κακός
ὅρκους γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω → the oaths of a woman I inscribe on water, I write a woman's oaths in water
English (LSJ)
κακή, κακόν,
A bad:
I of persons,
1 of appearance, ugly, εἶδος μὲν ἔην κακός Il.10.316, cf. Paus.8.49.3.
2 of birth, ill-born, mean, γένος ἐστὲ διοτρεφέων βασιλήων... ἐπεὶ οὔ κε κακοὶ τοιούσδε τέκοιεν Od.4.64; Ζεὺς δ' αὐτὸς νέμει ὄλβον… ἐσθλοῖς ἠδὲ κακοῖσι 6.189; οὐ κακὸν οὐδὲ μὲν ἐσθλόν 22.415; οὐδ' ἐὰν… φανῶ τρίδουλος, ἐκφανῇ κακή S.OT1063; κακός τ' ὢν κἀκ κακῶν ib.1397.
3 of courage, craven, base, Il.2.365, 6.489; κακοῦ τρέπεται Χρὼς ἄλλυδις ἄλλῃ (called δειλὸς ἀνήρ in the line above) 13.279; Ἕκτωρ σε κ. καὶ ἀνάλκιδα φήσει 8.153, cf. Od.3.375; κ. καὶ ἀνήνορα 10.301; οἵτινες… ἐγένοντο ἄνδρες κ. ἢ ἀγαθοὶ ἐν τῇ ναυμαχίῃ Hdt.6.14; κ. καὶ ἄθυμος Id.7.11; οὐδαμῶν κακίονες ib.104; κακοὺς πρὸς αἰχμήν S.Ph.1306; κακή τ' ἐς ἀλκὴν καὶ σίδηρον εἰσορᾶν E.Med.264; οὐδενὶ ἐπιτρέψοντας κακῷ εἶναι X.An.3.2.31.
4 bad of his kind, i.e. worthless, sorry, unskilled, ἡνίοχοι Il. 17.487; (τοξότης) ἢ κ. ἢ ἀγαθός ib.632; νομῆες Od.17.246; κ. ἀλήτης a bad beggar, ib.578; ἰατρός A.Pr.473; κυβερνήτης, ναύτης, E.Supp. 880, Andr.457; μάγειρος Pl.Phdr.265e: c. acc. modi, πάντα γὰρ οὐ κακός εἰμι I am not bad in all things, Od.8.214; κ. γνώμην S.Ph.910: also c. dat., κακοὶ γνώμαισι Id.Aj.964: c. inf., κ. μανθάνειν Id.OT545; (νῆσος) φυτεύεσθαι κακή Trag.Adesp.393; cf. 11.
5 in moral sense, base, evil, Od.11.384, Hes.Op.240; opp. Χρηστός, S.Ant.520; ὦ κακῶν κάκιστε Id.OT334, Ph.984; πλεῖστον κάκιστος Id.OC744; κ. πρός τινας Th.1.86; εἰς φίλους E.Or.424 codd.; περὶ τὰ Χρήματα Pl.Clit. 407c.
6 wretched, Herod.3.42.
II of things, evil, pernicious, freq. in Hom., etc., as δαίμων, θάνατος, μοῖρα, αἶσα, κῆρες, νοῦσος, ἕλκος, φάρμακα, ὀδύναι, Od.10.64, Il.3.173, 13.602, 1.418, Od.2.316, Il.1.10, 2.723, 22.94, 5.766; χόλος, ἔρις, Il.16.206, Od.3.161; πόλεμος, ἔπος, ἔργα, Il.4.82, 24.767, Od.2.67, al.; ἦμαρ, ἄνεμος, Il.9.251, Od.5.109; of omens and the like, unlucky, ὄρνις, ὄναρ, σῆμα, Il.24.219, 10.496, 22.30: also in Trag., κ. τύχη, δαίμων, μόρος, S.Tr.328, A.Pers.354, 369, etc.; of words, abusive, foul, κ. λόγοι S.Ant.259, cf. Tr.461; κ. ποιμήν, i.e. the storm, A.Ag.657: Astrol., unlucky, τόποι Heph.Astr.1.12; κ. τύχη, name for the sixth region, Paul.Al.M.1.
B κακόν, τό, and κακά, τά, as substantive, evil, ill, δίδου δ' ἀγαθόν τε κακόν τε Od.8.63; ἀθάνατον κακόν 12.118; ἐκ μεγάλων κακῶν πεφευγέναι Hdt.1.65; so κ. ἄμαχον, ἄπρηκτα, Pi.P.2.76, I.8(7).8; ἔκπαγλον, ἄφερτον, ἀμήχανον, etc., A.Ag.862, 1102, E.Med.447, etc.; κακὸν ἥκει τινί there's trouble in store for some one, Ar.Ra.552; δυοῖν ἀποκρίνας κακοῖν the least of two evils, S.OT640, cf. OC496; κακῶν Ἰλιάς, v. Ἰλιάς; κακόν τι ῥέξαι τινά = to do harm or ill to any one, Il.2.195, etc.; πολλὰ κάκ' ἀνθρώποισιν ἐώργει Od.14.289; κακὰ φέρειν, τεύχειν τινί, Il.2.304, Hes.Op.265; κακόν τι (or κακὰ) ποιεῖν τινα (v. δράω, ποιέω, ἐργάζομαι) ; κακὸν πάσχειν ὑπό τινος to suffer evil from one, Th.8.48, etc.: in Trag. freq. repeated, κακὰ κακῶν, = τὰ κάκιστα, S.OC1238 (lyr.); εἴ τι πρεσβύτερον ἔτι κακοῦ κακόν Id.OT1365 (lyr.); δεινὰ πρὸς κακοῖς κακά Id.OC595, cf. Ant.1281; δόσιν κακὰν κακῶν κακοῖς A.Pers. 1041 (lyr.).
2 κακά, τά, evil words, reproaches, πολλά τε καὶ κακὰ λέγειν Hdt.8.61, cf.A.Th.571, S.Aj.1244,Ph.382, etc.
3 Philos., κακόν, τό, Evil, Stoic.3.18, al., Plot.1.8.1, al.
4 of a person, pest, nuisance, τουτὶ παρέξει τὸ κ. ἡμῖν πράγματα Ar.Av.931; also, comically, ὅσον συνείλεκται κακὸν ὀρνέων what a devil of a lot of birds, ib.294.
C degrees of Comparison:
1 regul. Comp. in Ep., κακώτερος Od.6.275, 15.343, Theoc.27.22, A.R.3.421, etc.: also in late Prose, Alciphr.3.62: irreg. κακίων, ον [with ῐ], Od.2.277, Thgn.262, etc., with ῑ in Trag., exc. E.Fr.546 (anap.); κακῑότερος AP12.7 (Strato).
2 Sup. κάκιστος Hom., etc.—Cf. also Χείρων, Χείριστος, and ἥσσων, ἥκιστος.
D Adv. κακῶς = ill, ἢ εὖ ἦε κακῶς Il.2.253, etc.; κακῶς ποιεῖν τινα to treat one ill; κακῶς ποιεῖν τι to hurt, damage a thing; κακῶς ποιεῖν τινά τι to do one any evil or harm; κ. πράσσειν to fare ill, A.Pr.266, etc.; κάκιον ἢ πρότερον πράττειν And.4.11; κ. ἔχειν Ar.Ra.58, etc.; of illness, Ev.Matt.4.24; rarely κακῶς πάσχειν A.Pr.759, 1041 (anap.); Χρῆν Κανδαύλῃ γενέσθαι κ. Hdt.1.8; κ. ὄλοισθε S.Ph.1035, etc.; with play on two senses, ὡς κ. ἔχει ἅπας ἰατρός, ἂν κ. μηδεὶς ἔχῃ Philem.Jun.2; κ. ἐρεῖν τινά, λέγειν τὴν πόλιν, Mimn.7.4, Ar.Ach.503; κ. εἰδότες, = ἀγνοοῦντες, X.Cyr.2.3.13, Isoc.8.32, cf. Hyp.Eux.33; κακῶς ἐκπέφευγα I have barely escaped, D.21.126: Comp. κάκιον Hdt.1.109, S.OT428, And.l.c., Pl.Mx.236a, etc.: Sup. κάκιστα Ar. Ra.1456, Pax2, Pl.R. 420b, etc.
2 Adv. and Adj. freq. coupled in Trag., Att., etc., κακὸν κακῶς νιν… ἐκτρῖψαι βίον S.OT248; κακὸς κακῶς ταφήσῃ E.Tr.446 (troch.); ἀπό σ' ὀλῶ κακὸν κακῶς Ar.Pl.65, cf. Eq.189, 190, D.32.6, Procop.Pers.1.24; κακοὺς κακῶς ἀπολέσει αὐτούς Ev.Matt.21.41; κακοὺς κάκιστα S.Aj.839; in reversed order, ὥσπερ ἀξία κακῶς κακὴ θανεῖται E.Tr.1055; with intervening words, κακῶς… ἀπόλλυσθαι κακούς S.Ph.1369, cf. E.Cyc.268, Ar.Eq.2. (Perh. cogn. with Avest. kasu-, Comp. kasyah-, Sup. kasišta- 'small', Lith. nukašëti 'grow feeble, thin', Germ. hager.)
German (Pape)
[Seite 1302] ή, όν, schlecht, im Allgem. Gegensatz zu ἀγαθός, was zu vergleichen; – 1) von Zuständen lebendiger Wesen und lebloser Dinge, schlecht in seiner Art, untauglich, nicht so, wie es seiner Natur od. Bestimmung nach sein könnte oder sollte, κακὰ εἵματα, Hom., von Personen = untüchtig zu einem Geschäft, nichtsnutzig, νομῆες Od. 17, 246; κακὸς δ' αἰδοῖος ἀλήτης, der verschämte Bettler versteht sein Gewerbe schlecht, ist ein schlechter Landstreicher, 17, 578; so ἰατρός Aesch. Prom. 471, ποιμήν Ag. 643; ναύτης, κυβερνήτης, Eur. Andr. 458 Suppl. 880; μάγειρος Plat. Phaedr. 265 e; nähere Bestimmungen werden im acc. hinzugesetzt, πάντα γὰρ οὐ κακός εἰμι, μετ' ἀνδράσιν ὅσσοι ἄεθλοι Od. 8, 214; εἰ μὴ 'γὼ κακὸς γνώμην ἔφυν, d. i. wenn ich richtig urtheile, Soph. Phil. 898; κακοὺς πᾶσαν κακίαν Plat. Rep. VI, 490 d; auch dat., κακοὶ γνώμαισιν Soph. Ai. 493, unverständige; mit Präposit., κακὸς περὶ τὰ χρήματα Plat. Clitoph. 407 b; κακὸς εἰς φίλους Eur. Or. 424 Med. 84, wofür Or. 738 φίλοις steht; mit dem inf., κακὸς μανθάνειν Soph. O. R. 545; κακὸς μένειν δόρυ Eur. Heracl. 744; ὑπουργεῖν, untüchtig zu dienen, Ar. Pax 422. – Bes. a) von Männern u. Kriegern = verzagt, muthlos, untauglich zum Kriege, feig, Il. 13, 279, Gegensatz ἀγαθός, ibd. 284, wie ἐσθλός, 2, 365 u. öfter; καὶ ἄναλκις 8, 153 Od. 3, 375; κακὸς πρὸς αἰχμήν Soph. Phil. 1290; κακὸς καὶ ἄθυμος Her. 7, 11, vgl. 104. 8, 68; καὶ δειλός Plat. Menex. 246 e; οἱ δειλοὶ καὶ ἄφρονες κακοί Gorg. 498 c; Xen. An. 1, 9, 15 u. öfter; οὐδ' ἑνὶ ἐπιτρέψονται κακῷ εἶναι 3, 2, 31, seine Schuldigkeit im Kriege nicht zu thun. – b) von schlechter Herkunft od. Geburt, niedrig, gemein, arm (vgl. den Gegensatz ἀγαθός); so Od. 6, 187 ἐπεὶ οὔτε κακῷ οὔτ' ἄφρονι φωτὶ ἔοικας, Ζεὺς δ' αὐτὸς νέμει ὄλβον; 4, 64 ἀνδρῶν γένος ἐστὲ διοτρεφέων βασιλήων· ἐπεὶ οὔ κε κακοὶ τοιούσδε τέκοιεν; Soph. οὐδ' ἐὰν τρίτης ἐγὼ μητρὸς φανῶ τρίδουλος, ἐκφανεῖ κακή O. R. 1063, du wirst doch nicht gering, aus niederm Stande erscheinen. So auch von Kleidern, κακὰ εἵματα, ärmliche Kleider, Od. 11, 190 u. öfter. – c) von dem Aeußern, häßlich; εἶδος μὲν ἔην κακός, ἀλλὰ ποδώκης Il. 10, 316, wo Eust. δύσμορφος erkl., nach der Ansicht der alten Griechen, welche vornehme Geburt, körperliche Wohlgestalt u. kriegerischen Muth als nothwendig vereinigt betrachten; Paus. 8, 49, 3 τὸ δὲ εἶδος ἦν τοῦ προσώπου κακός. – d) daran reiht sich dann die in der weitern Entwickelung der Begriffe immer herrschender werdende Bdtg des sittlich Schlechten, Bösen, bes. niederträchtig, nichtswürdig u. boshaft; einzeln schon bei Hom., ἐν νόστῳ ἀπόλοντο κακῆς ἰότητι γυναικός Od. 11, 383; πῆμα κακὸς γείτων, ὅσσον τ' ἀγαθὸς μέγ' ὄνειαρ Hes. O. 344; Gegensatz ὁ χρηστός, Soph. Ant. 516 u. gew. in Prosa; κακὸς πρός τινα, schlecht gesinnt gegen, Thuc. 1, 86. – 2) von Sachen, unglücklich, schlimm, verderblich, was den Menschen Unglück bringt. So geläufig bei Hom. μοῖρα, αἶσα, κῆρες, μόρος, οἶτος, πῆμα, κήδεα, θάνατος, νόσος, ἕλκος u. ä.; auch χόλος, ἔρις u. ä., πόλεμος, κυδοιμός, πόνος, φύζα, auch ἄνεμος, θύελλα. So auch Tragg., κακὸς δαίμων Aesch. Pers. 346, μόρος 361, ἄλγη 831, τύχη, böses Geschick, Unglück, Ag. 1203; Soph. Ai. 316 u. öfter; ἄτη 123; von üblem Ruf, δόξα, Eur. Herc. Fur. 292; φάτις, φήμη, Soph. Ai. 186 Eur. Hel. 621; λόγοι, Schmähreden, Soph. Ant. 259; ῥήματα Ai. 239; ἔπη 1302; anders ἄγγελος κακῶν ἐπῶν Ant. 274; vgl. Il. 17, 701 κακὸν ἔπος ἀγγελέοντα, üble Botschaft bringend; von übler Vorbedeutung, ὄρνις Eur. Hel. 1057; ὁδὸς δύσποτμος καὶ κακή Soph. O. C. 1435; Odyss. 20, 87 αὐτὰρ ἐμοὶ καὶ ὀνείρατ' ἐπέσσευεν κακὰ δαίμων, unselige Träume; τάδε γ' ὧδε θεοὶ κακὰ τεκμήραντο Iliad. 6, 349. – Substantivisch, τὸ κακόν, Uebel, Unglück, Verderben, bei Hom. oft, δίδου δ' ἀγαθόν τε κακόν τε Od. 8, 63, μέγα γὰρ κακὸν ἐγγύθεν ἦεν 9, 423, ἀθάνατον κακόν 12, 118, μὴ πού τι κακὸν πάσχωσιν ὀπίσσω Od. 2, 179, κακὰ πολλὰ μογήσας u. ä., wohin auch κακὰ μήδεσθαί τινι, μητιάαν, ῥάπτειν gehören, wie die bei den Attikern so geläufigen Vrbdgn κακὸν ποιεῖν, ἐργάζεσθαί τινα u. ä., Einem Böses anthun, die alle bei den Verbis angeführt sind; ἄμαχον κακόν Pind. P. 2, 76; ἦρξε τοῦ παντὸς κακοῦ Aesch. Pers. 427; ἄφερτον κακόν Ag. 1073; ἀτηρόν, ἀμήχανον, Eur. Med. 447 Andr. 353; οὐδ' εἴκεις κακοῖς, du weichst nicht dem Unglück, Aesch. Prom. 320; ἀναφυγαὶ κακῶν Ch. 931; ἀναρχίας μεῖζον οὐκ ἔστιν κακόν Soph. Ant. 668; εἰς κακὸν τοὺς φίλους ἄγειν 434; in Prosa, ἐκ κακῶν μεγάλων πεφευγότες Her. 1, 65, vgl. 3, 53; Thuc. 5, 65; ὑπὸ τοῦ κακοῦ νικώμενοι 2, 51; Pol. 5, 11, 1; ὁ τὰ κακὰ ἔχων, der Unglückliche, Plat. Legg. V, 731 d; ἀπαλλαγὴ εἴη κακῶν Rep. X, 610 d; bei Plat. auch im sittlichen Sinne das Böse, Laster, Bosheit; τὰ κακά, Feigheit, Xen. An. 3, 1, 25. – Adv. κακῶς, von Hom. an in denselben Verbdgn wie das adj., Gegensatz εὖ, z. B. ἢ εὖ ἠὲ κακῶς νοστήσομεν, unglücklich, Il. 2, 253; κακῶς πράσσειν, Tragg. u. in Prosa, in übler Lage sein, Unglück haben, s. πράσσω; κακῶς κακῶς Ag. 901 Soph. El. 337; κακῶς δρᾶν, ποιεῖν τινα, Einen schlecht behandeln, mißhandeln, kränken, Tragg. u. in Prosa, κακῶς ποιεῖν τι, beschädigen, verletzen, verderben, κακῶς λέγειν τινά, s. die Verba; κακῶς ζῆν, Plat. Gorg. 512 b, u. sonst in Prosa. – Comparat. κακώτερος, Hom., z. B. πλαγκτοσύνης δ' οὐκ ἔστι κακώτερον ἄλλο βροτοῖσιν, es giebt kein größeres Unglück für die Menschen, Od. 15, 342, u. einzeln bei sp. D., ἄνδρ' ἀγαθὸν γεγαῶτα κακωτέρῳ ἀνέρι εἶξαι Ap. Rh. 3, 421; Theocr. 27, 21; in Prosa erst spät, wie Alciphr. 3, 62. – Gew. compar. κακίων, κάκιον, u. superl. κάκιστος, schon Hom., εἰ κακίων σέθεν ἔλθοι Od. 14, 56; κάκιστ' ἀνδρῶν Soph. Phil. 962, μόρος κάκιστος Ant. 485, u. sonst bei den Tragg., wie in Prosa, ὅστις ἐμοῦ κάκιον ἐπαιδεύθη Plat. Menex. 236 a, τὸν ἄριστον καὶ τὸν κάκιστον ἄνδρα Rep. VIII, 544 a; – κακιότερος hat Strat. 6 (XII, 7) gebildet. – Der Bdtg nach wird auch χείρων, χείριστος u. ἥσσων, ἥκιστος als compar. u. superl. zu κακός gebraucht, die man vgl. – Zu bemerken ist noch die häufige Verbindung des adj. u. adv., κακὸν κακῶς νιν ἐκτρῖψαι βίον Soph. O. R. 248, κακοὺς κακῶς φθείρειαν Ai. 1370, vgl. Eur. Cycl. 268 Ar. Equ. 2. 189. 190; ἀπό σ' ὀλῶ κακὸν κακῶς Plut. 65, vgl. 418. 879. – In den Zusammensetzungen bezeichnet es zuweilen einen Fehler in dem Zuviel einer Eigenschaft, so daß es für ἄγαν zu stehen scheint, gew. aber stimmt es in der Bdtg mit δυς-überein u. drückt das Schlechte, Ueble, Unglückliche aus; oft deutet es auch nur an, daß die Sache in zu geringem Maaße vorhanden sei.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
mauvais :
I. en parl. des qualités matérielles ou de l'intelligence :
1 laid : εἶδος IL aspect difforme;
2 sordide : εἷμα OD vêtement malpropre, en mauvais état;
3 qui n'a pas les qualités propres à telle ou telle chose, défectueux : κακὸς ἡνίοχος IL mauvais cocher ; κακὸς ἰατρός ESCHL médecin inhabile, mauvais médecin ; κακὸς γνώμην SOPH faible d'esprit, irrésolu ; avec εἰς et l'acc. ou un inf. inhabile à;
4 lâche ; τινι infidèle à qqn;
5 de basse origine;
II. au mor. méchant : οἱ κακοί, les méchants ; ὦ κάκιστε SOPH scélérat ! κακοὶ πρός τινα THC malveillant pour qqn ; funeste : κακὴ τύχη SOPH sort malheureux ; κακοὶ λόγοι SOPH paroles mauvaises, malveillantes ; πολλά τε καὶ κακὰ λέγειν HDT faire beaucoup de reproches;
-- subst. τὸ κακόν, mal, malheur : κακὸν ἔρδειν ou ῥέζειν τινά ou τινί, κακόν τι ποιεῖν τινα ATT faire du mal à qqn ; κακὰ φέρειν τινί IL causer du mal à qqn ; κακὸν πάσχειν ὑπό τινος ATT souffrir du mal de qqn ; κακὰ κακῶν SOPH les derniers des maux ; δεινὰ πρὸς κακοῖς κακά SOPH maux sur maux;
Cp. poét. κακώτερος, d'ord. κακίων ; Sp. κάκιστος ; on emploie également pour Cp. χείρων ou ἥσσων, et pour Sp. χείριστος ou ἥκιστος.
Étymologie: DELG pas d'étym. établie -- Babiniotis pê mot expressif lié au langage enfantin (caca).
English (Autenrieth)
comp. κακώτερος, κακίων, sup. κάκιστος: bad, opp. ἀγαθός, ἐσθλός. The variety of applications is as great as that of the opp. words, hence ‘cowardly,’ ‘ugly,’ ‘poor,’ ‘vile,’ ‘sorry,’ ‘useless,’ ‘destructive,’ ‘miserable,’ ‘unlucky,’ ‘ill-boding,’ etc. Not often of persons morally bad, Od. 11.384. As subst., κακόν, κακά, evil, pest, ills of all sorts, Il. 5.831, Od. 12.118, Od. 11.482.— Adv., κακῶς.
English (Slater)
κᾰκός (-όν; -άν; -όν nom., acc., -ῶν, -ά.)
a adj.,
I wicked, slanderous ὀρφα- νίζει μὲν κακὰν γλῶσσαν φαεννᾶς ὀπός (P. 4.283)
II cowardly γ]ὰρ ἁρπαζομένων τεθνάμεν [μαξρ; χρη]μάτων ἢ κακὸν ἔμμεναι (sc. κρέσσον, simm.) fr. 169. 17.
b n. pro subs.,
I s., ill, evil, plague ἄμαχον κακὸν ἀμφοτέροις διαβολιᾶν ὑποφάτιες (P. 2.76) ἐς κακὸν τρέψαις ἐδαμάσσατό νιν (P. 3.35) “μή τι νεώτερον ἐξ αὐτῶν ἀναστάῃ κακόν” (v.l. -άσῃς) (P. 4.155) οὔτις ἑκὼν κακὸν εὕρετο wickedness fr. 226.
II pl., sorrows παυσάμενοι δ' ἀπράκτων κακῶν (I. 8.7)
c n. pl. pro adv. τέτρασι δ' ἔμπετες ὑψόθεν σωμάτεσσι κακὰ φρονέων malevolent of a wrestler (P. 8.82)
English (Strong)
apparently a primary word; worthless (intrinsically, such; whereas πονηρός properly refers to effects), i.e. (subjectively) depraved, or (objectively) injurious: bad, evil, harm, ill, noisome, wicked.
English (Thayer)
κακῇ, κακόν, the Sept. for רָע (from Homer down), bad (A. V. (almost uniformly) evil);
1. universally, of a bad nature; not such as it ought to be.
2. (morally, i. e.) of a mode of thinking, feeling, acting; base, wrong, wicked: of persons, Winer's Grammar, 637 (592); also Buttmann, 143 (126)); διαλογισμοί;, ὁμιλίαι, ἐπιθυμία, ἔργα (better ἔργον), κακόν, τό κακόν, evil i. e. what is contrary to law, either divine or human, wrong, crime: (evil things): πάντα τά κακά all kinds of evil); Winer's Grammar, § 30,4; Buttmann, § 132,24); κακόν ποιεῖν, to do, commit evil: τό κακόν, τά κακά, κακόν, τό κακόν πράσσειν, ); R G L Tr marginal reading); τό κακόν κατεργάζεσθαι, wrongs inflicted: κακόν ἐργάζομαι τίνι (to work ill to one), ἐνδείκνυμι, ποιῶ, ἀποδίδωμι κακόν ἀντί κακοῦ, troublesome, injurious, pernicious, destructive, baneful: neuter κακόν, an evil, that which injures, Winer's Grammar, § 59,8b.; Buttmann, 79 (69)); with the suggestion of wildness and ferocity, θηρία, bad, i. e. distressing, whether to mind or to body: ἕλκος κακόν καί πονηρόν (A. V. a noisome and grievous sore), κακόν πράσσω ἐμαυτῷ, Latin vim mihi infero, to do harm to oneself, κακόν τί πάσχω, to suffer some harm, τά κακά, evil things, the discomforts which plague one, τά ἀγαθά, the good things, from which pleasure is derived). (Synonym: cf. κακία.)
Greek Monolingual
-η, -ο
θηλ. και κακιά (AM κακός, -ή, -όν)
1. αυτός που δεν επιδοκιμάζεται, που δεν γίνεται αποδεκτός, ο απόβλητος
2. ανίκανος στο έργο που ασκεί, κατώτερης ποιότητας, ανεπαρκής, ανάξιος, μηδαμινός (α. «κακός χειριστής της υποθέσεως» β. «κακός τεχνίτης» γ. «κακός μανθάνειν», Σοφ.
δ. «κακοί νομῆες», Ομ. Οδ.)
3. (με ηθική έννοια) φαύλος, πονηρός, άθλιος, κακόβουλος, μοχθηρός (α. «κακός άνθρωπος» β. «κακὸς εἰς φίλους», Ευρ.)
4. αυτός που στερείται ηθικής, που ζει ή ενεργεί ή γίνεται αντίθετα με τους ηθικούς κανόνες («κακός δρόμος» — ο δρόμος της διαφθοράς)
5. (για πταίσμα, αμάρτημα, νόσο κ.λπ.) αυτός που επιφέρει δυστυχίες, βλαβερός, επιζήμιος, φθοροποιός, ολέθριος (α. «κακό σπυρί» — κακόηθες, θανατηφόρο φύμα, άνθρακας
β) «κακή αρρώστια» — επικίνδυνη αρρώστια, θανατηφόρα αρρώστια, ειδ. ο καρκίνος, η λέπρα, η ευλογιά κ.λπ
γ. «κακὸς δαίμων», Αισχύλ.)
6. (για λόγους) υβριστικός, ονειδιστικός («κακοὶ λόγοι», Σοφ.)
7. (για οιωνούς) δυσμενής δυσοίωνος, απαίσιος, (α. «κακό σημάδι» β. «κακόν όναρ», Ομ. Ιλ.)
8. το ουδ. ως ουσ. το κακό(ν)
α) (φιλοσ.) ο αντίποδας του καλού, του αγαθού
β) δυστυχία, πάθημα, συμφορά («κακό που μέ βρήκε!»)
νεοελλ.
1. άτακτος ή ανήθικος («κακό παιδί»)
2. το ουδ. ως ουσ. το κακό
βλάβη, ζημιά (α. «μού 'κανε κακό» β. «θα σού βγει σε κακό»)
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) (στη γλώσσα τών νηπίων) τα κακά
τα περιττώματα, τα κόπρανα
4. φρ. α) «τον κακό σου τον καιρό» ή «κακή σου μέρα και μαύρη» ή «κακό χρόνο νά 'χεις» ή «κακό να σού 'ρθει» — για βρισιά ή κατάρα
β) «κακή γλώσσα»
i) αυθάδης, υβριστική γλώσσα
ii) (για πρόσ.) κακόγλωσσος
γ) «κακή ώρα» — η ώρα που συμβαίνει κάτι ολέθριο, που επεμβαίνει κακός δαίμονας («φυλάξου από την κακή ώρα, να ζήσεις χίλια χρόνια», παροιμ.)
δ) «το 'χω σε κακό» — θεωρώ κάτι ως κακό οιωνό
ε) «έσκασε απ' το κακό του» — έσκασε από τη στενοχώρια ή την κακία του
στ) «του μίλησα με το κακό» — του μίλησα άσχημα και απότομα
ζ) «βάζω κακό στο νού μου» — μού γεννιέται η υποψία ότι συμβαίνει κάτι δυσάρεστο
η) «έχω τις κακές μου» — έχω άσχημη ψυχική διάθεση, είμαι δύσθυμος
θ) «είναι του κακού» — πολύ άρρωστος
ι) «του κάκου» — μάταια, ανώφελα
ια) «και κακό» — ως επιτατικό ουσιαστικού για δήλωση πλήθους ή μεγέθους («κόσμος και κακό» — μεγάλη πολυκοσμία
ιβ) «κακός μπελάς» — μεγάλη ενόχληση
ιγ) θόρυβος, ταραχή («τί κακό είν' αυτό που γίνεται εδώ μέσα;»
(νεοελλ.-μσν.)
1. άγριος, εχθρικός («κακό σκυλί»)
2. (για τόπο, δρόμο κ.λπ.) αφιλόξενος, δύσβατος («ο δρόμος για το χωριό είναι κακός»)
μσν.
1. ασεβής, αμαρτωλός
2. φρ. α) (για σκέψη, συλλογισμό κ.λπ.) «ἔχω κακό θεμέλιο» — είμαι αβάσιμος
β) «κακή καρδία» — δυσάρεστη ψυχική διάθεση
μσν.-αρχ.
αποτυχημένος, ανεπιτυχής
αρχ.
1. άσχημος, δύσμορφος («εἶδος μὲν ἔην κακός», Ομ. Ιλ.)
2. αυτός που έχει ταπεινή καταγωγή, άσημος
3. δειλός, άνανδρος σε μάχη («ἄνδρες κακοὶ ἢ ἀγαθοὶ ἐν τῆ ναυμαχίη», Ηρόδ.)
4. ταλαίπωρος
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ κακὸν
η κακία
6. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κακά
κακοί λόγοι, ονειδισμοί, κατηγορίες («πολλά τε καὶ κακὰ λέγειν», Ηρόδ.)
7. φρ. α) «κακὸς ποιμήν»
(ποιητ. έκφρ.) η θύελλα, Αισχύλ.
β) «κακὰ κακῶν»
(ποιητ. έκφρ.) τα κάκιστα
γ) αστρολ. «κακή τύχη» — ονομασία της έκτης περιοχής
δ) ιατρ. «πόττειον κακόν» — η φυματίωση της σπονδυλικής στήλης.
επίρρ...
κακώς και κακά (AM κακῶς, Μ και κακά)
1. με κακό τρόπο
2. με τρόπο όχι ευχάριστο («πώς τά περνάτε;» «κακά και ψυχρά»)
νεοελλ.
φρ. «κακήν-κακώς»
i) με άσχημο τρόπο
ii) όπως-όπως
νεοελλ.-μσν.
1. λανθασμένα ή άσχημα (α. «κακώς γράφεται» β. «κακῶς κρατήσας τῆς ἀρχῆς τότε τῶν Αἰγυπτίων», Βί. Αλεξ.)
2. σε άσχημη κατάσταση
μσν.
1. με κακό σκοπό
2. χωρίς επιτυχία
3. φρ. α) «κακὰ ὀνομασμένος» — κακόφημος
β) «κακῶς ἔχω» — βρίσκομαι σε άσχημη κατάσταση
γ) «κακῶς διάκειμαι» — βρίσκομαι σε έχθρα
δ) «κακῶς -κακοῦ» — με άσχημο τρόπο
αρχ.
φρ. α) «κακῶς ποιῶ τι» — βλάπτω κάτι
β) «κακῶς ποιῶ τινα» — κακοποιώ κάποιον
γ) «κακῶς ποιῶ τινά τι» — προξενώ βλάβη σε κάποιον
δ) «κακῶς πράττω» — βρίσκομαι σε κακή κατάσταση, υποφέρω δεινά, δυστυχώ
ε) «κακῶς πάσχω» — δυστυχώ
στ) «κακῶς ἐκπέφευγα» — μόλις γλύτωσα
ζ) στους αττ. συγγρ. συν. ο συνδυασμός του επίρρ. κακῶς με το επίθ. κακός σε ανάλογο γένος, αριθμό και πτώση, για επίταση (α. «κακὸς κακῶς ταφήσῃ», Ευρ.
β. «κακῶς ἀπόλλυσθαι κακούς», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οπωσδήποτε πρόκειται για εκφραστική λ. της καθημερινής και ίσως της παιδικής γλώσσας που συνδέθηκε με το κακκῶ «αφοδεύω». Το μτγν. φρυγ. κακο(υ)ν πρέπει να είναι δάνειο από την Ελληνική αν και η ρίζα κακ απαντά και στην Αρχαία Φρυγική. Η λ. εμφανίζεται ουσιαστικοποιημένη στο ουδ. κακόν και κυρίως στον πληθ. τὰ κακά «συμφορές, δυστυχία». Συγκριτικός βαθμός του επιθ. με την ίδια ρίζα είναι το κακώτερος, κακίων αλλά και χείρων, χειρότερος από διαφορετική ρίζα (στη Μυκηναϊκή απαντά συγκριτ. πληθ. kazoe), ενώ ο υπερθετικός είναι κάκιστος και χείριστος. Η λ. κακός με τη γνωστή ηθική σημ. αντιτίθεται στο αρχ. αγαθός και στο νεοελλ. καλός, ενώ ως αντίθ. του αρχ. καλός «ωραίος» η λ. κακός εμφανίζεται συνώνυμη του άσχημος. Στην Αρχαία η λ. δήλωνε επί πλέον τον άνανδρο στη μάχη (Όμηρος), τον ανίκανο σε κάτι, καθώς και αυτόν που είχε ταπεινή καταγωγή (κακοί ήταν άλλη ονομασία του πλήθους, του δήμου, του όχλου, εν αντιθέσει προς τους εσθλούς, τους ευγενείς, τους αρίστους). Στη Νέα Ελληνική η λ. παρουσιάζει μεγάλη επίδοση και απαντά αντί άλλων, συνώνυμων μεν αλλά περισσότερο εξειδικευμένων στη χρήση τους λέξεων, π.χ. το κακός σημαίνει «βλαβερός» (πρβλ. «κακό φάρμακο», «κακή συνήθεια»), «θανατηφόρος» (πρβλ. «κακή αρρώστια»), «δυσμενής» (πρβλ. «κακός άνεμος»), «δύσθυμος» («έχω κακή διάθεση»), καθώς και «δεύτερης, χαμηλής ποιότητας» (πρβλ. «κακή ταινία, παράσταση»). 'Αλλες παρόμοιας σημ. λέξεις είναι επίσης οι: φαύλος, αισχρός, απαίσιος, άθλιος, πονηρός, μοχθηρός, ελεεινός κ.ά., αν και το κακός φαίνεται να έχει γενικότερη έννοια.
ΠΑΡ. κακία, κακίζω, κακότητα(-της), κακώνω(-ῶ)
αρχ.
κάκη, κακώδης
αρχ.-μσν.
κακύνω
μσν.- νεοελλ.
κακεύω, κακοσύνη
νεοελλ.
κάκω.
ΣΥΝΘ. (Για τα σύνθ. με Α' συνθετικό το επίθ. κακός βλ. κακ(ο)-). (Β' συνθετικό) άκακος, αλεξίκακος, αμνησίκακος, ανεξίκακος, εθελόκακος, επιχαιρέκακος, μνησίκακος, πάγκακος, χαιρέκακος
αρχ.
αμετρόκακος, απαλεξίκακος, απαλλαξίκακος, απειρόκακος, απωσίκακος, αρχέκακος, επιχαιρεσίκακος, ευρεσίκακος, ημίκακος, λυσίκακος, μωρόκακος, παυσίκακος, περίκακος, πρόκακος, φερέκακος, φιλόκακος.
Greek Monotonic
κᾰκός: -ή, -όν, κακός, Λατ. malus·
Α. λέγεται για πρόσωπα,
I. 1. αντίθ. προς το καλός, δύσμορφος, άσχημος, σε Ομήρ. Ιλ.
2. αντίθ. προς τα ἀγαθός, ἐσθλός, ο ταπεινής καταγωγής, φτωχός, ταπεινός, άθλιος, άσημος, σε Όμηρ., Σοφ.
3. άνανδρος, δειλός, πρόστυχος, χυδαίος, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.
4. ο κακός στο είδος του, δηλ. ανάξιος, μηδαμινός, ελεεινός, κ. ἀλήτης, άθλιος επαίτης, ζητιάνος, σε Ομήρ. Οδ.· κ. ἰατρός, σε Αισχύλ.· κ. ναύτης, σε Ευρ.· πάντα κακός, κακός σε όλα τα πράγματα, σε Ομήρ. Οδ.· κακὸςγνώμην, σε Σοφ.· με απαρ., κακὸς μανθάνειν, κακός στη μάθηση, στον ίδ.
5. με ηθική έννοια, άθλιος, φαύλος, πονηρός, σε Ομήρ. Οδ., Αττ.
II. λέγεται για θάνατο, ασθένεια, νόσο κ.λπ.· κακός, οδυνηρός, ολέθριος, μοιραίος, σε Όμηρ., Αττ.· λέγεται για οιωνούς, άσχημος, δυσμενής, σε Αττ.· λέγεται για λόγους, αισχρός, υβριστικός, σε Σοφ.· κ. ποιμήν, δηλ. η θύελλα, σε Αισχύλ.Β. κακόν, τό και κακά, τά· ως ουσ., δυστυχία, κακά, συμφορές, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· δυοῖν ἀποκρίνας κακοῖν, έχοντας επιλέξει το μικρότερο απ' τα δύο κακά, σε Σοφ.· κακόν τι ἔρδειν ή ῥέζειν τινά, κάνω κακό ή βλάπτω, προξενώ κακό σε κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ.· κακὸν (ή κακὰ) ποιεῖν τινα, σε Αττ.· κακὰ κακῶν = τὰ κάκιστα, σε Σοφ.
2. κακά, τά, επίσης άσχημα λόγια, ύβρεις, επικρίσεις, κατηγορίες, σε Ηρόδ., Τραγ. Γ. ΒΑΘΜΟΙ ΣΥΓΚΡΙΣΗΣ·
1. ομαλός συγκρ., κακώτερος, σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ.· αλλά ποτέ σε Αττ.· ανώμ. κακίων, -ον (με -ῐ), σε Όμηρ. (με ῑ), σε Αττ.
2. υπερθ., κάκιστος, σε Όμηρ. κ.λπ.· αλλά και τα χείρων, χείριστος και τα ἥσσων, ἥκιστος, χρησιμ. επίσης ως συγκρ. και υπερθ. Δ. Επίρρ. κακῶς, Λατ. male, κακώς, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· κακῶς ποιεῖν τινα, συμπεριφέρομαι σε κάποιον άσχημα· κακῶς ποιεῖν τινά τι, προξενώ σε κάποιον βλάβη, σε Αττ.· κακῶς πράσσειν, ζω άσχημα, δυστυχώ, σε Αισχύλ.· κακῶς πάσχειν, στον ίδ.· κακῶς γίγνεταί τινι, σε Ηρόδ.· κακῶς ἐκπέφευγα, Λατ. vix denum effugi, σε Δημ.· συγκρ. κάκιον, σε Ηρόδ., Αττ.· υπερθ. κάκιστα, σε Αριστοφ. κ.λπ. Ε. ΣΤΑ ΣΥΝΘ.· όταν προστίθεται σε λέξεις που ήδη σημαίνουν κάτι κακό, επιτείνει αυτή την έννοια, όπως στο κακο-πινής· αλλά όταν προτίθεται σε λέξεις που σημαίνουν κάτι καλό, δηλώνει μικρή ποσότητα αυτού του καλού, όπως στο κακό-δοξος. Ενίοτε παρουσιάζεται απλώς ως επίθ. που συμφωνεί με το ουσ. με το οποίο συνδέεται, οπως στα Κακοΐλιος αντί κακὴ Ἴλιος, κακόνυμφας αντί κακὸς νύμφιος.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκός: (compar. κακίων, χείρων, ἥσσων, поздн. κακῑότερος; superl. κάκιστος, χείριστος и ἥκιστος)
1 плохой, неопрятный, изношенный (εἵματα Hom.);
2 плохой, дурной, негодный, нерадивый (νομῆες Hom.);
3 плохой, неискусный, неумелый (ἡνίοχος Hom.; ἰατρός Aesch.; κυβερνήτης Eur.): κ. δ᾽ αἰδοῖος ἀλήτης Hom. жалок застенчивый нищий, т. е. плохо нищему, который стыдится просить подаяния; εἰ μὴ ἐγὼ κ. γνώμην ἔφυν Soph. если я не ошибаюсь; λέγειν σὺ δεινός, μανθάνειν δ᾽ ἐγὼ κ. σοῦ Soph. говорить ты горазд, но я-то не гожусь в твои ученики; κ. πρὸς αἰχμήν Soph. слабый в бою (досл. в отношении копья), лишенный боевого духа;
4 робкий, малодушный, трусливый: ἐὰν ὑμᾶς ὁρῶσιν ἀθυμοῦντας, πάντες κακοὶ ἔσονται Xen. если они увидят вас оробевшими, все (они и сами) струсят;
5 простого происхождения, незнатный: οὔ τινα τίεσκον ἀνθρώπων, οὐ κακὸν οὐδὲ μὲν ἐσθλόν Hom. (Антиной и другие) не уважали никого из людей - ни простолюдина, ни знатного;
6 злой, порочный, подлый, преступный (ἡ κακὴ βουλὴ τῷ βουλεύσαντι κακίστη, sc. ἐστίν Plut.): ὦ κάκιστε! Soph. ах ты, негодяй!; κ. κἀκ (= καὶ ἐκ) κακῶν Soph. преступный отпрыск преступных родителей;
7 редко (тж. κ. εἶδος Hom.) некрасивый, безобразный Hom.;
8 злой, злобный, враждебный, неприязненный (λόγοι Soph.; πρός τινα Thuc.);
9 гибельный, губительный, роковой (μοῖρα, πόλεμος Hom.; τύχη Soph., Arst.);
10 мучительный, убийственный (νόσος Hom.; ἄλγη Aesch.);
11 зловещий (ὄρνις Eur.; ὀνείρατα Hom.);
12 несчастный, ужасный: ἄγγελος κακῶν ἐπῶν Soph. приносящий страшные вести;
13 позорный, бесславный (δόξα Eur.; φάτις Soph.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: bad, awful, worthless (Il.).
Compounds: Often as 1. member (opposion to εὖ); also as 2. member, e. g. ἄ-κακος who does not know what is bad, unguilty (bahuvrihi; Sapph., A.); also ἀ-κάκας (Dor.) adjunct of Hades (Megara), of Dareios (A. Pers. 855 [lyr.]), cf. Chantraine Formation 28 (hardly correct Fraenkel Nom. ag. 2, 187 n. 2).
Derivatives: . Comp forms: κακώτερος (Il.), κακίων, κάκιστος (Il.; after ἄριστος, Seiler 100f.; s. also Chantraine Gramm. hom. 1, 259). Abstracts: 1. κακότης badness (Il.); 2. κακία id. (Thgn., Att.; on κακότης: κακία Porzig Satzinhalte 212); 3. κάκη bad character, cowardice (A., E.); after πάθη, βλάβη, cf. Frisk Eranos 43, 221; as 2. member in στομα-κάκη a disease of mouth and teeth (Str., Plin.). - Denomin. verbs. 1. κακίζω revile, -ίζομαι behave badly, be coward (Il.) with κακισμός (Phld., Str.), κάκισις (Vett. Val.) scorn; 2. κακόω do wrong, damage, (Il.) with κάκωσις maltreat, damage (IA.), κακωτής damager, κακωτικός damaging, harmful (Ph., Vett. Val.); 3. κακύνομαι, -ύνω prove bad, cowardly, damage (E., Pl.; Schwyzer 733).
Origin: XX [etym. unknown] (PGX)
Etymology: No clear etymology, originally no doubt an expressive word of the (lower) popular language. Often compared with κακκάω (Prellwitz, Güntert Reimwortbildungen 83); even less probable or quite impossible proposals in Bq; see Scheftelowitz ZII 6, 119. - New Phryg. κακο(υ)ν is a Greek LW [loanword], Solmsen KZ 34, 52 n. 4, Hirt Idg. 2, 596; diff. Meillet MSL 15, 340. Is it Pre-Greek?
Middle Liddell
κᾰκός, ή, όν
bad, Lat. malus:
I. of persons,
1. opp. to καλός, mean, ugly, Il.
2. opp. to ἀγαθός, ἐσθλός, ill-born, mean, ignoble, Hom., Soph.
3. craven, cowardly, base, Hom., Hdt., Attic
4. bad of his kind, i. e. worthless, sorry, poor, κ. ἀλήτης a sorry beggar, Od.; κ. ἰατρός Aesch.; κ. ναύτης Eur.; πάντα κακός bad in all things, Od.; κακὸς γνώμην Soph.;— c. inf., κακὸς μανθάνειν bad at learning, Soph.
5. in moral sense, bad, evil, wicked, Od., Attic
II. of death, disease, etc., bad, evil, baneful, Hom., Attic; of omens, bad, unlucky, Attic; of words, evil, abusive, Soph.; κ. ποιμήν, i. e. the storm, Aesch.
B. κακόν, and κακά, τά, as substantive evil, ill, Od., Hdt., etc.; δυοῖν ἀποκρίνας κακοῖν having chosen the least of two evils, Soph.:— κακόν τι ἔρδειν or ῥέζειν τινά to do evil or ill to any one, Il.; κακὸν (or κακὰ) ποιεῖν τινά Attic; κακὰ κακῶν = τὰ κάκιστα, Soph.
2. kaka/, ta/, also evil words, reproaches, Hdt., Trag.
C. degrees of Comparison:
1. regul. comp. κακώτερος Od., Theocr.; but never in Attic:—irreg. κακίων, ον, [ with ῐ], Hom., with ῑ], Attic
2. Sup. κάκιστος, Hom., etc.:—but χείρων, χείριστος, and ἥσσων, ἥκιστος, are also used as comp. and Sup.
D. adv. κακῶς, Lat. male, ill, Il., etc.:— κακῶς ποιεῖν τινα to treat one ill; κακῶς ποιεῖν τινά τι to do one any evil, Attic; κακῶς πράσσειν to fare ill, Aesch.; κακῶς πάσχειν Aesch.; κακῶς γίγνεταί τινι Hdt.; κακῶς ἐκπέφευγα, Lat. vix demum effugi, Dem.:—comp. κάκιον, Hdt., Attic: Sup. κάκιστα, Ar., etc.
E. in Compos., when added to words already signifying something bad, it increases this property, as in κακο-πινής; but added to words signifying something good, it implies too little of this property, as in κακό-δοξος. Once or twice it stands merely as an adj. agreeing with the Subst. with which it is compounded, as Κακοΐλιος for κακὴ Ἴλιος, κακόνυμφος for κακὸς νυμφίος.
Frisk Etymology German
κακός: {kakós}
Meaning: schlecht, häßlich, böse, schlimm, feig (seit Il.).
Composita: Sehr oft als Vorderglied (Gegensatz εὖ); auch als Hinterglied, z. B. ἄκακος der das Schlechte nicht kennt, schuldlos (Bahuvrihi; Sapph., A. u. a.); auch ἀκάκας (dor.) Beiwort des Hades (Megara), des Dareios (A. Pers. 855 [lyr.]), vgl. Chantraine Formation 28 (kaum richtig Fraenkel Nom. ag. 2, 187 A. 2).
Derivative: Ableitungen. Steigerungsformen: κακώτερος (ep. seit Il.), κακίων, κάκιστος (seit Il.; nach ἄριστος usw., Seiler 100f.; s. noch Chantraine Gramm. hom. 1, 259). Abstraktbildungen: 1. κακότης Schlechtigkeit, Feigheit, Übel, Unglück (vorw. ep. ion. poet. seit Il.); 2. κακία Schlechtigkeit, Bosheit, Feigheit (Thgn., att.; zu κακότης: κακία Porzig Satzinhalte 212); 3. κάκη schlechte Beschaffenheit, Feigheit (A., E., Ar., Pl.); nach πάθη, βλάβη u. a., vgl. Frisk Eranos 43, 221; als Hinterglied in στομακάκη N. einer Mund- und Zahnkrankheit (Str., Plin.). — Denominative Verba. 1. κακίζω tadeln, schmähen, -ίζομαι sich schlecht benehmen, feig zeigen (seit Il.) mit κακισμός (Phld., Str.), κάκισις (Vett. Val.) Tadel; 2. κακόω Übles zufügen, beschädigen, verderben (seit Il.) mit κάκωσις Mißhandlung, Beschädigung, Bedrängnis (ion. att.), κακωτής Beschädiger, κακωτικός beschädigend, schädlich (Ph., Vett. Val. u. a.); 3. κακύνομαι, -ύνω sich schlecht, feig zeigen, beschädigen (E., Pl. usw.; Schwyzer 733).
Etymology: Ohne einleuchtende Etymologie, ursprünglich ohne Zweifel ein expressives Wort der (niedrigeren) Umgangssprache. Oft zu κακκάω gezogen (Prellwitz, Güntert Reimwortbildungen 83); noch unwahrscheinlichere oder ganz unmögliche Vorschläge (zu κέγκει, κηκάς, airan. kasu- klein usw.) bei Bq; dazu Scheftelowitz ZII 6, 119. — Neuphryg. κακο(υ)ν ist als griech. LW zu betrachten, s. Solmsen KZ 34, 52 A. 4, Hirt Idg. 2, 596; anders Meillet MSL 15, 340.
Page 1,758-759
Chinese
原文音譯:kakÒj 卡可士
詞類次數:形容詞(51)
原文字根:邪惡 相當於: (רַע)
字義溯源:卑劣的*,無價值的,惡,惡事,邪惡,惡的,作惡,不對,傷害,傷,歹,苦,害,敗壞的,惡人,惡言。與(κακός)=卑劣的)相對的,乃是(πιστός)=忠心),(φρόνιμος)=有見識,聰明)。參讀 (ἄτοπος)同義字
同源字:1) (ἄκακος)還算不壞 2) (ἐγκακέω / ἐκκακέω)軟弱 3) (κακία)惡劣 4) (κακοήθεια)壞品性 5) (κακολογέω)誹謗 6) (κακοπάθεια / καλοκαγαθία)困苦 7) (κακοπαθέω)受苦難 8) (κακοποιέω)成為作惡者 9) (κακοποιός)作惡者 10) (κακός)卑劣的 11) (κακοῦργος)犯罪的人 12) (κακουχέω)虐待 13) (κακόω)傷害 14) (κακῶς)惡劣地 15) (κάκωσις)虐待 16) (συγκακοπαθέω)一同受苦 17) (συγκακουχέομαι)同受虐待 18) (χείρων)更加惡
出現次數:總共(51);太(3);可(2);路(2);約(1);徒(4);羅(16);林前(3);林後(2);腓(1);西(1);帖前(2);提前(1);提後(1);多(1);來(1);雅(2);彼前(5);約叄(1);啓(2)
譯字彙編:
1) 惡(26) 太24:48; 可7:21; 徒23:9; 羅2:9; 羅7:19; 羅7:21; 羅9:11; 羅12:17; 羅12:17; 羅12:21; 羅12:21; 羅13:4; 羅13:4; 羅16:19; 林前13:5; 林後5:10; 西3:5; 帖前5:15; 帖前5:15; 提前6:10; 雅1:13; 彼前3:9; 彼前3:9; 彼前3:11; 約叄1:11; 啓16:2;
2) 惡事(5) 太27:23; 可15:14; 路23:22; 羅3:8; 林後13:7;
3) 惡事的(2) 羅1:30; 林前10:6;
4) 害(2) 羅13:10; 提後4:14;
5) 苦(2) 路16:25; 徒9:13;
6) 惡人(2) 林前15:33; 啓2:2;
7) 歹(1) 來5:14;
8) 是惡的(1) 多1:12;
9) 惡言(1) 彼前3:10;
10) 惡的人(1) 彼前3:12;
11) 邪惡的(1) 腓3:2;
12) 惡物(1) 雅3:8;
13) 作惡的(1) 羅13:3;
14) 不對(1) 約18:23;
15) 傷害(1) 徒16:28;
16) 傷(1) 徒28:5;
17) 惡人!(1) 太21:41;
18) 就是邪惡(1) 羅14:20
English (Woodhouse)
bad, base, criminal, disgraceful, dishonourable, distressing, evil, harmful, ignominious, ill-omened, inauspicious, incapable, incompetent, inefficient, injurious, lamentable, mean, miserable, morally, ominous, poor, shabby, sinful, sorry, unfortunate, unpleasant, wicked, worthless, wretched, bad in quality, low of degree, of birth
Mantoulidis Etymological
(=ἄσχημος, ἄσημος, δει λός, ἀνάξιος, κακός). Ἀπό τό κάκη (=μοχθηρία) (ἀπό ρίζα κακ-). Ἴσως συγγενικό μέ τό κάκκη (=λέξη τῆς νηπιακῆς ἡλικίας πού σημαίνει τήν ἀνθρώπινη κόπρο, τά κακκά). Ἀκόμη συγγενεύει μέ τό κηκάς (=βλαβερός) καί τό καῦρος (=κακός).
Παράγωγα: κακία, κακίζω (=κατηγορῶ), κακισμός (=ὄνειδος), κακιστέος, κακιστέον, κακῶς, κακότης, κακόω (=κακοποιῶ), κάκωσις (=βλάβη), κακωτής, κακωτικός, ἀκάκωτος καί τά σύνθετα: κακάγγελος (=ἄγγελος κακῶν), κακηγόρος, κακόβουλος, κακογείτων, κακόγλωσσος, κακοδαίμων, κακόδοξος, κακοήθης, κακολόγος, κακόνους (=δυσμενής), κακοπαθῶ (=ὑποφέρω), κακοποιός, κακοπραγῶ, κακοτεχνῶ (=ἐξαπατῶ), κακότεχνος, κακοῦργος, κακοτυχής, κακουχία, κακόφρων (=ἐχθρικός), κακοψυχία (=δειλία).
Lexicon Thucydideum
malus, bad, wicked
A) de hominibus, concerning men improbus, wicked, dishonest, 1.86.1, 6.80.2, 6.86.3,
iniquus, unfair, unjust, 1.120.2,
ignavus, lazy, cowardly, 2.87.3, 2.87.9,
subsequente inf. with following infinitive impar alicui rei, unequal to something, 6.38.2,
B) de rebus, concerning matters κακόν, malum, incommodum, misfortune, disadvantage, 2.42.3, 3.43.2, 5.65.2, 6.39.2, 8.72.2,
malum, maleficium, iniuria illata, wrong, injury inflicted, 1.40.6, 1.126.11, 1.137.4, 2.41.4, [nonnulli codd. several manuscripts καλῶν] 3.82.5, 8.40.2, 8.48.4, [vulgo commonly κακὸν οὐδἐν] 8.48.6, 8.50.2, 8.86.3, 8.89.2,
calamitas, disaster, calamity, 2.5.4, 2.12.3, 2.47.4, 2.51.4, 2.5.1. 2.52.3, 2.54.2. 3.113.5, 4.20.2, 4.66.3. 4.98.6. 4.117.1, 6.78.3. 6.103.4, [nonnulli codd. several manuscripts κακῶς] 7.42.2, 7.67.4, 7.72.2. 7.75.6.
dolor, grief, sorrow, 2.49.7,
malo consilio, by bad judgment, 5.18.5, 5.77.6. 8.37.2, 8.37.28.58.3. 8.58.38.4.1. 8.4.1
cum alicuius detrimento, to someone's detriment, 2.13.1, 3.64.4, 4.86.1, 5.44.3.
Translations
Afrikaans: sleg; Albanian: i keq; American Sign Language: OpenB@Chin-PalmBack OpenB@FromChin-PalmDown; Amharic: ጥፉ, መጥፎ; Apache Western Apache: dénchǫʼé; Arabic: سَيِّئ; Egyptian Arabic: وحش; Moroccan Arabic: خايب; Armenian: վատ; Aromanian: arãu; Assamese: বেয়া; Asturian: malu; Azerbaijani: pis, xarab, bəd, bərbad, yaman; Bashkir: насар, яман; Basque: gaizki; Belarusian: дрэ́нны, кепскі; Bengali: খারাপ; Bikol Central: maraot; Breton: fall; Bulgarian: лош; Burmese: ဆိုး; Catalan: dolent; Chamicuro: machewa; Chechen: во; Chinese Cantonese: 壞; Mandarin: 壞, 坏, 不好; Cornish: drog; Crimean Tatar: osal, yaramay; Czech: špatný; Dalmatian: mul; Danish: dårlig, skod; Dutch: slecht; Elfdalian: klien, dålin; Esperanto: malbona; Estonian: halb; Faroese: illur; Finnish: huono, paha, kelvoton, kielteinen; French: mauvais; Friulian: mâl; Galician: malo, mao; Georgian: ცუდი; German: schlecht, schlimm, übel; Gothic: 𐌿𐌱𐌹𐌻𐍃; Greek: κακός, άσχημος; Ancient Greek: κακός; Greenlandic: ajorpoq; Guaraní: vai; Hawaiian: ʻino; Hebrew: רַע; Hindi: बुरा, ख़राब; Hungarian: rossz; Icelandic: vondur, slæmur, illur; Ido: mala; Indonesian: buruk, jelek; Sundanese: awon, goréng; Ingush: во; Interlingua: mal; Irish: dona, droch-, olc; Italian: cattivo; Japanese: 悪い; Javanese: ala; Kamta: বেয়া; Kashubian: złi; Kazakh: жаман; Khmer: អាក្រក់; Korean: 나쁘다, 나쁜; Kurdish Central Kurdish: خەراپ, بەد; Northern Kurdish: bed, xirab, nebaş; Kyrgyz: жаман, начар; Ladin: stlet; Lao: ບໍ່ດີ; Latin: malus; Latvian: slikts, nelabs; Lithuanian: blogas; Lombard: mal; Macedonian: лош, зол; Malay: buruk; Maltese: ħażin; Mansaka: maat; Maore Comorian: -ovu; Maori: kino; Marathi: वाईट; Mazanderani: بد; Mongolian: муу; Navajo: doo yáʼátʼéeh da; Norman: mauvais; Norwegian: dårlig; Occitan: mal; Ojibwe: maazhi-, maji-; Old Church Slavonic: зълъ; Old English: yfel; Old Javanese: hala; Old Turkic: 𐰪𐰃𐰍, 𐰖𐰉𐰕, 𐰖𐰉𐰞𐰴; Ossetian: ӕвзӕр; Pashto: بد; Persian: بد; Plautdietsch: schlajcht; Polish: zły, kiepski; Portuguese: ruim, mau; Quechua: mana allin; Rapa Nui: kino, rake rake; Romagnol: mêl, cativ; Romanian: rău; Romansch: nausch; Russian: плохой, скверный, поганый, нехороший; Sanskrit: अघ; Scots: bowkin; Scottish Gaelic: dona, droch, olc; Serbo-Croatian Cyrillic: лош, cлaб; Roman: loš, slab; Sinhalese: නරක; Slovak: zlý; Slovene: slàb; Somali: xun; Spanish: malo; Swedish: dålig, illa; Sylheti: ꠛꠣꠖ, ꠈꠣꠞꠣꠙ; Tagalog: mali, masama; Tajik: бад; Tashelhit: ⵉⵅⵛⵏ; Tatar: яман; Telugu: చెడ్డ; Tetum: aat; Thai: แย่, เลว; Tibetan: སྡུག་ཆགས, ངན་པ; Tok Pisin: nogut; Tupinambá: aíb; Turkish: kötü; Turkmen: şum, bet, erbet, pis, ýaman; Tzotzil: chopol; Ukrainian: поганий, кепський, злий; Urdu: برا, خراب; Uyghur: يامان; Uzbek: yomon; Vietnamese: xấu), dở; Volapük: badik; Walloon: mwais, måva, mwaijhe, måle; Welsh: drwg; Western Bukidnon Manobo: maza'at; Westrobothnian: nåk; White Hmong: tsis zoo; Yiddish: שלעכט; Zazaki: ved; Zealandic: slecht, min; Zhuang: yaez