52, Schwyzer 468: 3) manly, courageous, ἀνδρόμεος human (Il.; -μεος = Skt. -maya-?).
Origin: IE [Indo-European] [765] *h₂ner- man
Etymology: ἀνήρ is identical with Arm. ayr, gen. arn man, Skt. nā́ (stem nar-), NPhryg. αναρ, Ital. ner- in Osc. ner-um virorum, Lat. Sab. Ner-ō etc. (s. W.-Hofmann s. neriōsus), W. ner chief, Alb. njer man. - Not here Hitt. innar-, in innarau̯atar etwa (Lebens)kraft, hoheitliche Macht. - On δρώψ s.s.v. ἄνθρωπος. - Cf. νωρει̃.
Middle Liddell
[Root !ανερ]
a man, Lat. vir (not homo):
I. a man, opp. to a woman, Hom., etc.
II. a man, opp. to a god, πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε Hom.
III. a man, opp. to a youth, a man in the prime of life, Hom., etc.; εἰς ἄνδρας ἐγγράφεσθαι to be enrolled among the men, Dem.
IV. a man emphatically, a man indeed, ἀνέρες ἔστε, φίλοι Il.; πολλοὶ μὲν ἄνθρωποι, ὀλίγοι δὲ ἄνδρες many human beings, but few men, Hdt.
V. a man, opp. to his wife, a husband, Hom., etc.; αἰγῶν ἄνερ, Virgil's vir gregis, Theocr.
Frisk Etymology German
ἀνήρ: ἀνδρός, ἄνδρα
{anḗr}
Forms: (ep. auch ἀνέρα, wonach ἀνέρος usw.; zur Flexion s. Schwyzer 568β)
Meaning: Mann, Mensch (seit Il.). Über Sinn und Gebrauch s. Vock Bedeutung und Verwendung von ἀνήρ und ἄνθρωπος. Diss. Freiburg (Schweiz) 1928; Chantraine REGr. 59-60, 219ff.; auch Sommer Nominalkomp. 177ff.
Derivative: Zahlreiche Ableitungen: Demin. ἀνδρίον (Kom., E. Theok.); daraus vielleicht, mit denominalem ντ-Suffix, ἀνδριάς, -άντος Menschenbild, Statue (Pi., ion. att.), vgl. Kretschmer Glotta 14, 84ff., weitere Literatur bei Schwyzer 526: 3 u. 4; verfehlt Szemerényi KZ 71, 215); ἀνδρίς f. Weib (Sm.); ἀνδρ(ε)ών m. Männergemach (ion. att.) mit ἀνδρώνιον (Delos) und ἀνδρωνῖτις ib. (Lys., X. usw., vgl. Redard Les noms grecs en -της 110). Abstrakta: ἀνδρεία (-ηίη, -ία) Mannhaftigkeit, Tapferkeit (ion. att.); ἀνδροτής, -τῆτος Manneskraft (Π 857, Ω 6), viell. als *δροτῆτα zu lesen, vgl. δρώψ und Leumann Hom. Wörter 221 m. Lit. ἠνορέη ib., ion. Umsetzung von äol. ἀ̄νορέα (aus -ρία), vom Metrum begünstigt (Kretschmer Glotta 24, 245f.), wahrscheinlich aus einem Kompositum (vgl. εὐανορία Pi.) abgetrennt, s. Leumann Hom. Wörter 109f., 123 m. Lit.; daraus ἀ̄νόρεος (S.). — Adjektiva: ἀνδρεῖος (ion. usw. ἀνδρήϊος, vgl. Chantraine Formation 52, Schwyzer 468: 3) männlich, mannhaft, mutig, wovon ἀνδρειότης Männlichkeit (X., Ti. Lokr.) und das Denominativum ἀνδρειόω mutig machen (LXX), -όομαι Mann werden (Prokl.), wovon wiederum ἀνδρείωμα (Metrod.); — jünger ἀνδρικός zum Manne gehörig, männlich, mannhaft (vorw. att.; zu ἀνδρεῖος — ἀνδρικός Chantraine Formation 389, 391f.); ἀνδρόμεος menschlich (ep.; -μεος wohl = aind. -maya-); ἀνδρώδης mannhaft (Emp., Isok. usw.); ἀνδρῳ̃ος zum Manne gehörig (Muson., Gal. u. a.). — Denominativa: ἀνδρόομαι Mann werden (Hdt., Hp., E. usw.), -όω zum Manne machen (Lyk.); ἀνδρύνομαι Mann werden (Ps. Kallisth.); ἀνδρίζομαι Mann werden, sich als Mann zeigen (att. usw.), -ίζω zum Manne machen (X.); davon ἄνδρισμα (Max. Tyr.) und ἀνδρισμός (Poll.) männliches Auftreten. — Über ἀνήρ als Hinterglied (-ήνωρ, -ανδρος) ausführlich Sommer Nominalkomp. 160ff. mit weiterer Lit. und kritischer Erörterung anderer Auffassungen; s. auch zu Ἀλέξανδρος s. ἀλέξω. — Kuiper MAWNied. NR. 14: 5 will, wenig wahrscheinlich, in -ήνωρ und in νῶροψ ein altes Abstraktum *ἄνερ, *ἄναρ vital energy (idg. *ner-; auch in aind. sū-nára- u. a.) finden.
Etymology: ἀνήρ ist mit arm. ayr, Gen. aṙn Mann identisch (zum Lautlichen Bonfante Mélanges Pedersen 20 A. 1) und entspricht bis auf ἀ- aind. nā́ (Stamm nar-), ital. ner- in osk. ner-um virorum, lat. sab. Ner-ō usw. (s. W.-Hofmann s. neriōsus), kymr. ner chef, maître (Loth Rev. celt. 41, 207L), alb. njer Mann, Mensch (vgl. Mann Lang. 28, 38). Dagegen muß die Heranziehung von heth. innar-, luw. annar- in innarau̯atar etwa ‘(Lebens)kraft, hoheitliche Macht’ und anderen Bildungen (zuletzt Kammenhuber Münch. Stud. z. Sprachwiss. 3, 36) immer als sehr hypothetisch betrachtet werden. — Anl. ἀ-, das auch in neuphryg. αναρ erscheint, stellt entweder eine Prothese dar oder beruht auf altem Ablaut. Es fehlt in δρώψ· ἄνθρωπος H., falls, wie wahrscheinlich, aus *νρώψ. — Vgl. νωρει̃.
Page 1,107-108
Chinese
原文音譯:¢n»r 安尼而
詞類次數:名詞(215)
原文字根:人 相當於: (אָדָם) (אִישׁ) (אֱנׄושׁ) (גֶּבֶר) (חָדַשׁ)
字義溯源:人*,男人,丈夫,新郎,諸位,同人,同胞,徒,者
同源字:1) (ἀνδραποδιστής)奴役人者 2) (ἀνδρίζομαι)行動像人 3) (ἀνδροφόνος)謀殺犯 4) (ἀνήρ)人 5) (ἀνθρωπάρεσκος)求寵於人 6) (ἀνθρώπινος)人類的 7) (ἀνθρωποκτόνος)殺人者 8) (ἄνθρωπος)人類 9) (ὕπανδρος)服從於某一人 10) (φίλανδρος)愛男人 11) (φιλανθρωπία)喜愛人類 12) (φιλανθρώπως)對人友愛
同義字:1) (ἀνήρ)人 2) (ἄνθρωπος)人類 3) (ἄρρην / ἄρσην)男人
出現次數:總共(212);太(8);可(4);路(25);約(7);徒(100);羅(9);林前(32);林後(1);加(1);弗(7);西(2);提前(5);多(2);雅(5);彼前(3);啓(1)
譯字彙編:
1) 人(74) 太12:41; 太14:35; 可10:2; 路7:20; 路8:27; 路8:38; 路9:30; 路9:32; 路11:31; 路11:32; 路17:12; 路19:7; 路22:63; 路23:50; 路24:4; 路24:19; 徒1:10; 徒2:5; 徒2:14; 徒3:2; 徒5:1; 徒5:25; 徒5:36; 徒6:3; 徒6:11; 徒8:9; 徒9:7; 徒9:13; 徒9:38; 徒10:1; 徒10:17; 徒10:19; 徒10:21; 徒10:28; 徒11:3; 徒11:11; 徒11:12; 徒11:20; 徒11:24; 徒13:6; 徒13:7; 徒13:16; 徒13:22; 徒14:8; 徒15:22; 徒16:9; 徒17:5; 徒17:31; 徒17:34; 徒18:24; 徒19:7; 徒19:37; 徒20:30; 徒21:23; 徒21:26; 徒22:3; 徒22:12; 徒23:21; 徒23:27; 徒23:30; 徒24:5; 徒25:5; 徒25:14; 徒25:17; 徒25:23; 徒25:24; 羅4:8; 羅7:3; 羅7:3; 羅11:4; 林前13:11; 弗4:13; 雅1:12; 雅3:2;
2) 丈夫(50) 太1:16; 太1:19; 可10:12; 路2:36; 路16:18; 約4:16; 約4:17; 約4:17; 約4:18; 約4:18; 徒5:9; 徒5:10; 羅7:2; 羅7:2; 羅7:2; 羅7:3; 羅7:3; 林前7:2; 林前7:3; 林前7:3; 林前7:4; 林前7:4; 林前7:10; 林前7:11; 林前7:11; 林前7:13; 林前7:13; 林前7:14; 林前7:16; 林前7:16; 林前7:34; 林前7:39; 林前7:39; 林前14:35; 林後11:2; 加4:27; 弗5:22; 弗5:23; 弗5:24; 弗5:25; 弗5:28; 弗5:33; 西3:18; 提前3:2; 提前3:12; 多1:6; 多2:5; 彼前3:1; 彼前3:5; 啓21:2;
3) 男人(21) 太14:21; 太15:38; 可6:44; 路1:34; 路9:14; 徒4:4; 徒17:12; 林前11:3; 林前11:3; 林前11:4; 林前11:7; 林前11:8; 林前11:8; 林前11:9; 林前11:9; 林前11:11; 林前11:11; 林前11:12; 林前11:12; 提前2:8; 提前2:12;
4) 諸位(12) 徒2:29; 徒2:37; 徒7:2; 徒13:15; 徒13:26; 徒13:38; 徒15:7; 徒15:13; 徒22:1; 徒23:1; 徒23:6; 徒28:17;
5) 一個人(7) 路5:12; 路19:2; 路23:50; 徒9:12; 徒10:30; 徒13:21; 雅1:23;
6) 人哪(7) 徒1:11; 徒2:22; 徒3:12; 徒5:35; 徒17:22; 徒19:35; 徒21:28;
7) 一個⋯人(7) 太7:24; 太7:26; 可6:20; 路5:8; 徒2:22; 徒8:27; 徒10:22;
8) 男(5) 徒5:14; 徒8:3; 徒8:12; 徒9:2; 徒22:4;
9) 諸位同人(4) 徒1:16; 徒27:10; 徒27:21; 徒27:25;
10) 丈夫們(2) 西3:19; 彼前3:7;
11) 一人(2) 路9:38; 雅2:2;
12) 一些人(2) 徒10:5; 徒15:22;
13) 人的(2) 約1:13; 雅1:20;
14) 男人的(1) 林前11:7;
15) 主人(1) 徒21:11;
16) 徒(1) 徒21:38;
17) 丈夫的(1) 提前5:9;
18) 一個⋯的人(1) 路1:27;
19) 有人(1) 路5:18;
20) 同人們(1) 徒19:25;
21) 一個男人(1) 林前11:14;
22) 同人阿(1) 徒14:15;
23) 有一個人(1) 路8:41;
24) 者(1) 徒3:14;
25) 人中(1) 徒1:21;
26) 同胞阿(1) 徒7:26;
27) 人們(1) 徒8:2;
28) 幾個人(1) 徒15:25;
29) 有一人(1) 約1:30;
30) 這二人(1) 徒15:26
Translations
man
Aasax: hat-uk; Abkhaz: ахаҵа; Abu' Arapesh: aleman; Acehnese: agam; Adyghe: хъулъфыгъ, лӀы; Afrikaans: man; Ahom: 𑜋𑜩; Ainu: オッカヨ; Akkadian: 𒀀𒉿𒈝, 𒍣𒅗𒊒𒌝; Aklanon: eaki; Alabama: naani; Alawa: lilmi; Albanian: burrë, trim; Aleut: tayaĝux̂; Alutor: ӄылавул; Alviri-Vidari: میرده; Ama: noko; Amharic: ወንድ; Arabic: رَجُل; Egyptian Arabic: راجِل; Gulf Arabic: ريل; Hijazi Arabic: رِجَّال, راجل; Moroccan Arabic: راجل; South Levantine Arabic: رِجَّال; Aragonese: hombre; Aramaic: גַּבְרָא; Imperial Aramaic: 𐡂𐡁𐡓𐡀; Assyrian Neo-Aramaic: ܐܘܿܪܙܵܐ, ܓܲܒ݂ܪܵܐ; Classical Syriac: ܓܰܒܪܳܐ; Mandaic: ࡂࡁࡓࡀ; Samaritan Aramaic: ࠂࠁࠓࠀ; Argobba: ወንድ; Armenian: տղամարդ, մարդ; Arosi: noni; Assamese: মতা মানুহ; Asturian: home; Atikamekw: iriniw; Avar: бихьинчи, гӏадан; Aymara: chacha; Azerbaijani: adam, kişi, ər; Bakhtiari: پیا; Balinese: muani, lanang; Baluchi: مرد; Bambara: cɛ; Banjarese: lakian; Bashkir: ир, ир кеше; Basque: gizon, gizaseme, gizonki; Baure: hir; Bavarian: mo, må, môô; Belarusian: мужчына, муж; Bengali: আদমী, মরদ; Berber Tashelhit: argaz; Betoi: humasoi; Blackfoot: ninaa; Breton: gwaz, den; Buginese: burane; Bukiyip: élman; Bulgarian: мъж; Bulu: fam; Burmese: ယောက်ျား; Buryat: эрэ хүн; Catalan: home; Catawba: ye; Cebuano: lalaki; Central Atlas Tamazight: ⴰⵔⴳⴰⵣ; Chamicuro: yelna; Chechen: боьрша стаг, стаг; Cherokee: ᎠᏍᎦᏯ; Cheyenne: hetane; Chickasaw: hattak nakni', hattak, nakni'; Chinese Cantonese: 男人; Dungan: нанжын, нанзыхан; Hakka: 男人; Mandarin: 男人, 男的, 男子, 男子漢, 男子汉; Min Bei: 男人; Min Dong: 男, 唐部儂, 唐部侬, 男界; Min Nan: 查埔人, 男人; Teochew: 查埔人; Wu: 男人; Chiricahua: ndé; Choctaw: hatak; Chuave: yai; Chuvash: ар ҫын, ар; Coptic: ⲣⲱⲙⲉ; Cree: nâpêw; Crimean Tatar: erkek, er kişi, adam; Crow: bacheé; Czech: muž, pán; Dalmatian: jomno; Danish: mand; Dhivehi: ފިރިހެން މީހާ; Dolgan: эр киһи; Dutch: man, heer; East Central German: Moan; Eastern Arrernte: artwe; Eastern Mari: марий, пӧръеҥ; Erzya: аля; Esperanto: viro; Estonian: mees, meesterahvas; Even: няри; Evenki: бэе; Ewe: ŋutsu; Faroese: kallmaður, maður, kallur; Fijian: turaga; Finnish: mies; Franco-Provençal: homo; French: homme; Friulian: omp, om; Fula: gorko; Futuna-Aniwa: taŋata; Fuyug: an; Galician: varón, home; Ge'ez: ዕድ; Georgian: კაცი; German: Mann, Herr; Alemannic German: Maa; Gothic: 𐌼𐌰𐌽𐌽𐌰, 𐌲𐌿𐌼𐌰; Greek: άνδρας; Ancient Greek: ἀνήρ, φώς; Greenlandic: angut; Guaraní: ava; Gujarati: પુરુષ; Hausa: mutum; Hawaiian: kāne; Hebrew: אָדָם, גֶּבֶר, אִישׁ; Hiligaynon: lalaki; Hindi: पुरुष, नर, मानुस, मानस, आदमी, मर्द, मानव, मानुष; Hittite: 𒇽𒀸, 𒁉𒌍𒈾𒀸; Hopi: taaqa; Hungarian: férfi, ember; Hunsrik: Mann; Icelandic: karlmaður, karl, maður; Ido: viro; Indo-Portuguese: homm; Indonesian: pria, laki-laki; Ingush: саг; Interlingua: homine, viro, masculo; Inuktitut: ᐊᖑᑦ; Inupiaq: angun; Irish: fear; Old Irish: fer; Isnag: lalaki; Istriot: omo; Istro-Romanian: bărbåt; Italian: uomo; Itawit: lalaki; Japanese: 男性, 男の人, 男; Javanese: lanang, jaler; Jersey Dutch: kääd'l; Jicarilla: didé; Judeo-Tat: мерд; Kabyle: argaz; Kalmyk: залу күн; Kaluli: kalu; Kamta: beṭa saöa; Kannada: ನರ, ಪುರುಷ; Karachay-Balkar: эркиши, эркегырыу; Karelian: ukko; Karipúna Creole French: uóm; Karitiâna: taso; Kashubian: chłop; Kazakh: ер, еркек, еркек, ер адам, ер кісі, жігіт, кісі; Khmer: ប្រុស; Khoekhoe: khoeb; Komi-Permyak: морт, мужичӧй, айморт; Korean: 남자(男子), 사내; Kumyk: эркек; Kunigami: 男; Kurdish Central Kurdish: پیاو, زەلام; Northern Kurdish: mêr, zelam; Kyrgyz: эркек, киши; Ladin: ël; Lakota: wičháša; Lao: ຜູ້ຊາຍ, ຊາຍ; Latgalian: veirs; Latin: vir, mas; Latvian: vīrs; Lavukaleve: ali; Laz: კოჩი; Ledo Kaili: langgai; Lezgi: итим; Lithuanian: vyras; Livonian: mīez; Lombard: omm; Lote: non; Louisiana Creole French: nonm, boug; Low German German Low German: Mann; Luganda: omusajja; Lü: ᦋᦻ; Macedonian: маж, човек; Malagasy: lehilahy, olona; Malay: lelaki; Malayalam: മനുഷ്യൻ, ആണ്; Maltese: raġel; Manchu: ᡥᠠᡥᠠ; Mandar: tommuane; Manx: fer; Maori: tāne; Mapudungun: wentru; Maranao: mama; Watam: namot; Marathi: माणूस, पुरुष; Maricopa: ipa; Mazanderani: مردی; Megleno-Romanian: bărbat; Meänkieli: mies; Mi'kmaq: jinem; Mingrelian: კოჩი; Mirandese: home; Mohawk: rón:kwe; Mohegan-Pequot: in; Moksha: аля; Mongolian Cyrillic: эр хүн, хүн, эрэгтэй хүн, эр, хлопъ; Moroccan Amazigh: ⴰⵔⴳⴰⵣ; Motu: tau; Mòcheno: mònn; Nahuatl Central: tlacatl, oquichtli; Central Huasteca: tlakatl, okixtli; Classical: tlacatl, oquichtli; Navajo: hastiin; Neapolitan: ommo; Nepali: पुरुष, लोग्ने मान्छे; Ngarrindjeri: korni; Nivkh: утку; Norman: haomme, homme, houme, houmme; North Frisian Föhr-Amrum: maan; Halligen: moon; Sylt: Man; North Slavey: deneyu; Northern Ohlone: ṯaares, tá̄ris; Northern Thai: ᨩᩣ᩠ᨿ; Norwegian Bokmål: mann; Nynorsk: mann; Nyunga: man, maaman; O'odham: cheoj; Occitan: òme; Ojibwe: inini; Oki-No-Erabu: 男; Okinawan: 男; Old Church Slavonic Cyrillic: мѫжь, *мѫжьщина; Glagolitic: ⰿⱘⰶⱐ; Old East Slavic: мужь, *мущина; Old English: wer, secg); Old French: hom, homme; Old Lithuanian: žmuõ; Old Norse: maðr; Old Occitan: omne; Old Persian: 𐎶𐎼𐎫𐎡𐎹; Old Portuguese: ome; Old Prussian: wīrs; Old Turkic: 𐰼; Ongota: inta; Oriya: ନର; Oromo: namicha, dhiira, nama; Ossetian: лӕг, нӕл, нӕлгоймаг; Ottoman Turkish: ادم, اركك, ار, رجل, مرد; Pashto: سړی; Pennsylvania German: Mann; Persian: مَرد; Pileni: tangata; Pipil: takat, tacat; Pitjantjatjara: wati; Plautdietsch: Maun; Polish: mężczyzna pers, pan pers, człowiek pers, mąż pers; Portuguese: homem, varão, mane; Powhatan: nimarew; Punjabi: ਆਦਮੀ; Quechua: qhari, gari; Rapa Nui: tangata; Romagnol: òm, òman; Romanian: bărbat, om; Romansch: um; Russian: мужчина, муж, мужик; Rusyn: хлоп, муж; Saanich: SWÍḴE; Sami Inari: almai; Northern: almmái; Skolt: åålm; Southern: ålma; Samogitian: vīrs; Sanskrit: वृषन्, पुरुष, नर; Sardinian: òmine; Saterland Frisian: Mon; Savosavo: tada; Scots: mannie; Scottish Gaelic: fear, duine; Seimat: wawan; Serbo-Croatian Cyrillic: човјек, мушкарац; Roman: čovjek, muškarac; Shan: ၸၢႆး; Sicilian: omu; Silesian: chop; Sindhi: ماڻھو, مرد; Sinhalese: මිනිහා, මිනිසා, පුරුෂයා; Slovak: muž; Slovene: moški, mož; Slovincian: χlʉ̀ɵ̯p; Somali: nin; Sorbian Lower Sorbian: muski, muž; Upper Sorbian: muž; Spanish: hombre, varón; Sranan Tongo: man; Sumerian: 𒇽; Sundanese: pameget, lalaki; Swahili: mwanaume or wa; Swedish: man, karl; Sylheti: ꠛꠦꠐꠣ; Tagalog: lalaki; Tahitian: tāne; Tai Nüa: ᥓᥣᥭᥰ; Tajik: мард, одам; Talysh: مرد; Tamil: ஆண்; Taos: sə́onena; Tatar: ир, ир кеше; Tausug: usug; Telugu: పురుషుడు, మగవాడు; Tetum: mane; Thai: ผู้ชาย, ชาย; Tibetan: ཕོ; Tigrinya: ሰብኣይ; Tocharian A: oṅk; Tocharian B: eṅkwe; Tok Pisin: man; Tswana: monna; Tundra Nenets: хасава; Tupinambá: abá; Turkish: adam, erkek, er, er kişi; Turkmen: erkek, adam, kişi; Tuvaluan: tagata; Tuvan: эр кижи, эр; Udmurt: пиосмурт, воргорон; Ukrainian: чолові́к, муж, мужчина; Urdu: آدمی, مرد, پرش; Uyghur: ئەر, ئەر كىشى; Uzbek: er, kişi, erkak kişi, erkak, kişi; Venetian: omo; Vietnamese: đàn ông; Vilamovian: menś; Volapük: man, himen; Vurës: atm̄ēn; Võro: miis; Walloon: ome; Warlpiri: wati; Welsh: gŵr, dyn; West Frisian: man; Western Apache: nnee, nndee, ndee, indee, ndeeń; Wolof: góor ji, góor; Xhosa: indoda; Yagara: dhan; Yagnobi: мард; Yakut: эр киһи, эр; Yiddish: מאַן; Yoron: 男; Yoruba: o̩kùnrin; Yámana: úa; Zaghawa: boru; Zay: səb; Zazaki: merdek; Zealandic: man, vent; Zhuang: bouxsai, sai; Zulu: indoda, umlisa; ǃXóõ: tâa a̰a