τυγχάνω

From LSJ
Revision as of 07:48, 15 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "E.''Hec.''" to "E.''Hec.''")

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τυγχάνω Medium diacritics: τυγχάνω Low diacritics: τυγχάνω Capitals: ΤΥΓΧΑΝΩ
Transliteration A: tynchánō Transliteration B: tynchanō Transliteration C: tygchano Beta Code: tugxa/nw

English (LSJ)

Thgn.253, Pi.P.3.104, O.2.47, etc.:
A Ep. impf. τύγχανον Od.14.231, (παρετ-) Il.11.74: fut. τεύξομαι 16.609, Od.19.314, Ar.Eq.112, Lys.18.23 (also as fut. Med. of τεύχω): aor. 2 ἔτῠχον, Ep. τύχον, Il.5.287,587, etc.; Ep. subj. τύχωμι, -ῃσι, 7.243, 11.116; later also τετύχῃσι, Max.577; late Ep. opt. τετύχοιμι Man.3.299: Ep. also aor. 1 ἐτύχησα Il.15.581, al., Hes.Fr.15: pf. τετύχηκα (intr.) Od.10.88 (part. τετυχηκώς, v.l. τετυχηώς. Il.17.748), Th. 1.32, (trans.) X.Cyr.4.1.2, Isoc.3.59; later also τέτευχα, D.21.150 (cod. S), Arist.EN1119a10, PA647b15, freq. later, PEnteux.6.7 (iii B. C.), UPZ123.30 (ii B. C.), PStrassb.98.10 (ii B. C.), Inscr.Prien.108.287 (ii B. C.), etc.; Dor. pf. inf. τετεύχεν SIG398.5 (Cos, iii B. C.); but Ion. plpf. ἐτετεύχεε Hdt.3.14; τέτυχα v.l. in Ep.Hebr.8.6, v.l. in J.BJ7.5.4, (συν-) Aristeas 180, etc.; part. τετυχώς Jahresh.29Beibl. 163 (Stara Zagora):—Med., aor. 1 τεύξασθαι LXX 2 Ma.15.7:—Pass., impf. ἐτυγχάνετο Ant.Lib.39.3 (dub.): elsewhere in compds, aor. 1 ἐτεύχθην (ἐν-) Plb.35.6.1: pf. τέτευγμαι (ἐπι-) Id.6.53.2.
A happen to be at a place, εἴ πέρ τε τύχῃσι μάλα σχεδόν even if she be quite near, Il.11.116; μὴ σύ γε κεῖθι τύχοις may'st thou not be there, Od.12.106; πέτρη τετύχηκε διαμπερὲς ἀμφοτέρωθεν 10.88; πεδίοιο διαπρύσιον τετυχηκώς Il.17.748 (but in these last two places the meaning may be 'has been made' (though not by human agency), cf. [γαῖα] οὐδ' εὐρεῖα τέτυκται Od.13.243; γυναικὸς ἄρ' ἀντὶ τέτυξο Il.8.163, etc.; v. ad fin.).
2 of events, and things generally, happen to one, befall one, come to one's lot, c. dat. pers., οὔνεκά μοι τύχε πολλά because much fell to me, Il.11.684; καί μοι μάλα τύγχανε πολλά Od.14.231; θέλοιμ' ἂν ὡς πλείστοισι πημονὰς τυχεῖν A.Pr.348, cf. Pers.706 (troch.); οἷ' αὐτοῖς τύχοι S.Ph.275; εἴ τι δεσπόταισι τυγχάνει E.Alc.138: abs., εἰ δ' αὖθ', ὃ μὴ γένοιτο, συμφορὰ τύχοι A.Th.5, cf. Ag.347, etc.; ἄριστα πρὸς τὸ τυγχάνον E.Hel. 1290, cf. Ion1511.
b aor. part. ὁ τυχών, the first one meets, any chance person, Hes.Th.973, Pl.R.539d, etc.; οἱ τυχόντες = everyday men, the vulgar, X.Mem.3.9.10, etc.; εἷς ἦν τῶν τ. Isoc.10.21; οὐχ ὁ τ. ἀνήρ, of Moses, Longin.9.9: so of things, τὸ τυχόν = any chance result, Pl.Ti.46e; ὃν ἐξαλείφει πρόφασις ἡ τυχοῦσ' ὅλον E.Fr.1041; οὐχ ὁ τ. λόγος no common discourse, Pl.Lg.723e; σύνεσιν οὐ τὰν τυχοῦσαν Archim.Spir.Praef.; οἱ τ. φόβοι trifling fears, Lycurg.37; καίπερ τὸ τυχὸν καταβαλοῦσιν though they may have paid a trifling sum, Str.5.2.7:—Math., τυχὸν σημεῖον any point (at random), Euc.1.5, cf. 6.9; ἄλλα, ἃ ἔτυχεν, ἰσάκις πολλαπλάσια any other equimultiples taken at random, Id.5.4.
3 in 3sg. aor. or impf., impers. (sts. also pers.) in relat. clauses, as (when, where, etc.) it (he, she, etc.) happened (may happen, etc.), i.e. anyhow, at any time, place, etc., καὶ ἀρχομένοις καὶ μεσοῦσι καὶ ὅπως ἔτυχέ τῳ at the beginning, middle, or any other point, Th.5.20; ὡς ἔτυχε ζημιοῦσθαι to be penalized just anyhow, X.Mem.3.9.13; οὐχ ὡς ἔτυχεν = in no ordinary manner, Men. Sam.79, BMus.Inscr.4.481*.340 (Ephesus, ii A. D.); τὴν μὲν δικαίαν, τὴν δ' ὅπως ἐτύγχανεν just anyhow, E.Hipp.929; ἀποτετμάσθω δύο τμάματα ὡς ἔτυχεν let two segments be cut off at random, Archim. Con.Sph.24; χώρᾳ γ' ἐν ᾗ ἔτυχε X.Oec.3.3; ὅπου ἔτυχεν Id.Cyr.8.4.3; ὅπου ἂν τύχῃ Pl.Prt.242e; ὁπότε τύχοι sometimes, Pl.Phd.89b; ὅταν τύχῃ = sometimes, E.El.1169 (lyr.); but, at any odd time, Th.1.142; ἡνίκ' ἂν τ. D.1.3; ἂν τύχῃ, εἰ τύχοι, it may be, Pl.Cra.430e, Hp.Mi.367a; τὸ δέ, εἰ ἔτυχεν, οὐχ οὕτως ἔχει Id.Cra.439c; εἰ οὕτως ἔτυχεν Arist.Cat.8b12; τὸ ὅπῃ ἔτυχεν mere chance, Pl.Phlb.28d: with attraction of the relat. Pron., τὸ οἷς ἔτυχε προσκρούειν Plu.Cic.27; ὡμίλει ᾧ τύχοι Plb.26.1.3; ὧν ἔτυχε πιμπλάμενος Luc.Vit.Auct.9; οὐδὲ γὰρ ὧν ἔτυχ' ἦν they were not just any acts, D.18.130.
b c. acc. et inf., ἔτυχε ὄμβρον συνεργῆσαι Plu.Alc.28, cf. Ael.NA5.6; ἔτυχεν ὥστε . . D.C.39.12.
4 sometimes the Verb agrees in person and number with the subject of the principal clause, perhaps by assimilation, ἀπαίροντες ἀπὸ τῆς Πελοποννήσου ὁπόθεν τύχοιεν, for ὁπόθεν τύχοι, Th.4.26, cf. 93, 5.56, 7.70, Pl.Tht. 179c; ὅ τι ἂν τύχωσι, τοῦτο λέγουσι they say just anything, Id.Prt. 353a; ὅ τι ἂν τύχωσι, τοῦτο πράξουτιν Id.Cri.45d, cf. Grg.522c, Smp. 181b; ἀναφύονται ὁπόθεν ἂν τύχῃ ἕκαστος Id.Tht.180c; ὡς ἐτύγχανον ἕκαστοι, ηὐλίζοντο X.An.2.2.17, cf. 3.1.3; τάχ' ἄν, εἰ τύχοιεν, σωφρονέστεροι γένοιντο D.15.16; δουλεύειν μᾶλλον ἢ μεθ' ὁποτέρου ἂν τύχωσι τούτων ἐλευθέρους εἶναι Th.8.48; πρὸς ὀργὴν ἥν τινα τύχητε ἔστιν ὅτε σφαλέντες τὴν τοῦ πείσαντος μίαν γνώμην ζημιοῦτε yielding to the impulse of the moment, Id.3.43; εἶτ' οὐκ ἐλήρουν ὅ τι τύχοιμ' Ar. Ra.945: with attraction of the relat. Pron., οὓς ἂν τύχῃς ἐπαινῶν Isoc.12.206.
5 neut. part. τυχόν, used abs. like ἐξόν, παρόν, etc., since it so befell, οὕτως τ. Luc.Symp.43.
b as adverb, perchance, perhaps, Isoc.4.171, X.An.6.1.20, Pl.Alc.2.140a, 150c, D.18.221, 21.41, Men.Pk.184, 1 Ep.Cor.16.6; τ. ἴσως Epich.277, E.Fr.953.9, Men. Epit.287, Plb.2.58.9; τυχὸν μὲν... τυχὸν δὲ . . Arr.An.1.10.6, etc.
II joined with the part. of another Verb to express a coincidence, τύχησε γὰρ ἐρχομένη νηῦς a ship happened to be, i.e. was just then, starting, Od.14.334; ξεῖνος ἐὼν ἐτύχησε παρ' ἱπποδάμοισι Γερηνοῖς Hes.Fr.15.3, cf. Semon.7.19, Pi.N.1.49; πρυτανεία ἣ ἂν τυγχάνῃ πρυτανεύουσα IG12.63.27, cf. 52; τὰ νοέων τυγχάνω what I happen to have, i.e. have at this moment, in my mind, Hdt. 1.88, cf. 8.65,68.ά; ἐτετεύχεε ἐπισπόμενος Id.3.14; ὃ τυγχάνω μαθών which I have just learnt, S.Tr.370; παρὼν ἐτύγχανον I was by just then, Id.Aj. 748; τυγχάνει καθεύδων he is sleeping just now, Ar.V.336 (troch.); ἔτυχον στρατευόμενοι they were just then engaged in an expedition, Th.1.104; ἔτυχε κατὰ τοῦτο καιροῦ ἐλθών he came just at this point of time, Id.7.2; ἥτις δέ τοι μάλιστα σωφρονεῖν δοκεῖ, αὕτη μέγιστα τυγχάνει λωβωμένη she is just the one who... Semon.7.109; but freq. τυγχάνω cannot be translated at all, especially in phrase τυγχάνω ὤν, which is simply = εἰμί, S.Aj.88, Ar.Pl.35, Pl.Prt.313c, etc.
2 the part. ὤν is sometimes omitted, ὁ γὰρ μέγιστος τυγχάνει δορυξένων S.El.46; εἴ σοι χαρτὰ τυγχάνει τάδε ib.1457; νῦν δ' ἀγροῖσι τυγχάνει ib.313; ἔνδον γὰρ ἄρτι τυγχάνει Id.Aj.9; εἴ τις εὔνους τυγχάνει Ar.Ec.1141; εἰ σὺ τυγχάνεις ἐπιστήμων τούτων Pl.Prt.313e, cf. Grg.502b, R.369b, al.: sometimes τυγχάνειν is used much like εἶναι, Σωτὴρ γένοιτ' ἂν Ζεὺς ἐπ' ἀσπίδος τυχών A.Th.520; οὐκ ἀποδάμου τυχόντος not being absent, Pi.P.4.5 (cf. τόσσαις); ποῦ χρὴ τηνικαῦτα τυγχάνειν; E.IA730; τ. ἐν ἐμπύροις to be engaged in... Id.Andr.1113; freq. in Arist., δύο μέρη τετύχηκεν ἐξ ὧν ἡ πόλις Pol.1318a31, cf. 1289b16, Top.151b11; also in later Gr., τὰ ἑπτάμηνα γόνιμα τυγχάνειν Sor.1.55, cf. 69, al.; νέος πάνυ τυγχάνων PLips.40 ii 7 (iv A. D.), etc.:—Phryn.244 rejects this usage in Attic.
b τυγχάνον, = τὸ ἐκτὸς ὑποκείμενον, the external reality, e.g. αὐτὸς ὁ Δίων as distinguished both from the word (φωνή) Δίων and its meaning, Stoic.2.48.
c τὰ πράγματα τυγχάνοντα καλοῦσι (sc. οἱ Στωϊκοί) , τέλος γὰρ τὸ τυχεῖν τούτων, ib.77.
3 later c. inf., τυγχάνομεν ἐπιδεδωκέναι we happen to have handed in... we have just handed in... PTeb.796.13 (ii B. C.), cf. PSI10.1118.8 (i A. D.), 1.39.4 (ii A. D.), Heliod. et Antyll. ap. Orib.44.8.21, 25, 44.23.21, Gal. 18(2).394.
B gain one's end or purpose, succeed, οὐκ ἐτύχησεν ἑλίξας Il. 23.466; εἰ τύχῃ τις ἔρδων Pi.N.7.11, cf. 55; τὸ τυχεῖν, = νίκη, Id.O.2.51; πείθειν . . τυγχάνειν θ' ἅμα E.Hec.819; εἰ τύχοιμεν Th.4.63; τυχόντες if successful, opp. σφαλέντες, Id.3.39, cf. 82, Pi.P.10.62; τυγχάνουσι καὶ ἀποτυγχάνουσι Arist.Po.1450a3; ὀρθῶς πράττειν καὶ τ. Pl.Euthd.280a; gain one's request, Hdt.1.213 (so τυχόντα γνώμης in Th.3.42); in speaking, to be right, τί νιν καλοῦσα . . τύχοιμ' ἄν; A.Ag.1233, cf. Ch.14,317 (lyr.), S.Ph.223, OC1580; Δίκαν νιν προσαγορεύομεν τυχόντες καλῶς A.Ch.950 (lyr.):—Pass., impers., αὐτῷ πρὸς τὸ ἔργον οὐδὲν ἐτυγχάνετο nothing went right, dub. in Ant.Lib. 39.3:—in part. τυχήσας or τυχών, combined with νύξε, βάλε, οὖτα, etc., pierce, wound, etc., successfully, so that the whole phrase means hit, ἔγχεϊ νύξε κατὰ κληῗδα τυχήσας Il.5.579, cf. 858, 12.394; βάλε δουρὶ κατὰ ζωστῆρα τυχήσας ib.189; ὑπὸ στέρνοιο τυχήσας βεβλήκει 4.106, cf. 5.98,582, 13.371,397, Od.19.452, al.; also conversely, θηρητὴρ ἐτύχησε βαλών Il.15.581; βαλὼν τύχω Hdt.3.35; also apart from such combinations, hit, c. gen., προβιβάντος Il.16.609; μηρίνθοιο 23.857; τ. τοῦ σκοποῦ Pl.Lg.717b, cf. R.523b, Th.2.35, X.An.3.2.19, Ap.1: c. dupl. gen., εἰ . . τοῦ παιδὸς . . τύχω μέσης τῆς καρδίης Hdt. 3.35: abs., ἤμβροτες οὐδ' ἔτυχες Il.5.287; αἰ κε τύχωμι 7.243, Od.22.7.
II hit upon, light upon:
1 meet, fall in with persons, Αακεδαίμονι . . τυχήσας having met [him] in Lacedaemon, Od.21.13: c. gen., θρηνητοῦ A.Ag.1075; τριακτῆρος ib.172 (lyr.); ἀγαθῶν ἀνδρῶν Lys.2.5; γυναικῶν X.Smp.9.7: with a predicate added, μή τευ μελαμπύγου τύχῃς Archil.110; προφρόνων Μοισᾶν τ. Pi.I.4(3).43(61); θεῶν ἀμεινόνων τ. E.Heracl.351; ἐμοῦ . . οἰκητοῦ S.OT1450, cf. 677; ἡμῶν τ. οἵων σε χρή E.Hel.1300, cf. Lys.18.23; ἐρωτᾶτε αὐτοὺς ὁποίων τινῶν ἡμῶν ἔτυχον X.An.5.5.15; τοῦ δαίμονος . . κακοδαίμονος Ar.Eq.112.
2 light on a thing, τύχε γάρ ἀμάθοιο βαθείης Il.5.587; attain, obtain a thing, c. gen., πομπῆς καὶ νόστοιο Od.6.290; αἰδοῦς Thgn.253, cf. 256; (οἴκτου) A.Pr.241; ξυγγνώμης Th.7.15; τῆς ἀξίας Ar.Av.1223; of meeting with misfortunes, βίης τυχεῖν meet with, suffer violence, Hdt.9.108; τραυμάτων, κακῶν, A.Ag.866, E.Hec. 1280; δίκης, κρίσεως, Pl.Grg.472d, Phdr.249a, cf. Lg.869b: abs., have the lot or have the fate, ἄλλος μὲν ἀποφθίσθω ἄλλος δὲ βιώτω, ὅς κε τύχῃ Il.8.430; τὴν παρὰ Δαρείου αἰτήσας ἔτυχε μισθόν Hdt.5.23 (where τὴν is governed by αἰτήσας).
b after Hom. also c. acc. of neut. Adj. or Pron., τὰ πρόσφορα A.Ch.711, cf. Eu.30, S.OC1106, Ph.509 (lyr.), E.Med.758, Hec.51: later the acc. is used more freely, τ. ἐπίστασιν Sammelb.5235.15 (i A. D.); ὑπογραφήν BGU615.23 (ii A. D.); βοήθειαν PGoodsp.Cair.15.14 (iv A. D.); εὐκαιρίαν PSI9.1082.5 (iv A. D.); τὰ γυναίκια δεσμὸν οὐδένα βούλεται τυγχάνειν Sor.1.70b.
c after either case a gen. pers. may be added, obtain a thing from a person, ὧν δέ σου τυχεῖν ἐφίεμαι S.Ph.1315; σου τοῦτο τ. Id.OC1168; or the pers. may be added with a Prep., τ. ἐπαίνου ἔκ τινος Id.Ant.665; παρὰ σεῖο τ. φιλότητος Od.15.158; τιμίαν ἕδραν παρ' ἀνδρῶν A.Eu.856 (dub.); αἰδοῦς ὑπό τινος X.Cyr.1.6.10, cf. Mem.4.8.10, etc.: abs., χρὴ πρὸς μακάρων τυγχάνοντ' εὖ πασχέμεν Pi.P.3.104.
d c. inf., οἶμαί σου τεύξεσθαι μεθεῖναί με Pl.Phlb.50d; ἐὰν ψαῦσαι τοῦ νεκροῦ τύχωμεν Plu.Pel.33; οὐ τυχὼν ἐπιδείξειν(= ἐπιδεῖξαι) not having succeeded in proving, PPetr.3p.153 (iii B. C.). (Τυ-γ-χ-άνω, with ἐτύχησα, τετύχηκα, is formed from the aor. τυχεῖν, which was orig. the aor. Pass. (with act. form) of τεύχω 'make'; ἔτυχε = factum est, as ἔτραφον = I was nourished (v. τρέφω); senses A.1.1-3 are the oldest and are parallel to τεύχω II (esp.Pass.); many of the forms belong equally to both verbs; τιτύσκομαι like wise belongs to both verbs; τ(ε)υχ- from *θ(ε)υχ-, cf. ἀποθύσκειν, ἐνθύσκει, συνθύξω, and perhaps Germ. taugen 'to be capable, be useful', Engl. dow, doughty.)

French (Bailly abrégé)

f. τεύξομαι, ao.2 ἔτυχον, pf. τετύχηκα;
A. tr. I. atteindre, abs. : ἤμβροτες οὐδ' ἔτυχες IL tu as manqué ton coup et tu n'as pas atteint le but ; Ἱππόμαχον βάλε δουρὶ κατὰ ζωστῆρα τυχήσας IL il frappa Hippomachos de sa lance l'ayant atteint auprès du ceinturon ; τ. αἶγα IL, νεβρόν IL atteindre une chèvre, un faon ; avec le gén. : τυγχάνειν τινός atteindre qqn;
II. rencontrer :
1 rencontrer par hasard : ἀμάθοιο βαθείης IL rencontrer un sable profond ; abs. Λακεδαίμονι δῶκε τυχήσας IL il le lui donna, l'ayant rencontré à Lacédémone ; οὐδ' αὐτὸς τυχών SOPH ne m'ayant pas rencontré toi-même ; ὁ τυχών ATT le premier venu;
2 rencontrer, faire une bonne rencontre, càd atteindre le but, avoir du bonheur, de la chance, être heureux, réussir : ὅς κε τύχῃ IL celui à qui cela arrivera ; οὐκ ἐτύχησεν ἑλίξας IL il ne réussit pas en tournant, càd il ne tourna pas bien ; abs. τυγχάνων SOPH qui réussit ; τυχών THC qui a réussi ; avec le gén. : τυχεῖν τῆς γνώμης THC faire prévaloir son avis ; τῆς ἑκάστου βουλήσεώς τε καὶ δόξης τυχεῖν THC répondre au désir et à l'atente de chacun;
3 atteindre qch en parlant, trouver l'expression juste, rencontrer la vérité, entrer dans les vues de qqn : εἰ μή τι καιροῦ τυγχάνω SOPH si je ne tombe pas juste, si je dis quelque maladresse;
4 en gén. obtenir par le hasard, obtenir ; gén. : τ. νόστου OD obtenir le retour ; οἴκτου ESCHL, σωτηρίας ESCHL obtenir la pitié, le salut ; en mauv. part τ. τραυμάτων ESCHL recevoir des blessures ; πάντων τῶν χαλεπωτάτων XÉN rencontrer les plus grandes difficultés ; avec acc. : αἰτεῖς ἃ τεύξει SOPH tu demandes ce que tu obtiendras, càd tu obtiendras ce que tu demandes ; τ. τὸ θανεῖν SOPH rencontrer la mort ; avec l'inf. : obtenir de ; τ. τί τινος obtenir qch de qqn ; avec double gén. : ὧν σου τυχεῖν ἐφίεμαι SOPH ce que je désire obtenir de toi ; τ. ταφέων SOPH trouver pour ensevelisseurs (les chiens et les oiseaux) ; τ. τινὸς ζῶντος SOPH trouver qqn vivant;
B. intr. se rencontrer :
1 se trouver, être présent justement ou par hasard : πέτρη τετύχηκε OD un rocher se trouve ; ἡ δ' (ἔλαφος) εἴπερ τε τύχῃσι μάλα σχεδόν IL bien que la biche soit tout près ; ἐνεπαύοντο ὅπου ἐτύγχανεν ἕκαστος XÉN ils se reposaient là où chacun se trouvait ; particul. se trouver justement occupé à qch, avec ἐν ou ἐπί τινι;
2 échoir, tomber en partage : καί μοι μάλα τύγχανε πολλά OD et il m'échut en partage beaucoup de butin ; οἷ' αὐτοῖς τύχοι SOPH puisse-t-il leur échoir quelque chose de pareil ! en gén. arriver par hasard, avoir lieu, se produire, survenir, arriver : εὔχου τὰ λοιπὰ τυγχάνειν καλῶς ESCHL souhaite que le reste réussisse ; avec un dat. de pers. : πήματα τ. βροτοῖς ESCHL des douleurs surviennent aux mortels ; τὰ τυγχάνοντα les événements ; ὅπως, ὡς ἐτύγχανε EUR, ὅπως ἔτυχε THC, ὡς ἔτυχε XÉN, ἔτυχε ATT comme cela se rencontrait, comme cela se trouva, au hasard, n'importe comment ; ὅταν τύχῃ THC quand cela se trouve, à l'occasion ; ποιοῦσι τοῦτο ὅ τι ἂν τύχωσι PLAT ils font ce qu'ils trouvent (pouvoir faire), càd la première chose venue, le possible ; ὁπόθεν τύχοιεν THC de là où ils se trouvaient par hasard, de toute place quelconque ; ὡς ἕκαστοι ἔτυχον THC comme cela se trouvait pour chacun, càd d'une manière variable ; σκήπτομαί γ' ὅταν τύχω AR je m'appuie (sur ce titre de marchand) lorsque j'en éprouve le besoin (pour échapper aux impôts) ; avec le pron. relat. d'ord. en attraction : οἷς ἔτυχε προσκρούων PLUT se heurtant à ceux qu'il rencontrait ; οὐδὲ γὰρ ὧν ἐτυχεν ἦν DÉM il n'était pas un des hommes du commun ; ὁ τυχών le premier venu, celui qui se trouve sur le chemin, à portée, un homme du commun, du vulgaire ; παρὰ τοῦ τυχόντος χρήματα λαμβάνειν XÉN recevoir de l'argent du premier venu ; εἷς τῶν τυχόντων XÉN un des premiers venus ; τὰ τυχόντα les choses ordinaires, communes, de peu d'importance ; part. neutre abs. • τυχόν puisque la chose s'arrange ainsi, si cela se trouve ainsi, si le hasard le veut ainsi, en gén. par hasard, peut-être, le cas échéant ; en ce sens joint au part. d'un autre verbe au sens de par hasard, justement, précisément, peut-être : τυγχάνω ἔχων ATT il se trouve justement que j'ai, j'ai précisément ; τὰ νοέων τυγχάνω HDT ce que justement je pense ; ἔφη τυχεῖν ἐὼν ἅμα Δημαρήτῳ HDT il dit qu'il se trouvait justement avec Démarate ; en ce sens, τυχάνω équivaut souv. à un verbe auxiliaire : ὁ γὰρ μέγιστος τυγχάνει δορυξένων SOPH car il se trouve être le plus grand de leurs amis ; εἴ τις εὔνους τυγχάνει AR si qqn se trouve être bienveillant ; τὸ ἀπαράσκευοι τότε τυχεῖν THC le fait de s'être trouvés alors n'être pas prêts.
Étymologie: R. Τυχ, toucher le but.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τυγχάνω [~ τεύχω] aor. ἔτυχον, ep. ook ἐτύχησα, pass. in compos. -ετεύχθην; perf. τετύχηκα, laat τέτευχα en τέτυχα; fut. τεύξομαι met gen. treffen, raken:; ἔλπετο γὰρ τεύξεσθαι... προβίβαντος hij hoopte hem te raken terwijl hij voortliep Il. 16.609; overdr.:; τοῦ τῆς εὐσεβείας σκοποῦ τυγχάνειν het doel, de vroomheid, treffen Plat. Lg. 717b; abs..; ἤμβροτες οὐδ’ ἔτυχες je hebt gemist en niet raak geschoten Il. 5.287; pregn. succes hebben, slagen:; ὀρθῶς πράττειν καὶ τυγχάνειν juist handelen en een juist resultaat bereiken Plat. Euthyd. 280a; τὸ τυχεῖν succes hebben Pind. O. 2.51; τυχών als hij succes heeft Thuc. 3.82.5; met ptc.: οὐκ ἐτύχησεν ἑλίξας hij slaagde er niet in de bocht te nemen Il. 23.466. uitbr. aantreffen, terecht komen in:; τύχε γάρ ῥ’ ἀμάθοιο βαθείης want hij kwam in diep zand terecht Il. 5.587; τριακτῆρος... τυχών zijn overwinnaar ontmoetend Aeschl. Ag. 172; τυχοῦσαι δ’ ἀγαθῶν ἀνδρῶν dappere mannen ontmoetend Lys. 2.5; (ver)krijgen, ondervinden:; πομπῆς καὶ νόστοιο τυχεῖν een geleide voor de terugkeer verkrijgen Od. 6.290; βίης τυχεῖν geweld ondervinden Hdt. 9.108.1; τυγχάνειν δίκης gerechtvaardigde straf krijgen Soph. El. 583; τ. τύχης εὐδαίμονος een gelukkig lot treffen Eur. Hel. 699; zelden ook met acc. n. van adj. en pron. en met rel. bijzin:. τυγχάνειν τὰ πρόσφορα een passende ontvangst krijgen Aeschl. Ch. 711; αἰτήσας ἔτυχε μισθὸν δωρεήν op zijn verzoek had hij (het land) als beloning ten geschenke gekregen Hdt. 5.23.1; τυχοῦσ’ ἃ βούλομαι wanneer ik bereikt heb wat ik wil Eur. Med. 758. met dat. en met zaak of gebeurtenis als subj. ten deel vallen:; μοι τύχε πολλὰ νέῳ πόλεμονδε κιόντι ik had veel successen toen ik jong de oorlog inging Il. 11.684; ongunstig overkomen:; οἷ’ αὐτοῖς τύχοι zoals hunzelf mag overkomen Soph. Ph. 275; eufem. voor de dood:. εἴ τι δεσπόταισι τυγχάνει als je meesters iets overkomt Eur. Alc. 138. abs. gebeuren, zich voordoen:; εἰ... συμφορὰ τύχοι als er een ongeluk zou gebeuren Aeschl. Sept. 5; ὅπως ἐτύγχανε zoals het uitkwam; ἂν τύχῃ als het zo uitkomt; pers. constr.:; ὅτι ἂν τύχωσι τοῦτο λέγουσιν wat ze maar voor de mond komt dat zeggen ze Plat. Prot. 353a; ptc.: πρὸς τὸ τυγχάνον voor onvoorziene omstandigheden Eur. Hel. 1290; τὰ τυγχάνοντα de gebeurtenissen Eur. Ion 1511. met ptc. (meestal ptc. praes.) treffen (dat), toevallig...; de vorm van τυγχάνω vaak te vertalen als 'het treft/trof dat... ', 'het kwam zo uit dat... ', 'toevallig/net/precies... ', 'het toeval wilde dat... ':; τύχησε ἐρχομένη νηῦς het trof dat er net een schip ging Od. 14.334; ἐτετεύχεε γὰρ καὶ οὗτος ἐπισπόμενος Καμβύσῃ ἐπ’ Αἴγυπτον want het geval wilde dat ook hij met Cambyses was meegegaan naar Egypte Hdt. 3.14.11; εἰ φρονοῦσ’ ἐτύγχανες als je een beetje nadacht Soph. El. 529; vaak met ptc. van εἰμί:; ὁ... Ἱστιαῖος ἐτύγχανε... ἐὼν ἐν Σούσοισι Histiaeus was toevallig in Susa Hdt. 3.30.2; ὁ σοφιστὴς τυγχάνει ὢν ἔμπορός τις; is het zo dat een sofist misschien een soort handelaar is? Plat. Prot. 313c; ook zonder ptc. van εἰμί met pred. adj. of adv. zijn:; εἰ σὺ τυγχάνεις ἐπιστήμων τούτων als jij daarvan (wellicht) kennis hebt Plat. Prot. 313e; ὡς ἐτύγχανον... ηὐλίζοντο in de toestand waarin ze zich bevonden sloegen ze hun kamp op Xen. An. 2.2.17; met adv. van plaats of prep. zich ergens bevinden, ergens zijn:. εἴ πέρ τε τύχῃσι μάλα σχεδόν en zelfs als zij (hert) zich heel dicht in de buurt bevindt Il. 11.116; ὃν πέρι πέτρη τετύχηκε διαμπερὲς ἀμφοτέρωθεν aan weerszijden eromheen bevond zich een ononderbroken rotswand Od. 10.88; ἔνδον γὰρ ἄρτι τυγχάνει want het treft dat hij net in zijn tent is Soph. Ai. 9; τυγχάνει ἐν ἐμπύροις hij is net bezig met brandoffers Eur. Andr. 1113. uitdr.: ὁ τυχών de eerste de beste; οἱ τυχόντες willekeurige mensen, de gewone mensen; τυχόν misschien; onpers. met acc. en inf. het trof dat:. ἔτυχε δὲ καὶ πολὺν ὄμβρον... συνεργῆσαι en het trof dat ook een zware regenbui meehielp Plut. Alc. 28.4.

German (Pape)

(Hom. nur einmal im imperf., Od. 14.231), bildet seine tempp. von τεύχω, fut. τεύξομαι, aor. ἔτυχον, τύχωμι, Il. 7.243, auch ἐτύχησα, bes. Hom.; perf. τετύχηκα, Il. 17.748, Od. 10.88 (intransit.), Xen. Cyr. 4.1.2 und sonst, auch τέτευχα (s. τεύχω), und auch τέτυχα, Lobeck Phryn. 395 (vgl. auch ἀποτυγχάνω);
1 treffen; bes. mit Schuß- oder Wurfwaffen, ein Ziel treffen, Hom. bes. im aor. I., τὸν δουρὶ τυχήσας, Il. 12.394; ὅν ῥά ποτ' αὐτὸς ὑπὸ στέρνοιο τυχήσας, 4.106; κατὰ ζωστῆρα τυχήσας, 12.189; τὸν θηρητὴρ ἐτύχησε βαλών, 15.581; ἤμβροτες, οὐκ ἔτυχες, 5.287; καὶ βάλ' ἐπαΐσσοντα τυχὼν κατὰ δεξιὸν ὦμον, 5.98, und öfter, auch c. gen. bei leblosen Gegenständen, ὃς δέ κε μηρίνθοιο τύχῃ, 23.857; so Xen. Cyr. 8.3.28, An. 3.2.19; βαλὼν τύχοιμι, Her. 3.35; – in allgemeinerer Bdtg, τύχε γὰρ ψαμάθοιο βαθείης, Il. 5.587; und so öfters von Sachen, erzielen, erlangen, erreichen, teilhaft werden, ὄφρα τάχιστα πομπῆς καὶ νόστοιο τύχῃς Od. 6.290, φιλότητος 15.158, αἰδοῦς 253, 258; μὴ σύ γε κεῖθι τύχοις, mögest du nicht dahin gelangen, 12.106; vgl. Hes. Th. 973; προφρόνων μοισᾶν τύχοιμεν, Pind. I. 3.61; λυρᾶν τυγχανέμεν, Ol. 2.47; ἀμφανδὸν τυχεῖν τοπρῶτον εὐνᾶς, P. 9.41; σκοποῦ, das Ziel treffen, N. 6.28; τυχόντα στεφάνων, P. 10.26; τοιούτου τυχεῖν οὐκ ἠξιώθην, Aesch. Prom. 239; ἐξόν σοι γάμου τυχεῖν μεγίστου, 652; εἰ γὰρ τύχοιεν ὧν φρονοῦσι, Spt. 532; σύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρων τεύξῃ, 1055, und öfter; τῆς σῆς δ' οὐκ ἐρῶ τιμῆς τυχεῖν, Soph. El. 356; γάμων ἐπαξίων τεύξει, 960, und sonst oft; selbst mit doppeltem gen., ὧν δέ σου τυχεῖν ἐφίεμαι, Phil. 1299; auch οὐκ ἔστ' ἐπαίνου τοῦτον ἐξ ἐμοῦ τυχεῖν, Ant. 661; Eur., Ar. und in Prosa; ταφῆς καλῆς, Plat. Menex. 234c; τοῦ σκοποῦ, Legg. IV.717a, und öfter; auch übertragen, οὐ πάνυ ἔτυχες οὗ λέγω, Rep. VII.523b, du trafft es nicht; ἀληθείας, Theaet. 186c; τῶν ἀξίων, Xen. Cyr. 2.2.21, und sonst; τινὸς παρά τινος, von Einem erlangen, 1.6.10, 2.3.8; τετευχέναι τιμῶν, DS. 3.9. Auch im schlimmen Sinne, τραυμάτων Aesch. Ag. 840, καιρίας πληγῆς 1265; κακῶν ἐρᾷς τυχεῖν, Eur. Hec. 1280; βίης τυχεῖν, der Gewalt teilhaftig werden, für »Gewalt leiden«, Her. 9.108; κρίσεως, Plat. Phaedr. 249a; κατηγορίας τυχεῖν, Anklage erleiden, wie κυρῆσαι, vgl. Valcken Her. 7.208; ἰσχυρᾶς ὀργῆς παρὰ τοῦ δήμου, Dem. 24.133; δίκης, τιμωρίας, θανάτων πολλῶν, Plat. Gorg. 472d, Legg. VI.762d, IX.869b. – Selten c. accus., Aesch. Ag. 1203, Ch. 700; ὅσσα μηδεὶς τῶν ἐμῶν τύχοι φίλων, Soph. Phil. 507; αἰτεῖς ἃ τεύξει, O.C. 1108; und τινός τι, 1170; vgl. Plat. οἶμαί σου τεύξεσθαι μεθεῖναί με, Phil. 50d; τὶ παρά τινος, Luc. Tox. 50.
2 absolut, das Ziel treffen, seinen Zweck erreichen, Glück haben (einen Treffer haben), οὐκ ἐτύχησεν ἑλίξας, Il. 23.466, er hatte nicht Glück, es gelang ihm nicht; μήτε τυχήσω, wie ἢν δὲ τυχήσω, Agath. 2, 8 (V.278, 294). – Bes. bei sagen, das Rechte treffen, Recht haben, τί δ' ἂν εἰπόντες τύχοιμεν ἄν, Aesch. Ch. 412, vgl. Ag. 1206; und ähnlich Soph. Phil. 223, ποίας πάτρας ὑμᾶς ἂν ἢ γένους ποτὲ τύχοιμ' ἂν εἰπών, vgl. 615; Gegensatz von διαμαρτάνω, Plat. Theaet. 178a; ὀρθῶς πράττειν καὶ τυγχάνειν, Euthyd. 280a. – zufälligantreffen, begegnen, δῶρα τά οἱ ξεῖνος Λακεδαίμονι δῶκε τυχήσας, Od. 21.13; Hes. Th. 973; vgl. Od. 14.334, 19.291; οἵων ὑμῶν τεύξονται, Lys. 18.23, was für Leute sie in euch finden werden, wie Xen. ἐρωτᾶτε αὐτούς, ὁποίων τινῶν ἡμῶν ἔτυχον, An. 5.5.15; ἦ γὰρ παρ' ἄλλου μ' ἔλαβες οὐδ' αὐτὸς τυχών, Soph. O.R. 1039. Daher ὁ τυχών, der Einem gerade in den Wurf kommt, der Erste der Beste, Plat. Rep. VIII.539d und sonst; οἱ τυχόντες, alltägliche Menschen, gemeine, geringe Leute, Dem. 19.237; vgl. Xen. Mem. 3.9.10; τὰ τυχόντα, das Erste das Beste, alltägliche, gemeine Dinge; μικραὶ καὶ αἱ τυχοῦσαι πράξεις, Pol. 1.25.6; τοῦ τυχόντος, um jeden beliebigen Preis, bes. bei Sp. häufig, wie Luc. und Plut. – So kann man erklären die bei Plat. und Folgdn nicht seltene Verbindung οἳ ὅ τι ἂν τύχωσι, τοῦτο λέγουσι, Plat. Prot. 353a, was sie gerade treffen, was ihnen nur in den Sinn kommt; ὥστε ἴσως ὅ τι ἂν τύχω τοῦτο πείσομαι, ich werde bald alles Mögliche leiden müssen, Gorg. 522c; ὅ τι ἂν τύχωσι τοῦτο πράττειν, Symp. 181b, vgl. Rep. VIII.561d; ὅτι ἂν τύχωσι, τοῦτο πράξουσι, Crito 45d, d.i. sie werden ganz dem Zufall überlassen sein. Vgl. noch δεῖξαι αὐτῷ, ἂν μὲν τύχῃ, ἐκείνου εἰκόνα, ἂν δὲ τύχῃ, γυναικός, Crat. 430e.
3 intr., sich treffen, sich zufällig ereignen, zufällig da sein, εἴπερ τύχῃσι μάλα σχεδόν, wenn sie zufällig ganz nahe ist, Il. 11.116; πέτρη ἠλίβατος τετύχηκε διαμπερὲς ἀμφοτέρωθεν, Od. 10.88, der Fels war von Natur gerade da; πεδίοιο διαπρύσιον τετυχηκώς, Il. 17.748; εἰ δ' αὖθ', ὃ μὴ γένοιτο, συμφορὰ τύχοι, Aesch. Spt. 5; Ch. 211; τινί, Einem widerfahren, vom Unglück, θέλοιμ' ἂν ὡς πλείστοισι πημονὰς τυχεῖν, Prom. 346; Pers. 692, Ag. 626; οἱ ' αὐτοῖς τύχοι, Soph. Phil. 275; ὅτῳ κατ' ἦμαρ τυγχάνει μηδὲν κακόν, Eur. Hec. 628. Dah. τὰ τυγχάνοντα = Zufälle, Eur. Ion 1511. Vgl. noch δισσὰς φωνὰς τὴν μὲν δικαίαν, τὴν δ' ὅπως ἐτύγχανεν, wie es gerade sich traf, Eur. Hipp. 929. – Dah. von Handlungen, Unternehmungen, gelingen, glücken, καί μοι μάλα τύγχανε πολλά, Od. 14.231; zu Teil werden, bes. durchs Los zufallen, οὕνεκά μοι τύχε πολλά, weil mir von der Beute Vieles durchs Los zufiel, Il. 11.684. – Oft bei den Folgdn; ὡς ἔτυχεν, wie es eben ging, wie es sich traf, ἂν οὕτω τύχῃ, vielleicht, Plat. Alc. II, 150c, ᾗ ἔτυχε, ὅπου ἔτυχε, wo sich's gerade traf, an jeder beliebigen Stelle; εἰώθει γάρ, ὁπότε τύχοι, wenn es sich so traf, zuweilen, παίζειν μου εἰς τὰς τρίχας, Phaed. 89b; τὸ ὅπῃ ἔτυχεν, der blinde Zufall, Phil. 28d; περιτρέχων ὅπῃ τύχοιμι, Symp. 173a; ἐφιστάμενοι ὅπου τύχοιεν, Xen. An. 5.4.34; Sp. – Daher wird es bei den Attikern häufig so mit dem Partizip eines andern Zeitwortes verbunden, daß der im Partizip enthaltene Hauptbegriff nur die Nebenbdtg des Ungefähren, Zufälligen erhält, das Partizip dah. im Deutschen mit dem Verbum finit. und τυγχάνω durch ein Adverb, zufällig, gerade, von ungefähr, übersetzt werden muß; εἰ δὲ τυγχάνω τοῖς κυρίοισι λέγων, Aesch. Ch. 678; ὅτε δεόμενος τύχοι, Eum. 696; κἀν δόμοισι τυγχάνει τὰ νῦν παρών; Soph. O.R. 757; νῦν γὰρ εὐτυχοῦσα τυγχάνεις, El. 962, und öfter; wobei aber oft für uns das Zufällige so zurücktritt, daß diese Verbindung eine bloße Umschreibung zu sein scheint, vgl. 576, O.C. 566; Eur. Hec. 963, Or. 864 und sonst; Ar. und in Prosa überall: ὡμολογηκὼς τυγχάνεις, du hast zugegeben, Plat. Theaet. 165e; ἆρ' οὖν ὁ σοφιστὴς τυγχάνει ὢν ἔμπορός τις, ist er etwa, Prot. 313c; bestimmter heißt es κατὰ θεὸν γάρ τινα ἔτυχον καθήμενος ἐνταῦθα, Euthyd. 272e, durch eine göttliche Fügung traf es sich, daß ich da saß; ἔτυχεν ἑστηκώς Xen. An. 1.5.8, und sonst überall. – Zuweilen ist das Partizip aus dem Zusammenhang zu ergänzen (bes. in Relativ- und Bedingungssätzen), ἀνεπαύοντο ὅπου ἐτύγχανον ἕκαστος, sc. ἀναπαυόμενοι, sie ruhten aus, ein Jeder wo ers traf; ὡς ἕκαστοι ἐτύγχανον, ηὐλίζοντο, sie lagerten sich, ein Jeder wo sichs gerade traf, Xen. An. 3.1.3, 2.2.17; ὃν Ἀθηναῖοι θήσουσιν ὅταν τύχωσιν, Mem. 3.2.11. – So steht τυγχάνω ὤν, ich bin gerade, von ungefähr, Hes. frg. 22.13, Ar. Plut. 35, und τυγχάνω allein für zufällig, gerade sein, vgl. Schaefer Bos. ellips. p. 785 und Lobeck Phryn. 277; Phryn. verwirft diese Auslassung des Partizips als unattisch, vgl. Porson Eur. Hec. 788; σωτὴρ γένοιτο Ζεὺς ἐπ' ἀσπίδος τυχών, Aesch. Spt. 502; ἀνὴρ γὰρ ἔνδον ἄρτι τυγχάνει, Soph. Aj. 9, wie νῦν δ' ἀγροῖσι τυγχάνεις, El. 305; und mit adj. auch in Prosa, εἰ σὺ τυγχάνεις ἐπιστήμων τούτων, Plat. Prot. 313e; εἰ δέ τι τυγχάνει ἀηδὲς καὶ ὠφέλιμον, Gorg. 502b; Phaedr. 263d, und sonst.

Russian (Dvoretsky)

τυγχάνω: (fut. τεύξομαι, aor. 1 ἐτύχησα, aor. 2 ἔτῠχον - эп. τύχον, pf. τετύχηκα - поздн. τέτευχα; ион. 3 л. sing. ppf. ἐτετεύχεε)
1 попадать (в цель), поражать (τινά, τι и κατά τι Hom., чаще τινός Hom., Pind., Xen.): ὀρθότατα τοῦ σκοποῦ τ. Plat. точно попадать в цель; ἤμβροτες, οὐδ᾽ ἔτυχες Hom. ты промахнулся, не попал; εἰ μή τι καιροῦ τυγχάνω Soph. если я ошибаюсь; οὐ πάνυ ἔτυχες οὗ λέγω Plat. ты не вполне угадал смысл моих слов;
2 попадать, оказываться; очутиться: τύχε ἀμάθοιο Hom. (падая), он угодил в песок;
3 (случайно) встречать(ся), попадаться (τύχησε νηῦς ἐρχομένη ἐς Δουλίχιον Hom.): τ. τινός Lys., Xen. встречаться с кем-л.; τ. φιλότητος παρά τινος Hom. встречать любезный прием у кого-л.; πάντων τῶν χαλεπωτάτων τ. Xen. наталкиваться на всевозможные трудности; εἰ τῆς τύχης εὐδαίμονος τύχοιτε Eur. если вы встретитесь со счастливой судьбой, т. е. если счастье будет вам благоприятствовать;
4 находить, заставать: ὁποίων τινῶν ἡμῶν ἔτυχον Xen. (спросите их), что нашли они у нас, т. е. как мы обошлись с ними;
5 получать, достигать: τυχεῖν τινος οἰκητοῦ Soph. дать приют кому-л.; θεῶν τυχεῖν Eur. заручиться поддержкой богов; τ. τί τινος Xen. получать что-л. у кого-л.; νόστοιο τυχεῖν παρά τινος Hom. дождаться благодаря кому-л. возвращения; τεύξει τάχα Soph. ты вскоре добьешься (своего); ἐπαίνου ἔκ τινος τυχεῖν Soph. заслужить чью-л. похвалу; τραυμάτων εἰ τόσων ἐτύγχανεν Aesch. если он получил столько ран; ἀληθείας τυχεῖν Plat. постичь истину; τῆς τελευτῆς τυχεῖν Xen. найти свою гибель; τ. δίκης τε καὶ τιμωρίας Plat. подвергаться судебному преследованию и наказанию;
6 иметь удачу, преуспевать: οὐκ ἐτύχησεν ἑλίξας Hom. он неудачно повернул (колесницу); καὶ ἄγαν εἰ τύχοιμεν Thuc. даже если нам очень повезет; ὁ μὴ τυχὼν γνώμης Thuc. тот, чье мнение отвергнуто; τῆς ἑκάστου βουλήσεως τυχεῖν Thuc. угодить желанию каждого; τὸ τυχεῖν Pind. удача, успех;
7 выпадать на долю: καί μοι μάλα τύγχανε πολλά Hom. и много (добычи) досталось мне;
8 случаться, приключаться: ὅς κε τύχη Hom. как у кого выйдет (получится); τ. καλῶς Aesch. удачно складываться; ἄλγη ἐν Ἀτρέως δόμοις τυχόντα Aesch. несчастья, случившиеся в доме Атрея; εἴ τι τυγχάνει τινί Eur. если что-л. (дурное) приключится с кем-л.; πρὸς τὸ τυγχάνον и πρὸς τὰ τυγχάνοντα νῦν Eur. при данных обстоятельствах; ὅπως (ὡς) ἔτυχε Thuc., Xen., Polyb. как пришлось, как-нибудь; ὅταν τύχῃ Thuc., Xen. если придется, при случае; τὰ τυχόντα Polyb., Luc. случайные, т. е. незначительные обстоятельства; οἱ τυχόντες (ἄνθρωποι) Xen., Dem. первые встречные, т. е. рядовые люди; ὅπου ἂν τύχῃ τῶν λεγομένων Plat. в любом месте речи; οὐχ ὧν ἔτυχεν ἦν Dem. (это дело) было не из обычных; τυχόν Xen. etc. возможно, пожалуй; τυχὸν καὶ ἕτερόν τι προσαπολαύσῃς Plat. а может быть тебе и еще кое-что попадет; τυχὸν ἴσως εἴποι τις ἄν Polyb. кто-нибудь, пожалуй, скажет;
9 (в качестве вспомогательного глагола с причастием другого глагола, - причастие ὤν часто опускается, - действие второго глагола приобретает оттенок случайности, совпадения и т. п.): τὰ νοέων τυγχάνω Her. то, что я как раз теперь думаю; τυγχάνει καθεύδων Arph. в данный момент он спит; τύγχανε εὖ βουλευόμενος Her. постарайся хорошо обдумать (положение); ἔτυχον καθήμενος ἐνταῦθα Plat. случилось (вышло) так, что я там сидел; παρὼν ἐτύγχανε Xen. он как раз присутствовал; ἐτύγχανον λέγων Xen. тогда (по этому поводу) я сказал;
10 иногда быть, пребывать, находиться: ὃν πέρι πέτρη τετύχηκε Hom. (порт), вокруг которого протянулась скала; ἔνδον ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει Soph. теперь он как раз у себя; ἀνεπαύοντο ὅπου ἐτύγχανεν ἕκαστος Xen. они расположились на отдых вповалку (точнее где кто находился); ἡμᾶς δὲ ποῦ χρὴ τηνικαῦτα τ.; Eur. где же нам тем временем быть?; διασαφῆσαι τί ποτε τυγχάνει τὸ δηλούμενον ὑπὸ τοῦ λόγου Arst. разъяснить, что же такое есть выражаемое определением.

English (Autenrieth)

fut. τεύξομαι, aor. 2 ἔτυχον, τύχον, subj. τύχωμι, aor. 1 (ἐ)τύχησα, perf. part. τετυχηκώς: (1) hit the mark, w. gen., Il. 16.609, etc.; freq. the part. τυχών, τυχήσᾶς and βάλλω, οὐτάω, νύσσω (where the acc. is to be construed not w. the part. but w. the verb), Il. 4.106, Il. 5.582; so fig. w. part. of another verb, be successful in doing something, succeed; οὐκ ἐτύχησεν ἑλίξᾶς, Il. 23.466; abs. (without part.), Il. 8.430; then, come upon, chance upon, hence get, gain, obtain, Od. 21.13, Il. 5.587, Od. 15.158.—(2) happen to be there, be by chance, happen; often nearly equiv. to εἶναι, Ρ, Od. 10.88; often w. part. which in Eng. becomes the principal verb, τύχησε γὰρ ἐρχομένη νηῦς, ‘was by chance about to sail,’ Od. 14.334; impers., fall to one's share, Il. 11.684.

English (Slater)

τυγχᾰνω (τυγχάνοντ(α); τυγχανέμεν: aor. τᾰχεν, -ον; -ῃ; -οιμεν; -ών, -όντος, -όντα, -όντες, -οῖσα; -εῖν.)
   a c. gen., attain to, hit, experience πρέπει τὸν Αἰνησιδάμου ἐγκωμίων τε μελέων λυρᾶν τε τυγχανέμεν (O. 2.47) ἐοικότα γὰρ καὶ τελευτᾷ φερτέρου νόστου τυχεῖν (P. 1.35) “ἔν τε θεοῖς τοῦτο κἀνθρώποις ὁμῶς αἰδέοντ' ἀμφανδὸν ἁδείας τυχεῖν τὸ πρῶτον εὐνᾶς” (P. 9.41) νεαρὸν κατ' αἶσαν υἱὸν ἴδῃ τυχόντα στεφάνων Πυθίων (P. 10.26) τῶν δ' ἕκαστος ὀρούει, τυχών κεν ἁρπαλέαν σχέθοι φροντίδα τὰν πὰρ ποδός (P. 10.62) ἔλπομαι μέγα εἰπὼν σκοποῦ ἄντα τυχεῖν ὥτ' ἀπὸ τόξου ἱεὶς (Mingarelli: ἄντα σκοποῦ (τε)τυχεῖν codd.: σκοποῦ ἂν τυχεῖν Σγρ.) (N. 6.27) προφρόνων Μοισᾶν τύχοιμεν, κεῖνον ἅψαι πυρσὸν ὕμνων καὶ Μελίσσῳ (I. 4.43) “βροτέων δὲ λεχέων τυχοῖσα υἱὸν εἰσιδέτω θανόντ' ἐν πολέμῳ” (I. 8.36) om. gen., τοῦτο δ' ἀμάχανον εὑρεῖν· ὅτι φέρτατον ἀνδρὶ τυχεῖν (O. 7.26) πρὶν ὅσα φροντίδι μητίονται τυχεῖν (i. e. τούτων ὅσα) (P. 2.92)
   b = εὐτυχέω. τὸ δὲ τυχεῖν πειρώμενον ἀγωνίας ἀφροσύνας παραλύει (O. 2.51) [εὖ δὲ τυχόντες (Boeckh: εὖ δ(ὲ) ἔχοντες codd.: ἠὺ δ' ἔχοντες Hermann) (O. 5.16) ] χρὴ πρὸς μακάρων τυγχάνοντ' εὖ πασχέμεν (P. 3.104) add. part., εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων (N. 7.11) τυχεῖν δ' ἕν ἀδύνατον εὐδαιμονίαν ἅπασαν ἀνελόμενον (N. 7.55)
   c happen to be, be
   I c. pr. subs., adj. οὐκ ἀποδάμου Ἀπόλλωνος τυχόντος (P. 4.5) ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ (fort. tmesis, ἐν-τύχεν) (Pae. 2.76)
   II c. part. γυναῖκας, ὅσαι τύχον Ἀλκμήνας ἀρήγοισαι λέχει (N. 1.49)

English (Strong)

probably for an obsolete tucho (for which the middle voice of another alternate teucho (to make ready or bring to pass) is used in certain tenses; akin to the base of τίκτω through the idea of effecting; properly, to affect; or (specially), to hit or light upon (as a mark to be reached), i.e. (transitively) to attain or secure an object or end, or (intransitively) to happen (as if meeting with); but in the latter application only impersonal (with εἰ), i.e. perchance; or (present participle) as adjective, usual (as if commonly met with, with οὐ, extraordinary), neuter (as adverb) perhaps; or (with another verb) as adverb, by accident (as it were): be, chance, enjoy, little, obtain, X refreshself, + special. Compare τύπτω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και τυχαίνω Ν
1. αξιώνομαι να αποκτήσω κάτι, απολαμβάνω κάτι, πετυχαίνω κάτι (α. «έτυχε μεγάλου σεβασμού» β. «έτυχε μεγάλων τιμών» γ. «οἴκτου τυχεῖν», Αισχύλ.
δ. «ἐπιμελείας τυχεῖν», ΚΔ)
2. συναντώ κάποιον τυχαία (α. «τον έτυχα προχθές στον δρόμο» β. «ἐλθόντες ἔτυχον ὑδρευομένη κόρη», Τζέτζ.
γ. «ἐρωτᾱτε δὲ αὐτοὺς ὁποίων τινῶν ἡμῶν ἔτυχον», Ξεν.)
3. (αμτβ.) α) (για γεγονότα ή καταστάσεις) επέρχομαι, συμβαίνω μοιραία (α. «μού έτυχαν πολλές συμφορές στη ζωή μου» β. «θέλοιμ' ἂν ὡς πλείστοισι πημονὰς τυχεῖν», Αισχύλ.)
β) (στο γ' εν. ως απρόσ.) i) συμβαίνει κατά τύχη (α. «έτυχε να λείπω εκείνη την ημέρα» β. «εἰ οὕτως ἔτυχε», Αριστοτ.)
ii) συμβαίνει να είναι κατά τύχη ή, απλώς, είναι (α. «τυγχάνει φίλος μου» β. «τυγχάνει λαμπρός επιστήμονας» γ. «εἰ... σὺ τυγχάνεις ἐπιστήμων τούτων», Πλάτ.)
γ) βρίσκομαι κάπου κατά τύχη, συμπτωματικά (α. «έτυχα σε μια συγκέντρωση προχθές» β. «πέτρη τετύχηκε διαμπερές ἀμφοτέρωθεν», Ομ. Οδ.)
4. (η αρσ. μτχ. αορ. ως ουσ.) ο τυχών
ο πρώτος τον οποίο συναντά κανείς τυχαία, ο οποιοσδήποτε (α. «παντρεύτηκε τον πρώτο τυχόντα» β. «τοὺς ὑπὸ τῶν τυχόντων αἱρεθέντας», Ξεν.)
5. (το ουδ. μτχ. αορ. β' χωρίς άρθρ. ως επίρρ.) βλ. τυχόν
νεοελλ.
φρ. «εική και ως έτυχε» — χωρίς σκέψη, χωρίς σκοπό, στον βρόντο
μσν.-αρχ.
κατορθώνω, επιτυγχάνω, καταφέρνω
αρχ.
1. σημαδεύω και χτυπώ εύστοχα, ιδίως με όπλο ή πέτρα («Ἀλκμάονα δουρὶ τυχήσας», Ομ. Ιλ.)
2. λαμβάνω κάτι που έχω ζητήσει («δεηθεὶς Κύρου ἐκ τῶν δεσμῶν λυθῆναι ἔτυχε», Ηρόδ.)
3. (σχετικά με λόγο) λέω το σωστό, βρίσκω ή έχω δίκαιο («Δίκαν προσαγορεύομεν τυχόντες καλῶς», Αισχύλ.)
4. έχω αυτήν ή την άλλη τύχη («τῶν ἄλλος μὲν ἀποφθίσθω, ἄλλος δὲ βιώτω, ὅς κε τύχη», Ομ. Ιλ.)
5. (αμτβ.) (για πράξη, ενέργεια ή εγχείρημα) έχω καλή έκβαση, σημειώνω επιτυχία
6. (το ουδ. μτχ. αορ.) α) ως ουσ. οποιοδήποτε πράγμα, οτιδήποτε
β) απόλ. αφού έτυχε, αφού συνέβη κατά τύχη («ἡ δὲ ὄρνις ἡ πρὸ τοῦ Ἕρμωνος πιμελεστέρα, οὕτως, οἶμαι, τυχόν·», Λουκιαν.)
7. συντασσόμενο με μετοχή προσλαμβάνει επιρρηματική σημασία, ενώ η μετοχή δηλώνει την κύρια έννοια και αποδίδεται με ρήμα, λ.χ.: α) «ἔτυχον στρατευόμενοι» — βρίσκονται σε εκστρατεία κατά τύχη (Θουκ.)
β) «θηρητὴρ ἐτύχησε βαλών» — τον χτύπησε με επιτυχία (Ομ. Ιλ.)
8. φρ. α) «τὸ τυχεῖν» — η νίκη (Πίνδ.)
β) «τὸ ὅπῃ ἔτυχεν» — απλή σύμπτωση (Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τυ-γ-χ-άνω ανάγεται στην μηδενισμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας dheugh «αγγίζω, πιέζω, αρμέγω, χαρίζω, πετυχαίνω» (βλ. και λ. τεύχω) και εμφανίζει έρρινο επένθημα -γ- και επίθημα -άνω, που εκφράζει το τέλος της ενέργειας (πρβλ. λαγχάνω, μανθάνω, πυνθάνομαι). Το ρ. τυγχάνω συνδέεται με αρχ. άνω γερμ. toug «είμαι χρήσιμος», tuht «δύναμη» (πρβλ. γερμ. tuchtig «άξιος, ικανός», αγγλ. doughty «ανδρείος, σπουδαίος»), λιθουαν. daūg «πολύ», ρωσ. djužij «ισχυρός, δυνατός». Ο νεοελλ. τ. τυχαίνω έχει σχηματιστεί από τον αόρ. β' έτυχον του ρ. (πρβλ. λαβ-αίνω < έ-λαβ-ον, αόρ. β' του λαμβάνω)].

Greek Monotonic

τυγχάνω: (√ΤΥΚ), Επικ. παρατ. τύγχανον, μέλ. τεύξομαι· αόρ. βʹ ἔτῠχον, Επικ. τύχον, Επικ. υποτ. τύχωμι, τύχῃσι· Επικ. επίσης αορ. ἐτύχησα· παρακ. τετύχηκα, μεταγεν. τέτευχα· γʹ ενικ. Ιων. υπερσ. ἐτετεύχεε — Παθ., αόρ. ἐτεύχθην· παρακ. τέτευγμαι.
Α. I. χτυπώ, ιδίως χτυπώ στόχο με βέλος, σε Όμηρ. κ.λπ.· ο Όμηρ. ως επί το πλείστον το συντάσσει με αιτ., όταν το αντικείμενο του στόχου είναι έμψυχο, και με γεν. όταν είναι άψυχο· ομοίως, τυγχάνω τοῦ σκοποῦ, σε Ξεν.· ενίοτε προστίθεται και πρόθεση, κατὰκληῗδα, κατὰ ζωστῆρα τυχήσας (τινά), σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., ἤμβροτες οὐδ' ἔτυχες, στο ίδ.· η μτχ. τυχών συχνά συνάπτεται με το ρήμα βάλλειν, οὐτᾶν κ.λπ., στο ίδ.
II. επιτυγχάνω, βρίσκω·
1. συναντώ κατά τύχη, συναντώ κάποιον, απόλ., σε Ομήρ. Οδ.· με γεν., σε Αισχύλ. κ.λπ.· μτχ. αορ. βʹ ὁ τυχών, ο πρώτος που συναντά κάποιος, ο οποιοσδήποτε, Λατ. quiris, σε Ησίοδ., Πλάτ. κ.λπ.· οἱ τυχόντες, αυτοί που συναντάμε κάθε μέρα, σε Ξεν.· ομοίως, τὸτυχόν, οιοδήποτε πράγμα, σε Πλάτ.
2. συναντώ, βρίσκω, χτυπώ, λαμβάνω, αποκτώ ένα πράγμα, και στους ιστορικούς χρόνους (όπως το κέκτημαι), κατέχω κάτι, έχω, με γεν., σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· μετά τον Όμηρ. επίσης, με αιτ. τυγχάνω μισθόν, σε Ηρόδ.· τὰ πρόσφορα, σε Αισχύλ. κ.λπ.· με προσθήκη γεν. προσ., λαμβάνω κάτι από κάποιον, τυγχάνω τί τινος, σε Σοφ.· τινὸς παρά τινος, σε Ομήρ. Οδ.
3. επίσης με αρνητική σημασία, βίης τυχεῖν, αντιμετωπίζομαι, υπομένω βία, σε Ηρόδ.· τυγχάνω κακῶν, σε Ευρ.
4. απόλ., επιτυγχάνω το στόχο, φθάνω στο σκοπό μου, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.· ομοίως, τυχόντες καλῶς, σε Αισχύλ.
5. έχω την τύχη ή τη μοίρα να..., ὅς κε τύχῃ, οποιοσδήποτε λάβει τον κλήρο (να πεθάνει), σε Ομήρ. Ιλ. Β. I. 1. αμτβ., συμβαίνει κατά τύχη να βρίσκομαι σε κάποιο τόπο, εἴπερ τύχῃσι μάλα σχεδόν, αν κατά τύχη συμβεί να είναι πολύ κοντά, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
2. λέγεται για γεγονότα και πράγματα γενικά, συμβαίνω σε κάποιον, πέφτω στο μερίδιο κάποιου, στην τύχη κάποιου, με δοτ. προσ., στο ίδιο, σε Αττ.· επίσης, επιτυγχάνω, σε Ομήρ. Οδ.
3. απρόσ., ὅπως ἐτύγχανεν, όπως έτυχε, δηλ. χωρίς κανένα κανόνα, αόριστα, σε Ευρ.· ὡς ή ὥσπερ ἔτυχεν, σε Ξεν.· ὁπότε τύχοι, όποτε τύχει, ενίοτε, σε Πλάτ.
II. 1. μαζί με μτχ., τὰ νοέων τυγχάνω, τα οποία έχω στο μυαλό μου ακριβώς τώρα, σε Ηρόδ.· n τυγχάνω μαθών, τα οποία έμαθα μόλις, σε Σοφ.· ἔτυχον στρατευόμενοι, έτυχε τότε να βρίσκονται σε εκστρατεία, σε Θουκ.· στη φράση τυγχάνω ὤν, απλώς = εἰμί, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.
2. η μτχ. συχνά παραλείπεται, ἔνδον γὰρ ἀρτὶ τυγχάνει (ενν. ὤν), σε Σοφ.· εἰ σὺ τυγχάνεις ἐπιστήμων, σε Πλάτ.· ενίοτε μάλιστα το τυγχάνειν χρησιμοποιείται ακριβώς όπως το εἶναι, τυγχάνειν ἐν ἐμπύροις, είμαι απασχολημένος με τα της θυσίας, σε Ευρ.· ὡςἕκαστοι ἐτύγχανον, ακριβώς όπως ήταν όλοι, σε Ξεν.
3. σε πολλές φράσεις μπορούμε εύκολα να εννοήσουμε τη μτχ. από τα συμφραζόμενα, ὅ τι ἂν τύχωσι, τοῦτο λέγουσι, λένε οτιδήποτε παρουσιασθεί σε αυτούς (δηλ. ὅτι iν τύχωσι λέγοντες), σε Πλάτ.
III. 1. ουδ. μτχ. τυχόν, σε χρήση απολ. όπως το παρόν, αφότου έτυχε, σε Λουκ.
2. ως επίρρ., κατά τύχη, ίσως, σε Ξεν., Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

τυγχάνω: Θέογν. 253, Πίνδ., Ἀττικ.· Ἐπικ. παρατατ. τύγχανον Ὀδ. Ξ. 231· ― μέλλ. τεύξομαι Ὅμ., Ἀττ. (ὡσαύτως ὡς μέσ. μέλλ. τοῦ τεύχω)· ἀόρ. β΄ ἔτῠχον, Ἐπικ. τύχον, Ὅμ., Ἀττ.· Ἐπικ. ὑποτ. τύχωμι, -ῃσι Ἰλ. Ζ. 243, Λ. 116· παρὰ μεταγεν. καὶ τετύχῃσι Μάξιμ. περὶ Καταρχ. 577· μεταγεν. Ἐπικ. εὐκτ. τετύχοιμι Μανέθων 3. 299· Ἐπικ. ὡσαύτως ἀόρ. α΄ ἐτύχησα Ὅμ., Ἡσιόδ. Ἀποσπ. 17 Marcksch.· ― πρκμ. τετύχηκα (ἀμεταβ.) Ὅμ., Θουκ. 1. 32, (μεταβ.) Ξεν. Κύρ. 4. 1. 2, Ἰσοκρ., κλπ.· μετέπειτα ὡσαύτως τέτευχα Δημ. 563. 11, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 3. 11, 7, π. Ζ. Μορ. 2. 2, 1. κλπ.· ἀλλ’ Ἰωνικ. ὑπερσ. ἐτετεύχεε Ἡρόδ. 3. 14· ἡμαρτημένως τέτυχα παρ’ Ἰωσήπῳ ἐν Ἰουδ. Πολέμ. 7. 5, 4. ― Μέσ., ἀόρ. α΄ τεύξασθαι Θεμίστ. 161C, Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. ΙΕ΄, 7), πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3284. ― Παθ., ἀόρ. α΄ ἐτεύχθην (ἐν-) Πολύβ. 35. 6, 1· πρκμ. τέτευγμαι (ἐπι-) ὁ αὐτ. 6. 53, 2. (Τὴν √ΤΥΚ, ΤΥΧ, ὁ Κούρτ. θεωρεῖ ὡς συγγενῆ τῇ √ΤΕΚ, ἴδε τίκτω). Α. Ἐπιτυγχάνω καὶ κτυπῶ δι’ ὅπλου ἢ λίθου, Ὅμηρος, κλπ. ― Συντάσσεται: μετ’ αἰτ., τὸν δουρὶ τυχήσας Ἰλ. Μ. 394· χερμαδίῳ ἀγκῶνα τυχὼν μέσον Ε. 582, πρβλ. Δ. 106, Ὀδ. Χ. 7· ― μετὰ γεν., τύχε γάρ ῥ’ ἀμάθοιο βαθείης Ἰλ. Ε. 587, πρβλ. Ψ. 857 (ὁ Ὅμηρ. κατὰ τὸ πλεῖστον συντάσσει μετ’ αἰτιατ. ὅταν τὸ ἀντικείμενον εἶναι ζῶν, μετὰ γεν. ὅταν εἶναι ἄψυχον· οὕτω, τ. τοῦ σκοποῦ Πλάτ. Νόμ. 717Α, Ξεν. Ἀνάβ. 3. 2, 19)· μετὰ διπλῆς γενικ., εἰ... τοῦ παιδός... τύχοιμι μέσης τῆς καρδίης Ἡρόδ. 3. 35· ― ἐνίοτε προστίθεται πρόθεσις, κατὰ κληῖδα, κατὰ ζωστῆρα τυχήσας [τινὰ] Ἰλ. Ε. 579, Μ. 189· αἶγα ὑπὸ στέρνοιο Δ. 106· ― ἀπολ., ἤμβροτες οὐδ’ ἔτυχες Ε. 287· αἴ κε τύχωμι Η. 243, Ὀδ. Χ. 7· καὶ οὕτως ἡ μετοχὴ τυχὼν συχνάκις συνάπτεται μετὰ τοῦ ῥήματος βάλλειν, οὐτᾶν, κτλ. Ε. 98, Μ. 394, Ν. 371, 397, κτλ.· ἀλλὰ καὶ τἀνάπαλιν, θηρητὴρ ἐτύχησε βαλὼν Ο. 581· βαλὼν τύχοιμι Ἡρόδ. 3. 35. ΙΙ. ἐπιτυγχάνω, εὑρίσκω, συναντῶ, συνυπαρχούσης τῆς ἐννοίας τοῦ κατὰ τύχην· 1) ἐπὶ προσώπων, συναντῶ κατὰ τύχην, συναντῶ, Λακεδαίμονι... τυχήσας, συναντήσας, εὑρὼν αὐτὸν ἐν Λακεδαίμονι, δῶρα τά οἱ ξεῖνος Λακεδαίμονι δῶκε τυχήσας Ἴφιτος Εὐρυτίδης, ἐπιείκελος ἀθανάτοισι Ὀδ. Φ. 13, πρβλ. Ξ. 334, Τ. 291, Πίνδ., κλπ.· ― μετὰ γενικ., τ. θρηνητοῦ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1075· τριακτῆρος αὐτόθι 172· ἀνδρῶν ἀγαθῶν Λυσί. 190. 43· γυναικῶν Ξεν. Συμπ. 9, 7· καὶ μετὰ κατηγορουμένου, προφρόνων Μοισᾶν τ. Πινδ. Ι. 4 (3). 73· τ. τινὸς ζῶντος Σοφ. Ο. Τ. 1450, πρβλ. Εὐρ. Ἡρακλ. 351, κτλ.· ἡμῶν τ. οἵων σε χρὴ Εὐρ. Ἑλ. 1300, πρβλ. Λυσί. 151. 27· ἐρωτᾶτε αὐτοὺς ὁποίων τινῶν ἡμῶν ἔτυχον Ξεν. Ἀνάβ. 5. 5, 15. β) μετοχ. ἀορ. ὁ τυχών, ὡς καὶ νῦν, ὁ κατὰ τύχην συναντῶν τινα, ὁ πρῶτος συναντῶν, ὅστιςδήποτε, Λατιν. quivis, Ἡσ. Θεογ. 973, Πλάτ. Πολ. 539D, κλπ.· οἱ τυχόντες, οἱ καθ’ ἑκάστην ἀπαντῶντες, ἢ ὡς καὶ νῦν, οἱ τυχόντες, Ξεν. Ἀπομν. 3. 9, 10, κλπ.· εἷς ἦν τῶν τυχόντων Ἰσοκρ. 212Α· ὃν ἐξαλείφει πρόφασις ἠ τυχοῦσ’ ὅλον Εὐρ. ἐν Ἀδήλ. 17· οὐχ ὁ τ. λόγος, λόγος οὐχὶ κοινός, Πλάτ. Νόμ. 723Ε· οἱ τ. φόβοι, μηδαμινοὶ φόβοι, Λυκοῦργ. 152. 34· τὸ τυχόν, πᾶν πρᾶγμα οἱονδήποτε, Πλάτ. Τίμ. 46Ε. οὐδὲ γὰρ ὧν ἔτυχεν ἦν Δημ. 270. 20· πρβλ. ἔπειμι (εἶμι) Ι. 2. Β. ἐπιτυγχάνω ΙΙ. 3, καὶ ἴδε κατωτ. Β. 2) ἐπὶ πραγμάτων, εὑρίσκω, ἐπιτυγχάνω, λαμβάνω, κτῶμαι, ἀξιοῦμαι, καὶ ἐν τοῖς παρῳχ. χρόνοις (ὡς τὸ κέκτημαι), ἔχω, κατέχω τι, μετὰ γεν., πομπῆς καὶ νόστοιο Ὀδ. Ζ. 290· αἰδοῦς Θέογν. 253, 256· οἴκτου Αἰσχύλ. Πρ. 239 ξυγγνώμης Θουκ. 7. 15· τῆς ἀξίας Ἀριστοφ. Ὄρν. 1223· δαίμονος... κακοδαίμονος ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 112· τ. τῶν λεγομένων, λαμβάνω γνῶσιν αὐτῶν, Πλάτ. Πρωτ. 342Ε. β) μεθ’ Ὅμ. καὶ μετ’ αἰτ., μισθὸν Ἡρόδ. 5. 23· τὰ πρόσφορα Αἰσχύλ. Χο. 711, πρβλ. Εὐμ. 80, Σοφ. Ο. Κ. 1106, Φιλ. 509, Elmsl. εἰς Εὐρ. Μήδ. 741. γ) μεθ’ ἑκατέραν πτῶσιν δυνάμεθα νὰ προσθέσωμεν γεν. τοῦ προσώπου, λαμβάνω, ἐπιτυγχάνω τι παρά τινος, ὧν δέ σου τυχεῖν ἐφίεμαι Σοφ. Φιλ. 1315· σου τοῦτο τ. ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1168· ἢ δύναται νὰ τεθῇ τὸ πρόσωπον μετά τινος προθέσεως, τ. ἐπαίνου ἔκ τινος ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 665· φιλότητος παρά τινος Ὀδ. Ο. 158· τιμίαν ἕδραν παρά τινος Αἰσχύλ. Εὐμ. 856, πρβλ. Θέογν. 253, Ξεν.· αἰδοῦς ὑπό τινος Ξεν. Κύρ. 1. 6, 10, πρβλ. Ἀπομν. 4. 8, 10, κτλ. δ) μετ’ ἀπαρ., πρὸς μακάτων τ. εὖ πασχέμεν (= εὐπαθείας) Πινδάρ. Π. 3. 186· οἶμαί σου τεύξεσθαι μεθεῖναί με Πλάτ. Φίληβ. 50D· ἐὰν ψαῦσαι... τύχωμεν Πλουτ. Πελοπ. 33. 3) ὡσαύτως ἐπὶ κακῆς σημασίας, βίης τυχεῖν Ἡρόδ. 9. 108· τραυμάτων, κακῶν Αἰσχύλ. Ἀγ. 866, Εὐρ. Ἑκάβ. 1280· δίκης, κρίσεως Πλάτ. Γοργ. 472D, Φαῖδρ. 249Α, πρβλ. Νόμ. 869Β· ― ἀκριβῶς ὡς τὸ κυρῆσαι, πρβλ. Valck εἰς Ἡρόδ. 7. 208. 4) ἀπολ., ἐπιτυγχάνω τοῦ σκοποῦ, φθάνω εἰς τὸν σκοπόν μου, ἐπιτυγχάνω, οὐκ ἐτύχησεν ἑλίξας Ἰλ. Ψ. 466· εἰ τύχῃ τις ἔρδων Πινδ. Ν. 7. 16, πρβλ. 81· τὸ τυχεῖν = νίκη, ὁ αὐτ. ἐν Ο. 2 93· πείθειν... τυγχάνειν θ’ ἅμα Εὐρ. Ἑκάβ. 819· εἰ τύχοιμεν Θουκ. 4. 63· τυχόντες, ἂν ἐπιτύχωμεν, ἀντίθετον τῷ σφαλέντες, ὁ αὐτ. 3. 39, πρβλ. 3. 82, Πινδ. Π. 10. 96· τυγχάνουσι καὶ ἀποτυγχάνουσι Ἀριστ. Ποιητ. 6, 7· ― ὀρθῶς πράττειν καὶ τ. Πλάτ. Εὐθύδ. 280Α· ἐπιτυγχάνω τοῦ αἰτουμένου, λαμβάνω τὸ αἰτηθέν, Ἡρόδ. 1. 213., 5. 25· (οὕτω, τυγχάνειν γνώμης παρὰ Θουκ. 3. 42)· καὶ ἐπὶ λόγου, λέγω τὸ ὀρθόν, ἔχω δίκαιον, τί νιν λέγουσα... τύχοιμ’ ἄν; Αἰσχύλ. Ἀγ. 1233, πρβλ. Χο. 14, 318. 997, Σοφ. Φιλ. 223, Ο. Κ. 1580· οὕτω Δίκαν νιν προσαγορεύομεν τυχόντες καλῶς Αἰσχύλ. Χο. 951. 5) ἔχω τὴν τύχην ἢ μοῖραν νά..., ὅς κε τύχῃ, ὅστις δήποτε λάβῃ τὸν κλῆρον (δηλ. νὰ ἀποθάνῃ), Ἰλ. Θ. 430. Β. ἀμεταβ., συμβαίνει κατὰ τύχην νὰ εὑρίσκωμαι ἔν τινι τόπῳ, εἴπερ τύχῃσι μάλα σχεδόν, ἂν κατὰ τύχην συμβῇ νὰ εἶναι πολὺ πλησίον, Ἰλ. Λ. 116· μὴ σύ γε κεῖθε τύχοις, εἴθε νὰ μὴ τύχῃς (νὰ εἶσαι) ἐκεῖ, Ὀδ. Μ. 106· πέτρη τετύχηκε διαμπερὲς ἀμφοτέρωθεν Κ. 88· πεδίοιο διαπρύσιον τετυχηκὼς Ἰλ. Ρ. 748. ― Ὁ Ὅμηρ. ποιεῖται χρῆσιν μόνου τοῦ πρκμ. ἐπὶ τῆς ἀμεταβ. ταύτης σημασίας. 2) ἐπὶ γεγονότων καὶ πραγμάτων καθόλου, συμβαίνω εἴς τινα, πίπτω εἰς τὸ μερίδιόν τινος, εἰς τὴν τύχην τινός, μετὰ δοτικ. προσ., οὕνεκά μοι τύχε πολλὰ νέῳ πόλεμόνδε κιόντι, «διότι ἔτυχέ μοι πολλὰ νέῳ ἀπελθόντι εἰς τὸν πόλεμον» (Γαζῆς), Ἰλ. Λ. 684, πρβλ. Böckh διάφ. γραφ. παρὰ Πινδ. ἐν Π. 1. 35 (68)· μετὰ τῆς ἐννοίας τοῦ ἐπιτυγχάνειν, καί μοι μάλα τύγχανε πάντα Ὀδ. Ξ. 231· ― οὕτω παρ’ Ἀττ., θέλοιμ’ ἂν ὡς πλείστοισι πημονὰς τυχεῖν Αἰσχύλ. Πρ. 346, πρβλ. Πέρσ. 706· οἷ’ αὐτοῖς τύχοι Σοφ. Φιλ. 275· εἴ τι δεσπόταισι τυγχάνει Εὐρ. Ἄλκ. 139· καὶ ἀπολ., εἰ δ’ αὖθ’, ὃ μὴ γένοιτο, συμφορὰ τύχοι Αἰσχύλ. Θήβ. 5, πρβλ. Ἀγ. 347, κλπ.· ἄριστα πρὸς τὸ τυγχάνον Εὐρ. Ἑλ. 1290, πρβλ. Ἴωνα 1511. 3) ἀπροσ. ὡς καὶ νῦν, ὅπως ἐτύγχανεν Εὐρ. Ἱππ. 929· ὅπως ἔτυχέ τῳ Θουκ. 5. 20· ὡς ἢ ὥσπερ ἔτυχεν Ξεν. Ἀπομνημ. 3. 9, 13, Ἑλλ. 3. 1, 19· οὐκ εἰκῇ καὶ ὡς ἔτυχε Πολύβ. 2. 56, 3· ᾗ ἔτυχε, ὅπου ἔτυχε Ξεν. Οἰκ. 3, 3, Κύρ. 8. 4, 3· ὁπότε τύχοι, ἐνίοτε, Πλάτων Φαίδων 89Β· ὅταν τύχῃ Εὐρ. Ἠλ. 1169· ὅταν τ. ἐκ παρέργου Θουκ. 1. 142· ἡνίκα ἂν τ. Δημ. 10. 4· ἂν τύχῃ, εἰ τύχοι, Πλάτ. Κρατ. 430Ε, Ἱππ. Ἐλάττων 367Α· τὸ δὲ εἰ ἔτυχεν οὐχ οὕτως ἔχει ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 439C· εἰ οὕτως ἔτυχε Ἀριστ. Κατηγ. 7, 34, κ. ἀλλ.· τὸ ὅπῃ ἔτυχεν, ἁπλῆ τύχη, Πλάτ. Φίληβ. 28D ἴδε κατωτ. ΙΙ. 3. ΙΙ. ἐπειδὴσημασία αὕτη περιλαμβάνει τὴν ἔννοιαν τῆς συμπτώσεως, τὸ τυγχάνω ἐπὶ τῆς σημασίας ταύτης συνάπτεται μετὰ τῆς μετοχῆς ἄλλου ῥήματος, ὥστε τὰ δύο σχηματίζουσιν ἓν μόνον ὀρθολεκτικὸν ῥῆμα, ἡ δὲ διὰ τοῦ τυγχάνω προστιθεμένη ἔννοια δύναται νὰ ἀποδοθῇ δι’ ἐπιρρήματος, τὰ νοέων τυγχάνω, τὰ ὁποῖα συλλογίζομαι ἀκριβῶς τώρα, Ἡρόδ. 1. 88· τυχεῖν τότε ἐών, ἅμα Δημαράτῳ τῷ Λακεδαιμονίῳ, νὰ τύχῃ τότε κατὰ σύμπτωσιν νὰ εἶναι μετὰ τοῦ Δημαράτου, 8. 65, 68· ἐτετεύχεε ἐπισπόμενος ὁ αὐτ. 3. 14· ὃ τυγχάνω μαθών, ὃ ἀρτίως ἔμαθον, Σοφ. Τρ. 370· παρὼν ἐτύγχανον, ἤμην παρὼν τότε ἀκριβῶς, ἔτυχε νὰ εἶμαι παρών, ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 742· τυγχάνω καθεύδων, κοιμῶμαι τώρα, Ἀριστοφ. Σφ. 336· ἔτυχον στρατευόμενοι, ἔτυχον τότε νὰ εὑρίσκωνται ἐν ἐκστρατείᾳ, Θουκ. 1. 104· ἔτυχε κατὰ τοῦτο καιροῦ ἐλθών ὁ αὐτ. 7. 2· ὅθεν τυχαίως, οἷον Πινδ. Ν. 7. 81, κλπ.· ἀλλὰ συχνάκις τὸ τυγχάνω οὐδόλως δυνάμεθα νὰ ἀποδώσωμεν, οἷον τυγχάνω ὤν, ὅπερ ἁπλῶς = εἰμί, Ἡσ. Ἀποσπάσμ. 22. 11, Αἰσχύλ. Θήβ. 520, Σοφ. Αἴ. 88, Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 35, Πλάτ. Πρωτ. 313C, κλπ. 2) ἡ μετοχὴ συχνάκις παραλείπεται, ὁ γὰρ μέγιστος τυγχάνει δορυξένων Σοφ. Ἠλ. 46· εἴ σοι χαρτὰ τυγχάνει τάδε αὐτόθι 1457· νῦν δ’ ἀγροῖσι τυγχάνει αὐτόθι 313· ἔνδον γὰρ ἄρτι τυγχάνει ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 9 εἰ σὺ τυγχάνεις ἐπιστήμων τούτων Πλάτ. Πρωτ. 313Ε, πρβλ. Γοργ. 502Β, Πολ. 369Β, κ. ἀλλ.· ― ἐνίοτε μάλιστα τὸ τυγχάνειν εἶναι ἐν χρήσει ἁπλῶς ὡς τὸ εἶναι, οὐκ ἀποδάμου τυχόντος, οὐκ ἀποδημοῦντος, Πινδ. Π. 4. 9 (πρβλ. τόσσαις)· ποῦ χρὴ τυγχάνειν Εὐρ. Ι. Α. 730· τυγχάνει δ’ ἐν ἐμπύροις, ἔτυχε νὰ εἶναι κατ’ ἐκείνην τὴν ὥραν ἠσχολημένος εἰς τὰ τῆς θυσίας..., ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 1113· ὡς ἕκαστοι ἐτύγχανον, ηὐλίζοντο Ξεν. Ἀν. 2. 2, 17, πρβλ. 3. 1, 3· συχν. παρ’ Ἀριστ., δύο μέρη τετύχηκεν Πολ. 6. 3, 4, πρβλ. 4. 2, 4, Τοπ. 6. 14, 4. κ. ἀλλ.· ― ὁ Porson μάλιστα (εἰς Εὐρ. Ἑκ. 782) ἑπόμενος τῷ Φρυνίχῳ ἀποδοκιμάζει τὴν χρῆσιν ταύτην παρὰ τοῖς Ἀττ., ἀλλ’ ἴδε Elmsl. Mus. Crit. 1, σ. 351, Herm. εἰς Σοφ. Αἴ. 9, Ἠλ. 46, Λοβ. εἰς Φρύν. 277. 3) ἐν φράσεσιν, οἷαι αἱ ἀκόλουθοι, δυνάμεθα εὐκόλως νὰ νοήσωμεν μετοχὴν ἐκ τῶν συμφραζομένων, ὅπως ἐτύγχανεν (ἐξυπακ. ἔχουσα φωνὴν) Εὐρ. Ἱππ. 929· ἀπαίροντες ἀπὸ τῆς Πελοποννήσου ὁπόθεν τύχοιεν (ἐξυπακ. ἀπαίροντες), ἀντὶ ὁπόθεν τύχοι, Θουκ. 4. 26, πρβλ. 93., 5. 56, Πλάτ. Θεαίτ. 179C· ὅ τι ἂν τύχωσι, τοῦτο λέγουσι, ὅ,τι δήποτε παρουσιασθῇ εἰς αὐτοὺς (δηλ. ὅ τι ἂν τύχωσι λέγοντες) ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 353Α· ὅ τι ἂν τύχωσι, τοῦτο πράττουσι ὁ αὐτ. ἐν Κρίτωνι 45D, πρβλ. Γοργ. 522C, Συμπ. 181Β· ἀναφύονται ὁπόθεν ἂν τύχῃ ἕκαστος ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 180C· τάχ’ ἄν, εἰ τύχοιεν, σωφρονέστεροι γένοιντο Δημ. κλπ.· ― μάλιστα ἐνίοτε τὸ ῥῆμα συμφωνεῖ πρὸς τὸ πρόσωπον ὅπου θὰ περιέμενέ τις χρῆσιν ἀπρόσωπον (ὡς ἐν τοῖς δῆλός εἰμι, δίκαιός εἰμι, ἀντὶ δῆλόν ἐστι, δίκαιόν ἐστι)· δουλεύειν μᾶλλον ἢ μεθ’ ὁποτέρου ἂν τύχωσι τούτων ἐλευθέρους εἶναι Θουκ. 8. 48· ― ἐν βιβλ. 3. 43, πρὸς ὀργήν, ἥν τινα τύχητε... σφαλέντες, εὐκολώτατον πάντων εἶναι νὰ συναφθῇ τὸ τύχητε μετὰ τοῦ σφαλέντες, ἕνεκα ὀργῆς δι’ ἣν πιθανὸν νὰ ἐπάθετε συμφοράν, ἀλλ’ ἕτεροι προτιμῶσι νὰ ὑπονοήσωσιν εἰς τὸ τύχητε τὴν μετοχ. ζημιοῦντες παραλαμβάνοντες αὐτὴν ἐκ τοῦ ἑπομένου ῥήματος ζημιοῦτε, ἴδε ἐκτενῆ σημείωσιν τοῦ Bloomlield ἐν τόπῳ. ΙΙΙ. οὐδ. μετοχ. τυχόν, ἐν χρήσει ἀπολ. ὡς τὸ ἐξόν, παρόν, κλπ., ἀφ’ οὗ ἔτυχεν..., οὕτως τ. Λουκ. Συμπ. 43· ἀκολούθως 2) ὡς ἐπίρρ., κατὰ τύχην ἴσως, Ξεν. Ἀν. 6. 1, 20, Πλάτ. Ἀλκ. 2. 140Α, 150C, Μένανδρος ἐν «Γεωργῷ» 1, 3, κλπ.· κατὰ τὸ τ. Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 4, 6 τυχὸν μέν... τυχὸν δέ... Ἀρρ. Ἀν. 1. 16, 10, κλπ.· πρβλ. τυχόντως. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 529, 531.

Middle Liddell

[Root !τυκ]
A. to hit, esp. to hit a mark with an arrow, Hom., etc.: he mostly constructs it with acc., when the object hit is alive, with genitive when it is lifeless; so, τ. τοῦ σκοποῦ Xen.;—a prep. is sometimes added, κατὰ κληῖδα, κατὰ ζωστῆρα τυχήσας [τινά] Il.;—absol., ἤμβροτες οὐδ' ἔτυχες Hom.; the part. τυχών is often joined with βάλλειν, οὐτᾶν, etc., Hom.
II. to hit upon, light upon:
1. to meet by chance, meet with, fall in with a person, absol., Od.; c. gen., Aesch., etc.:—aor2 part. ὁ τυχών, the first one meets, any one, Lat. quivis, Hes., Plat., etc.; οἱ τυχόντες every-day men, the vulgar, Xen.; so, τὸ τυχόν any chance thing, Plat.
2. to meet with, hit, reach, gain, get, obtain a thing, and in the past tenses (like κέκτημαι), to be in possession of, to have, c. gen., Od., etc.:—after Hom. also c. acc., τ. μισθόν Hdt.; τὰ πρόσφορα Aesch., etc.:—gen. pers. added, to obtain a thing from a person, τ. τί τινος Soph.; τινὸς παρά τινος Od.
3. also in bad sense, βίης τυχεῖν to meet with, suffer violence, Hdt.; τ. κακῶν Eur.
4. absol. to hit the mark, to make a hit, Il., Attic; so, τυχόντες καλῶς Aesch.
5. to have the lot or fate, ὅς κε τύχηι whoever draws the lot (to die), Il.
B. intr. to happen to be at a place, εἴπερ τύχηισι μάλα σχεδόν if by chance she be quite near, Il. etc.
2. of events, and things generally, to happen to one, befal one, fall to one's lot, c. dat. pers., Il., Attic; also to turn out well, Od.
3. impers., ὅπως ἐτύγχανεν as it chanced, i. e. without any rule, indefinitely, Eur.; ὡς or ὥσπερ ἔτυχεν Xen.; ὁπότε τύχοι when it chanced, sometimes, Plat.
II. joined with a part., τὰ νοέων τυγχάνω which I have just now in my mind, Hdt.; ὃ τυγχάνω μαθών which I have just learnt, Soph.; ἔτυχον στρατευόμενοι they were just then engaged in an expedition, Thuc.;—in phrase τυγχάνω ὤν, simply = εἰμί, Aesch., Soph., etc.
2. the part. is often omitted, ἔνδον γὰρ ἄρτι τυγχάνει (sc. ὤν) Soph.; εἰ σὺ τυγχάνεις ἐπιστήμων Plat.:—sometimes indeed τυγχάνειν is used very much like εἶναι, τ. ἐν ἐμπύροις to be engaged in sacrifice, Eur.; ὡς ἕκαστοι ἐτύγχανον just as they all were, Xen.
3. in many phrases it is easy to supply a part., ὅ τι ἂν τύχωσι, τοῦτο λέγουσι they say whatever comes uppermost (i. e. ὅ τι ἂν τύχωσι λέγοντες), Plat.
III. neut. part. τυχόν, absol. like παρόν, since it so befel, Luc.
2. as adv. perchance, perhaps, Xen., Plat.

Frisk Etymology German

τυγχάνω: {tugkhánō}
Forms: Aor. τυχεῖν, ep. auch τυχῆσαι, redupl. Formen Konj. τετύχῃσι, Opt. τετύχοιμι (sp. und künstlich), Fut. τεύξομαι (alles seit Il.), Perf. τετύχηκα (seit κ 88), Ptz. -ηκώς od. -ηώς (P 748), τέτευχα (jungatt. usw., ἐτετεύχεε Hdt.), τέτυχα (Aristeas u.a.), Med. Aor. τεύξασθαι (LXX), Pass. ἐνετεύχθην, Perf. ἐπιτέτευγμαι (Plb.),
Grammar: v.
Meaning: das Ziel, den Zweck erreichen, treffen, antreffen, zufällig begegnen, intr. ‘sich treffen, zufällig zuteil werden. sich zufällig ereignen’.
Composita: sehr oft m. Präfix, z.B. ἐν-, ἐπι-, ἀπο-. συν-,
Derivative: Ableitungen: 1. τύχη f. Zufall, Ereignis, Glückszufall, Schicksal, Los, auch personifiziert wie lat. Fatum (seit h. Cer. 420, Hes. Th. 360; appellat. seit Archil. u. Pi.), mit τυχηρός zufällig, glücklich (A. in lyr., Ar., Arist. usw.), -αῖος zufällig (Plu., J., AP), τὸ Τυχαῖον templum Fortunae (D. C., Inschr.), ἡ Τυχαία = Τύχη (Inschr. Palästina); τὰ Τυχεῖα Fest zu Ehren der Τύχη (Lampsakos); -ικός zufällig (Plb., Phld. usw.), -άδιον n. Demin. (Eust.); -άζεσθαι· στοχάζεσθαι H. (τυχασάμενον Erot. = στοχασάμενον Hp.); ἐντυχαλός· ἐντευκτική H. Τύχων, -ωνος m. Bein. des Hermes u.a. (Magnesia IIIa, Str., AP u.a.). 2. τεῦξις f. Erreichung (Plu., Arr., S. E. u.a.), früher und öfter zu den präfigierten Verba, z.B. ἐπί- ~ Erreichung, Erlangung (Arist. u.a.). ἔν- ~ Zusammenkunft, Besuch, Gesuch (Pl., Arist. usw.). ἀπο- ~ das Verfehlen, Fehlbitte (hell. u. sp.) mit ἐπι-, ἐν-, ἀποτευκτικός usw. 3. ἀπό-, ἔν-, ἐπίτευγμα (zu ἀποτυγχάνω usw.) n.: ἀπό- ~ mißlungenes Unternehmen (Arist. usw.). ἔν- ~ Begegnung (D. S.), ἐπί- ~ Erfolg, Glück (hell. u. sp.); aber τεῦγμα zu τεύχω (s.d.). — 4. Als Hinterglied -τυχής mit Beziehung auf sowohl τύχη wie τυχεῖν, z.B. εὐτυχής glücklich, δυστυχής unglücklich mit -ία, -έω, -ημα, -ησις (Pi., ion. att.); sehr oft zu den präfigierten Verba, z.B. ἐπιτυχής (: ἐπιτυχεῖν) das Richtige treffend, erfolgreich mit -ία, -ίη ‘Erfolg. Glück’ (ion. att.). Auch -τυχος (ganz selten), z.B. ὀψίτυχος ‘der (das Glück) spät erreicht’ (sp.). Als Vorderglied in PN, z.B. Τυχάρετος, Τύχανδρος.
Etymology: Neben dem Nasalpräsens τυγχάνω und dem themat. Wz.-Aor. τυχεῖν steht seit Beginn der Überlieferung mit abweichender Bed. das hochstufige Wz.-Präs. τεύχω mit dem σ-Aorist τεῦξαι (s.d.). Die semantische Differenzierung hängt wahrscheinlich mit der verschiedenen Bildungsweise, zumal der Präsentia, zusammen (Chantraine Gramm. hom. 1,316 m. Lit.; vgl. Schwyzer 701 u. 756). Beide Paradigmata haben sich aus einem nicht näher bestimmbaren idg. Keim im Griech. durchaus selbständig entwickelt; vgl. die Ausführungen bei Kuiper Nasalpräs. 156 f. m.. Lit. Als Verwandte werden seit langem einige germ., auch einige baltoslav. und kelt. Wörter betrachtet, z.B. got. daug, ahd. toug (Präteritopräs.) ‘es taugt, nützt’ mit ahd. tuht Tüchtigkeit, Kraft, nhd. tūchtig, lit. daũg viel, russ. djužij stark, robust, kräftig, ir. dūal passend, dūan Gedicht, alles aus idg. dh(e)ugh- herleitbar. In jeder Hinsicht mehrdeutig dagegen heth. duqqa-, z.B. UL duqqari es ist nicht von Wichtigkeit (Hofmann Et. Wb. mit Sturtevant). WP. 1, 847 u. Pok. 271 m. Lit. und weiteren Hypothesen, auch Fraenkel und Vasmer s.vv., ebenfalls m. Lit. —Semantisch besser zu τύχη, τυγχάνω stimmt ein kelt. Wort für Glück, ir. tocad, kymr. tynged, das aber eine Tenuis -k- voraussetzt und deshalb auch anderswo untergebracht worden ist (idg. tenq-; WP. 1, 725f., Pok. 1068). — Anders über Τύχη Pisani REIE 1,238 ff.: als Bez. einer alten theriomorphen Fruchtbarkeitsgöttin zu aind. Kāma-duh(ā) "Die Wünsche gewährende", Wunschkuh und nur volksetymologisch an τυγχάνω angeschlossen (das von P. zu τύπτω, lat. tu-ndō usw. gestellt wird[?]); dagegen Herzog-Hauser WienStud. 63, 157 ff. Weitere Lit. zu τύχη bei Luther Weltansicht und Geistesleben 62 f., dazu noch P. Joos Τύχη, φύσις, τέχνη. Studien zur Thematik frühgriech. Lebensbetrachtung. Diss. Zürich 1953, A. Zimmermann Tyche bei Platon. Diss. Bonn 1966. Näheres zu τυγχάνω bei Homer Trümpy Fachausdrücke 117f.
Page 2,940-941

Chinese

原文音譯:tugc£nw 碇格哈挪
詞類次數:動詞(13)
原文字根:發生 相當於: (בְּעוּלָה‎ / בָּעַל‎) (מָצָא‎)
字義溯源:蒙受*,接受,發生,遇見,偶遇,常,固,如,得,得到,得著,得以享,找著,也許,打中;或源自(τετράρχης)Y=準備好*),而 (τετράρχης)Y出自(τίκτω)=生產*)
同源字:1) (ἔντευξις)會談 2) (ἐντυγχάνω)面求 3) (ἐπιτυγχάνω)獲得 4) (παρατυγχάνω)巧遇 5) (συντυγχάνω)相遇 6) (τυγχάνω)蒙受 7) (ὑπερεντυγχάνω)代求
出現次數:總共(13);路(2);徒(5);林前(3);提後(1);來(2)
譯字彙編
1) 得(2) 路10:30; 路20:35;
2) 他所得的(1) 來8:6;
3) 得著(1) 來11:35;
4) 我們得以⋯享(1) 徒24:3;
5) 我⋯得到(1) 徒26:22;
6) 可以得著(1) 提後2:10;
7) 如(1) 林前15:37;
8) 常的(1) 徒19:11;
9) 接受(1) 徒27:3;
10) 常(1) 徒28:2;
11) 固(1) 林前14:10;
12) 也許(1) 林前16:6

Mantoulidis Etymological

(=πετυχαίνω, συναντῶ, βρίσκω). Ἴσως νά συγγενεύει μέ τό τεύχω. Θέματα: α) ἰσχυρό τευχ-, β) ἀσθενές τυχ-. Θέμα τυχ + πρόσφυμα ν μπροστά ἀπό τό χαρακτήρα καί πρόσφυμα αν ὕστερα ἀπό αὐτόν → τυ-ν-χ-άν-ω → τυγχάνω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: τύχη, ἀτυχής, δυστυχής, εὐτυχής, τυχαῖος, τυχηρός, τευκτός, ἀνέντευκτος, ἀνεπίτευκτος, τεῦξις, ἔντευξις, ἐπίτευξις, συνέντευξις, τεῦγμα, ἐπίτευγμα, συντυχία.

Translations

happen

Afrikaans: aangaan; Albanian: ndodh; Arabic: حَدَثَ‎, جَرَى‎, حَصَلَ‎, وَقَعَ‎; Egyptian Arabic: حصل‎; Hijazi Arabic: صار‎, حصل‎; Moroccan Arabic: وقع‎; Aramaic: הוי‎; Armenian: պատահել; Assamese: ঘটা; Azerbaijani: vaqe olmaq, olmaq; Bashkir: булыу; Basque: gertatu; Belarusian: здарацца, здарыцца, адбывацца, адбыцца, трапляцца, трапіцца; Bengali: ঘটা; Bulgarian: случвам се, ставам; Burmese: ဖြစ်; Catalan: passar, ocórrer, succeir; Cherokee: ᏂᎦᎵᏍᏗᎭ; Chinese Cantonese: 發生, 发生; Mandarin: 發生, 发生; Czech: stát se, dít se, dějít se; Danish: ske, hænde, indtræffe, forefalde; Dutch: gebeuren; Esperanto: okazi; Estonian: juhtuma, toimuma; Faroese: henda, gerast; Finnish: tapahtua, käydä, sattua; French: arriver, se produire, se passer, advenir; Galician: suceder, pasar, ocorrer, acontecer, avir, adergar, callar, acaescer; Gallurese: avviné; Georgian: მოხდომა; German: geschehen, passieren, stattfinden, vorfallen; Alemannic German: passiere; Greek: συμβαίνω, γίνομαι, τυχαίνω, λαχαίνω, τυγχάνω, διαδραματίζομαι, σημειώνομαι; Ancient Greek: τυγχάνω, συμφέρω; Hebrew: קָרָה‎, הָלַךְ‎; Hindi: बीतना; Hungarian: történik, megtörténik, megesik; Icelandic: bera við, henda, verða, vilja til, gerast; Ido: eventar; Irish: tarlaigh; Old Irish: ad·cumaing, do·ecmaing, for·cumaing; Italian: accadere, succedere, occorrere; Japanese: 起こる, 起る; Kazakh: болу; Khmer: កើតឡើង, កើត; Korean: 일어나다, 발생하다; Kyrgyz: болуу; Ladino Roman: afitar; Lao: ບັງເກີດ, ເກີດ, ເປັນ; Latin: fio, accido, contingo, evenio, cado, intercido, eo; Latvian: notik; Lithuanian: atsitikti, vykti, įvykti; Luhya: esihole; Macedonian: се случува, се случи; Maore Comorian: uhidjiri; Mbyá Guaraní: iko; Mongolian: болох, тохиолдох; Ngazidja Comorian: uhundra; Norwegian: foregå, inntreffe, skje; Old English: ġelimpan, weorþan, ġebyrian; Old Turkic: 𐰉𐰆𐰞‎; Persian: روی دادن‎, اتفاق افتادن‎, واقع شدن‎, پیشامد کردن‎; Polish: zdarzać się, zdarzyć się, wydarzać się, wydarzyć się, dziać się, stać się, trafiać się, trafić się; Portuguese: acontecer, suceder, ocorrer; Quechua: tukuy; Romagnol: cadér; Romanian: întâmpla, petrece; Russian: происходить, произойти, случаться, случиться, состояться; Sardinian Campidanese: accadésseri, sutzediri; Logudorese: sutzèdere; Sassarese: accadí; Scottish Gaelic: tachair, turchair, tàrlaidh; Serbo-Croatian Cyrillic: догодити се, десити се; Roman: dogoditi se, desiti se; Seri: aaha; Slovak: stať sa, udiať sa; Slovene: zgodíti se; Spanish: suceder, ocurrir, pasar; Swahili: kutukia, kutokea; Swedish: hända, ske, inträffa, äga rum, förekomma; Tagalog: mangyari; Tajik: рӯй додан, воқеъ шудан, иттифоқ афтодан; Tamil: ஆகு, நட; Thai: เกิด; Tibetan: བྱུང; Turkish: olmak, yer bulmak, meydana gelmek; Turkmen: bolmak; Ukrainian: ставатися, статися, траплятися, трапитися, відбуватися, відбутися, чинитися, учинитися, зчинитися, робитися, зробитися; Urdu: بیتنا‎; Uyghur: يۈز بەرمەك‎; Uzbek: boʻlmoq, voqe boʻlmoq, yuz bermoq; Vietnamese: xảy ra, xảy đến; Volapük: jenön; Walloon: ariver, sorvini, si passer; Yiddish: געשען‎

get

Albanian: marr; Arabic: اِسْتَلَمَ‎; Assamese: পোৱা; Belarusian: даставаць, дастаць; Bengali: পাওয়া; Bulgarian: добивам; Catalan: aconseguir, obtenir; Central Sierra Miwok: sun·u-; Chechen: эца; Cherokee: ᎠᎩᎠ, ᎠᏱᎭ, ᎠᏯᏂᎭ; Chinese Mandarin: 获得, 得到, 取, 拿; Min Dong: 掇; Czech: dostat; Danish: få fat i; Dutch: nemen, pakken, halen; Esperanto: preni, havigi, akiri; Finnish: saada; French: obtenir; Georgian: მიღება, აღება, მოპოვება; German: besorgen, holen, erwischen, kriegen, sich schnappen, anschaffen; Ancient Greek: κτάομαι, τυγχάνω, λαμβάνω, αἱρέω; Hindi: पाना; Hungarian: szerez; Ido: aquirar; Ingrian: saavva; Interlingua: obtener; Irish: faigh; Old Irish: ad·cota; Italian: ottenere; Japanese: 手に入れる, 入手する, 獲得する; Khmer: ទទួលបាន; Korean: 얻다; Latin: potior, impetro, nanciscor, assequor, consequor; Latvian: dabūt, iegūt; Macedonian: зема; Marathi: मिळवणे; Meänkieli: saaha, saaja, sada, saa'a; Ngazidja Comorian: uparisa; North Frisian: füünj, fu; Norwegian: få tak i, oppnå; Old English: beġietan; Pela: ɣa³⁵, ju⁵⁵; Persian: بدست آوردن‎, گرفتن‎; Polish: dostawać, dostać, otrzymywać, otrzymać; Portuguese: conseguir, pegar, arrumar, obter, adquirir; Romanian: primi, obține; Russian: доставать, достать; Sanskrit: लभते; Scottish Gaelic: faigh; Serbo-Croatian Cyrillic: добивати, добити; Roman: dobivati, dobiti; Slovak: dostať; Slovene: dobiti; Spanish: conseguir, obtener, coger; Swahili: wahi, pata; Swedish: få, skaffa; Sylheti: ꠙꠣꠃꠣ; Tagalog: makuha; Tamil: பெறு; Telugu: పొందు; Turkish: elde etmek, ele geçirmek; Ukrainian: діставати, дістати; Vietnamese: được, lấy; Volapük: getön; Welsh: cael; Zazaki: xo dest finen