ὄνομα: Difference between revisions

From LSJ

σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility

Source
m (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1")
m (Text replacement - "[[ " to " [[")
 
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{eles
{{eles
|esgtx=[[nombre]], [[conjunto de nombres]], [[ conjunto de palabras]], [[fórmula]]
|esgtx=[[nombre]], [[conjunto de nombres]], [[conjunto de palabras]], [[fórmula]]
}}
}}
{{Abbott
{{Abbott

Latest revision as of 08:18, 19 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄνομᾰ Medium diacritics: ὄνομα Low diacritics: όνομα Capitals: ΟΝΟΜΑ
Transliteration A: ónoma Transliteration B: onoma Transliteration C: onoma Beta Code: o)/noma

English (LSJ)

Aeol. and Dor. ὄνυμα IG12(2).68.8 (Lesb.), GDI4992a iii 7 (Crete), SIG1122.8 (Selinus), Berl.Sitzb.1927.167 (Cyrene); Lacon. *ἔνυμα prob. in pr. nn.
A Ἐνυμακρατίδας IG5(1).213.45, Ἐνυμαντιάδας ib.97.20, 280.2; poet. also (metri gr.) οὔνομα (v.infr.), which appears regularly in codd. of Hdt. (along with ὀνομάζω, as 2.50, 4.35, al.), and sometimes in other Ion. prose authors (v.l. in Hp.Prog.25, etc.), but is prob. not Ionic; Ion. Inscrr. have only ὄνομα, IG7.235.39 (Oropus), etc.: Hom. has οὔνομα Od.6.194, 9.355, Il.3.235, οὐνόματ' (α) 17.260, ὄνομα Od.9.16, 364, 366, 19.183, ὄνομ' (α) 4.710 et saep.:—name of a person or thing, in Hom. always of a person, exc. ἐρέω δέ τοι οὔνομα λαῶν Od.6.194 and in Od.13.248 (v. infr. II); Οὖτις ἐμοί γ' ὄνομα 9.366, cf. 18.5,19.183,247; Ἀρήτη δ' ὄνομ' ἐστὶν ἐπώνυμον 7.54, cf. 19.409, Hes. Th.144: in Prose ὄνομα is used abs., by name, πόλις ὄνομα Καιναί X.An. 2.4.28, etc.: also dat., πόλις Θάψακος ὀνόματι ib.1.4.11 (v.l.); ὀνόματι λέγειν = by name, Pl.Ap.21c; ἐπ' ὀνόματος δηλοῦσθαι Plb.18.45.4, etc.; κατ' ὄνομα by name, Strato Com.1.14, Epigr.Gr.983.4 (Philae); ἀσπάζου τοὺς φίλους κατ' ὄνομα each by his name, 3 Ep.Jo.14.
2 ὄνομα τίθεσθαι or θέσθαι τινί give one a name, Od.19.403, 406, 8.554, A.Fr. 6, Ar.Av.810:—Pass., ὄνομα κεῖταί τινι ib.1291; ὄνομα ἐστι or κεῖται ἐπί τινι, X.Mem.3.14.2, Cyr.2.2.12; so ὄνομα φέρειν or ὄνομα ἐπιφέρειν ἐπί τι, Arist.EN1119a33, HA572a11.
3 ὄνομα καλεῖν τινα call one by name, εἴπ' ὄνομ', ὅττι σε κεῖθι κάλεον Od. 8.550; καλοῦσί με τοῦτο τὸ ὄνομα X. Oec.7.3, cf. E.Ion259, 800, Pl.Cra.393e, etc.:—so in Pass., ὄ. δ' ὠνομάζετο Ἕλενος S.Ph.605, cf. El.694; ὄνομα δημοκρατία κέκληται Th.2.37; τὸ ἐναντίον ὄνομα ἀφροσύνη μετωνόμασται Id.1.122; ὄ. ἓν κεκλημένους Σικελιώτας Id.4.64; λεγόμενοι τοὔνομα γεωργικοί Pl.Lg.842e; but also ὀνόματί τινα προσαγορεύειν Antipho 6.40; reversely, ὄνομα καλεῖν τινι give a name to, Pl.Plt. 279e, Cra.385d; ὄνομα καλεῖν ἐπί τινι Id.Prm.147d; τύμβῳ δ' ὄ. σῷ κεκλήσεται.. Κυνὸς σῆμα E.Hec.1271; τοὔνομα προσηγορεύθη Anaxil.21.3.
II name, fame, Ἰθάκης γε καὶ ἐς Τροίην ὄνομ' ἵκει Od.13.248; οὐδὲ θανὼν ὄνομ' ὤλεσας 24.93; ὄνομα ἔχειν or σχεῖν ἀπό τινος, Hdt.1.71, Pl.Hp.Ma.282a; τὸ μεγα ὄνομα τῶν Ἀθηνῶν Th.7.64; τῷ μέλλοντι χρόνῳ καταλιπεῖν ὄνομα ὡς.. Id.5.16; τοὔνομά τινος μεῖζον ἀφικνεῖται εἰς τὴν πόλιν X.An.6.1.20; ὧν ὀνόματα μεγάλα λέγεται ἐπὶ σοφίᾳ Pl.Hp.Ma.281c; ὄνομα μέγιστον ἔχειν Th.2.64; ἐν ὀνόματι εἶναι to have a name, to be notable, Str.9.1.23; οἱ ἐν πράγμασιν ἐπ' ὀνόματος γεγονότες Plb.15.35.1; παράσιτοι δ' ἐπ' ὀνόματος ἐγένοντο notably, Ath.6.240c; τῶν δι' ὀνόματος παρασίτων ib.241a.
III a name and nothing else, opp. the real person or thing, ἵνα μηδ' ὄνομ' αὐτοῦ ἐν ἀνθρώποισι λίπηται Od.4.710; βοᾶς δ' ἔτι μηδ' ὄνομ' εἴη Theoc. 16.97; opp. ἔργον, E.Or.454, Hipp.502; περὶ ὀνόματος μάχεσθαι Lys.33.3; ἐκ τῶν ὀνομάτων μᾶλλον ἢ τῶν πραγμάτων σκέψασθαι D.9.15; ὀνόματι διαφέρεσθαι dispute about a word, Pl.Euthd.285a, Lg.644a.
2 false name, pretence, pretext, ὀνόματι ἐννόμῳ ξυμμαχίας under the pretence of alliance, under the lawful name of alliance, Th.4.60; μετ' ὀνομάτων καλῶν Id.5.89; χώρα καλῶν ὀνομάτων καὶ προσχημάτων μεστή Pl.R. 495c, cf. Plb.11.5.4.
IV in periphrasis phrases, ὄνομα τῆς σωτηρίας, = σωτηρία, E.IT905, cf. ὄνομ' ὁμιλίας ἐμῆς (v.l. for ὄμμ') Id.Or.1082: with the names of persons, periphrasis for the person, ὦ φίλτατον ὄνομα Πολυνείκους Id.Ph.1702.
2 of persons, ὄχλος ὀνομάτων Act.Ap.1.15; ἕτερα ὀνόματα ἀντ' αὐτοῦ.. πέμψαι Wilcken Chr.28.19 (ii A. D.); in Accountancy, both of persons and things (cf. Lat. nomen), Hyp.Ath.6, 10 (both pl.), Jahresh.26 Beibl.13 (Ephes., ii A. D., pl.); βαρέσαι τὸ ἐμὸν ὄνομα charge my account, POxy.126.8 (vi A. D.); τὸν τόκον τὸν ὀνόματί μου παραγραφέντα ib.513.22 (ii A. D.); in registers of titledeeds, etc., οἰκίας οὐ κειμένης ἐν ὀνόματι τῆς ἀποδομένης not booked under the name of the seller, PLips.3 ii 25 (iii A. D.); ὀνόματι ἰδιωτικῆς under the head of private land, PCair.Preis.47.10 (iv A. D.); δικαιώματα.. ἑκάστῳ ὀνόματι παράκειται BGU113.11 (ii A. D.); in tax-receipts, ἔσχον ὀνόματος Σομτοῦς on account of S., Ostr.Bodl. ii 39 (ii A. D.), cf. PFay.85.7 (iii A. D.), etc.
V phrase, expression, especially of technical terms, ὀνόματα τὰ ἐν τῇ ναυτικῇ X.Ath.1.19: generally, D.19.187.
VI Gramm., word, opp. ῥῆμα (expression), Pl.Cra.399b, cf. Ap.17c, Smp.198b, 199b, 221e, Isoc.9.9, 11, Arist.Rh.1404b5, Aeschin.3.72, A.D.Synt.12.25, al., Demetr.Eloc.23, al.; τὸ ἰλλαίνειν ὄνομα the word ἰλλαίνειν, Gal.17(1).679.
2 noun, opp. ῥῆμα (verb, predicate), Pl.Tht.168b, Sph.262a, 262b, cf. Arist.Po.1457a10, Int.16a19, al.; as one of five parts of speech, Chrysipp.Stoic.2.45; ὄνομα κύριον = a proper name, opp. προσηγορικόν, D.T.636.16, A.D.Pron.26.12, al. (so ὄνομα alone, Ar.Nu.681 sqq., Diog.Bab.Stoic.3.213); also of adjectives, S.E.M.1.222. (Cf. Goth. namo, gen. namins, Lat. nomen, Skt. nāma.)

German (Pape)

[Seite 348] τό, ion. u. poet. οὔνομα, äol. ὄνυμα (ὀ ist vorgeschlagen, die Wurzel γνο = νο), 1) Name, die Benennung einer Person oder Sache; bei Hom. der Eigenname, mit dem eine Person genannt wird, οὕς κεν ἐϋ γνοίην καὶ τοὔνομα μυθησαίμην, Il. 3, 235, wie τῶν ἄλλων τίς κεν ᾗσι φρεσὶν οὐνόματ' εἴποι, 17, 260 (sonst nicht in der Il.); auch bestimmter, Ἀρήτη δ' ὄνομ' ἐστὶν ἐπώνυμον, Od. 7, 54, vgl. 19, 403, der Name, mit dem sie genannt wird, ἐμοὶ δ' ὄνομα κλυτὸν Αἴθων, 19, 183, Εὐρυβάτης δ' ὄνομ' ἔσκε, 247, öfter; ὄνομα τῇ κολάσει εὐθῦναι, Plat. Prot. 326 d, wie ὄνομα αὐτῷ εἶναι Ἀγάθωνα, 315 e; auch parenthetisch, Δίων ὄνομα αὐτῷ, Is. 6, 20; auch εἴπ' ὄνομ', ὅττι σε κεῖθι κάλεον, mit dem sie dich nannten, Od. 8, 550, vgl. 9, 364; ὅπερ καλοῦμεν ὄνομα ἕκαστον, Plat. Crat. 383 e, vgl. 402 d; daher ὄνομα κέκληται δημοκρατία, Thuc. 2, 37; ὄνομα θεῖναί τινι, einen Namen geben, beilegen, Od. 19, 403; häufiger im med., ὄνομα τίθεσθαι, 19, 406; so Ar. Nubb. 66 Av. 809. 923; u. in Prosa, τούτοις ὄνομα ἀποικίαν τιθέμενος, Plat. Legg. V, 736 a; ἀντὶ τοῦ ὀνόματος, οὗ ἔθετο αὐτῷ ὁ πατὴρ Βοιωτόν, Dem. 40, 34; Folgde häufig; – ἐπ' ὀνόματος εἶναι, s. ἐπί; – ὄνομα φέρειν, einen Namen tragen, Soph. O. C. 60; ὄνομα ἔχειν ἀπό τινος, von oder nach einem Andern den Namen haben, Plat. Hipp. mai. 282 a; Γαῖα, πολ λῶν όνομάτων μορφὴ μία, Aesch. Prom. 210, öfter; τύμβῳ ὄνομα σὸν κεκλήσεται, Eur. Hec. 1271; – πόλις Θάψακος ὀνόματι, mit Namen, Xen. An. 1, 4, 11; gewöhnlicher im absoluten accus., πόλις ὄνομα Καιναί, 2, 4, 28 u. öfter, u. Folgde; ἐπ' ὀνόματος καλεῖν τινα; bei Namen rufen, Pol. 5, 35, 2; namentlich, ἐπ' ὀνόματος δηλοῦν τὰς πόλεις, 18, 28, 4. – 2) wie bei uns, Name, Ruf, Ruhm; Hom., doch so, daß an den Eigennamen selbst zu denken ist, Ἰθάκης γε καὶ ἐς Τροίην ὄνομ' ἵκει, Od. 13, 248; ἃς σὺ μὲν οὐδὲ θ ανων ὄνομ' ὤλεσας, dem nachher entspricht ἀλλά τοι αἰεὶ πάντας ἐπ' ἀνθρώπους κλέος ἔσσεται ἐσθλόν, 24, 93; Od. 4, 710 ἵνα μηδ' ὄνομ' αὐτοῦ ἐν ἀνθρώποισι λίπηται, daß auch nicht der Name von ihm übrig bleibe; ὄνομα μόνον δείσαντες, den Ruf des Namens, Soph. O. C. 266; πολὺ τὸ σὸν ὄνομα διήκει πάντας, 307. – Auch in Prosa = berühmter Name, οὐδ' ἂν ἐγένετο Πρωταγόρου ὄνομα ἐν τοῖς Ἕλλησιν, Plat. Prot. 335 a; ὧν ὀνόματα μεγάλα λέγεται ἐπὶ σοφίᾳ, Hipp. mai. 281 c; καὶ τῷ μέλλοντι χρόνῳ καταλιπεῖν ὄνομα ὡς οὐδὲν σφήλας τὴν πόλιν διεγένετο, Thuc. 5, 16; ἀπὸ γὰρ τῆς μάχης τὸ τούτου ὄνομα μέγιστον ηὔξητο, Xen. Cyr. 4, 2, 3; ἐν ἀτίμῳ ὀνόματι, von unberühmtem Namen, Herkommen, An. 6, 4, 7; Sp., die auch ὄνομα καὶ δόξα, ὄνομα καὶ κλέος u. dgl. verbinden, Anth. – 3) der bloße Name in Gegensatz der Person oder Sache, ὄνομα, ἔργον δ' οὐκ ἔχουσιν οἱ φίλοι, Eur. Or. 454, vgl. I. A. 128; ἐκ τῶν ὀνομάτων μᾶλλον ἢ τῶν πραγμάτων σκέπτεσθαι, Dem. 9, 15. Daher auch der falsche Name, hinter dem man die Sache versteckt, Vorwand, καὶ πρόσχημα, Pol. 11, 6, 4; D. Hal. u. a. Sp.; vgl. auch Thuc. 4, 60. – 4) bes. bei Gramm. das nomen im Gegensatz von ῥῆμα, verbum, auch im engeren Sinne Eigenname im Gegensatz von προσηγορία, nomen appellativum (s. unter ῥῆμα). – Übh. das Wort, der Ausdruck, ὀνόμασι διαθέσθαι, dem ἐνθυμηθῆναι entgegengesetzt, Isocr. 4, 9, der auch ὀνόματα = λέξις den ἐνθυμήματα gegenüberstellt.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 nom : ὄνομα θεῖναί τινι, ou θέσθαι, donner un nom à qqn ou à qch ; λέγειν τινὰ ὀνόματι PLAT, ὄνομα καλεῖν τινα, appeler qqn d'un nom ; ὄνομα ἔχειν ἀπό τινος HDT tirer son nom de qch ; πόλις Θάψακος ὀνόματι XÉN une ville du nom de Thapsakos ; πόλις ὄνομα Καιναί XÉN une ville du nom de Kænes ; Εὐρυβάτης ὄνομ' ἔσκε OD Eurybatès était son nom;
2 nom, renom, renommée;
3 nom (p. opp. à la personne ou à la chose même, et, en gén., à l'action) ; p. ext. vain nom, nom spécieux, prétexte ; en gén. mot, expression ; t. de gramm. substantif (par opp. au verbe ῥῆμα) ; τὸ κύριον ὄνομα le nom propre.
Étymologie: ὀ- prosth., γιγνώσκω.

Russian (Dvoretsky)

ὄνομα: ион. οὔνομα, эол. ὄνῠμα и ὤνομα, ατος τό
1 имя, название (ὄ. θέσθαι или θεῖναί τινι Hom.): ὄ. καλεῖν τινα или τινι и λέγειν τινὰ ὀνόματι Plat. или ἐξ ὀνόματος Polyb. называть кого-л. по имени; τι ὀνόματι προσαγορεύειν Arst. давать чему-л. название; πόλις Θάψακος ὀνόματι Xen. город с названием Тапсак; πόλις ὄ. Καιναί Xen. город по имени Кены;
2 (громкое) имя, слава (ὄ. καὶ κλέος Anth.): ὄ. ἔχειν ἀπό τινος Her., Plat.; составить себе имя (= прославиться) благодаря чему-л.; κτήσεσθαι ἔκ τινος ὄ. μέγα Xen. стяжать себе чем-л. великую славу;
3 (пустое) слово (τὰ ὀνόματα μᾶλλον ἢ τὰ πράγματα Dem.);
4 отговорка, предлог: μετ᾽ ὀνομάτων καλῶν Thuc. под благовидными предлогами;
5 термин (ὄ. ἐν τῇ ναυτικῇ Xen.);
6 выражение или речь Dem.;
7 (описательно = κάρα, κεφαλή и т. п.): ὦ φίλτατον ὄ. Πολινείκους! Eur. о милый Полиник!;
8 грам. имя (нарицательное), слово (ῥήματα καὶ ὀνόματα Plat.);
9 грам. имя собственное.

Greek (Liddell-Scott)

ὄνομα: τό, Ἰων. καὶ ποιητ. οὔνομα, Αἰολ. ὄνῠμα· (ἴδε ἐν τέλ.)· ἡ λέξις δι’ ἧς δηλοῦται πρόσωπόν τι ἢ πρᾶγμα, Ὅμ., κλ.· ὁ Ὅμ. ἔχει τὴν λέξιν συχνάκις ἐν τῇ Ὀδ., μόνον δὲ δὶς ἐν τῇ Ἰλ. (Γ. 235, Ρ. 260), καὶ συχνότερον ἐν τῷ κοινῷ ἢ ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ· ἀλλ’ ἀείποτε ἐπὶ ὀνόματος προσώπου (πλὴν ἐν δυσὶ χωρίοις μνημονευομένοις κατωτ. ΙΙ)· ἐρέω δέ τοι οὔνομα λαῶν Ὀδ. Ζ. 194· Οὗτις ἔμοιγ’ ὄνομα Ι. 366, πρβλ. Σ. 5, Τ. 183, 247· Ἀρήτη δ’ ὄνομ’ ἐστὶν ἐπώνυμον Η. 54, πρβλ. Τ. 409, Ἡσ. Θ. 144· ― ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ ἡ λέξις ὄνομα κεῖται ἀπολ., πόλις ὄνομα Καιναί, δηλ. ὀνόματι, Ξεν. Ἀνάβ. 2.4, 28, κτλ.· ἀλλὰ καὶ κατὰ δοτ., πόλις Θάψακος ὀνόματι αὐτόθι 1. 4, 11 λέγειν τινὰ ὀνόματι Πλάτ. Ἀπολ. 21C· ἐξ ὀνόματος Πολύβ. 18. 28, 4, κτλ.· ― κατ’ ὄνομα Στράτων ἐν «Φοινικίδῃ» 1. 14, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 983. 4. 2) ὄνομα τίθημί τινι, δίδω ὄνομα εἴς τινα, αὐτὸς νῦν ὄνομ’ εὕρεο, ὅττι κε θεῖο παιδὸς παιδὶ φίλῳ Ὀδ. Τ. 403· ἀλλὰ συνήθως ἐν μέσῳ τύπῳ, τίθεσθ’ ὄνομ’ ὅττι κεν εἴπω αὐτόθι 406, πρβλ. Θ. 554, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 5, Ἀριστοφ. Ὄρν. 810 κἑξ., πρβλ. Εὐρ. Φοιν. 12, Ἀριστοφ. Νεφ. 63 κἑξ.· καὶ παθητικῶς, ὂν. κεῖταί τινι ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 1291· ὄν. ἐστι ἢ κεῖται ἐπί τινι, λόγου ὄντος περὶ ὀνομάτων ἐφ’ οἵῳ ἔργῳ ἕκαστον εἴη Ξεν. Ἀπομνημον. 3. 14, 2· ὁ μὲν γὰρ ἀλαζὼν ἔμοι γε δοκεῖ ὄνομα κεῖσθαι ἐπὶ τοῖς προσποιουμένοις καὶ πλουσιωτέροις εἶναι ἢ εἰσὶ καὶ ἀνδρειοτέροις Κύρ. 2. 2, 12· οὕτως, ὄν. ἔχειν ἀπό τινος Ἡρόδ. 1. 71, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 282Α· ὡσαύτως, ὄν. φέρειν ἢ ἐπιφέρειν ἐπί τι Ἀριστοτέλ. Ἠθικ. Ν. 3. 12, 5, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6, 18, 8· πρβλ. ἐπώνυμος. 3) ὄνομα καλῶ τινα, ὀνομάζω τινὰ μέ τι ὄνομα, εἶπ’ ὄνομ’, ὅττι σε κεῖθι κάλεον Ὀδ. Θ. 550· καλοῦσί με τοῦτο τὸ ὄν. Ξεν. Οἰκ. 7, 3, πρβλ. Εὐρ. Ἴων. 259, 800, Πλάτ. Κρατ. 393Ε, κτλ.· οὕτως ἐν τῷ παθ., ὄν. δ’ ὠνομάζετο Ἕλενος Σοφ. Φ. 605, πρβλ. Ἠλ. 694· ὄν. κέκληται δημοκρατία Θουκ. 2. 37· τὸ ἐναντίον ὄν. μετωνόμασται ὁ αὐτ. 1. 122· ὄν. ἓν κεκλημένους Σικελιώτας ὁ αὐτ. 4. 64· λεγόμενοι τοὔνομα γεωργικοὶ Πλάτ. Νόμ. 842Ε· ― ἀλλὰ καί, ὀνόματί τινα καλεῖν, προσαγορεύειν Ἀντιφῶν 146. 8, Κρατ. 385D· ὄνομα καλεῖν ἐπί τινι «αὐτ. ἐν Παρμ. 147D· τύμβῳ δ’ ὄνομα σῷ κεκλήσεται... Κυνὸς σῆμα Εὐρ. Ἑκάβ. 1271· τοὔνομα προσηγορεύθη Ἀναξίλας ἐν «Νεοττίδι» 2. 4) ἡ λ. ὄνομα, ἐνίοτε παραλείπεται, ᾧ δὴ… ἄνθρωπον… τίθενται, εἰς ὃ δίδουσι (τὸ ὄνομα) ἄνθρ., Πλάτ. Θεαίτ. 157Β, πρβλ. Κρατ. 392D, 402Β· ταὐτὸν τοῦτο κεκλημένος ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 238Β, κ. ἀλλ. ΙΙ. ὄνομα, δόξα, φήμη, Ἰθάκης γε καὶ ἐς Τροίην ὄνομ’ ἵκει Ὀδ. Ν. 248, πρβλ. Ω. 93· τὸ μέγα ὄν. τῶν Ἀθηνῶν Θουκ. 7. 64· καταλιπεῖν ὄν. ὡς..., ὁ αὐτ. 5. 16· τοὔνομά τινος ἀφικνεῖται πρός τινα Ξεν. Ἀν. 5. 9, 20· ὡσαύτως, ὄνομα μέγα, ὡς καὶ νῦν, πεφημισμένον, Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 281C· μέγιστον ὄν. ἔχειν Θουκ. 2. 64· ἐν ὀνόματι εἶναι, ἔχειν μέγα ὄνομα, Wolf εἰς Δημ. Λεπτ. σ. 346· παράσιτοι δ’ ἐπ’ ὀνόματος ἐγένοντο, ὀνομαστοί, Ἀθήν. 240C· ἦν δὲ καὶ ὁ Κόρυδος τῶν δι’ ὀνόματος παρασίτων αὐτόθι 241Α. ΙΙΙ. ὄνομα καὶ οὐδὲν πλέον, μόνον ὄνομα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ πραγματικὸν πρόσωπονπρᾶγμα, ἵνα μηδ’ ὄνομ’ αὐτοῦ ἐν ἀνθρώποισι λίποιτο Ὀδ. Δ. 710· βοᾶ ἔτι μηδ’ ὄνομ’ εἴη Θεόκρ. 16. 97· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἔργον, Πόρσ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 512, πρβλ. Ὀρ. 454, Ἱππόλ. 502· περὶ ὄν. μάχεσθαι Λυσ. 912 Reisk.· ἐκ τῶν ὀν. μᾶλλον ἢ τῶν πραγμάτων σκέπτεσθαι Δημ. 114. 12. 2) ψευδὲς ὄνομα, πρόφασις, ὀνόματι (ἢ ἐπ ὀνόματι), προφάσει.., ὑπὸ τὸ πρόσχημα.., Θουκ. 4. 60· μετ’ ὀνομάτων καλῶν, ὡς τὸ τοῦ Σαλλουστ. honestiw nominibus, ὁ αὐτ. 5. 89· καλῶν ὀνομάτων καὶ προσχημάτων μεστὸς Πλάτ. Πολ. 495C, πρβλ. Πολύβ. 11. 6, 4. IV. ὄνομα ἐν περιφράσει, ὄνομα τῆς σωτηρίας, τῆς εὐγενείας, ἀντί, σωτηρία, εὐγένεια, Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 1080, Seidl. εἰς Εὐρ. Ι. Τ. 875 (905)· οὕτω τὸ Λατ. nomen, Markl. Stat. Sylv. 1. 1, 8· - μετ’ ὀνομάτων προσώπων κατὰ περίφρασιν, ἀντὶ αὐτῶν τῶν προσώπων, ὦ φίλτατον ὄνομα Πολυνείκους Εὐρ. Φοίν. 1702. V. ὡς τὸ λέξις, φράσις, ἔκφρασις, μάλιστα ἐπὶ τεχνικῶν ὅρων, ὀν. τὰ ἐν τῇ ναυτικῇ Ξεν. Ἀθην. 1, 19· καθόλου, λόγος, ὁμιλία, Δημ. 400. 1. VI. ἐν τῇ Γραμματικῇ ὄνομα, Λατ. nomen, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ῥῆμα, verbum, Ἀριστοφ. Νεφ. 681 κἑξ., Πλάτ. Θεαίτ. 168Β, πρβλ. Χαρμ. 163D, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 2, κ. ἀλλ.· ὡσαύτως, κύρ. ὄνομα Λατιν. nomen proprium, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ προσηγορία, Λατ. nomen apellativum, Γραμμ. - (Ἐντεῦθεν ὀνομάζω, ὀνομαίνω, κτλ., καὶ (ἐκ τοῦ Αἰολ. ὄνυμα) ἀνώνυμος, νώνυμος: ἡ ῥίζα εἶναι ΓΝΟ (πρβλ. γιγνώσκω), ὡς φαίνεται ἐκ τῶν Λατ. co-gnom-en, i-gnominia· ἀλλὰ τὸ g συνήθως ἐκπίπτει· πρβλ. Σανσκρ. nâm-an· Λατ. nom-en· Γοτθ. nam-o, γεν. nam-ins (ὄνομα), ga-nam-jan (ὀνομάζειν), κλ.).

English (Autenrieth)

ατος (for ὄ-γνομα, γνῶναι, cf. nomen): name; forfame,’ ‘glory,’ Od. 13.248, Od. 24.93.

Spanish

nombre, conjunto de nombres, conjunto de palabras, fórmula

English (Abbott-Smith)

ὄνομα, -τος, τό, [in LXX chiefly for שֵׁם;]
1.in general, the name by which a person or thing is called: Mt 10:2, Mk 3:16, Lk 1:63, Jo 18:10,al.; ἄνθρωπος (etc.), ᾧ (οὗ) ὄ. (τ. ὄ), sc. ἦν or ἐστίν (BL, §30, 3), Mk 14:32, Lk 1:26, 27; with same ellipsis, καὶ τ. ὄ. αὐτοῦ, Lk 1:5, Jo 1:6, al.; ὀνόματι, seq. nom. prop., Mt 27:32, Mk 5:22, Lk 1:5, Ac 5:1, al.; acc. absol. (Bl., §34, 7), τοὔνομα (= τ. ὄνομα), Mt 27:57; ὄ. μοι (sc. ἐστίν; cf. Hom., Od., ix, 366), Mk 5:9 (cf. Lk 8:30); ἔξειν ὄ., Re 9:11; καλεῖν (ἐπιτιθέναι) ὄ. (Bl., §33, 1), Mt 1:21, Mk 3:16; τ. ὄ. ἐν (τ.) βίβλῳ ζωῆς (cf. Deiss., LAE, 121), Phl 4:3, Re 13:8, cf. Lk 10:20 (ἐν τ. οὐρανοῖς); ὄ. βλασφημίας, Re 13:1; the name as opp. to the reality, Re 3:1 (cf. Hdt., vii, 138); as a title: Eph 1:21, Phl 2:9, 10 (Lft., in l.).
2.By a usage similar to that with ref. to Heb. שֵׁם (Lft., Notes, 106f.), but also common in Hellenistic (M, Pr., 100; Bl., §39, 4; Deiss, BS, 146f., 196f.; LAE, 123:4, of all that the name implies, of rank, authority, character, etc.: of acting on one's authority or in his behalf, ἐν (εἰς) ὄ., c. gen. pers. (v. reff. supr.), Mt 10:41 21:9 28:19, Mk 11:9, Lk 13:35, Jo 5:43, Ac 8:16, I Co 1:13; of the name Christian, I Pe 4:16; especially of the name of God as expressing the divine attributes: ἁγιάζειν (ἅγιον) τὸ ὄ. (τ. Πατρός, Κυρίου), Mt 6:9, Lk 1:49 11:2; ψάλλειν (ὁμολογεῖν) τῷ ὀ., Ro 15:9, He 13:15; δοξάζειν (φανεροῦν, φοβεῖσθαι) τὸ ὄ., Jo 12:28 17:6, 26 Re 11:18 15:4; βλασφημεῖν, Ro 2:24, I Ti 6:1, Re 13:6; similarly, of the name of Christ: τ. καλὂν ὄ. (Deiss., LAE, 276); πιστεύειν τῷ ὀ., I Jo 3:23; π. εἰς τ. ὄ. (Bl., §39, 4), Jo 1:12 2:23 3:18; ὀνομάζειν τὸ ὄ., II Ti 2:19; κρατεῖν, Re 2:13; οὐκ ἀρνεῖσθαι, Re 3:8; ἐν τ. ὀ. (v. reff. supr.), Mk 9:38 16:[17], Lk 10:17, Jo 14:13 16:23, 24 20:31, Ac 3:6 4:12, Eph 5:20, I Pe 4:14, al.; εἰς τ. ὄ. συνάγεσθαι, Mt 18:20; ἕνεκεν τοῦ ὀ., Mt 19:29; διὰ τὸ ὄ., Mt 10:22, Mk 13:13, al.; διὰ τοῦ ὀ., I Co 1:10; ὑπὲρ τοῦ ὀ., Ac 9:16, Ro 1:5, al.; id. absol., Ac 5:41, III Jo 7; πρὸς τὸ ὄ., Ac 26:9.
3.cause, ground, reason (in cl., usually in bad sense, pretext): Mk 9:41 (Swete, in l.; Dalman, Words, 305f.).
4.In late Greek (Deiss., BS., 196f.), an individual, a person: Ac 1:15, Re 3:4 11:13.

English (Strong)

from a presumed derivative of the base of γινώσκω (compare ὀνίνημι); a "name" (literally or figuratively) (authority, character): called, (+ sur-)name(-d).

English (Thayer)

ὀνόματος, τό (ΝΟΜ (others ΓΝΟ; see Vanicek, p. 1239), cf. Latin nomen (English name), with the prefixed omicron ὀ (but see Curtius, § 446)), the Sept. for שֵׁם (from Homer down), the name by which a person or a thing is called, and distinguished from others;
1. universally: of proper names, τῶν ἀποστόλων τά ὀνόματα, ἄνθρωπος or ἀνήρὄνομα, πόλιςὄνομα, namely, ἦν, named, followed by the name in the nominative (cf. Buttmann, § 129,20, 3): Xenophon, mem. 3,11, 1); οὗ (L ᾧ) τό ὄνομα, καί τό ὄνομα αὐτοῦ, αὐτῆς, etc., ὄνομα αὐτῷ namely, ἦν or ἐστιν (Buttmann, as above), ὀνόματι, followed by the name (cf. Buttmann, § 129a. 3; Winer's Grammar, 182 (171)), Xenophon, anab. 1,4, 11); τοὔνομα (i. e. τό ὄνομα), the accusative absolute (Buttmann, § 131,12; cf. Winer's Grammar, 230 (216)), i. e. by name, ὄνομα μοι namely, ἐστιν, my name Isaiah, οὔτις ἐμοιγ ὄνομα, Homer, Odyssey 9,366); ἔχειν ὄνομα, followed by the name in the nominative, καλεῖν τό ὄνομα τίνος, followed by the accusative of the name, see καλέω, 2a.; καλεῖν τινα ὀνόματι τίνι, ὀνόματι καλούμενος, καλεῖν τινα ἐπί τῷ ὀνόματι, ἐπί, B. 2a. εε., p. 233 b); κατ' ὄνομα (see κατά, II:3a. γ., p. 328a); τά ὀνόματα ὑμῶν ἐγράφη (ἐγγέγραπται T WH Tr) ἐν τοῖς οὐρανοῖς, your names have been enrolled by God in the register of the citizens of the kingdom of heaven, τό ὄνομα τίνος (ἐγράφη) ἐν βίβλῳ (τῷ βιβλίῳ) ζωῆς, ἐπί τό βιβλίον τῆς ζῇς ἐκβάλλειν (which see 1h.) τό ὄνομα τίνος ὡς πονηρόν, since the wickedness of the man is called to mind by his name, ἐπικαλεῖσθαι τό ὄνομα τοῦ κυρίου, see ἐπικαλέω, 5; ἐπικέκληται τό ὄνομα τίνος ἐπί τινα, see ἐπικαλέω, 2; ὀνόματα (ὄνομα) βλασφημίας equivalent to βλάσφημα (βλασπηημον) (cf. Winer's Grammar, § 34,3b.; Buttmann, § 132,10), names by which God is blasphemed, his majesty assailed, R G Tr, see γέμω). so used that the name is opposed to the reality: ὄνομα ἔχεις, ὅτι ζῇς, καί νεκρός εἰ, thou art said (A. V. hast a name) to live, ὄνομα εἶχεν, ὡς ἐπ' Ἀθηνας ἐλαυνει, Herodotus 7,138). equivalent to title: περί ὀνομάτων, about titles (as of the Messiah), κληρονομεῖν ὄνομα, χαρίζεσθαί τίνι ὄνομα τί, ὁ κύριος is meant (but critical texts read τό ὄνομα etc., which many take either strictly or absolutely; cf. Meyer and Lightfoot at the passage (see below just before 3))); specifically, a title of honor and authority, ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ, in devout recognition of the title conferred on him by God (i. e. the titleκύριος), ὄνομα here follows that of ὄνομα in Lightfoot, and cf. Winer's Grammar, 390 (365)).
2. By a usage chiefly Hebraistic the name is used for everything which the name covers, everything the thought or feeling of which is roused in the mind by mentioning, hearing, remembering, the name, i. e. for one's rank, authority, interests, pleasure, command, excellences, deeds, etc.; thus, εἰς ὄνομα προφήτου, out of regard for (see εἰς, B. II:2d.) the name of prophet which he bears, equivalent to because he is a prophet, βαπτίζειν τινα εἰς ὄνομα τίνος, by baptism to bind anyone to recognize and publicly acknowledge the dignity and authority of one (cf. βαπτίζω, II.
b. (aa.)), to do a thing ἐν ὀνόματι τίνος, i. e. by one's command and authority, acting on his behalf, promoting his cause (cf. Winer's Grammar, 390 (365); Buttmann, § 147,10); as, ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι κυρίου (from ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ πατρός μου, ἐν τῷ ὀνόματι τῷ ἰδίῳ, of his own free-will and authority, ἐν τῷ ὀνόματι of Jesus, L T Tr WH in κυρίου here denotes God; cf. 2f. below). According to a very frequent usage in the O. T. (cf. יְהוָה שֵׁם), the name of God in the N.T. is used for all those qualities which to his worshippers are summed up in that name, and by which God makes himself known to men; it is therefore equivalent to his divinity, Latin numen (not his nature or essence as it is in itself), the divine majesty and perfections, so far forth as these are apprehended, named, magnified (cf. Winer, Lex. Hebrew et Chald., p. 993; Oehler in Herzog x., p. 196ff; Wittichen in Schenkel iv., p. 282ff); so in the phrases ἅγιον τό ὄνομα αὐτοῦ namely, ἐστιν, ἁγιάζειν τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ὁμολογεῖν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ, ψάλλειν, δοξάζειν, φανερουν, γνωρίζειν, φοβεῖσθαι τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ, G L T Tr WH); διαγγέλλειν, ἀπαγγέλλειν, βλασφημεῖν, ἀγάπην ἐνδείκνυσθαι εἰς τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ, τήρησον αὐτούς ἐν τῷ ὀνόματι σου, ᾧ (by attraction for ὁ (cf. Buttmann, § 143,8, p. 286; Winer's Grammar, § 24,1; incorrectly οὕς)) δέδωκάς μοι, keep them consecrated and united to thy name (character), which thou didst commit to me to declare and manifest (cf. verse 6), ὑπέρ τοῦ ἁγίου ὀνόματος σου, οὗ κατεσκήνωσας ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν, ' Teaching etc., chapter 10,2 [ET]). After the analogy of the preceding expression, the name of Christ (Ἰησοῦ, Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ κυρίου Ἰησοῦ, τοῦ κυρίου ἡμῶν, etc.) is used in the N.T. of all those things which, in hearing or recalling that name, we are bidden to recognize in Jesus and to profess; accordingly, of "his Messianic dignity, divine authority, memorable sufferings, in a word the peculiar services and blessings conferred by him on men," so far forth as these are believed, confessed, commemorated (cf. Westcott on the Epistles of John, p. 232): hence, the phrases εὐαγγελίζεσθαι τά περί τοῦ ὀνοματου Ἰησοῦ Χριστοῦ, μεγαλύνειν τό ὄνομα τῷ ὀνόματι ( ἐν τῷ ὀνόματι) αὐτοῦ ἐλπίζειν, Buttmann, 156 (153)); πιστεύειν, πιστεύουσιν εἰς τό ὄνομα, 13 b); πίστις τοῦ ὄνομα, ὁ ὀνομάζων τό ὄνομα κυρίου, whoever nameth the name of the Lord namely, as his Lord (see ὀνομάζω, a.), κρατεῖν, to hold fast i. e. persevere in professing, οὐκ ἀρνεῖσθαι, τό ὄνομα Ἰησοῦ ἐνδοξάζεται ἐν ὑμῖν, βαστάζειν τό ὄνομα ἐνώπιον ἐθνῶν (see βαστάζω, 3), ἐπί τῷ ὀνόματι Χριστοῦ, see ἐπί, B. 2a. β., p. 232b. The phrase ἐν τῷ ὀνόματι Χριστοῦ is used in various senses:
a. by the command and authority of Christ: see examples just above.
b. in the use of the name of Christ i. e. the power of his name being invoked for assistance, Relz L T Tr WH (see f. below); ἐν ποιῶ ὀνόματι ἐποιήσατε τοῦτο; through the power of Christ's name, pervading and governing their souls, in acknowledging, embracing, professing, the name of Christ: σωθῆναι, δικαιωθῆναι, ζωήν ἔχειν, in professing and proclaiming the name of Christ, παρρησιάζεσθαι, relying or resting on the name of Christ, rooted (so to speak) in his name, i. e. mindful of Christ: ποιεῖν τί, εὐχαριστεῖν, αἰτεῖν τί, i. e. (for substance) "to ask a thing, as prompted by the mind of Christ and in reliance on the bond which unites us to him," R G L in 23; cf. Ebrard, Gebet im Namen Jesu, in Herzog iv. 692ff. God is said to do a thing ἐν ὀνόματι Χριστοῦ, regardful of the name of Christ, i. e. moved by the name of Christ, for Christ's sake, διδόναι the thing asked, T Tr WH; πέμπειν τό πνεῦμα τό ἅγιον ἐν ὀνόματι Χριστοῦ (A. V. for the name of Christ) (German auf Grund Namens Christi), i. e. because one calls himself or is called by the name of Christ: ὀνειδίζεσθαι, ὡς Χριστιανός, 16). The simple dative τῷ ὀνόματι Χριστοῦ signifies by the power of Christ's name, pervading and prompting souls, τῷ ὀνόματι τοῦ κυρίου (i. e. of God) λαλεῖν, of the prophets, R G; τῷ ὀνόματι σου, by uttering thy name as a spell, Rst bez G (see b. above). εἰς τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ συνάγεσθαι is used of those who come together to deliberate concerning any matter relating to Christ's cause (German auf den Namen), with the mind directed unto, having regard unto, his name, ἕνεκεν τοῦ ὀνοματου (A. V. for my name's sake), i. e. on account of professing my name, διά τό ὄνομα μου, αὐτοῦ, etc.: διά τοῦ ὀνόματος τοῦ κυρίου παρακαλεῖν τινα, to beseech one by employing Christ's name as a motive or incentive (cf. Winer's Grammar, 381 (357)), his name, ἄφεσιν ἁμαρτιῶν λαβεῖν, ὑπέρ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ, equivalent to for defending, spreading, strengthening, the authority of Christ, τό ὄνομα is used absolutely, the Name, namely, κυρίου, of the Lord Jesus; so Vat. Lightfoot on Ignatius ad Ephesians 3,1 [ET]; Buttmann, 163 (142) note; Winer's Grammar, 594 (553). So Lightfoot in πρός τό ὄνομα Ἰησοῦ τοῦ Ναζωραίου ... ἐναντία πρᾶξαι, שֵׁמות (ὀνόματα is used equivalent to persons reckoned up by name: nomen, equivalent to the cause or reason named: ἐν τῷ ὀνόματι τούτῳ, in this cause, i. e. on this account, namely, because he suffers as a Christian, L T Tr WH (others, more simply, take ὄνομα here as referring to Χριστιανός preceding); ἐν ὀνόματι, ὅτι (as in Syriac d)MSB ) Χριστοῦ ἐστε, in this name, i. e. for this reason, because ye are Christ's (disciples), Mark 9:41.

Greek Monolingual

το (ΑΜ ὄνομα, Α αιολ. και δωρ. τ. ὄνυμα και λακων. τ. ἔνυμα και ποιητ. τ. οὔνομα)
1. κάθε λέξη με την οποία δηλώνεται πρόσωπο, ζώο ή πράγμα, καθώς και πράξη, κατάσταση ή ιδιότητα (α. «όνομα ουσιαστικό» β. «όνομα επίθετο»)
2. φήμη, δόξα
3. γραμμ. ένα από τα κλιτά μέρη του λόγου (α. «κύριο όνομα» — όνομα ορισμένου προσώπου, ζώου ή πράγματος
β. «όνομα προσηγορικό» — όνομα όχι για κάτι μεμονωμένο αλλά για ολόκληρη τάξη πραγμάτων ή ζώων
γ. «όνομα επίθετο» — λέξη που δηλώνει την ποιότητα ή την ιδιότητα ενός ουσιαστικού)
4. φρ. α) «εν ονόματι» — δυνάμει κάποιου, βάσει κάποιου
β) «επ' ονόματι» — στο όνομα κάποιου
νεοελλ.
1. λέξη δηλωτική συγκεκριμένου φυσικού προσώπου, βαπτιστικό
2. επώνυμο
3. φρ. α) «έχω [ή είναι] το όνομά μου» — γιορτάζω την επέτειο τής ονομαστικής μου γιορτής
β) «όνομα και πράγμα» — το όνομα κάποιου ανταποκρίνεται πραγματικά στις ιδιότητές του
γ) «για όνομα του Θεού [τού Χριστού ή τής Παναγίας]» — επιφώνηση η οποία εκφράζει έντονη προτροπή ή διαμαρτυρία
δ) «όνομα και μη χωριό» — πρόσωπο γνωστό που δεν θέλει κάποιος να κατονομάσει
ε) «αφήνω [βγάζω] όνομα» — φημίζομαι για κάτι καλό ή, συνηθέστερα, για κάτι κακό
στ «ο τάδε, ο δείνα με τ' όνομα» — ο ξακουστός, ο περίφημος ή ο περιβόητος, ο διαβόητος
ζ) «κατ' όνομα» ή «ψιλῴ ονόματι» — στα λόγια, φαινομενικά
η) «εξ ονόματος κάποιου» — εκ μέρους ή κατ' εντολήν ή για λογαριασμό κάποιου
θ) «γνωρίζω κάποιον εξ ονόματος» ή «γνωρίζω κάποιον κατ' όνομα» — γνωρίζω μόνον το όνομα κάποιου, δεν τόν γνωρίζω προσωπικώς
ι) «κάποιος ονόματι...» — κάποιος που ονομάζεται..., που φέρει το όνομα...
ια (στον Ερωτόκριτο) «για όνομά μου» — για χάρη μου
ιβ (στην Ερωφίλη) «απ' όνομά μου» — εκ μέρους μου
4. παροιμ. α) «άλλος έχει τ' όνομα κι άλλος τη χάρη» — άλλος φημίζεται και άλλος πραγματικά αξίζει τη φήμη
β) «κάλλιο να σού βγει το μάτι παρά τό όνομα» — δεν υπάρχει τίποτε χειρότερο από τη δυσφήμηση
μσν.-αρχ.
πρόσωπο («ἦν τε ὄχλος ὀνομάτων ἐπὶ τὸ αὐτὸ ὡς ἑκατὸν εἴκοσι», ΚΔ)
αρχ.
1. συμβατική ονομασία προσώπου ή πράγματος σε αντιδιαστολή προς το πραγματικό πρόσωπο ή πράγμα
2. γραμματικός όρος που δήλωνε κάθε λέξη, σε αντιδιαστολή προς το ρήμα
3. πρόσχημα, πρόφαση
4. τα λόγια, σε αντιδιαστολή προς τα έργα, τις πράξεις («κρεῑσσον δὲ τοὔργον, εἴπερ ἐκσώσει γέ σε ἤ τοὔνομα», Ιπποκρ.)
5. η δύναμη ή η ισχύς την οποία παρέχει κάποιο όνομα ή η επίκληση ενός ονόματος
6. (σε δοσοληψίες) λογαριασμός
7. στον πληθ. τεχνικοί όροι («καὶ ὀνόματα μαθεῖν τὰ ἐν ναυτικῇ», Ξεν.)
8. φρ. α) «ἐν ὀνόματι είμι» — είμαι πολύ γνωστός, είμαι ξακουστός
β) «ὄνομα τῆς σωτηρίας» — σωτηρία
γ) «ὄνομα ὁμιλίας» — ομιλία
δ) «ὄνομα βλασφημίας» — βλασφημία
ε) «ὄνομα τῆς εὐγενείας» — ευγένεια
στ «ἔχω ὀνόματός τίνος» — έχω κάτι για λογαριασμό του αναγραφόμενου προσώπου
ζ) «ὀνόματι ἰδιωτικῇς» — στο κεφάλαιο τών ιδιωτικών κτημάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὄνο-μα εντάσσεται στη μεγάλη σειρά τών ουδ. σε -μα (< *-mn, γεν. -mntos, πρβλ. θαύμα) με συγγενέστερο τύπο °στην ΙΕ το αρμ. anun. Η λ. συνδέεται και με τα: λατ. nomen, αρχ. ινδ. nāma, αβεστ. nāma, γοτθ. namo, χεττιτ. lāman (με ανομοίωση του -η- σε -l-), αλβ. emer, emen και αρχ. πρωσ. emmens (πρβλ. λακων. τ. ἔνυμα στο ανθρωπωνύμιο Ἐνυμακρατίδας). Από τη μελέτη τών προηγούμενων τ. οδηγούμαστε σε τρεις διαφορετικές μορφές τής ίδιας ρίζας, τής οποίας τόσο η αρχική μορφή όσο και ο τρόπος με τον οποίο διαμορφώθηκε στις διάφορες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες είναι δύσκολο να εξακριβωθούν: 1) *en(o)mn- (πρβλ. αλβ. emen, λακων. ἔνυμα)
2) *(o)nomn- (πρβλ. ὄνομα, αρμ. anun)
3) *nōmn- (πρβλ. λατ. nōmen, αρχ. ινδ. nāma). Ως αρχική μορφή τής ρίζας έχει προταθεί ο τ. *-sen- με λαρυγγικό φθόγγο και επίθημα σε -m-. Από τη ρίζα αυτή με παρέκταση *-men σχηματίστηκε η μορφή *ә1on-m-en, που έδωσε αρχ. τύπο *ὄνμα και ὄνομα / ὄνυμα, με ανάπτυξη φωνήεντος. Τής ίδιας ρίζας μορφή *әnom-en έδωσε τα λατ. nomen, αρχ. ινδ. nāma κλπ. Σύμφωνα με άλλη πρόταση, ως αρχική ρίζα θα πρέπει να θεωρηθεί η *nōmn- / *nmen, χωρίς λαρυγγικό φθόγγο, οπότε το αρκτ. φωνήεν (ο-) τής Ελληνικής και Αρμενικής αποτελούν προθεματικό φωνήεν, πολύ συχνό στις γλώσσες αυτές. Περαιτέρω προβλήματα παρουσιάζει και η εναλλαγή τών φωνηέντων -ο- και -υ- στους τ. ὄνομα τής ιων-αττ. και ὄνυμα τής αιολ. διαλέκτου (πρβλ. σύνθ. σε -ώνυμος), αντίστοιχα. Κατά μία άποψη, ο αιολ. τ. ὄνυμα πρέπει να ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας που αντιπροσωπεύεται με φωνήεν -υ-, πιθ. λόγω τής επίδρασης κάποιου ηχηρού λαρυγγικού φθόγγου (πρβλ. νύξ, ὄνυξ), ενώ κατ' άλλους ο τ. έχει προέλθει από τον τ. ὄνομα με ανομοιωτική τροπή του δεύτερου -ο- σε -υ-. Η λ. ὄνομα εμφανίζεται ως β' συνθετικό σε μεγάλο αριθμό σύνθ. με τις μορφές -ώνυμος (πρβλ. ομ-ώνυμος), -ωνύμιο(ν) (πρβλ. επωνύμιο επωνύμιον, τοπωνύμιο) και τοπώνυμο (πρβλ. ψευδώνυμο) με έκταση «εν συνθέσει».
ΠΑΡ. ονομάζω, ονοματίζω, ονοματικός, ονοματώδης
αρχ.
ονομαίνω, ονομάτιον.
ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) ονοματοθέτης, ονοματολόγος
αρχ.
ονομακλήτωρ, ονομάκλυτος, ονοματογραφία, ονοματοθήρας, ονοματομάχος, ονοματοποιός, ονοματουργός
μσν.
ονοματογράφος
νεοελλ.
ονοματεπώνυμο, ονοματοκρατία, ονοματολάτρες, ονοματολογία, ονοματομανία, ονοματοπαίγνιο. (Β' συνθετικό -ώνυμος) ανώνυμος, διώνυμος, επώνυμος, ετερώνυμος, ευώνυμος, ιδιώνυμος, ιερώνυμος, κακώνυμος, μεγαλώνυμος, ομώνυμος, παρώνυμος, περιώνυμος, πολυώνυμος, συνώνυμος, ταυτώνυμος, τριώνυμος, φερώνυμος, χριστεπώνυμος, χριστώνυμος, ψευδώνυμος
αρχ.
αιτιώνυμος, αντιπαρώνυμος, αρτιώνυμος, αυτεπώνυμος, γαλεώνυμος, δεξιώνυμος, δισώνυμος, δυσώνυμος, εναντιώνυμος, ερατώνυμος, θηριώνυμος, ισώνυμος, καλλιώνυμος, καλώνυμος, κυθνώνυμος, κυθώνυμος, μειώνυμος, μετώνυμος, μικρώνυμος, μυριώνυμος, νώνυμος, ορθώνυμος, ουλαμώνυμος, παντώνυμος, πατρώνυμος, πεντώνυμος, περισσώνυμος, πηρώνυμος, προσώνυμος, προώνυμος, πτερώνυμος, σακκώνυμος, σκολοπώνυμος, συνομώνυμος, τετραώνυμος, υπερώνυμος, φυτώνυμος, χαριτώνυμος, χρυσεπώνυμος
νεοελλ.
αγιώνυμος, ανεπώνυμος, δυσώνυμος, μονώνυμος, ποικιλώνυμος, συνεπώνυμος. (Β' συνθετικό -ώνυμο) νεοελλ. διώνυμο, επώνυμο, ετερώνυμο, ιδιώνυμο, κυριώνυμο, μητρώνυμο, μονώνυμο, οδώνυμο, ομώνυμο, ονοματεπώνυμο, παρεπώνυμο, παρώνυμο, πατρώνυμο, πολυώνυμο, συνώνυμο, τριώνυμο, ψευδώνυμο. (Β' συνθετικό σε ψευδωνύμιο, ψευδωνύμιον) επωνυμιών)
αρχ.
ανδρωνύμιον, προωνύμιον
νεοελλ.
οδωνύμιο, παρωνύμιο, προσωνύμιο, τοπωνύμιο].

Greek Monotonic

ὄνομα: τό, Ιων. και ποιητ. οὔνομα, Αιολ. ὄνῠμα, Λατ. nomen, όνομα, σε Όμηρ. κ.λπ.·
I. 1. απόλ., με το όνομα, πόλις ὄνομα Καιναί, σε Ξεν. κ.λπ.· επίσης στη δοτ., πόλις Θάψακος ὀνόματι, στον ίδ.
2. ὄνομα θεῖναί τινα, δίνω όνομα σε κάποιον, ονομάζω, σε Ομήρ. Οδ.· αλλά συνήθως στη Μέσ., ὄν. θέσθαι, στο ίδ., Αττ.· και στην Παθ., ὄν. κεῖταί τινι, σε Αριστοφ. κ.λπ.· ὄν. ἔχειν ἀπό τινος, σε Ηρόδ.
3. ὄνομα καλεῖν τινα, αποκαλώ κάποιον με ένα όνομα, σε Ομήρ. Οδ., Αττ.· ομοίως, με Παθ. ρήματα, ὄν. ὠνομάζετο Ἕλενος, σε Σοφ.· ὄν. κέκληται δημοκρατία, σε Θουκ.
II. «όνομα», φήμη, Ἰθάκης γε καὶ ἐς Τροίην ὄνομ' ἵκει, σε Ομήρ. Οδ.· τὸ μέγα ὄν. τῶν Ἀθηνῶν, σε Θουκ.· ὄνομα ή τὸ ὄνομα ἔχειν, είμαι ονομαστός για κάτι (καλό ή κακό), στο βʹ ευκτ., σε Θουκ.
III. 1. το όνομα καθεαυτό, σε αντίθ. προς το πραγματικό πρόσωπο ή πράγμα, σε Ομήρ Οδ.· σε αντίθ. προς το ἔργον, σε Ευρ. κ.λπ.
2. ψευδές όνομα, προσποίηση, πρόφαση, ὀνόματι ή ἐπ' ὀνόματι, με το πρόσχημα ότι, σε Θουκ.
IV.ὄνομα επίσης σε περιφρ. εκφράσεις, ὄνομα τῆς σωτηρίας, αντί σωτηρία, σε Ευρ.· ὦ φίλτατον ὄνομα Πολυνείκου, στον ίδ.
V. φράση, έκφραση, σε Ξεν.· γενικά, ρήση, λόγος, ομιλία, σε Δημ.
VI.στη Γραμματική, όνομα, ουσιαστικό, Λατ. nomen, σε αντίθ. προς το ρήμα verbum, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.

Frisk Etymological English

-ατος
Grammatical information: n.
Meaning: name (Il.), gramm. word (Att.), as part of speech = nomen (Pl., Arist.; beside ῥῆμα = verbum).
Other forms: ep. (also Hdt.) οὔνομα (metr. length.), Aeol. Dor. ὄνυμα; Dor. also ἔνυμα in Ἐνυμα-κρατίδας, Ἐνυμαντιάδας (Lac.)?
Compounds: Compp., e.g. ὀνομά-κλυτος with a famous name (Χ 51; Schwyzer 440), ἐξ-ονομα-κλήδην, s. v.; ὀνοματο-ποιέω to give a name, to name (Arist.), after other compp. with -ποιέω (ὀνοματο-ποιός Ath., Zos. Alch., -ποιία Str.; cf. Schwyzer 726); ἀν-ώνυμος (θ 552; comp. length.), ν-ώνυμ(ν)ος (ep.; s. below) nameless.
Derivatives: A. Nouns: 1. Dimin. ὀνομάτιον (Arr., Longin.); 2. Adj. ὀνοματ-ώδης of the nature of a name, concerning the name (Arist.), -ικός belonging to the ὄνομα (D. H.). B. Verbs: 1. ὀνο-μαίνω, almost only aor. ὀνομῆναι, also w. ἐξ-, (mostly ep. Il.), fut. ο(ὑ)νομανέω (Hdt.), pres. (Dor.) ὀνυμαίνω (Gortyn, Ti. Locr.) to call, to proclaim. 2. ὀνομάζω, Dor. Aeol. ὀνυμάζω, aor. ὀνομάσαι, ὀνυμάξαι, often w. prefix, e.g. ἐξ-, ἐπ-, κατ-, παρ-, μετ-, `to call (by the name), to name, to enunciate (cf. Jacobsohn KZ 62, 132 ff.) with ὀνομασία f. name, expression (Hippias Soph., Pl., Arist.), ὀνομαστής m. = Lat. nominator (pap. III p), ὀνομ-αστί (-εί) namely, by name (IA.; Schwyzer 623), -αστικός serving for, belonging to naming (Pl.; Chantraine Études 132), ἡ -ικη(πτῶσις) casus nominativus (Str., gramm.). 3. ὀνοματίζω 'dispute about names (Gal.), -ισμός m. list of names (inscr. Thess.).
Origin: IE [Indo-European] [321] *h₃neh₃m-n̥, *h₃nh₃m-n- name
Etymology: Old word for name, with Arm. anun < *onomn- < *anomn- (with o > u before m) to be immediately compared; anun can be both *h₃nh₃mn and *h₃neh₃mn; the Greek word must have zero grade, *h₃nh₃mn. Also Phrygian ονομαν may have ο- from *h₃- (Kortlandt SCauc. 7(1987)63). The e elsewhere has diff. origin; Alb. emër (Geg.), êmën (Tosc.) may be a loan from Latin nomen; for OPr. emmens m. see below on Slavic; the Greek ἐ- is not well explained, but it may be due to dissim. against the following o < h₃; cf. below on Tocharian; the Greek u-vowel, also in ὄνυμα, ἀνώνυ-μος a.o., is due to assimilation (cf. Schwyzer 352 with several hypotheses). The other languages have one of the two ablaut-grades: Lat. nōmen = Skt. nā́ma, IE *h₃neh₃mn̥, Germ., e.g. Goth. namo n., IE *nh₃mōn-; OFr. nomia, MHG be-nuomen, Dutch be-noemen (which is an every-day word) have *h₃neh₃m- again (Beekes, Sprache 33 (1987) 1ff. Diff. again Slav., e.g. OCS imę (< *h₃n̥h₃m-), Celt., e.g. OIr. ainm (from *anmen- < *h₃n̥m-), Toch. B ñem, A ñom (from *nem-with h₁ from dissim. of the second h₃?; s. v. Windekens Orbis 11,607 w. lit.). Most complicated is Anatolian: Hitt. laman- n. (< *h₃neh₃m- like Latin), with l- from dissim. and loss of the h₃-; lamnii̯a- name from *h₃nh₃m-; but Hier. Luw. adama(n)-za with a- from h₃. With ὀνομαίνω agree in formation Germ., e.g. Goth. namnjan name, Hitt. lamnii̯a- id. (cf. also Schwyzer Mél. Pedersen 65 on ὀνομ-αίνω, -άζω). The orig. n-stem still clearly seen in νώνυμν-ος < *n̥-h₃nh₃mn-; younger is ἀνὼνυμος. -- Details from several languages w. lit. in WP. 1, 132, Pok. 321, W.-Hofmann and Ernout-Meillet s. nōmen, Mayrhofer s. nā́ma, Vasmer s. ímja etc. Cf. on ὄνομαι.

Middle Liddell

ὄνομα, ατος, τό,
I. Lat. nomen, a name, Hom., etc.:—absol., by name, πόλις ὄνομα Καιναί Xen., etc.; also in dat., πόλις Θάψακος ὀνόματι Xen.
2. ὄν. θεῖναί τινα to give one a name, Od.; but commonly in Mid., ὄν. θέσθαι Od., Attic; and for Pass., ὄν. κεῖταί τινι Ar., etc.; ὄν. ἔχειν ἀπό τινος Hdt.
3. ὄνομα καλεῖν τινα to call one by name, Od., Attic; so with pass. verbs. ὄν. ὠνομάζετο Ἕλενος Soph.; ὄν. κέκληται δημοκρατία Thuc.
II. name. fame, Ἰθάκης γε καὶ ἐς Τροίην ὄνομ' ἵκει Od.; τὸ μέγα ὄν. τῶν Ἀθηνῶν Thuc.; ὄνομα or τὸ ὄν. ἔχειν to have a name for a thing (good or bad), 2 opt., Thuc.
III. a mere name, opp. to the real person or thing, Od.; opp. to ἔργον, Eur., etc.
2. a false name, pretence, pretext, ὀνόματι or ἐπ' ὀνόματι under the pretence, Thuc.
IV. ὄνομα is also used in periphrasis phrases, ὄνομα τῆς σωτηρίας, for σωτηρία, Eur.; ὦ φίλτατον ὄν. Πολυνείκους Eur.
V. a phrase, expression, Xen.: generally, a saying, speech, Dem.
VI. in Grammar, a noun, Lat. nomen, opp. to ῥῆμα, verbum, Ar., Plat., etc.

Frisk Etymology German

ὄνομα: -ατος
{ónoma}
Forms: ep. (auch Hdt.) οὔνομα (metr. Dehn.), äol. dor. ὄνυμα, dor. auch ἔνυμα in Ἐνυμακρατίδας, Ἐνυμαντιάδας (lak.)
Grammar: n.
Meaning: Name (seit Il.), gramm. Wort (att.), als Redeteil = nomen (Pl., Arist. usw.; neben ῥῆμα = verbum).
Composita : Kompp., z.B. ὀνομάκλυτος mit berühmtem Namen (ep. poet. seit Χ 51; Schwyzer 440), ἐξονομακλήδην, s. bes.; ὀνοματοποιέω einen Namen geben, benennen (Arist. usw.), nach anderen Kompp. mit -ποιέω (ὀνοματοποιός Ath., Zos. Alch., -ποιία Str. u.a.; vgl. Schwyzer 726); ἀνώνυμος (seit θ 552; Komp.dehnung), νώνυμ(ν)ος (ep.; vgl. unten) namenlos.
Derivative: Ableitungen. A. Nomina: 1. Demin. ὀνομάτιον (Arr., Longin. u.a.); 2. Adj. ὀνοματώδης namenartig, den Namen betreffend (Arist.), -ικός [[zum ὄνομα gehörig]] (D. H. usw.). B. Verba: 1. ὀνομαίνω, fast nur Aor. ὀνομῆναι, auch m. ἐξ-, (vorw. ep. seit Il.), Fut. ο(ὑ)νομανέω (Hdt.), Präs. (dor.) ὀνυμαίνω (Gortyn, Ti. Lokr.) nennen, kund tun. 2. ὀνομάζω, dor. äol. ὀνυμάζω, Aor. ὀνομάσαι, ὀνυμάξαι, oft m. Präfix, z.B. ἐξ-, ἐπ-, κατ-, παρ-, μετ-, ‘(beim Namen) nennen, benennen, aussprechen’ (vgl. Jacobsohn KZ 62, 132 ff.) mit ὀνομασία f. Benennung, Ausdruck (Hippias Soph., Pl., Arist. usw.), ὀνομαστής m. = lat. nominator (Pap. III p), ὀνομαστί (-εί) ‘namentlich, mit,bei Namen’ (ion. att.; Schwyzer 623), -αστικός zum Nennengehörig, dienend (Pl. u.a.; Chantraine Études 132), ἡ -ικὴ(πτῶσις) casus nominativus (Str., Gramm.). 3. ὀνοματίζω’um Namen streiten’ (Gal.), -ισμός m. Namenliste (Inschr.Thess.).
Etymology : Altes Wort für Name, mit arm. anun unmittelbar gleichzusetzen, idg. *onomn. Der e-Vokal in Ἐνυμακρατίδας u.a. findet sich auch in alb. emër (geg.), êmën (tosk.) und apreuss. emmens m. (idg. *enm-?); der u-Vokal, auch in ὄνυμα, ἀνώνυμος u.a., ist als (sonst nirgends mit Sicherheit zu belegende) Reduktionsstufe zu beurteilen (vgl. Schwyzer 352 mit verschiedenen Hypothesen). Die übrigen Sprachen weichen im Ablaut ab: lat. nōmen = aind. nā́ma, idg. *nṓmn̥, germ., z.B. got. namo n., idg. *nŏmōn-. Noch anders slav., z.B. aksl. imę, kelt., z.B. air. ainm, toch. B ñem, A ñom (idg. *nem- od. ural. LW?; s. v. Windekens Orbis 11,607 m. Lit.), heth. laman- n. (umstritten, s. Kronasser Etymologie 1, 59f. m. Lit.). Laryngalhypothesen bei Austin Lang. 17, 88. Zu ὀνομαίνω stimmen bildungsgemäß germ., z.B. got. namnjan nennen, heth. lamnii̯a- ib. (vgl. noch Schwyzer Mél. Pedersen 65 über ὀνομαίνω, -άζω); der urspr. n-Stamm noch in νώνυμνος. — Einzelheiten aus verschiedenen Sprachen m. Lit. bei WP. 1, 132, Pok. 321, W.-Hofmann und Ernout-Meillet s. nōmen, Mayrhofer s. nā́ma, Vasmer s. ímja usw. Vgl. zu ὄνομαι.
Page 2,396-397

Chinese

原文音譯:Ônoma 哦挪馬
詞類次數:名詞(230)
原文字根:名 相當於: (שֵׁם‎) (שֵׁמַע‎) (שֹׁמַע‎)
字義溯源:名字,名叫,名號,名稱,姓名,名,叫;源自(γινώσκω)*=知道);比較: (ὀνίνημι)=使滿足,而 (ὀνίνημι)出自(ὀνομάζω)X=忽略*)。名字代表一個人,說出他的所是,他的使命,他的工作,他的目的。就如:耶穌,意為耶和華拯救,說出他要將自己的百姓從罪惡裏救出來。等到他完成了他救贖的工作,父將他升為至高,又賜給他那超乎萬名之上的名;叫一切在天上的,地上的,和地底下的,因耶穌的名,無不屈膝。我們也是因他的名得救,也是信入他的名。今天我們是在主耶穌的名裏向父祈求。並且傳揚他的名,使他的名得著榮耀。所以,基督徒的一生都和基督的名發生密切的關係
同源字:1) (ἐπονομάζω)在命名 2) (ὄνομα)名字 3) (ὀνομάζω)起名 4) (ψευδώνυμος)不真實的稱呼
出現次數:總共(229);太(22);可(15);路(34);約(25);徒(60);羅(5);林前(6);弗(2);腓(4);西(1);帖後(2);提前(1);提後(1);來(4);雅(3);彼前(2);約壹(3);約叄(2);啓(37)
譯字彙編
1) 名(166)數量太多,不能盡錄;
2) 名叫(40) 太27:32; 可5:9; 可5:9; 可5:22; 路1:5; 路1:26; 路1:27; 路2:25; 路5:27; 路8:41; 路10:38; 路16:20; 路23:50; 路24:13; 約1:6; 約3:1; 徒5:1; 徒5:34; 徒8:9; 徒9:10; 徒9:11; 徒9:12; 徒9:36; 徒10:1; 徒11:28; 徒12:13; 徒13:6; 徒16:1; 徒16:14; 徒17:34; 徒18:2; 徒18:7; 徒18:24; 徒19:24; 徒20:9; 徒21:10; 徒27:1; 徒28:7; 啓9:11; 啓9:11;
3) 名字(14) 太10:2; 路1:59; 路1:61; 路1:63; 徒13:8; 腓4:3; 啓6:8; 啓13:8; 啓15:2; 啓17:8; 啓19:12; 啓21:12; 啓21:14; 啓22:4;
4) 名號(2) 啓13:1; 啓17:3;
5) 名的(1) 啓13:17;
6) 名叫⋯的(1) 路24:18;
7) 一個名(1) 啓17:5;
8) 有名(1) 弗1:21;
9) 叫(1) 可14:32;
10) 名稱(1) 徒18:15;
11) 姓名(1) 約叄1:15

English (Woodhouse)

celebrity, fame, honor, honour, name, noun, reputation

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀρχική ρίζα φαίνεται ὅτι ἦταν τό γνο- (νο) τοῦ γιγνώσκω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. (Λατιν. nomen). Παράγωγα τοῦ ὄνομα: ὀνομάζω, ὀνομασία, παρονομασία (=ἀλλαγή τῆς λέξης πού δίνει ἄλλη ἀπόχρωση στή σημασία της), ὀνομαστέον, ὀνομαστής, παρονομαστής, ὀνόμασις, ὀνομαστί, ὀνομαστικός, ὀνομαστός, πατρώνυμον, πολυώνυμος, συνώνυμος, συνωνυμία, ψευδώνυμον.

Léxico de magia

τό 1 nombre de divinidades y otros seres superiores, frec. unido a voces mágicas ὅτι ἐνεύχομαί σοι κατὰ τῶν σῶν ὀνομάτων porque te invoco por tus nombres P III 109 SM 45 19 ὅτι ἐξορκίζω σε κατὰ τῶν σῶν ὀνομάτων porque yo te conjuro por tus nombres (ref. a Helios-Osiris) P III 10 P III 39 P IV 1534 P XXXVI 366 P LXVI 2 P LXVII 9 σε ἐξορκίζω κατὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ φοβεροῦ te conjuro por el nombre del terrible P IV 357 a) pronunciado λέγε ὅλον οὕτως τὸ ὄ. πτερυγοειδῶς pronuncia el nombre completo así, en forma de ala P II 2 P II 4 ἐπεὶ σου λέγω τὰ ὀνόματα, ἃ ἔγραψεν ἐν Ἡλιουπόλει ὁ τρισμέγιστος Ἑρμῆς ἱερογλυφικοῖς γράμμασι pues voy a pronunciar tus nombres, los que grabó en Heliópolis el tres veces máximo Hermes, con caracteres jeroglíficos P IV 885 πρωὶ ἀναστά<ς>, πρὶν λαλῇς, ἐπίλεγε τὰ ὀνόματα levantándote al amanecer, antes de hablar, pronuncia los nombres P VII 621 ἔλαιον λαβὼν ἐπίλεγε τὰ ὀνόματα, εἶτα βρέξαι καὶ κοιμῶ toma aceite, pronuncia los nombres y luego úngete y ve a dormir P XII 191 προσεπίλεγε γʹ τὸ Ἰάω, εἶτα τοῦ θεοῦ ὄνομα τὸ μέγα pronuncia además tres veces Iao, luego, el nombre del dios, el grande P XII 154 λέγε τὸ ὄ. <τ>ὸ δίσκου, βαλὼν ἅμμα τοῦ παλλίου σου ἢ τοῦ ἐπικαρσίου pronuncia el nombre del disco solar haciendo un nudo en tu manto o en la capa P XIII 252 τοῦτο φορῶν ἀθεώρητος ἔσῃ ἐπιλέγων τὸ ὄ. si lo llevas, te hará invisible al pronunciar el nombre P XIII 237 con ref. a la frecuencia πρὸς τὸν βορρᾶ καὶ τὸν λίβα βλέπων τρὶς τὰ αὐτὰ ὀνόματα λέγε mirando al norte y al oeste di tres veces los mismos nombres P IV 3184 ἐπὶ δὲ ἀγωγῆς πρὸς τὸν ἥλιον εἰπε γʹ τὸ ὄ. para un encantamiento di tres veces el nombre frente al sol P XIII 238 P XIII 242 P XIII 250 ἑπτάκις τὸ ὄ. λέγε pronuncia el nombre siete veces P III 429 P XIII 264 σχίσον εἰς δύο ἐπιλέγων τὸ ὄ. ζʹ divídela en dos y pronuncia el nombre siete veces P XIII 261 ὀκτάκις λέγε τοῦ Ἡλίου τὸ ὄ. ὅλον pronuncia ocho veces el nombre completo de Helios P XIII 292 P XIII 333 λέγε ταῦτα πολλάκις τὰ ὀνόματα pronuncia muchas veces estos nombres P IV 1900 con ref. al objeto ante el que se pronuncia εἰς φῶς ἐπιλέγων τὸ ὄ. τῆς Ἑκάτης pronunciando hacia la luz el nombre de Hécate P LXX 23 ἐπίλεγε τὰ αὐτὰ ὀνόματα καὶ ἐπὶ σκύφου pronuncia los mismos nombres también sobre un cráneo P IV 1995 b) escrito: en papiro λαβὼν χάρτην ἱερατικὸν γράψον τὰ προκείμενα ὀνόματα ζμυρνομέλανι Ἑρμαϊκῷ toma un rollo de papiro hierático y escribe los nombres descritos con tinta de Hermes P I 233 P IV 2363 γράψον εἰς χάρτην καθαρὸν αἵματι ἀπὸ χειρὸς ἢ ποδὸς γυναικὸς ἐγκύου τὸ προϋποκείμενον ὄ. escribe en un rollo de papiro limpio con sangre de la mano o del pie de una mujer encinta el nombre que viene abajo P IV 80 γράψας τὸ ὄ. εἰς καινὸν χαρτάριον καὶ διατείνας ἀπὸ κροτάφου εἰς κρόταφον σεαυτοῦ escribe el nombre en un trozo de papiro nuevo y extiéndetelo de una sien a otra P V 160 εἰς χάρτην καθαρὸν διὰ ζμυρνομέλανος καθαροῦ γράφε τὰ ὀνόματα ταῦτα en un rollo de papiro limpio escribe estos nombres con tinta de mirra pura P VII 941 ἐπίγραφε τὸ ὄ. τοῦ Ἑρμοῦ εἰς χάρτην καὶ ἐπι<τί>θει εἰς τὸ γλωσ<σ>όκομον escribe en un rollo de papiro el nombre de Hermes y ponlo en el estuche P VIII 55 εἰς ἱερατικὸν κόλλημα γράψας τὸ ὄ. φόρει escribe el nombre en una hoja de papiro y llévalo P XIII 254 γράφε δὲ εἰς τὸ πιττάκιον ταῦτα τὰ ὀνόματα escribe en un tablilla estos nombres P IV 1895 P IV 3143 P VII 412 λαβὼν χάρτην καθαρὸν γράφε αἵματι ὀνίῳ τὰ ὑποκείμενα ὀνόματα καὶ τὸ ζῴδιον toma un rollo de papiro limpio, escribe con sangre de asno los nombres siguientes y la figura P XXXVI 73 γράψας δὲ ἐν χάρτῃ σμυρνομέλανι περὶ παντὸς πράγματος, ᾧ θέλεις, πρόσγραψον ὄ. Νεβουτοσουαληθ escribe en un rollo de papiro sobre cualquier asunto que quieras y escribe además el nombre Nebutosualet P LXXII 9 en tela ἔστιν δὲ τὰ ὀνόματα, ἃ μέλλεις γράψαι εἰς τὸ βύσσινον ῥάκος estos son los nombres que escribirás en la tira de lino P I 292 λαβὼν ῥάκος καθαρὸν κατάγραφε τὰ ὀνόματα ὅλα toma un trozo de tela limpio y escribe los nombres completos P IV 3192 λαβὼν ῥάκος λινοῦν καθαρὸν γράφε εἰς αὐτὸ τὸ ὑποκάτω ὄ. toma un trozo de lino limpio y escribe en él el nombre que viene abajo P VII 359 ἔγγραφε εἰς τὸ ῥάκος καὶ τὰ ἑξ<ῆς> ὀνόματα τοῦ θεοῦ escribe en la tela y de seguido los nombres del dios P XII 129 ἐὰν βούλῃ τινὰ ὀργιζόμενόν σοι καταπαῦσαι, γράψας εἰς βύσσον ζμύρνισον τὸ τῆς ὀργῆς ὄ. τοῦτο si quieres que alguien deje de estar irritado contigo, tras escribir sobre lino este nombre de la ira, imprégnalo con mirra P XII 180 en una rama λαβὼν κλάδον δάφνης γράφε τὰ βʹ ὀνόματα toma una rama de laurel y escribe los dos nombres P II 65 P II 68 SM 74 4 en una hoja γράψον ἐπὶ φύλλου περσέας τὸ ὀκταγράμματον ὄ. escribe en una hoja de persea el nombre de ocho letras P IV 783 λαβὼν καὶ ἕτερον φύλλον δάφνης βασιλικῆς ἐπίγραψον κινναβάρει θεοῦ ζῶντος ὄ. τοῦτο toma también otra hoja de laurel real y escribe con cinabrio este nombre del dios viviente P VII 823 λαβὼν φύλλον δάφνης ἐπίγραψον τὸ (ὄ.) τοῦτο κ(αὶ) ὑπόθες ὑπὸ τὴν κεφαλήν toma una hoja de laurel, graba en ella este nombre y ponla bajo la cabeza SM 74 4 ἐπίγραψον ἐν ἑκάστῳ τῶν φύλλων τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα escribe en cada una de las hojas los nombres de los dioses P XXIV 18 en una raíz λαβὼν ῥίζαν πασιθέαν ἢ ἀρτεμισίαν ἐπίγραφε τὸ ὄ. τοῦτο toma una raíz de pasithea o de artemisa y escribe este nombre P XII 398 en madera εἰς φιλύρινον γράψον κινναβάρει τὸ ὄ. τοῦτο en madera de tilo escribe con cinabrio este nombre P IV 2696 en natrón ἔχε νίτρον τετράγωνον, εἰς ὃ γράψεις τὸ μέγα ὄ. ten una tablilla de natrón, en la que escribirás el gran nombre P XIII 39 P XIII 383 en una concha γράφε τὰ ἅγια ὀνόματα διὰ αἵματος ὀνίου μελάνου escribe los sagrados nombres con sangre de un asno negro P VII 301 ζωγράφησον εἰς αὐτὸ (τὸ ὄστρακον) ζμυρνομέλανι τὸ ὑποκείμενον ζῴδιον Τυφωνιακὸν καὶ κύκλῳ αὐτοῦ τὰ ὀνόματα dibuja en la concha con tinta de mirra la siguiente figura de Tifón y en círculo los nombres P VII 469 en un ala de murciélago ἐπὶ τῆς ἀριστερᾶς (πτέρυγος) τὰ ζʹ ὀνόματα καταγράψον θεοῦ sobre el ala izquierda escribe los siete nombres del dios P XII 377 P XII 386 en un huevo τὸ ὄ. γράφε ζμυρνομέλανι εἰς ὠὰ δύο ἀρρενικά escribe el nombre con tinta de mirra en dos huevos machos P VII 521 ἐκλείξας τὸ ὄ. ἔκβαλε (τὸ ὠόν) κατάξας después de lamer el nombre tira el huevo y rómpelo P VII 523 ἧς τὸ ὄ. ἀναγραμματιζόμενον μέγα ἐστίν cuyo nombre escrito en forma anagramática es grande P XIII 183 P XIII 504 P XIII 561 ἐκλήθη δὲ ὀνόματι ἁγίῳ ἀναγραμματιζομένῳ y fue llamada con un nombre sagrado y escrito anagramáticamente P XIII 501 c) grabado: en una lámina εἰς λεπίδα ἀργυρᾶν αὐτὸ τὸ ὄ. γραμμάτων ρʹ ἐπίγραψον χαλκῷ γραφείῳ en una lámina de plata graba con un estilo de bronce el nombre de cien letras P IV 258 P XXXVI 39 λαβὼν λάμναν χρυσᾶν ἤ ἀργυρᾶν χάραξον ἐπ' αὐτῆς τοὺς χαρακτῆρας καὶ τὰ ὀνόματα toma una lámina de oro o de plata y graba sobre ella los signos y los nombres P X 27 P X 37 λαβὼν λάμναν μολιβῆν ψυχρήλατον γράφε χαλκῷ γραφείῳ τὸ ὑποκείμενον ζῴδιον καὶ τὰ ὀνόματα toma una lámina de plomo forjada en frío y graba con un estilo de bronce la figura siguiente y los nombres P XXXVI 3 P XXXVI 233 P VII 926 ἐπίγραψον ἐπὶ λάμνας κασσιτερίνης τοὺς χαρακτῆρας καὶ τὰ ὀνόματα graba en una lámina de estaño los signos y los nombres P VII 463 γράψον τὰ ὀνόματα ταῦτα εἰς πέταλον κασσιτερινόν graba estos nombres en una hoja de estaño P VII 486 P VII 418 SM 96A 23 en una piedra ἐπ' ἰασπαχάτου λίθου γλύψον Σάραπιν, ... ὄπισθε τοῦ λίθου τὸ ὄ. en una piedra de jaspe ágata graba un Sarapis y por detrás de la piedra el nombre P V 450 P XII 206 τὸ δὲ ὄ. ἐκ τῶν ὄπισθε μερῶν τοῦ λίθου γλύψεις ἱερογ<λ>υφικῶς grabarás el nombre en la parte posterior de la piedra con caracteres jeroglíficos P XII 275 γλύψον δὲ περὶ τὸν Ἀπόλλωνα τὸ μέγα ὄ. Αἰγυπτιακῷ σχήματι graba alrededor de la imagen de Apolo el gran nombre a la manera egipcia P XIII 105 P XIII 662 en un incensario γράψον μέσον τοῦ θυμιατηρίου τὸ ὄ. τοῦτο graba en el centro del incensario este nombre P IV 1321 en una paletilla εἰς χοιρίαν σπάθην γλῦφε Δία ἅρπην κρατοῦντα καὶ τὸ ὄ. τοῦτο en la paletilla de un cerdo graba un Zeus sosteniendo una hoz y este nombre P IV 3116 d) escrito y cantado συνευωχοῦ αὐτῷ (τῷ ἀνδριάντι) ἐπᾴδων αὐτῷ δι' ὅλης νυκτὸς τὰ ἐν τῷ πιττακίῳ ἐγγεγραμμένα ὀνόματα come con la figurilla cantándole toda la noche los nombres escritos en la tablilla P IV 3152 e) con calificativos: grande ἐξορκίζω σε τὸ μέγα ὄ. te conjuro por el gran nombre P I 226 P IV 3236 P XXXVI 190 ἐξορκίζω <σε> τοῖς μεγάλοις ὀνόμασίν σου te conjuro con tus grandes nombres P VII 892 τὸ μέγα ὄ. ἐπεκαλεσάμην invoqué el gran nombre P XII 262 P XII 458 P IV 1812 P XIII 871 ἐπικαλοῦμαί σε, τὸν ἀπαραίτητον, τῷ μεγάλῳ σου ὀνόματι te invoco a ti, el inexorable, con tu gran nombre P IV 1789 παρακαλῶ ὑμᾶς διὰ τὸ μέγα ὄνομα τοῦ δεσπότου θεοῦ os invoco a vosotros, por el gran nombre del Señor Dios C 8a 3 C 24 3 ἐπανάγκῳ δὲ χρήσῃ τῷ μεγάλῳ ὀνόματι como fórmula de coacción utiliza el gran nombre P XIII 753 δῶρόν μοι ἐδωρήσω τὴν τοῦ μεγίστου σου ὀνόματος γνῶσιν me diste como regalo el conocimiento de tu más grande nombre P II 127 P III 158 P XII 93 ἔστιν δὲ ἡ πρᾶξις τοῦ τὰ πάντα περιέχοντος ὀνόματος ésta es la práctica del nombre que todo lo abarca P XIII 345 verdadero y auténtico τὸ δὲ ἀληθινὸν ὄνομά σου <ἐπ>εγραμμένον <ἐστὶ> τῇ ἱερᾷ στήλῃ tu verdadero nombre está grabado en la sagrada piedra (ref. a Hermes) P VIII 41 P VIII 43 P I 36 τὸν εἰδότα σου τὸ ἀληθινὸν ὄ. καὶ αὐθεντικὸν ὄ. al que conoce tu verdadero nombre, tu nombre auténtico (ref. a Sarapis) P XIII 622 ἐπικαλοῦμαι τὸ αὐθεντικόν σου ὄ. invoco tu nombre auténtico P IX 14 P IV 278 P XIV 21 ὅτι δοῦλός εἰμι σὸς καὶ ἱκέτης καὶ ὕμνησά σου τὸ αὐθεντικὸν ὄ. porque yo soy tu esclavo y suplicante y he alabado tu nombre verdadero P XIII 638 Ἀδωναί, ὕψιστε θεῶν, οὗ ἐ<σ>τιν τὸ ὄ. τὸ ἀληθινόν Adonáis, el más alto de los dioses, cuyo nombre es el verdadero P XXXIIa 24 P V 115 oculto e inefable ἧκέ μοι, τὸ πνεῦμα τὸ ἀεροπετές, καλούμενον συμβόλοις καὶ ὀνόμασιν ἀφθέ<γ>κτοις ven a mí, espíritu que vuela por el aire, llamado con símbolos y nombres inefables P VII 560 ὅτι μέλλω ἐπικαλεῖσθαι τὸ κρυπτὸν καὶ ἄρρητον ὄ. porque voy a invocar el oculto e inefable nombre P XII 237 P XII 240 P I 217 P XIII 763 P XXI 1 P XXIIb 20 ποίει τὸ δεῖνα πρᾶγμα, ὄ. ἄφθεγκτον μεγάλου θεοῦ haz tal obra, nombre inefable del gran dios P XIII 1000 P III 592 C 21 47 ἔχω τὴν δύναμιν τοῦ μεγάλου θεοῦ, ο<ὗ> οὐκ ἔξεστιν ὄ. οὐδενὶ ὀνομάζειν tengo la fuerza del gran dios, cuyo nombre a nadie está permitido pronunciar P LXI 24 P XIII 845 sagrado y adorado ὁρκίζω τὰ ἅγια καὶ θεῖα ὀνόματα ταῦτα conjuro a estos sagrados y divinos nombres P I 312 ἐξορκίζω σε κατὰ τῶν ἁγίων ὀνομάτων te conjuro por los sagrados nombres P V 77 P IV 2034 P VII 444 P XVIIIb 1 P LXVII 9 ὅτι ἐπικαλοῦμαί σου τὸ ἅγιον ὄνομα porque invoco tu sagrado nombre en todas partes P III 570 P IV 872 P IV 3272 P XIII 638 ἐπικαλοῦμαί σε, ... ὁ τὸ ἰσχυρὸν ὄ. ἔχων τὸ καθηγιασμένον ὑπὸ πάντων ἀγγέλων te invoco a ti, el que posee el nombre poderoso adorado por los ángeles P I 207 P IV 1190 ἐδυναμώθην τῷ ἱερῷ σου ὀνόματι quedé lleno de poder por medio de tu sagrado nombre P IV 216 ἐξορκίζω ὑμᾶς, ἅγια ὀνόματα τῆς Κυπρίδος os conjuro a vosotros, sagrados nombres de Cipris P VII 388 ὡς ταῦτα τὰ ἅγια ὀνόματα πατεῖται, οὕτως καὶ ὁ δεῖνα (κοινόν), ὁ ἐπέχων igual que estos sagrados nombres son pisados, así también lo sea fulano (lo que desees), el que somete P X 40 ὁρκίζω σε κατὰ τοῦ <ἁγίου> καὶ κατ' ἐπιτίμου ὀνόματος te conjuro por el sagrado y honorable nombre P XII 85 ἐπικαλοῦμαί σου τὰ ἱερὰ καὶ μεγάλα καὶ κρυπτὰ ὀνόματα invoco tus sagrados, grandes y secretos nombres P IV 1610 P XII 207 οἶδα σὰ τὰ καλὰ καὶ μεγάλα, Κόρη, ὀνόματα σεμνά conozco tus hermosos y grandes nombres sagrados, Core P IV 2344 P III 624 P XIII 534 ὅτι ἐπικαλοῦμαί σε τοῖς ἁγίοις σου ὀνόμασιν porque yo te invoco con tus sagrados nombres P VII 691 P LXIV 5 inmaculado ὁρκίζω σε κατὰ τοῦ ἀμιάντου ὀνόματος τοῦ θεοῦ te conjuro por el inmaculado nombre del dios P IV 290 ἐπεὶ οὐκ ἀρκέσομαί σου τὰ ἅγια καὶ ἀμίαντα ὀνόματα porque no voy a proteger tus sagrados y puros nombres P IV 875 glorioso y divino ἐξορκίζω σε κατὰ τοῦ ἐνδόξου ὀνόματος Βακχίου te conjuro por el glorioso nombre de Baco P VII 461 σὺ δὲ, κύριε τῆς ζωῆς, ... οὗ αἱ Μοῦσαι ὑμνοῦσι τὸ ἔνδοξον ὄ. tú, señor de la vida, cuyo nombre glorioso cantan las Musas P XIII 787 P XII 257 P XXI 19 ὅτι δοξάζω ὑμῶν τὰ ἅγια καὶ ἔνδοξα ὀνόματα τὰ ἐν τῷ οὐρανῷ porque yo alabo vuestros sagrados y gloriosos nombres que están en el cielo P XXXVI 166 ἐξορκίζω σε γὰρ κατὰ τοῦ ἐνδόξου ὀνόματος pues yo te conjuro por tu glorioso nombre SM 50 33 θεῖον ὄνομά σοι τὸ κατὰ τῶν ζʹ divino es tu nombre, según las siete (vocales) P XII 119 P XII 153 διὰ τὸ πανάγιον καὶ ἔντιμον ὄ. τοῦ παντοκράτορος θεοῦ por el nombre santísimo y glorioso del Dios todopoderoso C 12 13 poderoso y temible ἀπόλυε τὸν θεὸν μόνον τῷ ἰσχυρῷ ὀνόματι τῷ τῶν ἑκατὸν γραμμάτων libera al dios únicamente con el poderoso nombre de las cien letras P IV 252 τρομερὸς μετὰ τῶν τοῦ θ(εοῦ) μεγάλων καὶ κραταιῶν ὀνομάτων terrorífico por medio de los grandes y poderosos nombres del dios P XII 137 P XXXVI 260 P XXXVI 348 τὸ ὄνομά σου, κ(ύρι)ε ὁ θ(εό)ς, ἐπεκαλεσάμην, ... φοβερὸν τοῖς ὑπεναντίοις invoqué tu nombre, Señor Dios, temible para tus enemigos C 5b 51 P V 81 P VII 325 ἀκρουροβόρε νυκτιδρόμε, ὁρκίζω σε κατὰ τῶν φρικτῶν σου ὀνομάτων tú que te muerdes la cola, que corres por la noche, a ti te conjuro por tus nombres terroríficos SM 49 49 con ref. a las letras τὸ δὲ δεύτερο<ν> ὄ. ἔχον ἀριθμὸν ζʹ τῶν κυριευόντων τοῦ κόσμου tu segundo nombre tiene siete letras, número de los que gobiernan el cosmos P VIII 46 τὸ ἀένναον κωμαστήριον, ἐν ᾧ ἀφίδρυται τὸ ὄνομά σου τὸ ἑπταγράμματον el eterno lugar de danza, en el que se asienta tu nombre de siete letras P XII 252 P XIII 737 P XIII 775 P XXI 11 τοῦτό ἐστίν σου τὸ ὄ. τὸ πεντεκαιδεκαγράμματον éste es tu nombre, el que tiene quince letras P VIII 44 εἶτα τὸ τῶν κζʹ γραμμάτων ὄ. ἐπίφερε luego añade el nombre de veintisiete letras P XIII 702 σε καλῶ, ... οὗ ἐστιν τὸ ὄ. γραμμάτων λʹ a ti te invoco, cuyo nombre tiene treinta letras P VII 705 P VII 715 ἐπικαλοῦμαί σου τὸ ἑκατονταγράμματον ὄ. invoco tu nombre de cien letras P IV 1210 P IV 252 P IV 258 P IV 1384 P V 439 κλῄζω δ' οὔνομα σὸν Μοίραις αὐταῖς ἰσάριθμον invoco tu nombre, igual en número a las propias Moiras P I 325 P IV 455 P IV 1984 con ref. al número ὁρκίζω σέ, δαίμων, κατὰ τῶν βʹ ὀνομάτων σου te conjuro, demon, por tus dos nombres P VII 243 P VII 246 ἐντύγχανε πρὸς βορέαν τοῖς ςʹ ὀνόμασι λέγων haz la petición hacia el norte, a los seis nombres, diciendo P V 163 ἔστιν δὲ ὀνόματα θʹ los nombres son nueve P XIII 53 P XIII 424 ἐπὶ τῆς ἀριστερᾶς (πτέρυγος) τὰ ζʹ ὀνόματα καταγράψον θεοῦ sobre el ala izquierda escribe los siete nombres del dios P XII 377 γράφε ὀνόματα ιβʹ escribe doce nombres P II 34 τὰ τξεʹ ὀνόματα τοῦ μεγάλου θεοῦ los trescientos sesenta y cinco nombres del gran dios P XII 138 otros ἐπικαλοῦμαι τετραμερές σου τοὔνομα yo invoco tu nombre cuatripartito P IV 1982 τὸ δὲ φυσικόν σου ὄ. αἰγυπτιστί tu nombre mágico en egipcio P XIII 153 P XIII 461 Ἀβραξᾶ, περίβωτε τὸ κοσμικὸν οὔνομα δαίμων Abraxas, demon famoso por tu nombre cósmico P XXIII 9 ἁγιασθήτω τὸ ὄ. σου santificado sea tu nombre C 9 16 C 17 2 C 19 5 O 4 2 f) como fórmula διατήρησόν με καὶ τὸν παῖδα τοῦτον ἀπημάντους, ἐν ὀνόματι τοῦ ὑψίστου θεοῦ guárdanos a mí y a este muchacho indemnes, en el nombre del dios altísimo P V 45 C 3 7 διὰ τὸ ὄ. τοῦ πατρὸς καὶ υἱοῦ en el nombre del Padre y del Hijo C 12 1 SM 31 4 ὀνόματι κ(υρίο)υ ἡμῶν τοῦ σταυρωθέντος en el nombre de nuestro Señor, que fue crucificado SM 32 10 SM 20 5 C 5c 4 g) del sol según las horas P III 500-535 P IV 1649-1689 h) ref. a su poder ὄ. τοῦτό ἐστι χαριτήσιον καὶ ἀναλυτικὸν καὶ φυλακτήριον este nombre es un medio para obtener favor, liberación y un amuleto P LXX 1 τέλει δὲ καὶ τὸ τοῦ Ἡλίου ὄ. πρὸς πάντα ejecuta también el nombre de Helios para todo P XII 177 2 conjunto de nombres o conjunto de palabras que constituyen una fórmula ἐὰν δὲ θελήσῃς ἐμφαίνεσθαι, ἀπὸ δύσεως ἐρχόμενος εἰς ἀνατολὴν λέγε τὸ ὄ. τοῦτο si quieres ser visible de nuevo, caminando desde la puesta de sol hasta la salida pronuncia esta fórmula P I 259 ἐπίγραφε δὲ τοῦτο τὸ ὄ. καὶ ὑποκόλλησον τῷ τρίποδι graba esta fórmula y pégala bajo el trípode P V 208 τοῦτον (κάνθαρον) ἀνελόμενος βάλε ... μύρου ῥοδίνου κάλλιστον ὅσον βούλει ... καὶ λέγε τὸ ὄ. ἐπὶ τοῦ ἄγγους coge el escarabajo, echa cuanto quieras del más hermoso perfume de rosas y pronuncia la fórmula sobre el vaso P IV 761

Lexicon Thucydideum

nomen, name, 1.3.2 (de Graecia concerning Greece), 1.3.3, 1.122.4, 2.29.3, 2.37.1, 3.82.4, 3.82.8, 3.101.2. 4.64.3, 4.70.1. 4.133.3, 5.20.2. 5.89.1, 5.111.3, 6.2.4. 6.4.1, 6.4.3. 6.5.1. 6.54.6, 6.64.2, 6.80.4. 8.6.3, 8.85.2. 8.92.2. 8.11.1,
praetextus, pretext, excuse, 4.60.1, 6.33.6,
Oppon. opposed rei, of the matter, 3.10.6, 6.10.2, 6.78.3, 8.78.1, 8.89.2,
fama, report, rumor, 2.64.3, 4.87.5, 5.16.1, 6.33.5, 7.64.2.

Translations

name

Abkhaz: ахьʒ; Adyghe: цӏэ; Afar: migaq; Afrikaans: naam; Aghul: тур; Ainu: レ; Akan: edin; Aklanon: ngaean; Albanian: emër; American Sign Language: H@RadialFinger-H@CenterChesthigh Contact Contact; Amharic: ስም; Andi: цӏцӏер; Arabic: اِسْم‎, أَسْمَاء‎; Cypriot Arabic: ism; Egyptian Arabic: اسم‎; Hijazi Arabic: اسم‎; Moroccan Arabic: اسمية‎, اسم‎; Tunisian Arabic: اِسْمْ‎; Aragonese: nome, nombre; Aramaic Classical Syriac: ܫܡܐ‎; Jewish Babylonian Aramaic: שְׁמָא‎; Archi: цӏор; Argobba: ስም; Armenian: անուն; Aromanian: numã, numi; Ashkun: nām; Assamese: নাম; Asturian: nome, ñome; Atong: bimung; Avar: цӏар; Azerbaijani: ad, isim; Baluchi: نام‎; Bashkir: исем, ат; Basque: izen; Beja: sim; Belarusian: імя, назоў, назва; Bengali: নাম; Bikol Central: ngaran, pangaran; Blin: suuŋ; Borôro: ije; Breton: ano, anv; Budukh: тур; Bulgarian: име, название, наименование; Burmese: အမည်, နာမည်; Buryat: нэрэ; Catalan: nom; Cebuano: ngalan, pangalan; Central Sierra Miwok: ˀoja·še-; Chechen: цӏе; Chepang: मेङ्; Chichewa: dzina; Chickasaw: holhchifo; Chinese Cantonese: 名, 名字, 名稱, 名称; Dungan: минзы; Gan: 名字; Hakka: 名仔, 名字; Mandarin: 名, 名字, 名稱, 名称; Min Dong: 名; Min Nan: 名, 名字, 名稱, 名称; Wu: 名; Chiricahua: -́zhii; Chukchi: нынны; Chuukese: it; Chuvash: ят; Coptic: ⲣⲁⲛ; Cornish: hanow; Corsican: nomu; Crimean Tatar: ad, isim; Czech: jméno, název; Dalmatian: naun, naum; Danish: navn; Dhivehi: ނަން‎; Dolgan: аат; Dutch: naam; Dzongkha: མིང; Eastern Mari: лӱм; Elfdalian: nammen; Erzya: лем; Eshtehardi: نومَ‎; Esperanto: nomo; Estonian: nimi; Even: гэрбэ; Evenki: гэрби; Extremaduran: nombri; Farefare: yʋ'ʋrɛ; Faroese: navn; Finnish: nimi, nimitys; French: nom; Middle French: nom; Old French: nom; Friulian: non; Galician: nome; Garo: বিমুং; Georgian: სახელი, სახელწოდება, დასახელება; German: Name; Gothic: 𐌽𐌰𐌼𐍉; Greek: όνομα; Ancient Greek: ὄνομα; Guaraní: téra; Gujarati: નામ; Hausa: suna; Hawaiian: inoa; Hebrew: שֵׁם‎; Higaonon: ngadan; Hiligaynon: ngalan; Hindi: नाम, इस्म; Hittite: 𒆷𒀀𒈠𒀭; Hungarian: név; Ibanag: ngagan; Icelandic: nafn; Ido: nomo; Ilocano: nagan; Indonesian: nama; Ingrian: nimi; Ingush: цӏи; Interlingua: nomine; Irish: ainm; Old Irish: ainmm; Primitive Irish: ᚐᚅᚋ; Isan: ซื่อ; Isnag: ngaxan; Istriot: non, nom; Istro-Romanian: nome; Italian: nome; Japanese: 名前, 名, お名前, ご芳名, 名称; Javanese: aran, jeneng; Kalasha: نوم‎; Kalmyk: нерн; Kamkata-viri: nom; Kannada: ಹೆಸರು; Kapampangan: lagyu, lagiu; Karachay-Balkar: ат; Karakhanid: ااتْ‎; Karelian: nimi; Kashmiri: ناو‎; Kashubian: miono; Kazakh: есім, ат, аты-жөні; Khmer: ឈ្មោះ; Kikai: 名; Kikuyu: rĩĩtwa 5, rĩtwa Komi-Permyak: ним; Komi-Zyrian: ним; Korean: 이름, 성함(姓銜), 명칭(名稱); Kunigami: 名; Kurdish Central Kurdish: ناو‎; Northern Kurdish: nav; Kyrgyz: ат, ысым; Ladin: inom, inuem; Ladino: nombre; Lao: ຊື່, ນາມ; Latgalian: vuords; Latin: nomen; Latvian: vārds; Lezgi: тӏвар; Ligurian: nómme; Lithuanian: vardas; Lombard: nomm; Luhya: lisina; Luxembourgish: Numm; Lü: ᦋᦹᧈ; Maasai: enkarna; Macedonian: име, назив; Maguindanao: ngala; Malay: nama; Malayalam: പേര്, നാമം; Maltese: isem; Manchu: ᡤᡝᠪᡠ; Mansaka: aran; Mansi: нам; Manx: ennym; Maori: ingoa; Maranao: ngaran; Marathi: नाव; Middle English: name; Middle Korean: 일홈〮; Miyako: 名; Mizo: hming; Moksha: лем; Mongolian Cyrillic: нэр; Mongolian: ᠨᠡᠷ᠎ᠡ; Mwani: zina; Mòcheno: nu'm; Nanai: гэрбу; Navajo: -́zhiʼ, yízhí; Naxi: miq; Neapolitan: nomme; Nepali: नाम; Ngarrindjeri: mitji; Ngazidja Comorian: dzina; Nivkh: ӄʼа; North Frisian: noome; nööm; Northern Amami-Oshima: 名; Northern Sami: namma; Norwegian Bokmål: navn; Nynorsk: namn; Occitan: nom; Ojibwe: wiinzowin; Okinawan: 名; Oki-no-Erabu: 名; Old Church Slavonic Cyrillic: имѧ; Glagolitic: ⰹⰿⱔ; Old East Slavic: имѧ; Old English: nama; Old French: num; Old Javanese: ngaran; Old Persian: nāman; Oriya: ନାମ; Oromo: maqaa; Ossetian: ном; Ottoman Turkish: آد‎; Paiwan: ngadan; Pali: nāma; Pangasinan: ngaran; Pashto: نوم‎, اسم‎; Persian: نام‎, اسم‎; Pipil: -tukay, -tucay; Pitjantjatjara: ini; Plains Apache: -zhííh; Polish: imię, nazwa; Portuguese: nome; Prasuni: nom; Punjabi: ਨਾਂ; Quechua: suti, huti; Rohingya: nam; Romani: nav; Romanian: nume; Romansch: num, nom; Russian: имя, название; Rusyn: имня, мено, имено; Saho: migac; Samoan: igoa; Sanskrit: नामन्; Sardinian: nomene, nomini, numen, numene; Saterland Frisian: Noome; Scots: name; Scottish Gaelic: ainm; Serbo-Croatian Cyrillic: и̏ме; Roman: ȉme; Shan: ၸိုဝ်ႈ; Sherpa: མིང; Sicilian: nomu; Sidamo: suʼma; Silesian: mjano; Sindhi: نالو‎; Sinhalese: නම; Skolt Sami: nõmm; Slovak: meno; Slovene: ime; Slovincian: mjuono; Somali: magac; Sorbian Lower Sorbian: mě; Upper Sorbian: mjeno, imje, mje; Sotho: lebitso; Southern Amami-Oshima: 名; Southern Sami: nomme; Spanish: nombre; Sundanese: jenengan, nami; Swahili: jina sg, majina; Swedish: namn; Tabasaran: ччвур; Tagalog: ngalan, pangalan; Tahitian: iʻoa; Tajik: ном, исм; Tamil: பெயர்; Tatar: исем, ат; Tausug: ngan; Telugu: పేరు, నామము; Ternate: ronga; Tetum: naran; Thai: ชื่อ, นาม; Tibetan: མིང, མཚན; Tigrinya: ስም; Tocharian A: ñom; Tocharian B: ñem; Tok Pisin: nem; Toku-No-Shima: 名; Tongan: hingoa; Turkish: ad, isim; Turkmen: at; Tuvaluan: igoa; Tzotzil: biil; Udi: цӏи; Udmurt: ним; Ugaritic: 𐎌𐎎; Ukrainian: ім'я, назва; Umbrian: 𐌍𐌖𐌌𐌄𐌌, 𐌍𐌏𐌌𐌄; Urdu: نام‎, اسم‎; Uyghur: ئات‎, ئىسىم‎; Uzbek: ism, nom, ot; Venetian: nome; Vietnamese: tên; Volapük: nem; Votic: nimi; Waigali: nām; Wakhi: nung; Walloon: no; Welsh: enw; West Frisian: namme; Western Apache: -̨́-̨́zhi', -́zhi'; Western Bukidnon Manobo: ngazan; White Hmong: lub npe; Wutunhua: minze; Xhosa: ifani; Yaeyama: 名; Yagnobi: нум; Yakut: аат; Yiddish: נאָמען‎; Yogad: ngagan; Yonaguni: 名; Yoron: 名; Yoruba: orukọ; Yucatec Maya: kʼaabaʼ; Yup'ik: ateq; Yámana: wapus; Zazaki: name, nom; Zealandic: naem; Zhuang: mingzcih, mingzcoh, coh; Zulu: igama, ibizo

noun

Afrikaans: selfstandige naamwoord; Albanian: emër; Amharic: ስም; Arabic: اِسْم الذَّات‎, اِسْم‎; Egyptian Arabic: اسم‎; Aragonese: sustantibo; Aramaic Hebrew: שמא‎; Syriac: ܫܡܐ‎; Armenian: գոյական; Asturian: sustantivu; Azerbaijani: isim, ad; Bashkir: исем; Basque: substantibo, izen; Belarusian: назоўнік; Bengali: বিশেষ্য; Bikol Central: pangngaran; Bishnupriya Breton: anv-kadarn; Bulgarian: съществително име; Burmese: နာမ်; Buryat: юумэнэй нэрэ; Catalan: substantiu; Cebuano: pungan; Chechen: цӏердош; Cherokee: ᏚᏙᎥᎢ; Chinese Cantonese: 名詞/名词; Mandarin: 名詞/名词; Min Nan: 名詞/名词; Chuvash: япала ячӗ; Cornish: hanow; Crimean Tatar: ad, isim; Czech: podstatné jméno, substantivum; Danish: substantiv, navneord; Dutch: zelfstandig naamwoord, substantief; Erzya: лемвал; Esperanto: substantivo; Estonian: nimisõna; Ewe: nuŋkɔ; Faroese: navnorð; Finnish: substantiivi, nimisana; Franco-French: nom, nom substantif, substantif; Galician: substantivo; Georgian: არსებითი სახელი; German: Dingwort, Gegenstandswort, Hauptnennwort, Hauptwort, Selbstwort, Substantiv, Substantivum; Alemannic: Substantiv; Low German: Substantiv; Greek: ουσιαστικό; Ancient Greek: ὄνομα, ὄνυμα; Greenlandic: taggit; Gujarati: સંજ્ઞા; Hausa: suna; Hawaiian: haʻiinoa; Hebrew: שֵׁם עֶצֶם‎; Hindi: संज्ञा; Hungarian: főnév; Icelandic: nafnorð; Ido: substantivo; Indonesian: kata benda, nomina, kata nama, substantif; Interlingua: substantivo; Irish: ainmfhocal; Italian: sostantivo, nome sostantivo; Japanese: 名詞; Kannada: ನಾಮಪದ; Kapampangan: palagyu, panglagyu; Kashmiri: ناوُت‎, नावुत; Kashubian: jistnik; Kazakh: зат есім; Khmer: នាម; Korean: 명사(名詞); Kurdish Central Kurdish: ناو‎; Kyrgyz: зат атооч; Lao: ຄຳນາມ, ນາມ; Latin: nomen positivum, nomen substantivum, substantivum nomen, substantivum; Latvian: lietvārds, substantīvs; Limburgish: zèlfstenjig naamwaord, zèlfstenjig naomswaordj, zèlfwaordj, zèlfswaordj, söbstantief; Lithuanian: daiktavardis; Luxembourgish: Substantiv; Macedonian: именка; Malay: kata nama, kata bilang; Malayalam: നാമം; Maltese: nom; Maori: kupuingoa; Marathi: नाम; Mongolian: нэр үг, жинхэнэ нэр; Navajo: yízhí; Nepali: नाम; Northern Sami: substantiiva; Norwegian Bokmål: substantiv, navnord; Nynorsk: substantiv, namnord; Occitan: nom; Oriya: ବିଶେଷ୍ୟ; Ossetian: номдар; Pashto: اسم‎; Persian: اسم‎; Polish: rzeczownik inan; Portuguese: substantivo; Punjabi Gurmukhi: ਨਾਂਵ; Shahmukhi: شَے‎, نان٘وَ‎; Quechua: sutirimana; Romanian: substantiv; Russian: имя существительное, существительное; Rusyn: назывник; Rwanda-Scots: noun; Scottish Gaelic: ainmear; Serbo-Croatian Cyrillic: именица; Roman: imenica; Shor: небелик; Sicilian: sustantivu; Sinhalese: නාම පදය, නාමය; Slovak: podstatné meno, substantívum; Slovene: samostalnik; Sorbian Lower Sorbian: substantiw, wěcownik; Upper Sorbian: substantiw, wěcownik; Southern Altai: адалгыш; Spanish: sustantivo, nombre substantivo, nombre sustantivo, substantivo, nombre; Swahili: nomino, jina; Swazi: libito; Swedish: substantiv; Tagalog: pangngalan; Tajik: исм; Tamil: பெயர்ச்சொல்; Tatar: исем; Telugu: నామవాచకము; Thai: นาม, คำนาม; Tibetan: མིང་ཚིག; Tigrinya: ስም; Tok Pisin: nem bilong samting; Turkish: ad, isim; Turkmen: at; Ukrainian: іменник; Urdu: اسم‎, نام‎; Uyghur: ئىسىم‎; Uzbek: ot, ism; Venetian: nòme; Vietnamese: danh từ; Volapük: subsat; Walloon: no, kimon no, sustantif; Welsh: enw; West Frisian: haadwurd, haadnamme; Yiddish: סובסטאַנטיוו‎; Yoruba: ọ̀rọ̀-orúkọ; Zazaki: name; Zulu: ibizo

glory

Albanian: zulë, zulmë; Arabic: مَجْد‎, شَرَف‎; Armenian: փառք; Azerbaijani: şərəf, şan, izzət, şöhrət; Bashkir: дан; Belarusian: слава, хвала; Bulgarian: слава; Burmese: ကျက်သရေ; Catalan: glòria; Chinese Mandarin: 榮光/荣光; Czech: sláva; Danish: ære; Dutch: glorie, eer, roem; Estonian: kuulsus; Finnish: kunnia, kunnioitus, maineikkuus; French: gloire; Middle French: gloyre; Old French: gloire, glorie; Galician: groria, brasón, loureis; Georgian: დიდება; German: Ruhm, Glorie, Ehre; Greek: δόξα; Ancient Greek: ἄγαλμα, ἀξίωμα, ἀριπρέπεια, δόξα, ἐνδοξότης, ἐπιδοξότης, εὐδοξία, εὐημερία, εὐκλεία, εὔκλεια, εὐκλεΐη, ἐυκλείη, ζᾶλος, ζῆλος, κλέος, κλέϝος, κληδών, κῦδος, μηνίσκος, ὄνομα, τιμή, ὕψωμα, χάρις; Hebrew: כָּבוֹד‎; Hindi: प्रतिष्ठा, इज़्ज़त; Hungarian: dicsőség; Italian: gloria; Japanese: 名声, 名誉, 誉れ, 栄光; Kashubian: słôwa; Kazakh: даңқ, атақ; Khmer: កិត្តិគុណ, កិរ្តិ៍, កិត្តិ; Korean: 명예(名譽), 영광(榮光), 명성(名聲); Kyrgyz: даңк, атак; Lao: ກຽດ, ຍົດ, ກິດຕິ; Latin: gloria; Latvian: slava; Lithuanian: šlovė; Macedonian: слава; Middle English: glorie; Mongolian Cyrillic: алдар; Mongolian: ᠠᠯᠳᠠᠷ; Norwegian Bokmål: glorie, ære; Old Church Slavonic Cyrillic: слава; Glagolitic: ⱄⰾⰰⰲⰰ; Old East Slavic: слава; Old English: tir, ār; Persian: شهرت‎, افتخار‎, عزت‎, شرف‎; Polish: chwała, gloria, sława, splendor; Portuguese: glória; Romanian: glorie, slavă; Russian: слава, честь, хвала; Sanskrit: श्रवस्, यशस्; Scottish Gaelic: glòir, cliù; Serbo-Croatian Cyrillic: сла̏ва; Roman: slȁva; Slovak: sláva; Slovene: slava; Sorbian Lower Sorbian: sława; Upper Sorbian: sława; Swedish: ära; Tahitian: hinuhinu; Tajik: шӯҳрат, шараф, ифтихор, иззат; Tatar: дан; Thai: เกียรติ, กิตติ; Turkish: şeref, şan, şöhret; Ukrainian: слава, честь, хвала; Uzbek: shon, sharaf, shuhrat, izzat, iftixor; Vietnamese: vinh quang; West Frisian: eare