ἐθέλω
Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont
English (LSJ)
or θέλω (v. infr.), Ep. subj.
A ἐθέλωμι Il.1.549,9.397: impf. ἤθελον 14.120, etc.; Ep. and Lyr. ἔθελον 6.336, Thgn.606, B.10.73; Ion. ἐθέλεσκον Il.13.106, Hdt.6.12: fut. ἐθελήσω Il.18.262, etc.; θελήσω Antipho 5.99: aor. 1 ἠθέλησα Hdt.2.2, etc.; Ep. ἐθέλησα Il.18.396; imper. θέλησον A.Pr.783; subj. θελήσῃ ib. 1028, X.Cyr.2.4.19, etc.; opt. θελήσαιμι S.OC1133; part. θελήσας Id.OT649 (lyr.): pf. ἠθέληκα X.Cyr.5.2.9, Aeschin.2.139, D.47.5; τεθέληκα (Alexandrian acc. to Phryn.307) LXX Ps.40(41).12, Phld.Rh.2.76 S., S.E.M.2.37: plpf. ἠθελήκει X.HG6.5.21; ἐτεθελήκεσαν D.C.44.26 codd. (elsewhere ἠθελήκεσαν as 46.47):—θέλω is never found in Hom. or Hes. exc. Il.1.277 (dub.), ὅττι θέλοιεν Od.15.317 as v.l. (ἅσσ' ἐθέλοιεν Aristarch.), nor in Aeol.; rarely in early Ep. and Eleg., θέλοι h.Ap.46, θέλει Sol.27.12; but is found in Ion. Inscrr., SIG45.16 (Halic., v B.C.), 1037.7 (Milet., iv B.C.), and in Semon.7.13, Hippon.22 B, Anacr.92:—both forms in codd. of Hdt. and Hp. and in Heraclit. and Democr., also in Pi. and B.: Trag. never use ἐθέλω exc. in augmented forms, ἤθελον, -ησα: Com.never use θέλω exc. in phrases such as ἢν θεὸς θέλῃ, εἰ θεὸς θέλοι, Ar.Pl.347, Ra.533, or parodies of Trag.: early Att. Inscrr, have ἐθέλω IG12.6.41, etc., till 250 B.C., when θέλω becomes common: Att. Prose writers rarely use θέλω exc. in phrases such as ἂν θεὸς θέλῃ Din.2.3 or after a long vowel, e.g. μὴ θελῆσαι Th.5.72, μὴ θελήσας Is. 8.11, μὴ θέλοντας And.1.22, τῷ θέλοντι Id.4.7, etc.; but θέλω Antipho 3.4.3, θελήσουσιν Id.5.99: in later Gr. θέλω is regular exc. in the augmented forms; ἐθέλω is not found in LXX or NT:—to be willing (of consent rather than desire, v. βούλομαι 1), but also generally, wish, Od.3.324:—Constr.: abs., especially in part., ἐθέλων ἐθέλουσαν ἀνήγαγεν ib.272; εἰ σύ γε σῷ θυμῷ ἐθέλοις Il.23.894; ἀλλά μοι ἤθελε θυμός Od.11.566: freq. followed by inf. pres. or aor., wish to... Il.7.364, etc.: with inf. supplied, εἰ δ' ἐθέλεις πεζός (sc. ἰέναι) Od.3.324: c. acc. et inf., wish that... Il.19.274, Hdt.1.3; rarely followed by ὥστε, E.Hipp.1327: later c. ἵνα, Ev.Matt.7.12, etc.: not used c. acc. only, exc. when an inf. is easily supplied, εὔκηλος τὰ φράζεαι ἅσσ' ἐθέλῃσθα (sc. φράζεσθαι) Il.1.554, cf. 9.397,7.182, Od.14.172; σιτέονται δὲ οὐκ ὅσα ἐθέλουσι (sc. σιτέεσθαι) Hdt.1.71, cf. Th.5.50; εἰ καὶ τῆς ἀξίας ἔλαττον ἐθελήσειέ τις (sc. φράσαι) Jul.Or.1.132a: also with neut. Pron. or Adj., τί δὴ θέλων; with what intent? A.Pr.118.
2 with neg., almost, = δύναμαι, as μίμνειν οὐκ ἐθέλεσκον ἐναντίον they cared not to make a stand, i.e. they were unable, Il.13.106; οὐδ'.. ἤθελε θυμὸς τειρομένοις ἑτάροισιν ἀμυνέμεν 17.702: metaph. of things, of a stream, οὐδ' ἔθελε προρέειν ἀλλ' ἴσχετο would not run on, but stopped, 21.366, cf. Od.8.223,316, h.Cer.45; αὔλειοι δ' ἔτ' ἔχειν οὐκ ἐθέλουσι θύραι Sol.4.28; τὰ δένδρα οὐδέν μ' ἐθέλει διδάσκειν Pl.Phdr. 230d, cf. R. 370b (said to be an Att. use, Greg.Cor.p.135 S.).
3 part., ἐθέλων or θέλων willingly, gladly, Od.3.272, etc. (also πιθοῦ θελήσας S.OT649 (lyr.)); οὐκ ἐθέλων, = ἀεκών, Il.4.300; with Art. like ὁ βουλόμενος, whoever will, i.e. any one, S.Ph.619, Aj.1146, Pl. Grg.508c, etc.
4 θέλεις οὐ θέλεις nolens volens, Arr.Epict.3.9.16; θέλει οὐ θέλει ib.3.3, M.Ant.11.15.
5 μὴ ἔθελε, c. inf., do not, Il.1.277,2.247, E.Fr.174.
6 εἰ θέλεις if you please, S.OT343.
7 followed by subj., τί σοι θέλεις δῆτ' εἰκάθω; in what wilt thou that I give way to thee? ib.651 (lyr.); θέλεις μείνωμεν αὐτοῦ; Id.El.80.
8 maintain, hold, c. acc. et inf., Plu.2.883e, Paus.1.4.6.
9 delight in, love, ἔν τινι LXX 1 Ki.18.22; τινά ib.Ps.17(18).20; but οἱ κακῶς τινὰς θέλοντες their ill-wishers, Cat.Cod.Astr.7.234.
10 ordain, decree, ἠθέλησεν [ὁ ἡγεμὼν] τὸν κίνδυνον τῆς προβολῆς εἶναι πρός τινας CPR 20.17 (iii A.D.), etc.
II of inanimate things (cf. supr. 1.2),
1 to express a future event, like our will or shall, εἰ ἐθελήσει ἀναβῆναι ἡ τυραννίς Hdt.1.109; εἰ ἐθελήσει ἐκτρέψαι τὸ ῥέεθρον ὁ Νεῖλος Id.2.11; εἰ θέλει τοι μηδὲν ἀντίξοον καταστῆναι Id.7.49, cf. Pl.R. 370b, etc.:—in this sense, very rarely of living things, οὐ δοῦναι θέλοι, = οὐκ ἂν δοίη, A.Eu.429; εἴπερ.. οὗτός <σ'> ἐθέλει κρατῆσαι Ar.V.536, cf.Pi.N.7.90, Pl.R. 375a.
2 to be naturally disposed, to be wont or be accustomed, c. inf., συμβάσιες ἰσχυραὶ οὐκ ἐ. συμμένειν Hdt.1.74; μεγάλα πρήγματα μεγάλοισι κινδύνοισι ἐ. καταιρέεσθαι Id.7.50; αἱ πλευραὶ οὐκ ἐθέλουσιν ἐς τὸ εὐρὺ αὔξεσθαι Hp.Art.41; οὐκ ἐ. αἱ γνῶμαι.. ὁμοῖαι εἶναι Th.2.89; τοῦτ' ἐνδελεχὲς ἐ. γίγνεσθαι Arist.Mete.347a5, cf. Metaph.1013b27, al.; οὐ θέλει ζῆν, of premature births, Id.HA575a28.
3 in phrases expressive of meaning, τὸ θέλει σημαίνειν τὸ τέρας Hdt.1.78; τὸ θέλει τὸ ἔπος εἶπαι Id.6.37; τὸ θέλει τὰ δῶρα λέγειν Id.4.131; τὸ ἔπος τοῦτο ἐθέλει λέγειν ὡς.. Id.2.13.
4 τοῦ θέλοντος, = τοῦ θελήματος, S.OC1220 (lyr., s.v.l.).
Spanish (DGE)
• Alolema(s): tb. θέλω frec. en poesía mélica, usado crecientemente en trag., mayoritario desde mediados del III a.C., lacon. σέλω Ar.Lys.1081
• Morfología: [pres. subj. 2a sg. ἐθέλῃσθα Od.4.391, Hes.Op.392, Emp.B 111.5, eol. part. fem. (ἐ)θέλοισα Sapph.1.24, beoc. θέλωσα Corinn.7; aum. y red. ἠθ-, pero poét. sin aum. ἐθ-; impf. iter. ἐθέλεσκ- Il.9.486, Hdt.6.12, Call.SHell.239.8; perf. ind. 1a sg. τεθέληκα LXX Ps.40.12 (forma alejandrina según Phryn.305), 3a plu. τεθελήκουσι PAmh.130.16 (I d.C.)]
I rel. la voluntad
1 c. suj. de pers., gener. querer, desear
a) c. inf. concert. ἐθέλει περὶ πάντων ἔμμεναι ἄλλων, πάντων μὲν κρατέειν ἐθέλει Il.1.287-8, cf. Phoc.12, Ar.V.536, ἔθελεν πολὺ προμάχεσθαι ἁπάντων Il.11.217, cf. Anacr.49, Pratin.1.8, Hdt.3.118, Th.1.27, X.An.1.3.8, Isoc.8.44, ἐν λέκτροισι ... καθεύδειν Od.20.141, cf. Hp.VM 8, Aesop.50, κεῖνος γ' οὐκ ἐθέλει σβέσσαι χόλον Il.9.678, cf. Hes.Op.136, τεθνάκην δ' ἀδόλως θέλω Sapph.94.1, μὴ γῆμαι Hes.Th.604, Ἑλένης πόσις ἔμμεναι Hes.Fr.204.54, cf. Pi.I.8.28, B.5.169, E.Alc.287, Corinn.7, θ. τί τ' εἴπην Sapph.137.1, cf. Pi.O.7.20, P.9.1, ἄτοπον ... τί σοι ἐθέλω εἰπεῖν Pl.Prt.309b, cf. Grg.522e, ταῦτ' ἐθέλοιμ' ἂν ἰδεῖν Hippon.194, cf. Hdt.2.2, ὅταν οὖν τάμνῃς ἕλκος ... θέλων εἰδέναι Hp.VC 14, τοῦτο ... θέλω μαθεῖν A.Ch.175, ὑπομνήματα γράφειν Pl.Plt.295c, διδάξαι Pl.Ap.26a, cf. Aristid.Quint.43.26, D.Chr.38.28, σοι γράψαι PLond.897.20 (I d.C.), οὐ δέ τις αὐτὸν βλάπτειν ... ἐθέλει Tyrt.8.40, cf. Thgn.1279, A.A.1569, S.OC 767, El.1083, Pl.Grg.461a, ἤν δέ τις θέλει δικάζεσθαι περὶ γῆς SIG 44.16 (Halicarnaso V a.C.), δίκας ἤθελον δοῦναι Th.1.28, cf. Lys.1.6, D.14.31, en epigr. funerar. με καὶ οὐκ ἐθέλοντα μολεῖν ἠνάνκασεν ἄτη GVI 1672.2 (Quersoneso III/IV d.C.), cf. IG 9(2).640.4 (Larisa II d.C.), τοὔνομα δ' εἰ κ' ἐθέλῃς αὐτοῦ καὶ πατρὸς ἀκοῦσαι IRhod.Per.209.10 (II a.C.), cf. GVI 1335.1 (Gerasa II/III d.C.), c. inf. elíptico ἀγαθὸν οὐ τὸ μὴ ἀδικεῖν, ἀλλὰ τὸ μηδὲ ἐθέλειν Democr.B 62, φόβος γὰρ εἴ μοι ζῶσιν οὓς ἐγὼ θέλω E.Heracl.791, c. suj. de ciertas partes del cuerpo como sede de la voluntad u órgano de expresión οὐδ' ἄρα σοί, ... ἤθελε θυμός ... ἀμυνέμεν Il.17.702, cf. 21.177, Sapph.5.3, Pi.I.6.43, τὰ μὲν ἁμετέρα γλῶσσα ποιμάνειν ἐθέλει Pi.O.11.9, cf. B.5.14, de un caballo ὁκότε διακονίεσθαι ἤθελεν cuando quería revolcarse en el polvo Hp.Or.Thess.412;
b) c. or. de inf. no concert. ἤθελον Χίρωνά κε ... ζώειν Pi.P.3.1, ἐθελῆσαί οἱ ... γενέσθαι γυναῖκα Hdt.1.3, οὐ θέλω ... ὑμᾶς ἀγνοεῖν Ep.Rom.1.13, γινώσκειν σε θέλω ὅτι ... PGiss.11.4 (II d.C.), BGU 27.5 (II/III d.C.), cf. 531.2.12 (I d.C.);
c) c. subord. de subj. θέλεις μείνωμεν αὐτοῦ S.El.80, θέλετε θηρασώμεθα ... Ἀγαύην; E.Ba.719, πότερα θέλεις σοι μαλθακὰ ψευδῆ λέγω; E.Fr.1036, θέλεις οὖν ἀπέλθοντες συλλέξωμεν αὐτά; Eu.Matt.13.28, τί θέλετε ποιήσω ὑμῖν; Eu.Matt.20.32
•c. dif. or. subord. θέλων εἴ κως τούτους ἕλοι Hdt.9.14, ἵνα αὐτὸν ἁρπάσωσι Arr.Epict.1.18.14, ἵνα ποιῶσι ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι Eu.Matt.7.12, cf. Ign.Rom.3.3;
d) en or. de relat., sobreentendiendo un inf. equiv. al verbo principal τάων ἥν κ' ἐθέλωμι φίλην ποιήσομ' ἄκοιτιν de entre ellas a la que yo quiera haré mi esposa, Il.9.397, cf. 7.182, αἴ κε εἴπης τὰ θέλῃς <καὶ κεν> ἀκούσαις τὰ κ<εν> οὐ θέλοις Alc.341, εἰ γὰρ ἤθελον ἃ τοῖς ἐναντίοισιν ἥνδανεν τότε Sol.24.22, σιτέονται δὲ οὐκ ὅσα ἐθέλουσι no comen lo que les viene en gana Hdt.1.71, ἃ γὰρ ὁρῶμεν, ἔχει φύσιν οὐχ ἣν ἡμεῖς θέλομεν, ἀλλ' ἣν ἕκαστον ... ἔτυχε lo que vemos no tiene la naturaleza que queremos, sino la que le corresponde a cada cosa Gorg.B 11.15, πράξεις οἷον ἂν θέλῃς S.OC 956, προϊερᾶσθαι τῶ[ν] ἀστῶν ὃν ἂν θέλῃ ὁ ξένος Sokolowski 46.7 (Mileto IV/III a.C.), cf. IG 22.851.15 (III a.C.);
e) c. pron. en ac. neutr. ἐκεῖνο δ' οὐδεὶς ... θέλει, σῶσαι μ' ἐς οἴκους S.Ph.310, ὡς οὐδὲ ταὖτα ἤθελον Th.5.50, cf. Isoc.10.50, Eu.Luc.12.49, πᾶν ὅσονπερ ἤθελες E.Alc.1132, πάντ' ἐθέλων κατὰ καιρόν Theoc.14.11, ἢ τί δὴ θέλων; ¿o queriendo qué? A.Pr.118, τί κεῖνοι ἐθέλοντες ἥκοιεν Hdt.5.13, cf. Wilcken Chr.14.3.6 (I d.C.), Anacreont.10.1;
f) tard. c. ac. obj. ἐ[ὰ] ν γένων<ται> πρός σε ο[ἱ] γεωργοὶ θέλο[ντες] σπέρ[ματ] α si se te presentan los labriegos queriendo semillas, PTeb.423.21 (III d.C.), οὐ θέλομεν γὰρ ἄχυρον ..., τὸν δὲ οἶνον ... θέλομεν ἢ τὸ κρέας· μόνα τὰ δύο θέλομεν PRein.56.14-24 (IV d.C.), ἄρτον τοῦ θεοῦ θέλω Ign.Rom.7.3;
g) abs. νύκτας μὲν ἰαύεσκεν ... ἐν σπέσσι γλαφυροῖσι παρ' οὐκ ἐθέλων ἐθελούσῃ las noches pasaba en las profundas cuevas con ella que sí quería, no queriéndolo él, Od.5.155, ταχέως φιλήσει κωὐκ ἐθέλοισα Sapph.1.24, cf. h.Ven.25, esp. en or. cond. αἴ κ' ἐθέλῃσθα Od.4.391, καὶ τοί γ' εὔωνον αὐτὸν εἰ θέλεις δώσω Hippon.45, εἰ θέλεις S.Ph.730, cf. El.585, cf. Pl.Alc.1.122b, κἂν θέλω κἂν μὴ θέλω E.IA 1271, cf. Herod.8.6, Macho 383, M.Ant.11.15, POxy.653 (II d.C.), en otras subord. τέλος ... Ζεὺς ... τίθησ' ὅπῃ θέλει Semon.2.2, cf. Ar.Lys.1081, ἆς θέλετ' ὔμμες mientras queráis Sapph.45, ὅταν ἐγὼ θέλω E.Ba.498, ὡς αὐτὸς θέλεις S.Ph.463, cf. Hdt.1.16, E.HF 748, δράτω ... ὅπως θέλει A.Pr.940, cf. A.256, Arr.Epict.4.5.5, ὡς θέλεις ποίησον Aesop.36.2, como fórmula gener. epistolar εἴη ἄν ὡς ἐγὼ θ. PHib.79.5 (III a.C.), ὡς θέλετε ποιεῖτε BGU 1205.13 (I a.C.), cf. PEleph.13.1, PPetr.3.42.(h).7.8 (ambos III a.C.)
•frec. en part. μ' ἐθέλοντα προσέρπει me invade porque yo lo quiero la inspiración poética, Pi.O.6.83, cf. N.4.89, Hdt.1.11, S.OC 431, E.Supp.394
•en part. subst. ὁ θέλων el que quiere, quiera o quisiera incluso cualquiera θύρας ἔχων ἀκλῄστους τῷ θέλοντι δημοτῶν teniendo las puertas abiertas para cualquiera del pueblo E.IA 340, εἰμὶ δὲ ἐπὶ τῷ βουλομένῳ ὥσπερ οἱ ἄτιμοι τοῦ ἐθέλοντος como los desprovistos de derechos estoy a merced de cualquiera Pl.Grg.508c, cf. Th.5.28, Pl.Lg.707e, Aen.Tact.10.11, ἄρα οὖν οὐ τοῦ θέλοντος ... ἀλλὰ τοῦ ἐλεῶντος θεοῦ así pues no (depende) de que uno quiera sino de la misercordia de Dios, Ep.Rom.9.16
•trad. por un adv. voluntariamente τῶν ἐθελόντων εἰς τοὺς κινδύνους καθισταμένων And.Myst.3;
h) unido a otros verbos de voluntad ἐθέλω καὶ ἐέλδομαι ... οἴκαδε τ' ἐλθέμεναι Od.5.219, χρήματα δ' ἱμείρω μὲν ἔχειν, ἀδίκως δὲ πεπᾶσθαι οὐκ ἐθέλω Sol.1.8, esp. c. βούλομαι a veces como simple sinón. τὸ ἐθέλειν καὶ τὸ βούλεσθαι el querer y el desear Pl.R.437b, cf. 437c, ἤθελον τοῖς δεινοῖς αὑτοὺς διδόναι, ὀρθῶς καὶ καλῶς βουλευόμενοι D.18.97, ἔξεστι δοῦναί τε τὴν ἐπίκληρον ὅτῳ ἂν βούληται, κἂν ἀποθάνῃ μὴ διαθέμενος ... οὗτος (ὁ κληρονόμος) ᾧ ἂν θέλῃ δίδωσιν Arist.Pol.1270a29, pero def. como diferente «βούλεσθαι» μὲν ἐπὶ μόνου λεκτέον τοῦ λογικοῦ, τὸ δ' «ἐθέλειν» καὶ ἐπὶ ἀλόγου ζῴου Ammon.Diff.110
•unido a δύναμαι: ὁ δ' ἐθέλων τε καὶ δυνάμενος ἁβρὰ πάσχειν Pi.Fr.2.1, ἆρ' ἂν δύναιό τε καὶ ἐθελήσειας; Pl.Plt.272b, cf. Vett.Val.260.10
•en ámbito teol. crist. querer, poner o tener voluntad θέλε ... καὶ δυνήσῃ Clem.Al.Strom.2.17.77, unido a ‘creer’ τῷ θέλειν, τῷ πιστεύειν Cyr.H.Procatech.8.
2 c. suj. de la divinidad o pers. en el ejercicio de su poder o autoridad querer, tener a bien, ser la voluntad de
a) suj. dioses, c. inf. Ζεὺς ἤθελ' Ἀχαιοῖσιν θάνατον ... γενέσθαι Il.19.274, (Ζεύς) ἐσλὰ δ' ... ἔργα θέλοι δόμεν Pi.O.8.85, cf. B.11.73, θέλει γὰρ ὁ θεός ... διὰ μέσου βαδίζειν Carm.Pop.5a.3, c. subord. Κύπρις γὰρ ἤθελ' ὥστε γίγνεσθαι τάδε E.Hipp.1327
•abs. ὡς γάρ που Ζεὺς ἤθελε καὶ θεοὶ ἄλλοι Il.14.120, cf. Alc.98.2, Pi.P.5.65, ὁ θεός ... ποῖός τις ἦν; ὁποῖος ἤθελ' el dios ... ¿cómo era? Como quería E.Ba.478, ῥήσσει πάντας, ὅπως ἐθέλει a todos destroza a su antojo (la Muerte) IMEG 22.1.8 (II d.C.), πᾶσι μερίζ[εις] οἷσι θέλεις invocación a Isis, Isidorus 2.20
•esp. en or. cond. formularias si quiere la divinidad ἂν δαίμων θέλῃ B.5.135, cf. Hdt.3.119, ἂν (ἢν, εἰ) θεὸς θέλῃ Ar.Pl.347, Ra.532, εἰ θεὸς ἐθέλοι Pl.Lg.799e, op. βούλομαι humano ἐὰν βούλῃ σὺ ... ἐὰν θεὸς ἐθέλει Pl.Alc.1.135d, cf. POxy.531.7 (II d.C.), ὡς ὁ θεὸς ἤθελεν BGU 27.11 (II/III d.C.), cf. PAbinn.35.32 (IV d.C.), tb. crist. ἐὰν ὁ κύριος θελήσῃ si quiere el Señor, si es su voluntad 1Ep.Cor.4.19, cf. PRoss.Georg.3.10.24 (IV/V d.C.)
•esp. en part. propicio, de buen grado ἐθέλουσά γε θυμῷ con ánimo propicio de Hécate, Hes.Th.443, cf. 446, εὐθρόνου Κλεοῦς ἐθελοίσας Pi.N.3.83, γενοῦ δὲ σύμμαχος θέλων ἐμοί invocación a Zeus, A.Ch.19, en gen. abs. θεῶν θελόντων A.Th.562, POxy.533.10 (II/III d.C.), τοῦ Σεράπιδος θέλοντος si Serapis quiere, PMich.211.4 (II/III d.C.), tb. crist. τοῦ θεοῦ θέλοντος si Dios quiere, si es la voluntad de Dios, Act.Ap.18.21
•c. implicaciones teol., por parte de Dios querer, tener voluntad, ejercer su voluntad casi identificado con ‘crear’ y ‘ser’ τὸ θελῆσαί σου, πρᾶξίς ἐστι συντετελεσμένη Gr.Naz.M.35.952A, en discusiones sobre eventual duplicación de la voluntad entre el Hijo y el Padre, Origenes Io.13.36, rel. la naturaleza humana y divina de Jesucristo, Apoll.Fr.150, cf. Ath.Al.M.26.441C;
b) suj. de pers. con especial poder o autoridad τὸ Καστόρειον ... θέλων ἄθρησον atiende propicio este himno castóreo en invocación a Hierón de Siracusa, Pi.P.2.69, de ciertas figuras o elementos políticos ἐξουσία τοῦ πράττειν ὅ τι ἂν ἐθέλῃ poder de hacer su voluntad Arist.Pol.1318b40, cf. 1307a37, ἐὰν σὺ θέλῃς, κύριε, καλῶς ἕξω Arr.Epict.3.10.15, cf. Eu.Matt.8.2, ὁ πρὸ ἐμοῦ στρατηγὸς ... ἐθήλεσεν τὸν μὲν Λεωνίδην [τὴ] ν παράδοσιν τῶν βιβλίων ποιήσασθαι PFam.Teb.24.85 (II d.C.), cf. Stud.Pal.20.54.17 (III d.C.)
•equiv. a disponer, decretar Αὐτοκράτωρ ἠθέλησεν PRoss.Georg.5.18.5 (III d.C.), Ἑρμογένην δὲ γόνον ἐθέλω τρίτατον ἐνιβῆναι por parte del propietario de una tumba GVI 1899.5 (Termeso II/III d.C.), cf. ICr.4.285.26 (Gortina IV d.C.).
3 c. comparativos preferir θ. δ' ἄϊδρις μᾶλλον ἢ σοφὸς κακῶν εἶναι A.Supp.453, cf. E.Ep.4.55, AP 5.141 (Mel.).
4 frec. c. εἶναι querer ser, pretender αὐτοὶ δὲ Ἀρκάδες ἐθέλουσιν εἶναι ellos mismos pretenden ser arcadios Paus.1.4.6, εἰ δ' ἐθέλεις ἐπέραστος εἶναι Luc.DDeor.6.2, cf. Iul.Or.1.103b, τέλειος εἶναι Eu.Matt.19.21, εἰκόνα τε ἡλίου ἀνέργαστον εἶναι θέλουσιν Hdn.5.3.5.
II rel. la afección
1 c. ac. de pers. querer, amar με LXX Ps.40.12, cf. To.13.8, οἱ κακῶς αὐτοὺς θέλοντες Cat.Cod.Astr.7.234, en v. pas. en discusiones teol. θελόμενός ἐστιν ὁ Υἱὸς παρὰ τοῦ Πατρός Ath.Al.M.26.461C.
2 c. ac. de abstr., inf. o ἐν y dat. gustar de, complacerse en τὴν ἀπάτην ταύτην Arr.Epict.1.4.27, οἱ θέλοντες ἐν στολαῖς περιπατεῖν καὶ ἀσπασμοὺς ἐν ἀγοραῖς los que gustan de pasearse con mantos y de los saludos en la plaza, Eu.Marc.12.38, ἐν σοί LXX 1Re.18.22, ἐν ταπεινοφροσύνῃ Ep.Col.2.18.
• Etimología: Quizá de *gu̯hel- si se rel. c. aesl. želěti ‘desear’. La ἐ- es prob. protética.
German (Pape)
[Seite 718] und θέλω, wollen, wünschen, Luft haben, Neigung empfinden; Ableitung ungewiß. Über den Unterschied von βούλομαι s. dies Wort; interessant ist die Verbindung von βούλομαι und θέλω Eurip. Iph. A. 338 τῷ δοκεῖν μὲν οὐχὶ χρῄζων, τῷ δὲ βούλεσθαι θέλων; für βόλεται (= βούλεται) Iliad. 11, 319 var. lect. ἐθέλει. In der Att. Prosa ist das a verbo von ἐθέλω folgendes: ἐθέλω und θέλω, ἐθελήσω, ἠθέλησα, ἠθέληκα; imperf. ἤθελον. Die Formen des praes. θέλω besonders in einzelnen Verbindungen, wie εἰ θέλεις, ἂν θεὸς θέλῃ, s. Lobeck Phryn. 7, am häufigsten bei Xenoph. u. Oratt. Bei Dichtern fut. auch θελήσω, aor. ἐθέλησα, perf. τεθέληκα, imperf. ἔθελον; conj. aor. θελήσῃ Aesch. Prom. 1028, imperat. θέλησον vs. 783; opt. θελήσαιμι Soph. O. Col. 1133, partic. θελήσας vs. 757; opt. perf. τεθελήκοι Scholl. Iliad. 1, 38; τεθέληκας var. lect. für ἠθέληκας Aeschin. Fals. leg. 139; vgl. Lob. Phryn. 332; praes. θέλω sehr oft bei Dichtern, bes. im Att. Trimeter; imperf. θέλον Apoll. Rhod. 2, 960. Bei Homer Formen vom praes. ἐθέλω, conj. ἐθέλωμι Odyss. 21, 348 Iliad. 9, 397 (Scholl. Didym. ἐθέλοιμι: Ἀρίσταρχος ἐθέλωμι), opt. ἐθέλοιμι, imperat. ἔθελε, part. ἐθέλων, imperf. ἤθελον u. ἔθελον u. iterativ. ἐθέλεσκον, fut. indicat. ἐθελήσω, aor. ἐθέλησα Odyss. 13, 341, ἐθέλησεν var. lect. ἐθέλεσ κεν Iliad. 18, 396. Formen, die mit dem θ beginnen, hat Homer nach Aristarch gar nicht, geholl. Aristonic. Iliad. 7, 111 Odyss. 3, 272. Auch Iliad. 1, 277, wo Einige lesen μήτε σύ, Πηλείδη, θέλ' ἐριζέμεναι βασιλῆι ἀντιβίην, sah Aristarch die dreisylbige Form des imperativ., ἔθελε, deren erste Sylbe mit der letzten von Πηλείδη in eine Sylbe zusammengezogen werden müsse; um dies möglichst hervorzuheben, schrieb er Πηλείδἤθελ', wobei zu berücksichtigen, daß die Wörter in seinen Ausgaben überhaupt nicht durch Zwischenräume getrennt waren; s. Pluygers Retract. edit. p. 11 Scholl. Aristonic. Iliad. 1, 277. 11, 217 Herodian. 1, 277. 8, 229; für unsere modernen Ausgaben empfiehlt sich die Bekkersche Schreibung μήτε σύ, Πηλείδη, ἔθελ' ἐριζέμεναι, so daß die Zusammenziehung nur dem Lesen überlassen bleibt. Odyss. 15, 317 schreibt Bekker αἶψά κεν εὖ δρώοιμι μετὰ σφίσιν, ὅ ττ' ἐθέλοιεν; ein aus Didymus geflossenes Schol. zu der Stelle bemerkt, Aristarch habe ἐθέλοιεν geschrieben; er schrieb also etwa wie Bekker ὅ ττ' ἐθέλοιεν oder ἅσσ' ἐθέλοιεν; der gegen ὅ ττ' ἐθέλοιεν erhobene Einwand, daß das ι in ὅτι oder ὅττι sonst bei Homer nirgends elidirt werde, hat keinerlei Gewicht. Iliad. 1, 554 scheint Aristarch ἅσσ' ἐθέλῃσθα geschri eben zu haben; von Dionysius Sidonius wird behauptet, er habe ὅττι geschrieben, also vielleicht ὅττι θέλῃσθα, s. Scholl. Zenodot schrieb für Ἴλιον ἠνεμόεσσαν Iliad. 18, 174 Ἴλιον αἰπὺ θέλοντες, s. Scholl. Aristonic. Neuere setzen voraus, daß Aristarch seiner Theorie des stets dreisylbigen Homerischen ἐθέλω zu Liebe Conjecturen gemacht, Lesarten erfunden und das »Ursprüngliche« [[]]»geändert« habe; diese Annahme entbehrt aber jedes Grundes; vielmehr muß bis zum Erweise das Gegentheil angenommen werden, daß Aristarch sich auch hier wie sonst strenge an die beste Überlieferung hielt. Gar keine Schwierigkeit machen Stellen wie Odyss. 3, 92 αἴ κ' ἐθέλῃσθα oder αἴ κε θέλῃσθα, Iliad. 1, 133 ἦ ἐθέλεις oder ἦε θέλεις. – Da ἐθέλω so sehr oft bei Homer vorkommt, etwa dritthalbhundertmal, ist es auffallend, daß Homer außer dem nur einmal gebrauchten ἐθελοντήρ, Odyss. 2, 292, kein einziges abgeleitetes oder anderweitig als unzweifelhaft verwandt erkennbares Wort gebraucht; ein compos. περιεθέλω hat man fälschlich Iliad. 24, 236 zu sehen geglaubt, περὶ δ' ἤθελε θυμῷ λύσασθαι φίλον υἱόν. – Oefters wird ἐθέλω absolut gebraucht: τὴν δ' ἐθέλων ἐθέλουσαν ἀνήγαγεν ὅνδε δόμονδε, gern die Willige, Od. 3, 272; τὸν Εὐφράνης ἐθέλων ἄεισεν Pind. N. 4, 89; u. so tritt oft im partic. der Begriff des freiwilligen, geneigten stark hervor, vgl. Plat. Theaet. 143 d; καὶ ἑκών Polit. 299 e; – οὐκ ἐθέλων, wider Willen, Iliad. 4, 300; παρ' οὐκ ἐθέλων ἐθελούσῃ Odyss. 5, 155. – Gewöhnl. mit dem inf. praes. od. aor., ἴσχεο, μηδ' ἔθελ' οἶος ἐριζέμεναι βασιλεῦσιν Il. 2, 247, wolle nicht streiten, streite nicht, wie noli; πάντ' ἐθέλω δόμεναι 7, 364; ὅτι χρὴ πάσχειν ἐθέλω Aesch. Prom. 1069; κεδνῶν ἕκατι πραγμάτων ἂν ἤθελον γνωστὸς γενέσθαι Ch. 690; a. D., wie in Prosa, οὐ πάνυ εὐθέως ἐθέλει πείθεσθαι ὅ, τι ἄν τις εἴπῃ, er läßt sich (überhaupt, immer) nicht gern sogleich überreden, Plat. Phaed. 63 a; τετρωμένον οὐκ ἐθέλων ἀπολιπεῖν, indem er (in diesem Falle) den Verwundeten nicht verlassen wollte, Conv. 220 a. Auch mit dem acc. c. inf., Ζεὺς ἤθελ' Ἀχαιοῖσιν θάνατον πολέεσσι γενέσθαι Il. 19, 274; ἐθελῆσαί οἱ γενέσθαι γυναῖκα Her. 1, 3. – Selten steht dabei ὥστε, Κύπρις γὰρ ἤθελ' ὥστε γίγνεσθαι τάδε Eur. Hipp. 1327. – Es folgt auch der conj., Soph. El. 80 θέλεις μείνωμεν αὐτοῦ κἀνακούσωμεν γόνων. – Wohl nur scheinbar ist die Verbindung mit ὄφρα Iliad. 1, 133 ἦ ἐθέλεις ὄφρ' αὐτὸς ἔχῃς γέρας, αὐτὰρ ἔμ' αὔτως ἧσθαι δευόμενον, κέλεαι δέ με τήνδ' ἀποδοῦναι, wo nach Classen Beobacht. üb. d. hom. Sprachgebr. 1 (1854) S. 25 von ἐθέλεις zunächst ἐμὲ ἧσθαι abhängt, an das sich ὄφρα αὐτὸς ἔχῃς als Absichtssatz reih't; nach ἐθέλεις muß bei dieser Auffassung ein Comma stehen; das αὐτάρ ist grammatisch περιττῶς, rhetorisch aber von großer Wirkung, weil es die ungeordnet hervorstürzende Sprache des Zornigen kennzeichnet; zu vergleichen ist das bei Homer häufige δέ im Nach satz. – C. acc., wo der inf. aus dem Zusammenhange leicht zu ergänzen, εὔκηλος τὰ φράζεαι ἅσσ' ἐθέλῃσθα, sc. φράζεσθαι, Il. 1, 554, vgl. 9, 397. 21, 484 Od. 14, 172; Ζεύς τοι δοίη ὅ, ττι μάλιστ' ἐθέλεις, etwa σοὶ δοθῆναι, 18, 113; σιτέονται οὐκ ὅσα ἐθέλουσι Her. 1, 71: ὡς δὲ οὐδὲ ταῦτα ἤθελον Thuc. 5, 50. – Nicht selten steht ἐθέλειν, wo eigentlich δύνασθαι stehn sollte, wie auch im Deutschen z. B. für »das Wasser kann nicht abfließen« gesagt wird »das Wasser will nicht abfließen«. So Hom. Iliad. 21, 366 οὐδ' ἔθελε προρέειν, ἀλλ' ἴσχετο, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι ἀντὶ τοῦ οὐκ ἠδύνατο· καὶ ἐν Ὀδυσσείᾳ (3, 121) »ἤθελ', ἐπεὶ μάλα πολλὸν ἐνίκα δῖος Ὀδυσσεύς«; Odyss. 3, 121 ἔνθ' οὔ τίς ποτε μῆτιν ὁμοιωθήμεναι ἄντην ἤθελ', ἐπεὶ μάλα πολλὸν ἐνίκα δῖος Ὀδυσσεὺς παντοίοισι δόλοισι, Scholl. Aristonic. ἤ θελε: (ἡ διπλῆ, ὅτι) ἀντὶ τοῦ ἠδύνατο· »οὐδ' ἔθελε προρέειν (Iliad. 21, 366)«, Scholl. E ἐδυνήθη· ὡς τὸ »οὐ θέλει τὰ δένδρα διδάσκειν με Plat. Phaedr. 2303)«. Vgl. Iliad. 13, 106. 9, 353 Odyss. 8, 316. Für οὐδ' ἐδύναντο τείχεος ἔκτοσθεν μίμνειν πολέες περ ἐόντες schrieb Aristophanes Byz. Iliad. 9, 551 οὐδ' ἐθέλεσκον, was Aristarch für Homerisch erklärte, geholl. Didym. οὐδ' ἐδύναντο: ἐν τῇ Ἀριστοφάνους ο ὐδ' ἐθέλεσκον· καὶ ἔστιν Ὁμηρικόν· »οὐδ' ἔθελε προρέειν (Iliad. 21, 366)«. Vgl. noch Apoll. Lez. Hom. p. 86, 33 θέλειν· τὸ δύνασθαι· »οὐδ' ἔθελε προρέειν« ἀντὶ τοῦ οὐκ ἐδύνατο. Τὰ χωρία καὶ τὰ δένδρα οὐδέν μ' ἐθέλει διδάσκειν Plat. Phaedr. 230 d, was Greg. Cor. 135 als att. für οὐ δύναται erkl.; vgl. Epinom. 975 b; εἰ οὖν δὴ ἐθέλησε ἐκτρέψαι τὸ ῥέεθρον ὁ Νεῖλος ἐς τοϋτον τὸν Ἀράβιον κόλπον, τί μιν κωλύει Her. 2, 11, was wie 1, 109 εἰ δὲ θελήσει τούτου τελευτήσαντος ἐς τὴν θυγατάρα ταύτην ἀναβῆναι ἡ τυραννίς, dem μέλλω ähnlich, zur Umschreibung des Futurs dient und unserm soll entspricht; vgl. noch Ar. Vesp. 536. – An anderen Stellen entspricht ἐθέλω unserm pflegen: ἡσσημένων δὲ ἀνδρῶν οὐκ ἐθέλουσιν αἱ γνῶμαι πρὸς τοὺς αὐτοὺσἄνδρας ὅμοιαι εἶναι Thuc. 2, 84; Her. 1, 74; ταῦτα δὲ οὐκ ἔστιν ἰδεῖν ἀμελοῦντα, οὐ γὰρ ἐθέλει αὐτόματα γίγνεσθαι Xen. Mem. 3, 12, 8; vgl. Hell. 5, 4, 61. – Aber γνῶναι τὸ ἐθέλει τὰ δῶρα λάγειν Her. 4, 131 ist ganz wie unser »was die Geschenke sagen wollen« für »zu bedeuten haben«; vgl. 1, 78. 6, 37.
French (Bailly abrégé)
impf. ἤθελον, f. ἐθελήσω, ao. ἠθέλησα, pf. ἠθέληκα, pqp. ἠθελήκειν;
ou θέλω (en poésie, dans la langue familière, etc.);
vouloir :
1 vouloir bien, consentir à ; τὴν δ' ἐθέλων ἐθέλουσαν ἀνήγαγεν OD il l'emmena, de leur consentement mutuel ; ἐθέλων ou θέλων avec un verbe, qui veut bien, càd volontiers ; οὐκ ἐθέλων IL qui ne consent pas, malgré lui;
2 vouloir, désirer, inf. : τί δὴ θέλων ; ESCHL dans quelle intention ? litt. voulant quoi ? ; μὴ ἔθελε avec l'inf. ne veuille pas, ne cherche pas à, ne va pas, etc. (cf. lat. noli) ; abs. θέλεις οὐ θέλεις (lat. velis nolis) que tu veuilles ou ne veuilles pas ; θέλει οὐ θέλει, qu'il veuille ou non ; ὁ θέλων SOPH celui qui le désire, le premier venu (cf. ὁ βουλόμενος) ; avec un sbj. θέλεις μείνωμεν αὐτοῦ ; SOPH veux-tu que nous restions ici ?;
3 vouloir, càd prétendre, soutenir, affirmer, avec la prop. inf.;
4 vouloir, être sur le point de, au sens d'un verbe auxiliaire (cf. le fr. il ne veut pas tarder), c. μέλλω : εἰ ἐθελήσει ὁ ποταμὸς ἐκτρέψαι τὸ ῥέεθρον HDT si le fleuve veut, càd doit détourner son cours;
5 vouloir, pouvoir, c. δύναμαι : μίμνειν οὐκ ἐθέλεσκον ἐναντίον IL ils ne voulaient pas, càd ils ne pouvaient pas rester là en face ; οὐκ ἐθέλουσιν αἱ γνῶμαι ὁμοῖαι εἶναι THC les sentiments (des vaincus) ne veulent pas, càd ne peuvent pas rester les mêmes;
6 avoir une valeur, une signification : τί ἐθέλει τὸ ἔπος ; HDT que veut dire cette parole ? (cf. lat. quid hoc sibi vult ?);
Sur la différ. de sign. avec βούλομαι, v. βούλομαι.
Étymologie: DELG étym. incert.
Russian (Dvoretsky)
ἐθέλω: и θέλω
1 желать, хотеть, быть склонным, стремиться (ποιεῖν τι Hom., Xen., Plat. и τι Hom., Thuc., Eur.; ἤθελ᾽ ὥστε γίγνεσθαι τάδε Eur.): ἐξουσία τοῦ πράττειν ὅ τι ἂν ἐθέλῃ Arst. возможность делать все, что он захочет; τί δὴ θήλων; Aesch. желая чего?, т. е. с каким намерением?; θέλεις μείνωμεν; Soph. ты хочешь, чтобы мы остались?; ὁ θέλων Soph., Plat.; (всякий) желающий, т. е. любой, первый встречный; μὴ ἔθελε (лат. noli) не смей, не вздумай: μὴ ἔθελε ἐριζέμεναι Hom. не спорь;
2 соглашаться, быть готовым (ποιεῖν τι Xen.): τὴν ἐθέλων ἐθέλουσαν (лат. volens volentem) ἀνηγαγεν Hom. он увел ее по взаимному согласию; γενοῦ σύμμαχος θέλων ἐμοὶ Aesch. стань мне добровольным (т. е. деятельным) союзником; καὶ οὐκ ἐθέλων ἀναγκαίῃ Hom. если не добровольно, то по принуждению; Κύρῳ ἴσμεν ἐθελήσαντες πείθεσθαι Xen. мы знали, что (они) охотно повиновались Киру;
3 (= δύναμαι) быть в состоянии, мочь (или употр. для образования описательного будущего - ср. англ. will и shall): μίμνειν οὐκ ἐθέλεσκον ἐναντίον Hom. они не были в состоянии противостоять; τὰ δένδρα οὐδέν μ᾽ ἐθέλει διδάσκειν Plat. деревья ничему меня научить не смогут (или не научат); εἰ δ᾽ ἐθελήσει ἐς τὴν θυγατέρα ἀναβῆναι ἡ τυραννίς Her. если власть перейдет к дочери; εἴπερ οὗτος σ᾽ ἐθέλει κρατῆσαι Arph. если ему удастся одолеть тебя;
4 (о неодушевл. предметах) обыкновенно бывать, иметь обыкновение: ταῦτα οὐκ ἐθέλει αὐτόματα γίγνεσθαι Xen. обычно это само собой не происходит; τὸ φυτὸν ἐθέλει ῥᾳδίως ἐν τοῖς ἐργασίμοις γίνεσθαι χωρίοις Arst. (это) растение обычно хорошо родится на обработанных участках;
5 думать, полагать, тж. утверждать: οὐ θέλει κυρίως αὐτα εἶναι στοιχεῖα Plut. (Платон) решительно оспаривает, чтобы эти (тела) являлись элементами;
6 значить, означать: τί ἐθέλει τὸ ἔπος εἶναι; (ср. лат. quid hoc sibi vult?) Her.; что значит это слово?
Greek (Liddell-Scott)
ἐθέλω: ἢ θέλω, Ἐπ. ὑποτακτ. ἐθέλωμι Ἰλ. Α. 549., Ι. 397: - παρατ. ἤθελον Ἰλ. Ξ. 120, κ. ἀλλ., Ἡρόδ., Ἀττ.· Ἐπ. ὡσαύτως ἔθελον Ἰλ. Ζ. 336· Ἰων. ἐθέλεσκον Ν. 106, Ἡρόδ. 6. 12: - μέλλ. ἐθελήσω Ὅμ., Ἡρόδ., Ἀττ.· θελήσω Ἀττ.: - ἀόρ. α΄ ἠθέλησα Ἡρόδ., Ἀττ., Ἐπ. ἐθέλησα Ἰλ. Σ. 396· προστ. θέλησον Αἰσχύλ. Πρ. 783· ὑποτακτ. θελήσῃ αὐτόθι 1028, Ξεν. κλ.· εὐκτ. θελήσαιμι Σοφ. Ο. Κ. 1133· ἀπαρ. θελῆσαι (δι. γραφ. ἐθ-) Θουκ. 5. 72, κτλ.· - μετοχ. θελήσας Σοφ. Ο. Τ. 649, Ἰσαῖος 69. 42: - πρκμ. ἠθέληκα Ξεν., κλ.· τεθέληκα Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 2. 37, Μοσχίων, Ἑβδ. - Ἡ χρῆσις τῶν δύο τύπων παρὰ ποιηταῖς ἐξαρτᾶται κατὰ μέγα μέρος ἐκ μετρικῶν λόγων· ὁ τύπος ὅμως τοῦ ἐνεστ. θέλω οὐδέποτε ἀπαντᾷ παρ’ Ὁμήρῳ (ἐκτὸς ἄν, ἑπόμενοι τῷ La Roche, ἐπανέλθωμεν εἰς τὴν γραφὴν ὅττι θέλοιεν ἐν Ὀδ. Ο. 317 ἀντὶ ἅσσ’ ἐθέλοιεν), οὔτε παρ’ Ἡσ., εἶναι δὲ σπάνιος καὶ παρ’ ἅπασι τοῖς Ἐπ. καὶ Ἐλεγ. ποιηταῖς (θέλοι ἀπαντᾷ ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 46, θέλει ἐν Σόλωνι 27. 12): ἴδε ἑρμηνευτ. ἐν Ἰλ. Α. 277. - τἀνάπαλον τὸ ἐθέλω οὐδαμοῦ εὕρηται ἐν τοῖς διαλόγοις τῶν Τραγ., εἰμὴ μόνον ἐν τοῖς μετ’ αὐξήσεως τύποις ἤθελον, ἠθέλησα: ἐν Ἀριστοφ. Σφ. 291, Εἰρ. 852, ἔχομεν τὸν μέλλοντα ἐθελήσει· ὁ Πίνδ. ἀκολουθεῖ τὴν Ὁμηρ. χρῆσιν Πυθ. 1. 62., 10. 5 κτλ., οἱ λοιποὶ λυρικοὶ ἔχουσιν ἀμφοτέρους τοὺς τύπους, ἀλλὰ τὸ ἐθέλω φυσικῶς εἶναι συνηθέστατον ἐν ἀναπαιστικοῖς στίχοις· τοῦ Ἡροδότου τὰ χειρόγρ. ποικίλλουσιν, ἀλλὰ φαίνεται ὅτι προετίμα τὸν τύπον ἐθέλω· ἐν τῇ Ἀττικῇ πεζογραφίᾳ ὑπερισχύει ὁ τύπος ἐθέλω ἐξαιρουμένων τῶν φράσεων εἰ θέλεις, ἂν θεὸς θέλῃ καὶ τῶν ὁμοίων, Λοβ. Φρύν. 7· ἐντεῦθεν παρὰ τοῖς Ἀττικ. πεζογράφοις ὁ μόνος παρατ. καὶ ἀόρ. ὁριστ. εἶναι ἤθελον, ἠθέλησα, κανονικῶς σχηματιζόμενος, ἐκ τοῦ ἐθέλω. Θέλω, θέλω ἐπιμόνως, ἐπιθυμῶ, περιεχομένης και τῆς ἐννοίας σκοποῦ ἢ σχεδίου, ἐνῷ τὸ βούλομαι δηλοῖ ἁπλῶς βούλησιν ἢ ἐπιθυμίαν (λέξαι θέλω σοι, πρὶν θανεῖν, ἃ βούλομαι Εὐρ. Ἄλκ, 281)· ἀλλ’ ἐν Ὀδ. Γ. 324, ἔχει σημασ. παραπλησίαν τῷ βούλομαι, εἰ δ’ ἐθέλεις πεζός, εἰ δὲ βούλει πεζός: - Σύνταξ.: - ἀπολ., μάλιστα κατὰ μετοχ., ἐθέλων ἐθέλουσαν ἀνήγαγεν Ὀδ. Γ. 272· εἰ σύ γε σῷ θυμῷ ἐθέλεις Ἰλ. Ψ. 894· ἐθέλει μοι θυμὸς Ἰλ. Ρ. 702, Ὀδ. Λ. 566: - συχνάκις ἀκολουθεῖται ὑπ’ ἀπαρεμφ. ἐνεστ. ἢ ἀορ., πάντ’ ἐθέλω δόμεναι καὶ ἔτ’ οἴκοθεν ἄλλ’ ἐπιθεῖναι Ἰλ. Η. 364, καὶ μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ἀλλά ποθι Ζεὺς ἤθελ’ Ἀχαιοῖσιν θάνατον πολέεσσι γενέσθαι Ἰλ. Τ. 274, Ἡρόδ. 1. 3· σπανίως ἀκολουθεῖται ὑπὸ τοῦ ὥστε, Εὐρ. Ἱππ. 1327· - ἀλλὰ δὲν εἶναι εὔχρηστος ἡ μετὰ μόνης αἰτιατ. σύνταξις, εἰ μὴ ὁσάκις ἀπαρέμφατόν τι εὐκόλως ἐννοεῖται ἐκ τῶν συμφραζομένων, ἀλλὰ μάλ’ εὔκηλος τὰ φράζεαι, ἅσσ’ ἠθέλῃσα (ἐνν. φράζεσθαι) Ἰλ. Λ. 554, πρβλ. Ι, 397., Η. 182, Ὀδ. Ξ. 172· σιτέονται δὲ οὐκ ὅσα θέλουσι (ἐνν. σιτέεσθαι) Ἡρόδ. 1. 71, πρβλ. Θουκ. 5. 50· τί δή θέλων (ἐνν. πρᾶξαι) Αἰσχύλ. Πρ. 118, κτλ. 2) μετ’ ἀρνήσεως σχεδὸν = δύναμαι, ὡς μίμνειν οὐκ ἐθέλεσκον ἐναντίον, δὲν ἤθελον νὰ σταθῶσιν ἐναντίον· δηλ. «οὐκ ἠδύναντο» (Σχόλ.), Ἰλ. Ν. 106· οὐδ’... ἤθελε θυμὸς τειρομένοις ἑτάροισιν ἀμυνέμεν Ρ. 703· καὶ κατά τινα ποιητικὴν εἰκόνα, ἢ μεταφορὰν ἐπὶ τοῦ ποταμοῦ Ξάνθου, οὐδ’ ἔθελε προρέειν, ἀλλ’ ἴσχετο, δὲν ἠδύνατο νὰ ῥέῃ, ἀλλ’ ἐκρατεῖτο Φ. 366, πρβλ. Ὀδ. Θ. 223, 316, Ὕμν. εἰς Δήμ. 45· οὕτω, τὰ δένδρα οὐδέν μ’ ἐθέλει διδάσκειν Πλάτ. Φαῖδρ. 230D. 3) μετοχ. ἐθέλων ἢ θέλων ὡς ἐπίρρ. ὅμοιον τῷ ἑκών, ἑκουσίως εὐχαρίστως, Ὀδ. Γ. 272, καὶ παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 649· οὐκ ἐθέλων, = ἀέκων, Ἰλ. Δ. 300· - ἀλλ’ ὁ ἐθέλων ἢ θέλων, ὡς τὸ ὁ βουλόμενος, ὅστις καὶ ἂν θέλῃ, δηλ. πᾶς τις, Λατ. quivis, Σοφ. Φ. 619, Αἴ. 1146, Πλάτ. Γοργ. 508C. 4) μὴ ἔθελε, μετ’ ἀπαρ. ὡς τὸ λατ. noli, μὴ θέλε, μήτε σύ, Πηλεΐδη, θέλ’ ἐριζέμεναι βασιλῆϊ Ἰλ. Α. 277., Β. 247. 5) εἰ θέλεις, ἂν ἀγαπᾶς, Σοφ. Ο. Τ. 343. 6) ἑπομένης ὑποτακτ., τί σοι θέλεις δῆτ’ εἰκάθω; εἰς τί θέλεις νὰ ὑποχωρήσω εἰς σέ; αὐτόθι 650, πρβλ. Ἠλ. 80. ΙΙ ἐπὶ ἀψύχων, 4) κατὰ πολύ ὅμοιον τῷ μέλλω, ἁπλῶς πρὸς δήλωσιν τοῦ μέλλοντος καὶ γενησομένου ὡς ἡ διὰ τοῦ «θέλω» περίφρασις τοῦ μέλλοντος ἐν τῇ νεωτέρᾳ Ἑλληνικῇ γλώσσῃ· εἰ θελήσει, τούτου τελευτήσαντος, ἐς τὴν θυγατέρα ταύτην ἀναβῆναι ἡ τυραννὶς Ἡρόδ. 1. 109· εἰ ὁ ποταμὸς ἐθελήσει ἐκτρέψαι τὸ ῥέεθον ὁ αὐτ. 2. 11· εἰ ἐθέλει τοι μηδὲν ἀντίξοον εἶναι ὁ αὐτ. 7. 40· πρβλ. Πλάτ. Πολ. 370Β. 423Β, 436Β, 503C, κτλ.: - ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας σπανίως ἐπὶ προσώπων, οὐ δοῦναι θέλει = οὐκ ἂν δοίη, Αἰσχύλ. Εὐμ. 429 εἴπερ … οὗτός σ’ ἐθέλει κρατῆσαι Ἀριστοφ. Σφ. 536· πρβλ. Πινδ. Ν. 7. 132, Πλάτ. Πολ. 375Α. 2) ὡς τὸ πέφυκα, εἶμαι ἐκ φύσεως τοιοῦτος ὥστε συνηθίζω, μετ’ ἀπαρ., συμβάσεις ἰσχυραὶ οὐκ ἐθέλουσι συμμένειν Ἡρόδ. 1. 74· μεγάλα πρήγματα μεγάλοισι κυνδύνοισι ἐθέλουσι καταιρέεσθαι ὁ αὐτ. 7. 50, 2· οὐκ ἐθέλουσιν αἱ γνῶμαι… ὁμοῖαι εἶναι Θουκ. 2. 89· τοῦτ’ ἐνδελεχὲς ἐθέλει γίγνεσθαι Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 9, 5, πρβλ. Μεταφ. 4. 2, 8, κ. ἀλλ.· οὐ θέλει ζῆν, ἐπὶ προώρως τεχθέντος βρέφους, ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 6. 21, 3. 3) παρ’ Ἡροδ. καὶ Ἀττ. πεζογράφοις, συχνάκις ἐν ταῖς φράσεσι, τί ἐθέλει τὸ τέρας, τὸ ἔπος; Λατ. quid sibi vult? Γαλλιστὶ que veut-il dire? τί σημαίνει τοῦτο; τί θέλει νὰ εἴπῃ; Ἡρόδ. 1. 78., 6. 37· πλῆρες: τὶ ἐθέλει λέγειν; ὁ αὐτ. 2. 13. πρβλ. 4, 131. 4) τοῦ θέλοντος = τοῦ θελήματος. Σοφ. Ο. Κ. 1219· ἀλλ’ ἴδε σημείωσιν Jebb, ὅστις παρεδέξατο τὴν διόρθωσιν τοῦ Reiske: τοῦ δέοντος, ὑποδειχθεῖσαν ὑπὸ τοῦ Σχολιαστοῦ ἑρμηνεύσαντος «τοῦ μετρίου, τοῦ ἱκανοῦ». - πρβλ. ποθέω.
English (Autenrieth)
subj. ἐθέλωμι, ipf. ἔθελον, ἠθέλετον, iter. ἐθέλεσκες, fut. ἐθελήσω, aor. ἐθέλησα: will, wish, choose, with neg., be unwilling, refuse; οὐδ' ἔθελε προρέειν (ὕδωρ), Il. 21.366, Il. 1.112; so οὐκ ἐθέλων, πολλὰ μάλ' οὐκ ἐθέλοντος, ‘sorely against his will;’ in prohibitions w. μή (noli), μήτε σύ, Πηλείδη ἔθελ ἐριζέμεναι βασιλῆι, Il. 1.277; foll. by ὄφρα, Il. 1.133.
English (Slater)
ἐθέλω (cf. θέλω. ἐθέλω, -ει, -οντι; -ῃ; -οι; -ων, -οντ(α), -οίσας: fut. ἐθελήσω: impf. ἤθελον, ἤθελε(ν), ἔθελον, ἤθελον: aor. opt. ἐθελήσαις.)
1 be willing, wish
1 c. inf.
a pres. inf. τὰ μὲν ἁμετέρα γλῶσσα ποιμαίνειν ἐθέλει (O. 11.9) ἐθέλοντι δ' ἀλέξειν ὕβριν (O. 13.9) Φοῖβε, ἐθελήσαις ταῦτα νόῳ τιθέμεν εὔανδρόν τε χώραν (P. 1.40) ἐθέλω Τελεσικράτη γεγωνεῖν (P. 9.1) μάλα δ' ἐθέλοντι σύμπειρον ἀγωνίᾳ θυμὸν ἀμφέπειν (N. 7.10) ἐν τίν κἐθέλοι, Γίγαντας ὃς ἐδάμασας, εὐτυχῶς ναίειν ζαθέαν ἄγυιαν (N. 7.90) ἀβοατὶ γὰρ ἡρώων ἄωτοι περιναιεταόντων ἤθελον κείνου γε πείθεσθ' ἀναξίαις ἑκόντες (N. 8.10) δένδρεά τ' οὐκ ἐθέλει πάσαις ἐτέων περόδοις ἄνθος εὐῶδες φέρειν πλούτῳ ἴσον (N. 11.40) ὁ δ' ἐθέλων τε καὶ δυνάμενος ἁβρὰ πάσχειν fr. 2. 1. ἀλλ' ὅ γε Μέλαμπος οὐκ ἤθελεν λιπὼν πατρίδα μοναρχεῖν Ἄργει (sc. and yet he did ) (Pae. 4.28)
b aor. inf. ἐθελήσω τοῖσιν ἐξ ἀρχᾶς ἀπὸ Τλαπολέμου ξυνὸν ἀγγέλλων διορθῶσαι λόγον i. e. “Umschreibung des Futurums” Radt. (O. 7.20) ἀλλ' ἐπεύξασθαι μὲν ἐγὼν ἐθέλω Ματρί (P. 3.77) Ἥβας καρπὸν ἀνθήσαντ' ἀποδρέψαι ἔθελον (P. 9.111) νιν Ἱππολύτα δόλῳ πεδᾶσαι ἤθελε (N. 5.27) ἐθέλω ἢ Καστορείῳ ἢ Ἰολάοἰ ἐναρμόξαι μιν ὕμνῳ (I. 1.15) ὅ τοι πτερόεις ἔρριψε Πάγασος δεσπόταν ἐθέλοντ' ἐς οὐρανοῦ σταθμοὺς ἐλθεῖν (I. 7.45) ἄγγελλε δὲ φοινικόπεζα λόγον παρθένος εὐμενὴς Ἑκάτα τὸν ἐθέλοντα γενέσθαι (“das Wort das geschehen sollte”, ἐθέλοντα = μέλλοντα” Radt.) (Pae. 2.79)
c inf. understood. δίδωσί τε Μοῖσαν οἷς ἂν ἐθέλῃ (P. 5.65)
2 c. acc. & inf. ἤθελον Χίρωνά κε ζώειν (P. 3.1)
3 pres. part.: willing ἅ μ' ἐθέλοντα προσέρπει (O. 6.83) τίν γε μέν, εὐθρόνου Κλεοῦς ἐθελοίσας, δέδορκεν φάος (N. 3.83) τὸν Εὐφάνης ἐθέλων γεραιὸς προπάτωρ σὸς ἄεισέν ποτε, παῖ (N. 4.89)
4 frag. ]ᾗ Διὸς οὐκ ἐθελο[ Πα. 7B. 43.
English (Thayer)
(θέλω) (only in this form in the N.T.; in Greek authors also ἐθέλω (Veitch, under the word; Lob. ad Phryn., p. 7; Buttmann, 57 (49))); imperfect ἤθελον; (future 3rd person singular θελήσει, WH marginal reading); 1st aorist ἠθέλησα; (derived apparently from ἑλεῖν with a fuller aspiration, so that it means properly, to seize with the mind; but Curtius, p. 726, edition 5, regards its root as uncertain (he inclines, however, to the view of Pott, Fick, Vanicek, and others, which connects it with a root meaning to hold to)); the Sept. for אָבָה and חָפֵץ; to will (have in mind) intend; i. e.:
1. to be resolved or determined, to purpose: absolutely, ὁ θέλων, τοῦ Θεοῦ θέλοντος if God will, ἐάν ὁ κύριος θελήσῃ. (in Attic ἐάν θεός θέλῃ, ἦν οἱ Θεοί θέλωσιν (cf. Lob. as above)), καθώς ἠθέλησε, τί, Isaiah, they were willing to receive him into the ship, but that was unnecessary, because unexpectedly the ship was nearing the land; cf. Lücke, B-Crusius, Ewald (Godet), others at the passage; Winer's Grammar, § 54,4; (Buttmann, 375 (321))); R G; ); T Tr text WH text 1st aorist infinitive); with an infinitive suggested by the context, οὕς θέλει, namely, ζοωποιησαι); οὐ θέλω to be unwilling: with the aorist infinitive, ), etc.; with the present infinitive, θέλω and οὐ θέλω followed by the accusative with an infinitive, οὐ θέλω ὑμᾶς ἀγνοεῖν, see ἀγνοέω, a.; corresponding to θέλω ὑμᾶς εἰδέναι, θέλειν, used of a purpose or resolution, is contrasted with the carrying out of the purpose into act: opposed to ποιεῖν, πράσσειν, Winer's Grammar, § 61,7b.); to ἐνεργεῖν, θέλειν that which he is on the point of doing: Winer's Grammar, § 42,1b.; Buttmann, 254 (219)): λανθάνει αὐτούς τοῦτο θέλοντας this (viz., what follows, ὅτι etc.) escapes them of their own will, i. e. they are purposely, wilfully, ignorant, Sophocles Lexicon, under the word, 4)), they are ignorant etc.; but cf. DeWette at the passage and Winer's Grammar, § 54,4note; (Buttmann, § 150,8 Rem.). τάς ἐπιθυμίας τοῦ πατρός ὑμῶν θέλετε ποιεῖν it is your purpose to fulfil the lusts of your father, i. e. ye are actuated by him of your own free knowledge and choice, Winer's Grammar, as above; Buttmann, 375 (321)).
2. equivalent to to desire, to wish: τί, WH in brackets); ἤθελον I could wish, on which imperfect see εὔχομαι, 2); the infinitive is lacking and to be supplied from the neighboring verb, οὐ θέλω to be unwilling (desire not): followed by the aorist infinitive, ἵνα, Winer's Grammar, § 44,8b.; (Buttmann, § 139,46); followed by the deliberative subjunctive (aorist): θέλεις συλλέξωμεν αὐτά (cf. the German willst du, sollen wir zusammenlesen? (Goodwin § 88)), L brackets adds ἵνα); Tr brackets θέλεις); Winer's Grammar, § 41a. 4b.; Buttmann, § 139,2); followed by εἰ, εἰ, I:4); followed by ἤ, to prefer, ἤ, 3d.).
3. equivalent to to love; followed by an infinitive, to like to do a thing, be fond of doing: Winer's Grammar, § 54,4; (Buttmann, § 150,8).
4. in imitation of the Hebrew חָפֵץ, to take delight, have pleasure (opposite by Buttmann, § 150,8 Rem.; cf. Winer's Grammar, § 33, a.; but see examples below): ἐν τίνι, in a thing, ἐν καλῷ, to delight in goodness, Test xii. Patr., p. 688 (test. Ash. 1; (cf. εἰς ζωήν, p. 635, test. Zeb. 3); ἐν τίνι, the dative of the person, בְּ רָצָה, τινα, to love one: μισεῖν, Ignatius ad Romans 8,3 [ET]; θεληθῆναι is used of those who find favor, ibid. 8,1). τί, βούλομαι and θέλω, the former seems to designate the will which follows deliberation, the latter the will which proceeds from inclination. This appears not only from Sept. express the idea of pleasure, delight, by the verb θέλειν (see just above). The reverse of this distinction is laid down by Alexander Buttmann (1873) Lexil. i., p. 26 (English translation, p. 194); Delitzsch on θέλειν denotes mere volition, βούλεσθαι inclination; (cf. Whiston on Demosthenes 9,5; 124,13). (Philip Buttmann s statement of the distinction between the two words is quoted with approval by Schmidt (Syn., iii., chapter 146), who adduces in confirmation (besides many examples) the assumed relationship between βούλομαι and Φελπις, ἐλπίς; the use of θέλω in the sense of 'resolve' in such passages as Thucydides 5,9; of θέλων equivalent to ἡδέως in the poets; of βούλομαι as parallel to ἐπιθυμέω in Demosthenes 29,45, etc.; and passages in which the two words occur together and βούλομαι is apparently equivalent to 'wish' while θέλω stands for 'will' as Xenophon, an. 4,4, 5; Euripides, Alc. 281, etc., etc. At the same time it must be confessed that scholars are far from harmonious on the subject. Many agree with Prof. Grimm that θέλω gives prominence to the emotive element, βούλομαι emphasizes the rational and volitive; that θέλω signifies the choice, while βούλομαι marks the choice as deliberate and intelligent; yet they acknowledge that the words are sometimes used indiscriminately, and especially that θέλω as the less sharply-defined term is put where βούλομαι would be proper; see Ellendt, Lex. Sophocles; Pape, Handwörterb.; Seiler, Wörterb. d. Homer, under the word βούλομαι; Suhle und Schneidewin, Handwörterb.; Crosby, Lex. to Xenophon, an., under the word ἐθέλω; (Arnold's) Pillon, Greek Syn. § 129; Webster, Synt. and Syn. of the Greek Testament, p. 197; Wilke, Clavis N.T., edition 2,2:603; Schleusner, N.T. Lex. see under the word, βούλομαι; Munthe, Observations, phil. in N.T. ex Diodorus Siculus, etc., p. 3; Valckenaer, Scholia etc. ii. 23; Westermann on Demosthenes 20,111; the commentators generally on Matt. as above; Lightfoot on Ephesians, p. 42; this seems to be roughly intended by Ammonius also: βούλεσθαι μέν ἐπί μόνου λεκτεον τοῦ λογικου. τό δέ θέλειν καί ἐπί ἀλογου ζοωυ; (and Eustathius on Iliad 1,112, p. 61,2, says ὀυχ' ἁπλῶς θέλω, ἀλλά βούλομαι, ὅπερ ἐπίτασις τοῦ θέλειν ἐστιν). On the other hand, Liddell and Scott (under the word ἐθέλω); Passow, edition 5; Rost, Wörterb. edition 4; Schenkl, Schulwörterb.; Donaldson, Crat. § 463 f; Wahl; Clay. Apocrypha, under the word βούλομαι; Cremer, under the words, βούλομαι and θέλω; especially Stallb. on Plato s de repub. 4,13, p. 437b. (cf. too Cope on Aristotle, rhet. 2,19, 19); Franke on Demosthenes 1,1, substantially reverse the distinction, as does Ellicott on βούλομαι with voluptas (Curtius, § 659, compare p. 726), and makes θέλω signify 'to hold to something,' 'form a fixed resolve' (see above, at the beginning), yet the predominant usage of the N.T. will be evident to one who looks up the passages referred to above (Fritzsche's explanation of R. V. wishing is questionable; cf. μισῶ, and indeed the use of θέλω throughout this chapter); θέλω occurs in the N.T. about five times as often as βούλομαι (on the relative use of the words in classic writers see Tycho Mommsen in Rutherford, New Phryn., p. 415f). The usage of the Sept. (beyond the particular specified by Prof. Grimm) seems to afford little light; see e. g. θέλω seems to have nearly driven βούλομαι out of use; on θέλω as an auxiliary cf. Jebb in Vincent and Dickson's Handbook, Appendix §§ 60,64. For examples of the associated use of the words in classic Greek, see Stephanus' Thesaurus under the word βούλομαι, p. 366d.; Lightfoot, Cremer, and especially Schmidt, as above.)
Greek Monolingual
(AM θέλω και ἐθέλω)
1. έχω την επιθυμία ή την ανάγκη ή την πρόθεση να κάνω κάτι ή να πω κάτι, επιθυμώ (α. «θέλω να φάω» β. «εἰ σύ γε σῷ θυμῷ ἐθέλεις», Ομ. Ιλ.)
2. επιθυμώ πολύ, επιζητώ (α. «θέλει να προκόψει» β. «πάντ' ἐθέλω δόμεναι», Ομ. Ιλ.)
3. απαιτώ, αξιώνω, διατάζω («θέλει καλά και σώνει» — απαιτεί)
νεοελλ.
1. επιχειρώ, προσπαθώ, δοκιμάζω, («θέλησε να μάς εξοντώσει, αλλά δεν το κατόρθωσε»)
2. συγκατατίθεμαι, δέχομαι («δεν θέλει να κουβεντιάσουμε»)
3. δέχομαι ως σύζυγο ή ως εραστή («αυτόν δεν τον θέλει η κόρη μου»)
4. μού αξίζει κάτι, είμαι άξιος για κάτι («θέλει ξύλο»)
5. ζητώ, γυρεύω, ψάχνω («ποιόν θέλετε;»)
6. οφείλω, χρωστώ («κάτι λίγα σού θέλω ακόμη και ξόφλησα»)
7. φρ. α) «θέλεις δε θέλεις» ή «θέλεις και δε θέλεις» ή «είτε το θέλεις είτε όχι» ή «θέλοντας και μη» — με τη θέληση σου ή χωρίς αυτήν, εκουσίως ή ακουσίως
β) (για γυναίκα) «τά θέλει» — είναι πρόθυμη για ερωτοτροπίες
γ) «λίγο ήθελε (ακόμη)» — παραλίγο, λίγο έλειψε
δ) «το καλό που σού θέλω» — σε προειδοποιώ ή σε συμβουλεύω
ε) «θέλω να πω» — εννοώ
στ) «τί τά θέλεις» ή «τί τά θες, τί τά γυρεύεις» — όπως κι αν έχει το πράγμα, ούτως ή άλλως
ζ) «δεν το ήθελα» — έγινε χωρίς τη θέληση μου
η) «θέλεις... θέλεις» ή «θέλει... θέλει» — είτε, είτε («θέλεις κάτσε, θέλεις φύγε»)
8. παροιμ. α) «όποιος δε θέλει να ζυμώσει πέντε μέρες κοσκινίζει» — γι' αυτούς που αναβάλλουν ή αποφεύγουν να κάνουν κάτι, ιδίως κοπιαστικό
β) «ποιός στραβός δε θέλει το φως του» — όλοι επιθυμούν τα ωφέλιμα
γ) «το καλό που μέ θέλεις να το 'χεις» — γι' αυτούς που υποκρίνονται ότι επιζητούν το συμφέρον κάποιου, ενώ συμβαίνει το αντίθετο
δ) «πε του, πε του το κοπέλι, κάνει την κυρά και θέλει» — με την επιμονή κερδίζεις αυτήν που αγαπάς
ε) «θέλει τριανταεννιά να το κάμει γρόσι» — γι' αυτούς που στερούνται τα αναγκαία και αισιοδοξούν
στ) «να βάνω θέλω φούντα στα παλιά μου τα τσαρούχια» — για ουτοπικές προθέσεις ή σχέδια
ζ) «ως θέλεις τα δε γίνονται, θέλε τα κι ως γίνονται» — πρέπει να συμβιβάζεται κάποιος με τις καταστάσεις, ακόμη και όταν δεν γίνονται αυτά που επιθυμεί
η) «ήθελα να 'χω τά 'θελα και τά 'χω να μην έχω» — γι' αυτούς που επιζητούν κάτι και, όταν το αποκτήσουν, δεν το επιθυμούν πια
νεοελλ.-μσν.
1. ζητώ κάτι από τη φύση μου, έχω ανάγκη («η γλάστρα θέλει πότισμα»)
2. έχω έλλειψη από κάτι, χρειάζομαι («θέλω ακόμη χίλιες δραχμές»)
3. φρ. «θε να» — θα
μσν.-αρχ.
(σε δυνητική χρήση, θέλω με απαρέμφατο για δήλωση του μέλλοντος) πρόκειται να... («εἰ ὦν ἐθελήσει ἐκτρέψαι το ῥέεθρον ὁ Νεῖλος», Ηρόδ.)
αρχ.
1. επιτρέπω («ἐθελήσεις τί μοι οὖν, ὦ πάτερ, ἤν σοῦ τι δεηθῶ», Αριστοφ.)
2. (με άρνηση) δύναμαι, μπορώ («μένος καὶ χεῖρας Ἀχαιῶν μίμνειν οὐκ ἐθέλεσκον ἐναντίον», Ομ. Ιλ.)
3. είμαι εκ φύσεως τέτοιος ώστε..., συνηθίζω να («αἱ πλευραὶ οὐκ ἐθέλουσι εἰς τὸ εὐρὺ αὔξεσθαι», Ιπποκρ.)
4. ισχυρίζομαι, υποστηρίζω («αυτοί δέ Ἀρκάδες ἐθέλουσιν εἶναι τῶν ὁμοῦ Τηλέφῳ διαβάντων εἰς τὴν Ἀσίαν», Παυσ.)
5. φρ. «τί ἐθέλει λέγειν» ή «τί ἐθέλει» — τί θέλει να πει, τί σημαίνει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. εθέλω με σίγηση του προτονικού φωνήεντος ήδη στους αρχ. χρόνους. Στη νέα ελλ. έχουν επιβιώσει, ωστόσο, αρκετά παράγωγα και σύνθετα με το θ. εθελ-. Η γλώσσα του Ησυχίου φαλίζει
θέλει επιτρέπει την υπόθεση ότι ο αρχικός φθόγγος της άγνωστης ΙΕ ρίζας θα πρέπει να ήταν χειλοϋπερωικό gwh- και μαζί τη σύνθεση της λ. με το αρχ. σλαβ. želej-, želěti «επιθυμώ». Ορισμένοι τή συνδέουν με το αρμ. gelĵ «επιθυμία» (< ĵelĵ, με ανομοίωση). Οπωσδήποτε, παραμένει σκοτεινή η προέλευση του αρχικού φθόγγου ε- της αρχ. ελλ. Ως α' συνθετικό εμφανίζεται με τη μορφή εθελο- και τις σημασίες «εκούσιος» και «προσποιούμενος». Για τη σημασιολογική σχέση του εθέλω με το βούλομαι, βλ. το τελευταίο.
ΠΑΡ. εθελοντής, εθελοντ(ε)ί, εθελούσιος, θέλημα, θέληση, θελητής
αρχ.
(ε)θελημός, εθελήμων, εθελοντήρ, εθελόντως, θέλεος, θελήμη, θελημοσύνη, θελητός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) εθελοδουλεία, εθελόδουλος, εθελοδούλως, εθελοκακία, εθελόκακος, εθελοκακώ
αρχ.
εθελακρίβεια, εθελακριβής, εθελάστειος, εθέλεχθρος, εθελεχθρώ, εθελέχθρως, εθελήσυχος, εθελοακρότης, εθελοβλέπω, εθελοβοηθώ, εθελοδιδάσκαλος, εθελοδικαιοσύνη, εθελοδόκησις, εθελοδοξία, εθελοδουλώ, εθελοευλάβεια, εθελοθρησκεία, εθελοθρησκευτικός, εθελοθρησκεύω, εθελοκάκησις, εθελοκάκως, εθελόκαλος, εθελοκίνδυνος, εθελοκινδύνως, εθελοκωφία, εθελόκωφος, εθελοπερισσοθρησκεία, εθελοπονία, εθελόπονος, εθελόπορνος, εθελοπρόξενος, εθελοσέβεια, εθελοσοφία, εθελόσοφος, εθελόσυχνος, εθελοταπεινοφροσύνη, εθελουργία, εθελουργός, εθελουργώ, εθελουργώς, εθελοφιλόσοφος
(αρχ. -μσν.) εθελοκωφώ, εθελότρεπτος
μσν.
εθελοθρησκώ, εθελόθυτος, εθελοκακούργος, εθελόρμητος, εθελοσφαγούμαι, εθελοψυχώ
νεοελλ.
εθελαπάτη, εθελοδουλεύω, εθελοθυσία. εθελοκωφεύω, εθελότυφλος, εθελοτυφλώ. (Β' συνθετικό) αρχ. συν(ε-) θέλω, κακοθέλω
νεοελλ.
καλοθέλω, ματαθέλω, μισοθέλω, ξαναθέλω, παραθέλω, πολυθέλω].
Greek Monotonic
ἐθέλω: ή θέλω, Επικ. υποτ. ἐθέλωμι, παρατ. ἤθελον, Επικ. επίσης ἔθελον, Ιων. ἐθέλεσκον — ἐθελήσω και θελήσω, αόρ. αʹ ἠθέλησα, Επικ. ἐθέλησα, παρακ. ἠθέληκα·
I. 1. θέλω, εύχομαι, επιθυμώ, επιδιώκω· με αιτ. και απαρ., εύχομαι να..., με απαρ., εύχομαι να γίνει, σε Όμηρ., Αττ.· με αιτ., το απαρ. παραλείπεται, τί θέλων (ενν. πρᾶξαι), σε Αισχύλ.
2. μαζί με άρνηση ισοδυναμεί σχεδόν με το δύναμαι, μίμνειν οὐκ ἐθέλεσκον, δεν ήθελαν να αντισταθούν, δηλ. δεν μπορούσαν, ήταν ανήμποροι, σε Ομήρ. Ιλ.
II. λέγεται για πράγματα,
1. ομοίως προς το μέλλω, απλώς για τη δήλωση ενός μελλοντικοῦ γεγονότος, εἰθελήσει ἀναβῆναι ἡ τυραννίς, εάν η μοναρχία θα επανέλθει, επιστρέψει, σε Ηρόδ.
2. είμαι συνηθισμένος, εξοικειωμένος, με απαρ., στον ίδ., Θουκ.
3. εννοώ, σημαίνω, τί ἐθέλει τὸ ἔπος; Λατ. quid sibi vult? Γαλλικά que veut-il dire? σε Ηρόδ. κ.λπ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: want.
Other forms: with aphairesis θέλω (Aeol. Ion. Hell.; in Hom. only ο 317; see Debrunner Festschrift Zucker 87ff.), aor. (ἐ)θελῆσαι, fut. (ἐ)θελήσω (Il.), perf. ἠθέληκα (X.), τεθέληκα (hell.)
Compounds: As 1. member in ἐθελο-κακέω do wrong deliberately, play the coward deliberately (Hdt.) with ἐθελοκάκησις (Plb.), cf. μνησι-κακέω a. o.; ἐθελό-δουλος voluntary slave with -δουλεία (Pl.), ἐθέλ-εχθρος (Crat.) etc. EN Ἐθελο-κράτης a. o. (inscr.).
Derivatives: (ἐ)θελημός voluntary (Hes.), (ἐ)θελήμων id. (Pl.) with ἐθελημοσύναι pl. (PMag. Par.); θέλημα will (Antipho Soph.; θελήμη Theognost.) with θελημάτιον; -τικός, θέλησις, -ητής, -ητός (LXX usw.). - From ἐθελοντ-: ἐθελοντής volunteer (Hdt.) with -τήν adv. (Hdt.); rare θελοντής (Hdt. v.l.); Hom. has ἐθελοντῆρας (β 292); ἐθελούσιος voluntary (X., after ἑκούσιος). Adv. ἐθελοντί, -τηδόν voluntarily (Th.), ἐθελόντως (sch.). - Isolated θέλεος ἀθέλεος volens nolens (A. Supp. 862 [lyr.]), poet. formation after the adj. in -εος.
Origin: IE [Indo-European] [489] *h₁gʷʰel- will
Etymology: (ἐ)θέλω is a primary thematic pres. ind, which has -η- in all non-present forms. To OCS želéjǫ, -ěti wish, desire, from *h₁gʷʰel-. (Not to φαλίζει θέλει H.; before e one expects a dental).
Middle Liddell
I. to will, wish, purpose; c. acc. et inf. to wish that . ., c. inf. to wish to do, Hom., Attic; c. acc., inf. being omitted, τί θέλων (sc. πρᾶξαι) Aesch.
2. with a negat., almost = δύναμαι, μίμνειν οὐκ ἐθέλεσκον they cared not to make a stand, i. e. they were unable, Il.
II. of things,
1. much like μέλλω, merely to express a future event, εἰ θελήσει ἀναβῆναι ἡ τυραννίς if the monarchy will revert, Hdt.
2. to be wont or accustomed, c. inf., Hdt., Thuc.
3. to mean, purport, τί ἐθέλει τὸ ἔπος Lat. quid sibi vult? French que veut-il dire? Hdt., etc.
Frisk Etymology German
ἐθέλω: {ethélō}
Forms: durch Aphärese θέλω (äol. ion. hell.; bei Hom. nur ο 317; ausführlich darüber Debrunner Festschrift Zucker 87ff.), Aor. (ἐ)θελῆσαι, Fut. (ἐ)θελήσω (seit Il.), Perf. ἠθέληκα (X., Aesch., D.), τεθέληκα (hell.)
Grammar: v.
Meaning: wollen.
Composita: Als Vorderglied in ἐθελοκακέω sich freiwillig feig zeigen, sich dem Feind ergeben (Hdt. usw.), ‘freiwillig (absichtlich) schlecht handeln’ (Ph. usw.) mit ἐθελοκάκησις (Plb.), vgl. μνησικακέω u. a.; ἐθελόδουλος freiwilliger Sklave mit -δουλεία (Pl.; nach dem Simplex), ἐθέλεχθρος (Krat.) usw. EN Ἐθελοκράτης u. a. (Inschr.).
Derivative: Ableitungen. 1. Aus (ἐ)θελη-: (ἐ)θελημός freiwillig (Hes., Kall., A. R.; Emp., B.), (ἐ)θελήμων ib. (Pl., A. R.) mit ἐθελημοσύναι pl. (PMag. Par.); θέλημα Wille (Antipho Soph., hell. und spät; θελήμη Theognost.) mit θελημάτιον; -τικός, θέλησις, -ητής, -ητός (LXX usw.). — 2. Aus dem Partizip ἐθελοντ-: ἐθελοντής Freiwilliger (Hdt., Th. usw.) mit -τήν Adv. (Hdt. u. a.); sehr vereinzelt θελοντής (Hdt. v.l. u. a.); Hom. dafür ἐθελοντῆρας (β 292); Substantivierungen nach den Nomina auf -τής, -τήρ (Schwyzer 481 m. A. 1, Schwyzer-Debrunner 2, 175, Chantraine Formation 322, Fraenkel Nom. ag. 1, 11f., 2, 206); ἐθελούσιος freiwillig (seit X., nach ἑκούσιος). Adv. ἐθελοντί, -τηδόν in freiwilliger Weise (Th. usw.), ἐθελόντως (Sch.). — Für sich steht θέλεος ἀθέλεος volens nolens (A. Supp. 862 [lyr.]), poet. Bildung nach den Adj. auf -εος (gewiß nicht mit Schwyzer 458: 4 zu einer zweisilbigen Wurzelförm). Weitere Einzelheiten bei Debrunner a. a. O. 99ff.
Etymology: Während βούλομαι auf einem kurzvokalischen sigmatischen Aor. Konj. aufgebaut ist, liegt in (ἐ)θέλω ein primärer thematischer Präs. Ind. vor, der in allen außerpräsentischen Tempora durch -η- erweitert wurde. Aus dem Griechischen selbst wird seit Fick BB 16, 289; 18, 141 die Hesychglosse φαλίζει· θέλει herangezogen; der dabei vorauszusetzende labiovelare Anlaut gu̯h- ermöglicht Anschluß an aksl. želéjǫ, -ěti wünschen, begehren. Pedersen Le groupement des dial. i.-eur. 20f. vergleicht noch arm. gelǰ Wunsch (mit mehrdeutigem Auslaut; außerdem wäre g- für ǰ- durch Dissimilation erhalten); jedenfalls nicht hierher (mit Pedersen) toch. A yšalm-, B yšelme ‘Sinn(engenuß), Liebe’, vgl. v. Windekens Lexique étymol. 172. Auch nicht mit Pisani Ist. Lomb. 77, 550f. zu altirisch tol Wille. — Zur Erklärung des ἐ- in ἐθέλω (Präverb?) s. Schwyzer 434, Schwyzer-Debrunner 563. Vgl. die Lit. zu βούλομαι.
Page 1,447-448
Mantoulidis Etymological
(=θέλω, ἐπιθυμῶ). Ἀπό θέμα θελ + προθεματικό: ε → ἐ-θέλ-ω.
Παράγωγα: ἐθελοντής, ἐθελοντήρ, ἐθελοντί, ἐθελοντηδόν, ἐθελήμων, ἐθελητός, ἐθελούσιος, ἐθελουσίως, ἐθελοντήν (ἐπίρρ. Ἡροδ.), θέλημα, θέλησις, θελητός, ἐθελοκακῶ (=θεληματικά δείχνω δειλία), ἐθελοκωφεύω (=κάνω τόν κουφό), ἐθελόδουλος (=μέ τή θέλησή του δοῦλος).
Lexicon Thucydideum
velle, non abnuere, paratum esse ad aliquid agendum, to wish, not refuse, to be ready for some action, cum infin. non accedente altero subiecto, with infinitive without addition of another subject 1.27.1, [vulgo commonly ἐθέλει] 1.28.2, 1.28.21.39.1, 1.65.1, 1.144.1, 1.144.2. 2.39.4, [pauci codd. few manuscripts ἐθέλομεν] 2.41.5, 2.61.4. 2.71.2, 3.56.5. 4.10.2, [ubi nonnulli codd. where several manuscripts θέλωμεν, cf. Popp. Prol. p. compare Poppo's Prolegomena page 211]. 4.13.3. 4.15.2. 4.59.2, 4.73.4. 4.104.2, 4.107.1, 5.9.9, [ubi artic. ante where the article before αἰσχ.et commata delenda esse videntur and the commas seem ought to be deleted]. 5.28.3, 6.33.4, 6.34.2. 6.38.4. 6.56.3, 7.73.2, 8.58.6, [ubi nonnulli codd. where several manuscripts ἐθέλωσιλαμβ.].
cum negatione, with a negative nolle, abnuere, to be unwilling, refuse, 1.75.2, 2.64.1, 3.38.5. 3.55.3, 3.91.2. 4.22.2, 4.48.1, 4.57.2, [vulgo commonly ἠθέλησεν]. 4.73.4, 4.85.7. 4.98.7. 4.105.2, 4.108.5. 4.122.5. 5.14.4. 5.15.2, [vulgo commonly οὔπω] 5.21.2. 5.22.2. 5.82.3, 5.84.2. 6.7.4. 6.46.2. 6.78.3. 6.79.2. 6.105.2, 7.6.1. 7.18.3, 7.72.4. 8.15.1, 8.45.5. 8.72.2 [ubi Vat. where Vatican manuscript ἐθελῆσαι]. 8.78.1, 8.83.2. 8.86.2. 8.92.11,
cum acc. with accusative 5.50.2,
solere, posse, to be accustomed, be able, 2.89.11.
Lexicon Thucydideum
velle, to wish, want, vid. see ἐθέλειν,2.51.5, 5.35.3, 5.72.1, 6.34.4, 6.91.4, 7.18.2.