δέχομαι
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
English (LSJ)
Ion., Aeol., Cret. δέκομαι, Hdt.9.91, Sapph.1.22, Pi.O.2.69, impf. A ἐδεκόμην Hdt.3.135: fut. δέξομαι, Ep. also δεδέξομαι Il.5.238, also in AP5.8 (Rufin.), Aristid.Or.28(49).24; δεξοῦμαι SIG 360.29 (Chersonesus); δεχθήσομαι (in pass. sense) LXX Le.22.25: aor. ἐδεξάμην Il.18.238, etc., δεξάμην Pi.P.4.70; also ἐδέχθην (ὑπ-) E.Heracl.757(lyr., δεχθείς in pass.sense), J.AJ18.6.4, (εἰσ-) D.40.14 (Pass.): pf. δέδεγμαι Il.4.107, Pi.P.1.100, etc.; imper. δεδεξο Il.5.228, pl. δέδεχθε h.Ap.538; Ion. 3pl. ἀπο-δεδέχαται Hdt.2.43, al.:— Hom. also has Ep. impf. ἐδέγμην Od.9.513, 3sg. δέκτο Il.15.88, al., later ἔδεκτο Pi.O.2.54, Simon.184; imper. δέξο Il.19.10, pl. δέχθε A.R.4.1554; inf. δέχθαι E.Rh.525; part. δέγμενος Il.18.524 (also δέχμενος Hsch.); also a 3pl. pres. δέχαται Il.12.147; cf. προτίδεγμαι, and v. δεδοκημένος:— I of things as the object, take, accept, receive, etc., ἄποινα 1.20, etc.; μισθὸν τῆς φυλακῆς Pl.R.416e; φόρον Th.1.90; δ. τι χείρεσσι Od.19.355; τὸ διδόμενον παρά τινος Pl.Grg.499c; τι ἐν παρακαταθήκῃ παρά τινος Plb.33.6.2, etc.; δέχομαι τί τινι = receive something at the hand of another, δέξατό οἱ σκῆπτρον πατρώϊον Il.2.186, cf. IG12(3).1075(Melos, vi B. C.), etc.; accept as legal tender, ὀδελός GDI5011 (Gortyn); τι παρά τινος Il.24.429; τι ἔκ τινος S. OT1107(lyr.); τί τινος Il.1.596, 24.305, S.OT1163; also δ. τί τινος receive in exchange for.., χρυσὸν φίλου ἀνδρὸς ἐδέξατο Od.11.327; choose, τι δ. πρό τινος Pl.Lg.729d; μᾶλλον δ. τι ἀντί τινος Id.Grg. 475d: c. inf., prefer, δεξαίμην ἂν πάσας τὰς ἀσπίδας ἐρριφέναι ἢ… Lys. 10.21, cf. Pl.Phlb.63b; δ. μᾶλλον… X.HG5.1.14, Smp.4.12; οὐδεὶς ἂν δέξαιτο φεύγειν Th.1.143; Ὀρφεῖ συγγενέσθαι ἐπὶ πόσῳ ἄν τις δέξαιτ' ἂν ὑμῶν; Pl.Ap.41a; οὐκ ἂν δεξαίμην τι ἔχειν And.1.5. b catch, as in a vessel, ὀπὸν… κάδοις δ. S.Fr.534.3. 2 of mental reception, take, accept without complaint, χαλεπόν περ ἐόντα δεχώμεθα μῦθον Od.20.271; κῆρα δ' ἐγὼ τότε δέξομαι Il.18.115. b accept graciously, τοῦτο δ' ἐγὼ πρόφρων δέχομαι 23.647; of the gods, ἀλλ' ὅ γε δέκτο μὲν ἱρά 2.420; προσφιλῶς γέρα δ., of one dead, S.El.443; τὰ σφάγια δ. Ar.Lys.204, cf. Pi.P.5.86; τὸ χρησθέν, τὸν οἰωνὸν δέχομαι = accept the oracle, hail the oracle, hail the omen, Hdt.1.63, 9.91; δέχου τὸν ἄνδρα καὶ τὸν ὄρνιν Ar.Pl.63; δ. τὰ ἀγαθά IG22.410,al.; ἐδεξάμην τὸ ῥηθέν S.El.668: abs., δεχομένοις λέγεις θανεῖν σε A.Ag.1653, cf. X.An.1.8.17; accept, approve, τὸν λόγον, ξυμμαχίαν, Hdt.9.5, Th.1.37; τοὺς λόγους ib.95; διδόναι καὶ δέχεσθαι τὰ δίκαια ib.37, cf. h.Merc.312; δέχεσθαι ὅρκον, v. ὅρκος; accept a confession, and so forgive, ἀδικίαν LXX Ge.50.17. c simply, give ear to, hear, ὠσὶν ἠχήν E.Ba.1086; δ. ὀμφάν Id.Med.175 (lyr.); τὰ παραγγελλόμενα ὀξέως δ. Th.2.11,89. d take or regard as so and so, μηδὲ συμφορὰν δέχου τὸν ἄνδρα S.Aj.68; understand in a certain sense, ὅπῃ βούλει δέξασθαι ταύτῃ δέχου Pl.Ep.315c: c. inf., κῶλά με δέξαι νυνὶ λέγειν D.H.Comp.22, cf. Str.1.3.13, etc. e cap verses, σκόλια δ. Ar.V.1222. 3 take upon oneself, τὴν δαπάνην Plb.31.28.5: c. inf., undertake, SIG245.34. II of persons as the object, welcome, κόλπῳ Il.6.483; ἀγαθῷ νόῳ Hdt.1.60; ἐν μεγάροισι, ἐν δόμοισιν, Il.18.331, Od.17.110; δόμοις δέχομαι τινά S.OT818; στέγαις, πυρὶ δ. τινά, E.Or.47; δέχομαι χώρᾳ Id.Med.713; τῇ πόλει δέχομαι = to admit into the city, Th.4.103; ἀγορᾷ, ἄστει δ., Id.6.44; ἔσω ibid.; εἰς τὸ τεῖχος X.An.5.5.6; δέχομαι τινὰ ξύμμαχον = accept as an ally or admit as an ally, Th.1.43, etc.; accept as security, PGrenf.1.33.4, etc.: metaph. of places, τόποι τοὺς κατοικιζομένους ἵλεῳ δεχόμενοι Pl.Lg.747e; entertain, δείπνοις Anaxandr.41.2(anap.); δωρήμασιν S.OC4. 2 receive as an enemy, await the attack of, ἐπιόντα δ. δουρί Il.5.238, cf. 15.745; of a hunter waiting for game, 4.107; of a wild boar waiting for the hunters, 12.147; of troops, εἰς χεῖρας δ. X.An.4.3.31; τοὺς Λακεδαιμονίους δ. Hdt.3.54, cf. 8.28, Th.4.43; ἐπιόντας δ. Id.7.77; δ. τὴν πρώτην ἔφοδον Id.4.126; ἐδέξατο πόλις πόνον E.Supp.393. 3 expect, wait, c. acc. et fut. inf., ἀλλ' αἰεί τινα φῶτα… ἐδέγμην ἐνθάδ' ἐλεύσεσθαι Od.9.513, cf. 12.230; also δέγμενος Αἰακίδην, ὁπότε λήξειεν Il.9.191; δεδεγμένος εἰσόκεν ἔλθῃς 10.62.—In these two last senses, Hom. always uses fut. δεδέξομαι, pf. δέδεγμαι, and δεδεγμένος, cf. δεδεγμένος ὁππόθ' ἵκοιτο Theoc.25.228; δέγμενος is used in sense 3 only, exc. in h.Cer.29, Merc.477: inf. δειδέχθαι as imper., expect, c. gen., βορέω Arat.795, cf. 907, 928. III rarely with a thing as the subject, occupy, engage one, τίς ἀρχὰ δέξατο ναυτιλίας [αὐτούς]; Pi.P.4.70. 2 receive, hold, τὴν τροφήν Arist.HA531a23,al.; οἰκίαι ἱκαναὶ δέξασθαι ὑμᾶς SIG344.10. 3 admit of, ψεῦδος οὐδὲν δ. ἁ τῶ ἀριθμῶ φύσις Philol.11; τὸ μᾶλλον Arist.Top.146a3, cf.D.H.Isoc.2. 4 Geom., contain, circumscribe, γωνίας ἴσας Euc.3 Def.11; πεντάγωνον Papp.422.34. IV intr., succeed, come next, ὥς μοι δέχεται κακὸν ἐκ κακοῦ αἰεί Il.19.290; ἄλλος γ' ἐξ ἄλλου δέχεται χαλεπώτερος ἆθλος Hes.Th.800; ἄλλος ἐξ ἄλλου δ. Emp.115.12; of places, ἐκ τοῦ στεινοῦ τὸ Ἀρτεμίσιον δέκεται Hdt.7.176. (δέκομαι is prob. the original form, cf. Slav. desiti, dositi 'find'.)
Spanish (DGE)
• Alolema(s): eol., jón., dór. arcad., y délf. δέκομαι Sapph.1.22, Pi.O.2.63, Hdt.3.135, SEG 37.340.10 (Mantinea IV a.C.), CID 1.9A.23, 53 (IV a.C.), IGDS 211.12 (III a.C.)
• Morfología: jón. poét. pres. atem. 3a plu. δέχαται Il.12.147, imperat. 2a sg. δέκεο Hdt.6.69, δέκευ Pi.O.5.3, lesb. opt. 3a plu. δεκοίατο Alc.316, inf. δέκετθαι ICr.4.162.5, 7 (Gortina III a.C.); jón. poét. fut. δεδέξομαι Il.5.238, AP 5.9 (Rufin.), Aristid.Or.28.24, δεξοῦμαι IPE 4.79.29 (III a.C.), CID 1.10.11 (IV a.C.); aor. ind. atem. ἐδέγμην Od.9.513, 3a sg. δέκτο Il.15.88, ἔδεκτο Pi.O.2.49, Simon.126.2D., sigm. 3a sg. δέξατο Pi.P.4.70, imperat. 2a sg. δέξο Il.19.10, h.Merc.312, plu. δέχθε A.R.4.1554, inf. δέχθαι Il.1.23, E.Rh.525, part. δέχμενος Hsch., plu. δέγμενοι Il.18.524; part. δεδοκημένος v. s.u.
A tr., c. suj. de animados y ac. de cosa o abstr.
I c. matiz de voluntad respecto a lo posit.
1 recibir, aceptar
a) regalos, ofrendas, invitaciones, etc., frec. c. gen. del donante o c. giros prep. μήτ' ἄρ τις νῦν κτήματ' Ἀλεξάνδροιο δεχέσθω Il.7.400, τύνη δ' Ἡφαίστοιο πάρα κλυτὰ τεύχεα δέξο Il.19.10, τόδε ... ἐμεῦ πάρα Il.24.429, τὰ δῶρα διὰ τῶν ἐμῶν χειρῶν LXX Ge.33.10, (ξεινήιον) A.R.l.c.
•c. dat. Θέμιστι ... δέκτο δέπας a Temis le aceptó una copa, Il.15.88
•sin indicación del donante αἰ δὲ δῶρα μὴ δέκετ', ἀλλὰ δώσει y si no acepta regalos, aún los ofrecerá Sapph.1.22, πάντα τὰ διδόμενα ἐδέκετο Hdt.3.135, μηδὲ δῶρα δεξεῖσθαι μηδέποκα y no aceptar regalos nunca, CID 1.10.11 (IV a.C.), cf. IPE l.c.;
b) abstr. χάριτας δέχεσθαι aceptar favores Democr.B 92, τὸν ἐμὸν δ' ἔρωτ' Anacr.14.11, frec. de juramentos ὅρκους δοὺς καὶ δεξάμενος prestando y aceptando juramentos Hdt.6.23, cf. IG 13.54.18 (V a.C.), A.Eu.429, Ar.Ra.589, D.39.4, ψήφισμα IEphesos 2026.11 (III d.C.), de augurios, presagios, etc. δέκεσθαι τὸ χρησθέν aceptar el oráculo Hdt.1.63, δέκομαι τὸν οἰωνόν Hdt.9.91, cf. 7.178, δέχου ... τὸν ὄρνιν τοῦ θεοῦ Ar.Pl.63, δέχεσθαι τὸ ἀνάθημα Luc.Phal.2.2;
c) por parte de los dioses aceptar con agrado, acoger propicio ἱρά Il.2.420, cf. Orph.H.18.3, 84.7, θυσίαν A.Th.701, τὰ σφάγια Ar.Lys.204, λιτὰς S.Ant.1019, νιν ὁ ... υἱὸς βαθυζώνοιο Λατοῦς δέκτο B.11.17
•esp. en dedicatorias relig. c. dat. del oferente aceptar a παῖ Διός, Ἐκπhάντοι δέκσαι τόδ' ἀμενπhὲς ἄγαλμα hija de Zeus, acéptale a Ecfanto esta estatua irreprochable, CEG 418 (Melos VI a.C.?), en v. pas. οὐ δεχθήσεται ταῦτα (δῶρα) ὑμῖν esas (ofrendas) no os serán aceptadas LXX Le.22.25;
d) c. idea de intercambio aceptar, convenir en recibir a cambio ἄποινα Il.1.20, 23, h.Ven.140
•c. gen. de precio ἣ χρυσὸν φίλου ἀνδρὸς ἐδέξατο τιμήεντα la que aceptó oro a cambio de su esposo, Od.11.327.
2 de argumentos, teorías, cosas dichas, etc. aceptar, escuchar, estar de acuerdo τὸ ῥηθέν S.El.668, τὸν λόγον Hdt.9.5, cf. Hdt.6.69, Th.1.95, Epicur.Fr.[96] 6, LXX Iu.11.5, Plb.1.32.5, 43.4, pero εἰ ... μὴ δέχῃ λόγον si no entiendes mis palabras A.A.1060, ξυμμαχίαν ... δέξασθαι aceptar una alianza Th.1.37, διδόναι καὶ δέχεσθαι τὰ δίκαια ofrecer y aceptar estipulaciones justas Th.1.37, ὑπτίαις χερσὶ δέξαι τὰ λεγόμενα Eun.VS 467
•c. adv. tomar las cosas en cierto sentido, entender ὅπῃ βούλῃ δέξασθαι, ταύτῃ δέχου tómalo o entiéndelo como quieras Pl.Ep.315c, οὐ μέντοι σωματικῶς δεῖ δέχεσθαι τὰς ἐπεμβάσεις Vett.Val.433.5
•tb. c. παρά y gen. de pers. τοῦτο δέχεσθαι τὸ διδόμενον παρὰ σοῦ aceptar ese argumento que me has dado Pl.Grg.499c.
3 c. μᾶλλον ... ἢ ... o ἀντί y gen. aceptar una cosa antes que otra, preferir δέξαιο ἂν οὖν σὺ μᾶλλον τὸ κάκιον καὶ τὸ αἴσχιον ἀντὶ τοῦ ἧττον; Pl.Grg.475d
•tb. c. inf. οὐδεὶς ἀνθρώπων δέξαιτ' ἂν μᾶλλον ἀδικεῖν ἢ ἀδικεῖσθαι Pl.Grg.475e, ἐγὼ γοῦν δεξαίμην ἂν πάσας τὰς ἀσπίδας ἐρριφέναι ἢ τοιαύτην γνώμην ἔχειν περὶ τὸν πατέρα Lys.10.21, cf. Pl.Ap.41a, Phlb.63b, X.HG 5.1.14, And.Myst.5.
4 jur. y admin. admitir τὴν πρόκλησιν D.40.10, προκαλοῦμαί σε ταυτί· δέχομαι te dirijo este requerimiento.- Lo admito D.37.42, μηκέτι δεκέσθων ἀμμόνια que ya no admitan más recargos por demora, CID 1.9A.53, cf. 23 (IV a.C.), μηθένα τῶν ἐπὶ τῶν κριτηρίων ... δ. ἐγκλήματα κατὰ τῶν ὑποτεταγμένων τῇ διοικήσει que ningún presidente de tribunal admita a trámite quejas contra los agentes del fisco, COrd.Ptol.61.3 (II a.C.).
II respecto a algo que puede ser neg.
1 acatar, obedecer órdenes καὶ χαλεπόν περ ἐόντα δεχώμεθα μῦθον Ἀχαιοὶ Τηλεμάχου acatemos la orden de Telémaco, argivos, por dura que sea, Od.20.271, τὰ παραγγελλόμενα ὀξέως δεχόμενοι Th.2.11.
2 asumir gastos, castigos δός δὲ δίκην καὶ δέξο paga el castigo y asúmelo, h.Merc.312, τὴν ἐπιτίμησιν Aristid.Or.28.24, τὴν δαπάνην Plb.31.28.5.
3 perdonar injusticias δέξαι τὴν ἀδικίαν τῶν θεραπόντων τοῦ θεοῦ τοῦ πατρός σου perdona el crimen de los servidores del Dios de tu padre LXX Ge.50.17.
III sin matiz de voluntariedad
1 recibir
a) gener. σκῆπτρον πατρώϊον Il.2.186, γέρας Pi.O.2.49, cf. B.8.25, δέξατο Νέσσου πάρα δαιμόνιον τέρας B.16.35, ἀπονέστερον ἐσλοὶ δέκονται βίοτον los justos reciben una existencia sin pesares Pi.O.2.63, τὸν φόρον Th.1.96, παρακαταθήκην χρυσίου ἢ ἀργυρίου δεξάμενος habiendo recibido un depósito de oro o de plata Pl.R.442e, τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ 2Ep.Cor.6.1, τὴν γένεσιν Ocell.18, τὰς μεταβολάς Ocell.30, τὴν πληγήν PLips.40.3.2 (IV/V d.C.)
•c. παρά y gen. recibir de manos de δεξάμενοι γὰρ παρ' Ὀροφέρνους ... ἐν παραθήκῃ τετρακόσια τάλαντα Plb.33.6.2, cf. POxy.1158.7 (III d.C.);
b) c. doble ac. recibir en concepto de δέχεσθαι μισθὸν τῆς φυλακῆς τοσοῦτον ὅσον ... Pl.R.416e.
2 guardar, recoger ὀπὸν ἀργινεφῆ ... χαλκέοισι κάδοις δέχεται recoge el jugo blanquecino en recipientes de bronce S.Fr.534.3
•medic. y fisiol. admitir, recibir dicho de partes del cuerpo τὴν γὰρ γονὴν δέχονται μὲν αἱ μῆτραι Hp.Steril.213, cf. 229, τὸ σιτίον Hp.de Arte 10, cf. Vict.1.8, 2.66, τὸ κλύσμα Mnesith.Ath.51.3
•en zool. δέχεται τὴν τροφὴν καὶ τὸ ὑγρόν recibe el alimento y el líquido de las ascidias, Arist.HA 531a23, cf. PA 681a29.
3 percibir sonidos ὠσὶν ἠχὴν οὐ σαφῶς δεδεγμέναι E.Ba.1086, cf. Call.Dian.63, πῶς ἂν ... δέξαιτ' ὀμφάν E.Med.175.
4 recibir y seguir, recoger, continuar cantos convivales τούτοις ξυνὼν τὰ σκόλι' ὅπως δέξει en compañía de tales comensales, a ver cómo continuas los escolios Ar.V.1222.
B tr., c. suj. y ac. de animado
I en actitud favorable
1 recibir, acoger οὐδ' αὖτις ἐδέξατο νοστήσαντα y ya no lo volvió a recibir a su regreso, Il.18.238, cf. 331, Hes.Fr.257.5, τὸ δ' ... ἔθνος ... δέκονται θυσίαισιν ἄνδρες Pi.P.5.86, cf. O.5.3, A.A.517, 521, 601, νεῶν κατάσκοπον δέχθαι Δόλωνα recibir a Dolón, espía de naves E.Rh.525, δέχεσθε τὰν θεόν, ὦ κῶραι Call.Lau.Pall.137, cf. Del.154, 223, μητέρας ... δέχονται Opp.H.4.327, ἄνθρωπον προδιαβεβλημένον οὐ δέχεται ἡ ψυχή el alma no acoge favorablemente a un hombre considerado sospechoso Arist.Rh.1418b15, en v. pas. δεχθεὶς ὑπὸ τοῦ τῶν Ἰουδαίων πλήθους recibido por la multitud judía I.AI 18.123, Ἀγρίππας δὲ φιλίᾳ δεχθεὶς ὑπὸ τῆς Ἀντωνίας I.AI 18.166, δείπνοις δεξόμεθ' ὑμᾶς Anaxandr.42.2
•a niños, esp. coger en brazos ἣ κεῖνον δύστηνον ... τρέφεν ... δεξαμένη χείρεσσ' Od.19.355, εἴθ' ὁ Βακχεῖος θεὸς ... εὕρημα δέξατ' ἔκ του Νυμφᾶν S.OT 1106, ἐδέξατο αὐτὸ (τὸ παιδίον) εἰς τὰς ἀγκάλας Eu.Luc.2.28.
2 acompañado de dat. loc. u otras precisiones circunstanciales acoger, admitir, dar entrada en δεξάμενος δέ με κεῖνος ἐν ... δόμοισιν Od.17.110, τινα δόμοις δέχεσθαι S.OT 818, τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν ... σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν ...; ¿quién acogerá al errabundo Edipo con míseros dones? en su casa, S.OC 4, δεξάμενοι αὐτὸν τῇ πόλει Th.4.103, cf. 6.44, οὐδ' εἰς τὸ τεῖχος τοὺς ἀσθενοῦντας ἐδέχοντο X.An.5.5.6, συκοφάντην εἰς ἀρχὴν ἐδέξα<ν>το Epicur.Fr.[59] 8, ὅταν ... δέξωνταί με εἰς τοὺς οἴκους αὑτῶν Eu.Luc.16.4, τὸν ἀδελφόν μου σύν συ δέξε (sic) acoge a mi hermano en tu casa como mensajero BGU 276.20 (II/III d.C.)
•tb. en sent. erót., de una mujer aceptar, recibir a un hombre πρὸς ἔργον ἀφροδίσιον ἐλθόντ' ἑταῖρον ὁντινῶν ἐδέξατο acepta a cualquier hombre que venga en busca del acto de Afrodita Semon.8.49, μελέεσσιν ἐδέξατο ... ἀκοίτην Nonn.D.38.135.
3 c. doble ac. admitir, aceptar en calidad de Κερκυραίους ... μήτε ξυμμάχους δέχεσθε Th.1.43, δέξαι δὲ χώρᾳ καὶ δόμοις ἐφέστιον admíteme en el país y en palacio como huésped E.Med.713, δέξασθαί με διάδοχον αὐτοῦ εἰς ἕνα ἐνιαυτόν POxy.125.8 (VI d.C.)
•tomar por, considerar como μηδὲ συμφορὰν δέχου τὸν ἄνδρ' y no consideres al hombre como una desgracia, e.e. no te cohiba su presencia S.Ai.68, κἂν ὡς ἄφρονα δέξασθέ με aunque me toméis por insensato 2Ep.Cor.11.16.
II en actitud hostil, tb. de anim. recibir a pie firme, hacer frente a τόνδε δ' ἐγὼν ἐπιόντα δεδέξομαι a éste cuando ataque seré yo quien lo reciba a pie firme, Il.5.238, ἀγροτέροισι σύεσσιν ἐοικότε, τώ τ' ... ἀνδρῶν ἠδὲ κυνῶν δέχαται κολοσυρτὸν ἰόντα parecidos los dos a jabalíes hacen frente a la tumultuosa embestida de hombres y de perros, Il.12.147, οὐτ' ἂν ἐπιόντας δέξαιτο ῥᾳδίως Th.7.77, δεξάμενοι δὲ τοὺς Λακεδαιμονίους Hdt.3.54
•aguantar, resistir la embestida, recibir τὴν πρώτην ἔφοδον Th.4.126
•abs. οἱ δὲ οὐκ ἐδέξαντο X.An.4.3.31
•εἰς χεῖρας δέχεσθαι trabar combate cuerpo a cuerpo ἦσαν ὡπλισμένοι ... πρὸς ... τὸ εἰς χεῖρας δέχεσθαι οὐχ ἱκανῶς X.An.4.3.31
•de un animal domesticado aguantar, admitir χείλεσι δέκτο χαλινά Opp.C.2.538.
C c. suj. de animado y or. complet.
1 de inf. consentir, aceptar un encargo, comprometerse a εἴρετο ... ἐπὶ τίνι χρήματι δεξαίατ' ἂν τελευτῶντας τοὺς πατέρας κατακαίειν πυρί preguntó por qué suma consentirían en quemar en una hoguera a sus padres a la muerte de éstos Hdt.3.38, ἐδέξατο κέραμον παρίσχειν κορινθοειδῆ CID 2.56.1.35, cf. 45 (IV a.C.), c. el inf. impl. δεξαμένου τοῦ Κύρου οἱ βουλεύοντες ... αἱροῦνται αὐτὸν ἄρχοντα tras haber aceptado Ciro, los miembros de la asamblea lo nombran jefe X.Cyr.1.5.5, cf. Antipho 1.12, Eun.VS 496.
2 esperar a que c. inf. fut. τινα φῶτα μέγαν καὶ καλὸν ἐδέγμην ἐνθάδ' ἐλεύσεσθαι yo esperaba a que viniera aquí un hombre corpulento y hermoso, Od.9.513
•c. ac. prolép. y or. interr. indir. δέγμενος Αἰακίδην, ὁπότε λήξειεν ἀείδων esperando a que el Eácida dejase de cantar, Il.9.191, δεδεγμένος εἰς ὅ κεν ἔλθῃς esperando a que llegues, Il.10.62, δέγμενοι ὁππότε μῆλα ἰδοίατο Il.18.524, δεδεγμένος ὁππόθ' ἵκοιτο Theoc.25.228
•abs. en part. perf. dicho del cazador presto, al acecho δεδεγμένος ἐν προδοκῇσι βεβλήκει πρὸς στῆθος tras acecharla en emboscada la ha herido en el pecho a una cabra montés Il.4.107.
D tr. c. suj. de valor local
1 guardar, recoger, albergar
a) esp. dicho de la tierra o la tumba πάσας δέξατο Γαῖα todas las (gotas de la sangre de Urano) recogió la tierra Hes.Th.184, como euf. por el enterramiento ἰὼ γᾶ γᾶ, εἴθε μ' ἐδέξω ¡ay tierra, tierra, ojalá me hubieras recibido, e.e., ojalá hubiera muerto! A.A.1537, cf. Triph.661, en epitafios αὔριον ἀλλὰ πάτρη με δεδέξεται AP 5.9 (Rufin.), οὗτος Ἀνακρείοντα ... τύμβος ἔδεκτο Τέω Simon.FGE 967, cf. Galeom.5;
b) otros subst. loc. y geog. Θήβα δέκτ[ο νιν Tebas lo acogió B.10.31, cf. 17.85, A.Pr.860, Tim.15.109, Nonn.D.46.262, ἐπιτηδέη δέξασθαι ὅμιλον τοῦ Παρνησσοῦ ἡ κορυφή Hdt.8.32, cf. Pl.Lg.747e, ἐὰν ... ἱκαναὶ ὦσιν (οἰκίαι) ... δέξασθαι ... ὑμᾶς Welles, RC 3.10 (Teos IV a.C.), τὴν δὲ μίαν ... πάγος ... ἔδεκτο Call.Dian.109, de un río ἀμφοτέρους ἐόντας μεγάλους ὁ Ἴστρος δέκεται ref. a los afluentes, Hdt.4.49, σε δεχέσθω ... ἐμὸν λέχος Nonn.D.16.133.
2 recibir, contener de recipientes τὸν μὲν ... ἐδέξατ' ... λέβης a él lo contuvo una caldera A.Fr.1, οὐσίαν ... οἴνου ... κεραμικὰ ἀγγεῖα δεξάμενα Vett.Val.211.3, cf. dud. Alc.316, de unas cisternas ἵνα δεκόμεναι τὸ ὕδωρ σῴζωσι Hdt.3.9, cf. D.55.19, de la barca de Caronte μόλις γὰρ ἂν καὶ οὕτως δέξαιτο ὑμᾶς τὸ πορθμεῖον Luc.DMort.20.1
•de puertos contener, tener cabida para (λιμὴν) δεξάμενός σευ τοῦτο τὸ ναυτικόν Hdt.7.49, ἐμ] βάντες εἰς τοσαύτας ὅσας (ναῦς) ἤμελλεν ὁ ... λιμὴν δέξασθαι Wilcken Chr.1.2.19 (III a.C.).
3 geom. contener, circunscribir ὅμοια τμήματα κύκλων ἐστὶ τὰ δεχόμενα γωνίας ἴσας Euc.3Def.11, κύκλος ... ὁ δεχόμενος τὸ πεντάγωνον Papp.422.
E c. suj. de actividad o abstr.
1 presentarse, acontecer τίς γὰρ ἀρχὰ δέξατο (αὐτούς) ναυτιλίας; ¿cómo se (les) presentó la navegación en su comienzo? Pi.P.4.70.
2 ret. requerir αἰτίαν γὰρ καὶ ἀπόδειξιν μάλιστα δέχεται τὸ γεγονὸς διὰ τὸ ἀσαφές pues el suceso, por ser oscuro, sobre todo requiere causa y demostración Arist.Rh.1368a32.
F intr., c. suj. de cosa y ἐκ c. gen. continuarse, suceder ὥς μοι δέχεται κακὸν ἐκ κακοῦ αἰεί ¡cómo desgracia sobre desgracia me sucede sin cesar!, Il.19.290, ἄλλος δ' ἐξ ἄλλου δέχεται χαλεπώτερος ἄεθλος una prueba más difícil sucede a otra Hes.Th.800, cf. Emp.B 115.12, ἐκ δὲ τοῦ στεινοῦ τῆς Εὐβοίης ἤδη τὸ Ἀρτεμίσιον δέκεται desde el estrecho, ya en Eubea, se extiende el Artemisio Hdt.7.176. • DMic.: de-ka-sa-to.
• Etimología: De *dek- ‘adecuarse’, ‘adaptarse’, que da lugar a δοκέω q.u., lat. decet ‘convenir’, ai. dāṣṭi ‘honrar’, het. takkeš-. La forma c. χ prob. procede de formas ambiguas con -γμ-.
German (Pape)
[Seite 554] annehmen, aufnehmen, erwarten; Depon. Med., δέχομαι, δέξομαι, ἐδεξάμην, δέδεγμαι, aorist. passiv. ἐδέχθην in passiver Bedeutung; das praes. heißt Ionisch, Aeolisch und Dorisch δέκομαι, Ahrens Dial. Dor. p. 82; dies δέκομαι ist für die ältere Form zu halten, Wurzel Δεκ –, obgleich es sich bei Homer nicht findet, welcher die jüngere Präsens-Form, das Attische δέχομαι, mehrmals gebraucht; außerdem finden sich bei Homer Formen vom futur. δέξομαι und vom aorist. ἐδεξάμην und einige Formen, welche verschieden beurtheilt werden können: δεδέξομαι, Iliad. 5, 238, der Form nach futur. exact., der Bdtg nach futur. exact. oder einfaches futur.; δέχαται, Iliad. 12, 147, der Form nach wohl sicher perfect., ohne Reduplication, der Bdtg nach perfect. oder praes.; ἐδέγμην, Odyss. 9, 513; δέκτο, Iliad. 15, 88; imperativ. δέξο, Iliad. 19, 10; imperativ. δέδεξο, Iliad. 20, 377; infinit. δέχθαι, Iliad. 1, 23; particip. δέγμενος, Odyss. 20, 385; δέγμενοι Iliad. 18, 524; δεδεγμένος, Iliad. 4, 107; δεδεγμένα. Iliad. 23, 273. Wenn anders durch δέχαται feststeht, daß Homer ein nichtreduplicirtes perfect. von δέχομαι kennt, so können offenbar die Formen ἐδέγμην, δέκτο, δέξο, δέδεξο, δέχθαι, δέγμενος, δέγμενοι, δεδεγμένος, δεδεγμένα eben so wohl perfect. und plusquamperfect. wie syncopirte Aoriste sein; in δέδεξο und δεδεγμένος, δεδεγμένα shucopirte Aoriste zu sehn verhindert die Reduplication so wenig wie der Accent, welchen letzteren in δεδέξο und δεδέγμενος, δεδέγμενα zu ändern beliebig scelsteht, wie man auch δεγμένος, δεγμένοι statt δέγμενος, δέγμενοι betonen darf, Von der syntactischen Tempusbdtg aus dem Zusammenhange der einzelnen Stellen Entscheidungsgründe in dieser Sache hernehmen zu wollen ist um so unthunlicher, als die Enallage der Temrora bei Homer ein so sehr weites Gebiet hat; man denke nur z. B. an βεβήκει und βεβλήκει. Deshalb ist auch Buttmanns Ansicht für verfehlt zu halten, welcher Ausf. Gr. Ausg. 2 Bd 2 § 114 S. 148 die fraglichen Formen in zwei Gruppen vertheilt, aorist. syncop. ἐδέγμην »ich nahm an« und perfect. mit Präsens-Bedtg δέδεγμαι oder δέγμαι »ich erwarte« nebst plusquamperf. ἐδέγμην mit Imperfect-Bdtg. Wie mißlich es um diese zu scharfe Unterscheidung steht, zeigt schon z. B. die Stelle Iliad. 22, 340 ἀλλὰ σὺ μὲν χαλκόν τε ἅλις χρυσόν τε δέδεξο, wo Buttmann die einfache und natürliche Erklärung »nimm an« vetwerfen muß, um einen seiner Theorie entsprechenden Sinn »erwarte«, »sei gewärtig«, »sei bereit anzunehmen«, in die Worte des Dichters hineinzukünsteln. Auch Iliad. 11, 124 ist χρυσὸν Ἀλεξάνδροιο δεδεγμένος sicherlich nicht = »erwartend«, sondern = »empfangen habend«. Seiner Bedeutung wegen hat man auch das vereinzelte δεδοκημένος Iliad. 15, 730 hierhergezogen, welches der Form nach zu δοκέω gehört. ἔνθ' ἄρ' ὅ γ' ἑστήκει δεδοκημένος, ἔγχεϊ δ' αίεὶ Τρῶας ἄμυνε νεῶν, den Angriff erwartend stand er da; Apoll. Lex. Homer. p. 57, 17 δεδοκημένος· ἐκδεχόμενος, ἐπιτηρῶν; vgl. δοκεύω. Die Formen δειδέχαται. δειδέχατο, δείδεκτο s. s. v. δείκνυμι. Vgl. noch die Homerischen composita ἀναδέχομαι, ἀποδέχομαι, ἐκδέχομαι, παραδὲχομαι, προσδέχομαι, ὑποδέχομαι. Die Dichter nach Homer gebrauchen zum Theil die mehrdeutigen Homerischen Formen von δέχομαι und außerdem noch einige ähnliche; z. B. Hom. hymn. Apoll. 538 δέδεχθε, Hesiod. Scut. 214 δεδοκημένος, Pind. Pyth. 8, 19 ἔδεκτο, Erinna Anth. P. 6, 352 (Bergh. P. L. G. ed. 2 frgm. 4 p. 703) δέξο; Eurip. Rhes. 525 δέχθαι; Theocrit. 7, 78 ἔδεκτο. Bei Aeschyl. und Sophocl. nur Formen vom regelmäß. Attischen a verbo δέχομαι, δέξομαι, ἐδεξάμην, δέδεγμαι. Die Bedeutung von δέχομαι ist ursprünglich rein sinnlich; so z. B. Ham. Iliad. 1, 596 παιδὸς ἐδέξατο χειρὶ κύπελλον, Odyss. 5, 462 Ἰνὼ δέξατο χερσὶ φίλῃσιν. Von λαμβάνειν unterscheidet Ammon. Voc. diff.. δέχεσθαι so: Λᾳβεῖν καὶ δέξασθαι διαφέρει· λαβεῖν μὲν γάρ ἐστι τὸ κείμενόν τι ἀνελέσθαι, δέξασθαι δὲ τὸ διδόμενον ἐκ χειρός. Daß die Hand allerdings ursprünglich bei δέχεσθαι eine Haupteolle spielte, δέχεσθαι = mit der Hand annehmen, fassen, zeigt schon die Verwandtschaft mit δεξιός und δέκα, welche man vgl. Δέχεσθαι und λαμβάνειν verbunden Demosth. 19, 139 οὐκ ἐδέξαντο οὐδ' ἔλαβον ταῦτα οἱ τῶν Θεβαίων πρέσβεις, nämlich χρήματα ἃ ἐκεῖνος ἐβούλετο δοῦναι; Xenoph. Cyr. 1, 4, 26 τοὺς λαβόντας καὶ δεξαμένους τὰ δῶρα. Im Einzelnen heißt δέχομαι; – 1) das Gegebene annehmen, δεκόμεθα τὰ διδοῖς Her. 8, 137; ἀρχὴν διδομένην Thuc. 1, 76; τοῦτο δέχεσθαι τὸ διδόμενον παρὰ σοῦ Plat. Gorg. 499 c. So schon Hom. Iliad. 5, 227 μάστιγα καὶ ἡνία δέξαι, 6, 46 δέξαι ἄποινα; παρακαταθήκην Plat. Rep. IV, 442 e; τὶ ἐν παρακαταθήκῃ Pol. 33, 12; μισθὸν τῆς φυλακῆς Plat. Rep. III, 416 e; φόρον Thuc. 1, 96; χάριν, ὅρκον u. ä. Oft verbunden διδόναι καὶ δέχεσθαι, z. B. δίκην H. h. Merc. 312; δίκαια Thuc. 1, 37; vgl. 5, 59; πίστεις Plat. Phaedr. 256 d. – Gew. παρά τινός τι, Il. 19, 10; Soph. Ai. 646; Her. 3, 39; μνήμῃ παρὰ τῶν πρότερον δεδεγμένος Thuc. 1, 9 u. Folgde; auch ἔκ τινος, z. B. τὸ διδόμενον ἐξ ἐκείνου Her. 8, 114; Soph. O. R. 1107; λόγον ἔκ τινος Eur. Mad. 924; mit dem bloßen gen., κύπελλον ἐδέξατο ἧς ἀλόχοιο Il. 24, 305; vgl. 14, 203 δεξάμενοι Ῥείας; zweideutig Iliad. 11, 124 χρυσὸν Ἀλεξάνδροιο δεδεγμένος, »Gold des A. empfangen habend« oder »vom A. Gold empfangen habend«; δέχου δὲ χειρὸς τῆς ἐμῆς βέλη τάδε Soph. Phil. 1271; vgl. Eur. Hipp. 89; aber χρυσὸν ἀνδρὸς ἐδέξατο τιμήεντα, Od. 11, 327, heißt: sie nahm Gold für ihren Mann. Auch c. dat., Einem etwas abnehmen, Θέμιστι δέκτο δέπας Il. 15, 88, vgl. Scholl. Aristonic.; Iliad. 2, 186 δέξατό οἱ σκῆπτρον, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι ἀρχαϊκώτερον δέξατο αὐτῷ τὸ σκῆπτρον ἀντὶ τοῦ παρ' αὐτοῦ; vgl. Porson zu Eur. Hec. 533. – 2) gastlich aufnehmen, bewirthen; oft absol.; Iliad. 18, 331 οὐδ' ἐμὲ νοστήσαντα δέξεται ἐν μεγάροισι γέρων Πηλεὺς οὐδὲ Θέτις μήτηρ, also den heimkehrenden Sohn vom Hause; Odyss. 19, 316 ξείνους αἰδοίους ἀποπεμπέμεν ἠδὲ δέχεσθαι; Iliad. 6, 483 ἡ δ' ἄρα μιν κηώδεϊ δέξατο κόλπῳ, Andromache den Astyanar; χώρᾳ Eur. Med. 713; δόμοις Soph. O. R. 818 u. öfter; auch von der Erde, dem Hades, der die Todten aufnimmt, Tr. 1075; πόλει Thuc. 4, 103; – εἰς στέγος Soph. El. 1156; εἰς τὴν πόλιν Thuc. 3, 28; εἴσω 6, 44; dah. übertr., εἰς τὸ σῶμα πιόντα καὶ φαγόντα Plat. Prot. 314 a. – Auch mit folgenden Bestimmungen: ἀγαθῷ νόῳ, Her. 1, 60; δωρήμασιν, Soph. O. C. 4; φίλως τινά, Tr. 625; λαμπροῖς δείπνοις δεξόμεθ' ὑμᾶς, Anaxand. Ath. IV, 131 (v. 2); φιλοφρόνως, ἵλεῳ, Plat. Legg. V, 747 e VI, 771 a. Aehnl. ἱκέτην, Soph. O. C. 44; Xen. Cyr. 4, 6, 2. – Bei Men. fr. inc. 230 auch von der Frau, empfangen, ἐδεξάμην, ἔτικτον. – 3) gnädig aufnehmen, annehmen; von Menschen, Iliad. 23, 647 τοῦτο ἐγὼ πρόφρων δέχομαι; von den Göttern, ἱρά, Il. 2, 420; σφάγια – εὐμενής Ar. Lys. 204; dgb. λιτὰς οὐ δέχεσθαι, nicht annehmen, verwerfen, Soph. Ant. 1007. So auch, wie δέχει δὲ τοῦτον τὸν νῦν διδόμενον λόγον Plat. Phil. 11 c gesagt wird, eine Rede gut aufnehmen, annehmen; Od. 20, 271 καὶ χαλεπόν περ ἐόντα δεχώμεθα μῦθον, laßt uns die Rede hinnehmen, obgleich sie hart ist; oft τοὺς λόγους, Aesch. Ag. 1090; Her. 9, 5; Thuc. 1, 95 u. öfter, die Rede billigen, wie Pol. 1, 45 ἐπαινέσαι καὶ δέξασθαι τὴν προθυμίαν vrbdt; auch allgem., vernehmen, ὠσὶν ἠχήν, Eur. Bacch. 1086; φήμην, μύθων ὀμφάν, I. T. 1 496 Med. 175; annehmen, τὰ συμφέροντα τῶν λόγων, σύμβουλον, Soph. Phil. 131. 1305; νόμον, Plat. oft; τεκμήρια, Menex. 238 a; τὰ παραγγελλόμενα, Thuc. 2, 11, vgl. 4, 122; u. τὰς ἀκοὰς ἀβασανίστως δ. 1, 20. Dah. οἰωνόν, eine Vorbedeutung annehmen, Her. 9, 91; ebenso τὸ ῥηθέν, Soph. El. 658; Her. 1, 63; u. ohne Zusatz, Xen. An. 1, 8, 17; vgl. χαίρετον ἄμφω – δεχόμεθα Ar. Av. 645, u. Eupol. Dem. fr. 19; – auch =verstehen, deuten, bes. Schol. Übertr., μηδὲ συμφορὰν δέχου τὸν ἄνδρα Soph. Ai. 68, glaube nicht, daß dir dieser Mann zum Unglück sein wird. – Aehnl. κῆρα Il. 18, 115, erdulden, sich gefallen lassen; δαπάνην, über sich nehmen, Pol. 32, 14; vgl. Paus. 3, 17, 9. – 4) im feindlichen Sinne, JemandemStand halten, den Kampf mit ihm aufnehmen, τόνδε ἐπιόντα δ δέξομαι δουρί Il. 5, 238; so πολε μίους, oft Histor., von Her. 3, 54 an; τὴν ἔφοδον Thuc. 4, 126; übertr., τὴν πρώτην ἔφοδον τοῦ λόγου Plat. Phaed. 95 b; auch δέχεσθαι εἰς χεῖρας, Xen. An. 4, 3, 31. – 5) mit 4) hängt eng zusammen die Bdtg erwarten, welche besonders den oben aufgeführten mehrdeutigen Homerischen Formen angehört; wenn von einem feindlichen Erwarten die Rede ist, lassen sich 4) und 5) meist gar nicht unterscheiden; interessantist z. B. Theocrit. 25, 228 αὐτὰρ ἐγὼ θάμνοισιν ἄφαρ σκιεροῖσιν ἐκρύφθην ἐν ῥίῳ ὑλήεντι δεδεγμένος ὁππόθ' ἵκοιτο, καὶ βάλον ἆσσον ἰόντος ἀριστερὸν εἰς κενεῶνα τηϋσίως: hier ist von feindlichem Erwarten die Rede, aber durch das ὁππόθ' ἵκοιτο ist doch deutlich, daß δεδεγμένος nicht das Aufnehmen des Kampfes bezeichnet, sondern nur das Warten vorher; Iliad. 4, 107 αἰγὸς ἀγρίου, ὅν ῥά ποτ' αὐτὸς ὑπὸ στέρνοιο τυχήσας πέτρης ἐκβαίνοντα, δεδεγμένος ἐν προδοκῇσιν, βεβλήκει πρὸς στῆθος; Iliad. 15, 745. 12, 147; – Odyss. 9, 513 αἰεί τινα φῶτα μέγαν καὶ καλὸν ἐδέγμην ἐνθάδ' ἐλεύσεσθαι; Odyss. 12, 230; Iliad. 2, 794 δέγμενος ὁππότε ναῦφιν ἀφορμηθεῖεν Ἀχαιοί; 18, 524 δέγμενοι ὁππότε μῆλα ἰδοίατο καὶ βοῦς; 9, 191 δέγμενος Αἰακίδην, ὁπότε λήξειεν ἀείδων; 10, 62 δεδεγμένος εἰς ὅ κεν ἔλθῃς; von Sachen, Iliad. 23, 273 ἱππῆαστάδ'ἄεθλα δεδεγμένα κεῖτ' ἐν ἀγῶνι, Apollon. Lex. Homer. p. 57, 12 δεδεγμένα· προσδεχόμενα. Das praes. hat diese Bdtg Eurip. Orest. 1217 παρθένου δέχου πόδα, erwarte die Ankunft der Jungfrau. – 6) Ausder Bdtg 3) folgt, gew. mit dem Zusatz μᾶλλον, die Bdtg lieberwollen; δέχεσθαί τι ἀντί τινος, eins dem andern vorziehen, z. B. μᾶλλον ἢ τὸ Δαρείου χρυσίον κτήσασθαι δεξαίμην πολὺ πρότερον ἑταῖρον Plat. Lys. 211 e; vgl. Gorg. 475 d: Xen. Hell. 5, 1, 14. Auch μῶν οὐκ ἂν δέξαισθε οἰκεῖν μετὰ φρονήσεως ἁπάσης ἢ χωρὶς τοῦ φρονεῖν Plat. Phil. 63 b. – 7) intrans., ὥς μοι δέχεται κακὸν ἐκ κακοῦ αἰεί, es folgt ein Uebel auf das andere, Il. 19, 290; ἄλλος δ' ἐξ ἄλλου δέχεται χαλεπώτερος ἆθλος Hes. Th. 800; ἐκ δὲ τοῦ στεινοῦ τὸ Ἀρτεμίσιον δέκεται αἰγιαλός Her. 7, 176.
French (Bailly abrégé)
impf. ἔδεχόμην, f. δέξομαι, ao. ἐδεξάμην, pf. δέδεγμαι, pqp. ἐδεδέγμην;
A. tr. I. recevoir :
1 recevoir en présent, par échange ou par succession : τί τινος, qch de qqn ; ou τι ἔκ τινος, παρά τινός τι ; rar. avec le dat. de la pers. de qui l'on reçoit : δέξατό οἱ σκῆπτρον πατρώϊον IL il reçut de lui le sceptre paternel ; avec un gén. d'échange : χρυσὸν ἀνδρός OD recevoir de l'or pour le prix de la vie d'un homme;
2 accepter une chose offerte : οὐκ ἐδέξαντο οὐδ’ ἔλαβον ταῦτα DÉM ils n’acceptèrent ni ne prirent (ce qu’il voulait leur donner) ; δεκόμεθα (ion.) τὰ διδοῖς HDT nous acceptons ce que tu donnes;
II. recevoir favorablement, d'où
1 accueillir : τινα ἐν δόμοισιν OD, δόμοις SOPH qqn dans sa maison ; κόλπῳ IL serrer sur son sein ; εἰς τὴν πόλιν THC, τῇ πόλει THC admettre dans la cité ; en parl. de présages, d'oracles δ. τὸ χρησθέν, τὸν οἰωνόν HDT accepter l'oracle, l'augure;
2 accepter avec empressement : τὰς ἀκοὰς ἀβασανίστως δ. THC accueillir des traditions sans les contrôler ; δ. ὀμφάν EUR accueillir un bruit ; approuver : λόγον, un discours, d'où écouter avec déférence, obéir à : τὰ παραγγελλόμενα THC obéir aux ordres;
III. accepter avec résignation, accepter, se résigner à : κῆρα IL à la mort ; μῦθον χαλεπόν OD supporter une parole pénible;
IV. recevoir dans son esprit ; comprendre, juger : μηδὲ συμφορὰν δέχου τὸν ἄνδρα SOPH ne tiens pas litt. ne prends pas pour un malheur la présence de cet homme ; μᾶλλον δ. avec l'inf. préférer faire ; sans μᾶλλον οὐδεὶς ἂν δέξαιτο φεύγειν THC personne n’aurait préféré fuir;
V. 1 recevoir de pied ferme : ἐπιόντα δουρὶ δ. IL recevoir avec sa lance le choc d'un ennemi ; ἐπιόντας THC recevoir le choc de l'ennemi ; δ. ἔγχει IL recevoir l'ennemi avec sa lance ; τοὺς πολεμίους HDT recevoir l'ennemi de pied ferme ; εἰς χεῖρας δ. XÉN recevoir l'ennemi et en venir aux mains;
2 p. ext. attendre en gén. : δ. τινα ἐλεύσεσθαι OD attendre qqn venir ; δ. εἰσόκεν ἔλθῃς IL, ὁππότε ἀφορμηθεῖεν IL attendre que tu sois revenu, qu’ils aient débarqué;
B. intr. ou Pass. être reçu l'un à la suite de l'autre, succéder : ὥς μοι δέχεται κακὸν ἐκ κακοῦ αἰεί IL comme les malheurs ne cessent, pour moi de succéder aux malheurs ! ἐκ τοῦ στεινοῦ τὸ Ἀρτεμίσιον δέκεται HDT au détroit succède Artémision.
Étymologie: R. Δεκ, prendre.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δέχομαι Ion. Aeol. praes. δέκομαι, ep. 3 plur. δέχαται, Aeol. imperf. ἐδεκόμην; aor. ἐδεξάμην, poët. δεξάμην, ep. stamaor. 3 sing. ἔδεκτο en δέκτο, imperat. δέξο, plur. δέχθε, inf. δέχθαι, ptc. δέγμενος; perf. 3 plur. (ἀπο)δεδέχαται, imperat. δέδεξο, plur. δέδεχθε, inf. δεδέχθαι, ptc. δεδεγμένος; plqperf. ἐδεδέγμην; fut. δεχθήσομαι; ep. fut. perf. δεδέξομαι krijgen, ontvangen:. δέξατο... σκῆπτρον πατρὼιον hij had de scepter van zijn voorvaderen gekregen Il. 2.186; δέχοντο τὸν φόρον zij ontvingen de belasting Thuc. 1.96.2; τὴν χάριν τοῦ θεου δ. de genade van God ontvangen NT Cor. 2.6.1. aanvaarden, accepteren:; μήτ’ ἄρ τις νῦν κτήματ’ Ἀλεξάνδροιο δεχέσθω laat niemand dan nu schatten van Paris accepteren Il. 7.400; χρυσὸν φίλου ἀνδρὸς ἐδέξατο zij accepteerde goud als prijs voor haar eigen man Od. 11.327; δέκομαι τὸν οἰωνόν ik accepteer het voorteken Hdt. 9.91.2; ὅρκους δοὺς καὶ δεξάμενος beloften gevend en aanvaardend Hdt. 6.23.4; met dubb. acc. accepteren als:. Κερκυραίους τούσδε μήτε ξυμμάχους δέχεσθε accepteer deze Cercyraeërs niet als bondgenoten Thuc. 1.43.3. accepteren, instemmen met:; εἰ... μὴ δέχῃ λόγον als je mijn woorden niet accepteert Aeschl. Ag. 1060; τὰ παραγγελλόμενα ὀξέως δεχόμενοι de bevelen nauwgezet opvolgend Thuc. 2.11.9; met μᾶλλον: verkiezen boven:; μᾶλλον ἢ τὸ Δαρείου χρυσίον κτήσασθαι δεξαίμην πολὺ πρότερον ἑταῖρον ik zou veel eerder een vriend verkiezen boven het bezit van het goud van Darius Plat. Lys. 211e; met inf.: οὐδεὶς ἂν δέξαιτο... τὴν αὐτοῦ φεύγειν niemand zou ermee instemmen zijn eigen land prijs te geven Thuc. 1.143.2. ontvangen, opnemen, onthalen:. ἐμέ... δέξεται ἐν μεγάροισι hij zal mij in zijn paleis ontvangen Il. 18.331; δέξαι μ’ ἐς τὸ σὸν τόδε στέγος neem mij op in uw huis hier Soph. El. 1165; δ. ἀγαθῷ νόῳ welgezind opnemen Hdt. 1.60.5; σφ’ ἐδεξάμην φίλως ik ontving haar vriendelijk Soph. Tr. 628. wachten, afwachten:; δεδεγμένος εἰς ὅ κεν ἔλθῃς wachtend totdat je komt Il. 10.62; met inf.: αἰεί τινα φῶτα... ἐδέγμην ἐνθαδ’ ἐλεύσεσθαι ik verwachtte steeds dat een man hier zou komen Od. 9.513. opwachten, opvangen:. τόνδε δ’ ἐγών ἐπιόντα δεδέξομαι δουρί ik zal hem als hij komt opwachten met mijn speer Il. 5.238; ὑμᾶς... οὔτ’ ἂν ἐπιόντας δέξαιτο ῥᾳδίως (geen enkele stad) zou jullie aanval gemakkelijk kunnen weerstaan Thuc. 7.77.4. intrans. volgen op, met ἐκ + gen.: ὥς μοι δέχεται κακὸν ἐκ κακοῦ αἰεί zo volgt voor mij steeds kwaad op kwaad Il. 19.290; ἐκ δὲ τοῦ στεινοῦ... ἤδη τὸ Ἀρτεμίσιον δέκεται op die zeeëngte volgt meteen Artemisium Hdt. 7.176.1.
Russian (Dvoretsky)
δέχομαι: ион. δέκομαι (fut. δέξομαι, pf. δέδεγμαι)
1) принимать, получать (τί τινος Hom., τι ἔκ τινος Soph. и τι παρά τινος Hom., Her., редко τί τινι Hom.): δέξασθαι χρυσόν τινος Hom. получить золото от кого-л., тж. предать кого-л. за золото; δ. παρακαταθήκην τινός Plat. и ἐν παρακαταθήκῃ τι Polyb. принимать что-л. в заклад;
2) принимать внутрь, поглощать (τροφήν Arst.);
3) впитывать (ἡ γῆ δέχεται ὕδωρ Arst.);
4) (вос)принимать, усваивать (γλυκύτητα Arst.): μὴ δ. τὴν πρὸς τὸ εἰκὸς μίξιν Plut. быть совершенно неправдоподобным;
5) оказывать (радушный) прием, давать приют, принимать как гостя (τινα ἐν δόμοισιν Hom. и δόμοις Soph., εἰς στέγος Soph. и στέγαις Eur., εἰς τὴν πόλιν и τῇ πόλει Thuc.): παῖδ᾽ ἑὸν δέξατο κόλπῳ Hom. (Андромаха) прижала своего ребенка к груди; ξυμμάχους τινὰς δ. Thuc. принимать кого-л. в число союзников;
6) (о богах), благосклонно принимать (ἱερά Hom.; σφάγια Arph.) или выслушивать (λιτάς Soph.);
7) воспринимать, слышать: ὠσὶν ἠχὴν οὐ σαφῶς δεδεγμένος Eur. неясно расслышав голос;
8) воспринимать, (сочувственно или покорно) выслушивать (μύθων ὀμφάν Eur.; τὰς ἀκοὰς παρ᾽ ἀλλήλων Thuc.): δέξασθαι τοὺς λόγους Her., Thuc. принять предложения; δέχει δὴ τοῦτον τὸν λόγον; Plat. а ты-то согласен с этим учением?; μνήμῃ παρὰ τῶν πρότερον δεδέχθαι Thuc. знать по устному преданию от предков; κῆρα δέξομαι Hom. я готов принять смерть;
9) принимать к руководству (τὸ χρησθέν Her.; τὸ ῥηθέν Soph.): τὰ παραγγελλόμενα ὀξέως δ. Thuc. быстро выполнять приказания;
10) принимать, понимать (ἀναγνοὺς αὐτὰ ὅπῃ βούλει δέξασθαι, ταύτῃ δέχου Plat.): μὴ ξυμφορὰν δέχου τὸν ἄνδρα Soph. не думай, что этот человек принесет тебе несчастье;
11) предпочитать (τι πρό τινος и μᾶλλον τι ἀντί τινος Plat.): μᾶλλον δεξαίμην Plat. я предпочел бы; ἐπὶ πόσῳ ἄν τις δέξαιτ᾽ ἂν ὑμῶν; Plat. чего только не отдал бы любой из вас (за это)?;
12) поджидать, выжидать: ἐλεύσασθαί τινα δ. Hom. ожидать чьего-л. прихода; δεδεγμένος ὁππόθ᾽ ἵκοιτο Theocr. ожидая его прихода; δ. πόδα τινός Eur. ожидать кого-л.;
13) встречать в боевой готовности, давать отпор, отражать (τινα ἐπιόντα δουρί Hom.; τοὺς πολεμίους Her., Thuc.): οἱ, sc. πολέμιοι, οὐκ ἐδέξαντο Xen. неприятель не выдержал натиска; εἰς χεῖρας δ. Xen. принять рукопашный бой;
14) непосредственно следовать, примыкать (ἄλλος δ᾽ ἐξ ἄλλου δέχεται χαλεπώτερος ἆθλος Hes.): δέχεται κακὸν ἐκ κακοῦ Hom. беда следует за бедой (ср. «пришла беда - отворяй ворота»); ἐκ τοῦ στεινοῦ τὸ Ἀρτεμίσιον δέκεται Her. тут же за проливом находится Артемисий.
English (Autenrieth)
3 pl. δέχαται, fut. δέξομαι, aor. (ἐ)δεξάμην, perf. δέδεγμαι, imp. δέδεξο, fut. perf. δεδέξομαι, aor. 2 ἐδέγμην, ἔδεκτο, δέκτο, imp. δέξο, inf. δέχθαι, part. δέγμενος: receive, accept, await; of taking anything from a person's hands (τινός τι or τινί τι), δέξατό οἱ σκῆπτρον, Il. 2.186; so of accepting sacrifices, receiving guests hospitably, ‘entertain,’ ξείνους αἰδοίους ἀποπεμπέμεν ἠδὲ δέχεσθαι, Od. 13.316; in hostile sense, of receiving a charge of the enemy (here esp. δέχαται, δέδεγμαι, ἐδέγμην, δέγμενος, δεδέξομαι), τόνδε δεδέξομαι δουρί, Il. 5.238; in the sense of ‘awaiting’ (here esp. aor. 2) freq. foll. by εἰσόκε, ὁπότε, etc.; δέγμενος Αἰακίδην, ὁπότε λήξειεν ἀείδων, ‘waiting till Achilles should leave off singing,’ Il. 9.191.—Intrans., ὥς μοι δέχεται κακὸν ἐκ κακοῦ αἰεί, ‘succeeds,’ Il. 19.290.
English (Strong)
middle voice of a primary verb; to receive (in various applications, literally or figuratively): accept, receive, take. Compare λαμβάνω.
English (Thayer)
(future 2nd person plural δεξεσθε, bez); 1st aorist ἐδεξάμην; perfect δεδεγμαι (Sept. mostly for לָקַח;
1. to take with the hand: τό γράμμα (L text T Tr WH τά γράμματα), τό ποτήριον, to take hold of, take up, τήν περικεφαλαίαν ... τήν μάχαιραν, τό παιδίον εἰς ἀγκάλας, to take up, receive (German aufnehmen, annehmen);
a. used of a place receiving one: ὅν δεῖ οὐρανόν δέξασθαι (οὐρανόν is subject), Plato, Theact., p. 177a. τελευτησαντας αὐτούς ... ὁ τῶν κακῶν καθαρός τόπος οὐ δέξεται).
b. with the accusative of person to receive, grant access to, a visitor; not to refuse contact or friendship: R G; to receive to hospitality, Homer down); παιδίον, to receive into one's family in order to bring up and educate, to receive εἰς τούς οἴκους, τάς σκηνάς, δέξαι τό πνεῦμα μου, to thyself in heaven, to receive favorably, give ear to, embrace, make one's own, approve, not to reject: τόν λόγον, τά τοῦ πνεύματος τήν παράκλησιν, τήν ἀγάπην τῆς ἀληθείας namely, commended to them, d. to receive equivalent to to take upon oneself, sustain, bear, endure: τινα, his bearing and behavior, τήν ἀδικίαν, Hebrew נָשָׂא, πᾶν, ὁ ἐάν ἐπαχθῇ, μυθον χαλεπόν, Homer, Odyssey 20,271, and often in Greek writers).
3. to receive, get, (German empfangen): ἐπιστολάς, γράμματα, τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, to become a partaker of the benefits of God's kingdom, λόγια ζῶντα, εὐαγγέλιον, τήν χάριν τοῦ Θεοῦ, to learn: SYNONYMS: δέχομαι, λαμβάνω: The earlier classic use of these verbs sustains in the main the distinction laid down in the glossaries (e. g. Ammonius, under the word λαβεῖν; λαβεῖν μέν ἐστι, τό κείμενον τί ἀνέλεσθαι. δέξασθαι δέ, τό διδόμενον ἐκ χειρός), and the suggestion of a self-prompted taking still adheres to λαμβάνω in many connections (cf. λαβεῖν τινα γυναῖκα, ἀρχήν λαβεῖν) in distinction from a receiving of what is offered; in use, however, the words overlap and distinctions disappear; yet the suggestion of a welcoming or an appropriating reception generally cleaves to δέχομαι. See Schimdt, chapter 107, who treats of the compound of δέχομαι. in detail. Compare: ἀναδέχομαι, ἀποδέχομαι, διαδέχομαι, εἰσδέχομαι, ἐκδέχομαι, ἀπεκδέχομαι, ἐνδέχομαι, ἐπιδέχομαι, παραδέχομαι, προσδέχομαι, ὑποδέχομαι.]
Greek Monolingual
(AM δέχομαι
Α και δέχνυμαι και δέκομαι)
1. παραλαμβάνω κάτι, παίρνω κάτι που μού προσφέρεται ή μού αποστέλλεται
2. συγκεντρώνω, μαζεύω, χωράει μέσα μου («η φιάλη δεν το δέχτηκε όλο το νερό», «ὀπὸν κάδοις δέχομαι»)
3. ανέχομαι, υπομένω («δεν δέχεται πολλά αστεία», «κῆρα δ' ἐγὼ τότε δέξομαι»)
4. αποδέχομαι κάτι, συμφωνώ να παραλάβω ή να αναλάβω κάτι
5. επιδοκιμάζω, παραδέχομαι κάτι ως ορθό («δέχτηκε τη γνώμη μου», «περὶ τοῦ δέξασθαι σφᾱς τὸν λόγον»)
6. υποδέχομαι, φιλοξενώ («Τουρκόπουλο τή δέχεται, ολόχρυσα ντυμένο», «ὁ δεχόμενος ὑμᾱς, ἐμὲ δέχεται», ΚΔ
«δέξεται ἐν μεγάροισι Πηλεύς»)
7. επιτρέπω την είσοδο («τον δέχτηκε στην αυλή του», «δεξάμενοι αυτόν τῇ πόλει»)
8. (για τόπο) είμαι ευνοϊκός για την υγεία ή την εγκατάσταση κάποιου («το βουνό τον δέχτηκε»
«τόποι τοὺς ἀεὶ κατοικιζομένους, ἵλεῳ δεχόμενοι»)
μσν.- νεοελλ.
φρ. «καλώς τον δέχτηκες», «με το καλό να τους δεχτείς», «καλώς δέχομαι» — ευχή για την ασφαλή άφιξη αγαπημένου προσώπου
νεοελλ.
1. γίνομαι απροσδόκητα αντικείμενο εχθρικής ενέργειας («δέχτηκε επίθεση», «δέχτηκε μια σφαίρα στο πόδι»)
2. «δέχομαι μάχην» — αντιστέκομαι σε επίθεση που μού έγινε
3. βρίσκομαι στη διάθεση όσων θέλουν να με επισκεφθούν («στο σπίτι τους δέχονται κάθε απόγευμα» «δέχεται Τρίτη και Πέμπτη»)
4. «δέχομαι συναλλαγματική» — αναγνωρίζω κάποια οφειλή μου υπογράφοντας συναλλαγματική που εκδόθηκε στο όνομα μου από κάποιον τρίτο
5. (φρ. σε επιστολές) «δεχθείτε, παρακαλώ, τις ευχαριστίες μου, τη διαβεβαίωση μου κ.τ.λ.»
μσν.
1. παθ. δέχομαι
γίνομαι δεκτός
2. (για τον θεό που δέχεται τους αμαρτωλούς) «ὁ πλάστης καὶ δημιουργὸς ἁπάντων τῶν κτισμάτων δέξαι μας ἐπιστρέφοντας, δέξαι μετανοοῦντας»
3. φρ. «δέχομαι γραφάς» — παίρνω γράμμα
αρχ.
1. ακούω προσεκτικά («εὔτακτοι παρὰ τοῖς ναυσὶ μένοντες τά τε παραγγελλόμενα ὀξέως δέχεσθε», Θουκ.)
2. θεωρώ ως..., παίρνω για... («θαρσῶν δὲ μίμνε μηδἐ συμφορὰν δέχου τὸν ἄνδρα», Σοφ.)
3. εννοώ κάπως, αντιλαμβάνομαι κατά κάποιον τρόπο («σύ δ' ἀναγνοὺς αὐτά, ὅπη βούλει δέξασθαι, ταύτη δέχου», Πλάτ.)
4. αναλαμβάνω («δέχομαι δαπάνην», Πολύβ.)
5. αναγνωρίζω ως συνεργάτη, σύμμαχο κ.τ.ό. («μήτε συμμάχους δέχεσθαι βίᾳ ἡμῶν», Θουκ.)
6. περιποιούμαι, συντηρώ («τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν... δέξεται», Σοφ.)
7. δέχομαι ως εχθρό, αποκρούω επίθεση κάποιου («τόνδε δ' ἐγὼν ἐπιόντα δεδέξομαι ὀξέι δουρί»)
8. περιμένω, προσδοκώ, αναμένω («ἀεί τίνα φῶτα... ἐδέγμην ἐνθάδ' ἐλεύσεσθαι», Οδ.)
9. κατέχω, απασχολώ κάποιον («τὶς ἀρχὰ δέξατο ναυτιλίας [αὐτούς];», Πίνδ.)
10. λαμβάνω, παίρνω («τὴν τροφήν», Αριστοτ.)
11. παραδέχομαι, ανέχομαι («ψεῡδος οὐδὲν δέχεται ἡ τῷ ἀριθμῷ φύσις», Φιλ.)
12. (γεωμ.) περιέχω, περιγράφω
13. διαδέχομαι κάποιον, έρχομαι μετά από κάποιον («ὥς μοι δέχεται κακὸν ἐκ κακοῦ αἰεί», Ιλ.)
14. (για αμαρτήματα) συγχωρώ («δέξαι τὴν ἀδικίαν τῶν θεραπόντων τοῦ θεοῦ τοῦ πατρός σου»)
νεοελλ.
(μτχ. ως επίθ.) δεχούμενος, -η, -ο
1. αυτός που γίνεται δεκτός ή ανεκτός, ο ευπρόσδεκτος
2. παροιμ. «και τα καλά δεχούμενα και τα κακά δεχούμενα» — πρέπει κανένας να δέχεται ψύχραιμα δύσκολες περιστάσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δέχομαι της αττικής διαλέκτου (πιθ. αττικισμός) και δέκομαι τών άλλων διαλέκτων συνδέονται με λέξεις της ΙΕ με αρχική σημασία «συμμορφώνομαι, προσαρμόζομαι» που ανάγονται σε ρίζα dek-, της οποίας η ετεροιωμένη βαθμίδα dok- εμφανίζεται στο δοκώ. Οι αντίστοιχοι τύποι της Λατινικής είναι decet «αρμόζει, ταιριάζει», decus, dignus, doceō κ.λπ. Η αρχαία Ινδική εμφανίζει τ. dāsti, dāś-noti, dāsati «τιμώ, αναγνωρίζω, προσφέρω (θυσία)» (βλ. και δειδίσκομαι)
Η σύνδεση με αρμ. tesamen, αορ. tesi «βλέπω», τοχ. A' tak «παίρνω, κρίνω», αρχ. σλαβ. desiti «παίρνω», αρχ. ιρλ. dech «το καλύτερο» είναι κάπως αμφίβολη. Δεν αποκλείεται εξάλλου η ετυμολ. σχέση της λ. με το δεξιός, που δηλώνει την ευνοϊκή, ορθή και αποδεκτή πλευρά. Η ετεροιωμένη βαθμίδα dok- της ρίζας εμφανίζεται ως β' συνθετικό σ' έναν αρκετά μεγάλο αριθμό συνθέτων με τη μορφή -δόκος (πρβλ. ακοντοδόκος, βουδόκος, θυοδόκος, μηλοδόκος, μυστοδόκος κ.ά.) καθώς και θηλ. -δόκη ή -δόχη (πρβλ. αχυροδόκη, δουροδόκη, ουροδόχη κ.ά.) ή -δοχή (πρβλ. αποδοχή, διαδοχή, εισδοχή, εκδοχή κ.ά.)
ΠΑΡ. δέκτης, δεκτός, δεξαμενή
αρχ.
δέκτωρ, δέξιμος, δέξις
νεοελλ.
δεξίμι, δέξιμο.
ΣΥΝΘ. διαδέχομαι, αναδέχομαι, παραδέχομαι, καταδέχομαι, επιδέχομαι, προσεπιδέχομαι, εκδέχομαι, απεκδέχομαι, αποδέχομαι, συναποδέχομαι, υποδέχομαι, εισδέχομαι, προσδέχομαι
αρχ.
συνδιαδέχομαι, συναναδέχομαι, επιπαραδέχομαι, αντιπαραδέχομαι, προπαραδέχομαι, μεταδέχομαι, αντιδέχομαι, συνεκδέχομαι, προεκδέχομαι, υπεκδέχομαι, παρεκδέχομαι, προσεκδέχομαι, μετεκδέχομαι, προσενδέχομαι, συνδέχομαι, αναποδέχομαι, υπεραποδέχομαι, επεισδέχομαι, παρεισδέχομαι, προσεισδέχομαι, παραπροσδέχομαι, κατυδέχομαι
νεοελλ.
κακοδέχομαι, καλοδέχομαι, προσαποδέχομαι, ανταποδέχομαι].
Greek Monotonic
δέχομαι: Ιων. και Αιολ. δέκομαι, μέλ. δέξομαι, Επικ. δεδέξομαι, αόρ. αʹ ἐδεξάμην και ἐδέχθην, παρακ. δέδεγμαι, Επικ. γʹ πληθ. δειδέχαται, υπερσ. -ατο, υπερσ. ἐδεδέγμην· υπάρχουν επίσης αρκετοί τύποι ενός Επικ. αορ. βʹ ἐδέγμην, βλ. γʹ ενικ. ἔδεκτο ή δέκτο, γʹ πληθ. δέχαται, προστ. δέξο, απαρ. δέχθαι, μτχ. δέγμενος·
I. 1. λέγεται για πράγματα, ως αντικ., παίρνω, αποδέχομαι, παραλαμβάνω αυτό που προσφέρεται, Λατ. accipere, σε Όμηρ. κ.λπ.· δ. τί τινι, αποδέχομαι, λαμβάνω κάτι από τα χέρια ενός άλλου, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης τί τινος, στο ίδ.· τι παρά τινός, σε Όμηρ.· τι ἔκ τινος, σε Σοφ.· αλλά επίσης, δ. τί τινος, παίρνω αντάλλαγμα για...· χρυσὸν φίλου ἀνδρὸς ἐδέξατο, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, μᾶλλον δ., με απαρ., προτιμώ, επιλέγω, να κάνω ή να είμαι, σε Ξεν.· και χωρίς το μᾶλλον, οὐδεὶς ἂν δέξαιτο φεύγειν, σε Θουκ.
2. αποδέχομαι, εγκολπώνομαι, συνομολογώ, σε Ομήρ. Ιλ.· δ. τὸν οἰωνόν, αποδέχομαι, χαιρετίζω, καλωσορίζω τον οιωνό, σε Ηρόδ. κ.λπ.· αποδέχομαι ή επιδοκιμάζω, αποδεικνύω, τοὺς λόγους, τὴν ξυμμαχίην, στον ίδ., σε Θουκ.
3. απλώς, δίνω ακρόαση, προσοχή σε, ακούω, Λατ. accipere, σε Ευρ., Θουκ.
4. θεωρώ ως..., μηδέ συμφοράν δέχου τὸν ἄνδρα, σε Σοφ.
II. 1. λέγεται για πρόσωπα, δέχομαι φιλόξενα, περιποιούμαι, υποδέχομαι, σε Όμηρ., Αττ.
2. χαιρετώ, ασπάζομαι, προσκυνώ, σε Ομήρ. Ιλ.· δ. τινα ξύμμαχον, αποδέχομαι, αναγνωρίζω ως σύμμαχο, σε Θουκ.
3. υποδέχομαι ως εχθρό, δέχομαι την επίθεση κάποιου, Λατ. excipere, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για κυνηγό που παραμονεύει το θήραμα ή για άγριο κάπρο που περιμένει τους κυνηγούς, στο ίδ.· τοὺς πολεμίους δ., σε Ηρόδ. κ.λπ.
4. περιμένω, αναμένω, προσδοκώ, με αιτ. και απαρ., μέλ., σε Ομήρ. Οδ.· ή με αιτ., περιμένω για, στο ίδ.· μηδὲ συμφορὰν δέχου τὸν ἄνδρα, να μην περιμένεις αυτός να γίνει, σε Σοφ.
III. απόλ., ακολουθώ, διαδέχομαι, δέχεται κακὸν ἐκ κακοῦ, σε Ιλ.· ἄλλος δ' ἐξ ἄλλου δέχεται ἆθλος, σε Ησίοδ.· λέγεται για τοποθεσίες, Ἀρτεμίσιον δέκεται, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
δέχομαι: Ἰων. καὶ Αἰολ. δέκομαι, Ἡρόδ., Σαπφὼ 1. 22, Πίνδ.· - μέλλ. δέξομαι, Ἐπ. ὡσαύτως δεδέξομαι Ἰλ. Ε. 238, ἀλλ’ οὐχὶ παρ’ Ἀττ.· δεχθήσομαι (μετὰ παθ. σημασ.) Ἑβδ.·- ἀόρ. ἐδεξάμην Ἰλ., Ἡρόδ., Ἀττ.· ὡσαύτως μτβτ. ἐδέχθην (ὑπ) Εὐρ. Ἡρακλ. 757 (ἀλλ’ ἐν πᾶσι τοῖς ἄλλοις παραδείγμασιν ὁ ἀόριστος α΄ κεῖται ἐπὶ παθ. σημασίας)· πρκμ. δέδεγμαι Ἰλ., Ἀττ. Ἰων. γ΄ πληθυντ. ἀπο-δεδέχαται Ἡρόδ.· ὑπερσυντ. ἐδεδέγμην·- ὁ Ὅμ. ὡσαύτως ἔχει ἱκανοὺς τύπους συγκεκομένου τινὸς Ἐπ. ἀορ. ἐδέγμην, ἔδεκτο ἢ δέκτο, προστατ. δέξο, ἀπαρ. δέχθαι, μετοχ. δεγμένος, ὡσαύτως γ΄πληθ. πρκμ. δέχαται (παραλειπομένου τοῦ ἀναδιπλασ.), Ἰλ. Μ. 147· ἐνιαχοῦ ὄμως οὗτος ὁ χρόνος εἶναι παρατατ., Λ. 4· ἴδε ὡσαύτως δεδοκημένος, ἀποθ. (Ἐκ τῆς √ΔΕΚ, πρβλ. Ἰων καὶ Αἰολ. δέκομαι, δοκός, δοχή, δοχός, δοχεῖον, δεξαμενή· (ἴδε δείκνυμι, δάκτυλος, δεξιός)· - πρβλ. ὡσαύτως τεταγών. Ι. ἐπὶ πραγμάτων ὡς τὸ ἀντικείμενον, λαμβάνω, παραλαμβάνω, ἀποδέχομαι τὸ προσφερόμενον, Λατ. accipere, Ὅμ., κτλ. – Σύνταξις: δ. τι χειρὶ ἢ χείρεσσι Ὅμ., κτλ.· δ. τί τινι, δέχομαί τι ἐκ τῆς χειρὸς ἐτέρου, δέξατό οἱ σκῆπτρον πατρώϊον Ἰλ. Β. 186, κτλ., πρβλ. Πόρσ. Ἑκ. 533· ὡσαύτως, τι παρά τινος, Ὅμ.· τι ἔκ τινος Σοφ. Ο. Τ. 1106· τί τινος Ἰλ. Α. 596, Ω. 305, Σοφ. Ο. Τ. 1163· - ἀλλ’ ὠσαύτως, δ. τί τινος, λαμβάνω εἰς ἀνταλλαγὴν διά τι., χρυσὸν φίλου ἀνδρὸς ἐδέξατο Ὀδ. Λ. 327· τι δ. πρό τινος Πλάτ. Νόμ. 729D· μᾶλλον δ. τί ἀντί τινος ὁ αὐτ. Γοργ. 475D· -ὡσαύτως, μᾶλλον δ., μετ’ ἀπαρ., μᾶλλον λαμβάνω, λαμβάνω κατὰ προτίμησιν, προτιμῶ νὰ πράξω ἢ νὰ εἶμαι…, Λυσ. 118. 4, Ξεν Ἑλλ. 5. 1, 14, Συμπ. 4, 12· καὶ ἄνευ τοῦ μᾶλλον, οὐδεὶς ἂν δέξαιτο φεύγειν Θουκ. 1. 143, πρβλ. Πλάτ. Ἀπολ. 41Α· οὐκ ἂν δεξαίμην τι ἔχειν Ἀνδοκ. 1. 25· ἐπομένου ἢ…, Πλάτ. Φιλήβ. 63Β. β) ἁπλῶς ὑποδέχομαι, συλλέγω, ὡς ἐν ἀγγείῳ (πρβλ. δεξαμενή, δοχή), ὀπὸν… κάδοις δ. Σοφ. Ἀποσπ. 479. 2) ἐπὶ διανοητικῆς ἀποδοχῆς, ἀποδέχομαί τι ἄνευ γογγυσμοῦ, χαλεπόν περ ἐόντα δεχώμεθα μύθον Ὀδ. Υ. 271· κῆρα δ’ ἐγὼ τότε δέξομαι Ἰλ. Σ. 115. β) ἀποδέχομαί τι μετὰ χαρᾶς, τοῦτο δ’ ἐγὼ πρόφρων δ. Ψ. 647· ἐπὶ τῶν θεῶν, ἀλλ’ ὅ γε δέκτο μὲν ἱρὰ Β. 420· οὕτω, προσφιλῶς γέρα δ., ἐπὶ νεκροῦ, Σοφ. Ἠλ. 143· τὰ σφάγια δ. Ἀριστοφ. Λυσ. 204 – οὕτω καὶ παρὰ πεζοῖς, τὸ χρησθέν, τὸν οιωνὸν δ., ἀποδέχομαι, μετὰ χαρᾶς δέχομαι, Ἡρόδ. 1. 63., 9. 91, πρβλ. Αὐσχύλ. Ἀγ. 1653, Σοφ. Ἠλ. 668, Ἀριστοφ. Πλ. 63, Ξεν. Ἀν. 1. 8, 17· - ἀποδέχομαι, ἐπιδοκιμάζω, τοὺς λόγους, τὴν ξυμμαχίην Ἡρόδ. 1. 95, Θουκ 1. 95, κτλ., πρβλ. Valck. Φοιν. 462· διδόναι καὶ δέχεσθαι τὰ δίκαια, Θουκ. 1. 37, πρβλ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 312· περὶ τοῦ δέχεσθαι ὅρκον, ἴδε ἐν λ. ὅρκος. γ) ἁπλῶς, δίδω προσοχὴν, ἀκούω, Λατ. accipere, ὠσὶν ἠχήν, φήμην ἀκοαῖσιν, Εὐρ. Βάκχ. 1086, κτλ.· ἀπλῶς, δ. ὀμφὰν ὁ αὐτ. Μηδ. 175· τὰ παραγγελλόμενα ὀξέως δ. Θουκ. 2. 11, 89. δ) δέχομαι ἢ θεωρῶ ὡς…, μηδὲ συμφορὰν δέχου τὸν ἄνδρα Σοφ. Αἴ. 68. 3) ἀναλαμβάνω, ἀναδέχομαι, τὴν δαπάνην Πολύβ. 32. 14, 5. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων ὡς τὸ ἀντικείμενον, δέχομαι φιλοξένως, περιποιοῦμαι, Λατ. excipere, Ὁμ.· -ἐν μεγάροισι, ἐν δόμοισιν Ἰλ. Σ. 331. Ὀδ. Ρ. 110· ὡσαύτως, δόμοις δ. τινα Σοφ. Ο. Τ. 818· στέγαις, πυρὶ δ. τινὰ Εὐρ. Ὀρ. 47· δ. χώρα ὁ αὐτ. Μηδ. 713· τῇ πόλει δ., ἐπιτρέπω εἴς τινα νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὴν πόλιν, Θουκ. 4. 103· εἴσω δ. ὁ αὐτ. 6. 44· εἰς τὸ τεῖχος Ξεν. Ἀν. 5. 5, 6. 2) χαιρετίζω, ἀσπάζομαι, προσκυνῶ, οἵ σε. θεὸν ὥς, δειδέχατ’ Ἰλ. Χ. 434· δ. τινα ξύμμαχον, παραδέχομαι ἢ ἀποδέχομαι ὡς σύμμαχον, Θουκ. 1. 43, κτλ. 3) δέχομαι ὡς ἐχθρόν, ὑπομένω τὴν προσβολήν τινος, Λατ. excipere, ἐπιόντα δ. Ἰλ. Ε. 238, πρβλ. Ο. 745· ἐπὶ κυνηγοῦ ὑπομένοντος τὸ θήραμα, Δ. 107· ἐπὶ ἀγρίου κάπρου ὑπομένοντος τοὺς κυνηγοὺς, Μ. 147· οὕτως εἰς χεῖρας δ. Ξεν. Ἀν. 4. 3, 31· τοὺς πολεμίους δ. Ἡρόδ. 3. 54. πρβλ. Θουκ. 4. 43· ἐπιόντας δ. ὁ αὐτ. 7. 77· δ. τὴν πρώτην ἔφοδον ὁ αὐτ. 4. 126· ἐδέξατο πόλις πόνον Εὐρ. Ἰκέτ. 394. 4) περιμένω, ἀναμένω, προσδοκῶ τινα ἤ τι, μετ’ αἰτιατ. καὶ ἀπαρ. μέλλ. ἀλλ’ ἀεί τινα φῶτα… ἐδέγμην ἐνθάδ’ ἐλεύσεται Ὀδ. Ι. 513, πρβλ. Μ. 230· ὡσαύτως δέγμενος Αἰακίδην, ὁπότε… λήξειεν Ἰλ. Ι. 191· δεδεγμένος εἰσόκεν ἔλθῃς Κ. 62,- Ἐπὶ τῶν δύο τούτων τελευταίων σημασιῶν ὁ Ὅμηρος μεταχειρίζεται τὸν μέλλοντα δεδέξομαι, πρκμ. δέδεγμαι καὶ δεδεγμένος, δέγμενος, τὸ δὲ τελευταίον τοῦτο εἶναι μάλιστα ἐν χρήσει μόνον ἐπὶ τοιαύτης ἐννοίας, πλὴν ἐν Ὑμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 29, εἰς Ἑρμ. 477. ΙΙΙ. σπανίως μετὰ πράγματος ὡς τοῦ ὑποκειμένου, κατέχω τινά, ἐνασχολῶ τινα, τίς ἀρχὰ ναυτιλίας δέξατο [αὐτούς]; Πίνδ. Π. 4. 124· δέχομαι, περιλαμβάνω (πρβλ. δεκτικός, δεξαμενή), τὴν τροφὴν Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 4. 6, 4, κ. ἀλλ. ΙV. κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμτβ. διαδέχομαι, ἔρχομαι ἀμέσως μετὰ ἕτερον, Λατ. excipere, ὥς μοι δέχεται κακὸν ἐκ κακοῦ ἀεὶ Ἰλ. Τ. 290· ἄλλος δ’ ἐξ ἄλλου δέχεται χαλεπώτατος ἆθλος Ἡσ. Θ.800· ἐπὶ τόπων, ἐκ τοῦ στεινοῦ τὸ Ἀρτεμίσιον δέκεται Ἡρόδ. 7. 176.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: take, accept, receive etc. (Att.)
Other forms: δέκομαι (Ion. Aeol. Cret.), aor. δέξασθαι (Il.). 3. pl. δέχαται (Μ 147), ep. aor. ptc. δέγμενος, ind. ἐδέγμην etc., (metr. determined), προτί-δεγμαι προσδέχομαι H. (cf. Debrunner ΜΝΗΜΗΣ ΧΑΡΙΝ 1, 77ff.; on the analogical aspirata c.q. media s. Schwyzer 772 and 769 n. 6).
Dialectal forms: Μψχ. dekasato /deksato/; rawodoko /laodokos/, cf. Λαόδοκος (Il.)..
Compounds: With prefixes: ἀνα-, ἀπο-, εἰσ-, etc.
Derivatives: -δόκος as second member in comp. (Il.; also Att.), e. g. ἰο-δόκος receiving arrows (ep.), δωρο-δόκος accepting presents, corruptable (Att.); also the simplex δοκός beam (s. v.); δοχός container (Thphr., H.). δοκάν θήκην H.; also in ἀν-δοκά surety (Cret.), ἐσ-δοκά taking over (Arc.) etc., (ἀνα-, ἐκ- etc.) δοχή (Att.) with δοχαῖος (Nic.), δοχικός (Pap.); ἀνδοκεύς guarantor (H.; Dor., cf. E. Kretschmer Glotta 18, 91); (ἐκ-, ὑπο- etc.)δοχεύς receiver etc. (hell. and late); πανδοκεύς inn-keeper (retrograde formation, cf. Boßhardt 57); to δοχεύς: (ἐκ-, ὑπο- etc.)δοχεῖον container (hell. and late). (ἀπό-, ἔκ- etc.)δέξις reception (Hdt.) with δέξιμος acceptable (pap.). (ἐκ-, δια- etc.)δέκτωρ who undertakes (A.). (ἀπο-)δεκτήρ intaker, an official (X.) with the fem. δέκτρια (Archil.). δέκτης beggar (δ 248); ἀπο-, ὑπο-δέκτης intaker (Att. hell. and late; with (ἀνα-, ὑπο- etc.)δεκτικός prepared to adopt (Arist.); ὑποδέξιος id. (Hdt.), ὑποδεξίη friendly reception (Ι 73). ἀρι-δείκετος, δεξαμενη watercollector (ptc. δεξαμένη with oppos. accent) - δόκιμος, δόχμη s. v.; δόκανα, δοκάνη s. δοκός. - Deverb. δοκέω (δοκεύω, δοκάζω), προσ-δοκάω (s. vv.). On δεκανᾶται ἀσπάζεται H. s. δηδέχαται. On δεκάζω (from δεκάς) s. δέκα.
Origin: IE [Indo-European] [189] *deḱ- take, accept
Etymology: Several forms IE deḱ-, doḱ- which can be combined with δέκομαι. E.g. Lat. decet it is fitting with decus n. (= Skt. *dáśas- in daśas-yáti honour, MIr. dech the best; cf. also δεξιός), dignus, doceō etc.; δέκομαι therefore prop. consider something as fitting, gern aufnehmen? - From Armenian here primary tesanem, aor. tesi see?; cf. δοκεύω. - Uncertain Arm. ǝncay gift, Toch. A täk- judge, tāskmāṃ similar, B tasemane id., and Slavic and Germanic words, e. g. OCS dešǫ, desiti find (s. δήω), OHG gi-zehōn order. - Isolated is Skt. dāś-noti, dā́ṣṭi, dā́śati bring a sacrifice, honour, s. δηδέχαται. (Impossible is connection with Skt. átka- mantle.) - From Greek here δεξιός, from the zero grade of an s-stem (decus) *deḱs- with adverbial loc. *deḱsi right; s. δεξιός. - S. Pok. 189ff.; and Fraenkel Lit. et. Wb. s. dẽšinas, Vasmer Russ. et. Wb. s. desitь.
Middle Liddell
I. of things as the object, to take, accept, receive what is offered, Lat. accipere, Hom., etc.:— δ. τί τινι to receive something at the hand of another, Il.; also τί τινος Il.; τι παρά τινος Hom.; τι ἔκ τινος Soph.:—but also, δ. τί τινος to receive in exchange for…, χρυσὸν φίλου ἀνδρὸς ἐδέξατο Od.:—also, μᾶλλον δ., c. inf., to take rather, to choose to do or be, Xen.; and without μᾶλλον, οὐδεὶς ἂν δέξαιτο φεύγειν Thuc.
2. to accept graciously, Il.; δ. τὸν οἰωνόν to accept, hail the omen, Hdt., etc.:— to accept or approve, τοὺς λόγους, τὴν ξυμμαχίην Hdt., Thuc.
3. simply to give ear to, hear, Lat. accipere, Eur., Thuc.
4. to take or regard as so and so, μηδὲ συμφορὰν δέχου τὸν ἄνδρα Soph.
II. of persons, to receive hospitably, entertain, Hom., attic
2. to greet, worship, Il.; δ. τινα ξύμμαχον to accept as an ally, Thuc.
3. to receive as an enemy, to await the attack of, Lat. excipere, Il.; of a hunter waiting for game or a wild boar waiting for the hunters, Il.; τοὺς πολεμίους δ. Hdt., etc.
4. to expect, c. acc. et inf. fut., Od.: or c. acc. to wait for, Od.; μηδὲ συμφορὰν δέχου τὸν ἄνδρα do not expect him to be…, Soph.
III. absol. to succeed, come next, δέχεται κακὸν ἐκ κακοῦ Il.; ἄλλος δ' ἐξ ἄλλου δέχεται ἆθλος Hes.; of places, Ἀρτεμίσιον δέκεται Hdt.
Frisk Etymology German
δέχομαι: att.,
{dékhomai}
Forms: δέκομαι (ion. äol. kret.), Aor. δέξασθαι (seit Il.). 3. pl. δέχαται (Μ 147), ep. Aor. Ptz. δέγμενος, Ind. ἐδέγμην usw., (metr. bedingt), προτίδεγμαι· προσδέχομαι H. (vgl. Debrunner ΜΝΗΜΗΣ ΧΑΡΙΝ 1, 77ff., Specht KZ 63, 211f.; zur analogischen Aspirata bzw. Media im Stammauslaut Schwyzer 772 m. Lit. und 769 A. 6).
Grammar: v.
Meaning: annehmen, aufnehmen, erwarten
Composita: Oft mit Präfix: ἀνα-, ἀπο-, εἰσ-, ἐκ- usw.
Derivative: Zahlreiche Ableitungen, vorw. von den Präfixkomposita. 1. -δόκος als Hinterglied in Zusammenbildungen (seit Il.; auch att.), z. B. ἰοδόκος Pfeile aufnehmend (ep.), δωροδόκος Geschenke annehmend, bestechlich (att.); auch das Simplex δοκός Balken (s. d.); δοχός Behälter (Thphr., H.). 2. δοκάν· θήκην H.; auch in ἀνδοκά Bürgschaft (kret.), ἐσδοκά Übernahme (ark.) usw., (ἀνα-, ἐκ- usw.)δοχή (att.) mit δοχαῖος (Nik.), δοχικός (Pap.); von δοκά, δοχή: ἀνδοκεύς Bürge (H.; dor., vgl. E. Kretschmer Glotta 18, 91); (ἐκ-, ὑπο- usw.)δοχεύς Aufnehmer, Empfänger (hell. und spät; vgl. Boßhardt Die Nomina auf -ευς 72); daneben πανδοκεύς Gastwirt (retrograde Bildung, vgl. Boßhardt 57); zu δοχεύς: (ἐκ-, ὑπο- usw.)δοχεῖον Behälter (hell. und spät). 3. (ἀπό-, ἔκ- usw.)δέξις Aufnahme, Empfang (Hdt., E. usw.) mit δέξιμος annehmbar (Pap.; direkt auf δέχομαι bezogen). 4. (ἐκ-, δια- usw.)δέκτωρ der etwas auf sich nimmt (A. usw., poet.; vgl. Fraenkel Nom. ag. 1, 77; 2, 10; 12). 5. (ἀπο-)δεκτήρ Einnehmer Bez. einer Behörde (X., Arist., Mantinea) mit dem Fem. δέκτρια (Archil., AP). 6. δέκτης Almosenempfänger, Bettler (δ 248); ἀπο-, ὑποδέκτης Einnehmer (att. hell. und spät; vgl. Fraenkel [s. Index]) mit (ἀνα-, ὑπο- usw.)δεκτικός ‘zum Aufnehmen usw. geeignet’ (Arist. usw.); ὑποδέξιος zum Aufnehmen geeignet, geräumig (Hdt.), ὑποδεξί̄η freundliche Bewirtung (Ι 73; vgl. Risch 115). 7. ἀριδείκετος, 8. δεξαμενή s. bes. — δόκιμος, δόχμη s. bes.; δόκανα, δοκάνη s. δοκός. — Deverbativa: δοκέω (δοκεύω, δοκάζω), προσδοκάω (s. dd.). Zu δεκανᾶται· ἀσπάζεται H. s. δηδέχαται. Zu δεκάζω (von δεκάς) s. δέκα.
Etymology: Als Verwandte von δέκομαι, δοκέω kommen zahlreiche Wörter in Betracht, die auf idg. deḱ-, doḱ- zurückgehen (können) und sich nach der Bedeutung mit δέκομαι mehr oder weniger glatt vereinigen lassen (s. Redard Sprachgesch. u. Wortbed. 351ff., außerdem die Bemerkungen von Wistrand Der Instrumentalis als Kasus der Anschauung im Lat. [GHÅ 1941: 25] 14ff.). So vor allem lat. decet es ist angemessen, geziemt sich mit decus n. (= aind. *dáśas- in daśas-yáti Ehre erweisen, verehren, mir. dech der beste, vorzüglichste; s. auch δεξιός unten), dignus, doceō usw. (näheres bei W.-Hofmann s. decet); δέκομαι somit eig. etwas als angemessen betrachten, sich aneignen, gern aufnehmen? — Aus dem Armenischen gehört gewiß hierher das primäre tesanem, Aor. tesi sehen (v. Windekens KZ 68,221); zur Bed. vgl. δοκεύω; die an sich wenig überzeugende Annahme einer Kreuzung von idg. derḱ- (s. δέρκομαι) und speḱ- (s. σκέπτομαι) erübrigt sich. — Sehr unsicher dagegen arm. əncay Gabe, toch. A täk- urteilen, entscheiden, tāskmāṃ ähnlich, B tasemane ib., ebenso wie die aus dem Slavischen und Germanischen herangezogenen Wörter, z. B. aksl. dešǫ, desiti finden (s. δήω), ahd. gi-zehōn in Ordnung bringen. Fern bleiben die formal wie semantisch stark abweichenden und miteinander übrigens nicht verwandten aind. átka-, aw. aδka- Gewand, Mantel und heth. ḫatk- ‘(Tür) schließen’ (Benveniste Origines 156). — Für sich steht das langvokalische aind. dāś-noti, dā́ṣṭi, dā́śati Opfer darbringen, Ehre erweisen, s. δηδέχαται. — Aus dem Griechischen gehört hierher noch δεξιός, das zunächst von der Schwundstufe eines s-Stammes (vgl. decus usw. oben) *deḱs- mit dem adverbialen Lok. *deḱsi rechts ausgeht; zur semantischen Begründung Redard 361; weitere Einzelheiten s. δεξιός. — Weitere Lit. bei Pok. 189ff.; dazu Fraenkel Lit. et. Wb. s. dẽšinas, Vasmer Russ. et. Wb. s. desitь.
Page 1,373-374
Chinese
原文音譯:dšcomai 得何買
詞類次數:動詞(59)
原文字根:領受 相當於: (יָקַח / לָקַח / קָח) (נָשָׂא)
字義溯源:領受*,拿,接,接收,領會,接待,承受。比較: (λαμβάνω)=拿*,取。這字使用的三種方式:
1)對著人,就說:接待,接納 2)對著物,就說:領受,接受,承受 3)對著事,就說:領會,同意,接受中文的‘接’字,可以用在上面三種方式中。對於神的話,便說:領受( 徒8:14; 11:1; 17:11; 帖前1:6; 2:13; 雅1:21)。對於神的國,就說:承受( 可10:15; 路18:17)
同源字:1) (ἀναδέχομαι)款待 2) (ἀπόδεκτος)被接受的 3) (ἀποδέχομαι)接待 4) (ἀποδοχή)接受 5) (δεκτός)認可的 6) (δέχομαι)領受 7) (διαδέχομαι)相繼承受 8) (διάδοχος)繼承昔 9) (δοχή)款待 10) (εἰσδέχομαι)信任,收納 11) (ἐκδέχομαι)接受,期待 12) (ἐνδέχομαι)接受進來 13) (ἐπιδέχομαι)容納 14) (εὐπρόσδεκτος)悅納的 15) (παραδέχομαι)在旁接受 16) (προσδέχομαι)容納,等候 17) (ὑποδέχομαι)接待 參讀 (αἱρέομαι)同義字
出現次數:總共(56);太(10);可(6);路(16);約(1);徒(8);林前(1);林後(5);加(1);弗(1);腓(1);西(1);帖前(2);帖後(1);來(1);雅(1)
譯字彙編:
1) 接待(12) 太10:14; 太10:40; 太10:40; 太18:5; 太18:5; 可6:11; 可9:37; 路9:5; 路9:48; 路9:48; 加4:14; 來11:31;
2) 接待⋯的(6) 太10:40; 太10:40; 太10:41; 太10:41; 可9:37; 可9:37;
3) 領受(5) 太11:14; 路8:13; 徒17:11; 帖後2:10; 雅1:21;
4) 領受了(4) 徒7:38; 徒8:14; 徒11:1; 帖前1:6;
5) 就是接待(3) 可9:37; 路9:48; 路9:48;
6) 他們⋯接待(3) 路9:53; 路10:8; 路10:10;
7) 拿(2) 路16:6; 路16:7;
8) 收到了(1) 腓4:18;
9) 要接受(1) 弗6:17;
10) 接納(1) 林後11:16;
11) 承受⋯的(1) 可10:15;
12) 你們⋯接受過的(1) 林後11:4;
13) 他⋯聽從了(1) 林後8:17;
14) 接待了(1) 林後7:15;
15) 以為是(1) 帖前2:13;
16) 你們就接待(1) 西4:10;
17) 領了(1) 徒22:5;
18) 要承受(1) 路18:17;
19) 他們可以接(1) 路16:9;
20) 他們會接(1) 路16:4;
21) 接(1) 路2:28;
22) 他接過(1) 路22:17;
23) 就接待(1) 約4:45;
24) 領會(1) 林前2:14;
25) 接著(1) 徒28:21;
26) 接收(1) 徒7:59;
27) 留待(1) 徒3:21;
28) 受(1) 林後6:1
English (Woodhouse)
accept, admit, derive, receive, recognise, ship, take, welcome, agree to, close with, entertain a proposal, receive entertain, receive hospitably, receive with hospitality, respond to, treat hospitably, treat with hospitality
Mantoulidis Etymological
Ἀπό ρίζα δεκ-.
Παράγωγα: δέκτης, δεκτικός., δεκτός, δεκτήρ, δέκτρια, δεκτέον, παραδεκτέος, δέκτωρ, δεξιός, δεξιοῦμαι, δεξαμενή, δοχή, ὑποδοχή, διαδοχή, δοκός, δόκιμος, ἡ δοκάνη (=θήκη), δοχεῖον, δοχμή (=παλάμη), διάδοχος, δωροδόκος, δωροδοκία, δωροδοκῶ, εὐπρόσδεκτος, ξενοδόχος, ξενοδοχεῖον, πάνδοκος ἤ πανδόκος, πανδοκεύς, πανδοκεῖον, πανδοκεύω, ἀπανδόκευτος (=χωρίς ξενοδοχεῖο), προσδοκάω -ῶ, προσδοκία.