κάνω

From LSJ
Revision as of 14:41, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Greek Monolingual

και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω)
κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ' ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.)
νεοελλ.
1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α. «έκανε να σηκωθεί μα δεν μπόρεσε» β. «κάναν ν' ανθίσουν τα κλαδιά κι ο πάγος δεν τ' αφήνει»)
2. παρασκευάζω («τα ψάρια θα τά κάνω τηγανητά»)
3. μετατρέπω («έκανε το σπίτι του ξενοδοχείο»)
4. αξίζω, στοιχίζω, κοστίζω («πόσο κάνει το λάδι;»)
5. διατρέχω, διανύω («αυτή την απόσταση τήν κάνω κάθε μέρα»)
6. εμφανίζω, παριστάνω («αυτός κάνει το μικρό μεγάλο»)
7. συγκομίζω («έκανε πολλά λεφτά»)
8. διορίζω («τον έκανε υπουργό»)
9. συμπεριφέρομαι («κάνει σαν τρελός»)
10. συμφωνώ, ταιριάζω («δεν κάνουν μαζί»)
11. προσαρμόζομαι («δεν κάνει στο βουνό»)
12. εκλαμβάνω («σ' έκανα για τον Γιώργο»)
13. φρ. α) «τί κάνεις;» — πώς είσαι, πώς είναι η διάθεσή σου ή η υγεία σου; β) «κάνω τη δουλειά μου» — είμαι αφοσιωμένος στο έργο μου και δεν ανακατεύομαι σε ξένες υποθέσεις
γ) «κάνω του κεφαλιού μου» ή «κάνω το γούστο μου» ή «κάνω το κέφι μου» ή «κάνω ό,τι μού κατέβει» ή «κάνω ό,τι μού καπνίσει» ή «κάνω τα δικά μου» — ενεργώ σύμφωνα με τις δικές μου εμπνεύσεις ή ορμές, δεν υπακούω σε κανέναν ή δεν αναχαιτίζομαι από τη λογική
δ) (για καταστήματα και επαγγελματίες) «κάνω δουλειές» — έχω πολλές εργασίες, έχω πολλή πελατεία
ε) «κάνω την ανάγκη φιλοτιμία» — εμφανίζω ότι κάτι έγινε από δική μου διάθεση, ενώ εκ τών πραγμάτων ήμουν αναγκασμένος να το κάνω
στ) «κάνω το κορόιδο» ή «κάνω την πάπια» ή «κάνω τον ψόφιο κοριό» ή «κάνω τον κουτό» — υποκρίνομαι ότι δεν ξέρω ή ότι είμαι αθώος
ζ) «τον κάνω σκουπίδι» ή «τον κάνω κουρέλι» ή «τον κάνω τ' αλατιού» ή «τον κάνω τριών παραδιών» ή «τον κάνω ενός παραδιού» — τον κατεξευτελίζω
η) «τον κάνω τόπι στο ξύλο» ή «τον κάνω μαύρο στο ξύλο» ή «τον κάνω τ' αλατιού» ή «τον κάνω οχτακόσιες οκάδες» — τον δέρνω ανηλεώς
θ) «τά κάνω θάλασσα» ή «τά κάνω σαλάτα» ή «τά κάνω μαντάρα» ή «τά κάνω μούσκεμα» ή «τά κάνω ρόιδο» — αποτυχαίνω οικτρά
ι) «τά έκανα γυαλιά καρφιά» ή «τά έκανα άνω κάτω» ή «τά έκανα γης μαδιάμ» — αναστάτωσα τα πάντα, κατέστρεψα τα πάντα
ια) «κάνω μια τρύπα στο νερό» — ματαιοπονώ, κοπιάζω χωρίς αποτέλεσμα
ιβ) «τον έκανα Χριστό και άγιο» — τον εκλιπάρησα
ιγ) «κάνω (τα) στραβά μάτια» — προσποιούμαι ότι δεν βλέπω
ιδ) «κάνω πλάτες» — υποβοηθώ κάποιον να πράξει κάτι προσποιούμενος ότι δεν βλέπω
ιε) «έκανα μαύρα μάτια να σέ δω» — πέρασε πολύς καιρός που δεν σέ έχω δεί
ιστ) «κάνω χωριό με κάποιον» — ταιριάζω, συμφωνώ, δεν τσακώνομαι
ιζ) «κάνω μπόι», «κάνω μάγουλα», «κάνω χρώμα» — αποκτώ ύψος, μάγουλα, χρώμα κ.λπ.
ιη) «κάνω κουράγιο» — δείχνω θάρρος, δείχνω ευψυχία
ιθ) «κάνω χαλάστρα» — εμποδίζω κάποιον σε κάτι, χαλάω τις δουλειές κάποιου
κ) (για χαρτοπαίκτες) «κάνω χαρτιά» — μοιράζω τα χαρτιά
κα) «κάνω τα χαρτιά μου» — ετοιμάζω τα απαιτούμενα πιστοποιητικά ή αντίγραφα για υποβολή σε αρμόδια αρχή
κβ) «κάνω ουρά» — στέκομαι στη γραμμή πίσω από άλλους περιμένοντας τη σειρά μου
κγ) «κάνω νερά»
i) (για πλοία) παρουσιάζεται εισροή νερού στο κύτος
ii) (για πρόσ.) δεν είμαι πολύ συνεπής
κδ) «τά κάνω λειανά» — επεξηγώ, διασαφηνίζω
κε) «κάνω σπίτι»
i) χτίζω σπίτι
ii) παντρεύομαι, δημιουργώ οικογένεια
κστ) «το ίδιο μού κάνει» — δεν μέ πειράζει, μού είναι αδιάφορο
κζ) «δεν έχει να κάνει» ή «το ίδιο κάνει» — δεν έχει καμία σχέση, είναι αδιάφορο
κη) «τον κάνω καλά» — είμαι ικανός να τον καταβάλλω, να τον εξουδετερώσω
κθ) «κάνω καλά εγώ» — αναλαμβάνω εγώ την υπόθεση
λ) «καλά του 'κανε» — επαξίως τον τιμώρησε
λα) «κάνω Πάσχα» — τρώω άφθονα και καλά φαγητά ή περνώ καλά
λβ) «το κάνει» ή «κάνει έρωτα» — συνουσιάζεται
λγ) «τά κάνω» ή «κάνω (τα) κακά μου» — αφοδεύω, αποπατώ
λδ) «κάνω πλάκα» — αστειεύομαι
λε) «κάνω καζούρα σε κάποιον» ή «κάνω πλάκα σε κάποιον» — κοροϊδεύω κάποιον, αστειεύομαι σε βάρος κάποιου
λστ) (για πράγματα) «κάνω φτερά» — εξαφανίζομαι, κλέβομαι
λζ) «κάνω αίσθηση» ή «κάνω εντύπωση» ή «κάνω μπαμ» ή «κάνω κρότο» ή «κάνω πάταγο» — προκαλώ αίσθηση, εκπλήσσω
λη) «το κάνω ζήτημα» ή «το κάνω θέμα» — αποδίδω σε κάτι μεγάλη σημασία
λθ) «του κάνω θεωρία» — τον κατηχώ
μ) «κάνω το κομμάτι μου» ή «κάνω φιγούρα» — επιδεικνύομαι
μα) «το κάνω τούμπανο» ή «το κάνω βούκινο» — διαλαλώ
μβ) «κάνε τη δουλειά σου» — ασχολήσου με τις δικές σου υποθέσεις
μγ) «κάνω κοιλιά» — αποδιοργανώνομαι ή χαλαρώνω
μδ) «τά κάνω καπάκια» ή «τά κάνω πλακάκια» — συγκαλύπτω σκανδαλώδη υπόθεση
με) «κάνω κρα για...» ή «κάνω σαν τρελός για κάτι» ή «κάνω αμάν για...» — επιθυμώ κάτι διακαώς
μστ) «τον έκανα λούτσα» ή «τον έκανα μούσκεμα» ή «τον έκανα παπί» — τον κατάβρεξα
μζ) (για γυναίκα) «κάνω ψυχικά» — είμαι εύκολη, παραδίδομαι εύκολα
μη) «τον κάνω ό,τι θέλω» — τον άγω και τον φέρω, τον έχω του χεριού μου
μθ) «κάνω πώς και πώς» ή «κάνω πώς και τί» — χρησιμοποιώ όλα τα μέσα, χαλάω τον κόσμο
ν) «κάνω στην μπάντα» ή «κάνω στην άκρη» ή «κάνω τόπο» — παραμερίζω, αποτραβιέμαι
να) «κάνω το χατίρι κάποιου» — εκπληρώνω την επιθυμία κάποιου, ενεργώ σύμφωνα με την επιθυμία κάποιου
νβ) «κάνω χάρη» — εξυπηρετώ
νγ) «κάνω την τύχη μου» — επιτυγχάνω ή πλουτίζω
νδ) «τήν κάνω ταράτσα» — τρώω πολύ, χορταίνω
νε) «κάνω τεμενάδες» — εκλιπαρώ, φέρομαι δουλοπρεπώς
νστ) «κάνω τούμπες από τη χαρά μου» — χαίρομαι υπερβολικά
νζ) «τά κάνω όλα στο όνομα κάποιου» — παραχωρώ περιουσία με πωλητήριο ή με δωρητήριο ή με διαθήκη
νη) «κάνω λόγο» — μιλώ για κάτι, αναφέρω
νθ) «κάνω μάθημα»
i) (για καθηγητή) διδάσκω ii) (για μαθητή) διδάσκομαι, παίρνω μαθήματα
ξ) (για υπάλληλο) «κάνω ταμείο» — ισολογίζω τις εισπράξεις και τις πληρωμές
ξα) «κάνω ζευγάρι» — αροτριώ, οργώνω
ξβ) «κάνω το τραπέζι» — τραπεζώνω, φιλοξενώ κάποιον στο σπίτι ή σε εστιατόριο και του πληρώνω το γεύμα
ξγ) «κάνω κεφάλι» — έρχομαι σε ευθυμία από ποτό
ξδ) «δεν κάνω κέφι» — δεν έχω διάθεση
ξε) «τον κάνω κέφι» — μού αρέσει
ξστ) «κάνω τα αδύνατα δυνατά» ή «κάνω ό,τι περνάει απ' το χέρι μου» — καταβάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια
ξζ) «κάνω μάτι» — βλέπω κρυφά
ξη) «κάνει καλό» είναι ωφέλιμο
14. παροιμ. α) «όσα δεν φτάνει η αλεπού τά κάνει κρεμαστάρια» — γι' αυτούς που παρουσιάζουν κάτι ως ακατόρθωτο επειδή δεν μπορούν να το καταφέρουν
β) «κάνε το καλό και ρίξτο στο γιαλό» — βοήθησε κάποιον και μην το αναφέρεις σε κανέναν
γ) «το ράσο δεν κάνει τον παπά» — η πραγματική αξία του ανθρώπου δεν φαίνεται από τον τρόπο ντυσίματος
δ) «έκανε κι η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο» — γι' αυτούς που συμπεριφέρονται αλαζονικά εξαιτίας κάποιας επιτυχίας τους
νεοελλ.-μσν.
1. πράττω, ενεργώ, δρω (α. «έκανε φόνο» β. «να κάνεις αυτό που σού λέω»)
2. εκτελώ, πραγματοποιώ («έχω κάνει πολλά ταξίδια»)
3. (για τόπους, φυτά, ζώα) παράγω κάτι, φέρω κάτι ως προϊόν (α. «η γίδα μας έκανε πολύ γάλα» β. «η πορτοκαλιά φέτος δεν έκανε καθόλου πορτοκάλια»)
4. αναγκάζω κάποιον να κάνει ή να υποστεί κάτι, υποχρεώνω (α. «τον έκανα να ζητήσει συγγνώμη» β. «μέ έκανες να χάσω το τρένο»)
5. προξενώ, επιφέρω («μού έκανες μεγάλη ζημιά»)
6. έχω ένα επάγγελμα, διατελώ («έκανε χωροφύλακας γι' αυτό έχει αυτό το βάναυσο ύφος»)
7. αποκτώκάνω εύκολα φίλους»)
8. φροντίζω να γίνει κάτι, βοηθώ, διευθετώ (α. «κάνε κάτι κι εσύ να βγούμε από το αδιέξοδο» β. «κάνε, θεέ μου, να έρθει γρήγορα»)
9. (για γραπτό κείμενο) συντάσσω («έκανα τη διαθήκη μου»)
10. καθιστώ (α. «τον έκανε φτωχό» β. «μ' έκανε ευτυχισμένη» γ. «μού κάνει τον βίο αβίωτο»
11. χρησιμεύω, είμαι κατάλληλος (α. «δεν κάνει αυτό το σπίτι για μάς» β. «δεν μού κάνουν τα ρούχα»)
12. ζω, διάγω, διαμένω («έκανα πολλά χρόνια στο εξωτερικό»)
13. διανύω χρονικό διάστημα («έκανα έναν μήνα να διαβάσω το βιβλίο»)
14. ισούμαι («πέντε και πέντε κάνουν δέκα»)
15. προσποιούμαι, υποκρίνομαι (α. «κάνει πως δεν ακούει» β. «κάνει τον πλούσιο»)
16. τακτοποιώ, συγυρίζω, καθαρίζω (α. «έκανα πρώτα τις δουλειές μου και μετά ήρθα να σέ βρω» β. «σήμερα θα κάνω το σπίτι»)
17) (για γάμο) τελώ («έκαναν πολιτικό γάμο»)
18. ιδρύω, συγκροτώ, οργανώνω («κάναμε μια ομάδα»)
19. κατορθώνω, επιτυγχάνω («με τα κλάματα δεν κάνεις τίποτα»)
20. απρόσ. κάνει
α) (για καιρική κατάσταση) είναι, έχει («κάνει κρύο σήμερα»)
β) επιτρέπεται, πρέπει («δεν κάνει να πιω καφέ»)
21. με αιτιατική ουσιαστικού αποτελεί περίφραση μονολεκτικού ρήματος της ίδιας ρίζας με το ουσιαστικό ή αντίστοιχης σημασίας (α. «κάνω όρκο» — ορκίζομαι
β. «κάνω πόλεμο» — πολεμώ
γ. «κάνω συζήτηση» — συζητώ
δ. «κάνω ταξίδι» — ταξιδεύω
ε. «κάνω δάνειο» — δανείζομαι ή δανείζω
στ. «κάνω παιδί» — τεκνοποιώ
ζ) «κάνω επιβουλή» — επιβουλεύομαι)
22. φρ. α) «κάνω μπρος» ή «κάνω ομπρός» — προχωρώ
β) «κάνω πίσω» ή «κάνω οπίσω» — οπισθοχωρώ
γ) «κάνω πανιά» ή «κάνω άρμενα» — αποπλέω
δ) «κάνω Πάσχα», «κάνω Χριστούγεννα» κ.λπ.
περνώ τις ημέρες του Πάσχα, τών Χριστουγέννων κ.λπ.
ε) «κάνω (πέτρα την) καρδιά» — υπομένω, δείχνω θάρρος και καρτερικότητα
στ) «κάνω χά(ι)δια» ή «κάνω νάζια» — φέρνω δήθεν δυσκολίες
ζ) «κά(μ)νει χρεία» ή «κά(μ)νει χρήση» — χρειάζεται, είναι ανάγκη, είναι απαραίτητο
η) «κάνω ψυχικό» ή «κάνω (το) καλό» ή «κάνω ελεημοσύνη» — ελεώ κάποιον, βοηθώ κάποιον
θ) «κάνω το μάτι» ή «κάνω μάτια» — γνέφω, νεύω με το μάτι
ι) «κάνω καλοσύνη» — συμφιλιώνομαι
ια) «έχω να κάνω» — έχω δοσοληψίες
μσν.
1. προσφέρω κάτι ως θυσία
2. (το ουδ, πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τα κάμνοντα
οι ενέργειες, οι πράξεις
3. φρ. α) «κάνω τρόπο» — εφευρίσκω
β) «κάνω κάμωμα» i) πράττω κάτι κακό
ii) συνευρίσκομαι ερωτικά
γ) «κάνω ἀγάπη» — συμφιλιώνομαι
δ) «κάνω ἄδεια» — επιτρέπω
ε) «κάνω αἵματα» — σκοτώνω πολλούς, σκορπίζω τον θάνατο
στ) «κάνω βουλή» ή «βουλ(η)τά» — συσκέπτομαι, αποφασίζω
ζ) «κάνω δίκαιο» ή «κάνω δικαιοσύνη» — ασκώ, απονέμω δικαιοσύνη
η) «κάνω δρόμο» ή «κάνω ὁδό» — προχωρώ, βαδίζω, περπατώ
θ) «κάνω ἐπανέβαση» — αυξάνω
ι) «κάνω θνήσιν (μεγάλην)» — προκαλώ (πολλούς) φόνους
ια) «κάνω θρόνο» — εγκαθίσταμαι επίσκοπος
ιβ) «κάνω κεφάλι» — επαναστατώ, ξεσηκώνομαι
ιγ) «κάνω κάτι μακελειό» — κατασπαράζω
ιδ) «κάνω ὄξω τον νοῦ» — αδιαφορώ
ιε) «κάνω τελειοσύνη» — φτάνω ώς τα άκρα
αρχ.
1. κουράζομαι πράττοντας κάτι, καταπονούμαι («ἀνδρί δὲ κεκμηῶτι μένος μέγα οἶνος ἀέξει» Ομ. Ιλ.)
2. καταβάλλομαι στη μάχη, νικιέμαι («ᾤχετ' εἰς τὸ κάμνον οἰκείου στρατοῦ», Ευρ.)
3. ασθενώ, είμαι άρρωστος («ὁ δὲ κάμνων καὶ αὐτὸς ἀπὸ τοῦ τραύματος ἐπεκάθιζε τῷ νεκρῷ», Λουκιαν.)
4. πάσχω, θλίβομαι («τῷ τε γὰρ πεποιημένῳ... ἐς τὸν παῖδα τοῦτον ἔκαμνον μεγάλως», Ηρόδ.)
5. παθαίνω συμφορά, συντρίβομαι, καταστρέφομαι («στρατοῦ καμόντος», Αισχύλ.)
6. (για ρούχο) είμαι τριμμένος
7. μεσ. κάμνομαι
α) αποκτώ κάτι με μόχθο, κερδίζω κάτι με κόπο («αὐτοὶ καμόμεσθα βίηφί τε δουρί τε μακρῷ», Ομ. Ιλ.)
β) καλλιεργώ κάτι με κόπο («νῆσον ἐυκτιμένην ἐκάμοντο», Ομ. Οδ.)
8. (αρσ. μτχ. αορ. β. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ καμόντες
οι νεκροί
9. (αρσ. μτχ. παρακμ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ κεκμηκότες
οι σκιές τών νεκρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. κάμνω ανάγεται σε κάμ-νη-μι, τύπος στον οποίο οδηγεί το μσν. ινδ. śam-ni-te, και εμφανίζει τη ρίζα καμ- (k°m[[ә2]-), η οποία αποτελεί τη συνεσταλμένη βαθμίδα της αρχικής ρίζας καμᾱ- (komeә2-)
στην ίδια μεταπτωτική βαθμίδα απαντά ο μέλλ. καμ-οῦμαι και ο αόρ. -καμ-ον, ενώ η αρχική ρίζα εμφανίζεται μόνο στα σύνθ. με β' συνθετικό -καμᾱς (πρβλ. -κάμας, -αντος). Απαντά επίσης θ. κμη- (μηδενισμένη και απαθής μορφή της ίδιας ρίζας καμᾱ-, πρβλ. κέ-κμη-κα, -κμη-τος) καθώς και θ. καμᾰ- (απαθής και συνεσταλμένη μορφή, πρβλ. κάμα-τος). Ο τ. κάνω < κάμνω, με απλοποίηση του συμπλέγματος -μν-. Το ρ. κάμνω στην Αρχαία Ελληνική έχει τη σημ. «κουράζομαι, κοπιάζω» και μόνο στον Όμηρο και στον Απολλώνιο τον Ρόδιο απαντά με τη μεταβατική σημ. «κατασκευάζω, δημιουργώ», με την οποία χρησιμοποιείται το ρ. αργότερα στους βυζαντινούς χρόνους. Έτσι, η λ. από τη σημ. «κοπιάζω, μοχθώ» έλαβε τη γενικότερη σημ. «δημιουργώ, φτιάχνω», προφανώς διότι θεωρήθηκε ότι σε κάθε είδος δημιουργίας, εργασίας ενυπάρχει η έννοια «κόπος, μόχθος». Στη Νέα Ελληνική το κάνω είναι ίσως το πιο εύχρηστο ρ. και εμφανίζεται σε πληθώρα φράσεων και με ποικιλία χρήσεων και σημασιών: π.χ. «τί κάνεις;» / «κάνω την πάπια» / «κάνω του κεφαλιού μου» / «του κάνω χάρη». Αξιοσημείωτη είναι η ήδη από τους μεσαιωνικούς χρόνους ευρεία χρήση του ρ. με αντικείμενο ουσιαστικό που αποτελεί περίφραση μονολεκτικού ρ. ομόρριζου ή συγγενούς σημ. με το ουσ. (πρβλ. κάνω παιδί, κάνω πόλεμο, κάνω συμφωνία, κάνω συζήτηση). Το κάνω συντάσσεται συχνά με έναρθρο όν. (ουσ. ή επίθ.) και έχει τη σημ. «παριστάνω, προσποιούμαι» (πρβλ. κάνω τον έξυπνο, κάνω τον ήρωα) ή επαγγέλλομαι (πρβλ. κάνω τον σερβιτόρο, κάνω την καθαρίστρια). Όταν, τέλος, το ρ. συντάσσεται με δευτερεύουσα πρόταση, έχει τις σημ.: α) φέρνω σε μια κατάσταση («μ' έκανε να γελάσω»)
β) αναγκάζω («τήν έκανα να μού πει την αλήθεια»)
γ) αρχίζω μια ενέργεια («έκανε να φύγει, αλλά το μετάνιωσε»)
και δ) προσποιούμαι («έκανα πως δεν τον είδα»).
ΠΑΡ. κάματος.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αποκάμνω
αρχ.
εγκάμνω, εκκάμνω, εναποκάμνω, επικάμνω, περικάμνω, προαποκάμνω, προκάμνω, προσκάμνω, συγκάμνω, συναποκάμνω, συνεκκάμνω, υπερκάμνω, υποκάμνω
νεοελλ.
αποκάνω, μετακάνω, ξανακάνω, ξεκάνω, παρακάνω, πολυκάνω, προκάνω, πρωτοκάνω]].