ἄνθρωπος

From LSJ
Revision as of 12:02, 28 May 2022 by Spiros (talk | contribs)

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄνθρωπος Medium diacritics: ἄνθρωπος Low diacritics: άνθρωπος Capitals: ΑΝΘΡΩΠΟΣ
Transliteration A: ánthrōpos Transliteration B: anthrōpos Transliteration C: anthropos Beta Code: a)/nqrwpos

English (LSJ)

ἡ, Att. crasis ἅνθρωπος, Ion. ὥνθρωπος, Laconian ἀνθρωπώ, Cypriot: 𐠀𐠰𐠦𐠡𐠩‎ (a-to-ro-po-se), for ὁ ἄνθρωπος:—
A man, both as a generic term and of individuals, Hom. etc., opp. gods, ἀθανάτων τε θεῶν χαμαὶ ἐρχομένων τ' ἀνθρώπων Il.5.442, etc.; πρὸς ἠοίων ἢ ἑσπερίων ἀνθρώπων = the men of the east or of the west, Od.8.29; even of the dead in the Isles of the Blest, ib.4.565; κόμπος οὐ κατ' ἄνθρωπον A.Th.425, cf. S.Aj.761.
2 Pl. uses it both with and without the Art. to denote man generically, ὁ ἅνθρωπος θείας μετέσχε μοίρας Prt.322a; οὕτω . . εὐδαιμονέστατος γίγνεται ἅνθρωπος R.619b, al.; ὁ ἄνθρωπος = the ideal man, humanity, ἀπώλεσας τὸν ἅνθρωπον, οὐκ ἐπλήρωσας τὴν ἐπαγγελίαν Arr.Epict.2.9.3.
3 in plural, mankind, ἀνθρώπων . . ἀνδρῶν ἠδὲ γυναικῶν Il.9.134; ἐν τῷ μακρῷ . . ἀνθρώπων χρόνῳ S.Ph.306; ἐξἀνθρώπων γίγνεσθαι = depart this life, Paus.4.26.5, cf. Philostr.VA8.31.
b joined with a Sup. to increase its force, δεινότατον τῶν ἐν ἀνθρώποις ἁπάντων D.53.2; ὁ ἄριστος ἐν ἀνθρώποις ὄρτυξ = the best quail in the world, Pl.Ly.211e; freq. without a Prep., μάλιστα ἀνθρώπων = most of all, ἥκιστα ἀνθρώπων = least of all, Hdt.1.60, Pl.Lg.629a, Prt.361e; ἄριστάγ' ἀνθρώπων, ὀρθότατα ἀνθρώπων, Id.Tht.148b, 195b, etc.
c τὰ ἐξ ἀνθρώπων πράγματα = 'all the trouble in the world', ib.170e; γραφὰς τὰς ἐξ ἀνθρώπων ἐγράφετο Lys.13.73; αἱ ἐξ ἀνθρώπων πληγαί Aeschin.1.59; πάντα τὰ ἐξ ἀνθρώπων κακὰ ἔλεγε D.C.57.23.
4 joined with another Subst., like ἀνήρ, ἅνθρωπος ὁδίτης Il.16.263; πολίτας ἀ. D.22.54; with names of nations, πόλις Μερόπων ἀνθρώπων h.Ap.42; in Att. freq. in a contemptuous sense, ἄνθρωπος ὑπογραμματεύς, ἄνθρωπος γόης, ἄνθρωπος συκοφάντης, Lys.30.28, Aeschin.2.153,183; ἄνθρωπος ἀλαζών X.Mem.1.7.2; ἄνθρωπος ὑφάντης Pl.Phd.87b; Μενίππου, Καρός τινος ἀνθρώπου D.21.175; ἄνθρωπος βασιλεύς Ev.Matt.22.2.
5 ἅνθρωπος or ὁ ἄνθρωπος alone, the man, the fellow, Pl.Prt.314e, Phd.117e; ὡς ἀστεῖος ὁ ἄνθρωπος, with slight irony, ib.116d, al.; with a sense of pity, D.21.91.
6 in the voc. freq. in a contemptuous sense, as when addressed to slaves, etc., ἄνθρωπε or ὤνθρωπε = sirrah! you sir! Hdt.3.63,8.125, and freq. in Pl., but in Trag. only S.Aj.791,1154; simply, brother, POxy.215.1, Diog.Oen. 2.
7 slave, ἂν ἄνθρωπος ᾖ Philem.22; ἄνθρωπος ἐμός Gal.14.649; ὁ ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας or ἀνομίας 2 Ep.Thess.2.3; ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ 1 Ep.Tim. 6.11; but τιθέναι τινὰ ἐν ἀνθρώποις = make a man of, of a freed slave, Herod.5.15.
8 ἄνθρωπος ἄνθρωπος = any one, Hebraism in LXX Le.17.3 (cf. ἀνήρ VI.8); ἄνθρωπος like Germ. man 'one', 1 Ep.Cor.4.1,al.
9 Medic., name of a plaster, ἡ διὰ σάνδυκος ἄνθρωπος καλουμένη Aët.15.43.
II as fem., woman, Pi.P.4.98, Hdt.1.60, Isoc.18.52, Arist.EN1148b20; contemptuously, of female slaves, Antipho1.17, Is.6.20, etc.; with a sense of pity, D.19.197.—Prop. opp. θηρίον, cf. ἀνήρ; but opp. γυνή, Aeschin.3.137; ἀπὸ ἀνθρώπου ἕως γυναικός LXX 1 Es.9.40, etc.

Wiktionary EN

Etymology: First attested in Hellenic as Mycenaean Greek (a-to-ro-qo), of uncertain origin. Scholars used to consider it to be a compound from ἀνήρ (anḗr, “man”) and ὤψ (ṓps, “face, appearance, look”): thus, "he who looks like a man". However, a δ (d) would be expected to develop by epenthesis, as in the genitive ἀνδρός (andrós), yielding *ἀνδρωπος (*andrōpos). Rosén defends this etymology, positing that the original laryngeal *h₃ in the root for ὤψ (ṓps) (from Proto-Indo-European *h₃ókʷs) changed the δ to its aspirated counterpart θ even across the intervening ρ.

Beekes argues that since no convincing Indo-European etymology has been found, the word is probably of Pre-Greek origin; he connects the word with the word δρώψ (drṓps, “man”). According to Beekes (2009:xxix), "Shift of aspiration is found in some cases: θριγκός / τριγχός, ἀθραγένη / ἀνδράχνη".

Garnier proposes a derivation from Proto-Indo-European *n̥dʰr-eh₃kʷ-ó-s (“that which is below”), hence "earthly, human".

The word is treated in Plato's Cratylus.

German (Pape)

[Seite 235] ὁ, in der Krasis ion. ὥνθρωπος, att. ἅνθρωπος (Ableitung der Alten schwankt zwischen ἄνω ἀθρεῖν, vom aufwärts gerichteten Blick des Menschen, u. Plat. ἀναθρεῖ ἃ ὄπωπε, Crat. 899 c; richtiger nicht als Zusammensetzung, viell. als Ableitung von dem Stamme ανθ, ἄνθος, ἀνθέω zu betrachten, vgl. übrigens Lob. paralip. 118), der Mensch zur Bezeichnung der Gattung, sowohl im Ggstz zu den Thieren, als zu den Göttern, ἀθανάτων τε θεῶν χαμαὶ ὲρχομένων τ' ἀνθρώπων Il. 5, 442; auch nach dem Tode noch, die Abgeschiedenen, und die in's Elysische Gefilde Versetzten Od. 4, 565. 568. Daher οἱ ἄνθρωποι, die Menschen, das ganze Menschengeschlecht, μαντήϊα μοῦνα ἐν ἀνθρώποις, die einzigen Orakel in der Welt, Her. 1, 53; τὸν ἄριστον ἐν ἀνθρώποις ὄρτυγα, die beste Wachtel in der Welt, Plat. Lys. 211 e; vgl. Xen. Mem. 8, 6, 2 καλὸν γὰρ εἴπερ τι καὶ ἄλλο τῶν ἐν ἀνθρώποις; τῶν ἐν ἀνθρώποις ἁπάντων δεινότατον Dem. 53, 2; u. beim compar., οὐδὲν τῶν ἐν ἀνθρώποις ἀνισώτερον εἶναι Xen. Cyr. 2, 2, 17. So wird dem superlat. ἀνθρώπων zur Verstärkung hinzugesetzt, φθονερὸς ἥκιστ' ἀνθρώπων, am allerwenigsten (unter den Menschen), Plat. Prot. 361 b; ἄριστάγ' ἀνθρώπων Theaet. 148 b; ἀκριβέστατα ἐπίστασαι ἀνθρώπων, am allergenauesten, Hipp. mai. 285 c. Auch ἐξ ἀνθρώπων, z. B. τὰ ἐξ ἀνθρ. πράγματα, unglaublich viel, Theaet. 170 e; αἱ ἐξ άνθρώπων πληγαί, die menschenmöglichsten Prügel, Aesch. 1, 59; Lys. 13, 73 γραφὰς τὰς ἐξ ἀνθρώπων ἐγράφετο; bes. bei Sp. Cor. Heliod. 2, p. 34. Man vgl. οἱ πατέρες, ὅσα ἄνθρωποι, οὐκ ἀμαθεῖς ἔσονται, so weit es für Menschen möglich ist. Plat. Rep. V, 467 c. Uebh. ist ἄνθρωπος, auch mit dem Artikel, die allgemeine Bezeichnung für Men sch, im Deutschen oft durch man auszudrücken. – Zuweilen tritt noch ein anderes Substantivum mit ursprünglich adjektivischem Begriff dazu, ἄνθρωπος ὁδίτης, Wandersmann, Il. 16, 263 Od. 13, 123; auch bei Völkernamen, h. Ap. 42. Bei den Attikern hat es in Vrbdg mit Personalbenennungen. die einen Stand, ein Geschäft, ein Volk bezeichnen, meist einen verächtlichen Nebenbegriff, oder in Hinsicht auf menschliche Gebrechlichkeit etwas Bemitleidendes, vgl. Beisp. bei Menke zu Luc. Gall. 18 (wie ἀνήρ einen ehrenden); ἄνθρωπος ὑφάντης Plat. Phaed. 87 b; ὑπογραμματεῖς Lys. 30, 28; ἐπιθυμιῶν παρασκευασταί Plat. Gorg. 518 c; κόλαξ Dio Chrys. Abweichend πολῖται Xen. Cyr. 8, 7, 14; Ἕλλην Aesch. 3, 154. So steht auch ἄνθρωπος allein, verächtlich, bes. von Sklaven, Her. 9, 39; Plat. Prot. 314 e; Dem. 48, 37; u. mit leichtem Vorwurf, ὦ ἄνθρωπε, Mensch! Plat. Prot. 330 d Gorg. 452 b. Vorzugsweise bezeichnet es den Mann, Aesch. 3. 157 πρεσβύτας ἀνθρώπους neben πρεσβύτιδας γυναῖκας; das fem. ἡ ἄνθρωπος hat zuerst Her. 1, 60, und dann die Redner, gewöhnl. von Sklavinnen, und im verächtlichen Sinne, Antiph. 1, 17; Is. 6, 21; Dem. 19, 197. – Vgl. übrigens ἀνήρ.

Greek (Liddell-Scott)

ἄνθρωπος: ὁ, παρ’ Ἀττ. ἐν κράσει ἄνθρωπος, Ἴων ὤνθρωπος ἀντὶ ὁ ἄνθρ-. (Πιθανῶς ἐκ τοῦ ἀνήρ, ἀνδρὸς καὶ ὤψ, ὁ ἔχων ὄψιν ἢ πρόσωπον ἀνδρός, Pott, Curt., κλπ.). Ἄνθρωπος καὶ ὡς ὄνομα τοῦ εἴδους καὶ ἐπὶ ἀτόμων, ἀπὸ τοῦ Ὁμ. καὶ ἐφεξῆς· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς θεούς, ἀθανάτων τε θεῶν, χαμαὶ ἐρχομένων τ’ ἀνθρώπων Ἰλ. Ε. 412, κτλ.· ἠὲ πρὸς ἠοίων ἢ ἑσπερίων ἀνθρώπων, «ἡ πρὸς ἀντὶ τῆς ἀπὸ ἵν’ ᾖ ἀπὸ τῶν πρὸς δυσμὰς ἢ πρὸς ἀνατολάς» (Σχόλ.), Ὀδ. Θ. 29· ὁ Ὅμηρος δίδει τὸ ὄνομα τοῦτο ἔτι καὶ εἰς τοὺς θανόντας καὶ εὑρισκομένους ἤδη ἐν τῷ Ἠλυσίῳ πεδίῳ, τῇπερ ῥηΐστη βιοτὴ πέλει ἀνθρώποισιν Ὀδ. Δ. 565: ― κόμπος οὐ κατ’ ἄνθρωπον Αἰσχύλ. Θ. 425, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 761. 2) ὁ Πλάτ. μεταχειρίζεται τὴν λέξιν μετά τε τοῦ ἄρθρου καὶ ἄνευ αὐτοῦ ὅταν ὁμιλῇ ἐν γένει περὶ ἀνθρώπου, ὁ ἄνθρ. θείας μετέσχε μοίρας Πρωτ. 322Α· οὕτω... εὐδαιμονέστατος γίγνεται ἄνθρ. Πολ. 619Β, καὶ ἀλλαχοῦ· ἡ ὑψηλὴ ἰδέα περὶ τοῦ ἀνθρώπου, τὸ ἰδανικὸν καὶ εὐγενὲς τῆς ἀνθρωπότητος κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ θηρία καὶ τά κτήνη. «Οὐκ ἔστι τὸ τυχὸν... ἀνθρώπου ἐπαγγελίαν πληρῶσαι. Τί γάρ ἐστιν ἄνθρωπος; ζῷον ... λογικόν. Εὐθὺς ἐν τῷ λογικῷ τίνων χωριζόμεθα; Τῶν θηρίων... τῶν προβάτων καὶ τῶν ὁμοίων. Ὅρα οὖν μή τί πως ὡς θηρίον ποιήσῃς· εἰδὲ μή, ἀπώλεσας τὸν ἄνθρωπον, οὐκ ἐπλήρωσας τὴν ἐπαγγελίαν» Αρρ. Ἐπίκτ. 2. 9, 3. 3) κατὰ πληθ., τὸ ἀνθρώπινον γένος, ἀνθρώπων, ... ἀνδρῶν ἠδὲ γυναικῶν Ἰλ. Ι. 134· ἐν τῷ μακρῷ... ἀνθρώπων χρόνῳ Σοφ. Φ. 305. β) συνδυάζεται μετὰ ὑπερθ. πρὸς ἐπίτασιν, δεινότατος τῶν ἐν ἀνθρώποις ἁπάντων Δημ. 1246. 13· ὁ ἄριστος ἐν ἀνθρώποις ὄρτυξ, ὁ ἄριστος ὄρτυξ τοῦ κόσμου, Πλάτ. Λύσ. 211Ε· οὕτω, οἵ γέ μοι τὰ ἐξ ἀνθρώπων πράγματα παρέχουσιν, ἕνα σωρὸν ἐνοχλήσεις, ὁ αὐτ. Θεαίτ. 170Ε· γραφὰς τὰς ἐξ ἀνθρώπων ἐγράφετο Λυσ. 136. 34· αἱ ἐξ ἀνθρώπων πληγαὶ Αἰσχίν. 9. 12· καὶ συχν. ἄνευ προθέσ., μάλιστα, ἥκιστα ἀνθρώπων, πλεῖστον ἢ ἐλάχιστον πάντων, Ἡρόδ. 1. 60, Πλάτ. Νόμ. 629Α, Πρωτ. 361Ε· ἄριστά γ’ ἀνθρ., ὀρθότατα ἀνθρ., ὁ αὐτ. Θεαίτ. 148Β, 195Β, κτλ. 4) ἐν συνδυασμῷ μετ’ ἄλλων οὐσιαστ., ὡς συμβαίνει εἰς τὸ ἀνήρ: ἄνθρ. ὁδίτης Ἰλ. Π. 263· πολίτας ἀνθρ. Δημ. 609 ἐν τέλ. μετὰ ὀνομάτων ἐθνῶν, πόλις Μερόπων ἀνθρώπων, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 42· ἀλλὰ παρ’ Ἀττ. τὸ ἄνθρωπος συχνάκις δίδει εἰς τὸ συνοδεῦον αὐτὸ οὐσιαστικὸν σημασίαν καταφρονητικήν, ἄνθρωπος ὑπογραμματεύς, ἄνθρ. γόης, ἄνθρ. συκοφάντης. Λυσ. 186. 6, Αἰσχίν. 48. 33., 52. 35· ἄνθρωπος ὑφάντης Πλάτ. Φαίδων 87Β· Μενίππου, Καρός τινος ἀνθρώπου Δημ. 571. 17· - οὕτω, homo histrio, Κικ. π. Ρητ. 2. 46. 5) καὶ περὶ ὑπηρέτου περὶ οὗ ἐγένετο λόγος πρὸ ὀλίγου, μόγις οὖν ποτε ἡμῖν ἄνθρωπος ἀνέῳξε τήν θύραν Πλάτ. Πρωτ. 314Ε, οὕτω γὰρ ἐκέλευσεν ὁ ἄνθρωπος Φαίδων 117Ε· ὡς ἀστεῖος, ἔφη, ὁ ἄνθρ. (τινὲς βλέπουσιν ἐνταῦθα ἐλαφράν τινα εἰρωνείαν, ἀλλὰ δὲν ἔχουσι δίκαιον) αὐτόθι 116D καὶ ἀλλαχοῦ: ὡσαύτως μετά τινος αἰσθήματος οἴκτου, τὴν καταδίκην ἐκτέτικε δι’ ἣν τὸν ἄνθρωπον ἀπώλεσε, τὸν κακόμοιρον τὸν ἄνθρωπον, ὡς θὰ ἐλέγομεν νῦν, Δημ. 543. 26. 6) ἐν τῇ κλητικ. συχνάκις εἶχε περιφρονητικὴν σημασίαν, ὡς ὅτε ἀπηυθύνετο πρὸς δούλους, ἄνθρωπε ἢ ὤνθρωπε: - οὔτ’ ἂν ἐγὼ ἐὼν Βελβινίτης ἐτιμήθην οὕτω πρὸς Σπαρτιητέων, οὔτ’ ἂν σύ, ὤνθρωπε, ἐὼν Ἀθηναῖος, οὔτε σύ, «παλῃάνθρωπε», ὡς θὰ ἐλέγομεν νῦν, Ἡρόδ. 8. 125, 9. 39· καὶ συχν. παρὰ Πλάτ., ἀλλὰ σπάν. παρὰ Τραγ., ὡς ἐν Σοφ. Αἴ. 791, 1145. 7) δοῦλος, τὸν ἐμὸν ἄνθρωπον Γαλην. τ. 8, σ. 845· - ὑπηρέτης, θεράπων, Μαλαλ. 163. 15, Θεοφάν. 602· ὡς τιμαριωτικὴ λέξις σημαίνει ὑποτελῆ τιμαριοῦχον, ὑποτελῆ ἄρχοντα, «πείθει παραχρῆμα ἄνθρωπον αὐτοῦ γενέσθαι, τὸν τοῖς Λατίνοις συνήθη ὅρκον ἐπομοσάμενον» Ἄννα Κομν. 10. σ. 289. ΙΙ. ὡς θηλ. (καθὼς ἐπίσης ἐν τῇ Λατιν. τὸ homo εἶναι καὶ θηλ.), γυνή, πρῶτον παρ’ Ἡροδ. 1. 60, πρβλ. Ἰσοκρ. 381Β, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 5, 2· - περιφρονητικῶς ἐπὶ δούλης, Ἀντιφῶν 113, 16, κτλ.· μετ’ οἴκτου ἐπὶ γυναικὸς ἀναξιοπαθούσης, Δημ. 402. 25: - ἡ ἄνθρωπος παρὰ Λάκωσιν ἐλέγετο ἀνθρωπώ, ἡ, «ἀνθρωπώ· ἡ γυνὴ παρὰ Λάκωσιν» Ἡσύχ. ἴδε Λοβ. Ἀγλαόφ. 733. - Κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἀνήρ, ὡς τὸ Λατ. homo πρὸς τὸ vir, ἴδε ἐν λ. ἀνήρ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ et ἡ)
1ἄνθρωπος homme ; δεινότατος τῶν ἐν ἀνθρώποις DÉM le meilleur homme du monde ; ἥκιστα ἀνθρώπων PLAT pas le moins du monde ; ἄνθρωπος ὁδίτης IL un voyageur;
2ἄνθρωπος femme.
Étymologie: probabl. du th. ἀνδρ- pour ἀνερ- de ἀνήρ et ὤψ, litt. « à visage d’homme ».

English (Autenrieth)

man (homo); mostly pl., as opp. to gods, ἆθανάτων τε θεῶν χαμαὶ ἐρχομένων τ' ἀνθρώπων, Il. 5.442; mankind, πάντας ἐπ' ἀνθρώπους, ‘the world over,’ Il. 24.535; joined with a more specific word, ἄνθρωπος ὁδίτης, Π 2, Od. 13.123.

English (Slater)

ἄνθρωπος (-ος v.l., -ῳ; -οι, -ων, -οις, -οισι(ν), -ους)
   1 man, pl., mankind
   a σκιαρόν τε φύτευμα ξυνὸν ἀνθρώποις (O. 3.18) ἀμφὶ δ' ἀνθρώπων φρασὶν ἀμπλακίαι ἀναρίθμητοι κρέμανται (O. 7.24) ἐν δ' ἀρετὰν ἔβαλεν καὶ χάρματ ἀνθρώποισι προμαθέος αἰδώς (O. 7.44) φαντὶ δ' ἀνθρώπων παλαιαὶ ῥήσιες (O. 7.54) παραπειρῶνται Διὸς ἀργικεραύνου εἴ τιν' ἔχει λόγον ἀνθρώπων πέρι (O. 8.4) Αἴγιναν ἔνθα ἀσκεῖται Θέμις ἔξοχ' ἀνθρώπων (O. 8.23) τερπνὸν δ' ἐν ἀνθρώποις ἴσον ἔσσεται οὐδέν (O. 8.53) πολλοὶ δὲ διδακταῖς ἀνθρώπων ἀρεταῖς κλέος ὤρουσαν ἀρέσθαι (O. 9.101) ἔστιν ἀνθρώποις ἀνέμων ὅτε πλεῖστα χρῆσις (O. 11.1) πολλὰ δ' ἀνθρώποις παρὰ γνώμαν ἔπεσεν (O. 12.10) ἔτυμον λόγον ἀνθρώπων (P. 1.68) μείων ἕπεται μῶμος ἀνθρώπων (P. 1.82) ἐν ἀνθρώποισι (P. 3.21) πολυπήμονας ἀνθρώποισιν ἰᾶσθαι νόσους (P. 3.46) εἴ τιν' ἀνθρώπων (P. 3.86) Νέστορα καὶ Λύκιον Σαρπηδόν, ἀνθρώπων φάτις, — γινώσκομεν (P. 3.112) ὄρνιν Κυπρογένεια φέρεν πρῶτον ἀνθρώποισι (P. 4.217) ὁ γὰρ καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει (P. 4.286) σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος (v.l. ἄνθρωποι) (P. 8.96) εἰ δέ τις ὄλβος ἐν ἀνθρώποισιν, ἄνευ καμάτου οὐ φαίνεται (P. 12.28) ἔστι δέ τις λόγος ἀνθρώπων (N. 9.6) ἔνθ' Ἀρείας πόρον ἄνθρωποι καλέοισι (N. 9.41) ἔστι δὲ καὶ κόρος ἀνθρώπων βαρὺς ἀντιάσαι (N. 10.20) χαλεπὰ δ' ἔρις ἀνθρώποις ὁμιλεῖν κρεσσόνων (N. 10.72) τὸ δ' ἐκ Διὸς ἀνθρώποις σαφὲς οὐχ ἕπεται τέκμαρ (N. 11.43) μισθὸς γὰρ ἄλλοις ἄλλος ἐπ' ἔργμασιν ἀνθρώποις γλυκύς (I. 1.47) ὅσον ὀργὰν λτ;γτ;εινοκράτης ὑπὲρ ἀνθρώπων γλυκεῖαν ἔσχεν (I. 2.36) ἄλλοτε δ' ἀλλοῖος οὖρος πάντας ἀνθρώπους ἐπαίσσων ἐλαύνει (I. 4.6) ὅσσα δ' ἐπ ἀνθρώπους ἄηται μαρτύρια φθιμένων ζωῶν τε φωτῶν ἀπλέτου δόξας (I. 4.9) ἀλλ' Ὅμηρός τοι τετίμακεν δἰ ἀνθρώπων (I. 4.37) Θεία, σέο ἕκατι καὶ μεγασθενῆ νόμισαν χρυσὸν ἄνθρωποι περιώσιον ἄλλων (I. 5.3) φ]έρτατος ἀνθρώπων Πα. 13b. 5. ]ἄνθρωπ[ο (Pae. 21.18) πρὶν μὲν ἕρπε τὸ σὰν κίβδηλον ἀνθρώποισιν ἀπὸ στομάτων Δ. 2. 3. ἁνίκ' ἀνθρώπων καματώδεες οἴχονται μέριμναι στηθέων ἔξω fr. 124. 5. ἀν]θρώποις[ Θρ. 4. 9. —
   b as opposed to
   I gods. — θεόμοροι νίσοντ' ἐπ ἀνθρώπους ἀοιδαί (O. 3.10) “ἔν τε θεοῖς τοῦτο κἀνθρώποις ὁμῶς αἰδέοντ” (P. 9.40) Ἄπολλον, γλυκὺ δ' ἀνθρώπων τέλος ἀρχά τε δαίμονος ὀρνύντος αὔξεται (P. 10.10) σὺν θεῷ γάρ τοι φυτευθεὶς ὄλβος ἀνθρώποισι παρμονώτερος (N. 8.17) εἰ γάρ τις ἀνθρώπων πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰς (I. 6.10) εἰ δέ τις ἀνθρώποισι θεόσδοτος ἀτληκηκοτας προστύχῃ fr. 42. 5. ]ἀνθρώπο[ις (supp. Bury) Δ. 2. 3. θεῶν καὶ κατ' ἀνθρώπων ἀγυιάς fr. 194. 6.
   II heroes. ἥροες ἁγνοὶ πρὸς ἀνθρώπων καλέονται fr. 133. 6.
   III animals. πολύβοσκον γαῖαν ἀνθρώποισι καὶ εὔφρονα μήλοις (O. 7.63)
   c a man, anyone καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι (N. 5.18)
   d woman “καὶ τίς ἀνθρώπων σε χαμαιγενέων πολιᾶς ἐξανῆκεν γαστρός;” (P. 4.98) “τίς νιν ἀνθρώπων τέκεν;” (P. 9.33)

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Alolema(s): tb. ἡ Pi.P.4.98, Hdt.1.60; cret. ἄντροπος ICr.4.72.10.25, 11.24 (V a.C.); lacon. ἀνθρωπώ Hsch.
• Morfología: [panf. dat. plu. ἀτρόποισι, IPamph.3.7, crasis c. el art., át. ἅνθρωπος, jón. ὥνθρωπος; adv. sobre un compar. neutr. ἀνθρωπότερον q.u.]
A Ien gener.
1 plu. no genérico, gener. sin art. hombres, personas, gente c. adj. πολλῶν δ' ἀνθρώπων ... ἄστεα Od.1.3, ἄνδρα πολλῶν ὑπ ἀνθρώπων πολυζήλωτον B.10.48, cf. Ar.Pl.502, ἀξιόλογοι ἄνθρωποι personas dignas de mención Th.6.60, ἄνθρωποι μάχιμοι combatientes Th.4.125, c. otro subst. νομάδες ἄνθρωποι nómadas Hdt.7.85, χειρώνακτες ἄνθρωποι E.Fr.795, πολῖται ἄνθρωποι ciudadanos D.22.54, ἄνθρωποι ὑπογραμματεῖς escribientes Lys.30.28
en gen. partit., c. colect. πλεῖστος ἀνθρώπων ὄχλος una gran multitud de gente Ar.Ec.383, c. pron. οὔ τινα οἶδα ἀνθρώπων no conozco a ninguno de los hombres, Od.6.17, 7.2, τις ἀνθρώπων alguien Ar.Ach.405, Eq.353
cada hombre Ar.Au.1314, τίς ποτ' ἀνθρώπων ἔτλη E.El.516, οὔτις ἀνθρώπων B.8.22, οὐδ' ἄλλος ἀνθρώπων ni nadie Ar.Ach.842, μηδεὶς ἀνθρώπων Ar.Eq.1262, οὐδεὶς ἀνθρώπων Ar.Au.1516, ὅστις ἀνθρώπων E.Andr.185
c. numerales ἐργάζοντο δὲ κατὰ δέκα μυριάδας ἀνθρώπων Hdt.2.124, cf. 2.61
c. gen. de cualidad (hebraísmo) ἄνθρωποι εὐδοκίας hombres de buena voluntad, Eu.Luc.2.14
en du. ἀλλ' οὐκ ἐσμὲν ἀνθρώπω (Evélpides y Pistetero) pero no somos hombres Ar.Au.64
c. otras precisiones contextuales τοῖς τ' ἀνθρώποισι φράσον σιγᾶν dí a la gente que se calle Ar.Pax 98, ἀνθρώπους καὶ λείαν λαβόντες habiendo capturado prisioneros y botín Th.2.94, οἱ παρὰ θάλασσαν ἄνθρωποι los habitantes de la costa Th.1.8, οἱ ἔπειτα ἄνθρωποι los venideros Th.6.16, cf. 7.56, τὰς κώπας ἀδύνατοι ὄντες ἐν κλύδωνι ἀναφέρειν ἄνθρωποι siendo incapaces los remeros en la tempestad de sostener los remos fuera del agua Th.2.84.
2 plu. genérico, gener. sin art. los hombres, los seres humanos, la humanidad c. adj. totalizador o gentilicio πάντες ἄνθρωποι Ar.Eq.1112, Au.1281, Cleanth.Stoic.1.129, ἀδικώτατον ... πάντων ἀνθρώπων Hdt.1.129, μέροπες ἄνθρωποι h.Ap.42, Hes.Op.109, 143, 180, ἐπιχθόνιοι ἄνθρωποι Hes.Th.231, 416, θνητοὶ ἄνθρωποι Hes.Th.296, 564, 906, Op.123, 253
op. dioses ἀθανάτων τε θεῶν χαμαὶ ἐρχομένων τ' ἀνθρώπων Il.5.442, cf. Hes.Th.272, ἔν τε θεοῖσι καὶ ἀνθρώποισι Xenoph.B 23, ἔν τε θεοῖς ... κἀνθρώποις ὁμῶς Pi.P.9.40, οὔτε πρὸς θεῶν ἀγάλματα ... οὕτ' ἐς ἀνθρώπων στέγας A.Eu.56
mortales op. inmortales ἔκ τ' ἀνθρώπων ἔκ τ' ἀθανάτων E.Io 878
op. héroes ἥροες ἁγνοὶ πρὸς ἀνθρώπων καλέονται Pi.Fr.133.6
op. muertos los seres vivos ἐν ἀνθρώποισι entre los vivos Hdt.1.86, cf. Anaxag.B 9, ἐξ ἀνθρώπων ἠφανίσθη desapareció de entre los vivos Lys.2.11, I.AI 9.28
op. anim., Hes.Op.558, Arist.HA 488a30, Clem.Al.Prot.3.43
op. esclavos τιθέναι τινὰ ἐν ἀνθρώποις manumitir a un esclavo Herod.5.15
c. aposiciones o adj. que en conjunto equivalen a la humanidad ἀνθρώπων ... ἀνδρῶν ἠδὲ γυναικῶν Il.9.134, ἠὲ πρὸς ἠοίων ἦ ἑσπερίων ἀνθρώπων de los hombres del este o del oeste, Od.8.29
usos c. prep. μετ' ἀνθρώποισι, ἐν ἀνθρώποισι entre los hombres, Od.8.160, Hes.Op.719, Pl.Ly.211e, λάχη τὰ κατ' ἀνθρώπους los destinos de cada hombre A.Eu.310, πάντα τὰ κατ' ἀνθρώπους todas las cosas de los hombres A.Eu.930, τὰ ἐξ ἀνθρώπων πράγματα todas las molestias del mundo Pl.Tht.170e, γραφὰς τὰς ἐξ ἀνθρώπων ἐγράφετο pleiteó todo lo que pudo Lys.13.73, αἱ ἐξ ἀνθρώπων πληγαί todos los golpes del mundo Aeschin.1.59, πάντα τὰ ἐξ ἀνθρώπων κακά D.C.57.23.1
ἐξ ἀνθρώπων γίγνεσθαι morir Paus.4.26.6, cf. Philostr.VA 8.31
expresiones sup. τῇ περ ῥηΐστη βιοτὴ πέλει ἀνθρώποισι Od.4.565, νομίσας τάδε μαντήια εἶναι μοῦνα ἐν ἀνθρώποισι pensando que estos oráculos eran los únicos en el mundo Hdt.1.53, ὦ φίλτατ' ἀνθρώπων ἐμοί Ar.Nu.110, ζηλωτότατος βίος ἀνθρώπων la vida más envidiable del mundo Ar.Nu.464, δεινότατος, ἀνθρώποισι δ' ἠπιώτατος de Dioniso, E.Ba.861, ἡ μεγίστη τῶν ἐν ἀνθρώποις νόσων πασῶν la peor de todas las plagas del mundo E.Med.471, τῶν ἐν ἀνθρώποις ἁπάντων ... δεινότατον D.53.2, c. sup. adverb. μάλιστα, ἥκιστα, etc. (ἀνθρώπων) el más o el menos (de todos) Hdt.1.60, Pl.Lg.629a, Prt.361e, ἄριστά γ' ἀνθρώπων Pl.Tht.148b, ὀρθότατα ἀνθρώπων Pl.Tht.195b, en cont. generalizadores ausentes en 1 ἐν τῷ μακρῷ ... ἀνθρώπων χρόνῳ S.Ph.306, cf. A.Pr.445, E.Ph.439, ἔθνεα δὲ ἀνθρώπων Hdt.1.203, οἱ ἄνθρωποι ἐνόμισαν θεῖόν τι πρῆγμα (e.d. la enfermedad) Hp.Morb.Sacr.1.3, πολύβοσκον γαῖαν ἀνθρώποισι Pi.O.7.63, ἔρημοι πρῶνες ἀνθρώπων montañas desiertas de seres humanos E.Cyc.116, ὅταν πίνωσιν ἄνθρωποι, τότε πλουτοῦσι Ar.Eq.92, ἐμοὶ γὰρ δοκοῦσιν ἅνθρωποι ... οὐκ ᾐσθῆσθαι Pl.Smp.189c, τῶν ἀνθρώπων γένος Chrysipp.Stoic.3.185
ref. a la dignidad ὡς ἀνθρώπους ὄντας como hombres que son X.Ages.1.21.
3 sg. no genérico, raro c. art. ser humano, persona, hombre ἄ. op. ἄ.: πολὺ διαφέρειν οὐ δεῖ νομίζειν ἄνθρωπον ἀνθρώπου Th.1.84, τὸ κινοῦν ... <τὸ ὁμοειδὲς οἷον> ἀνθρώπῳ ἄ. Arist.Metaph.1070b31, ἄ. ἄνθρωπον γεννᾷ Arist.Metaph.1070b34, ἄ. ἀνθρώπου κύριος οὐκ ἔστιν Arr.Epict.1.29.60
c. otro subst. (cf. 1), ἄ. ὁδίτης un caminante, Il.16.263, ἄ. ἀλαζών Ar.Au.983, X.Mem.1.7.2, ἄ. ὑφάντης Pl.Phd.87b, ἄ. ὄρνις hombre-pajaro Ar.Au.169, ἄ. γόης un impostor Aeschin.2.153, ἄ. βασιλεύς Eu.Matt.22.2
c. adj. ἄ. τις una persona Hdt.2.85, Ἀργεῖος ἄ. argivo Th.8.92, ὁ χθιζινὸς ἄ. el hombre de ayer Ar.V.281, Ἀναφλύστιος ... ἄ. Ar.Ec.979, ἔμπληκτος ὡς ἄ. como un loco E.Tr.1205, Μενίππου, Καρός τινος ἀνθρώπου D.21.175, ἄ. Ῥωμαῖος ciudadano romano, Act.Ap.16.37, 22.25, καινός, νέος ἄ. el hombre nuevo, el hombre redimido op. παλαιὸς ἄ. Ep.Rom.6.6, Ep.Col.3.9, Ep.Eph.4.22, ἄ. Χριστὸς Ἰησοῦς Cristo Jesús hombre, 1Ep.Ti.2.5, γέρων ἄ. un viejo Arr.Epict.1.4.24, ἕνα ἄνθρωπον εὗρον encontré un solo hombre, Vit.Aesop.G 65
c. art. y adv. ἀλλ' εἰ καὶ ὁ ἔξω ἡμῶν ἄ. διαφθείρεται, ἀλλ' ὁ ἔσω ἡμῶν ἀνακαινοῦται aun cuando nuestro hombre exterior se desmorona, sin embargo nuestro (hombre) interior se renueva de la parte material y espiritual del hombre 2Ep.Cor.4.16
c. gen. de cualidad ὁ ἄ. τῆς ἀνομίας el hombre sin ley del Anticristo, 2Ep.Thess.2.3, cf. ἄ. τοῦ Θεοῦ hombre de Dios, 1Ep.Ti.6.11, de un ángel T.Abr.B 7 (p.111), cf. Eu.Petr.11.44.
4 sg. genérico, frec. c. art. el hombre ὁ ἄ.: βραχὺς ... ὁ βίος τοῦ ἀνθρώπου Protag.B 4, ὁ ἄ. θείας μετέσχε μοίρας Pl.Prt.322a, οἱ υἱοὶ τοῦ ἀνθρώπου los hijos del hombre, los hombres LXX Ec.3.10, ἦν ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος ἐν τῷ ἀνθρώπῳ Ath.Al.Inc.17.22, cf. Origenes Cels.1.66, ὁ ... Ὑιὸς τοῦ ἀνθρώπου el Hijo del hombre de Cristo Eu.Matt.8.20, ὅταν γεννηθῇ ὁ ἄ. cuando es engendrado el ser humano Chrysipp.Stoic.2.28, καὶ οὕτως ἀπώλετο ὁ ἄ. también así se destruyó la humanidad Arr.Epict.2.9.3
op. dios θεός τις, οὐκ ἄ. A.A.663, οὔτε θεὸς οὕτ' ἄ. Ar.Pl.421, op. anim. πῶς οὐκ ἄνθρωπόν γε ὄντα εἰκὸς σοφώτερον τούτων φαίνεσθαι ...; ¿cómo no va a ser natural que, puesto que es hombre, se muestre más inteligente que éstas (las bestias)? X.Eq.Mag.4.20, θηρίου καὶ ὄρνιθος καὶ ἀνθρώπου Hdt.3.108
ὡς ἄ. como un hombre ref. a la dignidad φάγε ὡς ἄ., πίε ὡς ἄ. Arr.Epict.3.21.5, cf. 4.11.2
en or. nominal como suj. ὅλος ὁ ἄ. ἐκ γενετῆς νοῦσος ἐστί el hombre, desde su nacimiento, no es más que enfermedad Hp.Ep.17 (p.372), εὐδαιμονέστατος γίγνεται ἄ. Pl.R.619b, como pred. nominal ἄ. ἐών en sent. de limitación siendo sólo un hombre Hdt.1.86, en dat. τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι Pi.N.5.18, ἦθος ἀνθρώπῳ δαίμων Heraclit.B 119, en gen. ἀλλ' ἔστιν ἀνθρώπου γε pero pertenece a un ser humano Ar.Ach.774
c. prep., c. κατά: ὁ κόμπος δ' οὐ κατ' ἄνθρωπον φρονεῖ la jactancia no tiene pensamientos a medida del hombre A.Th.425, τὰ κατὰ τὸν ἄνθρωπον παθήματα las enfermedades del hombre Hp.VM 14, cf. Septim.10, κατ' ἄνθρωπον νομοθέτης X.Mem.4.4.24, κατ' ἄνθρωπον λαλεῖν hablar al modo humano, 1Ep.Cor.9.8, cf. Ep.Rom.3.4, Ep.Gal.3.15, κατὰ ἄνθρωπον ἐθηριομάχησα luché con las fieras como un hombre corriente, 1Ep.Cor.15.32, c. ὑπέρ: ὑπὲρ ἄνθρωπον por encima de las fuerzas humanas D.C.53.7.3
otros usos de ἄ. genérico y sin art. en construcciones distintas de 3: ἀνθρώπου φύσις la naturaleza humana E.Or.3
la naturaleza humana de Cristo τὸν Ὑὸν ... σάρκα ἤτοι σῶμα, τουτέστιν ἄ., ἀνειληφέναι Ath.Al.Syn.28.6 (p.257)
el hombre πέφυκε γὰρ καὶ ἄλλως ἄ. τὸ μὲν θεραπεῦον ὑπερφρονεῖν pues es absolutamente innato en el hombre despreciar al que le adula Th.3.39, λογιζόμεθα γὰρ δικαιοῦσθαι πίστει ἄνθρωπον pues sostenemos que el hombre queda justificado por la fe, Ep.Rom.3.28.
II expresiones gramaticalizadas, equivaliendo a un pron. indef. uno, uno cualquiera, cada uno ἄ. τῶν υἱῶν Ισραηλ cada uno de los hijos de Israel LXX Le.17.3, τί γὰρ ὠφεληθήσεται ἄ. qué provecho puede sacar uno, Eu.Matt.16.26
equivalente a la pas. impers. se χρῷτ' ἂν οὖν ἄ. se usaría Antipho Soph.B 44A.1.13, οὕτως ἡμᾶς λογιζέσθω ἄ. se nos debe considerar, 1Ep.Cor.4.1.
III peyor. y en lenguaje familiar, para evitar ἀνήρ, γυνή o el n. pr., en voc. ὥνθρωπε ¡eh, tú, amigo! Hdt.3.63, 8.125, S.Ai.791, 1154, Ar.Ach.818, 1107, Pax 719, Eq.786, Nu.644, ὦ ἄνθρωποι ¡eh, vosotros! Pl.Prt.314d, tb. sg. ἄνθρωπε ¡hermano!, POxy.215.1.17, Diog.Oen.2.3.9
ὁ ἄ. un sujeto, un individuo τὸν ἄ. ἀπώλεσεν mató al individuo D.21.91, οὗτος ἅ. ese sujeto Ar.Ach.576, cf. V.168, ἄ. ἀμαθὴς οὑτοσὶ καὶ βάρβαρος ¡este individuo es un ignorante y un bárbaro! Ar.Nu.492, plu. πολλοὶ μὲν ἄνθρωποι ... ὀλίγοι δὲ ἄνδρες muchos individuos ... pero pocos hombres Hdt.7.210
ὁ ἄ. en cont. adecuados el esclavo, el chico ὁ Εὐβίου ἄ. el esclavo de Eubio Hp.Epid.5.36, cf. Antipho 5.29, X.Mem.2.1.15, POxy.1067.30, Eu.Luc.12.36, ὡς ἀστεῖος ὁ ἄ. pues sí que es educado el individuo de un esclavo, Pl.Phd.116d, cf. Prt.314e, Phd.117e, ἂν ἄ. ᾖ Philem.22, cf. SB 4369.2.4 (III a.C.), POxy.805 (I a.C.), BGU 830.4 (I d.C.), POxy.1159.16 (III d.C.), ἄ. ἐμός Gal.14.649, μήτε αὐτοῦ μήτε ἀνθρώπων ἐκείνου ni de él ni de sus esclavos Pl.Lg.933d, οἱ τοῦ πυρὸς ἄ. los esclavos a cargo del fuego, Mart.Pol.15.1.
IV usos especializados plu. varones op. γυναῖκες: τῶν ... ἀνθρώπων τοὺς ἀχρειοτάτους ξὺν γυναιξί Th.2.6, τοσοῦτόν ἐσμεν ἀνθρώποις κακόν (habla Andrómaca) E.Andr.273, πρεσβύτας ἀνθρώπους, πρεσβυτίδας γυναῖκας Aeschin.3.157
sg. varón op. mujer σὺ δὲ πάνυ χαλεπὴ ἀεὶ τῷ ἀνθρώπῳ γεγένησαι pero tú siempre has sido muy difícil para el varón Luc.DMeretr.3.3, cf. 1Ep.Cor.7.1
marido op. mujer Eu.Matt.19.5, 19.10
hijo op. πατήρ Eu.Matt.10.35
ἡ ἄ. mujer Pi.P.4.98, Hdt.1.60, Ar.Lys.936, Hp.Mul.1.16, 1.61, 1.66, 1.68, 2.133 (p.288), Steril.230, Virg.1, Lys.1.15, 16, Isoc.18.52, Arist.EN 1148b20, Ach.Tat.5.22.2, Basil.M.30.33C, cf. Hsch.s.u. ἀνθρωπώ
esclava χαμαιτύπη δ' ἄ. Men.Sam.348, cf. Antipho 1.17, Is.6.20, pero ἄ. οὖσα siendo humana E.Hipp.472
tb. cadáver, SEG 9.72.24 (Cirenaica IV a.C).
B medic. ὁ ἄ. el cuerpo humano ὅλος ὥνθρωπος todo el cuerpo humano Hp.Flat.13
fig. n. de un emplasto Aët.15.43 (p.133.12). • DMic.: a-to-ro-po.
• Etimología: Muchas hipótesis, ninguna decisiva. La más común postula un comp. de ἀνδρ- ‘varón’ (pero la fon. no es clara) y un < *ok ‘aspecto’ (cf. het. a-ta-ro-po), comp. de sent. poco satisfactorio, de otra parte. En realidad, es prob. que el primer término tenga rel. c. het. antuwaḫḫaš, antuḫšaš ‘hombre’, por lo demás oscuro.

English (Abbott-Smith)

ἄνθρωπος, -ου, ὁ, [in LXX chiefly for אִישׁ,אָדָם, also for אֱנֹושׁ, etc.;]
man:
1.generically, a human being, male or female (Lat. homo): Jo 16:21; c. art., Mt 4:4 12:35, Mk 2:27, Jo 2:25, Ro 7:1, al; disting. from God, Mt 19:6, Jo 10:33, Col 3:23, al.; from animals, etc., Mt 4:19, Lk 5:10, Re 9:4, al.; implying human frailty and imperfection, I Co 3:4; σοφία ἀνθρώπων, I Co 2:5; ἀνθρώπων ἐπιθυμίαι, I Pe 4:2; κατὰ ἄνθρωπον περιπατεῖν, I Co 3:3; κατὰ ἄ. λέγειν (λαλεῖν), Ro 3:5, I Co 9:8; κατὰ ἄ- λέγειν, Ga 3:15 (cf. I Co 15:32, Ga 1:11); by meton., of man's nature or condition, ὁ ἔσω (ἔξω) ἄ., Ro 7:22, Eph 3:16, II Co 4:16 (cf. I Pe 3:4); ὁ παλαιὸς, καινὸς, νέος ἄ., Ro 6:6, Eph 2:15 4:22, 24 Col 3:9, 10; joined with another subst., ἄ. ἔμπορος, a merchant, Mt 13:45 (WH, txt. om. ἄ.); οἰκοδεσπότης, Mt 13:52; βασιλεύς, 18:23; φάγος, 11:19; with name of nation, Κυρηναῖος, Mt 27:32; Ἰουδαῖος, Ac 21:39; Ῥωμαῖος, Ac 16:37; pl. οἱ ἄ., men, people: Mt 5:13, 16 Mk 8:24, Jo 4:28; οὐδεὶς ἀνθρώπων, Mk 11:2, I Ti 6:16.
2.Indef., ἄ. = τις, some one, a man: Mt 17:14, Mk 12:1, al.; τις ἄ., Mt 18:12, Jo 5:5, al.; indef. one (Fr. on), Ro 3:28, Ga 2:16, al.; opp. to women, servants, etc., Mt 10:36 19:10, Jo 7:22, 23. >
3.Definitely, c. art., of some particular person; Mt 12:13, Mk 3:5, al.; οὗτος ὁ ἄ., Lk 14:30; ὁ ἄ οὗτος, ἐκεῖνος, Mk 14:71, Mt 12:45; ὁ ἄ. τ. ἀνομίας, II Th 2:3; ἄ τ. θεοῦ (of Heb. אִישׁ אֱלֹהִים), I Ti 6:11, II Ti 3:17, II Pe 1:21; ὁ υἰὸς τοῦ ἀ., v.s. υἱός. SYN.: ἀνήρ, q.v. (and cf. MM, VGT, 44; Cremer, 103, 635).

English (Strong)

from ἀνήρ and ops (the countenance; from ὀπτάνομαι); man-faced, i.e. a human being: certain, man.

English (Thayer)

ἀνθρώπου, ὁ (perhaps from ἀνήρ and ὤψ, i. e. man's face: Curtius, § 422; Vanicek, p. 9. From Homer down); man. It is used
1. universally, with reference to the genus or nature, without distinction of sex, a human being, whether male or female: ἐπ' ἄρτῳ ζήσεται ὁ ἄνθρωπος); ὁ ἀγαθός ἄνθρωπος every good person); Winer's Grammar, § 18,8); α. from animals, plants, etc.: T WH omit; L Tr brackets) (opposed to angels); οὐκ ἄνθρωποι; (R G σαρκικοί) ἐστε; σοφία ἀνθρώπων, ἀνθρώπων ἐπιθυμίαι, κατά ἄνθρωπον περιπατεῖτε ye conduct yourselves as men, λαλεῖν or λέγειν κατά ἄνθρωπον, to speak according to human modes of thinking, κατά ἄνθρωπον λέγω, I speak as a man to whom analogies from human affairs present themselves, while I illustrate divine things by an example drawn from ordinary human life, κατά ἄνθρωπον θηριομάχειν, as man is accustomed to fight, urged on by the desire of gain, honor and other earthly advantages, οὐκ ἐστι κατά ἄνθρωπον is not accommodated to the opinions and desires of men, κατά ἄνθρωπον in secular authors see Wetstein on Rom. as above); with the accessory notion of malignity: προσέχετε ἀπό τῶν ἀνθρώπων, εἰς χεῖρας ἀνθρώπων, ὦ ἄνθρωπε, or ἄνθρωπε, is one either of contempt and disdainful pity, Plato, Gorgias, p. 452b. σύ δέ ... τίς εἰ, ὦ ἄνθρωπε), or of gentle rebuke, ἴδε (T Tr WH ἰδού) ὁ ἄνθρωπος behold the man in question, maltreated, defenseless, ὁ ἔσω and ὁ ἔξω ἄνθρωπος, soul and body: Plato, rep. 9,589a. ὁ ἐντός ἄνθρωπος; Plotinus Enn. 5,1, 10 ὁ εἴσω ἄνθρωπος; cf. Fritzsche on Romans, vol. ii., 61f. (Meyer on Romans, the passage cited; Ellicott on Ephesians, the passage cited)); ὁ κρυπτός τῆς καριδας ἀνθρ. Prayer of Manasseh, ὁ παλαιός (the corrupt) and ὁ καινός (ὁ νέος) ἄνθρωπος (the truly Christian Prayer of Manasseh, conformed to the nature of God): a male: ἄνθρωπος, a. someone, a (certain) Prayer of Manasseh, when who he is either is not known or is not important: equivalent to τίς, τίς, Prayer of Manasseh, so that ἄνθρωπος is equivalent to the German indefinite Prayer of Manasseh, one: ἄνθρωπος signifies father of a family, husband, Song of Solomon, servant.
3. in the plural οἱ ἄνθρωποι is sometimes (the) people, German die Leute: οὐδείς ἀνθρώπων (nemo hominum) no one, Winer's Grammar, § 59,1): ἄνθρωπος ἔμπορος a merchant (-man), WH text omits ἀνθρώπῳ); οἰκοδεσπότης, βασιλεύς, φάγος, סָרִיס אִישׁ a eunuch, כֹּהֵן אִישׁ a priest, ἄνθρωπος ὁδίτης, Homer, Iliad 16,263, elsewhere; cf. Matthiae, § 430,6; (Krüger § 57,1, 1); but in Attic this combination generally has a contemptuous force; cf. Bernhardy (1829), p. 48; in Latin homo gladiator, Cicero, epistles ad diversos 12,22, 1).
b. to a gentile noun: ἄνθρωπον Κυρηναῖος, Κουδαιος, Ῥωμαῖος, a Roman citizen).
5.ἄνθρωπος, with the article, the particular man under consideration, who he is being plain from the context: οὗτοςἄνθρωπος, L Tr marginal reading WH); ὁ ἄνθρωπος οὗτος, R G T Tr text): ὁ ἀνθωπος ἐκεῖνος, ὁ ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας (or with T Tr text WH text, τῆς ἀνομίας), ἁμαρτία, 1, p. 30f ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ a man devoted to the service of God, God's minister: אֱלֹהִים אִישׁ often in the O. T.; cf. Gesenius, Thesaurus i., p. 85). For ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου and υἱοί τῶν ἀνθρώπων, see under υἱός.

Greek Monolingual

ο (AM ἄνθρωπος)
1. ανθρώπινη ύπαρξη, ανεξάρτητα από φύλο και ηλικία
2. ο θνητός, σε αντίθεση προς τον θεό
3. λογικό και κοινωνικό ον, σε αντίθεση προς τα ζώα
4. στον πληθ. οἱ ἄνθρωποι
η ανθρωπότητα, το γένος των ανθρώπων («ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία»)
5. ο ενάρετος άνθρωπος, αυτός που έχει ανθρωπιάείναι σε όλα του άνθρωπος», «ἦ χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἄν ἄνθρωπος ἦ», Μένανδρος)
6. μαζί με άλλο ουσιαστικό ή επίθετο (επαινετικά, ειρωνικά, περιφρονητικά) «νοικοκύρης άνθρωπος»
νεοελλ.
1. (ως αόρ. αντων.), κάποιος, καθένας, (και με άρνηση) κανένας
2. (με γενική) «άνθρωπος του τάδε» — οπαδός (στην πολιτική), άνθρωπος της εμπιστοσύνης, όργανο κάποιου (γενικότερα), «ο άνθρωπός μου» — ο σύζυγος ή ο εραστής (για γυναίκα), ο στενός μου συγγενής (γενικότερα)
3. πληθ. μάχιμοι άντρες, στρατιώτες ή οπλίτες (γενικότερα)
αρχ.
1. άντρας και όχι γυναίκα
2. βοηθός, υπηρέτης
3. η άνθρωπος
η δούλη (ή για να δηλωθεί περιφρόνηση).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά άπαξ ήδη στη Μυκηναϊκή (a-to-ro-qo). Στον Όμηρο απαντά κυρίως στον πληθ. Είναι αντίθετο του θεός και υπονοεί τον άνθρωπο ως είδος. Συχνά η λ. χρησιμοποιείται με μειωτική σημασία, κυρίως στην κλητική του ενικού (άνθρωπε) ή σπανιότερα όταν είναι θηλ. γένους και δηλώνει τη γυναίκα. Ο τ. είναι αβέβαιης ετυμολογίας, παρά το πλήθος των υποθέσεων που αναφέρονται στην προέλευση του. Ο Seiler υποστηρίζει ότι η ετυμολ. της λ. θα πρέπει να έχει σχέση με την κύρια λειτουργία της λ., που συνίσταται στο να αντιπαραθέτει και να ξεχωρίζει την τάξη των ανθρώπων από εκείνη των θεών.
Το μυκην. a-to-ro-qo (με τον χειλοϋπερωικο φθόγγο q στην τελευταία συλλαβή) κάνει σχεδόν βέβαιη την ύπαρξη ενός β' συνθετ. –οΚωο-, που σημαίνει το πρόσωπο, την όψη (πρβλ. όψ, οπός «πρόσωπο») και ενισχύει την άποψη ότι ο τ. προέρχεται από ανδρ-ωπος» «με πρόσωπο ανδρός» (από θ. ανδρ.-του ανήρ, ανδρός + ώψ, ωπός «πρόσωπο, όψη»). < ανδρ-ωΚωος. Προβληματική είναι η ύπαρξη -θ-αντί -δ, που ίσως οφείλεται σε υστερογενή δάσυνση του -δ-. Οι απόψεις του Devoto, που αποδίδει στον τ. ιλλυρική προέλευση και του Kretschmer που παράγει τη λ. από ανδρὡπος με δασεία κατά το ὁράω), δεν θεωρούνται πιθανές. Άλλοι παράγουν τη λ. α) < ανδρ -ωπος «με ανδρική όψη».
Το β' συνθετ. < γοτθ. saitvan «βλέπω». β) < ανθρ(ο)-ωπος «με πρόσωπο που φέρει γένια» (πρβλ. ρουμ. bărbat «άνδρας»)
το α' συνθετ. < ανθερεών, ανθέριξ (< αθήρ «το γένι του σταχιού»). γ) < ανθηρός. δ) < άνθρω + πός < αρχ. ινδ. adhara- και πιθ. αν- από η θεωρούν τον τ. ρηματικό όνομα του ανατρέπω ή του ανατρέφω, οπότε σημαίνει αντίστοιχα «αυτός που στέκεται όρθιος» και «ο οικότροφος, ο αναθρεμμένος, ο σωματικός».Τέλος ο τ. άνθρωπος θυμίζει το χεττιτικό antuhšaš «άνθρωπος»].
Παράγωγα και σύνθετα της λέξης άνθρωπος:
ΠΑΡ. ανθρωπάριο(ν), ανθρωπίζω, ανθρωπικός, ανθρώπινος, ανθρωπίσκος, ανθρωπότης
αρχ.
ανθρωπεία, ανθρωπεύομαι, ανθρωπή, ανθρωπία, ανθρώπων, ανθρωπώ
αρχ.-μσν.
ανθρώπειος, ανθρώπησις, ανθρωπιστί
μσν.
ανθρωπαίος, ανθρωπιώ
νεοελλ.
ανθρωπάκης, ανθρωπάκι, ανθρωπάκος, ανθρωπιά, ανθρωπίλα, ανθρωπινός, ανθρωπιστής, ανθρωπίδες, ανθρωποσύνη, ανθρωπώδης.
ΣΥΝΘ.
Α' ΣΥΝΘ. ανθρωπάρεσκος, ανθρωπογράφος, ανθρωποδαίμων, ανθρωποειδής, ανθρωποκτόνος, ανθρωπολάτρης, ανθρωπολόγος, ανθρωπόμορφος, ανθρωποπλάστης, ανθρωποποιός, ανθρωποτρόφος, ανθρωποφάγος
αρχ.
ανθρωπόβρωτος, ανθρωπόγλωσσος, ανθρωπογναφείον, ανθρωπογονώ, ανθρωπόθεος, ανθρωποθηρία, ανθρωπόθυμος, ανθρωποθυτώ, ανθρωποκόμος, ανθρωποκτόνος, ανθρωπομάγειρος, ανθρωπομίμος, ανθρωπονομικός, ανθρωπόνους, ανθρωποπαθής, ανθρωποποιία, ανθρωπορραίστης, ανθρωποσφαγώ, ανθρωπόσχημος, ανθρωποϋπόστατος, ανθρωποφυής
αρχ.-μσν.
ανθρωποβόρος, ανθρωπομορφούμαι, ανθρωποπρεπής, ανθρωποτόκος, ανθρωποφόρος
μσν.
ανθρωπόλεθρος, ανθρωπουργία, ανθρωποφανής, ανθρωποφθόρος, ανθρωποφόντης
μσν.- νεοελλ.
ανθρωπογενής, ανθρωπογέννητος νεοελλ. ανθρωπεμπορία, ανθρωπογένεση, ανθρωπογενετικός, ανθρωπογεωγραφία, ανθρωπογραφία, ανθρωπογράφος, ανθρωπογνωσία, ανθρωπογνώστης, ανθρωποδικία, ανθρωποδόκανο, ανθρωποειδή, ανθρωποειδής, ανθρωποζωολογία, ανθρωποθαλάσσα, ανθρωποθεϊσμός, ανθρωποθηριομαχία, ανθρωποκαμωμένος, ανθρωποκεντρικός, ανθρωποκλιματολογία, ανθρωποκυνηγητό, ανθρωποκυνήγι, ανθρωπόλαλος, ανθρωπολογία, ανθρωπομαγνητικός, ανθρωπομαγνητισμός, ανθρωπομάζωμα, ανθρωπομαντεία, ανθρωπομάχος, ανθρωπομέτρηση, ανθρωπομετρία, ανθρωπόμετρο, ανθρωπομορφία, ανθρωπομορφίδαι, ανθρωπομορφολογία, ανθρωπονοσολογία, ανθρωποπίθηκος, ανθρωποπλαστική, ανθρωπόπλαστος, ανθρωποπλημμύρα, ανθρωποποίηση, ανθρωποποίητος, ανθρωποπούλι, ανθρωποσκοπία, ανθρωποσκόπος, ανθρωποσοφία, ανθρωποσυρροή, ανθρωποσφαγή, ανθρωποσωματολογία, [[ανθρωποσωματο λογικός, ανθρωποσωρός, ανθρωποσώστης, ανθρωποσωτήριος, ανθρωποτεχνική, αν θρωποτομία, ανθρωποτοξίνη, ανθρωποτορπίλη, ανθρωπόφιλος]], ανθρωποφοδία, ανθρωπόφοδος, ανθρωποχείμαρρος, ανθρωποχημεία, ανθρωπόχοιρος, ανθρωπόχωρος.
Β΄ΣΥΝΘ. αγριάνθρωπος, απάνθρωπος, θηριάνθρωπος, λυκάνθρωπος, μισάνθρωπος, ολιγάνθρωπος, πολυάνθρωπος, υπεράνθρωπος, φιλάνθρωπος
αρχ.
ανάνθρωπος, αργυράνθρωπος, ασημάνθρωπος, αυτοάνθρωπος, αφιλάνθρωπος, βοάνθρωπος, βουτραγοταυράνθρωπος, εξάνθρωπος, ημιάνθρωπος, ιππάνθρωπος, κυνάνθρωπος, μιξάνθρωπος, μολυβδάνθρωπος, τρισάνθρωπος, φαγάνθρωπος, χαλκάνθρωπος, χρυσάνθρωπος
νεοελλ.
ακριβάνθρωπος, αρκουδάνθρωπος, αρχοντάνθρωπος, ασημάνθρωπος, ασχημάνθρωπος, αφεντάνθρωπος, αχυράνθρωπος, βατραχάνθρωπος, βρομάνθρωπος, γαϊδουράνθρωπος, γουρουνάνθρωπος, δαιμονάνθρωπος, διαβολάνθρωπος, διαστημάνθρωπος, ζωάνθρωπος, θεάνθρωπος, κουβαρδάνθρωπος, κτηνάν θρωπος, λεβεντάνθρωπος, ομορφάνθρωπος, παλιάνθρωπος, πιθηκάνθρωπος, προάνθρωπος, προστυχάνθρωπος, πρωτάνθρωπος, σινάνθρωπος, συνάνθρωπος, τιγράν θρωπος, υπάνθρωπος, χιονάνθρωπος, χοντράνθρωπος.

Greek Monotonic

ἄνθρωπος: ὁ (πιθ. από το ἀνήρ ὤψ, αυτός που έχει ανθρώπινο πρόσωπο
I. 1. άνθρωπος, Λατ. homo (όχι vir), αντίθ. προς τους θεούς, ἀθανάτων τε θεῶν, χαμαὶ ἐρχομένων τ' ἀνθρώπων, σε Ομήρ. Ιλ.
2. με ή χωρίς άρθρο για να υποδηλώσει τον άνθρωπο εν γένει, σε Πλάτ. κ.λπ.
3. στον πληθ., ανθρωπότητα, ανθρώπινο γένος, ἀνθρώπων, ἀνδρῶν ἠδὲ γυναικῶν, σε Ομήρ. Ιλ.· ὁ ἄριστος ἐν ἀνθρώποις ὄρτυξ, το καλύτερο ορτύκι στον κόσμο, σε Πλάτ.· μάλιστα, ἥκιστα ἀνθρώπων, περισσότερο, λιγότερο απ' όλους, σε Ηρόδ. κ.λπ.
4. μαζί με άλλο ουσ. για να δώσει περιφρονητική σημασία, ἄνθρ. ὑπογραμματεύς, συκοφάντης, σε Ρήτ.· ομοίως homo histrio, σε Κικ.· ομοίως, ἄνθρωπος ή ὁ ἄνθρωπος μόνο του, ο συνάνθρωπος, το άτομο, σε Πλάτ.· επίσης στην κλητ. απευθυνόταν περιφρονητικά στους δούλους, ἄνθρωπε ή ὦ ἄνθρωπε, σε Ηρόδ., Πλάτ.
II. θηλ. (όπως επίσης θηλ. είναι και το homo), η γυναίκα, σε Ηρόδ. κ.λπ.· με σημασία ελέους και οίκτου, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἄνθρωπος: ὁ, редко ἡ
1) человек (θεοὶ τ᾽ ἄνθρωποι Hom.): κατ᾽ ἄνθρωπον Aesch., Soph., Diod., ἀνθρώπῳ πεφυκότι Xen. и ἀνθρώπους ὄντας Polyb. как свойственно человеку или людям; как приложение обычно не переводится: ἄ. ὀδίτης Hom. путник; иногда с оттенком презрительности: ἄνθρωποι ὑπογραμματεῖς Lys. какие-то там писари; тж. с оттенком пренебрежительной указательности: οὕτω ἐκέλευσεν ὁ ἄ. Plat. вот так он приказал; преимущ. с superl.: ἄριστος ἔν ἀνθρώποις Plat. лучший в мире; μάλιστα ἀνθρώπων Her. больше, чем кто-л. ἥκιστα ἀνθρώπων Plat. нисколько (не); в выражениях: ἐν ἀνθρώποις и (ἐξ) ἀνθρώπων среди людей, у людей, т. е. на свете, в мире; τὰ ἐξ ἀνθρώπων πράγματα Plat. неслыханное множество хлопот; γραφὰς τὰς ἐξ ἀνθρώπων ἐγράφετο Lys. он писал всевозможные жалобы;
2) мужчина: πρεσβῦται ἄνθρωποι, πρεσβύτιδες γυναῖκες Aeschin. старики, старухи, но πρεσβῦτις ἄ. Lys. старуха;
3) раб, слуга Her., Plat., Dem.: ἡ ἄ. Isae., Dem. рабыня.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: man (Il.);
Dialectal forms: Myc. atoroqo /anthrokʷos/.
Derivatives: Many der.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: No etym. Survey in Seiler Glotta 32, 225ff. and Frisk. ἄνθρωπος resembles Hitt. antuḫšaš man (Kretschmer Glotta 9, 231f.; W. Petersen AmJPh 56, 59f.). Improbable Ruijgh, Lingua 25 (1970) 312; Szemerényi, Gnomon 43 (1971) 655f.; vW. - As no IE explanation has been found, the word will be a substr. word. Myc. -oq- does not prove IE origin, as the substr. language had labio-velars (βασιλεύς). Kuiper gave a substr. interpretation on the basis of δρώψ, FS Kretschmer, 1, 211f; Lingua 21 (1968) 275f.; defended by Beekes, Glotta 73 (1995/6) 13-15.

Middle Liddell

[prob. from ἀνήρ, ὤψ, manfaced]
I. man, Lat. homo (not vir), opp. to gods, ἀθανάτων τε θεῶν, χαμαὶ ἐρχομένων τ' ἀνθρώπων Il.
2. with or without the Art. to denote man generally, Plat., etc.
3. in plural mankind, ἀνθρώπων, ἀνδρῶν ἠδὲ γυναικῶν Il.; ὁ ἄριστος ἐν ἀνθρώποις ὄρτυξ the best quail in the world, Plat.; μάλιστα, ἥκιστα ἀνθρώπων most, least of all, Hdt., etc.
4. with another Subst., to give it a contemptuous sense, ἄνθρ. ὑπογραμματεύς, συκοφάντης, Oratt.; so homo histrio Cic.:—so, ἄνθρωπος or ὁ ἄνθρωπος was used alone, the man, the fellow, Plat.:— also in vocat. it was addressed contemptuously to slaves, ἄνθρωπε or ὦ 'νθρωπε, sirrah! you sir! Hdt., Plat.
II. fem. (as homo also is fem.), a woman, Hdt., etc.; with a sense of pity, Dem.

Frisk Etymology German

ἄνθρωπος: {ánthrōpos}
Grammar: m.
Meaning: Mensch, auch Mann (seit Il.); vereinzelt f. (meistens verächtlich) Weib. Lit. s. ἀνήρ.
Derivative: Mehrere Deminutiva, gewöhnlich mit verächtlichem Nebensinn: ἀνθρώπιον (E., Kom., D., X.), ἀνθρωπίσκος (E., Ar., Pl. u. a.), ἀνθρωπάριον (Kom., Demad., Arr.). — Weitere Ableitungen: ἀνθρωπώ· ἡ γυνὴ παρὰ Λάκωσιν H. (zweifelhaft); ἀνθρωπέη, -πῆ f. menschliche Haut (Hdt., Poll., vgl. Chantraine Formation 91); ἀνθρωπότης f. Menschlichkeit (Ph., S. E. usw.). — Adjektiva: ἀνθρώπειος, ion. usw. -ήϊος (Chantraine 52, Schwyzer 468 : 3) menschlich (meist in höherem Stil), ἀνθρώπινος ib. (ion. att., vorw Kom. und Prosa), ἀνθρωπικός ib. (Pl., Arist. usw.). — Denominative Verba: 1. ἀνθρωπίζομαι sich wie ein Mensch benehmen (Ar., Luk.); davon (falls nicht direkt von ἄνθρωπος, vgl. Chantraine 142f.) ἀνθρωπισμός Menschheit (Aristipp.); — 2. ἀνθρωπεύομαι sich wie ein Mensch benehmen (Arist. u. a.); — 3. ἀνθρωπόομαι Mensch sein (Plu.).
Etymology : Trotz wiederholter Anstrengungen nicht aufgeklärt (s. die Zusammenfassung bei Seiler Glotta 32, 225ff.): 1. Aus *ἀνδρωπος mit Mannesgesicht begabt (Hartung, Pott, s. Curtius 307). Dabei bleibt θ für δ unerklärt; unwahrscheinlich Devoto IF 60, 63ff. (illyrisches Wort; θ für δ übertriebene Reaktion gegen die nördliche Abstammung); unwahrscheinlich ebenso Kretschmer Glotta 28, 245f. (*ἀνδρὡπος mit Spir. asper nach ὁράω). 2. Aus *ἀνδρὡπος mit männlichem Aussehen; das Hinterglied zu got. saiƕan sehen usw. (Brugmann IF 12, 25ff.). 3. *ἀνθρ(ο)-ωπος mit bärtigem Gesicht (vgl. rum. bărbat Mann); das Vorderglied zu ἀνθερεών, ἀνθέριξ, s. ἀθήρ (Güntert Sb. Heidelberg 1915 : 10). 4. Verbalnomen zu ἀνατρέπω der Aufrechte (G. Meyer Gr.3 210). 5. Verbalnomen zu ἀνατρέφω der Zögling, der Genährte, der Körperliche (Brugmann Festgabe Kaegi 29ff., Pisani Rend. Acc. Lincei 6 : 4, 361ff., Acme 1 : 3, 272). Noch anders Holthausen KZ 47, 312 (zu ἀνθηρός); Fick BB 18, 136 (zu ahd. muntar); Ribezzo RIGI 16, 72ff. (*ἄνθρω + πός "die unten Lokalisierten", zu aind. ádhara- usw. mit ἀν- aus n- [?]). — S. noch Pisani Studitfilcl. 12, 300, Petersen AmJPh. 56, 64ff., Prellwitz Glotta 15, 128ff., 16, 151f., Krogmann Glotta 23, 220ff., Kretschmer Glotta 19, 220, Chantraine Mélanges Cumont 121ff., Grošelj Živa Ant. 4, 168, Schwyzer 426 A. 4. — An ἄνθρωπος erinnert entfernt heth. antuḫšaš Mensch (Kretschmer Glotta 9, 231f.); Versuch, die beiden Wörter zusammenzubringen, von W. Petersen AmJPh 56, 59f.
Page 1,110-111

Chinese

原文音譯:¥ndrwpoj 安特-而-哦坡士
詞類次數:名詞(559)
原文字根:向上-歸回-觀看(者) 相當於: (אָדָם‎) (אִישׁ‎) (אֱנׄושׁ‎)
字義溯源:人類,儀表,人,男人,世人,人間,冑;由(ἀνήρ)*=人)與(ὠφέλιμος)X*=容貌)組成;而 (ὠφέλιμος)X*出自(ὀπτάνομαι)*=注視)。從人類歷史看,神照著自己的形像造了人,使人可以和神來往。但當人犯罪後,就被趕離神的面,活在苦難,病痛,罪惡中。雖然人的良心仍指摘人,但人卻無能力行善;也無法尋求神,更不領會屬神的事。然而天父卻寶愛他所造的人類( 太6:26; 10:31),到了時候,就差遣他的兒子來,為人類的罪付上贖價,並把他復活的生命賜給人,使人成為新人,可以重新和神交通。到那日,我們這必朽壞的(身體)也要變成不朽壞的( 林前15:50-54)。參讀 (ἀνήρ)同義字,同源字
出現次數:總共(559);太(118);可(56);路(100);約(59);徒(47);羅(26);林前(31);林後(8);加(14);弗(9);腓(3);西(7);帖前(5);帖後(2);提前(10);提後(5);多(5);來(10);雅(8);彼前(5);彼後(4);約壹(1);猶(1);啓(25)
譯字彙編
1) 人(445)數量太多,不能盡錄;
2) 人的(30) 太12:31; 太16:23; 太22:16; 太23:4; 可1:17; 可7:7; 可12:14; 路7:8; 路9:56; 徒4:9; 徒12:22; 徒17:25; 林前2:5; 林前2:9; 林前7:23; 林後4:2; 加1:10; 加1:10; 腓2:8; 帖前2:6; 帖前2:13; 提前4:10; 多1:14; 彼前4:2; 彼後2:16; 啓4:7; 啓9:5; 啓9:7; 啓13:18; 啓21:17;
3) 一個人(24) 太9:9; 太17:14; 太18:23; 太21:28; 太25:14; 可1:23; 可3:1; 可4:26; 可13:34; 路2:25; 路4:33; 路5:18; 路6:6; 路6:48; 路6:49; 路12:36; 路22:10; 約1:6; 約3:1; 約7:23; 約9:1; 約9:11; 約10:33; 徒10:26;
4) 一人(6) 太12:10; 可14:13; 約16:21; 林前15:21; 林前15:21; 提前6:16;
5) 一個⋯人(5) 太20:1; 太27:57; 路7:34; 徒6:5; 林後12:2;
6) 世人(4) 路18:2; 路18:4; 林前3:3; 林前3:4;
7) 人間(4) 太21:25; 太21:26; 來5:1; 啓14:4;
8) 人阿(3) 路12:14; 路22:58; 路22:60;
9) 的人(3) 太8:9; 太11:8; 徒17:26;
10) 一個(2) 太21:33; 太22:2;
11) 給人(2) 約7:22; 西3:23;
12) 對人(2) 林前14:2; 林前14:3;
13) 主(2) 路16:1; 路16:19;
14) 有人(2) 路20:9; 加6:1;
15) 有一個人(2) 可12:1; 約4:29;
16) 眾人(1) 弗4:8;
17) 人間的(1) 提前2:5;
18) 屬於人(1) 加3:15;
19) 一個⋯的人(1) 太11:19;
20) 為人的(1) 提前2:5;
21) 這些人(1) 提後3:8;
22) 由人(1) 來8:2;
23) 人類(1) 啓9:15;
24) 有一個⋯人(1) 可5:2;
25) 為人(1) 林前7:26;
26) 人!(1) 約19:5;
27) 這人阿(1) 路5:20;
28) 冑(1) 路19:12;
29) 有一人(1) 太22:11;
30) 將人的(1) 太15:9;
31) 得人的(1) 太4:19;
32) 人民(1) 徒4:13;
33) 人,(1) 徒4:17;
34) 給世人(1) 林前4:9;
35) 這人(1) 羅7:24;
36) 人之(1) 羅2:9;
37) 照人的(1) 徒17:29;
38) 男人(1) 林前7:1

Wiktionary EN

First attested in Hellenic as Mycenaean Greek 𐀀𐀵𐀫𐀦 (a-to-ro-qo), of uncertain origin. Scholars used to consider it to be a compound from ἀνήρ (anḗr, “man”) and ὤψ (ṓps, “face, appearance, look”): thus, "he who looks like a man". However, a δ (d) would be expected to develop by epenthesis, as in the genitive ἀνδρός (andrós), yielding *ἀνδρωπος (*andrōpos). Rosén defends this etymology, positing that the original laryngeal *h₃ in the root for ὤψ (ṓps) (from Proto-Indo-European *h₃ókʷs) changed the δ to its aspirated counterpart θ even across the intervening ρ. Beekes argues that since no convincing Indo-European etymology has been found, the word is probably of Pre-Greek origin; he connects the word with the word δρώψ (drṓps, “man”). According to Beekes (2009:xxix), "Shift of aspiration is found in some cases: θριγκός / τριγχός, ἀθραγένη / ἀνδράχνη". Garnier proposes a derivation from Proto-Indo-European *h₁n̥dʰéreh₃kʷós (“that which is below”) (from *n̥dʰér + -h₃kʷ-o-), hence "earthly, human".

Translations

Abkhaz: ауаҩы; Achuar: aishmang; Afrikaans: mens; Ahom: 𑜀𑜤𑜃𑜫; Ainu: アイヌ; Aja: i'i; Albanian: njeri; Aleut: tayaĝux̂; Amharic: የሰው ልጅ, ሰው; Apache Western Apache: ndeeń; Arabic: إِنْسَان‎, نَاس‎, بَشَر‎, إِنْس‎; Egyptian Arabic: إنسان‎, بنيآدم‎; Hijazi Arabic: إنسان‎, بني آدم‎; Moroccan Arabic: إنسان‎, بنادم‎; Aragonese: homo, umano; Aramaic Hebrew: אנשא‎; Syriac: ܐܢܫܐ‎; Armenian: մարդ; Aromanian: om; Assamese: মানুহ; Asturian: home, humanu, ser humanu; Atikamekw: iriniw; Avar: чи, гӏадан, инсан; Azerbaijani: insan, adam, kişi; Bashkir: кеше, әҙәм, бәндә; Basque: gizon, gizaki; Belarusian: чалаве́к, лю́дзі; Bengali: মানুষ, মানব, ইনসান; Berber Kabyle: amdan; Tashelhit: afgan, bnadm; Bilua: maba; Bislama: man; Bouyei: wenz; Bulgarian: чове́к, хо́ра, лю́де; Burmese: လူ, မနုဿ, လူသား, ပုဂ္ဂိုလ်, လူ; Buryat: хүн; Catalan: home, humà, ésser humà; Catawba: ye; Central Melanau: tenawan; Chechen: адам; Cherokee: ᏴᏫ; Chichewa: munthu; Chinese Cantonese: 人, 人類, 人类; Dungan: жын; Hakka: 人類, 人类; Mandarin: 人, 人類, 人类; Min Bei: 人; Min Dong: 儂, 侬, 人, 人類, 人类; Min Nan: 儂, 侬; Wu: 人類, 人类; Chukchi: о’равэтԓьан; Chuvash: ҫын, этем, тӑнлӑ ҫын; Coptic: ⲣⲱⲙⲉ; Crimean Tatar: adam, insan; Czech: člověk, lidská bytost; Dalmatian: jomno; Danish: menneske; Darkinjung: kuri; Dhivehi: އިންސާނުން‎; Dutch: mens; Eastern Mari: айдеме, еҥ; Egyptian: ; r; T A1; ; Emilian: òmen; Erzya: ломань; Esperanto: homo; Estonian: inimene; Evenki: иле), бэе; Ewe: ame, amegbetɔ; Faroese: menniskja, fólk, maður; Finnish: ihminen; Franco-Provençal: homo, étre humen, humen; French: homme, être humain, humain; Friulian: om, omp; Galician: home, humano, ser humano; Georgian: კაცი, ადამიანი; German: Mensch; menschliches Wesen; Gothic: 𐌼𐌰𐌽𐌽𐌰; Greek: άνθρωπος, ανθρώπινο ον; Ancient Greek: ἄνθρωπος; Guaraní: ava; Gujarati: પુરુષ, મનુષ્ય; Haitian Creole: moun; Hausa: mutun; Hawaiian: kanaka; Hebrew: בֶּן אָדָם‎, אָדָם‎; Hiligaynon: tawo; Hindi: मनुष्य, मानव, इंसान, लोग, आदमी, आदम, जन, बशर, व्यक्ति, मानस, मानुस, मानुष; Hungarian: ember; Hunsrik: Mensch; Iban: mensia; Icelandic: manneskja, maður; Ido: homo; Indonesian: orang, manusia, insan; Interlingua: homine, esser human; Inuktitut: ᐃᓄᒃ; Irish: duine; Old Irish: duine; Isubu: motu; Italian: uomo, umano, essere umano; Japanese: 人, 人間, 人類; Javanese: ꦮꦺꦴꦁ, ꦠꦶꦪꦁ, ꦩꦤꦸꦁꦱ; Kaingang: ũn gré; Kalmyk: күн; Kannada: ಮಾನವ; Karachay-Balkar: адам, киши; Karelian: ihmini; Kashmiri: اِنسان‎; Kashubian: χlʉ̀ɵ̯p, człowiek; Kazakh: адам, кісі; Khmer: មនុស្ស, ជគត, ជន, នរ; Kikuyu: mũndũ Komi-Permyak: морт; Konkani: मनिषु; Korean: 사람, 인류); Kurdish Central Kurdish: مرۆڤ‎, مردۆڤ‎; Northern Kurdish: mirov, insan, mirov; Kyrgyz: киши, адам; Lakota: wičháša; Lao: ມະນຸດ, ຄົນ; Latgalian: cylvāks; Latin: homō; Latvian: cilvēks; Lezgi: инсан, кас; Lingala: moto; Lithuanian: žmogus, žmonės; Low German German Low German: Minsch, Mensch; Luganda: omuntu; Luxembourgish: Mënsch; Lü: ᦅᦳᧃ; Macedonian: човек, луѓе; Maguindanao: taw; Malagasy: olombelona; Malay: orang, manusia, insan; Malayalam: മനുഷ്യൻ; Maltese: bniedem, uman; Manchu: ᠨᡳᠶ᠋ᠠᠯᠮᠠ; Maori: tangata; Mapudungun: che; Maranao: taw; Marathi: मानव, माणूस; Maricopa: 'iipaa; Mirandese: persona, pessona, houmano; Moksha: ломанць; Mongolian Cyrillic: хүн; Uyghurjin: ᠬᠦᠮᠦᠨ; Mòcheno: mènsch, mènsch; Nahuatl Central: tlacatl; Central Huasteca: tlakatl; Classical: tlacatl; Nanai: най; Navajo: diné, bílaʼashdlaʼii; Neapolitan: perzona; Nepali: मानव, मान्छे; Nogai: аьдем; North Frisian: mansche, mensk, karmen,an; Northern Thai: ᨤᩫ᩠ᨶ; Norwegian Bokmål: menneske, mann; Nynorsk: menneske; Old Church Slavonic Cyrillic: чловѣкъ; Glagolitic: ⱍⰾⱁⰲⱑⰽⱏ; Old East Slavic: человѣкъ; Old English: mann; Old Javanese: wwang; Old Turkic: 𐰚𐰃𐰾𐰃‎; Oriya: ମଣିଷ; Orok: нари; Ossetian: адӕймаг; Pali Devanagari: नर; Latin: nara, manussa; Thai: นะระ, มะนุสสะ; Papiamentu: hende; Pashto: انسان‎, بشري‎, آدم‎; Persian: انسان‎, آدم‎, آدمی‎, خاکزاد‎, مردم‎, مشیه‎, دوپای‎, بشر‎; Pipil: takat, tacat; Pitjantjatjara: wati; Plautdietsch: Mensch; Polabian: clåvăk; Polish: człowiek pers, ludzie, istota ludzka; Portuguese: homem, ser humano, humano; Punjabi: ਮਨੁੱਖ; Quechua: runa; Rapa Nui: tangata; Rohingya: manúic; Romani: manuś, murś; Romanian: om; Romansch: uman; Russian: челове́к, лю́ди; Rusyn: чолові́к; Samoan: tagata; Sanskrit: मनुष्य, मानव, नृ, नर, जन; Sardinian: òmine; Scots: bodie, human; Scottish Gaelic: duine; Seimat: tel; Serbo-Croatian Cyrillic: човек, човјек, чо̏вјек, људи; Roman: čovek, čovjek, ljudi; Shan: ၵူၼ်း; Silesian: czowjek; Sindhi: آدِمي‎; Sinhalese: මිනිසා; Slovak: človek, ľudia, ľudská bytosť; Slovene: človek anim, ljudje; Somali: dad, aadame; Sorbian Lower Sorbian: cłowjek, luź; Upper Sorbian: čłowjek; Southern Sierra Miwok: naŋŋaʔ; Spanish: hombre, humano, ser humano; Sundanese: manusa; Swahili: binadamu; Swedish: människa, människa, mänska; Sylheti: ꠝꠣꠘꠥ, ꠝꠣꠘꠥꠡ, ꠝꠣꠘ; Tagalog: tao; Tai Nüa: ᥐᥨᥢᥰ; Tajik: инсон, одам, башар; Tamil: மனிதன், மனிதர்; Tatar: инсан, кеше, адәм; Telugu: మనిషి, మగవాడు; Thai: มนุษย์, คน, ชาว; Tibetan: འགྲོ་བ་མི, མི; Tocharian B: śaumo; Tok Pisin: man, wanpela manmeri; Tongan: tangata; Turkish: insan, kişi, adam, beşer; Turkmen: ynsan, ynsaan, adam, kişi; Tuvaluan: tagata; Udmurt: адями, мурт; Ukrainian: люди́на, лю́ди, чолові́к; Urdu: انسان‎, آدمی‎, منشیہ‎, لوگ‎; Uyghur: ئىنسان‎, ئادەم‎; Uzbek: inson, odam, kishi, bashar; Venetian: òm, òmo; Veps: ristit; Vietnamese: người, con người, loài người; Vilamovian: menś; Volapük: men; Votic: injehmiin; Vurës: atm̄ēn; Wallisian: tagata; Walloon: djin, ome; Wauja: enoja; Welsh: dyn; West Frisian: minske; Winnebago: wąk; Wolof: nit; Xhosa: umntu; Yakut: киһи; Yiddish: מענטש‎, מענטשנקינד‎; Yoruba: ènìyàn; Yucatec Maya: wíinik; Zazaki: insan, merdım; Zealandic: mense; Zhuang: vunz; Zulu: umuntu; Zuojiang Zhuang: koenz