κλίνω
ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer
English (LSJ)
[ῑ], fut.
A κλῐνῶ Lyc.557, (ἐγκατακλίνω) Ar.Pl.621: aor. 1 ἔκλῑνα Il.5.37, etc.: pf. κέκλῐκα Plb.30.13.2:—Med., aor. ἐκλινάμην Od.17.340, etc.:—Pass., fut. κλῐθήσομαι συγ-) E.Alc.1090, (κατα-) D.S.8 Fr.19: fut. 2 κατα-κλῐνήσομαι Ar.Eq.98, Pl.Smp.222e, also κεκλίσομαι dub. in A.D.Pron.22.7: aor. 1 ἐκλίθην [ῐ] Od.19.470, S.Tr.101 (lyr.), 1226, E.Hipp.211 (anap.), freq. in Prose; poet. also ἐκλίνθην, v. infr. 11.1,2,3: aor. 2 ἐκλίνην [ῐ] only in compds., κατακλῐνῆναι Ar.V.1208, 1211, X.Cyr.5.2.15, etc.; ξυγκατακλῐνείς Ar.Ach.981: pf. κέκλῐμαι (v. infr.); inf. κεκλίσθαι A.D.Synt.325.3, but κεκλίνθαι v.l. ib.47.1. (κλῐ-ν-yω, for. root κλῐ: κλει-, cf. κλειτύς; Skt. śráyati 'cause to lean', 'support', Lat. clinare, clivus.):—cause to lean, make to slope or make to slant, ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς when he inclines or turns the scale, Il.19.223; Τρῶας δ' ἔκλιναν Δαναοί made them give way, 5.37, cf. Od.9.59; ἐπεί ῥ' ἔκλινε μάχην Il.14.510; ἔκλινε γὰρ κέρας… ἡμῶν E.Supp.704; also ἐκ πυθμένων ἔκλινε… κλῇθρα S.OT1262:—Med., Περσῶν κλινάμενοι [δύναμιν] IG12.763.
2 make one thing slope against another, i.e. lean, rest it, τι πρός τι Il.23.171, cf.510; ἅρματα δ' ἔκλιναν πρὸς ἐνώπια 8.435: c.dat., ἔστησαν σάκε' ὤμοισι κλίναντες, i.e. raising their shields so that the upper rim rested on their shoulders, 11.593.
3 turn aside, μηκέτι τοῦδε βήματος ἔξω πόδα κλίνῃς S.OC193 (lyr.); ὄσσε πάλιν κλίνασα having turned back her eyes, Il.3.427; τὰς ἐκ τῶν ἀριστερῶν [φλέβας] ἐπὶ τὰ δεξιὰ κ. turn to... Pl.Ti.77e.
4 make another recline, ἐν κλίνῃ κλῖναί τινας make them lie down at table, Hdt.9.16; κλῖνόν μ' ἐς εὐνήν E. Or.227; κλίνατ', οὐ σθένω ποσίν Id.Alc.267 (lyr.): metaph., ἡμέρα κλίνει τε κἀνάγει πάλιν ἅπαντα τἀνθρώπεια puts to rest, lays low, S.Aj.131.
5 in Magic, make subservient, ψυχήν PMag.Par.1.1718.
6 Gramm., inflect, τὰ ῥήματα A.D.Synt.212.20:—Pass., Id.Pron.12.7.
II Pass., lean, ἂψ δ' ὁ πάϊς πρὸς κόλπον ἐϋζώνοιο τιθήνης ἐκλίνθη Il.6.467; ὁ δ' ἐκλίνθη, καὶ ἀλεύατο κῆρα μέλαιναν he bent aside, 7.254; of a brasen foot-pan, ἂψ δ' ἑτέρωσ' ἐκλίθη it was tipped over, Od.19.470; of battle, turn, ἐκλίνθη δὲ μάχη Hes.Th.711; of a body in equilibrium, οὐδαμόσε κλιθῆναι Pl.Phd.109a, cf. Archim. Fluit.1.8,al.
2 lean, stay oneself upon or against a thing, c. dat., ἀσπίσι κεκλιμένοι Il.3.135; κίονι, κλισμῷ κεκλιμένη, Od.6.307, 17.97; ἠέρι δ' ἔγχος ἐκέκλιτο καὶ ταχἔ ἵππω Il.5.356 (s.v.l.); ἐν δορὶ κεκλιμένος Archil.2 (also in Med., κλινάμενος σταθμῷ Od.17.340); κεκλιμένοι καλῇσιν ἐπάλξεσιν Il.22.3; πρὸς τοῖχον ἐκλίνθησαν Archil.34; ξύλα ἐς ἄλληλα κεκλιμένα Hdt.4.73; ὅταν τύχωσι (sc. αἱ ἄτομοἰ τῇ περιπλοκῇ κεκλιμέναι when they chance to be propped (i.e. checked) by the interlacing with others, Epicur.Ep.1p.8U.
3 lie down, fall, ἐν νεκύεσσι κλινθήτην Il.10.350, etc.; παραὶ λεχέεσσι κλιθῆναι lie beside her on the bed, Od.18.213, cf. S.Tr.1226: in pf., to be laid, lie, ἔντεα… παρ' αὐτοῖσι χθονὶ κέκλιτο Il.10.472; φύλλων κεκλιμένων of fallen leaves, Od.11.194 (φύλλα κεκλ. in Thphr.HP3.9.2, slanting leaves); Ληθαίῳ κεκλιμένη πεδίῳ Thgn.1216; Ἀλφεοῦ πόρῳ κλιθείς laid by Alpheus' stream, Pi.O.1.92; ἐπὶ γόνυ κέκλιται has fallen on her knee, i.e. is humbled, A.Pers.931 (lyr.); ὑπτία κλίνομαι S.Ant.1188; τὸ μὲν πρῶτον ἐρρήγνυτο τὸ τεῖχος, ἔπειτα δὲ καὶ ἐκλίνετο X.HG5.2.5; οὐ νούσῳ… οὐδ' ὑπὸ δυσμενέων δούρατι κεκλίμεθα AP7.493 (Antip. Thess.), cf. 315 (Zenod. or Rhian.), 488 (Mnasalc.), Epic.Oxy.214r.3.
4 recline at meals, κλιθέντες ἐδαίνυντο Hdt.1.211, cf. E.Cyc.543, SIG 1023.48 (Cos, iii/ii B.C.); κλίθητι καὶ πίωμεν cj. in Com.Adesp.1203, cf. E.Fr.691.
5 of places, lie sloping towards the sea, etc., lie near, ἁλὶ κεκλιμένη Od.13.235; [νῆσοι] αἵ θ' ἁλὶ κεκλίαται (Ep.for κέκλινται) 4.608: hence, of persons, lie on, live on or live by, [Ὀρέσβιος] λίμνῃ κεκλιμένος Κηφισίδι Il.5.709; ῥηγμῖνι θαλάσσης κεκλίαται 16.68, cf. 15.740; δισσαῖσιν ἀπείροις κλιθείς S.Tr.101 (lyr.); πλευρὰ πρὸς ἀνατολὰς κεκλιμένη, τὸ εἰς τὰς ἄρκτους κ., Plb.2.14.4, 1.42.5; ὄρος Κοῖον ὃ κέκλιται πρὸς Παρνασσόν SIG826 Eiii 37 (Delph., ii B.C.).
6 metaph., τῷδε μέλει κλιθείς having devoted himself to... Pi.N.4.15 (also in Act., incline towards, τῶν πραγμάτων ἐπὶ Ῥωμαίους κεκλικότων Plb. 30.13.2).
7 wander from the right course, κεκλιμένη ναῦς Thgn. 856.
III Med., decline, wane, καὶ κλίνεται (sc. τὸ ἦμαρ) S.Fr.255.6.
IV intr. in Act., κ. πρὸς τὸ ξανθὸν χρῶμα incline towards... Arist.Phgn.812b3; κλίνοντος ὑπὸ ζόφον ἠελίοιο as the sun was declining, A.R.1.452; ἅμα τῷ κλῖναι τὸ τρίτον μέρος τῆς νυκτός as it came to an end, Plb.3.93.7; ἡ ἡμέρα ἤρξατο κλίνειν Ev.Luc.9.12; ἡ πόλις ἐπὶ τὸ χεῖρον ἔκλινεν X.Mem.3.5.13; τὸ κλῖνον ἀναλήμψεσθαι PFay.20.14 (iii/iv A.D.).
2 of soldiers, κλίνω ἐπ' ἀσπίδα, κλίνω ἐπὶ δόρυ, turn to left, to turn to right, Plb.3.115.9, etc.; κλίνω πρὸς φυγήν Id.1.27.8; also, wheel, Ascl. Tact.10.4.
German (Pape)
[Seite 1454] fut. κλινῶ, perf. κέκλικα, aor. pass. ἐκλίθην, ep. u. ion. ἐκλίνθην, in Zusammensetzungen auch ἐκλίνην, denn Her. 9, 16 ist κλινῆναι zweifelhaft, perf. κέκλιμαι, κέκλινται, plur., Xen. equ. 5, 5, – 1) biegen, beugen; feindliche Truppen zum Weichen bringen, Iliad. 5, 37 Τρῶας δ' ἔκλιναν Δαναοί, Odyss. 9, 59 Κίκονες κλῖναν δαμάσαντες Ἀχαιούς, vgl. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 151 u. Friedlaender zu Scholl. Aristonic. Iliad. 5, 37, auch Schol. Odyss. 9, 59, welches wohl ebenfalls aus Aristonicus Bammt; ähnlich Iliad. 14, 510 ἔκλινε μάχην ἐννοσίγαιος; Theogn. 711 ἐκλίνθη μάχη; Euripid. Suppl. 704 ἔκλινε γὰρ (ὁ λόχος) κέρας τὸ λαιὸν ἡμῶν; – ἡμέρα κλίνει τε κἀνάγει πάλιν ἅπαντα τἀνθρώπεια Soph. Ai. 131, der Tag beugt nieder u. hebt empor; τάλαντα κλίνειν, die gleich schwebenden Schalen der Wage in eine schräge Richtung bringen, so daß die eine steigt, die andere sinkt, Il. 19, 223, womit Plat. zu vgl. ἰσόῤῥοπον πρᾶγμα ἐν μέσῳ οὐχ ἕξει μᾶλλον οὐδ' ἧττον οὐδαμόσε κλιθῆναι, Phaed. 109 a; ὄσσε πάλιν κλίνειν, die Augen zurückwenden, Il. 3, 427; τὰς δ' ἐκ τῶν ἀριστερῶν ἐπὶ τὰ δεξιὰ κλίναντες, Plat. Tim. 77 e; – ἐκ δὲ πυθμένων ἔκλινε κοῖλα κλῇθρα, er riß die Schlösser auf u. warf die Thüren zurück, Soph. O. R. 1262. – 2) anlehnen; κλῖνε δ' ἄρα μάστιγα ποτὶ ζυγόν Il. 23, 509; ἔκλιναν ἅρματα πρὸς ἐνώπια Il. 8, 435; ἔστησαν σάκε' ὤμοισι κλίναντες, indem sie die Schilder an die Schultern lehnten, Il. 11, 591; κλῖνόν μ' εἰς εὐνὴν αὖθις Eur. Or. 227; κλίνατέ μ', οὐ σθένω ποσί, leget mich hin, Alc. 268; ἷζε δ' ἐπὶ οὐδοῦ κλινάμενος σταθμῷ, indem er sich an den Pfosten lehnte, med. Homerisch = passiv., Od. 17, 340; pass., κλινθῆναι ἐυξέστῳ ἐνὶ δίφρῳ Il. 23, 335; στήλῃ κεκλιμένος 11, 371; κεκλιμένα καλῇσιν ἐπάλξεσιν 22, 3; ἀσπίσι κεκλιμένοι, auf die Schilde gelehnt, gestützt, 3, 135; κλισμῷ κεκλιμένη, in den Sessel gelehnt, Od. 17, 97; Ἀσία δὲ χθὼν ἐπὶ γόνυ κέκλιται, Asien beugt sich u. fällt aufs Knie, Aesch. Pers. 894; ὑπτία δὲ κλίνομαι δείσασα πρὸς δμωαῖσι, ich lehne mich zurückgebeugt auf die Mägde, Soph. Ant. 1173; τοῖς ἐμοῖς πλευροῖς ὁμοῦ κλιθεῖσαν Trach. 1216; Eur. κλίθητί νύν μοι πλευρὰ θεὶς ἐπὶ χθονός, Cycl. 544. Auch = sich auf die Seite lehnen, fallen, Od. 19, 470; sich niederlegen, Il. 10, 350. 23, 232; παραὶ λεχέεσσι κλιθῆναι, sich neben der Braut im Bette lagern, Beilager halten, Od. 18, 213. – Dah. im perf. = liegen, ἔντεα δέ σφιν καλὰ παρ' αὐτοῖσι χθονὶ κέκλιτο, die Waffen lagen auf der Erde, Il. 10, 471; Od. 11, 194; ἠέρι δ' ἔγχος ἐκέκλιτο καὶ ταχέ' ἵππω Il. 5, 356, eigtl. Schild u. Pferde waren an den Nebel gelehnt, in Nebel gehüllt, verborgen; auch von Orten, gelegen sein, liegen, (νῆσοι) αἵθ' ἁλὶ κεκλίαται, die im Meere gelegen sind, Od. 4, 608; λίμνῃ, gegen den See gelegen, 13, 235, vgl. 11, 234, wobei an eine Abdachung nach dem Orte hin, der im dat. steht, anzunehmen ist; auch von Menschen, Ὀρέσβιος λίμνῃ κεκλιμένος Κηφισίδι, dessen Wohnsitz am kephisischen See gelegen ist, Il. 5, 709; ῥηγμῖνι θαλάσσης κεκλίαται, sie lehnen sich an den Strand, sind am Strande, 16, 68; sp. D., πόλις κεκλιμένη ἐπὶ Εὐρύτου ῥεέθροις Coluth. 223; von den Himmelsgegenden, τὴν πρὸς ἀνατολὰς κεκλιμένην πλευρὰν τῆς Ἰταλίας Pol. 2, 14, 4; τὸ εἰς τὰς ἄρκτους κεκλιμένον 1, 42, 5, u. öfter, wie D. Sic. 1, 17. 2, 53 u. a. Sp. Bes. auch = b egraben sein, Ἀλφεοῦ πόρῳ κλιθείς, am Alpheus, Pind. Ol. 1, 92; οὐ νόσῳ οὐδ' ὑπὸ δυσμενέων δούρατι κεκλίμεθα, nicht durch Krankheit noch durch der Feinde Speer sind wir hingestreckt, Antp. Sid. 84 (VII, 493), u. öfter in der Anth. – Einen Platz zum Liegen anweisen, sich niederlegen oder niedersetzen lassen, z. B. zur Mahlzeit, Her. 9, 16. – Auch intrans., sich hinneigen, ἡ πόλις ὅπως ποτ' ἐπὶ τὸ χεῖρον ἔκλινεν Xen. Hem. 3, 5, 13; τῶν πραγμάτων ὁλοσχερῶν ἐπὶ Ῥωμαίους κεκλικότων Pol. 30, 10, 12; κλίνοντος ἡλίου, als sich die Sonne zum Untergang neigte, Ap. Rh. 1, 452; ἅμα τῷ κλῖναι τὸ τρίτον μέρος τῆς νυκτός Pol. 3, 93, 7; N.T.; vgl. Poll. 4, 158; – κλινεῖν ἐπ' ἀσπίδα Pol. 3, 115, 9, ποτὲ μὲν παρ' ἀσπίδα κλίναντες ποτὲ δ' ἐπὶ δόρυ, linksum, rechtsum kehrt machen, 6, 40, 12. – Bei den Gramm. = biegen, abwandeln, sowohl decliniren als conjugiren, Apoll. Dysc. synt. 319, 24.
French (Bailly abrégé)
f. κλινῶ, ao. ἔκλινα, pf. κέκλικα;
Pass. f. κλιθήσομαι, ao. ἐκλίθην, poét. ἐκλίνθην, ao.2 ἐκλίνην, pf. κέκλιμαι;
A. tr. I. faire pencher, incliner : τάλαντα IL la balance ; μάστιγα ποτὶ ζυγόν IL abaisser le fouet vers le joug ; fig. ἡμέρα κλίνει τε κἀνάγει πάλιν τἀνθρώπεια SOPH un jour abaisse et relève les affaires humaines ; p. suite :
1 appuyer ; τι πρός τι, une chose sur une autre ; σάκε' ὤμοισι IL les boucliers sur l'épaule ; ἀσπίσι κεκλιμένοι IL s'appuyant sur leurs boucliers ; ξύλα ἐς ἄλληλα κεκλιμένα HDT pièces de bois inclinées (qui s'appuient) les unes sur les autres ; avec un n. de pers. : κλίνειν τινά appuyer, soutenir qqn;
2 en mauv. part faire tomber ; Pass. s'affaisser, se renverser, tomber ; ὑπτία κλίνομαι SOPH je suis tombée à la renverse ; fig. κέκλιται ἐπὶ γόνυ ESCHL elle est tombée sur les genoux, càd humiliée ; τὸ τεῖχος ἐκλίνετο XÉN le mur s'écroulait;
II. coucher, étendre : τινα, qqn ; particul.
1 étendre à terre ; Pass. être étendu à terre : ἐν νεκύεσσι IL parmi les morts ; παραὶ λεχέεσσι OD auprès dans un lit ; ἔντεα χθονὶ κέκλιτο IL les armes étaient étendues à terre ; φύλλα κεκλιμένα OD feuilles tombées;
2 coucher sur un lit de table ; Pass. être couché sur un lit de table, être à table;
3 en parl. de lieux, particul. au pf. Pass. être situé : νῆσοι αἵθ' ἁλὶ κεκλίαται OD les îles qui se trouvent dans la mer ; qqf en parl. des personnes, pour exprimer l'idée de fixité : Ὀρέσβιος λίμνῃ κεκλιμένος Κηφισίδι IL Oresbios établi sur le lac de Kêphisos;
III. faire plier, faire fléchir, d'où
1 détourner : ὄσσε πάλιν IL les yeux ; ἅρματα IL des chars ; Pass. se détourner : ὁ δ' ἐκλίνθη IL il se détourna (pour esquiver un coup mortel) ; οὐδ' ἔχω πρὸς πότερα κλιθῶ SOPH je ne sais de quel côté (à droite ou à gauche) je dois me tourner;
2 faire reculer, repousser : Τρῶας, Ἀχαιούς IL les Troyens, les Grecs ; τὴν μάχην IL donner au combat une autre direction;
3 t. de gramm. conjuguer, décliner, fléchir;
B. intr. 1 incliner, pencher : ἐπὶ δόρυ, vers la lance, càd à droite ; ἐπ' ἀσπίδα, vers le bouclier, càd à gauche ; fig. ἡ πόλις ἐπὶ τὸ χεῖρον ἔκλινεν XÉN l'État penchait vers sa ruine;
2 plier, fléchir;
3 t. de gramm. se conjuguer, se décliner;
Moy. κλίνομαι (ao. ἐκλινάμην);
1 s'appuyer contre ou sur : τινι qch;
2 pencher vers son déclin, décliner.
Étymologie: R. Κλι, pencher.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλίνω, aor. pass. ἐκλίθην, ἐκλίνθην en ἐκλίνην; fut. pass. κλιθήσομαι en (κατα)κλινήσομαι act. met acc. doen buigen:; τάλαντα de balans laten doorslaan Il. 19.223; overdr.:; ἡμέρα κλίνει τε κἀνάγει πάλιν ἅπαντα τἀνθρώπεια een dag doet alle menselijke zaken neergaan en weer omhoog komen Soph. Ai. 131; laten afbuigen, van richting laten veranderen:. ὄσσε πάλιν κ. de ogen afwenden Il. 3.427; τὰς μὲν φλέβας ἐκ τῶν δεξιῶν ἐπὶ τἀριστερά... κλίναντες de aderen van de rechterzijde naar de linkerzijde buigend Plat. Tim. 77e; μάχην de strijd doen keren Il. 14.510; ἔκλινε γὰρ κέρας τὸ λαιὸν ἡμῶν hij drong onze linker vleugel terug Eur. Suppl. 704. tegen... doen leunen, tegen... (aan) zetten, met acc. en πρός + acc.: ἅρματα δ’ ἔκλιναν πρὸς ἐνώπια zij zetten de strijdwagens tegen de wand Il. 8.435. laten aanzitten; doen liggen, neerleggen. κλῖνόν μ’ ἐς εὐνὴν αὖθις leg mij weer in bed Eur. Or. 227. act. intrans. neigen, overhellen; overdr.: ἡ πόλις ἐπὶ τὸ χεῖρον ἔκλινεν de stad raakte in verval Xen. Mem. 3.5.13; ἡ ἡμέρα ἤρξατο κλίνειν de dag begon op zijn eind te lopen NT Luc. 9.12. med.-pass. (af)buigen:; ὁ δ’ ἐκλίθη καὶ ἀλεύατο κῆρα μέλαιναν hij week uit en ontliep het zwarte doodslot Il. 3.360; vaak perf. naar beneden lopen, aflopen:. ἁλὶ κεκλιμένη (een kust) die steil naar zee afloopot Od.13.235. leunen:; ὁ παῖς πρὸς κόλπον... τιθήνης ἐκλίνθη het kind drukte zich tegen de borst van de voedster Il. 6.467; vaak perf. met dat.:; ἀσπίσι κεκλιμένοι leunend tegen hun schilden Il. 3.13; van pers. wonen:. ἄχρι τῶν πρὸς τὸν Ἄραρα κεκλιμένων tot aan de volkeren die langs de Arar wonen Plut. Caes. 26.1. (gaan) (aan)liggen:; κλιθέντες ἐδαίνυντο nadat ze waren gaan aanliggen, gebruikten zij de maaltijd Hdt. 1.211.2; Ἀλφεοῦ πόρῳ κλιθείς begraven liggend bij de stroom van de Alpheus Pind. O. 1.92; neerkomen, vallen:; ἑτέρωσ’ ἐκλίθη (het wasbekken) viel om Od. 19.470; ὑπτία κλίνομαι ik val achterover Soph. Ant. 1188; vaak perf.: liggen, gevallen zijn:. ῥηγμῖνι θαλάσσης κεκλίαται zij liggen op het strand van de zee Il. 16.68; φύλλων κεκλιμένων van gevallen bladeren Od. 11.194; ἐπὶ γόνυ κέκλιται zij ligt op haar knieën Aeschl. Pers. 930.
Russian (Dvoretsky)
κλίνω: (ῑ) (эп. aor. med. ἐκλινάμην; pass.: fut. κλιθήσομαι, aor. 1 ἐκλίθην с ῐ и ἐκλίνθην, aor. 2 ἐκλίνην с ῐ, pf. κέκλῐμαι; эп. 3 л. sing. praes. conjct. κλίνῃσι)
1 склонять, наклонять (τάλαντα Hom.; τὸ πρόσωπον εἰς τὴν γῆν NT): οὐδαμόσε κλιθῆναι Plat. никуда не склоняться, т. е. находиться в равновесии; ἡμέρα κλίνει τε κἀνάγει πάλιν τἀνθρώπεια погов. Soph. (один) день (то) опускает вниз человеческие судьбы, (то) вновь поднимает (их);
2 клониться, склоняться, подходить к концу (ἅμα τῷ κλῖναι τὸ τρίτον μέρος τῆς νυκτός Polyb.; ἡ ἡμέρα ἤρξατο κ. NT): τῶν πραγμάτων ἐπὶ Ῥωμαίους κεκλικότων Polyb. так как обстоятельства складывались в пользу римлян; κ. πρὸς φυγήν Polyb. дрогнуть и обратиться в бегство;
3 прислонять, приставлять, упирать (μάστιγα ποτὶ ζυγόν, σάκεα ὤμοισι Hom.): ἀσπίσι κεκλιμένοι Hom. опершись на щиты; ξύλα εἰς ἄλληλα κεκλιμένα Her. прислоненные друг к другу жерди; οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ NT ему некуда преклонить голову;
4 придвигать (ἅρματα πρὸς ἐνώπια Hom.);
5 прогибать, т. е. взламывать (κλῇθρα Soph.);
6 pass. опускаться, падать (φύλλα κεκλιμένα Hom.): Ἀσία χθὼν ἐπὶ γόνυ κέκλιται Aesch. асийская земля пала на колени; ἐν νεκύεοσιν κλινθήτην Hom. (Одиссей и Диомед, увидев троянца) припали (к земле) среди трупов; ὕπτιος κλίνομαι Soph. я падаю навзничь;
7 класть, укладывать (τινὰ εἰς εὐνήν Eur.): κλίνατ᾽, οὐ σθένω ποσίν Eur. положите (меня), я не могу стоять на ногах;
8 pass. ложиться: κλίνθη κεκμηώς Hom. (Ахилл) лег усталый; κλίθητι ἐπὶ χθονός Eur. ляг на землю; κλιθέντες ἐδαίνυντο Her. возлегши, (массагеты) стали пировать;
9 pass. быть сложенным, лежать (ἔντεα χθονὶ κέκλιτο Hom.);
10 pf. pass. быть расположенным, находиться (ἁλί Hom.; εἰς τὰς ἄρκτους Polyb.; πρὸς Φοινίκην Diod.);
11 pf. pass. обитать, жить (λίμνῃ κεκλιμένος Κηφισίδι Hom.): δισσαῖς ἀπείροις κλιθείς Soph. (Гелиос), обитающий на обоих материках;
12 pass. лежать в могиле, быть погребенным (Ἀλφεοῦ πόρῳ Pind.);
13 смещать, сдвигать, передвигать (τι ἐκ τῶν ἀριστερῶν ἐπὶ τὰ δεξιά Plat.);
14 отворачивать (ὄσσα πάλιν Hom.): ὁ δ᾽ ἐκλίνθη Hom. он же увернулся (от удара);
15 поворачивать: κ. μάχην Hom. изменять ход сражения;
16 отражать, отбрасывать, обращать в бегство (Τρῶας Hom.; παρεμβολὰς ἀλλοτρίων NT);
17 поворачиваться: κ. ἐπ᾽ или παρ᾽ ἀσπίδα Polyb. поворачиваться в сторону щита, т. е. налево; κ. ἐπὶ δόρυ Polyb. поворачиваться в сторону копья, т. е. направо;
18 грам. изменять по падежам или лицам, т. е. склонять или спрягать.
English (Autenrieth)
aor. ἔκλῖνα, κλῖναν, pass. aor. (ἐ)κλίνθη, ἐκλίθη, perf. 3 pl. κεκλίαται, κεκλιμένος, plup. κέκλιτο, mid. aor. part. κλῖνάμενος: I. act., make to slope or incline, lean one thing against another, τινί τι, or πρός τι, Λ, Od. 22.121; of turning away the eyes, Il. 3.427; turning the tide of battle (μάχην, inclinare pugnam), Il. 14.510, and esp. put to flight, Il. 5.37, Od. 9.59.—II. pass., bend oneself, sink or lie down; ἐκλίνθη καὶ ἀλεύατορα, ἑτέρωσ' ἐκλίνθη κάρη, κλίνθη κεκμηώς, Il. 3.360, Ν, Il. 23.232; be supported, lean against, τινί, Λ 3, Od. 6.307, mid., Od. 17.340.
English (Slater)
κλίνω (aor. pass. κλᾰθείς) make to lie νῦν δἐν αἱμακουρίαις ἀγλααῖσι μέμικται, Ἀλφεοῦ πόρῳ κλιθείς (sc. Πέλοψ, laid to rest) (O. 1.92) met., θαμά κε, τῷδε μέλει κλιθείς, ὕμνον κελάδησε καλλίνικον relying on (N. 4.15) ]ον δ' ἔπος κλιθελ[ (Pae. 8.11)
Spanish
English (Strong)
a primary verb; to slant or slope, i.e. incline or recline (literally or figuratively): bow (down), be far spent, lay, turn to flight, wear away.
English (Thayer)
1st aorist ἔκλινα; perfect κέκλικα;
1. transitive,
a. to incline, bow: τήν κεφαλήν, of one dying, τό πρόσωπον εἰς τήν γῆν, of the terrified, to cause to fall back: παρεμβολάς, Latin inclinare acies, i. e. to turn to flight, μάχην, Homer, Iliad 14,510; Τρῳάς, 5,37; Ἀχαιους, Odyssey 9,59).
c. to recline: τήν κεφαλήν, in a place for repose (A. V. lay one's head), to incline oneself (cf. Buttmann, 145 (127); Winer's Grammar, § 38,1): of the declining day (A. V. wear away, be far spent), ἅμα τῷ κλῖναι τό τρίτον μέρος τῆς νικτος, Polybius 3,93, 7; ἐγκλινατος τοῦ ἡλίου ἐς ἑσπέραν, Arrian anab. 3,4, 2. (Compare: ἀνακλίνω, ἐκκλίνω, κατακλίνω, προσκλίνω.)
Greek Monolingual
(AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω)
1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, το γέρνω, το πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι
(α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» — όταν ο Ζευς κάνει τη ζυγαριά να γείρει από τη μια πλευρά, Ομ. Ιλ.
γ. «μηκέτι τοῦδ' ἀντιπέτρου βήματος ἔξω πόδα κλίνῃς», Σοφ.
δ. «τὰς κεφαλὰς ὑμῶν τῷ Κυρίῳ κλίνατε», Θ. Λειτ.)
2. γραμμ. σχηματίζω κατά σειρά, απαγγέλλοντας ή γράφοντας, όλους τους τύπους κλιτού μέρους του λόγου (α. «οι προθέσεις δεν κλίνονται» β. «κλίνω το ρήμα αγαπώ» γ. «αἱ πρωτότυποι [ἀντωνυμίαι] οὐ κλίνονται εἰς τὰς πτώσεις», Απολλ. Δύσκ.)
3. έχω τάση προς κάποιον ή κάτι, τείνω, αποκλίνω, ρέπω (α. «κλίνει προς τον σοσιαλισμό» β. «κιθαρίζων ἅμα κε τῷδε μέλει κλιθεὶς ὕμνον κελάδησε καλλίνικον», Πίνδ.)
4. (για χρόνο, φως, ημέρα, νύχτα κ.λπ.) ελαττώνομαι, φθίνω, γέρνω, φθάνω στο τέλος μου (α. «ο ήλιος κλίνει προς τη δύση» β. «κλίνοντος ὑπὸ ζόφον ἠελίοιο», Απολλ. Ρόδ.)
5. μτφ. (για χρώματα και για φωνή) πλησιάζω προς ορισμένο τόνο, έχω κάποιαν απόχρωση (α. «δεν είναι καθαρό γαλάζιο κλίνει προς το πράσινο» β. «η φωνή του κλίνει προς τη φωνή του βαρύτονου»)
6. μτφ. φρ. «κλίνω προς το τέλος» ή «κλίνω προς την αφάνεια» ή «κλίνω ἐπὶ τὸ χεῖρον» — ξεπέφτω, φθείρομαι, παρακμάζω («θαυμάζω... ἡ πόλις ὅπως ποτ' ἐπὶ τὸ χεῖρον ἔκλινεν», Ξεν.)
νεοελλ.
1. (αμτβ.) στρίβω, γυρίζω, στρέφομαι προς τα κάτω ή πλαγίως, αλλάζω θέση ή κατεύθυνση ενώ βρίσκομαι σε κίνηση ή σε στάση, γέρνω προς κάποια κατεύθυνση (α. «το σπίτι κλίνει προς τα δεξιά» β. «ο κεκλιμένος πύργος της Πίζας»)
2. φρ. α) «δεν έχει πού την κεφαλήν κλίναι» [ορθ. κλίνῃ]
δεν έχει καταφύγιο πουθενά ή στερείται τα πάντα
β) «κλίνατε επί δεξιά», «κλίνατε επ' αριστερά» — στρατιωτικό ή γυμναστικό παράγγελμα για να στραφεί η ομάδα προς το δεξιό ή προς το αριστερό μέρος, να αλλάξει κατεύθυνση
γ) φυσ. «κεκλιμένο επίπεδο» — το επίπεδο που σχηματίζει οξεία γωνία προς την οριζόντια γραμμή
νεοελλ.-μσν.
μτφ. φρ. α) «κλίνω την κεφαλή» ή «κλίνω κάραν» ή «κλίνω τον τράχηλο»
ί) υποχωρώ, λυγίζω («είναι μου χρεία να κλίνω την κεφαλή», Ερωφ.)
ii) προσκυνώ, εκφράζω σεβασμό
β) «κλίνω το γόνυ»
i) γονατίζω
ii) υποκλίνομαι, εκφράζω σεβασμό
μσν.
1. (με την πρόθεση από) απομακρύνομαι
2. απλώνομαι
3. εκτρέπομαι, παρεκκλίνω
4. συγκατανεύω
5. σέβομαι
6. φρ. α) «κλίνω εἰς ἀγάπην» — ερωτεύομαι
β) «κλίνω κρίση» — καταστρατηγώ τη δικαιοσύνη, παραβιάζω το δίκαιο
γ) «κλίνω μετά τινος» — πηγαίνω με το μέρος κάποιου
δ) «κλίνω τέντα» — στήνω σκηνή, εγκαθίσταμαι
ε) «κλίνω τὸ οὖς» — ακούω με καταδεκτικότητα, εισακούω
στ) «κλίνω φλάμουρον» — ξεκινώ για επίθεση, επιτίθεμαι
ζ) «κλίνει ὁ ἥλιος» — δύει, βασιλεύει
μσν.-αρχ.
(ενεργ. και μέσ.) τρέπω σε φυγή αντίπαλο («Τρῷας δ' ἔκλιναν Δαναοί», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. βάζω κάποιον στο ανάκλιντρο, κατακλίνω κάποιον (α. «κληθῆναι [ἔφη] καὶ Θηβαίων ἄνδρας πεντήκοντα, καὶ σφέων οὐ χωρὶς ἑκατέρους κλῑναι», Ηρόδ.
β. «κλῖνόν μ' ἐς εὐνήν», Ευρ.
γ. «πάντες δ' ἠρήσαντο παραὶ λεχέεσι κλιθῆναι», Ομ. Οδ.)
2. μτφ. ταπεινώνω («ἡμέρα κλίνει κἀνάγει πάλιν ἅπαντα τἀνθρώπεια» — μια μέρα ταπεινώνει και ανυψώνει όλα τα ανθρώπινα πράγματα, Σοφ.)
3. (στη μαγική) κάνω κάποιον υποχείριο, τον μαγεύω, τον υποδουλώνω
4. (μέσ. και παθ.) κλίνομαι
στηρίζομαι, ακουμπώ σε κάτι (α. «κίονι κεκλιμένη», Ομ. Οδ.
β. «ξύλα ἐς ἄλληλα κεκλιμένα», Ηρόδ.)
5. παθ. α) (για μάχη) καταλήγω σε υποχώρηση, σε ήττα («κάρτος δ' ἀνεφαίνετο ἔργων, ἐκλίνθη δὲ μάχη», Ησίοδ.)
β) (στον παθ. αόρ. και παρακμ.) i) αποθέτομαι, τοποθετούμαι
ii) είμαι ξαπλωμένος σε ανάκλιντρο δίπλα στο τραπέζι ως συμποσιαστής («κλιθέντες ἐδαίνυντο, πληρωθέντες δὲ φορβῆς καὶ οἴνου ηὗδον», Ηρόδ.)
iii) (για βουνά και τόπους) είμαι στραμμένος, βλέπω προς κάποιο σημείο («ἠέ τις ἀκτὴ κεῖθ' ἁλὶ κεκλιμένη ἐριβώλακος ἠπείροιο», Ομ. Οδ.)
iv) (για πρόσ.) ζω σε έναν τόπο, είμαι εγκατεστημένος, κατοικώ κάπου («Ὀρέσβιον αἰολομίτρην, ὅς ρ' ἐν Ὕλη νέεσκε... λίμνῃ κεκλιμένος Κηφισίδι», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα kli- της ΙΕ ρίζας klei- «κλίνω, στηρίζω» και σχηματίζεται με ενεστωτικό επίθημα -η- (το οποίο επεκτάθηκε και σε άλλους χρόνους) και κατάληξη -yo. Συνδέεται με λατ. clinare «κλίνω», αρχ. σαξ. hlinōn, αρχ. άνω γερμ. hlinēn > lehnen και αρχ. ινδ. śrayati = λιθουαν. šleju «κλίνω». Άλλοι τύποι έχουν αντίστοιχα σε άλλες γλώσσες, όπως ο παρακμ. κέκλιται με το αρχ. ινδ. śiśriye και το ρηματ. επίθ. ἄκλιτος με το αρχ. ινδ. śrita- και το αβεστ. sri-nu.
ΠΑΡ. κλ(ε)ιτύς, κλίμα, κλίμαξ, κλίνη, κλιντήρ, κλίσις
αρχ.
κλείτος, κλισία, κλισμός.
ΣΥΝΘ. ανακλίνω, αποκλίνω, εγκλείνω, εκκλείνω, επικλείνω, παρακλίνω, παρεκκλίνω, προκλίνω, προσκλίνω
αρχ.
αντικλίνω, αντιμετακλίνω, διακλίνω, εγκατακλίνω, ενοιποκλίνω, επανακλίνω, επεγκλίνω, επικατακλίνω, κατακλίνω, μετακλίνω, μετεγκλίνω, παρακατακλίνω, παρανακλίνω, παρεγκλίνω, προανακλίνω, προκατακλίνω, προσανακλίνω, περικλίνω, προσυποκλίνω, συγκατακλίνω, συμπαρακατακλίνω, συναποκλίνω, συνεγκλίνω, συνεκκλίνω, συνεπικλίνω, υπανακλίνω, υπεγκλίνω, υπεκκλίνω, υπερεπικλίνω, υποκατακλίνω, υποκλίνω
νεοελλ.
απεκκλίνω. (Β συνθετικό) -κλινής, ακλινής, αμφικλινής, γονυκλινής, επικλινής, ετεροκλινής, ισοκλινής, χαμαικλινής
αρχ.
αποκλινής, εκκλινής, κατακλινής, ομοιοκλινής, παλιγκλινής, περικλινής, πολυκλινής, προσκλινής, συγκλινής, ταυτοκλινής, υποκλινής
νεοελλ.
δικλινής, μεσοκλινής, μονοκλινής, προκλινής.
Greek Monotonic
κλίνω: [ῑ], μέλ. κλῐνῶ, αόρ. αʹ ἔκλινα, παρακ. κέκλῐκα — Μέσ., μέλ. κλῐνοῦμαι, αόρ. αʹ ἐκλῑνάμην — Παθ., μέλ. κλῐθήσομαι ή κλῐνήσομαι, αόρ. αʹ ἐκλίθην [ῐ] ή ἐκλίνθην· αόρ. βʹ ἐκλίνην [ῐ],
I. 1. λυγίζω, γέρνω, κλίνω, ρέπω, Λατ. inclinare, κλίνειν τάλαντα, γέρνω ή κλίνω την ζυγαριά, σε Ομήρ. Ιλ.· Τρῶαςἔκλιναν, τους έκαναν να υποχωρούν, στο ίδ.· ἔκλινε μάχην, άλλαξε την εξέλιξη του πολέμου, στο ίδ.
2. κάνω κάτι να γέρνει πάνω σε κάτι άλλο, δηλ. σάκε'ὤμοισι κλίναντες, δηλ. ανασηκώνοντας τις ασπίδες τους έτσι ώστε η ανώτατη στεφάνη να αναπαύεται στους ώμους τους, στο ίδ.
3. στρέφω προς κάτι, στηρίζω, ὄσσε πάλιν κλίνασα, στρέφοντας τα μάτια της προς τα πίσω, στο ίδ.
4. κάνω να ακουμπήσει, να αναπαυθεί, ἐν κλίνῃ κλ. τινά, βάζω να καθίσει στο τραπέζι, σε Ηρόδ.· μεταφ., ἡμέρα κλίνει ἅπαντα, να τα υποβιβάσει, να τα αδρανοποιήσει, σε Σοφ.
II. 1. Παθ., κάμπτομαι, είμαι λυγισμένος, γερμένος, ἐκλίνθη, παραπάτησε, παρέκκλινε, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για ρηχή κατσαρόλα, ἄψ ἑτέρωσ' ἐκλίθη, αναποδογύρισε, ανετράπη προς την άλλη μεριά, σε Ομήρ. Οδ.
2. ακουμπώ πάνω ή αντίκρυ σε κάτι, με δοτ., σε Όμηρ.· ομοίως στη Μέσ., κλινάμενος, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, κεκλιμένος ἐπάλξεσιν, ψάχνοντας ασφάλεια σ' αυτές, σε Ομήρ. Ιλ.
3. ξαπλώνω, κείμαι, σε Όμηρ. κ.λπ.· ξαπλώνω σε ανάκλιντρο στα ομαδικά γεύματα, σε Ηρόδ. κ.λπ.
4. λέγεται για τόπους (στον παρακ.) βρίσκομαι με κλίση προς τη θάλασσα, ἁλὶκεκλιμένη, σε Ομήρ. Οδ.· νῆσοι, αἵθ' ἁλὶ κεκλίαται (Επικ. αντί κέκλινται), στο ίδ.
5. ξεφεύγω από τη σωστή πορεία, παρεκκλίνω της οδού, σε Θέογν.
III. Μέσ., υποχωρώ, εξασθενώ, λέγεται για την ημέρα, σε Ηρόδ.· ομοίως, αμτβ. στην Ενεργ., ἡ ἡμέρα ἤρξατο κλίνειν, σε Καινή Διαθήκη· μεταφ., κλ. ἐπὶ τὸ χεῖρον, εκφυλίζομαι, διαφθείρομαι, παρακμάζω, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
κλίνω: ῑ· μέλλ. κλῐνῶ, Λυκόφρ. 557, (ἐγκατα-) Ἀριστοφ. Πλ. 621. ἀόρ. α΄ ἔκλῑνα Ἰλ., Ἀττ.· πρκμ. κέκλῐκα Πολύβ. 30. 10, 2· ― Μέσ., μέλλ. κατακλινοῦμαι Ἀριστοφ. Λυσ. 910· ἀόρ. ἐκλινάμην Ὀδ., κτλ. ― Παθ., μέλλ. συγκλῐθήσομαι Εὐρ. Ἄλκ. 1090, (κατα-) Διόδ.: μέλλ. β΄ κατακλῐνήσομαι Ἀριστοφ. Ἱππ. 98, Πλάτ. Συμπ. 222Ε· ― ἀόρ. α΄ ἐκλίθην ῐ Ὀδ. 19. 470, Σοφ. Τρ. 101, 1226, Εὐρ. Ἱππ. 212, καὶ παρὰ πεζογράφοις· ποιητ. ὡσαύτως ἐκλίνθην (ἴδε κατωτ. ΙΙ. 1 καὶ 2)· ἀόρ. β΄ ἐκλίνην, μόνον ἐν τοῖς συνθέτοις, κατακλῐνῆναι Ἀριστοφ. Σφ. 1208, 1210, Πλάτ., κτλ., ἴδε Λ. Δινδ. εἰς Ξεν. Κύρ. 5. 2, 15, κτλ.· ξυγκατακλῐνεὶς Ἀριστοφ. Ἀχ. 981· ― πρκμ. κέκλῐμαι, ἴδε κατωτέρω. (Ἐκ τῆς √ΚΛΙ, ΚΛΙΝ, παράγονται ὡσαύτως τὰ κλίνη, κλῖμα, κλῖμαξ, κλισία, κλιτύς· πρβλ. λατ.-clin-are, cli-vus, cli-tellae· Γοτθ. hlain-s (βουνός), hlaiv (μνημεῖον, τάφος)· Σκωτ. law (λόφος), Ἀγγλο-Σαξον. hlin-ian καὶ Ἀρχ. Γερμ. hlin-êm (Ἀγγλ. lean).) Ριζικὴ σημασ. κάμνω τι ἢ τινὰ νὰ κλίνῃ, Λατ. inclinare, ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς, ὅταν ὁ Ζεὺς κάμῃ τὰς πλάστιγγας νὰ κλίνωσιν, Ἰλ. Τ. 223· Τρῶας δ’ ἔκλιναν Δαναοί, τοὺς ἔκαμαν νὰ κλίνωσι, νὰ ὑποχωρήσωσι, Ἰλ. Ε. 37, πρβλ. Ὀδ. Ι. 59· οὕτως, ἐπεί ῥ’ ἔκλινε μάχην, inclinavit aciem (ἴδε κατωτ. IV. 3), Ἰλ. Ξ. 510· ἔκλινε γὰρ κέρας… ἡμῶν Εὐρ. Ἱκέτ. 704· ὡσαύτως, ἐκ πυθμένων ἔκλινε… κλῇθρα (πρβλ. κοῖλος) Σοφ. Ο. Τ. 1262, πρβλ. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1030. ― Μέσ., Περσῶν κλινάμενοι δύναμιν Ἑλλ. Ἐπιγρ. 749. 9. 2) κάμνω τι νὰ κλίνῃ πρός τι δηλ. ἐρείδω, «ἀκκουμβῶ, τι προς τι Ἰλ. Ψ. 171, 510· ὡσαύτως μετὰ δοτ., ἔστησαν σάκε’ ὤμοισι κλίναντες, δηλ. ἐρείσαντες τὰς ἀσπίδας ἐπὶ τῶν ὤμων, Λ. 592. 3) στρέφω τι πρός τι, στηρίζω, ἅρματα δ’ ἔκλιναν πρὸς ἐνώπια Θ. 435· πόδα Σοφ. Ο. Κ. 193· οὕτω, ὄσσε πάλιν κλίνασα, στρέψασα ὀπίσω τοὺς ὀφθαλμούς της, Ἰλ. Γ. 427· ἐπὶ τὰ δεξιὰ κλ., στρέφω πρός…, Πλάτ. Τίμ. 77Ε. 4) κάμνω τινὰ νὰ ἀνακλιθῇ, κατακλίνω, ἐν κλίνῃ κλ. τινά, βάλλω τινὰ νὰ ἀνακλιθῇ ἐπὶ τοῦ ἀνακλίντρου ὅπως δειπνήσῃ, Ἡρόδ. 9. 16, ἴδε κατωτ. ΙΙ. 3. ἐν τέλ.· ὡσαύτως, κλῖνόν μ’ ἐς εὐνὴν Εὐρ. Ὀρ. 227· κλίνατέ μ’ ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 268· ― μεταφορ., ἡμέρα κλίνει κἀνάγει πάλιν ἅπαντα τἀνθρώπεια, διότι μία ἡμέρα δύναται νὰ ταπεινώσῃ πάντα τὰ ἀνθρώπινα πράγματα καὶ νὰ ἀνυψώσῃ αὐτὰ πάλιν, Σοφ. Αἴ. 131. 5) παρὰ Γραμμ., κλίνω ὀνόματα καὶ ῥήματα, πρβλ. κλίσις V. II. Παθ. κάμπτομαι, ἄψ δ’ ὁ πάϊς κόλπον ἐϋζώνοιο τιθήνης ἐκλίνθη Ἰλ. Ζ. 467· ὁ δ’ ἐκλίνθη, καὶ ἀλεύατο κῆρα μέλαιναν Η. 254· ἐπὶ χαλκοῦ λέβητος μετὰ ποδῶν (τρίποδος), ἄψ δ’ ἑτέρωσ’ ἐκλίνθη, ἀνετράπη, Ὀδ. Τ. 470· ἐπὶ τῆς μάχης, ἐτράπη, ἐκλίνθη δὲ μάχη Ἡσιόδ. Θ. 711· περὶ ἰσορρόπου πράγματος, οὐδαμόσε κλιθῆναι Πλάτ. Φαίδων 109Α· ― οὕτως ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., Πολύβ. 1. 27, 8. 2) στηρίζομαι, ἀκκουμβῶ πρός τι πρᾶγμα, μετὰ δοτ., ἀσπίσι κεκλιμέναι Ἰλ. Γ. 135, πρβλ. Χ. 3· κίονι κεκλιμένη Ὀδ. Ζ. 307· κλισμῷ κεκλ. Ρ. 29· ἐν δορὶ κεκλιμένος Ἀρχίλ. 2· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, κλινάμενος σταθμῷ Ὀδ. Ρ. 340· ― ὡσαύτως, κεκλιμένοι καλῇσιν ἐπάλξεσιν Ἰλ. Χ. 3· πρὸς τοῖχον ἐκλίνθησαν Ἀρχίλ. 30· ξύλα ἐς ἄλληλα κεκλιμένα Ἡρόδ. 4. 73. 3) κατακλίνομαι, ἐν νεκύεσσι κλινθήτην Ἰλ. Κ. 350, κτλ.· παραὶ λεχέεσσι κλιθῆναι, κατακλιθῆναι πλησίον τῆς νύμφης, Ὀδ. Σ. 213, πρβλ. Σοφ. Τρ. 1226· ἐν τῷ πρκμ., εἶμαι κεκλιμένος, κεῖμαι, κοίτομαι, ἔντεα… παρ’ αὐτοῖσι χθονὶ κέκλιτο Ἰλ. Κ. 472· ἠέρι δ’ ἔγχος ἐκέκλιτο, ἔκειτο κεκαλυμμένον ὑπὸ νέφους, Ε. 356· φύλλων κεκλιμένων, πεπτωκότων, πεσόντων, Ὀδ. Λ. 94· (ἀλλὰ φύλλα κεκλ. παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 9, 2, κρεμάμενα)· Ληθαίῳ κεκλιμένη πεδίῳ Θέογν. 1216· Ἀλφεοῦ πόρῳ κλιθείς, κείμενος πλησίον τοῦ ῥεύματος τοῦ Ἀλφειοῦ, Αἰσχύλ. Ο. 1. 148· ἐπὶ γόνυ κέκλιται, ἔπεσεν εἰς τὰ γόνατα, Αἰσχύλ. Πέρσ. 930· ὑπτία κέκλιται Σοφ. Ἀντ. 1188· τὸ μὲν πρῶτον ἐρρήγνυτο τὸ τεῖχος, ἔπειτα δὲ καὶ ἐκλίνετο Ξεν. Ἑλλ. 5. 2. 5· οὐ νούσῳ…, οὐδ’ ὑπὸ δυσμενέων δούρατι κεκλίμεθα Ἀνθ. Π. 7. 493, πρβλ. 315, 488· ― ὡσαύτως, ὡς τὸ κατακλίνομαι, ἀνάκειμαι ἐπὶ κλίνης ἐν δείπνῳ, κλιθέντες ἐδαίνυντο Ἡρόδ. 1. 211, πρβλ. Εὐρ. Κύκλ. 544· κλίθητι καὶ πίωμεν Κωμ. Ἀνών. 305, ἴδε Meineke 5. σ. 121· ἴδε ἀνωτ. 1. 4. 4) ἐπὶ τόπων (ὡσαύτως ἐν τῷ πρκμ.), κλίνω πρὸς τὴν θάλασσαν κτλ., κεῖμαι πλησίον, ἁλὶ κεκλιμένη Ὀδ. Ν. 235· νῆσοι… αἵθ’ ἁλὶ κεκλίαται (Ἐπικ. ἀντὶ κέκλινται), 4. 608· ― ἐντεῦθεν ἐπὶ προσώπων, κεῖμαι ἐπί τινος, ζῶ, διαμένω πλησίον τινός, Ὀρέσβιος... λίμνῃ κεκλιμένος Κηφισίδι Ἰλ. Ε. 709· ῥηγμῖνι θαλάσσης κεκλίαται ΙΙ. 68, πρβλ. Λ. 740· δισσαῖσιν ἀπείροις κλιθεὶς Σοφ. Τρ. 101· ― παρὰ μεταγεν. συγγραφ., τόποι κεκλιμένοι πρὸς ἀνατολάς, εἰς τὰς ἄρκτους, κτλ., Λατ. vergentes ad..., Πολύβ. 2. 14, 4. 1. 42, 5, κτλ.· πρβλ. κλῖμα. 5) μεταφ., ἔχω κλίσιν πρός τινα, τινι Πινδ. Ν. 4. 25, Πολύβ. 30. 10, 2· πρβλ. προσκλίνω ΙΙ. 2. 6) πλανῶμαι ἀπὸ τῆς εὐθείας ὁδοῦ, ναῦς κεκλιμένη Θέογν. 854. ΙΙΙ. Μέσ., ἴδε ἀνωτ. ΙΙ. 2· ― ἀποκλίνω, κλιναμένης μεσημβρίης Ἡρόδ. 3. 114· καὶ κλίνεταί γε (δηλ. τὸ ἦμαρ) Σοφ. Ἀποσπ. 239· πρβλ. ἀποκλίνω. IV. οὕτω παρὰ μεταγεν., ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., κλ. πρὸς…, εἶμαι κεκλιμένος προς…, Ἀριστ. Φυσιογν. 6, 37· κλίνοντας ὑπὸ ζόφον ἠελίοιο, ἐνῷ ὁ ἥλιος ἔκλινε πρὸς δυσμάς, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 452· ἅμα τῷ κλῖναι τὸ τρίτον μέρος τῆς νυκτός, ὅτε ἔφθασεν εἰς τὸ τέλος, Πολύβ. 3. 93, 7· ἡ ἡμέρα ἤρξατο κλίνειν Εὐαγγ. κ. Λουκ. θ΄, 12· κλίνειν ἐπὶ τὸ χεῖρον, ἐκπίπτω, φθείρομαι, Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 13· οὕτως ἀπολ. Πολύβ. 30. 10, 2, κτλ. 2) ἐπὶ στρατιωτῶν, κλίνειν ἐπ’ ἀσπίδα, ἐπὶ δόρυ, στρέφομαι πρὸς τὰ ἀριστερά, πρὸς τὰ δεξιά, Πολύβ. 3. 115, 9, κτλ.· ἴδε κλίσις ΙΙΙ· κλ. πρὸς φυγήν, πρβλ. Λατ. inclinatur acies, ὁ αὐτ. 1. 27, 8.
Frisk Etymological English
1
Grammatical information: v.
Meaning: incline (oneself), lean (on), sink, bend.
Other forms: -ομαι, aor. κλῖναι, κλίνασθαι (Il.), pass. κλιθῆναι (Od.), κλινθῆναι (Il.;; Chantraine Gramm. hom. 1, 404 w. n. 2, Schwyzer 761), also κλινῆναι (Att.; prob. for *κλι-ῆναι; Schwyzer 760), fut. κλινῶ (Att.), perf. midd. κέκλιμαι (Il.), with κέκλικα (Plb.),
Compounds: very often with prefix, e. g. ἀνα-, κατα-, παρα-, ἐν-, ἀπο-,
Derivatives: 1. from the root with δ-suffix: δι-κλί-δ-ες f. double leaning, two-winged (s. v.), ἐγκλίς ἡ καγκελλωτη θύρα (EM); παρα-, ἐγ-κλιδόν turning aside, inclining (Od.). 2. From a prefixed present with ending after the s-stems (Schwyzer 513): κατα-, ἐπι-, ἀπο-, ἐκ-, συγ-κλινής etc. inclined away, slant etc. (Hp., A.) with ἐπικλίν-εια (Heliol. Med.), συγκλιν-ίαι pl. (Plu.). 3. compounds with τη-suffix: παρα-, συγ-κλί-της who lies beside or together at the table (X.. Plu.), ἐπι-κλίν-της who inclines to the side (Arist.). - 4. κλειτύς (also κλιτύς after κλίνω), ύος f. slope, hill (Il.; on the notation Schwyzer 506 w. n. 7). 5. κλεῖτος n. (A. R. 1, 599), κλίτος n. (Lyc., LXX, AP) slope, side. - 6. κλίσις, most. in prefixcompp., e. g. ἀνά-, κατά-, ἀπό-κλισις leaning back etc. (IA.). - 7. κλίμα n. (with hell. ι for ει; Schwyzer 523) inclination, slope, quarter, land, also ἔγκλι-μα etc. (Arist.), with κλιματίας inclining (Herakleit., Amm. Marc.), κλιματικός belonging to the sone (Vett. Val.). 8. κλῖμαξ, -ακος f. trep, ladder, climax etc. (Od.) with κλιμάκιον (IA.), -ίς (Att. inscr., hell.), κλιμακίσκοι πάλαισμα ποιόν H.; κλιμακίζω use a grip called κλῖμαξ in the fighting, metaph. bring down (Att.); κλιμακωτός (Plb.), -ώδης (Str.) like a trep; also κλιμακ-τήρ rug of a ladder (IA.), critical point of a mans life (Varro) with κλιμακτηρικός, -τηρίζω (Gell., Vett. Val.); on the formation of κλῖμαξ (ι analog. for ει [*κλεῖ-μα] from κλίνω) Rodriguez Adrados Emerita 16, 133ff.; on κλιμακτήρ Chantraine Formation 327f. - 9. κλισμός arm-chair (Ion.Il.) with κλισμίον, -άκιον (inscr., Call.), inclination, slope (Arist.). - 10. ἀνά-κλιθρον back of a chair (Ptol.). - 11. κλίτα στοαί, κλίταν (καὶ τάν cod.) στοάν H., prop. leaning; from there κλισία, Ion. -ίη pile-dwelling, shed, chapel; arm-chair, resting-bed, tomb (Il.), κλίσιον nearly annex, stoa (ω 208, Delos IIIa), also annex, shed, chapel (Lys., Paus.); often written κλεισίον (inscr.), also κλεισία f. tavern (ep.), perhaps through adaptation to κλείω lock (diff. Schulze Q. 295 A. 3 and Fraenkel KZ 45, 168); from there κλεισιάδες (θύραι) doors of the κλ(ε)ισία, of the κλ(ε)ισίον (Hdt., Ph., D. H., Plu.); details on κλισίη in Frisk Eranos 41, 59ff., Scheller Oxytonierung 61. - 12. (ἐγ-, ἐκ-)κλιτικός inflecting etc. (gramm.); to (ἔγ-, ἔκ-)κλισις. - From the present: 13. κλίνη layer, bed, litter (IA.; cf. Chantraine Formation 192) with κλινίς, -ίδιον, -ίον, -άριον (Com.), κλίνειος belonging to a κλίνη (D.), -ήρης censorius (Ph., J.); as 2. member in σύγ-κλινος bedfellow (Men.). - 14. κλιντήρ, -ῆρος m. id. (Od.) with κλιντήριον, -ίδιον, -ίσκος (Ar.), ἀνακλιν-τήρ neighbour at table (Ps.-Callisth.); παρακλίν-τωρ id. (AP); ἀνά-, ἐπί-κλιν-τρον back (leaning) etc. (Erot. in Poll., Ar., inschr. etc.).
Origin: IE [Indo-European] [600] *ḱlei- lean
Etymology: The yot-presens κλίνω < *κλίν-ι̯ω, which is a Greek innovation, goes back on an older nasal-presens, seen in several languages but in diff. forms: Lat. clīnāre, Germ., e. g. OS hlinōn, OHG hlinēn > lehnen, Balt., e. g. Latv. slìe-n-u, slìet, EastLith. šli-n-ù, šliñti lean, Av. sri-nu-, ptc. sri-ta- lean, prob. also Arm. li-ni-m, aor. ipv. le-r, become, be; the basis was athem. *ḱli-n-ā-mi. Beside this there was in Indo-Iranian and Baltic a thematic root-present, e. g. Skt. śrayati = Lith. (old a. dial.) šlejù lean. The originally only presentic nasal has in Latin and Germanic conquered the whole inflection, but in Greek did not reach the perfect (κέ-κλι-ται: Skt. śi-śri-y-é), partly also the passive aorist. - The Greek nominal derivations are mostly innovations; note, except (ἄ)-κλιτος = Skt. śri-tá-, Av. sri-ta- leaning, κλίσις, formally = Lith. šli-tì-s shove-shed; κλίτον = Germ. e. g. OHG lit cover, NHG Augen-lid; beside it with full grade (as in κλει-τύς) e. g. OWNo. hlīð f. slope. As in κλίνη the nasal came in OHG hlina reclinatorium. - Several nominal formations in Bq s. v., Pok. 600ff., W.-Hofmann s. clīnō .
Middle Liddell
I. to make to bend, slope, or slant, Lat. inclinare, κλίνειν τάλαντα to incline or turn the scale, Il.; Τρῶας ἔκλιναν made them give way, Il.; ἔκλινε μάχην turned the tide of war, Il.
2. to make one thing lean against another, i. e. σάκε' ὤμοισι κλίναντες, i. e. raising their shields so that the upper rim rested on their shoulders, Il.
3. to turn aside, ὄσσε πάλιν κλίνασα having turned back her eyes, Il.
4. to make to recline, ἐν κλίνηι κλ. τινά to make him lie down at table, Hdt.:—metaph., ἡμέρα κλίνει ἅπαντα puts to rest, lays low all things, Soph.
II. Pass. to be bent, bend, ἐκλίνθη he bent aside, swerved, Il.; of a pan, ἂψ ἑτέρωσ' ἐκλίθη it was tipped over to the other side, Od.
2. to lean or stay oneself upon or against a thing, c. dat., Hom.; so in Mid., κλινάμενος Od.:—also, κεκλιμένος ἐπάλξεσιν seeking safety in them, Il.
3. to lie down, lie, Hom., etc.; to lie on a couch at meals, Hdt., etc.
4. of places (in perf.), to lie sloping towards the sea, ἁλὶ κεκλιμένη Od.; νῆσοι, αἵθ' ἁλὶ κεκλίαται (epic for κέκλινται), Od.
5. to wander from the right course, Theogn.
III. Mid. to decline, of the day, Hdt.; so, intr. in Act., ἡ ἡμέρα ἤρξατο κλίνειν NTest.:—metaph., κλ. ἐπὶ τὸ χεῖρον to fall off, degenerate, Xen.
Frisk Etymology German
κλίνω: -ομαι
{klí̄nō}
Forms: Aor. κλῖναι, κλίνασθαι (seit Il.), Pass. κλιθῆναι (seit Od.), κλινθῆναι (poet. seit Il.; metr. bedingt; Chantraine Gramm. hom. 1, 404 m. A. 2 und Lit., Schwyzer 761), auch κλινῆναι (att.; wohl für *κλιῆναι; Schwyzer 760), Fut. κλινῶ (att.), Perf. Med. κέκλιμαι (seit Il.), wozu κέκλικα (Plb.),
Grammar: v.
Meaning: ‘(sich) neigen, (an)lehnen, (sich) senken, beugen’.
Composita: sehr oft mit Präfix, z. B. ἀνα-, κατα-, παρα-, ἐν-, ἀπο-,
Derivative: Sehr zahlreiche und weitverzweigte Ableitungen: 1. Von der Wurzel mit δ-Suffix: δικλίδ-ες f. doppelt angelehnt, zweiflügelig (s. bes.), ἐγκλίς· ἡ καγκελλωτὴ θύρα (EM); παρα-, ἐγκλιδόν ausweichend, sich neigend (ep. poet. seit Od.). 2. Vom präfigierten Präsens mit Ausgang nach den σ-Stämmen (Schwyzer 513): κατα-, ἐπι-, ἀπο-, ἐκ-, συγκλινής usw. abwärts geneigt, abschüssig (Hp., A. usw.) mit ἐπικλίνεια (Heliol. Med.), συγκλινίαι pl. (Plu.). 3. Zusammenbildungen mit τη-Suffix: παρα-, συγκλίτης ‘der neben od. zusammen am Tisch liegt’ (X.. Plu.), ἐπικλίντης der sich seitwärts bewegt (Arist.). — 4. κλειτύ̄ς (auch κλιτύς nach κλί̄νω), ύος f. Abhang, Hügel (vorw. poet. seit Il.; zur Schreibung Schwyzer 506 m. A. 7 u. Lit.). 5. κλεῖτος n. (A. R. 1, 599), κλίτος n. (Lyk., LXX, AP) Abhang, Seite, Luftstrich. — 6. κλίσις, vorw. von den Präfixkompp., z. B. ἀνά-, κατά-, ἀπόκλισις das Zurücklehnen (ion. att.). — 7. κλίμα n. (mit hell. ι für ει; Schwyzer 523) Neigung, Abhang, Himmelsgegend, Land, auch ἔγκλιμα usw. (Arist. usw.), mit κλιματίας neigend (Herakleit., Amm. Marc.), κλιματικός zur Himmelsgegend gehörig (Vett. Val.). 8. κλῖμαξ, -ακος f. ‘Treppe, Leiter, Schiffs-, Sturmleiter, Klimax’ (seit Od.) mit κλιμάκιον (ion. att.), -ίς (att. Inschr., hell.), κλιμακίσκοι· πάλαισμα ποιόν H.; κλιμακίζω [[einen Kunstgriff namens κλῖμαξ im Ringkampf benutzen]], übertr. zu Fall bringen (att.); κλιμακωτός (Plb.), -ώδης (Str.) treppenförmig; auch κλιμακτήρ Leitersprosse (ion. att.), kritischer Punkt des menschlichen Lebens (Varro u. a.) mit κλιμακτηρικός, -τηρίζω (Gell., Vett. Val. u. a.); zur Bildung von κλῖμαξ (ι analog. statt ει [*κλεῖμα] nach κλί̄νω) Rodriguez Adrados Emerita 16, 133ff.; zu κλιμακτήρ Chantraine Formation 327f. — 9. κλισμός Lehnsessel (ion. poet. seit Il.) mit κλισμίον, -άκιον (Inschr., Kall.), Neigung, Abhang (Arist.). — 10. ἀνάκλιθρον Rückenlehne (Ptol.). — 11. κλίτα· στοαί, κλίταν (καὶ τάν cod.)· στοάν H., wohl eig. Anlehnung, Lehne o. ä.; davon κλισία, ion. -ίη ‘Pfahlhütte, Baracke, Kapelle; Lehnsessel, Ruhebett, Grabkammer, Tischbett, Tischgelage’ (vorw. ep. poet. seit Il.), κλίσιον etwa Anbau, Säulenhalle (ω 208, Delos IIIa), auch Anbau, Schuppen, Kapelle (Lys., Paus. u. a.); oft κλεισίον geschrieben (Inschr. u. a.), ebenso κλεισία f. etwa Herberge, Wirtshaus (ep.), wahrscheinlich durch Anschluß an κλείω verschließen (anders Schulze Q. 295 A. 3 und Fraenkel KZ 45, 168); davon κλεισιάδες (θύραι) ‘Türen der κλ(ε)ισία, des κλ(ε)ισίον’ (Hdt., Ph., D. H., Plu. u. a.); Einzelheiten über κλισίη u. Verw. bei Frisk Eranos 41, 59ff., Scheller Oxytonierung 61. — 12. (ἐγ-, ἐκ-)κλιτικός flexivisch (Gramm. u. a.); zu (ἔγ-, ἔκ-)κλισις. — Vom Präsens: 13. κλίνη Lager, Bett, Bahre (ion. att.; vgl. Chantraine Formation 192) mit κλινίς, -ίδιον, -ίον, -άριον (Kom. usw.), κλίνειος [[zur κλίνη gehörig]] (D.), -ήρης im Bett liegend, bettlägerig (Ph., J. u. a.); als Hinterglied in σύγκλινος Bettgenosse (Men.). — 14. κλιντήρ, -ῆρος m. ib. (ep. poet. seit Od.) mit κλιντήριον, -ίδιον, -ίσκος (Ar. u. a.), ἀνακλιντήρ Tischgenosse (Ps.-Kallisth.); παρακλίντωρ ib. (AP); ἀνά-, ἐπίκλιντρον Rückenlehne (Erot. bei Poll., Ar., Inschr. usw.).
Etymology: Das Jotpräsens κλί̄νω aus *κλίνι̯ω, das eine griechische Neuerung ist, geht auf ein älteres Nasalpräsens zurück, das in vielen Einzelsprachen, aber in wechselnder Gestalt auftritt: lat. clīnāre, germ., z. B. asächs. hlinōn, ahd. hlinēn > lehnen, balt., z. B. lett. slìe-n-u, slìet, ostlit. šli-n-ù, šliñti anlehnen, aw. sri-nu-, Ptz. sri-ta- lehnen, wohl auch arm. li-ni-m, Aor. Ipv. le-r, werden, sein; als gemeinsame Grundlage ist ein verschwundenes athem. *ḱli-nā-mi anzunehmen. Neben diesem weitverbreiteten Nasalpräsens steht im Indoiranischen und Baltischen ein thematisches Wurzelpräsens, z. B. aind. śrayati = lit. (alt u. dial.) šlejù anlehnen. Der ursprünglich nur dem Präsens zukommende Nasal hat im Latein und Germanischen die ganze Verbalflexion erobert, aber läßt im Griechischen das Perfekt (κέκλιται: aind. śi-śri-y-é), z. T. auch den Passivaorist unberührt. — Die griech. Nominalableitungen sind im großen und ganzen als Neubildungen verständlich; zu bemerken immerhin, außer (ἄ)-κλιτος = aind. śri-tá-, aw. sri-ta- gelehnt, κλίσις, formal = lit. šli-tì-s Garbenhocke; κλίτον = germ. z. B. ahd. lit Deckel, nhd. Augen-lid; daneben mit Hochstufe (wie in κλειτύς) z. B. awno. hlīð f. Abhang, Berghalde. Wie in κλίνη ist der Nasal u. a. auch in ahd. hlina reclinatorium eingedrungen. — Zahlreiche andere Nominalbildungen, die für das Griechische ohne Belang sind, bei Bq s. v., WP. 1, 490f., Pok. 600ff., W.-Hofmann s. clīnō (m. reicher Lit.).
Page 1,874-875
Chinese
原文音譯:kl⋯nw 克利挪
詞類次數:動詞(7)
原文字根:斜 相當於: (נָטָה / מָנׄול)
字義溯源:傾斜*,斜坡,躺臥,俯(首)傾跌,斜倚,枕,平西,低下,打退,伏。參讀 (κάμπτω)同義字
同源字:1) (ἀκλινής)不傾斜的 2) (ἀνακλίνω)傾身向後 3) (ἐκκλίνω)偏離 4) (κατακλίνω)斜躺下 5) (κλίμα)斜坡 6) (κλινάριον / κλίνη)臥榻 7) (κλινάριον)小床 8) (κλινίδιον)草床 9) (κλίνω)傾斜 10) (κλισία)一群坐席的人 11) (κοίτη)床 12) (κράβαττος / κράββατος)蓆墊 13) (πρόσκλησις / πρόσκλισις)傾向
出現次數:總共(7);太(1);路(4);約(1);來(1)
譯字彙編:
1) 枕(2) 太8:20; 路9:58;
2) 打退(1) 來11:34;
3) 低下(1) 約19:30;
4) 伏(1) 路24:5;
5) 平西(1) 路9:12;
6) 平西了(1) 路24:29
Mantoulidis Etymological
(=κάνω κάτι νά γείρει). Ἀπό ρίζα κλι-. Θέματα: α) κλι καί β) κλιν+j+ω → κλίνω.
Παράγωγα: κλῖμα (=κατηφοριά, ζώνη γῆς, διάθεση), κλῖμαξ (=σκάλα), κλιμακίζω, κλιμάκιον (ὑποκορ.), κλιμακτήρ, κλιμακωτός, κλίνη, ἐπικλινής (=κατηφορικός), κλίνειος, κλινάς (=προσκεφάλι), κλινήρης (=κατάκοιτος), κλινικός, κλιντήρ (=ἀνάκλιντρο), κλιντήριον, ἀνάκλιντρον ἤ ἀνακλιντήριον (=καναπές), κλισία (=καλύβα, σκηνή), κλισιάδες (=πόρτες συμπτυσσόμενες), κλισίηνδε, κλίσιον (=περίπτερο), κλισίον, κλισμός (=ἀνάκλιντρο), κλιτικός, ἀποκλιτέον, κλίτος = κλῖτος = κλιτύς (=κατηφοριά, πλευρά βουνοῦ), κλίσις (=λύγισμα, κάμψη) καί σύνθετα: (κατά, ἀπό, ὑπό, συγ, παρέκ)κλισις.
Léxico de magia
1 inclinar la cabeza κ. τὴν κεφαλήν μου κατενώπιόν σου inclino mi cabeza ante ti C 9 5 2 doblegar, someter mediante una práctica κλίνει γὰρ καὶ ἄγει ψυχὴν ἄντικρυς, οὗ ἂν θέλῃς pues doblega y conduce a un alma directamente a donde quieras P IV 1718 P IV 1721 SM 39 4 ὅταν δὲ κλίνῃς τῷ λίθῳ, ἐκείνῃ τῇ νυκτὶ ὀνειροπομπεῖ cuando la sometas con la piedra, en aquella noche te enviará sueños P IV 1868