τέλος: Difference between revisions
Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust
mNo edit summary |
|||
Line 38: | Line 38: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> η [[ολοκλήρωση]], η [[τελείωση]] ενός πράγματος, το έσχατο όριο του στον χώρο και στον χρόνο, [[αποπεράτωση]], [[πέρας]] (α. «το [[τέλος]] του δρόμου» β. «το [[τέλος]] της προσπάθειας» γ. «[[τέλος]] της εβδομάδας» δ. «μὴ πρότερόν τι πάθῇς, πρὶν [[τέλος]] ἐπιθεῖναι τοῖς πραττομένοις;», Iσοκρ.)<br /><b>2.</b> [[παύση]], [[λήξη]] (α. «το [[τέλος]] της παράστασης» β. «ὡς δὲ πρὸς [[τέλος]] γόων ἀφίκοντο», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[έκβαση]], [[αποτέλεσμα]] (α. «[[θέλω]] να δω τί [[τέλος]] θα έχει» β. «[[τέλος]] τοιόνδε ἐγένετο τῆς μάχης», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> το [[τέρμα]] της ζωής, ο [[θάνατος]] (α. «το [[τέλος]] μου έχει να [[γενή]] στην [[φυλακή]] ετούτη», <b>Ερωτόκρ.</b><br />β. «τῶν ἤδη [[τέλος]] ἐχόντων» — τών [[νεκρών]], <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> χρηματική [[παροχή]] που επιβάλλεται από το [[κράτος]], [[φόρος]], [[δασμός]] (α. «ταχυδρομικό [[τέλος]]» β. «τὸ ὡρισμένον τῆς αἰτήσεως [[τέλος]]», πάπ.)<br /><b>6.</b> ο [[τελικός]], ο [[αντικειμενικός]] [[σκοπός]]<br /><b>7.</b> (στην αρχ. φιλοσ.) α) το ύψιστο [[σημείο]], το ιδανικό<br />β) (στον <b>Αριστοτ.</b>) i) τελικό [[αίτιο]]<br />ii) το κύριο και πρώτιστο [[αγαθό]]<br /><b>8.</b> (<b>ως επίρρ.</b>) τελικά (α. «[[τέλος]] έφυγε» β. «[[τέλος]] οὐδέτεροι νικήσαντες διέστησαν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «στο [[τέλος]]» και «εἰς [ὴ ἐς] [[τέλος]]» — τελικά<br />β) «[[παίρνω]] [[τέλος]]» και «[[τέλος]] [[λαμβάνω]]» — ολοκληρώνομαι, συμπληρώνομαι<br />γ) | |mltxt=το, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> η [[ολοκλήρωση]], η [[τελείωση]] ενός πράγματος, το έσχατο όριο του στον χώρο και στον χρόνο, [[αποπεράτωση]], [[πέρας]] (α. «το [[τέλος]] του δρόμου» β. «το [[τέλος]] της προσπάθειας» γ. «[[τέλος]] της εβδομάδας» δ. «μὴ πρότερόν τι πάθῇς, πρὶν [[τέλος]] ἐπιθεῖναι τοῖς πραττομένοις;», Iσοκρ.)<br /><b>2.</b> [[παύση]], [[λήξη]] (α. «το [[τέλος]] της παράστασης» β. «ὡς δὲ πρὸς [[τέλος]] γόων ἀφίκοντο», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[έκβαση]], [[αποτέλεσμα]] (α. «[[θέλω]] να δω τί [[τέλος]] θα έχει» β. «[[τέλος]] τοιόνδε ἐγένετο τῆς μάχης», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> το [[τέρμα]] της ζωής, ο [[θάνατος]] (α. «το [[τέλος]] μου έχει να [[γενή]] στην [[φυλακή]] ετούτη», <b>Ερωτόκρ.</b><br />β. «τῶν ἤδη [[τέλος]] ἐχόντων» — τών [[νεκρών]], <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> χρηματική [[παροχή]] που επιβάλλεται από το [[κράτος]], [[φόρος]], [[δασμός]] (α. «ταχυδρομικό [[τέλος]]» β. «τὸ ὡρισμένον τῆς αἰτήσεως [[τέλος]]», πάπ.)<br /><b>6.</b> ο [[τελικός]], ο [[αντικειμενικός]] [[σκοπός]]<br /><b>7.</b> (στην αρχ. φιλοσ.) α) το ύψιστο [[σημείο]], το ιδανικό<br />β) (στον <b>Αριστοτ.</b>) i) τελικό [[αίτιο]]<br />ii) το κύριο και πρώτιστο [[αγαθό]]<br /><b>8.</b> (<b>ως επίρρ.</b>) τελικά (α. «[[τέλος]] έφυγε» β. «[[τέλος]] οὐδέτεροι νικήσαντες διέστησαν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «στο [[τέλος]]» και «εἰς [ὴ ἐς] [[τέλος]]» — τελικά<br />β) «[[παίρνω]] [[τέλος]]» και «[[τέλος]] [[λαμβάνω]]» — ολοκληρώνομαι, συμπληρώνομαι<br />γ) «[[μηδένα προ του τέλους μακάριζε]]» — μη θεωρείς κανέναν ευτυχισμένο [[προτού]] [[δεις]] το [[τέλος]] του<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «εν τέλει»<br />i) τελικά<br />ii) για να τελειώνουμε<br />β) «[[τέλος]] πάντων» και «τελοσπάντων» — ας τελειώνουμε, τελικά<br />γ) «από [[αρχή]] [[μέχρι]] τέλους» — σε όλη την [[έκταση]], σε όλα τα μέρη, [[παντού]]<br />δ) καλά [[τέλη]]»<br />i) καλά αποτελέσματα<br />ii) καλά [[γηρατειά]]<br />ε) «[[δίνω]] [[τέλος]] σε [[κάτι]]» — [[τερματίζω]] [[κάτι]], δεν [[αφήνω]] να υπάρξει [[συνέχεια]]<br />στ) «[[τέλος]] καλό, όλα καλά» — το αίσιο [[τέλος]] απαλύνει τις οποιεσδήποτε δυσάρεστες εμπειρίες από μια δύσκολη [[κατάσταση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δαπάνη]], έξοδα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εἰς [ἤ ἐς] [[τέλος]]» — εξ ολοκλήρου, εντελώς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ουσία]], ο [[κύριος]] [[σκοπός]] ενός πράγματος<br /><b>2.</b> η τέλεια [[ηλικία]] («εἰς ἀνδρὸς [[τέλος]]» — στην ανδρική [[ηλικία]], <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> η τελική [[απόφαση]]<br /><b>4.</b> (σχετικά με αγώνα) [[βραβείο]] («ἔφερε πυγμᾱς [[τέλος]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>5.</b> η υπέρτατη [[εξουσία]]<br /><b>6.</b> η ύψιστη [[θέση]] στον πολιτικό βίο<br /><b>7.</b> η [[κυβέρνηση]] («τοιαῦτ' ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>8.</b> [[διάταγμα]]<br /><b>9.</b> [[υπούργημα]] («ἔξω τοῦ τέλους εἰσὶ τούτου», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>10.</b> θρησκευτική [[εορτή]] και, [[ιδίως]], η [[τελετή]] του γάμου («[[τέλος]] ὁ [[γάμος]] ἐκαλεῖτο», <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>11.</b> [[συμβάν]], [[περιστατικό]] («οὐ γὰρ ἔγωγέ τι φημι [[τέλος]] χαριέστερον [[εἶναι]] ἤ ὅτε...», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>12.</b> [[δύναμη]], [[δραστικότητα]], αποτελεσματικότητα («καὶ τοῖσ' ουδὲν ἔπεστι [[τέλος]]», Σόλ.)<br /><b>13.</b> (στην Αθήνα) η [[περιουσία]] του πολίτη, σύμφωνα με την οποία καθορίζονταν και οι εισφορές του<br /><b>14.</b> κτηματική [[διαίρεση]] και [[διανομή]] («Κορωνείων τὸ [[τέλος]]», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>15.</b> <b>στρ.</b> α) [[τάγμα]], [[άγημα]] («πολλὰ πελταστῶν [[τέλη]]», <b>Ευρ.</b>)<br />β) (στους Ρωμαίους) η [[λεγεώνα]]<br />γ) στρατιωτική [[δύναμη]] από 2.048 πεζούς, η αρχαία [[μεραρχία]]<br />δ) στρατιωτική [[δύναμη]] από 2.048 ιππείς, η [[ταξιαρχία]]<br />ε) (σε [[συνεκφορά]] με τη λ. <i>δίρρυμα</i>) [[τάγμα]] αρμάτων<br /><b>16.</b> (γενικά) [[πλήθος]] («[[τέλη]] ἀθανάτων», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>17.</b> (σχετικά με πουλιά) [[σμήνος]] («ὀρνίθων τέλεα ὀχευόμενα ἔν τε τοῖσι νηοῖσι τῶν θεῶν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>18.</b> (στη δοτ. ως επίρρ.) <i>τέλει</i><br />γενικά<br /><b>19.</b> <b>στον πληθ.</b> τὰ [[τέλη]]<br />α) οι άρχοντες<br />β) τα καθήκοντα<br />γ) ιερές τελετές και θυσίες [[προς]] τιμήν θεών («θεοῖσι μικρὰ θύοντες [[τέλη]]», <b>Ευρ.</b>)<br />δ) τα [[Ελευσίνια]] μυστήρια, τα οποία ονομάστηκαν [[έτσι]] [[επειδή]] τά θεωρούσαν ως [[ολοκλήρωση]] του βίου<br />ε) [[λάφυρα]], τα οποία αφιέρωναν σε ναό<br /><b>20.</b> <b>φρ.</b> α) «[[τέλος]] ἔχω»<br />i) [[είμαι]] [[έτοιμος]], τελειωμένος<br />ii) (<b>για πρόσ.</b>) έχω τη [[δύναμη]] να επικυρώσω ή να καθιερώσω [[κάτι]]<br />β) «[[τέλος]] θανάτου» — η [[δύναμη]] που επιφέρει τον θάνατο<br />γ) «[[τέλος]] νόστου» — ο [[νόστος]], η [[επιστροφή]] (<b>Ομ. Οδ.</b>)<br />δ) «[[τέλος]] γάμου» — ο [[γάμος]] (<b>Ομ. Οδ.</b>)<br />ε) «οἱ ἐν τέλει» ή «οἱ τὰ [[τέλη]] ἔχοντες» — αυτοί που βρίσκονται στην [[εξουσία]], οι άρχοντες<br />στ) «διὰ τέλους» — για [[πάντα]], [[πάντοτε]]<br />ζ) «ἐπὶ [[τέλος]]» — τελικά, στο [[τέλος]]<br />η) «[[τέλος]] ἐπιτίθημί τινι» — [[κάνω]] [[κάτι]] αποτελεσματικό (<b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />θ) «[[τέλος]] γίγνεταί τινος» — έρχεται το [[τέλος]] ή το [[αποτέλεσμα]] ενός πράγματος (<b>Ηρόδ.</b>, <b>Ξεν.</b>)<br />ι) «[[κατά]] το [[τέλος]] ζημιοῦμαι» — τιμωρούμαι ανάλογα με την [[περιουσία]] και την [[τάξη]] μου <b>(Ισαί.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για ακατάληκτο σιγμόληκτο ουδ. (<b>πρβλ.</b> [[βέλος]], [[πένθος]]), που εμφανίζει [[μεγάλη]] [[ποικιλία]] σημασιών. Η σημ. της λ. «όριο, [[τέρμα]], [[σημάδι]]» θα μπορούσε να οδηγήσει στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>k</i><sup>w</sup><i>el</i>- «[[στρέφω]], [[γυρίζω]], κινούμαι [[ολόγυρα]]» (<b>πρβλ.</b> [[πέλω]], [[τέλομαι]]). Με τη σημ. της ρίζας <i>k</i><sup>w</sup><i>el</i>- (στην Ελληνική ο χειλοϋπερωικός [[φθόγγος]] [[πριν]] από [[φωνήεν]] -<i>ε</i>- αντιπροσωπεύεται με οδοντικό [[σύμφωνο]] <i>τ</i>-, [[εκτός]] της αιολ. διαλ., που εμφανίζει <i>π</i>-, <b>πρβλ.</b> [[πέλω]]) θα μπορούσε να συνδυαστεί και η βασική σημ. της λ. «[[αποπεράτωση]], [[έκβαση]]», όπως [[επίσης]] και η σημ. του ρ. [[τέλλω]] «[[εκτελώ]], [[ορίζω]]» (<b>πρβλ.</b> [[εντολή]]). Παρ' όλα αυτά, ο μυκην. τ. <i>tereta</i>, που αντιπροσωπεύει το παράγωγο [[τελεστής]], δεν εμφανίζει το αναμενόμενο σύμφωνα με την προηγούμενη [[υπόθεση]] αρκτικό χειλοϋπερωικό [[σύμφωνο]], [[γεγονός]] που γεννά αμφιβολίες για την ύπαρξη αμάρτυρου αρχικού τ. <i>k</i><sup>w</sup><i>el</i>-<i>os</i> και την [[αναγωγή]] της λ. στη [[ρίζα]] <i>k</i><sup>w</sup><i>el</i>-. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>tel</i>- «[[σηκώνω]], [[αίρω]], [[υψώνω]], [[ζυγίζω]], [[μεταφέρω]]» (<b>πρβλ.</b> [[τάλας]], [[τελαμών]]), [[γεγονός]] που θα μπορούσε να συνδυαστεί με τη σημ. «[[φόρος]], [[πληρωμή]]» και «[[κυβέρνηση]], [[εξουσία]]» της λ., όπως και με τη σημ. του ρ. [[τέλλω]] «[[ανεβαίνω]], [[προχωρώ]], [[υψώνω]]» (<b>πρβλ.</b> [[ανατολή]]). Η τελευταία [[άποψη]], [[ωστόσο]], δεν θα μπορούσε εύκολα να δικαιολογήσει τη βασική σημ. της λ. [[τέλος]] «[[αποπεράτωση]], [[έκβαση]], [[ολοκλήρωση]]». Η [[μεγάλη]] [[ποικιλία]] τών σημασιών που περιλαμβάνει η λ. και ειδικότερα η [[απόσταση]] [[ανάμεσα]] στις σημ. της αποπεράτωσης, της εξουσίας και του φόρου οδήγησε ορισμένους στην [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για δύο αρχικούς τ. διαφορετικής ετυμολογικής προέλευσης [[αλλά]] παρόμοιας μορφής που συγχωνεύθηκαν σε έναν. Βασική παρ' όλα αυτά σημ. [[πρέπει]] να θεωρηθεί η «[[αποπεράτωση]], [[έκβαση]], [[πραγματοποίηση]]», από όπου η σημ. «[[ουσία]], [[τελικός]], [[αντικειμενικός]] [[σκοπός]]», η σημ. «της τελικής απόφασης και της υπέρτατης εξουσίας που λαμβάνει τις αποφάσεις», όπως και η σημ. του «τυπικού βάσει του οποίου εκτελούνται οι αποφάσεις, [[διάταγμα]], [[υπούργημα]], θρησκευτική [[γιορτή]]» (<b>πρβλ.</b> [[τελετή]], [[τελετουργία]]). Με τις προηγούμενες σημ. συνδέονται τόσο η [[κοινή]] σημ. με την οποία η λ. χρησιμοποιείται κατ' εξοχήν στη Νέα Ελληνική: «το έσχατο [[σημείο]] ενός πράγματος, το έσχατο όριο, [[τέρμα]], [[παύση]], [[λήξη]], [[θάνατος]]» (<b>πρβλ.</b> [[τελευτή]], [[τελευταίος]]) όσο και η αρχ. σημ. «[[τάγμα]], στρατιωτικό [[απόσπασμα]], [[άγημα]]» με την [[έννοια]] του οργανωμένου, ολοκληρωμένου συνόλου. Σημαντική, [[τέλος]], [[είναι]] και η σημ. της λ. «αυτό που οφείλει [[κάποιος]], [[φόρος]], [[δασμός]]», από όπου η αρχ.-μσν. σημ. «[[δαπάνη]], έξοδα». Την [[ίδια]] [[ποικιλία]] σημ. με τη λ. [[τέλος]] εμφανίζει το παράγωγο ρ. <i>τελῶ</i> και τα σύνθ. σε -<i>τελής</i> (σχηματισμένα από το σιγμόληκτο θ. <i>τελ</i>-<i>εσ</i>- της λ.). Η λ. [[τέλος]] εμφανίζεται και ως α' συνθετικό με τη [[μορφή]] <i>τελεσσι</i>-, πιθ. από τον τ. της δοτ. πληθ. <i>τέλεσι</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ὀρεσί</i>-<i>κοιτος</i>, <i>ὀρεσι</i>-<i>δίαιτος</i>, <b>βλ.</b> και λ. <i>όρος</i>), με διπλασιασμό του -<i>σ</i>- [[προς]] [[διευθέτηση]] μετρικών αναγκών.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>τέλ</i>(<i>ε</i>)<i>ιος</i>, [[τελικός]], [[τελώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[τελήεις]], [[τελίσκω]], [[τέλοσδε]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[τελεσφόρος]], [[τελώνης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[τελάρχης]], [[τελεσίδρομος]], [[τελεσίερος]], [[τελεσίκαρπος]], [[τελεσιουργός]], [[τελεσιφάντης]], [[τελεσσιδώτειρα]], [[τελεσσίνους]], [[τελεσσίφρων]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[τελεσσίγαμος]], [[τελεσσίγονος]], [[τελεσσίμορος]], [[τελεσσίτοκος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τελεσίγραφο]], [[τελεσίδικος]], [[τελολογία]], [[τελόφαση]]. (Β' συνθετικό σε -<i>τελής</i>) [[ατελής]], [[αυτοτελής]], [[δημοτελής]], [[εντελής]], [[επιτελής]], [[ευτελής]], [[ημιτελής]], [[ισοτελής]], [[λυσιτελής]], [[ολοτελής]], [[παντελής]], [[πολυτελής]], [[υποτελής]], [[φοροτελής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αγχιτελής</i>, [[αειτελής]], [[ακροτελής]], [[αρτιτελής]], [[βαρυτελής]], [[βιοτελής]], [[βραχυτελής]], [[διατελής]], [[εκτελής]], [[καρποτελής]], [[κοινοτελής]], [[νεοτελής]], [[ομοτελής]], [[οξυτελής]], [[προτελής]], [[συντελής]], [[υπερτελής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ανιδιοτελής]], [[ιδιοτελής]], <i>υπερπολυτελής</i>, [[φιλοτελής]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 07:03, 16 December 2024
English (LSJ)
εος, τό, (τέλλομαι, τέλλω)
A coming to pass, performance, consummation, εἰ γὰρ ἐπ' ἀρῇσιν τ. ἡμετέρῃσι γένοιτο Od.17.496; ἐν [θεοῖς] τ. ἐστὶν ὁμῶς ἀγαθῶν τε κακῶν τε Hes.Op.669; δίκη δ' ὑπὲρ ὕβριος ἴσχει ἐς τ. ἐξελθοῦσα issuing in fulfilment, execution, ib.218; καθάπερ ἐκ δίκης κατὰ νόμον τ. ἐχούσης PEleph.1.12 (iv B.C.), cf. IG12(7).67.48 (Arcesine, iv/iii B.C.); καθήκει νῦν [τὰν γνώμαν] ἐπὶ τέλος ἀχθῆμεν SIG793.7 (Halasarna, i A.D.); ἔλπομαι μέν, ἐν θεῷ γε μὰν τ. Pi.O.13.105, cf. N.8.45, 10.29, D.18.193; ἢν θεὸς ἀγαθὸν τ. διδῷ αὐτῷ X.Cyr.3.2.29; ἐν πείρᾳ τ. διαφαίνεται Pi.N.3.70; ψευστήσεις, οὐδ' αὖτε τ. μύθῳ ἐπιθήσεις Il.19.107, cf. Isoc.5.71, 6.77; result, τ. δ' οὔ πώ τι πέφανται Il.2.122; εἵως κε τ. πολέμοιο κιχείω 3.291; ἐν γὰρ χερσὶ τ. πολέμου 16.630; ἶσον τείνειεν πολέμου τ. 20. 101, cf. Hes.Th.638 (but ἢ πολέμοιο ἢ λοιμοῖο τ. ποτιδέγμενοι the coming to pass (outbreak) of... A.R.4.1282); τί μὰν ἀφήσει τ.; S. OC1468 (lyr.); τί ἔσται τὸ τ. τῶν γιγνομένων τούτων ἐμοί; Hdt.1.155, cf. Isoc.6.50; ἀποίητον . . θέμεν ἔργων τ. undo things done, Pi.O.2.17; ὁδοῦ τ. S.OC1400; φόνου τ. A.R.1.834; τοῦ δ' ὔμμι τέλος κρηῆναι ἔοικεν Id.3.172; τῷ τ. πίστιν φέρων the outcome, S.El.735; Ζεὺς πάντων ἐφορᾷ τ. Sol.13.17; ἀκόλουθον τὸ τ. ἐξέβη τοῦ κινδύνου ταῖς ἐπιβολαῖς Plb.4.11.9; ἀμφίδοξα τὰ τ. τῶν κινδύνων αὐτοῖς ἀπέβαινε Id.18.28.11, cf. 18.32.12, 3.5.7; τ. τοιόνδε ἐγένετο τῆς μάχης Hdt. 9.22, cf. Plb.1.61.2; μάχης . . κεκύρωται τ. A.Ch.874; διὰ μάχης ἥξω τέλους, = διὰ μάχης ἥξω, Id.Supp.475; ἐπ' ἀμφότερα μαχᾶν τάμνειν τ. to seek to determine the issue of the battles in both directions, Pi.O.13.57; more generally, event, οὐ γὰρ ἔγωγέ τί φημι τ. χαριέστερον εἶναι ἢ ὅτε . . Od.9.5: in concrete sense, result, product, τ. εὐπεψίας αἱματικῆς πιμελὴ καὶ στέαρ Arist.PA672a4, cf. GA725b8.
2 in contexts like Hes.Op.669, Il.16.630 (v. supr.), τ. can be understood as power of deciding, supreme power, and so we have τ. μὲν Ζεὺς ἔχει . . πάντων ὅσ' ἐστί Semon.1.1; ἐν δ' ἐμοὶ τ. αὐτοῖν γένοιτο τῆσδε τῆς μάχης πέρι S.OC423; [Ἄπολλον] . . ὅθεν πολεμόκραντον ἁγνὸν, τ. ἐν μάχᾳ A.Th.162 (lyr.); τελέων τελειότατον κράτος, ὄλβιε Ζεῦ Id.Supp.525 (lyr.); τ. ἔχει δαίμων βροτοῖς, τ. ὅπᾳ θέλει E.Or. 1545 (lyr.); τ. δ' ἐφ' ἡμῖν, εἴτε . . εἴτε . . Id.Hel.887; καὶ τοῖσ' (sc. ἰητροῖς) οὐδὲν ἔπεστι τ. they have no power or efficacy, Sol.13.58: and in the civil sphere, τ. ἔχειν, of persons, to have the power to ratify, IG12.57.25, Foed. ap. Th.4.118, Arist.Pol.1322b13; ὅ τι ἂν δόξῃ τοῖς πλείοσι τοῦτ' εἶναι τ. the decision of the majority must be final, ib. 1317b6; κύριος ἔστω ἐπιβάλλειν κατὰ τὸ τ. shall have authority to inflict a fine up to the limit of his powers, Lexap.D.43.75; κατὰ τὸ τ. ζημιοῦσθαι Is.4.11; τοῖς κατ' ἐμπορίαν παραγιγνομένοις μηδὲν ἔστω τ. πλὴν ἐπὶ κήρυκι ἢ γραμματεῖ Foed. ap. Plb.3.22.8; τ. ἔχειν, of things, to have decisive or final authority, σφῷν μὲν ἐντολὴ Διὸς ἔχει τ. δή A.Pr. 13; ἡ . . τούτου αἰτίασις οὐκ ἔχει τ. has no validity, Antipho 5.89; πρὶν τ. τι αὐτῶν ἔχειν before any of the terms had validity, i.e. had been ratified, Th.5.41, cf. D.35.27; τοῦ ζῆν καὶ μὴ ζῆν τὸ τ. ἐστὶν ἐν τῷ ἀναπνεῖν the decisive difference between... Arist.Resp.480b19.
3 magistracy, office, τ. δωδεκάμηνον Pi.N.11.9 (δυω- codd.); οἱ ἐν τ. men in office, magistrates, S.Aj.1352, Ph.385, Th.3.36; ἔξω τῶν βασιλέων καὶ τῶν μάλιστα ἐν τ. Id.1.10, cf. 6.88; οἱ ἐν τέλεϊ ἐόντες Hdt.3.18, 9.106; poet., οἱ ἐν τέλει βεβῶτες S.Ant.67; οἱ τὰ τ. ἔχοντες Foed. ap. Th.5.47; ὂρ μέγιστον τ. ἔχοι Schwyzer409.3 (Elis, V B.C.); τοὺς . . τὸ ὁροφυλακικὸν τ. ἔχοντας SIG633.94 (Milet., ii B.C.); τὸ τ. the government, τοιαῦτ' ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει A.Th.1030; τὰ τ. the magistrates, Th. (with a masc. part. and pl. (v.l.) verb) 1.58, 4.15, X.An.2.6.4.
4 decision, doom, Ζεὺς . . οἶδε, ὁπποτέρῳ θανάτοιο τ. πεπρωμένον ἐστί Il.3.309; Κῆρες δὲ παρεστήκασι... ἡ μὲν ἔχουσα τ. γήραος ἀργαλέου, ἡ δ' ἑτέρη θανάτοιο Mimn.2.6; μήτηρ . . μέ φησι διχθαδίας Κῆρας φερέμεν θανάτοιο τέλος δέ (or τέλοσδε) Il.9.411, cf. 13.602; ἐξέφυγον θανάτου τ. Archil.6.3; τ. θανάτου ἀλεείνων Od.5.326; τ. θανάτοιο κάλυψεν Il.5.553; οὐδέ κέ μ' ὦκα τ. θανάτοιο κιχείη 9.416, cf. 11.451; ἡμετέρου θανάτοιο κακὸν τ., οἷον ἐτύχθη Od.24.124, cf. A.Th.906 (lyr.):—judicial decision, ἀμμενῶ τ. δίκης Id.Eu.243; κύριον μένει τ. ib.544 (lyr.); οὐκ ἔχουσα τῆς δίκης τ. not having authority to decide the case, ib.729; ἦ κἀπ' ἐμοὶ τρέποιτ' ἂν αἰτίας τ.; will you submit the decision of this case to me? ib.434; τὸ τ. κρίνειν Pl.Lg.768b; τ. ἐπιθέτω τῇ δίκῃ ib.767a, cf. 761e, 957b; decision of an assembly, A. Supp.603,624; of a king, Id.Ag.934; ἐξαιτράπης ἐὼν Ἰωνίης, τ. ἐποίησε τὴν γῆν εἶναι Μιλησίων prob. in SIG134b30 (Milet., iv B.C.); ὥς τοι ἐγὼ μύθου τ. ἐν φρεσὶ θείω the summing up or crux of the matter, Il.16.83.
5 something done or ordered to be done, task, service, duty, γνῶ . . ὅ οἱ οὔ τι τ. κατὰ καίριον ἦλθεν on no fatal errand, Il.11.439 (nisi leg. κατακαίριον); οὐδὲ μακύνων τ. οὐδέν Pi.P.4.286; ὅσοις τοῦτ' ἐπέσταλται τ. A.Eu.743, cf. Ag.908; μ' Ἀπόλλων τῷδ' ἐπέστησεν τέλει ib.1202, cf. Ch.760; ἄυπνα ὀμμάτων τέλη the wakeful duties (or services) of the eyes, E.Supp.1137 (lyr.); ἀμφοτερᾶν τοι χαρίτων . . ζεύξω τ. the rendering of both services, Pi.I.1.6; αἰτουμένῳ μοι κοῦφον εἰ δοίης τ. a small service or favour, A.Th.260; ἡξῶ ναὶ τὸν Πᾶνα κακὸν τ. αὐτίκα δωσῶν Theoc.4.47; obligation to render a service or payment, ὅτε δὴ μισθοῖο τ. πολυγηθέες ὧραι ἐξέφερον the payment(-day) of the wage, Il.21.450; οἱ δ' ἐλάττω τῶν ἱκανῶν κεκτημένοι, τὴν ἀναγκαίαν ἀτέλειαν ἔχοντες, ἔξω τοῦ τ. εἰσὶ τούτου D.20.19, cf. Poll.8.156; ἐν τέλει μαθεῖν to be taught for a fee, Id.4.46.
6 pl., services or offerings due to the gods, δαίμοσιν θῦσαι θέλουσα πελανόν, ὧν τέλη τάδε A.Pers.204; ἔνθ' ὁρίζεται βωμοὺς τ. τ' ἔγκαρπα Κηναίῳ Διί S.Tr.238; ἔλιπον Ζηνὶ τροπαίῳ πάγχαλκα τ. Id.Ant.143 (anap.); γῇ δὲ τῇδε Σισύφου σεμνὴν ἑορτὴν καὶ τέλη προσάψομεν E.Med.1382; θεοῖσι μικρὰ θύοντες τέλη Id.Fr.327.6; of the Eleusinian mysteries, οὗ πότνιαι σεμνὰ τιθηνοῦνται τ. S.OC1050 (lyr.), cf. Fr.837; σεμνῶν ἐς ὄψιν καὶ τ. μυστηρίων E.Hipp.25; called μεγάλα τ., Pl.R.560e; rarely in sg., τοῦδε μυστικοῦ τέλους this mystic rite, A.Fr.387; of the marriage rite, τ. γάμοιο Od.20.74, cf.A.R.4.1202, AP6.276 (Antip.); γαμήλιον τ. A.Eu.835; τὰ νυμφικὰ τ. S.Ant.1241; τ. ὁ γάμος ἐκαλεῖτο Poll.3.38, cf. Paus.Gr.Fr.306, Sch.Ar.Th.982, Stob.2.7.3a.
7 service rendered by a citizen in the Solonian constitution to the state, also his rating according to this service, θητικοῦ ἀντὶ τέλους ἱππάδ' ἀμειψάμενος Epigr. ap. Arist.Ath.7.4; τιμήματι διεῖλεν εἰς τέτταρα τ. four ratings or classes, ib.7.3; later, τὸ τῶν ἱππέων τέλος, Lat. ordo equester, D.C.48.45, al.
8 dues exacted by the state, Ar.V.658 (pl.), Pl.R.425d (pl.); ἀγορᾶς τέλος = a market-toll, Ar.Ach.896; πορνικὸν τέλος Aeschin.1.119; τ. πρίασθαι, πωλεῖν, farm a tax or let it, D.24.144, Aeschin. l.c.; ἐκλέγειν, πράττειν, levy it, D.l.c., Alex.263.3, Aeschin.3.113; τελεῖν = pay a tax or pay a duty, Pl.Lg.847b; εἰ τὰ τ. τελεῖ, ποῖον τ. τελεῖ, questions put to candidates at Athens, Din.2.17, Arist.Ath.7.4; τέλη κατατίθησιν Antipho 5.77; καταβαλεῖν And.1.93; freq. in Inscrr., IG12.46.12, al., SIG135.14 (Olynthus, iv B.C.), al., and Papyri, τὸ ὡρισμένον τῆς αἰτήσεως τ., etc., POxy.1473.30 (iii A.D.), cf. PCair.Zen.240.7 (iii B.C.), etc.: metaph., τέλη λύειν, v. λύω v. 2.
9 financial means, expenditure, usually in dat. pl., ὃς ἂν τοῖς ἰδίοις τ. μὴ ἑαυτὸν μόνον, ἀλλὰ καὶ τὴν πόλιν ὠφελῇ by the use of his own means, Th.6.16; κακῶς ἡμᾶς αὐτοὺς ποιούντων τέλεσι τοῖς οἰκείοις if we harm ourselves at our own expense, Id.4.60; ἀναγραψάτω . . τέλεσι τοῖς Λεωνίδου IG 12.56.22, cf. 94.14, al.; Χερρόνησον τοῖς αὑτοῦ τ. διορύξει D.6.30; δημοσίοις τέλεσι Plu.Phoc.38: in nom. sg., μάτην γὰρ οἴκῳ σὸν τόδ' ἐκβαίη τ. E.Fr.639.
10 a military station or post with defined duties (cf. signf. 5), ἐλθεῖν εἰς φυλάκων ἱερὸν τ. Il.10.56; αἶψα δ' ἐπὶ Θρῃκῶν ἀνδρῶν τ. ἷξον ἰόντες ib.470; δόρπον ἔπειθ' ἑλόμεσθα κατὰ στρατὸν ἐν τελέεσσιν at our posts, in the ranks, 11.730, cf. 18.298; later, military unit, division, squadron, τέλει ἑνὶ τῶν ἱππέων Th.2.22, cf. 4.96; πελταστῶν τέλη E.Rh.311; κατὰ τέλεα Hdt.1.103, 7.87, al.; κατὰ τέλη Th.6.42, Plb.11.11.6, cf. 11.15.2, Polyaen.2.1.17; in the Roman army, legion, J.AJ14.16.2, BJ1.17.9, Plu.Ant.18.56, App.BC5.87, al.
b a force of 2048 infantry = μεραρχία, Ascl. Tact.2.10, Arr.Tact.10.5, Ael.Tact.9.7.
c a force of 2048 cavalry, Ascl.Tact.7.11, Arr.Tact.18.4, Ael.Tact.20.2.
II δίρρυμά τε καὶ τρίρρυμα τέλη troops or columns of . . chariots, A.Pers.47 (anap.); of ships, τρία τ. ποιήσαντες τῶν νεῶν Th.1.48: also ὀρνίθων τέλεα flocks of birds, v.l. for γένεα, Hdt.2.64; τέλος ἀθανάτων A.Fr.151 (anap.).
12 a territorial division, Στρατικὸν τ. SIG421.44 (Acarnania, iii B.C.); Κορωνείων τὸ τ. Supp.Epigr.3.354 (Thebes, iii B.C.); τὸ Λοκρικὸν τ. GDI2070 (Delph., ii B.C.).
II degree of completion or attainment, τόσσον μὲν ἔχον τ., οὔατα δ' οὔ πω . . προσέκειτο Il.18.378; degree of maturity, age, ἐπὴν δὴ τοῦτο τ. παραμείψεται ὥρης Mimn.2.9; ἥβης πρὶν τ. ἄκρον ἰδεῖν Simon.123; ἥβης τ. μολόντας E.Med.920; εἰς ἀνδρὸς τ. ἰέναι man's estate, Pl.Mx.249a; εἰς πρεσβύτου τ. ἀφικομένοις Id.Epin.992d; τὸ τῶν παίδων τ. ἄδηλον οἷ τελευτᾷ κακίας καὶ ἀρετῆς ψυχῆς τε πέρι καὶ σώματος Id.Smp.181e; οὐδὲ γήρως ἔβας τ. σὺν τᾷδε E.Alc.413 (lyr.).
b a length of time (or space), term, course, ἀρετάς, αἷσι Κλεωνυμίδαι θάλλοντες αἰεὶ σὺν θεῷ θνατὸν διέρχονται βιότου τ. Pi.I.4(3).5(23); so perhaps in E.Hipp.87 (v. infr. 3), and in διὰ τέλους (v. infr. 2 c).
2 state of completion or maturity, τέλος λαβεῖν, τέλος ἔχειν, of plants or animals, to attain maturity, Pl.Phdr.276b, Lg.834c, cf. 899e: hence, completion, end, finish, τ. ἐπιθεῖναι τῷ λόγῳ complete it, Id.Smp.186a, cf. Prt.348a; ὃ πᾶσι τοῖς προτέροις ἐπέθηκε τέλος as a finish to all his former acts, D.18.140; τὸ τέλος τῆς σκηνῆς ἐποιήσαντο X.Cyr.2.3.24; ταύτης . . τῆς ἡμέρας τοῦτο τὸ τ. ἐγένετο Id.An.1.10.18; τέλος λαβεῖν to be completed, Pl.R.501e, Isoc.4.5; τέλος ἔχειν Pl.Lg.772c; οὐ τ. ἵκεο μύθων didst not reach the end of thy speech, Il.9.56; ἐπὶ τέλους τοῦ δρόμου Pl.R.613d; μέχρι τοῦ τὸ προκείμενον ἐπὶ τέλος ἀχθῆναι PTeb.14.8 (ii B.C.); ἑκάστων πρὸς τέλος ἀχθέντων UPZ108.29 (ii B.C.), cf. BGU1816.11 (i B.C.); ἡ εἰκοστὴ τοῦ νοσήματος ἡμέρα τ. μὲν τριῶν ἑβδομάδων, ἓξ δὲ τετράδων Gal.18(2).234:—freq. in Adverbial phrases:
a τέλος at last, ὥστε τ. ἡσυχίαν ἦγον Th.2.100, cf. 5.46; but most freq. at the beginning of the clause, μάχης δὲ καρτερῆς γενομένης, τέλος οὐδέτεροι νικήσαντες διέστησαν Hdt.1.76, cf.4.131, al.; τέλος δέ Id.1.36, Thgn. 1294, etc.; ἀλλὰ τ. Hdt.6.137; τ. μέντοι Id.5.89, X.HG5.4.30; τ. γε μέντοι S.Ant.233; καὶ τ. Hdt.4.154, Th.1.109; τό γε τέλος Pl.Lg. 740e.
b ἐς τέλος = in the end, in the long run, πάντως ἐς τέλος ἐξεφάνη Sol.13.28, cf. Hdt.9.37; εἰς τ. S.Ph.409; θνητῶν δ' εἰς τ. ὄλβιος οὐδείς E.IA161 (anap.), cf. Hdt.3.40; ὁρῶντες τὴν Λιβύην εἰς τέλος ἀβλαβῆ διαμένουσαν altogether, completely, Plb.1.20.7, cf. PTeb.38.11 (ii B.C.), OGI90.12 (Rosetta, ii B.C.), PSI10.1120.5 (i B.C./i A.D.); ἐς τ. ἄνυε μοίρας dub. l. in Theoc.1.93.
c διὰ τέλους (orig. perhaps from signf. 1.1 or 5, or 11.1b, through the (whole) performance or time), through to the end, completely, A.Pr.275, S.Aj.685, E.Supp. 270, Isoc.5.24, 8.17, 19.4; throughout, all the time, always, Antipho 5.42, Timocl.8.5, Hegesipp.Com.2.3; so διὰ τέλεος Hp.Acut.46 (= διὰ παντὸς καὶ ἀεί acc. to Gal.15.618); διὰ τέλους ἀεί Pl.Phlb.36e; permanently, for good, τοῦ ἀφεθῆναί σε διὰ τ. PPetr.2p.45 (iii B.C.).
d ἐπὶ τέλος = at the end, opp. ἐν ἀρχῇ, Gal.19.183.
e τέλει perhaps in the end, S.OT198 (lyr.).
3 esp. τέλος ἔχειν βίου to have reached the end of life, to be dead, Pl.Lg.801e; ἐμοὶ μὲν τοῦ βίου τὸ τ. ἤδη πάρεστιν X.Cyr.8.7.6; πᾶσίν ἐστιν ἀνθρώποις τ. τοῦ βίου θάνατος D.57.27; εἰς τέλος τοῦ ζῆν ἀφικνεῖσθαι S.OC1530: less freq. abs., death, ἐλπίς ἐστι νύκτερον τ. μολεῖν A.Th.367 (lyr.); οἱ νεηνίαι οὐκέτι ἀνέστησαν ἀλλ' ἐν τέλεϊ τούτῳ ἔσχοντο Hdt.1.31; ἔχει τὸ κάλλιστον τέλος X.Cyr.7.3.11; ἔχει τ., = τετελεύτηκε, Laconian phrase acc. to Hsch.; τῶν ἤδη τ. ἐχόντων Pl.Lg.717e, cf. 772c, BGU1857.7 (i B.C.); reversely, τ. ἔχει τινά Pl.Lg.740c; οἷόν σε βίου τ. εἷλε E.Rh.735 (anap.):—but ὀλβίως ἔλυσεν τὸ τ. βίου has paid life's toll (cf. supr.1.8), S.OC1720 (lyr.); τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ Poet. in Mus.Script.p.452 von Jan; also τ. δὲ κάμψαιμ' ὥσπερ ἠρξάμην βίου E.Hipp.87 (cf. supr. 11.1b); πρὶν ἂν πέλας (v.l. τέλος) γραμμῆς ἵκηται καὶ τ. κάμψῃ βίου Id.El. 955-6.
4 end, cessation, ὡς δὲ πρὸς τ. γόων ἀφίκοντ' S.OC1621; πῶς τροχηλάτου μανίας ἂν ἔλθοιμ' ἐς τ. πόνων τ' ἐμῶν; E.IT83; ὅταν δὴ πημάτων λάβῃ τ. Id.Hel.534; τ. δέχει δὴ τῶν ἐμῶν προσφθεγμά των Id.Hec.413; ἡ μὲν οὖν ἐπανάστασις . . τοῦτο τὸ τ. ἔσχεν Hell.Oxy.10.3; ἐπειδὴ οὐχ οἷόν τε εἰς ἄπειρον, τ. ἔσται πάσης φορᾶς Arist.Metaph. 1074a30.
5 end of a word, A.D.Pron.12.25, al.; of a sentence, ἐπὶ τέλει πρόσκειται Sor.1.43, cf. Gal.15.20; of a chapter or book, ἐπὶ τέλει ἀναλυθήσεται Archim.Sph.Cyl.2.4, cf. Gal.15.10; πρὸς τῷ τ. ῥηθήσεται Pl.Lg.957b; πρὸς τῷ τ. τοῦ ἐντέρου Arist.PA675a16; ἀπὸ τέλους τοῦ σταδίου, opp. ἀπὸ μέσου, Id.Ph.239b34 (cf. infr. 111.2).
III achievement, attainment, τηλοῦ ἐμοὶ νόστοιο τ. γλυκεροῖο γενέσθαι Od.22.323, cf. Pi.N.3.25; τ. δὲ τῆς ἀπαλλαγῆς τοῦ Αἰθίοπος ὧδε ἔλεγον γενέσθαι Hdt.2.139; πῶς ἂν καὶ τοῦτο τοῦ τ. τυγχάνοι, i.e. might be achieved, Gem.8.36.
2 winning post, goal in a race, πρὸς τ. ὀρνύμενον B.5.45; in a contest, ἔστιν δ' ἀφάνεια τύχας καὶ μαρναμένων, πρὶν τ. ἄκρον ἱκέσθαι Pi.I.4(3).32(50); εἰς τέλος ἐλθεῖν, of runners in a race, Pl.R.613c.
b prize, ἔφερε πυγμᾶς τ. Pi.O.10(11).67; οὐ γὰρ ἦν πενταέθλιον ἀλλ' ἐφ' ἑκάστῳ ἔργματι κεῖτο τ. Id.I.1.27; ποτὶ γραμμᾷ μὲν αὐτὰν στᾶσεκοσμήσαις, τ. ἔμμεν ἄκρον Id.P.9.118 (perhaps 'to be the winning post and prize'); κρίνεις τ. ἀρετᾶς B.10.6: metaph., οὐκ ἔχω εἰπεῖν τίνι τοῦτο Μοῖρα τ. ἔμπεδον ὤρεξε Pi.N.7.57.
3 Philos., full realization, highest point, ideal, ἅπτεσθαι τοῦ τ. Pl.Smp.211b; πρὸς τ. ἰὼν τῶν ἐρωτικῶν ib.210e; πρὸς τ. ἀρετῆς ἐλθόντα Id.Clit.410e, cf. R. 613c.
b the end or purpose of action, τ. εἶναι ἁπασῶν τῶν πράξεων τὸ ἀγαθόν Id.Grg.499e; freq. in Arist., EN1094a18, al.: hence, the final cause, = τὸ οὗ ἕνεκα, Id.Metaph.994b9, 996a26, al.; hence simply = τὸ ἀγαθόν, the chief good, Id.EN1097a21, Zeno Stoic.1.45, etc.
German (Pape)
[Seite 1088] εος, τό, 1) Ende, Ziel, Vollendung; γάμοιο, die Vollziehung der Heirath, Od. 20, 74; τέλος ἐπιτιθέναι τινί, z. B. μύθῳ, Il. 19, 107. 20, 369, das Wort in Erfüllung gehen lassen; τέλος ἐπιγίγνεταί τινι, Einem kommt die Erfüllung seines Wunsches, Od. 17, 496; τέλος ἔχειν, das Ziel oder die Vollendung erreicht haben, vollendet oder fertig sein, Il. 18, 378; εἵως κε τέλος πολέμοιο κιχείω, 3, 291, bis ich das Ziel des Kriegs erreicht habe; ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ' ἐνὶ βουλῇ, 16, 630, die entscheidende Kraft des Kriegs, die den Kampf vollendet, beruht in den Fäusten; vgl. εἰ δὲ θεός περ ἶσον τείνειεν πολέμου τέλος, 20, 101; Hes. Th. 638. Ähnlich sagt Pind. ἐν θεῷ τέλος, Ol. 13, 105, Gott hat die Entscheidung; u. so ἐν τὶν πᾶν τέλος ἔργων, N. 10, 29. So ist auch θανάτου τέλος eigtl. des Todes entscheidende Gewalt, vgl. Nitzsch zu Od. 9, 5; ὁπποτέρῳ θανάτοιο τέλος πεπρωμένον ἐστίν, Il. 3, 309; οὐδέ κέ μ' ὦκα τέλος θανάτοιο κιχείη, 9, 416; φθῆ σε τέλος θανάτοιο κιχήμενον, 11, 451; πυγμᾶς τέλος, des Faustkampfs entscheidender Erfolg, Sieg, Pind. Ol. 11, 67; μάχης, Aesch. Ch. 874; ἀναμένω τέλος δίκης, Eum. 234. 699; vgl. noch τὸ τούτου τέλος ἐν θεῷ ἦν, οὐκ ἐν ἐμοί, Dem. 18, 193; – die Gränze, das Aeußerste, τέλος ἀγαθῶν τε κακῶν τε, Hes. O. 671, die Gränzscheide; auch festgesetzte Zeit, τέλος μισθοῖο, die gesetzte Zeit, der Termin der Auszahlung des Lohnes, Il. 21, 450. – Hauptzweck, Hauptsache, μύθου, μύθων, Il. 9, 56. 16, 83. – Der Zustand der Vollendung oder Vollkommenheit, überh. das Ende; ποῖ δ' ἔτι τέλος ἐπάγει θεός; Aesch. Spt. 142; ὡς ἰδεῖν τέλος πάρεστιν οἷον ἤνυσεν κακόν, Pers. 712; ὴβης τέλος μολόντες, Eur. Med. 920; – τέλος εἶναι ὰπασῶν τῶν πράξεων τὸ ἀγαθόν, Plat. Gorg. 499 e; τέλος ἐπιθεῖναι τῷ λόγῳ, vollenden, Conv. 186 a, u. sonst. – Οἱ τὸ τέλος ἔχοντες, die Vollendeten, Gestorbenen, Legg. IV, 717 e; ἐπεὶ τέλος εἶχεν ἡ θυσία, Xen. Cyr. 3, 3, 34; ἐπὶ τέλος ἄγειν, zu Ende führen, Pol. 3, 5, 7, u. oft; τὰ τέλη συνεξακολουθεῖ ταῖς Ῥωμαίων προ-, θέσεσιν, 18, 15, 12; μηδὲν ἔστω τέλος πλὴν ἐπὶ κήρυκι καὶ γραμματεῖ, 3, 22, 8, Nichts soll gültig sein. – Adverbial findet sich am häufigsten τέλος gebraucht, Aesch. Prom. 664 Pers. 454, Soph. Ai. 294. 998 u. öfter, Eur. I. T. 1343; auch τὸ τέλος, endlich, am Ende, zuletzt, Her. u. Folgde, wie Plat. Tim. 81 d; Xen. An. 1, 10, 3 u. öfter; – ἐς τὸ τέλος, Her. 3, 40; vgl. Soph. Phil. 407; – διὰ τέλους, bis an's Ende, ὡς μάθητε διὰ τέλους τὸ πᾶν, Aesch. Prom. 273; Eum. 64; διὰ τέλους εὐχου τελεῖσθαι τοὐμὸν ὧν ἐρᾷ κέαρ, Soph. Ai. 670; οὐ δύνανται διὰ τέλους εἶναι σοφοί, Eur. Hec. 1193, vgl. Suppl. 270; immerfort, Isocr. 3, 25; ἀρχόμενος καὶ διὰ τέλους, Plat. Soph. 237 a; διὰ τέλους ἀεί, Phil. 36 e, u. oft; Xen. u. Folgde; – εἰς τέλος = ganz und gar, Pol. sehr häufig, u. a. Sp. – 2) eine Schaar Krieger, wahrscheinlich von bestinimier Anzahl; δόρπον ἔπειθ' εἵλοντο κατὰ στρατὸν ἐν τελέεσσιν, Il. 11, 730. 10, 470. 18, 298; u. so heißt die Schaar der Wächter φυλάκων ἱερὸν τέλος, 10, 56; so Her. 7, 81. 223; eine Reiterschaar, 7, 87; κατὰ τέλεα, turmatim, 1, 103. 7, 211. 9, 20. 22 u. sonst; auch Eur. Rhes. 311; ἱππέων, Thuc. 2, 22; τρία τέλη ποιήσαντες τῶν νεῶν, Thuc. 1, 48, vgl. 6, 42; Pol. u. A. – Im römischen Heere die Legion, Plut. Ant. 18. – Auch übertr. auf andere Dinge; bei Her. 2, 64 schwankt die Lesart zwischen ὀρνίθων τέλεα, Vögelschwärme, u. γένεα. – 3) der höchste Stand im bürgerlichen Leben, oder das höchste Ziel der bürgerlichen Ehre, dah. obrigkeitliches Amt u. Würde; τέλος δωδεκάμηνον περάσαι, Pind. N. 11, 9; τοιαῦτ' ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει, Aesch. Spt. 1016; meist im plur. τὰ τέλη, Λακεδαιμονίων τὰ τέλη, Thuc. 4, 86; οἱ ἐν τέλει, Soph. Ai. 1331; Phil. 383. 913; τοῖς ἐν τέλει βεβῶσι, Ant. 67; οἱ ἐν τέλεϊ ἐόντες, die die Ausführung der Beschlüsse haben, die ein Staatsamt Verwaltenden, die in Amt und Würden, Her. 3, 18. 9, 106; ἔξω τῶν βασιλέων καὶ τῶν μάλιστα ἐν τέλει, Thuc. 1, 10, u. oft; auch οἱ τὰ τέλη ἔχοντες, 5, 47 (aber τέλος ἔχοντες, die Entscheidung habend, 4, 118, erkl. der Schol. αὐτοκράτορες ὄντες); Xen. An. 2, 6, 4. 7, 1, 34; δικαστῶν τοῦτ' ἐπέσταλται τέλος, Aesch. Eum. 713; μάντις μ' Ἀπόλλων τῷδ' ἐπέστησεν τέλει, Ag. 1175; ἐν τέλει γενέσθαι, Xen. Cyr. 1, 6, 15; εἰς τέλος καταστῆναι, 1, 5, 7. – Auch der Befehl eines Beamten, τέλος ἐξέφερε, er sandte den Befehl, Plut. Them. 12; vgl. D. Hal. 7, 45. 8, 54. – 4) der Zoll, Abgabe, Steuer, auch Tribut; χαρίτων, Pind. I. 1, 6; Ar. Vesp. 658; überh. Ausgaben, Aufwand, s. Valck. diatr. p. 202; Ruhnk. Tim. 251; vgl. Thuc. 6, 16, ὃς ἂν τοῖς ἰδίοις τέλεσι καὶ ἑαυτὸν μόνον, ἀλλὰ καὶ τὴν πόλιν ὠφελῇ; Plat. τέλος ἐν τῇ πόλει μηδένα μηδὲν τελεῖν μήτε ἐξαγομένων μήτε εἰσαγομένων χρημάτων, Legg. VIII, 847 b; τέλος πράττειν τινά, Pol. 4, 47, 1; ἰδίοις τέλεσιν, auf eigene Kosten, Plut. Timol. 23 Phoc. 38. – In Athen das Vermögen des Bürgers, nach welchem seine Abgaben bestimmt wurden, und weil er danach auch zu einer gewissen Klasse der Bürger gehörte, übh. Bürgerklasse, Stand, Rang, dem römischen Census entsprechend; κατὰ τὸ τέλος ζημιοῦσθαι, Isae. 4, 11, wie κατὰ τέλος ἐπιβάλλειν, lmm. 43, 75, im Gesetz; ἔξω τοῦ τέλους εἰσὶ τούτου, 20, 19; Sp.; – daher τέλη λύειν = λυσιτελεῖν, Soph. O. R. 316. – 5) die heilige Weihe, bes. die Einweihung in die eleusinischen Mysterien, wahrscheinlich, weil sie als das höchste Ziel oder die Vollendung des Lebens betrachtet wurde; auch die Mysterien selbst hießen τέλη, οὗ πότνια σεμνὰ τιθηνοῦνται τέλη θνατοῖσιν, Soph. O. C. 1052; Eur. Med. 1382; τοῦ τελουμένου μεγάλοισι τέλεσι, Plat. Rep. VIII, 560 e; – Anacr. 55, 4 nennt den Dionysus τελέων θεόν. – Übh. religiöse Feierlichkeit oder Ceremonie. – Τέλος γάμου, Einweidung u. Aufnahme in den Ehestand, der Ehestand selbst; so sagt Aesch. Eum. 799 θ ύη πρὸ παίδων καὶ γαμηλίου τέλους; Soph. τὰ νυμφικὰ τέλη λαχὼν δείλαιος εἰς Ἅιδου δόμους, Ant. 1226; Poll. 3, 38 bemerkt τέλος, ὁ γάμος. – Soph. Ant. 143 ἔλιπον Ζηνὶ τροπαίῳ πάγχαλκα τέλη scheint die Waffenbeute zu bedeuten, welche als Weihgeschenk im Tempel aufgehängt wird.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
I. achèvement, accomplissement, réalisation : εἰ γὰρ ἐπ' ἀρῇσιν τέλος ἡμετέρῃσι γένοιτο OD si nos prières se réalisaient ; par périphr. θανάτοιο τέλος IL c. θάνατος ; νόστοιο τέλος OD c. νόστος ; μύθου τέλος IL c. μῦθος ; τέλος γάμοιο OD c. γάμος;
II. résultat, suite, conséquence : τέλος δ' οὔπω τι πέφανται IL il ne s'est encore produit aucun résultat ; τί μὰν ἀφήσει τέλος ; SOPH quel événement cela présage-t-il ? τί ἔσται τὸ τέλος τῶν γινομένων τούτων ἐμοί ; HDT quelles suites cela aura-t-il pour moi ? τέλος διδόναι XÉN accorder une heureuse issue ; τῷ τέλει πίστιν φέρων SOPH mettant sa confiance dans l'issue ; ἶσον τεῖναι πολέμου τέλος IL égaliser le dénouement, càd accorder une fortune égale dans le combat ; εἵως κε τέλος πολέμοιο κιχείω IL jusqu'à ce que je sois arrivé au terme de la guerre ; ἐν δ' ἐμοὶ τέλος αὐτοῖν γένοιτο τῆσδε τῆς μάχης πέρι SOPH puisse dépendre de moi l'issue de ce combat engagé entre eux deux;
III. fin, terme : τοῦ βίου τὸ τέλος XÉN fin de la vie, mort ; τέλος τοῦ ζῆν SOPH ou abs. τέλος m. sign. ; τέλος ἔχειν être au bout, être fini, terminé, achevé, être en pleine vigueur, avoir force de loi ; τέλος λαβεῖν prendre fin, arriver au terme ; au pf. être passé ISOCR, se terminer, s'accomplir ; τέλος γίγνεταί τινος HDT, τέλος γίγνεται XÉN qch se termine ; τέλος ποιεῖσθαι XÉN achever qch ; ἐς τέλος τινὸς ἐλθεῖν EUR, τέλος τινὸς ἱκέσθαι IL être parvenu à la fin de qch ; τέλος ἐπιθεῖναί τινι mettre fin à qch, exécuter, réaliser qch ; rar. en ce sens plur. τέλη les dernières déclarations ou manifestations ; εὖ μὲν ἀρχὰς εἶπας, εὖ δὲ καὶ τέλη EUR tu as excellemment parlé au début comme à la fin ; adv. • τέλος à la fin, enfin, en dernier lieu ; τέλος Δαρεῖος ἐν ἀπορίῃσι εἴχετο HDT Darius vint enfin à être dans l'embarras ; • τέλος δέ enfin ; • τέλος μέντοι m. sign. ; • καὶ τέλος et à la fin ; • ἐς τέλος à la fin ; • διὰ τέλους jusqu'à la fin, continuellement, sans relâche, complètement;
IV. achèvement, formation complète, plein développement : γήρως τέλος EUR la pleine vieillesse ; ἥβης τέλος EUR éclat, vigueur de la jeunesse;
V. la plus haute puissance, plénitude de puissance, juridiction souveraine : τέλος ἔχω THC j'ai plein droit, j'ai plein pouvoir ; ὅσοις δικαστῶν τοῦτ' ἐπέσταλται τέλος ESCHL tous ceux des juges à qui cette charge souveraine est conférée ; τέλος δίκης ESCHL droit de décider en justice, droit de juger ; πρὶν τέλος τι τούτων ἔχειν THC avant qu'une de ces conditions ait force de loi ; οἱ ἐν τέλει ceux qui détiennent un plein pouvoir, les hautes autorités, la magistrature, les personnages haut placés ; οἱ ἐν τέλει ὄντες HDT m. sign. ; οἱ ἐν τέλει βεβῶτες SOPH, οἱ τὰ τέλη ἔχοντες THC, τὰ τέλη THC m. sign.
VI. ce qui doit être accompli, d'où :
1 but : τυχεῖν τοῦ τέλους LUC atteindre le but ; πρὸς οὐδὲν τέλος PLUT vers aucun but ; résolution;
2 acquittement, paiement : μισθοῖο τέλος IL paiement du salaire ; particul. taxe, droit de douane ; en gén. coût, dépense, frais : τοῖς οἰκείοις τέλεσι THC, ἰδίοις τέλεσι THC à ses propres frais ; δημοσίοις τέλεσι PLUT aux frais du public ; τέλη λύω payer les frais ; fig. profit, rapport ; particul. acquittement envers une divinité ; offrande, don ; cérémonie, fête, fête sacrée, mystère ; γαμήλιον τέλος ESCHL, τὰ νυμφικὰ τέλη SOPH cérémonie de mariage;
VII. ce qui est complet en soi ; troupe, corps, compagnie.
Étymologie: DELG pê apparenté à τλάω, τελαμών.
Russian (Dvoretsky)
τέλος:
I
1 свершение, завершение, исполнение: τ. γάμοιο Hom. вступление в брак, бракосочетание; τ. μύθοις ἐπιθεῖναι Hom. привести в исполнение (свои) слова; εἰ γὰρ ἐπ᾽ ἀρῇσιν τ. γένοιτο Hom. если бы сбывались желания; οὐ μακύνειν τ. Pind. действовать быстро (досл. не откладывать исполнения); πρὶν τ. τι ἔχειν Thuc. прежде, чем что-л. будет приведено в исполнение;
2 развязка, результат, последствия, исход (τῆς μάχης Soph.): ἶσον τεῖναι πολέμου τ. Hom. дать одинаковый (для обеих сторон) исход битве, т. е. никому не дать перевеса; τὸ τούτου τ. οὐκ ἐν ἐμοὶ ἦν Dem. исход этого зависел не от меня;
3 благополучный исход, успешная развязка, успех: τῷ τέλει πίστιν φέρων Soph. веря в счастливый исход;
4 окончание, конец (τοῦ βίου Soph., Xen.): τί ἔσται τῶν γιγνομένων τούτων ἐμοί; Her. чем все это для меня кончится?; θανάτοιο τ. Hom. смертный конец, смерть; νόστοιο τ. Hom. конец обратного пути, т. е. возвращение, прибытие (домой); τ. ἔχειν Hom., Aesch. быть завершенным, готовым, оконченным; ἐπεὶ τ. εἶχεν ἡ θυσία Xen. когда жертвоприношение было окончено; ὁπόσοι τ. ἔχοιεν τοῦ βίου Plat. (те), которые окончили жизнь, умершие; τ. ποιεῖσθαί τινος Xen. закончить (прекратить) что-л.; τ. λαβεῖν τινος Eur. освободиться от чего-л.; ἐπὶ и ἐς τ. τινὸς ἐλθεῖν Plat., Eur. подойти к концу чего-л.; εὖ τέλη εἰπεῖν Eur. хорошо закончить (свою) речь; ἐς τ. HH, Hes. до конца, вполне; μηδὲν δίκαιον ἐς τ. Soph. решительно ничего справедливого; μετὰ σιγῆς διὰ τέλους Plat. в полном молчании; διὰ τέλους τὸ πᾶν Aesch. все до конца;
5 кончина, смерть Eur.: ἐν τέλεϊ τούτῳ ἔσχοντο Her. вот какой смертью они умерли; τὸ κάλλιστον τ. ἔχειν Xen. умереть славной смертью;
6 высшая точка, предел: ἐπὶ τῷ τέλει τινὸς γενέσθαι Plat. дойти до пределов чего-л.; ἅπτεσθαι τοῦ τέλους Plat. достичь предела; πρεσβύτου τ. Plat. глубокая старость; ἥβης τ. μολεῖν Eur. дойти до полного развития юношеских сил; ὁ τ. ἔχων Plat. достигший полного развития, взрослый;
7 окончательное решение: τ. δίκης Aesch. приговор; εἰδώς γ᾽ εὖ τόδ᾽ ἐξεῖπον τ. Aesch. я совершенно сознательно высказал это решение;
8 награда, приз (πυγμᾶς Pind.);
9 власть, право, законная сила, полномочия: τέλος ἔχοντες Thuc. облеченные полномочиями; οἱ μάλιστα ἐν τέλει Thuc. облеченные высшей властью; εἰς τὸ τ. καταστῆσαι Xen. занять должность; οἱ ἐν τέλει ὄντες Her., Thuc. или βεβῶτες Soph., τὰ τέλη ἔχοντες Thuc. и τὰ τέλη Thuc., Xen. должностные лица, власти; ὅσοις τοῦτ᾽ ἐπέσταλται τ. Aesch. (те), которые облечены этой властью;
10 цель: πρὸς τ. ἐλθεῖν Plat. и τυχεῖν τοῦ τέλους Luc. достичь цели; πρὸς οὐδὲν τ., ἀλλὰ διάγοντες ἄλλως τὸν χρόνον Plut. с единственной целью выиграть время;
11 срок (μισθοῖο τ. Hom.);
12 платеж, подать, налог, пошлина (τέλη λαμβάνειν ἀπό τινος NT): τ. τελεῖν ἐξαγομένων χρημάτων Plat. платить пошлину за вывозимые товары; ἔξω τοῦ τέλους εἶναι Dem. быть свободным от обложения; τέλη ὠνεῖσθαι или πρίασθαι Xen. брать налоги на откуп;
13 расход: τοῖς οἰκείοις или ἰδίοις τέλεσι Thuc. на собственный счет; δημοσίοις τέλεσι Plat. на общественный счет;
14 выгода, польза: τέλη λύειν τινί Soph. приносить выгоды кому-л.;
15 культ. подношение, дар (Ζηνὶ Τροπαίῳ Soph.): τὰ τέλεα τῶν προβάτων Her. приношения (состоящие) из мелкого скота;
16 священный обряд, церемония (σεμνὰ τέλη Soph.): γαμήλιον τ. Aesch. и τὰ νυμφικὰ τέλη Soph. брачный обряд;
17 отряд, колонна (Θρῃκῶν ἀνδρῶν Hom.; ἱππέων Thuc.): ἐν τελέεσσιν Hom. и κατὰ τέλεα Her. отрядами, по отрядам; (у римлян) легион Plut.;
18 вереница, сонм, толпа (ἀθανάτων Aesch.): δίρρυμά τε καὶ τρίρυμμα τέλη Aesch. вереницы колесниц, запряженных четверкой или шестеркой лошадей;
19 имущественный ценз или имущественный сословие Dem.: κατὰ (τὸ) τ. Isae., Dem. в соответствии с имущественным цензом, по сословной принадлежности.
II (τό) adv. в конце концов, наконец: τ. ἐν ἀπορίῃσι εἴχετο Her. он оказался, наконец, в затруднительном положении; τ. δὲ ξυνέβησαν τοῖς Πλαταιεῦσι παραδοῦναι σφᾶς αὐτούς Thuc. в конце концов они сдались платейцам на капитуляцию; τ. γε μέντοι δεῦρ᾽ ἐνίκησεν μολεῖν Soph. в конце концов победило (решение) прибыть сюда.
εος τό тж. pl.
Greek (Liddell-Scott)
τέλος: -εος, τό, (ἴδε ἐν τέλει) ἡ ἐκπλήρωσις, συμπλήρωσις παντὸς πράγματος, Λατ. effectus, δηλ. ἡ ἀποτέλεσις αὐτοῦ, τὸ ἀποτέλεσμα, οὐχὶ ἡ παῦσις ἢ ἡ λῆξις αὐτοῦ (ἴδε ἐν τέλει), ὅθεν κυρίως δὲν κεῖται (ὡς τὸ τελευτὴ) ἐπὶ τοῦ ὁρίου ἢ τέρματος οὔτε (ὡς τὸ πέρας) ἐπὶ τοῦ ἄκρου σημείου ἢ τοῦ ἐσχάτου ἄκρου, Ὅμηρ., Ἡσ., κλπ.· εἵως κε τ. πολέμοιο κιχείω, τὸ ἀποφασιστικὸν αὐτοῦ τέλος, Ἰλ. Γ. 291· ἐν γὰρ χερσὶ τ. πολέμου Π. 630· ἶσον τείνειεν πολέμου τ. Υ. 101, πρβλ. Ἡσ. Θ. 638· [ἐν θεοῖς] τ. ἐστὶν ὁμῶς ἀγαθῶν τε κακῶν τε ὁ αὐτ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 667· σὺν πείρᾳ τ. διαφαίνεται Πινδ. Ν. 3. 123, Αἰσχύλ. Ἱκ. 475, Χο. 874, κλπ.· - ἀπολ., τ. δ’ οὔπω τι πέφανται Ἰλ. Β. 122· οὐ γὰρ ἐγὼ γέ τί φημι τέλος χαριέστερον εἶναι ἢ ὅτ’ ἐϋφροσύνη μὲν ἔχει κατὰ δῆμον ἅπαντα, κτλ. Ὀδ. Ι. 5· - τέλος ἐπιτίθημί τινι, κάμνω τι ἀποτελεσματικόν, οὐ... τ. μύρῳ ἐπιθήσεις Ἰλ. Τ. 107, Υ. 369· ἀλλά, λόγῳ τ. ἐπιτίθημι, συμπληρῶ, τελειώνω, Πλάτ. Συμπ. 186Α, πρβλ. Πρωτ. 348Α· ὃ πᾶσι τοῖς προτέροις ἐπέθηκε τ., ὡς τέλος ἢ κορωνίδα πασῶν τῶν προτέρων πράξεών του, Δημ. 274. 19· - τὸ τ. τινὸς ποιεῖσθαι Ξεν. Κύρ. 2. 3, 24· - τ. διδόναι Αἰσχύλ. Θήβ. 260, Θεόκρ. 4. 47· - τέλος ἐπιγίγνεται ἀρῇσι, αἱ προσευχαί τινος ἐκτελοῦνται, ἐκπληροῦνται, Ὀδ. Ρ. 496· τέλος γίγνεταί τινος, τὸ τέλος ἢ ἀποτέλεσμα πράγματός τινος ἔρχεται..., Ἡρόδ. 9. 22, Ξεν., κλπ.· - τέλος ἔχω, φθάνω τὸ τέλος, εἶμαι τελειωμένος ἢ ἔτοιμος, Ἰλ. Σ. 378· συμπληροῦμαι, τελειώνομαι, Αἰσχύλ. Πρ. 13, Πλάτ., κλπ.· εἶμαι ἀποφασιστικός, Ἀντιφῶν 140. 4· τ. ἔχει δαίμων ὅπᾳ θέλει, τὸ ἀποτέλεσμα κρατεῖ εἰς τὴν ἐξουσίαν του, Εὐρ. Ὀρ. 1545· τ. λαβεῖν, συμπληροῦμαι, τελειώνομαι, Πλάτ. Πολ. 510Ε, Ἰσοκρ. 42Β, κλπ.· ἀλλά, πημάτων λαμβάνω τ., ἔρχομαι εἰς τὸ τέλος τῶν..., Εὐρ. Ἑλ. 534· - ἐς ἢ ἐπὶ τ. τινὸς ἐλθεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 83, Πλάτ., κλπ.· εἰς ἢ πρὸς τ. τινὸς ἀφικέσθαι Σοφ. Ο. Κ. 1530, 1621· ἐπὶ τῷ τέλει τινὸς εἶναι Πλάτ. Πολ. 532Β· ἐπὶ τέλους τοῦ δρόμου αὐτόθι 613D· καὶ παρ’ Ὁμ. ἄνευ προθέσ., οὐ τέλος ἵκεο μύθων, δὲν συνεπλήρωσας τοὺς λόγους σου, «δὲν τὰ εἶπες ὅλα», Ἰλ. Ι. 56, πρβλ. 61. 2) τ. τοῦ βίου Σοφ. Ο. Κ. 1721, Εὐρ. Ἱππ. 87, κλπ.· τ. ἔχειν βίου Πλάτ. Νόμ. 801Ε καὶ ὡς τὸ τελευτή, ἄνευ τοῦ βίου, τὸ τέλος τῆς ζωῆς, ὁ θάνατος, Ἡρόδ. 1. 31, κτλ.· οἱ τ. ἔχοντες, οἱ νεκροί, Πλάτ. Νόμ. 717Ε, πρβλ. τ. ἔχει τινὰ αὐτόθι 740C· - πρβλ. κάμπτω ΙΙ. 1. 3) ἐν χρήσει περιφραστικῶς παρὰ ποιηταῖς ἐν ποικίλαις φράσεσι, τέλος θανάτου, τὸ ἐκ τοῦ θανάτου προερχόμενον, Λατιν. exitus mortis, Ἰλ. Γ. 309, Ὀδ. Ε. 326, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 165, Αἰσχύλ. Θήβ. 906, προλ. τέλοσδε, τελευτὴ Ι. 3· - οὕτω, τ. γάμοιο, = γάμος, Ὀδ. Υ. 74, ἴδε κατωτ. VI. 2· - τ. νόστοιο = νόστος, Ὀδ. Χ. 323, Πινδ. Ν. 3. 44· τ. χαρίτων ὁ αὐτ. ἐν Ι. 1. 7· ἔργων τ., τετελεσμένων, ὁ αὐτ. ἐν Ο. 2. 32· τ. ἀπαλλαγῆς Ἡρόδ. 2. 139 τ. τῆς μοίρας Θεόκρ. 1. 93, κλπ. 4) ἐπιρρηματικαὶ χρήσεις: α) τέλος ἀντὶ κατὰ τὸ τέλος, ἐπὶ τέλους, Θουκ. 2. 100., 4. 46· ἀλλὰ συνηθέστατα ἐν ἀρχῇ τῆς προτάσεως, μάχης δὲ κρατερῆς γενομένης, τέλος οὐδέτεροι νικήσαντες διέσ?ησαν Ἡρόδ. 1. 76, πρβλ. 4. 131, κ. ἀλλ.· οὕτω, τέλος δὲ ὁ αὐτ. 1. 36., 4. 9, Θέογν. 1294, κλπ.· ἀλλὰ τ. Ἡρόδ. 6. 137· τ. μέντοι ὁ αὐτ. 5. 89, Ξενοφ., κλπ.· τ. γε μέντοι Σοφ. Ἀντ. 233· καὶ τ. Ἡρόδ. 4. 154, Θουκ., κλπ.· τὸ δὲ τ. Πλάτ. Νόμ. 740Ε. β) εἰς ἢ ἐς τέλος Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 216, Ἡρόδ. 9. 37, Σοφ. Φιλ. 409, Εὐρ., κλπ.· ὡσαύτως, ἐντελῶς, ὅλως δι’ ὅλου, ἐξ ὁλοκλήρου, Πολύβ. 1. 20, 7, κλπ.· - ἐς τὸ τ. Ἡρόδ. 3. 40, κλπ. γ) διὰ τέλους, ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους, διὰ παντός, Αἰσχύλ. Πρ. 273, Σοφ. Αἴ. 685, Εὐρ. Ἱκ. 270, Ἀντιφῶν 134. 18, συχν. παρὰ τοῖς Κωμικοῖς· διὰ τέλους ἀεὶ Πλάτ. Φίληβ. 56Ε. δ) τέλει, Λατ. omnino, καθόλου, Σοφ. Ο. Τ. 198· ἴδε Elmsl. ΙΙ. τὸ προκείμενον τέλος, ὁ σκοπός, ἡ κυρία ὑπόθεσις, μύθου τ. Ἰλ. Π. 83· - τὸ ὕψιστον σημεῖον, τὸ ἰδανικόν, τὸ ἄκρον ἄωτον, ἅπτεσθαι τοῦ τ. Πλάτ. Συμπ. 211C, πρβλ. 210Ε, κλπ. 2) παρὰ τοῖς φιλοσόφοις ὡσαύτως, τὸ τέλος ἐνεργείας, ὁ σκοπός, τ. εἶναι ἁπασέων τῶν πράξεων τὸ ἀγαθὸν ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 499Ε, συχν. παρ’ Ἀριστ.· ὅθεν, τὸ τελικὸν αἴτιον, = τὸ οὗ ἕνεκα Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1 (ἐλάττ.). 2, 9., 2. 2, 2, κ. ἀλλ.· - ἐντεῦθεν ἁπλῶς, = τὸ ἀγαθόν, τὸ κύριον καὶ πρώτιστον ἀγαθόν, τὸ τοῦ Κικέρωνος finis bonorum, κλπ., πρβλ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 2, 1, Διογ. Λ. 10. 137, Κικ. Fin. 1. 12., 3. 7. 3) τὸ νὰ εἶναί τις πλήρης ἢ τέλειος, τελειότης, τελεία ἡλικία, ἀνδρὸς τ., ἡ τελεία ἡλικία τοῦ ἀνδρός, ἡ ἀνδρικὴ ἡλικία, Πλάτ. Μενέξ. 249Α· ἥβης τ. Σιμων. ἐν Ἀνθ. Π. 7. 300, Εὐρ. Μήδ. 920· τ. ὥρη, Μίμνερμ. 2. 9· τέλος ἔχειν ἢ λαμβάνειν, αὐξάνεσθαι, Πλάτ. Φαῖδρ. 276Β, Νόμ. 834C, πρβλ. 899Ε. 4) τελικὴ ἀπόφασις, τελεία ἀπόφασις, τ. δίκης Αἰσχύλ. Εὐμ. 243, πρβλ. 729· αἰτίας, τῆς κατηγορίας, αὐτόθι 434· ἀπολ., ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 934, Ἱκ. 603, 623. 5) τὸ βραβεῖον ἐν τοῖς ἀγῶσιν, πυγμᾶς τ. Πινδ. Ο. 10 (11). 81, πρβλ. ΙΙ. 9. 210, Ι. 1. 36. ΙΙΙ. ὑπερτάτη ἐξουσία, τέλος δ’ ἐφ’ ἡμῖν Εὐρ. Ἑλ. 887· τ. ἔχειν, πλήρη δύναμιν ἢ ἐξουσίαν, Συνθήκ. παρὰ Θουκ. 4. 118, Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8, 17· (ὡσαύτως ἐπὶ πραγμάτων, βεβαιοῦμαι, ὁρίζομαι, ἐπικυροῦμαι, Θουκ. 5. 41). 2) ὡσαύτως, ἀρχή, ἀξίωμα, Λατ. magistratus, τέλος δωδεκάμηνον Πινδ. Ν. 11. 10· οἱ ἐν τέλει, οἱ ὄντες ἐν ἀξιώμασιν, οἱ ἄρχοντες, Σοφ. Αἴ. 1352, Φιλ. 385, Θουκ., κλπ.· ἔξω τῶν βασιλέων καὶ τῶν μάλιστα ἐν τέλει Θουκ. 1. 10, πρβλ. 6. 88· οἱ ἐν τέλεϊ ἐόντες Ἡρόδ. 3. 18., 9. 106· ποιητ., οἱ ἐν τέλει βεβῶτες Σοφ. Ἀντ. 67· οὕτω, οἱ τὰ τέλη ἔχοντες Θουκ. 5. 47· - ἀκολούθως παρ’ Ἀττ., τὸ τέλος, ἡ κυβέρνησις, τοιαῦτ’ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει Αἰσχύλ. Θήβ. 1025· τὰ τέλη, οἱ ἄρχοντες, Θουκ. (ὅστις συνάπτει αὐτὰ μετὰ μετοχ. ἀρσεν. γένους καὶ ῥήματος πληθ. ἀριθμοῦ) 1. 58., 4. 15, Ξενοφ., κλπ.· - ἐντεῦθεν, ἐπὶ πάσης ὑπερεχούσης δυνάμεως, τελέων τελειότατον κράτος, ἐπὶ τοῦ Διός, Αἰσχύλ. Ἱκ. 525, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 667 ἀνωτ. 3) καθόλου, ὑπούργημα, ἔργον, ὅσοις τοῦτ’ ἐπέσταλται τ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 743, πρβλ. Ἀγ. 908· μ’ Ἀπόλλων τῷδ’ ἐπέστησεν τέλει αὐτόθι 1202, πρβλ. Χο. 760· ἄϋπνα ὀμμάτων τέλη, τὰ ἄγρυπνα καθήκοντα τῶν ὀφθαλμῶν, Εὐρ. Ἱκ. 1137. ΙV. σῶμα στρατιωτῶν πιθ ἀριθμοῦ τινος ὡρισμένου, τέλειος ἀριθμὸς στρατιωτῶν, τέλειον τάγμα, ἂν καὶ ὁ ἀριθμὸς οὐδαμοῦ λέγεται, Θρῃκῶν ἀνδρῶν τ. Ἰλ. Κ. 470· φυλάκων ἱερὸν τ. Κ. 56· ἐν τελέεσσιν, κατὰ διαιρέσεις, τάξεις, ἢ σώματα, Λ. 730, Σ. 298· (οὐδαμοῦ ἐν τῇ Ὀδ. ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας)· οὕτω κατὰ τέλεα Ἡρόδ. 1. 103., 7. 87, κ. ἀλλ.· ἐν τῷ Ρωμαϊκῷ στρατῷ = λεγεών, Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 87· πρβλ. τάξις Ι. 3. 2) δίρρυμα τέλη, τάγμα ἐξ ἁρμάτων (ἰδὲ δίρρυμος), Αἰσχύλ. Πέρσ. 47· καὶ ἐπὶ πλοίων, τρία τέλη ποιήσαντες τῶν νεῶν Θουκ. 1. 48· - ὡσαύτως, ὀρνίθων τέλεα, πλήθη πτηνῶν, διάφ. γραφ. ἀντὶ γένεα, Ἡρόδ. 2. 64· τέλη ἀθανάτων Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 152. πρβλ. Θήβ. 161. V. φόρος, δασμός, Ἀριστοφ. Σφ. 658, Πλάτ., κλπ.· ἀγορᾶς τ., φόρος, Ἀριστοφάν. Ἀχ. 896 τέλος πρίασθαι, πωλεῖν, ἐπὶ τῶν δημοσίων φόρων, Δημ. 745. 16, Αἰσχίν. 16, ἐν τέλ.· ἐκλέγειν, πράττειν, εἰσπράττειν, Δημ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 7. 3· τελεῖν, ἀποτίνειν, Πλάτ. Νόμ. 817Β· τέλη καταθεῖναι Ἀντιφῶν 138. 28· καταβάλλειν Ἀνδοκ. 12. 32· καὶ οὕτως ὁ Ἕρμ. ἐκλαμβάνει τὸ ἐν Σοφ. Ἀντιγ. 143· ἔλιπον Ζηνὶ τροπαίῳ πάγχαλκα τέλη, κατέλιπον αὐτῷ τὰ ἑαυτῶν ὅπλα ὡς φόρον: - ἀντὶ λύειν τέλη, πρβλ. λύω v. 2· - καθόλου, δαπάνη, Θουκ. 4. 60., 6. 16· - ἐντεῦθεν ἐν Ἀθήναις, ἡ περιουσία τοῦ πολίτου, ἐκεῖνο δι’ ὅ τις ἐφορολογεῖτο, καὶ κατ’ ἀναλογίαν τοῦ ποσοῦ τούτου ἀνῆκεν εἴς τινα τάξιν, Λατιν. census· ἀκολούθως δέ, τάξις, διαίρεσις τῶν πολιτῶν, Λατ. census, Δημ. 462. 25, κλπ.· κατὰ τέλος ζημιοῦμαι, τιμωροῦμαι ἀναλόγως πρὸς τὴν περιουσίαν μου ἢ τὴν τάξιν μου, Ἰσαῖ. 47. 26, πρβλ. Δημ. 1076. 19, πρβλ. τελέω II. IV. ἐν τῷ πληθ., προσφοραὶ ἢ ἱεραὶ τελεταὶ ὀφειλόμεναι τοῖς θεοῖς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 204, Σοφ. Τρ. 238, Εὐρ. Μήδ. 1382· - μάλιστα ἐπὶ τῶν Ἐλευσινίων μυστηρίων, τὰ ὁποῖα ἐθεωροῦντο ὡς τὸ συμπλήρωμα τοῦ βίου (πρβλ. Ἰσοκρ. 46Β), ἐν ᾧ οἱ Ρωμαῖοι ἐθεώρουν αὐτὰ ὡς τὴν ἔναρξιν (initia) νέου βίου, οὗ πότνιαι σεμνὰ τιθηνοῦνται τέλη Σοφ. Ο. Κ. 1050, πρβλ. Ἀποσπ. 719· σεμνῶν ἐς ὄψιν καὶ μυστηρίων τέλη Εὐρ. Ἱππ. 25· καλοῦνται δὲ τὰ μεγάλα τέλη παρὰ Πλάτ. Πολ. 560Ε· σπανίως ἐν τῷ ἑνικῷ, ἐρῶ... τοῦδε μυστικοῦ τέλους Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 384, πρβλ. τελέω ΙΙΙ, τελετὴ ΙΙ. 2) ὁ γάμος, ὡς συμπλήρωμα, τοῦ ἀνθρωπίνου βίου, ὡσαύτως δὲ καὶ ὡς ἐκ τῶν ἱερῶν τελετῶν μεθ’ ὧν συνοδεύεται, τέλος γαμήλιον Αἰσχύλ. Εὐμ. 835· τὰ νυφικὰ τέλη Σοφ. Ἀντ. 1241, πρβλ. τέλειος ΙΙ. 1, τελειόω ΙΙ. 2, καὶ τὴν φράσιν γάμοιο τ., παρ’ Ὁμ., ἀνωτ. Ι. 3. (Ἡ ἀκριβὴς σημασία τοῦ τέλος - οὐχὶ ὡς τὸ πέρας παλαιᾶς καταστάσεως, ἀλλὰ ἡ ἔλευσις πλήρους καὶ τελείας καταστάσεως, πρβλ. τελέω - σαφηνίζεται διὰ τῆς συμφωνίας μεταξὺ τῶν λέξεων ἀρχὴ καὶ τέλος ΙΙΙ, καὶ ἐν τῷ Λατ. initia ἐν συγκρίσει πρὸς τὸ τέλος vi. πρβλ. Wachsm. Antiqq. 1. append. 14, σ. 465 κἑξ. τῆς Ἀγγλικ. μεταφράσεως, Nitzsch εἰς Ὀδ. Ι. 5. Ὁ Κούρτ. ὅμως δοξάζει ὅτι ἡ √ΤΕΛ, τέλος, (ἐπὶ τῶν σημασιῶν I-IV) εἶναι ἕτερος τύπος τῆς √ΤΕΡ, τέρμα, καὶ ἀναφέρει τὸ τέλος (ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ φόρος, δασμὸς) εἰς τὴν √ΤΑΛ, *τλάω, ὑποφέρω).
English (Autenrieth)
εος (cf. τέρμα): end in the sense of completion, sum, consummation, fulfilment; μύθου, ‘sum and substance,’ Il. 16.83; perfect ‘state’ of affairs, Od. 9.5; τέλος θανάτοιο, periphrasis for θάνατος (the idea concretely expressed); concrete and technical, a division of the army, company (Il.)
English (Slater)
τέλος (-ος nom., acc.)
a execution, completion, issue ἀποίητον οὐδ' ἂν Χρόνος δύναιτο θέμεν ἔργων τέλος (O. 2.17) ἐδόκησαν ἐπ' ἀμφότερα μαχᾶν τάμνειν τέλος decide the issue (O. 13.57) νῦν δ' ἔλπομαι μέν, ἐν θεῷ γε μὰν τέλος (O. 13.104) οὐδὲ μακύνων τέλος οὐδέν (P. 4.286) “κύριον ὃς πάντων τέλος οἶσθα” (P. 9.44) Ἄπολλον, γλυκὺ δ' ἀνθρώπων τέλος ἀρχά τε δαίμονος ὀρνύντος αὔξεται (P. 10.10) ἰδίᾳ τ' ἐρεύνασε τεναγέων ῥοάς, ὁπᾷ πόμπιμον κατέβαινε νόστου τέλος (N. 3.25) ἐν δὲ πείρᾳ τέλος διαφαίνεται, ὧν τις ἐξοχώτερος γένηται perfection (N. 3.70) οὐκ ἔχω εἰπεῖν τίνι τοῦτο Μοῖρα τέλος ἔμπεδον ὤρεξε (N. 7.57) κενεᾶν δ' ἐλπίδων χαῦνον τέλος (N. 8.45) πὰν δὲ τέλος ἐν τὶν ἔργων (N. 10.29) ἀμφοτερᾶν τοι χαρίτων σὺν θεοῖς ζεύξω τέλος I shall secure an execution of both songs (I. 1.6) (ἀρετὰς) αἷσι Κλεωνυμίδαι θάλλοντες αἰεὶ σὺν θεῷ θνατὸν διέρχονται βιότου τέλος bring their lives to an end (I. 4.5) ὅσσα δ' ἐπ ἀνθρώπους ἄηται μαρτύρια φθιμένων ζωῶν τε φωτῶν ἀπλέτου δόξας, ἐπέψαυσαν κατὰ πὰν τέλος in every issue (I. 4.11) ἔστιν δ' ἀφάνεια τύχας καὶ μαρναμένων πρὶν τέλος ἄκρον ἱκέσθαι the supreme goal (I. 4.32) pro adv., τέλος δ' ἀείραις πρὸς στιβαρὰς ἐπάραξε πλευράς finally fr. 111. 3.
b prize Δόρυκλος δ' ἔφερε πυγμᾶς τέλος (O. 10.67) ποτὶ γραμμᾷ μὲν αὐτὰν στᾶσε κοσμήσαις τέλος ἔμμεν ἄκρον (P. 9.118) ἐφ' ἑκάστῳ ἔργματι κεῖτο τέλος (I. 1.27)
c office ἀλλὰ σὺν δόξᾳ τέλος δωδεκάμηνον περᾶσαί νιν ἀτρώτῳ κραδίᾳ (τὴν πρυτανείαν Σ.) (N. 11.9)
d fragg. ]ον τέλος ἔσται Πα. 7C. 6. βασανισθέντι δὲ χρυσῷ τέλος[ (μανύεται e. g. supp. Snell) (Pae. 14.38)
Spanish
English (Strong)
from a primary tello (to set out for a definite point or goal); properly, the point aimed at as a limit, i.e. (by implication) the conclusion of an act or state (termination (literally, figuratively or indefinitely), result (immediate, ultimate or prophetic), purpose); specially, an impost or levy (as paid): + continual, custom, end(-ing), finally, uttermost. Compare φόρος.
English (Thayer)
τέλους, τό (cf. Curtius, § 238), from Homer down, the Sept. mostly for קֵץ;
1. end, i. e.
a. termination, the limit at which a thing ceases to be, (in the Greek writings always of the end of some act or state, but not of the end of a period of time, which they call τελευτή; in the Scriptures also of a temporal end; an end in space is everywhere called πέρας): τῆς βασιλείας, ζωῆς, τοῦ καταργουμένου, τά τέλη τῶν αἰώνων, τέλος τῶν ἡμερῶν, τῶν ἑπτά ἐτῶν, ἀρχή καί τέλος καί μεσότης χρόνων τέλος νόμου Χριστός, Christ has brought the law to all end (πᾶσιν Χριστός ἀνθρώποις τέλος τοῦ βίου θάνατος. Demosthenes, 1306,25), πάντων τό τέλος, the end of all things (i. e. of the present order of things), ἕως τέλους, μέχρι τέλους, Tr marginal reading WH brackets the clause), 14; ἄχρι τέλους, τό τέλος denotes the end of the Messianic pangs (dolores Messiae; see ὠδίν) in ἀρχή ὠδίνων); τό τέλος in οἱ τοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ παρουσία αὐτοῦ), εἰς τέλος — to the very end apointed for these evils, at the end, at last, finally, Vulg. in novissimo) (i. e. lest at last by her coming she wear me out; but others take it equivalent to Hebrew לָנֶצַח (cf. lest by her coming to the last i. e. continually; see ὑπωπιάζω, under the end); to the uttermost, completely (cf. our to the very last); see Westcott, and Weiss (in Meyer 6te Aufl.) at the passage; Grimm on ἀναπάω, under the end (Xenophon, oec. 17,10; Hesiod, Works, 292; Herodotus 3,40; 9,37; Sophocles Philippians 409; Euripides, Ion 1615; Aelian v. h. 10,16); to the (procurement of their) end, i. e. to destruction (A. V. to the uttermost (cf. references as above)), לְכָלָה, τέλος ἔχειν, to have an end, be finished (often in Greek writings), τέλος here the sense of fulfilment (cf. τελέω, 2)); equivalent to to perish, τό δέ τέλος, adverbially, finally (denique vero): Plato, legg. 6, p. 768b.; καί τό γέ τέλος, ibid. 5, p. 740e.; but generally in secular authors τέλος in this sense wants the article; cf. Passow, ii, p. 1857a; (Liddell and Scott, under the word, I:4a.)).
b. the end i. e. the last in any succession or series: (ἡ) ἀρχή καί (τό) τέλος, of God, who by his perpetuity survives all things, i. e. eternal, that by which a thing is finished, its close, issue: final lot, fate, as if a recompense: with a genitive of the thing, τοῦ κυρίου (genitive of author), the closing experience which befell Job by God's command, Job 42 (especially verse 12)).
d. the end to which all things relate, the aim, purpose: Plato, de rep. 6, p. 494a. down; cf. Fritzsche on Romans, ii., p. 378).
2. toll, custom (i. e. an indirect tax on goods; see φόρος and κῆνσος): Xenophon, Plato, Polybius, Aeschines, Demosthenes, others; 1 Maccabees 11:35).
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ
1. η ολοκλήρωση, η τελείωση ενός πράγματος, το έσχατο όριο του στον χώρο και στον χρόνο, αποπεράτωση, πέρας (α. «το τέλος του δρόμου» β. «το τέλος της προσπάθειας» γ. «τέλος της εβδομάδας» δ. «μὴ πρότερόν τι πάθῇς, πρὶν τέλος ἐπιθεῖναι τοῖς πραττομένοις;», Iσοκρ.)
2. παύση, λήξη (α. «το τέλος της παράστασης» β. «ὡς δὲ πρὸς τέλος γόων ἀφίκοντο», Σοφ.)
3. έκβαση, αποτέλεσμα (α. «θέλω να δω τί τέλος θα έχει» β. «τέλος τοιόνδε ἐγένετο τῆς μάχης», Ηρόδ.)
4. το τέρμα της ζωής, ο θάνατος (α. «το τέλος μου έχει να γενή στην φυλακή ετούτη», Ερωτόκρ.
β. «τῶν ἤδη τέλος ἐχόντων» — τών νεκρών, Πλάτ.)
5. χρηματική παροχή που επιβάλλεται από το κράτος, φόρος, δασμός (α. «ταχυδρομικό τέλος» β. «τὸ ὡρισμένον τῆς αἰτήσεως τέλος», πάπ.)
6. ο τελικός, ο αντικειμενικός σκοπός
7. (στην αρχ. φιλοσ.) α) το ύψιστο σημείο, το ιδανικό
β) (στον Αριστοτ.) i) τελικό αίτιο
ii) το κύριο και πρώτιστο αγαθό
8. (ως επίρρ.) τελικά (α. «τέλος έφυγε» β. «τέλος οὐδέτεροι νικήσαντες διέστησαν», Ηρόδ.)
9. φρ. α) «στο τέλος» και «εἰς [ὴ ἐς] τέλος» — τελικά
β) «παίρνω τέλος» και «τέλος λαμβάνω» — ολοκληρώνομαι, συμπληρώνομαι
γ) «μηδένα προ του τέλους μακάριζε» — μη θεωρείς κανέναν ευτυχισμένο προτού δεις το τέλος του
νεοελλ.
φρ. α) «εν τέλει»
i) τελικά
ii) για να τελειώνουμε
β) «τέλος πάντων» και «τελοσπάντων» — ας τελειώνουμε, τελικά
γ) «από αρχή μέχρι τέλους» — σε όλη την έκταση, σε όλα τα μέρη, παντού
δ) καλά τέλη»
i) καλά αποτελέσματα
ii) καλά γηρατειά
ε) «δίνω τέλος σε κάτι» — τερματίζω κάτι, δεν αφήνω να υπάρξει συνέχεια
στ) «τέλος καλό, όλα καλά» — το αίσιο τέλος απαλύνει τις οποιεσδήποτε δυσάρεστες εμπειρίες από μια δύσκολη κατάσταση
μσν.-αρχ.
1. δαπάνη, έξοδα
2. φρ. «εἰς [ἤ ἐς] τέλος» — εξ ολοκλήρου, εντελώς
αρχ.
1. η ουσία, ο κύριος σκοπός ενός πράγματος
2. η τέλεια ηλικία («εἰς ἀνδρὸς τέλος» — στην ανδρική ηλικία, Πλάτ.)
3. η τελική απόφαση
4. (σχετικά με αγώνα) βραβείο («ἔφερε πυγμᾱς τέλος», Πίνδ.)
5. η υπέρτατη εξουσία
6. η ύψιστη θέση στον πολιτικό βίο
7. η κυβέρνηση («τοιαῦτ' ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει», Αισχύλ.)
8. διάταγμα
9. υπούργημα («ἔξω τοῦ τέλους εἰσὶ τούτου», Δημοσθ.)
10. θρησκευτική εορτή και, ιδίως, η τελετή του γάμου («τέλος ὁ γάμος ἐκαλεῖτο», Πολυδ.)
11. συμβάν, περιστατικό («οὐ γὰρ ἔγωγέ τι φημι τέλος χαριέστερον εἶναι ἤ ὅτε...», Ομ. Οδ.)
12. δύναμη, δραστικότητα, αποτελεσματικότητα («καὶ τοῖσ' ουδὲν ἔπεστι τέλος», Σόλ.)
13. (στην Αθήνα) η περιουσία του πολίτη, σύμφωνα με την οποία καθορίζονταν και οι εισφορές του
14. κτηματική διαίρεση και διανομή («Κορωνείων τὸ τέλος», επιγρ.)
15. στρ. α) τάγμα, άγημα («πολλὰ πελταστῶν τέλη», Ευρ.)
β) (στους Ρωμαίους) η λεγεώνα
γ) στρατιωτική δύναμη από 2.048 πεζούς, η αρχαία μεραρχία
δ) στρατιωτική δύναμη από 2.048 ιππείς, η ταξιαρχία
ε) (σε συνεκφορά με τη λ. δίρρυμα) τάγμα αρμάτων
16. (γενικά) πλήθος («τέλη ἀθανάτων», Αισχύλ.)
17. (σχετικά με πουλιά) σμήνος («ὀρνίθων τέλεα ὀχευόμενα ἔν τε τοῖσι νηοῖσι τῶν θεῶν», Ηρόδ.)
18. (στη δοτ. ως επίρρ.) τέλει
γενικά
19. στον πληθ. τὰ τέλη
α) οι άρχοντες
β) τα καθήκοντα
γ) ιερές τελετές και θυσίες προς τιμήν θεών («θεοῖσι μικρὰ θύοντες τέλη», Ευρ.)
δ) τα Ελευσίνια μυστήρια, τα οποία ονομάστηκαν έτσι επειδή τά θεωρούσαν ως ολοκλήρωση του βίου
ε) λάφυρα, τα οποία αφιέρωναν σε ναό
20. φρ. α) «τέλος ἔχω»
i) είμαι έτοιμος, τελειωμένος
ii) (για πρόσ.) έχω τη δύναμη να επικυρώσω ή να καθιερώσω κάτι
β) «τέλος θανάτου» — η δύναμη που επιφέρει τον θάνατο
γ) «τέλος νόστου» — ο νόστος, η επιστροφή (Ομ. Οδ.)
δ) «τέλος γάμου» — ο γάμος (Ομ. Οδ.)
ε) «οἱ ἐν τέλει» ή «οἱ τὰ τέλη ἔχοντες» — αυτοί που βρίσκονται στην εξουσία, οι άρχοντες
στ) «διὰ τέλους» — για πάντα, πάντοτε
ζ) «ἐπὶ τέλος» — τελικά, στο τέλος
η) «τέλος ἐπιτίθημί τινι» — κάνω κάτι αποτελεσματικό (Ομ. Ιλ.)
θ) «τέλος γίγνεταί τινος» — έρχεται το τέλος ή το αποτέλεσμα ενός πράγματος (Ηρόδ., Ξεν.)
ι) «κατά το τέλος ζημιοῦμαι» — τιμωρούμαι ανάλογα με την περιουσία και την τάξη μου (Ισαί.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για ακατάληκτο σιγμόληκτο ουδ. (πρβλ. βέλος, πένθος), που εμφανίζει μεγάλη ποικιλία σημασιών. Η σημ. της λ. «όριο, τέρμα, σημάδι» θα μπορούσε να οδηγήσει στην ΙΕ ρίζα kwel- «στρέφω, γυρίζω, κινούμαι ολόγυρα» (πρβλ. πέλω, τέλομαι). Με τη σημ. της ρίζας kwel- (στην Ελληνική ο χειλοϋπερωικός φθόγγος πριν από φωνήεν -ε- αντιπροσωπεύεται με οδοντικό σύμφωνο τ-, εκτός της αιολ. διαλ., που εμφανίζει π-, πρβλ. πέλω) θα μπορούσε να συνδυαστεί και η βασική σημ. της λ. «αποπεράτωση, έκβαση», όπως επίσης και η σημ. του ρ. τέλλω «εκτελώ, ορίζω» (πρβλ. εντολή). Παρ' όλα αυτά, ο μυκην. τ. tereta, που αντιπροσωπεύει το παράγωγο τελεστής, δεν εμφανίζει το αναμενόμενο σύμφωνα με την προηγούμενη υπόθεση αρκτικό χειλοϋπερωικό σύμφωνο, γεγονός που γεννά αμφιβολίες για την ύπαρξη αμάρτυρου αρχικού τ. kwel-os και την αναγωγή της λ. στη ρίζα kwel-. Κατ' άλλη άποψη, η λ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα tel- «σηκώνω, αίρω, υψώνω, ζυγίζω, μεταφέρω» (πρβλ. τάλας, τελαμών), γεγονός που θα μπορούσε να συνδυαστεί με τη σημ. «φόρος, πληρωμή» και «κυβέρνηση, εξουσία» της λ., όπως και με τη σημ. του ρ. τέλλω «ανεβαίνω, προχωρώ, υψώνω» (πρβλ. ανατολή). Η τελευταία άποψη, ωστόσο, δεν θα μπορούσε εύκολα να δικαιολογήσει τη βασική σημ. της λ. τέλος «αποπεράτωση, έκβαση, ολοκλήρωση». Η μεγάλη ποικιλία τών σημασιών που περιλαμβάνει η λ. και ειδικότερα η απόσταση ανάμεσα στις σημ. της αποπεράτωσης, της εξουσίας και του φόρου οδήγησε ορισμένους στην υπόθεση ότι πρόκειται για δύο αρχικούς τ. διαφορετικής ετυμολογικής προέλευσης αλλά παρόμοιας μορφής που συγχωνεύθηκαν σε έναν. Βασική παρ' όλα αυτά σημ. πρέπει να θεωρηθεί η «αποπεράτωση, έκβαση, πραγματοποίηση», από όπου η σημ. «ουσία, τελικός, αντικειμενικός σκοπός», η σημ. «της τελικής απόφασης και της υπέρτατης εξουσίας που λαμβάνει τις αποφάσεις», όπως και η σημ. του «τυπικού βάσει του οποίου εκτελούνται οι αποφάσεις, διάταγμα, υπούργημα, θρησκευτική γιορτή» (πρβλ. τελετή, τελετουργία). Με τις προηγούμενες σημ. συνδέονται τόσο η κοινή σημ. με την οποία η λ. χρησιμοποιείται κατ' εξοχήν στη Νέα Ελληνική: «το έσχατο σημείο ενός πράγματος, το έσχατο όριο, τέρμα, παύση, λήξη, θάνατος» (πρβλ. τελευτή, τελευταίος) όσο και η αρχ. σημ. «τάγμα, στρατιωτικό απόσπασμα, άγημα» με την έννοια του οργανωμένου, ολοκληρωμένου συνόλου. Σημαντική, τέλος, είναι και η σημ. της λ. «αυτό που οφείλει κάποιος, φόρος, δασμός», από όπου η αρχ.-μσν. σημ. «δαπάνη, έξοδα». Την ίδια ποικιλία σημ. με τη λ. τέλος εμφανίζει το παράγωγο ρ. τελῶ και τα σύνθ. σε -τελής (σχηματισμένα από το σιγμόληκτο θ. τελ-εσ- της λ.). Η λ. τέλος εμφανίζεται και ως α' συνθετικό με τη μορφή τελεσσι-, πιθ. από τον τ. της δοτ. πληθ. τέλεσι (πρβλ. ὀρεσί-κοιτος, ὀρεσι-δίαιτος, βλ. και λ. όρος), με διπλασιασμό του -σ- προς διευθέτηση μετρικών αναγκών.
ΠΑΡ. τέλ(ε)ιος, τελικός, τελώ
αρχ.
τελήεις, τελίσκω, τέλοσδε.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) τελεσφόρος, τελώνης
αρχ.
τελάρχης, τελεσίδρομος, τελεσίερος, τελεσίκαρπος, τελεσιουργός, τελεσιφάντης, τελεσσιδώτειρα, τελεσσίνους, τελεσσίφρων
αρχ.-μσν.
τελεσσίγαμος, τελεσσίγονος, τελεσσίμορος, τελεσσίτοκος
νεοελλ.
τελεσίγραφο, τελεσίδικος, τελολογία, τελόφαση. (Β' συνθετικό σε -τελής) ατελής, αυτοτελής, δημοτελής, εντελής, επιτελής, ευτελής, ημιτελής, ισοτελής, λυσιτελής, ολοτελής, παντελής, πολυτελής, υποτελής, φοροτελής
αρχ.
αγχιτελής, αειτελής, ακροτελής, αρτιτελής, βαρυτελής, βιοτελής, βραχυτελής, διατελής, εκτελής, καρποτελής, κοινοτελής, νεοτελής, ομοτελής, οξυτελής, προτελής, συντελής, υπερτελής
νεοελλ.
ανιδιοτελής, ιδιοτελής, υπερπολυτελής, φιλοτελής].
Greek Monotonic
τέλος: -εος, τό,
I. 1. εκπλήρωση ή συμπλήρωση κάθε πράγματος, Λατ. effectus, δηλ. το αποτέλεσμα αυτού, η έκβασή του, το τελείωμά του, σε Όμηρ. κ.λπ.· τέλος πολέμου, η έκβασή του, σε Ομήρ. Ιλ.· τέλος μύθῳ ἐπίθήσεις, θα δώσεις σκοπό στον λόγο, δηλ. θα κάνεις τον λόγο αποτελεσματικό, στο ίδ.· τέλος ἐπιγίγνεται ἀρῇσι, οι προσευχές κάποιου εκπληρώνονται, σε Ομήρ. Οδ.· τέλος ἔχειν, έχω φθάσει στο τέλος, είμαι ολοκληρωμένος ή έτοιμος, σε Ομήρ. Ιλ.· τέλοςἔχει δαίμων ὅπᾳ θέλει, η θεότητα κρατάει το αποτέλεσμα στην εξουσία της, σε Ευρ.· τέλος λαβεῖν, συμπληρώνομαι, τελειώνομαι, σε Πλάτ.
2. ιδίως, λέγεται για το τέλος της ζωής, τὸ τέλος βίου, σε Σοφ., Ευρ.· και χωρίς το βίου, το τέλος της ζωής, ο θάνατος, σε Ηρόδ.
3. περιφραστικά σε διάφορες φράσεις, τέλος θανάτου, το σημείο ή το όριο του θανάτου, Λατ. exitus mortis, σε Όμηρ.· ομοίως, τέλος γάμοιο = γάμος, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.
4. επιρρ. χρήσεις: α) τέλος, εν τέλει, σε Ηρόδ., Θουκ.· ομοίως, εἰς ή ἐς τέλος, σε Ηρόδ.· διὰ τέλους, από την αρχή μέχρι το τέλος, για πάντα, εντελώς, σε Τραγ.· β) τέλει, Λατ. omnino, καθόλου, σε Σοφ.
II. 1. προκείμενο τέλος, κύρια υπόθεση, μύθου τέλος, σε Ομήρ. Ιλ.
2. τέλος ενέργειας, σε Πλάτ.· απ' όπου, τὸ ἀγαθόν, το μύριο και πρώτιστο αγαθό, το του Κικέρωνα finis bonorum, σε Αριστ.
3. τελειότητα, τέλεια ηλικία, ἀνδρὸς τέλος, τέλεια ηλικία άνδρα, η ανδρική ηλικία, σε Πλάτ.· τέλοςἔχειν ή λαμβάνειν, είμαι ανεπτυγμένος, στον ίδ.
4. τελική απόφαση, αποφασιστικότητα, σε Αισχύλ.
5. βραβείο στους αγώνες, σε Πίνδ.
III. 1. υπέρτατη εξουσία, σε Ευρ. κ.λπ.
2. αρχή, αξίωμα, οἱ ἐν τέλει, αυτοί που κατέχουν αξιώματα, οι άρχοντες, σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ.· οἱ ἐν τέλει βεβῶτες, σε Σοφ.· ακολούθως, τὸ τέλος, η κυβέρνηση, σε Αισχύλ.· τὰ τέλη, οι άρχοντες, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.
3. γενικά, υπούργημα, έργο, σε Αισχύλ.· ὀμμάτων τέλη, τα καθήκοντα των οφθαλμών, σε Ευρ.
IV.σώμα στρατιωτών, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐν τελέεσσιν, κατά διαιρέσεις, τάξεις ή σώματα, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, κατὰ τέλεα, σε Ηρόδ.· δίρρηκα τέλη, τάγμα από άρματα, σε Αισχύλ.· λέγεται και για πλοία, τρία τέλη τῶν νεῶν, σε Θουκ.
V. αυτό που πληρώνεται για κρατικούς σκοπούς, φόρος, δασμός, χρέος, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· ἀγορᾶς τέλος, φόρος, σε Αριστοφ.· τέλος πρίασθαι, πωλεῖν, αγοράζω φόρο ή τον πουλώ, σε Δημ., Αισχίν.· αντί λύειν τέλη, βλ. λύω V. 2· γενικά, δαπάνη, σε Θουκ.· στην Αθήνα, η περιουσία για την οποία ο πολίτης φορολογείτο, Λατ. census· και ακολούθως, τάξη, διαίρεση πολιτών, σε Δημ. κ.λπ.
VI. 1. στον πληθ., προσφορές ή ιερές τελετές που οφείλονται στους θεούς, σε Τραγ.· ιδίως, λέγεται για τα Ελευσίνια μυστήρια, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.
2. λέγεται για το γάμο, ως συμπλήρωμα του ανθρώπινου βίου, σε Αισχύλ., Σοφ.
Middle Liddell
τέλος, ος, εος, τό,
I. the fulfilment or completion of anything, Lat. effectus, i.e. its consummation, issue, result, end, Hom., etc.; τ. πολέμου its issue, Il.; τ. ἐπιτιθέναι τινί to put a finish to a thing, i. e. give it effect, Il.; τ. ἐπιγίγνεται ἀρῇσι one's prayers are accomplished, Od.:— τέλος ἔχειν to have reached the end, to be finished or ready, Il.; τ. ἔχει δαίμων ὅπα θέλει the deity keeps the result in his own power, Eur.:— τ. λαβεῖν to be completed, Plat.
2. especially of the end of life, τὸ τ. βίου, Soph., Eur.; and without βίου, the end, death, Hdt.
3. periphrasis in various phrases, τέλος θανάτου the point or term of death, Lat. exitus mortis, Hom.; so, τ. γάμοιο = γάμος, Od., etc.
4. Adverbial usages:
a. τέλος at last, Hdt., Thuc.: so, εἰς or ἐς τέλος Hdt.:— διὰ τέλους throughout, for ever, completely, Trag.:— τέλει, Lat. omnino, at all, Soph.
II. the end proposed, chief matter, μύθου τ. Il.
2. the end of action, Plat.:—hence = τὸ ἀγαθόν, the chief good, Cicero's finis bonorum, Arist.
3. perfection, full age, ἀνδρὸς τ. man's full age, man hood, Plat.; τέλος ἔχειν or λαμβάνειν to be grown up, Plat.
4. a final decision, determination, Aesch.
5. the prize at games, Pind.
III. supreme authority, Eur., etc.
2. a magistracy, office, οἱ ἐν τέλει men in office, magistrates, Soph., Thuc., etc.; οἱ ἐν τέλει βεβῶτες Soph.:—then, τὸ τέλος the government, Aesch.; τὰ τέλη the magistrates, Thuc., Xen., etc.
3. generally, a task, office, Aesch.; ὀμμάτων τέλη the duties of the eyes, Eur.
IV. a body of soldiers, Il.; ἐν τελέεσσιν in squadrons, Il.; so, κατὰ τέλεα Hdt.: —δίρρυμα τέλη troops of chariots, Aesch.; and of ships, τρία τέλη τῶν νεῶν Thuc.
V. that which is paid for state purposes, a toll, tax, duty, Ar., Plat., etc.; ἀγορᾶς τ. a market- due, Ar.; τέλος πρίασθαι, πωλεῖν to farm a tax, or let it, Dem., Aeschin.; for λύειν τέλη, v. λύω V. 2:—generally, outlay, expense, Thuc.:—hence, at Athens, the property at which a citizen was rated for taxation, Lat. census; and then, a class, order, of citizens, Dem., etc.
VI. in plural offerings or sacred rites due to the gods, Trag.:—esp. of the Eleusinian mysteries, Soph., Eur., etc.
2. of marriage, as the consummation of life, Aesch., Soph.
Frisk Etymology German
τέλος: {télos}
Grammar: n.
Meaning: 1. ‘Ende, Grenze, Ziel, Vollendung, Erfüllung, Entscheidung; obrigkeitliches Amt, Behörde; Weihe’ (seit Il.). 2. Abgabe, Steuer, Zoll, Aufwand, Kosten (ion. att.). 3. Heeresabteilung, Truppe, militärischer Verband, Geschwader von Schiffen (Il., ion. att.).
Composita: Als Vorderglied in τελεσφόρος ’τέλος bringend', Beiwort von ἐνιαυτός (Hom.), von Ζεύς (h. Hom.), von ἀραί, εὐχαί usw. (Trag.), von χῶραι (Thphr.) u. a. m. mit -φορία, -έω, -ησις (hell. u. sp.); τελώνης m. ‘Steuer-, Zollpächter ‘(att., Herod., hell. u. sp.) mit -ών—ιον, -ία, -ικος, -εῖον, -έω, -ησις (meist hell. u. sp.). Sehr oft als Hinterglied, z.T. in Rückbildungen von τελεῖν, z.B. ἀτελής 1. ohne Ende, unvollendet, unvollständig (seit ρ 546), Gegensatz ἐντελής vollkommen, vollständig (att. seit A.); 2. ohne Abgabe, steuerfrei (ion. att.) mit ἀτέλεια, -είη f. unvollendeter Zustand (Arist. u.a.), Freiheit von Abgaben (ion. att.); πολυτελής mit vielem Aufwand verbunden, verschwenderisch, kostbar (ion. att.); εὐτελής (auf τελεῖν bezogen) leicht zu bezahlen, wohlfeil, gering, sparsam (ion. att.); ἐκτελής vollkommen, reif (Hes., A., E.) von ἐκτελέω (seit Il.). — Mit το-Suffix ἀτέλεστος (auch auf τελεῖν beziehbar) ohne Ende, unvollendet (Hom. u. a.), ohne Weihe, uneingeweiht (E., Pl. u.a.); zur Bildung Schwyzer 503.
Derivative: Ableitungen: 1. τέλειος (seit Il.), -εος (nachhom.), -ηος (Kreta), -εως (Kos) ‘das Ende, das Ziel usw. betreffend, vollendet, ausgewachsen’; zur Bildung (*τελεσι̯ος; auch *τελεσϝος, -τελειι̯ος?) Schwyzer 241, 273, 282 u. 472; davon τελε(ι)-ότης f. Vollkommenheit (Demokr., Arist. u.a.), τελε(ι)-όω, auch m. ἀπο-, ἐκ- u.a. vollenden, beendigen, Med. u. Pass. in Erfüllung gehen, zur Reife gelangen (ion. att.) mit -ωσις, -ωμα, -ωτής. 2. τελήεις Beiw. von ἑκατομβαί (Hom.), auch von οἰωνοί (h. Merc.), von ἔπεα (Tyrt.), von Ὀκεανός (Hes. Th), aus τέλειος umgebildet (Schwyzer 527) ?; abzulehnen Thieme Studien 70 f. 3. τελικός ‘zum Ende, zum Ausgang gehörig (hell. u. sp.), συν- ~ ‘eine Gemeinschaft (συντέλεια) bildend' (Plb.), gemeinsam bezahlt (sp.); ὑπερσυν- ~ (χρόνος) Plusquamperfektum (Gramm.; Schwyzer-Debrunner 249). 4. τελεστα m. Beamter (Elis VIa); zu τελεστής s.u. — 5. Denominatives Verb τελέω (seit Il.), ep. auch -είω, Aor. τελέσ(σ)αι, Pass. τελεσθῆναι, Fut. τελέσ(σ)ω, ep. auch -έω, att. -ῶ, Perf. Pass. τετέλεσμαι (seit Il.), wozu Akt. τετέλεκα (att.), auch -ηκα (hell. Pap.), -ημαι (kret.), sehr oft m. Präfix, z.B. ἀπο-, δια-, ἐκἐπι-, συν-, ‘beendigen, vollenden, weihen; entrichten, bezahlen, aufwenden’. Einzelheiten zur Stammbildung usw. bei Schwyzer 724 u. 775; in dem System mögen auch alte primäre Formen Platz gefunden haben (vgl. τελετή). Von τελέω: τέλεσις (ἀπο-, συν- u.a.) f. Vollendung, Abschluß (Arist., hell. u. sp.); τέλεσμα (für *τέλεμα? Specht KZ 63, 210) n. Zahlung, Steuer (D. S., Pap., Inschr. u.a.), auch zu präfigierten Vba, z.B. ἀπο- ~ Vollendung, Ziel, Resultat (Arist. usw.); τελεστής m. Weihpriester (sp.), Ὀρφεο- ~ (Thphr.), myk te-re-ta? (Morpurgo Lex. s.v.); συν- ~ (: συντελέω) Mitglied eines Steuerzahlungsvereins (Cod. Just. u.a.); -τικός den Weihpriester, die Weihe betreffend (Pl. u.a.), zum Vollenden geeignet (Arist.), auch m. ἀπο-. ἐπι-, συν-; -τήρ m. Weihpriester (Trozen IIa), -τωρ Bein. des Apollon (AP), auch PN; -τήρια n. pl. Opfer für gelungene Unternehmungen (X., Ael.), -τήριον Weihplatz (Plu.); -τρα n. pl. Weihgebühren (hell. Inschr.); -τρια f. Weihpriesterin (Suid.). — Erweitertes Präsens τελίσκω (συν-) = τελέω (hell.). — Als Vorderglied z.B. τελεσιουργός das Werk vollendend mit -ία, -έω, -ημα (Pl., Arist. usw.); vgl. Fraenkel Nom. ag. 1, 51 A. 1 (S. 52).
Etymology: In τέλος scheinen schon in vorliterarischer Zeit zwei verschiedene Wörter zusammengeflossen zu sein. Im Sinn von Ende, Ziel kann τέλος als *’Wendepunkt (der Rennbahn, der Ackerarbeit)’ zu τέλομαι, πέλομαι gehören (s. dd.); daneben πόλος wie γένος: γόνος. Angesichts des weitverzweigten Bedeutungsinhalts von idg. qʷel- (vgl. lat. colō, aind. cárati auch betreiben, vollführen) sind aber auch andere Wege gangbar; vgl. τελετή und 3. τέλλω. Als Abgabe, Steuer reiht sich τέλος ungesucht an 2. τέλλω, τελαμών, ταλάσσαι, τλῆναι heben, tragen, ertragen wie φόρος Steuer zu φέρω. Für τέλος als Heeresabteilung hat man eine Anknüpfung in aind. kúlam n. Geschlecht, Sippe, Menge, aksl. u. russ. čéljadь Gesinde finden wollen, was weder formal noch begrifflich ganz befriedigt (zu kúlam Mayrhofer s. v.; unarisch?). Es läßt sich aber als militärischer Fachausdruck Aushebung gleichfalls an die Sippe von ταλάσσαι ziehen. Für τέλος Amt, Behörde sind mehrere Erklärungen denkbar: Höhepunkt, Vollziehung, Entscheidung oder Auftrag, Beauftragung ? —Von der schlagenden Ähnlichkeit der Ausdrücke τείνειν τέλος und τιταίνειν τάλαντα (in Υ 101 εἰ δὲ θεός περ ἶσον τείνειεν πολέμου τέλος, Hes. Th. 638 ἶσον δὲ τέλος τέτατο πτολέμοιο und Χ 209 καὶ τότε δὴ χρύσεια πατὴρ ἐτίταινε τάλαντα) ausgehend, will Holwerda Mnem. 4: 16, 337 ff. τέλος wie τάλαντα auf die Waage beziehen und als Waagebalken, librae iugum erklären, wegen der angeführten Parallele sehr bestechend. Nur muß natürlich τέλος, falls Waagebalken, nicht mit H. als "quod verti potest" zu τέλομαι, πέλομαι, sondern als Hebung zu τάλαντα gehören. Die weiteren Ausführungen H.: s sind z.T. erwägenswert, aber oft unwahrscheinlich oder sogar bestimmt abzulehnen. Für ein einheitliches τέλος (zu πέλομαι) Ambrose Glotta 43, 38 ff.; ebenso Machek Studia Dečev 52f. (zu slav. tělo Körper; abzulehnen). Zum Gebrauch von τέλος bei Homer noch H. Broicher Homerische τέλος-Vorstellungen. Diss. Göttingen 1942 (ungedruckt). —Weitere Lit. s. πέλομαι und ταλάσσαι.
Page 2,871-873
Chinese
原文音譯:tšloj 帖羅士
詞類次數:名詞(42)
原文字根:完成
字義溯源:界限,結局,底,常,終,究竟,滅亡,窮盡,成就,目的,結果,總結,上稅,抽稅,關稅,義務,末期,末了,極處,總歸,到底,終結,果效;源自(τελέω)X*=有目標的計劃)。參讀 (ἔκβασις) (κατάλοιπος)同義字
同源字:1) (τέλειος)完全的 2) (τελειότης)完全 3) (τελειόω)作成 4) (τελείως)完全地 5) (τελείωσις)完成 6) (τελειωτής)完成者 7) (τελέω)完畢 8) (τέλος)界限,結局
出現次數:總共(43);太(6);可(3);路(4);約(1);羅(5);林前(3);林後(3);腓(1);帖前(1);提前(1);來(5);雅(1);彼前(4);啓(5)
譯字彙編:
1) 結局(9) 羅6:21; 羅6:22; 林後3:13; 林後11:15; 腓3:19; 來6:8; 雅5:11; 彼前4:7; 彼前4:17;
2) 底(8) 太10:22; 太24:13; 可13:13; 約13:1; 林前1:8; 來3:6; 來3:14; 啓2:26;
3) 末期(6) 太24:6; 太24:14; 可13:7; 路21:9; 林前10:11; 林前15:24;
4) 終(5) 彼前3:8; 啓1:8; 啓1:11; 啓21:6; 啓22:13;
5) 極處(1) 帖前2:16;
6) 末了(1) 林後1:13;
7) 到底(1) 來6:11;
8) 果效(1) 彼前1:9;
9) 終結(1) 來7:3;
10) 上稅(1) 羅13:7;
11) 總歸(1) 提前1:5;
12) 總結(1) 羅10:4;
13) 究竟(1) 太26:58;
14) 關稅(1) 太17:25;
15) 滅亡(1) 可3:26;
16) 窮盡(1) 路1:33;
17) 成就(1) 路22:37;
18) 常(1) 路18:5;
19) 抽稅(1) 羅13:7
English (Woodhouse)
completion, conclusion, duty, function, issue, result, ritual, squadron, task, tax, work, at last, division of an army, end, in the end, in the long run, of a fleet, rites, taxes, troop of cavalry
Mantoulidis Etymological
τό (=ἐκπλήρωση, τέρμα, θάνατος, ἐξουσία, φόρος). Μέ τίς 4 πρῶτες σημασίες ἀναφέρεται σέ ρίζα τελσυγγενική μέ τήν τερ- (τέρμα), ἐνῶ μέ τή σημασία (φόρος) πρέπει νά ἀναφερθεῖ σέ ρίζα ταλ- τοῦ τλάω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: τέλειος ἤ τέλεος, τελείως ἤ τελέως, τελειόω -ῶ (=τελειοποιῶ), τελείωμα, τελείωσις, τελειωτής, τελειωτικός, τελεσφόρος, τελεσφορῶ, τελῶ, τελετή, τελευτή, τελευταῖος, τελήεις, ἀτελής, εὐτελής (=φτηνός), πολυτελής (=σπάταλος), τελικός, τελώνης (=εἰσπράκτορας τῶν δημόσιων φόρων), τελωνῶ (=φορολογῶ), τελωνία, τελωνικός, ὑποτελής.
Léxico de magia
τό fin en sentido teológico χαῖρε, ἀρχὴ καὶ τ. τῆς ἀκινήτου φύσεως te saludo, principio y fin de la naturaleza inmóvil (en una invocación a la divinidad) P IV 1125 P IV 2837 (ref. a Selene)
Lexicon Thucydideum
finis, exitus, end, outcome, 5.41.3, 5.50.5,
denique, finally, 1.109.4, 1.139.3, 2.4.7. 2.100.6, 4.35.1. 5.46.4. 6.25.1. 7.25.6. 7.41.1. 7.44.7, 7.85.1. 8.56.4, 8.81.1. 8.92.4.
b) sumptus, expense, 4.60.2, 6.16.3,
c) pars, portion, part, 1.48.3, 2.81.2, 6.42.1,
ala (equitum), wing (of cavalry), 2.22.2, 4.96.5,
d) plena et libera potestas, full and free power, 4.118.10,
ii qui sunt in honore vel imperio, those who are in office or command, 1.10.4, 1.90.5, 2.10.3, 3.36.5, 4.65.2, 5.27.2, 5.60.1, 6.88.10, 7.73.1, 8.50.4,
munera publica, public offices, 5.47.9,
magistratus, magistrate, 1.58.1, [vulgo commonly ὑπέσχοντο] 4.15.1, 4.86.1, 4.88.1.
Translations
tax
Afrikaans: belasting; Aghwan: 𐕆𐔰𐕙𐔼𐕄; Albanian: taksë, tatim; Amharic: ግብር; Arabic: ضَرِيبَة; Egyptian Arabic: رسم; Armenian: հարկ; Old Armenian: հարկ, տուրք, բաժ; Assamese: কৰ; Asturian: impuestu; Avar: налог, закат; Azerbaijani: vergi; Bashkir: һалым; Basque: zerga; Belarusian: падатак; Bengali: কর; Bikol Central: buwis; Bulgarian: налог, данък; Burmese: အကောက်, အခွန်; Catalan: impost, taxa; Cebuano: buhis; Chechen: налог; Chinese Cantonese: 稅/税; Dungan: фи; Hakka: 稅/税; Mandarin: 稅/税; Min Bei: 稅/税; Min Dong: 稅/税; Min Nan: 稅/税; Wu: 稅/税; Crimean Tatar: bergi; Czech: daň; Danish: skat; Dutch: belasting, taks; Esperanto: imposto; Estonian: maks; Finnish: vero; French: impôt; Galician: imposto; Georgian: გადასახადი, ბეგარა, ბაჟი; German: Steuer; Gothic: 𐌼𐍉𐍄𐌰, 𐌲𐌹𐌻𐌳; Greek: φόρος; Ancient Greek: ἀπαρχή, ἀποφορά, διαγραφή, ἐπιγραφή, τέλεσμα, τέλος, φόρος; Hebrew: מַס; Higaonon: buhis; Hiligaynon: buhis; Hindi: कर, टैक्स; Hungarian: adó; Icelandic: skattur; Ilocano: buis; Indonesian: pajak, cukai; Irish: cáin, cíos; Italian: tassa, imposta, accisa; Japanese: 税, 税金, 租税; Javanese: pajeg, paos; Kapampangan: buis; Kashubian: pòdatk; Kazakh: салық, долық, баж; Khmer: ពន្ធ, តាក់, ភាស៊ី; Korean: 세금(稅金), 세(稅), 조세(租稅); Kurdish Central Kurdish: باج; Northern Kurdish: bêş, bac; Kyrgyz: салык, налог; Ladino: taksa, חראגֿ; Lao: ພາສີ; Latin: vectigal, geldum, gabella; Latvian: nodoklis; Lithuanian: mokestis; Macedonian: данок; Maguindanao: buis; Malay: cukai; Malayalam: കരം, നികുതി; Manx: keesh; Maori: tāke; Maranao: bois; Middle English: taxe, taske; Mongolian Cyrillic: татвар; Navajo: ínáóltąʼí; Nepali: कर; Norman: taxe; Norwegian Bokmål: skatt, avgift; Nupe: èdú; Occitan: impòst, taxa; Old English: gafol; Ossetian: хъалон, налог; Pashto: مالیه, باج, ماليات; Persian: مالیات, تاکس, مالیه, باج, خراج; Plautdietsch: Taks; Polish: podatek inan; Portuguese: imposto, tributo; Romanian: taxă, impozit, dare; Russian: налог, сбор, пошлина, дань; Rusyn: дань; Sanskrit: कर; Scottish Gaelic: càin, cìs; Serbo-Croatian Cyrillic: по̀рез, да̏нак; Roman: pòrez, dȁnak; Shan: ၶွၼ်ႇ; Sicilian: tascia; Sinhalese: බදු; Slovak: daň; Slovene: davek, davščina; Sorbian Lower Sorbian: dank; Upper Sorbian: dań; Spanish: impuesto, tasa, gabela; Swahili: ushuru, kodi; Swedish: skatt; Tagalog: buwis; Tajik: молиёт, андоз, налог, боҷ, хироҷ; Tamil: வரி; Tatar: салым; Telugu: పన్ను; Thai: ภาษี; Tibetan: ཁྲལ; Tocharian B: eñcil; Turkish: vergi, salma; Turkmen: salmak, salgyt; Ukrainian: податок; Urdu: مالیات, ٹیکس, محصول, باج; Uyghur: ئېلىق, باج, يۈك, بېسىم; Uzbek: soliq, toʻlov, oʻlpon; Vietnamese: thuế; Waray-Waray: buhis; Welsh: treth; Western Kayah: ꤢ꤬ꤗꤥ꤬ꤢ꤬ꤚꤢ; Yiddish: שטײַער; Yoruba: owó orí; Zazaki: bêj
tribute
Arabic: جِزْيَة; Azerbaijani: təzminat; Belarusian: дані́на, подаць, дань; Bulgarian: данък, дан; Catalan: tribut; Chinese Mandarin: 貢品, 贡品, 朝貢, 朝贡; Czech: daň; Finnish: pakkovero, tribuutti, suojeluraha; French: tribut; German: Tribut; Gothic: 𐌲𐌹𐌻𐍃𐍄𐍂, 𐌲𐌰𐌱𐌰𐌿𐍂; Greek: φόρος υποτέλειας; Ancient Greek: φόρος, δασμός, δῶρον; Indonesian: upeti; Italian: tributo; Japanese: 貢ぎ物, 貢ぎ, 朝貢; Korean: 조공; Latin: stipendium; Malay: ufti; Old English: gafol; Persian: باج, ساو; Polish: danina, trybut; Portuguese: tributo; Russian: дань, подать; Slovak: daň; Swahili: kodi; Ukrainian: данина, подать, податок, дань